Language of document : ECLI:EU:T:2021:643

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 6ης Οκτωβρίου 2021 (*)

«Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Λεκτικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης Muresko – Προγενέστερα εθνικά λεκτικά σήματα Muresko – Διεκδίκηση της αρχαιότητας των προγενέστερων εθνικών σημάτων μετά από την καταχώριση του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρα 39 και 40 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 – Λήξη της ισχύος της καταχώρισης των προγενέστερων εθνικών σημάτων πριν από την ημερομηνία διεκδίκησης»

Στην υπόθεση T‑32/21,

Daw SE, με έδρα το Ober-Ramstadt (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον A. Haberl, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), εκπροσωπούμενου από τον Ε. Μαρκάκη,

καθού,

με αντικείμενο προσφυγή κατά της απόφασης του τετάρτου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 25ης Νοεμβρίου 2020 (υπόθεση R 1686/2020-4), σχετικά με τη διεκδίκηση της αρχαιότητας ταυτόσημων προγενέστερων εθνικών σημάτων για το υπ’ αριθ. 15465719 λεκτικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης Muresko,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους V. Tomljenović, πρόεδρο, F. Schalin και P. Škvařilová-Pelzl (εισηγήτρια), δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 22 Ιανουαρίου 2021,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 30 Μαρτίου 2021,

έχοντας υπόψη ότι οι διάδικοι δεν υπέβαλαν αίτημα να ορισθεί ημερομηνία για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως εντός της προθεσμίας των τριών εβδομάδων από την επίδοση του εγγράφου με το οποίο γνωστοποιήθηκε η περάτωση της έγγραφης διαδικασίας, και αποφασίζοντας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 106, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, να αποφανθεί χωρίς τη διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση (1)

[παραλειπόμενα]

 Αιτήματα των διαδίκων

9        Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να υποχρεωθεί το EUIPO να καταχωρίσει την επίδικη διεκδίκηση για το επίμαχο σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

–        να καταδικάσει το EUIPO στα δικαστικά έξοδα.

10      Το EUIPO ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή και

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

11      Η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι, κατά τον χρόνο που υπέβαλε την επίδικη διεκδίκηση ενώπιον του EUIPO, είχε λήξει η ισχύς της καταχώρισης του πολωνικού και του γερμανικού σήματος, όπως επισήμανε η εξετάστρια με το έγγραφο κοινοποίησης της 10ης Φεβρουαρίου 2020.

12      Προς στήριξη της υπό κρίση προσφυγής, η προσφεύγουσα περιορίζεται κατ’ ουσίαν στην προβολή ενός και μοναδικού λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο στην οποία φέρεται να υπόπεσε το τμήμα προσφυγών λόγω της υπέρμετρα συσταλτικής ερμηνείας –στο σημείο 12 της προσβαλλόμενης απόφασης– του άρθρου 40 του κανονισμού 2017/1001, σε συνδυασμό με το άρθρο 39 του ίδιου κανονισμού, κατά την οποία το ταυτόσημο προγενέστερο εθνικό σήμα πρέπει να είναι καταχωρισμένο και να ισχύει κατά την ημερομηνία διεκδίκησης της αρχαιότητας. Συνεπεία της ως άνω εσφαλμένης ερμηνείας, το τμήμα προσφυγών κακώς απέρριψε την προσφυγή της, αντί να ακυρώσει την απόφαση της εξετάστριας με την οποία απορρίφθηκε η επίδικη διεκδίκηση και να καταχωρίσει την εν λόγω διεκδίκηση για το επίμαχο σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

13      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι ο δικαιούχος του ταυτόσημου προγενέστερου εθνικού σήματος, του οποίου η καταχώριση έχει λήξει, εξακολουθεί να έχει το δικαίωμα να διεκδικήσει την αρχαιότητά του για οιοδήποτε σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση ή το οποίο καταχωρίστηκε μεταγενέστερα εφόσον, κατά τον χρόνο υποβολής της διεκδίκησής του, είχε γίνει δεκτή μια στηριζόμενη στο ίδιο εθνικό σήμα διεκδίκηση για άλλο σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

[παραλειπόμενα]

18      Το EUIPO αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας και ζητεί να απορριφθεί η προσφυγή ως προδήλως αβάσιμη.

19      Με τον μοναδικό λόγο ακυρώσεως που προβάλλει η προσφεύγουσα τίθεται ζήτημα ερμηνείας του άρθρου 40 του κανονισμού 2017/1001, σε συνδυασμό με το άρθρο 39 του ίδιου κανονισμού, στο οποίο το πρώτο παραπέμπει, ως προς το αν ο δικαιούχος σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για το οποίο έχει γίνει δεκτή αίτηση διεκδίκησης της αρχαιότητας ταυτόσημου προγενέστερου εθνικού σήματος, μπορεί να επικαλεστεί την κατά πλάσμα δικαίου διατήρηση της καταχώρισης του προγενέστερου εθνικού σήματος υπέρ άλλου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το οποίο έχει υποβληθεί αίτηση διεκδίκησης της αρχαιότητας του προγενέστερου εθνικού σήματος αφότου έχει λήξει η ισχύς της καταχώρισης του τελευταίου αυτού σήματος.

[παραλειπόμενα]

22      Σύμφωνα με πάγια νομολογία, όσον αφορά την ερμηνεία των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα τους, αλλά και το όλο πλαίσιό τους, καθώς και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελούν μέρος [βλ. αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 2018, COBRA, C‑192/17, EU:C:2018:554, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 28ης Ιανουαρίου 2020, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Οδηγία για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών), C‑122/18, EU:C:2020:41, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

23      Επιπροσθέτως, από τη νομολογία προκύπτει ότι οι διατάξεις που εισάγουν παρέκκλιση πρέπει να ερμηνεύονται στενά [πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2020, Pensionsversicherungsanstalt (Παύση εργασίας μετά την ηλικία συνταξιοδότησης), C‑32/19, EU:C:2020:25, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]. Λόγω των συνεπειών που επιφέρει η διεκδίκηση της αρχαιότητας ενός ταυτόσημου προγενέστερου εθνικού σήματος, κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 39 και 40 του κανονισμού 2017/1001, κατά παρέκκλιση από την αρχή κατά την οποία ο δικαιούχος τέτοιου σήματος θα έπρεπε να χάνει τα δικαιώματα που αντλεί από αυτό σε περίπτωση μη ανανέωσης της καταχώρισής του, οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται ούτως ώστε να μπορεί να γίνει δεκτή τέτοια διεκδίκηση πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικά [πρβλ., όσον αφορά την προϋπόθεση περί του ταυτόσημου χαρακτήρα των οικείων σημάτων, απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 2012, Shang κατά ΓΕΕΑ (justing), T‑103/11, EU:T:2012:19, σκέψη 17].

24      Εν προκειμένω, πρώτον, πρέπει να επισημανθεί ότι, κατά το γράμμα του άρθρου 40, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001, το ταυτόσημο προγενέστερο εθνικό σήμα του οποίου την αρχαιότητα διεκδικεί ο δικαιούχος του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει, ανάλογα με τις διάφορες γλωσσικές αποδόσεις, να είναι σήμα «καταχωρισμένο» ή [σήμα] «το οποίο έχει καταχωρισθεί» σε κράτος μέλος.

25      Η διατύπωση αυτή, σε παρακείμενο χρόνο και οριστική έγκλιση, καταδεικνύει σαφώς ότι το ταυτόσημο προγενέστερο εθνικό σήμα του οποίου η αρχαιότητα διεκδικείται υπέρ του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να είναι καταχωρισμένο κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης περί διεκδίκησης.

26      Επομένως, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να υποστηρίζει βασίμως, εν ολίγοις, ότι το άρθρο 40 του κανονισμού 2017/1001, σε συνδυασμό με το άρθρο 39 του ίδιου κανονισμού, απαιτεί απλώς και μόνον να ήταν καταχωρισμένο το προγενέστερο εθνικό σήμα σε κάποια δεδομένη χρονική στιγμή κατά το παρελθόν, προκειμένου να αποτρέπεται το ενδεχόμενο επίκλησης ενός απλού σήματος χρήσεως προς στήριξη της διεκδίκησης της αρχαιότητας.

27      Δεύτερον, η ως άνω γραμματική ερμηνεία του άρθρου 40 του κανονισμού 2017/1001 επιβεβαιώνεται από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο αυτό. Συγκεκριμένα, κατά την παράγραφο 4, το εν λόγω άρθρο πρέπει να εφαρμόζεται σε συνδυασμό με το άρθρο 39, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού. Από την τελευταία δε αυτή διάταξη, όπως έχει ερμηνευθεί στη νομολογία, προκύπτει ότι το μοναδικό αποτέλεσμα της διεκδίκησης της αρχαιότητας ενός ταυτόσημου προγενέστερου εθνικού σήματος είναι ότι ο δικαιούχος του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης του οποίου έγινε δεκτή η αίτηση περί διεκδίκησης της αρχαιότητας θα έχει τη δυνατότητα, σε περίπτωση που παραιτηθεί από τα δικαιώματά του επί του προγενέστερου εθνικού σήματος ή το αφήσει να αποσβεσθεί, να συνεχίσει να έχει τα ίδια δικαιώματα με αυτά που θα είχε αν το προγενέστερο εθνικό εξακολουθούσε να είναι καταχωρισμένο [αποφάσεις της 19ης Ιανουαρίου 2012, justing, T‑103/11, EU:T:2012:19, σκέψη 17, και της 20ής Φεβρουαρίου 2013, Langguth Erben κατά ΓΕΕΑ (MEDINET), T‑378/11, EU:T:2013:83, σκέψη 28].

28      Το σύστημα διεκδίκησης της αρχαιότητας εθνικού σήματος μετά από την καταχώριση σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως προκύπτει από το άρθρο 40 του κανονισμού 2017/1001, σε συνδυασμό με το άρθρο 39, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού, στηρίζεται, επομένως, στην αρχή κατά την οποία ο δικαιούχος του προγενέστερου εθνικού σήματος δεν θα παραιτηθεί από το σήμα αυτό ή δεν θα το αφήσει να αποσβεσθεί προτού γίνει δεκτή η εκ μέρους του υποβληθείσα αίτηση περί διεκδίκησης της αρχαιότητας υπέρ του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπερ συνεπάγεται κατά μείζονα λόγο ότι, κατά την ημερομηνία υποβολής της σχετικής αίτησης περί διεκδίκησης, δεν θα έχει ήδη λήξει η ισχύς της καταχώρισης του ταυτόσημου προγενέστερου εθνικού σήματος.

29      Η ως άνω ερμηνεία του άρθρου 40 του κανονισμού 2017/1001 συνάδει με την εκ μέρους του EUIPO εφαρμογή στην πράξη του άρθρου αυτού, όπως αυτή περιγράφεται στο σημείο 13.2 του τμήματος 2 του μέρους B των κατευθυντήριων γραμμών του EUIPO για τις πρακτικές εξέτασης, κατά το οποίο «[το EUIPO] πρέπει να βεβαιώνεται, αφενός, ότι το προγενέστερο σήμα ήταν καταχωρισμένο κατά τον χρόνο καταθέσεως της αιτήσεως [για καταχώριση σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης], και, αφετέρου, ότι η προγενέστερη καταχώριση δεν είχε αποσβεσθεί κατά τον χρόνο καταθέσεως της αιτήσεως περί διεκδίκησης», και κατά το οποίο «[α]ν η προγενέστερη καταχώριση είχε αποσβεσθεί κατά τον χρόνο καταθέσεως της αιτήσεως περί διεκδίκησης, δεν χωρεί διεκδίκηση της αρχαιότητας, ακόμη και αν η σχετική εθνική νομοθεσία περί σημάτων προβλέπει εξάμηνη περίοδο χάριτος για την ανανέωση».

30      Τρίτον, η ως άνω ερμηνεία του άρθρου 40 του κανονισμού 2017/1001, σε συνδυασμό με το άρθρο 39, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού, είναι σύμφωνη με τον σκοπό του συστήματος διεκδίκησης της αρχαιότητας εθνικού σήματος μετά από την καταχώριση σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος έγκειται στο να παρέχεται στους δικαιούχους ταυτόσημων εθνικών σημάτων και σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης η δυνατότητα να εξορθολογίζουν τα χαρτοφυλάκια σημάτων τους διατηρώντας τα προγενέστερα δικαιώματά τους. Πράγματι, αφ’ ης στιγμής γίνει δεκτή η διεκδίκηση της αρχαιότητας του προγενέστερου ταυτόσημου εθνικού σήματος για σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο δικαιούχος μπορεί να αφήσει το πρώτο σήμα να λήξει, εξακολουθώντας παράλληλα να απολαύει, για το δεύτερο σήμα, των ίδιων δικαιωμάτων με εκείνα που θα είχε αν το πρώτο σήμα εξακολουθούσε να είναι καταχωρισμένο (βλ. σκέψη 27 ανωτέρω).

31      Σύμφωνα με τον ως άνω σκοπό και όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 39, παράγραφοι 3 και 4, του κανονισμού 2017/1001, το οποίο πρέπει να ερμηνεύεται στενά (βλ. σκέψη 23 ανωτέρω), το τεκμήριο αυτό περί διατήρησης των δικαιωμάτων που αντλούνται από το ταυτόσημο προγενέστερο εθνικό σήμα δεν ισχύει εν γένει, όπως ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, αλλά αποκλειστικά υπέρ του ταυτόσημου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και για τα ταυτόσημα αγαθά ή τις ταυτόσημες υπηρεσίες υπέρ των οποίων έγινε δεκτή η αίτηση περί διεκδίκησης της αρχαιότητας και μόνο σε περίπτωση μη ανανέωσης της καταχώρισης του ταυτόσημου προγενέστερου εθνικού σήματος.

32      Επομένως, προβλέπεται ρητώς ότι το εν λόγω τεκμήριο δεν ισχύει στην περίπτωση που το οικείο εθνικό σήμα κηρυχθεί άκυρο ή στην περίπτωση που ο δικαιούχος του κηρυχθεί έκπτωτος των δικαιωμάτων του με ισχύ πριν από την ημερομηνία κατάθεσης ή την ημερομηνία προτεραιότητας του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

33      Επιπλέον, από τη νομολογία προκύπτει ότι, βάσει του ίδιου τεκμηρίου, το προγενέστερο εθνικό σήμα δεν είναι δυνατόν να εξακολουθήσει να ισχύει αυτό καθαυτό, ενδεχόμενη δε χρήση του επίμαχου σημείου μετά τη διαγραφή του προμνησθέντος σήματος πρέπει, σε τέτοια περίπτωση, να εκλαμβάνεται ως χρήση του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και όχι του διαγραφέντος προγενέστερου εθνικού σήματος (απόφαση της 19ης Απριλίου 2018, Peek & Cloppenburg, C‑148/17, EU:C:2018:271, σκέψη 30). Τα ανωτέρω επιβεβαιώνουν ότι το αποτέλεσμα μιας διεκδίκησης της αρχαιότητας η οποία έγινε δεκτή δεν είναι η διατήρηση σε ισχύ του οικείου προγενέστερου εθνικού σήματος ή έστω η διατήρηση απλώς ορισμένων δικαιωμάτων που αντλούνται από αυτό, ανεξάρτητα από το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπέρ του οποίου έγινε δεκτή η διεκδίκηση της αρχαιότητας.

34      Η ως άνω στενή ερμηνεία του πεδίου εφαρμογής του τεκμηρίου περί διατήρησης των δικαιωμάτων που αντλούνται από το ταυτόσημο προγενέστερο εθνικό σήμα δεν αναιρείται από τυχόν ερμηνεία του άρθρου 40 του κανονισμού 2017/1001 υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 12 του ίδιου κανονισμού, όπου τονίζεται ο επιδιωκόμενος με τον εν λόγω κανονισμό σκοπός περί διατήρησης των κεκτημένων δικαιωμάτων των δικαιούχων προγενέστερων σημάτων.

35      Αφενός, το προοίμιο πράξης της Ένωσης, μολονότι δύναται να διευκρινίζει το περιεχόμενο αυτής, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βάση για παρέκκλιση από τις διατάξεις της οικείας πράξης αυτές καθαυτές (απόφαση της 10ης Ιανουαρίου 2006, IATA και ELFAA, C‑344/04, EU:C:2006:10, σκέψη 76). Επομένως, τα όσα αναφέρει η αιτιολογική σκέψη 12 του κανονισμού 2017/1001 δεν επιτρέπουν παρέκκλιση από προϋπόθεση τεθείσα από το άρθρο 40 του κανονισμού 2017/1001, σε συνδυασμό με το άρθρο 39, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού, ούτως ώστε να μπορεί να γίνει δεκτή η διεκδίκηση της αρχαιότητας ταυτόσημου προγενέστερου εθνικού σήματος. Αφετέρου και εν πάση περιπτώσει, η αιτιολογική αυτή σκέψη, η οποία παραπέμπει στην «αρχή της προτεραιότητας, βάσει της οποίας προγενέστερο καταχωρισμένο σήμα προηγείται του μεταγενέστερου καταχωρισμένου σήματος», στηρίζεται και η ίδια στην άποψη ότι τα κεκτημένα δικαιώματα του δικαιούχου προγενέστερου σήματος μπορούν να υπερισχύουν εκείνων που παρέχουν τα μεταγενέστερα καταχωριζόμενα σήματα μόνον εφόσον το προγενέστερο σήμα παραμένει καταχωρισμένο. Επομένως, τα όσα αναφέρει η αιτιολογική αυτή σκέψη συνάδουν με την ερμηνεία του άρθρου 40 του κανονισμού 2017/1001, κατά την οποία το ταυτόσημο προγενέστερο εθνικό σήμα του οποίου η αρχαιότητα διεκδικείται πρέπει είναι καταχωρισμένο κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης περί διεκδίκησης της αρχαιότητας.

36      Η ως άνω στενή ερμηνεία του πεδίου εφαρμογής του τεκμηρίου δεν αναιρείται εξάλλου από τη σκέψη 30 της απόφασης της 19ης Απριλίου 2018, Peek & Cloppenburg (C‑148/17, EU:C:2018:271), στην οποία παραπέμπει η προσφεύγουσα. Πράγματι, με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο δεν διαπιστώνει ότι ο δικαιούχος του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπέρ του οποίου έγινε δεκτή η διεκδίκηση της αρχαιότητας ταυτόσημου προγενέστερου εθνικού σήματος θα μπορούσε να επικαλεστεί την κατά πλάσμα δικαίου διατήρηση της καταχώρισης του εν λόγω σήματος υπέρ άλλου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά επιβεβαιώνει αντιθέτως ότι το πλάσμα δικαίου έχει περιορισμένο μόνον περιεχόμενο (βλ. σκέψη 33 ανωτέρω).

37      Τέλος, η ως άνω ερμηνεία δεν αναιρείται ούτε από το άρθρο 139, παράγραφος 3, του κανονισμού 2017/1001, κατά το οποίο «[γ]ια την αίτηση εθνικού σήματος, η οποία προκύπτει από τη μετατροπή αίτησης ή από τη μετατροπή σήματος της [Ευρωπαϊκής Ένωσης], ισχύει, στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, η ημερομηνία κατάθεσης, ή η ημερομηνία προτεραιότητας αυτής της αίτησης ή αυτού του σήματος και, ενδεχομένως, η αρχαιότητα σήματος αυτού του κράτους η οποία μπορεί να διεκδικηθεί σύμφωνα με το άρθρο 39 ή το άρθρο 40» του εν λόγω κανονισμού. Συγκεκριμένα, η διατήρηση των δικαιωμάτων που αντλούνται από το ταυτόσημο προγενέστερο εθνικό σήμα ισχύει, και στην περίπτωση αυτή, μόνον υπέρ της αίτησης καταχώρισης εθνικού σήματος η οποία προέκυψε από τη μετατροπή του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το οποίο έγινε δεκτή η διεκδίκηση της αρχαιότητας.

38      Επομένως, η προσφεύγουσα αβασίμως ισχυρίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 40 του κανονισμού 2017/1001, σε συνδυασμό με το άρθρο 39, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού, το τεκμήριο περί διατήρησης των δικαιωμάτων που αντλούνται από το ταυτόσημο προγενέστερο εθνικό σήμα μπορεί να ισχύει, μετά από τη λήξη του τελευταίου, υπέρ άλλου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης από εκείνο υπέρ του οποίου έγινε δεκτή η διεκδίκηση της αρχαιότητας, παραδείγματος χάριν προς στήριξη της διεκδίκησης της αρχαιότητας του προγενέστερου εθνικού σήματος για το άλλο αυτό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

39      Επομένως, το γεγονός και μόνον ότι η προσφεύγουσα βασίμως επικαλείται, υπέρ του καταχωρισμένου υπό τον αριθμό 340810 σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το τεκμήριο περί διατήρησης των δικαιωμάτων που αντλούνται από το πολωνικό και το γερμανικό σήμα, ακόμη και μετά από τη λήξη ισχύος της καταχώρισής τους, δεν σημαίνει ότι θα μπορούσε επίσης να επικαλεστεί το ίδιο τεκμήριο προς στήριξη της επίδικης διεκδίκησης για το επίμαχο σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συγκεκριμένα, τα προγενέστερα δικαιώματα τα οποία επικαλείται συναφώς ισχύουν, κατ’ αρχήν, μόνον για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχει καταχωρισθεί υπό τον αριθμό 340810, ως προς το οποίο έγινε δεκτή η διεκδίκηση της αρχαιότητας του πολωνικού και του γερμανικού σήματος.

40      Συνεπώς, λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω εκτιμήσεων, το τμήμα προσφυγών δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον ερμήνευσε, στο σημείο 12 της προσβαλλόμενης απόφασης, το άρθρο 40 του κανονισμού 2017/1001, σε συνδυασμό με το άρθρο 39 του ίδιου κανονισμού, υπό την έννοια ότι το ταυτόσημο προγενέστερο εθνικό σήμα η αρχαιότητα του οποίου διεκδικείται υπέρ σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης που καταχωρίσθηκε μεταγενέστερα πρέπει να είναι το ίδιο καταχωρισμένο και σε ισχύ κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης περί διεκδίκησης της αρχαιότητας.

[παραλειπόμενα]

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Daw SE στα δικαστικά έξοδα.

Tomljenović

Schalin

Škvařilová-Pelzl

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 6 Οκτωβρίου 2021.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.


1 Παρατίθενται μόνον οι σκέψεις των οποίων η δημοσίευση κρίνεται σκόπιμη από το Γενικό Δικαστήριο.