Language of document : ECLI:EU:C:2023:33

Υπόθεση C680/20

Unilever Italia Mkt. Operations Srl

κατά

Autorità Garante della Concorrenza e del Mercato

(αίτηση του Consiglio di Stato για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

 Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 19ης Ιανουαρίου 2023

«Προδικαστική παραπομπή – Ανταγωνισμός – Άρθρο 102 ΣΛΕΕ – Δεσπόζουσα θέση – Καταλογισμός στον παραγωγό των ενεργειών των διανομέων του – Ύπαρξη συμβατικών δεσμών μεταξύ του παραγωγού και των διανομέων – Έννοια της “οικονομικής ενότητας” – Πεδίο εφαρμογής – Καταχρηστική εκμετάλλευση – Ρήτρα αποκλειστικότητας – Ανάγκη αποδείξεως των επιπτώσεων στην αγορά»

1.        Ανταγωνισμός – Κανόνες της Ένωσης – Παραβάσεις – Καταλογισμός – Επιχείρηση – Έννοια – Οικονομική ενότητα – Εταιρίες οι οποίες έχουν κάθετη σχέση μεταξύ τους – Παραγωγός εταιρία με δίκτυο διανομής οργανωμένο αποκλειστικά επί συμβατικής βάσεως – Καταλογισμός των ενεργειών των διανομέων στην παραγωγό εταιρία – Επιτρέπεται – Προϋποθέσεις

(Άρθρο 102 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 26-33 και διατακτ.)

2.        Δεσπόζουσα θέση – Κατάχρηση – Έννοια – Αντικειμενική έννοια η οποία αφορά συμπεριφορές που μπορούν να επηρεάσουν τη δομή της αγοράς και έχουν ως αποτέλεσμα την παρακώλυση της διατήρησης του υφιστάμενου ή της ανάπτυξης περαιτέρω ανταγωνισμού – Υποχρεώσεις της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεως – Άσκηση υγιούς ανταγωνισμού – Κριτήρια εκτιμήσεως

(Άρθρο 102 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 35-44)

3.        Δεσπόζουσα θέση – Κατάχρηση – Ρήτρες αποκλειστικότητας που περιλαμβάνονται σε συμβάσεις διανομής – Καταχρηστικός χαρακτήρας – Ικανότητα περιορισμού του ανταγωνισμού και αποτέλεσμα εκτοπισμού από την αγορά – Αμφισβήτηση από την ενδιαφερόμενη επιχείρηση – Υποχρέωση της αρχής ανταγωνισμού να αποδείξει ότι οι επίμαχες συμπεριφορές είναι ικανές να περιορίσουν τον ανταγωνισμό

(Άρθρο 102 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 46-55 και διατακτ.)

4.        Δεσπόζουσα θέση – Κατάχρηση – Ρήτρες αποκλειστικότητας που περιλαμβάνονται σε συμβάσεις διανομής – Καταχρηστικός χαρακτήρας – Υποχρέωση της αρχής ανταγωνισμού να προσφύγει στο κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή – Δεν υφίσταται – Ανάλυση βάσει του εν λόγω κριτηρίου την οποία προσκομίζει η ενδιαφερόμενη επιχείρηση – Υποχρέωση της αρχής ανταγωνισμού να εξετάσει την αποδεικτική της αξία

(Άρθρο 102 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 56-62 και διατακτ.)

Σύνοψη

Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης: οι ρήτρες αποκλειστικότητας που περιλαμβάνονται στις συμβάσεις διανομής πρέπει να είναι ικανές να παράγουν αποτελέσματα αποκλεισμού.

Η αρχή ανταγωνισμού υποχρεούται να εκτιμήσει αυτή την πραγματική ικανότητα αποκλεισμού, λαμβάνοντας επίσης υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζει η κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση.

Με απόφαση της 31ης Οκτωβρίου 2017, η ιταλική αρχή προστασίας του ανταγωνισμού και της αγοράς (στο εξής: AGCM) (1) διαπίστωσε ότι η Unilever Italia Mkt. Operations Srl (στο εξής: Unilever) είχε προβεί σε καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης της στην ιταλική αγορά της εμπορίας παγωτών σε ατομικές συσκευασίες που προορίζονται για κατανάλωση σε «εξωτερικούς χώρους», ήτοι εκτός της κατοικίας των καταναλωτών, σε διάφορα σημεία πώλησης.

Η προσαπτόμενη στην Unilever καταχρηστική συμπεριφορά ήταν αποτέλεσμα ενεργειών οι οποίες, ως υλικές πράξεις, δεν διαπράχθηκαν από την εν λόγω εταιρία, αλλά από ανεξάρτητους διανομείς των προϊόντων της, οι οποίοι είχαν επιβάλει ρήτρες αποκλειστικότητας στους φορείς εκμετάλλευσης των σημείων πώλησης. Συναφώς, η AGCM έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι οι πρακτικές, τις οποίες αφορούσε η έρευνά της, είχαν αποκλείσει, ή τουλάχιστον περιορίσει, τη δυνατότητα των ανταγωνιστριών επιχειρήσεων να επιδίδονται σε ανταγωνισμό με βάση την ποιότητα των προϊόντων τους.

Στο πλαίσιο αυτό, η AGCM δεν θεώρησε ότι υποχρεούτο να αναλύσει τις οικονομικές μελέτες που είχε προσκομίσει η Unilever προκειμένου να αποδείξει ότι οι υπό εξέταση πρακτικές δεν είχαν αποτελέσματα αποκλεισμού έναντι των τουλάχιστον εξίσου αποτελεσματικών ανταγωνιστών της, για τον λόγο ότι οι μελέτες αυτές δεν ασκούσαν καμία επιρροή σε περίπτωση ρητρών αποκλειστικότητας, δεδομένου ότι η χρήση τέτοιων ρητρών από κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση αρκεί για να στοιχειοθετηθεί καταχρηστική εκμετάλλευση της θέσης αυτής.

Ως εκ τούτου, η AGCM επέβαλε στην Unilever πρόστιμο ύψους 60 668 580 ευρώ λόγω κατάχρησης της δεσπόζουσας θέσης της κατά παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ.

Η προσφυγή που άσκησε η Unilever κατά της ανωτέρω αποφάσεως απορρίφθηκε στο σύνολό της από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο.

Επιληφθέν κατ’ έφεση, το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας, Ιταλία) υπέβαλε στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία και την εφαρμογή του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης υπό το πρίσμα της αποφάσεως της AGCM.

Με την απόφασή του, το Δικαστήριο διευκρινίζει τις λεπτομέρειες εφαρμογής της απαγορεύσεως κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης που προβλέπει το άρθρο 102 ΣΛΕΕ έναντι κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεως με δίκτυο διανομής οργανωμένο αποκλειστικά επί συμβατικής βάσεως και διευκρινίζει, στο πλαίσιο αυτό, το βάρος αποδείξεως που φέρει η εθνική αρχή ανταγωνισμού.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Κατ’ αρχάς, το Δικαστήριο κρίνει ότι καταχρηστικές ενέργειες στις οποίες προβαίνουν διανομείς που ανήκουν στο δίκτυο διανομής ενός κατέχοντος δεσπόζουσα θέση παραγωγού, όπως η Unilever, δύνανται να καταλογιστούν στον τελευταίο βάσει του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, εάν αποδεικνύεται ότι οι ενέργειες αυτές δεν υιοθετήθηκαν κατά τρόπο ανεξάρτητο από τους διανομείς του, αλλά εντάσσονται σε πολιτική η οποία αποφασίστηκε μονομερώς από τον παραγωγό και τέθηκε σε εφαρμογή μέσω των εν λόγω διανομέων.

Πράγματι, σε μια τέτοια περίπτωση, οι διανομείς και, κατά συνέπεια, το δίκτυο διανομής που αυτοί συγκροτούν με την κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση πρέπει να θεωρηθούν απλώς ως μέσο εδαφικής εξάπλωσης της εμπορικής πολιτικής της εν λόγω επιχειρήσεως και, ως εκ τούτου, ως το μέσο με το οποίο, ενδεχομένως, εφαρμόστηκε η επίμαχη πρακτική αποκλεισμού.

Τούτο ισχύει, μεταξύ άλλων, οσάκις, όπως εν προκειμένω, οι διανομείς ενός κατέχοντος δεσπόζουσα θέση παραγωγού υποχρεούνται να επιβάλλουν στους φορείς εκμετάλλευσης σημείων πωλήσεως τυποποιημένες συμβάσεις, οι οποίες παρέχονται από τον εν λόγω παραγωγό και περιέχουν ρήτρες αποκλειστικότητας υπέρ των προϊόντων του.

Εν συνεχεία, το Δικαστήριο απαντά στο ερώτημα εάν, για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, η αρμόδια αρχή ανταγωνισμού οφείλει να αποδείξει ότι ρήτρες αποκλειστικότητας που περιλαμβάνονται σε συμβάσεις διανομής έχουν ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό από την αγορά των εξίσου αποτελεσματικών με την κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση ανταγωνιστών και εάν η εν λόγω αρχή υποχρεούται να εξετάζει λεπτομερώς τις οικονομικές αναλύσεις που προσκομίζει η εν λόγω επιχείρηση, ιδίως όταν αυτές στηρίζονται στο καλούμενο κριτήριο του «εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή».

Συναφώς, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης μπορεί να διαπιστωθεί ιδίως όταν η προσαπτόμενη συμπεριφορά έχει επιφέρει αποτελέσματα αποκλεισμού ανταγωνιστών οι οποίοι ήταν εξίσου αποτελεσματικοί με τον δράστη της συμπεριφοράς από άποψη διάρθρωσης του κόστους, ικανότητας καινοτομίας ή ποιότητας, ή όταν η εν λόγω συμπεριφορά βασίστηκε στη χρήση μέσων διαφορετικών από εκείνα που εντάσσονται στο πλαίσιο του «κανονικού», ήτοι του υγιούς ανταγωνισμού. Εναπόκειται, κατά κανόνα, στις αρχές ανταγωνισμού να αποδείξουν τον καταχρηστικό χαρακτήρα μιας συμπεριφοράς υπό το πρίσμα του συνόλου των σχετικών πραγματικών περιστάσεων που περιβάλλουν την εν λόγω συμπεριφορά, συμπεριλαμβανομένων εκείνων οι οποίες αναδεικνύονται από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζει αμυνόμενη η κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση.

Ασφαλώς, για τον χαρακτηρισμό μιας συμπεριφοράς ως καταχρηστικής, η αρχή ανταγωνισμού δεν οφείλει κατ’ ανάγκην να αποδείξει ότι η συμπεριφορά αυτή παρήγαγε πράγματι αντίθετα προς τους κανόνες του ανταγωνισμού αποτελέσματα. Επομένως, η αρχή ανταγωνισμού μπορεί να διαπιστώσει παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ αποδεικνύοντας ότι η εν λόγω συμπεριφορά, κατά τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία εκδηλώθηκε, ήταν, υπό τις περιστάσεις της οικείας υποθέσεως, ικανή να περιορίσει τον υγιή ανταγωνισμό, καίτοι δεν παρήγαγε αποτελέσματα. Εντούτοις, η απόδειξη αυτή πρέπει, κατ’ αρχήν, να στηρίζεται σε απτά αποδεικτικά στοιχεία, από τα οποία να προκύπτει συγκεκριμένα, και όχι απλώς θεωρητικά, η πραγματική ικανότητα της εν λόγω πρακτικής να παράγει τέτοια αποτελέσματα, η δε ύπαρξη αμφιβολιών ως προς τη σχετική ικανότητα θα πρέπει να αποβαίνει υπέρ της επιχειρήσεως που έκανε χρήση μιας τέτοιας πρακτικής.

Καίτοι μια αρχή ανταγωνισμού δύναται, προκειμένου να εκτιμήσει την ικανότητα της συμπεριφοράς μιας επιχειρήσεως να περιορίσει τον ανταγωνισμό, να στηριχθεί στα διδάγματα της οικονομικής επιστήμης, τα οποία επιβεβαιώνονται από εμπειρικές μελέτες ή μελέτες συμπεριφοράς, εντούτοις άλλα στοιχεία τα οποία χαρακτηρίζουν τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, όπως η έκταση της εν λόγω συμπεριφοράς στην αγορά, οι περιορισμοί των δυνατοτήτων των προμηθευτών πρώτων υλών ή το γεγονός ότι η κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση είναι, τουλάχιστον, για ένα μέρος της ζήτησης, αναπόφευκτος εταίρος, πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να προσδιοριστεί αν, υπό το πρίσμα των διδαγμάτων αυτών, η επίμαχη συμπεριφορά πρέπει να θεωρηθεί ότι ήταν ικανή να παραγάγει αποτελέσματα αποκλεισμού στην οικεία αγορά.

Στο πλαίσιο αυτό, όσον αφορά ειδικότερα τη χρήση ρητρών αποκλειστικότητας, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι οι ρήτρες με τις οποίες οι αντισυμβαλλόμενοι δεσμεύθηκαν να καλύπτουν το σύνολο ή σημαντικό μέρος των αναγκών τους με προμήθειες από επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση, έστω και αν δεν συνοδεύονται από εκπτώσεις, συνιστούν, ως εκ της φύσεώς τους, εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης και ότι το ίδιο ισχύει για τις εκπτώσεις υπέρ πιστών πελατών που χορηγεί μια τέτοια επιχείρηση.

Εντούτοις, με την απόφαση Intel (2), το Δικαστήριο διασαφήνισε τη νομολογία αυτή επισημαίνοντας, πρώτον, ότι, στην περίπτωση κατά την οποία κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση υποστηρίζει, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, προσκομίζοντας αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη των ισχυρισμών της, ότι η συμπεριφορά της δεν ήταν ικανή να παραγάγει τα προσαπτόμενα αποτελέσματα αποκλεισμού, η αρχή ανταγωνισμού οφείλει, μεταξύ άλλων, να εκτιμήσει εάν τυχόν υφίσταται στρατηγική σκοπούσα τον εκτοπισμό των ανταγωνιστών που είναι τουλάχιστον εξίσου αποτελεσματικοί με την κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση.

Το Δικαστήριο προσέθεσε, δεύτερον, ότι η ανάλυση σχετικά με την ικανότητα εκτοπισμού των ανταγωνιστών από την αγορά έχει επίσης σημασία για να διαπιστωθεί εάν ένα σύστημα εκπτώσεων που εμπίπτει κατ’ αρχήν στην απαγόρευση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ μπορεί να δικαιολογηθεί αντικειμενικά. Άλλωστε, ενδέχεται να υπάρχουν πλεονεκτήματα ως προς την αποτελεσματικότητα τα οποία να είναι επίσης ωφέλιμα για τον καταναλωτή και να αντισταθμίζουν ή και να υπερβαίνουν τις επιπτώσεις του εκτοπισμού ανταγωνιστή από την αγορά συνεπεία του επίμαχου, περιοριστικού για τον ανταγωνισμό, συστήματος εκπτώσεων. Η στάθμιση αυτή των θετικών και αρνητικών για τον ανταγωνισμό συνεπειών της επίμαχης πρακτικής μπορεί να διενεργηθεί μόνο μετά από ανάλυση της εγγενούς ικανότητας της επίμαχης πρακτικής να επιφέρει τον εκτοπισμό από την αγορά των ανταγωνιστών που είναι τουλάχιστον εξίσου αποτελεσματικοί με την κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση.

Η ανωτέρω διευκρίνιση, που δόθηκε με την απόφαση Intel σε σχέση με τα συστήματα εκπτώσεων, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι ισχύει και όσον αφορά τις ρήτρες αποκλειστικότητας.

Επομένως, αφενός, όταν μια αρχή ανταγωνισμού έχει υπόνοιες ότι μια επιχείρηση παρέβη το άρθρο 102 ΣΛΕΕ χρησιμοποιώντας τέτοιες ρήτρες και η τελευταία αμφισβητεί, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, βάσει αποδεικτικών στοιχείων, ότι οι εν λόγω ρήτρες έχουν πράγματι την ικανότητα να αποκλείσουν από την αγορά εξίσου αποτελεσματικούς ανταγωνιστές, η εν λόγω αρχή οφείλει να βεβαιωθεί, κατά το στάδιο της διαπίστωσης της παράβασης, ότι οι ρήτρες αυτές ήταν, υπό τις περιστάσεις της οικείας υποθέσεως, πράγματι ικανές να αποκλείσουν από την αγορά ανταγωνιστές εξίσου αποτελεσματικούς με την εν λόγω επιχείρηση.

Αφετέρου, η αρχή ανταγωνισμού που κίνησε τη σχετική διαδικασία οφείλει, επίσης, να εκτιμήσει συγκεκριμένα την ικανότητα των εν λόγω ρητρών να περιορίσουν τον ανταγωνισμό, όταν, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, η επιχείρηση, για την οποία υπάρχουν υπόνοιες, υποστηρίζει ότι υπάρχουν λόγοι που δικαιολογούν τη συμπεριφορά της.

Εν πάση περιπτώσει, η προσκόμιση, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, αποδεικτικών στοιχείων δυνάμενων να καταδείξουν ότι η συμπεριφορά δεν έχει την ικανότητα να παραγάγει περιοριστικά αποτελέσματα, συνεπάγεται την υποχρέωση της αρχής ανταγωνισμού να εξετάσει τα εν λόγω στοιχεία.

Επομένως, όταν η κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση έχει προσκομίσει οικονομική μελέτη προκειμένου να αποδείξει ότι η πρακτική η οποία της προσάπτεται δεν ήταν ικανή να αποκλείσει τους ανταγωνιστές από την αγορά, η αρμόδια αρχή ανταγωνισμού δεν δύναται να αποκλείσει τη λυσιτέλεια της μελέτης αυτής χωρίς να εκθέσει τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι η εν λόγω μελέτη δεν συμβάλλει στο να αποδειχθεί ότι οι επίμαχες πρακτικές δεν μπορούν να βλάψουν τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό στην οικεία αγορά και, συνακόλουθα, χωρίς να παράσχει στην εν λόγω επιχείρηση τη δυνατότητα να προτείνει τα αποδεικτικά στοιχεία που θα μπορούσαν να την αντικαταστήσουν.

Τέλος, δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο ρητώς μνημονεύει, στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το κριτήριο του «εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή», το Δικαστήριο επισημαίνει ότι το εν λόγω κριτήριο αποτελεί απλώς μια μέθοδο μεταξύ άλλων η οποία καθιστά δυνατό να εκτιμηθεί κατά πόσον μια πρακτική έχει την ικανότητα να παράγει αποτελέσματα αποκλεισμού. Ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατό να συναχθεί ότι οι αρχές ανταγωνισμού έχουν νομική υποχρέωση να εφαρμόζουν το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή για τη διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα μιας πρακτικής. Ωστόσο, εάν η ενδιαφερόμενη επιχείρηση υποβάλει, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, τα αποτελέσματα της εφαρμογής ενός τέτοιου κριτηρίου, η αρχή ανταγωνισμού υποχρεούται να εξετάσει την αποδεικτική τους αξία.


1      Autorità Garante della Concorrenza e del Mercato (αρχή προστασίας του ανταγωνισμού και της αγοράς, Ιταλία).


2      Απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2017, Intel κατά Επιτροπής (C 413/14 P, EU:C:2017:632, σκέψη 138, στο εξής: απόφαση Intel).