Language of document : ECLI:EU:T:2013:482

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 13ης Σεπτεμβρίου 2013 (*)

«Πρόσβαση στα έγγραφα – Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 – Μελέτες που παρέλαβε η Επιτροπή και οι οποίες αφορούν τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο οδηγιών στον τομέα του περιβάλλοντος – Μερική άρνηση προσβάσεως – Εξαίρεση που αφορά την προστασία των σκοπών των δραστηριοτήτων επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου – Συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση – Συμβατό προς τη Σύμβαση του Ώρχους – Υπέρτερο δημόσιο συμφέρον – Συνέπειες υπερβάσεως της προθεσμίας για την έκδοση ρητής αποφάσεως – Περιεχόμενο της υποχρεώσεως ενεργού διαδόσεως των περιβαλλοντικών πληροφοριών»

Στην υπόθεση T‑111/11,

ClientEarth, με έδρα το Λονδίνο (Ηνωμένο Βασίλειο), εκπροσωπούμενη από τον P. Kirch, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης αρχικώς από τον P. Oliver και την C. ten Dam, στη συνέχεια από τους P. Oliver και C. Zadra,

καθής,

με αντικείμενο, αρχικώς, αίτημα ακυρώσεως της σιωπηρής αποφάσεως της Επιτροπής να μην επιτρέψει στην προσφεύγουσα πρόσβαση σε ορισμένα έγγραφα σχετικά με το συμβατό της νομοθεσίας των κρατών μελών με το δίκαιο περιβάλλοντος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στη συνέχεια, αίτημα ακυρώσεως της ρητής μεταγενέστερης αποφάσεως της 30ής Μαΐου 2011, με την οποία απορρίφθηκε αίτημα προσβάσεως σε μέρος των εγγράφων αυτών,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kanninen (εισηγητή), πρόεδρο, S. Soldevila Fragoso και G. Berardis, δικαστές,

γραμματέας: N. Rosner, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 10ης Απριλίου 2013,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Πραγματικά περιστατικά

1        Η προσφεύγουσα, ClientEarth, είναι ένωση αγγλικού δικαίου με σκοπό, μεταξύ άλλων, την προστασία του περιβάλλοντος. Στις 8 Σεπτεμβρίου 2010, υπέβαλε στη Γενική Διεύθυνση (ΓΔ) «Περιβάλλον» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αίτηση προσβάσεως σε έγγραφα δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145, σ. 43), καθώς και δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 1367/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, για την εφαρμογή στα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας των διατάξεων της σύμβασης του Århus σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα (ΕΕ L 264, σ. 13). Η αίτηση αυτή (στο εξής: αρχική αίτηση) αφορούσε διάφορα έγγραφα των οποίων γινόταν μνεία στο έγγραφο με τίτλο «Σχέδιο διαχείρισης 2010» της ΓΔ «Περιβάλλον», το οποίο είχε δημοσιευθεί στη διαδικτυακή πύλη της ως άνω ΓΔ.

2        Με μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας της 16ης Σεπτεμβρίου 2010, η Επιτροπή βεβαίωσε τη λήψη της αρχικής αιτήσεως και σημείωσε ότι την είχε πρωτοκολλήσει στις 14 Σεπτεμβρίου 2010.

3        Με έγγραφο της 29ης Οκτωβρίου 2010, η Επιτροπή απέρριψε εν μέρει την αρχική αίτηση. Η Επιτροπή διαβίβασε στην προσφεύγουσα ένα από τα ζητηθέντα έγγραφα και δήλωσε ότι τα υπόλοιπα καλύπτονταν από τις εξαιρέσεις που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, και παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, που αφορούν, αντιστοίχως, την προστασία του σκοπού επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου και την προστασία της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων των θεσμικών οργάνων.

4        Στις 10 Νοεμβρίου 2010, η προσφεύγουσα υπέβαλε επιβεβαιωτική αίτηση δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001, ζητώντας από την Επιτροπή να αναθεωρήσει τη θέση της ως προς ορισμένα από τα έγγραφα στα οποία δεν επιτράπηκε πρόσβαση (στο εξής: επιβεβαιωτική αίτηση).

5        Με έγγραφο της 1ης Δεκεμβρίου 2010, η Επιτροπή ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001, η προθεσμία απαντήσεως στην επιβεβαιωτική αίτηση παρατεινόταν κατά δεκαπέντε εργάσιμες ημέρες.

6        Με έγγραφο της 15ης Δεκεμβρίου 2010, η Επιτροπή πληροφόρησε την προσφεύγουσα ότι εξακολουθούσε να μην είναι σε θέση να απαντήσει στην επιβεβαιωτική αίτηση.

7        Με έγγραφο της 20ής Δεκεμβρίου 2010, η προσφεύγουσα επισήμανε στην Επιτροπή ότι η προθεσμία απαντήσεως στην επιβεβαιωτική αίτηση έληγε στις 22 Δεκεμβρίου 2010. Η προσφεύγουσα κάλεσε την Επιτροπή να της διαβιβάσει τα ζητηθέντα έγγραφα πριν από τις 22 Ιανουαρίου 2011 και διευκρίνισε ότι, σε αντίθετη περίπτωση, είχε την πρόθεση να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου κατά της σιωπηρής αποφάσεως της Επιτροπής περί απορρίψεως της επιβεβαιωτικής αιτήσεως (στο εξής: σιωπηρή απόφαση).

8        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 21 Φεβρουαρίου 2011, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή και ζήτησε την ακύρωση της σιωπηρής αποφάσεως.

9        Στις 30 Μαΐου 2011, η Επιτροπή εξέδωσε ρητή απόφαση όσον αφορά την επιβεβαιωτική αίτηση (στο εξής: ρητή απόφαση), η οποία κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα αυθημερόν.

10      Με τη ρητή απόφαση, πρώτον, η Επιτροπή αποφάνθηκε ως προς το αντικείμενο της επιβεβαιωτικής αιτήσεως. Έκρινε ότι η αίτηση αυτή αφορούσε, ιδίως, 63 μελέτες περί του συμβατού της νομοθεσίας πλειόνων κρατών μελών με το δίκαιο περιβάλλοντος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που είχαν συνταχθεί από εξωτερική επιχείρηση για λογαριασμό της Επιτροπής η οποία τις είχε παραλάβει το 2009, και 8 έγγραφα με τον τίτλο «Σχέδια δράσεως για την εφαρμογή», τα οποία καταρτίστηκαν το 2009 και το 2010 για το σύνολο των «βασικών οδηγιών».

11      Η Επιτροπή επισήμανε ότι η επιβεβαιωτική αίτηση δεν αναφερόταν σε ορισμένα από τα έγγραφα τα οποία μνημονεύονταν στην αρχική αίτηση και συμπέρανε ότι η προσφεύγουσα δεν ζητούσε πλέον πρόσβαση σε αυτά τα έγγραφα.

12      Δεύτερον, η Επιτροπή επισήμανε ότι τα ζητηθέντα έγγραφα αφορούσαν περιβαλλοντικές πληροφορίες κατά την έννοια της Συμβάσεως για την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα, που υπογράφηκε στο Ώρχους στις 25 Ιουνίου 1998 (στο εξής: Σύμβαση του Ώρχους), και σημείωσε ότι οι διατάξεις της Συμβάσεως αυτής είχαν εφαρμογή ως προς τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δυνάμει του κανονισμού 1367/2006. Δεδομένου ότι το άρθρο 3 του κανονισμού αυτού ορίζει ότι για τις αιτήσεις προσβάσεως σε περιβαλλοντικές πληροφορίες τις οποίες έχουν στην κατοχή τους όργανα και οργανισμοί της Ένωσης εφαρμόζεται ο κανονισμός 1049/2001, η Επιτροπή έκρινε ότι η επιβεβαιωτική αίτηση έπρεπε να εξεταστεί υπό το πρίσμα των δύο αυτών κανονισμών.

13      Τρίτον, η Επιτροπή κατένειμε τα έγγραφα που αφορούσε η επιβεβαιωτική αίτηση σε δύο ομάδες. Η πρώτη ομάδα περιελάμβανε 22 από τις μελέτες και τα 8 σχέδια δράσεως που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 10 ανωτέρω. Η Επιτροπή επέτρεψε στην προσφεύγουσα πλήρη πρόσβαση στα έγγραφα αυτά, με την εξαίρεση των ονομάτων των συντακτών ορισμένων μελετών. Η δεύτερη ομάδα περιελάμβανε 41 από τις μελέτες που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 10 ανωτέρω (στο εξής: επίδικες μελέτες). Η Επιτροπή επέτρεψε στην προσφεύγουσα μερική πρόσβαση στις μελέτες αυτές. Συγκεκριμένα, της διαβίβασε, για κάθε μία από τις επίδικες μελέτες, το εξώφυλλο, τον πίνακα περιεχομένων, τον κατάλογο των συντομογραφιών που χρησιμοποιήθηκαν, παράρτημα με την εξετασθείσα νομοθεσία, καθώς και τα τμήματα με τους τίτλους «Εισαγωγή», «Γενική άποψη του νομικού πλαισίου του κράτους μέλους» και «Πλαίσιο μεταφοράς και εφαρμογής». Αντιθέτως, η Επιτροπή αρνήθηκε την κοινοποίηση, για κάθε μία από τις μελέτες αυτές, των τμημάτων με τους τίτλους «Περίληψη», «Νομική ανάλυση των μέτρων μεταφοράς» και «Συμπεράσματα», καθώς και το παράρτημα που περιείχε πίνακα αντιστοιχιών μεταξύ της νομοθεσίας του οικείου κράτους μέλους και των σχετικών διατάξεων του δικαίου της Ένωσης.

14      Η Επιτροπή κατέταξε τις επίδικες μελέτες σε δύο κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία αφορούσε μία μελέτη της οποίας η αξιολόγηση, όπως και οι συζητήσεις με το οικείο κράτος μέλος σχετικά με την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης είχαν αρχίσει πρόσφατα. Η δεύτερη κατηγορία περιελάμβανε 40 μελέτες οι οποίες είχαν αποτελέσει αφορμή για εκτενέστερες συζητήσεις με τα οικεία κράτη μέλη.

15      Τέταρτον, η Επιτροπή εξέθεσε τρεις λόγους για τους οποίους δεν επιτράπηκε η πρόσβαση σε ορισμένα τμήματα των επίδικων μελετών, καθώς και στα ονόματα των συντακτών ορισμένων από τις γνωστοποιηθείσες μελέτες.

16      Κατ’ αρχάς, η Επιτροπή επισήμανε ότι τα μη γνωστοποιηθέντα τμήματα των επίδικων μελετών καλύπτονταν από την εξαίρεση στο δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα την οποία προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, η οποία αφορά, μεταξύ άλλων, την προστασία του σκοπού έρευνας.

17      Η Επιτροπή τόνισε ότι οι μελέτες αυτές καταρτίστηκαν προκειμένου να της δοθεί η δυνατότητα ελέγχου της μεταφοράς ορισμένων οδηγιών στην έννομη τάξη των κρατών μελών και, κατά περίπτωση, κινήσεως εναντίον τους της διαδικασίας λόγω παραβάσεως που προβλέπει το άρθρο 258 ΣΛΕΕ (στο εξής: διαδικασία λόγω παραβάσεως). Όσον αφορά τη μελέτη της πρώτης κατηγορίας για την οποία έγινε λόγος στη σκέψη 14 ανωτέρω, η Επιτροπή δήλωσε ότι δεν είχε ακόμη καταλήξει σε συμπέρασμα όσον αφορά τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της οικείας οδηγίας. Η γνωστοποίηση των δεδομένων και των συμπερασμάτων που περιέχονται στη μελέτη αυτή, τα οποία δεν είχαν ακόμη ελεγχθεί και ως προς τα οποία στο οικείο κράτος μέλος δεν είχε δοθεί η δυνατότητα να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του, θα συνεπαγόταν τον κίνδυνο το συγκεκριμένο κράτος μέλος να αποτελέσει αντικείμενο κριτικής, ενδεχομένως άδικης, και θα έθιγε το κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης που είναι αναγκαίο για να αξιολογηθεί η εφαρμογή της οικείας οδηγίας. Όσον αφορά τις επίδικες μελέτες της δεύτερης κατηγορίας για την οποία έγινε λόγος στη σκέψη 14 ανωτέρω, η Επιτροπή επισήμανε ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, είχε κινήσει διαδικασία λόγω παραβάσεως κατά των οικείων κρατών μελών και ότι, σε άλλες περιπτώσεις, δεν είχε ακόμη αποφασίσει αν έπρεπε να κινηθεί η διαδικασία αυτή. Η γνωστοποίηση των επίδικων μελετών θα έθιγε το κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης που είναι απαραίτητο για την επίλυση των διαφορών μεταξύ της Επιτροπής και των οικείων κρατών μελών χωρίς προσφυγή στο ένδικο στάδιο της εν λόγω διαδικασίας.

18      Στη συνέχεια, η Επιτροπή επισήμανε ότι τα μη γνωστοποιηθέντα τμήματα των επίδικων μελετών καλύπτονταν επίσης από την εξαίρεση του δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001 και αφορά την προστασία της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων των θεσμικών οργάνων.

19      Η Επιτροπή εξέθεσε, συναφώς, ότι είχε ζητήσει την κατάρτιση των μελετών αυτών για αμιγώς εσωτερικούς σκοπούς, στο πλαίσιο του προκαταρκτικού σταδίου έρευνας σχετικά με τη μεταφορά του δικαίου της Ένωσης στις εσωτερικές έννομες τάξεις. Η Επιτροπή προσέθεσε ότι μπορούσε να μην αποδεχθεί τα συμπεράσματα των μελετών αυτών, καθώς και να χρησιμοποιήσει άλλα μέσα έρευνας, συμπεριλαμβανομένων τόσο της δικής της εσωτερικής αξιολογήσεως όσο και πληροφοριών που προκύπτουν από τις συζητήσεις με τα οικεία κράτη μέλη. Η Επιτροπή εκτίμησε ότι, καθόσον δεν είχε ακόμη λάβει θέση ούτε ως προς το συμβατό της εθνικής νομοθεσίας με το δίκαιο της Ένωσης ούτε ως προς τη σκοπιμότητα κινήσεως της διαδικασίας λόγω παραβάσεως, ζήτημα για το οποίο έχει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως, η ζητηθείσα γνωστοποίηση θα έθιγε την εσωτερική διαδικασία λήψεως αποφάσεων, πράγμα που θα μπορούσε να την εκθέσει σε μη προσήκουσες εξωτερικές πιέσεις.

20      Τέλος, η Επιτροπή επισήμανε ότι τα στοιχεία των συντακτών ορισμένων από τις γνωστοποιηθείσες μελέτες καθώς και ορισμένων από τις επίδικες μελέτες προστατεύονταν βάσει της εξαιρέσεως από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1049/2001, σχετικά με την προστασία της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου.

21      Πέμπτον, η Επιτροπή επισήμανε ότι οι εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, και παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001 δεν πρέπει να τυγχάνουν εφαρμογής αν για την γνωστοποίηση των οικείων εγγράφων συντρέχει υπέρτερο δημόσιο συμφέρον. Εντούτοις, έκρινε ότι, εν προκειμένω, υπηρετούσε καλύτερα το δημόσιο συμφέρον η προστασία του κλίματος αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών και της ιδίας, καθώς και της διακριτικής της ευχέρειας να λαμβάνει διοικητικές αποφάσεις σχετικά με τις τυχόν παραβάσεις. Εξάλλου, η Επιτροπή επισήμανε ότι η επιβεβαιωτική αίτηση δεν περιείχε επιχειρήματα τα οποία μπορούσαν να καταδείξουν τη συνδρομή υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος που να δικαιολογεί τη γνωστοποίηση.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

22      Όπως εκτέθηκε στη σκέψη 8 ανωτέρω, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 21 Φεβρουαρίου 2011 και ζήτησε την ακύρωση της σιωπηρής αποφάσεως.

23      Η Επιτροπή κατέθεσε στις 30 Μαΐου 2011 υπόμνημα αντικρούσεως. Υποστήριξε ότι, κατόπιν της εκδόσεως της ρητής αποφάσεως, η προσφυγή είχε καταστεί άνευ αντικειμένου, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν είχε πλέον συμφέρον για την ακύρωση της σιωπηρής αποφάσεως. Η Επιτροπή ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να κρίνει ότι παρείλκε η έκδοση αποφάσεως.

24      Με δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 31 Μαΐου 2011, το Βασίλειο της Δανίας ζήτησε να παρέμβει στην παρούσα δίκη προς στήριξη των αιτημάτων της προσφεύγουσας. Η αίτηση αυτή έγινε δεκτή με διάταξη του προέδρου του όγδοου τμήματος στις 14 Ιουλίου 2011.

25      Η προσφεύγουσα κατέθεσε στις 29 Ιουλίου 2011 υπόμνημα απαντήσεως. Δήλωσε ότι, δεδομένου ότι η Επιτροπή της είχε επιτρέψει πρόσβαση στις μελέτες και τα σχέδια δράσεως που γνωστοποιήθηκαν (βλ. σκέψη 13 ανωτέρω), τα έγγραφα αυτά δεν αποτελούσαν πλέον αντικείμενο της προσφυγής. Υπέβαλε επίσης αίτημα προσαρμογής των λόγων ακυρώσεως και των αιτημάτων της κατόπιν της εκδόσεως της ρητής αποφάσεως, προκειμένου να θεωρηθεί ότι η προσφυγή στρέφεται πλέον κατά της αποφάσεως αυτής, καθόσον η Επιτροπή της επέτρεψε μερική μόνο πρόσβαση στις επίδικες μελέτες.

26      Στις 7 Νοεμβρίου 2011, η Επιτροπή κατέθεσε υπόμνημα ανταπαντήσεως. Ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να επιτρέψει την τροποποίηση των αιτημάτων και λόγων της προσφεύγουσας για λόγους ορθής απονομής της δικαιοσύνης και οικονομίας της διαδικασίας.

27      Λόγω της μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο έκτο τμήμα στο οποίο ανατέθηκε, συνεπώς, η υπό κρίση υπόθεση.

28      Με έγγραφο το οποίο περιήλθε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 12 Μαρτίου 2013, το Βασίλειο της Δανίας ενημέρωσε το Γενικό Δικαστήριο ότι παραιτούνταν από την παρέμβαση υπέρ των αιτημάτων της προσφεύγουσας στην υπό κρίση υπόθεση. Με διάταξη του προέδρου του έκτου τμήματος της 9ης Απριλίου 2013, το Βασίλειο της Δανίας διαγράφηκε από το πρωτόκολλο ως παρεμβαίνον.

29      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή το Γενικό Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία. Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 10ης Απριλίου 2013.

30      Με το δικόγραφο της προσφυγής, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τη σιωπηρή απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων των τυχόν παρεμβαινόντων.

31      Με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα ζητεί να της επιτραπεί η προσαρμογή των αιτημάτων και των λόγων ακυρώσεως κατόπιν της ρητής αποφάσεως και ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τη ρητή απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

32      Με το υπόμνημα αντικρούσεως, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να κρίνει ότι παρέλκει η έκδοση αποφάσεως όσον αφορά τη σιωπηρή απόφαση λόγω της επιγενόμενης εκδόσεως της ρητής αποφάσεως.

33      Με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να επιτρέψει την τροποποίηση των αιτημάτων και των λόγων ακυρώσεως της προσφεύγουσας·

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

34      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα επιβεβαίωσε ότι το αίτημα ακυρώσεως αφορούσε τη ρητή απόφαση καθόσον με αυτήν η Επιτροπή δεν της επέτρεψε πλήρη πρόσβαση στις 41 επίδικες μελέτες οι οποίες απαριθμούνταν στον κατάλογο 2 του πίνακα του παραρτήματος II της εν λόγω αποφάσεως.

 Σκεπτικό

 Επί της προσαρμογής των αιτημάτων και λόγων της προσφεύγουσας

35      Όπως εκτέθηκε ανωτέρω, η σιωπηρή απόφαση, κατά της οποίας στρεφόταν αρχικά το αίτημα ακυρώσεως της προσφυγής που άσκησε η προσφεύγουσα, αντικαταστάθηκε από τη ρητή απόφαση μετά από την κατάθεση του δικογράφου της προσφυγής. Η τροποποίηση αυτή οδήγησε την προσφεύγουσα στην προσαρμογή των αρχικών της αιτημάτων καθώς και των λόγων προς στήριξη των αιτημάτων αυτών. Η Επιτροπή δεν αντιτάχθηκε στην προσαρμογή αυτή.

36      Πρέπει να υπομνησθεί, συναφώς, ότι, κατά πάγια νομολογία, τα αιτήματα που διατυπώθηκαν αρχικά κατά πράξεως που αντικαταστάθηκε, διαρκούσας της δίκης, μπορεί να γίνει δεκτό ότι αφορούν τη νέα πράξη, η οποία συνιστά νέο στοιχείο που παρέχει στον προσφεύγοντα τη δυνατότητα να προσαρμόσει τα αιτήματα και τους ισχυρισμούς ή τους λόγους του. Σε μια τέτοια περίπτωση θα ήταν, πράγματι, αντίθετο προς την ορθή απονομή της δικαιοσύνης και προς την αρχή της οικονομίας της διαδικασίας να υποχρεωθεί ο προσφεύγων να ασκήσει νέα προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου [βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 10ης Οκτωβρίου 2001, T‑111/00, British American Tobacco International (Investments) κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑2997, σκέψη 22 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία]. Πρέπει, συνεπώς, να θεωρηθεί ότι με την προσφυγή ζητείται πλέον η μερική ακύρωση της ρητής αποφάσεως (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση) και να γίνει δεκτή η προσαρμογή των αιτημάτων και των λόγων ακυρώσεως.

 Επί της ουσίας

37      Κατόπιν της προσαρμογής των αιτημάτων και των λόγων ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει επτά λόγους προς στήριξη του αιτήματός της για ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Οι λόγοι αυτοί αντλούνται, πρώτον, από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1049/2001, καθόσον η Επιτροπή παρέτεινε παρανόμως την προθεσμία απαντήσεως στην επιβεβαιωτική αίτηση, δεύτερον, από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφοι 1, 2 και 4, της Συμβάσεως του Ώρχους, καθόσον η διάταξη αυτή δεν προβλέπει καμία εξαίρεση από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα προς προστασία του σκοπού ερευνών πλην εκείνων που έχουν ποινικό ή πειθαρχικό χαρακτήρα, τρίτον, από παράβαση της υποχρεώσεως ενεργού διαδόσεως των περιβαλλοντικών πληροφοριών που απορρέει από το άρθρο 5, παράγραφοι 3 έως 7, της Συμβάσεως του Ώρχους και το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1367/2006, τέταρτον, από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, καθόσον η Επιτροπή υπερέβη τα προβλεπόμενα όρια της εξαιρέσεως από το δικαίωμα προσβάσεως σε έγγραφα κατά τη διάταξη αυτή, πέμπτον, από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, καθόσον ο κίνδυνος να θίγει η γνωστοποίηση του πλήρους κειμένου των επίδικων μελετών τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής ήταν υποθετικός και δεν ήταν ευλόγως προβλέψιμος, έκτον, από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, in fine, και παράγραφος 3, in fine, του κανονισμού 1049/2001, δεδομένου ότι συνέτρεχε υπέρτερο δημόσιο συμφέρον που να δικαιολογεί τη γνωστοποίηση αυτή και, έβδομον, από την εκ μέρους της Επιτροπής σοβαρή και επαναλαμβανόμενη παράβαση του άρθρου 8, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1049/2001 και του άρθρου 4, παράγραφος 1, της Συμβάσεως του Ώρχους, λόγω της οποίας επιβάλλεται η λήψη αποτρεπτικών μέτρων από το Γενικό Δικαστήριο.

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

38      Οι επτά λόγοι που προέβαλε η προσφεύγουσα μπορούν να καταταγούν σε δύο ομάδες, εκ των οποίων η μεν πρώτη περιλαμβάνει τον δεύτερο και τον τέταρτο έως έκτο λόγο ακυρώσεως, η δε δεύτερη περιλαμβάνει τον πρώτο, τον τρίτο και τον έβδομο λόγο ακυρώσεως.

39      Στο πλαίσιο της πρώτης ομάδας λόγων ακυρώσεως, η προσφεύγουσα βάλλει κατά της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως. Έτσι, στο πλαίσιο του δεύτερου και του τέταρτου λόγου, αμφισβητεί το συμπέρασμα που διαλαμβάνεται στην απόφαση αυτή κατά το οποίο οι πληροφορίες των οποίων ζητούνταν η γνωστοποίηση καλύπτονταν από την εξαίρεση από το δικαίωμα προσβάσεως σε έγγραφα που αφορά την προστασία του σκοπού έρευνας. Στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου, η προσφεύγουσα αμφισβητεί το συμπέρασμα ότι οι πληροφορίες αυτές καλύπτονταν από την εξαίρεση που αφορά την προστασία της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων. Στο πλαίσιο του έκτου λόγου, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, στην περίπτωση που όντως είχαν εφαρμογή οι εξαιρέσεις αυτές, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη επειδή δεν έκρινε ότι υπέρτερο δημόσιο συμφέρον επέβαλλε τη γνωστοποίηση των ζητηθεισών πληροφοριών.

40      Αντιθέτως, στο πλαίσιο της δεύτερης ομάδας λόγων ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει επιχειρήματα για να αποδείξει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί για λόγους ανεξάρτητους από το αν η αιτιολογία της πάσχει πλάνη. Έτσι, στο πλαίσιο του πρώτου και του έβδομου λόγου, υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως έγινε με υπερβολική καθυστέρηση, πράγμα που εντάσσεται στο πλαίσιο πάγιας και κατακριτέας πρακτικής της Επιτροπής. Στο πλαίσιο του τρίτου λόγου, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, ανεξαρτήτως της απαντήσεως που όφειλε να δώσει στην επιβεβαιωτική αίτηση, η Επιτροπή είχε την υποχρέωση αυτεπάγγελτης διαδόσεως των ζητηθεισών πληροφοριών.

41      Πρέπει να επισημανθεί, κατ’ αρχάς, ότι η προσφεύγουσα δεν υποστήριξε ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας ότι το όνομα των συντακτών ορισμένων τόσο από τις επίδικες μελέτες όσο και από τις μελέτες που γνωστοποιήθηκαν καλυπτόταν από την εξαίρεση του δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1049/2001 και αφορά την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτό ότι, με την επιφύλαξη των παρατηρήσεων που διατύπωσε στο πλαίσιο της δεύτερης ομάδας λόγων ακυρώσεως, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί την απόφαση της Επιτροπής να μη γνωστοποιήσει τα ονόματα αυτά. Αυτό επιβεβαιώθηκε από την προσφεύγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

42      Στη συνέχεια, πρέπει να επισημανθεί ότι ένα θεσμικό όργανο της Ένωσης, προκειμένου να εκτιμήσει αίτηση προσβάσεως σε έγγραφα τα οποία κατέχει, μπορεί να λάβει υπόψη σωρευτικώς πλείονες του ενός λόγους αρνήσεως μεταξύ των προβλεπόμενων στο άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001 (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Ιουνίου 2012, C‑404/10 P, Επιτροπή κατά Éditions Odile Jacob, σκέψεις 113 και 114).

43      Όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 16 έως 19 ανωτέρω, η Επιτροπή έκρινε ότι οι επίδικες μελέτες καλύπτονταν συγχρόνως τόσο από την εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 και αφορά την προστασία του σκοπού έρευνας όσο και από την εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού και αφορά την προστασία της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων των θεσμικών οργάνων. Ως εκ τούτου, με την επιφύλαξη της εξετάσεως της δεύτερης ομάδας λόγων ακυρώσεως, η προσφεύγουσα, προκειμένου να καταδείξει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει πλάνη δικαιολογούσα την ακύρωσή της, πρέπει να αποδείξει είτε, στο πλαίσιο του δεύτερου, του τέταρτου ή του πέμπτου λόγου, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας ότι μπορούσε να αρνηθεί μερικώς την πρόσβαση στις επίδικες μελέτες δυνάμει καθεμιάς από τις εξαιρέσεις αυτές, είτε, στο πλαίσιο του έκτου λόγου, ότι σε κάθε περίπτωση υπέρτερο δημόσιο συμφέρον δικαιολογούσε την πλήρη γνωστοποίηση των μελετών αυτών.

44      Πρέπει, κατ’ αρχάς, να εξεταστεί η πρώτη ομάδα λόγων ακυρώσεως.

 Επί της πρώτης ομάδας λόγων ακυρώσεως

45      Όπως εκτέθηκε ανωτέρω, η πρώτη ομάδα λόγων ακυρώσεως περιλαμβάνει τον δεύτερο, τον τέταρτο, τον πέμπτο και τον έκτο λόγο ακυρώσεως. Πρέπει, κατ’ αρχάς, να εξεταστεί ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως και, στη συνέχεια, ο δεύτερος, ο πέμπτος και ο έκτος λόγος ακυρώσεως.

–       Επί του τέταρτου λόγου, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, καθόσον η Επιτροπή υπερέβη τα προβλεπόμενα όρια της εξαιρέσεως από το δικαίωμα προσβάσεως σε έγγραφα κατά τη διάταξη αυτή

46      Κατά την πρώτη αιτιολογική του σκέψη, ο κανονισμός 1049/2001 συγκεκριμενοποιεί τη βούληση που εκφράζεται στο άρθρο 1, δεύτερο εδάφιο, ΕΕ, το οποίο προστέθηκε με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, να πραγματοποιηθεί ένα νέο βήμα στη διαδικασία της διαρκώς στενότερης ένωσης των λαών της Ευρώπης, στην οποία οι αποφάσεις λαμβάνονται όσο το δυνατόν πιο ανοικτά και όσο το δυνατόν εγγύτερα στους πολίτες. Όπως υπενθυμίζει η δεύτερη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού, το δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων συναρτάται με τον δημοκρατικό χαρακτήρα αυτών (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Ιουλίου 2011, C‑506/08 P, Σουηδία κατά MyTravel και Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. Ι‑6237, σκέψη 72 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

47      Προς τούτο, σκοπός του κανονισμού 1049/2001 είναι, κατά την τέταρτη αιτιολογική σκέψη και το άρθρο του 1, να χορηγηθεί στο κοινό το ευρύτερο δυνατό δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων (βλ. απόφαση Σουηδία κατά MyTravel και Επιτροπής, σκέψη 46 ανωτέρω, σκέψη 73 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

48      Ωστόσο, το δικαίωμα αυτό υπόκειται σε ορισμένους περιορισμούς που στηρίζονται σε λόγους δημοσίου ή ιδιωτικού συμφέροντος. Ειδικότερα, και σύμφωνα με την ενδέκατη αιτιολογική σκέψη, ο εν λόγω κανονισμός προβλέπει, στο άρθρο του 4, καθεστώς εξαιρέσεων που παρέχει στα θεσμικά όργανα τη δυνατότητα να αρνούνται την πρόσβαση σε έγγραφο σε περίπτωση που η γνωστοποίησή του θα έθιγε την προστασία ενός από τα συμφέροντα που προστατεύει το εν λόγω άρθρο. Εντούτοις, δεδομένου ότι οι εξαιρέσεις αυτές συνιστούν απόκλιση από τη γενική αρχή της κατά το δυνατόν ευρύτερης προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα, πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικώς και να εφαρμόζονται αυστηρά (απόφαση Σουηδία κατά MyTravel και Επιτροπής, σκέψη 46 ανωτέρω, σκέψεις 74 και 75).

49      Από τη δικογραφία προκύπτει, υπό το πρίσμα των παρατηρήσεων των διαδίκων, ότι οι επίδικες μελέτες αφορούν τη μεταφορά στην έννομη τάξη 19 κρατών μελών ορισμένων οδηγιών της Ένωσης που αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος, ενώ κάθε επίδικη μελέτη αφορά ένα μόνο κράτος μέλος και μία οδηγία. Εξάλλου, οι διάδικοι συνομολογούν ότι η Επιτροπή ανέθεσε την κατάρτιση των μελετών αυτών στο πλαίσιο της υποχρεώσεως που υπέχει, βάσει του άρθρου 17 ΣΕΕ, να επιβλέπει την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης υπό τον έλεγχο του Δικαστηρίου. Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι επίδικες μελέτες δεν καταρτίστηκαν με σκοπούς πληροφοριακούς ή ακαδημαϊκούς, αλλά ως μέσα συγκεκριμένης στοχεύσεως για την αποκάλυψη συγκεκριμένων παραβιάσεων του δικαίου της Ένωσης. Όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, σκοπός των μελετών αυτών είναι να καταστεί δυνατή η εκ μέρους της εκτίμηση του κατά πόσον τα κράτη μέλη έχουν ορθώς μεταφέρει τις οικείες οδηγίες στο εσωτερικό τους δίκαιο και, αν συντρέχει λόγος, η κίνηση διαδικασίας λόγω παραβάσεως κατά των κρατών μελών που έχουν διαπράξει παράβαση.

50      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι επίδικες μελέτες εντάσσονται στο πλαίσιο έρευνας της Επιτροπής κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

51      Από τη νομολογία, όμως, προκύπτει ότι το γεγονός ότι ορισμένο έγγραφο αφορά έρευνα, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, δεν μπορεί να αρκέσει, αυτό και μόνο, για να δικαιολογήσει την εφαρμογή της προβλεπόμενης στην εν λόγω διάταξη εξαιρέσεως, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης συσταλτικής ερμηνείας των εξαιρέσεων που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001. Πράγματι, ο κίνδυνος διακυβεύσεως του προστατευόμενου συμφέροντος πρέπει να είναι ευλόγως προβλέψιμος και όχι αμιγώς υποθετικός (απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Ιουλίου 2008, C‑39/05 P και C‑52/05 P, Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2008, σ. I‑4723, σκέψεις 43 και 63).

52      Επιπροσθέτως, όπως προκύπτει από το γράμμα της, η εξαίρεση αυτή δεν αποσκοπεί στην προστασία της έρευνας αυτής καθαυτήν αλλά του σκοπού της (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 6ης Ιουλίου 2006, T‑391/03 και T‑70/04, Franchet και Byk κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑2023, σκέψεις 105 και 109, και της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, T‑36/04, API κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑3201, σκέψη 127). Στο πλαίσιο έρευνας που αφορά διαδικασία λόγω παραβάσεως, o σκοπός αυτός συνίσταται στο να παρασχεθεί στο κράτος μέλος η δυνατότητα να συμμορφωθεί αυτοβούλως προς τις επιταγές της Συνθήκης ή, ενδεχομένως, η δυνατότητα να δικαιολογήσει τη στάση του (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση API κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 121 και 133 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

53      Όπως προκύπτει κατ’ ουσίαν από τη σκέψη 17 ανωτέρω, η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση επισήμανε ότι ο λόγος για τον οποίο η γνωστοποίηση των επίδικων μελετών θα μπορούσε να θίξει την έρευνα ήταν ότι η γνωστοποίηση αυτή θα έθιγε το κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης που απαιτείται είτε για την αξιολόγηση της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, στην περίπτωση μελέτης την οποία η Επιτροπή δεν είχε ακόμη την ευκαιρία να εξετάσει επαρκώς σε λεπτομέρεια, είτε για την επίλυση των διαφορών μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών χωρίς να είναι απαραίτητη η προσφυγή στο ένδικο στάδιο της διαδικασίας λόγω παραβάσεως, όσον αφορά τις λοιπές μελέτες, τις οποίες η Επιτροπή είχε εξετάσει λεπτομερώς και επί τη βάσει των οποίων, σε ορισμένες περιπτώσεις, είχε κινήσει τη διαδικασία αυτή και, σε άλλες περιπτώσεις, δεν είχε αποφασίσει ακόμη αν η διαδικασία αυτή έπρεπε να κινηθεί.

54      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η αιτιολογία αυτή είναι γενική και αστήρικτη. Ως εκ τούτου, δεν αρκεί για να στοιχειοθετήσει την ύπαρξη μη υποθετικού κινδύνου να θίξει η γνωστοποίηση των επίδικων μελετών συγκεκριμένα και έμπρακτα την έρευνα της Επιτροπής. Ειδικότερα, η εκ μέρους του κοινού γνώση περί πιθανής παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης δεν θα εμπόδιζε την Επιτροπή να συνεχίσει μια έρευνα.

55      Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι η Επιτροπή δεν διευκρίνισε το είδος των πιέσεων που θα μπορούσαν να θέσουν εμπόδια στις διαδικασίες έρευνας, ούτε εάν αυτές θα ασκούνταν επί των δικών της υπηρεσιών ή επί των υπηρεσιών των κρατών μελών. Κατά την προσφεύγουσα, οι δεύτερες θα μπορούσαν, σε κάθε περίπτωση, να αποδείξουν ότι τηρούν το δίκαιο της Ένωσης αν εκτίθεντο σε αδικαιολόγητη κριτική ή σε πιέσεις. Επιπλέον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, δεδομένου ότι δεν εξήγησε κατά ποιο τρόπο η γνωστοποίηση των επίδικων μελετών θα έθιγε συγκεκριμένα και εμπράκτως την έρευνά της, δεν ερμήνευσε συσταλτικώς την εξαίρεση που εφάρμοσε.

56      Τέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η διαφάνεια ενισχύει την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας λόγω παραβάσεως λόγω της πιέσεως που ασκείται από το κοινό επί του οικείου κράτους μέλους και θα έπρεπε να διασφαλιστεί προκειμένου οι πολίτες να έχουν τη δυνατότητα συμμετοχής στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων καθώς και δυνατότητα παροχής πληροφοριών στην Επιτροπή.

57      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

58      Κατ’ αρχάς, πρέπει να επισημανθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η Επιτροπή μπορεί εγκύρως να εφαρμόσει την εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, προκειμένου να αρνηθεί την πρόσβαση σε έγγραφα σχετικά με έρευνες που αφορούν ενδεχόμενη παραβίαση του δικαίου της Ένωσης που μπορούν να οδηγήσουν σε κίνηση διαδικασίας λόγω παραβάσεως ή που έχουν όντως καταλήξει στην κίνηση της εν λόγω διαδικασίας. Στις περιπτώσεις αυτές, η άρνηση προσβάσεως κρίθηκε δικαιολογημένη εκ του γεγονότος ότι τα κράτη μέλη νομιμοποιούνται να αναμένουν ότι η Επιτροπή τηρεί την εμπιστευτικότητα σχετικά με τις έρευνες, ακόμη και μετά την παρέλευση ορισμένου χρόνου από την περάτωσή τους (βλ. απόφαση API κατά Επιτροπής, σκέψη 52 ανωτέρω, σκέψη 120 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

59      Ειδικότερα, από τη νομολογία προκύπτει ότι η γνωστοποίηση εγγράφων που αφορούν το στάδιο της έρευνας, κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων μεταξύ της Επιτροπής και του οικείου κράτους μέλους, θα μπορούσε να θίξει την εύρυθμη διεξαγωγή της διαδικασίας λόγω παραβάσεως στο μέτρο που θα μπορούσε να διακυβευθεί ο σκοπός της, ο οποίος συνίσταται, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 52 ανωτέρω, στο να παρασχεθεί η δυνατότητα στο κράτος μέλος να συμμορφωθεί αυτοβούλως προς τις επιταγές της Συνθήκης ή, ενδεχομένως, η δυνατότητα να δικαιολογήσει τη στάση του. Η απαιτούμενη εχεμύθεια ισχύει και μετά την ενώπιον του Δικαστηρίου προσφυγή εφόσον δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι οι διαπραγματεύσεις μεταξύ της Επιτροπής και του οικείου κράτους μέλους, με σκοπό την αυτόβουλη συμμόρφωσή του προς τις επιταγές της Συνθήκης, εξακολουθούν ενδεχομένως να διεξάγονται κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας και μέχρι την έκδοση της αποφάσεως του Δικαστηρίου. Η διαφύλαξη του σκοπού αυτού, ήτοι του φιλικού διακανονισμού της διαφοράς μεταξύ της Επιτροπής και του οικείου κράτους μέλους πριν από την έκδοση της αποφάσεως του Δικαστηρίου, δικαιολογεί επομένως την άρνηση προσβάσεως στα έγγραφα αυτά (βλ. απόφαση API κατά Επιτροπής, σκέψη 52 ανωτέρω, σκέψη 121, και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

60      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η Επιτροπή, όπως η ίδια ορθώς υποστηρίζει, δικαιούται να διαφυλάσσει το απόρρητο των εγγράφων που συγκεντρώνονται στο πλαίσιο έρευνας σχετικής με διαδικασία λόγω παραβάσεως των οποίων η γνωστοποίηση θα μπορούσε να θίξει το κλίμα εμπιστοσύνης που πρέπει να υπάρχει μεταξύ της ιδίας και του οικείου κράτους μέλους, με σκοπό τη συναινετική λύση όσον αφορά τις παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης που ενδεχομένως θα εντοπιστούν.

61      Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή είχε, κατ’ αρχήν, το δικαίωμα να επικαλεστεί την εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, προκειμένου να αρνηθεί τη γνωστοποίηση των επίδικων μελετών.

62      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας ότι, αφενός, οι πολίτες έχουν το δικαίωμα να γνωρίζουν αν οι κυβερνήσεις τους τηρούν τους κανόνες του δικαίου περιβάλλοντος της Ένωσης βάσει των αρχών των ανοικτών διαδικασιών λήψεως των αποφάσεων και της διαφάνειας που προβλέπουν τα άρθρα 1 ΣΕΕ και 15 ΣΛΕΕ και ότι, αφετέρου, η Επιτροπή έχει την υποχρέωση να επιβλέπει την εφαρμογή των κανόνων αυτών, να λογοδοτεί στους πολίτες για τον τρόπο εκπληρώσεως της αποστολής αυτής και να εξασφαλίζει τη συμμετοχή των πολιτών στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων.

63      Πράγματι, το άρθρο 15, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ ορίζει ότι οι γενικές αρχές και οι περιορισμοί, εκ λόγων δημοσίου ή ιδιωτικού συμφέροντος, που διέπουν την άσκηση του δικαιώματος των πολιτών σε πρόσβαση στα έγγραφα, καθορίζονται, μέσω κανονισμών, από το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, τα οποία αποφασίζουν με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία. Έτσι, ο κανονισμός 1049/2001, ο οποίος εκδόθηκε βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, ορίζει τις γενικές αρχές και τους περιορισμούς αυτούς όσον αφορά το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα τα οποία έχει στην κατοχή της η Επιτροπή. Μεταξύ των περιορισμών αυτών περιλαμβάνεται η εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού αυτού, η οποία αφορά την προστασία του σκοπού έρευνας των θεσμικών οργάνων. Η προσφεύγουσα δεν μπορεί συνεπώς να ζητεί τη μη εφαρμογή της εξαιρέσεως αυτής στηριζόμενη στις γενικές διατάξεις των Συνθηκών.

64      Στη συνέχεια, πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως έχει γίνει δεκτό από τη νομολογία, στην περίπτωση που ζητείται από θεσμικό όργανο η γνωστοποίηση εγγράφου, το όργανο αυτό οφείλει να εκτιμήσει, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, εάν το έγγραφο αυτό εμπίπτει στις εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως οι οποίες απαριθμούνται στο άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001 (απόφαση Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, σκέψη 51 ανωτέρω, σκέψη 35).

65      Έχει διευκρινιστεί, συναφώς, ότι, αφενός, η εξέταση που απαιτείται για την επεξεργασία αιτήσεως προσβάσεως σε έγγραφα πρέπει να έχει συγκεκριμένο και εξατομικευμένο χαρακτήρα και να αφορά το περιεχόμενο κάθε εγγράφου το οποίο αφορά η εν λόγω αίτηση και ότι, αφετέρου, η εξέταση αυτή πρέπει να προκύπτει από την αιτιολογία της αποφάσεως του θεσμικού οργάνου, όσον αφορά όλες τις εξαιρέσεις που διαλαμβάνονται στις παραγράφους 1 έως 3 του άρθρου 4 του ίδιου κανονισμού επί των οποίων στηρίζεται η απόφαση αυτή (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 13ης Απριλίου 2005, T‑2/03, Verein für Konsumenteninformation κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑1121, σκέψεις 69 έως 74).

66      Όπως υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, η προσφεύγουσα, η Επιτροπή εξέτασε τις επίδικες μελέτες κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο. Πράγματι, από την προσβαλλόμενη απόφαση δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή ανέλυσε συγκεκριμένα το ακριβές περιεχόμενο κάθε επίδικης μελέτης προκειμένου να αποφασίσει αν η γνωστοποίησή της μπορούσε να θίξει το κλίμα εμπιστοσύνης που πρέπει να υπάρχει μεταξύ της ιδίας και του οικείου κράτους μέλους. Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, το γεγονός ότι έγινε μερική γνωστοποίηση των μελετών αυτών δεν αποδεικνύει ότι αυτές αποτέλεσαν αντικείμενο εξατομικευμένης εξετάσεως, καθόσον από κάθε μελέτη γνωστοποιήθηκαν τα ίδια τμήματα.

67      Υφίστανται, ωστόσο, πλείονες εξαιρέσεις της υποχρεώσεως της Επιτροπής να προβαίνει σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των εγγράφων στα οποία ζητήθηκε πρόσβαση.

68      Πράγματι, ενδέχεται η εξέταση αυτή να μην είναι αναγκαία όταν, λόγω των ιδιαίτερων περιστάσεων της υποθέσεως, είναι πρόδηλο ότι η πρόσβαση πρέπει να αποκλειστεί ή, αντιθέτως, να επιτραπεί. Αυτό θα μπορούσε να συμβαίνει, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση που ορισμένα έγγραφα είτε καλύπτονται προδήλως στο σύνολό τους από εξαίρεση από το δικαίωμα προσβάσεως είτε είναι προδήλως προσβάσιμα στο σύνολό τους είτε, τέλος, έχουν αποτελέσει ήδη αντικείμενο συγκεκριμένης και εξατομικευμένης εκτιμήσεως από την Επιτροπή υπό παρόμοιες συνθήκες (αποφάσεις Verein für Konsumenteninformation κατά Επιτροπής, σκέψη 65 ανωτέρω, σκέψη 75, και API κατά Επιτροπής, σκέψη 52 ανωτέρω, σκέψη 58).

69      Επιπλέον, επιτρέπεται κατ’ αρχήν στο οικείο θεσμικό όργανο να στηρίζεται, ακόμα και στο πλαίσιο της αιτιολογήσεως της αρνητικής αποφάσεως, σε γενικά τεκμήρια που εφαρμόζονται σε ορισμένες κατηγορίες εγγράφων, δεδομένου ότι παρόμοιες γενικού χαρακτήρα εκτιμήσεις μπορούν να ισχύουν σε αιτήσεις γνωστοποιήσεως εγγράφων που αφορούν έγγραφα της ιδίας φύσεως, υπό τον όρο ότι το όργανο αυτό ελέγχει σε κάθε περίπτωση αν οι γενικού χαρακτήρα εκτιμήσεις που ισχύουν συνήθως για ένα ορισμένο είδος εγγράφων ισχύουν στην πραγματικότητα για το συγκεκριμένο έγγραφο του οποίου ζητείται η γνωστοποίηση (απόφαση Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, σκέψη 51 ανωτέρω, σκέψη 50).

70      Λόγω των ιδιαίτερων εν προκειμένω περιστάσεων, η Επιτροπή μπορούσε να κρίνει, αφενός, ότι οι επίδικες μελέτες ανήκαν στην ίδια κατηγορία εγγράφων και, αφετέρου, ότι, βάσει της προβληθείσας εξαιρέσεως, δεν έπρεπε να επιτραπεί η πρόσβαση σε αυτήν την κατηγορία εγγράφων (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Σεπτεμβρίου 2011, T‑29/08, LPN κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. ΙΙ‑6021, σκέψη 121). Πράγματι, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν κατάρτισε βεβαίως τις επίδικες μελέτες, ούτε αυτές αντικατοπτρίζουν τη θέση της ή συνεπάγονται ευθύνη της. Η Επιτροπή, όμως, ανέθεσε την κατάρτισή τους στο πλαίσιο του προκαταρκτικού σταδίου της διαδικασίας λόγω παραβάσεως και σε αυτές γίνεται εις βάθος εξέταση του συμβατού της νομοθεσίας των οικείων κρατών μελών προς το δίκαιο της Ένωσης. Οι μελέτες αυτές αποτελούν, συνεπώς, στοιχεία τα οποία μπορούν να έχουν επίπτωση στις δυνατότητες της Επιτροπής να αρχίσει διαπραγματεύσεις με τα κράτη μέλη αυτά, χωρίς εξωτερικές πιέσεις, προκειμένου αυτά να συμμορφωθούν αυτοβούλως με το δίκαιο της Ένωσης.

71      Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται από τις αρχές που αναγνωρίστηκαν με την απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Ιουνίου 2010, C‑139/07 P, Επιτροπή κατά Technische Glaswerke Ilmenau (Συλλογή 2010, σ. I‑5885, σκέψεις 54 έως 62), όπως το Γενικό Δικαστήριο τις ερμήνευσε με την απόφαση LPN κατά Επιτροπής, σκέψη 70 ανωτέρω.

72      Πράγματι, με την απόφαση Επιτροπή κατά Technische Glaswerke Ilmenau, σκέψη 71 ανωτέρω, το Δικαστήριο έκρινε, ως προς τις διοικητικές διαδικασίες ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, ότι από τον κανονισμό (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 [ΕΚ] (ΕΕ L 83, σ. 1), καθώς και από τη νομολογία σχετικά με το δικαίωμα κάθε ενδιαφερομένου να λάβει γνώση των εγγράφων διοικητικού φακέλου της Επιτροπής, μπορούσε να συναχθεί γενικό τεκμήριο εμπιστευτικότητας όπως το αναφερθέν στη σκέψη 69 ανωτέρω. Το Δικαστήριο υπενθύμισε, συναφώς, ότι η διαδικασία ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων αποτελεί, λαμβανομένης υπόψη της όλης οικονομίας της, διαδικασία που κινείται κατά κράτους μέλους, στο πλαίσιο της οποίας μόνον αυτό έχει δικαιώματα άμυνας, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος να του κοινοποιούνται ορισμένα έγγραφα, σε αντίθεση προς τους ενδιαφερομένους, οι οποίοι δεν έχουν, στο πλαίσιο αυτό, το δικαίωμα να λαμβάνουν γνώση των εγγράφων του διοικητικού φακέλου της Επιτροπής. Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι η περίσταση αυτή έπρεπε να ληφθεί υπόψη για την ερμηνεία της εξαιρέσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001. Συγκεκριμένα, εάν αυτοί οι ενδιαφερόμενοι ήταν σε θέση να έχουν πρόσβαση, δυνάμει του κανονισμού 1049/201, στα έγγραφα του διοικητικού φακέλου της Επιτροπής, θα εθίγετο το καθεστώς ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων.

73      Από τα ανωτέρω, το Δικαστήριο συνήγαγε ότι, όταν οι δραστηριότητες των οργάνων εντάσσονται στο πλαίσιο των διοικητικών αρμοδιοτήτων που τους έχουν ειδικώς απονεμηθεί από το άρθρο 88 ΕΚ, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι οι ενδιαφερόμενοι, πλην του κράτους μέλους το οποίο αφορούν οι διαδικασίες ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, δεν έχουν δικαίωμα να λαμβάνουν γνώση των εγγράφων του διοικητικού φακέλου της Επιτροπής και, ως εκ τούτου, πρέπει να αναγνωρίζεται η ύπαρξη τεκμηρίου σύμφωνα με το οποίο η γνωστοποίηση των εγγράφων του διοικητικού φακέλου θα έθιγε, κατ’ αρχήν, την προστασία των σκοπών έρευνας, με συνέπεια το οικείο θεσμικό όργανο να μπορεί ακόμα και να απαλλαγεί από την προηγούμενη συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των ζητουμένων εγγράφων. Πάντως, κατά το Δικαστήριο, ως προς το ζήτημα αυτό, οι ενδιαφερόμενοι διατηρούν το δικαίωμα να αποδείξουν ότι ένα συγκεκριμένο έγγραφο δεν καλύπτεται από το εν λόγω τεκμήριο ή ότι συντρέχει υπέρτερο δημόσιο συμφέρον που δικαιολογεί τη γνωστοποίησή του.

74      Όσον αφορά τον έλεγχο τον οποίο καλείται να ασκήσει η Επιτροπή στο πλαίσιο διαδικασίας λόγω παραβάσεως, το Γενικό Δικαστήριο, στην απόφαση LPN κατά Επιτροπής, σκέψη 70 ανωτέρω (σκέψη 126), έκρινε ότι ο έλεγχος αυτός συνιστά διοικητική αρμοδιότητα, στο πλαίσιο της οποίας η Επιτροπή διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια και έρχεται σε διμερή διάλογο με τα οικεία κράτη μέλη. Το Γενικό Δικαστήριο παρατήρησε ότι, αντιθέτως, δεν υφίστανται υπέρ άλλων ενδιαφερομένων, πλην των κρατών μελών αυτών, ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις των οποίων η τήρηση υπόκειται σε αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο.

75      Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, κατ’ αναλογία προς την κατάσταση των ενδιαφερομένων στο πλαίσιο διαδικασίας ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, υφίσταται γενικό τεκμήριο κατά το οποίο η γνωστοποίηση των εγγράφων του διοικητικού φακέλου που αφορούν έρευνα στο πλαίσιο παραβάσεως θα έθιγε, κατ’ αρχήν, την προστασία των σκοπών έρευνας, οπότε αρκούσε η Επιτροπή να εξακριβώσει αν το γενικό αυτό τεκμήριο ίσχυε για το σύνολο των ζητηθέντων εγγράφων, χωρίς να υποχρεούται κατ’ ανάγκην να προβεί προηγουμένως σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση του περιεχομένου καθενός από τα έγγραφα αυτά. Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, σε περίπτωση που, κατά τον χρόνο εκδόσεως αποφάσεως περί αρνήσεως προσβάσεως, η διαδικασία λόγω παραβάσεως ήταν σε εξέλιξη, η Επιτροπή έπρεπε αναγκαστικά να στηριχθεί στην αρχή ότι το γενικό αυτό τεκμήριο ίσχυε για το σύνολο των οικείων εγγράφων (απόφαση LPN κατά Επιτροπής, σκέψη 70 ανωτέρω, σκέψη 127).

76      Ως προς το σημείο αυτό, αφενός, η προσφεύγουσα προβάλλει διάφορα επιχειρήματα για να καταδείξει ότι το γενικό τεκμήριο που διατύπωσε το Δικαστήριο, με την απόφαση Επιτροπή κατά Technische Glaswerke Ilmenau, σκέψη 71 ανωτέρω, κατά το οποίο η γνωστοποίηση του «διοικητικού φακέλου» της Επιτροπής σχετικά με διαδικασία ελέγχου κρατικών ενισχύσεων θα έθιγε την προστασία των σκοπών έρευνας, συνάγεται από τους ειδικούς κανόνες σχετικά με την «πρόσβαση στον φάκελο» κατά τη διοικητική διαδικασία σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις και έχει εφαρμογή μόνο ως προς τα έγγραφα που αφορούν τις ενισχύσεις αυτές.

77      Όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, τα επιχειρήματα αυτά δεν συμβιβάζονται με όσα εξέθεσε το Γενικό Δικαστήριο στην απόφαση LPN κατά Επιτροπής, σκέψη 70 ανωτέρω. Επομένως, πρέπει να απορριφθούν.

78      Αφετέρου, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι επίδικες μελέτες δεν αποτελούν τμήμα «φακέλου», καθόσον καταρτίστηκαν στο πλαίσιο του προκαταρκτικού σταδίου διαδικασίας λόγω παραβάσεως.

79      Πρέπει να επισημανθεί, συναφώς, ότι οι επίδικες μελέτες είναι έγγραφα συγκεκριμένης στοχεύσεως με σκοπό την ανάλυση της μεταφοράς από ορισμένο κράτος μέλος στο εσωτερικό του δίκαιο ορισμένης οδηγίας, τα οποία προορίζονται να αποτελέσουν τμήμα φακέλου της Επιτροπής σχετικά με τη μεταφορά αυτή. Στην περίπτωση που έχει ήδη κινηθεί η διαδικασία λόγω παραβάσεως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι μελέτες δεν αποτελούν τμήμα του φακέλου της οικείας διαδικασίας, καθόσον η Επιτροπή έχει αποφασίσει να κινήσει την εν λόγω διαδικασία μεταξύ άλλων και επί τη βάσει των μελετών αυτών. Όσον αφορά τις μελέτες για τις οποίες η Επιτροπή δεν έχει κινήσει ακόμη τη διαδικασία λόγω παραβάσεως, είναι επίσης αναγκαία η διαφύλαξη της εμπιστευτικότητάς τους, δεδομένου ότι δεν είναι δυνατή η απόσυρση κατά τον χρόνο κινήσεως της διαδικασίας πληροφοριών που έχουν δημοσιοποιηθεί, όπως ορθώς παρατηρεί η Επιτροπή.

80      Εξάλλου, πρέπει να υπομνησθεί ότι η εξαίρεση που αφορά την προστασία των σκοπών έρευνας δεν εφαρμόζεται μόνο σε έγγραφα σχετικά με διαδικασίες λόγω παραβάσεως που βρίσκονται σε εξέλιξη, αλλά επίσης και στα έγγραφα που αφορούν έρευνες οι οποίες θα μπορούσαν ενδεχομένως να καταλήξουν σε τέτοια διαδικασία (βλ. σκέψη 58 ανωτέρω).

81      Τέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, ακόμα και στην περίπτωση που η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις μπορεί να μεταφερθεί ευθέως στις διαδικασίες λόγω παραβάσεως, η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί. Σε αντίθεση προς την επιχείρηση που ζητούσε πρόσβαση στα έγγραφα στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Επιτροπή κατά Technische Glaswerke Ilmenau, σκέψη 71 ανωτέρω, η οποία δεν μπόρεσε να αποδείξει την ύπαρξη υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος, αλλά μόνο ιδιωτικού συμφέροντος ως λήπτρια κρατικής ενισχύσεως, η προσφεύγουσα εκπροσωπεί υπέρτερο δημόσιο συμφέρον το οποίο αφορά το σύνολο των πολιτών, δηλαδή την προστασία του περιβάλλοντος.

82      Με το επιχείρημα αυτό, η προσφεύγουσα υποστηρίζει στην πραγματικότητα ότι η γνωστοποίηση των επίδικων μελετών δικαιολογούνταν από υπέρτερο δημόσιο συμφέρον. Συνεπώς, πρέπει να εξεταστεί, εφόσον απαιτείται, στο πλαίσιο του έκτου λόγου που αντλείται από την ύπαρξη τέτοιου συμφέροντος.

83      Από το σύνολο των ανωτέρω εκτιμήσεων προκύπτει ότι, με την επιφύλαξη του ζητήματος του οποίου έγινε μνεία στη σκέψη 82 ανωτέρω, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφοι 1, 2 και 4, της Συμβάσεως του Ώρχους, καθόσον η διάταξη αυτή δεν προβλέπει καμία εξαίρεση από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα προς προστασία του σκοπού των δραστηριοτήτων έρευνας πλην εκείνων που έχουν ποινικό ή πειθαρχικό χαρακτήρα

84      Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι δυνάμει του άρθρου 216, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, όταν η Ένωση συνάπτει διεθνείς συμφωνίες, τα θεσμικά της όργανα δεσμεύονται από τις συμφωνίες αυτές, οι οποίες, κατά συνέπεια, κατισχύουν των πράξεων της Ένωσης (απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Δεκεμβρίου 2011, C‑366/10, Air Transport Association of America κ.λπ., Συλλογή 2011, σ. Ι‑13755, σκέψη 50).

85      Η Σύμβαση του Ώρχους υπογράφηκε από την Κοινότητα και, εν συνεχεία, εγκρίθηκε με την απόφαση 2005/370. Κατά συνέπεια, οι διατάξεις της Συμβάσεως αυτής αποτελούν πλέον αναπόσπαστο τμήμα της έννομης τάξεως της Ένωσης (απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Μαρτίου 2011, C‑240/09, Lesoochranárske zoskupenie, Συλλογή 2011, σ. I‑1255, σκέψη 30).

86      Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της Συμβάσεως του Ώρχους ορίζει ότι κάθε συμβαλλόμενο μέρος λαμβάνει τα αναγκαία νομοθετικά, κανονιστικά και λοιπά μέτρα, συμπεριλαμβανομένων μέτρων για την επίτευξη συμβατότητας μεταξύ των διατάξεων για την εφαρμογή των διατάξεων της Συμβάσεως περί πληροφορήσεως του κοινού σχετικά με τις περιβαλλοντικές πληροφορίες, προκειμένου να θεσπίσει και να διατηρήσει ένα σαφές, διαφανές και συνεπές πλαίσιο για την εφαρμογή των διατάξεων της εν λόγω Συμβάσεως. Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της Συμβάσεως του Ώρχους ορίζει ότι κάθε συμβαλλόμενο μέρος εξασφαλίζει ότι οι δημόσιες αρχές θέτουν στη διάθεση του κοινού, εντός του πλαισίου της εσωτερικής τους νομοθεσίας, τις περιβαλλοντικές πληροφορίες που τους ζητούνται. Τέλος, η Σύμβαση του Ώρχους προβλέπει, στο άρθρο 4, παράγραφοι 3 και 4, ορισμένους λόγους απορρίψεως αιτημάτων για περιβαλλοντικές πληροφορίες. Οι λόγοι απορρίψεως που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 4, της εν λόγω Συμβάσεως πρέπει, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της διατάξεως αυτής, να ερμηνεύονται συσταλτικώς, λαμβανομένου υπόψη του ενδιαφέροντος που έχει για το κοινό η γνωστοποίηση των ζητουμένων πληροφοριών και αναλόγως του αν οι πληροφορίες αυτές αφορούν ή όχι εκπομπές επιβλαβών αερίων στο περιβάλλον.

87      Ο κανονισμός 1367/2006 θεσπίστηκε για να διασφαλίσει την εφαρμογή των απαιτήσεων της Συμβάσεως του Ώρχους στα θεσμικά και άλλα όργανα της Ένωσης. Σκοπός του είναι, κατά το άρθρο του 1, παράγραφος 1, να συμβάλει στην εφαρμογή των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη Σύμβαση αυτή. Κατά την αιτιολογική σκέψη 3 του εν λόγω κανονισμού, «[ο]ι διατάξεις του […] δικαίου [της Ένωσης] θα πρέπει να συνάδουν με [τη Σύμβαση του Ώρχους]».

88      Το άρθρο 3 του κανονισμού 1367/2006 ορίζει ότι «[ο] κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 ισχύει για οιαδήποτε αίτηση πρόσβασης σε περιβαλλοντικές πληροφορίες τις οποίες έχουν στην κατοχή τους όργανα και οργανισμοί της [Ένωσης]». Τέλος, το άρθρο 6 του κανονισμού 1367/2006 προβλέπει ειδικές διατάξεις για την εφαρμογή των εξαιρέσεων από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα τις οποίες προβλέπει το άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001. Κατά την αιτιολογική σκέψη 15 του κανονισμού 1367/2006, «[σ]τις περιπτώσεις για τις οποίες ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 προβλέπει εξαιρέσεις, οι εξαιρέσεις αυτές θα πρέπει να ισχύουν, υπό την επιφύλαξη άλλων ειδικών διατάξεων του παρόντος κανονισμού σχετικά με αιτήσεις για περιβαλλοντικές πληροφορίες».

89      Εν προκειμένω, η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση εξέτασε την αίτηση προσβάσεως που υπέβαλε η προσφεύγουσα υπό το πρίσμα των κανονισμών 1367/2006 και 1049/2001 και, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 16 ανωτέρω, επικαλέστηκε το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση του δεύτερου κανονισμού προκειμένου να στηρίξει την άρνησή της να γνωστοποιήσει ορισμένα τμήματα των επίδικων μελετών. Επιπλέον, επισήμανε ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 1367/2006 δεν επηρέαζε το συμπέρασμα αυτό και τόνισε ότι ο κανονισμός 1367/2006 προβλέπει ότι η εξαίρεση που αφορά την προστασία του σκοπού ερευνών και ιδίως εκείνων που σχετίζονται με ενδεχόμενες παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης, μπορεί να εφαρμοστεί ως προς τα έγγραφα που περιέχουν περιβαλλοντικές πληροφορίες, καθόσον η γνωστοποίηση δεν δικαιολογείται από υπέρτερο δημόσιο συμφέρον.

90      Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν προέβη στην εξέταση της επιβεβαιωτικής αιτήσεως, όσον αφορά την εξαίρεση που αφορά την προστασία των σκοπών έρευνας, στηριζόμενη ευθέως στη Σύμβαση του Ώρχους, αλλά στηριζόμενη στις διατάξεις των κανονισμών 1049/2001 και 1367/2006. Εντούτοις, με τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή κατόπιν της εξετάσεως αυτής δεν συνάδει με το άρθρο 4, παράγραφοι 1, 2 και 4, της Συμβάσεως του Ώρχους, πράγμα που, κατά την άποψή της, αρκεί για να γίνει δεκτό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί ως προς το σημείο αυτό.

91      Πρέπει να υπομνησθεί ότι το κύρος πράξεως της Ένωσης επηρεάζεται ενδεχομένως από το ασύμβατο της πράξεως αυτής προς διεθνή συμφωνία. Ο δικαστής της Ένωσης, όταν το ανίσχυρο μιας πράξεως προβάλλεται ενώπιόν του, μπορεί να το εξετάσει υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως δύο προϋποθέσεων. Πρώτον, η Ένωση πρέπει να δεσμεύεται από τους κανόνες αυτούς. Δεύτερον, ο δικαστής της Ένωσης δύναται να εξετάσει το κύρος πράξεως του δικαίου της Ένωσης υπό το πρίσμα διατάξεως διεθνούς συνθήκης μόνον εφόσον τούτο δεν προσκρούει στη φύση και στην οικονομία της εν λόγω συνθήκης και, επιπλέον, η εν λόγω διάταξη, από απόψεως του περιεχομένου της, δεν περιέχει αιρέσεις και είναι αρκούντως ακριβής (απόφαση Air Transport Association of America κ.λπ., σκέψη 84 ανωτέρω, σκέψεις 51 έως 54).

92      Πρέπει να επισημανθεί ότι η Ένωση δεσμεύεται από τη Σύμβαση του Ώρχους. Όσον αφορά, όμως, τους λόγους απορρίψεως αιτήσεως προσβάσεως σε περιβαλλοντικές πληροφορίες, δεν προκύπτει ότι η Σύμβαση αυτή είναι, από απόψεως του περιεχομένου της, απαλλαγμένη αιρέσεων και αρκούντως ακριβής κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύθηκε στη σκέψη 91 ανωτέρω.

93      Πράγματι, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, το άρθρο 3 της Συμβάσεως του Ώρχους ορίζει ότι κάθε συμβαλλόμενο μέρος στην εν λόγω Σύμβαση λαμβάνει τα αναγκαία νομοθετικά, κανονιστικά και λοιπά μέτρα, συμπεριλαμβανομένων μέτρων για την επίτευξη συμβατότητας μεταξύ των διατάξεων για την εφαρμογή των διατάξεων της εν λόγω Συμβάσεως, προκειμένου να θεσπίσει και να διατηρήσει ένα σαφές, διαφανές και συνεπές πλαίσιο για την εφαρμογή των διατάξεών της.

94      Επιπλέον, από τον συνδυασμό των παραγράφων 1 και 4 του άρθρου 4 της Συμβάσεως του Ώρχους προκύπτει ότι κάθε συμβαλλόμενο μέρος στη Σύμβαση αυτή έχει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως για τη ρύθμιση του τρόπου θέσεως στη διάθεση του κοινού περιβαλλοντικών πληροφοριών που ζητούνται από τις δημόσιες αρχές.

95      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η εφαρμογή εν προκειμένω εκ μέρους της Επιτροπής των κρίσιμων διατάξεων των κανονισμών 1367/2006 και 1049/2001, και ιδίως του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του δεύτερου κανονισμού, προσκρούει στις διατάξεις του άρθρου 4, παράγραφος 4, στοιχείο γ΄, της Συμβάσεως του Ώρχους. Η διάταξη αυτή όμως δεν είναι αρκούντως ακριβής προκειμένου να τύχει άμεσης εφαρμογής, τουλάχιστον όσον αφορά τους περιφερειακούς οργανισμούς οικονομικής ολοκληρώσεως για τους οποίους γίνεται λόγος στο άρθρο 2, στοιχείο δ΄, της εν λόγω Συμβάσεως.

96      Πράγματι, η Σύμβαση αυτή, και ειδικότερα το άρθρο 4, παράγραφος 4, στοιχείο γ΄, προδήλως απευθύνονται κυρίως στις αρχές των συμβαλλομένων κρατών και χρησιμοποιούν έννοιες που τους προσιδιάζουν, όπως προκύπτει από την παραπομπή στις εθνικές νομοθεσίες που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1. Αντιθέτως, δεν λαμβάνει υπόψη τις ιδιομορφίες που χαρακτηρίζουν τους περιφερειακούς οργανισμούς οικονομικής ολοκληρώσεως, οι οποίοι δύνανται εντούτοις να προσχωρήσουν στη Σύμβαση. Ειδικότερα, δεν υπάρχει καμία ένδειξη στο άρθρο 4, παράγραφος 4, στοιχείο γ΄, ή σε άλλες διατάξεις της Συμβάσεως του Ώρχους η οποία να καθιστά δυνατή την ερμηνεία των εννοιών που χρησιμοποιούνται στην εν λόγω διάταξη και τη διαπίστωση αν έρευνα αφορώσα διαδικασία λόγω παραβάσεως εμπίπτει σε αυτήν.

97      Ελλείψει οποιασδήποτε σχετικής διευκρινίσεως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η Σύμβαση του Ώρχους εμποδίζει τον νομοθέτη της Ένωσης να προβλέψει εξαίρεση από την αρχή της προσβάσεως στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων που αφορούν το περιβάλλον στην περίπτωση που αυτά σχετίζονται με διαδικασία λόγω παραβάσεως, η οποία εμπίπτει στους θεσμικούς μηχανισμούς του δικαίου της Ένωσης, όπως τους προβλέπουν οι Συνθήκες (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Φεβρουαρίου 2012, T‑59/09, Γερμανία κατά Επιτροπής, σκέψεις 63 και 64).

98      Εξάλλου, θα ήταν παράλογο η Σύμβαση του Ώρχους να προβλέπει εξαιρέσεις υπέρ ορισμένων από τα συμβαλλόμενα μέρη, δηλαδή τα κράτη, αλλά να αντίκειται σε αυτήν η εφαρμογή παρόμοιων εξαιρέσεων από άλλα συμβαλλόμενα μέρη, δηλαδή τους περιφερειακούς οργανισμούς οικονομικής ολοκληρώσεως, στους οποίους περιλαμβάνεται η Ένωση για τους σκοπούς της εν λόγω Συμβάσεως.

99      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι δεν μπορεί να ευδοκιμήσει το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, όπως το εφάρμοσε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση, προσκρούει στο άρθρο 4, παράγραφος 4, της Συμβάσεως του Ώρχους καθόσον η διάταξη αυτή δεν προβλέπει καμία εξαίρεση από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα προς προστασία του σκοπού ερευνών πλην εκείνων που έχουν ποινικό ή πειθαρχικό χαρακτήρα.

100    Ως εκ τούτου, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

101    Δεδομένου ότι απορρίφθηκαν ο τέταρτος και ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η Επιτροπή υπέπεσε, εν προκειμένω, σε πλάνη αρνούμενη τη γνωστοποίηση των επίδικων μελετών προκειμένου να προστατεύσει τον σκοπό έρευνάς της. Δεδομένου ότι η αιτιολογία αυτή μπορεί, αφ’ εαυτής, να δικαιολογήσει την άρνηση της Επιτροπής να κοινοποιήσει στην προσφεύγουσα τα μη κοινοποιηθέντα τμήματα των επίδικων μελετών, δεν είναι συνεπώς αναγκαίο να εξεταστεί αν η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας ότι μπορούσε επίσης να αρνηθεί τη γνωστοποίηση αυτή για την προστασία της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων, όπως υποστηρίζει, στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα. Πρέπει, εντούτοις, να εξεταστούν τα επιχειρήματα που η προσφεύγουσα προβάλλει στο πλαίσιο του έκτου λόγου, κατά τα οποία η γνωστοποίηση των επίδικων μελετών δικαιολογούνταν σε κάθε περίπτωση από υπέρτερο δημόσιο συμφέρον.

–       Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, in fine, και παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001, δεδομένου ότι συνέτρεχε υπέρτερο δημόσιο συμφέρον που να δικαιολογεί τη γνωστοποίηση των ζητηθέντων εγγράφων

102    Η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι οι εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα πρέπει να ερμηνεύονται σύμφωνα με τις αρχές που διατυπώνονται στο άρθρο 1 ΣΕΕ, βάσει του οποίου οι πολίτες πρέπει να έχουν την ευρύτερη δυνατή πρόσβαση στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει επιπλέον ότι, ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν μπορεί να αρνηθεί την πρόσβαση σε έγγραφο για να προστατεύσει συμφέρον καλυπτόμενο από μία από τις εξαιρέσεις που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001 χωρίς, πρώτον, να επιβεβαιώσει την απουσία υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος που να δικαιολογεί τη γνωστοποίηση του εν λόγω εγγράφου, δεύτερον, να σταθμίσει τα διάφορα συμφέροντα που διακυβεύονται και, τρίτον, να αιτιολογήσει εμπεριστατωμένα την άρνηση αυτή πράγμα που η Επιτροπή δεν έπραξε με την προσβαλλόμενη απόφαση.

103    Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι οι Ευρωπαίοι πολίτες έχουν συμφέρον να γνωρίζουν αν και σε ποιο βαθμό τηρείται σε εθνικό επίπεδο η περιβαλλοντική νομοθεσία της Ένωσης, προκειμένου, κατά περίπτωση, αφενός, να επιμείνουν ώστε αυτή να εφαρμοστεί πραγματικά, βάσει της υπεροχής και του αμέσου αποτελέσματός της, από τον εθνικό δικαστή και, αφετέρου, να ζητήσουν την προσαρμογή της εθνικής νομοθεσίας προς το δίκαιο της Ένωσης. Εξάλλου, η διαφάνεια θα ενίσχυε το ενδιαφέρον των πολιτών για τις πολιτικές των θεσμικών οργάνων και τον βαθμό συμμετοχής τους, πράγμα που με τη σειρά του θα ενίσχυε τον δημοκρατικό χαρακτήρα της Ένωσης και θα συνέβαλε στη διασφάλιση των αρχών των ανοικτών διαδικασιών λήψεως των αποφάσεων και της διαφάνειας που διατυπώνονται στα άρθρα 1 ΣΕΕ και 11 ΣΕΕ καθώς και στο άρθρο 15 ΣΛΕΕ.

104    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

105    Πρέπει να επισημανθεί ότι η δυνατότητα των πολιτών να λαμβάνουν επαρκείς περιβαλλοντικές πληροφορίες και να έχουν αποτελεσματικές δυνατότητες συμμετοχής στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων στον τομέα του περιβάλλοντος έχει ουσιώδη ρόλο σε μια δημοκρατική κοινωνία. Πράγματι, όπως αναφέρεται στο προοίμιο της Συμβάσεως του Ώρχους, η ευρύτερη πρόσβαση σε πληροφορίες και η μεγαλύτερη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων βελτιώνει την ποιότητα και την εφαρμογή των αποφάσεων, συμβάλλει στην ευαισθητοποίηση του κοινού για περιβαλλοντικά ζητήματα, δίνει στο κοινό την ευκαιρία να εκφράσει τις ανησυχίες του και επιτρέπει στις δημόσιες αρχές να λαμβάνουν δεόντως υπόψη τις ανησυχίες αυτές.

106    Το δικαίωμα του κοινού να λαμβάνει τις ως άνω πληροφορίες αποτελεί έκφραση της αρχής της διαφάνειας, η οποία υλοποιείται από το σύνολο των διατάξεων του κανονισμού 1049/2001, όπως προκύπτει από τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη αυτού, κατά την οποία η διαφάνεια εξασφαλίζει μεγαλύτερη συμμετοχή των πολιτών στη διαδικασία λήψεως των αποφάσεων, παράλληλα δε εγγυάται μεγαλύτερη νομιμότητα, αποτελεσματικότητα και υπευθυνότητα της διοικήσεως έναντι του πολίτη, ενώ συμβάλλει στην ενίσχυση της αρχής της δημοκρατίας.

107    Προκύπτει, όμως, από τη νομολογία ότι το υπέρτερο δημόσιο συμφέρον κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, in fine, και το άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, in fine, του κανονισμού 1049/2001, το οποίο δύναται να δικαιολογήσει τη γνωστοποίηση εγγράφου που θίγει ή θίγει σοβαρά τα έννομα συμφέροντα που προστατεύουν οι εξαιρέσεις τις οποίες προβλέπουν οι διατάξεις αυτές, πρέπει κατ’ αρχήν να διακρίνεται από τις ανωτέρω αρχές επί των οποίων θεμελιώνεται ο εν λόγω κανονισμός (απόφαση API κατά Επιτροπής, σκέψη 52 ανωτέρω, σκέψη 97).

108    Πάντως, το γεγονός ότι ο αιτούμενος πρόσβαση δεν επικαλείται κανένα δημόσιο συμφέρον διακρινόμενο από τις ανωτέρω αρχές δεν συνεπάγεται αυτομάτως ότι δεν είναι αναγκαία η στάθμιση των διακυβευόμενων συμφερόντων. Πράγματι, υπό το φως των ειδικών περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, η επίκληση των αρχών αυτών ενδέχεται να είναι τόσο επιτακτική ώστε να υπερακοντίζει την ανάγκη προστασίας των επίδικων εγγράφων (απόφαση API κατά Επιτροπής, σκέψη 52 ανωτέρω, σκέψη 97).

109    Αυτό, όμως, δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Πράγματι, η προσφεύγουσα δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα που να μπορεί να αποδείξει ότι, όσον αφορά τις επίδικες μελέτες, η επίκληση των αρχών αυτών ήταν ιδιαιτέρως επιτακτική, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων περιστάσεων της υποθέσεως. Περιορίστηκε στην επίκληση γενικών εκτιμήσεων χωρίς καμία σχέση με τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υποθέσεως, δηλαδή ότι οι πολίτες έχουν δικαίωμα πληροφορήσεως ως προς τον βαθμό τηρήσεως του δικαίου περιβάλλοντος της Ένωσης από τα κράτη μέλη καθώς και συμμετοχής στη διαδικασία λήψεως των αποφάσεων. Όμως, με βάση τόσο γενικές εκτιμήσεις δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι η αρχή της διαφάνειας ήταν στη συγκεκριμένη περίπτωση ιδιαιτέρως επιτακτική ώστε να μπορεί να κατισχύσει των λόγων που δικαιολογούν την άρνηση γνωστοποιήσεως των ζητηθέντων εγγράφων (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Σεπτεμβρίου 2010, C‑514/07 P, C‑528/07 P και C‑532/07 P, Σουηδία κ.λπ. κατά API και Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. I‑8533, σκέψη 158).

110    Ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί.

 Επί της δεύτερης ομάδας λόγων ακυρώσεως

111    Πρέπει, κατ’ αρχάς, να εξεταστούν από κοινού ο πρώτος και ο έβδομος λόγος ακυρώσεως, οι οποίοι αντλούνται, κατ’ ουσίαν, από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1049/2001, καθώς και του άρθρου 4, παράγραφος 1, της Συμβάσεως του Ώρχους, καθόσον η Επιτροπή παρέτεινε παράνομα την προθεσμία απαντήσεως στην επιβεβαιωτική αίτηση και, στη συνέχεια, τον τρίτο λόγο, ο οποίος αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως ενεργού διαδόσεως των περιβαλλοντικών πληροφοριών που απορρέει από το άρθρο 5, παράγραφοι 3 έως 7, της Συμβάσεως του Ώρχους και το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1367/2006.

–       Επί του πρώτου και του έβδομου λόγου ακυρώσεως, οι οποίοι αντλούνται, κατ’ ουσίαν, από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1049/2001, καθώς και του άρθρου 4, παράγραφος 1, της Συμβάσεως του Ώρχους, καθόσον η Επιτροπή παρέτεινε παρανόμως την προθεσμία απαντήσεως στην επιβεβαιωτική αίτηση, πράγμα που εντάσσεται στο πλαίσιο πάγιας πρακτικής της Επιτροπής η οποία πρέπει να περισταλεί

112    Το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1049/2001 ορίζει:

«Η επιβεβαιωτική αίτηση υφίσταται ταχεία επεξεργασία. Εντός 15 εργάσιμων ημερών από την καταχώριση της εν λόγω αίτησης, το όργανο είτε δέχεται την πρόσβαση του αιτούντος στο ζητούμενο έγγραφο και παρέχει πρόσβαση εντός της εν λόγω περιόδου, σύμφωνα με το άρθρο 10, είτε εκθέτει τους λόγους της ολικής ή μερικής άρνησης, με γραπτή απάντηση. Αν το θεσμικό όργανο αρνηθεί την πρόσβαση εν όλω ή εν μέρει, ενημερώνει τον αιτούντα για τα ένδικα μέσα που διαθέτει, δηλαδή τη δικαστική προσφυγή κατά του θεσμικού οργάνου και/ή την καταγγελία στον ευρωπαίο διαμεσολαβητή, υπό τους όρους που προβλέπονται αντίστοιχα στα άρθρα 230 [ΕΚ] και 195 [ΕΚ].»

113    Το άρθρο 8, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«Κατ’ εξαίρεση, όπως π.χ. στην περίπτωση αίτησης που αφορά πολύ ογκώδη έγγραφα ή πολύ μεγάλο αριθμό εγγράφων, η προβλεπόμενη στην παράγραφο 1 προθεσμία μπορεί, μετά από ενημέρωση του αιτούντα και λεπτομερή αιτιολόγηση, να παραταθεί κατά 15 εργάσιμες ημέρες.»

114    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση των διατάξεων αυτών. Ειδικότερα, η επιβεβαιωτική αίτηση δεν αφορούσε πολύ ογκώδες έγγραφο ή πολύ μεγάλο αριθμό εγγράφων και δεν ήταν εξαιρετικής φύσεως. Ακόμη, όμως, και σε μια τέτοια περίπτωση η προθεσμία απαντήσεως στην αίτηση αυτή μπορούσε να παραταθεί μόνο κατά δεκαπέντε εργάσιμες ημέρες. Κατά τη νομολογία πρόκειται για προθεσμία με επιτακτικό χαρακτήρα. Η Επιτροπή, εντούτοις, εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση τουλάχιστον πέντε μήνες μετά την εκπνοή της εν λόγω προθεσμίας.

115    Η Επιτροπή συνομολογεί ότι υπερέβη την προθεσμία απαντήσεως στην επιβεβαιωτική αίτηση, αλλά υποστηρίζει ότι η υπέρβαση αυτή, κατά τη νομολογία, δεν συνεπάγεται παρανομία της προσβαλλομένης αποφάσεως.

116    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα παραδέχθηκε ότι από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η υπέρβαση της προθεσμίας απαντήσεως σε επιβεβαιωτική αίτηση δεν συνεπάγεται ακυρότητα της αποφάσεως που εκδίδει το οικείο θεσμικό όργανο επί της αιτήσεως αυτής. Αποφάσισε, όμως, να επιμείνει στην προβολή των υπό κρίση λόγων, καθώς και των προς στήριξή τους επιχειρημάτων, προκειμένου να καταγγείλει την, κατά την εκτίμησή της, πάγια πρακτική της Επιτροπής να παραβαίνει συστηματικά τις επιτακτικές προθεσμίες απαντήσεως οι οποίες της τάσσονται.

117    Πρέπει να επισημανθεί συναφώς ότι η προθεσμία που προβλέπει το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1049/2001 έχει επιτακτικό χαρακτήρα και δεν μπορεί να παραταθεί εάν δεν συντρέχουν οι προβλεπόμενες στο άρθρο 8, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού περιστάσεις, άλλως το άρθρο αυτό θα καθίστατο άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας, δεδομένου ότι ο αιτών δεν θα γνώριζε έπειτα από ποια ακριβώς ημερομηνία θα μπορούσε, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, είτε να ασκήσει προσφυγή είτε να υποβάλει καταγγελία (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 10ης Δεκεμβρίου 2010, T‑494/08 έως T‑500/08 και T‑509/08, Ryanair κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II‑5723, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ακόμα και όταν συντρέχουν οι περιστάσεις που προβλέπονται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001, η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί μόνο κατά δεκαπέντε εργάσιμες ημέρες.

118    Όπως, όμως, ομολογεί η ίδια η προσφεύγουσα, η εκπνοή των προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 8 του κανονισμού 1049/2001 δεν στερεί από το θεσμικό όργανο την εξουσία να εκδώσει ρητή απόφαση (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Ιανουαρίου 2010, T‑355/04 και T‑446/04, Co‑Frutta κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II‑1, σκέψη 56, και Ryanair κατά Επιτροπής, σκέψη 117 ανωτέρω, σκέψη 50).

119    Πράγματι, αν πρόθεση του νομοθέτη ήταν να συνεπάγεται η σιωπή των θεσμικών οργάνων ένα τέτοιο αποτέλεσμα, θα είχε συμπεριληφθεί συγκεκριμένη μνεία στην επίμαχη νομοθεσία. Όσον αφορά το ζήτημα της προσβάσεως σε έγγραφα, ο νομοθέτης προέβλεψε τις συνέπειες της υπερβάσεως της προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1049/2001, ορίζοντας, στο άρθρο 8, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, ότι η μη τήρησή της από το θεσμικό όργανο θεμελιώνει δικαίωμα ασκήσεως ένδικης προσφυγής. Στο πλαίσιο αυτό, οι συνέπειες που, κατά την προσφεύγουσα, συνεπάγεται η υπέρβαση εκ μέρους της Επιτροπής της προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1049/2001 πρέπει να θεωρηθούν δυσανάλογες. Πράγματι, ουδεμία αρχή του δικαίου στερεί από τη διοίκηση την αρμοδιότητά της να απαντά σε αίτηση, ακόμα και μετά την εκπνοή της σχετικώς ταχθείσας προθεσμίας. Σκοπός της θεσπίσεως του μηχανισμού της σιωπηρής αρνητικής απαντήσεως ήταν να αντιμετωπισθεί ο κίνδυνος η διοίκηση να επιλέγει να μην απαντήσει σε αίτηση προσβάσεως σε έγγραφα, διαφεύγοντας οποιονδήποτε δικαστικό έλεγχο, και όχι να καταστεί παράνομη κάθε καθυστερημένη απόφαση. Αντιθέτως, η διοίκηση υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να παρέχει, έστω καθυστερημένα, αιτιολογημένη απάντηση σε κάθε αίτηση διοικούμενου. Αυτή η λύση συνάδει προς τη λειτουργία του μηχανισμού της σιωπηρής απορριπτικής αποφάσεως, που συνίσταται στη δυνατότητα των διοικουμένων να προσβάλουν την αδράνεια της διοικήσεως προκειμένου να λάβουν από αυτήν αιτιολογημένη απάντηση (απόφαση Co‑Frutta κατά Επιτροπής, σκέψη 118 ανωτέρω, σκέψεις 57 έως 59).

120    Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτό ότι η υπέρβαση της προθεσμίας απαντήσεως στην επιβεβαιωτική αίτηση δεν επηρεάζει τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως.

121    Καθόσον η ίδια η προσφεύγουσα παραδέχθηκε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι το συμπέρασμα αυτό είναι ορθό, δεν είναι αναγκαίο να εξεταστούν τα πρόσθετα επιχειρήματα περί του αντιθέτου τα οποία προέβαλε με το υπόμνημα απαντήσεως.

122    Τέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε μετά την παρέλευση της «προθεσμίας δεκαπέντε ημερών που τάσσει το άρθρο 4, παράγραφος 1, της Συμβάσεως του Ώρχους». Η διάταξη αυτή όμως δεν ορίζει καμία προθεσμία απαντήσεως η οποία τάσσεται στην αρχή που επιλαμβάνεται αιτήσεως προσβάσεως σε έγγραφα. Ακόμα και αν υποτεθεί ότι η προσφεύγουσα θέλησε να επικαλεστεί παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, της εν λόγω Συμβάσεως, το οποίο ορίζει προθεσμία έως δύο μηνών εντός της οποίας πρέπει να κοινοποιούνται οι περιβαλλοντικές πληροφορίες στους αιτούντες, στην περίπτωση που η κοινοποίηση αυτή αφορά ογκώδη έγγραφα ή σύνθετες πληροφορίες, η υπέρβαση της προθεσμίας αυτής από την Επιτροπή στην υπό κρίση υπόθεση δεν επηρεάζει τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως, για τους λόγους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 117 έως 119 ανωτέρω.

123    Επομένως, ο πρώτος και ο έβδομος λόγος πρέπει να απορριφθούν.

–       Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως ενεργού διαδόσεως των περιβαλλοντικών πληροφοριών η οποία απορρέει από το άρθρο 5, παράγραφοι 3 έως 7, της Συμβάσεως του Ώρχους και το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1367/2006

124    Το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1367/2006 ορίζει:

«Οι προς διάθεση και διάδοση περιβαλλοντικές πληροφορίες επικαιροποιούνται καταλλήλως. Εκτός από τα έγγραφα που απαριθμούνται στο άρθρο 12 παράγραφοι 2 και 3 και στο άρθρο 13 παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, οι βάσεις δεδομένων ή τα μητρώα περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:

α)      κείμενα […] της […] νομοθεσίας [της Ένωσης] για το περιβάλλον ή για συναφή θέματα, καθώς και πολιτικών, σχεδίων και προγραμμάτων για το περιβάλλον·

β)      εκθέσεις προόδου ως προς την εφαρμογή των θεμάτων που αναφέρονται στο στοιχείο [α΄], εφόσον έχουν εκπονηθεί από τα όργανα ή τους οργανισμούς της [Ένωσης], ή βρίσκονται στην κατοχή τους, υπό ηλεκτρονική μορφή·

[…]».

125    Το άρθρο 5, παράγραφος 3, της Συμβάσεως του Ώρχους ορίζει τα εξής:

«Κάθε μέρος εξασφαλίζει την προοδευτική διάθεση περιβαλλοντικών πληροφοριών σε ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων οι οποίες είναι ευπρόσιτες στο κοινό μέσω δημόσιων τηλεπικοινωνιακών δικτύων. Οι πληροφορίες που είναι προσιτές υπό τη μορφή αυτή θα πρέπει να περιλαμβάνουν:

[…]

γ)      όπως ενδείκνυται, πολιτικές, σχέδια και προγράμματα για το περιβάλλον ή σχετικά με αυτό, καθώς και περιβαλλοντικές συμφωνίες […]».

126    Το άρθρο 5, παράγραφος 5, της ως άνω Συμβάσεως ορίζει τα εξής:

«Κάθε μέρος λαμβάνει μέτρα, στο πλαίσιο της νομοθεσίας του, με σκοπό τη διάδοση, μεταξύ άλλων:

α)      Εγγράφων νομοθεσίας και πολιτικής, όπως εγγράφων για στρατηγικές, πολιτικές, προγράμματα και σχέδια δράσης σχετικά με το περιβάλλον, καθώς και εκθέσεις προόδου σχετικά με την εφαρμογή τους, που προπαρασκευάζονται σε διάφορα κυβερνητικά επίπεδα […]».

127    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι, βάσει των διατάξεων που προαναφέρθηκαν, καθώς και των άρθρων 1, παράγραφος 2, και 11 ΣΕΕ, η Επιτροπή είχε υποχρέωση ενεργού διαδόσεως των επίδικων μελετών.

128    Αρκεί να επισημανθεί συναφώς ότι τόσο η Σύμβαση του Ώρχους όσο και ο κανονισμός 1367/06 προβλέπουν την πρόσβαση του κοινού στις περιβαλλοντικές πληροφορίες είτε κατόπιν αιτήσεως είτε στο πλαίσιο ενεργού διαδόσεώς τους εκ μέρους των οικείων αρχών ή θεσμικών οργάνων. Καθόσον όμως οι αρχές και τα θεσμικά όργανα μπορούν να απορρίψουν αίτηση προσβάσεως σε πληροφορίες όταν αυτές εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής ορισμένων εξαιρέσεων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν έχουν υποχρέωση ενεργού διαδόσεως των πληροφοριών αυτών. Πράγματι, σε αντίθετη περίπτωση, οι επίμαχες εξαιρέσεις θα καθίσταντο άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας, πράγμα που προδήλως δεν συνάδει με το πνεύμα και το γράμμα της Συμβάσεως του Ώρχους και του κανονισμού 1367/06.

129    Επομένως, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

130     Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

131    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων ή εφόσον συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι.

132    Εν προκειμένω, η Επιτροπή, κατά τη διάρκεια της δίκης, επέτρεψε την πρόσβαση σε όχι αμελητέο τμήμα των εγγράφων στα οποία η προσφεύγουσα είχε ζητήσει πρόσβαση με την επιβεβαιωτική αίτηση, η άρνηση προσβάσεως στα οποία είχε οδηγήσει στην άσκηση της υπό κρίση προσφυγής. Λαμβανομένων υπόψη των εξαιρετικών αυτών περιστάσεων, πρέπει να διαταχθεί ότι έκαστος των διαδίκων φέρει τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η ClientEarth και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Kanninen

Soldevila Fragoso

Berardis

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 13 Σεπτεμβρίου 2013.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.