Language of document : ECLI:EU:T:2002:194

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (μονομελούς)

της 11ης Ιουλίου 2002 (1)

«Υπάλληλοι - Προηγούμενη διοικητική ένσταση - Σιωπηρή απορριπτική απόφαση - Κατάταξη σε βαθμό και σε κλιμάκιο - Αιτιολογία»

Στην υπόθεση T-263/01,

Πέτρος Μαυρομιχάλης, υπάλληλος της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κάτοικος Βρυξελλών (Βέλγιο), εκπροσωπούμενος από τον Ν. Κορογιαννάκη, δικηγόρο,

προσφεύγων,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης από τον Ξ. Γιαταγάνα και την C. Berardis-Kayser, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο προσφυγή περί ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής, της 15ης Δεκεμβρίου 2000, περί διορισμού και περί κατατάξεως του προσφεύγοντος στον βαθμό Α 5, κλιμάκιο 1, με ισχύ από 16 Δεκεμβρίου 2000,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑ.ΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (μονομελές),

με δικαστή τον Μ. Βηλαρά,

γραμματέας: J. Palacio González, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ' ακροατηρίου συζητήσεως της 12ης Ιουνίου 2002,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

1.
    Στις 30 Ιουλίου 1999, ο προσφεύγων, ο οποίος κατά την ημερομηνία αυτή ήταν υπάλληλος της Επιτροπής με βαθμό Α 6, υπέβαλε υποψηφιότητα, για τη σταδιοδρομία Α 5/Α 4, στον βάσει εξετάσεων εσωτερικό διαγωνισμό COM/ΤΑ/99 για την κατάρτιση πίνακα υπαλλήλων διοικήσεως και κύριων υπαλλήλων διοικήσεως για τις σταδιοδρομίες Α 7/Α 6 και Α 5/Α 4 (στο εξής: προκήρυξη διαγωνισμού).

2.
    Το σημείο ΙΙ, δ´, της προκηρύξεως του διαγωνισμού προέβλεπε, μεταξύ άλλων, ότι οι υποψήφιοι πρέπει να διαθέτουν, μετά την απόκτηση του πτυχίου που εξασφαλίζει δυνατότητα συμμετοχής στον διαγωνισμό, επαγγελματική πείρα επιπέδου αντίστοιχου με εκείνο των καθηκόντων που αναφέρει η προκήρυξη του διαγωνισμού και ελάχιστης διάρκειας 12 ετών, εκ των οποίων τουλάχιστο δύο έτη εντός των κοινοτικών οργάνων ή οργανισμών, για τη σταδιοδρομία Α 5/Α 4.

3.
    Με έγγραφο της 23ης Οκτωβρίου 2000, η Επιτροπή ανακοίνωσε στον προσφεύγοντα ότι η εξεταστική επιτροπή του εσωτερικού διαγωνισμού COM/ΤΑ/99 ολοκλήρωσε τις εργασίες της και ότι, βάσει των αποτελεσμάτων του στις εξετάσεις, το όνομά του περιλήφθηκε στον πίνακα των επιτυχόντων.

4.
    Κατόπιν της δημοσιεύσεως της ανακοινώσεως κενής θέσεως COM/2000/3072/F, για τη σταδιοδρομία Α 5/Α 4, ο προσφεύγων διορίσθηκε, με την από 15Δεκεμβρίου 2000 απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής (στο εξής: ΑΔΑ), κύριος υπάλληλος διοικήσεως στην κατηγορία Α, βαθμός 5, κλιμάκιο 1, με ισχύ από 16 Δεκεμβρίου 2000. Η απόφαση αυτή έχει ως εξής:

«.χω την τιμή να σας ανακοινώσω ότι η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή αποφάσισε να σας διορίσει κύριο υπάλληλο διοικήσεως και να σας κατατάξει στην κατηγορία Α, βαθμός 5, κλιμάκιο 1, με ισχύ από 16.12.2000.

Προσωπικός σας αριθμός παραμένει ο αριθμός 062781.

Η πράξη διορισμού σας θα σας διαβιβασθεί ιεραρχικώς.

Θα τοποθετηθείτε στη Γενική Διεύθυνση ELARG.C.1 στις Βρυξέλλες.»

5.
    Με έγγραφο της 14ης Μαρτίου 2001, το οποίο πρωτοκολλήθηκε στη Γενική Γραμματεία της Επιτροπής στις 15 Μαρτίου 2001, ο προσφεύγων υπέβαλε, βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ), διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως αυτής. Με τη διοικητική ένστασή του, ο προσφεύγων ζήτησε από την ΑΔΑ να επανεξετάσει την απόφασή της περί κατατάξεώς του στον βαθμό Α 5, κλιμάκιο 1, και να εξετάσει τη δυνατότητα κατατάξεώς του, βάσει της διάρκειας της επαγγελματικής πείρας του και των εξαιρετικών προσόντων του, στον βαθμό Α 4 κατ' εφαρμογήν του άρθρου 31, παράγραφος 2, του ΚΥΚ ή, επικουρικώς, στον βαθμό Α 5, κλιμάκιο 2, με αναγνώριση αρχαιότητας 5,5 μηνών στο κλιμάκιο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 32 του ΚΥΚ.

6.
    Δεδομένου ότι η ΑΔΑ δεν απάντησε στην υποβληθείσα στις 15 Μαρτίου 2001 διοικητική ένσταση εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών, η ένσταση αυτή απορίφθηκε σιωπηρώς στις 15 Ιουλίου 2001.

7.
    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 17 Οκτωβρίου 2001, ο προσφεύγων άσκησε την παρούσα προσφυγή.

8.
    Με σημείωμα της 22ας Οκτωβρίου 2001, του οποίου την παραλαβή βεβαίωσε ο προσφεύγων στις 5 Νοεμβρίου 2001, η ΑΔΑ του απηύθυνε απόφαση, με ημερομηνία 22 Οκτωβρίου 2001, με την οποία απέρριψε ρητώς τη διοικητική ένστασή του.

9.
    Με απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 2002, το Πρωτοδικείο (τέταρτο τμήμα) αποφάσισε, σύμφωνα με το άρθρο 47, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, όπως τροποποιήθηκε στις 6 Δεκεμβρίου 2000 (ΕΕ 2000, L 322, σ. 4), ότι δεν ήταν αναγκαία δεύτερη ανταλλαγή υπομνημάτων, δεδομένου ότι το περιεχόμενο του φακέλου της υποθέσεως ήταν αρκετά πλήρες ώστε να μπορούν οι διάδικοι να αναπτύξουν τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματά τους κατά την προφορική διαδικασία.

10.
    Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (τέταρτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

11.
    Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 14, παράγραφος 2, και 51, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, το τέταρτο τμήμα ανέθεσε την υπόθεση στον κ. Μ. Βηλαρά, δικάζοντα ως μονομελές τμήμα, οι δε διάδικοι δεν διατύπωσαν καμία προς τούτο αντίρρηση.

12.
    Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση της 12ης Ιουνίου 2002. Για να δοθεί η δυνατότητα στους διαδίκους να απαντήσουν σε ερώτηση του Πρωτοδικείου, η περάτωση της προφορικής διαδικασίας αναβλήθηκε για μεταγενέστερη ημερομηνία. Δεδομένου ότι οι διάδικοι απάντησαν στην ερώτηση αυτή εντός της ταχθείσας προθεσμίας, με έγγραφο της 26ης Ιουνίου 2002 της Γραμματείας του Πρωτοδικείου, οι διάδικοι πληροφορήθηκαν ότι η προφορική διαδικασία περατώθηκε την ίδια αυτή ημερομηνία.

Αιτήματα των διαδίκων

13.
    Ο προσφεύγων ζητεί από το Πρωτοδικείο:

-    να κάνει δεκτή την προσφυγή ως νόμω και ουσία βάσιμη·

-    να ακυρώσει τη σιωπηρή απόφαση της Επιτροπής με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του προσφεύγοντος να επανεξεταστεί η τοποθέτησή του στον βαθμό Α 5 αντί του βαθμού Α 4, με βάση το άρθρο 31, παράγραφος 2, του ΚΥΚ·

-    επικουρικώς, να ακυρώσει τη σιωπηρή απόφαση της Επιτροπής με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του προσφεύγοντος να τοποθετηθεί στο κλιμάκιο 2 του βαθμού Α 5 με πρόσθετη αρχαιότητα 5,5 μηνών, αντί του κλιμακίου 1, με βάση το άρθρο 32 του ΚΥΚ, αναδρομικά από την ημερομηνία διορισμού του·

-    να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα, ανεξάρτητα από την έκβαση της δίκης.

14.
    Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

-    να απορρίψει την προσφυγή·

-    να επιδικάσει κατά τον νόμο τα δικαστικά έξοδα.

Σκεπτικό

15.
    Προς στήριξη της προσφυγής του, ο προσφεύγων προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως που αφορούν, πρώτον, παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, δεύτερον, παράβαση του άρθρου 31, παράγραφος 2, του ΚΥΚ και, τρίτον, παράβαση του άρθρου 32 του ΚΥΚ.

Επί του πρώτου λόγου που αφορά παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

16.
    Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η απόφαση της Επιτροπής περί διορισμού του και κατατάξεώς του στον βαθμό Α 5, κλιμάκιο 1, στερείται αιτιολογίας. Περαιτέρω, δεδομένου ότι η διοικητική ένστασή του κατά της αποφάσεως της Επιτροπής της 15ης Δεκεμβρίου 2000 απορρίφθηκε σιωπηρώς, ο προσφεύγων δεν διέθετε καμία ένδειξη σχετικά με τους λόγους της απορρίψεως αυτής και δεν ήταν συνεπώς σε θέση να τοποθετηθεί επί των λόγων αυτών.

17.
    Η Επιτροπή δέχεται ότι καθυστέρησε να απαντήσει γραπτώς στη διοικητική ένσταση του προσφεύγοντος και ότι η απάντηση αυτή ουδέποτε εστάλη. Παρά ταύτα, ο προσφεύγων πληροφορήθηκε επανειλημμένως και κατά τρόπο εξαντλητικό τα επιχειρήματα της ΑΔΑ ως προς την κατάταξή του. Η πραγματική αυτή κατάσταση δεν μπορεί να εξομοιωθεί με έλλειψη αιτιολογίας.

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

18.
    Πρέπει εκ προοιμίου να υπομνηστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η υποχρέωση αιτιολογήσεως που επιβάλλει το άρθρο 25, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ και, όσον αφορά αποφάσεις λαμβανόμενες κατόπιν υποβολής διοικητικής ενστάσεως, το άρθρο 90, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ αποσκοπεί, αφενός, στο να παράσχει στον ενδιαφερόμενο επαρκείς ενδείξεις για να εκτιμήσει το βάσιμο της αποφάσεως και τη σκοπιμότητα ασκήσεως ενδίκου βοηθήματος προς αμφισβήτηση της νομιμότητας της αποφάσεως αυτής και, αφετέρου, στο να παράσχει τη δυνατότητα στο Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 31ης Ιανουαρίου 2002, T-206/00, Hult κατά Επιτροπής, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 27, της 20ής Φεβρουαρίου 2002, T-117/01, Roman Parra κατά Επιτροπής, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 24, και την παρατιθέμενη εκεί νομολογία).

19.
    Ναι μεν η ΑΔΑ δεν υποχρεούται κατά κανόνα να απαντά στις διοικητικές ενστάσεις, πλην όμως τούτο δεν ισχύει οσάκις η απόφαση που αποτελεί το αντικείμενο της ενστάσεως είναι αναιτιολόγητη (απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Δεκεμβρίου 1993, C-115/92 P, Κοινοβούλιο κατά Volger, Συλλογή 1993, σ. I-6549, σκέψη 23). Η αιτιολογία πρέπει να μεσολαβεί, το αργότερο, κατά την απόρριψη της διοικητικής ενστάσεως (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 3ης Μαρτίου 1993, T-25/92, Vela Palacios κατά ΟΚΕ, Συλλογή 1993, σ. II-201, σκέψη 25, και Roman Parra κατά Επιτροπής, όπ.π., σκέψη 26).

20.
    Πρέπει, εν συνεχεία, να τονιστεί ότι, ναι μεν η ΑΔΑ δεν υποχρεούται, κατά γενικό κανόνα, να εξετάζει σε κάθε περίπτωση αν πρέπει να εφαρμοστεί το άρθρο 31, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, ούτε να αιτιολογεί την απόφασή της να μη κάνει χρήση της εν λόγω διατάξεως, πλην όμως οφείλει, εφόσον συντρέχουν ειδικές περιστάσεις, όπως τα εξαιρετικά προσόντα ενός υποψηφίου, να προβαίνει σε συγκεκριμένη εκτίμηση της ενδεχόμενης εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 5ης Οκτωβρίου 1995, T-17/95, Αλεξοπούλου κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ. I-A-227 κα II-683, σκέψεις 20 και 21, και της 5ης Νοεμβρίου 1997, T-12/97, Barnett κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I-A-313 και II-863, σκέψεις 48 και 49). Η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται ιδίως οσάκις οι συγκεκριμένες ανάγκες της υπηρεσίας απαιτούν την πρόσληψη υπαλλήλου με ιδιαίτερα προσόντα, η οποία δικαιολογεί έτσι την προσφυγή στη διάταξη του άρθρου 31, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, ή οσάκις ο προσλαμβανόμενος διαθέτει εξαιρετικά προσόντα και ζητεί να τύχει της εφαρμογής των διατάξεων αυτών (προπαρατεθείσα απόφαση Αλεξοπούλου κατά Επιτροπής, σκέψη 21· βλ., επίσης, προπαρατεθείσα απόφαση Barnett κατά Επιτροπής, σκέψη 52).

21.
    Τέλος, η ΑΔΑ υποχρεούται επίσης να αιτιολογεί απόφαση με την οποία απορρίπτει αίτημα του προσληφθέντος υπαλλήλου να του αναγνωριστεί πρόσθετη αρχαιότητα κατά κλιμάκιο στον βαθμό του, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 32 του ΚΥΚ (προπαρατεθείσα απόφαση Hult κατά Επιτροπής, σκέψεις 27 έως 29).

22.
    Εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι ουδεμία αιτιολογημένη απάντηση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεώς του δεν απεστάλη στον προσφεύγοντα πριν από τη άσκηση της προσφυγής του, μολονότι αυτός ζήτησε, όπως έχει ήδη αναφερθεί (σκέψη 5 ανωτέρω), με τη διοικητική ένστασή του, να εφαρμοστεί στην περίπτωσή του το άρθρο 31, παράγραφος 2, του ΚΥΚ ή, ενδεχομένως, το άρθρο 32 του ΚΥΚ. Ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου κατόπιν της σιωπής της ΑΔΑ, η οποία ισοδυναμούσε με σιωπηρή απορριπτική απόφαση της διοικητικής ενστάσεως μετά την πάροδο προθεσμίας τεσσάρων μηνών.

23.
    Η ως άνω έλλειψη αιτιολογίας που προκύπτει από τη σιωπηρή απόρριψη της διοικητικής ενστάσεως δεν καλύπτεται από την αιτιολογία, εν προκειμένω ανύπαρκτη, της αποφάσεως της 15ης Δεκεμβρίου 2000, κατά της οποίας στρεφόταν η διοικητική ένσταση. Επιβάλλεται η διαπίστωση, συγκεκριμένα, ότι με την τελευταία αυτή απόφαση η Επιτροπή περιορίστηκε να αναφέρει στον προσφεύγοντα την κατάταξή του στον βαθμό Α 5, κλιμάκιο 1, χωρίς να του παράσχει καμία άλλη διευκρίνιση ή εξήγηση.

24.
    Περαιτέρω, δεν υπάρχει κανένα άλλο στοιχείο στον φάκελο από το οποίο να αποδεικνύεται ότι η καθής, κατά τη διάρκεια της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, εξέθεσε τους λόγους της αποφάσεώς της περί της κατατάξεως του προσφεύγοντος. Ο περιεχόμενος στο σημείο 19 του υπομνήματος αντικρούσεως ισχυρισμός της Επιτροπής ότι «ο προσφεύγων γνωρίζει καλά ότι πολλές φορές επληροφορήθη, κατά τρόπο εξαντλητικό, τα επιχειρήματα της ΑΔΑως προς την κατάταξή του» συνιστά απολύτως αστήρικτο κατηγορηματικό ισχυρισμό.

25.
    Αντιθέτως, μόνο μετά την άσκηση της προσφυγής ενώπιον του Πρωτοδικείου η Επιτροπή, αφενός, απηύθυνε στον προσφεύγοντα, παρελθούσης της τρίμηνης προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής από της σιωπηρής αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε η διοικητική ένστασή του, δεόντως αιτιολογημένη απορριπτική απόφαση και, αφετέρου, διατύπωσε, με το υπόμνημα αντικρούσεως, ορισμένα στοιχεία αιτιολογίας της αποφάσεώς της περί κατατάξεως του προσφεύγοντος.

26.
    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξεταστεί αν η πλήρης έλλειψη αιτιολογίας της αποφάσεως περί της κατατάξεως του προσφεύγοντος μπόρεσε να καλυφθεί, μετά την άσκηση της προσφυγής, από τη ρητή απάντηση της Επιτροπής στη διοικητική ένσταση.

27.
    Συναφώς, το Πρωτοδικείο τονίζει ότι η πλήρης έλλειψη αιτιολογίας μιας αποφάσεως δεν μπορεί να καλυφθεί από τις εξηγήσεις που παρέχει η ΑΔΑ μετά την άσκηση της προσφυγής. Συγκεκριμένα, μια αιτιολογημένη απάντηση στο στάδιο αυτό δεν θα πληρούσε πλέον τον σκοπό της ούτε έναντι του ενδιαφερομένου ούτε έναντι του δικαστή. Η άσκηση προσφυγής θέτει συνεπώς τέρμα στη δυνατότητα της ΑΔΑ να τακτοποιήσει την απόφασή της με αιτιολογημένη απάντηση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι ο οικείος υπάλληλος δικαιούται να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου, εντός της τρίμηνης προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 91, παράγραφος 3, του ΚΥΚ, όποτε κρίνει ότι είναι πιο σκόπιμο, η ΑΔΑ διαθέτει κατ' αρχήν προθεσμία τεσσάρων μηνών για να λάβει αιτιολογημένη απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, η δε προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί μόνον επί επτά μήνες, ενόσω ο ενδιαφερόμενος δεν έχει ασκήσει προσφυγή (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 12ης Φεβρουαρίου 1992, T-52/90, Volger κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1992, σ. II-121, σκέψη 40, επιβεβαιωθείσα με την απόφαση του Δικαστηρίου Κοινοβούλιο κατά Volger, όπ.π., σκέψη 23, και της 20ής Ιουλίου 2001, T-351/99, Brumter κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I-A-165 κα II-757, σκέψη 33). Επομένως, η από 22 Οκτωβρίου 2001 απάντηση της Επιτροπής με την οποία απορρίφθηκε ρητώς η διοικητική ένσταση και η οποία κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα στις 5 Νοεμβρίου 2001, καθώς και οι εξηγήσεις που παρέσχε η Επιτροπή με το υπόμνημα αντικρούσεως και κατά την προφορική διαδικασία όσον αφορά την κατάταξη του προσφεύγοντος, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη.

28.
    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι ο πρώτος λόγος που αφορά έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως περί κατατάξεως του προσφεύγοντος στον βαθμό Α 5, κλιμάκιο 1, πρέπει να γίνει δεκτός και η απόφαση αυτή πρέπει να ακυρωθεί, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν οι δύο λοιποί λόγοι που προέβαλε ο προσφεύγων.

Επί των δικαστικών εξόδων

29.
    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του προσφεύγοντος.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (μονομελές)

αποφασίζει:

1)    Ακυρώνει την απόφαση της Επιτροπής, της 15ης Δεκεμβρίου 2000, περί κατατάξεως του προσφεύγοντος στον βαθμό Α 5, κλιμάκιο 1, με ισχύ από 16 Δεκεμβρίου 2000.

2)    Καταδικάζει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 11 Ιουλίου 2002.

Ο Γραμματέας

Ο Δικαστής

H. Jung

Μ. Βηλαράς


1: Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.