Language of document : ECLI:EU:T:2019:95

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

της 14ης Φεβρουαρίου 2019 (*)

«Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αίτηση καταχωρίσεως εικονιστικού σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης που απεικονίζει μία καρδιά – Απόλυτος λόγος απαραδέκτου – Έλλειψη διακριτικού χαρακτήρα – Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001»

Στην υπόθεση T‑123/18,

Bayer Intellectual Property GmbH, με έδρα το Monheim am Rhein (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους V. von Bomhard και J. Fuhrmann, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), εκπροσωπούμενου από την A. Graul, τον S. Hanne και την D. Walicka,

καθού,

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του πρώτου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 7ης Δεκεμβρίου 2017 (υπόθεση R 145/2017-1), σχετικά με αίτηση καταχωρίσεως ως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης εικονιστικού σημείου το οποίο απεικονίζει μία καρδιά,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Gervasoni, πρόεδρο, K. Kowalik-Bańczyk (εισηγήτρια) και C. Mac Eochaidh, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 27 Φεβρουαρίου 2018,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως του EUIPO που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 15 Μαΐου 2018,

έχοντας υπόψη ότι οι διάδικοι δεν υπέβαλαν αίτημα περί καθορισμού ημερομηνίας για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως εντός της προθεσμίας των τριών εβδομάδων από την επίδοση σε αυτούς του εγγράφου με το οποίο γνωστοποιείται η περάτωση της έγγραφης διαδικασίας και αποφασίζοντας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 106, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, να αποφανθεί χωρίς να διεξαχθεί επ’ ακροατηρίου συζήτηση,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 27 Ιουλίου 2016 η προσφεύγουσα, Bayer Intellectual Property GmbH, υπέβαλε στο Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) αίτηση καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2009, L 78, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί [αντικατασταθεί από τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2017, L 154, σ. 1)].

2        Το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση συνίσταται στο ακόλουθο εικονιστικό σημείο:

Image not found

3        Οι υπηρεσίες για τις οποίες ζητήθηκε η καταχώριση του σήματος εμπίπτουν στις κλάσεις 42 και 44 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, της 15ης Ιουνίου 1957, για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση σημάτων, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν, για καθεμία από τις κλάσεις αυτές, στην εξής περιγραφή:

–        κλάση 42: «Διενέργεια επιστημονικών ερευνών στον τομέα των καρδιαγγειακών παθήσεων»·

–        κλάση 44: «Παροχή ιατρικών υπηρεσιών στον τομέα των καρδιαγγειακών παθήσεων».

4        Με απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2016, ο εξεταστής απέρριψε την αίτηση καταχωρίσεως του επίμαχου σήματος για τις υπηρεσίες που αναφέρονται στη σκέψη 3 ανωτέρω, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2017/1001).

5        Στις 20 Ιανουαρίου 2017, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως του εξεταστή ενώπιον του EUIPO, δυνάμει των άρθρων 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρων 66 έως 71 του κανονισμού 2017/1001).

6        Με απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2017 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το πρώτο τμήμα προσφυγών του EUIPO απέρριψε την προσφυγή που άσκησε η προσφεύγουσα, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2017/1001, για τον λόγο ότι το ενδιαφερόμενο κοινό θα αντιλαμβανόταν το επίμαχο σήμα ως απεικόνιση καρδιάς και, κατά συνέπεια, ως αναφορά στο γεγονός ότι οι εν λόγω υπηρεσίες αφορούν τον τομέα της καρδιολογίας.

 Αιτήματα των διαδίκων

7        Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη απόφαση, δεχόμενο την προσφυγή κατά της αποφάσεως του εξεταστή·

–        να καταδικάσει το EUIPO στα δικαστικά έξοδα.

8        Το EUIPO ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

9        Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, δύο λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν, ο πρώτος, παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2017/1001 και, ο δεύτερος, παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της χρηστής διοικήσεως.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2017/1001

10      Προς στήριξη του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει κατ’ ουσίαν δύο αιτιάσεις. Με την πρώτη αιτίαση, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι το τμήμα προσφυγών δεν έλαβε υπόψη, στην εξέτασή του, το υψηλό επίπεδο προσοχής του ενδιαφερόμενου κοινού. Με τη δεύτερη αιτίαση, η προσφεύγουσα προσάπτει στο τμήμα προσφυγών ότι έκρινε ότι το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση στερείτο διακριτικού χαρακτήρα.

11      Το EUIPO αμφισβητεί την ορθότητα των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας.

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

12      Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2017/1001, δεν γίνονται δεκτά για καταχώριση τα σήματα που στερούνται διακριτικού χαρακτήρα. Το άρθρο 7, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού ορίζει ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού εφαρμόζεται ακόμη και αν οι λόγοι απαραδέκτου υφίστανται μόνο σε τμήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

13      Κατά πάγια νομολογία, ένα σήμα έχει διακριτικό χαρακτήρα, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2017/1001, όταν το σήμα αυτό καθιστά δυνατή την εξατομίκευση του προϊόντος ή της υπηρεσίας ως προς τα οποία ζητείται η καταχώριση ως προερχόμενων από συγκεκριμένη επιχείρηση και, επομένως, τη διάκριση του προϊόντος αυτού ή της υπηρεσίας αυτής από αντίστοιχα προϊόντα ή υπηρεσίες άλλων επιχειρήσεων (βλ. απόφαση της 12ης Ιουλίου 2012, Smart Technologies κατά ΓΕΕΑ, C‑311/11 P, EU:C:2012:460, σκέψη 23 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

14      Ο διακριτικός χαρακτήρας σήματος πρέπει να εκτιμάται σε σχέση, αφενός, με τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία ζητείται η καταχώριση και, αφετέρου, με τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται το σήμα αυτό το ενδιαφερόμενο κοινό, το οποίο αποτελείται από τον μέσο καταναλωτή των εν λόγω προϊόντων ή των εν λόγω υπηρεσιών (βλ. απόφαση της 12ης Ιουλίου 2012, Smart Technologies κατά ΓΕΕΑ, C‑311/11 P, EU:C:2012:460, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

15      Υπό το πρίσμα των σκέψεων αυτών πρέπει να εξετασθούν διαδοχικά οι δύο αιτιάσεις που προέβαλε η προσφεύγουσα προς στήριξη του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

 Επί της πρώτης αιτιάσεως με την οποία προβάλλεται ότι το τμήμα προσφυγών δεν έλαβε υπόψη το υψηλό επίπεδο προσοχής του ενδιαφερόμενου κοινού

16      Με την πρώτη αιτίαση, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι, μολονότι το τμήμα προσφυγών ορθώς επισήμανε ότι το επίπεδο προσοχής του ενδιαφερόμενου κοινού ήταν υψηλό, δεν έλαβε υπόψη το εν λόγω επίπεδο προσοχής κατά την εκτίμηση του διακριτικού χαρακτήρα του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση.

17      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι ένα σήμα πρέπει να παρέχει στο ενδιαφερόμενο κοινό τη δυνατότητα να διακρίνει τα προσδιοριζόμενα από αυτό προϊόντα από τα προϊόντα άλλων επιχειρήσεων χωρίς το κοινό αυτό να πρέπει να επιδεικνύει ιδιαίτερη προσοχή (πρβλ. απόφαση της 7ης Οκτωβρίου 2004, Mag Instrument κατά ΓΕΕΑ, C‑136/02 P, EU:C:2004:592, σκέψη 32), με αποτέλεσμα ο ελάχιστος απαιτούμενος βαθμός διακριτικού χαρακτήρα για την καταχώριση σήματος να μην μπορεί να εξαρτάται από το επίπεδο προσοχής του εν λόγω κοινού (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 12ης Ιουλίου 2012, Smart Technologies κατά ΓΕΕΑ, C‑311/11 P, EU:C:2012:460, σκέψεις 48 έως 50).

18      Η μη ύπαρξη επιπτώσεων του επιπέδου προσοχής του ενδιαφερομένου κοινού για την εκτίμηση του διακριτικού χαρακτήρα του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση ενισχύεται εξάλλου από το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν διευκρινίζει στο δικόγραφο της προσφυγής της τις συνέπειες που θα έπρεπε, εν προκειμένω, να συναγάγει το τμήμα προσφυγών από το υψηλό επίπεδο προσοχής του ενδιαφερόμενου κοινού.

19      Κατά συνέπεια, η πρώτη αιτίαση του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

 Επί της δεύτερης αιτιάσεως με την οποία προβάλλεται έλλειψη διακριτικού χαρακτήρα του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση

20      Με τη δεύτερη αιτίαση, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών κακώς έκρινε ότι το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση στερείτο διακριτικού χαρακτήρα. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι το ενδιαφερόμενο κοινό θα αντιληφθεί το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση, όχι ως απεικόνιση καρδιάς, αλλά ως απεικόνιση του γράμματος «v» από τη λέξη «vericiguat». Προσθέτει ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το επίμαχο σήμα θα γίνει αντιληπτό ως απεικόνιση καρδιάς, το τμήμα προσφυγών δεν έλαβε, εν πάση περιπτώσει, υπόψη τον ασυνήθιστο χαρακτήρα του, ιδίως σε σχέση με τα συνήθως ισχύοντα στον τομέα των επίμαχων υπηρεσιών.

21      Πρώτον, πρέπει να σημειωθεί ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί τον ορισμό του ενδιαφερόμενου κοινού τον οποίο δέχθηκε το τμήμα προσφυγών, σύμφωνα με τον οποίο το κοινό που θα αντιληφθεί τον διακριτικό χαρακτήρα του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση αποτελείται ειδικότερα από το κοινό της Ένωσης που είναι ειδικευμένο στον τομέα των καρδιαγγειακών παθήσεων.

22      Δεύτερον, κατά πρώτον, διαπιστώνεται ότι οι επίμαχες υπηρεσίες αφορούν τις καρδιαγγειακές παθήσεις.

23      Κατά δεύτερον, παρατηρείται ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση δεν είναι πιθανό να γίνει αντιληπτό ως απεικόνιση του γράμματος «v» από τη λέξη «vericiguat». Συγκεκριμένα, η προς τα μέσα κυρτή μορφή του σημείου στα δύο άκρα του μαύρου στοιχείου του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση, αφενός, διαφέρει από τη συνήθη απεικόνιση του γράμματος «v» και, αφετέρου, συσχετίζει το σήμα με απεικόνιση καρδιάς. Υπό τις συνθήκες αυτές, και λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι οι επίμαχες υπηρεσίες αφορούν την καρδιά, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση θα γίνει αντιληπτό από το ενδιαφερόμενο κοινό ως απεικόνιση καρδιάς, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία αποδειχθεί ότι το κοινό αυτό γνωρίζει τη δραστική ουσία vericiguat.

24      Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό, όπως έκρινε και το τμήμα προσφυγών, ότι το ενδιαφερόμενο κοινό θα αντιληφθεί το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση ως ένδειξη ότι οι επίμαχες υπηρεσίες αφορούν την καρδιά, παρά το γεγονός ότι το εν λόγω σήμα δεν απεικονίζει μια καρδιά με τη μορφή που έχει στη φυσιολογία.

25      Επομένως, το τμήμα προσφυγών ορθώς έκρινε ότι το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση δεν ήταν ικανό να δηλώσει την εμπορική προέλευση των επίμαχων υπηρεσιών και ότι, κατά συνέπεια, το σήμα αυτό στερείτο διακριτικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2017/1001.

26      Το συμπέρασμα αυτό δεν ανατρέπεται από τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

27      Κατ’ αρχάς, δεν μπορεί να προσαφθεί στο τμήμα προσφυγών ότι δεν βασίσθηκε στη νομολογία που μνημονεύεται στο σημείο 20 του δικογράφου της προσφυγής, κατά την οποία το σήμα το οποίο αποκλίνει σημαντικά από τα γενικώς ισχύοντα ή τις συνήθειες του τομέα μπορεί να έχει διακριτικό χαρακτήρα, όπως η νομολογία αυτή εφαρμόστηκε με την απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2016, Novartis κατά EUIPO (Απεικόνιση γκρι καμπύλης και απεικόνιση πράσινης καμπύλης) (T‑678/15 και T‑679/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:749, σκέψεις 23 και 24). Πράγματι, η νομολογία αυτή αφορά την περίπτωση κατά την οποία το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση είναι είτε τρισδιάστατο σήμα αποτελούμενο από τη μορφή του προϊόντος που προσδιορίζει είτε εικονιστικό σήμα αποτελούμενο από τη δισδιάστατη απεικόνιση του εν λόγω προϊόντος. Εν προκειμένω, όμως, διαπιστώνεται ότι, στο μέτρο που οι υπηρεσίες είναι, καθ’ εαυτές, άυλες, το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση δεν μπορεί να αναπαριστά τις εν λόγω υπηρεσίες ή να αποτελεί δισδιάστατη απεικόνισή τους.

28      Επιπλέον, επισημαίνεται ότι ο σχηματοποιημένος χαρακτήρας της καρδιάς την οποία απεικονίζει το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, αφ’ εαυτού, να προσδώσει στο σήμα αυτό διακριτικό χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2017/1001.

29      Συναφώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι ο σχηματοποιημένος χαρακτήρας της καρδιάς την οποία απεικονίζει το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση προκύπτει, πρώτον, από το μεγαλύτερο πάχος του κάτω αριστερού τμήματος του περιγράμματος της καρδιάς αυτής, δεύτερον, από το γεγονός ότι η καρδιά αυτή είναι λιγότερο συμμετρική από τις 306 απεικονίσεις καρδιάς τις οποίες επικαλέστηκε ενώπιον του τμήματος προσφυγών και, τρίτον, από το γεγονός ότι το άνω αριστερό τμήμα της εν λόγω καρδιάς δεν είναι στραμμένο προς τα κάτω.

30      Εντούτοις, διαπιστώνεται ότι τα χαρακτηριστικά αυτά δεν είναι ικανά να μεταδώσουν μήνυμα που θα μπορούσε να θυμηθεί το ενδιαφερόμενο κοινό, με αποτέλεσμα το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση απλώς να υποδηλώνει στο ενδιαφερόμενο κοινό ότι οι επίμαχες υπηρεσίες αφορούν την καρδιά. Κατά συνέπεια, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 24 και 25 ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση δεν είναι ικανό να αποτελέσει ένδειξη της εμπορικής προελεύσεως των επίμαχων υπηρεσιών παρά τον σχηματοποιημένο χαρακτήρα της καρδιάς που απεικονίζει το σήμα αυτό.

31      Εξάλλου, πρέπει επίσης να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι, σε αντίθεση προς την απεικόνιση μιας μη σχηματοποιημένης καρδιάς, η καρδιά την οποία απεικονίζει το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση έχει διακριτικό χαρακτήρα για τον λόγο ότι δεν παραπέμπει στην ιδέα της «ίασης». Συγκεκριμένα, ο ισχυρισμός αυτός, μη τεκμηριωμένος κατά τα λοιπά, δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση το γεγονός ότι το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση απλώς υποδηλώνει στο ενδιαφερόμενο κοινό ότι οι υπηρεσίες τις οποίες προσδιορίζει αφορούν την καρδιά.

32      Συνεπώς, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η δεύτερη αιτίαση του πρώτου λόγου ακυρώσεως δεν είναι βάσιμη. Επομένως, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί και, κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ο πρώτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και τηςχρηστής διοικήσεως

33      Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το EUIPO παραβίασε τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της χρηστής διοικήσεως, απορρίπτοντας την αίτηση καταχωρίσεως του επίμαχου σήματος, μολονότι είχε προηγουμένως δεχθεί την καταχώριση πανομοιότυπου σήματος που προσδιορίζει φαρμακευτικά παρασκευάσματα τα οποία υπάγονται στην κλάση 5.

34      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, το EUIPO υποχρεούται να ασκεί τις αρμοδιότητές του σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης. Μολονότι, βάσει των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της χρηστής διοικήσεως, το EUIPO πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις προγενέστερες αποφάσεις επί παρεμφερών αιτήσεων και να εξετάζει με ιδιαίτερη προσοχή αν πρέπει ή όχι να αποφασίσει κατά τον ίδιο τρόπο, εντούτοις η εφαρμογή των αρχών αυτών πρέπει να συμβιβάζεται με την τήρηση της αρχής της νομιμότητας. Εξάλλου, για λόγους ασφάλειας δικαίου και, ακριβώς, για λόγους χρηστής διοικήσεως, η εξέταση κάθε αιτήσεως καταχωρίσεως πρέπει να είναι αυστηρή και πλήρης προκειμένου να αποφεύγεται το ενδεχόμενο να καταχωρίζονται σήματα τα οποία δεν έπρεπε να καταχωριστούν ή να ακυρώνονται σήματα αδικαιολογήτως. Συνεπώς, τέτοια εξέταση πρέπει να λαμβάνει χώρα σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Συγκεκριμένα, η καταχώριση σημείου ως σήματος εξαρτάται από ειδικά κριτήρια, τα οποία έχουν εφαρμογή στο πλαίσιο των πραγματικών περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως και τα οποία χρησιμεύουν για να εξακριβωθεί μήπως το επίμαχο σημείο εμπίπτει σε κάποιον από τους λόγους απαραδέκτου (πρβλ. απόφαση της 10ης Μαρτίου 2011, Agencja Wydawnicza Technopol κατά ΓΕΕΑ, C‑51/10 P, EU:C:2011:139, σκέψεις 73 έως 77, και διάταξη της 26ης Μαΐου 2016, Hewlett Packard Development Company κατά EUIPO, C‑77/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:373, σκέψη 4).

35      Από τις αρχές αυτές προκύπτει, αφενός, ότι εναπόκειται στα τμήματα προσφυγών, όταν αποφασίζουν να προβούν σε διαφορετική εκτίμηση από εκείνη στην οποία κατέληξαν σε προγενέστερες αποφάσεις επί παρεμφερών αιτήσεων που υποβλήθηκαν ενώπιόν τους, να αιτιολογήσουν ρητώς την απόκλιση αυτή σε σχέση με τις εν λόγω αποφάσεις (πρβλ. απόφαση της 28ης Ιουνίου 2018, EUIPO κατά Puma, C‑564/16 P, EU:C:2018:509, σκέψη 66). Εντούτοις, μια τέτοια υποχρέωση αιτιολογήσεως, αφορώσα απόκλιση από προηγούμενες αποφάσεις, είναι λιγότερο σημαντική όταν πρόκειται για εξέταση η οποία εξαρτάται αυστηρά από το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση, από ό,τι όταν πρόκειται για διαπιστώσεις περί των πραγματικών περιστατικών που δεν εξαρτώνται από το ίδιο αυτό σήμα (πρβλ. απόφαση της 28ης Ιουνίου 2018, EUIPO κατά Puma, C‑564/16 P, EU:C:2018:509, σκέψεις 77 και 81).

36      Αφετέρου, από τη μνημονευόμενη στη σκέψη 34 ανωτέρω νομολογία προκύπτει επίσης ότι οι αποφάσεις περί της καταχωρίσεως σημείου ως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τις οποίες λαμβάνουν τα τμήματα προσφυγών δυνάμει του κανονισμού 2017/1001, εμπίπτουν στη σφαίρα της ασκήσεως δέσμιας αρμοδιότητας και όχι διακριτικής ευχέρειας, και επομένως η νομιμότητα των αποφάσεων των εν λόγω τμημάτων προσφυγών πρέπει να εκτιμάται αποκλειστικά με βάση τον κανονισμό αυτόν, όπως έχει ερμηνευθεί από τον δικαστή της Ένωσης (βλ. απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2018, Bundesverband Souvenir – Geschenke – Ehrenpreise κατά EUIPO, C‑488/16 P, EU:C:2018:673, σκέψη 72 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Συνεπώς, τα τμήματα προσφυγών δεν είναι δυνατόν να δεσμεύονται από προγενέστερες αποφάσεις του EUIPO.

37      Εν προκειμένω, αφενός, επισημαίνεται ότι η εξέταση του διακριτικού χαρακτήρα του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση εξαρτάται αυστηρά από αυτό, και όχι από διαπιστώσεις περί των πραγματικών περιστατικών που επικαλείται η προσφεύγουσα. Επομένως, το τμήμα προσφυγών μπορούσε να περιοριστεί να αναφέρει ότι η προσφεύγουσα δεν μπορούσε βασίμως να επικαλεστεί προγενέστερες αποφάσεις του EUIPO για να ανατρέψει το συμπέρασμα ότι το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση προσέκρουε στον λόγο απαραδέκτου του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2017/1001. Εξάλλου, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι το τμήμα προσφυγών αιτιολόγησε, εν πάση περιπτώσει, ρητώς την απόκλισή του από τη λύση που δόθηκε με την προγενέστερη απόφαση που επικαλείται η προσφεύγουσα. Συγκεκριμένα, επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ότι τα επίμαχα στην περίπτωση εκείνη προϊόντα δεν αφορούσαν ειδικά την καρδιολογία, οπότε τα εν λόγω προϊόντα, αντιθέτως προς τις επίμαχες στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας υπηρεσίες, δεν είχαν «ευθεία και αμέσως αναγνωρίσιμη σχέση με την ανθρώπινη καρδιά».

38      Αφετέρου, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να αμφισβητήσει το βάσιμο της αιτιολογίας αυτής χωρίς να αμφισβητήσει το βάσιμο της αρνήσεως καταχωρίσεως του επίμαχου σήματος. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 21 έως 32 ανωτέρω, το τμήμα προσφυγών ορθώς έκρινε ότι το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση προσέκρουε στον λόγο απαραδέκτου που αφορά παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2017/1001.

39      Κατά συνέπεια, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι πρέπει να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως ως αβάσιμος και, κατά συνέπεια, να απορριφθεί η προσφυγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

40      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα του EUIPO.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την BayerIntellectualPropertyGmbH στα δικαστικά έξοδα.

Gervasoni

Kowalik-Bańczyk

Mac Eochaidh

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 14 Φεβρουαρίου 2019.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.