Language of document : ECLI:EU:T:2023:332

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο πενταμελές τμήμα)

της 14ης Ιουνίου 2023 (*)

«Ανταγωνισμός – Συγκεντρώσεις – Αγορά προηγούμενης οικονομικής βαθμίδας για τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης – Αγορά επόμενης οικονομικής βαθμίδας για τους κηρούς παραφίνης – Απόφαση η οποία κρίνει τη συγκέντρωση συμβατή με την εσωτερική αγορά και με τη Συμφωνία ΕΟΧ – Έλλειψη δεσμεύσεως όσον αφορά την προμήθεια κηρού ακατέργαστης παραφίνης – Κάθετα αποτελέσματα – Αποκλεισμός των ανταγωνιστών από την πρόσβαση στις εισροές»

Στην υπόθεση T‑585/20,

Polwax S.A., με έδρα το Jasło (Πολωνία), εκπροσωπούμενη από τις E. Nessmann και G. Duda, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους N. Khan, G. Meessen και J. Szczodrowski,

καθής,

υποστηριζόμενης από την

Polski Koncern Naftowy Orlen S.A., με έδρα το Płock (Πολωνία) εκπροσωπούμενη από τον M. Mataczyński, δικηγόρο,

παρεμβαίνουσα,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους F. Schalin, πρόεδρο, S. Frimodt Nielsen, P. Škvařilová‑Pelzl, I. Nõmm (εισηγητή) και D. Kukovec, δικαστές,

γραμματέας: M. Zwozdziak‑Carbonne, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 11ης Ιανουαρίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή που άσκησε δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η προσφεύγουσα, Polwax S.A., ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής της 14ης Ιουλίου 2020 (υπόθεση M.9014), η οποία εκδόθηκε βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004 του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (ΕΕ 2004, L 24, σ. 1, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), με την οποία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έκρινε συμβατή με την εσωτερική αγορά και με το άρθρο 57 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ) μια συγκέντρωση μεταξύ της Polski Koncern Naftowy Orlen S.A. (στο εξής: Orlen) και της Grupa Lotos S.A. (στο εξής: Lotos), υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως ορισμένων δεσμεύσεων από την Orlen.

I.      Ιστορικό της διαφοράς και πραγματικά περιστατικά μεταγενέστερα της ασκήσεως της προσφυγής

2        Η προσφεύγουσα είναι πολωνική εταιρία η οποία παράγει και εμπορεύεται κηρούς παραφίνης και προϊόντα παραφίνης.

3        Η Orlen είναι κάθετα ολοκληρωμένη επιχείρηση, η οποία δραστηριοποιείται κυρίως στον τομέα της διύλισης και εμπορίας (συμπεριλαμβανομένης της λιανικής πώλησης) καυσίμων και σχετικών προϊόντων στην Πολωνία, στην Τσεχική Δημοκρατία, στη Λιθουανία και στη Γερμανία. Δραστηριοποιείται επίσης στην έρευνα κοιτασμάτων, στην ανάπτυξη και στην παραγωγή, σε προηγούμενη οικονομική βαθμίδα, αργού πετρελαίου και φυσικού αερίου, καθώς και στην αγορά των πετροχημικών προϊόντων.

4        Η Lotos είναι κάθετα ολοκληρωμένη επιχείρηση, η οποία δραστηριοποιείται κυρίως στον τομέα της διύλισης και εμπορίας (συμπεριλαμβανομένης της λιανικής πώλησης) καυσίμων και σχετικών προϊόντων, κυρίως στην Πολωνία. Δραστηριοποιείται επίσης στην έρευνα κοιτασμάτων, στην ανάπτυξη και στην παραγωγή, σε προηγούμενη οικονομική βαθμίδα, αργού πετρελαίου και φυσικού αερίου.

5        Στις 3 Ιουλίου 2019 η Orlen κοινοποίησε στην Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004, σχεδιαζόμενη συγκέντρωση συνιστάμενη στην απόκτηση του αποκλειστικού ελέγχου της Lotos.

6        Με απόφαση της 7ης Αυγούστου 2019 (ΕΕ 2019, C 273, σ. 2), η Επιτροπή έκρινε ότι η πράξη συγκέντρωσης ήγειρε σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητά της με την κοινή αγορά, αποφάσισε να κινήσει τη διαδικασία εμπεριστατωμένης εξετάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 139/2004 και κάλεσε τους ενδιαφερόμενους τρίτους να της υποβάλουν τυχόν παρατηρήσεις τους επί του σχεδίου συγκέντρωσης.

7        Στις 30 Σεπτεμβρίου 2019, κατόπιν σχετικής αιτήσεως, αναγνωρίστηκε στην προσφεύγουσα η ιδιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους, κατά την έννοια του άρθρου 18, παράγραφος 4, του κανονισμού 139/2004.

8        Στις 7 Απριλίου 2020 η Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση αιτιάσεων, το μη εμπιστευτικό κείμενο της οποίας απεστάλη στην προσφεύγουσα στις 4 Μαΐου 2020.

9        Στις 15 Μαΐου 2020 η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί της ανακοινώσεως αιτιάσεων και υποστήριξε ότι έπρεπε να προβλεφθούν δεσμεύσεις προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η συγκέντρωση δεν θα επηρεάσει την πρόσβασή της σε ορισμένες εισροές που χρησιμοποιούσε στην παραγωγή της.

10      Στις 14 Ιουλίου 2020 η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.

11      Σε δελτίο Τύπου της ίδιας ημέρας, η Επιτροπή, πρώτον, δήλωσε ότι, κατόπιν της έρευνάς της, ανησυχούσε ότι η πράξη συγκέντρωσης, όπως είχε αρχικά κοινοποιηθεί, θα έβλαπτε τον ανταγωνισμό, ιδίως στις ακόλουθες αγορές:

–        χονδρική πώληση καυσίμων κινητήρα στην Πολωνία·

–        λιανική πώληση καυσίμων κινητήρα στην Πολωνία·

–        πώληση καυσίμων αεριωθουμένων στην Πολωνία και στην Τσεχική Δημοκρατία·

–        πώληση συναφών προϊόντων, όπως διάφοροι τύποι πίσσας, στην Πολωνία.

12      Δεύτερον, η Επιτροπή υποστήριξε ότι, προκειμένου να άρει τις ανησυχίες της, η Orlen είχε προτείνει δεσμεύσεις σχετικά με τις αγορές που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 11 ανωτέρω.

13      Τρίτον, η Επιτροπή δήλωσε «ότι ο συνδυασμός των μεταβιβάσεων και των άλλων δεσμεύσεων θα καθιστούσε δυνατό, για τους αγοραστές των μεταβιβαζόμενων οντοτήτων και άλλους ανταγωνιστές, τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό με την οντότητα που θα προέκυπτε από τη συγκέντρωση στις σχετικές αγορές στο μέλλον», ότι, «[σ]τις αγορές χονδρικής πώλησης πετρελαίου ντίζελ και βενζίνης ειδικότερα, ο αγοραστής του μεριδίου του διυλιστηρίου θα [ήταν] σε θέση να εισαγάγει σημαντικές ποσότητες χάρη στην ευρύτερη πρόσβαση στις υποδομές» και ότι, «[χ]άρη στον εν λόγω συνδυασμό ικανότητας διύλισης και δυνατοτήτων εισαγωγής, ο αγοραστής θα ασκ[ούσε] ανταγωνιστική πίεση παρόμοια με εκείνη της Lotos πριν από την πράξη συγκέντρωσης». Η Επιτροπή κατέληξε συνεπώς στο συμπέρασμα ότι «η συγκέντρωση, όπως τροποποιήθηκε με τις δεσμεύσεις, δεν δημιουργούσε πλέον πρόβλημα ανταγωνισμού» και διευκρίνισε ότι «[η] απόφαση αυτή τελούσε υπό την προϋπόθεση της πλήρους συμμόρφωσης με τις αναληφθείσες δεσμεύσεις».

14      Κατά την ημερομηνία ασκήσεως της προσφυγής, στις 24 Σεπτεμβρίου 2020, καμία περίληψη της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν είχε δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κανένα μη εμπιστευτικό κείμενο της εν λόγω αποφάσεως δεν είχε δημοσιευθεί στον ιστότοπο της Επιτροπής.

15      Στις 18 Μαΐου 2021 η Επιτροπή δημοσίευσε στον ιστότοπό της ένα μη εμπιστευτικό κείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως. Σύνοψη της εν λόγω αποφάσεως δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 25 Μαΐου 2021 (ΕΕ 2021, C 196, σ. 8).

16      Η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει ένα σημείο 37 το οποίο αφορά την αγορά προηγούμενης οικονομικής βαθμίδας για τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης και την αγορά επόμενης οικονομικής βαθμίδας για τους κηρούς παραφίνης (αιτιολογικές σκέψεις 1993 έως 2006).

17      Στην αιτιολογική σκέψη 1993 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή υπενθυμίζει, κατά πρώτον, ότι ο κηρός ακατέργαστης παραφίνης αποτελεί υποπροϊόν της παραγωγής πετρελαϊκών ελαίων και χρησιμοποιείται κυρίως ως πρώτη ύλη των πλήρως εξευγενισμένων κηρών παραφίνης, οι οποίοι συνιστούν, με τη σειρά τους, την ακατέργαστη ύλη της παραγωγής κεριών. Στη συνέχεια, υπογραμμίζει, στην αιτιολογική σκέψη 1994 της εν λόγω αποφάσεως, ότι, μολονότι η Lotos και η Orlen παράγουν αμφότερες κηρό ακατέργαστης παραφίνης, μόνον η Lotos πωλεί το προϊόν αυτό, ενώ η Orlen το χρησιμοποιεί για τη δική της παραγωγή κηρών παραφίνης, και ότι, ως εκ τούτου, η σχεδιαζόμενη συγκέντρωση θα κατέληγε στη δημιουργία κάθετου δεσμού μεταξύ των μερών, δεδομένου ότι η Lotos δραστηριοποιείται σε προηγούμενη βαθμίδα και η Orlen σε επόμενη βαθμίδα.

18      Κατά δεύτερον, η Επιτροπή έκρινε, στην αιτιολογική σκέψη 1997 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι σχετικές αγορές προϊόντων ήταν οι αγορές του κηρού ακατέργαστης παραφίνης και των κηρών παραφίνης.

19      Κατά τρίτον, όσον αφορά τη γεωγραφική διάσταση των επίμαχων αγορών, η Επιτροπή υπενθύμισε, στην αιτιολογική σκέψη 1999 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι σε προγενέστερη απόφαση είχε δεχθεί ότι η αγορά του κηρού ακατέργαστης παραφίνης μπορεί να περιλαμβάνει το σύνολο του ΕΟΧ ή να έχει εθνική διάσταση, υπογραμμίζοντας συγχρόνως ότι μια αγοράστρια κηρού ακατέργαστης παραφίνης, και συγκεκριμένα η προσφεύγουσα, είχε εκφράσει την προτίμησή της για τις τοπικές πηγές εφοδιασμού, λόγω του υψηλού κόστους μεταφοράς. Η Επιτροπή δέχθηκε επίσης στην ίδια αιτιολογική σκέψη ότι ήταν εύλογος ο ορισμός της αγοράς κηρών παραφίνης ως περιλαμβάνουσας το σύνολο του ΕΟΧ, διότι οι προμηθευτές του συγκεκριμένου προϊόντος είχαν δηλώσει ότι το πωλούσαν πέραν των συνόρων της Πολωνίας και διότι η Orlen πωλούσε μεταξύ 30 και 40 % της παραγωγής της εκτός Πολωνίας, και κυρίως εντός του ΕΟΧ. Η Επιτροπή εξέθεσε εν συνεχεία, στην αιτιολογική σκέψη 2000 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι εκτίμησε τα αποτελέσματα της σχεδιαζόμενης συγκεντρώσεως επί των στενότερων δυνητικών αγορών, ήτοι στην αγορά της Πολωνίας για τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης και στην αγορά του ΕΟΧ για τους κηρούς παραφίνης.

20      Κατά τέταρτον, όσον αφορά τα αποτελέσματα της σχεδιαζόμενης συγκεντρώσεως επί του ανταγωνισμού, η Επιτροπή εξέτασε, στην αιτιολογική σκέψη 2003 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το ενδεχόμενο που επισήμανε η προσφεύγουσα, δηλαδή να οδηγήσει η συγκέντρωση σε αποκλεισμό των ανταγωνιστών από την πρόσβαση σε εισροές, δεδομένου ότι η νέα οντότητα δεν θα της προμήθευε πλέον κηρό ακατέργαστης παραφίνης ή θα της προμήθευε το προϊόν αυτό μόνο σε πολύ υψηλότερη τιμή, εμποδίζοντάς την κατ’ αυτόν τον τρόπο να ανταγωνιστεί τη νέα οντότητα στην αγορά των κηρών παραφίνης.

21      Η Επιτροπή έκρινε συναφώς, στην αιτιολογική σκέψη 2004 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, αν η αγορά προηγούμενης οικονομικής βαθμίδας για τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης οριζόταν σε εθνική βάση, η Lotos θα είχε μερίδιο αγοράς στην Πολωνία μεταξύ 30 και 40 % το 2017 και το 2018. Η Επιτροπή αναγνώρισε μεν ότι ένα τέτοιο μερίδιο αγοράς συνεπαγόταν την ύπαρξη κάθετων αποτελεσμάτων, πλην όμως υπογράμμισε ότι ένα ποσοστό μεταξύ 60 και 70 % των πηγών κηρού ακατέργαστης παραφίνης εξακολουθούσε να είναι διαθέσιμο και ότι η ίδια η Orlen χρησιμοποιούσε εξωτερικούς προμηθευτές. Εξ αυτού συνήγαγε το συμπέρασμα ότι δεν ήταν προφανές ότι η νέα συσταθείσα οντότητα θα μπορούσε να αποκλείσει από την πρόσβαση στον κηρό ακατέργαστης παραφίνης τους πελάτες της Lotos που δραστηριοποιούνταν στην αγορά των κηρών παραφίνης.

22      Η Επιτροπή προσέθεσε, στην αιτιολογική σκέψη 2005 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Orlen διέθετε μόνον ένα πολύ μικρό μερίδιο στην αγορά επόμενης οικονομικής βαθμίδας και συνήγαγε εξ αυτού το συμπέρασμα ότι και η νέα οντότητα δεν θα είχε συμφέρον να αποκλείσει από την πρόσβαση στις εισροές τους πελάτες της Lotos που δραστηριοποιούνται στην αγορά αυτή. Επισήμανε δε ότι η ίδια η προσφεύγουσα υπογράμμισε ότι ο ανταγωνισμός στην εν λόγω αγορά ήταν έντονος, δεδομένου ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, η αγορά αυτή είχε παγκόσμια διάσταση και βρισκόταν υπό την πίεση των Κινέζων παραγωγών.

23      Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα, στην αιτιολογική σκέψη 2006 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι από την έρευνά της δεν προέκυψαν προφανείς αποδείξεις περί σημαντικής παρακώλυσης του αποτελεσματικού ανταγωνισμού όσον αφορά την κάθετη σχέση μεταξύ της αγοράς του κηρού ακατέργαστης παραφίνης στην Πολωνία και της αγοράς των κηρών παραφίνης εντός του ΕΟΧ.

II.    Αιτήματα των διαδίκων

24      Με χωριστό δικόγραφο, η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου δυνάμει του άρθρου 130, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να εξετάσει την ένσταση απαραδέκτου μαζί με την ουσία της υποθέσεως.

25      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή παραιτήθηκε από την ένσταση απαραδέκτου, όπερ σημειώθηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

26      Με το δικόγραφο της προσφυγής, η προσφεύγουσα ζητεί κατ’ ουσίαν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

27      Εξάλλου, με τις παρατηρήσεις της επί του υπομνήματος παρεμβάσεως της Orlen και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να διατάξει τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης όσον αφορά τα αποτελέσματα της συγκέντρωσης επί του ανταγωνισμού ή, άλλως, να διατάξει την Επιτροπή να προσκομίσει τα στοιχεία στα οποία στηριζόταν η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως.

28      Η Επιτροπή και η Orlen ζητούν, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να απορρίψει το αίτημα περί διεξαγωγής πραγματογνωμοσύνης που υπέβαλε η προσφεύγουσα·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

III. Σκεπτικό

Α.      Επί του αιτήματος περί διεξαγωγής πραγματογνωμοσύνης

29      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να διατάξει τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης ως προς τα αποτελέσματα της συγκέντρωσης επί του ανταγωνισμού. Υποστηρίζει δε ότι η όψιμη υποβολή του αιτήματος αυτού δικαιολογείται, κατ’ ουσίαν, από το γεγονός ότι η συλλογιστική στην οποία στηρίζεται η προσβαλλόμενη απόφαση διευκρινίστηκε μόλις κατά το στάδιο υποβολής του υπομνήματος παρεμβάσεως. Αναφέρει, συναφώς, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είχε δημοσιευθεί κατά την ημερομηνία ασκήσεως της προσφυγής και ότι τόσο η αιτιολογία της εν λόγω αποφάσεως όσο και τα δικόγραφα της Επιτροπής ήταν συνοπτικά.

30      Η Επιτροπή και η Orlen αντιτάσσονται στο αίτημα περί διεξαγωγής πραγματογνωμοσύνης υπογραμμίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι είναι εκπρόθεσμο.

31      Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 88, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, «μέτρα διεξαγωγής αποδείξεων μπορούν να διαταχθούν ή να τροποποιηθούν σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήσεως κύριου διαδίκου». Η παράγραφος 2 της ίδιας διατάξεως ορίζει ότι, «[α]ν η αίτηση αυτή υποβληθεί μετά την πρώτη ανταλλαγή υπομνημάτων, ο διάδικος που υποβάλλει την αίτηση οφείλει να εκθέσει τους λόγους για τους οποίους δεν μπόρεσε να την υποβάλει νωρίτερα».

32      Ανεξαρτήτως του ζητήματος αν η προσφεύγουσα προέβαλε πειστική αιτιολογία για την όψιμη υποβολή του αιτήματός της περί διεξαγωγής πραγματογνωμοσύνης, υπενθυμίζεται ότι ο Κανονισμός Διαδικασίας παρέχει στο Γενικό Δικαστήριο διακριτική ευχέρεια προκειμένου να αποφασίσει αν πρέπει να διατάξει τη λήψη ενός τέτοιου μέτρου (πρβλ. απόφαση της 13ης Ιουλίου 2017, Τάλαντον κατά Επιτροπής, T‑65/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:491, σκέψεις 35 έως 37). Επομένως, ακόμη και όταν ο διάδικος έχει ζητήσει τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης σε προχωρημένο στάδιο της διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί πάντοτε να αποφασίσει να λάβει αυτεπαγγέλτως το εν λόγω μέτρο, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια.

33      Το αίτημα διεξαγωγής πραγματογνωμοσύνης που υπέβαλε η προσφεύγουσα πρέπει, ωστόσο, να απορριφθεί, δεδομένου ότι βαίνει πέραν του σκοπού των κατά το άρθρο 91 του Κανονισμού Διαδικασίας αποδεικτικών μέσων, ο οποίος συνίσταται στην απόδειξη της ακρίβειας των πραγματικών επιχειρημάτων που προβάλλει ο διάδικος προς στήριξη των ισχυρισμών του (πρβλ. απόφαση της 23ης Μαΐου 2014, European Dynamics Luxembourg κατά ΕΚΤ, T‑553/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:275, σκέψη 317 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

34      Πράγματι, με το αίτημά της, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να διατάξει τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης ως προς «τις γειτονικές αγορές, συμπεριλαμβανομένης της αγοράς επεξεργασίας κηρού ακατέργαστης παραφίνης, για τα ακόλουθα στοιχεία: α) τα αποτελέσματα της συγκέντρωσης […] επί του ανταγωνισμού στις σχετικές αγορές του κηρού ακατέργαστης παραφίνης και των παραφινών, καθώς και στις γειτονικές αγορές, ιδίως τον αντίκτυπο της εν λόγω συγκέντρωσης στην τιμή των προϊόντων για τους τελικούς πελάτες και τους καταναλωτές· β) την επίπτωση της συγκέντρωσης στην οικονομική κατάσταση της προσφεύγουσας και των λοιπών επιχειρήσεων που ασκούν δραστηριότητα πανομοιότυπη με εκείνη της προσφεύγουσας όσον αφορά τη μεταποίηση του κηρού ακατέργαστης παραφίνης, των παραφινών και των γειτονικών αγορών· γ) τις υψηλότερες δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε η προσφεύγουσα λόγω της αγοράς κηρού ακατέργαστης παραφίνης εκτός της τοπικής αγοράς· δ) τον περιορισμό της προσβάσεως σε κηρό ακατέργαστης παραφίνης στην τοπική αγορά· ε) το ποσοστό των μεριδίων της ευρωπαϊκής αγοράς που κατέχει η συγχωνευθείσα επιχείρηση κατόπιν της συγκεντρώσεως».

35      Ένα τέτοιο αίτημα, αντί να αποσκοπεί στην απόδειξη της ακρίβειας ορισμένων πραγματικών ισχυρισμών, έχει, στην πραγματικότητα, ως σκοπό την επανεξέταση των εκτιμήσεων που περιλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση σχετικά με τη συμβατότητα της σχεδιαζόμενης συγκέντρωσης με το άρθρο 2, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 139/2004. Ως εκ τούτου, βαίνει πέραν του σκοπού ενός αποδεικτικού μέσου κατά την έννοια του άρθρου 91 του Κανονισμού Διαδικασίας και, επομένως, το Γενικό Δικαστήριο θα υπερέβαινε την αρμοδιότητά του αν ελάμβανε ένα τέτοιο μέτρο (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2013, Besselink κατά Συμβουλίου, T‑331/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:419, σκέψεις 24 και 25).

Β.      Επί του βασίμου των λόγων ακυρώσεως

36      Με το δικόγραφο της προσφυγής, η προσφεύγουσα προέβαλε, κατ’ ουσίαν, δύο λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν, αντιστοίχως, παράβαση του άρθρου 2, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 139/2004 και του άρθρου 9, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού. Επιπλέον, με το υπόμνημα απαντήσεως, προέβαλε νέο λόγο ακυρώσεως ο οποίος αφορά ανεπαρκή αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως.

37      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα παραιτήθηκε από τον λόγο ακυρώσεως που αφορούσε παράβαση του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004, όπερ σημειώθηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

1.      Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 2, παράγραφοι 1 και 3, του κανονισμού 139/2004

38      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το σημείο 37 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο οποίο η Επιτροπή έκρινε ότι η συγκέντρωση δεν θα οδηγούσε σε σημαντική παρακώλυση του αποτελεσματικού ανταγωνισμού στην αγορά των κηρών παραφίνης, στηρίζεται σε εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 139/2004.

39      Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004:

«Σύμφωνα με τους στόχους του παρόντος κανονισμού και τις ακόλουθες διατάξεις, οι συγκεντρώσεις επιχειρήσεων που εμπίπτουν στον παρόντα κανονισμό αξιολογούνται προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον είναι συμβατές με την κοινή αγορά.

Κατά την εκτίμηση αυτή, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη:

α)      την ανάγκη διατήρησης και ανάπτυξης συνθηκών αποτελεσματικού ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς με γνώμονα, μεταξύ άλλων, τη διάρθρωση όλων των σχετικών αγορών καθώς και τον πραγματικό ή δυνητικό ανταγωνισμό από τις επιχειρήσεις που ευρίσκονται εντός ή εκτός της [Ένωσης]·

β)      τη θέση των συμμετεχουσών επιχειρήσεων στην αγορά και τη χρηματοοικονομική τους ισχύ, τις εναλλακτικές δυνατότητες επιλογής που έχουν οι προμηθευτές και αγοραστές, την πρόσβασή τους στις πηγές εφοδιασμού ή στις αγορές διάθεσης των προϊόντων, την ύπαρξη τυχόν νομικών ή άλλων εμποδίων κατά την είσοδο, την εξέλιξη της προσφοράς και της ζήτησης των σχετικών αγαθών και υπηρεσιών, τα συμφέροντα των ενδιάμεσων και τελικών καταναλωτών, καθώς και την εξέλιξη της τεχνικής και οικονομικής προόδου, εφόσον η εξέλιξη αυτή είναι προς το συμφέρον των καταναλωτών και δεν αποτελεί εμπόδιο για τον ανταγωνισμό.»

40      Το άρθρο 2, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 139/2004 ορίζει, αφενός, ότι «[ο]ι συγκεντρώσεις που δεν ενδέχεται να παρακωλύουν σημαντικά τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό στην [εσωτερική] αγορά ή σε σημαντικό τμήμα αυτής, ιδίως ως αποτέλεσμα της δημιουργίας ή της ενίσχυσης μιας δεσπόζουσας θέσης, κηρύσσονται συμβατές με την [εσωτερική] αγορά» και, αφετέρου, ότι «[ο]ι συγκεντρώσεις που ενδέχεται να παρακωλύουν σημαντικά τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό στην [εσωτερική] αγορά ή σε σημαντικό τμήμα της, ιδίως ως αποτέλεσμα της δημιουργίας ή της ενίσχυσης μιας δεσπόζουσας θέσης, κηρύσσονται ασυμβίβαστες με την [εσωτερική] αγορά».

41      Η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας προς στήριξη του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως διαρθρώνεται σε δύο σκέλη, αναλόγως του αν αμφισβητείται η ορθότητα των εκτιμήσεων της Επιτροπής που αφορούν τον ορισμό των σχετικών αγορών ή τα αποτελέσματα της συγκεντρώσεως επί των αγορών αυτών.

α)      Επί του πρώτου σκέλους, το οποίο αφορά εσφαλμένο ορισμό των σχετικών αγορών

42      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 139/2004 λόγω εσφαλμένου ορισμού των σχετικών αγορών.

43      Κατά τη νομολογία, ο προσήκων ορισμός της σχετικής αγοράς αποτελεί αναγκαία και προκαταρκτική συνθήκη για κάθε εκτίμηση σχετικά με την επίπτωση μιας πράξης συγκεντρώσεως επί του ανταγωνισμού (πρβλ. απόφαση της 31ης Μαρτίου 1998, Γαλλία κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑68/94 και C‑30/95, EU:C:1998:148, σκέψη 143).

44      Συναφώς, επισημαίνεται ότι η αγορά των σχετικών προϊόντων περιλαμβάνει όλα τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που θεωρούνται από τον καταναλωτή ως εναλλάξιμα ή δυνάμενα να υποκατασταθούν μεταξύ τους, λόγω των χαρακτηριστικών τους, της τιμής τους και της χρήσης για την οποία προορίζονται. Ειδικότερα, η έννοια της «σχετικής αγοράς» σημαίνει ότι είναι δυνατόν να υπάρξει αποτελεσματικός ανταγωνισμός μεταξύ των προϊόντων ή των υπηρεσιών που περιλαμβάνονται στην αγορά αυτή, όπερ προϋποθέτει επαρκή βαθμό εναλλαξιμότητας προκειμένου όλα τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που περιλαμβάνονται στην ίδια αγορά να τυγχάνουν της ίδιας χρήσεως (απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2018, F. Hoffmann‑La Roche κ.λπ., C‑179/16, EU:C:2018:25, σκέψεις 50 και 51).

45      Επίσης, όταν προσάπτεται στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη κάποιο ενδεχόμενο πρόβλημα ανταγωνισμού σε αγορές διαφορετικές από εκείνες τις οποίες αφορούσε η ανάλυση του ανταγωνισμού, εναπόκειται στον προσφεύγοντα να προσκομίσει σοβαρές ενδείξεις προκειμένου να αποδειχθεί τεκμηριωμένα η ύπαρξη προβλήματος στον ανταγωνισμό το οποίο θα έπρεπε, λόγω του αντικτύπου του, να εξεταστεί από την Επιτροπή. Για να ικανοποιήσει την απαίτηση αυτή, ο προσφεύγων πρέπει να προσδιορίσει τις σχετικές αγορές, να περιγράψει την κατάσταση του ανταγωνισμού που θα υπήρχε χωρίς τη συγκέντρωση και να αναφέρει ποιες θα είναι οι πιθανές συνέπειες μιας συγκεντρώσεως όσον αφορά την κατάσταση του ανταγωνισμού στις αγορές αυτές (αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 2006, easyJet κατά Επιτροπής, T‑177/04, EU:T:2006:187, σκέψεις 65 και 66, και της 13ης Μαΐου 2015, Niki Luftfahrt κατά Επιτροπής, T‑162/10, EU:T:2015:283, σκέψεις 174 και 175).

46      Στο σημείο 37 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή προσδιόρισε δύο αγορές τις οποίες αφορά η συγκέντρωση, ήτοι, αφενός, μια αγορά προηγούμενης οικονομικής βαθμίδας για την προμήθεια κηρού ακατέργαστης παραφίνης στην Πολωνία και, αφετέρου, μια αγορά επόμενης οικονομικής βαθμίδας για την προμήθεια κηρών παραφίνης εντός του ΕΟΧ, στις οποίες ο κηρός ακατέργαστης παραφίνης χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη.

47      Πρώτον, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι περιόρισε τον ορισμό της αγοράς επόμενης οικονομικής βαθμίδας για τους κηρούς παραφίνης ώστε να καλύπτει μόνον τους «πλήρως εξευγενισμένους κηρούς παραφίνης», ήτοι τους κηρούς που παρασκευάζονται με βάση τον ελαφρύ κηρό ακατέργαστης παραφίνης, ο οποίος χρησιμεύει ως πρώτη ύλη για την παραγωγή κεριών, και ότι δεν περιέλαβε τους κηρούς που παρασκευάζονται με βάση τον μέσο και τον βαρύ κηρό ακατέργαστης παραφίνης, οι οποίοι χρησιμοποιούνται για την παρασκευή αναμνηστικών λυχνιών και διαφόρων βιομηχανικών παρασκευασμάτων.

48      Η αιτίαση αυτή στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της προσβαλλομένης αποφάσεως.

49      Συγκεκριμένα, στην αιτιολογική σκέψη 1993 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε ότι «[ο] κηρός ακατέργαστης παραφίνης [αποτελούσε] υποπροϊόν της παραγωγής πετρελαϊκών ελαίων [το οποίο είχε] πολλαπλές χρήσεις, αλλά [χρησιμοποιούνταν] κυρίως ως πρώτη ύλη [για] την παρασκευή πλήρως εξευγενισμένων κηρών παραφίνης, οι οποίοι, με τη σειρά τους, [αποτελούσαν] την κύρια πρώτη ύλη για την παραγωγή κεριών». Στις αιτιολογικές σκέψεις 1996 και 1997 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε ότι εξέτασε τα αποτελέσματα της συγκεντρώσεως επί της αγοράς του κηρού ακατέργαστης παραφίνης και των κηρών παραφίνης.

50      Κατά πρώτον, από την αιτιολογική σκέψη 1993 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν μπορεί να συναχθεί ότι η Επιτροπή όρισε πιο περιοριστικά την αγορά επόμενης οικονομικής βαθμίδας για τους κηρούς παραφίνης υπό την έννοια ότι η αγορά αυτή περιλάμβανε μόνον τους πλήρως εξευγενισμένους κηρούς παραφίνης. Αντιθέτως, στην ίδια αιτιολογική σκέψη, η Επιτροπή υπογράμμισε ρητώς ότι ο κηρός ακατέργαστης παραφίνης χρησιμοποιούνταν «για πολλές εφαρμογές» και όχι αποκλειστικά για την παραγωγή πλήρως εξευγενισμένων κηρών παραφίνης.

51      Κατά δεύτερον, στην αιτιολογική σκέψη 1997 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή αναφέρθηκε σε αγορά περιλαμβάνουσα εν γένει τους κηρούς παραφίνης και όχι μόνον τους πλήρως εξευγενισμένους κηρούς παραφίνης.

52      Κατά τρίτον, το συμπέρασμα αυτό επιρρωννύεται από την ανάγνωση των προγενέστερων αποφάσεων της Επιτροπής στις οποίες παραπέμπει η αιτιολογική σκέψη 1997 της προσβαλλομένης αποφάσεως και με τις οποίες ευθυγραμμίζεται ο ορισμός της αγοράς επόμενης οικονομικής βαθμίδας των κηρών παραφίνης.

53      Ως εκ τούτου, στην αιτιολογική σκέψη 4 της αποφάσεως C(2008) 4576 final της Επιτροπής, της 1ης Οκτωβρίου 2008, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 81 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και του άρθρου 53 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ (υπόθεση COMP/39181 – Κηροί κηροποιίας) (περίληψη δημοσιευθείσα στην ΕΕ 2009, C 295, σ. 17), ορίστηκε ότι οι κηροί παραφίνης περιλαμβάνουν «τους πλήρως εξευγενισμένους κηρούς παραφίνης και τους ημιεξευγενισμένους κηρούς παραφίνης (ανάλογα με την περιεκτικότητα σε έλαιο), καθώς και τους υδρογονωμένους κηρούς, τα μίγματα κηρών, τους ειδικούς τύπους κηρών και τους κηρούς σκληρής παραφίνης», οι οποίοι «χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ποικίλων προϊόντων όπως κεριά, χημικά, επίσωτρα, προϊόντα αυτοκινητοβιομηχανίας, καθώς και στις βιομηχανίες καουτσούκ, συσκευασίας, συγκολλητικών και τσίχλας».

54      Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιόρισε την αγορά επόμενης οικονομικής βαθμίδας ώστε να περιλαμβάνει μόνον τους πλήρως εξευγενισμένους κηρούς παραφίνης, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, αλλά περιέλαβε το σύνολο των κηρών παραφίνης, όπως αυτοί ορίζονται στη σκέψη 53 ανωτέρω.

55      Κατά συνέπεια, η συγκεκριμένη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

56      Δεύτερον, επισημαίνεται ότι τα δικόγραφα της προσφεύγουσας περιέχουν πολλές αναφορές στα διάφορα είδη κηρού ακατέργαστης παραφίνης, ήτοι στον «ελαφρύ», «μέσο» ή «βαρύ» κηρό ακατέργαστης παραφίνης, καθώς και στις διαφορετικές ιδιότητες και χρήσεις τους. Στο μέτρο που οι αναφορές αυτές πρέπει να θεωρηθούν ως αιτίαση η οποία αφορά εσφαλμένο ορισμό της αγοράς προηγούμενης οικονομικής βαθμίδας, για τον λόγο ότι η Επιτροπή όφειλε να δεχθεί την ύπαρξη τριών διαφορετικών αγορών καθεμία εκ των οποίων αφορούσε ένα από τα τρία είδη κηρού ακατέργαστης παραφίνης, η αιτίαση αυτή δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

57      Πράγματι, εναπέκειτο στην προσφεύγουσα να παράσχει σοβαρές ενδείξεις οι οποίες να καταδεικνύουν ότι δεν υπήρχε επαρκής βαθμός εναλλαξιμότητας μεταξύ του «βαρέος», του «ελαφρού» και του «μέσου» κηρού ακατέργαστης παραφίνης ώστε να εμπίπτουν στην ίδια αγορά.

58      Ειδικότερα, λαμβανομένης υπόψη της μεθόδου που εκτίθεται στην ανακοίνωση της Επιτροπής όσον αφορά τον ορισμό της σχετικής αγοράς για τους σκοπούς του [ενωσιακού] δικαίου ανταγωνισμού (ΕΕ 1997, C 372, σ. 5, στο εξής: ανακοίνωση για τον ορισμό της σχετικής αγοράς), εναπέκειτο στην προσφεύγουσα να παράσχει σοβαρές ενδείξεις οι οποίες να καταδεικνύουν ανεπαρκή δυνατότητα υποκατάστασης από την πλευρά της ζήτησης και από την πλευρά της προσφοράς μεταξύ των διαφόρων ειδών κηρού ακατέργαστης παραφίνης προκειμένου να εμπίπτουν στην ίδια αγορά.

59      Υπό το πρίσμα της ζήτησης, η προσφεύγουσα όφειλε να παράσχει σοβαρές ενδείξεις οι οποίες να καταδεικνύουν ότι οι πελάτες ενός είδους κηρού ακατέργαστης παραφίνης δεν θα στρέφονταν σε άλλο είδος κηρού ακατέργαστης παραφίνης σε περίπτωση μικρής αύξησης της τιμής και ότι, επομένως, δεν ήταν δυνατόν να θεωρηθεί ότι τα προϊόντα αυτά μπορούσαν να υποκατασταθούν αμοιβαίως (πρβλ. τα σημεία 15 έως 20 της ανακοίνωσης για τον ορισμό της σχετικής αγοράς).

60      Υπό το πρίσμα της προσφοράς, η προσφεύγουσα όφειλε να παράσχει σοβαρές ενδείξεις οι οποίες να καταδεικνύουν ότι οι προμηθευτές ενός είδους κηρού ακατέργαστης παραφίνης δεν ήταν σε θέση να κατευθύνουν την παραγωγή τους προς την παραγωγή άλλου είδους κηρού ακατέργαστης παραφίνης και να το διαθέσουν στο εμπόριο βραχυπρόθεσμα, χωρίς σημαντικό πρόσθετο κόστος και χωρίς να διατρέχουν σημαντικό επιπλέον κίνδυνο, προκειμένου να αντιδράσουν στις μικρές αλλά διαρκείς μεταβολές των σχετικών τιμών (πρβλ. τα σημεία 20 έως 24 της ανακοίνωσης για τον ορισμό της σχετικής αγοράς).

61      Η προσφεύγουσα περιορίζεται, στα σημεία 112 έως 120 του υπομνήματος απαντήσεως, να υπογραμμίσει ότι ο ελαφρύς, ο μέσος και ο βαρύς κηρός ακατέργαστης παραφίνης αποτελούν διαφορετικές εισροές πρώτων υλών. Σε άλλες πτυχές της επιχειρηματολογίας της, υποστηρίζει ότι η ποιότητα του κηρού ακατέργαστης παραφίνης μπορεί να διαφέρει αισθητά από διυλιστήριο σε διυλιστήριο. Τα επιχειρήματα αυτά, όμως, δεν συνιστούν σοβαρές ενδείξεις οι οποίες να καταδεικνύουν ότι δεν υφίσταται επαρκής βαθμός εναλλαξιμότητας μεταξύ των διαφόρων αυτών ειδών κηρού ακατέργαστης παραφίνης ώστε να μπορούν να υποκατασταθούν αμοιβαίως υπό το πρίσμα της ζήτησης. Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα δεν εξετάζει το ζήτημα ενδεχόμενης υποκατάστασης υπό το πρίσμα της προσφοράς.

62      Μια τέτοια αιτίαση της προσφεύγουσας, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι προβλήθηκε, θα έπρεπε, ως εκ τούτου, να απορριφθεί ως αβάσιμη.

63      Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι κακώς η Επιτροπή έλαβε υπόψη, στην αγορά προηγούμενης οικονομικής βαθμίδας, τον εισαγόμενο στην Πολωνία κηρό ακατέργαστης παραφίνης και ότι η Επιτροπή όφειλε να περιορίσει τον ορισμό της εν λόγω αγοράς ώστε να περιλαμβάνει μόνον τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης που παράγεται και διατίθεται στο εμπόριο στην Πολωνία. Προς δικαιολόγηση του ισχυρισμού αυτού, η προσφεύγουσα επικαλείται τη διαφορετική ποιότητα του κηρού ακατέργαστης παραφίνης, ανάλογα με το διυλιστήριο προέλευσής του, και το κόστος μεταφοράς του από την αλλοδαπή.

64      Ούτε η αιτίαση αυτή μπορεί να ευδοκιμήσει.

65      Πράγματι, όπως προκύπτει από τις παραγράφους 15 έως 20 της ανακοίνωσης για τον ορισμό της σχετικής αγοράς, όπως αυτές συνοψίζονται στη σκέψη 59 ανωτέρω, τα προϊόντα εμπίπτουν στην ίδια αγορά, μεταξύ άλλων, αν ο καταναλωτής τα αντιλαμβάνεται ως ικανά να υποκατασταθούν αμοιβαίως.

66      Πάντως, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι η προσφορά κηρού ακατέργαστης παραφίνης, της οποίας έκαναν χρήση οι Πολωνοί πελάτες πριν από τη συγκέντρωση, δεν προερχόταν αποκλειστικά από τη Lotos, τη μοναδική πολωνική επιχείρηση παραγωγής κηρού ακατέργαστης παραφίνης που προσέφερε το προϊόν αυτό στην αγορά, αλλά και από προμηθευτές εγκατεστημένους εκτός της πολωνικής επικράτειας. Η ίδια παραδέχεται ότι χρησιμοποίησε εισαγωγές κηρού ακατέργαστης παραφίνης από τη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία, την Ουγγαρία και την Ιταλία.

67      Η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας στηρίζεται, στην πραγματικότητα, μάλλον στα πλεονεκτήματα που αντιπροσωπεύει, για την ίδια, ο προερχόμενος από τη Lotos κηρός ακατέργαστης παραφίνης υπό το πρίσμα, μεταξύ άλλων, του μικρότερου κόστους μεταφοράς του, της ποικιλίας των προσφερόμενων ειδών κηρού ακατέργαστης παραφίνης ή της καταλληλότητας των ειδών αυτών για τη διαδικασία παρασκευής των κηρών παραφίνης, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα και η Lotos ανήκαν στην ίδια εταιρία μέχρι το 2012.

68      Εντούτοις, οι εκτιμήσεις αυτές δεν ασκούν επιρροή, στο μέτρο που η ζήτηση κηρού ακατέργαστης παραφίνης στην Πολωνία δεν ικανοποιείται μόνον από την εθνική παραγωγή, αλλά και από τις εισαγωγές, και, επομένως, υφίσταται πραγματικός ανταγωνισμός, στην πολωνική αγορά, μεταξύ της προσφοράς εγχώριου κηρού ακατέργαστης παραφίνης και της προσφοράς κηρού ακατέργαστης παραφίνης από την αλλοδαπή, λόγω του οποίου ανταγωνισμού είναι δικαιολογημένο να περιληφθεί ο αλλοδαπός κηρός στον ορισμό της σχετικής αγοράς.

69      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τα νέα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα στις 13 Δεκεμβρίου 2022 και στις 5 Ιανουαρίου 2023, τα οποία καταδεικνύουν την αύξηση του κόστους μεταφοράς και την αδυναμία προμήθειας κηρού ακατέργαστης παραφίνης από τα ρωσικά διυλιστήρια κατόπιν των ενεργειών της Ρωσικής Ομοσπονδίας για την αποσταθεροποίηση της κατάστασης στην Ουκρανία.

70      Συναφώς, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστεί το παραδεκτό των αποδεικτικών αυτών στοιχείων υπό το πρίσμα του άρθρου 85 του Κανονισμού Διαδικασίας, αρκεί να υπογραμμιστεί ότι τα στοιχεία αυτά, στο μέτρο που αφορούν γεγονότα μεταγενέστερα της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν ασκούν επιρροή, δεδομένου ότι η νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα των πραγματικών στοιχείων που υφίσταντο κατά τον χρόνο εκδόσεώς της (πρβλ. αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 2006, easyJet κατά Επιτροπής, T‑177/04, EU:T:2006:187, σκέψεις 203 και 204, και της 9ης Ιουλίου 2007, Sun Chemical Group κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑282/06, EU:T:2007:203, σκέψη 59).

71      Κατόπιν των προεκτεθέντων, το υπό κρίση σκέλος πρέπει να απορριφθεί.

β)      Επί του δευτέρου σκέλους, το οποίο αφορά εσφαλμένη εκτίμηση των αποτελεσμάτων της συγκέντρωσης επί των σχετικών αγορών

72      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 139/2004 καθώς και τις παραγράφους 2 και 3 του ίδιου άρθρου, όσον αφορά την εκτίμηση των αποτελεσμάτων της συγκέντρωσης τόσο επί της αγοράς του κηρού ακατέργαστης παραφίνης όσο και επί της αγοράς των κηρών παραφίνης.

73      Καταρχάς, πρέπει να απορριφθεί η ένσταση απαραδέκτου την οποία προέβαλε η Επιτροπή, υποστηρίζοντας ότι η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας που αφορά ρητώς παράβαση του άρθρου 2, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 139/2004 δεν πληροί τις απαιτήσεις σαφήνειας και συνοχής του άρθρου 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας.

74      Μολονότι, πράγματι, το χωρίο του δικογράφου της προσφυγής το οποίο αφορά ειδικώς την παράβαση του άρθρου 2, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 139/2004 περιλαμβάνει δύο μόνον παραγράφους, η προσφεύγουσα παραπέμπει στο χωρίο αυτό στην αναλυτικότερη επιχειρηματολογία της που αφορά την παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού. Επομένως, η Επιτροπή ήταν σε θέση να κατανοήσει τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα προκειμένου να στηρίξει την εκ μέρους της αμφισβήτηση της ορθότητας της εκτίμησης σχετικά με τα αποτελέσματα της συγκέντρωσης.

75      Το υπό κρίση σκέλος περιλαμβάνει δύο αιτιάσεις, με τις οποίες η προσφεύγουσα, αφενός, βάλλει κατά της μη εξετάσεως των οριζόντιων αποτελεσμάτων της συγκέντρωσης επί της αγοράς του κηρού ακατέργαστης παραφίνης και, αφετέρου, αμφισβητεί το βάσιμο της εξετάσεως των κάθετων αποτελεσμάτων της συγκέντρωσης επί της αγοράς των κηρών παραφίνης.

1)      Επί της πρώτης αιτιάσεως, η οποία αφορά τη μη εξέταση των οριζόντιων αποτελεσμάτων της συγκέντρωσης επί της αγοράς του κηρού ακατέργαστης παραφίνης

76      Η προσφεύγουσα υπογραμμίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Orlen ήταν η ίδια παραγωγός κηρού ακατέργαστης παραφίνης και ότι, επομένως, η εξαγορά της Lotos από την επιχείρηση αυτή είχε και οριζόντια διάσταση. Εξ αυτού συνάγει ότι η Επιτροπή παρέλειψε να εξετάσει τα οριζόντια αποτελέσματα της συγκέντρωσης, όπερ όφειλε να πράξει κατ’ εφαρμογήν των κατευθυντήριων γραμμών για την αξιολόγηση των οριζόντιων συγκεντρώσεων σύμφωνα με τον κανονισμό του Συμβουλίου για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (ΕΕ 2004, C 31, σ. 5, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές για τις οριζόντιες συγκεντρώσεις).

77      Η Επιτροπή αντιτείνει ότι η συγκέντρωση δεν μπορούσε να έχει οριζόντια αποτελέσματα επί της αγοράς του κηρού ακατέργαστης παραφίνης, στο μέτρο που η Orlen δεν δραστηριοποιούνταν στην αγορά αυτή.

78      Όπως υπενθυμίζει η Επιτροπή στην παράγραφο 22 των κατευθυντήριων γραμμών της για τις οριζόντιες συγκεντρώσεις, οι εν λόγω συγκεντρώσεις μπορούν να παρακωλύσουν σημαντικά τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό με δύο κυρίως τρόπους, και συγκεκριμένα με τη δημιουργία ή με την ενίσχυση δεσπόζουσας θέσης.

79      Πρόκειται, αφενός, για την περίπτωση της μη συντονισμένης ή μονομερούς συμπεριφοράς, όταν η συγκέντρωση καταργεί σημαντικές ανταγωνιστικές πιέσεις σε μία ή περισσότερες επιχειρήσεις οι οποίες, ως εκ τούτου, θα έχουν αυξημένη ισχύ στην αγορά, χωρίς να καταφύγουν σε συντονισμό της συμπεριφοράς τους.

80      Αφετέρου, πρόκειται για την περίπτωση της συντονισμένης συμπεριφοράς, όταν η συγκέντρωση μεταβάλλει τη φύση του ανταγωνισμού ούτως ώστε επιχειρήσεις που προηγουμένως δεν συντόνιζαν τη συμπεριφορά τους τώρα είναι πολύ πιθανότερο να τη συντονίζουν και να αυξάνουν τις τιμές τους ή να βλάπτουν με άλλον τρόπο τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό. Μια πράξη συγκέντρωσης μπορεί επίσης να καταστήσει ευκολότερο, σταθερότερο ή αποτελεσματικότερο τον συντονισμό μεταξύ των επιχειρήσεων που συντόνιζαν τη συμπεριφορά τους και πριν από τη συγκέντρωση.

81      Ως εκ τούτου, στο μέτρο που δεν αμφισβητείται ότι η Orlen δεν εμπορευόταν τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης που παρήγε, η συγκέντρωση δεν μπορούσε να έχει ως συνέπεια τη μείωση της προσφοράς κηρού ακατέργαστης παραφίνης στην αγορά. Υπό το πρίσμα αυτό, δεν θα μπορούσε να καταλήξει στην κατάργηση «σημαντικής ανταγωνιστικής πιέσεως στην αγορά», στη δημιουργία «αυξημένης ισχύος στην αγορά» προς όφελος των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην εν λόγω αγορά ή δεν θα ήταν ικανή να διευκολύνει τον συντονισμό στην αγορά, κατά την έννοια των κατευθυντήριων γραμμών για τις οριζόντιες συγκεντρώσεις.

82      Επιπροσθέτως, η προσφεύγουσα δεν προσάπτει στην Επιτροπή ότι παρέλειψε να εξετάσει το ενδεχόμενο, το οποίο προβλέπεται στις παραγράφους 58 έως 60 των κατευθυντήριων γραμμών για τις οριζόντιες συγκεντρώσεις, να έχει η συγκέντρωση δυσμενείς για τον ανταγωνισμό συνέπειες λόγω συγχωνεύσεως της Lotos, ήτοι μιας επιχείρησης που ήδη δραστηριοποιείται στην αγορά, με έναν δυνητικό ανταγωνιστή, την Orlen.

83      Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, να προσαφθεί σοβαρά στην Επιτροπή ότι δεν εξέτασε ρητώς το ενδεχόμενο αυτό.

84      Όπως υπενθυμίζεται στην παράγραφο 60 των κατευθυντήριων γραμμών για τις οριζόντιες συγκεντρώσεις, για να έχει η συγκεκριμένη συγκέντρωση σημαντικά οριζόντια αποτελέσματα θα έπρεπε το ενδεχόμενο εισόδου της Orlen στην αγορά κηρού ακατέργαστης παραφίνης από την πλευρά της προσφοράς να ασκεί, πριν από την εν λόγω συγκέντρωση, σημαντική πίεση στους προμηθευτές που δραστηριοποιούνταν ήδη στην αγορά αυτή. Ωστόσο, η ύπαρξη τέτοιας πιέσεως αποκλειόταν λόγω της ιδιότητας του αγοραστή που είχε η Orlen στην εν λόγω αγορά, η οποία επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 2004 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

85      Βάσει των προεκτεθέντων, η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

2)      Επί της δεύτερης αιτιάσεως, η οποία αφορά εσφαλμένη εξέταση των κάθετων αποτελεσμάτων της συγκέντρωσης επί της αγοράς των κηρών παραφίνης

86      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι κακώς η Επιτροπή δέχθηκε, στις αιτιολογικές σκέψεις 2004 και 2005 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Orlen, αφού απέκτησε τη Lotos, δεν είχε ούτε την ικανότητα ούτε το κίνητρο να ακολουθήσει στρατηγική αποκλεισμού των ανταγωνιστών από την πρόσβαση στον κηρό ακατέργαστης παραφίνης εντός της αγοράς των κηρών παραφίνης.

87      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Orlen, εκτιμά ότι ορθώς απέκλεισε το ενδεχόμενο ενός τέτοιου αποκλεισμού.

88      Όπως επισημαίνεται στην παράγραφο 31 των κατευθυντήριων γραμμών για την αξιολόγηση των μη οριζόντιων συγκεντρώσεων σύμφωνα με τον κανονισμό του Συμβουλίου για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (ΕΕ 2008, C 265, σ. 6, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές για τις μη οριζόντιες συγκεντρώσεις), αποκλεισμός ανταγωνιστών από την πρόσβαση σε εισροές υπάρχει όταν, μετά τη συγκέντρωση, η νέα επιχείρηση ενδέχεται να περιορίσει την πρόσβαση στα προϊόντα ή στις υπηρεσίες τα οποία θα παρείχε σε περίπτωση που δεν είχε πραγματοποιηθεί η συγκέντρωση. Κατά την παράγραφο 32 των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών, κατά την αξιολόγηση της πιθανότητας ενός επιζήμιου για τον ανταγωνισμό σεναρίου αποκλεισμού ανταγωνιστών από την πρόσβαση σε εισροές, η Επιτροπή εξετάζει, πρώτον, κατά πόσον η συγχωνευθείσα επιχείρηση έχει μετά τη συγκέντρωση την ικανότητα να δημιουργήσει ουσιαστικά εμπόδια στην πρόσβαση σε εισροές, δεύτερον, κατά πόσον έχει το κίνητρο να πράξει κάτι τέτοιο και, τρίτον, κατά πόσον μια στρατηγική αποκλεισμού από την αγορά θα έχει σημαντικές επιπτώσεις επί του ανταγωνισμού στην αγορά επόμενης οικονομικής βαθμίδας.

89      Επισημαίνεται ότι οι τρεις αυτές προϋποθέσεις είναι σωρευτικές και, επομένως, η μη συνδρομή έστω και μίας εξ αυτών αρκεί για να αποκλειστεί ο κίνδυνος αποκλεισμού των ανταγωνιστών από την πρόσβαση σε εισροές (βλ. απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2021, KPN κατά Επιτροπής, T‑691/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:43, σκέψη 112 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

90      Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, η Επιτροπή έκρινε, στην αιτιολογική σκέψη 2004 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Orlen, μετά τη συγκέντρωση, δεν είχε την ικανότητα να αποκλείσει την πρόσβαση των ανταγωνιστών στον κηρό ακατέργαστης παραφίνης, δεδομένου ότι «πλέον του [60 έως 70 %] της αγοράς θα [παρέμενε] διαθέσιμο ως πηγή προμήθειας κηρού ακατέργαστης παραφίνης».

91      Όπως επισημαίνει η Επιτροπή στην παράγραφο 35 των κατευθυντήριων γραμμών για τις μη οριζόντιες συγκεντρώσεις, «[γ]ια να αποτελέσει πρόβλημα ο αποκλεισμός ανταγωνιστών από την πρόσβαση σε εισροές, πρέπει η κάθετα ολοκληρωμένη επιχείρηση που προκύπτει από τη συγκέντρωση να έχει σημαντική ισχύ στην αγορά προηγούμενης οικονομικής βαθμίδας» και «[μ]όνον στις περιπτώσεις αυτές [είναι επιτρεπτό] να αναμένεται ότι η συγχωνευθείσα εταιρεία θα επηρεάσει σημαντικά τους όρους του ανταγωνισμού στην αγορά προηγούμενης οικονομικής βαθμίδας και επομένως πιθανότατα και στις τιμές και στους όρους εφοδιασμού στην αγορά επόμενης οικονομικής βαθμίδας».

92      Συναφώς, η Επιτροπή υπογραμμίζει, στην παράγραφο 36 των κατευθυντήριων γραμμών για τις μη οριζόντιες συγκεντρώσεις, ότι η «συγχωνευθείσα εταιρεία θα έχει την ικανότητα να αποκλείσει ανταγωνιστές που δραστηριοποιούνται στην αγορά επόμενης οικονομικής βαθμίδας μόνον εάν, μειώνοντας την πρόσβαση στα δικά της προϊόντα ή υπηρεσίες στην αγορά προηγούμενης οικονομικής βαθμίδας, μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τη συνολική διαθεσιμότητα εισροών στην αγορά επόμενης οικονομικής βαθμίδας όσον αφορά την τιμή ή την ποιότητα», ότι «[α]υτό ενδέχεται να συμβεί όταν οι εναπομένοντες προμηθευτές/παραγωγοί στην αγορά προηγούμενης οικονομικής βαθμίδας προσφέρουν λιγότερο ελκυστικά εναλλακτικά προϊόντα ή υπηρεσίες ή δεν έχουν τη δυνατότητα να αυξήσουν την παραγωγή ως απάντηση στον περιορισμό της παραγωγής, επειδή για παράδειγμα αντιμετωπίζουν περιορισμούς της παραγωγικής τους δυνατότητας ή, γενικότερα, αντιμετωπίζουν μειούμενες αποδόσεις κλίμακας» και ότι, «[ε]πίσης, η ύπαρξη αποκλειστικών συμβάσεων μεταξύ της συγχωνευθείσας εταιρείας και ανεξάρτητων προμηθευτών εισροών ενδέχεται να περιορίσει την ικανότητα ανταγωνιστών δραστηριοποιούμενων στην αγορά επόμενης οικονομικής βαθμίδας να έχουν επαρκή πρόσβαση σε εισροές».

93      Η προσφεύγουσα στηρίζει την ικανότητα της νέας επιχείρησης να αποκλείσει την πρόσβαση των ανταγωνιστών στην αγορά στο γεγονός ότι οι λοιποί προμηθευτές κηρού ακατέργαστης παραφίνης έχουν λιγότερες επιλογές όσον αφορά τα προϊόντα, μπορούν να προμηθεύσουν μόνον ανεπαρκείς ποσότητες, διαθέτουν προϊόντα κατώτερης ποιότητας, αποτελούν επισφαλείς πηγές λόγω διοικητικών ή πολιτικών δυσχερειών, ή αντιμετωπίζουν πολύ σημαντικές δυσχέρειες ως προς την εφοδιαστική αλυσίδα. Επιπλέον, η προσφεύγουσα προσκομίζει, με τις παρατηρήσεις της επί του υπομνήματος παρεμβάσεως, παράρτημα το οποίο περιέχει συγκριτική ανάλυση των διαφόρων ειδών κηρού ακατέργαστης παραφίνης που χρησιμοποιεί ανάλογα με τους προμηθευτές της (Lotos κ.λπ.), υπογραμμίζοντας, κατ’ ουσίαν, τις μεταξύ τους διαφορές.

94      Πρώτον, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 65 έως 69 ανωτέρω, επισημαίνεται ότι ορθώς η Επιτροπή περιέλαβε στον ορισμό της αγοράς προηγούμενης οικονομικής βαθμίδας τον εισαγόμενο στην Πολωνία κηρό ακατέργαστης παραφίνης.

95      Δεύτερον, κατά συνέπεια, επίσης ορθώς έκρινε, κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή, στην αιτιολογική σκέψη 2004 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι σημαντικό τμήμα της προσφοράς κηρού ακατέργαστης παραφίνης στην αγορά δεν θα επηρεαζόταν από τη συγκέντρωση.

96      Τρίτον, εξ αυτού συνάγεται ότι λόγω των εισαγωγών κηρού ακατέργαστης παραφίνης στην Πολωνία ήταν μάλλον απίθανο να έχει η Orlen, μετά τη συγκέντρωση, την ικανότητα να αποκλείσει την πρόσβαση στην αγορά αυτή, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα εξακολουθούσε να είναι σε θέση να στραφεί προς εναλλακτικές πηγές εφοδιασμού σε περίπτωση που δεν θα είχε πρόσβαση ή θα είχε μόνον μικρότερη πρόσβαση στον ελεγχόμενο από την Orlen κηρό ακατέργαστης παραφίνης.

97      Τέταρτον, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας που στηρίζονται στις διαφορές ποιότητας που υφίστανται μεταξύ του εισαγόμενου κηρού ακατέργαστης παραφίνης και εκείνου τον οποίο προμηθεύει η Lotos, στις δυσχέρειες εφοδιασμού και στο κόστος μεταφοράς όσον αφορά τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης που προέρχεται από άλλες πηγές δεν αποδεικνύουν ότι η νέα επιχείρηση που προέκυψε από τη συγκέντρωση θα ήταν σε θέση να «επηρεάσει αρνητικά τη συνολική διαθεσιμότητα εισροών στην αγορά επόμενης οικονομικής βαθμίδας όσον αφορά την τιμή ή την ποιότητα», κατά την έννοια της παραγράφου 36 των κατευθυντήριων γραμμών για τις μη οριζόντιες συγκεντρώσεις.

98      Κατά πρώτον, όσον αφορά την έμφαση στη διαφορά ποιότητας μεταξύ του παραγόμενου από τη Lotos κηρού ακατέργαστης παραφίνης και του εισαγόμενου κηρού ακατέργαστης παραφίνης, επισημαίνεται ότι πρόκειται για υποκειμενική εκτίμηση της ίδιας της προσφεύγουσας, η οποία οφείλεται στο γεγονός ότι η προσφεύγουσα ανήκε στον όμιλο Lotos έως το 2012, όπερ σημαίνει ότι η διαδικασία παρασκευής της στηρίζεται στα χαρακτηριστικά του προερχόμενου από τα διυλιστήρια της Lotos κηρού ακατέργαστης παραφίνης. Επιπλέον, η εκτίμηση αυτή αντικρούεται, σε ορισμένο βαθμό, από την εκ μέρους της προσφεύγουσας χρήση, στο παρελθόν, εισαγόμενου κηρού ακατέργαστης παραφίνης.

99      Κατά δεύτερον, όσον αφορά τις δυσχέρειες εφοδιασμού και το κόστος μεταφοράς που συνδέονται με τον εισαγόμενο κηρό ακατέργαστης παραφίνης, ακόμη και αν θεωρηθούν αποδεδειγμένα, πρέπει εντούτοις να σχετικοποιηθούν, δεδομένου ότι σημαντικό μέρος του κηρού ακατέργαστης παραφίνης που διετίθετο στο εμπόριο στην πολωνική αγορά, πριν από τη συγκέντρωση, προερχόταν ήδη από εισαγωγές.

100    Κατά τρίτον, όσον αφορά την εκ μέρους της προσφεύγουσας επισήμανση, στις 13 Δεκεμβρίου 2022 και στις 5 Ιανουαρίου 2023, περί της αυξήσεως της τιμής και περί της μειώσεως των πηγών εφοδιασμού εκτός της Πολωνίας μετά τη συγκέντρωση, για τους λόγους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 69 και 70 ανωτέρω η επισήμανση αυτή δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη για τον έλεγχο του βασίμου των εκτιμήσεων της Επιτροπής.

101    Ως εκ τούτου, η Επιτροπή ορθώς έκρινε ότι δεν πληρούνταν εν προκειμένω η πρώτη από τις προϋποθέσεις που έπρεπε να συντρέχουν προκειμένου να γίνει δεκτό ότι υπήρχε αποκλεισμός των ανταγωνιστών από την πρόσβαση στην αγορά των εισροών. Λαμβανομένου δε υπόψη του σωρευτικού χαρακτήρα των προϋποθέσεων αυτών, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 89 ανωτέρω, η διαπίστωση αυτή αρκεί για να δικαιολογήσει την απόρριψη της υπό κρίση αιτιάσεως.

102    Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή προέβη επίσης σε ορθή εφαρμογή της δεύτερης προϋποθέσεως, δεχόμενη ότι η νέα επιχείρηση που θα προέκυπτε από τη συγκέντρωση δεν είχε κίνητρο προκειμένου να αποκλείσει την πρόσβαση των ανταγωνιστών στην αγορά των εισροών.

103    Στην αιτιολογική σκέψη 2005 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή στηρίχθηκε ορθώς στο πολύ μικρό μερίδιο αγοράς που κατείχε η Orlen στην αγορά των κηρών παραφίνης και στην ένταση του ανταγωνισμού που επικρατούσε στην εν λόγω αγορά για να αποκλείσει κάθε κίνητρο της νέας επιχείρησης που θα προέκυπτε από τη συγκέντρωση προκειμένου να υιοθετήσει στρατηγική αποκλεισμού της πρόσβασης των ανταγωνιστών στην αγορά προηγούμενης οικονομικής βαθμίδας για τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης.

104    Όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή στην παράγραφο 40 των κατευθυντήριων γραμμών για τις μη οριζόντιες συγκεντρώσεις, «το κίνητρο αποκλεισμού [από εισροές] εξαρτάται από τον βαθμό στον οποίο ο αποκλεισμός θα είναι επικερδής». Κατά την εν λόγω παράγραφο, «[η] κάθετα ολοκληρωμένη επιχείρηση θα λάβει υπόψη με ποιον τρόπο οι προμήθειές της εισροών σε ανταγωνιστές που δραστηριοποιούνται στην αγορά επόμενης οικονομικής βαθμίδας θα επηρεάσουν όχι μόνον τα κέρδη της από το τμήμα της [που δραστηριοποιείται] στην αγορά προηγούμενης οικονομικής βαθμίδας, αλλά και από το τμήμα της [που δραστηριοποιείται] στην αγορά επόμενης οικονομικής βαθμίδας». Τέλος, στην ίδια παράγραφο εκτίθεται ότι, «[ο]υσιαστικά, η συγχωνευθείσα εταιρεία βρίσκεται αντιμέτωπη με μια αντιστάθμιση μεταξύ του κέρδους που απώλεσε στην αγορά προηγούμενης οικονομικής βαθμίδας, λόγω μείωσης των πωλήσεων εισροών σε (πραγματικούς ή δυνητικούς) ανταγωνιστές, και του κέρδους που αποκτά, βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα, από την αύξηση των πωλήσεων στην αγορά επόμενης οικονομικής βαθμίδας ή, ανάλογα με την περίπτωση, από τη δυνατότητα αύξησης των τιμών για τους καταναλωτές».

105    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι ως κίνητρο για την εφαρμογή στρατηγικής αποκλεισμού των ανταγωνιστών από την πρόσβαση στον κηρό ακατέργαστης παραφίνης θα παρέμενε η δυνατότητα αύξησης των τιμών στην αγορά των κηρών παραφίνης.

106    Επισημαίνεται ότι, στην αιτιολογική σκέψη 2000 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή όρισε την αγορά των κηρών παραφίνης ως καλύπτουσα το σύνολο του ΕΟΧ, στην αιτιολογική σκέψη 2002 της εν λόγω αποφάσεως, παρατήρησε ότι η Orlen κατείχε μερίδιο αγοράς μεταξύ 5 και 10 % και, στην αιτιολογική σκέψη 2005 της προσβαλλομένης αποφάσεως, επισήμανε ότι ο ανταγωνισμός στην εν λόγω αγορά ήταν έντονος. Οι εκτιμήσεις αυτές δεν αμφισβητήθηκαν από την προσφεύγουσα.

107    Λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών αυτών της αγοράς επόμενης οικονομικής βαθμίδας, η Επιτροπή μπορούσε ευλόγως να εκτιμήσει, στην αιτιολογική σκέψη 2005 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η νέα επιχείρηση δεν είχε κίνητρο προκειμένου να περιορίσει την πρόσβαση στον κηρό ακατέργαστης παραφίνης.

108    Συγκεκριμένα, αφενός, τα αποτελέσματα του αποκλεισμού είναι ικανά να επηρεάσουν μικρό μόνο μέρος του ανταγωνισμού στην αγορά της επόμενης οικονομικής βαθμίδας και, επομένως, δεν παρέχουν πλεονέκτημα στη νέα επιχείρηση. Αφετέρου, ο αποκλεισμός των ανταγωνιστών από την πρόσβαση στην αγορά θα συνεπαγόταν απώλεια εσόδων στην αγορά της προηγούμενης οικονομικής βαθμίδας για τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης.

109    Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα που προέβαλε η προσφεύγουσα στις 13 Δεκεμβρίου 2022 και στις 5 Ιανουαρίου 2023 ότι οι ανησυχίες που εξέφρασε περί αποκλεισμού των ανταγωνιστών από την πρόσβαση στην αγορά του κηρού ακατέργαστης παραφίνης θα γίνονταν πραγματικότητα, για λόγους ανάλογους με τους εκτιθέμενους στις σκέψεις 69, 70 και 100 ανωτέρω πρέπει να θεωρηθεί ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν ασκεί επιρροή στον έλεγχο της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως.

110    Κατόπιν όλων των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθεί ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως, ως προς τα διάφορα σκέλη και τις αιτιάσεις του.

2.      Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά ανεπαρκή αιτιολογία

111    Η προσφεύγουσα φρονεί ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι ανεπαρκής, ιδίως όσον αφορά τον ορισμό των σχετικών αγορών. Κατά την άποψή της, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως είναι παραδεκτός, έστω και αν προβλήθηκε κατά το στάδιο υποβολής του υπομνήματος απαντήσεως, διότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είχε ακόμη δημοσιευθεί κατά την ημερομηνία καταθέσεως του δικογράφου της προσφυγής.

112    Η Επιτροπή εκτιμά ότι ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως είναι απαράδεκτος, διότι η προβολή του κατά το στάδιο υποβολής του υπομνήματος απαντήσεως αντίκειται στο άρθρο 84 του Κανονισμού Διαδικασίας, και ότι ο εκπρόθεσμος χαρακτήρας του οφείλεται στην επιλογή της προσφεύγουσας να ασκήσει την προσφυγή πριν από τη δημοσίευση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η εν λόγω απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη κατά νόμον.

113    Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι η ανεπάρκεια ή η έλλειψη αιτιολογίας μιας πράξεως πρέπει να εξετάζονται αυτεπαγγέλτως από το Γενικό Δικαστήριο. Το γεγονός ότι η σχετική επιχειρηματολογία προβάλλεται από την προσφεύγουσα σε όψιμο στάδιο της διαδικασίας δεν μπορεί να μεταβάλει τα καθήκοντα του δικαστή της Ένωσης συναφώς.

114    Κατά το άρθρο 296 ΣΛΕΕ, οι νομικές πράξεις που εκδίδουν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης αιτιολογούνται.

115    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 296 ΣΛΕΕ υποχρέωση αιτιολόγησης πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξης και να εμφαίνει, με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία, τη συλλογιστική του οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθη το μέτρο, στο δε αρμόδιο δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του. Επομένως, η υποχρέωση αιτιολόγησης πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, ιδίως δε το περιεχόμενο της πράξης, τη φύση των παρατιθέμενων στοιχείων της αιτιολογίας και το συμφέρον που έχουν ενδεχομένως για παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες της πράξης ή άλλα πρόσωπα τα οποία αφορά η πράξη άμεσα και ατομικά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να παραθέτει εξαντλητικά όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξης πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 296 ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν τον σχετικό τομέα (αποφάσεις της 2ας Απριλίου 1998, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, C‑367/95 P, EU:C:1998:154, σκέψη 63, της 22ας Ιουνίου 2004, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, C‑42/01, EU:C:2004:379, σκέψη 66, και της 15ης Απριλίου 2008, Nuova Agricast, C‑390/06, EU:C:2008:224, σκέψη 79).

116    Πρώτον, από την εξέταση και την απόρριψη του πρώτου λόγου ακυρώσεως προκύπτει κατ’ ανάγκην ότι η συλλογιστική της Επιτροπής που εκτίθεται στο σημείο 37 της προσβαλλομένης αποφάσεως παρέσχε τη δυνατότητα στην προσφεύγουσα να προασπίσει λυσιτελώς τα δικαιώματά της και στο Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του.

117    Δεύτερον, το συμπέρασμα αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο σε σχέση με αυτό το οποίο αποτελεί κατά τα φαινόμενα την κύρια αιτίαση της προσφεύγουσας, ήτοι τη φερόμενη ως ανεπαρκή αποσαφήνιση των λόγων για τους οποίους η Επιτροπή δεν προέκρινε ορισμό της αγοράς της προηγούμενης οικονομικής βαθμίδας ο οποίος να αφορά μόνον τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης που παράγεται και διατίθεται στο εμπόριο στην Πολωνία.

118    Συναφώς, επισημαίνεται ότι το γεγονός ότι η Επιτροπή περιέλαβε στον ορισμό της αγοράς το σύνολο του κηρού ακατέργαστης παραφίνης που διατίθεται στο εμπόριο εντός της Πολωνίας συνιστά απλώς και μόνον την εφαρμογή των κριτηρίων που περιλαμβάνονται στην ανακοίνωση για τον ορισμό της σχετικής αγοράς, η οποία αποτελεί μέρος του νομικού πλαισίου στο οποίο εντάσσεται η προσβαλλόμενη απόφαση. Επομένως, η προσφεύγουσα ήταν σε θέση να κατανοήσει τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η εν λόγω απόφαση, χωρίς η Επιτροπή να υποχρεούται να παραθέσει συναφώς σαφέστερη αιτιολογία.

119    Τρίτον και εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη όσον αφορά τον ορισμό της αγοράς της προηγούμενης οικονομικής βαθμίδας, τούτο δεν θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

120    Αφενός, υπενθυμίζεται ότι, λαμβανομένου υπόψη του σωρευτικού χαρακτήρα των αναγκαίων προϋποθέσεων προκειμένου να κριθεί ότι υπάρχει δυνατότητα αποκλεισμού των ανταγωνιστών από την πρόσβαση στις εισροές, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 88 ανωτέρω, καθένας από τους λόγους που παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 2004 και 2005 της προσβαλλομένης αποφάσεως ήταν ικανός να δικαιολογήσει το συμπέρασμα της Επιτροπής που απέκλειε το ενδεχόμενο να καταλήξει η συγκέντρωση σε αποκλεισμό της προσβάσεως των ανταγωνιστών στον κηρό ακατέργαστης παραφίνης.

121    Αφετέρου, η ανεπαρκής αιτιολόγηση του ορισμού της αγοράς προηγούμενης οικονομικής βαθμίδας θα επηρέαζε μόνον τον λόγο ο οποίος αφορά τη μη ύπαρξη δυνατότητας της νέας επιχείρησης να αποκλείσει την πρόσβαση των ανταγωνιστών στην αγορά και ο οποίος εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 2004 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Θα ήταν άνευ σημασίας όσον αφορά τον λόγο που εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 2005 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά τον οποίο η νέα επιχείρηση δεν θα είχε σχετικό κίνητρο. Πράγματι, ο λόγος αυτός περιέχει αποκλειστικώς εκτιμήσεις οι οποίες αφορούν τη γεωγραφική διάσταση της αγοράς επόμενης οικονομικής βαθμίδας για τους κηρούς παραφίνης και την ένταση του ανταγωνισμού στην αγορά αυτή.

122    Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως και, κατά συνέπεια, η προσφυγή στο σύνολό της, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστεί το αίτημα της προσφεύγουσας που υποβλήθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, με το οποίο ζητείται, κατ’ ουσίαν, αν δεν γίνει δεκτό το αίτημα διεξαγωγής πραγματογνωμοσύνης, να λάβει το Γενικό Δικαστήριο από την Επιτροπή τα στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως.

IV.    Επί των δικαστικών εξόδων

123    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τα σχετικά αιτήματα της Επιτροπής και της παρεμβαίνουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Polwax S.A. στα δικαστικά έξοδα.

Schalin

Frimodt Nielsen

Škvařilová‑Pelzl

Nõmm

 

      Kukovec

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 14 Ιουνίου 2023.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική.