Language of document : ECLI:EU:T:2024:34

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο πενταμελές τμήμα)

της 24ης Ιανουαρίου 2024 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Ενισχύσεις που χορηγήθηκαν βάσει ορισμένων διατάξεων του τροποποιημένου γερμανικού νόμου περί συμπαραγωγής θερμότητας και ηλεκτρικής ενέργειας – Μεταρρύθμιση του καθεστώτος στήριξης της συμπαραγωγής – Απόφαση περί κηρύξεως των ενισχύσεων συμβατών με την εσωτερική αγορά – Έννοια του όρου “κρατική ενίσχυση” – Κρατικοί πόροι»

Στην υπόθεση T‑409/21,

Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τους J. Möller και R. Kanitz,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους A. Μπουχάγιαρ και C. Kovács και την C.‑M. Carrega,

καθής,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Kornezov, πρόεδρο, G. De Baere (εισηγητή), D. Petrlík, K. Kecsmár και S. Kingston, δικαστές,

γραμματέας: S. Jund, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 4ης Μαΐου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή που άσκησε δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ζητεί την ακύρωση της απόφασης C(2021) 3918 final της Επιτροπής, της 3ης Ιουνίου 2021, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.56826 (2020/N) – Γερμανία – Μεταρρύθμιση του 2020 του καθεστώτος στήριξης της συμπαραγωγής και σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.53308 (2019/N) – Γερμανία – Τροποποίηση του καθεστώτος στήριξης υφιστάμενων μονάδων συμπαραγωγής θερμότητας και ηλεκτρικής ενέργειας [άρθρο 13 του Gesetz zur Neuregelung des Kraft-Wärme-Kopplungsgesetzes (νόμου για την αναθεώρηση του νόμου περί συμπαραγωγής θερμότητας και ηλεκτρικής ενέργειας), της 21ης Δεκεμβρίου 2015 (BGBl. 2015 I, σ. 2498, στο εξής: KWKG του 2016)] (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), με την οποία η Επιτροπή διαπιστώνει ότι διάφορα μέτρα (στο εξής: επίμαχα μέτρα) με σκοπό τη στήριξη της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από μονάδες συμπαραγωγής θερμότητας και ηλεκτρικής ενέργειας (combined heat and power, στο εξής: CHP) συνιστούν κρατικές ενισχύσεις.

 Ιστορικό της διαφοράς

 Διοικητική διαδικασία

2        Στις 28 Ιανουαρίου 2019 οι γερμανικές αρχές κοινοποίησαν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή την τροποποίηση που επέφερε στο άρθρο 13 του KWKG του 2016 ο Gesetz zur Änderung des Erneuerbare-Energien-Gesetzes, des Kraft-Wärme-Kopplungsgesetzes, des Energiewirtschaftsgesetzes und weiterer energierechtlicher Vorschriften (νόμος για την τροποποίηση του νόμου περί ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, του νόμου περί συμπαραγωγής θερμότητας και ηλεκτρικής ενέργειας και του νόμου περί του ενεργειακού τομέα καθώς και λοιπών διατάξεων που αφορούν την ενέργεια), της 17ης Δεκεμβρίου 2018 (BGBl. 2018 I, σ. 2549).

3        Στις 23 Σεπτεμβρίου 2020 οι γερμανικές αρχές κοινοποίησαν στην Επιτροπή περαιτέρω τροποποιήσεις του KWKG του 2016. Οι τροποποιήσεις αυτές ενσωματώθηκαν στα άρθρα 7 και 8 του Gesetz zur Reduzierung und zur Beendigung der Kohlerverstromung und zur Änderung weiterer Gesetze (Kohleausstiegsgesetz) [νόμου για τη μείωση και τον τερματισμό της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από άνθρακα και για την τροποποίηση λοιπών νόμων (νόμου περί απεξάρτησης από τον άνθρακα)], της 8ης Αυγούστου 2020 (BGBl. 2020 I, σ. 1818), και τροποποιήθηκαν περαιτέρω με τα άρθρα 17 και 18 του Gesetz zur Änderung des Erneuerbare-Energien-Gesetzes und weiterer energierechtlicher Vorschriften (νόμου για την τροποποίηση του νόμου περί ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και λοιπών διατάξεων που αφορούν την ενέργεια), της 21ης Δεκεμβρίου 2020 (BGBl. 2020 I, σ. 3138).

4        Οι τροποποιήσεις αυτές του KWKG του 2016 ευθυγραμμίζονται με τη νομοθεσία περί στήριξης της CHP, η οποία ισχύει από 1ης Ιανουαρίου 2021 (στο εξής: KWKG του 2020).

5        Στις 8 Απριλίου 2021 η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κοινοποίησε επίσης στην Επιτροπή τροποποίηση που αφορούσε τον καθορισμό ανωτάτου ορίου στην εισφορά υπέρ των παραγωγών υδρογόνου, όπως προβλέπεται στο άρθρο 27 του KWKG του 2020.

 Τα επίμαχα μέτρα

 Σκοπός και περιγραφή των επίμαχων μέτρων

6        Σκοπός του KWKG του 2020 είναι η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης και της προστασίας του κλίματος και του περιβάλλοντος μέσω της αύξησης της καθαρής παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας CHP έως το 2025. Αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στην ενθάρρυνση της μετάβασης σε νέες μονάδες συμπαραγωγής ενέργειας ή σε εκσυγχρονισμένες μονάδες που λειτουργούν με φυσικό αέριο και στην προώθηση της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από τέτοιες μονάδες συμπαραγωγής υψηλής απόδοσης. Αποσκοπεί επίσης στη διασφάλιση της συνοχής μεταξύ της στήριξης της CHP και των στόχων της ενεργειακής μετάβασης. Προς τούτο, ο KWKG του 2020 προβλέπει διάφορα μέτρα.

–       Μέτρο γενικής στήριξης της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από νέες, εκσυγχρονισμένες και αναβαθμισμένες μονάδες CHP υψηλής απόδοσης

7        Ο KWKG του 2020 προβλέπει ένα μέτρο γενικής στήριξης της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από νέες, εκσυγχρονισμένες και αναβαθμισμένες μονάδες CHP υψηλής απόδοσης, οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιούν διάφορες τεχνολογίες συμπαραγωγής και να λειτουργούν με διαφορετικά είδη καυσίμων.

8        Η γενική στήριξη λαμβάνει τη μορφή πριμοδότησης που προστίθεται στα έσοδα από την πώληση της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας στην τιμή της αγοράς (άρθρα 5 επ. του KWKG του 2020).

9        Οι φορείς εκμετάλλευσης μονάδων CHP με δυναμικότητα άνω των 100 κιλοβάτ (kW) οφείλουν να πωλούν την ηλεκτρική ενέργεια στην αγορά σε τρίτους ή να την καταναλώνουν οι ίδιοι. Οι φορείς εκμετάλλευσης μονάδων CHP με μικρότερη δυναμικότητα έχουν την επιλογή να πωλούν την ηλεκτρική ενέργεια στην αγορά, να την καταναλώνουν οι ίδιοι ή να ζητούν από τον διαχειριστή του δικτύου να την αγοράσει σε συμφωνημένη τιμή (άρθρο 4 του KWKG του 2020).

10      Η στήριξη χορηγείται είτε μέσω διαγωνισμών που διοργανώνονται από την εθνική ρυθμιστική αρχή, ήτοι την Bundesnetzagentur (Ομοσπονδιακή υπηρεσία δικτύων, Γερμανία) (άρθρο 8a του KWKG του 2020), είτε απευθείας δυνάμει του KWKG του 2020. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, οι δικαιούχοι δικαιούνται αυτομάτως τη στήριξη εφόσον πληρούν τα κριτήρια επιλεξιμότητας. Η επιλεξιμότητα των δικαιούχων ελέγχεται από την Bundesamt für Wirtschaft und Ausfuhrkontrolle (Ομοσπονδιακή υπηρεσία οικονομίας και ελέγχου των εξαγωγών, Γερμανία, στο εξής: BAFA), κατόπιν αιτήσεως των τελευταίων. Εάν οι δικαιούχοι πληρούν το σύνολο των κριτηρίων, η BAFA χορηγεί έγκριση που επιβεβαιώνει την επιλεξιμότητα (άρθρο 10 του KWKG του 2020).

11      Ο KWKG του 2020 προβλέπει επίσης τη στήριξη της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από καινοτόμα συστήματα CHP, είτε μέσω διαγωνισμών που διοργανώνει η Ομοσπονδιακή υπηρεσία δικτύων είτε μέσω της χορήγησης πριμοδότησης, τροποποιεί δε το καθεστώς πριμοδότησης που συνδεόταν με την απεξάρτηση από τον άνθρακα και είχε θεσπιστεί με τον KWKG του 2016. Οι εν λόγω πριμοδοτήσεις χορηγούνται μόνον εάν οι φορείς εκμετάλλευσης μονάδων CHP είναι δικαιούχοι του μέτρου γενικής στήριξης.

–       Μέτρο στήριξης της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από υφιστάμενες μονάδες CHP υψηλής απόδοσης, οι οποίες λειτουργούν με φυσικό αέριο, στον τομέα της τηλεθέρμανσης

12      Ο KWKG του 2016 προέβλεπε μέτρο στήριξης της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από υφιστάμενες μονάδες CHP υψηλής απόδοσης, οι οποίες λειτουργούν με φυσικό αέριο, στον τομέα της τηλεθέρμανσης έως τις 31 Δεκεμβρίου 2019. Δεδομένου ότι η στήριξη αυτή μπορεί να οδήγησε σε υπεραντιστάθμιση για τα έτη 2018 και 2019, το άρθρο 13 του KWKG του 2016 τροποποιήθηκε προκειμένου να διορθωθούν οι πριμοδοτήσεις που είχαν χορηγηθεί στις μονάδες αυτές για το έτος 2019 και να εξαλειφθεί, κατ’ αυτόν τον τρόπο, η εν λόγω υπεραντιστάθμιση. Οι όροι χορήγησης των πριμοδοτήσεων δυνάμει του KWKG του 2020, οι οποίοι περιγράφονται στις σκέψεις 8 και 9 ανωτέρω, εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν.

–       Μέτρο στήριξης των εγκαταστάσεων αποθήκευσης θερμότητας και ψύξης

13      Ο KWKG του 2020 προβλέπει τη χορήγηση οικονομικής στήριξης στις εγκαταστάσεις αποθήκευσης υπό την προϋπόθεση ότι οι εγκαταστάσεις αυτές αποθηκεύουν κατά κύριο λόγο θερμότητα παραγόμενη από μονάδα CHP η οποία είναι συνδεδεμένη με το δημόσιο δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας. Οι δικαιούχοι δικαιούνται αυτομάτως τη στήριξη εφόσον πληρούν τα κριτήρια επιλεξιμότητας. Η επιλεξιμότητα των δικαιούχων ελέγχεται από την BAFA κατόπιν αιτήσεώς τους. Εάν οι δικαιούχοι πληρούν το σύνολο των κριτηρίων, η BAFA χορηγεί έγκριση που επιβεβαιώνει την επιλεξιμότητα (άρθρα 22 έως 25 του KWKG του 2020).

–       Μέτρο στήριξης των ενεργειακά αποδοτικών δικτύων τηλεθέρμανσης και τηλεψύξης

14      Ο KWKG του 2020 τροποποιεί τους όρους προώθησης δικτύων θέρμανσης χορηγώντας οικονομική στήριξη στα εν λόγω δίκτυα που περιλαμβάνουν τουλάχιστον 75 % CHP ή τουλάχιστον 75 % συνδυασμένων πηγών θερμότητας. Οι δικαιούχοι δικαιούνται αυτομάτως τη στήριξη εφόσον πληρούν τα κριτήρια επιλεξιμότητας. Η επιλεξιμότητα των δικαιούχων ελέγχεται από την BAFA κατόπιν αιτήσεώς τους. Εάν οι δικαιούχοι πληρούν το σύνολο των κριτηρίων, η BAFA χορηγεί έγκριση που επιβεβαιώνει την επιλεξιμότητα (άρθρα 18 έως 21 του KWKG του 2020).

–       Μέτρο καθορισμού ανωτάτου ορίου στην εισφορά υπέρ των παραγωγών υδρογόνου

15      Ο KWKG του 2020 προβλέπει ειδικούς κανόνες για τις επιχειρήσεις του τομέα παραγωγής βιομηχανικών αερίων στον οποίο η παραγωγή υδρογόνου αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο μέρος της συνολικής προστιθέμενης αξίας. Ο νόμος αυτός περιορίζει το ποσό της εισφοράς που μπορούν να εισπράττουν οι διαχειριστές δικτύων από τους παραγωγούς υδρογόνου (βλ. σκέψη 18 κατωτέρω) εφόσον οι εν λόγω παραγωγοί επωφελούνται της μειωμένης εισφοράς δυνάμει του νόμου για την τροποποίηση του νόμου περί ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και λοιπών διατάξεων που αφορούν την ενέργεια (άρθρο 27 του KWKG του 2020).

 Μηχανισμός χρηματοδότησης των επίμαχων μέτρων

16      Ο οικείος διαχειριστής δικτύου υποχρεούται εκ του νόμου να καταβάλλει στους δικαιούχους τα ποσά που προβλέπει ο KWKG του 2020. Ο φορέας εκμετάλλευσης μονάδας CHP δικαιούται να λάβει την πριμοδότηση που μνημονεύεται στη σκέψη 8 ανωτέρω, πλέον ενδεχομένως των πριμοδοτήσεων που μνημονεύονται στη σκέψη 11 ανωτέρω, από τον διαχειριστή δικτύου με το οποίο είναι άμεσα ή έμμεσα συνδεδεμένη η μονάδα (άρθρο 6, παράγραφος 1, άρθρο 7a, παράγραφοι 1 και 3, και άρθρο 7c, παράγραφος 1, του KWKG του 2020).

17      Ο φορέας εκμετάλλευσης δικτύου θέρμανσης και ψύξης δικαιούται να λάβει την οικονομική στήριξη που μνημονεύεται στη σκέψη 14 ανωτέρω από τον διαχειριστή δικτύου μεταφοράς στην περιοχή ελέγχου του οποίου περιλαμβάνεται το δίκτυο με το οποίο είναι άμεσα ή έμμεσα συνδεδεμένη η κύρια μονάδα CHP που τροφοδοτεί το δίκτυο θέρμανσης και ψύξης (άρθρο 18, παράγραφοι 1 και 3, και άρθρο 21 του KWKG του 2020). Ομοίως, ο φορέας εκμετάλλευσης εγκατάστασης αποθήκευσης θερμότητας και ψύξης δικαιούται να λάβει την οικονομική στήριξη που μνημονεύεται στη σκέψη 13 ανωτέρω από τον διαχειριστή δικτύου μεταφοράς στην περιοχή ελέγχου του οποίου περιλαμβάνεται το δίκτυο με το οποίο είναι άμεσα ή έμμεσα συνδεδεμένη η κύρια μονάδα CHP που τροφοδοτεί τη νέα εγκατάσταση αποθήκευσης θερμότητας και ψύξης (άρθρο 22, παράγραφοι 1 και 3, και άρθρο 25 του KWKG του 2020).

18      Οι διαχειριστές δικτύων δύνανται, χωρίς να υποχρεούνται εκ του νόμου, να μετακυλίουν το σχετικό με τα επίμαχα μέτρα κόστος ως προσαύξηση (στο εξής: εισφορά KWKG) κατά τον υπολογισμό των τελών δικτύου που χρεώνουν στους πελάτες τους ανά κιλοβατώρα (kWh) ηλεκτρικής ενέργειας παρεχόμενης στη Γερμανία από το δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας (άρθρο 26, παράγραφος 1, του KWKG του 2020). Κατά παρέκκλιση, οι διαχειριστές δικτύων μεταφοράς δύνανται να επιβάλλουν μειωμένη εισφορά KWKG στους μεγαλύτερους καταναλωτές ενέργειας, όπως οι παραγωγοί υδρογόνου (άρθρο 27 του KWKG του 2020).

19      Το ποσό της εισφοράς KWKG υπολογίζεται ετησίως από τους διαχειριστές δικτύων μεταφοράς σύμφωνα με τη μεθοδολογία που προβλέπει ο KWKG του 2020. Το ποσό αυτό εκφράζεται ως ενιαία τιμή ανά kWh καταναλισκόμενης ηλεκτρικής ενέργειας, υπό την επιφύλαξη του μειωμένου συντελεστή που ισχύει για ορισμένες κατηγορίες χρηστών.

20      Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι κάθε διαχειριστής δικτύου μπορεί να αντισταθμίζει την πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση που προκύπτει από τις υποχρεώσεις του βάσει του KWKG του 2020, ο νόμος αυτός θέσπισε μηχανισμό μέσω του οποίου η επιβάρυνση αυτή κατανέμεται με δίκαιο τρόπο μεταξύ των διαχειριστών δικτύων (διανομής ή μεταφοράς) αναλόγως της κατανάλωσης των συνδεδεμένων με το δίκτυό τους καταναλωτών και στη συνέχεια αντισταθμίζεται μέσω της εισφοράς KWKG (άρθρο 28 του KWKG του 2020).

21      Ο KWKG του 2020 προβλέπει ετήσιο δημοσιονομικό όριο 1,8 δισεκατομμυρίων ευρώ για τα επίμαχα μέτρα και, συνεπώς, για το σύνολο της εισφοράς KWKG (άρθρο 29 του KWKG του 2020).

 Προσβαλλόμενη απόφαση

22      Στις 3 Ιουνίου 2021 η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.

23      Η Επιτροπή χαρακτήρισε τα επίμαχα μέτρα ως κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, διαπιστώνοντας ότι χρηματοδοτούνταν με κρατικούς πόρους.

24      Ειδικότερα, στα σημεία 220 και 221 της προσβαλλομένης απόφασης, αφενός, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα μέτρα στήριξης, πρώτον, της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από νέες, εκσυγχρονισμένες και αναβαθμισμένες μονάδες CHP υψηλής απόδοσης, δεύτερον, των ενεργειακά αποδοτικών δικτύων τηλεθέρμανσης και τηλεψύξης, τρίτον, των εγκαταστάσεων αποθήκευσης θερμότητας και ψύξης και, τέταρτον, της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από συμπαραγωγή σε υφιστάμενες μονάδες συμπαραγωγής υψηλής απόδοσης, οι οποίες λειτουργούν με φυσικό αέριο, στον τομέα της τηλεθέρμανσης (στο εξής από κοινού: μέτρα στήριξης της CHP) χρηματοδοτούνταν από τα έσοδα μιας υποχρεωτικής de jure εισφοράς επιβαλλόμενης από το κράτος, η διαχείριση και η διάθεση των οποίων διέπονταν από τις διατάξεις της νομοθεσίας.

25      Αφετέρου, η Επιτροπή έκρινε ότι το μέτρο σχετικά με τον καθορισμό ανωτάτου ορίου στην εισφορά KWKG υπέρ των παραγωγών υδρογόνου συνιστούσε παραίτηση από κρατικούς πόρους.

26      Εντούτοις, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι τα επίμαχα μέτρα ήταν συμβατά με την εσωτερική αγορά δυνάμει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, και, ως εκ τούτου, αποφάσισε να μην προβάλει αντιρρήσεις.

 Αιτήματα των διαδίκων

27      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που με αυτήν διαπιστώνεται ότι τα επίμαχα μέτρα συνιστούν κρατικές ενισχύσεις·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

28      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

29      Προς στήριξη της προσφυγής, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προβάλλει έναν μόνο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος αφορά εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, στο μέτρο που η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι επιχειρήσεις τις οποίες αφορούσαν τα επίμαχα μέτρα έλαβαν ενισχύσεις χορηγηθείσες με κρατικούς πόρους.

30      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι ο χαρακτηρισμός μέτρου ως «κρατικής ενίσχυσης», κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, προϋποθέτει τη συνδρομή τεσσάρων προϋποθέσεων και συγκεκριμένα, πρώτον, να πρόκειται για παρέμβαση εκ μέρους του κράτους ή με κρατικούς πόρους, δεύτερον, η παρέμβαση αυτή να είναι ικανή να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, τρίτον, να παρέχει επιλεκτικό πλεονέκτημα στον αποδέκτη και, τέταρτον, να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (αποφάσεις της 15ης Μαΐου 2019, Achema κ.λπ., C‑706/17, EU:C:2019:407, σκέψη 46, και της 12ης Ιανουαρίου 2023, DOBELES HES, C‑702/20 και C‑17/21, EU:C:2023:1, σκέψη 31).

31      Όσον αφορά την ύπαρξη παρέμβασης εκ μέρους του κράτους ή με κρατικούς πόρους, τη μόνη επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση προϋπόθεση, υπενθυμίζεται ότι, για να χαρακτηριστεί ένα πλεονέκτημα ως «ενίσχυση» κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, πρέπει, αφενός, να χορηγείται άμεσα ή έμμεσα με κρατικούς πόρους και, αφετέρου, να μπορεί να καταλογιστεί στο κράτος (αποφάσεις της 15ης Μαΐου 2019, Achema κ.λπ., C‑706/17, EU:C:2019:407, σκέψη 47, και της 12ης Ιανουαρίου 2023, DOBELES HES, C‑702/20 και C‑17/21, EU:C:2023:1, σκέψη 32).

32      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν αμφισβητεί ότι τα επίμαχα μέτρα είναι καταλογιστέα σε αυτήν. Κατά τα λοιπά, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα μέτρα αυτά θεσπίστηκαν με νόμο και ότι, ως εκ τούτου, είναι καταλογιστέα στο οικείο κράτος μέλος (πρβλ. αποφάσεις της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Association Vent De Colère! κ.λπ., C‑262/12, EU:C:2013:851, σκέψεις 17 και 18, και της 12ης Ιανουαρίου 2023, DOBELES HES, C‑702/20 και C‑17/21, EU:C:2023:1, σκέψη 33).

33      Αντιθέτως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας αμφισβητεί το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι τα επίμαχα μέτρα χορηγήθηκαν με κρατικούς πόρους.

34      Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, η απαγόρευση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ καλύπτει τόσο τις ενισχύσεις που χορηγούνται απευθείας από το κράτος ή με κρατικούς πόρους όσο και εκείνες που χορηγούνται από δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς που αυτό ιδρύει ή ορίζει ως υπεύθυνους για τη διαχείριση των ενισχύσεων (αποφάσεις της 22ας Μαρτίου 1977, Steinike & Weinlig, 78/76, EU:C:1977:52, σκέψη 20, και της 21ης Οκτωβρίου 2020, Eco TLC, C‑556/19, EU:C:2020:844, σκέψη 25).

35      Πράγματι, το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν μπορεί να επιτρέπει να καταστρατηγούνται οι διατάξεις περί κρατικών ενισχύσεων απλώς και μόνο διότι δημιουργούνται αυτοτελή όργανα επιφορτισμένα με την κατανομή ενισχύσεων (αποφάσεις της 15ης Μαΐου 2019, Achema κ.λπ., C‑706/17, EU:C:2019:407, σκέψη 51, και της 21ης Οκτωβρίου 2020, Eco TLC, C‑556/19, EU:C:2020:844, σκέψη 27).

36      Το Δικαστήριο έχει κρίνει προσφάτως, κατ’ ουσίαν, ότι, ως κρατικοί πόροι κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, μπορούν να χαρακτηριστούν, αφενός, τα κεφάλαια που προέρχονται από φορολογική επιβάρυνση ή από άλλου είδους υποχρεωτικές εισφορές δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας και των οποίων η διαχείριση και η κατανομή διέπονται από τη νομοθεσία αυτή και, αφετέρου, τα ποσά που παραμένουν διαρκώς υπό δημόσιο έλεγχο και συνεπώς στη διάθεση των αρμοδίων εθνικών αρχών. Τα δύο αυτά κριτήρια αποτελούν διαζευκτικά κριτήρια της έννοιας των «κρατικών πόρων» κατά το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2023, DOBELES HES, C‑702/20 και C‑17/21, EU:C:2023:1, σκέψεις 38, 39 και 42).

37      Ο μοναδικός λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας διαιρείται σε τρία σκέλη. Με το πρώτο σκέλος του μοναδικού λόγου ακυρώσεως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι η φορολογική φύση ορισμένης επιβάρυνσης δεν προσδίδει αφ’ εαυτής στους εισπραττόμενους πόρους κρατικό χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι ο χαρακτήρας αυτός προϋποθέτει πάντοτε ότι οι πόροι βρίσκονται διαρκώς υπό δημόσιο έλεγχο και στη διάθεση των αρμοδίων εθνικών αρχών. Εντούτοις, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δήλωσε ότι, λαμβανομένης υπόψη της απόφασης της 12ης Ιανουαρίου 2023, DOBELES HES (C‑702/20 και C‑17/21, EU:C:2023:1), και, ειδικότερα, της κρίσης περί του διαζευκτικού χαρακτήρα των δύο κριτηρίων της έννοιας των «κρατικών πόρων» (βλ. σκέψη 36 ανωτέρω), παραιτείται από τα επιχειρήματα που είχε προβάλει στο πλαίσιο του σκέλους αυτού, όπερ σημειώθηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζήτησης. Συνεπώς, παρέλκει η απόφανση επί του πρώτου σκέλους του μοναδικού λόγου ακυρώσεως.

38      Με το δεύτερο σκέλος του μοναδικού λόγου ακυρώσεως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προβάλλει, κατ’ ουσίαν, ότι ούτε η εισφορά KWKG ούτε τα ποσά που καταβάλλουν οι διαχειριστές δικτύων στους φορείς εκμετάλλευσης μονάδων CHP, εγκαταστάσεων αποθήκευσης και δικτύων τηλεθέρμανσης και τηλεψύξης (στο εξής: φορείς εκμετάλλευσης μονάδων CHP και λοιπών εγκαταστάσεων συνδεόμενων με την CHP) συνιστούν φορολογική επιβάρυνση συνεπαγόμενη χρήση κρατικών πόρων κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Με το τρίτο σκέλος του μοναδικού λόγου ακυρώσεως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι η Επιτροπή κακώς έκρινε ότι οι εισπραττόμενοι από τους διαχειριστές δικτύων πόροι βρίσκονταν διαρκώς υπό δημόσιο έλεγχο και στη διάθεση του κράτους.

39      Με το δεύτερο και το τρίτο σκέλος του μοναδικού λόγου ακυρώσεως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι κανένα από τα δύο διαζευκτικά κριτήρια της έννοιας των «κρατικών πόρων», τα οποία μνημονεύονται στη σκέψη 36 ανωτέρω, δεν πληρούται εν προκειμένω.

40      Δεδομένου ότι, κατά την εξέταση της προϋπόθεσης σχετικά με τους κρατικούς πόρους, η Επιτροπή έκανε διάκριση μεταξύ, αφενός, των μέτρων στήριξης της CHP και, αφετέρου, του μέτρου για τη μείωση της εισφοράς KWKG υπέρ των παραγωγών υδρογόνου (βλ. σκέψεις 24 και 25 ανωτέρω), το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει από κοινού το δεύτερο και το τρίτο σκέλος του μοναδικού λόγου ακυρώσεως, πρώτα σε σχέση με τα μέτρα στήριξης της CHP και στη συνέχεια σε σχέση με το μέτρο που αφορά τον καθορισμό ανωτάτου ορίου στην εισφορά KWKG υπέρ των παραγωγών υδρογόνου.

 Επί των μέτρων στήριξης της CHP

41      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, προκειμένου να κρίνει ότι τα μέτρα στήριξης της CHP χορηγούνταν με κρατικούς πόρους, η Επιτροπή διαπίστωσε, κατ’ αρχάς, ότι, στη νομολογία που απορρέει από την απόφαση της 13ης Μαρτίου 2001, PreussenElektra (C‑379/98, EU:C:2001:160), η οποία αποσαφηνίστηκε με την απόφαση της 28ης Μαρτίου 2019, Γερμανία κατά Επιτροπής (C‑405/16 P, EU:C:2019:268), είχε γίνει διάκριση μεταξύ μέτρων κρατικών ενισχύσεων και μέτρων απλής ρύθμισης τιμών που δεν συνεπάγονται εμπλοκή κρατικών πόρων.

42      Η Επιτροπή επισήμανε ότι, εν προκειμένω, οι φορείς εκμετάλλευσης μονάδων CHP υποχρεούνταν εκ του νόμου να πωλούν την παραγόμενη από αυτούς ηλεκτρική ενέργεια απευθείας στην αγορά, με αποτέλεσμα η τιμή να καθορίζεται ελεύθερα από τις δυνάμεις της αγοράς και όχι μέσω ρύθμισης τιμών. Όσον αφορά τις εγκαταστάσεις αποθήκευσης θερμότητας και ψύξης και τα δίκτυα τηλεθέρμανσης και τηλεψύξης, ουδεμία συναλλαγή υπήρξε σε συγκεκριμένη τιμή για προϊόντα και υπηρεσίες, οπότε ούτε στην περίπτωση αυτή επρόκειτο για ρύθμιση των τιμών.

43      Η καταβολή πρόσθετων εσόδων στους φορείς εκμετάλλευσης μονάδων CHP και λοιπών εγκαταστάσεων συνδεόμενων με την CHP, χωρίς αντάλλαγμα, δεν εμπίπτει στα συνήθη καθήκοντα διαχειριστή δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας. Τα κριτήρια επιλεξιμότητας προβλέπονταν από τον KWKG του 2020 και ελέγχονταν από την BAFA. Η έκταση της οικονομικής στήριξης που καταβαλλόταν στους δικαιούχους καθοριζόταν εξ ολοκλήρου από το κράτος και, εάν υπήρχε κίνδυνος υπέρβασης του συνολικού προϋπολογισμού των 1,8 δισεκατομμυρίων ευρώ, η BAFA ήταν αρμόδια να καθορίσει τα μειωμένα ποσοστά στήριξης.

44      Η Επιτροπή υπενθύμισε ότι οι διαχειριστές δικτύων ήταν υποχρεωμένοι να αναλαμβάνουν το κόστος των μέτρων στήριξης της CHP, με αποτέλεσμα η εκ του νόμου οικονομική επιβάρυνσή τους να συνιστά υποχρεωτική de jure εισφορά επιβαλλόμενη από το κράτος. Το γεγονός ότι οι διαχειριστές δικτύων μπορούσαν, χωρίς ωστόσο να υποχρεούνται, να μετακυλίουν το κόστος στους πελάτες τους καταναλωτές, σήμαινε απλώς ότι οι καταναλωτές αυτοί δεν υπόκειντο σε υποχρεωτική εκ του νόμου εισφορά. Οι διαχειριστές δικτύων εξακολουθούσαν, από την πλευρά τους, να υπόκεινται σε τέτοια εισφορά. Η χρηματοδότηση των ενισχύσεων μέσω μιας τέτοιας φορολογικής επιβάρυνσης σε ένα επίπεδο της αλυσίδας εφοδιασμού αρκούσε για να αποδειχθεί η ύπαρξη κρατικών πόρων, χωρίς να απαιτείται να διαπιστωθεί άλλη υποχρεωτική εισφορά σε διαφορετικό επίπεδο της αλυσίδας.

45      Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα μέτρα στήριξης της CHP χρηματοδοτούνταν από τα έσοδα μιας υποχρεωτικής de jure εισφοράς επιβαλλόμενης από το κράτος, η διαχείριση και η διάθεση των οποίων διέπονταν από τις διατάξεις της νομοθεσίας.

46      Στο πλαίσιο του δευτέρου και του τρίτου σκέλους του μοναδικού λόγου ακυρώσεως, πρώτον, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι η εισφορά KWKG δεν συνιστά φορολογική επιβάρυνση συνεπαγόμενη χρήση κρατικών πόρων, καθόσον ο KWKG του 2020 δεν υποχρεώνει τους διαχειριστές δικτύων να μετακυλίουν την εισφορά αυτή στους πελάτες των δικτύων. Κατά την άποψή της, οι διαχειριστές δικτύων χρηματοδοτούν με ιδίους οικονομικούς πόρους τις καταβολές προς τους φορείς εκμετάλλευσης μονάδων CHP και λοιπών εγκαταστάσεων συνδεόμενων με την CHP.

47      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι ούτε οι τελευταίες αυτές καταβολές συνιστούν φορολογική επιβάρυνση. Κατά την άποψή της, η Επιτροπή δεν λαμβάνει υπόψη, συναφώς, τη νομολογία σχετικά με τις οιονεί φορολογικές επιβαρύνσεις, ιδίως τις αποφάσεις της 17ης Ιουλίου 2008, Essent Netwerk Noord κ.λπ. (C‑206/06, EU:C:2008:413), της 15ης Μαΐου 2019, Achema κ.λπ. (C‑706/17, EU:C:2019:407), και της 20ής Σεπτεμβρίου 2019, FVE Holýšov I κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑217/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:633). Η νομολογία αυτή εντάσσεται πάντοτε, όπως εν προκειμένω, σε ένα πλαίσιο δύο επιπέδων ή, με άλλα λόγια, σε μια τριγωνική σχέση μεταξύ του φορέα εκμετάλλευσης της μονάδας, του διαχειριστή δικτύου και του πελάτη του δικτύου. Ο δικαστής της Ένωσης δεν έχει χαρακτηρίσει ως φορολογική επιβάρυνση τις οικονομικές ροές μεταξύ διαχειριστών δικτύων και δικαιούχων.

48      Επιπλέον, η Επιτροπή εσφαλμένως στηρίζεται, κατά την άποψη της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, στο γεγονός ότι ο KWKG του 2020 δεν συνιστά μέτρο ρύθμισης τιμών κατά την έννοια της απόφασης της 13ης Μαρτίου 2001, PreussenElektra (C‑379/98, EU:C:2001:160). Το ζήτημα εάν η τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας ρυθμίζεται από τον νόμο ελάχιστη σημασία έχει όσον αφορά την ύπαρξη φορολογικής επιβάρυνσης.

49      Δεύτερον, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι οι πόροι μπορούν να θεωρηθούν κρατικοί μόνον εφόσον βρίσκονται διαρκώς υπό δημόσιο έλεγχο και συνεπώς στη διάθεση των εθνικών αρχών, στοιχείο που η Επιτροπή δεν εξέτασε.

50      Επιπλέον, ο έλεγχος του κράτους επί του νομικού πλαισίου δεν αρκεί αφ’ εαυτού για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το κράτος έχει εξουσία διάθεσης των κεφαλαίων. Όσον αφορά τον KWKG του 2020, ούτε το κράτος ούτε οι αρμόδιες εθνικές αρχές ασκούν επιρροή στη χρήση των πόρων.

51      Η Επιτροπή παραδέχεται ότι η εισφορά KWKG, αυτοτελώς εξεταζόμενη, δεν αποτελεί φορολογική επιβάρυνση, καθόσον οι διαχειριστές δικτύων δεν είναι υποχρεωμένοι να τη χρεώνουν στους πελάτες τους. Αντιθέτως, η πριμοδότηση που, δυνάμει του KWKG του 2020, καταβάλλουν οι διαχειριστές δικτύων στους φορείς εκμετάλλευσης μονάδων CHP και λοιπών εγκαταστάσεων συνδεόμενων με την CHP συνιστά φορολογική επιβάρυνση συνεπαγόμενη χρήση κρατικών πόρων.

52      Κατά την Επιτροπή, η πριμοδότηση αυτή συνιστά μονομερή υποχρεωτική επιβάρυνση που επιβάλλεται από το κράτος στον υπόχρεο και, ως εκ τούτου, φορολογική επιβάρυνση συνεπαγόμενη χρήση κρατικών πόρων. Κατά την άποψή της, δεν είναι αναγκαίο να διαπιστωθεί μετακύλιση της οικονομικής επιβάρυνσης στον καταναλωτή όταν αποδεικνύεται η ύπαρξη υποχρεωτικής εισφοράς σε προηγούμενο στάδιο της αλυσίδας εφοδιασμού. Επομένως, εν προκειμένω, ο τελικός οφειλέτης είναι ο διαχειριστής δικτύου, ο οποίος βρίσκεται στην ίδια νομική κατάσταση με τον τελικό καταναλωτή. Σε κάθε περίπτωση, το κράτος οικειοποιείται ποσό προερχόμενο από ιδιωτική πηγή.

53      Κατά την άποψη της Επιτροπής, η παρέκκλιση από την απαγόρευση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, όπως η επίμαχη στην απόφαση της 13ης Μαρτίου 2001, PreussenElektra (C‑379/98, EU:C:2001:160), μπορεί να εφαρμοστεί μόνο στις περιπτώσεις ρύθμισης τιμών και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στις προσαυξήσεις τιμής που καταβάλλουν οι διαχειριστές δικτύων. Η εξομοίωση μιας εκ του νόμου υποχρέωσης καταβολής με απλή ρύθμιση των τιμών της αγοράς θα ισοδυναμούσε, κατά την Επιτροπή, με αδικαιολόγητη διεύρυνση της εν λόγω παρέκκλισης, με αποτέλεσμα να καταστεί κενό περιεχομένου το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

54      Περαιτέρω, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, αρκεί η είσπραξη μιας φορολογικής επιβάρυνσης, όπως η επίμαχη, για να διαπιστωθεί η ύπαρξη κρατικών πόρων και ότι δεν είναι αναγκαίο να διαπιστωθεί η ύπαρξη πιο εκτεταμένου κρατικού ελέγχου. Εντούτοις, υποστηρίζει ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση είχε εξετάσει το ζήτημα κατά πόσον οι πόροι που εισπράττουν οι διαχειριστές δικτύων μέσω της εισφοράς KWKG υπόκεινται σε κρατικό έλεγχο. Για λόγους πληρότητας, ισχυρίζεται ότι η καταβολή των πριμοδοτήσεων διέπεται από τις νομοθετικές διατάξεις του KWKG του 2020 από τις οποίες οι διαχειριστές δικτύων δεν μπορούν να παρεκκλίνουν, όπερ καταδεικνύει τον κρατικό χαρακτήρα τους.

55      Πρέπει να εξεταστούν, κατ’ αρχάς, τα επιχειρήματα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας σύμφωνα με τα οποία ούτε η εισφορά KWKG ούτε τα ποσά που καταβάλλονται στους φορείς εκμετάλλευσης μονάδων CHP και λοιπών εγκαταστάσεων συνδεόμενων με την CHP συνιστούν φορολογική επιβάρυνση ή άλλου είδους υποχρεωτική εισφορά κατά την έννοια του πρώτου κριτηρίου που μνημονεύεται στη σκέψη 36 ανωτέρω, εν συνεχεία, τα επιχειρήματα που στηρίζονται σε απουσία διαρκούς δημοσίου ελέγχου επί των πόρων κατά την έννοια του δευτέρου κριτηρίου που μνημονεύεται στη σκέψη 36 ανωτέρω και, τέλος, τα επιχειρήματα σχετικά με την εφαρμογή της νομολογίας που απορρέει από την απόφαση της 13ης Μαρτίου 2001, PreussenElektra (C‑379/98, EU:C:2001:160).

 Επί της υπάρξεως φορολογικής επιβάρυνσης ή άλλου είδους υποχρεωτικής εισφοράς (πρώτο κριτήριο που μνημονεύεται στη σκέψη 36 ανωτέρω)

56      Κατά τη νομολογία, τα ποσά που προέρχονται από προσαύξηση τιμής που επιβλήθηκε από το κράτος στους αγοραστές ηλεκτρικής ενέργειας εξομοιώνονται με φορολογική επιβάρυνση που πλήττει την ηλεκτρική ενέργεια και προέρχονται από «κρατικούς πόρους» κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (βλ. απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2023, DOBELES HES, C‑702/20 και C‑17/21, EU:C:2023:1, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

57      Επομένως, εάν τα κεφάλαια προέρχονται από υποχρεωτικές εισφορές τις οποίες επιβάλλει η νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους και η διαχείριση και η κατανομή τους διέπονται από τη νομοθεσία αυτή, πρέπει να θεωρούνται ως «κρατικοί πόροι» κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Συναφώς, είναι αδιάφορο εάν ο μηχανισμός χρηματοδότησης δεν εμπίπτει κατά το εθνικό δίκαιο στην κατηγορία των εν στενή εννοία φορολογικών επιβαρύνσεων (πρβλ. απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2023, DOBELES HES, C‑702/20 και C‑17/21, EU:C:2023:1, σκέψεις 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

58      Αντιθέτως, το γεγονός ότι το οικονομικό βάρος της επιβάρυνσης φέρει στην πράξη μια συγκεκριμένη κατηγορία προσώπων δεν αρκεί για να καταδειχθεί ότι τα κεφάλαια που προέρχονται από την επιβάρυνση αποτελούν «κρατικούς πόρους» κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Πρέπει επίσης η επιβάρυνση να είναι υποχρεωτική δυνάμει του εθνικού δικαίου. Ειδικότερα, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι δεν αρκεί οι διαχειριστές δικτύων να μετακυλίουν στην τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας που επιβαρύνει τους τελικούς πελάτες το επιπλέον κόστος που προκύπτει λόγω της υποχρέωσής τους να αγοράζουν την ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές βάσει τιμολογίων καθοριζόμενων από τον νόμο, στην περίπτωση που η μετακύλιση αυτή προκύπτει μόνον από ακολουθούμενη πρακτική και δεν απορρέει από νομική υποχρέωση (βλ. απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2023, DOBELES HES, C‑702/20 και C‑17/21, EU:C:2023:1, σκέψεις 36 και 37).

59      Εκ προοιμίου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι διάδικοι συμφωνούν ως προς το ότι χαρακτηριστικό στοιχείο του συστήματος που θεσπίστηκε με τον KWKG του 2020 είναι η ύπαρξη «δύο επιπέδων» στην αλυσίδα εφοδιασμού με ηλεκτρική ενέργεια. Στο πλαίσιο αυτό, το «πρώτο επίπεδο» αφορά τη σχέση μεταξύ, αφενός, των φορέων εκμετάλλευσης μονάδων CHP και λοιπών εγκαταστάσεων συνδεόμενων με την CHP και, αφετέρου, των διαχειριστών δικτύων. Το «δεύτερο επίπεδο» αφορά τη σχέση μεταξύ των διαχειριστών δικτύων και των πελατών τους. Όπως υπενθύμισε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι διαχειριστές δικτύων είναι ιδιωτικοί φορείς.

60      Στο πλαίσιο του «πρώτου επιπέδου», ο εκάστοτε διαχειριστής δικτύου υπέχει εκ του νόμου υποχρέωση καταβολής οικονομικής στήριξης στους φορείς εκμετάλλευσης των επιλέξιμων μονάδων CHP και των λοιπών εγκαταστάσεων που συνδέονται με την CHP (βλ. σκέψεις 16 και 17 ανωτέρω). Στο πλαίσιο του «δευτέρου επιπέδου», οι διαχειριστές δικτύων δύνανται, χωρίς να υποχρεούνται εκ του νόμου, να μετακυλίσουν στους πελάτες τους, μέσω της εισφοράς KWKG, την οικονομική επιβάρυνση που απορρέει από την υποχρέωσή τους να καταβάλλουν οικονομική στήριξη δυνάμει του KWKG του 2020 (βλ. σκέψεις 18 έως 20 ανωτέρω).

61      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή δεν έκρινε ότι η εισφορά KWKG στο «δεύτερο επίπεδο» της αλυσίδας εφοδιασμού συνιστούσε υποχρεωτική εκ του νόμου εισφορά ικανή να στοιχειοθετήσει την ύπαρξη κρατικών πόρων. Κατά τα λοιπά, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι διαχειριστές δικτύων δεν υποχρεούνται εκ του νόμου να χρεώνουν την εισφορά KWKG στους πελάτες τους και, ως εκ τούτου, η εισφορά αυτή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως υποχρεωτική εισφορά κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στις σκέψεις 57 και 58 ανωτέρω.

62      Αντιθέτως, η Επιτροπή έκρινε ότι οι εισφορές που επιβάλλει ο νόμος στους διαχειριστές δικτύων και οι οποίες καταβάλλονται υποχρεωτικά στους φορείς εκμετάλλευσης μονάδων CHP και λοιπών εγκαταστάσεων συνδεόμενων με την CHP στο «πρώτο επίπεδο» της αλυσίδας εφοδιασμού συνεπάγονταν χρήση κρατικών πόρων χωρίς να απαιτείται να διαπιστωθεί άλλη υποχρεωτική εισφορά σε διαφορετικό «επίπεδο» της αλυσίδας.

63      Επιβάλλεται η διαπίστωση, όπως υποστηρίζει και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, ότι η Επιτροπή δεν έλαβε συναφώς υπόψη τη νομολογία σχετικά με το κριτήριο της ύπαρξης φορολογικής επιβάρυνσης ή άλλου είδους υποχρεωτικής εισφοράς.

64      Πράγματι, όπως προκύπτει από τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 57 ανωτέρω, προκειμένου τα κεφάλαια να θεωρηθούν «κρατικοί πόροι», κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, πρέπει να «προέρχονται» από φορολογικές επιβαρύνσεις ή από άλλου είδους υποχρεωτικές εισφορές τις οποίες επιβάλλει η νομοθεσία του κράτους και «η διαχείριση και η κατανομή τους [πρέπει να] διέπονται από τη νομοθεσία».

65      Επομένως, η ύπαρξη φορολογικής επιβάρυνσης ή άλλου είδους υποχρεωτικής εκ του νόμου εισφοράς αφορά την προέλευση των κεφαλαίων που χρησιμοποιούνται για τη χορήγηση πλεονεκτήματος, υπό την έννοια ότι επιτρέπει να διαπιστωθεί ότι τα κρατικά κεφάλαια χρησιμοποιήθηκαν για τη χρηματοδότηση του πλεονεκτήματος αυτού. Μια τέτοια φορολογική επιβάρυνση ή άλλου είδους υποχρεωτική εισφορά αποτελεί τον τρόπο χρηματοδότησης των μέτρων.

66      Στη συνέχεια, η διαχείριση και η κατανομή των κεφαλαίων, ήτοι η διάθεσή τους, διέπονται από τον νόμο, συνεπεία δε αυτού είναι δυνατόν να διαπιστωθεί ότι τα ποσά που εισπράττονται μέσω φορολογικής επιβάρυνσης ή άλλου είδους υποχρεωτικής εισφοράς χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για τη χορήγηση πλεονεκτήματος στους δικαιούχους σύμφωνα με τη νομοθεσία.

67      Επομένως, η Επιτροπή δεν μπορούσε βασίμως να θεωρήσει ότι τα ποσά που κατέβαλλαν υποχρεωτικά οι διαχειριστές δικτύων στους φορείς εκμετάλλευσης μονάδων CHP και λοιπών εγκαταστάσεων συνδεόμενων με την CHP στο πλαίσιο του «πρώτου επιπέδου» της αλυσίδας εφοδιασμού συνιστούσαν φορολογική επιβάρυνση ή άλλου είδους υποχρεωτική εισφορά ικανή να στοιχειοθετήσει την ύπαρξη κρατικών πόρων. Πράγματι, οι καταβολές αυτές αφορούν αποκλειστικά τη βάσει του νόμου διάθεση των κεφαλαίων στο μέτρο που οι διαχειριστές υποχρεούνται εκ του νόμου να χορηγούν οικονομική στήριξη στους φορείς εκμετάλλευσης μονάδων CHP και λοιπών εγκαταστάσεων συνδεόμενων με την CHP. Ωστόσο, δεν παρέχουν καμία ένδειξη σχετικά με την προέλευση των κεφαλαίων που χρησιμοποιούν οι διαχειριστές δικτύων για τη χορήγηση οικονομικής στήριξης στους δικαιούχους. Όπως ορθώς επισημαίνει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η άποψη ότι οι προαναφερθείσες καταβολές συνιστούν φορολογική επιβάρυνση ή άλλου είδους υποχρεωτική εισφορά κατά την έννοια της σχετικής νομολογίας ισοδυναμεί με την άποψη ότι η χρηματοδότηση των μέτρων στήριξης της CHP ταυτίζεται με τη χορήγηση των κεφαλαίων στους δικαιούχους.

68      Οι διαπιστώσεις αυτές επιβεβαιώνονται από τη νομολογία σχετικά με τα μέτρα κρατικών ενισχύσεων για τη στήριξη της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, ιδίως από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, τα οποία χρηματοδοτούνται μέσω προσαύξησης τιμής που επιβάλλεται από το κράτος στους αγοραστές ηλεκτρικής ενέργειας. Ειδικότερα, οι αποφάσεις τις οποίες επικαλούνται οι διάδικοι στα δικόγραφά τους και οι οποίες μνημονεύονται στις υποσημειώσεις 65 και 72 της προσβαλλομένης απόφασης, ήτοι οι αποφάσεις της 17ης Ιουλίου 2008, Essent Netwerk Noord κ.λπ. (C‑206/06, EU:C:2008:413), της 15ης Μαΐου 2019, Achema κ.λπ. (C‑706/17, EU:C:2019:407), και της 20ής Σεπτεμβρίου 2019, FVE Holýšov I κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑217/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:633), με την τελευταία να έχει επικυρωθεί από το Δικαστήριο με την απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2021, FVE Holýšov I κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑850/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2021:740), αφορούσαν τις εκ του νόμου υποχρεώσεις των φορέων εκμετάλλευσης δικτύων διανομής και μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας να μεταβιβάζουν προσαύξηση τιμής σε θυγατρική εταιρία των επιχειρήσεων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας ή να αγοράζουν από τέτοιες επιχειρήσεις ηλεκτρική ενέργεια σε καθορισμένη τιμή με σκοπό τη στήριξη της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Προς αντιστάθμιση του επιπλέον κόστους που προκύπτει από τις υποχρεώσεις αυτές, τις οποίες υπέχουν οι φορείς εκμετάλλευσης δικτύων διανομής και μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, ο νόμος προέβλεπε την επιβολή από τους φορείς αυτούς υποχρεωτικής εισφοράς επί της ηλεκτρικής ενέργειας στους καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας.

69      Στις αποφάσεις που μνημονεύονται στη σκέψη 68 ανωτέρω, οι υποχρεωτικές εισφορές τις οποίες εισπράττουν και διαχειρίζονται οι φορείς εκμετάλλευσης δικτύων διανομής και μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας στο «δεύτερο επίπεδο» της αλυσίδας εφοδιασμού αποσκοπούσαν στην αντιστάθμιση του επιπλέον κόστους που προκύπτει από τις εκ του νόμου υποχρεώσεις τους στο «πρώτο επίπεδο» της εν λόγω αλυσίδας. Η μετακύλιση του επιπλέον κόστους μέσω υποχρεωτικής εισφοράς ισοδυναμούσας με φορολογική επιβάρυνση επί της ηλεκτρικής ενέργειας ήταν διακριτή σε σχέση με τις νομικές υποχρεώσεις των φορέων εκμετάλλευσης δικτύων διανομής και μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας προς στήριξη των επιχειρήσεων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Τα κεφάλαια που προορίζονταν για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών προέρχονταν από τις υποχρεωτικές εισφορές επί της ηλεκτρικής ενέργειας που επιβάλλονταν στους καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας, πράγμα το οποίο καταδεικνύει την κρατική χρηματοδότηση των μέτρων.

70      Επομένως, κακώς η Επιτροπή έκρινε, παραπέμποντας στη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 68 ανωτέρω, ότι η υποχρέωση των διαχειριστών δικτύων να καταβάλλουν ποσά στους δικαιούχους στο πλαίσιο του «πρώτου επιπέδου» της αλυσίδας εφοδιασμού αρκούσε για να διαπιστωθεί η ύπαρξη φορολογικής επιβάρυνσης ή άλλου είδους υποχρεωτικής εισφοράς ικανής να στοιχειοθετήσει χρήση κρατικών πόρων, καθόσον το γεγονός αυτό επιτρέπει απλώς να διαπιστωθεί η βάσει του νόμου διάθεση των κεφαλαίων, αλλά δεν παρέχει καμία ένδειξη ως προς την προέλευση των κεφαλαίων που χρησιμοποιούν οι διαχειριστές δικτύων για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους. Αντιθέτως προς τις περιπτώσεις τις οποίες αφορά η νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 68 ανωτέρω, εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν διαπίστωσε καμία υποχρεωτική εισφορά στο «δεύτερο επίπεδο» της αλυσίδας εφοδιασμού.

71      Επιπλέον, η Επιτροπή ουδόλως εξήγησε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, πότε και από ποιον γινόταν η διαχείριση των κεφαλαίων. Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι τα έσοδα από τις υποχρεωτικές εισφορές περιέρχονται απευθείας στους δικαιούχους, χωρίς οι διαχειριστές δικτύων να προβαίνουν σε κανενός είδους είσπραξη ή διαχείριση κεφαλαίων.

72      Συναφώς, αφενός, ο μηχανισμός δίκαιης κατανομής της οικονομικής επιβάρυνσης μεταξύ διαχειριστών δικτύων, ο οποίος περιγράφεται στη σκέψη 20 ανωτέρω, δεν μπορεί να θεωρηθεί διαχείριση των κεφαλαίων που χρησιμοποιούνται για τη χρηματοδότηση των μέτρων στήριξης της CHP, καθόσον προβλέπει απλώς αντιστάθμιση της επιβάρυνσης μεταξύ των διαχειριστών αυτών. Αφετέρου, στο σημείο 218 της προσβαλλομένης απόφασης, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι τα κριτήρια επιλεξιμότητας για την οικονομική στήριξη προβλέπονταν από τον KWKG του 2020 και ελέγχονταν από την BAFA, ότι η έκταση της στήριξης αυτής καθοριζόταν εξ ολοκλήρου από το κράτος και ότι, εάν υφίστατο κίνδυνος υπέρβασης του συνολικού προϋπολογισμού των 1,8 δισεκατομμυρίων ευρώ, η BAFA ήταν αρμόδια να επιβάλλει τα μειωμένα ποσοστά στήριξης (βλ. σκέψη 43 ανωτέρω). Ωστόσο, οι περιστάσεις αυτές καταδεικνύουν απλώς ότι οι διαχειριστές δικτύων δεν μπορούν να παρεκκλίνουν από τους κανόνες τους οποίους θέτει ο νόμος και των οποίων η εφαρμογή ελέγχεται από την BAFA, και, συνεπώς, οφείλουν να διαθέτουν τα κεφάλαια σύμφωνα με τον νόμο. Εντούτοις, από τις ανωτέρω περιστάσεις δεν μπορεί να συναχθεί η διαπίστωση ότι τα κεφάλαια που χρησιμοποιούνται από τους διαχειριστές δικτύων για την πληρωμή των δικαιούχων προέρχονται από φορολογική επιβάρυνση ή από άλλου είδους υποχρεωτική εισφορά την οποία εισπράττουν ή διαχειρίζονται οι διαχειριστές αυτοί.

73      Εξάλλου, κακώς επίσης έκρινε η Επιτροπή, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι οι διαχειριστές δικτύων υπόκειντο σε υποχρεωτική εκ του νόμου εισφορά στο μέτρο που ο νόμος τους υποχρέωνε να αναλαμβάνουν το οικονομικό βάρος των μέτρων στήριξης της CHP.

74      Συναφώς, από τη νομολογία προκύπτει βεβαίως ότι το οικονομικό βάρος μιας υποχρεωτικής εισφοράς μπορεί να βαρύνει «συγκεκριμένη κατηγορία προσώπων» (απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2023, DOBELES HES, C‑702/20 και C‑17/21, EU:C:2023:1, σκέψη 36) και, ως εκ τούτου, δεν απαιτείται οι τελικοί καταναλωτές να είναι οι οφειλέτες της εν λόγω εισφοράς, όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή στα δικόγραφά της.

75      Εντούτοις, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή αρκέστηκε στη διαπίστωση ότι οι διαχειριστές δικτύων επωμίζονταν το κόστος των μέτρων στήριξης της CHP. Όπως, όμως, επισήμανε η Επιτροπή, οι εν λόγω διαχειριστές μπορούν να μετακυλίσουν το κόστος αυτό στους πελάτες τους μέσω της εισφοράς KWKG. Όταν λαμβάνει χώρα τέτοια μετακύλιση, πρέπει να θεωρείται ότι οι πελάτες των διαχειριστών δικτύων είναι εκείνοι που επωμίζονται το οικονομικό βάρος των μέτρων στήριξης της CHP.

76      Επομένως, η Επιτροπή δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι το κράτος ιδιοποιείται τους πόρους των διαχειριστών δικτύων, δεδομένου ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει, οι διαχειριστές αυτοί δεν είναι κατ’ ανάγκην οι τελικοί οφειλέτες της οικονομικής επιβάρυνσης που συνεπάγονται τα μέτρα στήριξης της CHP.

77      Επομένως, όπως υποστηρίζει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η διαπίστωση μονομερούς υποχρέωσης καταβολής την οποία υπέχουν οι διαχειριστές δικτύων στο «πρώτο επίπεδο» της αλυσίδας εφοδιασμού δεν αρκεί για να διαπιστωθεί ότι τα μέτρα στήριξης της CHP χρηματοδοτούνται από φορολογική επιβάρυνση ή από άλλου είδους υποχρεωτικές εισφορές κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύεται στις σκέψεις 57 και 68 ανωτέρω.

78      Δεδομένου ότι ούτε η εισφορά KWKG μπορεί να χαρακτηριστεί ως φορολογική επιβάρυνση ή άλλου είδους υποχρεωτική εισφορά κατά την έννοια της νομολογίας αυτής (βλ. σκέψη 61 ανωτέρω), επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι πληρούνταν το πρώτο κριτήριο που μνημονεύεται στη σκέψη 36 ανωτέρω για τη διαπίστωση μεταβίβασης κρατικών πόρων κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

79      Τα λοιπά επιχειρήματα της Επιτροπής δεν αναιρούν τα ανωτέρω συμπεράσματα.

80      Πρώτον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι από το σημείο 218 της προσβαλλομένης απόφασης προκύπτει ότι η καταβολή της οικονομικής στήριξης από τους διαχειριστές δικτύων στους φορείς εκμετάλλευσης μονάδων CHP και λοιπών εγκαταστάσεων συνδεόμενων με την CHP, όπως προβλέπεται από τον νόμο, δεν εμπίπτει στα συνήθη καθήκοντα των διαχειριστών δικτύων. Οι τελευταίοι δεν διαθέτουν κανένα περιθώριο συμβατικής εκτιμήσεως όσον αφορά τον κύκλο των δικαιούχων, το ποσό και τη διάρκεια των πληρωμών. Τα στοιχεία αυτά καταδεικνύουν ότι ο KWKG του 2020 δεν στηρίζεται σε ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία, αλλά σε κρατική πρωτοβουλία.

81      Είναι βεβαίως αληθές ότι ο KWKG του 2020 στηρίζεται σε κρατική πρωτοβουλία και επιδιώκει δημόσια πολιτική στήριξης της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας CHP. Είναι επίσης αληθές ότι οι διαχειριστές δικτύων υποχρεούνται να καταβάλλουν στους φορείς εκμετάλλευσης τα ποσά που προβλέπει ο νόμος, με τον τρόπο που αυτός ορίζει.

82      Εντούτοις, οι εκτιμήσεις αυτές συμπίπτουν με την ανάλυση που εκτίθεται στη σκέψη 32 ανωτέρω, κατά την οποία τα μέτρα στήριξης της CHP θεσπίστηκαν με νόμο και, ως εκ τούτου, πρέπει να θεωρηθούν καταλογιστέα στο κράτος.

83      Όπως, όμως, προκύπτει από τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 31 ανωτέρω, η δυνατότητα καταλογισμού των μέτρων στο κράτος, μολονότι είναι απαραίτητο στοιχείο για τον χαρακτηρισμό των μέτρων αυτών ως «ενισχύσεων» κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, δεν αρκεί, αφ’ εαυτής, για να γίνει δεκτός ένας τέτοιος χαρακτηρισμός. Πρέπει, πράγματι, να αποδειχθεί ότι τα επίμαχα πλεονεκτήματα χορηγούνται άμεσα ή έμμεσα με κρατικούς πόρους (πρβλ. απόφαση της 28ης Μαρτίου 2019, Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑405/16 P, EU:C:2019:268, σκέψη 63).

84      Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι ο νόμος προβλέπει λεπτομερώς τους όρους χορήγησης της οικονομικής στήριξης δεν είναι ικανό να στοιχειοθετήσει μεταβίβαση κρατικών πόρων, παρά μόνον ευθύνη του κράτους όσον αφορά τη θέσπιση του μηχανισμού στήριξης της ηλεκτρικής ενέργειας CHP και, επομένως, δυνατότητα καταλογισμού των μέτρων στήριξης της CHP στο κράτος.

85      Το ίδιο ισχύει και για το επιχείρημα που προέβαλε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι ο Γερμανός νομοθέτης είναι αυτός που διαχειρίζεται και κατανέμει τα έσοδα από τις υποχρεωτικές εισφορές των διαχειριστών δικτύων. Η εκτίμηση αυτή ισοδυναμεί με διαπίστωση ότι η νομοθεσία προβλέπει εκ των προτέρων τους όρους χορήγησης της οικονομικής στήριξης και, επομένως, καταδεικνύει απλώς ότι τα μέτρα μπορούν να καταλογιστούν στο κράτος και όχι ότι αυτά χρηματοδοτούνται με κρατικούς πόρους.

86      Δεύτερον, η Επιτροπή υποστηρίζει, απαντώντας στο μέτρο οργάνωσης της διαδικασίας της 30ής Μαρτίου 2023, ότι η απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2023, DOBELES HES (C‑702/20 και C‑17/21, EU:C:2023:1), αποσαφήνισε την προηγούμενη νομολογία όσον αφορά την έννοια της «φορολογικής επιβάρυνσης» υπό το πρίσμα του δικαίου των κρατικών ενισχύσεων. Ο φορολογικός χαρακτήρας μιας εισφοράς και μόνον αρκεί για να θεωρηθεί ότι η εισφορά συνιστά κρατικό πόρο.

87      Είναι αληθές ότι, με την απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2023, DOBELES HES (C‑702/20 και C‑17/21, EU:C:2023:1), το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι βάσει του κριτηρίου σχετικά με την ύπαρξη φορολογικής επιβάρυνσης ή άλλου είδους υποχρεωτικής εισφοράς μπορούσε να διαπιστωθεί χρήση κρατικών πόρων κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, χωρίς να απαιτείται να αποδειχθεί περαιτέρω ότι πληρούται και το κριτήριο περί διαρκούς δημόσιου ελέγχου των κεφαλαίων (βλ. σκέψη 36 ανωτέρω).

88      Ωστόσο, η διαπίστωση περί του διαζευκτικού χαρακτήρα των κριτηρίων που μνημονεύονται στη σκέψη 36 ανωτέρω δεν ασκεί επιρροή στον αντίστοιχο ορισμό τους, όπως αυτός προκύπτει από τη νομολογία. Επομένως, προκειμένου να θεωρηθεί ότι πληρούται το κριτήριο σχετικά με την ύπαρξη φορολογικής επιβάρυνσης ή άλλου είδους υποχρεωτικής εισφοράς, εξακολουθεί να είναι αναγκαίο να αποδειχθεί ότι τα κεφάλαια προέρχονται από υποχρεωτικές εκ του νόμου εισφορές τις οποίες επιβάλλει η νομοθεσία του κράτους σε συγκεκριμένη κατηγορία προσώπων και ότι η διαχείριση και η κατανομή των κεφαλαίων αυτών διέπεται από την εν λόγω νομοθεσία (βλ. σκέψη 64 ανωτέρω).

89      Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, στη σκέψη 43 της απόφασης της 12ης Ιανουαρίου 2023, DOBELES HES (C‑702/20 και C‑17/21, EU:C:2023:1), το Δικαστήριο έκρινε ότι η εθνική ρύθμιση η οποία υποχρέωνε αναγνωρισμένη επιχείρηση διανομής ηλεκτρικής ενέργειας να αγοράζει την ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές σε τιμή υψηλότερη από την αγοραία και η οποία προέβλεπε τη χρηματοδότηση του προκύπτοντος επιπλέον κόστους από υποχρεωτική εισφορά που βαρύνει τους τελικούς καταναλωτές αποτελούσε παρέμβαση με κρατικούς πόρους κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Επομένως, όπως και στις αποφάσεις που μνημονεύονται στη σκέψη 68 ανωτέρω, επισημαίνεται ότι το πλεονέκτημα που χορηγείτο υποχρεωτικά στους δικαιούχους στο «πρώτο επίπεδο» της αλυσίδας εφοδιασμού χρηματοδοτούνταν από μια εξίσου υποχρεωτική εισφορά στο «δεύτερο επίπεδο» της αλυσίδας εφοδιασμού. Η Επιτροπή όμως δεν απέδειξε ότι τούτο συνέβαινε εν προκειμένω.

90      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι κακώς η Επιτροπή στηρίχθηκε στο πρώτο κριτήριο που εκτίθεται στη σκέψη 36 ανωτέρω για να κρίνει, εν προκειμένω, ότι τα μέτρα στήριξης της CHP χρηματοδοτούνταν με κρατικούς πόρους.

 Επί του διαρκούς δημοσίου ελέγχου των πόρων (δεύτερο κριτήριο που μνημονεύεται στη σκέψη 36 ανωτέρω)

91      Εκ προοιμίου, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 41 έως 45 ανωτέρω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή στηρίχθηκε στο πρώτο κριτήριο που μνημονεύεται στη σκέψη 36 ανωτέρω, σχετικά με την ύπαρξη φορολογικής επιβάρυνσης ή άλλου είδους υποχρεωτικής εισφοράς για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα μέτρα στήριξης της CHP χρηματοδοτούνταν με κρατικούς πόρους.

92      Ειδικότερα, η Επιτροπή κατέληξε ρητώς στο συμπέρασμα, στο σημείο 220 της προσβαλλομένης απόφασης, ότι τα μέτρα στήριξης της CHP χρηματοδοτούνταν μέσω υποχρεωτικής εισφοράς, παραπέμποντας συναφώς στην υποσημείωση 65 της προσβαλλομένης απόφασης, στη νομολογία σύμφωνα με την οποία κεφάλαια που προέρχονται από υποχρεωτικές εισφορές τις οποίες επιβάλλει η νομοθεσία του κράτους και των οποίων η διαχείριση και η κατανομή διέπονται από τη νομοθεσία αυτή μπορούν να θεωρηθούν κρατικοί πόροι κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (αποφάσεις της 2ας Ιουλίου 1974, Ιταλία κατά Επιτροπής, 173/73, EU:C:1974:71, σκέψη 35, της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Association Vent De Colère! κ.λπ., C‑262/12, EU:C:2013:851, σκέψη 25, και της 15ης Μαΐου 2019, Achema κ.λπ., C‑706/17, EU:C:2019:407, σκέψη 54). Αντίθετα με ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή, από το σημείο αυτό δεν προκύπτει ότι η ίδια εξέτασε το ζήτημα κατά πόσον οι πόροι που εισέπρατταν οι διαχειριστές δικτύων μέσω της εισφοράς KWKG υπέκειντο σε κρατικό έλεγχο.

93      Επομένως, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε σαφώς και ρητώς το δεύτερο κριτήριο που διατυπώνεται στη σκέψη 36 ανωτέρω σχετικά με τον διαρκή δημόσιο έλεγχο των πόρων.

94      Μολονότι η απουσία σαφούς και ρητής εξέτασης του δευτέρου αυτού κριτηρίου δεν συνιστά, αυτή καθ’ εαυτήν, πλάνη περί το δίκαιο, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, δεδομένου ότι τα δύο κριτήρια που διατυπώνονται στη σκέψη 36 ανωτέρω είναι διαζευκτικά, εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, λόγω της απουσίας αυτής, η Επιτροπή δεν απέδειξε ούτε ότι τα μέτρα στήριξης της CHP χρηματοδοτούνταν με κρατικούς πόρους βάσει του δευτέρου κριτηρίου που εκτίθεται στη σκέψη 36 ανωτέρω.

95      Εν πάση περιπτώσει, το επιχείρημα της Επιτροπής ότι ο κρατικός χαρακτήρας των κεφαλαίων απορρέει από την έλλειψη εξουσίας εκτιμήσεως των διαχειριστών δικτύων στο πλαίσιο της καταβολής της προβλεπόμενης από τον KWKG του 2020 οικονομικής στήριξης, ακόμη και αν εκλαμβανόταν υπό την έννοια ότι με αυτό η Επιτροπή απέδειξε την πλήρωση του δευτέρου κριτηρίου, δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

96      Συγκεκριμένα, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ καλύπτει όλα τα χρηματικά μέσα τα οποία μπορούν πράγματι να χρησιμοποιούν οι δημόσιες αρχές προς στήριξη επιχειρήσεων, χωρίς να έχει σημασία συναφώς εάν τα μέσα αυτά περιλαμβάνονται μονίμως στην περιουσία του Δημοσίου. Έστω και αν τα ποσά που αντιστοιχούν στο επίμαχο μέτρο ενίσχυσης δεν βρίσκονται διαρκώς στην κατοχή του Δημόσιου Ταμείου, το γεγονός ότι παραμένουν διαρκώς υπό δημόσιο έλεγχο και συνεπώς στη διάθεση των αρμοδίων εθνικών αρχών αρκεί για να χαρακτηριστούν ως «κρατικοί πόροι» (αποφάσεις της 16ης Μαΐου 2002, Γαλλία κατά Επιτροπής, C‑482/99, EU:C:2002:294, σκέψη 37, και της 15ης Μαΐου 2019, Achema κ.λπ., C‑706/17, EU:C:2019:407, σκέψη 53).

97      Εν προκειμένω, είναι αληθές, όπως προκύπτει από το σημείο 218 της προσβαλλομένης απόφασης, ότι οι διαχειριστές δικτύων υποχρεούνται να καταβάλλουν τα κεφάλαια στους δικαιούχους χωρίς να μπορούν να παρεκκλίνουν από τα κριτήρια επιλεξιμότητας των δικαιούχων ούτε από τα ποσά της προβλεπόμενης από τον νόμο οικονομικής στήριξης (βλ. σκέψη 43 ανωτέρω).

98      Ωστόσο, αρκεί να επισημανθεί ότι το γεγονός ότι τα χρησιμοποιούμενα κεφάλαια προορίζονται αποκλειστικώς για την εκτέλεση των εκ του νόμου ανατιθέμενων καθηκόντων (προβλεπόμενη στον νόμο αρχή του αποκλειστικού προορισμού των κεφαλαίων) τείνει μάλλον να αποδείξει, ελλείψει οποιουδήποτε άλλου στοιχείου περί του αντιθέτου, ότι ακριβώς το κράτος δεν είναι σε θέση να διαθέτει τα εν λόγω κεφάλαια, δηλαδή να αποφασίσει να τα χρησιμοποιήσει για σκοπό διαφορετικό από εκείνον που προβλέπει ο νόμος (πρβλ. αποφάσεις της 28ης Μαρτίου 2019, Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑405/16 P, EU:C:2019:268, σκέψη 76, και της 21ης Οκτωβρίου 2020, Eco TLC, C‑556/19, EU:C:2020:844, σκέψη 41).

99      Επιπλέον, μολονότι το γεγονός ότι η καταβολή της οικονομικής στήριξης διέπεται από τις νομοθετικές διατάξεις του KWKG του 2020 μαρτυρεί το νόμιμο έρεισμα των μέτρων στήριξης της CHP και, επομένως, τον αναμφισβήτητο έλεγχο που ασκεί το κράτος επί των μηχανισμών που θεσπίζει η νομοθεσία αυτή, τα στοιχεία αυτά δεν είναι, πάντως, επαρκή για να συναχθεί ότι το κράτος είχε, επομένως, εξουσία διάθεσης των κεφαλαίων που χρησιμοποιούν οι διαχειριστές δικτύων (πρβλ. απόφαση της 28ης Μαρτίου 2019, Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑405/16 P, EU:C:2019:268, σκέψη 75). Όπως ισχύει και για το κριτήριο σχετικά με την ύπαρξη φορολογικής επιβάρυνσης ή άλλου είδους υποχρεωτικής εισφοράς, το γεγονός ότι ο νόμος προβλέπει λεπτομερώς τους όρους διάθεσης της οικονομικής στήριξης δεν είναι ικανό να στοιχειοθετήσει μεταβίβαση κρατικών πόρων, παρά μόνο δυνατότητα καταλογισμού των μέτρων στήριξης της CHP στο κράτος (βλ. σκέψη 84 ανωτέρω).

100    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι πληρούνταν το δεύτερο κριτήριο που μνημονεύεται στη σκέψη 36 ανωτέρω για τη διαπίστωση μεταβίβασης κρατικών πόρων κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

 Επί της εφαρμογής της νομολογίας που απορρέει από την απόφαση της 13ης Μαρτίου 2001, PreussenElektra (C379/98)

101    Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 41 και 42 ανωτέρω, η Επιτροπή έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι τα μέτρα στήριξης της CHP δεν συνίσταντο σε μέτρο «απλής ρύθμισης τιμών» το οποίο δεν συνεπάγεται μεταβίβαση κρατικών πόρων κατά την έννοια της νομολογίας που απορρέει από την απόφαση της 13ης Μαρτίου 2001, PreussenElektra (C‑379/98, EU:C:2001:160). Συναφώς, παρέπεμψε επίσης στην απόφαση της 28ης Μαρτίου 2019, Γερμανία κατά Επιτροπής (C‑405/16 P, EU:C:2019:268), καθώς και στις αποφάσεις της 24ης Ιανουαρίου 1978, van Tiggele (82/77, EU:C:1978:10), της 13ης Σεπτεμβρίου 2017, ENEA (C‑329/15, EU:C:2017:671), και της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, Trajektna luka Split κατά Επιτροπής (T‑57/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:470).

102    Όπως όμως επισημαίνει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η εκτίμηση αυτή είναι εσφαλμένη.

103    Συναφώς, επισημαίνεται ότι οι αποφάσεις που μνημονεύονται στη σκέψη 101 ανωτέρω αφορούσαν μέτρα προβλεπόμενα από τον νόμο τα οποία καθορίζουν τις τιμές προϊόντων ή υπηρεσιών (αποφάσεις της 24ης Ιανουαρίου 1978, van Tiggele, 82/77, EU:C:1978:10, και της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, Trajektna luka Split κατά Επιτροπής, T‑57/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:470) ή επιβάλλουν, μεταξύ άλλων, υποχρεώσεις αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας σε καθορισμένη τιμή ή ποσότητα (αποφάσεις της 13ης Μαρτίου 2001, PreussenElektra, C‑379/98, EU:C:2001:160, της 28ης Μαρτίου 2019, Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑405/16 P, EU:C:2019:268, και της 13ης Σεπτεμβρίου 2017, ENEA, C‑329/15, EU:C:2017:671). Κατά τον δικαστή της Ένωσης, τα μέτρα αυτά δεν συνεπάγονταν μεταβίβαση κρατικών πόρων.

104    Πέραν του γεγονότος ότι, στις αποφάσεις που μνημονεύονται στη σκέψη 103 ανωτέρω, ο δικαστής της Ένωσης ουδόλως χαρακτήρισε τα μέτρα αυτά ως «απλή ρύθμιση τιμών», επισημαίνεται ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή, ο δικαστής της Ένωσης δεν απέκλεισε τη χρήση κρατικών πόρων λόγω του τρόπου με τον οποίο χορηγήθηκε το πλεονέκτημα στους δικαιούχους, ήτοι μέσω του καθορισμού της τιμής προϊόντων ή μέσω της επιβολής υποχρέωσης αγοράς προϊόντων σε καθορισμένη τιμή ή ποσότητα.

105    Πράγματι, στη σκέψη 59 της απόφασης της 13ης Μαρτίου 2001, PreussenElektra (C‑379/98, EU:C:2001:160), κρίθηκε ότι δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως παρέμβαση με κρατικούς πόρους η υποχρέωση που επιβλήθηκε στις ιδιωτικές επιχειρήσεις παροχής ηλεκτρικής ενέργειας να αγοράζουν σε καθορισμένες ελάχιστες τιμές την παραγόμενη από ανανεώσιμες πηγές ηλεκτρική ενέργεια, στον βαθμό που η υποχρέωση αυτή δεν συνεπαγόταν άμεση ή έμμεση μεταβίβαση κρατικών πόρων στις επιχειρήσεις που παράγουν ηλεκτρική ενέργεια αυτού του είδους (πρβλ. αποφάσεις της 17ης Ιουλίου 2008, Essent Netwerk Noord κ.λπ., C‑206/06, EU:C:2008:413, σκέψη 74, της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Association Vent De Colère! κ.λπ., C‑262/12, EU:C:2013:851, σκέψη 34, και της 15ης Μαΐου 2019, Achema κ.λπ., C‑706/17, EU:C:2019:407, σκέψη 69).

106    Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, στις περιπτώσεις αυτές, το οικείο κράτος μέλος δεν είχε αναθέσει στις ιδιωτικές επιχειρήσεις να διαχειρίζονται έναν κρατικό πόρο, αλλά οι επιχειρήσεις υπείχαν υποχρέωση αγοράς μέσω ιδίων χρηματικών πόρων (πρβλ. αποφάσεις της 17ης Ιουλίου 2008, Essent Netwerk Noord κ.λπ., C‑206/06, EU:C:2008:413, σκέψη 74, της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Association Vent De Colère! κ.λπ., C‑262/12, EU:C:2013:851, σκέψη 35, και της 15ης Μαΐου 2019, Achema κ.λπ., C‑706/17, EU:C:2019:407, σκέψη 70).

107    Σύμφωνα με τη νομολογία, το «αποφασιστικό» στοιχείο προκειμένου κεφάλαια τα οποία προέρχονται από υποχρεωτικές εισφορές επιβαλλόμενες από τη νομοθεσία του κράτους και των οποίων η διαχείριση και η κατανομή διέπεται από τη νομοθεσία αυτή να μπορούν να θεωρούνται κρατικοί πόροι, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ακόμα και αν υπεύθυνοι για τη διαχείρισή τους είναι φορείς που διακρίνονται από τις δημόσιες αρχές, συνίσταται στο γεγονός ότι το κράτος έχει αναθέσει στους φορείς αυτούς τη διαχείριση κρατικού πόρου και αυτοί δεν υπέχουν απλώς υποχρέωση αγοράς με ιδίους χρηματικούς πόρους (πρβλ. αποφάσεις της 28ης Μαρτίου 2019, Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑405/16 P, EU:C:2019:268, σκέψεις 58 και 59, της 15ης Μαΐου 2019, Achema κ.λπ., C‑706/17, EU:C:2019:407, σκέψεις 54 και 55, και της 27ης Ιανουαρίου 2022, Fondul Proprietatea, C‑179/20, EU:C:2022:58, σκέψη 94).

108    Επομένως, το αποφασιστικό στοιχείο δεν είναι το γεγονός ότι οι ιδιωτικές επιχειρήσεις υπείχαν απλή υποχρέωση αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά το ότι χρησιμοποιούσαν ιδίους πόρους για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής και δεν τους είχε ανατεθεί από το κράτος η διαχείριση κρατικού πόρου.

109    Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται από τις λοιπές αποφάσεις στις οποίες αναφέρθηκε η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση και οι οποίες μνημονεύονται στη σκέψη 101 ανωτέρω. Πράγματι, από τις αποφάσεις αυτές προκύπτει ότι, προκειμένου να κρίνει ότι δεν πληρούνταν η προϋπόθεση περί κρατικών πόρων κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ο δικαστής της Ένωσης στηρίχθηκε στην απουσία άμεσης ή έμμεσης μεταβίβασης κρατικών πόρων, στο μέτρο που το πλεονέκτημα χορηγούνταν από έναν ιδιωτικό φορέα σε άλλον χωρίς παρέμβαση του κράτους ή ενός φορέα στον οποίο το κράτος είχε αναθέσει τη διαχείριση κρατικού πόρου. Ο τρόπος με τον οποίο χορηγήθηκε το πλεονέκτημα στους δικαιούχους δεν θεωρήθηκε καθοριστικός κατά την εξέταση της προϋπόθεσης περί χρηματοδότησης των μέτρων με κρατικούς πόρους.

110    Ειδικότερα, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, στη σκέψη 90 της απόφασης της 28ης Μαρτίου 2019, Γερμανία κατά Επιτροπής (C‑405/16 P, EU:C:2019:268), το Δικαστήριο επισήμανε ότι η Επιτροπή δεν είχε αποδείξει ότι τα μέτρα χρηματοδοτούνταν μέσω υποχρεωτικής εισφοράς ούτε ότι υφίστατο διαρκής δημόσιος έλεγχος επί των κεφαλαίων και, ως εκ τούτου, δεν είχε αποδείξει ότι τα μέτρα αυτά συνεπάγονταν την εμπλοκή κρατικών πόρων. Ωστόσο, το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε ότι το «πρώτο επίπεδο» της αλυσίδας εφοδιασμού χαρακτηριζόταν από «ρύθμιση τιμών».

111    Επιπλέον, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή σε απάντηση ιδίως προς το μέτρο οργάνωσης της διαδικασίας, η νομική υποχρέωση των διαχειριστών δικτύων στο «πρώτο επίπεδο» της αλυσίδας εφοδιασμού στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 28ης Μαρτίου 2019, Γερμανία κατά Επιτροπής (C‑405/16 P, EU:C:2019:268) δεν διαφέρει εντελώς από αυτήν που υπέχουν εν προκειμένω οι διαχειριστές δικτύων. Συναφώς, από τη σκέψη 3 της απόφασης εκείνης προκύπτει, κατ’ ουσίαν, ότι το χορηγούμενο στους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές πλεονέκτημα δεν παρεχόταν μόνο μέσω μιας εκ του νόμου υποχρέωσης αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά και μέσω της καταβολής αμοιβής με τιμολόγια που καθορίζονται από τον νόμο ή πριμοδότησης αγοράς ανεξαρτήτως σύνδεσης μεταξύ της εγκατάστασης παραγωγής και της άμεσης εμπορίας της ηλεκτρικής ενέργειας. Η τελευταία αυτή καταβολή παρουσιάζει ομοιότητα με την καταβολή της οικονομικής στήριξης στους φορείς εκμετάλλευσης μονάδων CHP και λοιπών εγκαταστάσεων συνδεόμενων με την CHP. Πράγματι, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, οι διαχειριστές δικτύων υποχρεούνταν εκ του νόμου να καταβάλλουν οικονομική στήριξη στους δικαιούχους ανεξαρτήτως της τιμής της αγοράς. Εντούτοις, πρέπει να επισημανθεί ότι, στη σκέψη 90 της απόφασης της 28ης Μαρτίου 2019, Γερμανία κατά Επιτροπής (C‑405/16 P, EU:C:2019:268), το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή δεν είχε αποδείξει ότι τα πλεονεκτήματα υπέρ των δικαιούχων είχαν χορηγηθεί με κρατικούς πόρους.

112    Ως εκ τούτου, προκειμένου να αποκλειστεί η εφαρμογή της νομολογίας που απορρέει από την απόφαση της 13ης Μαρτίου 2001, PreussenElektra (C‑379/98, EU:C:2001:160), η Επιτροπή όφειλε να αποδείξει, ανεξαρτήτως του κατά πόσον τα μέτρα στήριξης της CHP συνιστούσαν μέτρο «απλής ρύθμισης τιμών», ότι το πλεονέκτημα υπέρ των φορέων εκμετάλλευσης μονάδων CHP και λοιπών εγκαταστάσεων συνδεόμενων με την CHP δεν είχε χορηγηθεί από τους διαχειριστές δικτύων, οι οποίοι είναι ιδιωτικοί φορείς (βλ. σκέψη 59 ανωτέρω), με ιδίους οικονομικούς πόρους, αλλά ότι το κράτος είχε αναθέσει σε αυτούς τη διαχείριση κρατικού πόρου.

113    Όπως όμως προκύπτει ιδίως από τις σκέψεις 90 και 100 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι πληρούνταν εν προκειμένω ένα από τα διαζευκτικά κριτήρια που μνημονεύονται στη σκέψη 36 ανωτέρω. Επομένως, αρκεί η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι το προβλεπόμενο από τον KWKG του 2020 πλεονέκτημα υπέρ των φορέων εκμετάλλευσης μονάδων CHP και λοιπών εγκαταστάσεων συνδεόμενων με την CHP χρηματοδοτούνταν από τους διαχειριστές δικτύων με κρατικούς πόρους.

114    Εξ αυτού συνάγεται, όπως υποστηρίζει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, ότι οι διαχειριστές δικτύων χρησιμοποιούν ιδίους πόρους για τη χορήγηση στους δικαιούχους των ποσών που προβλέπει ο νόμος, κατά την έννοια της νομολογίας που απορρέει από την απόφαση της 13ης Μαρτίου 2001, PreussenElektra (C‑379/98, EU:C:2001:160). Με άλλα λόγια, τα κεφάλαια μεταβιβάζονται από ιδιωτικούς φορείς σε ιδιωτικούς φορείς και διατηρούν τον ιδιωτικό χαρακτήρα τους σε όλη τη διαδρομή τους (πρβλ. απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2020, Eco TLC, C‑556/19, EU:C:2020:844, σκέψεις 32 και 33).

115    Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η παρέκκλιση από την απαγόρευση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, όπως η επίμαχη στην απόφαση της 13ης Μαρτίου 2001, PreussenElektra (C‑379/98, EU:C:2001:160), πρέπει να περιορίζεται στις περιπτώσεις «ρύθμισης τιμών», διότι άλλως το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ θα στερείτο της πρακτικής αποτελεσματικότητάς του, υπενθυμίζεται ότι κακώς η Επιτροπή εκτιμά, κατ’ ουσίαν, ότι υφίσταται μια κατηγορία μέτρων «απλής ρύθμισης τιμών» που εκφεύγουν του χαρακτηρισμού τους ως κρατικών ενισχύσεων (βλ. σκέψεις 103 έως 109 ανωτέρω).

116    Επιπλέον, μολονότι είναι αληθές ότι, σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 35 ανωτέρω, το δίκαιο της Ένωσης δεν μπορεί να επιτρέπει να καταστρατηγούνται οι διατάξεις περί κρατικών ενισχύσεων απλώς και μόνο διότι δημιουργούνται αυτοτελή όργανα επιφορτισμένα με τη διανομή ενισχύσεων, και να καθίσταται κατ’ αυτόν τον τρόπο το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας, γεγονός παραμένει ότι μόνον τα πλεονεκτήματα που χορηγούνται άμεσα ή έμμεσα με κρατικούς πόρους θεωρούνται ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

117    Το γεγονός ότι η υποχρέωση καταβολής ποσών από τους διαχειριστές δικτύων επιβάλλεται από τον νόμο και παρέχει αναμφισβήτητο πλεονέκτημα σε ορισμένες επιχειρήσεις δεν είναι ικανό να της προσδώσει τον χαρακτήρα κρατικής ενίσχυσης (πρβλ. απόφαση της 13ης Μαρτίου 2001, PreussenElektra, C‑379/98, EU:C:2001:160, σκέψη 61). Πράγματι, το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε κρατικές συμπεριφορές που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του, εν προκειμένω σε μέτρο που θεσπίστηκε από το κράτος, αλλά χρηματοδοτήθηκε από ιδιωτικές επιχειρήσεις (πρβλ. απόφαση της 13ης Μαρτίου 2001, PreussenElektra, C‑379/98, EU:C:2001:160, σκέψεις 65 και 66).

118    Επομένως, ο μοναδικός λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτός όσον αφορά τα μέτρα στήριξης της CHP.

 Επί του μέτρου σχετικά με τον καθορισμό ανωτάτου ορίου στην εισφορά KWKG υπέρ των παραγωγών υδρογόνου

119    Στο σημείο 221 της προσβαλλομένης απόφασης, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το μέτρο σχετικά με τον καθορισμό ανωτάτου ορίου στην εισφορά KWKG υπέρ των παραγωγών υδρογόνου συνιστούσε παραίτηση από κρατικούς πόρους. Κατά την Επιτροπή, το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ότι η παραίτηση από έσοδα τα οποία, κατ’ αρχήν, θα έπρεπε να επιστραφούν στον κρατικό προϋπολογισμό συνιστά μεταβίβαση κρατικών πόρων.

120    Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει, στο πλαίσιο του δευτέρου και του τρίτου σκέλους του μοναδικού λόγου ακυρώσεως, ότι η εισφορά KWKG δεν αποτελεί υποχρεωτική εισφορά και ότι οι εισπραττόμενοι βάσει της εισφοράς αυτής πόροι δεν βρίσκονται διαρκώς υπό κρατικό έλεγχο και στη διάθεση του κράτους. Σε τελική ανάλυση, η εισφορά KWKG δεν συνιστά, κατά την άποψή της, κρατικό πόρο.

121    Υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή παραδέχθηκε ότι η εισφορά KWKG, αυτοτελώς εξεταζόμενη, δεν προϋποθέτει χρήση κρατικών πόρων, καθόσον οι διαχειριστές δικτύων δεν είναι υποχρεωμένοι να τη χρεώνουν στους πελάτες τους.

122    Απαντώντας στο μέτρο οργάνωσης της διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 30ής Μαρτίου 2023, η Επιτροπή υποστηρίζει, εντούτοις, ότι από το σημείο 174 της προσβαλλομένης απόφασης προκύπτει ότι η μειωμένη εισφορά υπέρ των παραγωγών υδρογόνου διέπεται από διαφορετικούς κανόνες σε σχέση με την εισφορά KWKG. Υποστηρίζει ότι το άρθρο 27, παράγραφος 1, του KWKG του 2020 προβλέπει ότι οι παραγωγοί υδρογόνου υποχρεούνται να καταβάλλουν την εισφορά KWKG στους διαχειριστές δικτύων.

123    Όπως έχει ήδη επισημανθεί στη σκέψη 61 ανωτέρω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο KWKG του 2020 δεν υποχρεώνει τους διαχειριστές δικτύων να μετακυλίουν την εισφορά KWKG στους πελάτες τους, με αποτέλεσμα η εισφορά αυτή να μην αποτελεί επιβάρυνση που πρέπει να καταβάλλουν υποχρεωτικά οι τελευταίοι. Επομένως, η εισφορά αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί φορολογική επιβάρυνση ή υποχρεωτική εκ του νόμου εισφορά ικανή να στοιχειοθετήσει την ύπαρξη κρατικών πόρων.

124    Το επιχείρημα της Επιτροπής ότι το άρθρο 27, παράγραφος 1, σημείο 2, του KWKG του 2020 θεσπίζει κανόνα παρέκκλισης όσον αφορά τους παραγωγούς υδρογόνου δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Πέραν του ότι η Επιτροπή δεν μνημόνευσε στην προσβαλλόμενη απόφαση τον φερόμενο ως εισάγοντα παρέκκλιση κανόνα, αρκεί να επισημανθεί ότι από το γράμμα της εν λόγω διάταξης ουδόλως προκύπτει ότι οι παραγωγοί υδρογόνου υποχρεούνται να καταβάλλουν την εισφορά KWKG. Πράγματι, η διάταξη αυτή προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι για τις ενεργοβόρες επιχειρήσεις, όπως οι παραγωγοί υδρογόνου, ο περιορισμός της εισφοράς KWKG τυγχάνει εφαρμογής μόνο στο μέτρο που η οφειλόμενη από τις επιχειρήσεις αυτές εν λόγω εισφορά δεν υπολείπεται ορισμένου ποσού ανά kWh. Ωστόσο, από τη διάταξη αυτή δεν προκύπτει ότι η εισφορά KWKG οφείλεται υποχρεωτικά από τους παραγωγούς υδρογόνου.

125    Ως εκ τούτου, στο μέτρο που η εισφορά KWKG δεν συνιστά κρατικό πόρο, η μείωσή της για τους παραγωγούς υδρογόνου δεν αποτελεί παραίτηση από κρατικούς πόρους.

126    Επομένως, κακώς η Επιτροπή έκρινε ότι το μέτρο σχετικά με τον καθορισμό ανωτάτου ορίου στην εισφορά KWKG υπέρ των παραγωγών υδρογόνου χρηματοδοτούνταν με κρατικούς πόρους. Επομένως, ο μοναδικός λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτός και όσον αφορά το μέτρο αυτό.

127    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η προσφυγή της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας πρέπει να γίνει δεκτή, καθόσον η Επιτροπή κακώς έκρινε ότι τα επίμαχα μέτρα συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις χρηματοδοτούμενες με κρατικούς πόρους. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

128    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση C(2021) 3918 final της Επιτροπής, της 3ης Ιουνίου 2021, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.56826 (2020/N) – Γερμανία – Μεταρρύθμιση του 2020 του καθεστώτος στήριξης της συμπαραγωγής και σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.53308 (2019/N) – Γερμανία – Τροποποίηση του καθεστώτος στήριξης υφιστάμενων μονάδων συμπαραγωγής θερμότητας και ηλεκτρικής ενέργειας [άρθρο 13 του Gesetz zur Neuregelung des Kraft-Wärme-Kopplungsgesetzes (νόμου για την αναθεώρηση του νόμου περί συμπαραγωγής θερμότητας και ηλεκτρικής ενέργειας), της 21ης Δεκεμβρίου 2015 (BGBl. 2015 I, σ. 2498)].

2)      Καταδικάζει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Kornezov

De Baere

Petrlík

Kecsmár

 

      Kingston

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 24 Ιανουαρίου 2024.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.