Language of document :

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PAOLO MENGOZZI

της 8ης Απριλίου 2008 1(1)

Υπόθεση C‑71/07 P

Franco Campoli

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Αίτηση αναιρέσεως – Αμοιβή – Σύνταξη – Εφαρμογή διορθωτικού συντελεστή υπολογιζόμενου βάσει του μέσου κόστους ζωής στο κράτος κατοικίας – Μεταβατικό καθεστώς προβλεπόμενο από τον κανονισμό που τροποποίησε τον ΚΥΚ των υπαλλήλων – Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας»





I –    Εισαγωγή

1.        Με απόφαση του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 29ης Νοεμβρίου 2006, υπόθεση T-135/05, Campoli κατά Επιτροπής (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή· στο εξής: η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), απορρίφθηκε, ως εν μέρει απαράδεκτη και εν μέρει αβάσιμη, η προσφυγή με την οποία ο Franco Campoli ζήτησε την ακύρωση των εκκαθαριστικών σημειωμάτων συντάξεως των μηνών Μαΐου έως Ιουλίου 2004, ισχυριζόμενος ότι δεν είναι νόμιμα για διάφορους λόγους.

2.        Το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί επί της αναιρέσεως που άσκησε ο F. Campoli κατά της προπαρατεθείσας αποφάσεως.

II – Το νομοθετικό πλαίσιο

3.        Οι σχετικές με την υπό κρίση διαφορά διατάξεις είναι οι διατάξεις που διέπουν, στο πλαίσιο του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ), τις συνταξιοδοτικές παροχές προς τους πρώην υπαλλήλους των Κοινοτήτων.

4.        Υπενθυμίζεται εισαγωγικά ότι, το 2004, ο ΚΥΚ αποτέλεσε αντικείμενο μείζονος τροποποιήσεως, που πραγματοποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) 723/2004 (2): ο «νέος ΚΥΚ», όπως αποκαλείται συνήθως ο ΚΥΚ μετά την προαναφερθείσα τροποποίησή του, άρχισε να ισχύει την 1η Μαΐου 2004.

5.        Πριν την τροποποίησή του με την προμνησθείσα μεταρρύθμιση, το άρθρο 82 του ΚΥΚ, στο μέρος που ενδιαφέρει εν προκειμένω, όριζε τα εξής:

«1. Οι συντάξεις που προβλέπονται ανωτέρω καθορίζονται βάσει των μισθολογικών κλιμάκων που ισχύουν κατά την πρώτη ημέρα του μήνα της γενέσεως δικαιώματος συντάξεως. Προσαρμόζονται βάσει του διορθωτικού συντελεστή που ορίζεται για τη χώρα που βρίσκεται εντός των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων όπου ο δικαιούχος της σύνταξης αποδεικνύει ότι διαμένει. […]».

6.        Ελλείψει ειδικότερων διατάξεων για τον εφαρμοστέο επί των συντάξεων διορθωτικό συντελεστή, εφαρμοζόταν πάντοτε ο συντελεστής που ίσχυε για τους εν ενεργεία υπαλλήλους της Κοινότητας, ο οποίος είχε ως κριτήριο αναφοράς το κόστος ζωής στις διάφορες πρωτεύουσες των κρατών μελών (η επονομαζόμενη «μέθοδος των πρωτευουσών»).

7.        Αντιθέτως, το ίδιο άρθρο 82, όπως εφαρμόζεται από 1ης Μαΐου 2004, ορίζει:

«1. […]

Στις συντάξεις δεν εφαρμόζεται κανένας διορθωτικός συντελεστής.

[…]»

8.        Η επιλογή του κοινοτικού νομοθέτη να καταργήσει το σύστημα του διορθωτικού συντελεστή όσον αφορά τις συντάξεις εξηγείται, τουλάχιστον εν μέρει, με την αιτιολογική σκέψη 30 του κανονισμού 723/2004, η οποία έχει ως εξής:

«Η βαθύτερη ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η ελεύθερη επιλογή των συνταξιούχων όσον αφορά τον τόπο διαμονής τους μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν καταστήσει πεπαλαιωμένο το σύστημα των διορθωτικών συντελεστών για τις συντάξεις. Ακόμα, το εν λόγω σύστημα έχει δημιουργήσει προβλήματα εποπτείας όσον αφορά τον τόπο διαμονής των συνταξιούχων, τα οποία θα πρέπει να υπερνικηθούν. Συνεπώς, το σύστημα αυτό θα πρέπει να καταργηθεί με μια κατάλληλη μετάβαση για τους συνταξιούχους και τους υπαλλήλους που προσλήφθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.»

9.        Κατά τα λοιπά, στην πράξη, η μεταβατική περίοδος που προβλέπει ο νέος ΚΥΚ δεν είναι, όπως θα μπορούσε να υποτεθεί βάσει της προμνησθείσας αιτιολογικής σκέψης, μία μεταβατική περίοδος από τη σύνταξη που υπολογίζεται με διορθωτικό συντελεστή προς τη σύνταξη χωρίς τον διορθωτικό αυτό συντελεστή. Συγκεκριμένα, για όλα τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που αποκτήθηκαν πριν την 1η Μαΐου 2004 (και επομένως, στην περίπτωση του αναιρεσείοντος ο οποίος συνταξιοδοτήθηκε το 2003, όλα τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα), ο νομοθέτης της μεταρρύθμισης προέβλεψε απλώς ένα καθεστώς προοδευτικής μετάβασης από τον υπολογιζόμενο με τη «μέθοδο των πρωτευουσών» διορθωτικό συντελεστή προς ένα διορθωτικό συντελεστή υπολογιζόμενο με τη «μέθοδο των χωρών». Με άλλα λόγια, για όσους απέκτησαν συνταξιοδοτικά δικαιώματα πριν την 1η Μαΐου 2004, το κόστος ζωής αναφοράς για τον υπολογισμό του διορθωτικού συντελεστή δεν είναι το κόστος ζωής μόνο στην πρωτεύουσα του κράτους μέλους κατοικίας, αλλά το μέσο κόστος ζωής στο σύνολο του εν λόγω κράτους. Τούτο προκύπτει, ειδικότερα, από τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 20 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ και των άρθρων 1, παράγραφος 3, και 3, παράγραφος 5, του παραρτήματος XI του ΚΥΚ.

10.      Για την περαιτέρω προστασία των υπαλλήλων που συνταξιοδοτήθηκαν πριν την 1η Μαΐου 2004, το άρθρο 24, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ προβλέπει:

«Όταν οι παρούσες διατάξεις αρχίσουν να ισχύουν, το ονομαστικό ποσό της καθαρής σύνταξης που εισπράττεται πριν από την 1η Μαΐου 2004 είναι εγγυημένο […]»

11.      Εξάλλου, η προβλεπόμενη από τη μεταρρύθμιση του ΚΥΚ αναπροσαρμογή των διορθωτικών συντελεστών εφαρμόστηκε για πρώτη φορά με τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) 31/2005 (3), που προέβλεψε την αναπροσαρμογή αυτή, με αναδρομική ισχύ, από 1ης Ιουλίου 2004.

III – Τα πραγματικά περιστατικά

12.      Ο αναιρεσείων συνταξιοδοτήθηκε τον Φεβρουάριο του 2003. Όρισε τότε ως κατοικία του το Λονδίνο, στο Ηνωμένο Βασίλειο. Συνεπώς, εφαρμόστηκε στη σύνταξή του διορθωτικός συντελεστής 139,6 %, υπολογιζόμενος βάσει του κόστους ζωής στο Λονδίνο («μέθοδος των πρωτευουσών»).

13.      Με την έναρξη ισχύος του νέου ΚΥΚ, ο διορθωτικός αυτός συντελεστής μειώνεται προοδευτικά, μεταβαλλόμενος σε συντελεστή υπολογιζόμενο με τη «μέθοδο των χωρών», υπό την επιφύλαξη εν πάση περιπτώσει της εγγυήσεως ότι δεν θα μειωθεί το ονομαστικό ποσό της σύνταξης που λάμβανε πριν την 1η Μαΐου 2004.

14.      Στις 14 Αυγούστου 2004, ο αναιρεσείων άσκησε ενώπιον της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής διοικητική ένσταση βάσει του άρθρου 90 του ΚΥΚ, ζητώντας την ακύρωση των εκκαθαριστικών σημειωμάτων σύνταξης του Μαΐου, Ιουνίου και Ιουλίου 2004. Η ένσταση απορρίφθηκε με απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2004.

IV – Η διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

15.      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 29 Μαρτίου 2005, ο αναιρεσείων άσκησε προσφυγή κατά της προπαρατεθείσας αποφάσεως που απέρριψε την ένστασή του.

16.      Με διάταξη του Προέδρου του δεύτερου τμήματος του Πρωτοδικείου, της 6ης Ιουλίου 2005, επιτράπηκε στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης να παρέμβει στη διαφορά.

17.      Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο έκρινε κατ’ αρχάς απαράδεκτο, καθόσον δεν είχε προβληθεί στο πλαίσιο της διοικητικής ενστάσεως, τον λόγο ακυρώσεως σχετικά με τη μέθοδο υπολογισμού του οικογενειακού και του σχολικού επιδόματος. Έκρινε επίσης απαράδεκτο, λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος, το μέρος της προσφυγής που αφορούσε τα εκκαθαριστικά σημειώματα σύνταξης Μαΐου και Ιουνίου 2004, εφόσον η αναπροσαρμογή του διορθωτικού συντελεστή άρχισε να ισχύει, όπως προαναφέρθηκε, από τον Ιούλιο του 2004.

18.      Το Πρωτοδικείο απέρριψε επομένως τους προβαλλόμενους από τον αναιρεσείοντα λόγους ακυρώσεως της προσφυγής οι οποίοι αφορούσαν την παραβίαση των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της ασφάλειας δικαίου, της μη αναδρομικότητας, των κεκτημένων δικαιωμάτων, της ίσης μεταχείρισης, της αναλογικότητας και της χρηστής διοικήσεως, καθώς και την κατάχρηση εξουσίας και την ανεπαρκή αιτιολογία.

19.      Όσον αφορά τα επιχειρήματα που προέβαλε ο αναιρεσείων προς στήριξη της υπάρξεως άνισης μεταχείρισης, που είναι τα μόνα, όπως φαίνεται στη συνέχεια, τα οποία εξακολουθεί να προβάλλει κατ’ αναίρεση, το Πρωτοδικείο απέρριψε κατ’ αρχάς την άποψη ότι ο διορθωτικός συντελεστής που βασίζεται στη «μέθοδο των χωρών» δεν μπορεί, σε αντίθεση προς αυτόν που βασίζεται στη «μέθοδο των πρωτευουσών», να εγγυηθεί τη διατήρηση ίσης αγοραστικής δυνάμεως για όλους τους συνταξιούχους, οπουδήποτε και αν βρίσκεται ο τόπος κατοικίας τους. Ειδικότερα, το Πρωτοδικείο παρατήρησε ότι, εφόσον κάθε σύστημα αναπροσαρμογής των συντάξεων είναι από τη φύση του κατά προσέγγιση, δεν υπάρχει λόγος για τον οποίο η επιλογή της «μεθόδου των χωρών», αντί της «μεθόδου των πρωτευουσών», είναι λιγότερο κατάλληλη για την εξασφάλιση της ίσης μεταχείρισης. Και τούτο κατά μείζονα λόγο στον βαθμό που ο κοινοτικός νομοθέτης διαθέτει, στο πλαίσιο αυτό, πολύ ευρύ περιθώριο εκτίμησης (4).

20.      Όσον αφορά το επιχείρημα ότι οι νέοι διορθωτικοί συντελεστές εισάγουν διακρίσεις, διότι εφαρμόζουν στους συνταξιούχους συντελεστή βασιζόμενο σε διαφορετική μέθοδο από αυτήν που χρησιμοποιείται για τους εν ενεργεία υπαλλήλους (για τους οποίους εξακολουθεί να εφαρμόζεται η «μέθοδος των πρωτευουσών»), το Πρωτοδικείο τόνισε ότι η κατάσταση του εν ενεργεία υπαλλήλου, που συνδέεται με συγκεκριμένο τόπο εργασίας, και η κατάσταση του συνταξιούχου υπαλλήλου, που είναι ελεύθερος να εγκατασταθεί εκεί που προτιμά, δεν είναι αντικειμενικά συγκρίσιμες (5).

21.      Το Πρωτοδικείο απέρριψε στη συνέχεια το επιχείρημα με το οποίο ο αναιρεσείων υποστήριζε την ύπαρξη άνισης μεταχείρισης σε σχέση με τους συνταξιούχους που κατοικούν στο Βέλγιο, για τους οποίους συνεχίστηκε η εφαρμογή, παρά τη μετάβαση στη «μέθοδο των χωρών», διορθωτικού συντελεστή υπολογιζόμενου βάσει του κόστους ζωής στις Βρυξέλλες, και όχι του κόστους ζωής στο σύνολο του Βελγίου. Το Πρωτοδικείο παρατήρησε συναφώς ότι οι διατάξεις του νέου ΚΥΚ για τους διορθωτικούς συντελεστές των συνταξιούχων ουδόλως αναφέρουν τις Βρυξέλλες, αλλά μόνον το Βέλγιο. Η ενδεχόμενη έλλειψη νομιμότητας την οποία επικρίνει ο αναιρεσείων δεν αφορά τον ΚΥΚ, αλλά μόνον τους λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής του. Το Πρωτοδικείο τόνισε εξάλλου ότι αυτό ακριβώς το ποσό της συντάξεως που καταβάλλεται στους πρώην υπαλλήλους που κατοικούν στο Βέλγιο αποτελεί το ποσό αναφοράς για την εφαρμογή των ενδεχόμενων διορθωτικών συντελεστών για τους συνταξιούχους που κατοικούν σε άλλα κράτη μέλη. Τέλος, εν πάση περιπτώσει, πρέπει να υπενθυμιστεί η αρχή ότι ουδείς μπορεί να επικαλεστεί, υπέρ αυτού, παρανομία που διαπράχθηκε υπέρ άλλου (6).

22.      Τέλος, το Πρωτοδικείο απέρριψε το επιχείρημα του αναιρεσείοντος με το οποίο υποστήριζε την ύπαρξη δυσμενούς διακρίσεως σε σχέση με τους συνταξιούχους που κατοικούν σε άλλα κράτη μέλη «λιγότερο ακριβά». Πριν τη μεταρρύθμιση, στους συνταξιούχους κατοίκους των κρατών αυτών εφαρμοζόταν στη σύνταξή τους διορθωτικός συντελεστής κατώτερος του 100 % (με άλλα λόγια, η σύνταξη ήταν μειωμένη σε σχέση με το ποσό αναφοράς). Μετά τη μεταρρύθμιση, αντιθέτως, εφαρμόστηκε σε όλους τους συνταξιούχους ελάχιστος διορθωτικός συντελεστής 100 %: τούτο σημαίνει ότι κανείς συνταξιούχος δεν λαμβάνει έκτοτε σύνταξη κατώτερη από αυτήν που καταβάλλεται στους συνταξιούχους που κατοικούν στο Βέλγιο. Το Πρωτοδικείο έκρινε απαράδεκτο το επιχείρημα του αναιρεσείοντος, εφόσον αν το είχε δεχθεί, θα συνεπαγόταν μείωση των συντάξεων των πρώην υπαλλήλων που κατοικούν στις χώρες «χαμηλού κόστους», χωρίς να προκύψει κανένα πλεονέκτημα για τον ίδιο τον αναιρεσείοντα. Εν πάση περιπτώσει, το Πρωτοδικείο παρατήρησε επιπλέον, επί της ουσίας, ότι η επιβολή από τον νομοθέτη κατώτατου διορθωτικού συντελεστή ύψους 100 % και για τα «χαμηλού κόστους» κράτη μέλη δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως προδήλως αυθαίρετη ή ακατάλληλη (7).

V –    Διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

23.      Ο αναιρεσείων άσκησε αναίρεση κατά της προαναφερθείσας αποφάσεως με αίτηση που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 8 Φεβρουαρίου 2007.

24.      Ο αναιρεσείων ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την απόφαση του Πρωτοδικείου·

–        να δεχθεί τα αιτήματα που είχε προβάλει ο αναιρεσείων στο στάδιο της διοικητικής ένστασης, ακυρώνοντας κατά συνέπεια την απόφαση που εκδόθηκε επί της ενστάσεώς του και τα εκκαθαριστικά σημειώματα σύνταξης·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα ενώπιον του Πρωτοδικείου και του Δικαστηρίου δικαστικά έξοδα.

25.      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        κυρίως, να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη·

–        επικουρικώς, να την απορρίψει στο σύνολό της ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το άρθρο 122 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

26.      Το Συμβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα.

VI – Νομική ανάλυση

 Α –     Εισαγωγικές παρατηρήσεις

27.      Στην παρούσα διαδικασία, ο αναιρεσείων προβάλλει εκ νέου, από τους πολυάριθμους λόγους ακυρώσεως που είχε προβάλει ενώπιον του Πρωτοδικείου, μόνον τον σχετικό με την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης.

28.      Ειδικότερα, οι επικρίσεις του αναιρεσείοντος επικεντρώνονται στην απάντηση που έδωσε το Πρωτοδικείο σε τρία από τα τέσσερα επιχειρήματα που προέβαλε ενώπιόν του προς στήριξη του λόγου αυτού: ο αναιρεσείων δηλώνει πράγματι ρητώς ότι δεν επιδιώκει να αμφισβητήσει εκ νέου την εκτίμηση του Πρωτοδικείου επί του δευτέρου εκ των προαναφερθέντων επιχειρημάτων, που αφορά τη φερόμενη ως δυσμενή διάκριση μεταξύ συνταξιούχων και εν ενεργεία υπαλλήλων (8).

29.      Πριν την εξέταση των επικρίσεων του αναιρεσείοντος κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει ωστόσο να εκτιμηθεί η «ανταναίρεση» που άσκησε η Επιτροπή.

 Β –     Επί της «αντίθετης αναιρέσεως» της Επιτροπής

1.      Επιχειρήματα των διαδίκων

30.      Η Επιτροπή, με το τελευταίο μέρος του υπομνήματος αντικρούσεως της αναιρέσεως, ασκεί «ανταναίρεση» με την οποία τονίζει ότι το Πρωτοδικείο θα έπρεπε να κηρύξει απαράδεκτο, κατ’ αρχάς, το τέταρτο επιχείρημα σχετικά με την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, διότι προβλήθηκε για πρώτη φορά με το υπόμνημα απαντήσεως. Θα ασχοληθώ με το ειδικό αυτό θέμα κατωτέρω, στην αρχή της εξέτασης του επιχειρήματος.

31.      Η Επιτροπή υποστηρίζει στη συνέχεια ότι το Πρωτοδικείο έπρεπε επίσης να κηρύξει απαράδεκτο το πρώτο, το τρίτο και (εκ νέου) το τέταρτο επιχείρημα, εφόσον δεν προβλήθηκαν στο πλαίσιο της διοικητικής ενστάσεως που άσκησε ο αναιρεσείων πριν προσφύγει στο Πρωτοδικείο.

32.      Τα τρία επιχειρήματα τα οποία η Επιτροπή υποστηρίζει ότι πρέπει να κηρυχθούν από το Πρωτοδικείο ως αρχήθεν απαράδεκτα είναι εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε, τα μόνα επιχειρήματα που προβάλλει ο αναιρεσείων κατ’ αναίρεση.

33.      Ο αναιρεσείων, με το υπόμνημα απαντήσεως, προβάλλει ότι η «ανταναίρεση» είναι απαράδεκτη, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν ηττήθηκε σε κανένα σημείο των δικών της αιτημάτων ενώπιον του Πρωτοδικείου, όπως απαιτεί το άρθρο 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, ενώπιον του Πρωτοδικείου, η Επιτροπή δεν είχε υποβάλει την παρούσα ένσταση απαραδέκτου και δεν ηττήθηκε επομένως ως προς το σημείο αυτό. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν ζήτησε την ακύρωση ή την τροποποίηση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου, αλλά μόνον την κήρυξη της αιτήσεως αναιρέσεως ως απαράδεκτης.

34.      Ο αναιρεσείων εκτιμά εξάλλου ότι η αντίθετη αίτηση αναιρέσεως της Επιτροπής είναι επίσης κατ’ ουσίαν αβάσιμη, εφόσον στο πλαίσιο της διοικητικής ενστάσεως βάσει του άρθρου 90 του ΚΥΚ είχε προβληθεί αιτίαση αντλούμενη από παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Όλα τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν στο πλαίσιο της ένδικης προσφυγής προς στήριξη της υπάρξεως της διαφορετικής αυτής μεταχείρισης, ακόμη και αν δεν διατυπώθηκαν με τη διοικητική ένσταση συγκεκριμένα, συνδέονται εν πάση περιπτώσει στενά με όσα είχαν προηγουμένως υποστηριχθεί.

35.      Με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, η Επιτροπή επιβεβαιώνει ότι αντικείμενο της ανταναίρεσης δεν είναι η ακύρωση ή η τροποποίηση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου (9). Υποστηρίζει ωστόσο ότι το αρχήθεν απαράδεκτο μέρους των επιχειρημάτων που προέβαλε ο αναιρεσείων ενώπιον του Πρωτοδικείου μετατρέπεται σε λόγο απαραδέκτου, όσον αφορά τα ίδια επιχειρήματα, της αιτήσεως αναιρέσεως που άσκησε ο αναιρεσείων ενώπιον του Δικαστηρίου. Εφόσον τα επίδικα επιχειρήματα αποτελούν το σύνολο των επιχειρημάτων που επαναπροβλήθηκαν με την αίτηση αναιρέσεως, η ανταναίρεση αυτή πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη στο σύνολό της.

2.      Εκτίμηση

36.      Η «ανταναίρεση» που άσκησε η Επιτροπή είναι αναμφίβολα άτυπη, όπως αναγνώρισε το όργανο αυτό με το υπόμνημα ανταπαντήσεως (10). Ειδικότερα, είναι ενδεικτικό ότι η Επιτροπή δεν ζήτησε, κατόπιν της «ανταναίρεσης», την ακύρωση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Τούτο υπογραμμίζει αναντίρρητα ότι η Επιτροπή ουδόλως ηττήθηκε ενώπιον του Πρωτοδικείου.

37.      Η «ανταναίρεση» της Επιτροπής μπορεί επομένως να είναι απαράδεκτη λόγω μη πληρώσεως της προϋποθέσεως της ήττας, υπό την έννοια του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το οποίο προβλέπει, στο δεύτερο εδάφιο, ότι η αναίρεση μπορεί να ασκηθεί «από τον εν όλω ή εν μέρει ηττηθέντα διάδικο».

38.      Εκτιμώ ωστόσο ότι η λύση που προεξέθεσα δεν είναι ορθή και θα ήταν προτιμότερη μία διαφορετική προσέγγιση στη λύση του εν λόγω προβλήματος.

39.      Η «ανταναίρεση» της Επιτροπής βασίζεται στην αρχή της συμφωνίας μεταξύ, αφενός, του περιεχομένου της διοικητικής ενστάσεως που άσκησε ο αναιρεσείων δυνάμει του άρθρου 90 του ΚΥΚ και, αφετέρου, του περιεχομένου της προσφυγής που ασκήθηκε ενώπιον του Πρωτοδικείου.

40.      Η αρχή αυτή εξετάσθηκε και διευκρινίσθηκε, ως προς το περιεχόμενό της, στο πλαίσιο πολυάριθμων αποφάσεων των κοινοτικών δικαστών. Ειδικότερα, το Δικαστήριο έχει υπογραμμίσει ότι η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία που προβλέπει ο ΚΥΚ, και ιδίως η κατάθεση της διοικητικής ενστάσεως, αποτελεί «ουσιώδη τύπο» (11). Το Δικαστήριο έχει επίσης υπογραμμίσει ότι η αρχή της τηρήσεως των εν λόγω δικονομικών προθεσμιών είναι δημοσίας τάξεως, εξεταζόμενη αυτεπαγγέλτως από τον δικαστή (12). Το Πρωτοδικείο, από την πλευρά του, βάσει αυτής της νομολογίας του Δικαστηρίου, έχει κρίνει ότι αυτό το θέμα της συμφωνίας μεταξύ της διοικητικής ενστάσεως και της ένδικης προσφυγής είναι επίσης δημοσίας τάξεως και μπορεί, επομένως, να εξεταστεί αυτεπαγγέλτως από τον δικαστή (13). Φρονώ ότι αυτή η νομολογία του Πρωτοδικείου, η οποία συνδέεται στενά με τη νομολογία του Δικαστηρίου, πρέπει να γίνει δεκτή.

41.      Επομένως, εάν η επαλήθευση της συμφωνίας του περιεχομένου της διοικητικής ένστασης και της ένδικης προσφυγής αποτελεί ζήτημα δημοσίας τάξεως που μπορεί να εξεταστεί αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, τότε, κατά τη γνώμη μου, η «ανταναίρεση» της Επιτροπής είναι δυνατόν να θεωρηθεί, πέραν του νομικού χαρακτηρισμού της, απλώς ως ένα στοιχείο σχετικό με ζήτημα που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως.

42.      Βάσει της ως άνω συλλογιστικής, το ζήτημα της συμφωνίας, εν προκειμένω, μεταξύ της διοικητικής ενστάσεως που υπέβαλε ο αναιρεσείων βάσει του άρθρου 90 του ΚΥΚ και της προσφυγής που άσκησε μεταγενέστερα ενώπιον του Πρωτοδικείου μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης εκ μέρους του Δικαστηρίου.

43.      Όσον αφορά τον ακριβή ορισμό της έννοιας και των ορίων της αρχής της εν λόγω συμφωνίας, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, κατά κανόνα, η διοικητική ένσταση δεν έχει ως σκοπό να δεσμεύει, κατά τρόπο αυστηρό και απόλυτο, το ενδεχόμενο δικαστικό στάδιο, αλλά ότι, συγχρόνως, στο δικαστικό στάδιο δεν μεταβάλλεται ούτε η αιτία ούτε το αντικείμενο της διοικητικής ένστασης (14). Το Δικαστήριο έχει επιπλέον διευκρινίσει ότι, στο δικαστικό στάδιο γίνονται δεκτοί λόγοι ακυρώσεως και επιχειρήματα τα οποία, αν και δεν περιλαμβάνονταν στην ένσταση, συνδέονται όμως με αυτήν στενά (15).

44.      Όσον αφορά το αντικείμενο της διοικητικής ένστασης και το αντικείμενο της προσφυγής της υπό κρίση υπόθεσης, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι συμπίπτουν απολύτως: από την πλευρά αυτή, επομένως, δεν τίθεται κανένα πρόβλημα παραδεκτού.

45.      Ο καθορισμός της «αιτίας» που αποτελεί τη βάση της αιτήσεως ακυρώσεως που περιέχεται στη διοικητική ένσταση παρουσιάζει περισσότερα προβλήματα.

46.      Όσον αφορά τον λόγο αναιρέσεως που αντλείται από την άνιση μεταχείριση, ο οποίος είναι ο μοναδικός που προβάλλει ο αναιρεσείων κατ’ αναίρεση, η διοικητική ένσταση που υποβλήθηκε βάσει του άρθρου 90 του ΚΥΚ ήταν, πράγματι, πολύ συνοπτική, περιοριζόμενη στα εξής:

«β)      Παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης

17.      Το νέο συνταξιοδοτικό σύστημα που έθεσε σε εφαρμογή η Ευρωπαϊκή Επιτροπή από 1ης Μαΐου 2004 δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ούτε βάσει της αρχής της ίσης μεταχείρισης.

18.      Συγκεκριμένα, σκοπός του διορθωτικού συντελεστή είναι η εγγύηση της ίδιας αγοραστικής ισχύος για τους υπαλλήλους και τους πρώην υπαλλήλους που βρίσκονται σε όμοια κατάσταση.

19.      Πάντως, είναι προφανές ότι, δημιουργώντας δύο διορθωτικούς συντελεστές για την ίδια πόλη, εν προκειμένω το Λονδίνο, εισάγεται δυσμενής διάκριση μεταξύ των υπαλλήλων που κατοικούν στο Λονδίνο για επαγγελματικούς λόγους και των πρώην υπαλλήλων που κατοικούν εκεί ως συνταξιούχοι.

20.      Για τους πρώην υπάλληλους, μεταξύ των οποίων ο Campoli, που ζουν στο Λονδίνο, στους οποίους εφαρμόζεται χαμηλότερος διορθωτικός συντελεστής από αυτόν που ισχύει για τους υπαλλήλους, υφίσταται σαφώς δυσμενής διάκριση, διότι από 1ης Μαΐου 2004 δεν έχουν πλέον όμοια μεταχείριση.»

47.      Ορθώς επομένως τόνισε η Επιτροπή ότι, από τα διάφορα επιχειρήματα που προέβαλε ο αναιρεσείων για να θεμελιώσει την ύπαρξη άνισης μεταχείρισης, μόνον το επιχείρημα που στηρίζεται στη φερόμενη δυσμενή διάκριση μεταξύ των εν ενεργεία υπαλλήλων και των πρώην υπαλλήλων περιλαμβανόταν στη διοικητική ένσταση.

48.      Πρέπει επομένως να καθοριστεί αν, εν προκειμένω, τα λοιπά επιχειρήματα που προβάλλει ο αναιρεσείων για να στηρίξει την ύπαρξη άνισης μεταχείρισης μπορούν να θεωρηθούν ως «στενά συνδεδεόμενα» με αυτά που προέβαλε στο πλαίσιο της διοικητικής ένστασης.

49.      Η κατάσταση στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι λεπτή και βρίσκεται στο όριο μεταξύ παραδεκτού και απαραδέκτου.

50.      Η νομολογία, όπως υπενθυμίστηκε ανωτέρω, έχει αποφανθεί κατ’ επανάληψη ως προς το θέμα της συμφωνίας μεταξύ της διοικητικής ένστασης και της προσφυγής, υιοθετώντας μία άποψη που επιζητεί τον συμβιβασμό των αντικρουόμενων συμφερόντων του προσφεύγοντος και της διοίκησης. Πρέπει πράγματι να υπενθυμιστεί ότι το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι σκοπός της διοικητικής ένστασης είναι επίσης να επιτρέψει στη διοίκηση να λάβει γνώση, με επαρκή ακρίβεια, των αμφισβητήσεων και των αιτημάτων του προσφεύγοντος. Επιπλέον, όμως, η διοίκηση, από τη στιγμή που επιλαμβάνεται διοικητικής ενστάσεως, δεν πρέπει να την ερμηνεύει κατά τρόπο συσταλτικό, αλλά πρέπει αντιθέτως να την ερευνά με «ευρύτητα πνεύματος» (16).

51.      Μπορεί να υποστηριχθεί, όπως υποστηρίζει κατ’ ουσίαν η Επιτροπή, ότι, μολονότι στηρίζονται στην ίδια νομική βάση, δηλαδή στην παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, τα επιχειρήματα του αναιρεσείοντος υπέρ της υπάρξεως δυσμενούς διακρίσεως σε σχέση με τους άλλους πρώην υπαλλήλους δεν μπορούν να θεωρηθούν ως προβληθέντα, έστω εμμέσως ή σιωπηρώς, με τη διοικητική ένσταση. Με την ένσταση αυτή, πράγματι, όπως προαναφέρθηκε, η μοναδική περίπτωση αναφοράς που προβλήθηκε για την εκτίμηση της υπάρξεως δυσμενούς διάκρισης σε βάρος του αναιρεσείοντος ήταν η περίπτωση των υπαλλήλων που είναι ακόμη εν ενεργεία.

52.      Υπό την οπτική αυτή γωνία, οι τρεις εξεταζόμενες πτυχές πρέπει επομένως να θεωρηθούν όχι ως απλά επιχειρήματα προς στήριξη του προβληθέντος λόγου ακυρώσεως, αλλά μάλλον πραγματικοί «λόγοι ακυρώσεως». Με άλλα λόγια, στην περίπτωση που προβάλλεται άνιση μεταχείριση, υφίστανται τόσοι διαφορετικοί «λόγοι ακυρώσεως» όσες είναι και οι (ομάδες) περιπτώσεων σε σχέση με τις οποίες προβάλλεται η ύπαρξη δυσμενούς διακρίσεως.

53.      Κατά την Επιτροπή, υπέρ της απόψεως αυτής συνηγορεί η απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Koninklijke Coöperatie Cosun UA κατά Επιτροπής (17), με την οποία θεωρήθηκε ως νέος λόγος ακυρώσεως η προβολή, κατ’ αναίρεση, αιτιάσεως αντλούμενης από διαφορετική μεταχείριση σε σχέση με θέματα διαφορετικά από αυτά που προβλήθηκαν, πάντοτε όσον αφορά τη διαφορετική μεταχείριση, με την προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου.

54.      Παρατηρώ ωστόσο ότι η απόφαση αυτή δεν αφορά την αρχή περί συμφωνίας μεταξύ διοικητικής ενστάσεως και προσφυγής, αλλά το θέμα της προβολής, με την αίτηση αναιρέσεως, λόγων ακυρώσεως που δεν προβλήθηκαν πρωτοδίκως με το δικόγραφο της προσφυγής. Είναι, νομίζω, εμφανές ότι οι δύο καταστάσεις δεν ταυτίζονται. Ειδικότερα, μεταξύ των λόγων οι οποίοι, κατά τη γνώμη μου, συνηγορούν υπέρ της λιγότερο αυστηρής προσεγγίσεως κατά την εκτίμηση της αρχής περί συμφωνίας μεταξύ διοικητικής ενστάσεως και προσφυγής, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός, το οποίο τονίζεται και από τη νομολογία του Δικαστηρίου, ότι η διοικητική ένσταση συντάσσεται συνήθως χωρίς τη συνδρομή δικηγόρου (18). Τούτο δεν συμβαίνει, προφανώς, με την άσκηση προσφυγής ενώπιον του Πρωτοδικείου, από την οποία είναι συνεπώς λογικό να αναμένεται μεγαλύτερη ακρίβεια και πληρότητα.

55.      Επιβάλλεται επίσης η παρατήρηση ότι, ενώπιον του Πρωτοδικείου, η Επιτροπή, προβάλλοντας το απαράδεκτο των αιτημάτων του αναιρεσείοντος σχετικά με το οικογενειακό και το σχολικό επίδομα, για τον λόγο ότι δεν είχαν προβληθεί με τη διοικητική ένσταση, δεν επικαλέσθηκε κανέναν άλλο λόγο απαραδέκτου σχετικά με τον λόγο ακυρώσεως που βασίζεται στην άνιση μεταχείριση.

56.      Είναι προφανές ότι το στοιχείο αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ως καθοριστικό για να κριθεί ένα ζήτημα το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, μπορεί να εξεταστεί αυτεπαγγέλτως. Εξάλλου, είναι αναμφισβήτητο ότι το ζήτημα αυτό ουδόλως στερείται σημασίας.

57.      Φρονώ ότι η προβολή των εν λόγω επιχειρημάτων ενώπιον του Πρωτοδικείου δεν παραβίασε την περί συμφωνίας αρχή. Έχω τη γνώμη πράγματι ότι, υπό το φως της προπαρατεθείσας νομολογίας του Δικαστηρίου, και ιδίως των προαναφερθεισών διαπιστώσεων ως προς την ανάγκη ερμηνείας της διοικητικής ενστάσεως με ευρύτητα πνεύματος, ως πράξεως που συντάχθηκε χωρίς νομική υποστήριξη, η κήρυξη ως απαραδέκτων των επιχειρημάτων αυτών θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα τον υπερβολικό περιορισμό του δικαιώματος αποτελεσματικής ένδικης προστασίας που αποτελεί γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου (19).

58.      Εξάλλου, μπορεί, επίσης, να παρατηρήσει κανείς ότι σε περιπτώσεις όπως η προκείμενη, στις οποίες το αντικείμενο της διαφοράς είναι νομοθετική πράξη, οι πιθανότητες να καταλήξει η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία σε ωφέλιμο αποτέλεσμα είναι στην πράξη τελείως θεωρητικές.

59.      Φρονώ επομένως ότι η ένσταση απαραδέκτου που αντλείται από την υποτιθέμενη παραβίαση της περί συμφωνίας αρχής πρέπει να απορριφθεί.

60.      Θα προχωρήσω ακολούθως στην κατ’ ουσίαν εξέταση των τριών επιχειρημάτων που προβάλλει ο αναιρεσείων.

 Γ –       Ως προς τη νομιμότητα της «μεθόδου των χωρών»

1.      Επιχειρήματα των διαδίκων

61.      Ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο, αποφαινόμενο ότι είναι νόμιμη η επιλογή του νομοθέτη να αντικαταστήσει τη «μέθοδο των πρωτευουσών» με τη «μέθοδο των χωρών», κακώς θεώρησε ότι η εξουσία εκτιμήσεως του νομοθέτη υπερισχύει της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Τούτο εμφανώς προκύπτει ειδικότερα, κατά τη γνώμη του, από τη σκέψη 105 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Το Πρωτοδικείο παρέβη επίσης την υποχρέωσή του αιτιολογήσεως της αποφάσεως.

62.      Επιπλέον, η «μέθοδος των χωρών» έρχεται σε αντίθεση με την αρχή της ίσης μεταχείρισης. Η μέθοδος αυτή, πράγματι, θέτει σε δυσμενέστερη μοίρα όλους τους συνταξιούχους που κατοικούν σε πρωτεύουσα και, γενικότερα, σε περιοχές της χώρας όπου το κόστος ζωής είναι υψηλότερο του μέσου κόστους στην ίδια χώρα. Επιπλέον, η «μέθοδος των χωρών» καταλήγει επίσης στη δημιουργία εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία και παραμονή στο έδαφος της Κοινότητας.

63.      Η αιτιολογική σκέψη 30 του κανονισμού 723/2004, παρέχοντας κίνητρο στην επιλογή του νομοθέτη να παρακάμψει το σύστημα των διορθωτικών συντελεστών για τις συντάξεις των πρώην υπαλλήλων της Κοινότητας, στηρίζεται στην προϋπόθεση μιας σταθερότητας πολύ αμφισβητούμενης, εφόσον η ενσωμάτωση μεταξύ των διαφόρων κρατών μελών θα επέτρεπε τη διατήρηση σημαντικών διαφορών μεταξύ τους όσον αφορά το κόστος ζωής.

64.      Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, κατ’ αυτήν, ο λόγος ακυρώσεως που προβάλλει ο αναιρεσείων ερμηνεύει την επιχειρηματολογία που ανέπτυξε το Πρωτοδικείο αλλοιώνοντάς την. Ειδικότερα, το Πρωτοδικείο δεν επιβεβαίωσε την υπεροχή της εξουσίας εκτιμήσεως του νομοθέτη έναντι της αρχής της ισότητας, αλλά περιορίστηκε στην παρατήρηση ότι η μετάβαση από τη «μέθοδο των πρωτευουσών» στη «μέθοδο των χωρών» δεν συνεπάγεται αυθαίρετη ή προδήλως απρόσφορη διαφοροποίηση ικανή να οδηγήσει σε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης.

65.      Όσον αφορά την ουσία των παρατηρήσεων του αναιρεσείοντος επί της υποτιθέμενης διαφορετικής μεταχείρισης μεταξύ των συνταξιούχων αναλόγως του τόπου κατοικίας τους, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, από την πλευρά της, και η «μέθοδος των πρωτευουσών» συνεπάγεται διαφορετική μεταχείριση, ευνοώντας τους συνταξιούχους που κατοικούν εκτός πρωτεύουσας, εξασφαλίζοντάς τους διορθωτικό συντελεστή υψηλότερο από αυτόν που απαιτείται βάσει του κόστους ζωής του τόπου στον οποίο κατοικούν.

66.      Το Συμβούλιο, όπως τόνισε και η Επιτροπή, αντικρούει, ευθύς εξ αρχής, ότι η απόφαση του Πρωτοδικείου μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ευνοεί τη διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη όσον αφορά την αρχή της ίσης μεταχείρισης. Ειδικότερα, κατά την άποψη του Συμβουλίου, ο αναιρεσείων συγχέει την αρχή της ίσης μεταχείρισης με την αρχή της ίσης αγοραστικής δυνάμεως. Κατά το Συμβούλιο, η σκέψη 105 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν αναφέρεται στην αρχή της ίσης μεταχείρισης γενικώς, αλλ’ απλώς στην αρχή της ίσης αγοραστικής δυνάμεως.

2.      Εκτίμηση

67.      Το κύριο ζήτημα που πρέπει να εξεταστεί για να δοθεί απάντηση στο ανωτέρω επιχείρημα συνίσταται στον καθορισμό του αν η επιλογή του κοινοτικού νομοθέτη να αντικαταστήσει τη «μέθοδο των χωρών» με τη «μέθοδο των πρωτευουσών», για τον καθορισμό των διορθωτικών συντελεστών των συντάξεων των πρώην υπαλλήλων των Κοινοτήτων, αποτελεί νόμιμη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει συναφώς ο νομοθέτης, ή αν, αντιθέτως, παραβιάζεται έτσι η αρχή της ίσης μεταχείρισης.

68.      Φρονώ ότι είναι απαραίτητη εισαγωγικώς η παρατήρηση ότι κάθε σύστημα διορθωτικών συντελεστών (και, γενικότερα, κάθε σύστημα αναπροσαρμογής των αμοιβών και/ή των συντάξεων) είναι αναγκαστικά, από τη φύση του, ανακριβές. Όπως ορθώς παρατήρησε το Πρωτοδικείο (20), για να είναι όντως ακριβές, το σύστημα πρέπει να λαμβάνει υπόψη έναν ειδικό διορθωτικό συντελεστή για κάθε τόπο κατοικίας των πρώην υπαλλήλων των Κοινοτήτων. Ακόμη και διαφορετικές συνοικίες εντός της ίδιας πόλης θα έπρεπε, σε πολλές περιπτώσεις, να εκτιμηθούν χωριστά, με τον καθορισμό διαφορετικών συντελεστών βάσει του αντίστοιχου κόστους ζωής.

69.      Είναι επομένως αναπόφευκτο ότι, όποιο σύστημα κι αν επιλεγεί, θα αποτελέσει, στην καλύτερη περίπτωση, μία κατά προσέγγιση λογική εκτίμηση του πραγματικού κόστους ζωής που ισχύει για κάθε πρώην υπάλληλο ατομικά.

70.      Υπό το πρίσμα αυτό, θεωρώ προφανές ότι τόσο η «μέθοδος των πρωτευουσών» όσο και η «μέθοδος των χωρών» παρουσιάζουν πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Επί παραδείγματι, μολονότι αληθεύει ότι η «μέθοδος των πρωτευουσών» προστατεύει καλύτερα όσους ζουν σε πρωτεύουσες και σε μεγάλες πόλεις, ταυτοχρόνως, η μέθοδος αυτή επιφυλάσσει σε όποιον ζει εκτός των πόλεων αυτών μία κατά πολύ ανώτερη, σε πραγματικούς όρους, οικονομική μεταχείριση, λόγω του μειωμένου κόστους ζωής στην επαρχία. Εξάλλου, η «μέθοδος των χωρών», που χρησιμοποιεί συντελεστή ο οποίος βρίσκεται στο ενδιάμεσο σημείο μεταξύ του κόστους ζωής στην πρωτεύουσα και του κόστους ζωής των λιγότερο «ακριβών» περιοχών του κράτους μέλους, μπορεί σε ορισμένο βαθμό να θέτει σε δυσμενέστερη μοίρα όσους κατοικούν στις ακριβότερες περιοχές του κράτους: ωστόσο, επιλέγοντας ενιαίο διορθωτικό συντελεστή για κάθε κράτος μέλος, φρονώ ότι η «μέθοδος των χωρών» όχι μόνον μπορεί κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί νομίμως, αλλά από πολλές πλευρές αποτελεί και την πιο δίκαιη λύση.

71.      Ο αναιρεσείων υπογραμμίζει έντονα ότι, κατά την άποψή του, η «μέθοδος των χωρών» δεν σέβεται την αρχή της ίσης μεταχείρισης και αποτελεί επομένως κριτήριο διακρίσεων. Είναι φανερό ότι η βασική ιδέα του είναι ότι, στην πράξη, μόνο με τη «μέθοδο των πρωτευουσών» μπορεί να αποφευχθούν οι δυνητικές επικρίσεις που στηρίζονται στην απαγόρευση των διακρίσεων.

72.      Δεν νομίζω ότι συντρέχει εδώ η κατάλληλη περίσταση για να εξεταστούν λεπτομερώς οι αρχές της ίσης μεταχείρισης και της απαγόρευσης των διακρίσεων στο πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου (21). Όπως προανέφερα, η εξασφάλιση απόλυτης ισότητας όσον αφορά την αγοραστική δύναμη για όλους τους πρώην υπαλλήλους των Κοινοτήτων είναι παντελώς αδύνατη. Φρονώ επομένως ότι το Πρωτοδικείο ορθώς έκρινε ότι, στο πλαίσιο της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει ο κοινοτικός νομοθέτης για την οργάνωση του συνταξιοδοτικού συστήματος των πρώην υπαλλήλων, η επιλογή της «μεθόδου των χωρών» αντί της «μεθόδου των πρωτευουσών» δεν συνεπάγεται αυθαίρετη ή προδήλως απρόσφορη διαφοροποίηση που μπορεί να παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης.

73.      Ο αναιρεσείων, επικρίνοντας την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, επικεντρώνεται, ειδικότερα, στη σκέψη της 105, εκτιμώντας ότι από αυτήν προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο θεώρησε τη διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη ως υπερισχύουσα της αρχής της ισότητας. Το κείμενο της σκέψης 105 έχει ως εξής: «Μολονότι είναι αληθές ότι η νέα μέθοδος είναι λιγότερο ευνοϊκή από την προηγούμενη, είναι επίσης αληθές ότι, όπως προαναφέρθηκε […] στο πλαίσιο της εξέτασης της αιτιάσεως που αντλείται από την παραβίαση των κεκτημένων δικαιωμάτων, ο κοινοτικός νομοθέτης είναι ελεύθερος να τροποποιεί τον ΚΥΚ θεσπίζοντας διατάξεις λιγότερο ευνοϊκές από τις προηγούμενες για τους οικείους υπαλλήλους, υπό την προϋπόθεση ότι ορίζει μεταβατική περίοδο επαρκούς διάρκειας. Η ελευθερία αυτή δεν περιορίζεται από την επίκληση της αρχής της ισότητας αγοραστικής ισχύος, κατά μείζονα λόγο διότι το μεταβατικό καθεστώς του άρθρου 24, παράγραφος 2, του παραρτήματος XIII του νέου ΚΥΚ εξασφαλίζει στους συνταξιούχους, όπως ο προσφεύγων, τη διατήρηση, μη περιοριζόμενη χρονικώς, του ονομαστικού καθαρού ποσού της συντάξεως που ελάμβαναν πριν την έναρξη ισχύος του νέου ΚΥΚ […]» (22).

74.      Δεν συμφωνώ με την ερμηνεία που προτείνει ο αναιρεσείων όσον αφορά το απόσπασμα που παρατέθηκε. Φρονώ πράγματι ότι είναι εμφανές ότι το Πρωτοδικείο δεν υποστηρίζει, όπως αντιθέτως προτείνει ο αναιρεσείων, ότι η πρόβλεψη κατάλληλης μεταβατικής περιόδου αποτελεί το μοναδικό όριο για να επιτραπεί η διαφορετική μεταχείριση. Συγκεκριμένα, η προπαρατεθείσα σκέψη 105 ουδόλως δικαιολογεί τη διαφορετική μεταχείριση. Περιορίζεται αντιθέτως στο να επισημάνει ότι, σε περίπτωση θεσπίσεως λιγότερο ευνοϊκού συνταξιοδοτικού καθεστώτος, ο κοινοτικός νομοθέτης υποχρεούται να προβλέψει κατάλληλη μεταβατική περίοδο. Η μεταβατική αυτή περίοδος προβλέπεται στην περίπτωση αυτή από τις διατάξεις του άρθρου 20 του παραρτήματος XIII του νέου ΚΥΚ, σύμφωνα με το οποίο η μετάβαση από τον διορθωτικό συντελεστή που υπολογίζεται με τη «μέθοδο των πρωτευουσών» στον διορθωτικό συντελεστή της «μεθόδου των χωρών» πραγματοποιείται προοδευτικά και σταδιακά κατά το διάστημα 2004 έως 2008. Άλλωστε, είναι σημαντικό ότι το Πρωτοδικείο εξέτασε το ζήτημα αυτό, πριν από τη σκέψη 105, στο μέρος της αποφάσεως που αφορά τη φερόμενη προσβολή των κεκτημένων δικαιωμάτων (στο πλαίσιο αιτιάσεως που δεν επανέλαβε ο αναιρεσείων με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως).

75.      Στο πλαίσιο των ισχυρισμών του, ο αναιρεσείων παραθέτει επανειλημμένα την απόφαση Δρούβης κατά Επιτροπής (23), εκτιμώντας ότι αποτελεί νομολογιακό προηγούμενο υπέρ των ισχυρισμών του. Δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω με την άποψη του αναιρεσείοντος ούτε ως προς το θέμα αυτό. Στην υπόθεση Δρούβης, ένας πρώην υπάλληλος της Επιτροπής, κάτοικος Ελλάδας, ζητούσε να μην εφαρμόζεται στη σύνταξή του κανένας διορθωτικός συντελεστής: κατά τον χρόνο εκείνο, πράγματι, για την Ελλάδα, ο εν λόγω συντελεστής, που ανερχόταν στο 86,5 %, είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της πράγματι καταβαλλόμενης συντάξεως σε σχέση με το βασικό ποσό. Με την απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο έκρινε νόμιμο το σύστημα των μεταβλητών διορθωτικών συντελεστών αναλόγως του τόπου κατοικίας των πρώην κοινοτικών υπαλλήλων και δέχθηκε επιπλέον ότι είναι νόμιμη η εφαρμογή μοναδικού διορθωτικού συντελεστή για κάθε κράτος μέλος. Ωστόσο, ουδόλως έκρινε ότι ο μοναδικός αποδεκτός μηχανισμός για τον καθορισμό του διορθωτικού αυτού συντελεστή είναι εκείνος που βασίζεται στη «μέθοδο των πρωτευουσών».

76.      Ο αναιρεσείων επικεντρώνεται εξάλλου στην προαναφερθείσα (σημείο 8) αιτιολογική σκέψη 30 του κανονισμού 723/2004, από την οποία προκύπτει ότι οι λόγοι που οδήγησαν στην επιλογή της τροποποιήσεως του συστήματος των διορθωτικών συντελεστών ήταν τόσο η βαθύτερη ολοκλήρωση των κρατών μελών εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και οι πρακτικές δυσκολίες που οφείλονταν στο σύστημα διαχείρισης. Ο αναιρεσείων επικρίνει ως εσφαλμένη την άποψη αυτή, εφόσον η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση απέχει πολύ ακόμη από την πραγμάτωσή της, αλλά και ως αντιφατική, εφόσον η διεύρυνση της ελεύθερης κυκλοφορίας στην οποία γίνεται μνεία με την αιτιολογική σκέψη αυτή θα έπρεπε να οδηγήσει σε ένα προσφορότερο σύστημα διορθωτικών συντελεστών, ικανό να παράσχει τη δυνατότητα αποτελεσματικής ελεύθερης κυκλοφορίας.

77.      Η Επιτροπή θεωρεί τους ισχυρισμούς αυτούς απαράδεκτους, τόσο διότι στηρίζονται σε πραγματικά στοιχεία που δεν ελέγχονται από το Δικαστήριο κατ’ αναίρεση όσο και διότι προβλήθηκαν για πρώτη φορά κατ’ αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου.

78.      Φρονώ ωστόσο, πολύ απλούστερα, ότι η αναφορά στην αιτιολογική σκέψη 30 του κανονισμού 723/2004 είναι αλυσιτελής, διότι εν μέρει μόνον αφορά την κατάσταση του αναιρεσείοντος. Δεν αμφισβητείται, κατά τη γνώμη μου, ότι η πρώτη περίοδος της σκέψης αυτής στην οποία επικεντρώνονται οι επικρίσεις του αναιρεσείοντος, αναφέρεται στην επιλογή της κατάργησης του συστήματος των διορθωτικών συντελεστών, επιλογή που ουδόλως ενδιαφέρει για τους σκοπούς της υπό κρίση διαφοράς, εφόσον η κατάργηση αυτή δεν αφορά όσους, όπως ο αναιρεσείων, συνταξιοδοτήθηκαν πριν την έναρξη ισχύος του νέου ΚΥΚ.

79.      Φρονώ επομένως ότι το πρώτο επιχείρημα του μοναδικού λόγου αναιρέσεως δεν πρέπει να γίνει δεκτό, δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα.

 Δ –     Ως προς τη δυσμενή διάκριση που αφορά τους συνταξιούχους που κατοικούν στο Βέλγιο

1.      Επιχειρήματα των διαδίκων

80.      Επαναλαμβάνοντας το τρίτο επιχείρημα που ανέπτυξε ενώπιον του Πρωτοδικείου προς υποστήριξη της παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχείρισης, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι υφίσταται δυσμενής διάκριση σε σχέση με τους συνταξιούχους που κατοικούν στο Βέλγιο, οι οποίοι θα συνεχίσουν να λαμβάνουν σύνταξη ανάλογη με το κόστος ζωής στις Βρυξέλλες.

81.      Ειδικότερα, αφού υπενθύμισε τη δική του ερμηνεία του ΚΥΚ, σύμφωνα με την οποία οι συντάξεις των πρώην υπαλλήλων που κατοικούν στο Βέλγιο υπολογίζονται μόνο βάσει του κόστους ζωής στις Βρυξέλλες, χωρίς να χρησιμοποιείται επομένως η «μέθοδος των χωρών», ο αναιρεσείων αμφισβητεί τα επιχειρήματα που αναπτύσσει το Πρωτοδικείο τόσο στη σκέψη 124, όπου παρατηρεί ότι «η νομιμότητα κοινοτικής κανονιστικής πράξης δεν μπορεί να εξαρτάται από τον τρόπο που εφαρμόζεται πρακτικώς», όσο και στη σκέψη 125, όπου υπενθυμίζεται η πάγια νομολογία σύμφωνα με την οποία «η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως πρέπει να συνδυάζεται με την τήρηση της αρχής της νομιμότητας, σύμφωνα με την οποία κανείς δεν μπορεί να επικαλείται υπέρ αυτού παρανομία που διαπράχθηκε προς όφελος τρίτου».

82.      Ειδικότερα, όσον αφορά την πρώτη από τις δύο προαναφερθείσες διαπιστώσεις του Πρωτοδικείου, ο αναιρεσείων, πέραν του ότι αμφισβητεί ότι η νομολογία ενισχύει την ερμηνεία που υποστηρίζει το Πρωτοδικείο, αναρωτάται ποιες άλλες πράξεις (της συγκεκριμένης εφαρμογής του νέου συνταξιοδοτικού συστήματος) θα μπορούσε να προσβάλει για να ικανοποιηθούν τα αιτήματά του. Όσον αφορά τη δεύτερη διαπίστωση, αντιθέτως, ο αναιρεσείων παρατηρεί ότι δεν πρόκειται να αμφισβητήσει παρανομία διαπραχθείσα προς όφελος τρίτων, αλλά επιδιώκει να αποδείξει απλώς την ύπαρξη δυσμενούς διακρίσεως μεταξύ δύο προσώπων που ανήκουν στην ίδια κατηγορία.

83.      Η Επιτροπή υπενθυμίζει κατ’ αρχάς το κείμενο του άρθρου 1, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, του παραρτήματος XI, για να υποστηρίξει ότι το νέο συνταξιοδοτικό σύστημα δεν προβλέπει καμία σύνδεση με το κόστος ζωής των Βρυξελλών.

84.      Όλα τα επιχειρήματα που παρέθεσε το Πρωτοδικείο επιπλέον της βασικής αυτής διαπιστώσεως προβλήθηκαν επομένως ως εκ περισσού, οπότε οι αιτιάσεις που στρέφονται κατά των επιχειρημάτων αυτών πρέπει να απορριφθούν, εφόσον δεν μπορούν να τροποποιήσουν τα συμπεράσματα της αποφάσεως. Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή υποστηρίζει παρ’ όλ’ αυτά, επικουρικώς, τη βασιμότητα των επιπλέον επιχειρημάτων του Πρωτοδικείου.

85.      Το Συμβούλιο, από την πλευρά του, προβάλλει επιχειρήματα ουσιαστικά παρόμοια με τα της Επιτροπής.

2.      Εκτίμηση

86.      Το πρώτο πρόβλημα που πρέπει να εξεταστεί για να εκτιμηθεί το παρόν επιχείρημα είναι να καθοριστεί ποιο είναι, αντικειμενικά, το αποτέλεσμα που επιδιώκει ο αναιρεσείων με την αίτησή του.

87.      Εάν πράγματι σκοπός του είναι η μείωση των συγκεκριμένων συντάξεων που καταβάλλονται στους πρώην υπαλλήλους που κατοικούν στο Βέλγιο ή η μείωση του ποσού αναφοράς για τον υπολογισμό των συντάξεων των πρώην υπαλλήλων των Κοινοτήτων, ο λόγος αναιρέσεως είναι αναμφίβολα αρχήθεν απαράδεκτος.

88.      Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, στις προϋποθέσεις του παραδεκτού της προσφυγής περιλαμβάνεται το έννομο συμφέρον. Πρόκειται εξάλλου για ζήτημα δημοσίας τάξεως το οποίο μπορεί να εξετάζει αυτεπαγγέλτως ο κοινοτικός δικαστής (24).

89.      Πάντως, είναι φανερό ότι ο αναιρεσείων δεν είχε (και δεν έχει) έννομο συμφέρον να προσβάλει τον διορθωτικό συντελεστή, που ισούται με 100 %, ο οποίος ισχύει για τους συνταξιούχους που κατοικούν στο Βέλγιο (ή, ακριβέστερα, την έλλειψη διορθωτικού συντελεστή, βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 5, του παραρτήματος XI του ΚΥΚ). Πράγματι, αν γίνονταν δεκτά τα σχετικά επιχειρήματά του, τούτο θα είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της συντάξεως που λαμβάνουν οι πρώην υπάλληλοι των Κοινοτήτων που κατοικούν στο Βέλγιο, χωρίς κανένα συγκεκριμένο όφελος για τον αναιρεσείοντα. Επομένως, από τη στιγμή που, βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 3, του παραρτήματος XI του νέου ΚΥΚ, οι συντάξεις των πρώην υπαλλήλων προσαρμόζονται με τη χρήση διορθωτικών συντελεστών υπολογιζόμενων «σε σχέση με το Βέλγιο», δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα ότι, αν γίνει δεκτός ο λόγος αναιρέσεως από την πλευρά αυτή, τούτο θα μπορούσε να οδηγήσει, σε τελική ανάλυση, στη μείωση της συντάξεως του αναιρεσείοντος, υπολογιζόμενη εφαρμόζοντας στη «βασική σύνταξη», που είναι αυτή που καταβάλλεται στους συνταξιούχους που κατοικούν στο Βέλγιο, ενός ειδικού συντελεστή για το Ηνωμένο Βασίλειο, υψηλότερου του 100 %.

90.      Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτό, για να μπορέσει να θεωρηθεί παραδεκτό το επιχείρημα του αναιρεσείοντος, στον βαθμό που υφίσταται έννομο συμφέρον, ότι το επιχείρημά του έχει ως απώτερο σκοπό τη διεκδίκηση για τον αναιρεσείοντα της εφαρμογής διορθωτικού συντελεστή υπολογιζόμενου σύμφωνα με τη «μέθοδο των πρωτευουσών».

91.      Εκτιμώ ωστόσο ότι η συλλογιστική του αναιρεσείοντος έχει εσφαλμένη βάση.

92.      Είναι αναγκαίο να ανακεφαλαιώσω εν τάχει τα πραγματικά περιστατικά. Για τη σύνταξη κάθε πρώην υπαλλήλου των Κοινοτήτων προβλέπεται ένα βασικό ποσό, το οποίο, στο σύστημα του νέου ΚΥΚ, δεν μπορεί να μειωθεί, ανεξαρτήτως του τόπου κατοικίας του συνταξιούχου. Με άλλα λόγια, ο ελάχιστος διορθωτικός συντελεστής ισούται με το 100 % (το οποίο, εξυπακούεται, αντιστοιχεί στην έλλειψη διορθωτικού συντελεστή). Αυτό το «ελάχιστο» επίπεδο σύνταξης αναγνωρίζεται, π.χ., βάσει του άρθρου 3 του κανονισμού 31/2005, στους συνταξιούχους που κατοικούν στη Δημοκρατία της Τσεχίας, στην Εσθονία, στη Ελλάδα, στην Ισπανία, στην Κύπρο, στη Λετονία, στη Λιθουανία, στην Ουγγαρία, στη Μάλτα, στην Πολωνία, στην Πορτογαλία, στη Σλοβενία, στη Σλοβακία, πέραν, σύμφωνα με το άρθρο 11 του ΚΥΚ, των συνταξιούχων που κατοικούν στο Βέλγιο και στο Λουξεμβούργο, δύο κράτη μέλη για τα οποία δεν εφαρμόζονται διορθωτικοί συντελεστές. Για τα λοιπά κράτη μέλη, στους συνταξιούχους στην κατάσταση του αναιρεσείοντος, που θεμελίωσαν τα συνταξιοδοτικά δικαιώματά τους πριν την έναρξη ισχύος του νέου ΚΥΚ, εφαρμόζεται διορθωτικός συντελεστής που υπολογίζεται βάσει της διαφοράς μεταξύ του κόστους ζωής στο κράτος μέλος κατοικίας τους και του κόστους ζωής στο Βέλγιο (βλ. άρθρο 1, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, περίπτωση ii, του παραρτήματος XI του νέου ΚΥΚ), που έχει ως αποτέλεσμα στην πράξη αύξηση του ποσού της καταβαλλόμενης σύνταξης. Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3 του προαναφερθέντος κανονισμού 31/2005, π.χ., ο εν λόγω διορθωτικός συντελεστής που ίσχυε για το Ηνωμένο Βασίλειο ανήλθε, από 1ης Ιουλίου 2004, σε 137,5 %.

93.      Είναι επομένως προφανές, στο πλαίσιο των πραγματικών αυτών περιστατικών, ότι το Πρωτοδικείο ορθώς επισήμανε, με τη σκέψη 117 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το νέο συνταξιοδοτικό καθεστώς δεν προβλέπει καμία αναφορά στο κόστος ζωής των Βρυξελλών. Απλώς, για τις συντάξεις όπως και για τις αμοιβές των εν ενεργεία υπαλλήλων, στο Βέλγιο (και στο Λουξεμβούργο) δεν προβλέπεται η εφαρμογή κανενός διορθωτικού συντελεστή σε σχέση με τα ποσά αναφοράς.

94.      Είναι αληθές ότι, κατά τη μετάβαση από τον παλαιό στον νέο ΚΥΚ, το ποσό αναφοράς των συντάξεων δεν τροποποιήθηκε. Εξάλλου, αν το ποσό αυτό είχε μειωθεί, θα είχε επίσης μειωθεί, στην πράξη, και η καταβαλλόμενη σύνταξη.

95.      Τα επιχειρήματα που ανέπτυξε το Πρωτοδικείο επιπλέον της προπαρατεθείσας βασικής διαπίστωσης, ειδικότερα με τις σκέψεις 124 και 125, αν και είναι κατ’ αρχήν ορθά, φρονώ ότι είναι περιττά προκειμένου να αποφανθεί επί του λόγου που προέβαλε ο αναιρεσείων.

96.      Εκτιμώ επομένως ότι το δεύτερο επιχείρημα που προβάλλει ο αναιρεσείων στο πλαίσιο του λόγου αναιρέσεως πρέπει επίσης να απορριφθεί, διότι δεν υφίσταται καμία διαφορετική μεταχείριση εισάγουσα διάκριση μεταξύ του αναιρεσείοντος και των συνταξιούχων πρώην υπαλλήλων των Κοινοτήτων που κατοικούν στο Βέλγιο.

 Ε –     Ως προς τη δυσμενή διάκριση σε σχέση με τους συνταξιούχους που κατοικούν σε ένα από τα κράτη μέλη «χαμηλού κόστους»

1.      Επιχειρήματα των διαδίκων

97.      Ο αναιρεσείων επαναλαμβάνει τέλος το τέταρτο επιχείρημα που είχε προβάλει ενώπιον του Πρωτοδικείου για να υποστηρίξει την ύπαρξη διαφορετικής μεταχείρισης, επιχείρημα που στηρίζεται στο όφελος για τους συνταξιούχους που κατοικούν στα κράτη μέλη «χαμηλού κόστους» από την εφαρμογή, με το νέο καθεστώς, διορθωτικού συντελεστή 100 %. Ειδικότερα, το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε σφάλμα δεχόμενο ότι ο αναιρεσείων δεν είχε έννομο συμφέρον να αμφισβητήσει το υποτιθέμενο όφελος.

98.      Ο αναιρεσείων αναγνωρίζει ότι, κατά πάγια νομολογία, για να δικαιολογηθεί το παραδεκτό αιτιάσεως απαιτείται η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος. Εκτιμά ωστόσο, σε αντίθεση προς όσα διαπίστωσε το Πρωτοδικείο στη σκέψη 135 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, στην περίπτωσή του, υπάρχει έννομο συμφέρον. Ειδικότερα, το έννομο συμφέρον προκύπτει από το γεγονός ότι, και πάλι, η κατάσταση των συνταξιούχων που κατοικούν σε χώρα «χαμηλού κόστους», σε σύγκριση με αυτήν του αναιρεσείοντος, μαρτυρεί την ύπαρξη διαφορετικής μεταχείρισης που εισάγει δυσμενή διάκριση.

99.      Κατά τα λοιπά, ο αναιρεσείων αμφισβητεί επίσης τα επιχειρήματα του Πρωτοδικείου σύμφωνα με τα οποία, εφόσον το συνταξιοδοτικό σύστημα των πρώην υπαλλήλων της Κοινότητας δεν λειτουργεί ως συνταξιοδοτικό ταμείο, αλλά είναι οργανωμένο βάσει της αρχής της αλληλεγγύης, ενδεχόμενη μείωση των συντάξεων που καταβάλλονται στους πρώην υπαλλήλους που κατοικούν σε κράτη μέλη «χαμηλού κόστους» δεν θα απέφερε κανένα όφελος στον αναιρεσείοντα. Ειδικότερα, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι η κατά τον τρόπο αυτό επιτυγχανόμενη οικονομία θα μπορούσε να καταστήσει εφικτή, π.χ., την επάνοδο στην εφαρμογή της «μεθόδου των πρωτευουσών» (σημείο 78 της αιτήσεως αναιρέσεως).

100. Επιπλέον, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αποκαλύπτει την ύπαρξη πλημμέλειας στον βαθμό που έκρινε ότι η απόφαση του κοινοτικού νομοθέτη να εφαρμόσει διορθωτικό συντελεστή 100 % στους συνταξιούχους που κατοικούν στα «χαμηλού κόστους» κράτη μέλη δεν είναι προδήλως αυθαίρετη ή απρόσφορη (σκέψη 136 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

101. Η Επιτροπή και το Συμβούλιο επαναλαμβάνουν κατ’ αρχάς τη βασιμότητα, κατά τη γνώμη τους, της αποφάσεως του Πρωτοδικείου περί κηρύξεως απαραδέκτου της αιτιάσεως. Εξάλλου, σύμφωνα με τα κοινοτικά αυτά όργανα, οι παρατηρήσεις του Πρωτοδικείου όσον αφορά την ευρεία διακριτική ευχέρεια την οποία διαθέτει επί του θέματος αυτού ο κοινοτικός νομοθέτης, εντός των ορίων τα οποία, εν προκειμένω, δεν υπερέβη, δεν μπορούν να επικριθούν.

102. Η Επιτροπή υποστηρίζει εξάλλου ότι το επιχείρημα αυτό έπρεπε επίσης να κηρυχθεί απαράδεκτο από το Πρωτοδικείο, διότι προβλήθηκε από τον αναιρεσείοντα για πρώτη φορά στο στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως στο πλαίσιο της πρωτοβάθμιας διαδικασίας (σημείο 71 του υπομνήματος αντικρούσεως).

2.      Εκτίμηση

103. Αρχίζοντας από την προπαρατεθείσα παρατήρηση της Επιτροπής, κατά την οποία το υπό εξέταση επιχείρημα έπρεπε να κηρυχθεί απαράδεκτο, φρονώ ότι η άποψη της Επιτροπής δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Συγκεκριμένα, αν και ο αναιρεσείων με την προσφυγή που άσκησε ενώπιον του Πρωτοδικείου δεν αναφέρθηκε ειδικώς στη σύγκριση με τους συνταξιούχους που κατοικούν στα «χαμηλού κόστους» κράτη μέλη στο πλαίσιο της συζήτησης σχετικά με την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, είναι ωστόσο αληθές ότι το εν λόγω επιχείρημα είχε προβληθεί, έστω και υποτυπωδώς, με το τμήμα της προσφυγής που αναφερόταν στην κατάχρηση εξουσίας, στην παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Ειδικότερα, το σημείο 93 του δικογράφου της προσφυγής ενώπιον του Πρωτοδικείου είχε ως εξής:

«Τέλος, βάσει των διαφόρων αρχών που υπενθυμίστηκαν, η εφαρμογή της διατάξεως αυτής είναι αντιφατική διότι επιβάλλει, όσον αφορά τις συντάξεις, διορθωτικό συντελεστή 100 για τις πρωτεύουσες και τα κράτη μέλη στα οποία, ωστόσο, ο συντελεστής είναι κατώτερος του 100, όπως ισχύει, ιδίως, για την Αθήνα, τη Βουδαπέστη, τη Λισσαβόνα, την Πράγα και τη Βαρσοβία.»

104. Λαμβανομένης υπόψη της πάγιας νομολογίας του Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία, παρά τη γενική απαγόρευση της προβολής νέων ισχυρισμών, είναι δυνατή η προβολή κατά τη διάρκεια της δίκης λόγου ακυρώσεως που αποτελεί εκτενέστερη περιγραφή προγενέστερου λόγου προβληθέντος ρητώς ή σιωπηρώς με το δικόγραφο της προσφυγής (25), φρονώ ότι το επιχείρημα με το οποίο προβάλλεται διαφορετική μεταχείριση σε σχέση με τους συνταξιούχους που κατοικούν σε «χαμηλού κόστους» κράτη μέλη ήταν παραδεκτό.

105. Προτείνω εν προκειμένω να εξεταστεί η ειδική επίκριση που προβάλλει επ’ αυτού ο αναιρεσείων κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Εκτιμά ότι το Πρωτοδικείο εσφαλμένως δέχθηκε ότι δεν υπήρχε έννομο συμφέρον.

106. Προς τούτο, ειδικότερα, ο αναιρεσείων αμφισβητεί τα όσα διαπίστωσε το Πρωτοδικείο με τις σκέψεις 133 επ. της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, όπου αναφέρεται ότι ο αναιρεσείων ουδόλως απέδειξε ότι η κατάργηση του οφέλους που χορηγεί ο νέος ΚΥΚ στους συνταξιούχους που κατοικούν στα «χαμηλού κόστους» κράτη μέλη μπορεί με κάποιον τρόπο να τον ευνοήσει.

107. Τα επιχειρήματα του αναιρεσείοντος δεν μου φαίνονται πειστικά, στον βαθμό που αμφισβητεί την ακρίβεια της συλλογιστικής του Πρωτοδικείου.

108. Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, για να αμφισβητηθεί η νομιμότητα κοινοτικής πράξης, τόσο ευθέως όσο και κατ’ ένσταση, πρέπει το έννομο συμφέρον να μπορεί να έχει ένα πρακτικό όφελος για τον αναιρεσείοντα, σε περίπτωση που η απόφαση δεχθεί τις αιτιάσεις του (26).

109. Πάντως, είναι φανερό ότι, εν προκειμένω, το μοναδικό αντικείμενο του επιχειρήματος που προβάλλει ο αναιρεσείων είναι το γεγονός ότι ο νομοθέτης αποφάσισε να αναγνωρίσει στους συνταξιούχους που κατοικούν στα «χαμηλού κόστους» κράτη μέλη την άμεση εφαρμογή των κανόνων, που περιλαμβάνονται στον νέο ΚΥΚ, σχετικά με την κατάργηση των διορθωτικών συντελεστών για τις συντάξεις. Αντιθέτως, το νέο αυτό σύστημα (το οποίο θα ήταν γι’ αυτόν ιδιαιτέρως δυσμενές, όπως προαναφέρθηκε), ουδέποτε εφαρμόστηκε στον αναιρεσείοντα, εφόσον θα εξακολουθήσει να εφαρμόζεται στην περίπτωσή του διορθωτικός συντελεστής κατά πολύ ανώτερος του 100 %.

110. Εφόσον είναι φανερό ότι η ενδεχόμενη μείωση των συντάξεων που καταβάλλονται στους πρώην υπαλλήλους που κατοικούν σε «χαμηλού κόστους» κράτη μέλη, η οποία θα αποτελούσε τη συνέπεια της κηρύξεως ως μη νόμιμης της προπαρατεθείσας αποφάσεως του νομοθέτη, δεν θα είχε για τον αναιρεσείοντα κανένα εμφανές όφελος, φρονώ ότι η συλλογιστική του Πρωτοδικείου βάσει της οποίας κήρυξε απαράδεκτο το επιχείρημα δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο επικρίσεως.

111. Εξάλλου, το έννομο συμφέρον του αναιρεσείοντος ελλείπει και στην περίπτωση που η αιτίαση ερμηνευόταν ως ασκούμενη, γενικώς, κατά της αποφάσεως του νομοθέτη περί καταργήσεως των διορθωτικών συντελεστών. Και τούτο, διότι, όπως προανέφερα, η κατάργηση αυτή δεν αφορά προσωπικώς τον αναιρεσείοντα.

112. Κατά τα λοιπά, το Πρωτοδικείο προέβη εν πάση περιπτώσει σε μία συνοπτική ανάλυση και από άποψη ουσίας του εν λόγω επιχειρήματος, παρατηρώντας ότι, ακόμη και στην περίπτωση αυτή, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι ο κοινοτικός νομοθέτης υπερέβη το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει. Φρονώ ότι οι παρατηρήσεις αυτές του Πρωτοδικείου, μολονότι συνοπτικές (δεδομένου ότι, εξάλλου, παρατέθηκαν επικουρικώς), δεν μπορούν να θεωρηθούν εσφαλμένες.

113. Ο κοινοτικός νομοθέτης αποφάσισε πράγματι να εφαρμόσει εξ αρχής, στους συνταξιούχους που κατοικούν σε κράτη μέλη «χαμηλού κόστους», τον μηχανισμό υπολογισμού των συντάξεων που θα ισχύσει γενικώς στο μέλλον για όλους τους πρώην υπαλλήλους που θα έχουν αποκτήσει συνταξιοδοτικά δικαιώματα μετά την έναρξη ισχύος του νέου ΚΥΚ. Εξάλλου, ο νομοθέτης, για να εγγυηθεί την κατάσταση αυτών που, όπως ο αναιρεσείων, κατοικούν σε κράτος μέλος «υψηλού κόστους» και οι οποίοι απέκτησαν τα συνταξιοδοτικά τους δικαιώματα πριν την 1η Μαΐου 2004, προέβλεψε τη διατήρηση, υπέρ αυτών, ενός διορθωτικού συντελεστή (αν και, όπως προανέφερα, υπολογίζεται διαφορετικά). Φρονώ ότι δεν μπορεί να λεχθεί ότι υφίσταται πρόδηλη παραβίαση, από τον νομοθέτη, των ορίων του περιθωρίου εκτιμήσεως που διαθέτει.

114. Εκτιμώ επομένως ότι πρέπει να απορριφθεί και το τελευταίο αυτό επιχείρημα που προβάλλει ο αναιρεσείων.

VII – Επί των δικαστικών εξόδων

115. Σύμφωνα με το άρθρο 122, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων. Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

116. Εξάλλου, το δεύτερο εδάφιο του ίδιου άρθρου 122 προβλέπει, στην περίπτωση αναιρέσεων που ασκούνται από μόνιμους ή μη μόνιμους υπαλλήλους οργάνου, τη δυνατότητα κατανομής των δικαστικών εξόδων μεταξύ των διαδίκων, εφόσον αυτό υπαγορεύει η επιείκεια.

117. Εφόσον η παρούσα διαδικασία είναι η πρώτη, ενώπιον του Δικαστηρίου, που εξετάζει το ζήτημα της μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού συστήματος των υπαλλήλων των Κοινοτήτων από τον νέο ΚΥΚ, και εφόσον ορισμένες νομικές πλευρές του νέου συστήματος μπορούν πράγματι να παρουσιάσουν δυσχέρειες, προτείνω στο Δικαστήριο να διατάξει τον συμψηφισμό των δικαστικών εξόδων.

VIII – Προτάσεις

118. Κατόπιν των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως εξής:

«1)      Η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται.

2)      Οι διάδικοι φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ιταλική.


2 – Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 723/2004 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 2004, για την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων αυτών (ΕΕ L 124 της 27ης Απριλίου 2004, σ. 1).


3 – Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 31/2005 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2004, για την αναπροσαρμογή, από την 1η Ιουλίου 2004, των αποδοχών και των συντάξεων των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, καθώς και των διορθωτικών συντελεστών που εφαρμόζονται στις εν λόγω αποδοχές και συντάξεις (ΕΕ L 8 της 12ης Ιανουαρίου 2005, σ. 1).


4 – Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, σκέψεις 99 έως 109.


5 – Ομοίως, σκέψεις 110 έως 115.


6 – Ομοίως, σκέψεις 116 έως 130.


7 – Ομοίως, σκέψεις 131 έως 139.


8 – Βλ. σημείο 14 της αιτήσεως αναιρέσεως.


9 – Βλ., συναφώς, προτάσεις και υπόμνημα ανταπαντήσεως της Επιτροπής, καθώς και σημείο 31 του υπομνήματος. Τονίζω εξάλλου ότι, στο σημείο 40 του ίδιου εγγράφου, η Επιτροπή ισχυρίζεται αντιθέτως: «[…] επομένως, το Δικαστήριο, για τους λόγους αυτούς, πρέπει να ακυρώσει την απόφαση του Πρωτοδικείου κατά το μέρος που έκρινε απαράδεκτο το πρώτο και τρίτο σκέλος των λόγων ακυρώσεως, διότι δεν προβλήθηκαν με τη διοικητική ένσταση και, επιπροσθέτως, το τέταρτο σκέλος, διότι δεν προβλήθηκε με το υπόμνημα απαντήσεως». Εξάλλου, λαμβανομένης υπόψη της θέσεως που θα προτείνω όσον αφορά την «ανταναίρεση», δεν είναι απαραίτητο να καθοριστεί αν η Επιτροπή ζήτησε ή όχι την ακύρωση, παρεμπιπτόντως, της αποφάσεως του Πρωτοδικείου.


10 – Σημείο 32 του υπομνήματος ανταπαντήσεως της Επιτροπής.


11 – Απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 1977, 91/76, de Lacroix κατά Δικαστηρίου (Συλλογή τόμος 1977, συνοπτική μετάφραση στα ελληνικά, σ. 73, σκέψη 11).


12 – Βλ., π.χ., αποφάσεις του Δικαστηρίου της 19ης Φεβρουαρίου 1981, συνεκδικασθείσες υποθέσεις 122/79 και 123/79, Schiavo κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1981, σ. 473, σκέψη 22)· της 20ής Μαρτίου 1984, συνεκδικασθείσες υποθέσεις 75/82 και 117/82, Razzouk και Beydoun κατά Επιτροπής (Συλλογή 1984, σ. 1509, σκέψη 13), και της 4ης Φεβρουαρίου 1987, 302/85, Pressler-Hoeft κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου (Συλλογή 1987, σ. 513, σκέψη 5).


13 – Απόφαση του Πρωτοδικείου της 29ης Μαρτίου 1990, T-57/89, Αλεξανδράκης κατά Επιτροπής (Συλλογή 1990, σ. II-143, σκέψη 8). Η νομολογία αυτή επιβεβαιώθηκε, στη συνέχεια, παγίως από το Δικαστήριο: βλ., π.χ., αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 11ης Ιουλίου 1991, T-19/90, von Hoessle κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου (Συλλογή 1991, σ. II-615)· της 16ης Ιουλίου 1992, T-1/91, Della Pietra κατά Επιτροπής (Συλλογή 1992, σ. 2145), και της 11ης Σεπτεμβρίου 2002, T-127/00, Nevin κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I-A-149 και II-781).


14 – Βλ., π.χ., αποφάσεις Razzouk et Beydoun κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 9, και της 19ης Νοεμβρίου 1998, C-316/97 P, Κοινοβούλιο κατά Gaspari (Συλλογή 1998, σ. I-7597, σκέψη 17).


15 – Αποφάσεις της 7ης Μαΐου 1986, 52/85, Rihoux κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1986, σ. 1555, σκέψη 13)· της 20ής Μαΐου 1987, 242/85, Geist κατά Επιτροπής (Συλλογή 1987, σ. 2181, σκέψη 9)· της 14ης Φεβρουαρίου 1989, 346/87, Bossi κατά Επιτροπής (Συλλογή 1989, σ. 303, σκέψη 27), και της 10ης Μαρτίου 1989, 126/87, Del Plato κατά Επιτροπής (Συλλογή 1989, σ. 643, σκέψη 12).


16 – Βλ., π.χ., απόφαση της 14ης Μαρτίου 1989, 133/88, Casto Del Amo Martinez κατά Κοινοβουλίου (Συλλογή 1989, σ. 689, σκέψη 13).


17 – Απόφαση της 16ης Μαΐου 2006, C-68/05 P, Koninklijke Coöperatie Cosun UA κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. I-10367, σκέψεις 95 έως 98). Βλ., επίσης, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα Stix-Hackl της 16ης Μαΐου 2006 στην υπόθεση εκείνη (ειδικότερα σημεία 89 έως 103).


18 – Απόφαση Casto Del Amo Martinez κατά Κοινοβουλίου, προπαρατεθείσα, σκέψη 13.


19 – Ως προς το δικαίωμα αυτό, βλ., π.χ., απόφαση της 13ης Μαρτίου 2007, C-432/05, Unibet (Συλλογή 2007, σ. I-2271, σκέψεις 37 και τη νομολογία που παρατίθεται εκεί).


20 – Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, σκέψη 100.


21 – Ως γνωστόν, η αρχή αυτή έχει αποκρυσταλλωθεί στον κανόνα σύμφωνα με τον οποίο επιβάλλεται να μην αντιμετωπίζονται παρόμοιες καταστάσεις κατά τρόπο διαφορετικό και να μην αντιμετωπίζονται διαφορετικές καταστάσεις καθ’ όμοιο τρόπο, εκτός εάν μια τέτοια αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς. Βλ., π.χ., αποφάσεις της 23ης Οκτωβρίου 2007, C-273/04, Πολωνία κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2007, σ. Ι.8925, σκέψη 86)· της 30ής Μαρτίου 2006, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-87/03 και C-100/03, Ισπανία κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2006, σ. I-2915, σκέψη 48)· της 17ης Οκτωβρίου 1995, C-44/94, Fishermen’s Organisations κ.λπ. (Συλλογή 1995, σ. I-3115, σκέψη 46), κ.λπ. Σχετικά με τις κοινοτικές υπαλληλικές υποθέσεις, βλ., π.χ., απόφαση της 11ης Ιουλίου 1985, 119/83, Appelbaum κατά Επιτροπής (Συλλογή 1985, σ. 2423), καθώς και την απόφαση του Πρωτοδικείου της 7ης Φεβρουαρίου 1991, συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-18/89 και T-24/89, Ταγαράς κατά Δικαστηρίου (Συλλογή 1991, σ. II-53, σκέψη 68).


22 – Η μετάφραση του αποσπάσματος αυτού, όπως και όλων των άλλων σημείων της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, είναι ανεπίσημη.


23 – Απόφαση του Πρωτοδικείου της 26ης Φεβρουαρίου 2003, T-184/00, Δρούβης κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I-A-51 και II-297), η οποία επιβεβαιώθηκε με τη διάταξη του Δικαστηρίου της 29ης Απριλίου 2004, C‑18/03 P (που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή).


24 – Διάταξη του Δικαστηρίου της 7ης Οκτωβρίου 1987, 108/86, Di Muro κατά Συμβουλίου και Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (Συλλογή 1987, σ. 3933, σκέψη 10)· βλ., επίσης, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 14ης Απριλίου 2005, T-141/03, Sniace (Συλλογή 2005, σ. II-1197, σκέψη 22)· της 18ης Φεβρουαρίου 1993, T-45/91, McAvoy κατά Κοινοβουλίου (Συλλογή 1993, σ. II-83, σκέψη 22), και της 28ης Μαρτίου 2001, T-144/99, Σύλλογος ειδικών πληρεξουσίων του Ευρωπαϊκού γραφείου διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας κατά Επιτροπής (Συλλογή 2001, σ. II-1087, σκέψεις 29 έως 35). Με την τελευταία αυτή απόφαση, άλλωστε, το Πρωτοδικείο φαίνεται να θεωρεί την προϋπόθεση του έννομου συμφέροντος ως μία απαίτηση, όμοια με αυτές του άρθρου 230 ΕΚ.


25 – Βλ., π.χ., αποφάσεις της 19ης Μαΐου 1983, 306/81, Βέρρος κατά Κοινοβουλίου (Συλλογή 1983, σ. 1755, σκέψη 9)· της 13ης Νοεμβρίου 2001, C‑430/00 P, Anton Dürbeck GmbH κατά Επιτροπής (Συλλογή 2001, σ. I-8547, σκέψη 17), και της 26ης Απριλίου 2007, C‑412/05 P, Alcon Inc. κατά ΓΕΕΑ (Συλλογή 2007, σ. I-3569, σκέψεις 38 έως 40).


26 – Βλ., π.χ., αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Μαρτίου 1973, 37/72, Marcato κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 503, σκέψη 7)· της 16ης Δεκεμβρίου 1976, 124/75, Perinciolo κατά Συμβουλίου (Συλλογή τόμος 1976, σ. 535, σκέψη 26), και της 30ής Ιουνίου 1983, 85/82, Schloh κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1983, σ. 2105, σκέψη 14). Όπως γίνεται αντιληπτό, τα τελευταία χρόνια η ύπαρξη ή όχι εννόμου συμφέροντος έχει απασχολήσει το Πρωτοδικείο κυρίως, και στη συνέχεια το ΔΔΔ, ενώ το Δικαστήριο επιβεβαίωσε την ύπαρξη παρόμοιου κριτηρίου για την εκτίμηση του παραδεκτού των αναιρέσεων κατά των αποφάσεων του Πρωτοδικείου [βλ., π.χ., αποφάσεις της 19ης Οκτωβρίου 1995, C-19/93 P, Rendo κατά Επιτροπής (Συλλογή 1993, σ. I-3319, σκέψη 13)· της 13ης Ιουλίου 2000, C-174/99 P, Κοινοβούλιο κατά Richard (Συλλογή 2000, σ. I-6189, σκέψη 33), και της 25ης Ιουλίου 2002, C-50/00 P, Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2002, σ. I‑6677, σκέψη 21)· διάταξη της 25ης Ιανουαρίου 2001, C-111/99 P, Lech-Stahlwerke GmbH κατά Επιτροπής (Συλλογή 2001, σ. I-727, σκέψη 118)].