Language of document : ECLI:EU:T:2010:205

Υπόθεση T-21/05

Χαλκόρ ΑΕ Επεξεργασίας Μετάλλων

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Τομέας των χαλκοσωλήνων υδραυλικών εγκαταστάσεων – Απόφαση η οποία διαπιστώνει παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ – Διαρκής και πολύμορφη παράβαση – Πρόστιμα – Περιορισμένη συμμετοχή στη σύμπραξη – Γεωγραφική έκταση της σχετικής αγοράς – Διάρκεια της παραβάσεως – Συνεργασία»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων – Μέθοδος υπολογισμού η οποία λαμβάνει υπόψη πλείονα στοιχεία παρέχοντα δυνατότητα ελιγμών

(Άρθρο 229 ΕΚ· κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρο 15 § 2, και 1/2003, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση της Επιτροπής 98/C 9/03)

2.      Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων – Συμμετοχή δήθεν κατόπιν εξαναγκασμού

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

3.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Προσδιορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρο 15 § 2, και 1/2003, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση της Επιτροπής 98/C 9/03, σημείο 1 A)

4.      Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων – Το βάρος αποδείξεως της παραβάσεως φέρει η Επιτροπή

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

5.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Προσδιορισμός – Κριτήρια – Διάρκεια της παραβάσεως – Παραβάσεις μακράς διαρκείας – Προσαύξηση του αρχικού ποσού κατά 10 % ανά έτος

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρο 15 § 2, και 1/2003, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση της Επιτροπής 98/C 9/03, σημείο 1 B)

6.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Προσδιορισμός – Κριτήρια – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Παύση της παραβάσεως πριν επέμβει η Επιτροπή

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρο 15 § 2, και 1/2003, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση της Επιτροπής 98/C 9/03)

7.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Προσδιορισμός – Κριτήρια – Μείωση του προστίμου ως αντάλλαγμα για τη συνεργασία της εμπλεκομένης επιχειρήσεως – Προϋποθέσεις

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρο 11, και 1/2003, άρθρο 18· ανακοίνωση της Επιτροπής 96/C 207/04)

8.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Προσδιορισμός – Κριτήρια – Διάρκεια της παραβάσεως – Παραβάσεις μακράς διαρκείας – Προσαύξηση του αρχικού ποσού κατά 10 % ανά έτος – Συνέπειες

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρο 15 § 2, και 1/2003, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση της Επιτροπής 98/C 9/03)

1.      Μολονότι οι κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως κανόνας δικαίου, περιέχουν ωστόσο κανόνα συμπεριφοράς που υποδεικνύει την ακολουθητέα τακτική, από την οποία η Επιτροπή δεν μπορεί να παρεκκλίνει σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση χωρίς να προσδιορίσει τους σχετικούς λόγους, οι οποίοι πρέπει να συμβιβάζονται με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Επομένως, εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο του ελέγχου της νομιμότητας των επιβληθέντων με μια απόφαση της Επιτροπής προστίμων, να εξακριβώσει αν η Επιτροπή άσκησε την εξουσία της εκτιμήσεως σύμφωνα με τη μέθοδο που εκτίθεται στις κατευθυντήριες γραμμές και, εφόσον διαπιστώσει ότι αυτή παρεξέκλινε από την ως άνω μέθοδο, να εξακριβώσει αν η εν λόγω παρέκκλιση είναι νομικώς δικαιολογημένη και επαρκώς κατά νόμον αιτιολογημένη.

Ο αυτοπεριορισμός της εξουσίας εκτιμήσεως της Επιτροπής που προκύπτει από την έκδοση των κατευθυντηρίων γραμμών δεν είναι ασυμβίβαστος με τη διατήρηση σημαντικού περιθωρίου εκτιμήσεως για το θεσμικό αυτό όργανο. Οι κατευθυντήριες γραμμές περιέχουν διάφορα στοιχεία που παρέχουν στην Επιτροπή τη δυνατότητα ελιγμών κατά την άσκηση της διακριτικής εξουσίας της σύμφωνα με τις διατάξεις των κανονισμών 17 και 1/2003, όπως έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο. Ως εκ τούτου, σε τομείς στους οποίους η Επιτροπή διατηρεί περιθώριο εκτιμήσεως, ο σχετικός έλεγχος νομιμότητας περιορίζεται στο να εξακριβωθεί ότι δεν υπάρχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Το περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής και τα όρια τα οποία η ίδια έχει ορίσει δεν προδικάζουν, κατ’ αρχήν, την εκ μέρους του κοινοτικού δικαστή άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του, που του παρέχει την εξουσία να εξαλείφει, να μειώνει ή να αυξάνει το ποσό του επιβαλλόμενου από την Επιτροπή προστίμου.

(βλ. σκέψεις 60-64)

2.      Οι πιέσεις που ασκούνται από επιχειρήσεις και έχουν ως σκοπό να ωθήσουν άλλες επιχειρήσεις να μετάσχουν σε παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού δεν απαλλάσσουν, όσο σημαντικές και αν είναι, την ενδιαφερόμενη επιχείρηση από την ευθύνη της για τη διαπραχθείσα παράβαση, ουδόλως τροποποιούν τη σοβαρότητα της συμπράξεως και δεν μπορούν να αποτελούν ελαφρυντική περίσταση για τον υπολογισμό των ποσών των προστίμων, δεδομένου ότι η ενδιαφερόμενη επιχείρηση μπορούσε να καταγγείλει τις ενδεχόμενες πιέσεις στις αρμόδιες αρχές και να υποβάλει καταγγελία σ’ αυτές.

(βλ. σκέψη 72)

3.      Επιχείρηση της οποίας η ευθύνη έχει αποδειχθεί όσον αφορά πλείονα μέρη μιας συμπράξεως συντελεί περισσότερο στην αποτελεσματικότητα και στη σοβαρότητα της συμπράξεως αυτής από επιχείρηση εμπλεκόμενη αποκλειστικώς και μόνο σε ένα μέρος της ίδιας συμπράξεως αυτής. Ως εκ τούτου, η πρώτη επιχείρηση διαπράττει σοβαρότερη παράβαση από τη δεύτερη.

Δυνάμει της αρχής της ατομικότητας των ποινών και της προσωπικής ευθύνης, η Επιτροπή υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη, κατά την εκτίμηση της σχετικής σοβαρότητας της συμμετοχής εκάστης επιχειρήσεως σε μια σύμπραξη, το γεγονός ότι ορισμένοι παραβάτες, ενδεχομένως, δεν έχουν κριθεί υπεύθυνοι για το σύνολο των μερών της συμπράξεως αυτής.

Στο πλαίσιο της εφαρμογής των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, η εκτίμηση αυτή πρέπει οπωσδήποτε να πραγματοποιείται στο στάδιο του καθορισμού του συγκεκριμένου αρχικού ποσού, δεδομένου ότι η συνεκτίμηση ελαφρυντικών περιστάσεων καθιστά δυνατή μόνον τη διαμόρφωση του βασικού ποσού του προστίμου με γνώμονα τις λεπτομέρειες συμμετοχής του παραβάτη στη σύμπραξη. Παραβάτης στον οποίο δεν αποδίδονται ευθύνες για ορισμένα μέρη της συμπράξεως αυτής δεν μπορεί να είχε μετάσχει στην εφαρμογή των εν λόγω μερών της συμπράξεως. Η παράβαση των κανόνων του δικαίου του ανταγωνισμού είναι, λόγω της περιορισμένης εκτάσεως της παραβάσεως για την οποία αποδίδονται ευθύνες στον παραβάτη αυτόν, λιγότερο σοβαρή από την καταλογιζόμενη στους παραβάτες που μετέσχαν σε όλα τα μέρη της παραβάσεως.

Συνεπώς, η Επιτροπή παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, παραλείποντας να λάβει υπόψη της, κατά τον υπολογισμό του ποσού των προστίμων, το γεγονός ότι μια επιχείρηση μετέσχε σε ένα μόνο μέρος της συμπράξεως, αντιθέτως προς άλλες επιχειρήσεις μέλη της συμπράξεως αυτής, και αντιμετωπίζοντας, επομένως, διαφορετικές καταστάσεις κατά πανομοιότυπο τρόπο, χωρίς η αντιμετώπιση αυτή να είναι αντικειμενικώς δικαιολογημένη.

(βλ. σκέψεις 99-101, 104)

4.      Προκειμένου η Επιτροπή να αποδείξει επαρκώς κατά νόμον τη συμμετοχή της οικείας επιχειρήσεως στη σύμπραξη, αρκεί να αποδείξει ότι η επιχείρηση αυτή μετέσχε σε συσκέψεις μεταξύ ανταγωνιστικών επιχειρήσεων έχουσες προδήλως αντίθετο στον ανταγωνισμό χαρακτήρα. Άπαξ αποδειχθεί η συμμετοχή σε τέτοιες συσκέψεις, εναπόκειται στην ως άνω επιχείρηση να προβάλει στοιχεία ικανά να αποδείξουν ότι η συμμετοχή της στις εν λόγω συσκέψεις στερούνταν κάθε πνεύματος αντίθετου στον ανταγωνισμό, αποδεικνύοντας ότι είχε δηλώσει στους ανταγωνιστές της ότι μετείχε στις συσκέψεις αυτές για λόγους διαφορετικούς από τους δικούς τους.

(βλ. σκέψη 130)

5.      Από τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν προέβλεψε καμία αλληλοεπικάλυψη ή αλληλεξάρτηση μεταξύ της εκτιμήσεως της σοβαρότητας και της εκτιμήσεως της διαρκείας της παραβάσεως. Το γεγονός ότι η Επιτροπή διατήρησε τη δυνατότητα να αυξάνει το πρόστιμο ανά έτος παραβάσεως κατά ποσοστό που ανέρχεται, στις περιπτώσεις παραβάσεων διαρκείας δώδεκα μηνών και άνω, μέχρι το 10 % του ποσού στο οποίο καταλήγει για τη σοβαρότητα της παραβάσεως, ουδόλως την υποχρεώνει να καθορίζει τον συντελεστή αυτόν βάσει της εντάσεως των δραστηριοτήτων της συμπράξεως ή των αποτελεσμάτων της ή, κατά μείζονα λόγο, της σοβαρότητας της παραβάσεως. Πράγματι, σ’ αυτήν απόκειται να επιλέγει, στο πλαίσιο του ευρέος περιθωρίου εκτιμήσεως που διαθέτει, τον συντελεστή προσαυξήσεως που προτίθεται να εφαρμόσει λόγω της διαρκείας της παραβάσεως.

(βλ. σκέψεις 141, 143)

6.      Η Επιτροπή ουδόλως υποχρεούται να χορηγήσει, στο πλαίσιο της εξουσίας της εκτιμήσεως, μείωση προστίμου λόγω παύσεως μιας παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού που έχει ήδη λήξει πριν την ημερομηνία των πρώτων παρεμβάσεων της Επιτροπής.

(βλ. σκέψη 151)

7.      Στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της συνεργασίας που παρέχουν τα μέλη μιας συμπράξεως, η Επιτροπή έχει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως για να αξιολογήσει την ποιότητα και τη χρησιμότητα της συνεργασίας μιας επιχειρήσεως, ιδίως σε σχέση με τη συμβολή άλλων επιχειρήσεων. Συνεπώς, στην Επιτροπή μπορεί να προσαφθεί μόνον πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Εντούτοις, η Επιτροπή δεν μπορεί, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως αυτής, να παραβιάσει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

Αντιθέτως, το Γενικό Δικαστήριο ασκεί πλήρη έλεγχο επί του ζητήματος αν η συνεργασία την οποία παρέσχε μια επιχείρηση βαίνει πέραν της υποχρεώσεως την οποία υπέχει από το άρθρο 11 του κανονισμού 17 και από το άρθρο 18 του κανονισμού 1/2003 να απαντά στις αιτήσεις παροχής πληροφοριών της Επιτροπής.

(βλ. σκέψεις 162, 168)

8.      Από την οικονομία των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ συνάγεται ότι στις επιχειρήσεις που μετέχουν επί μακρότερο διάστημα σε μια σύμπραξη επιβάλλονται τα χαμηλότερα πρόστιμα, αν τα ποσά διαιρεθούν διά τον αριθμό μηνών συμμετοχής στη σύμπραξη ή διά τον αριθμό συσκέψεων στις οποίες μετέσχαν οι επιχειρήσεις αυτές, δεδομένου ότι η Επιτροπή περιορίστηκε, στις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές, να προβλέψει ότι το αρχικό ποσό των προστίμων προσαυξάνεται κατά 10 % το πολύ ανά έτος παραβάσεως. Μια επιχείρηση δεν μπορεί να επικαλεσθεί αυτόν τον αυτοπεριορισμό προκειμένου να επιτύχει τη μείωση του ποσού του προστίμου που της επιβλήθηκε.

(βλ. σκέψεις 179-180)