Language of document : ECLI:EU:T:2020:194

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 13ης Μαΐου 2020 (*)

«Ρήτρα διαιτησίας – Έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης (2007‑2013) – Σύμβαση Perform – Επιλέξιμες δαπάνες – Μερική επιστροφή των καταβληθέντων ποσών – Καταχρηστική άσκηση συμβατικών δικαιωμάτων – Αρχή της καλής πίστης – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη – Βάρος αποδείξεως – Ανταγωγή»

Στην υπόθεση T‑195/18,

Τάλαντον Ανώνυμη Εμπορική – Συμβουλευτική – Εκπαιδευτική Εταιρεία Διανομών, Παροχής Υπηρεσιών Μάρκετινγκ και Διοίκησης Επιχειρήσεων, με έδρα το Παλαιό Φάληρο (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από τον Κ. Δάμη και τον Μ. Αγγελόπουλο, δικηγόρους,

ενάγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον R. Lyal και την Α. Κυρατσού, επικουρούμενους από τον Γ. Γεραπετρίτη, δικηγόρο,

εναγομένη,

με αντικείμενο, αφενός, αγωγή δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ με αίτημα να διαπιστωθεί ότι οι δαπάνες που δήλωσε η ενάγουσα στο πλαίσιο της υπ’ αριθ. 215952 σύμβασης επιχορήγησης για την εκτέλεση του έργου με τίτλο «A sophisticated multi-parametric system for the continuous-effective assessment and monitoring of motor status in parkinson’s disease and other neurodegenerative diseases», η οποία συνήφθη στο πλαίσιο του έβδομου προγράμματος-πλαισίου δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης (2007‑2013), ήταν επιλέξιμες και ότι το αίτημα της Επιτροπής να επιστραφούν τα ποσά των 481 835,56 και 29 694,10 ευρώ, δυνάμει της εν λόγω σύμβασης επιχορήγησης, συνιστά παράβαση των συμβατικών της υποχρεώσεων, καθώς και, αφετέρου, ανταγωγή με αίτημα να υποχρεωθεί η ενάγουσα να καταβάλει εντόκως το ποσό των 481 835,56 ευρώ,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους V. Tomljenović (εισηγήτρια), πρόεδρο, A. Μαρκουλλή και A. Kornezov, δικαστές,

γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 9ης Οκτωβρίου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

I.      Ιστορικό της διαφοράς

1        Η ενάγουσα, Τάλαντον Ανώνυμη Εμπορική – Συμβουλευτική – Εκπαιδευτική Εταιρεία Διανομών, Παροχής Υπηρεσιών Μάρκετινγκ και Διοίκησης Επιχειρήσεων, είναι εταιρία ελληνικού δικαίου η οποία δραστηριοποιείται στον τομέα του μάρκετινγκ και της επικοινωνίας.

2        Στις 18 Δεκεμβρίου 2006 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσαν την απόφαση 1982/2006/ΕΚ, σχετικά με το έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (2007‑2013) (ΕΕ 2006, L 412, σ. 1). Το πρόγραμμα-πλαίσιο το οποίο αφορά η απόφαση 1982/2006 (στο εξής: πρόγραμμα-πλαίσιο) αποτελεί το κύριο μέσο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη χρηματοδότηση της έρευνας. Καλύπτει το χρονικό διάστημα από 1ης Ιανουαρίου 2007 έως 31 Δεκεμβρίου 2013 και διαθέτει προϋπολογισμό 54 δισεκατομμυρίων ευρώ.

3        Το πρόγραμμα-πλαίσιο περιλαμβάνει τέσσερα είδη δράσεων που αποτελούν ειδικά προγράμματα. Μεταξύ αυτών, το πρόγραμμα «Συνεργασία», του οποίου ο προϋπολογισμός ανέρχεται σε 32 περίπου δισεκατομμύρια ευρώ, αποσκοπεί στην υποστήριξη της συνεργασίας μεταξύ πανεπιστημίων, βιομηχανιών, ερευνητικών κέντρων και δημοσίων αρχών, τόσο εντός της Ένωσης όσο και στον υπόλοιπο κόσμο, στους τομείς, μεταξύ άλλων, της υγείας, των τροφίμων και των τεχνολογιών των πληροφοριών και της επικοινωνίας.

4        Στις 19 Δεκεμβρίου 2007, λαμβανομένου υπόψη του προγράμματος-πλαισίου, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, εκπροσωπούμενη από την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, συνήψε με την εταιρία PCS Professional Clinical Sofware GmbH, ως δικαιούχο η οποία ενεργούσε παράλληλα ως συντονιστής κοινοπραξίας συμμετεχόντων, την υπ’ αριθ. 216088 σύμβαση επιχορήγησης σχετικά με την εκτέλεση του σχεδίου «Point‑of‑care monitoring and diagnostics for autoimmune diseases», το οποίο αφορά υπηρεσίες επιβλέψεως και διαγνώσεως των αυτοάνοσων νοσημάτων (στο εξής: σύμβαση επιχορήγησης Pocemon), σύμβαση συνδεόμενη με ένα ερευνητικό σχέδιο στο πλαίσιο της εφαρμογής του ειδικού προγράμματος «Συνεργασία». Στη σύμβαση αυτή προσχώρησαν και άλλες εταιρίες, μεταξύ των οποίων και η ενάγουσα.

5        Στις 21 Ιανουαρίου 2008, λαμβανομένου υπόψη του προγράμματος-πλαισίου, η Κοινότητα, εκπροσωπούμενη από την Επιτροπή, συνήψε με τη Siemens SA, με έδρα το Tres Catons (Ισπανία), την υπ’ αριθ. 215952 σύμβαση επιχορήγησης για την εκτέλεση του έργου «A sophisticated multi-parametric system for the continuous-effective assessment and monitoring of motor status in parkinson’s disease and other neurodegenerative diseases», το οποίο αφορούσε ένα σύνθετο και πολυπαραμετρικό σύστημα συνεχούς και αποτελεσματικής αξιολογήσεως και παρακολουθήσεως της κινητικής ικανότητας στη νόσο του Πάρκινσον και σε άλλα νευροεκφυλιστικά νοσήματα (στο εξής: σύμβαση επιχορήγησης Perform), στο πλαίσιο του ειδικού προγράμματος «Συνεργασία». Εν συνεχεία, στη σύμβαση επιχορήγησης Perform προσχώρησαν και άλλες εταιρίες, μεταξύ των οποίων και η ενάγουσα.

6        Η υπό κρίση διαφορά αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της Επιτροπής που απορρέουν από τη σύμβαση επιχορήγησης Perform.

7        Η σύμβαση επιχορήγησης Perform περιλαμβάνει το κυρίως (τυποποιημένο) κείμενο της σύμβασης και μια σειρά παραρτημάτων, εκ των οποίων το πρώτο (παράρτημα Ι) φέρει τον τίτλο «Περιγραφή των εργασιών» και το δεύτερο (παράρτημα ΙΙ) φέρει τον τίτλο «Γενικοί όροι» (στο εξής: γενικοί όροι). Το κυρίως κείμενο της σύμβασης προβλέπει, μεταξύ άλλων, τις περιόδους υποβολής εκθέσεων για το έργο (άρθρο 4), την ανώτατη οικονομική συνεισφορά της Ένωσης για το έργο (άρθρο 5), την προχρηματοδότηση των δικαιούχων (άρθρο 6), καθώς και το εφαρμοστέο δίκαιο και το αρμόδιο δικαστήριο (άρθρο 9).

8        Ειδικότερα, το άρθρο 9, πρώτο εδάφιο, του κυρίως κειμένου της σύμβασης επιχορήγησης Perform ορίζει ότι η σύμβαση διέπεται από τους όρους της, από «τις πράξεις [της Ένωσης] για το έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο, από τον δημοσιονομικό κανονισμό που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό, από τους εκτελεστικούς του κανόνες, καθώς και από τις λοιπές διατάξεις του δικαίου [της Ένωσης] και, επικουρικώς, από το βελγικό δίκαιο».

9        Το άρθρο 9, τρίτο εδάφιο, της σύμβασης επιχορήγησης Perform προβλέπει ότι το Γενικό Δικαστήριο ή, κατ’ αναίρεση, το Δικαστήριο είναι αποκλειστικώς αρμόδιο προς επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς μεταξύ της Ένωσης και του δικαιούχου επιχορήγησης όσον αφορά την ερμηνεία, την εφαρμογή ή το κύρος της σύμβασης επιχορήγησης και των αποφάσεων της Επιτροπής που επιβάλλουν χρηματικές υποχρεώσεις.

10      Το σημείο II.14, παράγραφος 1, των γενικών όρων ορίζει ότι οι δαπάνες, για να θεωρηθούν επιλέξιμες, πρέπει, καταρχήν, να είναι πραγματικές και να πραγματοποιούνται από τον δικαιούχο, τούτο δε κατά τη διάρκεια του σχεδίου. Πρέπει να καθορίζονται βάσει των συνήθων λογιστικών και διαχειριστικών αρχών και πρακτικών του δικαιούχου σύμφωνα με τους λογιστικούς κανόνες του κράτους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο δικαιούχος αυτός. Οι εσωτερικές διαδικασίες λογιστικής και ελέγχου του δικαιούχου πρέπει να καθιστούν δυνατή την άμεση διαπίστωση συμφωνίας των δαπανών και εσόδων που δηλώνονται στο πλαίσιο του έργου με τις αντίστοιχες οικονομικές καταστάσεις και τα αντίστοιχα δικαιολογητικά. Οι δαπάνες πρέπει να χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την επίτευξη των στόχων του έργου και των αναμενόμενων από αυτό αποτελεσμάτων, πρέπει να εγγράφονται στους λογαριασμούς του δικαιούχου και να αναγράφονται στον εκτιμώμενο συνολικό προϋπολογισμό.

11      Κατά το σημείο II.15, παράγραφος 1, των γενικών όρων, άμεσες δαπάνες είναι όλες οι επιλέξιμες δαπάνες που μπορούν να συνδεθούν άμεσα με το έργο και προσδιορίζονται ως τέτοιες από τον δικαιούχο, σύμφωνα με τις λογιστικές του αρχές και τους συνήθεις εσωτερικούς του κανόνες. Όσον αφορά τις δαπάνες προσωπικού, μπορούν να καταλογιστούν μόνον οι δαπάνες για τις πραγματικές ώρες εργασίας των ατόμων που εκτελούν απευθείας εργασίες στο πλαίσιο του έργου. Τα άτομα αυτά πρέπει να έχουν προσληφθεί απευθείας από τον δικαιούχο σύμφωνα με τη νομοθεσία της χώρας του, να εργάζονται υπό την αποκλειστική τεχνική επίβλεψη και ευθύνη του δικαιούχου και να αμείβονται σύμφωνα με τις συνήθεις πρακτικές του.

12      Το σημείο II.18, παράγραφος 1, των γενικών όρων προβλέπει ότι η οικονομική συνεισφορά για το σχέδιο καθορίζεται με την εφαρμογή των ανωτάτων ορίων χρηματοδοτήσεως στις πραγματικές επιλέξιμες δαπάνες καθώς και στους κατ’ αποκοπήν συντελεστές και στα κατ’ αποκοπήν ποσά που δέχεται η Επιτροπή.

13      Κατά το σημείο ΙΙ.22, παράγραφος 1, του παραρτήματος ΙΙ των γενικών όρων, η Επιτροπή μπορεί, έως και πέντε έτη μετά το πέρας των οικείων έργων, να οργανώσει τη διενέργεια οικονομικού ελέγχου είτε από εξωτερικούς ελεγκτές, είτε από τις δικές της υπηρεσίες, είτε από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF).

14      Το σημείο II.22, παράγραφος 3, των γενικών όρων ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι οι δικαιούχοι διατηρούν τα πρωτότυπα ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, δεόντως επικυρωμένα αντίγραφα –συμπεριλαμβανομένων των ηλεκτρονικών αντιγράφων– όλων των εγγράφων που αφορούν τη σύμβαση επιχορήγησης επί πέντε έτη κατ’ ανώτατο όριο από το πέρας του έργου. Τα αντίγραφα αυτά τίθενται στη διάθεση της Επιτροπής, εφόσον τα ζητήσει, για τη διενέργεια οποιουδήποτε οικονομικού ελέγχου δυνάμει της σύμβασης επιχορήγησης.

15      Το σημείο II.22, παράγραφος 5, των γενικών όρων ορίζει ότι, βάσει των διαπιστώσεων του οικονομικού ελέγχου, συντάσσεται προσωρινή έκθεση οικονομικού ελέγχου. Αυτή αποστέλλεται από την Επιτροπή ή από τον εκπρόσωπό της στον ενδιαφερόμενο δικαιούχο, ο οποίος μπορεί να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του εντός προθεσμίας ενός μηνός από της παραλαβής της. Η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να μη λάβει υπόψη τις παρατηρήσεις ή τα έγγραφα που έχουν υποβληθεί εκπρόθεσμα. Η τελική έκθεση αποστέλλεται στον ενδιαφερόμενο δικαιούχο εντός των δύο μηνών που έπονται της λήξεως της προθεσμίας αυτής.

16      Το σημείο II.22, παράγραφος 6, των γενικών όρων προβλέπει ότι η Επιτροπή λαμβάνει, βάσει των πορισμάτων του οικονομικού ελέγχου, κατάλληλα μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της εκδόσεως ενταλμάτων εισπράξεως που αφορούν το σύνολο ή μέρος των πληρωμών που έχει πραγματοποιήσει και της επιβολής όλων των εφαρμοστέων κυρώσεων.

17      Τέλος, το σημείο II.24, παράγραφος 1, των γενικών όρων προβλέπει εν συνόψει ότι η ενάγουσα υποχρεούται να καταβάλει στην Επιτροπή κατ’ αποκοπήν αποζημίωση εφόσον αποδειχθεί ότι οι δηλωθείσες δαπάνες είναι αδικαιολόγητες.

18      Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι, στο πλαίσιο της εκτέλεσης της σύμβασης επιχορήγησης Perform, η Siemens της κατέβαλε το συνολικό ποσό των 511 882 ευρώ.  Κατά την Επιτροπή, η ενάγουσα έλαβε συνολικό ποσό 502 800,56 ευρώ. Με την από 30 Ιουλίου 2019 απάντησή της, την οποία κατέθεσε κατόπιν ερώτησης του Γενικού Δικαστηρίου (βλ. σκέψη 38 κατωτέρω), η Επιτροπή δήλωσε ότι κατέβαλε στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 502 800,65 ευρώ. Όσον αφορά τα μερικότερα ποσά που κατέβαλε η Siemens στην ενάγουσα, κατά το πέρας της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως οι διάδικοι συμφώνησαν ότι η Siemens κατέβαλε στην ενάγουσα το ποσό των 119 374 ευρώ τον Οκτώβριο του 2010. Αντιθέτως, εξακολούθησαν να διαφωνούν όσον αφορά τα ποσά που εισέπραξε η ενάγουσα τον Μάρτιο και τον Ιούλιο του 2008. Όσον αφορά το πρώτο από τα ως άνω ποσά, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η ενάγουσα έλαβε 165 915,34 ευρώ, ενώ η ενάγουσα εμμένει στο γεγονός ότι εισέπραξε 164 997 ευρώ. Τέλος, όσον αφορά το ποσό που καταβλήθηκε τον Ιούλιο του 2008, η Επιτροπή θεωρεί ότι η ενάγουσα εισέπραξε 227 511,22 ευρώ, ενώ η τελευταία ισχυρίζεται ότι έλαβε το ποσό των 227 511 ευρώ. Στο τέλος της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, οι διάδικοι δεν ήταν σε θέση να εξηγήσουν πού οφείλεται η διαφορά μεταξύ, αφενός, του αριθμητικού ποσού που προκύπτει από την άθροιση των τριών μερικότερων ποσών τα οποία καταβλήθηκαν τον Μάρτιο και τον Ιούλιο του 2008 και τον Οκτώβριο του 2010 (165 915,34 ευρώ ή 164 997 ευρώ· 227 511,22 ευρώ ή 227 511 ευρώ· 119 374 ευρώ) και, αφετέρου, των συνολικών ποσών που αναγράφονται στα υπομνήματά τους ή που μνημονεύθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση (511 882 ευρώ· 502 800,56 ευρώ ή 502 800,65 ευρώ).

19      Αντιθέτως, δεν αμφισβητείται ότι η ενάγουσα δήλωσε συνολικές δαπάνες ανερχόμενες σε 605 217 ευρώ.

20      Με έγγραφο που υπογράφηκε στις 27 Απριλίου και στις 12 Ιουνίου 2009, η Επιτροπή συνήψε με την KPMG AG Wirtschaftsprüfungsgesellschaft, με έδρα στη Γερμανία (στο εξής: KPMG Γερμανίας), σύμβαση-πλαίσιο για την παροχή υπηρεσιών οικονομικού ελέγχου όσον αφορά τα έξοδα και τις δαπάνες που δήλωσαν οι συμμετέχοντες σε σχέση με το πρόγραμμα-πλαίσιο. Με έγγραφο που υπογράφηκε στις 29 Ιουνίου και στις 4 Ιουλίου 2011, η Επιτροπή συνήψε με την KPMG Γερμανίας ειδική σύμβαση για την εφαρμογή της εν λόγω σύμβασης-πλαισίου, με αριθμό B135/11/FP7/2009/1.

21      Με έγγραφο της 7ης Ιουλίου 2011, η Επιτροπή πληροφόρησε την ενάγουσα ότι είχε αποφασίσει να διενεργήσει οικονομικό έλεγχο δυνάμει του σημείου II.22 των γενικών όρων και ότι ο εν λόγω οικονομικός έλεγχος θα πραγματοποιούνταν από την «KPMG». Η Επιτροπή δεν ανέφερε συγκεκριμένα ποια εταιρία του ομίλου KPMG επρόκειτο πράγματι να ασχοληθεί.

22      Από τις 12 έως τις 16 Σεπτεμβρίου 2011, η KPMG Certified Auditors SA (στο εξής: KPMG Ελλάδας), ελληνική εταιρία ορκωτών ελεγκτών, διενήργησε οικονομικό έλεγχο προκειμένου να ελέγξει τις δαπάνες που είχε δηλώσει η ενάγουσα στο πλαίσιο της σύμβασης επιχορήγησης Perform. Πριν από τον έλεγχο, επικοινώνησε σχετικώς με την ενάγουσα ο ελεγκτής A, ο οποίος ενεργούσε για λογαριασμό της KPMG Ελλάδας.

23      Στις 30 Αυγούστου 2012 κοινοποιήθηκε στην ενάγουσα το σχέδιο έκθεσης οικονομικού ελέγχου 11-BA135-006, που αφορούσε την οικονομική εκτέλεση, μεταξύ άλλων, της σύμβασης επιχορήγησης Perform (στο εξής: σχέδιο έκθεσης οικονομικού ελέγχου). Το σχέδιο αυτό είχε καταρτισθεί από την KPMG Ελλάδας. Η ενάγουσα κλήθηκε να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της επί του σχεδίου αυτού. Με το εν λόγω σχέδιο, οι ελεγκτές έκριναν ως επιλέξιμες, όσον αφορά τη σύμβαση επιχορήγησης Perform, τις δαπάνες της ενάγουσας ύψους 24 781 ευρώ, πρότειναν δε δημοσιονομικές διορθώσεις της τάξης των 578 937 ευρώ υπέρ της Επιτροπής, με την αιτιολογία ότι η ενάγουσα παρέβη τις συμβατικές υποχρεώσεις της όσον αφορά την οικονομική διαχείριση των έργων Pocemon και Perform.

24      Με έγγραφα της 1ης και της 15ης Οκτωβρίου 2012, η ενάγουσα υπέβαλε στον Α, ενεργούντα για λογαριασμό της KPMG Ελλάδας, τα σχόλιά της επί του σχεδίου έκθεσης οικονομικού ελέγχου, ισχυριζόμενη ότι το σχέδιο αυτό περιείχε σφάλματα εκτίμησης.

25      Με έγγραφο της 22ας Ιανουαρίου 2013, υπό στοιχεία Ares(2013) 73917, η Επιτροπή κοινοποίησε στην ενάγουσα αντίγραφο της τελικής έκθεσης οικονομικού ελέγχου 11-BA135-006, της 19ης Δεκεμβρίου 2012, σχετικά με την οικονομική εκτέλεση της σύμβασης επιχορήγησης Pocemon και της σύμβασης επιχορήγησης Perform εκ μέρους της ενάγουσας (στο εξής: έκθεση οικονομικού ελέγχου). Η έκθεση οικονομικού ελέγχου ήταν υπογεγραμμένη από τους B και C, ενεργούντες για λογαριασμό της KPMG Γερμανίας. Με το έγγραφο της 22ας Ιανουαρίου 2013, η Επιτροπή ενημέρωσε επίσης την ενάγουσα για το πέρας του οικονομικού ελέγχου και ενέκρινε τα πορίσματα της έκθεσης οικονομικού ελέγχου.

26      Με έγγραφο της 7ης Μαρτίου 2013, υπό στοιχεία Ares(2013) 317189, η ενάγουσα επανέλαβε, κατ’ ουσίαν, τις αιτιάσεις που είχε προβάλει με τα από 1 και 15 Οκτωβρίου 2012 έγγραφά της και υπογράμμισε επιπλέον ότι οι υπογράφοντες την τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου δεν ήταν τα πρόσωπα που είχαν προβεί στον έλεγχο. Με το ίδιο έγγραφο, η ενάγουσα ζήτησε να οργανωθεί συνάντηση προκειμένου να αναπτύξει προφορικά τους ισχυρισμούς της.

27      Με έγγραφο της 25ης Μαρτίου 2013, υπό στοιχεία Ares(2013) 497233, η Επιτροπή, απαντώντας στο από 7 Μαρτίου 2013 έγγραφο της ενάγουσας, της ζήτησε, πριν λάβει θέση επί της ανάγκης διοργανώσεως συναντήσεως, να υποβάλει έως τις 15 Απριλίου 2013 όλα τα απτά στοιχεία που δεν είχαν ακόμη ληφθεί υπόψη και τα οποία ήταν ικανά να τροποποιήσουν τα πορίσματα της έκθεσης οικονομικού ελέγχου. Με έγγραφο της 15ης Απριλίου 2013, η ενάγουσα υπέβαλε στην Επιτροπή γραπτές δηλώσεις διαφόρων ατόμων, καθώς και έκθεση οικονομικού ελέγχου της PKF της 11ης Απριλίου 2013 (στο εξής: έκθεση της 11ης Απριλίου 2013).

28      Στις 20 Μαρτίου 2013 η ενάγουσα άσκησε αγωγή δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, που πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό υπόθεσης T‑165/13, με την οποία ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, να διαπιστώσει ότι η απόρριψη από την Επιτροπή δαπανών της ενάγουσας ύψους 153 117 ευρώ στο πλαίσιο της σύμβασης επιχορήγησης Pocemon, βάσει της έκθεσης οικονομικού ελέγχου, συνιστούσε παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων της Επιτροπής, και ότι η ίδια όφειλε να επιστρέψει στην Επιτροπή το ποσό των 143 671 ευρώ και όχι το ποσό των 273 559,63 ευρώ ούτε το ποσό της εκκαθαρισμένης αποζημιώσεως που θα προσδιόριζε η τελευταία. Με διάταξη της 4ης Δεκεμβρίου 2014, Τάλαντον κατά Επιτροπής (T‑165/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:1027), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την εν λόγω αγωγή ως απαράδεκτη, μεταξύ άλλων λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος της ενάγουσας.

29      Με το υπ’ αριθ. 3241414916 χρεωστικό σημείωμα της 10ης Δεκεμβρίου 2014, η Επιτροπή ζήτησε από την ενάγουσα την καταβολή ποσού 273 535,38 ευρώ στο πλαίσιο της σύμβασης επιχορήγησης Pocemon, ορίζοντας ως καταληκτική ημερομηνία για την επιστροφή του εν λόγω ποσού την 26η Ιανουαρίου 2015. Στις 6 Φεβρουαρίου 2015, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου, η ενάγουσα άσκησε αγωγή κατά της Επιτροπής με αίτημα να διαπιστωθεί ότι το χρεωστικό σημείωμα που εκδόθηκε για το έργο Pocemon συνιστούσε παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων της Επιτροπής. Με απόφαση της 13ης Ιουλίου 2017, Τάλαντον κατά Επιτροπής (T‑65/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:491), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την ως άνω αγωγή.

30      Με έγγραφο της 4ης Δεκεμβρίου 2017 υπό τα στοιχεία Ares(2017) 5928617, σχετικό με προκαταρκτική ενημέρωση για τη διαδικασία εισπράξεως, η Επιτροπή πληροφόρησε την ενάγουσα ότι είχε την πρόθεση να προχωρήσει στη διαδικασία εισπράξεως για ποσό 481 835,56 ευρώ όσον αφορά το έργο Perform και ότι, αν η ενάγουσα δεν διατύπωνε παρατηρήσεις εντός 30 ημερών, θα της αποστελλόταν χρεωστικό σημείωμα με περαιτέρω οδηγίες.

31      Με έγγραφο της 3ης Ιανουαρίου 2018, η ενάγουσα επισήμανε, αφενός, ότι ο διενεργηθείς από την KPMG Ελλάδας οικονομικός έλεγχος δεν ήταν νόμιμος, υπογραμμίζοντας συγχρόνως, αφετέρου, τα ουσιώδη σημεία που αποδείκνυαν, κατά την άποψή της, ότι τα πορίσματα της έκθεσης οικονομικού ελέγχου ήταν εσφαλμένα και πλημμελή. Με το εν λόγω έγγραφο, η ενάγουσα υπέβαλε εκ νέου αίτημα προς την Επιτροπή προκειμένου να ασκήσει το δικαίωμά της ακροάσεως.

32      Στις 16 Ιανουαρίου 2018 η Επιτροπή κοινοποίησε στην ενάγουσα δύο χρεωστικά σημειώματα, ήτοι, πρώτον, το υπ’ αριθ. 3241801228 χρεωστικό σημείωμα για την ανάκτηση της αχρεωστήτως καταβληθείσας οικονομικής συνεισφοράς της Ένωσης ύψους 481 835,56 ευρώ και, δεύτερον, το υπ’ αριθ. 3241801229 χρεωστικό σημείωμα για την επιβολή κατ’ αποκοπήν αποζημίωσης ύψους 29 694,10 ευρώ, σύμφωνα με το σημείο II.24, παράγραφος 1, των γενικών όρων (βλ. σκέψη 17 ανωτέρω) (στο εξής, από κοινού: επίδικα χρεωστικά σημειώματα). Με τα επίδικα χρεωστικά σημειώματα, η Επιτροπή όρισε ως καταληκτική ημερομηνία πληρωμής την 26η Φεβρουαρίου 2018. Τα επίδικα χρεωστικά σημειώματα συνοδεύονταν από το έγγραφο της Επιτροπής της 15ης Ιανουαρίου 2018, υπό στοιχεία Ares(2018) 235710.

33      Μέχρι σήμερα, τα επίδικα χρεωστικά σημειώματα παραμένουν ανεξόφλητα.

34      Με διάταξη της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Τάλαντον κατά Επιτροπής (C‑539/17 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:726), το Δικαστήριο απέρριψε ως προδήλως αβάσιμη την αίτηση αναιρέσεως που είχε ασκήσει η νυν ενάγουσα κατά της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου της 13ης Ιουλίου 2017, Τάλαντον κατά Επιτροπής (T‑65/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:491)

II.    Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

35      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 16 Μαρτίου 2018, η ενάγουσα άσκησε την υπό κρίση αγωγή.

36      Στις 4 Ιουνίου 2018 η Επιτροπή κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου υπόμνημα αντίκρουσης το οποίο περιλάμβανε ανταγωγικό αίτημα, ήτοι το αίτημα να υποχρεωθεί η ενάγουσα να της καταβάλει εντόκως τα ποσά που αναγράφονταν στα χρεωστικά σημειώματα που μνημονεύονται στη σκέψη 32 ανωτέρω.

37      Κατόπιν έκθεσης του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπονται στο άρθρο 89 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, κάλεσε τους διαδίκους να απαντήσουν σε ορισμένες έγγραφες ερωτήσεις. Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν στα εν λόγω μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Έδωσαν ορισμένες διευκρινίσεις όσον αφορά τα ποσά που κατέβαλε η Siemens στην ενάγουσα (βλ. σκέψη 18 ανωτέρω).

38      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 9ης Οκτωβρίου 2019.

39      Η ενάγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να διαπιστώσει ότι το υπ’ αριθ. 3241801228 χρεωστικό σημείωμα, με το οποίο η Επιτροπή ζητεί την επιστροφή του ποσού των 481 835,56 ευρώ, βάσει της σύμβασης επιχορήγησης Perform, συνιστά παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων του εν λόγω θεσμικού οργάνου, στο μέτρο που το ποσό των επιλέξιμων δαπανών για το έργο αυτό ανέρχεται σε 605 217 ευρώ, από τα οποία η συνεισφορά της Ένωσης ανέρχεται σε 490 711 ευρώ, και ότι η ενάγουσα υποχρεούται να επιστρέψει στην Επιτροπή το ποσό των 21 171 ευρώ και όχι το ποσό των 481 835,56 ευρώ το οποίο αξιώνει το θεσμικό αυτό όργανο·

–        να διαπιστώσει ότι το υπ’ αριθ. 3241801229 χρεωστικό σημείωμα, με το οποίο η Επιτροπή ζητεί την καταβολή του ποσού των 29 694,10 ευρώ, ως εκκαθαρισμένη αποζημίωση, συνιστά παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων της Επιτροπής·

–        να απορρίψει την ανταγωγή της Επιτροπής·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

40      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την υπό κρίση αγωγή·

–        ανταγωγικώς, να υποχρεώσει την ενάγουσα να της επιστρέψει το ποσό των 481 835,56 ευρώ, πλέον τόκων υπολογιζόμενων με επιτόκιο 3,5 % από τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με το υπ’ αριθ. 3241801228 χρεωστικό σημείωμα·

–        επίσης ανταγωγικώς, να υποχρεώσει την ενάγουσα να της καταβάλει ως κατ’ αποκοπήν αποζημίωση το ποσό των 29 694,10 ευρώ, πλέον τόκων υπολογιζόμενων με επιτόκιο 3,5 % από τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με το υπ’ αριθ. 3241801229 χρεωστικό σημείωμα·

–        να καταδικάσει την ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα.

III. Σκεπτικό

1.      Επί της αρμοδιότητας του Γενικού Δικαστηρίου

41      Όπως ορθώς υποστηρίζουν οι διάδικοι, το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να εκδικάσει την υπό κρίση αγωγή, η οποία ασκήθηκε βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, δυνάμει της ρήτρας διαιτησίας που περιλαμβάνεται στο άρθρο 9, τρίτο εδάφιο, της σύμβασης επιχορήγησης Perform, το οποίο απονέμει στο Γενικό Δικαστήριο την αρμοδιότητα να αποφαίνεται επί οποιασδήποτε διαφοράς σχετικής με την ερμηνεία, την εφαρμογή ή το κύρος της σύμβασης αυτής.

42      Το Γενικό Δικαστήριο είναι επίσης αρμόδιο να εκδικάσει την ανταγωγή που άσκησε η Επιτροπή. Πράγματι, κατά τη νομολογία, η αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου, κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής, να εκδικάζει αγωγή που έχει ασκηθεί βάσει ρήτρας διαιτησίας συνεπάγεται κατά λογική αναγκαιότητα την αρμοδιότητά του να εκδικάζει την ανταγωγή η οποία ασκείται από θεσμικό όργανο στο πλαίσιο της αγωγής αυτής και απορρέει από τον ίδιο συμβατικό δεσμό ή τα ίδια πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζεται η κύρια αγωγή ή σχετίζεται ευθέως με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον εν λόγω δεσμό ή τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά (βλ. απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2015, Amitié κατά Επιτροπής, T‑234/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:601, σκέψη 71 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Εν προκειμένω, όπως και η αγωγή της ενάγουσας, η ανταγωγή της Επιτροπής στηρίζεται στη σύμβαση που αποτέλεσε αντικείμενο του οικονομικού ελέγχου.

2.      Επί του πρώτου αιτήματος της ενάγουσας, κατά το μέρος που αφορά το ποσό των 481 835,56 ευρώ

43      Προς στήριξη του πρώτου αιτήματός της, η ενάγουσα προβάλλει δύο λόγους.

1.      Επί του πρώτου λόγου της αγωγής, ο οποίος αφορά παραβίαση της αρχής της καλής πίστης και καταχρηστική εφαρμογή των ρητρών της σύμβασης επιχορήγησης Perform

44      Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου της αγωγής της, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της καλής πίστης και εφάρμοσε καταχρηστικώς τις ρήτρες της σύμβασης επιχορήγησης Perform, τούτο δε από διάφορες απόψεις.

45      Κατά πρώτον, στο σημείο 25 του δικογράφου της αγωγής, η ενάγουσα επισημαίνει ότι, «[ε]πιπλέον, η [Επιτροπή], με μεγάλη καθυστέρηση, 5 έτη από τη διεξαγωγή του ελέγχου, απέστειλε το Ref.Ares (2017) 5928617 – 4/12/2017 [με τίτλο] “Preliminary information to recovery procedure” [Προκαταρκτική ενημέρωση για τη διαδικασία είσπραξης] για την εφαρμογή της εν λόγω Έκθεσης Ελέγχου 11‑ΒΑ135‑006». Η ενάγουσα έδωσε έμφαση στη φράση «με μεγάλη καθυστέρηση» χρησιμοποιώντας γραμματοσειρά με υπογραμμισμένους έντονους χαρακτήρες. Εν συνεχεία, στην αρχή του σημείου 27 του δικογράφου της αγωγής, επισημαίνει ότι, «[η Επιτροπή], εντός 11 ημερών από τη λήψη του ως άνω εγγράφου, απέστειλε το Ref.Ares(2018) 235710–15/1/2018 [με τίτλο] “Recovery procedure – Debit notes” [Διαδικασία είσπραξης – Χρεωστικά σημειώματα]». Η φράση «εντός 11 ημερών από τη λήψη του ως άνω εγγράφου» είναι υπογραμμισμένη. Τέλος, στο σημείο 7 του υπομνήματος απάντησης αναφέρεται ότι «[η Επιτροπή] επιχειρεί να δικαιολογήσει τη μεγάλη καθυστέρηση στην έκδοση των επίδικων χρεωστικών σημειωμάτων […], καθώς είναι αδιαμφισβήτητο ότι τούτα εκδόθηκαν, καταχρηστικώς, μετά από διάστημα μεγαλύτερο των 5 ετών από τη διεξαγωγή του επίδικου ελέγχου».

46      Κατά δεύτερον, όσον αφορά την παραβίαση της αρχής της καλής πίστης, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι στερήθηκε του δικαιώματος να προβάλει τις αντιρρήσεις της απευθείας στον ελεγκτή που όρισε η Επιτροπή, ήτοι την KPMG Γερμανίας. Προσθέτει ότι η Επιτροπή ανέθεσε τη διενέργεια οικονομικού ελέγχου στην τελευταία αυτή εταιρία και όχι στην KPMG Ελλάδας και ότι το γεγονός ότι ο έλεγχος διενεργήθηκε από την KPMG Ελλάδας ισοδυναμεί με «μη νόμιμη υπεργολαβία». Κατά την ενάγουσα, η KPMG Γερμανίας ουδέποτε όρισε ως υπεργολάβο την KPMG Ελλάδας, ούτε ανέφερε το όνομα του A, ο οποίος εν τέλει επικοινώνησε με την ενάγουσα για τη διενέργεια του οικονομικού ελέγχου, ως μέλος του προσωπικού που συμμετέχει στην ομάδα έργου της προσφοράς. Εν πάση περιπτώσει, ο A, ο οποίος διενήργησε τον έλεγχο, έπρεπε να κατονομάζεται ρητώς στην προσφορά της KPMG σχετικά με τον διαγωνισμό. Η ενάγουσα, από την πλευρά της, γνωστοποίησε τις ενστάσεις της μόνο στον Έλληνα ελεγκτή. Αντιθέτως, ο Γερμανός ελεγκτής ουδέποτε την κάλεσε να αναπτύξει τις θέσεις της ενώπιόν του. Δεδομένου δε ότι ο ελεγκτής βρισκόταν σε άλλη χώρα, ήτοι στη Γερμανία, ήταν δύσκολη η απευθείας επαφή μαζί του. Τέλος, υπήρχε δυσκολία ως προς τη δυνατότητα προσφυγής στις γερμανικές εποπτικές αρχές για τους ελεγκτές προκειμένου αυτές να εκφέρουν γνώμη ως προς την ορθότητα των διαδικασιών που τηρήθηκαν από τον Γερμανό ελεγκτή.

47      Κατά τρίτον, το γεγονός ότι η KPMG Γερμανίας δεν όρισε ως υπεργολάβο την KPMG Ελλάδας και δεν ανέφερε το όνομα του A ως μέλους του προσωπικού που συμμετέχει στην ομάδα έργου της προσφοράς της KPMG Γερμανίας ισοδυναμεί επίσης με καταχρηστική συμπεριφορά.

48      Κατά τέταρτον, δεδομένου ότι ο προβλεπόμενος οικονομικός έλεγχος διενεργήθηκε από τρίτον, εκτός του προσωπικού ή των ρητώς εξουσιοδοτημένων υπεργολάβων, η Επιτροπή παρέβη επίσης το ισχύον δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων της Ένωσης που αφορά την υπεργολαβία, ήτοι τα άρθρα 130 επ. του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2342/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, για τη θέσπιση του Δημοσιονομικού Κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ 2002, L 357, σ. 1), καθώς και, επικουρικώς, τα άρθρα 25 επ. της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών (ΕΕ 2004, L 134, σ. 114).

49      Κατά πέμπτον, κατά την ενάγουσα, αφενός, η KPMG Ελλάδας κατέληξε σε εσφαλμένα, αβάσιμα και αναιτιολόγητα συμπεράσματα, εκτός των ορίων της κανονικής διενέργειας των ελέγχων. Η έκθεση οικονομικού ελέγχου την οποία υπέβαλε ο Α περιείχε σοβαρές ανακρίβειες οι οποίες ουδέποτε διορθώθηκαν. Τούτο συμβαίνει, για παράδειγμα, με τις λανθασμένες ημερομηνίες ευρημάτων που οδήγησαν σε λανθασμένη γνώμη και με την αναφορά άσχετων γεγονότων ή την αναφορά σε μη αληθή γεγονότα, όπως ότι δήθεν στα δελτία παρουσίας δεν αναφέρεται η εργασία που υλοποιούνταν ανά ημέρα από κάθε εργαζόμενο. Αφετέρου, η ενάγουσα προσθέτει ότι ουδέποτε διενεργήθηκε ποιοτικός έλεγχος και ουδέποτε δόθηκε λεπτομερής απάντηση επί των ενστάσεων της ενάγουσας κατά του σχεδίου έκθεσης οικονομικού ελέγχου, ούτε από την KPMG Ελλάδας ούτε από την KPMG Γερμανίας, αλλά ούτε και από τους ελεγκτές της Επιτροπής.

50      Η Επιτροπή αμφισβητεί την ορθότητα των επιχειρημάτων αυτών.

51      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι, απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η ενάγουσα διευκρίνισε ότι η αγωγή της αφορούσε αποκλειστικώς τη συμβατική ευθύνη της Επιτροπής κατά την έννοια του άρθρου 272 ΣΛΕΕ και όχι την εξωσυμβατική ευθύνη του θεσμικού αυτού οργάνου. Η διευκρίνιση αυτή καταχωρίστηκε από τη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως. Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, αντιθέτως προς τα εκτιθέμενα στο σημείο 1 του δικογράφου της αγωγής, η υπό κρίση αγωγή δεν στηρίζεται, στην πραγματικότητα, στο άρθρο 340, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

52      Περαιτέρω, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο, όταν επιλαμβάνεται υποθέσεως στο πλαίσιο ρήτρας διαιτησίας δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, πρέπει, όπως προκύπτει από την εφαρμογή του άρθρου 340, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, να επιλύσει τη διαφορά βάσει του εφαρμοστέου στη σύμβαση ουσιαστικού δικαίου (πρβλ. αποφάσεις της 29ης Νοεμβρίου 2016, ΑΝΚΟ κατά REA, T‑270/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:681, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 1ης Μαρτίου 2017, Universiteit Antwerpen κατά REA, T‑208/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:136, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο είναι το ρητώς προβλεπόμενο στη σύμβαση αυτή, δεδομένου ότι οι συμβατικοί όροι που εκφράζουν την κοινή βούληση των συμβαλλομένων μερών πρέπει να υπερισχύουν όλων των άλλων κριτηρίων, τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν μόνο σε περίπτωση σιωπής της συμβάσεως (βλ. απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2015, Amitié κατά Επιτροπής, T‑234/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:601, σκέψη 74 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

53      Εφαρμόζονται εν προκειμένω, πέραν των όρων της επίμαχης σύμβασης επιχορήγησης, κατά το άρθρο 9, πρώτο εδάφιο, αυτής, κυρίως, «[οι] πράξεις [της Ένωσης] για το έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο, [ο] δημοσιονομικό[ς] κανονισμό[ς] που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό, [οι] εκτελεστικο[ί] του κανόνες, καθώς και [οι] λοιπές διατάξεις του δικαίου [της Ένωσης] και, επικουρικώς, [...] το βελγικό δίκαιο».

54      Όσον αφορά το ζήτημα ποιος δημοσιονομικός κανονισμός είναι κρίσιμος εν προκειμένω όσον αφορά το χρονικό πεδίο εφαρμογής, πρέπει να γίνει δεκτό, αφενός, ότι έχει εφαρμογή ο κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ 2002, L 248, σ. 1). Τούτο διότι, δυνάμει του άρθρου 187, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού αυτού, ο κανονισμός αυτός εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2003, ενώ το πρόγραμμα-πλαίσιο χρονολογείται από τις 18 Δεκεμβρίου 2006 και η συμφωνία επιχορήγησης συνήφθη στις 21 Ιανουαρίου 2008 (βλ. σκέψεις 2 και 5 ανωτέρω). Επιπλέον, η περίοδος για την οποία διενεργήθηκε ο οικονομικός έλεγχος ήταν η περίοδος από 1ης Φεβρουαρίου 2008 έως 31 Ιουλίου 2011.

55      Αφετέρου, πρέπει να εφαρμοστεί ο κανονισμός 2342/2002 (βλ. σκέψη 48 ανωτέρω). Κατά το άρθρο του 273, ο κανονισμός αυτός αρχίζει να ισχύει την 1η Ιανουαρίου 2003.

56      Τέλος, όσον αφορά τους κανόνες που διέπουν την εκτέλεση και την ερμηνεία των συμβάσεων κατά το βελγικό δίκαιο, το οποίο εφαρμόζεται επικουρικώς βάσει των επίμαχων συμβατικών όρων (βλ. σκέψη 8 ανωτέρω), πρέπει να επισημανθεί ότι το άρθρο 1134 του βελγικού αστικού κώδικα προβλέπει, στο πρώτο εδάφιο, ότι «οι νομίμως συναφθείσες συμβάσεις επέχουν θέση νόμου μεταξύ των συμβαλλομένων» και, στο δεύτερο εδάφιο, ότι οι συμβάσεις αυτές «δεν μπορούν να ανατραπούν παρά μόνο με αμοιβαία συναίνεση των συμβαλλομένων ή για λόγους που επιτρέπει ο νόμος». Το άρθρο 1134, τρίτο εδάφιο, του βελγικού αστικού κώδικα προβλέπει επιπλέον ότι οι συμβάσεις πρέπει να εκτελούνται σύμφωνα με την καλή πίστη. Το άρθρο 1135 του ίδιου κώδικα ορίζει ότι «οι συμβάσεις επιβάλλουν υποχρεώσεις στα μέρη όχι μόνον εκ του περιεχομένου τους, αλλά και βάσει όσων προκύπτουν για την ενοχή από την επιείκεια, τα συναλλακτικά ήθη ή τον νόμο, λαμβανομένης υπόψη της φύσεώς της». Επομένως, το άρθρο αυτό συνιστά επίσης εκδήλωση της αρχής της καλόπιστης εκτέλεσης των συμβάσεων. Τέλος, το Cour de cassation (ακυρωτικό δικαστήριο) του Βελγίου έχει κρίνει ότι η αρχή την οποία θέτει το άρθρο 1134 του βελγικού αστικού κώδικα και δυνάμει της οποίας οι συμβάσεις πρέπει να εκτελούνται σύμφωνα με την καλή πίστη απαγορεύει σε κάθε συμβαλλόμενο την κατάχρηση δικαιώματος που του αναγνωρίζεται από σύμβαση. Η κατάχρηση δικαιώματος συνίσταται στην άσκησή του με τρόπο που υπερβαίνει προδήλως τα όρια της συνήθους ασκήσεως του δικαιώματος αυτού από συνετό και επιμελή δικαιούχο (απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2015, Synergy Hellas κατά Επιτροπής, T‑106/13, EU:T:2015:860, σκέψη 73).

57      Οι λόγοι που προβάλλει η ενάγουσα πρέπει να εξεταστούν υπό το πρίσμα των διευκρινίσεων αυτών.

58      Κατά πρώτον, όσον αφορά το σύνολο των επιχειρημάτων της ενάγουσας που παρατίθενται στη σκέψη 45 ανωτέρω και, ειδικότερα, όσον αφορά την αιτίαση της ενάγουσας σχετικά με την καθυστερημένη και καταχρηστική έκδοση των επίδικων χρεωστικών σημειωμάτων, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι πρόκειται, συναφώς, για απαράδεκτο «ισχυρισμό», διότι προβλήθηκε για πρώτη φορά με το υπόμνημα απάντησης.

59      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Γενικό Δικαστήριο παρέσχε στην ενάγουσα τη δυνατότητα να εκφράσει την άποψή της επί του επιχειρήματος αυτού που προέβαλε η Επιτροπή στο στάδιο του υπομνήματος ανταπάντησης.

60      Συναφώς, πρέπει να γίνει η ακόλουθη διάκριση.

61      Είναι αληθές ότι το σημείο 25 του δικογράφου της αγωγής αφορά την καθυστερημένη αποστολή του εγγράφου της 4ης Δεκεμβρίου 2017, υπό στοιχεία Ares(2017) 5928617, σχετικά με την προκαταρκτική ενημέρωση για τη διαδικασία είσπραξης, και όχι την καθυστερημένη κοινοποίηση των επίδικων χρεωστικών σημειωμάτων. Περαιτέρω, το γεγονός ότι στο σημείο 27 του δικογράφου της αγωγής αναφέρεται ότι η Επιστολή απέστειλε τα επίδικα χρεωστικά σημειώματα μόλις στις 15 Ιανουαρίου 2018, ήτοι «εντός 11 ημερών από τη λήψη [του] εγγράφου» της ενάγουσας της 3ης Ιανουαρίου 2018 (βλ. σκέψη 31 ανωτέρω), συνιστά απλή προσθήκη που τονίζει το σύντομο χρονικό διάστημα που παρήλθε μεταξύ της εκ μέρους της Επιτροπής παραλαβής των παρατηρήσεων της ενάγουσας της 3ης Ιανουαρίου 2018 και της κοινοποίησης, από το ίδιο θεσμικό όργανο, των επίδικων χρεωστικών σημειωμάτων στην ενάγουσα. Εντούτοις, εξεταζόμενα από κοινού, τα επιχειρήματα που παρατίθενται στα σημεία 25 και 27 του δικογράφου της αγωγής πρέπει να ερμηνευθούν ως μία και μόνη αιτίαση, ήτοι ως αιτίαση με την οποία προβάλλεται ότι η Επιτροπή κοινοποίησε τα επίδικα χρεωστικά σημειώματα καθυστερημένα ή, με άλλα λόγια, καθ’ υπέρβαση κάθε εύλογης προθεσμίας. Η ίδια όμως αιτίαση περιλαμβάνεται στο σημείο 7 του υπομνήματος απάντησης με παρόμοια διατύπωση (βλ. σκέψη 45 ανωτέρω).

62      Υπό τις συνθήκες αυτές, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή (βλ. σκέψη 58 ανωτέρω), δεν μπορεί να συναχθεί ότι η ενάγουσα προέβαλε νέο ισχυρισμό κατά τη διάρκεια της δίκης, κατά την έννοια του άρθρου 76, στοιχείο δʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 84 του Κανονισμού Διαδικασίας.

63      Εντούτοις, το επιχείρημα της ενάγουσας ότι, κατ’ ουσίαν, η κοινοποίηση των επίδικων χρεωστικών σημειωμάτων μετά από διάστημα μεγαλύτερο των πέντε ετών «από τη διεξαγωγή του επίδικου ελέγχου» υπερέβη κάθε εύλογη προθεσμία πρέπει να απορριφθεί, τούτο δε για τους ακόλουθους λόγους.

64      Οι επίμαχοι συμβατικοί όροι δεν ρυθμίζουν το καθεστώς έκδοσης των επίδικων χρεωστικών σημειωμάτων ούτε το ζήτημα αν, για την έκδοση και την κοινοποίηση ενός τέτοιου εγγράφου στον οφειλέτη, η Επιτροπή οφείλει να τηρήσει ορισμένη προθεσμία.

65      Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι, κατά το άρθρο 9, πρώτο εδάφιο, του κυρίως κειμένου της σύμβασης επιχορήγησης Perform, η σύμβαση αυτή διέπεται, μεταξύ άλλων, από τις διατάξεις του «δημοσιονομικ[ού] κανονισμ[ού] που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό [και] από τους εκτελεστικούς του κανόνες», το ζήτημα της προβαλλόμενης καθυστερημένης έκδοσης των επίδικων χρεωστικών σημειωμάτων πρέπει να επιλυθεί βάσει της νομοθεσίας της Ένωσης που μνημονεύεται στις σκέψεις 54 και 55 ανωτέρω.

66      Βεβαίως, από εμπεριστατωμένη εξέταση προκύπτει ότι ούτε ο κανονισμός 1605/2002 ούτε ο κανονισμός 2342/2002 περιέχουν συγκεκριμένες διατάξεις σχετικά με το ζήτημα της προθεσμίας την οποία οφείλει να τηρεί ένα θεσμικό όργανο ή οργανισμός της Ένωσης όταν κοινοποιεί χρεωστικό σημείωμα σε οφειλέτη.

67      Εντούτοις, συναφώς, πρέπει να ληφθεί υπόψη η νομολογία των δικαστηρίων της Ένωσης που διαπλάσθηκε σε σχέση με τους κανονισμούς αυτούς ή, εφόσον παραστεί ανάγκη, η νομολογία που διαμορφώθηκε σχετικά με την προϊσχύσασα νομοθεσία.

68      Από τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τη διαδικασία είσπραξης απαίτησης θεσμικού οργάνου της Ένωσης στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας προκύπτει ότι η απαίτηση της ασφάλειας δικαίου επιτάσσει τα θεσμικά όργανα της Ένωσης να ασκούν τις εξουσίες τους εντός εύλογης προθεσμίας (βλ. απόφαση της 14ης Ιουνίου 2016, Marchiani κατά Κοινοβουλίου, C‑566/14 P, EU:C:2016:437, σκέψη 96 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

69      Ελλείψει ρητής σχετικής πρόβλεψης των εφαρμοστέων νομοθετικών κειμένων, ήτοι των κανονισμών 1605/2002 και 2342/2002 (βλ. σκέψεις 54 και 55 ανωτέρω), η προθεσμία κοινοποίησης στον οφειλέτη ενός χρεωστικού σημειώματος από θεσμικό όργανο της Ένωσης στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας πρέπει, καταρχήν, να θεωρείται ως μη εύλογη σε περίπτωση που η κοινοποίηση λαμβάνει χώρα μετά την παρέλευση διαστήματος πέντε ετών από τον χρόνο κατά τον οποίο το θεσμικό όργανο είναι, κατά κανόνα, σε θέση να απαιτήσει την ικανοποίηση της αξίωσής του (πρβλ. απόφαση της 14ης Ιουνίου 2016, Marchiani κατά Κοινοβουλίου, C‑566/14 P, EU:C:2016:437, σκέψη 102). Το θεσμικό όργανο της Ένωσης είναι, κατά κανόνα, σε θέση να απαιτήσει την ικανοποίηση της αξίωσής του από τη στιγμή που διαθέτει τα δικαιολογητικά έγγραφα που του παρέχουν τη δυνατότητα να προσδιορίσει μια συγκεκριμένη απαίτηση ως βέβαιη, εκκαθαρισμένη και απαιτητή ή που θα μπορούσε να διαθέτει τα έγγραφα αυτά εάν είχε ενεργήσει με την απαιτούμενη επιμέλεια (πρβλ. απόφαση της 14ης Ιουνίου 2016, Marchiani κατά Κοινοβουλίου, C‑566/14 P, EU:C:2016:437, σκέψη 102). Εντούτοις, το εν λόγω χρονικό διάστημα των πέντε ετών δεν συνιστά το ανώτατο όριο πέραν του οποίου η κοινοποίηση χρεωστικού σημειώματος από το θεσμικό όργανο στον οφειλέτη θα πρέπει, ανεξαρτήτως των περιστάσεων της υποθέσεως, να θεωρηθεί ότι έγινε εντός μη εύλογης προθεσμίας (πρβλ. απόφαση της 14ης Ιουνίου 2016, Marchiani κατά Κοινοβουλίου, C‑566/14 P, EU:C:2016:437, σκέψη 105).

70      Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι η πενταετής προθεσμία που διαλαμβάνεται στη σκέψη 69 ανωτέρω υιοθετήθηκε από τον νομοθέτη στο άρθρο 98, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίοδος, του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2018, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1296/2013, (ΕΕ) αριθ. 1301/2013, (ΕΕ) αριθ. 1303/2013, (ΕΕ) αριθ. 1304/2013, (ΕΕ) αριθ. 1309/2013, (ΕΕ) αριθ. 1316/2013, (ΕΕ) αριθ. 223/2014, (ΕΕ) αριθ. 283/2014 και της απόφασης αριθ. 541/2014/ΕΕ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 (ΕΕ 2018, L 193, σ. 1).

71      Εν προκειμένω, πρέπει να εφαρμοστεί η νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 69 ανωτέρω.

72      Πράγματι, αφενός, η νομολογία αυτή έχει εφαρμογή στο συμβατικό πλαίσιο που χαρακτηρίζει την υπό κρίση υπόθεση, στο μέτρο που η σύμβαση επιχορήγησης Perform διέπεται άμεσα από τον «δημοσιονομικό κανονισμό», καθώς και από τους εκτελεστικούς του κανόνες. Όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 54 και 55 ανωτέρω, πρόκειται, συναφώς, για τους κανονισμούς 1605/2002 και 2342/2002. Επομένως, τα μέρη επέλεξαν την εφαρμογή των κανονισμών αυτών σε αμιγώς συμβατικό πλαίσιο.

73      Αφετέρου, πρέπει να υπομνησθεί ότι η τήρηση της αρχής της εύλογης προθεσμίας, η οποία προβλέπεται, ως συστατικό στοιχείο της αρχής της χρηστής διοίκησης, στο άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επιβάλλεται σε κάθε διαδικασία είσπραξης απαίτησης της Ένωσης, τούτο δε ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για διοικητική πράξη ή για τη σύναψη και την εκτέλεση σύμβασης (πρβλ. απόφαση της 19ης Ιουνίου 2014, Commune de Millau και SEMEA κατά Επιτροπής, C‑531/12 P, EU:C:2014:2008, σκέψεις 97 και 98· προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Commune de Millau και SEMEA κατά Επιτροπής, C‑531/12 P, EU:C:2014:1946, σημείο 88, και στην υπόθεση ADR Center κατά Επιτροπής, C‑584/17 P, EU:C:2019:941, σημεία 139, 140, 153 και 158). Το ίδιο ισχύει όσον αφορά διοικητική σύμβαση όπως η σύμβαση επιχορήγησης Perform, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς στην υπό κρίση υπόθεση.

74      Εν προκειμένω, βεβαίως, η έκθεση οικονομικού ελέγχου φέρει ημερομηνία 19 Δεκεμβρίου 2012, οπότε μπορεί να θεωρηθεί ότι, καταρχήν, κατά την ημερομηνία αυτή, η Επιτροπή διέθετε ήδη δικαιολογητικά έγγραφα που της παρείχαν τη δυνατότητα να προσδιορίσει τις απαιτήσεις τις οποίες προβάλλει βάσει της σύμβασης επιχορήγησης Perform, με τα επίδικα χρεωστικά σημειώματα, ως βέβαιες, εκκαθαρισμένες και απαιτητές. Επομένως, δεδομένου ότι τα επίδικα χρεωστικά σημειώματα κοινοποιήθηκαν στις 16 Ιανουαρίου 2018, φαίνεται ότι υπήρξε υπέρβαση κατά έναν περίπου μήνα της πενταετούς προθεσμίας για την οποία γίνεται λόγος στη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 69 ανωτέρω.

75      Εντούτοις, εν προκειμένω, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή ευθύνεται για όλες τις ημέρες που παρήλθαν μεταξύ της 19ης Δεκεμβρίου 2012, ημερομηνίας ολοκλήρωσης της σύνταξης της έκθεσης οικονομικού ελέγχου, και της 16ης Ιανουαρίου 2018, ημερομηνίας κοινοποίησης των επίδικων χρεωστικών σημειωμάτων, που μνημονεύονται στη σκέψη 32 ανωτέρω, έτσι ώστε να συνυπολογιστούν οι ημέρες αυτές στην προθεσμία εντός της οποίας το θεσμικό αυτό όργανο όφειλε να κοινοποιήσει τα εν λόγω χρεωστικά σημειώματα.

76      Πράγματι, υπογραμμίζεται ότι ο εύλογος χαρακτήρας της προθεσμίας πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με το σύνολο των περιστάσεων που χαρακτηρίζουν κάθε υπόθεση και, ειδικότερα, με το διακύβευμα της δίκης για τον ενδιαφερόμενο, την πολυπλοκότητα της υποθέσεως, τα διάφορα διαδικαστικά στάδια που ακολούθησε το όργανο της Ένωσης, καθώς και τη συμπεριφορά των διαδίκων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Ο εύλογος χαρακτήρας μιας προθεσμίας δεν μπορεί να εξετάζεται με αναφορά σε ένα καθοριζόμενο επακριβώς και αφηρημένα ανώτατο όριο (βλ. απόφαση της 14ης Ιουνίου 2016, Marchiani κατά Κοινοβουλίου, C‑566/14 P, EU:C:2016:437, σκέψεις 99 και 100 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

77      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, με το υπ’ αριθ. 3241414916 χρεωστικό σημείωμα της 10ης Δεκεμβρίου 2014, η Επιτροπή ζήτησε από την ενάγουσα την καταβολή ορισμένου ποσού βάσει της σύμβασης επιχορήγησης Pocemon. Στις 6 Φεβρουαρίου 2015 όμως, η ενάγουσα άσκησε αγωγή με αίτημα να διαπιστωθεί ότι το εν λόγω χρεωστικό σημείωμα συνιστούσε παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων της Επιτροπής. Με απόφαση της 13ης Ιουλίου 2017, Τάλαντον κατά Επιτροπής (T‑65/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:491), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την ως άνω αγωγή. Η αίτηση αναιρέσεως που άσκησε η ενάγουσα κατά της απόφασης αυτής του Γενικού Δικαστηρίου απορρίφθηκε από το Δικαστήριο με τη διάταξη της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Τάλαντον κατά Επιτροπής (C‑539/17 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:726).

78      Επομένως, λαμβανομένου υπόψη του ότι, πρώτον, η υπό κρίση υπόθεση και η αγωγή που άσκησε η ενάγουσα στις 6 Φεβρουαρίου 2015 στο πλαίσιο της υπόθεσης T‑65/15 αφορούν τις διαπιστώσεις που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο του ίδιου οικονομικού ελέγχου, ότι, δεύτερον, ο οικονομικός έλεγχος περατώθηκε όσον αφορά τα έργα Pocemon και Perform με μία και μόνη έκθεση οικονομικού ελέγχου, ότι, τρίτον, η έκθεση αυτή επισήμανε κατ’ ουσίαν το ίδιο είδος ανεπαρκειών όσον αφορά την οικονομική διαχείριση των δύο έργων και ότι, τέταρτον, οι αιτιάσεις που προβάλλονται από την ενάγουσα με την υπό κρίση αγωγή είναι σε μεγάλο βαθμό πανομοιότυπες με τις προβληθείσες στην υπόθεση T‑65/15, συνάγεται ότι οποιαδήποτε δικαστική εκτίμηση επί της αγωγής στην υπόθεση T‑65/15 ασκούσε επιρροή στο βάσιμο και, επομένως, στην έκβαση της διαδικασίας είσπραξης όσον αφορά τη σύμβαση επιχορήγησης Perform. Επομένως, η Επιτροπή είχε θεμιτό συμφέρον να αναμείνει την έκβαση της υπόθεσης T‑65/15 προτού κινήσει τη διαδικασία είσπραξης των απαιτήσεων που μνημονεύονται στα επίδικα χρεωστικά σημειώματα.

79      Λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων αυτών περιστάσεων, το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της 6ης Φεβρουαρίου 2015, ημερομηνίας άσκησης της αγωγής στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 13ης Ιουλίου 2017, Τάλαντον κατά Επιτροπής (T‑65/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:491), και της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, ημερομηνίας έκδοσης της διάταξης Τάλαντον κατά Επιτροπής (C‑539/17 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:726), ήταν δικαιολογημένο, οπότε δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι ευθύνεται γι’ αυτό η Επιτροπή, όσον αφορά τον υπολογισμό της εύλογης προθεσμίας στην υπό κρίση υπόθεση.

80      Επομένως, υπό τις συνθήκες αυτές, κατ’ εφαρμογή της νομολογίας σχετικά με τους κανονισμούς 1605/2002 και 2342/2002 (βλ. σκέψη 69 ανωτέρω), η προθεσμία εντός της οποίας κοινοποιήθηκαν εν προκειμένω τα επίδικα χρεωστικά σημειώματα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μη εύλογη.

81      Εξάλλου, αν έπρεπε να θεωρηθεί (όπερ δεν ισχύει) ότι, αντιθέτως προς όσα προκύπτουν από το άρθρο 9, πρώτο εδάφιο, του κυρίως κειμένου της σύμβασης επιχορήγησης Perform (βλ. σκέψη 8 ανωτέρω), οι κανονισμοί 1605/2002 και 2342/2002 δεν έχουν εφαρμογή όσον αφορά το ζήτημα που συνδέεται με την προθεσμία την οποία οφείλει να τηρεί η Επιτροπή όταν κοινοποιεί χρεωστικό σημείωμα σε οφειλέτη και αν έπρεπε να εφαρμοστεί η αρχή της καλής πίστης όπως απορρέει από το βελγικό δίκαιο, θα έπρεπε να διαπιστωθούν τα ακόλουθα στοιχεία.

82      Για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 74 έως 80 ανωτέρω, για το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της 6ης Φεβρουαρίου 2015, ημερομηνίας άσκησης της αγωγής στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 13ης Ιουλίου 2017, Τάλαντον κατά Επιτροπής (T‑65/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:491), και της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, ημερομηνίας έκδοσης της διάταξης Τάλαντον κατά Επιτροπής (C‑539/17 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:726), δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ευθύνεται η Επιτροπή και, ως εκ τούτου, το διάστημα αυτό δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη στην υπό κρίση υπόθεση για τον υπολογισμό της εύλογης προθεσμίας υπό το πρίσμα εφαρμογής της αρχής καλής πίστης όπως ισχύει στο βελγικό δίκαιο.

83      Επομένως, όλα τα επιχειρήματα της ενάγουσας, τα οποία παρατίθενται στη σκέψη 45 ανωτέρω, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.

84      Κατά δεύτερον, δεν είναι πειστικό το επιχείρημα της ενάγουσας με το οποίο προβάλλεται, κατ’ ουσίαν, προσβολή του δικαιώματος προβολής αντιρρήσεων απευθείας στην KPMG Γερμανίας, πράγμα το οποίο, κατά την άποψή της, συνιστά παραβίαση από την Επιτροπή της αρχής της καλής πίστης όπως ισχύει στο βελγικό δίκαιο (βλ. σκέψη 46 ανωτέρω).

85      Πρώτον, διαπιστώνεται ότι η απάντηση στο ερώτημα ποιες είναι οι συμβατικές διατάξεις από τις οποίες απορρέει δικαίωμα της ενάγουσας να προβάλει απευθείας αντιρρήσεις στην KPMG Γερμανίας δεν προκύπτει με τρόπο σαφή και συγκεκριμένο από το δικόγραφο της αγωγής (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 13ης Ιουλίου 2017, Τάλαντον κατά Επιτροπής, T‑65/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:491, σκέψη 113). Πράγματι, ενώ δυνάμει του σημείου II.22 των γενικών όρων ο δικαιούχος που υποβάλλεται σε οικονομικό έλεγχο μπορεί να υποβάλει τις παρατηρήσεις του επί του σχεδίου έκθεσης οικονομικού ελέγχου εντός ενός μηνός από της παραλαβής του, η ρήτρα αυτή δεν περιέχει κανένα συμπληρωματικό στοιχείο σχετικά με τα δικαιώματα του δικαιούχου, ιδίως όσον αφορά κάποιο υποτιθέμενο δικαίωμα του δικαιούχου να προβάλει απευθείας τις αντιρρήσεις του στον ελεγκτή που ορίζει η Επιτροπή. Επομένως, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων της δικογραφίας του Γενικού Δικαστηρίου, η ενάγουσα δεν είναι σε θέση να αποδείξει ότι το γεγονός ότι ο ελεγκτής που διενήργησε αυτοπροσώπως τους ελέγχους δεν ήταν αυτός τον οποίο όρισε ονομαστικά η Επιτροπή συνιστά παράβαση των όρων της σύμβασης επιχορήγησης Perform και ότι της προκάλεσε βλάβη (βλ., κατ’ αναλογίαν, διάταξη της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Τάλαντον κατά Επιτροπής, C‑539/17 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:726, σκέψεις 22 και 23).

86      Δεύτερον, στο μέτρο που οι διάδικοι διαφωνούν όσον αφορά το ζήτημα αν οι τυποποιημένοι όροι των συμβάσεων οικονομικού ελέγχου που συνήψε η Επιτροπή με την ελεγκτική εταιρία KPMG Γερμανίας προβλέπουν ότι ο συμβαλλόμενος ελεγκτής έχει τη δυνατότητα να αναθέσει υπεργολαβικώς ένα μέρος των δραστηριοτήτων οικονομικού ελέγχου σε άλλον ελεγκτή ή σε άλλη οντότητα οικονομικού ελέγχου, διαπιστώνεται ότι οι συμβατικές σχέσεις μεταξύ της Επιτροπής και της ελεγκτικής εταιρίας KPMG Γερμανίας δεν ασκούν καμία επιρροή ως προς το ζήτημα ποιος είχε υποδειχθεί στην ενάγουσα, σύμφωνα με το σημείο II.22 των γενικών όρων, ως εκπρόσωπος της Επιτροπής προς διενέργεια του οικονομικού ελέγχου (βλ., κατ’ αναλογίαν, διάταξη της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Τάλαντον κατά Επιτροπής, C‑539/17 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:726, σκέψη 26, και απόφαση της 13ης Ιουλίου 2017, Τάλαντον κατά Επιτροπής, T‑65/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:491, σκέψη 118). Πράγματι, οι συμβατικές σχέσεις που απορρέουν από τις συμβάσεις οικονομικού ελέγχου που συνήφθησαν μεταξύ της Επιτροπής και της KPMG Γερμανίας (βλ. σκέψη 20 ανωτέρω) δεν έχουν καμία σχέση με τις συμβατικές σχέσεις μεταξύ της ενάγουσας και της Επιτροπής, ήτοι με το πρόγραμμα-πλαίσιο και τη σύμβαση επιχορήγησης Perform (βλ. σκέψεις 4 και 5 ανωτέρω).

87      Τρίτον, ακόμη και αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, δεν μπορεί να συναχθεί ότι υπήρξε μη νόμιμη υπεργολαβία των υπηρεσιών οικονομικού ελέγχου. Πράγματι, το ζήτημα που συνδέεται με ενδεχόμενη υπεργολαβία τέτοιων υπηρεσιών ρυθμίζεται σαφώς στη σύμβαση-πλαίσιο FP7/2009/1 για την παροχή υπηρεσιών οικονομικού ελέγχου καθώς και στην ειδική σύμβαση B135/11/FP7/2009/1 για την εφαρμογή της πρώτης αυτής σύμβασης-πλαισίου, οι οποίες συνήφθησαν μεταξύ της Επιτροπής και της KPMG Γερμανίας. Οι όροι των ως άνω συμβάσεων οικονομικού ελέγχου που συνήψε η Επιτροπή με την ελεγκτική εταιρία KPMG Γερμανίας παρείχαν στην εταιρία αυτή τη δυνατότητα να αναθέσει με υπεργολαβία μέρος των ελεγκτικών δραστηριοτήτων σε άλλον ελεγκτή ή σε άλλη οντότητα οικονομικού ελέγχου. Τούτο προκύπτει εμμέσως από το άρθρο I.11.2.4 της σύμβασης-πλαισίου FP7/2009/1 για την παροχή υπηρεσιών οικονομικού ελέγχου που συνήψε η Επιτροπή με την KPMG Γερμανίας. Πράγματι, το άρθρο αυτό όχι μόνο δεν απαγορεύει την υπεργολαβία των υπηρεσιών οικονομικού ελέγχου, αλλά προβλέπει μάλιστα ότι, «[κ]ατά την εκτέλεση της σύμβασης, ο ανάδοχος πρέπει να λάβει τη ρητή συναίνεση της Επιτροπής για να αντικαταστήσει έναν υπεργολάβο με άλλον και/ή να αναθέσει με υπεργολαβία εργασίες που δεν προβλέπονταν στην προσφορά». Ομοίως, κατά το άρθρο II.13.1 της σύμβασης αυτής, ο «ανάδοχος δεν θα αναθέσει εργασίες με υπεργολαβία χωρίς προηγούμενη έγγραφη συναίνεση της Επιτροπής και δεν θα προκαλέσει την κατ’ ουσίαν εκτέλεση του έργου από τρίτον». Συναφώς, αρκεί η επισήμανση ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν προκύπτει από τη δικογραφία ότι η Επιτροπή δεν συμφώνησε για τη διενέργεια του εν λόγω οικονομικού ελέγχου από την KPMG Ελλάδας ως υπεργολάβο της KPMG Γερμανίας.

88      Τέταρτον, διαπιστώνεται ότι, με το έγγραφο της 7ης Ιουλίου 2011 (βλ. σκέψη 21 ανωτέρω), η Επιτροπή ενημέρωσε την ενάγουσα ότι είχε αποφασίσει να διενεργήσει τον επίμαχο οικονομικό έλεγχο κατ’ εφαρμογήν του σημείου II.22 των γενικών όρων, ότι είχε ορίσει προς τούτο την ελεγκτική εταιρία KPMG για τον συντονισμό και τη διεξαγωγή του, ότι η εν λόγω ελεγκτική εταιρία KPMG έπρεπε να θεωρηθεί εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπός της για τους σκοπούς του επίμαχου οικονομικού ελέγχου και ότι η ενάγουσα ήταν υποχρεωμένη να συνεργαστεί με τον εκπρόσωπο αυτό. Η Επιτροπή δεν ανέφερε αν ο όρος KPMG προσδιόριζε την KPMG Γερμανίας ή την KPMG Ελλάδας. Αντ’ αυτού, η Επιτροπή αναφέρθηκε στην ελεγκτική εταιρία KPMG εν γένει και, ως εκ τούτου, στον όμιλο ελεγκτικών γραφείων KPMG και όχι σε συγκεκριμένο νομικό πρόσωπο ή σε συγκεκριμένη εταιρία εντός του ομίλου αυτού. Επομένως, η ενάγουσα γνώριζε ότι ο έλεγχος αυτός επρόκειτο να διενεργηθεί από τους υπαλλήλους μίας ή περισσοτέρων εταιριών του ομίλου ελεγκτικών εταιριών KPMG εξ ονόματος της Επιτροπής. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τη διατύπωση του εγγράφου της 7ης Ιουλίου 2011 (βλ. σκέψη 21 ανωτέρω), η ενάγουσα όφειλε να διαβιβάσει ορισμένες πληροφορίες στον «[D], ενεργούντα για λογαριασμό της KPMG». Δεν αμφισβητείται, εν προκειμένω, ότι o D ενεργούσε για λογαριασμό της KPMG Γερμανίας. Στο έγγραφο της 7ης Ιουλίου 2011 αναφερόταν επίσης ότι ο D ή ένα από τα μέλη της ομάδας του θα επικοινωνούσε με την ενάγουσα προκειμένου να επιβεβαιώσει την ημερομηνία έναρξης του ελέγχου, τη διάρκειά του και ολόκληρο τον αναγκαίο προγραμματισμό, καθώς και τα ζητήματα που αφορούσαν  τα σχετικά δικαιολογητικά έγγραφα.

89      Δεδομένων των περιστάσεων αυτών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, λαμβανομένου υπόψη του εγγράφου της 7ης Ιουλίου 2011, όταν ο ελεγκτής A, ενεργών για λογαριασμό της KPMG Ελλάδας, επικοινώνησε με την ενάγουσα, αυτή γνώριζε ότι ο εν λόγω ελεγκτής δεν ενεργούσε ως τρίτος, αλλά ότι ήταν ένα από τα μέλη της ελεγκτικής ομάδας του D, που ενεργούσε για λογαριασμό της KPMG Γερμανίας. Ως εκ τούτου, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η ενάγουσα (βλ. σκέψη 46 ανωτέρω), δεν ήταν αναγκαίο να μνημονεύεται ρητώς ο Α στην προσφορά της KPMG σχετικά με τον προαναφερθέντα διαγωνισμό.

90      Επομένως, η ενάγουσα, έχοντας πλήρη επίγνωση του ρόλου του A ως μέλους της ομάδας του D, υπέβαλε στην KPMG Ελλάδας τις παρατηρήσεις της επί του σχεδίου έκθεσης οικονομικού ελέγχου κατ’ εφαρμογήν του σημείου II.22, παράγραφος 5, των γενικών όρων, το οποίο ορίζει ότι ο δικαιούχος που υποβάλλεται σε οικονομικό έλεγχο μπορεί να υποβάλει τις παρατηρήσεις του επί του σχεδίου έκθεσης οικονομικού ελέγχου εντός ενός μηνός από της παραλαβής του. Εν ολίγοις, η ενάγουσα ακούστηκε από τους Έλληνες ελεγκτές σε σχέση με το σχέδιο έκθεσης οικονομικού ελέγχου, έχοντας πλήρη επίγνωση του ρόλου του A ως μέλους της ομάδας του D.

91      Εν πάση περιπτώσει, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων της δικογραφίας, η ενάγουσα όφειλε τουλάχιστον να γνωρίζει ότι, κατά τον οικονομικό έλεγχο, ο A ενεργούσε ως μέλος της ομάδας του D ή ως πρόσωπο το οποίο εκπλήρωνε τις υποχρεώσεις που υπείχε η KPMG Γερμανίας έναντι της Επιτροπής από τη δική της σύμβαση.

92      Επιπλέον, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, όπως προκύπτει από την έκθεση οικονομικού ελέγχου, οι παρατηρήσεις της ενάγουσας επί του σχεδίου έκθεσης οικονομικού ελέγχου αναλύθηκαν στο μέρος 5 της εν λόγω έκθεσης. Επομένως, οι παρατηρήσεις που υπέβαλε η ενάγουσα ενώπιον του A ελήφθησαν όντως υπόψη εκ μέρους των ελεγκτών που υπέγραψαν την έκθεση οικονομικού ελέγχου εξ ονόματος της KPMG Γερμανίας, ήτοι των B και C. Το μέρος 5 της έκθεσης οικονομικού ελέγχου περιέχει λεπτομερή απάντηση στις αντιρρήσεις που προέβαλε η ενάγουσα κατά του σχεδίου έκθεσης οικονομικού ελέγχου. Η ενάγουσα δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι με την τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου, η οποία υπεγράφη από τους συνεργάτες της KPMG Γερμανίας, δόθηκε απάντηση στις παρατηρήσεις της επί του σχεδίου έκθεσης οικονομικού ελέγχου.

93      Τέλος, στο μέτρο που η ενάγουσα παραπονείται ότι ο D ουδέποτε την κάλεσε να αναπτύξει τις απόψεις της ενώπιόν του και ότι ήταν δύσκολο να έρθει σε επαφή με αυτόν ή ακόμη και με τις γερμανικές εποπτικές αρχές για τους Γερμανούς ελεγκτές (βλ. σκέψη 46 ανωτέρω), επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ουδέποτε η ενάγουσα εμποδίστηκε να πραγματοποιήσει τέτοιες επαφές. Επιπλέον, η ενάγουσα δεν αναφέρει ότι επιχείρησε πράγματι να ενεργήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο. Πέραν τούτου, η ενάγουσα δεν διευκρινίζει ούτε ποιες πληροφορίες και αιτιάσεις επιθυμούσε να κοινοποιήσει στον D ή στις εν λόγω γερμανικές αρχές και, επομένως, δεν μπορεί να διαπιστωθεί αν τα στοιχεία αυτά ήταν πράγματι ικανά να αναιρέσουν τις διαπιστώσεις του οικονομικού ελέγχου που διενήργησε ο A και, ως εκ τούτου, τα πορίσματα της έκθεσης οικονομικού ελέγχου.

94      Λαμβανομένων υπόψη των όσων επισημαίνονται με τις σκέψεις 86 έως 93 ανωτέρω, το επιχείρημα της ενάγουσας περί προσβολής του δικαιώματός της να προβάλει τις αντιρρήσεις της απευθείας στην KPMG Γερμανίας (βλ. σκέψη 46 ανωτέρω) επιβάλλεται να απορριφθεί ως αβάσιμο.

95      Κατά τρίτον, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 86 έως 93 ανωτέρω, δεν μπορεί να συναχθεί ούτε ότι η Επιτροπή επέδειξε καταχρηστική συμπεριφορά, επιτρέποντας στον ελεγκτή A να διενεργήσει τον επίδικο έλεγχο, αλλά ούτε και ότι ο επίδικος οικονομικός έλεγχος, αυτός καθαυτόν, διενεργήθηκε κατά τρόπο καταχρηστικό. Επομένως, το επιχείρημα της ενάγουσας που παρατίθεται στη σκέψη 47 ανωτέρω πρέπει επίσης να απορριφθεί ως αβάσιμο.

96      Κατά τέταρτον, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της ενάγουσας ότι, κατ’ ουσίαν, λόγω της διενέργειας ελέγχου από τρίτον, εκτός του προσωπικού που ήταν αρμόδιο για τη διενέργεια οικονομικού ελέγχου εν προκειμένω, συντρέχει παράβαση των άρθρων 130 επ. του κανονισμού 2342/2002 καθώς και των άρθρων 25 επ. της οδηγίας 2004/18 (βλ. σκέψη 48 ανωτέρω). Πράγματι, όπως προκύπτει από τους λόγους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 86 έως 93 ανωτέρω, ούτε ο A ούτε η KPMG Ελλάδας μπορούν να εξομοιωθούν με τρίτους, εκτός του προσωπικού που δικαιούνταν να διενεργήσει έλεγχο εν προκειμένω.

97      Κατά πέμπτον, στο μέτρο που η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η KPMG Ελλάδας κατέληξε σε εσφαλμένα, αβάσιμα και αναιτιολόγητα συμπεράσματα, ότι η έκθεση οικονομικού ελέγχου που κατάρτισε ο A ενείχε σημαντικές ανακρίβειες οι οποίες ουδέποτε διορθώθηκαν και ότι ουδέποτε διενεργήθηκε ποιοτικός έλεγχος και ουδέποτε δόθηκε λεπτομερής απάντηση επί των ενστάσεων της ενάγουσας κατά του σχεδίου έκθεσης οικονομικού ελέγχου, ούτε από την KPMG Ελλάδας ούτε από την KPMG Γερμανίας, αλλά ούτε και από τους ελεγκτές της Επιτροπής (βλ. σκέψη 49 ανωτέρω), διαπιστώνεται ότι, στην πραγματικότητα, με τα επιχειρήματα αυτά η ενάγουσα προβάλλει έλλειψη αιτιολογίας της έκθεσης οικονομικού ελέγχου.

98      Ανεξαρτήτως του ζητήματος σε τι ακριβώς συνίσταται η υποχρέωση αιτιολογήσεως σχετικά με μια τέτοια έκθεση, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η έκθεση αυτή αναλύει τις παρατηρήσεις που είχε υποβάλει η ενάγουσα στο μέρος 5 της έκθεσης οικονομικού ελέγχου. Από το μέρος αυτό της έκθεσης οικονομικού ελέγχου προκύπτει σαφώς ότι η ελεγκτική εταιρία έλαβε υπόψη τις παρατηρήσεις της ενάγουσας και απάντησε λεπτομερώς σε αυτές. Το μέρος αυτό της έκθεσης οικονομικού ελέγχου καθιστά επίσης δυνατό τον προσδιορισμό των λόγων απόρριψης των δαπανών από τους ελεγκτές.

99      Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο το επιχείρημα της ενάγουσας ότι η έκθεση οικονομικού ελέγχου παρέλειψε να εξετάσει τις παρατηρήσεις της ή να διορθώσει τις διαπιστώσεις που περιλαμβάνονται στο σχέδιο έκθεσης (βλ. σκέψη 49 ανωτέρω).

100    Όσον αφορά την αιτίαση ότι η KPMG Γερμανίας δεν προέβη σε ποιοτικό έλεγχο του σχεδίου έκθεσης οικονομικού ελέγχου που κατάρτισε η KPMG Ελλάδας (βλ. σκέψη 49 ανωτέρω), αρκεί η διαπίστωση ότι η αιτίαση αυτή στηρίζεται σε απλή εικασία η οποία δεν τεκμηριώνεται με συγκεκριμένα και επαληθεύσιμα στοιχεία.

101    Επιπλέον, επισημαίνεται ότι, εν προκειμένω, αυτό που έχει κατά βάση σημασία είναι το αν, όσον αφορά την εκ μέρους της ενάγουσας οικονομική διαχείριση των κονδυλίων που κατέβαλε η Επιτροπή για το έργο Perform, οι ελεγκτές κατέληξαν σε ορθά αποτελέσματα και το αν, επομένως, η Επιτροπή ορθώς στηρίχθηκε στα αποτελέσματα αυτά όταν απέστειλε στην ενάγουσα τα επίδικα χρεωστικά σημειώματα. Αντιθέτως, το ζήτημα που συνδέεται με την εκ μέρους της KPMG Γερμανίας διενέργεια ποιοτικού ελέγχου της δραστηριότητας οικονομικού ελέγχου της KPMG Ελλάδας ουδεμία επιρροή ασκεί στο δικαίωμα της Επιτροπής να αξιώσει τα ποσά που ζητούνται μέσω των εν λόγω χρεωστικών σημειωμάτων. Τέλος, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι διευκρινίσεις που περιέχονται στην έκθεση οικονομικού ελέγχου έδωσαν τη δυνατότητα στη μεν ενάγουσα να κατανοήσει όπως απαιτείται τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή ζήτησε την επιστροφή του επίδικου ποσού, στο δε Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του.

102    Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα της ενάγουσας που αφορούν έλλειψη αιτιολογίας στο πλαίσιο παραβίασης της αρχής της καλής πίστης (βλ. σκέψη 49 ανωτέρω).

103    Το ίδιο ισχύει και στο μέτρο που, με το επιχείρημα που παρατίθεται στη σκέψη 49 ανωτέρω, η ενάγουσα επιδιώκει να αποδείξει καταχρηστική εφαρμογή των ρητρών της σύμβασης επιχορήγησης Perform.

104    Πράγματι, η ενάγουσα δεν εξηγεί για ποιον λόγο θεωρεί ότι οι διευκρινίσεις της ελεγκτικής εταιρίας και της Επιτροπής ήταν ανεπαρκείς ή ότι η Επιτροπή άσκησε δικαίωμα εκ της σύμβασης επιχορήγησης Perform κατά τρόπο που υπερβαίνει προδήλως τα όρια της συνήθους άσκησής του. Τα παραδείγματα σφαλμάτων που επικαλείται συναφώς η ενάγουσα, ήτοι η προβαλλόμενη μνεία λανθασμένων ημερομηνιών ορισμένων ευρημάτων, η προβαλλόμενη αναφορά άσχετων γεγονότων ή η αναφορά σε μη αληθή, κατά την ενάγουσα, γεγονότα, όπως ότι στα δελτία παρουσίας δεν αναφέρεται η εργασία που υλοποιούνταν ανά ημέρα από κάθε εργαζόμενο (βλ. σκέψη 49 ανωτέρω), ακόμη και αν υποτεθεί ότι αποδεικνύονται, συνιστούν απλές πλημμέλειες της αιτιολογίας της έκθεσης οικονομικού ελέγχου. Όμως, από την απλή πλημμέλεια της αιτιολογίας δεν μπορεί να συναχθεί ότι η Επιτροπή άσκησε τα συμβατικά δικαιώματά της σχετικά με τη διενέργεια οικονομικών ελέγχων κατά τρόπο που υπερβαίνει προδήλως τα όρια της συνήθους άσκησης του δικαιώματος αυτού από συνετό και επιμελή δικαιούχο, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 56 ανωτέρω.

105    Επιπλέον, ακόμη και αν έπρεπε να θεωρηθεί ότι η μνεία λανθασμένης ημερομηνίας ή η αναφορά άσχετων γεγονότων ή η αναφορά σε φερόμενα ως μη αληθή, κατά την ενάγουσα, γεγονότα (βλ. σκέψη 49 ανωτέρω), εφόσον αποδεικνύονταν, θα συνεπάγονταν ότι η έκθεση οικονομικού ελέγχου ενείχε πραγματικά σφάλματα, διαπιστώνονται τα ακόλουθα.

106    Αφενός, η ενάγουσα δεν εξηγεί ούτε αποδεικνύει με ποιον τρόπο η μνεία συγκεκριμένης ημερομηνίας ή η μνεία άσχετων γεγονότων από τον ελεγκτή της έκθεσης οικονομικού ελέγχου μπορούσε να επηρεάσει αποφασιστικά τα πορίσματα της έκθεσης οικονομικού ελέγχου.

107    Αφετέρου, όπως επισήμανε η ίδια η ενάγουσα στα σημεία 36.1.2 και 38.2 του δικογράφου της αγωγής, έγγραφα όπως τα δελτία παρουσίας που προσκόμισε η ενάγουσα ως παραρτήματα A.17 έως A.18 του δικογράφου της αγωγής μπορούν, καταρχήν, να αποδείξουν μόνον την παρουσία του υπαλλήλου και όχι το ακριβές αντικείμενο της εργασίας του. Επομένως, κανένα σφάλμα δεν μπορεί να συναχθεί από το γεγονός ότι η Επιτροπή ήταν της γνώμης ότι τα δελτία παρουσίας δεν ανέφεραν την ημερήσια εργασία που πράγματι παρείχε κάθε εργαζόμενος.

108    Εν πάση περιπτώσει, η ενάγουσα δεν εξηγεί ποια είναι η σχέση μεταξύ της ύπαρξης των προβαλλομένων αυτών σφαλμάτων και της αρχής της καλής πίστης ή της ενδεχόμενης καταχρηστικής εφαρμογής των όρων της επίμαχης εν προκειμένω σύμβασης επιχορήγησης.

109    Κατόπιν όλων των ανωτέρω, ο πρώτος λόγος της αγωγής πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

2.      Επί του δεύτερου λόγου της αγωγής, ο οποίος αφορά εσφαλμένες διαπιστώσεις που περιέχονται στο σχέδιο έκθεσης οικονομικού ελέγχου καθώς και στην έκθεση οικονομικού ελέγχου

110    Ο δεύτερος λόγος της αγωγής, ο οποίος υποδιαιρείται σε δύο σκέλη, τιτλοφορείται «Η ρήτρα διαιτησίας».

1)      Επί του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου της αγωγής

111    Με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου της αγωγής, η ενάγουσα προβάλλει κατ’ ουσίαν τρεις αιτιάσεις όσον αφορά τις διαπιστώσεις που περιλαμβάνονται στο σχέδιο έκθεσης οικονομικού ελέγχου. Πρώτον, η ενάγουσα φρονεί ότι το σχέδιο έκθεσης οικονομικού ελέγχου δεν είναι αντικειμενικό. Δεύτερον, υποστηρίζει ότι το ως άνω σχέδιο έκθεσης οικονομικού ελέγχου είναι ανακριβές, πλημμελές, μη αξιόπιστο και μειωτικό. Τρίτον, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι είναι λανθασμένο και αυθαίρετο το συμπέρασμα του σχεδίου έκθεσης οικονομικού ελέγχου, κατά το οποίο η ενάγουσα δεν ήταν σε θέση να αποδείξει, κατά τον οικονομικό έλεγχο, αφενός, ότι το προσωπικό για το οποίο δηλώθηκαν δαπάνες αντιστοιχούσε απολύτως προς τους πόρους που χρησιμοποιήθηκαν και, αφετέρου, ότι οι επίμαχες δαπάνες αντιστοιχούσαν στις πραγματικές δαπάνες που καταγράφηκαν για την υλοποίηση του έργου Perform.

112    Προς στήριξη του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου της αγωγής, η ενάγουσα προσκόμισε, ως αποδεικτικά στοιχεία όσον αφορά το προσωπικό της που είχε προσληφθεί βάσει σύμβασης εργασίας, ορισμένες περιοδικές δηλώσεις σχετικά με τις ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων της (παράρτημα A.18a έως A.18p του δικογράφου της αγωγής), ορισμένες εντολές μεταφοράς ποσών για την καταβολή των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης των εν λόγω εργαζομένων (παράρτημα Α.18q του δικογράφου της αγωγής), κατάλογο του προσωπικού της τον οποίο είχε καταρτίσει η Επιθεώρηση Εργασίας (παράρτημα A.18q του δικογράφου της αγωγής) και ορισμένες μισθολογικές καταστάσεις (παράρτημα A.18r έως A.18u του δικογράφου της αγωγής). Επιπλέον, όσον αφορά τους intra‑muros (εσωτερικούς) συμβούλους της, η ενάγουσα διαβίβασε στο Γενικό Δικαστήριο, ως παράρτημα A.19 του δικογράφου της αγωγής, την καταχώριση για την περίοδο 2008-2011 στο λογιστικό βιβλίο το οποίο η Επιτροπή προσδιορίζει με τους όρους «αναλυτικό/γενικό καθολικό», συμβάσεις μίσθωσης έργου, ορισμένες αποδείξεις παροχής υπηρεσιών για την περίοδο 2008-2011 και, τέλος, ορισμένες εξοφλητικές αποδείξεις για την περίοδο 2008-2011.

113    Συναφώς, επισημαίνεται ότι από τους συμβατικούς όρους που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 15 και 16 ανωτέρω προκύπτει ότι, αφενός, όταν διενεργείται οικονομικός έλεγχος, πρέπει να συντάσσεται προσωρινή έκθεση οικονομικού ελέγχου και ότι ο ενδιαφερόμενος δικαιούχος έχει το δικαίωμα να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του επί του σχεδίου αυτού εντός προθεσμίας ενός μηνός από της παραλαβής του. Αφετέρου, εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι η Επιτροπή μπορεί να λάβει μέτρα είσπραξης μόνο βάσει των πορισμάτων του οικονομικού ελέγχου, δηλαδή των πορισμάτων που περιλαμβάνονται στην τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου.

114    Εν προκειμένω, η Επιτροπή, με το έγγραφο της 22ας Ιανουαρίου 2013, επιβεβαίωσε στην ενάγουσα τα πορίσματα του οικονομικού ελέγχου και της κοινοποίησε αντίγραφο της έκθεσης οικονομικού ελέγχου (βλ. σκέψη 25 ανωτέρω). Επιπλέον, με το έγγραφο της 4ης Δεκεμβρίου 2017, η Επιτροπή πληροφόρησε την ενάγουσα ότι είχε την πρόθεση να προχωρήσει στη διαδικασία είσπραξης για ποσό 481 835,56 ευρώ για το έργο Perform και ότι, αν η ενάγουσα δεν διατύπωνε παρατηρήσεις εντός 30 ημερών, θα της αποστελλόταν χρεωστικό σημείωμα με περαιτέρω οδηγίες. Επομένως, η Επιτροπή στήριξε το αίτημά της εισπράξεως στα πορίσματα της τελικής έκθεσης οικονομικού ελέγχου και όχι στο σχέδιο έκθεσης οικονομικού ελέγχου.

115    Λόγος που αντλείται από το αβάσιμο του σχεδίου έκθεσης οικονομικού ελέγχου είναι αλυσιτελής στο πλαίσιο αγωγής ασκούμενης βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ εφόσον η σχετική έλλειψη δεν ασκεί επιρροή στις εκ της οικείας συμβάσεως υποχρεώσεις της Επιτροπής (βλ. απόφαση της 13ης Ιουλίου 2017, Τάλαντον κατά Επιτροπής, T‑65/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:491, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

116    Επομένως, καμία διαπίστωση περιλαμβανόμενη στο σχέδιο έκθεσης οικονομικού ελέγχου, ακόμη και αν υποτεθεί ότι αποδεικνύεται αβάσιμη, δεν είναι ικανή να ασκήσει οποιαδήποτε επιρροή επί του δικαιώματος της Επιτροπής να ζητήσει την επιστροφή των μη επιλέξιμων δαπανών δυνάμει της σύμβασης επιχορήγησης Perform. Ως εκ τούτου, το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου της αγωγής πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν τα αποδεικτικά στοιχεία που παρατίθενται στη σκέψη 112 ανωτέρω.

2)      Επί του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου της αγωγής 

117    Με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου της αγωγής, η ενάγουσα προβάλλει 39 αιτιάσεις όσον αφορά τις διαπιστώσεις στις οποίες προέβη η KPMG Ελλάδας με την έκθεση οικονομικού ελέγχου, σε απάντηση στις παρατηρήσεις της ενάγουσας επί του σχεδίου έκθεσης οικονομικού ελέγχου. Οι αιτιάσεις αυτές της ενάγουσας αφορούν δέκα διαφορετικά ζητήματα.

118    Κατ’ ουσίαν, η ενάγουσα προβάλλει τα ακόλουθα επιχειρήματα:

–        πρώτον, η ενάγουσα διαφωνεί με τις διαπιστώσεις που αφορούν την ανεπαρκή καταγραφή των ωρών εργασίας στο πλαίσιο του έργου Perform (δεύτερη έως πέμπτη, ένατη, τριακοστή πέμπτη και τριακοστή έκτη αιτίαση)·

–        δεύτερον, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι δεν έχει καμία υποχρέωση να δημιουργεί, κατά τη διάρκεια της εκτελέσεως του έργου, εναλλακτικά αποδεικτικά στοιχεία, αμφισβητεί δε την ορθότητα της διαπίστωσης η οποία περιλαμβάνεται στην έκθεση οικονομικού ελέγχου και κατά την οποία οι μέθοδοι εργασίας της δεν άφησαν επαρκή εναλλακτικά αποδεικτικά στοιχεία για έλεγχο σε επόμενο στάδιο (δέκατη έως δέκατη πέμπτη αιτίαση)·

–        τρίτον, η ενάγουσα αμφισβητεί την ορθότητα της διαπίστωσης ότι δεν υπήρχαν επαρκείς εναλλακτικές αποδείξεις ως προς την επιλεξιμότητα των δαπανών (δέκατη έκτη έως εικοστή πρώτη και τριακοστή τέταρτη αιτίαση)·

–        τέταρτον, η ενάγουσα αμφισβητεί την ορθότητα των διαπιστώσεων της έκθεσης οικονομικού ελέγχου σχετικά με τη μη επιλεξιμότητα των δαπανών για ορισμένους intra-muros (εσωτερικούς) συμβούλους (εικοστή δεύτερη, εικοστή τρίτη και εικοστή έκτη έως εικοστή όγδοη αιτίαση)·

–        πέμπτον, η ενάγουσα αμφισβητεί την ορθότητα των διαπιστώσεων της έκθεσης οικονομικού ελέγχου σχετικά με την ανεπάρκεια του υπολογισμού του ωριαίου κόστους του προσωπικού της (εικοστή τέταρτη, εικοστή πέμπτη, εικοστή ένατη και τριακοστή αιτίαση)·

–        έκτον, η ενάγουσα αμφισβητεί την ορθότητα της διαπίστωσης κατά την οποία δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι τρίτοι πραγματοποίησαν ένα ουσιώδες μέρος της εργασίας η οποία έπρεπε να θεωρηθεί ότι παρασχέθηκε από την ίδια (έβδομη, τριακοστή δεύτερη και τριακοστή τρίτη αιτίαση)·

–        έβδομον, η ενάγουσα εκτιμά ότι δεν υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των πραγματικών διαπιστώσεων στην έκθεση οικονομικού ελέγχου και των εξ αυτών συναχθέντων πορισμάτων (τριακοστή ένατη αιτίαση)·

–        όγδοον, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η έκθεση οικονομικού ελέγχου περιλαμβάνει εσφαλμένες διαπιστώσεις όσον αφορά τη σύμβαση επιχορήγησης Perform (έκτη, τριακοστή πρώτη, τριακοστή έβδομη και τριακοστή όγδοη αιτίαση)·

–        ένατον, η ενάγουσα σημειώνει ότι η έκθεση οικονομικού ελέγχου ουδόλως απαντά στο επιχείρημα ότι η αξιολόγηση του συστήματος εσωτερικού ελέγχου όφειλε να πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τις διαδικασίες που προσδιορίζει η ίδια στο παράρτημα I του από 1ης Οκτωβρίου 2012 εγγράφου (πρώτη αιτίαση)·

–        δέκατον, η ενάγουσα υπογραμμίζει ότι η έκθεση οικονομικού ελέγχου δεν περιλαμβάνει κανένα αποδεικτικό στοιχείο που να διαψεύδει τη διαπίστωσή της ότι το σχέδιο έκθεσης οικονομικού ελέγχου ήταν ανακριβές, πλημμελές, εσφαλμένο, προσβλητικό και δυσφημιστικό (όγδοη αιτίαση).

119    Η Επιτροπή αμφισβητεί την ορθότητα των επιχειρημάτων αυτών.

120    Προκαταρκτικώς, επιβάλλονται οι ακόλουθες διευκρινίσεις.

121    H Επιτροπή υπέχει από το άρθρο 317, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ υποχρέωση χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης. Σύμφωνα με το σύστημα της Ένωσης για τη χορήγηση επιχορηγήσεων, η χρησιμοποίηση των εν λόγω επιχορηγήσεων υπόκειται σε κανόνες που ενδέχεται να έχουν ως αποτέλεσμα τη μερική ή ολική επιστροφή της χορηγηθείσας επιχορηγήσεως. Επομένως, ο δικαιούχος επιχορηγήσεως του οποίου η αίτηση έχει εγκριθεί από την Επιτροπή δεν αποκτά, εξ αυτού του γεγονότος, κανένα οριστικό δικαίωμα για τη λήψη ολόκληρης της επιχορηγήσεως, εφόσον δεν πληροί τις προϋποθέσεις από τις οποίες αυτή εξαρτάται (βλ. απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2012, Επιτροπή κατά EU Research Projects, T‑220/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:551, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

122    Σύμφωνα με θεμελιώδη αρχή που διέπει τη χορήγηση επιχορηγήσεων από την Ένωση, η επιχορήγηση μπορεί να αφορά μόνον πραγματικές δαπάνες. Επομένως, προκειμένου να είναι η Επιτροπή σε θέση να ασκήσει έλεγχο, οι δικαιούχοι αυτών των επιχορηγήσεων πρέπει να αποδεικνύουν το υποστατό των δαπανών που καταλογίζονται στα επιχορηγούμενα έργα, δεδομένου ότι η υποβολή αξιόπιστων πληροφοριακών στοιχείων από τους δικαιούχους αυτούς είναι αναγκαία για την εύρυθμη λειτουργία του συστήματος ελέγχου και αποδείξεως που έχει θεσπισθεί προς εξακρίβωση της συνδρομής των προϋποθέσεων χορηγήσεως των επιχορηγήσεων. Επομένως, δεν αρκεί να αποδεικνύεται η υλοποίηση ενός έργου προς δικαιολόγηση της χορήγησης συγκεκριμένης επιχορήγησης. Ο δικαιούχος της ενίσχυσης οφείλει επιπλέον να αποδείξει ότι υποβλήθηκε στις δηλωθείσες δαπάνες σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται για τη χορήγηση της οικείας επιχορήγησης, επιλέξιμες δε μπορούν να θεωρηθούν μόνον οι δεόντως αιτιολογημένες δαπάνες (βλ. απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 2014, Technische Universität Dresden κατά Επιτροπής, T‑29/11, EU:T:2014:912, σκέψη 71 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

123    Η προβλεπόμενη σε σύμβαση επιχορήγησης υποχρέωση να υποβάλλονται στην Επιτροπή, κατά τον προβλεπόμενο τύπο και εντός των τασσόμενων προθεσμιών, καταστάσεις των φερόμενων ως επιλέξιμων δαπανών έχει επιτακτικό χαρακτήρα και η απαίτηση προσκόμισης δεόντως καταρτισθεισών καταστάσεων έχει ως μοναδικό σκοπό να παράσχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να έχει στη διάθεσή της τα απαραίτητα στοιχεία προκειμένου να εξακριβώσει αν τα κονδύλια της Ένωσης χρησιμοποιήθηκαν σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης (βλ. απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2010, Επιτροπή κατά Arci Nuova associazione comitato di Cagliari και Gessa, T‑259/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2010:536, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

124    Επομένως, στο πνεύμα των εκτιμήσεων που εκτίθενται στις σκέψεις 121 έως 123 ανωτέρω, έχει γίνει δεκτό από τη νομολογία ότι, στο πλαίσιο σύμβασης η οποία περιέχει ρήτρα διαιτησίας κατά την έννοια του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, εναπόκειται στον συμβαλλόμενο που δήλωσε δαπάνες στην Επιτροπή για να λάβει οικονομική συνεισφορά της Ένωσης να αποδείξει ότι οι εν λόγω δαπάνες είναι πραγματικές, ότι ήταν όντως αναγκαίες και ότι πραγματοποιήθηκαν για την εκτέλεση του έργου κατά τη διάρκειά του. Εντούτοις, σε περίπτωση που η Επιτροπή επιδιώκει την είσπραξη απαιτήσεως κατόπιν οικονομικού ελέγχου, σ’ αυτήν εναπόκειται να αποδείξει, υπό την προϋπόθεση ότι ο ενάγων έχει προσκομίσει τις καταστάσεις εξόδων και άλλα κρίσιμα πληροφοριακά στοιχεία, ότι η εκπλήρωση της συμβατικής παροχής είναι πλημμελής ή ότι οι καταστάσεις εξόδων δεν είναι ακριβείς ή αξιόπιστες (αποφάσεις της 3ης Ιουνίου 2009, Επιτροπή κατά Burie Onderzoek en Advies, T‑179/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2009:171, σκέψη 100, της 26ης Ιανουαρίου 2017, Δίκτυο Αμυντικών Βιομηχανιών Net κατά Επιτροπής, T‑703/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:34, σκέψη 84, και της 13ης Ιουλίου 2017, Τάλαντον κατά Επιτροπής, T‑65/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:491, σκέψη 54).

125    Πρέπει επομένως να εξεταστεί αν η ενάγουσα προσκόμισε στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι δηλωθείσες δαπάνες ήταν πραγματικές δαπάνες, οι οποίες ήταν όντως αναγκαίες για την εκτέλεση του έργου και πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκειά του. Στην περίπτωση που η ενάγουσα αποδείξει την επιλεξιμότητα των δαπανών αυτών, πρέπει να εξακριβωθεί αν η Επιτροπή απέδειξε ότι η εκπλήρωση της συμβατικής παροχής ήταν πλημμελής ή ότι οι καταστάσεις εξόδων δεν ήταν ακριβείς ή αξιόπιστες.

126    Με την έκθεση οικονομικού ελέγχου, η ελεγκτική εταιρία, κατ’ ουσίαν, αφενός, κατέληξε σε πορίσματα όσον αφορά την αναξιοπιστία του συστήματος καταχωρίσεως του χρόνου εργασίας, όσον αφορά την έλλειψη επαρκών και πρόσφορων εναλλακτικών αποδεικτικών στοιχείων που να παρέχουν τη δυνατότητα επιβεβαίωσης της συμβολής του επιφορτισμένου με την εκτέλεση του έργου προσωπικού το οποίο δήλωσε η ενάγουσα, όσον αφορά τη μη τήρηση των κριτηρίων επιλεξιμότητας που είχαν εφαρμογή στις δαπάνες για τους εσωτερικούς συμβούλους, όσον αφορά μια υπερτιμολόγηση δαπανών σχετικά με το προσωπικό και τους εσωτερικούς συμβούλους, όσον αφορά το γεγονός ότι οι αποδοχές του προσωπικού δεν ήταν σύμφωνες προς τις συνήθεις πρακτικές της ενάγουσας, και, αφετέρου, διατύπωσε αμφιβολίες σχετικά με το αν το έργο είχε εκτελεστεί απευθείας από την ενάγουσα ή από τρίτους. Με την έκθεση οικονομικού ελέγχου, η ελεγκτική εταιρία διαπίστωσε, ιδίως, ότι η ενάγουσα δεν είχε διατηρήσει επαρκείς καταχωρίσεις όσον αφορά τις ώρες απασχόλησης και την εκτελεσθείσα εργασία προς δικαιολόγηση των δελτίων παρουσίας των μελών του προσωπικού της. Η ελεγκτική εταιρία διευκρινίζει επίσης στην έκθεση ότι δεν ήταν δυνατό να διαπιστωθεί ποιο πρόσωπο είχε συμπληρώσει τα εν λόγω δελτία, βάσει ποιων στοιχείων και σε ποιο χρόνο. Επιπλέον, κατά την έκθεση οικονομικού ελέγχου, η ενάγουσα υπολόγισε το ωριαίο κόστος βάσει ενός ενιαίου αριθμού 1 680 ωρών ετησίως και ανά υπάλληλο, ενώ το σύνολο των δηλωθεισών ωρών υπερέβαινε σημαντικά τον αριθμό αυτό.

127    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου της αγωγής, η ενάγουσα δεν επιχειρεί να αποδείξει ότι οι δηλωθείσες δαπάνες ήταν πραγματικές δαπάνες οι οποίες ήταν όντως αναγκαίες και πραγματοποιήθηκαν για την εκτέλεση του έργου κατά τη διάρκειά του, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 124 ανωτέρω. Αντιθέτως, η ενάγουσα περιορίζεται στην αμφισβήτηση της ορθότητας ορισμένων παρατηρήσεων που περιλαμβάνονται στην έκθεση οικονομικού ελέγχου.

128    Επιπλέον, όπως προκύπτει από το σημείο 37 του δικογράφου της αγωγής και από τη ρητή παραπομπή, με το εν λόγω σημείο του δικογράφου της αγωγής, στις σελίδες 44 έως 52 της έκθεσης οικονομικού ελέγχου, οι αντιρρήσεις της ενάγουσας δεν αφορούν το σύνολο της έκθεσης οικονομικού ελέγχου. Πράγματι, από εμπεριστατωμένη εξέταση διαπιστώνεται ότι η ενάγουσα απλώς αμφισβητεί την ορθότητα ορισμένων πραγματικών διαπιστώσεων στις οποίες προέβησαν οι ελεγκτές στο μέρος 5 της έκθεσης οικονομικού ελέγχου, απαντώντας στις παρατηρήσεις της επί του σχεδίου έκθεσης οικονομικού ελέγχου. Αντιθέτως, η ενάγουσα δεν αμφισβητεί τα μέρη 1 έως 4 της εν λόγω έκθεσης (σελίδες 4 έως 43 της έκθεσης αυτής), τα οποία αφορούν, μεταξύ άλλων, την περιγραφή της ενάγουσας, τους εσωτερικούς ελέγχους της καθώς και τις εργασίες οικονομικού ελέγχου και τα πορίσματα.

129    Μολονότι το μέρος 5 της έκθεσης οικονομικού ελέγχου εξετάζει μόνον τις παρατηρήσεις που είχε διατυπώσει η ενάγουσα κατά το στάδιο του σχεδίου έκθεσης οικονομικού ελέγχου, καθώς και τα σχόλια των Ελλήνων ελεγκτών επί των παρατηρήσεων αυτών, τα μέρη 1 έως 4 της έκθεσης οικονομικού ελέγχου περιέχουν, κατ’ ουσίαν, αποτελέσματα και πορίσματα στηριζόμενα σε εκτιμήσεις των ελεγκτών οι οποίες βαίνουν, εν μέρει, πέραν των απαντήσεων των ελεγκτών στις παρατηρήσεις που διατύπωσε η ενάγουσα επί του σχεδίου έκθεσης οικονομικού ελέγχου.

130    Η ενάγουσα ουδόλως αποδεικνύει την ύπαρξη σχέσης μεταξύ, αφενός, των στοιχείων που μνημονεύονται στα μέρη 1 έως 4 της έκθεσης οικονομικού ελέγχου και, αφετέρου, των αιτιάσεων που διατύπωσε μετά τη σύνταξη του σχεδίου έκθεσης οικονομικού ελέγχου, όπως αυτές εκτίθενται στο μέρος 5 της εν λόγω έκθεσης και όπως προβάλλονται εκ νέου κατά το στάδιο της υπό κρίση αγωγής.

131    Τούτου δοθέντος, το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι δυνατόν να εξακριβώσει, σημείο προς σημείο, στοιχείο προς στοιχείο, αριθμό προς αριθμό, την ακρίβεια των αιτιάσεων της ενάγουσας υπό το πρίσμα των πορισμάτων που εκτίθενται στα μέρη 1 έως 4 της έκθεσης οικονομικού ελέγχου, με αποτέλεσμα ότι δεν είναι δυνατό να κριθεί κατά πόσον οι αιτιάσεις που προβάλλονται στο πλαίσιο της υπό κρίση αγωγής ασκούν επιρροή στα πορίσματα των μερών 1 έως 4 της έκθεσης οικονομικού ελέγχου.

132    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να αναζητεί και να εντοπίζει, στα παραρτήματα, τους ισχυρισμούς ή τους λόγους και τα επιχειρήματα που θα μπορούσε να θεωρήσει ότι αποτελούν τη βάση της προσφυγής ή της αγωγής, δεδομένου ότι τα παραρτήματα επιτελούν λειτουργία αμιγώς αποδεικτική και διευκρινιστική (βλ. απόφαση της 14ης Μαρτίου 2013, Fresh Del Monte Produce κατά Επιτροπής, T‑587/08, EU:T:2013:129, σκέψη 270 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

133    Εντούτοις, οι εκτιμήσεις που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 128 έως 132 ανωτέρω δεν αρκούν για να απορριφθεί, εκ προοιμίου, το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου της αγωγής.

134    Συγκεκριμένα, πρέπει ακόμη να εξακριβωθεί αν τα επιχειρήματα και τα αποδεικτικά μέσα της ενάγουσας μπορούν να θεωρηθούν ότι ανταποκρίνονται, έστω και εμμέσως, στο βάρος αποδείξεως που αυτή φέρει όσον αφορά την επιλεξιμότητα των δαπανών που δηλώθηκαν στην Επιτροπή (βλ. σκέψη 124 ανωτέρω).

135    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, προκειμένου να αμφισβητήσει την ορθότητα των παρατηρήσεων που περιλαμβάνονται στην έκθεση οικονομικού ελέγχου σχετικά με την επιλεξιμότητα των δηλωθεισών δαπανών, όπως αυτές μνημονεύονται στο μέρος 5 της έκθεσης οικονομικού ελέγχου, η ενάγουσα προσκόμισε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου τα ακόλουθα αποδεικτικά μέσα:

–        πρώτον, ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον Έλληνα συμβολαιογράφου των E, F, G, H, I, J και K (παράρτημα A.10 του δικογράφου της αγωγής)·

–        δεύτερον, μια σειρά δελτίων παρουσίας (παραρτήματα A.17 και Α.18 του δικογράφου της αγωγής) και μια επιστολή της L της 15ης Οκτωβρίου 2012 (παράρτημα A.6 του δικογράφου της αγωγής)· τα δελτία παρουσίας που περιλαμβάνονται στο παράρτημα A.17 του δικογράφου της αγωγής και αφορούν πρόσωπα με τα οποία η ενάγουσα συνήψε συμβάσεις εργασίας· τα δελτία παρουσίας που περιλαμβάνονται στο παράρτημα A.18 του δικογράφου της αγωγής και αφορούν πρόσωπα με τα οποία η ενάγουσα συνήψε συμβάσεις παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών και τα οποία η ενάγουσα χαρακτηρίζει ως «intra-muros (εσωτερικούς) συμβούλους»·

–        τρίτον, ένα σύνολο ηλεκτρονικών μηνυμάτων και άλλων εγγράφων (παράρτημα A.10 του δικογράφου της αγωγής)·

–        τέταρτον, μια επιστολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων (Ελλάδα) της 8ης Αυγούστου 2013 (παράρτημα Γ.1 του υπομνήματος απάντησης)·

–        πέμπτον, όπως προκύπτει, βεβαίως, από τα σημεία 8 έως 10 του υπομνήματος απάντησης και όχι από το δικόγραφο της αγωγής, όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που μνημονεύονται στη σκέψη 112 ανωτέρω.

136    Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι, χωρίς συγκεκριμένη αναφορά στα επιχειρήματα ή στους λόγους που προβλήθηκαν με το δικόγραφο της αγωγής, η ενάγουσα μνημονεύει, στα σημεία 24 και 25 του δικογράφου της αγωγής, την έκθεση της 11ης Απριλίου 2013 (βλ. σκέψη 27 ανωτέρω). Στη σελίδα 41 του δικογράφου της αγωγής γίνεται επίσης παραπομπή στο έγγραφο αυτό, στο πλαίσιο της αίτησης διεξαγωγής πραγματογνωμοσύνης (βλ., συναφώς, σκέψεις 232 επ. κατωτέρω). Η ενάγουσα δηλώνει ότι προσκόμισε την έκθεση αυτή ως παράρτημα A.10 του δικογράφου της αγωγής. Επιβάλλεται όμως η διαπίστωση ότι, μολονότι παρατίθεται ως παράρτημα A.10 στον πίνακα των παραρτημάτων του επίδικου δικογράφου, το έγγραφο αυτό δεν κατατέθηκε στη δικογραφία του Γενικού Δικαστηρίου.

137    Χωρίς να χρειάζεται καν να εξετασθούν, μία προς μία, οι 39 αιτιάσεις που συνοψίζονται στη σκέψη 118 ανωτέρω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία δεν αποδεικνύουν ότι οι δηλωθείσες εν προκειμένω δαπάνες ήταν πραγματικές δαπάνες, εν ολίγοις, ότι καθεμία από τις ώρες εργασίας του προσωπικού, των οποίων το κόστος δηλώθηκε προκειμένου να επιστραφεί, ήταν αναγκαία και χρησιμοποιήθηκε πράγματι για την υλοποίηση του έργου και ότι οι δηλωθείσες ωριαίες δαπάνες όντως καταβλήθηκαν και, ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ενάγουσα δεν ανταποκρίθηκε στο βάρος αποδείξεως που φέρει βάσει της νομολογίας που μνημονεύεται στη σκέψη 124 ανωτέρω, τούτο δε για τους ακόλουθους λόγους.

138    Πρώτον, όσον αφορά τις ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον Έλληνα συμβολαιογράφου των E, F, G, H, I, J και K (παράρτημα Α.10 του δικογράφου της αγωγής), διαπιστώνεται ότι, στις βεβαιώσεις αυτές, οι ενδιαφερόμενοι περιγράφουν, γενικώς, τους όρους των εργασιακών τους σχέσεων με την ενάγουσα, καθώς και τις παρασχεθείσες για το έργο Perform υπηρεσίες και αναφέρουν επίσης, γενικώς, τα καθήκοντά τους και τον συνολικό αριθμό ωρών απασχόλησής τους στο έργο αυτό. Επομένως, οι ένορκες αυτές βεβαιώσεις περιέχουν απλές περιγραφές που δεν καθιστούν δυνατό τον προσδιορισμό, με επαρκή ακρίβεια, των πραγματικών δαπανών προσωπικού για τις υπηρεσίες τους στο πλαίσιο του έργου Perform. Δεν καθιστούν δυνατό να προσδιοριστεί ποιες είναι οι δηλωθείσες δαπάνες ή οι ώρες εργασίας για κάθε σχετικό παραδοτέο στοιχείο, ούτε να εξακριβωθεί αν οι δαπάνες αυτές ήταν αναγκαίες. Περαιτέρω, βάσει των βεβαιώσεων αυτών, δεν είναι δυνατό να διαπιστωθεί με επαρκή ακρίβεια ποιες δαπάνες μπορούν να συνδεθούν άμεσα με το έργο Perform κατ’ αντιδιαστολή προς τις ώρες που συνδέονται με το έργο Pocemon. Εν ολίγοις, οι βεβαιώσεις αυτές δεν παρέχουν τη δυνατότητα να διαπιστωθεί κάποια άμεση συμφωνία μεταξύ, αφενός, των δαπανών και εσόδων που δηλώθηκαν στο πλαίσιο του έργου Perform και, αφετέρου, των αντίστοιχων οικονομικών καταστάσεων και δικαιολογητικών εγγράφων. Συναφώς, διαπιστώνεται επίσης ότι η ενάγουσα δεν επιχειρεί καν να εξηγήσει πώς οι βεβαιώσεις αυτές αποδεικνύουν με ακρίβεια, κατά τη γνώμη της, τις δηλωθείσες δαπάνες για το προσωπικό της στο πλαίσιο του έργου Perform. Επιπλέον, οι ένορκες αυτές βεβαιώσεις δεν συνιστούν επαρκή απόδειξη της πληρωμής για τις υπηρεσίες που παρασχέθηκαν από τους υπαλλήλους της ενάγουσας. Ομοίως, οι εν λόγω βεβαιώσεις δεν μπορούν να αποδείξουν ούτε ότι οι δηλωθείσες ώρες ήταν πράγματι αναγκαίες για την υλοποίηση του έργου Perform. Τέλος, είναι βεβαίως αληθές ότι η ενάγουσα προσκόμισε επίσης ορισμένα δελτία παρουσίας ως παραρτήματα A.17 και A.18 του δικογράφου της αγωγής. Εντούτοις, με βάση τις ένορκες βεβαιώσεις δεν μπορεί να διαπιστωθεί αδιαμφισβήτητα άμεση συμφωνία με τα εν λόγω δελτία παρουσίας. Επομένως, τα έγγραφα αυτά δεν θεραπεύουν την έλλειψη ακρίβειας που χαρακτηρίζει τις ένορκες βεβαιώσεις.

139    Δεύτερον, στο μέτρο που η ενάγουσα προσκόμισε τα εν λόγω δελτία παρουσίας ως αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου της αγωγής, διαπιστώνεται ότι στα έγγραφα αυτά αναγράφεται, βεβαίως, η ημέρα της προβαλλόμενης εκτελέσεως των εργασιών, το ακρωνύμιο που προσδιορίζει το έργο, ο αριθμός του έργου, ο αριθμός τμήματος εργασίας και οι ώρες απασχόλησης ανά ημέρα. Επιπλέον, τα δελτία παρουσίας φέρουν τις υπογραφές του συγκεκριμένου συνεργάτη και του Μ, γενικού διευθυντή της εταιρίας. Ωστόσο, στα έγγραφα αυτά δεν υπάρχει καμία ένδειξη της ημερομηνίας σύνταξης ούτε της ημερομηνίας επικύρωσης και, ως εκ τούτου, είναι αδύνατο να εξακριβωθεί το νομότυπο της διαδικασίας και, ιδίως, το αν οι χρεωθείσες ώρες καταγράφηκαν κατά τη διάρκεια του έργου ή αν οι ώρες αυτές καταγράφηκαν σε ημερομηνία μεταγενέστερη της εκτέλεσης του έργου. Επιπλέον, δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί αν ο άμεσος υπεύθυνος των εργασιών έλεγχε αποτελεσματικά τις εγγραφές εκ μέρους των ενδιαφερόμενων συνεργατών κατά τη διάρκεια του έργου.

140    Περαιτέρω, δεν αμφισβητείται, βεβαίως, ότι η L ήταν υπεύθυνη έργου για ορισμένο χρονικό διάστημα. Με την από 15 Οκτωβρίου 2012 επιστολή της (παράρτημα A.6 του δικογράφου της αγωγής), όπως και με την υπ’ αριθ. 98 ένορκη βεβαίωσή της, η οποία καταρτίστηκε στις 29 Ιανουαρίου 2013 παρουσία συμβολαιογράφου (παράρτημα A.10 του δικογράφου της αγωγής), η L επισήμανε ρητώς τα ακόλουθα:

«Ως υπεύθυνη εργασιών στα προγράμματα Perform και Pocemon έλεγχα τα δελτία χρόνου απασχόλησης όλων των εργαζομένων στα προγράμματα σε σχέση με τις εργασίες, τις ώρες και τις ημέρες τις οποίες δήλωναν οι εργαζόμενοι. Σε εβδομαδιαία βάση γινόντουσαν συναντήσεις με τους εργαζομένους στις οποίες συζητιόταν η πρόοδος του φυσικού αντικειμένου που είχε ανατεθεί σε κάθε εργαζόμενο. Κατά τη διάρκεια αυτής διατύπωνα πιθανές αντιρρήσεις ή παρατηρήσεις σχετικά με τα δελτία χρόνου απασχόλησης των εργαζομένων. Εβδομαδιαία δε τα δελτία χρόνου απασχόλησης υποβαλλόντουσαν συνολικά από εμένα στον [KK], ο οποίος τα ήλεγχε προκειμένου να προχωρήσουμε στην υπογραφή τους και την αρχειοθέτησή τους.»

141    Εντούτοις, δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθεί αν οι από 15 Οκτωβρίου 2012 δηλώσεις και η από 29 Ιανουαρίου 2013 ένορκη βεβαίωση της L, οι οποίες χρονολογούνται μετά την κατάρτιση των δελτίων παρουσίας που προσκόμισε η ενάγουσα, αναφέρονται πράγματι στα δελτία παρουσίας που κατατέθηκαν στη δικογραφία του Γενικού Δικαστηρίου ως παραρτήματα A.17 και A.18 του δικογράφου της αγωγής. Εν ολίγοις, δεν μπορεί να αποδειχθεί με επαρκή βεβαιότητα ότι οι εν λόγω δηλώσεις και η εν λόγω ένορκη βεβαίωση αφορούν όντως τα έγγραφα αυτά.

142    Πράγματι, οι ως άνω δηλώσεις και η ως άνω ένορκη βεβαίωση έχουν γενικό περιεχόμενο, όπως ακριβώς και οι λοιπές ένορκες βεβαιώσεις των μελών του προσωπικού της ενάγουσας τις οποίες περιέλαβε η τελευταία στη δικογραφία του Γενικού Δικαστηρίου.

143    Επιπλέον, η Επιτροπή, χωρίς να αντικρουστεί επί του σημείου αυτού επιτυχώς από την ενάγουσα, ήτοι κατά τρόπο τεκμηριωμένο και στηριζόμενο σε αποδείξεις, διευκρίνισε ότι η ενάγουσα τηρούσε ατομικά δελτία παρουσίας μέχρι το 2008, ήτοι ένα δελτίο παρουσίας ανά άτομο και ανά μήνα για κάθε έργο (στο εξής: παλαιά δελτία παρουσίας για το έτος 2008). Από το 2009, η ενάγουσα κατέγραφε από κοινού τα έργα Perform και Pocemon σε ένα μηνιαίο δελτίο παρουσίας για κάθε άτομο. Τα δελτία παρουσίας του 2008 επανακαταρτίσθηκαν προς συμμόρφωση με τη νέα τακτική. Τα ενοποιημένα δελτία παρουσίας του 2008 (στο εξής: νέα δελτία παρουσίας για το έτος 2008) υπογράφονταν από τα μέλη του προσωπικού και τον γενικό διευθυντή. Όπως επισημαίνει επίσης η Επιτροπή, η ενάγουσα κατάρτισε επίσης ένα τρίτο πακέτο μηνιαίων δελτίων παρουσίας όπου είχε συμπεριλάβει, για κάθε άτομο για το οποίο είχαν χρεωθεί ώρες απασχόλησης στα δύο έργα, πληροφορίες σχετικά με το σύνολο των εργασιών του, δηλαδή τις ώρες απασχόλησής του τόσο στα δύο έργα όσο και σε άλλες δραστηριότητες.

144    Τα παλαιά δελτία παρουσίας για το έτος 2008 δεν κατατέθηκαν όμως στη δικογραφία του Γενικού Δικαστηρίου. Ωσαύτως, η ενάγουσα δεν εξήγησε με ποιον τρόπο μετέφερε τις πληροφορίες που περιλαμβάνονταν στα ατομικά δελτία για το έτος 2008 προς τα νέα δελτία παρουσίας για το ίδιο έτος (τα οποία προσκομίστηκαν από την ενάγουσα ως παραρτήματα A.17 και A.19 του δικογράφου της αγωγής). Τούτου δοθέντος, το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να διαπιστώσει με επαρκή βεβαιότητα ότι οι πληροφορίες που περιέχονται στα νέα δελτία παρουσίας για το 2008 αντιστοιχούν πράγματι στις πληροφορίες που περιλαμβάνονταν στα εβδομαδιαίως επικυρούμενα δελτία παρουσίας που συντάσσονταν το 2008, ανάλογα με την πρόοδο του έργου Perform.

145    Το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι επίσης σε θέση να διαπιστώσει με επαρκή κατά νόμο βεβαιότητα αν οι ως άνω δηλώσεις και η ως άνω ένορκη βεβαίωση της L αφορούν επίσης τα δελτία παρουσίας για το έτος 2009 που προσκόμισε η ενάγουσα. Πράγματι, στις δηλώσεις και στην ένορκη βεβαίωση της L δεν γίνεται καμία συγκεκριμένη αναφορά στα δελτία αυτά. Είναι αληθές ότι, όπως προκύπτει από το περιεχόμενό τους, τα δελτία αυτά αφορούν το έτος 2009 και ότι η L δήλωσε, κατ’ ουσίαν, ότι έλεγχε, σε βάθος χρόνου, όλα τα δελτία παρουσίας, στα οποία λογικά περιλαμβάνονταν και τα δελτία του έτους 2009. Όπως ακριβώς όμως και τα δελτία παρουσίας του έτους 2008, έτσι και τα δελτία του έτους 2009 δεν είναι χρονολογημένα και, επομένως, δεν μπορεί να αποδειχθεί το νομότυπο της διαδικασίας κατάρτισής τους. Οι τελευταίες αυτές εκτιμήσεις ισχύουν, mutatis mutandis, και για τα δελτία παρουσίας του 2008. Πράγματι, τα δελτία αυτά δεν φέρουν ημερομηνία και, επομένως, δεν μπορεί να αποδειχθεί το νομότυπο της διαδικασίας κατάρτισής τους.

146    Τέλος, όσον αφορά τα δελτία παρουσίας του έτους 2010, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι, ακόμη και μετά τον Ιούνιο του 2010, η ενάγουσα λειτουργούσε με δελτία παρουσίας που δεν έφεραν ούτε την υπογραφή των μελών του προσωπικού ούτε την υπογραφή του γενικού διευθυντή για την επικύρωση των καταγραφόμενων ωρών εργασίας. Διαπιστώνεται όμως συναφώς ότι τα δελτία που προσκόμισε η ενάγουσα στο πλαίσιο της υπό κρίση αγωγής περιέχουν τόσο την υπογραφή του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου όσο και την υπογραφή του γενικού διευθυντή. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να αποδειχθεί αν τα δελτία παρουσίας για το έτος 2010 που προσκομίστηκαν από την ενάγουσα είναι όντως εκείνα τα οποία αφορούν οι δηλώσεις και η ένορκη βεβαίωση της L. Όπως ακριβώς και τα δελτία παρουσίας για το 2008 και το 2009, τα δελτία παρουσίας για το έτος 2010 επίσης δεν φέρουν ημερομηνία και, επομένως, δεν μπορεί να αποδειχθεί το νομότυπο της διαδικασίας κατάρτισής τους.

147    Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που μνημονεύονται στις σκέψεις 139 έως 146 ανωτέρω, συνάγεται ότι τα δελτία παρουσίας που κατατέθηκαν στη δικογραφία του Γενικού Δικαστηρίου ως παραρτήματα A.17 και A.18 του δικογράφου της αγωγής δεν συνιστούν αρκούντως αξιόπιστα αποδεικτικά στοιχεία.

148    Περαιτέρω, ακόμη και αν υποτεθεί ότι είναι αρκούντως αξιόπιστα, τα εν λόγω δελτία παρουσίας δεν είναι αρκούντως λεπτομερή ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι παρέχουν πλήρη απόδειξη. Συναφώς, επισημαίνεται ότι τα δελτία αυτά δεν μπορούν να τεκμηριώσουν τους ισχυρισμούς που προέβαλε η ενάγουσα στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου της αγωγής, τούτο δε για τους ακόλουθους λόγους.

149    Στα δελτία παρουσίας εμφανίζεται μια στήλη, στο πρώτο τετραγωνίδιο της οποίας αναγράφεται με κεφαλαία γράμματα η λέξη «TASK» (εργασία). Η στήλη αυτή υπάρχει σε όλες τις σελίδες των παραρτημάτων A.17 και A.18 του δικογράφου της αγωγής. Στα λοιπά τετραγωνίδια της ίδιας στήλης αναγράφονται αριθμητικά στοιχεία, όπως «1,1», «2,1» και «3,3». Η Επιτροπή διευκρίνισε στο σημείο 49 του υπομνήματος αντίκρουσης, χωρίς να αντιλέξει επί του σημείου αυτού η ενάγουσα, ότι τα αριθμητικά αυτά στοιχεία προσδιόριζαν τα τμήματα εργασίας. Ωστόσο, ακόμη και αν ληφθεί υπόψη το στοιχείο αυτό, δεν είναι δυνατό να διαπιστωθεί ποια συγκεκριμένη δραστηριότητα αναπτύχθηκε από τους συνεργάτες που μνημονεύονται στα δελτία παρουσίας ως προς το έργο Perform. Ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η ενάγουσα δεν εξήγησε ποια τμήματα εργασίας αφορούσαν τα δελτία παρουσίας.

150    Περαιτέρω, στη στήλη σχετικά με την αναπτυχθείσα δραστηριότητα αναγράφονται οι συντομογραφίες «RTD» και «MGMT» ή ακόμη, με κεφαλαία γράμματα, ο αγγλικός όρος «OTHER» (άλλα).

151    Είναι βεβαίως αληθές ότι, απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, η ενάγουσα διευκρίνισε, με υπόμνημα της 5ης Αυγούστου 2019, ότι οι συντομογραφίες «RTD» και «MGMT» χρησιμοποιούνταν προς αντικατάσταση των αγγλικών όρων «research and technical development» (δράσεις έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης) και «management time» (διαχείριση του έργου). Ωστόσο, δεν είναι δυνατόν να διαπιστωθεί ποιες συγκεκριμένες εργασίες εκτελέστηκαν πράγματι σε σχέση με το έργο Perform από τους συνεργάτες της ενάγουσας οι οποίοι φέρονται να άσκησαν δραστηριότητες «έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης» ή «διαχείρισης του έργου».

152    Τέλος, διαπιστώνεται ότι τα δελτία παρουσίας παραμένουν ασαφή όσον αφορά την έννοια του όρου «OTHER». Είναι αληθές ότι, απαντώντας σε ερώτηση που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η ενάγουσα δήλωσε ότι οι δραστηριότητες που προσδιορίζονται με τον όρο «OTHER», όπως οι αναγραφόμενες, για παράδειγμα, στη σελίδα 918 του παραρτήματος A.17 του δικογράφου της αγωγής, είναι οι δραστηριότητες τις οποίες περιέγραψε ο συνεργάτης της ενάγουσας K σε προσωπικά ημερολόγια, τα οποία τέθηκαν στη διάθεση των ελεγκτών.

153    Από τη διευκρίνιση αυτή που παρέσχε η ενάγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση δεν καθίσταται κατανοητό σε τι συνίσταντο οι δραστηριότητες του K, όπως αυτές περιγράφονται στα δελτία παρουσίας που κατατέθηκαν ως παραρτήματα A.17 και A.18 του δικογράφου της αγωγής, ούτε οι δραστηριότητες των λοιπών συνεργατών της ενάγουσας των οποίων γίνεται μνεία στα δελτία παρουσίας. Επιπλέον, επισημαίνεται ότι η ενάγουσα δεν κατέθεσε στη δικογραφία αντίγραφα των ημερολογίων του K και, ως εκ τούτου, ακόμη και αν δεν ληφθεί υπόψη η αρχή κατά την οποία δεν εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να αναζητεί και να εντοπίζει, στα παραρτήματα, τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα που θα μπορούσε να θεωρήσει ότι αποτελούν τη βάση της αγωγής (βλ. σκέψη 132 ανωτέρω), το περιεχόμενο των εν λόγω ημερολογίων δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί.

154    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, δεν είναι δυνατό να διαπιστωθεί ποιες συγκεκριμένες εργασίες εκτελέστηκαν πράγματι σε σχέση με το έργο Perform από τους αντίστοιχους συνεργάτες. Εκτός αυτού, η απλή μνεία του αριθμού του τμήματος εργασίας δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ακριβής περιγραφή της εργασίας που πραγματοποίησε ο συγκεκριμένος υπάλληλος στο πλαίσιο της υλοποίησης του έργου Perform.

155    Επιπλέον, είναι αληθές ότι ο συντάκτης των δελτίων παρουσίας μερίμνησε να σημειώσει, στη στήλη με τον αναγραφόμενο στην ελληνική γλώσσα τίτλο «ΩΡΕΣ», τους αριθμούς «3», «4», «6» και «8». Εξ αυτού είναι δυνατόν να συναχθεί ότι επρόκειτο για τρεις, τέσσερις, έξι και οκτώ ώρες εργασίας. Εντούτοις, ούτε από τα δελτία αυτά ούτε από τα λοιπά στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι οι ώρες αυτές ήταν πράγματι αναγκαίες για την εκτέλεση των εργασιών που καταγράφονται στα δελτία αυτά, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 124 ανωτέρω.

156    Επομένως, πέραν του ότι δεν είναι αξιόπιστα αυτά καθαυτά, τα δελτία παρουσίας που προσκόμισε η ενάγουσα δεν καθιστούν δυνατό να αποδειχθεί ότι οι δηλωθείσες δαπάνες ήταν, εν προκειμένω, όντως αναγκαίες και ότι, επομένως, το δηλωθέν ωριαίο κόστος εργασίας δεν υπερεκτιμήθηκε εκ μέρους της ενάγουσας. Άλλωστε, η ενάγουσα φαίνεται να διαπιστώνει το ίδιο αυτό πράγμα. Πράγματι, στα σημεία 36.1.2 και 38.2 του δικογράφου της αγωγής, η ίδια η ενάγουσα επισήμανε ότι τα έγγραφα αυτά μπορούσαν, καταρχήν, να δικαιολογήσουν μόνον την παρουσία του οικείου υπαλλήλου και όχι το ακριβές αντικείμενο της εργασίας του.

157    Τέλος, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι τα εκκαθαριστικά σημειώματα αποδοχών δεν αποτελούν επαρκή απόδειξη πληρωμής για την παροχή των υπηρεσιών του προσωπικού της ενάγουσας ούτε αποδεικνύουν τον αναγκαίο χαρακτήρα των ωρών εργασίας.

158    Τρίτον, όσον αφορά το σύνολο των μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και λοιπών εγγράφων που προσκομίστηκαν ως παράρτημα A.10 του δικογράφου της αγωγής, η ενάγουσα δεν εξηγεί πώς τα έγγραφα αυτά μπορούν να αντικατοπτρίζουν με ακρίβεια τις δαπάνες που δήλωσε για το προσωπικό της στο πλαίσιο του έργου Perform. Δεν γίνεται ακριβής επίκληση των εγγράφων αυτών προς στήριξη καμίας από τις 39 αιτιάσεις στις οποίες στηρίζεται το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου της αγωγής και, ως εκ τούτου, δεν είναι βέβαιο ότι τεκμηριώνουν τη μεν ή τη δε από τις εν λόγω αιτιάσεις. Δεν εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να αναζητεί και να εντοπίζει, στα παραρτήματα, τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα που θα μπορούσε να θεωρήσει ότι αποτελούν τη βάση της αγωγής, δεδομένου ότι τα παραρτήματα αυτά επιτελούν λειτουργία αμιγώς αποδεικτική και διευκρινιστική (βλ. απόφαση της 14ης Μαρτίου 2013, Fresh Del Monte Produce κατά Επιτροπής, T‑587/08, EU:T:2013:129, σκέψη 270 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

159    Τέταρτον, όσον αφορά την επιστολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων της 8ης Αυγούστου 2013, διαπιστώνεται ότι το έγγραφο αυτό προσκομίστηκε μόνον ως παράρτημα του υπομνήματος απάντησης. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 85, παράγραφοι 1 και 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα αποδεικτικά στοιχεία προσκομίζονται και τα αποδεικτικά μέσα προτείνονται στο πλαίσιο της πρώτης ανταλλαγής υπομνημάτων, οι δε κύριοι διάδικοι μπορούν ακόμη να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία ή να προτείνουν αποδεικτικά μέσα και με τα υπομνήματα απαντήσεως και ανταπαντήσεως προς στήριξη της επιχειρηματολογίας τους, εφόσον δικαιολογήσουν την καθυστέρηση αυτή. Επομένως, εν προκειμένω, εναπέκειτο στην ενάγουσα να προσκομίσει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, με το δικόγραφο της αγωγής, όλα τα στοιχεία που ήθελε να επικαλεστεί προκειμένου να αποδείξει την επιλεξιμότητα των δηλωθεισών δαπανών τις οποίες δεν δέχθηκε η Επιτροπή. Η ενάγουσα όμως ουδόλως δικαιολόγησε την καθυστερημένη προσκόμιση της επιστολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων της 8ης Αυγούστου 2013. Ως εκ τούτου, το έγγραφο αυτό πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

160    Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η επιστολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων της 8ης Αυγούστου 2013 προσκομίζεται παραδεκτώς, εντούτοις ουδόλως είναι ικανή να αποδείξει την επιλεξιμότητα των δηλωθεισών από τη ενάγουσα δαπανών. Πράγματι, η επιστολή αυτή δεν περιέχει καμία λεπτομερή ανάλυση που να καθιστά δυνατό τον προσδιορισμό των δαπανών για τις πραγματικές ώρες εργασίας, κατά την έννοια του σημείου II.14, παράγραφος 1, και του σημείου II.15, παράγραφος 1, των γενικών όρων (βλ. σκέψεις 10 και 11 ανωτέρω). Επιπλέον, η επιστολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων της 8ης Αυγούστου 2013 ουδόλως συνιστά επαρκή απόδειξη όσον αφορά την πληρωμή για την παροχή των υπηρεσιών του προσωπικού της ενάγουσας.

161    Πέμπτον, στο μέτρο που η ενάγουσα επικαλέστηκε –με το σημείο 8 του υπομνήματος απάντησης– τα αποδεικτικά στοιχεία που μνημονεύονται στη σκέψη 112 ανωτέρω ως αποδείξεις προς στήριξη του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου της αγωγής, επισημαίνεται ότι τα στοιχεία αυτά δεν συνιστούν αποδείξεις περί του ότι το προσωπικό για το οποίο ζητήθηκε επιστροφή δαπανών αντιστοιχεί στους πόρους που διατέθηκαν για την υλοποίηση του έργου Perform. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι η ενάγουσα συμμορφώθηκε προς τη νομοθεσία της Ελληνικής Δημοκρατίας περί κοινωνικής ασφαλίσεως, ζήτημα που δεν μπορεί να εξετασθεί από το Γενικό Δικαστήριο, το γεγονός ότι οι υπάλληλοι της ενάγουσας δηλώθηκαν στο ελληνικό φορολογικό σύστημα είναι συμφυές προς τις εκ του νόμου υποχρεώσεις της ως εργοδότη και ουδόλως αποδεικνύει την επιλεξιμότητα εν προκειμένω των άμεσων δαπανών προσωπικού που δηλώθηκαν στο πλαίσιο του έργου Perform. Δεν είναι δυνατή η άμεση αντιπαραβολή μεταξύ των επίδικων δαπανών προσωπικού που καταγράφηκαν στο πλαίσιο του επίμαχου έργου, των δηλώσεων προς τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης και των δικαιολογητικών που προσκόμισε η ενάγουσα. Το ίδιο ισχύει όσον αφορά τις μισθολογικές καταστάσεις, δεδομένου ότι σ’ αυτές δεν αναγράφονται οι δαπάνες προσωπικού που συνδέονται ειδικώς με το έργο Perform. Το ίδιο συμπέρασμα επιβάλλεται και ως προς τα λοιπά έγγραφα που περιλαμβάνονται στο παράρτημα A.19 του δικογράφου της αγωγής. Πράγματι, ούτε το αντίγραφο του αναλυτικού καθολικού της ενάγουσας ούτε οι προσκομισθείσες συμβάσεις μπορούν να αποδείξουν τις δαπάνες για τις πραγματικές ώρες εργασίας των εσωτερικών συμβούλων, δεδομένου ότι τα έγγραφα αυτά δεν αφορούν ειδικά το έργο Perform.

162    Εν συνόψει, από τις εκτιμήσεις που εκτίθενται στις σκέψεις 137 έως 161 ανωτέρω προκύπτει ότι η ενάγουσα δεν απέδειξε προσηκόντως ότι ο αριθμός των πραγματικών ωρών εργασίας των υπαλλήλων της στο πλαίσιο του έργου Perform ήταν αναγκαίος για την εκτέλεση του έργου αυτού και ότι οι προβαλλόμενες δαπάνες πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του έργου. Επιπροσθέτως, κανένα από τα έγγραφα που προσκόμισε η ενάγουσα δεν περιλαμβάνει απόδειξη πληρωμής για την παροχή υπηρεσιών του προσωπικού της. Εν κατακλείδι, η ενάγουσα δεν απέδειξε το υποστατό των άμεσων δαπανών προσωπικού που είχε δηλώσει.

163    Η ως άνω διαπίστωση δεν κλονίζεται από τις επιμέρους αιτιάσεις που προβάλλονται στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου της αγωγής.

164    Όλως επικουρικώς (βλ. σκέψη 135 ανωτέρω), επί των αιτιάσεων αυτών επισημαίνονται τα εξής.

1)      Επί των αιτιάσεων σχετικά με την καταγραφή των ωρών εργασίας

165    Κατ’ ουσίαν, με τη δεύτερη έως και την πέμπτη αιτίαση και με την ένατη, την τριακοστή πέμπτη και την τριακοστή έκτη αιτίαση, η ενάγουσα βάλλει κατά των περιεχόμενων στην έκθεση οικονομικού ελέγχου διαπιστώσεων περί ανεπαρκούς καταγραφής των ωρών εργασίας στο πλαίσιο του έργου Perform. Ειδικότερα, με την πέμπτη αιτίαση, η ενάγουσα προσάπτει στον συντάκτη της έκθεσης οικονομικού ελέγχου ότι απέδωσε υπερβολική σημασία στο γεγονός ότι ο υπάλληλός της Κ επισήμανε στους ελεγκτές, στη διάρκεια τηλεφωνικής συνομιλίας, ότι είχε εργαστεί για 500 έως 530 ώρες στο έργο Perform, ενώ ο ίδιος υπάλληλος είχε βεβαιώσει ενόρκως ενώπιον συμβολαιογράφου ότι, στην πραγματικότητα, είχε αφιερώσει 1 467 ώρες εργασίας στο εν λόγω έργο. Με την τριακοστή πέμπτη και την τριακοστή έκτη αιτίαση, η ενάγουσα αμφισβητεί την ερμηνεία που περιέχεται στην έκθεση οικονομικού ελέγχου όσον αφορά το εύλογο του αριθμού ωρών εργασίας που δηλώθηκαν για την L.

166    Προς στήριξη της δεύτερης και της τρίτης αιτίασης, η ενάγουσα φαίνεται να επικαλείται, ως εάν επρόκειτο περί αποδεικτικών στοιχείων, τα δελτία παρουσίας που κατατέθηκαν στη δικογραφία του Γενικού Δικαστηρίου ως παραρτήματα Α.17 και Α.18 του δικογράφου της αγωγής. Εν πάση περιπτώσει, η ενάγουσα αμφισβητεί την ορθότητα των διαπιστώσεων της έκθεσης οικονομικού ελέγχου σύμφωνα με τις οποίες τα δελτία παρουσίας ήταν αναξιόπιστα. Αντιθέτως, προς στήριξη της πέμπτης αιτίασης, η ενάγουσα στηρίζεται ρητώς στην ένορκη βεβαίωση του Κ ενώπιον συμβολαιογράφου, η οποία κατατέθηκε στη δικογραφία του Γενικού Δικαστηρίου ως παράρτημα Α.10 του δικογράφου της αγωγής.

167    Όσον αφορά όμως τη δεύτερη, την τρίτη και την πέμπτη αιτίαση, τα δελτία παρουσίας δεν αποδεικνύουν επαρκώς ότι η καταγραφή των ωρών εργασίας στο πλαίσιο του έργου Perform ήταν ορθή. Πράγματι, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 147 ανωτέρω, τα έγγραφα αυτά στερούνται αξιοπιστίας.

168    Επιπλέον, δεν είναι δυνατόν, με βάση το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών, να διακριθούν οι συγκεκριμένες δραστηριότητες που ανέπτυξαν οι συνεργάτες της ενάγουσας στο πλαίσιο του έργου Perform. Τούτο ισχύει ιδίως ως προς τα δελτία παρουσίας που υπέγραφε ο Κ. Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 158 ανωτέρω, τα έγγραφα αυτά περιγράφουν τις δραστηριότητες του εν λόγω υπαλλήλου με τον αγγλικό όρο «OTHER». Επομένως, η ορθή καταγραφή των ωρών εργασίας του προσωπικού της ενάγουσας δεν μπορεί να αποδειχθεί με βάση τα δελτία αυτά. Λαμβανομένης υπόψη της διαπίστωσης αυτής, το γεγονός ότι ο Κ βεβαίωσε ενόρκως ότι είχε αφιερώσει 1 467 ώρες εργασίας στην υλοποίηση του έργου Perform ουδεμία επιρροή ασκεί εν προκειμένω. Ούτε η βεβαίωση αυτή έχει επαρκή αποδεικτική αξία. Τούτο διότι η πληροφορία αυτή δεν είναι δυνατόν να συνδεθεί με συγκεκριμένες δραστηριότητες, είτε πρόκειται για δραστηριότητες περιγραφόμενες στα εν λόγω δελτία παρουσίας είτε για δραστηριότητες περιγραφόμενες στην ίδια την ένορκη βεβαίωση.

169    Τέλος, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 152 ανωτέρω, απαντώντας σε ερώτηση που της έθεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η ενάγουσα δήλωσε ότι οι Έλληνες ελεγκτές έλαβαν τα ημερολόγια του Κ, τα οποία περιέγραφαν τις δραστηριότητες του εν λόγω συνεργάτη της ενάγουσας, δραστηριότητες οι οποίες προσδιορίζονταν με τον όρο «OTHER» στη σελίδα 918 του παραρτήματος Α.17 του δικογράφου της αγωγής. Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, ακριβώς όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 153 ανωτέρω, ελλείψει αντιγράφου των ημερολογίων του Κ, το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να προσδιορίσει το περιεχόμενό τους. Ως εκ τούτου, η παραπομπή στα ημερολόγια αυτά δεν καθιστά δυνατό να αποδειχθεί λεπτομερώς σε τι συνίσταντο πράγματι οι δραστηριότητες του Κ.

170    Με την τέταρτη αιτίαση, η ενάγουσα θεωρεί εσφαλμένη την εκτίμηση των ελεγκτών ότι «παράκαμψη της διαχείρισης ελέγχου από τον [Μ] ήταν πιθανή». Η ενάγουσα ισχυρίζεται στο πλαίσιο αυτό ότι η KPMG Γερμανίας επιχείρησε να διορθώσει την αναφορά σχετικά με τον Μ «χωρίς όμως να διορθώσει και το σχετικό συμπέρασμα». Όταν όμως οι ελεγκτές έκαναν το σχόλιό τους σχετικά με τον ενδιαφερόμενο, στηρίχθηκαν σε αποδεικτικά στοιχεία συλλεγέντα κατά τον οικονομικό έλεγχο. Ανεξαρτήτως του ότι η ενάγουσα δεν διευκρινίζει ποιο συγκεκριμένο συμπέρασμα εννοεί, πρέπει να διαπιστωθεί ότι, όσον αφορά την τέταρτη αιτίαση, η ενάγουσα δεν πρότεινε ούτε καν ένα αποδεικτικό μέσο. Επομένως, δεν κατόρθωσε να κλονίσει τα συμπεράσματα των ελεγκτών όσον αφορά την εκ μέρους του Μ παράκαμψη της διαχείρισης ελέγχου.

171    Υπό τις συνθήκες αυτές, η δεύτερη, η τρίτη, η τέταρτη και η πέμπτη αιτίαση πρέπει να απορριφθούν.

172    Πρέπει να απορριφθεί επίσης η ένατη αιτίαση της ενάγουσας σύμφωνα με την οποία η έκθεση οικονομικού ελέγχου μνημονεύει, στο μέρος 3 (σελίδα 18 της εν λόγω έκθεσης), την έλλειψη συστήματος πληροφορικής ως αδυναμία του συστήματος καταγραφής του χρόνου εργασίας. Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι η έκθεση οικονομικού ελέγχου επισημαίνει την έλλειψη αξιοπιστίας του εν λόγω συστήματος, όχι όμως το ότι η καταγραφή του χρόνου εργασίας δεν διενεργούνταν μέσω συστήματος πληροφορικής.

173    Με την τριακοστή πέμπτη και την τριακοστή έκτη αιτίαση, η ενάγουσα αμφισβητεί την ορθότητα της ερμηνείας που δίνεται στην έκθεση οικονομικού ελέγχου σχετικά με το εύλογο του αριθμού των ωρών εργασίας οι οποίες δηλώθηκαν για την L. Συναφώς, οι ελεγκτές επισήμαναν μεταξύ άλλων στην έκθεση οικονομικού ελέγχου ότι «το πλήθος των ωρών που χρεώνονται στην [L] δεν φαίνεται να είναι λογικό αφού ξεπερνά τις standard παραγωγικές ώρες και χωρίς να συνυπολογίσουμε τη συμμετοχή της σε άλλες δραστηριότητες όπως το PhD της ή τις δημοσιεύσεις της που λογικά θα απαιτούσαν κάποιες ώρες από την [L] το 2008, 2009, 2010».

174    Είναι βεβαίως αληθές ότι η L υπήρξε, για ορισμένο χρονικό διάστημα, υπεύθυνη εργασιών στο πλαίσιο του έργου Perform και ότι λογοδοτούσε για τη δραστηριότητά της στον Μ. Εντούτοις, κανένα από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η ενάγουσα δεν καθιστά δυνατό να προσδιοριστεί λεπτομερώς σε τι συνίστατο πράγματι η δραστηριότητα της L στο πλαίσιο του έργου Perform. Σε σχέση με τη δραστηριότητα της εν λόγω υπαλλήλου της ενάγουσας, τα δελτία παρουσίας χρησιμοποιούν τη συντομογραφία «RTD» προς αντικατάσταση των αγγλικών όρων «research and technological development» χωρίς να ορίζεται σαφώς η έννοια των όρων αυτών. Τούτου δοθέντος, ούτε τα εν λόγω δελτία ούτε η ένορκη βεβαίωση της L παρέχουν τη δυνατότητα να εξακριβωθεί αν ήταν αναγκαίες οι ώρες τις οποίες φέρεται να αφιέρωσε στην υλοποίηση του έργου Perform. Με άλλα λόγια, δεν αποδείχθηκε ότι ο αριθμός των ωρών εργασίας ήταν πραγματικός. Κατά συνέπεια, και αυτές οι αιτιάσεις πρέπει να απορριφθούν.

2)      Επί των αιτιάσεων σχετικά με την ύπαρξη εναλλακτικών αποδεικτικών στοιχείων και επί της υποχρέωσης δημιουργίας τέτοιων αποδεικτικών στοιχείων

175    Δεν αμφισβητείται εν προκειμένω ότι, λαμβανομένων υπόψη των ζητημάτων που ανέκυψαν στο πλαίσιο της διαδικασίας καταγραφής του χρόνου εργασίας, οι ελεγκτές ζήτησαν από την ενάγουσα να τους πληροφορήσει εάν διέθετε εναλλακτικά αποδεικτικά στοιχεία ικανά να αποδείξουν την πραγματική συμβολή των προσώπων για τα οποία είχαν δηλωθεί δαπάνες στο πλαίσιο των επιχορηγούμενων έργων που υποβλήθηκαν σε έλεγχο και, ως εκ τούτου, την επιλεξιμότητα των δαπανών. Τούτο προκύπτει, εμμέσως πλην σαφώς, από το σημείο 2, στη σελίδα 9 της έκθεσης οικονομικού ελέγχου (παράρτημα Α.7 του δικογράφου της αγωγής), και από το σημείο 3, στη σελίδα 44 της ίδιας έκθεσης. Συγκεκριμένα, οι ελεγκτές υπογράμμισαν επανειλημμένως με την έκθεση οικονομικού ελέγχου ότι οι μέθοδοι εργασίας της ενάγουσας δεν είχαν αφήσει επαρκή εναλλακτικά αποδεικτικά στοιχεία για οικονομικό έλεγχο σε επόμενο στάδιο.

176    Με τη δέκατη έως και την εικοστή πρώτη αιτίαση, καθώς και με την τριακοστή τέταρτη αιτίαση, η ενάγουσα αμφισβητεί την ορθότητα της διαπίστωσης ότι δεν υπήρχαν επαρκείς εναλλακτικές αποδείξεις της επιλεξιμότητας των δαπανών της.

177    Ειδικότερα, με τη δέκατη και τη δέκατη έκτη αιτίαση, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι, κατά την υλοποίηση του φυσικού αντικειμένου του έργου, δεν υπάρχει καμία υποχρέωση δημιουργίας εναλλακτικών αποδεικτικών στοιχείων.

178    Συναφώς, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή δέχεται, στον Οδηγό για τα οικονομικά θέματα που συνδέονται με τις έμμεσες δράσεις του εβδόμου προγράμματος-πλαισίου (παράρτημα Β.4 του υπομνήματος αντίκρουσης), ότι, όταν δεν υφίσταται αξιόπιστο σύστημα δελτίων παρουσίας, ο δικαιούχος μπορεί να ανταποκριθεί στην υποχρέωση αποδείξεως της επιλεξιμότητας των δηλωθεισών δαπανών με εναλλακτικά στοιχεία, τα οποία παρέχουν παρόμοια εχέγγυα. Εντούτοις, δεν πρόκειται συναφώς για υποχρέωση, αλλά για ευχέρεια της ελεγχόμενης εταιρίας. Η ενάγουσα δεν αποδεικνύει ότι οι ελεγκτές παρουσίασαν την ευχέρεια αυτή ως υποχρέωση. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν τούτο ίσχυε, η ενάγουσα γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι τούτο δεν μπορούσε να αποτελεί επιταγή, αλλά σύσταση περιλαμβανόμενη στον Οδηγό για τα οικονομικά θέματα που συνδέονται με τις έμμεσες δράσεις του εβδόμου προγράμματος-πλαισίου. Επομένως, το επιχείρημα της ενάγουσας που αφορά τη δημιουργία υποχρέωσης προσκόμισης εναλλακτικών αποδεικτικών στοιχείων δεν ευσταθεί.

179    Ως εκ τούτου, στο μέτρο που, με τη δέκατη και τη δέκατη έκτη αιτίαση, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι, κατά την υλοποίηση του αντικειμένου του έργου, δεν υπήρχε καμία υποχρέωση δημιουργίας εναλλακτικών αποδεικτικών στοιχείων, οι αιτιάσεις αυτές πρέπει να απορριφθούν.

180    Περαιτέρω, με τη δέκατη έως και τη δέκατη πέμπτη αιτίαση, η ενάγουσα αμφισβητεί επίσης την ορθότητα της διαπίστωσης της έκθεσης οικονομικού ελέγχου σύμφωνα με την οποία οι μέθοδοι εργασίας της ενάγουσας δεν άφησαν επαρκή εναλλακτικά αποδεικτικά στοιχεία για οικονομικό έλεγχο σε επόμενο στάδιο. Προς στήριξη της δέκατης, της δέκατης τρίτης και της δέκατης τέταρτης αιτίασης, και ειδικότερα όσον αφορά τον λεπτομερή χαρακτήρα της εφαρμοζόμενης μεθόδου εργασίας κατά την υλοποίηση του έργου, η ενάγουσα παραπέμπει, γενικώς, σε ένορκες βεβαιώσεις και σε «επιστολές» του «προσωπικού» της (παραρτήματα Α.6 και Α.10 του δικογράφου της αγωγής). Αντιθέτως, προς στήριξη της δέκατης πέμπτης αιτίασης, η ενάγουσα παραπέμπει μόνο σε ένορκες βεβαιώσεις (παράρτημα Α.10 του δικογράφου της αγωγής).

181    Η παραπομπή στις επιστολές του προσωπικού της ενάγουσας οι οποίες κατατέθηκαν στη δικογραφία του Γενικού Δικαστηρίου ως παραρτήματα Α.6 και Α.10 του δικογράφου της αγωγής δεν είναι πειστική. Πράγματι, η περιγραφή των χρησιμοποιούμενων από τους συνεργάτες της ενάγουσας μεθόδων εργασίας, η οποία παρατίθεται στις δηλώσεις και ένορκες βεβαιώσεις που περιλαμβάνονται στα ως άνω παραρτήματα, παραμένει αόριστη. Οι εν λόγω δηλώσεις και ένορκες βεβαιώσεις δεν είναι αρκούντως λεπτομερείς ώστε να συναχθεί το περιεχόμενο των δραστηριοτήτων των υπαλλήλων της ενάγουσας ή ακόμη ο τρόπος με τον οποίο οι υπάλληλοι αυτοί είχαν στην πράξη συνεργαστεί μεταξύ τους ή με τον Μ με σκοπό την υλοποίηση του έργου Perform. Εν πάση περιπτώσει, τα έγγραφα αυτά ουδόλως μεταβάλλουν τη διαπίστωση των ελεγκτών ότι, κατ’ ουσίαν, οι μέθοδοι εργασίας της ενάγουσας καθιστούσαν αδύνατη την εντατικοποίηση της διαδικασίας οικονομικού ελέγχου και τη διενέργεια πιο εμπεριστατωμένου οικονομικού ελέγχου σε επόμενο στάδιο.

182    Επομένως, στο μέτρο που, με τη δέκατη και τη δέκατη τρίτη έως και τη δέκατη πέμπτη αιτίαση η ενάγουσα αμφισβητεί τη διαπίστωση της έκθεσης οικονομικού ελέγχου σύμφωνα με την οποία οι μέθοδοι εργασίας της δεν άφησαν επαρκή εναλλακτικά αποδεικτικά στοιχεία για οικονομικό έλεγχο σε επόμενο στάδιο, οι αιτιάσεις αυτές πρέπει να απορριφθούν.

183    Τούτο ισχύει και όσον αφορά τη δωδέκατη αιτίαση, με την οποία η ενάγουσα παραπονείται ότι το «σχέδιο έκθεσης ελέγχου» δεν αναφέρει ότι, κατά τον χρόνο διεξαγωγής του οικονομικού ελέγχου, λάμβαναν χώρα συσκέψεις στελεχών της, ενώ, σε άλλα γραφεία, η ομάδα των ελεγκτών διενεργούσε τον επίδικο οικονομικό έλεγχο. Το γεγονός ότι τα στελέχη της ενάγουσας διεξήγαν συσκέψεις κατά τη διάρκεια του οικονομικού ελέγχου ουδεμία επιρροή ασκεί ως προς τη διαπίστωση των ελεγκτών που μνημονεύεται μεταξύ άλλων στη σκέψη 181 ανωτέρω.

184    Με τη δέκατη έβδομη αιτίαση, η ενάγουσα εκτιμά ότι δεν μπορεί να υποχρεούται να διατηρεί όλα τα έγγραφα σχετικά με ένα έργο για διάστημα πέντε ετών, περιλαμβανομένων και των χειρόγραφων σημειώσεων του προσωπικού που δεν εργάζεται πλέον στην επιχείρηση.

185    Συναφώς, αρκεί να σημειωθεί ότι το σημείο II.22, παράγραφος 3, των γενικών όρων προβλέπει ότι οι δικαιούχοι οφείλουν να διατηρούν, μέχρι πέντε έτη μετά το πέρας του έργου, τα πρωτότυπα ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, επικυρωμένα αντίγραφα όλων των εγγράφων και ότι τα έγγραφα αυτά πρέπει να τίθενται στη διάθεση της Επιτροπής όταν ζητούνται κατά τη διάρκεια οικονομικού ελέγχου. Επιπλέον, στο μέτρο που η ενάγουσα παραπέμπει, προς στήριξη της αιτίασης αυτής, στις δηλώσεις και ένορκες βεβαιώσεις του προσωπικού της που κατατέθηκαν στη δικογραφία ως παραρτήματα Α.6 και Α.10 του δικογράφου της αγωγής, αφενός, υπογραμμίζεται ότι τα έγγραφα αυτά δεν συνιστούν τα «πρωτότυπα ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, επικυρωμένα αντίγραφα όλων των εγγράφων» στα οποία αναφέρεται το σημείο ΙΙ.22, παράγραφος 3, των γενικών όρων. Αφετέρου, τα έγγραφα αυτά δεν συνιστούν πειστικά εναλλακτικά αποδεικτικά στοιχεία. Πράγματι, όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, οι δηλώσεις και ένορκες βεβαιώσεις του προσωπικού που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα Α.6 και Α.10 του δικογράφου της αγωγής είναι ασαφείς ως προς το ζήτημα των συγκεκριμένων δραστηριοτήτων των υπαλλήλων και δεν καθιστούν δυνατό να αποδειχθεί πέραν πάσης αμφιβολίας ότι αφορούν όντως τα δελτία παρουσίας που προσκομίστηκαν ως παραρτήματα Α.17 και Α.18 του δικογράφου της αγωγής, εξυπακουομένου ότι και τα δελτία αυτά ενέχουν ασάφειες που τα καθιστούν αναξιόπιστα (βλ. σκέψη 147 ανωτέρω). Επομένως, η δέκατη έβδομη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

186    Με τη δέκατη όγδοη αιτίαση, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι με την έκθεση οικονομικού ελέγχου δεν δίδεται απάντηση στην παρατήρηση ότι ένας από τους υπαλλήλους της, ο Κ, παρέσχε στους ελεγκτές αντίγραφα του ημερολογίου του. Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι, όπως προκύπτει από το σημείο 6.2 που περιλαμβάνεται στο μέρος 3 της έκθεσης οικονομικού ελέγχου (στη σελίδα 20) –μέρος που άλλωστε η ενάγουσα δεν αμφισβητεί (βλ. σκέψη 127 ανωτέρω)–, τα αντίγραφα αυτά εξετάστηκαν στο πλαίσιο του οικονομικού ελέγχου. Η ενάγουσα δεν εξηγεί γιατί η ως άνω εξέταση ήταν, κατά τη γνώμη της, ανεπαρκής.

187    Όσον αφορά τη δέκατη ένατη και την εικοστή αιτίαση, τονίζεται ότι, με τις από 1 Οκτωβρίου 2012 παρατηρήσεις της (παράρτημα Α.5 του δικογράφου της αγωγής), η ενάγουσα είχε επισημάνει, μεταξύ άλλων, ότι η καθημερινή επαφή του προσωπικού της με τα μέλη των άλλων συμμετεχουσών στο έργο Perform εταιριών διεξαγόταν μέσω Skype. Σύμφωνα με τις ίδιες δηλώσεις της ενάγουσας, η ανταλλαγή λογισμικών γινόταν μέσω ftp και SharePoint. Τα λοιπά μηνύματα αποστέλλονταν μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Τούτο έπρεπε να προκύπτει, κατά την ενάγουσα, από «εκατό περίπου ηλεκτρονικά μηνύματα» τα οποία αυτή προσκόμισε ως παράρτημα ΙΙΙ του εγγράφου της 1ης Οκτωβρίου 2012. Απαντώντας στα στοιχεία αυτά, οι ελεγκτές επισήμαναν ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν προς στήριξη των ισχυρισμών αυτών δεν επαρκούσαν. Στο πλαίσιο της δέκατης ένατης και της εικοστής αιτίασης η ενάγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η έκθεση οικονομικού ελέγχου δεν έλαβε ορθώς υπόψη τα «εκατό περίπου ηλεκτρονικά μηνύματα» που αυτή είχε περιλάβει στο παράρτημα III του εγγράφου της 1ης Οκτωβρίου 2012 (παράρτημα Α.5 του δικογράφου της αγωγής).

188    Επιβάλλεται όμως η διαπίστωση ότι τα ηλεκτρονικά μηνύματα που υποτίθεται ότι προσκομίστηκαν ως παράρτημα ΙΙΙ του εγγράφου της 1ης Οκτωβρίου 2012 (παράρτημα Α.5 του δικογράφου της αγωγής) δεν κατατέθηκαν στη δικογραφία του Γενικού Δικαστηρίου. Στο μέτρο που η ενάγουσα παραπέμπει ρητώς, στο πλαίσιο της δέκατης ένατης αιτίασης, στο παράρτημα Α.8 του δικογράφου της αγωγής, επισημαίνεται ότι το παράρτημα αυτό συνιστά αντίγραφο του από 7 Μαρτίου 2013 εγγράφου της ενάγουσας που αποτελείται από μία και μόνη σελίδα η οποία δεν περιλαμβάνει τα «εκατό περίπου ηλεκτρονικά μηνύματα» που υποτίθεται ότι προσκομίστηκαν ως παράρτημα ΙΙΙ του εγγράφου της 1ης Οκτωβρίου 2012 (παράρτημα Α.5 του δικογράφου της αγωγής). Περαιτέρω, στο μέτρο που η ενάγουσα παραπέμπει, προς στήριξη της δέκατης ένατης αιτίασης, στις ένορκες βεβαιώσεις και στις επιστολές του προσωπικού που κατατέθηκαν στη δικογραφία του Γενικού Δικαστηρίου ως παραρτήματα Α.6 και Α.10 του δικογράφου της αγωγής, διαπιστώνεται ότι τα έγγραφα αυτά δεν αποδεικνύουν ούτε την ύπαρξη ούτε το περιεχόμενο των εν λόγω «εκατό περίπου ηλεκτρονικών μηνυμάτων». Όσον αφορά δε την εικοστή αιτίαση, κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προσκομίστηκε από την ενάγουσα. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν είναι δυνατόν να εξεταστεί αν αυτά τα υποτιθέμενα ηλεκτρονικά μηνύματα περιέχουν πληροφορίες οι οποίες θα έπρεπε να έχουν ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της έκθεσης οικονομικού ελέγχου. Συνεπώς, η δέκατη ένατη και η εικοστή αιτίαση πρέπει να απορριφθούν.

189    Όσον αφορά την εικοστή πρώτη και την τριακοστή τέταρτη αιτίαση, η έκθεση οικονομικού ελέγχου εκθέτει, αφενός, ότι το επιχείρημα της ενάγουσας ότι οι υπάλληλοί της εργάζονταν απευθείας στον διακομιστή (server) και ότι δεν αποθήκευαν τα έγγραφα εργασίας τους στους προσωπικούς τους υπολογιστές ουδόλως μεταβάλλει τη διαπίστωση του οικονομικού ελέγχου ότι δεν υφίστανται επαρκείς εναλλακτικές αποδείξεις όσον αφορά την επιλεξιμότητα των δηλωθεισών δαπανών και, αφετέρου, ότι το επιχείρημα της ενάγουσας ότι υφίστανται τέτοιες εναλλακτικές αποδείξεις δεν επιβεβαιώνεται ούτε από το γεγονός ότι όλα τα υποδείγματα εγγράφων εργασίας δημιουργήθηκαν από ένα μόνον άτομο. Σχετικά με τις ως άνω διαπιστώσεις, η ενάγουσα εκτιμά ότι η έκθεση οικονομικού ελέγχου δεν μπορούσε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το άτομο που φερόταν ως ο συντάκτης των ηλεκτρονικών αρχείων ήταν όντως εκείνο που τα είχε συντάξει.

190    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι εναπόκειται στην ενάγουσα να αποδείξει ότι, στο πλαίσιο του έργου Perform, η εργασία για την οποία δήλωσε δαπάνες είχε όντως παρασχεθεί από τους υπαλλήλους της. Είναι βεβαίως αληθές ότι οι ελεγκτές επιχείρησαν να εξακριβώσουν αν η ενάγουσα είχε παράσχει την εργασία που ισχυριζόταν ότι είχε παράσχει, ελέγχοντας το όνομα του ατόμου που αναγραφόταν στα ηλεκτρονικά αρχεία ως ο συντάκτης τους. Εντούτοις, οι ελεγκτές διαπίστωσαν ότι τα εν λόγω αρχεία είχαν όλα δημιουργηθεί από το ίδιο πρόσωπο. Συναφώς, η ενάγουσα παρέπεμψε, εκ νέου, στις ένορκες βεβαιώσεις και στις επιστολές του προσωπικού, αντίγραφα των οποίων περιλαμβάνονται στα παραρτήματα Α.6 και Α.10 του δικογράφου της αγωγής. Τα έγγραφα όμως αυτά δεν συνιστούν επαρκείς εναλλακτικές αποδείξεις που να αποδεικνύουν την επιλεξιμότητα των δηλωθεισών από την ενάγουσα δαπανών. Όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, οι δηλώσεις και ένορκες βεβαιώσεις του προσωπικού που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα Α.6 και Α.10 του δικογράφου της αγωγής είναι αόριστες και δεν καθιστούν δυνατό να αποδειχθεί πέραν πάσης αμφιβολίας ότι αφορούν όντως τα δελτία παρουσίας που προσκομίστηκαν ως παραρτήματα Α.17 και Α.18 του δικογράφου της αγωγής. Δεν είναι δυνατόν να αποδειχθεί βέβαιος σύνδεσμος μεταξύ, αφενός, των εν λόγω δηλώσεων και ενόρκων βεβαιώσεων και, αφετέρου, των δελτίων παρουσίας που κατατέθηκαν στη δικογραφία του Γενικού Δικαστηρίου και τα οποία άλλωστε ενέχουν αμφισημίες και ασάφειες (βλ. σκέψη 147 ανωτέρω).

191    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, οι αιτιάσεις τις οποίες προβάλλει η ενάγουσα σχετικά με την ύπαρξη εναλλακτικών αποδεικτικών στοιχείων πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους.

3)      Επί των αιτιάσεων σχετικά με τον υπολογισμό του ωριαίου κόστους του προσωπικού της ενάγουσας και με την επιλεξιμότητα των δαπανών για τους εσωτερικούς συμβούλους της ενάγουσας

192    Με την εικοστή δεύτερη, την εικοστή τρίτη και την εικοστή έκτη μέχρι και την εικοστή όγδοη αιτίαση, η ενάγουσα αμφισβητεί την ορθότητα των διαπιστώσεων που περιλαμβάνονται στην έκθεση οικονομικού ελέγχου όσον αφορά τη μη επιλεξιμότητα των δαπανών για ορισμένους από τους εσωτερικούς της συμβούλους. Η εικοστή τέταρτη, η εικοστή πέμπτη, η εικοστή ένατη και η τριακοστή αιτίαση αφορούν τις διαπιστώσεις της έκθεσης οικονομικού ελέγχου σχετικά με τον ανεπαρκή υπολογισμό του ωριαίου κόστους του προσωπικού της ενάγουσας. Συγκεκριμένα, η ενάγουσα απορρίπτει τη διαπίστωση του οικονομικού ελέγχου κατά την οποία το ωριαίο κόστος της L φαινόταν υψηλό, κατά την οποία η ενάγουσα όφειλε να αποδείξει ότι πληρούνταν σωρευτικά όλα τα κριτήρια επιλεξιμότητας των δηλωθεισών για την ίδια δαπανών και κατά την οποία οι αυξήσεις μισθού δύο υπαλλήλων δεν ήταν σύμφωνες προς τους κανόνες που ίσχυαν για τα άλλα μέλη του προσωπικού. Επιπλέον, η ενάγουσα φρονεί ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το ωριαίο κόστος ήταν υπερτιμημένο, βρισκόταν εντός των ορίων του συνολικού ποσού του εγκριθέντος προϋπολογισμού.

193    Συναφώς, αρκεί να σημειωθεί ότι, όπως διαπιστώθηκε στις σκέψεις 137 έως 161 ανωτέρω, η ενάγουσα, η οποία φέρει το βάρος αποδείξεως όσον αφορά την επιλεξιμότητα των δηλωθεισών δαπανών, δεν παρέσχε στο Γενικό Δικαστήριο στοιχεία ικανά να αποδείξουν την επιλεξιμότητα των δηλωθεισών δαπανών για τους ως άνω εσωτερικούς συμβούλους και για άλλους υπαλλήλους, για τον λόγο ότι δεν προσκόμισε στοιχεία που να αποδεικνύουν τον αριθμό των πραγματικών ωρών εργασίας ή στοιχεία που να καθιστούν δυνατό να υπολογιστεί το ωριαίο κόστος τους με επαρκή αξιοπιστία.

194    Επομένως, πρέπει να απορριφθούν οι αιτιάσεις της ενάγουσας σχετικά με τις διαπιστώσεις της έκθεσης οικονομικού ελέγχου που αφορούν τον υπολογισμό του ωριαίου κόστους του προσωπικού της και την επιλεξιμότητα των δηλωθεισών δαπανών για τους εσωτερικούς συμβούλους.

4)      Επί των αιτιάσεων σχετικά με τις αμφιβολίες όσον αφορά το ποιος παρέσχε την εργασία που φέρεται ως παρασχεθείσα από την ενάγουσα

195    Στο πλαίσιο της έβδομης, της τριακοστής δεύτερης και της τριακοστής τρίτης αιτιάσεως, η ενάγουσα αμφισβητεί τη διαπίστωση που περιλαμβάνεται στην έκθεση οικονομικού ελέγχου και κατά την οποία δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι τρίτοι πραγματοποίησαν ένα ουσιώδες μέρος της εργασίας η οποία έπρεπε να παρασχεθεί από την ίδια.

196    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, πράγματι, στις σελίδες 29, 32 και 33 της έκθεσης οικονομικού ελέγχου, οι ελεγκτές διαπίστωσαν ότι, κατά τα φαινόμενα, οι εργασίες που δήλωσε η ενάγουσα προς επιστροφή των σχετικών δαπανών πραγματοποιήθηκαν από τρίτον, κατά παράβαση της σύμβασης επιχορήγησης. Κατά τους συντάκτες της έκθεσης οικονομικού ελέγχου, η διαπίστωση αυτή αφορούσε τις εργασίες της F.

197    Ανεξάρτητα όμως από το γεγονός ότι η ενάγουσα δεν αμφισβητεί τα πορίσματα που περιέχονται στο μέρος 4 της έκθεσης οικονομικού ελέγχου (βλ. σκέψη 128 ανωτέρω), διαπιστώνεται ότι η ενάγουσα δεν απέδειξε την επιλεξιμότητα των δαπανών τις οποίες δήλωσε, είτε πρόκειται για τις εργασίες των συνεργατών οι οποίοι είναι βέβαιο ότι εργάστηκαν γι’ αυτήν είτε πρόκειται για τις εργασίες που, κατά τα φαινόμενα, πραγματοποιήθηκαν από τρίτους, στους οποίους συμπεριλαμβανόταν η F. Όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα, η ενάγουσα δεν απέδειξε ούτε τον αριθμό των ωρών που φέρονται να συμπλήρωσαν οι εργαζόμενοι στο πλαίσιο του έργου Perform ούτε το ωριαίο κόστος του προσωπικού της. Ελλείψει επαρκών στοιχείων που να αποδεικνύουν τον αριθμό των ωρών εργασίας των υπαλλήλων της ενάγουσας και το ωριαίο κόστος τους, οι δηλωθείσες δαπάνες δεν είναι επιλέξιμες, χωρίς να απαιτείται να εξεταστεί αν η σχετική εργασία παρασχέθηκε όντως από την ενάγουσα. Κατά συνέπεια, και οι αιτιάσεις αυτές πρέπει να απορριφθούν.

5)      Επί των λοιπών αιτιάσεων που προβάλλονται στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου της αγωγής

198    Πρώτον, με την πρώτη αιτίαση, η ενάγουσα εκθέτει κατ’ ουσίαν ότι η έκθεση οικονομικού ελέγχου ουδόλως απαντά στο επιχείρημα ότι η αξιολόγηση του συστήματος εσωτερικού ελέγχου όφειλε να έχει πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τις διαδικασίες που η ίδια προσδιόρισε στο παράρτημα I του από 1 Οκτωβρίου 2012 εγγράφου της (παράρτημα Α.5 του δικογράφου της αγωγής).

199    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η ενάγουσα προσκόμισε στο Γενικό Δικαστήριο αντίγραφο του εγγράφου της 1ης Οκτωβρίου 2012 το οποίο δεν περιλαμβάνει παραρτήματα (βλ. σκέψη 188 ανωτέρω). Κατά συνέπεια, βάσει του δικογράφου της αγωγής δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί ποια είναι η αξιολόγηση περί της οποίας γίνεται λόγος στο παράρτημα I του εν λόγω εγγράφου και στην οποία, κατά την ενάγουσα, όφειλαν να έχουν προβεί οι ελεγκτές ή η Επιτροπή. Το άρθρο 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας προβλέπει ότι το δικόγραφο της προσφυγής ή της αγωγής πρέπει να περιέχει το αντικείμενο της διαφοράς και συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων ισχυρισμών. Κατά πάγια νομολογία, τα στοιχεία αυτά πρέπει να είναι αρκούντως σαφή και ακριβή προκειμένου να παρέχουν τη δυνατότητα στον μεν καθού ή στον εναγόμενο να προετοιμάσει την άμυνά του, στο δε Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί της προσφυγής ή της αγωγής ενδεχομένως χωρίς να χρειάζεται συμπληρωματικές πληροφορίες. Για τη διαφύλαξη της ασφάλειας δικαίου και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, είναι αναγκαίο, προκειμένου μια προσφυγή ή μια αγωγή να είναι παραδεκτή, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων αυτή στηρίζεται να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικώς, αλλά κατά τρόπο συνεκτικό και κατανοητό, από το κείμενο του ίδιου του εισαγωγικού δικογράφου (βλ. διάταξη της 11ης Ιανουαρίου 2013, Charron Inox και Almet κατά Επιτροπής και Συμβουλίου, T‑445/11 και T‑88/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:4, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Δεδομένου ότι τα ουσιώδη στοιχεία δεν προκύπτουν κατά τρόπο κατανοητό από το δικόγραφο της αγωγής, η πρώτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

200    Επιπλέον, η αιτίαση αυτή είναι αβάσιμη. Πράγματι, ούτε η Επιτροπή ούτε οι ελεγκτές ήταν υποχρεωμένοι να μεριμνήσουν ώστε η αξιολόγηση του συστήματος εσωτερικού ελέγχου της ενάγουσας από τους ελεγκτές να πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τις διαδικασίες που καθόρισε η ίδια σε παράρτημα του εγγράφου της 1ης Οκτωβρίου 2012.

201    Δεύτερον, με την όγδοη αιτίαση, σε συνδυασμό με τις παρατηρήσεις της ενάγουσας που περιλαμβάνονται στη σελίδα 46, δεύτερη στήλη, τέταρτη σειρά, της έκθεσης οικονομικού ελέγχου (παράρτημα Α.7 του δικογράφου της αγωγής), η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η έκθεση οικονομικού ελέγχου δεν περιλαμβάνει κανένα αποδεικτικό στοιχείο που να διαψεύδει τη διαπίστωσή της ότι το σχέδιο έκθεσης οικονομικού ελέγχου ήταν ανακριβές, πλημμελές, εσφαλμένο, προσβλητικό και δυσφημιστικό.

202    Συναφώς, αρκεί να σημειωθεί ότι δεν μπορεί βασίμως να προσαφθεί στην ελεγκτική εταιρία ή στην Επιτροπή ότι δεν απάντησαν λεπτομερώς σε ένα τόσο γενικό επιχείρημα, με το οποίο η ενάγουσα αμφισβήτησε το σχέδιο έκθεσης οικονομικού ελέγχου στο σύνολό του, χωρίς ωστόσο να τεκμηριώσει τις αιτιάσεις που διατύπωσε με συγκεκριμένα στοιχεία.

203    Τρίτον, όσον αφορά την έκτη αιτίαση, επισημαίνεται ότι οι ελεγκτές ανέφεραν στο σχέδιο της έκθεσης οικονομικού ελέγχου ότι «η έκθεση πραγματεύεται δύο έργα αξίας πάνω από 600 000 ευρώ και πάνω από 175 000 ευρώ», ότι «αυτές οι λεπτομέρειες αναφέροντα[ν] στην έκθεση, ώστε ο αναγνώστης να λαμβάνει γνώση της ακριβούς αξίας των έργων και [ότι] δεν [υπήρχε] ανάγκη να δημιουργηθούν εντυπώσεις» και ότι «[κατά συνέπεια], το σημείο 1 της παραγράφου 4 [ήταν] αληθές, ανεξάρτητα αν η αξία [ήταν] 775 000 ευρώ ή 1 000 000 ευρώ». Η ενάγουσα επικρίνει τη διαπίστωση αυτή και ισχυρίζεται ότι το γεγονός ότι το έργο Perform παρουσιάζεται ως «έργο του ενός εκατομμυρίου ευρώ» είναι παραπλανητική. Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι η δήλωση των ελεγκτών, η οποία είναι, βεβαίως, ανακριβής, δεν κλονίζει τα πορίσματα της έκθεσης οικονομικού ελέγχου. Επομένως, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

204    Τέταρτον, όσον αφορά την τριακοστή πρώτη αιτίαση, επισημαίνεται ότι οι ελεγκτές επέκριναν το γεγονός ότι «μέρος του κόστους προσωπικού που ζητήθηκε για τη δεύτερη περίοδο του έργου Perform δεν υποστηριζ[όταν] από κάποιο έγγραφο». Στο πλαίσιο της αιτίασης αυτής, η ενάγουσα παραπέμπει στα δελτία παρουσίας. Όπως όμως επισημάνθηκε με τις σκέψεις 139 έως 157 ανωτέρω, τα έγγραφα αυτά δεν αποτελούν επαρκώς αξιόπιστα στοιχεία ούτε παρέχουν πλήρη απόδειξη, οπότε η αιτίαση αυτή δεν μπορεί παρά να απορριφθεί.

205    Πέμπτον, με την τριακοστή έβδομη αιτίαση, η ενάγουσα τονίζει ότι, αντιθέτως προς τα όσα υποστήριξαν κατ’ αυτήν οι ελεγκτές, υπάρχει ένα βίντεο το οποίο αποδεικνύει ότι το προσωπικό της επένδυσε χρόνο «για αυτό», δηλαδή για το βίντεο. Κατ’ αυτήν, η εταιρία W, με τη συνεργασία δύο εκ των υπαλλήλων της ενάγουσας, δημιούργησε το επίμαχο βίντεο για τη χρήση των ιατροτεχνολογικών προϊόντων του Perform. Οι δε δαπάνες δηλώθηκαν, κατά την ενάγουσα, σε ορισμένο έντυπο. Όμως, ανεξαρτήτως του ότι η ενάγουσα δεν προτείνει κανένα αποδεικτικό μέσο σε σχέση με τους ισχυρισμούς της, δεν διευκρινίζει ποιο πόρισμα ή ποιο αριθμητικό στοιχείο της έκθεσης οικονομικού ελέγχου πρέπει να μεταβληθεί λόγω των επιχειρημάτων της όσον αφορά το βίντεο. Επομένως, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί.

206    Έκτον, με την τριακοστή όγδοη αιτίαση, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι ο Ν εργάστηκε για την ανάπτυξη του υποστηρικτικού υλικού για το έργο Perform. Τούτου δοθέντος, οι ελεγκτές κακώς κατ’ αυτήν δήλωσαν ότι η ενάγουσα «[παρουσίασε] αποδείξεις για άτομα των οποίων το κόστος δεν χρεώθηκε ως κόστος προσωπικού στα υπό έλεγχο έργα». Συναφώς, επισημαίνεται ότι απλώς και μόνον το γεγονός ότι η ενάγουσα υπέδειξε ένα άτομο το οποίο εργάστηκε για αυτήν δεν σημαίνει ότι οι ελεγκτές δεν βρήκαν, κατά τον οικονομικό έλεγχο, δαπάνες οι οποίες «δεν χρεώθηκ[αν] ως κόστος προσωπικού στα υπό έλεγχο έργα». Η παραπομπή της ενάγουσας στη δραστηριότητα του Ν δεν ανατρέπει τις διαπιστώσεις των ελεγκτών. Εν πάση περιπτώσει, η ενάγουσα δεν ανταποκρίνεται στο βάρος αποδείξεως που μνημονεύεται στη σκέψη 123 ανωτέρω. Επομένως, και η αιτίαση αυτή είναι απορριπτέα.

207    Τέλος, έβδομον, με την τριακοστή ένατη αιτίαση η ενάγουσα εκτιμά ότι δεν υπάρχει κανένας αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των πραγματικών διαπιστώσεων που περιλαμβάνονται στην έκθεση οικονομικού ελέγχου και των εξ αυτών συναγομένων πορισμάτων.

208    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι η ενάγουσα δεν εξηγεί ούτε ποιες είναι οι πραγματικές διαπιστώσεις της έκθεσης οικονομικού ελέγχου που δεν καθιστούν δυνατή τη συναγωγή ορισμένων πορισμάτων ούτε ποια είναι τα πορίσματα της ως άνω έκθεσης τα οποία δεν μπορούν, κατ’ αυτήν, να στηριχθούν στις πραγματικές διαπιστώσεις που περιλαμβάνονται στην έκθεση αυτή. Σύμφωνα όμως με τη νομολογία που εκτίθεται στη σκέψη 199 ανωτέρω, είναι αναγκαίο, προκειμένου να είναι μια προσφυγή ή μια αγωγή παραδεκτή, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία στα οποία αυτή στηρίζεται να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικώς, αλλά κατά τρόπο συνεκτικό και κατανοητό, από το κείμενο του ίδιου του εισαγωγικού δικογράφου. Ως εκ τούτου, η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

209    Εν πάση περιπτώσει, στις σκέψεις 137 έως 162 ανωτέρω διαπιστώθηκε ότι η ενάγουσα δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμο την επιλεξιμότητα των δηλωθεισών δαπανών, ιδίως λόγω της απουσίας στοιχείων που να καθιστούν δυνατό τον υπολογισμό του πραγματικού ωριαίου κόστους του προσωπικού, καθώς και λόγω της απουσίας στοιχείων που να καθιστούν δυνατό τον προσδιορισμό του αριθμού των πραγματικών ωρών εργασίας των υπαλλήλων της στο πλαίσιο του έργου Perform. Συνεπώς, η παρούσα αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, όπως ακριβώς και οι λοιπές αιτιάσεις που εκτέθηκαν με τις σκέψεις 198 έως 208 ανωτέρω.

210    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου της αγωγής πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του όπως και, κατά συνέπεια, το πρώτο αίτημα της ενάγουσας, κατά το μέρος που αφορά το ποσό των 481 835,56 ευρώ.

3.      Επί του πρώτου αιτήματος της ενάγουσας, κατά το μέρος που αφορά το ποσό των 21 171 ευρώ

211    Στο πλαίσιο του πρώτου από τα αιτήματά της, το οποίο στηρίζεται στους ίδιους λόγους με τους εξετασθέντες στις σκέψεις 44 έως 210 ανωτέρω, η ενάγουσα ζητεί μεταξύ άλλων από το Γενικό Δικαστήριο να κρίνει ότι αυτή υποχρεούται να επιστρέψει στην Επιτροπή το ποσό των 21 171 ευρώ και όχι το ποσό των 481 835,56 ευρώ.

212    Επιβάλλεται όμως η διαπίστωση ότι η ενάγουσα δεν εξήγησε επαρκώς σε τι συνίσταται το ποσό των 21 171 ευρώ. Είναι αληθές ότι, απαντώντας σε ερώτηση που της έθεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η ενάγουσα δήλωσε ότι το ποσό αυτό αντιστοιχεί προς τη διαφορά μεταξύ ποσού 511 822 ευρώ και ποσού 480 000 ευρώ. Επί του ζητήματος αυτού, η Επιτροπή διατύπωσε μια παρατήρηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι δηλαδή τα στοιχεία που παραθέτει η ενάγουσα στηρίζονται σε αυτό που η Επιτροπή αποκαλεί το «περίφημο έντυπο C», ενώ τα ποσά που παραθέτει η Επιτροπή στηρίζονται στις πληρωμές που καταβλήθηκαν στον «συντονιστή του έργου». Ωστόσο, ανεξαρτήτως του ότι η διαφορά μεταξύ του ποσού των 511 822 ευρώ και του ποσού των 480 000 ευρώ είναι 31 822 ευρώ, έστω και αν όλα αυτά τα ποσά αναλυθούν υπό το πρίσμα των διευκρινίσεων που παρέσχε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, από τις εξηγήσεις της ενάγουσας δεν καθίστανται αντιληπτές ούτε η προέλευση ούτε η μέθοδος υπολογισμού του ποσού των 21 171 ευρώ που προβάλλεται στο πλαίσιο του πρώτου αιτήματος της ενάγουσας.

213    Επομένως, όσον αφορά το ποσό των 21 171 ευρώ, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία στα οποία στηρίζεται η εν λόγω αξίωση της ενάγουσας δεν προκύπτουν κατά τρόπο συνεκτικό και κατανοητό ούτε από το κείμενο του δικογράφου της αγωγής ούτε από τις πρόσθετες διευκρινίσεις που παρέσχε η ενάγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και, ως εκ τούτου, μπορεί να γίνει δεκτό ότι, κατά το μέρος αυτό, το αίτημα της ενάγουσας στερείται ακρίβειας όσον αφορά τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα που προβάλλονται προς στήριξή του, κατά την έννοια του άρθρου 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας.

214    Επομένως, το πρώτο αίτημα της ενάγουσας πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο κατά το μέρος που αφορά το ποσό των 21 171 ευρώ.

215    Εν πάση περιπτώσει, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η ενάγουσα επιδιώκει να στηρίξει το μέρος αυτό του πρώτου αιτήματος στις ίδιες εκτιμήσεις με εκείνες στις οποίες επιδιώκει να στηρίξει την αγωγή στο σύνολό της.

216    Επομένως, ακόμη και αν κρινόταν παραδεκτό το μέρος του αιτήματος που αφορά τα 21 171 ευρώ, θα έπρεπε κατά τα λοιπά να απορριφθεί ως αβάσιμο, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τα εκτιθέμενα στις σκέψεις 44 έως 210 ανωτέρω, όλες οι εκτιμήσεις που προβλήθηκαν προς θεμελίωση της υπό κρίση αγωγής είναι αβάσιμες ή αναπόδεικτες.

4.      Επί του ανταγωγικού αιτήματος και επί του δεύτερου αιτήματος της ενάγουσας

217    Στο πλαίσιο του ανταγωγικού αιτήματος, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η ενάγουσα δεν απέδειξε ότι οι δαπάνες τις οποίες δήλωσε στο πλαίσιο του έργου Perform ήταν πραγματικές και ότι, ως εκ τούτου, η ενάγουσα οφείλει να επιστρέψει στο θεσμικό αυτό όργανο τα ποσά που αντιστοιχούν στις εν λόγω δαπάνες. Δεδομένου ότι οι έμμεσες δαπάνες υπολογίστηκαν ως στοιχείο των άμεσων δαπανών, η απόρριψη των δαπανών προσωπικού συνεπάγεται την απόρριψη του αντίστοιχου ποσού των εμμέσων δαπανών. Η Επιτροπή ζητεί από την ενάγουσα, βάσει των αποτελεσμάτων του οικονομικού ελέγχου, την επιστροφή ποσού 481 835,56 ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας υπολογιζόμενων με επιτόκιο 3,55 % από τις 26 Φεβρουαρίου 2018, ήτοι από την ημερομηνία που ορίσθηκε για την εξόφληση του υπ’ αριθ. 3241801228 χρεωστικού σημειώματος (παράρτημα Α.13 του δικογράφου της αγωγής). Κατά την Επιτροπή, το ποσό των 481 835,56 ευρώ αντιστοιχεί στις δαπάνες που θεωρήθηκαν ως μη επιλέξιμες. Συναφώς, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε στην ενάγουσα στο πλαίσιο του έργου Perform ανέρχεται στα 502 800,56 ευρώ, αλλά ότι η έκθεση οικονομικού ελέγχου δέχτηκε ως επιλέξιμες δαπάνες το ποσό των 24 781 ευρώ. Υπό τις συνθήκες αυτές, η ανώτατη συνεισφορά της Ένωσης ανέρχεται, κατά την Επιτροπή, σε 20 965 ευρώ.

218    Επιπλέον, βάσει του σημείου ΙΙ.24 των γενικών όρων (βλ. σκέψη 17 ανωτέρω), η Επιτροπή αξιώνει κατ’ αποκοπήν αποζημίωση 29 694,10 ευρώ για τις δύο πρώτες ελεγχθείσες περιόδους. Το θεσμικό αυτό όργανο φρονεί ότι η αποζημίωση αυτή πρέπει να οριστεί στο 10 % της αχρεωστήτως καταβληθείσας οικονομικής συνεισφοράς της Ένωσης, η οποία ανέρχεται, εν προκειμένω, στα 296 941,00 ευρώ. Πιο συγκεκριμένα, το ποσό των 296 941,00 ευρώ αντιστοιχεί στην αχρεωστήτως καταβληθείσα οικονομική συνεισφορά της Ένωσης που προέκυψε από τον οικονομικό έλεγχο όσον αφορά την πρώτη και τη δεύτερη περίοδο του έργου Perform.

219    Η ενάγουσα φρονεί ότι απέδειξε ότι οι δαπάνες που δήλωσε ήταν πραγματικές. Κατ’ αυτήν, το αίτημα της Επιτροπής περί επιστροφής των σχετικών ποσών είναι αβάσιμο, αόριστο και αναπόδεικτο.

220    Πρώτον, όσον αφορά το ποσό που αντιστοιχεί στην αχρεωστήτως καταβληθείσα συνεισφορά της Ένωσης, υπενθυμίζεται ότι, κατά το σημείο II.6, παράγραφος 6, των γενικών όρων, κάθε καταβολή μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο οικονομικού ή άλλου ελέγχου και μπορεί να διορθωθεί ή να αναζητηθεί βάσει των αποτελεσμάτων του ελέγχου αυτού.

221    Κατά το σημείο II.21, παράγραφος 5, των γενικών όρων, αν η υποχρέωση καταβολής δεν έχει εκπληρωθεί εντός της προθεσμίας που έταξε η Επιτροπή, το οφειλόμενο ποσό προσαυξάνεται με τόκους υπολογιζόμενους βάσει του επιτοκίου που ορίζεται στο σημείο II.5 των γενικών όρων. Οι τόκοι υπερημερίας αφορούν το διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας που καθορίστηκε για την πληρωμή (μη περιλαμβανομένης της ημερομηνίας λήξης της προθεσμίας) και της ημερομηνίας κατά την οποία επιστρέφεται στην Επιτροπή το συνολικό οφειλόμενο ποσό (συμπεριλαμβανομένης της ημέρας αυτής).

222    Το σημείο II.5, παράγραφος 5, των γενικών όρων ορίζει ότι, κατά την εκπνοή της προθεσμίας εγκρίσεως των εκθέσεων και των πληρωμών, και υπό την επιφύλαξη αναστολής της προθεσμίας αυτής από την Επιτροπή, η τελευταία καταβάλλει τόκους υπερημερίας, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στον δημοσιονομικό κανονισμό και στους κανόνες εφαρμογής του, βάσει του επιτοκίου που ορίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) για τις κύριες πράξεις αναχρηματοδοτήσεως σε ευρώ, προσαυξημένου κατά τρεισήμισι μονάδες. Το επιτόκιο αναφοράς επί του οποίου εφαρμόζεται η προσαύξηση είναι το ισχύον κατά την πρώτη ημέρα του μήνα κατά τον οποίο λήγει η προθεσμία πληρωμής, όπως αυτό δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

223    Κατά το σημείο II.21, παράγραφος 5, των γενικών όρων, κάθε μερική πληρωμή που πραγματοποιείται εκπροθέσμως αφαιρείται καταρχάς από τους τόκους υπερημερίας και στη συνέχεια από το κύριο ποσό.

224    Εν προκειμένω, κατά την Επιτροπή, η ενάγουσα εισέπραξε συνολικό ποσό 502 800,56 ευρώ στο πλαίσιο του έργου Perform. Όπως επισημάνθηκε με τη σκέψη 18 ανωτέρω, η ενάγουσα εκτιμά ότι εισέπραξε ποσό υψηλότερο από το προβαλλόμενο από την Επιτροπή, ήτοι το συνολικό ποσό των 511 882 ευρώ. Υπό τις συνθήκες αυτές, για τους υπολογισμούς που είναι αναγκαίο να πραγματοποιηθούν στο πλαίσιο της ανταγωγής, πρέπει να χρησιμοποιηθεί ως βάση το ποσό των 502 800,56 ευρώ που προβάλλει η Επιτροπή, το οποίο ως εκ τούτου δεν αμφισβητεί η ενάγουσα.

225    Περαιτέρω, από την έκθεση οικονομικού ελέγχου προκύπτει ότι η Επιτροπή δέχτηκε ως επιλέξιμες δαπάνες το ποσό των 24 781 ευρώ. Η μέγιστη συνεισφορά της Ένωσης ανέρχεται, όμως, σε 20 965 ευρώ. Όπως προκύπτει από τις εκτιμήσεις σχετικά με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου της αγωγής, η ενάγουσα δεν απέδειξε την επιλεξιμότητα του συνόλου των δαπανών προσωπικού, άμεσων και έμμεσων, τις οποίες είχε δηλώσει στο πλαίσιο του έργου Perform. Εν τέλει, το ως άνω ποσό, το οποίο άλλωστε δεν αμφισβητήθηκε αυτό καθαυτό από την ενάγουσα, είναι το μόνο το οποίο μπορεί αυτή να αξιώσει δυνάμει της σύμβασης επιχορήγησης.

226    Ως εκ τούτου, το ποσό που μπορεί να ανακτήσει η Επιτροπή από την ενάγουσα ως αχρεωστήτως καταβληθείσα οικονομική συνεισφορά της Ένωσης ανέρχεται σε 481 835,56 ευρώ και αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ του ποσού των 502 800,56 ευρώ και του ποσού των 20 965 ευρώ.

227    Στις 15 Ιανουαρίου 2018 η Επιτροπή εξέδωσε το υπ’ αριθ. 3241801228 χρεωστικό σημείωμα σχετικά με το ποσό των 481 835,56 ευρώ. Με το χρεωστικό αυτό σημείωμα, η Επιτροπή όρισε ως προθεσμία επιστροφής την 26η Φεβρουαρίου 2018. Σύμφωνα με το σημείο II.21, παράγραφος 5, των γενικών όρων, από την αναγραφόμενη στο χρεωστικό σημείωμα ημερομηνία, το οφειλόμενο ποσό προσαυξάνεται με τόκους υπερημερίας υπολογιζόμενους βάσει του επιτοκίου που ορίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τις κύριες πράξεις αναχρηματοδοτήσεως και το οποίο ίσχυε την πρώτη ημέρα του μήνα κατά τον οποίο έληξε η προθεσμία πληρωμής, προσαυξημένο κατά τρεισήμισι μονάδες. Λαμβανομένου υπόψη ότι το εν λόγω επιτόκιο ήταν 0 % (ΕΕ 2018, C 39, σ. 2), το εφαρμοστέο επιτόκιο για τον υπολογισμό των τόκων υπερημερίας είναι 3,5 %.

228    Δεύτερον, όσον αφορά την κατ’ αποκοπήν αποζημίωση, επισημαίνεται ότι, βάσει του σημείου ΙΙ.24 των γενικών όρων (βλ. σκέψη 17 ανωτέρω), η Επιτροπή δύναται να ζητήσει την καταβολή κατ’ αποκοπήν αποζημίωσης για τις ελεγχθείσες περιόδους. Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι το ύψος της χρηματικής αποζημίωσης την οποία δικαιούται να αξιώσει η Επιτροπή από την ενάγουσα πρέπει να οριστεί στο 10 % του ποσού της αχρεωστήτως καταβληθείσας οικονομικής συνεισφοράς της Ένωσης. Αυτή ανέρχεται, εν προκειμένω, σε 481 835,56 ευρώ (βλ. σκέψη 224 ανωτέρω). Εντούτοις, η Επιτροπή αξιώνει μόνον 10 % επί ποσού 296 941,00 ευρώ, ήτοι του ποσού που αντιστοιχεί στην αχρεωστήτως καταβληθείσα οικονομική συνεισφορά της Ένωσης που προέκυψε από τον οικονομικό έλεγχο όσον αφορά την πρώτη και τη δεύτερη περίοδο του έργου Perform (βλ. σκέψη 218 ανωτέρω).

229    Στις 15 Ιανουαρίου 2018 η Επιτροπή εξέδωσε το υπ’ αριθ. 3241801229 χρεωστικό σημείωμα σχετικά με την επιβολή κατ’ αποκοπήν αποζημίωσης ύψους 29 694,10 ευρώ. Το εν λόγω χρεωστικό σημείωμα όριζε ως ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας επιστροφής την 26η Φεβρουαρίου 2018. Το εφαρμοστέο επιτόκιο για τον υπολογισμό των τόκων υπερημερίας είναι 3,5 % (βλ. σκέψη 227 ανωτέρω).

230    Κανένα από τα ποσά που αξιώνει η Επιτροπή δεν αμφισβητήθηκε τεκμηριωμένα. Η δε μέθοδος υπολογισμού της κατ’ αποκοπήν αποζημίωσης επίσης δεν αμφισβητήθηκε από την ενάγουσα.

231    Λαμβανομένων υπόψη των εκτιθέμενων στις σκέψεις 218, 229 και 230 ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί και το δεύτερο αίτημα της ενάγουσας ως αβάσιμο και να γίνει δεκτό το ανταγωγικό αίτημα της Επιτροπής.

5.      Επί του αιτήματος διεξαγωγής πραγματογνωμοσύνης

232    Η ενάγουσα ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να διατάξει πραγματογνωμοσύνη προκειμένου να εξετάσει τη διαπίστωση που περιλαμβάνεται στην έκθεση οικονομικού ελέγχου που επισημαίνει την «έλλειψη εναλλακτικών αποδείξεων προς επιβεβαίωση των αιτηθεισών δαπανών προσωπικού». Συναφώς, η ενάγουσα εμμένει στο γεγονός ότι προσκόμισε την έκθεση της 11ης Απριλίου 2013 που μνημονεύεται στη σκέψη 27 ανωτέρω. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της ενάγουσας, η εν λόγω έκθεση αφορά «την ορθότητα των δαπανών μισθοδοσίας που έχουν λογιστικοποιηθεί και απεικονισθεί στις περιοδικές και ετήσιες αναφορές προόδου και ολοκλήρωσης του προγράμματος P[erform], σύμφωνα με την οποία η διαχείριση κρίθηκε αποδεκτή και σύμφωνη με τον Οδηγό με πολύ μικρές αποκλίσεις».

233    Καταρχάς, το αίτημα διεξαγωγής πραγματογνωμοσύνης το οποίο υπέβαλε η ενάγουσα πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ζητείται από το Γενικό Δικαστήριο να λάβει μέτρο διεξαγωγής αποδείξεων δυνάμει του άρθρου 91, στοιχείο εʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας.

234    Περαιτέρω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο Κανονισμός Διαδικασίας παρέχει στο Γενικό Δικαστήριο τη διακριτική ευχέρεια να αποφασίσει αν πρέπει να διατάξει μέτρο όπως η πραγματογνωμοσύνη. Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 88 και το άρθρο 91, στοιχείο εʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να διατάξει τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήσεως ενός εκ των διαδίκων. Όταν αίτημα διαδίκου περί διεξαγωγής πραγματογνωμοσύνης επισημαίνει με ακρίβεια τους λόγους που δικαιολογούν ένα τέτοιο μέτρο, εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να εκτιμήσει τη λυσιτέλεια του σχετικού αιτήματος σε σχέση με το αντικείμενο της διαφοράς και με την αναγκαιότητα της λήψεως τέτοιου μέτρου (βλ. απόφαση της 13ης Ιουλίου 2017, Τάλαντον κατά Επιτροπής, T‑65/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:491, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

235    Εν προκειμένω, η ενάγουσα θεωρεί κατ’ ουσίαν ότι είναι αναγκαία η διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης προκειμένου να εξεταστούν οι διαπιστώσεις της έκθεσης οικονομικού ελέγχου ότι υπάρχει «έλλειψη εναλλακτικών αποδείξεων προς επιβεβαίωση των αιτηθεισών δαπανών προσωπικού».

236    Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που περιλαμβάνονται στη δικογραφία του Γενικού Δικαστηρίου, η εξέτασή τους δεν απαιτεί κανενός είδους ιδιαίτερες τεχνικές γνώσεις για να καταστεί δυνατός ο προσδιορισμός της αποδεικτικής αξίας τους σχετικά με την επιλεξιμότητα των δαπανών προσωπικού τις οποίες δήλωσε η ενάγουσα, αλλά κατόπιν δεν δέχθηκε η Επιτροπή (βλ. σκέψεις 117 έως 209 ανωτέρω). Τούτο περιλαμβάνει και τα αποκαλούμενα «εναλλακτικά» αποδεικτικά στοιχεία. Στο μέτρο που οι διάδικοι προέβαλαν πραγματικά περιστατικά και προσκόμισαν αποδεικτικά στοιχεία, το Γενικό Δικαστήριο ήταν σε θέση να τα αναλύσει χωρίς να χρειαστεί τις υπηρεσίες πραγματογνώμονα. Στο μέτρο που τα στοιχεία αυτά ελλείπουν, κανένας πραγματογνώμονας δεν θα ήταν σε θέση να αποσαφηνίσει τα ζητήματα που τίθενται εν προκειμένω. Ως εκ τούτου, δεν είναι αναγκαίο να διαταχθεί η διεξαγωγή αποδείξεων ως προς το ζήτημα αυτό.

 Επί των δικαστικών εξόδων

237    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η ενάγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αγωγή.

2)      Υποχρεώνει την Τάλαντον Ανώνυμη Εμπορική – Συμβουλευτική – Εκπαιδευτική Εταιρεία Διανομών, Παροχής Υπηρεσιών Μάρκετινγκ και Διοίκησης Επιχειρήσεων να επιστρέψει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ως μη επιλέξιμες δαπάνες, το ποσό των 481 835,56 ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας υπολογιζόμενων με επιτόκιο 3,5 % από τις 26 Φεβρουαρίου 2018.

3)      Υποχρεώνει την Τάλαντον Ανώνυμη Εμπορική – Συμβουλευτική – Εκπαιδευτική Εταιρεία Διανομών, Παροχής Υπηρεσιών Μάρκετινγκ και Διοίκησης Επιχειρήσεων να καταβάλει στην Επιτροπή, ως κατ’ αποκοπήν αποζημίωση, το ποσό των 29 694,10 ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας υπολογιζόμενων με επιτόκιο 3,5 % από τις 26 Φεβρουαρίου 2018.

4)      Καταδικάζει την Τάλαντον Ανώνυμη Εμπορική – Συμβουλευτική – Εκπαιδευτική Εταιρεία Διανομών, Παροχής Υπηρεσιών Μάρκετινγκ και Διοίκησης Επιχειρήσεων στα δικαστικά έξοδα.



Tomljenović

Μαρκουλλή

Kornezov


Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 13 Μαΐου 2020.

Ο Γραμματέας

 

Ο Αντιπρόεδρος

Ε. Coulon

 

Σ. Παπασάββας


Περιεχόμενα


I. Ιστορικό της διαφοράς

II. Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

III. Σκεπτικό

Α. Επί της αρμοδιότητας του Γενικού Δικαστηρίου

Β. Επί του πρώτου αιτήματος της ενάγουσας, κατά το μέρος που αφορά το ποσό των 481 835,56 ευρώ

1. Επί του πρώτου λόγου της αγωγής, ο οποίος αφορά παραβίαση της αρχής της καλής πίστης και καταχρηστική εφαρμογή των ρητρών της σύμβασης επιχορήγησης Perform

2. Επί του δεύτερου λόγου της αγωγής, ο οποίος αφορά εσφαλμένες διαπιστώσεις που περιέχονται στο σχέδιο έκθεσης οικονομικού ελέγχου καθώς και στην έκθεση οικονομικού ελέγχου

α) Επί του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου της αγωγής

β) Επί του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου της αγωγής

1) Επί των αιτιάσεων σχετικά με την καταγραφή των ωρών εργασίας

2) Επί των αιτιάσεων σχετικά με την ύπαρξη εναλλακτικών αποδεικτικών στοιχείων και επί της υποχρέωσης δημιουργίας τέτοιων αποδεικτικών στοιχείων

3) Επί των αιτιάσεων σχετικά με τον υπολογισμό του ωριαίου κόστους του προσωπικού της ενάγουσας και με την επιλεξιμότητα των δαπανών για τους εσωτερικούς συμβούλους της ενάγουσας

4) Επί των αιτιάσεων σχετικά με τις αμφιβολίες όσον αφορά το ποιος παρέσχε την εργασία που φέρεται ως παρασχεθείσα από την ενάγουσα

5) Επί των λοιπών αιτιάσεων που προβάλλονται στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου της αγωγής

Γ. Επί του πρώτου αιτήματος της ενάγουσας, κατά το μέρος που αφορά το ποσό των 21 171 ευρώ

Δ. Επί του ανταγωγικού αιτήματος και επί του δεύτερου αιτήματος της ενάγουσας

Ε. Επί του αιτήματος διεξαγωγής πραγματογνωμοσύνης

Επί των δικαστικών εξόδων


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.