Language of document : ECLI:EU:T:2012:13

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 18ης Ιανουαρίου 2012 (*)

«Κοινοτικό σήμα — Διαδικασία ανακοπής — Αίτηση καταχωρίσεως εικονιστικού κοινοτικού σήματος BASmALI — Μη καταχωρισθέν προγενέστερο σήμα και προγενέστερο σημείο BASMATI — Σχετικός λόγος απαραδέκτου — Άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 [νυν άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009]»

Στην υπόθεση T‑304/09,

Tilda Riceland Private Ltd, με έδρα το Gurgaon (Ινδία), εκπροσωπούμενη από τους S. Malynicz, barrister, N. Urwin και D. Sills, solicitors,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενου από τον Π. Γερουλάκο,

καθού,

αντίδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ και παρεμβαίνουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου:

Siam Grains Co. Ltd, με έδρα την Μπανγκόκ (Ταϊλάνδη), εκπροσωπούμενη από τη C. Thomas-Raquin, δικηγόρο,

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του πρώτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 19ης Μαρτίου 2009 (υπόθεση R 513/2008‑1), σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ της Tilda Riceland Private Ltd και της Siam Grains Co. Ltd,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους N. J. Forwood, πρόεδρο, F. Dehousse (εισηγητή) και A. Popescu, δικαστές,

γραμματέας: C. Heeren, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 31 Ιουλίου 2009,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως του ΓΕΕΑ που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 14 Ιανουαρίου 2010,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως της παρεμβαίνουσας που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 7 Δεκεμβρίου 2009,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα απαντήσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 31 Μαρτίου 2010,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα ανταπαντήσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 7 Ιουλίου 2010,

έχοντας υπόψη τις γραπτές ερωτήσεις που το Γενικό Δικαστήριο έθεσε στους διαδίκους,

έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν οι διάδικοι στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11, 13 και 14 Ιουλίου 2011,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 7ης Σεπτεμβρίου 2011,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 4 Νοεμβρίου 2003, η παρεμβαίνουσα Siam Grains Co. Ltd υπέβαλε αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος στο Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί [αντικατασταθείς από τον κανονισμό (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1)].

2        Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι το ακόλουθο εικονιστικό σημείο:

Image not found

3        To προϊόν για το οποίο ζητήθηκε η καταχώριση ανήκει στην κλάση 30 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση των σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχεί στην ακόλουθη περιγραφή: «Μακρύκοκκο ρύζι».

4        Η αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων αριθ. 37/2004, της 13ης Σεπτεμβρίου 2004.

5        Στις 10 Δεκεμβρίου 2004, η United Riceland Private Ltd (νυν Tilda Riceland Private Ltd, στο εξής: προσφεύγουσα) άσκησε ανακοπή δυνάμει του άρθρου 42 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρου 41 του κανονισμού 207/2009) κατά της καταχωρίσεως του σήματος που είχε ζητηθεί για το προϊόν που αναφέρεται στη σκέψη 3 ανωτέρω.

6        Η ανακοπή στηριζόταν στο μη καταχωρισθέν προγενέστερο σήμα ή στο προγενέστερο σημείο BASMATI, το οποίο χρησιμοποιείται στις συναλλαγές σε σχέση με το ρύζι.

7        Ο λόγος ανακοπής ήταν ο προβλεπόμενος στο άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009). Η προσφεύγουσα ισχυριζόταν ιδίως ότι, βάσει του ισχύοντος στο Ηνωμένο Βασίλειο δικαίου, μπορούσε να εμποδίσει τη χρήση του αιτούμενου σήματος με την αγωγή λόγω απατηλής χρήσεως διακριτικού σημείου (action for passing off).

8        Στις 28 Ιανουαρίου 2008, το τμήμα ανακοπών απέρριψε εξ ολοκλήρου την ανακοπή. Ειδικότερα, εκτίμησε ότι η προσφεύγουσα δεν είχε υποβάλει έγγραφα που να εκθέτουν τον τρόπο με τον οποίο γινόταν η εμπορική διάθεση του ρυζιού που εξάγει στο Ηνωμένο Βασίλειο. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι είχε αποκτήσει το απαραίτητο «goodwill» ώστε να ευδοκιμήσει η ανακοπή της, βάσει του δικαίου περί απατηλής χρήσεως το οποίο ισχύει στο Ηνωμένο Βασίλειο.

9        Στις 20 Μαρτίου 2008, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του ΓΕΕΑ δυνάμει των άρθρων 57 έως 62 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρων 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009), βάλλουσα κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών.

10      Με απόφαση της 19ης Μαρτίου 2009 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το πρώτο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ απέρριψε την προσφυγή. Έκρινε κατ’ ουσίαν ότι, δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 40/94, η ανακόπτουσα όφειλε να αποδείξει ότι ήταν φορέας του δικαιώματος επί του οποίου θεμελιωνόταν η ανακοπή. Εν προκειμένω όμως η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι ήταν φορέας του αντιταχθέντος δικαιώματος. Ειδικότερα, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι ο όρος «basmati» δεν αποτελούσε σήμα ή σημείο καλυπτόμενο από δικαίωμα κυριότητας, αλλά απλώς τη συνήθη ονομασία μιας ποικιλίας ρυζιού. Ο όρος «basmati» έχει γενικό χαρακτήρα. Εξάλλου, το τμήμα προσφυγών τόνισε ότι το δικαίωμα βιομηχανικής ιδιοκτησίας, προς προστασία του οποίου προβλέπεται η αγωγή λόγω απατηλής χρήσεως διακριτικού σημείου, δεν αφορά το επίμαχο σημείο, αλλά το «goodwill». Το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι είχε δικαίωμα βιομηχανικής ιδιοκτησίας επί του όρου «basmati» και ότι κατά συνέπεια η ανακοπή δεν πληρούσε την προϋπόθεση —την οποία προβλέπει ο κανονισμός 40/94— σχετικά με την ύπαρξη δικαιώματος βιομηχανικής ιδιοκτησίας.

 Αιτήματα των διαδίκων

11      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει το ΓΕΕΑ και την παρεμβαίνουσα στα δικαστικά έξοδα.

12      Το ΓΕΕΑ και η παρεμβαίνουσα ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

13      Η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, ένα μοναδικό λόγο ακυρώσεως ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 40/94 και περιλαμβάνει τέσσερις αιτιάσεις. Πρώτον, το τμήμα προσφυγών, στηριζόμενο σε μια αποκλειστικώς γραμματική ερμηνεία του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 40/94, κακώς αποπειράθηκε να επιβάλει μια «κοινοτική έννοια της “κυριότητας”» του αντιτασσόμενου προγενέστερου σήματος ή σημείου. Δεύτερον, το τμήμα προσφυγών έσφαλε καθόσον προέβη σε διάκριση μεταξύ της «διευρυμένης» μορφής της αγωγής λόγω απατηλής χρήσεως διακριτικού σημείου στο Ηνωμένο Βασίλειο, επί της οποίας στηριζόταν η ανακοπή, και του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 40/94, το οποίο, κατά το τμήμα προσφυγών, θα πρέπει να αφορά αποκλειστικό δικαίωμα φορέας του οποίου είναι ένας και μόνο επιχειρηματίας. Τρίτον, η προσφεύγουσα φρονεί ότι το τμήμα προσφυγών έσφαλε καθόσον απαίτησε να αποδείξει η ανακόπτουσα ότι είχε την κυριότητα του προγενέστερου σημείου, εκτός από την απόδειξη ότι κατείχε δικαίωμα βιομηχανικής ιδιοκτησίας. Τέταρτον, το τμήμα προσφυγών έσφαλε κρίνοντας ότι ο όρος «basmati» είχε γενικό χαρακτήρα.

14      Το ΓΕΕΑ υποστηρίζει, σε σχέση με τον πρώτο και τον τέταρτο λόγο τους οποίους προβάλλει η προσφεύγουσα, ότι τα σημεία στα οποία αναφέρεται το άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 40/94 πρέπει να ανταποκρίνονται σε «ενιαία ευρωπαϊκά κριτήρια». Ορθώς έκρινε το τμήμα προσφυγών ότι ο όρος «basmati» όταν χρησιμοποιούνταν σε σχέση με το ρύζι δεν δημιουργούσε δικαίωμα κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 40/94. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, δεν χρειαζόταν να εφαρμοσθεί το εθνικό δίκαιο του οποίου γινόταν επίκληση προς στήριξη της ανακοπής. Ειδικότερα, το σημείο BASMATI δεν επιτρέπει να εκπληρωθεί η βασική λειτουργία ενός σήματος, δηλαδή ο προσδιορισμός της προελεύσεως των προϊόντων τα οποία δηλώνει. Όσον αφορά τη δεύτερη και την τρίτη αιτίαση της προσφεύγουσας, το ΓΕΕΑ αναφέρει ότι το τμήμα προσφυγών, εφόσον διαπίστωσε ότι ο όρος «basmati» δεν θεμελίωνε δικαίωμα κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 40/94, ορθώς απέρριψε την προσφυγή με βάση τη διαπίστωση αυτή, χωρίς να χρειάζεται να εξετάσει τις προϋποθέσεις του εθνικού δικαίου.

15      Η παρεμβαίνουσα επισημαίνει ότι η προϋπόθεση κατά την οποία η ανακόπτουσα πρέπει να είναι δικαιούχος του σημείου αποτελεί «ανεξάρτητη προϋπόθεση», η ερμηνεία της οποίας πρέπει να γίνεται ανεξάρτητα από τις προϋποθέσεις του εθνικού δικαίου. Υποστηρίζει ότι η δική της ερμηνεία του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 40/94 δεν έχει ως συνέπεια να παρακωλύονται ανακοπές έχουσες ως βάση την αγωγή λόγω απατηλής χρήσεως διακριτικού σημείου, κατά το μέτρο που η ανακόπτουσα επικαλείται σημείο που μόνο η ίδια χρησιμοποιεί στην αγορά και το οποίο της παρέχει τη δυνατότητα, λόγω της φήμης που έχει αποκτήσει στους πελάτες της, να διακρίνει τα προϊόντα ή τις δραστηριότητές της από τα προϊόντα ή τις δραστηριότητες των λοιπών επιχειρήσεων. Τέλος, η παρεμβαίνουσα υπενθυμίζει ότι το σημείο BASMATI είναι ο γενικός προσδιορισμός μιας ποικιλίας ρυζιού και δεν αποτελεί σημείο το οποίο να παρέχει δυνατότητα διακρίσεως των προϊόντων μιας επιχειρήσεως από τα προϊόντα των λοιπών επιχειρήσεων. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το τμήμα προσφυγών απλώς συνήγαγε από τον γενικό χαρακτήρα του σημείου BASMATI ότι η προσφεύγουσα δεν ήταν «δικαιούχος» του σημείου αυτού.

16      Δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 40/94, ο δικαιούχος μη καταχωρισθέντος σήματος ή άλλου χρησιμοποιούμενου στις συναλλαγές σημείου το οποίο δεν έχει μόνον τοπική ισχύ μπορεί να ασκήσει ανακοπή κατά της καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος εφόσον και στο μέτρο που, υπό τους όρους που προβλέπονται από το δίκαιο του κράτους μέλους το οποίο έχει εφαρμογή, αφενός, έχουν αποκτηθεί δικαιώματα επί του εν λόγω σημείου πριν την ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως κοινοτικού σήματος ή, ενδεχομένως, πριν την ημερομηνία της προτεραιότητας που προβάλλεται σε υποστήριξη της αιτήσεως κοινοτικού σήματος και, αφετέρου, το εν λόγω σημείο παρέχει στον δικαιούχο του το δικαίωμα να απαγορεύσει τη χρήση πλέον πρόσφατου σήματος.

17      Εξ αυτού προκύπτει ότι μία εκ των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 40/94 είναι να αποδείξει ο ανακόπτων ότι είναι δικαιούχος του σημείου επί του οποίου στηρίζει την ανακοπή του. Η προϋπόθεση αυτή σημαίνει ότι ο ανακόπτων αποδεικνύει ότι απέκτησε δικαιώματα επί του εν λόγω σημείου [βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 28ης Οκτωβρίου 2009, T‑137/08, BCS κατά ΓΕΕΑ — Deere (Συνδυασμός πράσινου και κίτρινου χρώματος), Συλλογή 2009, σ. II‑4047, σκέψη 73, και της 22ας Ιουνίου 2010, T‑255/08, Montero Padilla κατά ΓΕΕΑ — Padilla Requena (JOSE PADILLA), Συλλογή 2010, σ. ΙΙ-2551, σκέψη 63]. Τα δικαιώματα αυτά πρέπει να παρέχουν τη δυνατότητα, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 40/94, να απαγορευθεί η χρήση πλέον πρόσφατου σήματος.

18      Εξάλλου, κατά το μέτρο που η προσφεύγουσα επικαλείται προς στήριξη της ανακοπής της την προβλεπόμενη στο δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου αγωγή λόγω απατηλής χρήσεως διακριτικού σημείου, πρέπει να υπομνησθεί ότι το δίκαιο του κράτους μέλους που έχει εφαρμογή εν προκειμένω είναι ο Trade Marks Act, 1994 (νόμος του Ηνωμένου Βασιλείου περί σημάτων), του οποίου το άρθρο 5, παράγραφος 4, ορίζει μεταξύ άλλων:

«Η καταχώριση σήματος δεν είναι δυνατή, αν και κατά το μέτρο που η χρήση του στο Ηνωμένο Βασίλειο δύναται να αποκλεισθεί:

a)      δυνάμει οποιουδήποτε κανόνα δικαίου [ιδίως, δυνάμει του δικαίου περί απατηλής χρήσεως διακριτικού σημείου (law of passing off)] που προστατεύει μη καταχωρισθέν σήμα ή οποιοδήποτε άλλο σημείο το οποίο χρησιμοποιείται στις συναλλαγές […]»

19      Από την ως άνω διάταξη, όπως ερμηνεύεται από τα εθνικά δικαστήρια, προκύπτει ότι ο ανακόπτων πρέπει να αποδείξει, σύμφωνα με το νομικό καθεστώς της αγωγής λόγω απατηλής χρήσεως διακριτικού σημείου την οποία προβλέπει το δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου, ότι πληρούνται τρεις προϋποθέσεις, δηλαδή απόκτηση του goodwill (ήτοι της δύναμης προσελκύσεως της πελατείας), παραπλανητική παρουσίαση και πρόκληση ζημίας στο goodwill [βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Δεκεμβρίου 2010, T‑303/08, Tresplain Investments κατά ΓΕΕΑ — Hoo Hing (Golden Elephant Brand), Συλλογή 2010, σ. ΙI-5659, σκέψεις 93 και 101, και τις παρατεθείσες αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων].

20      Εν προκειμένω, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών απέρριψε την ανακοπή για τον λόγο και μόνον ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι ήταν δικαιούχος του σημείου επί του οποίου στηριζόταν η ανακοπή. Το τμήμα προσφυγών αποφάνθηκε έτσι ότι «[η] προσφυγή [ήταν] αβάσιμη», ότι «[η] ανακόπτουσα δεν [ήταν] δικαιούχος του σημείου επί του οποίου θεμελ[ίωνε] την ανακοπή της» και ότι «[οι] λόγοι [εκτίθεντο] κατωτέρω» (σημείο 14 του σκεπτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως). Κατόπιν του συλλογισμού του, το τμήμα προσφυγών διαπίστωσε ότι «εφόσον [η] ανακόπτουσα δεν απέδειξε ότι είχε, όπως ισχυρίζεται, δικαίωμα βιομηχανικής ιδιοκτησίας επί του ονόματος [‘]Basmati[’], η ανακοπή που ασκήθηκε βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 4, του [κανονισμού 40/94] [ήταν] αβάσιμη και [ότι] η προσφυγή [έπρεπε] να απορριφθεί» (σημείο 29 του σκεπτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως). Προκειμένου να καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι το επίμαχο σημείο δεν αποτελούσε σήμα, ιδίως διότι είχε γενικό χαρακτήρα και ότι το προβαλλόμενο από την προσφεύγουσα «δικαίωμα βιομηχανικής ιδιοκτησίας» αφορούσε μόνο το goodwill. Εντούτοις, το τμήμα προσφυγών δεν απέρριψε την ανακοπή για τον λόγο ότι το επίμαχο σημείο, αυτό καθεαυτό, δεν μπορούσε να αποτελέσει έρεισμα ανακοπής βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 40/94. Ειδικότερα, δεν προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση ότι το τμήμα προσφυγών εκτίμησε ότι ο όρος «basmati», όταν χρησιμοποιούνταν σε σχέση με το ρύζι, «δεν δημιουργ[ούσε] δικαίωμα κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 4, του [κανονισμού 40/94]», όπως δηλώνει το ΓΕΕΑ στα δικόγραφά του. Επομένως είναι αλυσιτελή τα επιχειρήματα που προβάλλουν το ΓΕΕΑ και η παρεμβαίνουσα προκειμένου να υποστηρίξουν ότι το επίμαχο σημείο δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 40/94.

21      Πρώτον, έστω και αν η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι σαφής σχετικά, το τμήμα προσφυγών προφανώς έκρινε ότι η προσφεύγουσα όφειλε να αποδείξει ότι είχε επισήμως την «κυριότητα» του σημείου επί του οποίου στηριζόταν η ανακοπή. Όπως, όμως, υπομνήσθηκε στη σκέψη 17 ανωτέρω, η προϋπόθεση να είναι ο ανακόπτων δικαιούχος του αντιταχθέντος σημείου σημαίνει ότι αποδεικνύει την κτήση δικαιωμάτων επί του εν λόγω σημείου. To άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 40/94 δεν προσδιορίζει τη μορφή που πρέπει να λάβει η κτήση των δικαιωμάτων αυτών. Περαιτέρω, η προφανώς περιοριστική προσέγγιση την οποία υιοθέτησε το τμήμα προσφυγών αντιφάσκει προς το γεγονός, το οποίο μνημονεύει το ΓΕΕΑ στα δικόγραφά του ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ότι τα σημεία στα οποία αναφέρεται το άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 40/94 συνήθως αποτελούν αντικείμενο χρήσεως και όχι καταχωρίσεως.

22      Δεύτερον, πρέπει να θεωρηθεί ότι στο πλαίσιο του ζητήματος αν ο ανακόπτων απέκτησε δικαιώματα επί μη καταχωρισθέντος σήματος ή επί σημείου το οποίο χρησιμοποιείται στις συναλλαγές —και επομένως αν είναι δικαιούχος του αντιταχθέντος σημείου κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 40/94— δεν πρέπει να αγνοείται το εθνικό δίκαιο του οποίου γίνεται επίκληση προς στήριξη της ανακοπής. Ειδικότερα, το ισχύον εθνικό δίκαιο εφαρμόζεται ιδίως, στο πλαίσιο αυτό, προκειμένου να καθοριστεί ο τρόπος κτήσεως των δικαιωμάτων επί του σημείου επί του οποίου στηρίζεται ανακοπή ασκούμενη βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 40/94.

23      Άλλωστε, το τμήμα προσφυγών παρέπεμψε ρητώς, στο σημείο 24 του σκεπτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο εθνικό δίκαιο, προκειμένου να κρίνει ότι το δικαίωμα βιομηχανικής ιδιοκτησίας επί του οποίου θεμελιωνόταν η αγωγή λόγω απατηλής χρήσεως διακριτικού σημείου αφορούσε μόνο το goodwill. Επιπλέον, επισημαίνεται ότι το ΓΕΕΑ δημοσίευσε, σε παράρτημα των οδηγιών για τις διαδικασίες ενώπιον του ΓΕΕΑ (μέρος C, που τιτλοφορείται «Διαδικασία ανακοπής», κεφάλαιο 4, που τιτλοφορείται «Δικαιώματα δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 4, του [κανονισμού 40/94]), κατάλογο των «εθνικών δικαιωμάτων που αποτελούν “προγενέστερα δικαιώματα” κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 4, του [κανονισμού 40/94]». Το παράρτημα αυτό προσδιορίζει τη φύση των οικείων «εθνικών δικαιωμάτων» καθώς και τον τρόπο κτήσεώς τους. Το παράρτημα αναφέρεται έτσι, σε σχέση με το Ηνωμένο Βασίλειο, στα μη καταχωρισθέντα σήματα και στα σημεία που χρησιμοποιούνται στις συναλλαγές «τα οποία προστατεύονται από κανόνα δικαίου, συμπεριλαμβανομένης της [αγωγής λόγω απατηλής χρήσεως διακριτικού σημείου] (“passing off”)».

24      Τα επιχειρήματα του ΓΕΕΑ σχετικά με το άρθρο 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 53, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009) δεν μεταβάλλουν το συμπέρασμα αυτό. Ειδικότερα, ακόμη και αν αληθεύει ότι δεν μπορεί να γίνει επίκληση όλων των προγενέστερων δικαιωμάτων στο πλαίσιο του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 40/94, όπως υποστηρίζει το ΓΕΕΑ, παρ’ όλ’ αυτά τούτο δεν σημαίνει, αφενός, ότι το επίμαχο σημείο αποκλείεται a priori από τα σημεία που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της ως άνω διατάξεως —πράγμα το οποίο δεν δέχθηκε το τμήμα προσφυγών— και, αφετέρου, ότι το εθνικό δίκαιο δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω σε ό,τι αφορά τον προσδιορισμό του τρόπου κτήσεως δικαιωμάτων επί του αντιταχθέντος σημείου.

25      Τρίτον, υπογραμμίζεται ότι το άρθρο 5, παράγραφος 4, του Trade Marks Act, 1994 διευκρινίζει επίσης, στο δεύτερο εδάφιο, ότι ένα πρόσωπο που νομιμοποιείται να εμποδίσει τη χρήση σήματος πρέπει να νοείται ως «φορέας προγενέστερου δικαιώματος». Επομένως, κατά το ισχύον στο Ηνωμένο Βασίλειο δίκαιο, στο πλαίσιο αγωγής λόγω απατηλής χρήσεως διακριτικού σημείου, η ιδιότητα του φορέα προγενέστερου δικαιώματος δεν μπορεί να καθοριστεί αυτοτελώς, πράγμα που κατ’ ουσίαν έπραξε το τμήμα προσφυγών στην προσβαλλόμενη απόφαση, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η δυνατότητα του ανακόπτοντος να εμποδίσει τη χρήση σήματος.

26      Το γεγονός ότι το δικαίωμα βιομηχανικής ιδιοκτησίας το οποίο προστατεύεται με την αγωγή λόγω απατηλής χρήσεως διακριτικού σημείου δεν αφορά λέξη ή όνομα του οποίου η χρήση από τρίτους υπόκειται σε περιορισμούς, αλλά την ίδια την πελατεία η οποία θίγεται από την επίμαχη χρήση [απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Ιουνίου 2009, T‑114/07 και T‑115/07, Last Minute Network κατά ΓΕΕΑ — Last Minute Tour (LAST MINUTE TOUR), Συλλογή 2009, σ. II‑1919, σκέψη 61], όπως επισήμανε το τμήμα προσφυγών, κατ’ ουσίαν, στο σημείο 24 του σκεπτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν μεταβάλλει το συμπέρασμα αυτό. Ειδικότερα, το γεγονός ότι ο ανακόπτων επισήμως έχει δικαιώματα μόνον επί της θιγόμενης πελατείας δεν σημαίνει παρ’ όλ’ αυτά ότι δεν έχει αποκτήσει δικαιώματα επί του αντιτασσόμενου σημείου, τα οποία του παρέχουν τη δυνατότητα να εμποδίσει, αν χρειαστεί, τη χρήση ενός πιο πρόσφατου σήματος. Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι, στο πλαίσιο της αγωγής λόγω απατηλής χρήσεως διακριτικού σημείου, φήμη στην αγορά αποκτά το σημείο με το οποίο δηλώνονται αγαθά ή υπηρεσίες (βλ., επ’ αυτού, προπαρατεθείσα απόφαση LAST MINUTE TOUR, σκέψη 84). Εξάλλου, η χρήση του οικείου σημείου παρέχει σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο τη δυνατότητα να είναι «φορέας προγενέστερου δικαιώματος», κατά την έννοια του ισχύοντος στο Ηνωμένο Βασίλειο δικαίου.

27      Όσον αφορά το γεγονός, το οποίο επισήμανε η παρεμβαίνουσα απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, ότι η προσφεύγουσα δεν επικαλέσθηκε το άρθρο 5, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του Trade Marks Act, 1994 στα δικόγραφά της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, αρκεί η επισήμανση ότι η αγωγή λόγω απατηλής χρήσεως διακριτικού σημείου που προβλέπεται στο δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου αποτελούσε τη βάση της ανακοπής την οποία άσκησε η προσφεύγουσα ενώπιον του ΓΕΕΑ. Κατά συνέπεια, το ισχύον στο Ηνωμένο Βασίλειο δίκαιο αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα της διαφοράς που είχε υποβληθεί στην κρίση του τμήματος προσφυγών. Επομένως εντάσσεται στο πραγματικό και νομικό πλαίσιο βάσει του οποίου οφείλει να διενεργήσει τον έλεγχό του το Γενικό Δικαστήριο.

28      Τέταρτον, όσον αφορά το γεγονός ότι, στους λόγους ανακοπής που προέβαλε, η προσφεύγουσα χρησιμοποίησε τον όρο «σήμα» αναφερόμενη στο αντιτασσόμενο σημείο, όπως επισημαίνει το τμήμα προσφυγών στο σημείο 19 του σκεπτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως, πέραν του ότι τούτο μπορεί να αποτελεί συνέπεια της επικλήσεως, προς στήριξη της ανακοπής, ενός μη καταχωρισθέντος σήματος, δεν επιτρέπει να αγνοηθεί ότι η ανακοπή στηριζόταν ιδίως σε σημείο το οποίο χρησιμοποιείται στις συναλλαγές. Το τμήμα προσφυγών αναφέρθηκε άλλωστε σε αυτόν τον λόγο ανακοπής στο σημείο 16 του σκεπτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να θεωρηθεί ότι το γεγονός το οποίο επικαλείται το τμήμα προσφυγών, ότι δηλαδή το σημείο BASMATI δεν αποτελεί σήμα, δεν σημαίνει πάντως ότι η προσφεύγουσα δεν απέκτησε δικαιώματα επί του ως άνω σημείου, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 40/94, ερμηνευόμενου υπό το φως του εθνικού δικαίου το οποίο έχει εν προκειμένω εφαρμογή. Ειδικότερα, όσον αφορά τη διαπίστωση του τμήματος προσφυγών ότι ο όρος «basmati» έχει γενικό χαρακτήρα, από την εθνική νομολογία συνάγεται ότι ένα σημείο με το οποίο δηλώνονται αγαθά ή υπηρεσίες μπορεί να έχει αποκτήσει φήμη στην αγορά, κατά την έννοια του δικαίου που διέπει την αγωγή λόγω απατηλής χρήσεως διακριτικού σημείου, ακόμη και αν, στην αρχή, είχε περιγραφικό χαρακτήρα ή δεν είχε διακριτικό χαρακτήρα (απόφαση LAST MINUTE TOUR, σκέψη 27 ανωτέρω, σκέψη 84). Εξάλλου, από την εθνική νομολογία συνάγεται ότι ένα σημείο με το οποίο δηλώνονται αγαθά ή υπηρεσίες μπορεί να έχει αποκτήσει φήμη στην αγορά, κατά την έννοια του δικαίου που διέπει την αγωγή λόγω απατηλής χρήσεως διακριτικού σημείου, ακόμη και αν χρησιμοποιείται από περισσότερους επιχειρηματίες στο πλαίσιο της εμπορικής τους δραστηριότητας (Chocosuisse Union des fabricants suisses de chocolat & Ors κατά Cadbury Ltd. [1999] EWCA Civ 856). Αυτή η καλούμενη «διευρυμένη» μορφή της αγωγής λόγω απατηλής χρήσεως διακριτικού σημείου, την οποία αναγνωρίζει η εθνική νομολογία, παρέχει έτσι σε περισσότερους επιχειρηματίες τη δυνατότητα να κατέχουν δικαιώματα επί ενός σημείου το οποίο έχει αποκτήσει φήμη στην αγορά. Κατά συνέπεια, το γεγονός το οποίο επικαλείται το τμήμα προσφυγών, ακόμη και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένο, δεν αναιρεί, υπό το φως του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου, το γεγονός ότι ο ανακόπτων ενδέχεται να έχει αποκτήσει δικαιώματα επί του αντιταχθέντος σημείου.

29      Από το σύνολο των ανωτέρω στοιχείων προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών έσφαλε καθόσον απέρριψε την ανακοπή με το σκεπτικό ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι ήταν δικαιούχος του επίμαχου σημείου, χωρίς να εξετάσει ειδικά αν η προσφεύγουσα είχε αποκτήσει δικαιώματα επί του εν λόγω σημείου κατ’ εφαρμογήν του δικαίου του Ηνωμένου Βασιλείου.

30      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ο μοναδικός λόγος τον οποίο προέβαλε η προσφεύγουσα πρέπει να γίνει δεκτός και η προσβαλλόμενη απόφαση να ακυρωθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

31      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Όταν οι ηττηθέντες διάδικοι είναι περισσότεροι του ενός, το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει για την κατανομή των εξόδων.

32      Εν προκειμένω, το ΓΕΕΑ και η παρεμβαίνουσα ηττήθηκαν. Εξάλλου, η προσφεύγουσα ζήτησε να καταδικαστεί το ΓΕΕΑ και η παρεμβαίνουσα στα δικαστικά έξοδα.

33      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το ΓΕΕΑ πρέπει να καταδικαστεί, πέραν των δικαστικών εξόδων του, στα δύο τρίτα των δικαστικών εξόδων της προσφεύγουσας και η παρεμβαίνουσα πρέπει να καταδικαστεί, πέραν των δικαστικών εξόδων της, στο εν τρίτο των δικαστικών εξόδων της προσφεύγουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση του πρώτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) της 19ης Μαρτίου 2009 (υπόθεση R 513/2008-1).

2)      Καταδικάζει το ΓΕΕΑ να φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων του, τα δύο τρίτα των δικαστικών εξόδων της Tilda Riceland Private Ltd.

3)      Καταδικάζει τη Siam Grains Co. Ltd να φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της, το εν τρίτο των δικαστικών εξόδων της Tilda Riceland Private.

Forwood

Dehousse

Popescu

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 18 Ιανουαρίου 2012.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική