Language of document : ECLI:EU:F:2012:71

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
(πρώτο τμήμα)

της 5ης Ιουνίου 2012

Υπόθεση F‑71/10

Nicola Cantisani

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση — Συμβασιούχοι υπάλληλοι — Διερμηνέας συνεδρίων — Άρθρα 12α και 24 του ΚΥΚ — Ηθική παρενόχληση — Σύγκρουση συμφερόντων — Αίτημα αποζημιώσεως»

Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, με την οποία ο N. Cantisani ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του αρωγής για την ηθική παρενόχληση την οποία φέρεται ότι υπέστη μεταξύ των ετών 1999 και 2007, όταν ασκούσε καθήκοντα διερμηνέα συνεδρίων (στο εξής: AIC). Ο προσφεύγων-ενάγων ζητεί επίσης να υποχρεωθεί η Επιτροπή να του καταβάλει αποζημίωση.

Απόφαση: Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται. Ο προσφεύγων-ενάγων φέρει, πέραν των δικαστικών του εξόδων, και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Υποχρέωση αρωγής που βαρύνει τη Διοίκηση — Εφαρμογή σε περιπτώσεις ηθικής παρενοχλήσεως — Υποβολή αιτήσεως αρωγής — Τήρηση εύλογης προθεσμίας — Αφετηρία της εν λόγω προθεσμίας

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 12α, 24 και 90 § 1)

2.      Υπάλληλοι — Υποχρέωση αρωγής που βαρύνει τη Διοίκηση — Πεδίο εφαρμογής — Περιεχόμενο — Καθήκον της Διοικήσεως να εξετάζει τις καταγγελίες περί παρενοχλήσεως — Υποχρεώσεις απορρέουσες από το καθήκον μέριμνας και την ανάγκη ταχείας διεκπεραιώσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 12α, 24 και 90 § 1)

3.      Υπάλληλοι — Ηθική παρενόχληση — Έννοια — Συμπεριφορά που έχει ως αντικείμενο ή αποτέλεσμα την απαξίωση του ενδιαφερομένου ή την υποβάθμιση των συνθηκών εργασίας του — Προϋπόθεση επαναλαμβανόμενης συμπεριφοράς — Προϋπόθεση εκούσιας συμπεριφοράς — Περιεχόμενο — Δεν απαιτείται κακόβουλη πρόθεση του παρενοχλούντος

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 12α § 3)

4.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Αγωγή αποζημιώσεως — Αγωγή βάσει της υποχρεώσεως της Διοικήσεως να αποκαταστήσει ζημία που προκλήθηκε σε υπάλληλο από τρίτο — Παραδεκτό — Προϋπόθεση — Εξάντληση των εθνικών ένδικων μέσων και βοηθημάτων — Εξαίρεση — Έλλειψη αποτελεσματικών ένδικων μέσων και βοηθημάτων

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 24, εδ. 1 και 2, και 91)

1.      Τα άρθρα 12α και 24 του ΚΥΚ δεν τάσσουν ρητώς προθεσμία για την υποβολή αιτήσεως αρωγής όσον αφορά ηθική παρενόχληση. Εντούτοις, βάσει των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, ένας μόνιμος υπάλληλος ή μέλος του λοιπού προσωπικού που επιθυμεί να υποβάλει τέτοια αίτηση πρέπει να το πράξει εντός εύλογης προθεσμίας, γίνεται δε δεκτό ότι μια πενταετής προθεσμία πρέπει να θεωρείται εύλογη προκειμένου να καταστεί δυνατό στον ενδιαφερόμενο να καταγγείλει εγκύρως ηθική παρενόχληση στη Διοίκηση και να ζητήσει την αρωγή αυτής.

Εκτός αυτού, η αφετηρία της προθεσμίας για την υποβολή αιτήσεως αρωγής όσον αφορά ηθική παρενόχληση συμπίπτει με την τελευταία χρονικά πράξη του φερομένου ως υπευθύνου της ηθικής παρενοχλήσεως ή, σε κάθε περίπτωση, με τη στιγμή από την οποία ο φερόμενος ως υπαίτιος δεν είναι πλέον σε θέση να επαναλάβει τις πράξεις του εις βάρος του θύματος.

(βλ. σκέψεις 67 και 68)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 8 Φεβρουαρίου 2011, F‑95/09, Skareby κατά Επιτροπής, σκέψεις 41 έως 44, 49 και 53

2.      Κατά το άρθρο 24 του ΚΥΚ, κάθε θεσμικό όργανο της Ένωσης οφείλει να προστατεύει τους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό του έναντι της παρενοχλήσεως ή οποιασδήποτε υποτιμητικής μεταχειρίσεως εκ μέρους των ιεραρχικώς προϊσταμένων τους. Επιπλέον, στο πλαίσιο της υποχρεώσεως αρωγής, η Διοίκηση οφείλει, σε περίπτωση συμβάντος που δεν συνάδει με την τάξη και τη γαλήνη της υπηρεσίας, να παρεμβαίνει με όλη την αναγκαία ενεργητικότητα και να ανταποκρίνεται με την ταχύτητα και τη μέριμνα που απαιτούν οι συγκεκριμένες περιστάσεις, προκειμένου να διαπιστώσει τα πραγματικά περιστατικά και να συναγάγει, εν γνώσει του θέματος, τις κατάλληλες συνέπειες. Προς τούτο, αρκεί ο υπάλληλος ο οποίος ζητεί την προστασία του θεσμικού οργάνου στο οποίο εργάζεται να προσκομίσει αρχή αποδείξεως του υποστατού των επιθέσεων τις οποίες ισχυρίζεται ότι υπέστη. Όταν υφίστανται τέτοια στοιχεία, το οικείο θεσμικό όργανο οφείλει να λάβει τα κατάλληλα μέτρα, προβαίνοντας ιδίως σε έρευνα, προκειμένου να εξακριβώσει τα πραγματικά περιστατικά που έδωσαν λαβή για την καταγγελία, σε συνεργασία με τον καταγγέλλοντα.

(βλ. σκέψη 78)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 26 Ιανουαρίου 1989, 224/87, Koutchoumoff κατά Επιτροπής, σκέψεις 15 και 16

ΓΔΕΕ: 21 Απριλίου 1993, T‑5/92, Tallarico κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 31· 5 Δεκεμβρίου 2000, T‑136/98, Campogrande κατά Επιτροπής, σκέψη 42

3.      Το άρθρο 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ ορίζει την ηθική παρενόχληση ως «καταχρηστική διαγωγή» η οποία, προκειμένου να αποδειχθεί, απαιτεί τη συνδρομή δύο σωρευτικών προϋποθέσεων. Η πρώτη αφορά την ύπαρξη συμπεριφοράς, με προφορικό ή γραπτό λόγο, με χειρονομίες ή πράξεις που εκδηλώνεται κατά τρόπο «επαναληπτικό ή συστηματικό», γεγονός που σημαίνει ότι η ηθική παρενόχληση πρέπει να νοείται ως διαδικασία με χρονική συνέχεια, η οποία προϋποθέτει την ύπαρξη επαναλαμβανόμενων ή εξακολουθητικών ενεργειών που γίνονται «με πρόθεση». Η δεύτερη προϋπόθεση, η οποία χωρίζεται από την πρώτη με τον σύνδεσμο «και», απαιτεί η εν λόγω συμπεριφορά, με προφορικό ή γραπτό λόγο, με χειρονομίες ή πράξεις, να έχει ως αποτέλεσμα την προσβολή της προσωπικότητας, της αξιοπρέπειας ή της φυσικής ή ψυχικής ακεραιότητας ενός προσώπου. Από το γεγονός ότι η λέξη «πρόθεση» αφορά την πρώτη προϋπόθεση, και όχι τη δεύτερη, μπορούν να συναχθούν δύο συμπεράσματα. Αφενός, η συμπεριφορά, με προφορικό ή γραπτό λόγο, με χειρονομίες ή πράξεις, στην οποία αναφέρεται το άρθρο 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ, πρέπει να είναι εκούσια, με συνέπεια να αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής τυχόν συμπτωματικές ενέργειες. Αφετέρου, δεν απαιτείται αντιθέτως η εν λόγω συμπεριφορά, με προφορικό ή γραπτό λόγο, με χειρονομίες ή πράξεις, να αποβλέπει στην προσβολή της προσωπικότητας, της αξιοπρέπειας ή της φυσικής ή ψυχικής ακεραιότητας ενός προσώπου. Με άλλα λόγια, μπορεί να υπάρξει ηθική παρενόχληση υπό την έννοια του άρθρου 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ χωρίς το πρόσωπο που παρενοχλεί να ήθελε, με τις ενέργειές του, να υποτιμήσει τον παθόντα ή να επιδεινώσει εσκεμμένως τις συνθήκες εργασίας του παθόντος. Αρκεί οι ενέργειές του, εφόσον ήταν εκούσιες, να προκάλεσαν αντικειμενικά τέτοιες συνέπειες.

Τέλος, δεδομένου ότι οι κρίσιμες ενέργειες πρέπει, βάσει του άρθρου 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ, να έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα, συνάγεται ότι ο χαρακτηρισμός μιας συμπεριφοράς ως παρενοχλήσεως εξαρτάται από την προϋπόθεση η παρενόχληση αυτή να έχει επαρκή αντικειμενική υπόσταση, υπό την έννοια ότι ένας αμερόληπτος και συνετός παρατηρητής, με τη συνήθη ευαισθησία και ευρισκόμενος υπό τις ίδιες συνθήκες, θα την έκρινε υπερβαίνουσα τα όρια και αποδοκιμαστέα.

(βλ. σκέψεις 89 και 90)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 12 Ιουλίου 2011, T‑80/09 P, Επιτροπή κατά QΔΔΔΕΕ: 9 Δεκεμβρίου 2008, F‑52/05, Q κατά Επιτροπής, σκέψη 135· 16 Μαΐου 2012, F‑42/10, Skareby κατά Επιτροπής, σκέψη 135

4.      Το άρθρο 24, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ έχει ως αντικείμενο την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη υπάλληλος ή μέλος του λοιπού προσωπικού από τις περιγραφόμενες στο πρώτο εδάφιο του εν λόγω άρθρου ενέργειες τρίτων ή άλλων υπαλλήλων, υπό την επιφύλαξη ότι δεν έχει επιτευχθεί επανόρθωση από τους δράστες. Το παραδεκτό της αγωγής αποζημιώσεως την οποία ασκεί υπάλληλος βάσει του άρθρου 24, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ εξαρτάται από την εξάντληση των ένδικων βοηθημάτων και ένδικων μέσων της εθνικής έννομης τάξεως, εφόσον τα βοηθήματα και μέσα αυτά διασφαλίζουν την παροχή αποτελεσματικής προστασίας στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα και μπορούν να εξασφαλίσουν την αποκατάσταση της προβαλλόμενης ζημίας.

(βλ. σκέψη 130)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 5 Οκτωβρίου 2006, C‑365/05 P, Schmidt-Brown κατά Επιτροπής, σκέψη 78

ΠΕΚ: 9 Μαρτίου 2005, T‑254/02, L κατά Επιτροπής, σκέψη 148

ΓΔΕΕ: Επιτροπή κατά Q, προαναφερθείσα, σκέψη 67