Language of document :

Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Lietuvos Aukščiausiasis Teismas (Λιθουανία) στις 28 Ιουνίου 2021 – D.V. κατά M.A.

(Υπόθεση C-395/21)

Γλώσσα διαδικασίας: η λιθουανική

Αιτούν δικαστήριο

Lietuvos Aukščiausiasis Teismas

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Αναιρεσείων: D.V.

Αναιρεσίβλητος: M.A.

Προδικαστικά ερωτήματα

Έχει το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/131 , την έννοια ότι η φράση «κύριο αντικείμενο της σύμβασης» καλύπτει ρήτρα –η οποία δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως και περιλαμβάνεται σε σύμβαση παροχής νομικών υπηρεσιών που συνήφθη μεταξύ επαγγελματία (δικηγόρου) και καταναλωτή– σχετικά με το κόστος και τον τρόπο υπολογισμού του;

Πρέπει η μνεία που γίνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13, περί διατύπωσης των συμβατικών ρητρών κατά τρόπο σαφή και κατανοητό να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι στη συμβατική ρήτρα που αφορά το κόστος (κατά την οποία το κόστος των υπηρεσιών που πράγματι παρέχονται καθορίζεται σε ωριαία βάση) αρκεί να αναφέρεται το ύψος της ωριαίας αποζημίωσης που είναι καταβλητέα στον δικηγόρο;

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα: πρέπει η απαίτηση περί διαφάνειας να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι περιλαμβάνει την υποχρέωση του δικηγόρου να αναφέρει στη σύμβαση το κόστος των υπηρεσιών των οποίων οι τιμές μπορούν να καθοριστούν με σαφήνεια και να εξειδικευθούν εκ των προτέρων, ή πρέπει επίσης να αναφέρεται ένα ενδεικτικό κόστος των υπηρεσιών (ένας αρχικός προϋπολογισμός για τις υπηρεσίες που πρόκειται να παρασχεθούν) στην περίπτωση που είναι αδύνατον να προβλεφθεί ο αριθμός (ή η διάρκεια) συγκεκριμένων ενεργειών και οι αμοιβές που αντιστοιχούν σε αυτές κατά τη σύναψη της συμβάσεως, καθώς και να επισημαίνονται οι πιθανοί κίνδυνοι που ενδέχεται να έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση ή τη μείωση του κόστους; Κατά την εξέταση του ζητήματος αν η σχετική με το κόστος συμβατική ρήτρα συνάδει με την απαίτηση περί διαφάνειας, είναι κρίσιμο το αν οι πληροφορίες σχετικά με το κόστος των νομικών υπηρεσιών και ο τρόπος με τον οποίον αυτό υπολογίζεται παρέχονται στον καταναλωτή με οποιοδήποτε πρόσφορο μέσο ή αν προβλέπονται από την ίδια τη σύμβαση παροχής νομικών υπηρεσιών; Μπορεί η έλλειψη ενημέρωσης κατά το προσυμβατικό στάδιο να καλυφθεί με την παροχή πληροφοριών κατά την εκτέλεση της συμβάσεως; Επηρεάζεται η εκτίμηση σχετικά με το αν η συμβατική ρήτρα συνάδει με την απαίτηση περί διαφάνειας από το γεγονός ότι το τελικό κόστος των παρεχόμενων νομικών υπηρεσιών μπορεί να προσδιοριστεί επακριβώς μόνο μετά την παροχή τους; Κατά την εκτίμηση του ζητήματος αν η σχετική με το κόστος συμβατική ρήτρα συνάδει με την απαίτηση περί διαφάνειας, είναι κρίσιμο το ότι η σύμβαση δεν προβλέπει την περιοδική σύνταξη εκθέσεων του δικηγόρου όσον αφορά τις παρασχεθείσες υπηρεσίες ή την ανά τακτά διαστήματα παρουσίαση αναλυτικών λογαριασμών για τον καταναλωτή, τα οποία θα επέτρεπαν στον καταναλωτή να αποφασίσει εγκαίρως να μη αποδεχθεί τις νομικές υπηρεσίες ή τυχόν αλλαγή της συμβατικής τιμής;

Στην περίπτωση που ο εθνικός δικαστής αποφανθεί ότι η συμβατική ρήτρα που καθορίζει το κόστος για τις πράγματι παρεχόμενες υπηρεσίες με βάση την ωριαία χρέωση δεν είναι διατυπωμένη κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, όπως επιτάσσει το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13, πρέπει να εξετάσει αν η ρήτρα αυτή είναι καταχρηστική κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας (ήτοι, κατά την εξέταση του ζητήματος αν η συμβατική ρήτρα είναι καταχρηστική, πρέπει να διαπιστωθεί κατά πόσον η εν λόγω ρήτρα δημιουργεί εις βάρος του καταναλωτή «σημαντική ανισορροπία» ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συμβαλλομένων μερών) ή, αντίθετα, λαμβανομένου υπόψη του ότι η εν λόγω ρήτρα καλύπτει ουσιώδη στοιχεία της συμβάσεως, αρκεί απλώς και μόνο το γεγονός ότι η σχετική με το κόστος ρήτρα δεν είναι διαφανής, ώστε να χαρακτηρισθεί ως καταχρηστική;

Στην περίπτωση που κριθεί ότι η σχετική με το κόστος συμβατική ρήτρα είναι καταχρηστική, το γεγονός ότι η σύμβαση παροχής νομικών υπηρεσιών δεν είναι δεσμευτική, όπως προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, σημαίνει ότι είναι απαραίτητη η επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που θα βρισκόταν ο καταναλωτής αν εξέλιπε η ρήτρα που κρίθηκε καταχρηστική; Η επαναφορά των πραγμάτων σε αυτήν την κατάσταση συνεπάγεται ότι ο καταναλωτής δεν υπέχει την υποχρέωση να πληρώσει για τις ήδη παρασχεθείσες υπηρεσίες;

Εφόσον ο χαρακτήρας των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών εξ επαχθούς αιτίας καθιστά αδύνατη την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που θα βρισκόταν ο καταναλωτής αν εξέλιπε η ρήτρα που κρίθηκε καταχρηστική (ήτοι, αν οι υπηρεσίες έχουν ήδη παρασχεθεί), αντίκειται στον σκοπό του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 ο καθορισμός αμοιβής για τις υπηρεσίες που έχουν παρασχεθεί από τον δικηγόρο; Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο ως άνω ερώτημα, επιτυγχάνεται η πραγματική εξισορρόπηση με την οποία αποκαθίσταται η ισότητα μεταξύ των συμβαλλομένων μερών: (i) αν ο δικηγόρος πληρωθεί για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες με βάση την ωριαία χρέωση που καθορίζεται από τη σύμβαση, (ii) αν ο δικηγόρος λάβει το ελάχιστο αντίτιμο για τις νομικές υπηρεσίες (για παράδειγμα, αυτό που προβλέπεται από εθνικό νομοθετικό μέτρο, δηλαδή από τις συστάσεις περί του ανώτατου ποσού αμοιβής για την παροχή συνδρομής από δικηγόρους), (iii) αν ο δικηγόρος λάβει ένα εύλογο ποσό για τις υπηρεσίες του, το οποίο θα καθοριστεί από το δικαστήριο, λαμβανομένης υπόψη της πολυπλοκότητας της υποθέσεως, των προσόντων και της εμπειρίας του δικηγόρου, της οικονομικής καταστάσεως του πελάτη και άλλων σχετικών περιστάσεων;

____________

1 Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (EE 1993, L 95, σ. 29).