Language of document : ECLI:EU:T:2015:863

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 18ης Νοεμβρίου 2015 (*)

«Κοινοτικό σήμα – Διαδικασία κηρύξεως ακυρότητας – Λεκτικό κοινοτικό σήμα PORT CHARLOTTE – Προγενέστερες ονομασίες προελεύσεως “porto” και “port” – Λόγοι ακυρότητας – Άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, άρθρο 53, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 – Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία γʹ και ζʹ, και παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 – Άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009 – Άρθρο 118ιγ, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 491/2009»

Στην υπόθεση T‑659/14,

Instituto dos Vinhos do Douro e do Porto, IP, με έδρα το Peso de Régua (Πορτογαλία), εκπροσωπούμενο από τον P. Sousa e Silva, δικηγόρο,

προσφεύγον,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενου από τον Ó. Mondéjar Ortuño,

καθού,

αντίδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ και παρεμβαίνουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου:

Bruichladdich Distillery Co. Ltd, με έδρα το Argyll (Ηνωμένο Βασίλειο), εκπροσωπούμενη από τον S. Harvard Duclos, δικηγόρο,

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του τετάρτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 8ης Ιουλίου 2014 (υπόθεση R 946/2013‑4), σχετικά με διαδικασία κηρύξεως ακυρότητας σήματος μεταξύ του Instituto dos Vinhos do Douro e do Porto, IP και της Bruichladdich Distillery Co. Ltd,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Prek, πρόεδρο, I. Labucka και V. Kreuschitz (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 15 Σεπτεμβρίου 2014,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως του ΓΕΕΑ, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 17 Δεκεμβρίου 2014,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως της παρεμβαίνουσας που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 17 Δεκεμβρίου 2014,

έχοντας υπόψη ότι οι διάδικοι δεν υπέβαλαν αίτημα περί καθορισμού ημερομηνίας για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως εντός της προθεσμίας ενός μηνός από της κοινοποιήσεως της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας και κρίνοντας επομένως, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 135α του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991, ότι πρέπει να αποφανθεί χωρίς προφορική διαδικασία,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 27 Οκτωβρίου 2006, η παρεμβαίνουσα, Bruichladdich Distillery Co. Ltd, υπέβαλε αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος ενώπιον του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 11, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε [αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1)].

2        Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση συνίσταται στο λεκτικό σημείο «PORT CHARLOTTE» (στο εξής: επίμαχο σήμα).

3        Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση του σήματος εμπίπτουν στην κλάση 33 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, της 15ης Ιουνίου 1957, για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση σημάτων, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «Οινοπνευματώδη ποτά».

4        Το επίμαχο σήμα καταχωρίστηκε στις 18 Οκτωβρίου 2007, με τον αριθμό 5 421 474, και δημοσιεύτηκε στο τεύχος 60/2007 του Δελτίου Κοινοτικών Σημάτων της 29ης Οκτωβρίου 2007.

5        Στις 7 Απριλίου 2011, το προσφεύγον, Instituto dos Vinhos do Douro e do Porto, IP, υπέβαλε ενώπιον του ΓΕΕΑ αίτηση κηρύξεως της ακυρότητας του επίμαχου σήματος, δυνάμει του άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 4, του άρθρου 53, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, και του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία γʹ και ζʹ, του κανονισμού 207/2009, καθόσον το εν λόγω σήμα προσδιορίζει τα προαναφερθέντα στη σκέψη 3 προϊόντα.

6        Σε απάντηση της αιτήσεως για κήρυξη της ακυρότητας, η παρεμβαίνουσα περιόρισε τον κατάλογο των προϊόντων για τα οποία είχε καταχωριστεί το επίμαχο σήμα στα προϊόντα που αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «Ουίσκι».

7        Προς στήριξη της αιτήσεώς του για κήρυξη της ακυρότητας του σήματος, το προσφεύγον επικαλέστηκε τις ονομασίες προελεύσεως «porto» και «port» που, αφενός, προστατεύονται στο σύνολο των κρατών μελών βάσει πολλών διατάξεων του πορτογαλικού δικαίου και βάσει του άρθρου 118ιγ, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 491/2009 του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 2009, σχετικά με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 1234/2007 για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα (ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ) (ΕΕ L 154, σ. 1), και, αφετέρου, έχουν καταχωριστεί και προστατεύονται δυνάμει του Διακανονισμού της Λισσαβώνας σχετικά με την προστασία των ονομασιών προελεύσεως και τη διεθνή καταχώρισή τους, της 31ης Οκτωβρίου 1958, όπως αναθεωρήθηκε και τροποποιήθηκε (στο εξής: Διακανονισμός της Λισσαβώνας) στη Γαλλία, στην Ιταλία, στην Κύπρο, στην Ουγγαρία, στην Πορτογαλία και στη Σλοβακία.

8        Με απόφαση της 30ης Απριλίου 2013, το τμήμα ακυρώσεων απέρριψε την αίτηση κηρύξεως ακυρότητας.

9        Στις 22 Μαΐου 2013, το προσφεύγον άσκησε κατά της αποφάσεως του τμήματος ακυρώσεως προσφυγή ενώπιον του ΓΕΕΑ, δυνάμει των άρθρων 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009.

10      Με απόφαση της 8ης Ιουλίου 2014 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το τέταρτο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ απέρριψε την προσφυγή.

11      Πρώτον, το τμήμα προσφυγών απέρριψε τον λόγο ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 4, του αυτού κανονισμού, κυρίως διότι η προστασία των ονομασιών προελεύσεως για τους οίνους διέπεται αποκλειστικώς από τον κανονισμό 491/2009 και, κατά συνέπεια, εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ακόμη και αν αληθεύει ότι η προστασία δυνάμει του εν λόγω κανονισμού καθορίζεται από την εθνική νομοθεσία, η προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων περιορίζεται σε αυτές που απαριθμούνται στον «κατάλογο των οίνων ποιότητας που παράγονται σε καθορισμένες περιοχές» (στο εξής: κατάλογος των v.q.p.r.d.), που δημοσιεύεται σύμφωνα με το άρθρο 54, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) 1493/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, για την κοινή οργάνωση της αμπελοοινικής αγοράς (ΕΕ L 179, σ. 1). Εξάλλου, το άρθρο 118ιγ, παράγραφος 2, του κανονισμού 491/2009 προστατεύει τους όρους «porto» και «port», ως γεωγραφικές ενδείξεις, μόνον βάσει της αντιστοιχίας τους με τον όρο «oporto» (σημεία 14 έως 18 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

12      Εξάλλου, οι εν λόγω γεωγραφικές ενδείξεις προστατεύονται αποκλειστικά και μόνο για τους οίνους και, συνεπώς, για προϊόντα που δεν είναι ούτε πανομοιότυπα ούτε συγκρίσιμα με το προϊόν που ονομάζεται «ουίσκι», ήτοι αλκοολούχο ποτό με διαφορετική όψη και διαφορετική περιεκτικότητα οινοπνεύματος που δεν μπορεί να πληροί την προδιαγραφή για οίνο κατά την έννοια του άρθρου 118ιγ, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, σημείο i, του κανονισμού 491/2009. Στο μέτρο που το προσφεύγον επικαλέστηκε τη φήμη των εν λόγω ονομασιών προελεύσεως, κατά την έννοια του άρθρου 118ιγ, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, περίπτωση ii, του αυτού κανονισμού, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι το επίμαχο σήμα δεν «χρησιμοποι[ούσε]» ούτε «θύμιζ[ε]» τις γεωγραφικές ενδείξεις «porto» ή «port», με αποτέλεσμα να μην απαιτείται να εξακριβωθεί κατά πόσον αυτές έχαιραν φήμης. Δεν υπάρχει παρά μια μόνον πόλη που ονομάζεται Porto –Oporto στην πορτογαλική γλώσσα–, σε αντίθεση με πολλές πόλεις που φέρουν ονόματα συντιθέμενα από τα στοιχεία «porto» ή «port», όπως Porto Allegre ή Port Louis. Ομοίως, δεν είναι δυνατόν να συσχετισθούν, αφενός, το σημείο PORT CHARLOTTE, τα δύο στοιχεία του οποίου προσδιορίζουν λιμένα φέροντα το όνομα ενός προσώπου που καλείται Charlotte, γεωγραφική τοποθεσία ή πόλη που βρίσκεται στην ακτή και, αφετέρου, οι γεωγραφικές ενδείξεις «porto» ή «port». Ο Πορτογάλος καταναλωτής γνωρίζει ότι «ο γεωγραφικός όρος είναι, πράγματι, “Oporto” ή “Porto” και ότι “Port” είναι απλώς η σύντμησή του, που χρησιμοποιείται στις ετικέτες φιαλών οίνου για να προσδιορίσει τον τύπο οίνου που προστατεύεται από την εν λόγω γεωγραφική ένδειξη» (σημεία 19 έως 26 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

13      Το τμήμα προσφυγών απέρριψε, συναφώς, το επιχείρημα του προσφεύγοντος, σύμφωνα με το οποίο η προστασία δυνάμει του άρθρου 118ιγ, παράγραφος 2, του κανονισμού 491/2009 θα έπρεπε να επεκταθεί σε κάθε σημείο που «περιέχει» τον όρο «port». Δεν υφίσταται ούτε «επίκληση» οίνου Porto κατά την έννοια του άρθρου 118ιγ, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του αυτού κανονισμού, διότι το ουίσκι είναι διαφορετικό προϊόν και κανένα στοιχείο του επίμαχου σήματος δεν περιέχει ένδειξη ενδεχομένως παραπλανητική ή απατηλή. Κατά συνέπεια, κατά την άποψη του τμήματος προσφυγών, η προσφυγή δεν μπορεί να γίνει δεκτή βάσει των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης για την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων για τους οίνους, χωρίς να χρειάζεται να εκτιμηθεί κατά πόσον το επίμαχο σήμα χαίρει φήμης ή όχι (σημεία 27 έως 29 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

14      Δεύτερον, το τμήμα προσφυγών απέρριψε τον λόγο ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 53, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 207/2009 και στηρίζεται στις φερόμενες ονομασίες προελεύσεως «porto» και «port» που έχουν καταχωριστεί στον Παγκόσμιο Οργανισμό Διανοητικής Ιδιοκτησίας (ΠΟΔΙ), στις 18 Μαρτίου 1983, με τον αριθμό 682, σύμφωνα με τον Διακανονισμό της Λισσαβώνας. Η καταχώριση αυτή προστατεύει μόνον την μη περιλαμβανόμενη στο επίμαχο σήμα ένδειξη «porto», πράγμα που δεν συμβαίνει στην Πορτογαλία (σημεία 31 έως 33 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

15      Τρίτον, το τμήμα προσφυγών απέρριψε τους λόγους ακυρώσεως που αντλούνται από παράβαση του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία γʹ και ζʹ, του αυτού κανονισμού. Αφενός, το επίμαχο σήμα δεν αναφέρεται παράλληλα σε μια –υπαρκτή ή ανύπαρκτη– τοποθεσία που φέρει το όνομα Port Charlotte καθώς και «στην πόλη του Oporto (Porto)». Το προσφεύγον επικαλέστηκε τον απόλυτο λόγο απαραδέκτου που αντλείται από το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του αυτού κανονισμού «μόνον κατά την άσκηση της προσφυγής» και παρέλειψε να στηρίξει τον πραγματικό ισχυρισμό του σύμφωνα με τον οποίο υπήρχε τοποθεσία ή πόλη με το όνομα Port Charlotte γνωστή στον μέσο ενδιαφερόμενο καταναλωτή. Κατά συνέπεια, το προσφεύγον ουδέποτε επικαλέστηκε παράβαση της εν λόγω διατάξεως «κατά τις ακυρωτικές διαδικασίες» και δεν δικαιούται να προβάλει τον λόγο αυτό με την προσφυγή του (σημεία 35 έως 38 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Αφετέρου, το επίμαχο σήμα δεν είναι ικανό να παραπλανήσει το κοινό όσον αφορά τη γεωγραφική προέλευση του προϊόντος που καλύπτει, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του εν λόγω κανονισμού. Ο όρος «port» δεν προσδιορίζει γεωγραφική περιοχή και το επίμαχο σήμα δεν συσχετίζεται με την περιοχή όπου κατασκευάζονται τα προϊόντα του προσφεύγοντος. Η δυνατότητα παραπλανήσεως μειώνεται ακόμη περισσότερο λόγω του ότι ο καταναλωτής ευχερώς αναγνωρίζει ότι το ουίσκι είναι προϊόν με διαφορετικά χαρακτηριστικά από αυτά των εν λόγω προϊόντων (σημείο 34 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 Αιτήματα των διαδίκων

16      Το προσφεύγον ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη απόφαση, κηρύσσοντας την ακυρότητα του επίμαχου σήματος·

–        να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας ενώπιόν του καθώς και ενώπιον του τμήματος προσφυγών.

17      Το ΓΕΕΑ και η παρεμβαίνουσα ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει το προσφεύγον στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Σύνοψη των λόγων ακυρώσεως

18      Προς στήριξη της προσφυγής του, το προσφεύγον επικαλείται ένα λόγο ακυρώσεως στηριζόμενο σε πραγματικούς ισχυρισμούς και πέντε λόγους ακυρώσεως στηριζόμενους σε νομικούς ισχυρισμούς.

19      Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, το προσφεύγον αμφισβητεί την περιεχόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση διαπίστωση, σύμφωνα με την οποία το πορτογαλικό όνομα της πόλεως του Porto είναι Oporto και όχι Porto.

20      Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, το προσφεύγον προβάλλει την αιτίαση ότι το τμήμα προσφυγών δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι οι όροι «porto» και «port» προστατεύονται από το πορτογαλικό δίκαιο ως ονομασίες προελεύσεως και αποτελούν γεωγραφικές ενδείξεις κατά την έννοια, ιδίως, του άρθρου 118ιγ, παράγραφος 2, του κανονισμού 491/2009.

21      Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, το προσφεύγον προβάλλει την αιτίαση ότι το τμήμα προσφυγών εσφαλμένα θεώρησε ότι η προστασία των ονομασιών προελεύσεως για τους οίνους διέπεται αποκλειστικώς από τον κανονισμό 491/2009 και όχι και από το εθνικό δίκαιο.

22      Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, το προσφεύγον ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβαίνει το άρθρο 53, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 4, του αυτού κανονισμού, καθόσον οι ονομασίες προελεύσεως «porto» και «port» παρέχουν στον δικαιούχο τους, τόσο βάσει του πορτογαλικού δικαίου όσο και βάσει του δικαίου της Ένωσης, το δικαίωμα να απαγορεύσει τη χρήση πλέον πρόσφατου σήματος.

23      Με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως, το προσφεύγον επικαλείται παράβαση του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του αυτού κανονισμού.

24      Με τον έκτο λόγο ακυρώσεως, το προσφεύγον επικαλείται παράβαση του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του αυτού κανονισμού.

25      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει απαραίτητο να εξετάσει από κοινού τους πρώτο, δεύτερο και τρίτο λόγους ακυρώσεως που αλληλεπικαλύπτονται.

 Επί του πρώτου, του δεύτερου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αντλούνται από πλάνη περί τα πράγματα όσον αφορά το όνομα Oporto, από το γεγονός ότι οι όροι «porto» και «port» προστατεύονται ως γεωγραφικές ενδείξεις per se και όχι ως «ισοδύναμες ενδείξεις» και από το γεγονός ότι η προστασία των ονομασιών προελεύσεως για τους οίνους διέπεται όχι μόνον από τον κανονισμό 491/2009, αλλά και από το εθνικό δίκαιο

 Υπόμνηση των επιχειρημάτων των διαδίκων

26      Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από πλάνη περί τα πράγματα, το προσφεύγον βάλλει, στηριζόμενο σε πολλά αποδεικτικά στοιχεία, κατά των σημείων 18, 23 και 26 της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον σε αυτά αναφέρεται, κατ’ ουσίαν, ότι η πόλη που έδωσε το όνομά της στην ονομασία προελεύσεως «porto» ονομάζεται Oporto. Το εν λόγω όνομα χρησιμοποιείται αποκλειστικώς από τους αγγλόφωνους και τους ισπανόφωνους για τον προσδιορισμό της πόλεως του Porto, που αποτελεί, ως γνωστόν, το όνομά της στην πορτογαλική γλώσσα. Αυτή η πλάνη περί τα πράγματα οδήγησε το τμήμα προσφυγών στα εσφαλμένα συμπεράσματα που προσβάλλονται στο πλαίσιο των επόμενων, στηριζόμενων σε νομικούς ισχυρισμούς, λόγων ακυρώσεως και θα πρέπει να ανασκευαστεί από το Γενικό Δικαστήριο.

27      Στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, το προσφεύγον υποστηρίζει ότι στην πραγματική πλάνη στην οποία υπέπεσε το τμήμα προσφυγών οφείλεται η εσφαλμένη κρίση του, σύμφωνα με την οποία οι όροι «porto» και «port» δεν προστατεύονται, ως γεωγραφικές ενδείξεις, παρά μόνον βάσει της αντιστοιχίας τους με τον όρο «oporto» (βλ. σημεία 14, 17 και 18 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Εντούτοις, το άρθρο 1, παράγραφος 2, του Decreto-Lei n° 166/86, de 26 de Junho de 1986 (πορτογαλικού νομοθετικού διατάγματος αριθ. 166/86, της 26ης Ιουνίου 1986), ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι «επιβεβαιώνονται ως ονομασίες προελεύσεως [...] οι ονομασίες “Vinho do Porto”, “Vin de Porto”, “Port Wine”, “Porto”, “Port” (ή οι αντίστοιχες προς αυτές ονομασίες σε άλλες γλώσσες) που μπορούν να χρησιμοποιούνται μόνον, σε σχέση με αμπελοοινικά προϊόντα, για τον οίνο λικέρ στον οποίο η παράδοση έχει προσδώσει το όνομα αυτό και ο οποίος παράγεται εντός της οριοθετημένης περιοχής “Douro”[...]». Σε κάθε περίπτωση, την 1η Αυγούστου 2009, ήτοι πριν την κίνηση της διαδικασίας κηρύξεως ακυρότητας ενώπιον του ΓΕΕΑ, ο κατάλογος των v.q.p.r.d. αντικαταστάθηκε από το αναφερόμενο στο άρθρο 118ιδ του κανονισμού 491/2009 ηλεκτρονικό μητρώο που ονομάζεται E-Bacchus (στο εξής: βάση δεδομένων E-Bacchus). Η συναφής είσοδος στη βάση δεδομένων E-Bacchus όσον αφορά την γεωγραφική ένδειξη «porto» μνημονεύει τις ισοδύναμες εκφράσεις και ενδείξεις «oporto», «vinho do porto», «vin de porto», «port», «port wine», «portwein», «portvin» και «portwijn» και αναφέρεται στη σχετική πορτογαλική νομοθεσία, στην οποία περιλαμβάνεται το Decreto-Lei n° 166/86, που αντικαταστάθηκε με το Decreto-Lei n° 173/2009, de 3 de Agosto de 2009 (πορτογαλικό νομοθετικό διάταγμα αριθ. 173/2009, της 3ης Αυγούστου 2009). Το προσφεύγον διευκρινίζει ότι η κοινοτική προστασία των ονομασιών των οίνων που καθιερώνει ο κανονισμός 1439/1999 στηρίζεται στις ονομασίες που καθορίζει ή εθνική νομοθεσία τηρώντας τις σχετικές διατάξεις του εν λόγω κανονισμού, με αποτέλεσμα ακόμη και μια εσφαλμένη αναγραφή προστατευόμενης ονομασίας προελεύσεως στον κατάλογο των v.q.p.r.d. να μην καθίσταται επιζήμια. Κατά συνέπεια, οι ενδείξεις «porto» και «port» δεν προστατεύονται αποκλειστικώς ως «ισοδύναμες», αλλά, αντιθέτως, απολαύουν προστασίας ως ονομασίες προελεύσεως δυνάμει της εφαρμοστέας πορτογαλικής νομοθεσίας και, επομένως, συνιστούν γεωγραφικές ενδείξεις κατά την έννοια, ιδίως, του άρθρου 118ιγ, παράγραφος 2, του κανονισμού 491/2009.

28      Στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως, το προσφεύγον βάλλει κατά των σημείων 14 και 15 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σύμφωνα με τα οποία, κατ’ ουσίαν, η προστασία των ονομασιών προελεύσεως για τους οίνους διέπεται αποκλειστικώς από τον κανονισμό 491/2009 και εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ένωσης. Με την εν λόγω προσέγγιση, το τμήμα προσφυγών δεν έλαβε, παρά τον νόμο, υπόψη την πορτογαλική νομοθεσία και νομολογία που τυγχάνουν εφαρμογής και παραβίασε την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει. Παρά τη νομολογία που δέχεται ότι ο σκοπός του κανονισμού (ΕΚ) 510/2006 του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2006, για την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προέλευσης των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων (ΕΕ L 93, σ. 12), είναι η θέσπιση ενός ομοιόμορφου και αποκλειστικού καθεστώτος προστασίας για τέτοιου είδους ενδείξεις, ο εν λόγω κανονισμός δεν εφαρμόζεται ούτε στα προϊόντα που εμπίπτουν στον αμπελοοινικό τομέα ούτε στα οινοπνευματώδη ποτά (άρθρο 1, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού). Συγκεκριμένα, το ομοιόμορφο και αποκλειστικό καθεστώς προστασίας δυνάμει του κανονισμού 510/2006 δεν εμποδίζει την εφαρμογή ενός καθεστώτος προστασίας των γεωγραφικών ονομασιών που δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του, όπως επιβεβαιώνεται με ένα προπαρασκευαστικό έγγραφο εργασίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που αφορά την Πράσινη Βίβλο σχετικά με την ποιότητα των γεωργικών προϊόντων του Οκτωβρίου 2008 και με τις «Οδηγίες [του ΓΕΕΑ] για τη διαδικασία ανακοπής – Δικαιώματα δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 4». Από τα προαναφερθέντα, το προσφεύγον συνάγει ότι η προστασία των ονομασιών προελεύσεως για τους οίνους διέπεται όχι μόνον από τον κανονισμό 491/2009, αλλά και από το εθνικό δίκαιο, και ότι το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψη τις σχετικές διατάξεις του πορτογαλικού δικαίου προκειμένου να αποφανθεί κατά πόσον η ονομασία προελεύσεως «porto» ή «port» παρέχει στον δικαιούχο της το δικαίωμα να απαγορεύσει τη χρήση πλέον πρόσφατου σήματος.

29      Κατά την άποψη του ΓΕΕΑ και της παρεμβαίνουσας, το γεγονός ότι το τμήμα προσφυγών εσφαλμένα δέχθηκε ότι η πορτογαλική ονομασία της επίμαχης πόλεως είναι Oporto, και όχι Porto, ή εσφαλμένα αναφέρθηκε στον κατάλογο των v.q.p.r.d., όπου ως προστατευόμενη γεωγραφική ένδειξη καταγράφεται η ένδειξη «oporto», και όχι στη βάση δεδομένων E-Bacchus, στην οποία ως προστατευόμενη γεωγραφική ένδειξη καταγράφεται η ένδειξη «porto», δεν επηρεάζει τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ειδικότερα, το τμήμα προσφυγών δεν στηρίχθηκε αποκλειστικώς στην γεωγραφική ένδειξη «porto» ή «oporto», αλλά έλαβε επίσης υπόψη την ισοδύναμη ένδειξη «port» (βλ. σημείο 22 της προσβαλλομένης αποφάσεως), και τα συμπεράσματά του δεν θα ήταν ουσιωδώς διαφορετικά αν είχε ρητώς δεχθεί ότι η ένδειξη «port» συνιστούσε, αυτή καθεαυτή, προστατευόμενη γεωγραφική ένδειξη και όχι ισοδύναμη ένδειξη.

30      Όσον αφορά τον δεύτερο και τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, το ΓΕΕΑ, υποστηριζόμενο από την παρεμβαίνουσα, αντιτάσσει ότι ο εφαρμοζόμενος εν προκειμένω κανονισμός 491/2009 αποτελεί το μόνο εφαρμοστέο δίκαιο που καθορίζει την παρεχόμενη στην ονομασία προελεύσεως «porto» προστασία. Το σύστημα προστασίας των ονομασιών προελεύσεως και των γεωγραφικών ενδείξεων των οίνων είναι παρόμοιο με αυτό που προβλέπει ο κανονισμός 510/2006. Η νομολογία όμως έχει δεχθεί ότι το τελευταίο αυτό σύστημα προστασίας έχει «αποκλειστικό χαρακτήρα», πράγμα που μπορεί να εφαρμοσθεί mutatis mutandis στο σύστημα προστασίας των ονομασιών προελεύσεως και των γεωγραφικών ενδείξεων για τους οίνους που προβλέπει ο κανονισμός 491/2009. Κατά συνέπεια, στην προκειμένη περίπτωση, η έκταση της προστασίας της ονομασίας προελεύσεως «porto», η ύπαρξη της οποίας αναγνωρίζεται βεβαίως από το πορτογαλικό δίκαιο, διέπεται αποκλειστικά και μόνον από τον κανονισμό 491/2009.

 Επί της προβαλλόμενης μη λήψεως υπόψη της πορτογαλικής ονομασίας προελεύσεως «porto» ή «port»

31      Προκαταρκτικώς επιβάλλεται, όπως συνομολογούν το ΓΕΕΑ και η παρεμβαίνουσα, η διαπίστωση ότι το τμήμα προσφυγών προδήλως έσφαλε, αφενός, θεωρώντας ότι η ένδειξη «oporto» αποτελεί την πορτογαλική ονομασία του λιμένα του Porto που βρίσκεται στον βορρά της Πορτογαλίας και, αφετέρου, αναφερόμενο στην εγγραφή της εν λόγω ενδείξεως ως προστατευόμενης γεωγραφικής ενδείξεως στον κατάλογο των v.q.p.r.d. (βλ. σημεία 17 και 18 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και όχι στην αντίστοιχη εγγραφή, συμπεριλαμβανομένης της ενδείξεως «Porto», που έχει περιληφθεί στη βάση δεδομένων E‑Bacchus. Ειδικότερα, είναι βέβαιο ότι η πορτογαλική ονομασία της εν λόγω πόλεως είναι Porto και ότι, ήδη πριν την κατάθεση της αιτήσεως περί κηρύξεως ακυρότητας του σήματος, η προαναφερθείσα βάση δεδομένων που περιέχει την εν λόγω εγγραφή είχε αντικαταστήσει τον κατάλογο των v.q.p.r.d.

32      Εντούτοις, αντίθετα προς τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος, από τα σφάλματα αυτά δεν συνάγεται ότι το τμήμα προσφυγών παρέβη τους σχετικούς κανόνες που εφαρμόζονται όσον αφορά την προστασία των προστατευομένων ονομασιών προελεύσεως ή γεωγραφικών ενδείξεων (βλ. σκέψεις 34 έως 42 κατωτέρω). Κατά συνέπεια, υπό την επιφύλαξη της εκτιμήσεως των δεύτερου έως και έκτου λόγων ακυρώσεως, μόνο το εν λόγω σφάλμα δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ. σκέψη 51 κατωτέρω).

33      Εξάλλου, στο πλαίσιο του δεύτερου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως, το προσφεύγον υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι εσφαλμένα το τμήμα προσφυγών αρνήθηκε να εφαρμόσει, προκειμένου να εκτιμήσει τις αναφερόμενες στο άρθρο 53, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και στο άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009 προϋποθέσεις εφαρμογής, τους σχετικούς κανόνες του πορτογαλικού δικαίου, όπως αυτοί εφαρμόζονται από τα πορτογαλικά δικαστήρια και αρχές, με το αιτιολογικό, κατ’ ουσίαν, ότι ή έκταση της παρεχόμενης στην ονομασία προελεύσεως «porto» ή «port» προστασίας καθορίζεται μόνον από τις διατάξεις του κανονισμού 491/2009.

34      Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να επισημανθεί ότι οι διάδικοι δεν αμφισβητούν ότι οι ενδείξεις «porto» ή «port» τυγχάνουν προστασίας ως ονομασίες προελεύσεως ή γεωγραφικές ενδείξεις υπό το πρίσμα τόσο του πορτογαλικού δικαίου όσο και του κανονισμού 491/2009, πράγμα που, κατ’ ουσίαν, δέχθηκε το τμήμα προσφυγών στα σημεία 17 και 18 της προσβαλλομένης αποφάσεως, έστω και κάνοντας εσφαλμένη αναφορά στην ένδειξη «oporto» και στον κατάλογο των v.q.p.r.d. Επιπλέον, η εκτίμηση στην οποία προέβη το εν λόγω τμήμα δεν περιοριζόταν στην τελευταία αυτή ένδειξη, αλλά αφορούσε παράλληλα και τις ενδείξεις «porto» και «port» (βλ., μεταξύ άλλων, σημεία 22, 24, 26 έως 28, 31, 32 και 34 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

35      Εξάλλου, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στο σημείο 14 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών δέχθηκε, κατ’ ουσίαν, αν και αορίστως, ότι, ακόμη και αν η «προστασία» δυνάμει του κανονισμού 491/2009 καθορίζεται από την εθνική νομοθεσία, η «προστασία» των ονομασιών προελεύσεως ή των εν λόγω γεωγραφικών ενδείξεων εμπίπτει αποκλειστικώς στον εν λόγω κανονισμό και, συνεπώς, στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ένωσης. Εν προκειμένω, η διαπίστωση αυτή οδήγησε το τμήμα προσφυγών να περιορίσει τον έλεγχό του στην εφαρμογή των σχετικών κανόνων του δικαίου της Ένωσης και να μην λάβει υπόψη τις διατάξεις του πορτογαλικού δικαίου, όπως αυτές ερμηνεύονται με τις αποφάσεις των πορτογαλικών δικαστηρίων και αρχών, τις οποίες το προσφεύγον είχε επικαλεστεί και προσκομίσει ενώπιον των δύο οργάνων του ΓΕΕΑ.

36      Προκειμένου να εκτιμήσει τη νομιμότητα των απόψεων που προαναφέρθηκαν, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει, σε πρώτη φάση, την ακριβή έκταση της προστασίας που παρέχεται στις ονομασίες προελεύσεως και στις γεωγραφικές ενδείξεις δυνάμει του κανονισμού 491/2009, πράγμα που, κατ’ ουσίαν, αντιστοιχεί στο αντικείμενο του δευτέρου λόγου ακυρώσεως. Σε δεύτερη φάση, θα πρέπει να εκτιμηθεί κατά πόσον η προστασία αυτή είναι αποκλειστική ή κατά πόσον, εκτός του πεδίου εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού, το τμήμα προσφυγών είχε πάντως την υποχρέωση, δυνάμει του άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 4, καθώς και δυνάμει του άρθρου 53, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 207/2009, να εφαρμόσει τους σχετικούς κανόνες του πορτογαλικού δικαίου, πράγμα που αντιστοιχεί, κατ’ ουσίαν, στο αντικείμενο του τρίτου λόγου ακυρώσεως.

 Επί της εκτάσεως της προστασίας που παρέχει ο ίδιος ο κανονισμός 491/2009

37      Όσον αφορά την έκταση της προστασίας που παρέχει ο ίδιος ο κανονισμός 491/2009, από το άρθρο 118ιθ, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού προκύπτει σαφώς ότι οι ονομασίες οίνων οι οποίες προστατεύονται, ιδίως, σύμφωνα με τα άρθρα 51 και 54 του κανονισμού 1493/1999 «προστατεύονται αυτομάτως δυνάμει του [εν λόγω] κανονισμού» και ότι «[η] Επιτροπή τις εγγράφει στο μητρώο που προβλέπεται στο άρθρο 18ιδ του […] κανονισμού» 491/2009, ήτοι στη βάση δεδομένων E-Bacchus. Όπως γίνεται δεκτό κατά πάγια νομολογία, από τον εν λόγω αυτοδίκαιο χαρακτήρα της προστασίας των ονομασιών οίνων οι οποίες έχαιραν ήδη προστασίας βάσει του κανονισμού 1493/1999 συνάγεται ότι δεν απαιτείται η καταχώριση στη βάση δεδομένων E-Bacchus προκειμένου αυτές οι ονομασίες οίνων να χαίρουν προστασίας εντός της Ένωσης, δεδομένου ότι η καταχώριση αυτή αποτελεί απλώς συνέπεια της αυτοδίκαιης μεταφοράς ήδη υφισταμένης προστασίας από ένα νομικό καθεστώς σε άλλο και δεν συνιστά προϋπόθεση της προστασίας αυτής (βλ., συναφώς, απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2012, Ουγγαρία κατά Επιτροπής, T‑194/10, EU:T:2012:587, σκέψη 21, που επικυρώθηκε με την απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2014, Ουγγαρία κατά Επιτροπής, C‑31/13 P, EU:C:2014:70, σκέψη 58). Εντούτοις, όπως επισημαίνει το ΓΕΕΑ, ορθά, εν προκειμένω, το τμήμα προσφυγών δέχθηκε ως αφετηρία την αρχή ότι η εν λόγω «αυτοδίκαιη» προστασία, μολονότι στηρίζεται απευθείας στη σχετική εθνική νομοθεσία, δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη ότι το ΓΕΕΑ υποχρεούται, δυνάμει του κανονισμού 491/2009, να τηρεί τις διατάξεις της εν λόγω νομοθεσίας ή τις προϋποθέσεις προστασίας που αυτή προβλέπει. Συγκεκριμένα, οι εκφράσεις «προστατευόμενες ονομασίες προελεύσεως» και «προστατευόμενες γεωγραφικές ενδείξεις» που περιέχονται στο άρθρο 118ιγ, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 491/2009 δεν αποτελούν παρά επανάληψη αυτών που χρησιμοποιούνται στο άρθρο 118ιδ του αυτού κανονισμού που αναφέρεται απλώς στις ονομασίες προελεύσεως και στις γεωγραφικές ενδείξεις που απαριθμούνται στη βάση δεδομένων E-Bacchus, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που προέρχονται από την εθνική νομοθεσία, χωρίς εντούτοις να επιτάσσει την εφαρμογή των προϋποθέσεων προστασίας που θεσπίζουν οι σχετικοί κανόνες της εν λόγω νομοθεσίας.

38      Αντιθέτως, σύμφωνα με το πνεύμα και το σύστημα του ενιαίου κανονιστικού περιβάλλοντος της κοινής γεωργικής πολιτικής (αιτιολογική σκέψη 1 του κανονισμού 491/2009· βλ. επίσης, στο ίδιο πνεύμα και κατ’ αναλογίαν προς τις ρυθμίσεις του κανονισμού 510/2006, απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2009, Budějovický Budvar, C‑478/07, Συλλογή, EU:C:2009:521, σκέψεις 107 επ.), όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 491/2009, οι συγκεκριμένες προϋποθέσεις και η έκταση της εν λόγω προστασίας καθορίζονται αποκλειστικώς από το άρθρο 118ιγ, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού αυτού.

39      Το άρθρο αυτό προβλέπει μεταξύ άλλων τα εξής:

«1. Οι προστατευόμενες ονομασίες προέλευσης και οι προστατευόμενες γεωγραφικές ενδείξεις δύνανται να χρησιμοποιούνται από οποιονδήποτε επιχειρηματία διαθέτει στην αγορά οίνο ο οποίος παράγεται σύμφωνα με την αντίστοιχη προδιαγραφή του προϊόντος

2. Οι προστατευόμενες ονομασίες προέλευσης, οι προστατευόμενες γεωγραφικές ενδείξεις καθώς και οι οίνοι για τους οποίους χρησιμοποιούνται οι εν λόγω προστατευόμενες ονομασίες σύμφωνα με την προδιαγραφή του προϊόντος προστατεύονται από:

α)      κάθε άμεση ή έμμεση εμπορική χρήση προστατευόμενης ονομασίας:

i) από συγκρίσιμα προϊόντα που δεν πληρούν την προδιαγραφή προϊόντος της προστατευόμενης ονομασίας, ή

ii) στο βαθμό που η χρήση αυτή εκμεταλλεύεται τη φήμη της ονομασίας προέλευσης ή της γεωγραφικής ένδειξης,

β)      κάθε κατάχρηση, απομίμηση ή επίκληση, έστω και αν αναφέρεται η πραγματική καταγωγή του προϊόντος ή της υπηρεσίας ή εάν η προστατευόμενη ονομασία είναι μεταφρασμένη ή συνοδεύεται από εκφράσεις όπως “στυλ”, “τύπος”, “μέθοδος”, “όπως παράγεται στ.”, “απομίμηση”, “γεύση”, “είδος” ή άλλες ανάλογες·

[...]

δ)      κάθε άλλη πρακτική ικανή να παραπλανήσει τον καταναλωτή όσον αφορά την πραγματική καταγωγή του προϊόντος.»

40      Στην προκειμένη περίπτωση, είναι βέβαιο ότι οι ονομασίες προελεύσεως «porto» ή «port» απολαύουν προστασίας βάσει του Decreto-Lei n° 173/2009 και του Decreto-Lei n° 212/2004, de 23 de Agosto de 2004 (πορτογαλικό νομοθετικό διάταγμα αριθ. 212/2004, της 23ης Αυγούστου 2004) και του πορτογαλικού Κώδικα Πνευματικής Ιδιοκτησίας, με αποτέλεσμα την εγγραφή τους, αρχικώς, στον κατάλογο των v.q.p.r.d και, ακολούθως, στη βάση δεδομένων E-Bacchus (βλ. άρθρο 118ιθ, παράγραφος 1, τελευταίο εδάφιο, σε συνδυασμό με το άρθρο 118ιδ του κανονισμού 491/2009). Συγκεκριμένα, δυνάμει του άρθρου 54, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1493/1999, οι v.q.p.r.d. περιλαμβάνουν «τους οίνους λικέρ ποιότητας παραγόμενου σε καθορισμένες περιοχές (“v.l.q.p.r.d.”) που ανταποκρίνονται στον ορισμό του οίνου λικέρ», για τους οποίους, δυνάμει του άρθρου 54, παράγραφος 4, του αυτού κανονισμού, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να ανακοινώνουν στην Επιτροπή τον κατάλογο αυτών που έχουν αναγνωρίσει, αναφέροντας, για κάθε έναν από αυτούς, την παραπομπή στις εθνικές διατάξεις που διέπουν την παραγωγή και την παρασκευή τους. Κατά συνέπεια, για την εφαρμογή του άρθρου 118ιγ, παράγραφος 2, του κανονισμού 491/2009, το ΓΕΕΑ όφειλε να λάβει υπόψη το γεγονός ότι οι εν λόγω ονομασίες προελεύσεως προστατεύονταν δυνάμει του εθνικού δικαίου, πράγμα που έπραξε εν προκειμένω το τμήμα προσφυγών (βλ. σημεία 17 και 18 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Εξάλλου, η εν λόγω εκτίμηση δεν αναιρείται από την επιχειρηματολογία περί συνυπάρξεως καθεστώτων προστασίας τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο της Ένωσης, την οποία στηρίζει το προσφεύγον, μεταξύ άλλων, σε ορισμένα προπαρασκευαστικά έγγραφα της Επιτροπής (βλ. σκέψη 28 ανωτέρω), δεδομένου ότι τα έγγραφα αυτά δεν αφορούν ούτε την έκταση ούτε τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις παροχής της εν λόγω προστασίας.

41      Από τα προαναφερθέντα συνάγεται το συμπέρασμα ότι, όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 491/2009, το άρθρο 118ιγ, παράγραφοι 1 και 2, διέπει, κατά τρόπο ομοιόμορφο και αποκλειστικό, τόσο το επιτρεπτό όσο και τα όρια, ή την απαγόρευση της εμπορικής χρήσεως των ονομασιών προελεύσεως και των γεωγραφικών ενδείξεων που προστατεύονται από το δίκαιο της Ένωσης, και συνεπώς, στο συγκεκριμένο πλαίσιο, δεν απαιτείτο το τμήμα προσφυγών να εφαρμόσει τους όρους προστασίας που προέβλεπαν ειδικώς οι σχετικοί κανόνες του πορτογαλικού δικαίου που οδήγησαν στην εγγραφή των ονομασιών προελεύσεως «porto» ή «port» στη βάση δεδομένων E‑Bacchus.

42      Κατά συνέπεια, στο μέτρο που το προσφεύγον προσάπτει στο τμήμα προσφυγών, στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ότι δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι οι ενδείξεις «porto» και «port» αποτελούν ονομασίες προελεύσεως που προστατεύονται από το πορτογαλικό δίκαιο, κατά την έννοια του άρθρου 118ιγ, παράγραφος 2, του κανονισμού 491/2009, αυτός ο λόγος ακυρώσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτός.

43      Εντούτοις, το προαναφερθέν συμπέρασμα δεν επηρεάζει το –τιθέμενο, μεταξύ άλλων, στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως– ζήτημα κατά πόσον η προστασία δυνάμει του άρθρου 118ιγ, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 491/2009 μπορεί να συμπληρωθεί από άλλο καθεστώς προστασίας του δικαίου της Ένωσης, το οποίο συμπεριλαμβάνει τη στηριζόμενη στους κανόνες του εθνικού δικαίου προστασία.

 Επί της εκτάσεως της παρεχόμενης από το άρθρο 53, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 4, καθώς και από το άρθρο 53, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 προστασίας

44      Όσον αφορά τον προβαλλόμενο αποκλειστικό χαρακτήρα της προστασίας που παρέχεται δυνάμει του άρθρου 118ιγ, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 491/2009, όπως τον αναγνωρίζει το τμήμα προσφυγών και τον επικαλείται το ΓΕΕΑ, επιβάλλεται να επισημανθεί ότι ούτε από τις διατάξεις του κανονισμού 491/2009 ούτε από αυτές του κανονισμού 207/2009 προκύπτει ότι η προστασία δυνάμει του πρώτου κανονισμού πρέπει να νοείται ως αποκλειστική, υπό την έννοια ότι δεν μπορεί να συμπληρωθεί, πέραν του ιδίου αυτής πεδίου εφαρμογής, από άλλο καθεστώς προστασίας. Αντιθέτως, από το σαφές γράμμα του άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 4, αυτού, καθώς και από το γράμμα του άρθρου 53, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του αυτού κανονισμού προκύπτει ότι οι λόγοι κηρύξεως ακυρότητας του σήματος είναι δυνατόν να στηρίζονται, διαζευκτικώς ή σωρευτικώς, σε προγενέστερα δικαιώματα «σύμφωνα με την […] νομοθεσία [της Ένωσης] ή με το εθνικό δίκαιο που διέπει την προστασία του[ς]». Κατά συνέπεια, η παρεχόμενη στις (προστατευόμενες) ονομασίες προελεύσεως και γεωγραφικές ενδείξεις προστασία δυνάμει του κανονισμού 491/2009, υπό τον όρο ότι αυτές συνιστούν «προγενέστερα δικαιώματα» κατά την έννοια των προαναφερθεισών διατάξεων του κανονισμού 207/2009, μπορεί να συμπληρωθεί από το σχετικό εθνικό δίκαιο που χορηγεί συμπληρωματική προστασία.

45      Ειδικότερα, η νομολογία έχει δεχθεί ότι τόσο από το γράμμα του άρθρου 8, παράγραφος 4, που τυγχάνει εφαρμογής δυνάμει του άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, όσο και από το γράμμα του άρθρου 53, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 προκύπτει ότι πρέπει να γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ δύο περιπτώσεων, αναλόγως του αν το προγενέστερο δικαίωμα προστατεύεται από τη νομοθεσία της Ένωσης «ή» από το εθνικό δίκαιο [βλ., συναφώς, αποφάσεις της 5ης Ιουλίου 2011, Edwin κατά ΓΕΕΑ, C‑263/09 P, EU:C:2011:452, σκέψη 48, και της 7ης Μαΐου 2013, macros consult κατά ΓΕΕΑ – MIP Metro (makro), T‑579/10, EU:T:2013:232, σκέψεις 57 και 60]. Εξάλλου, μολονότι ο αιτούμενος την κήρυξη της ακυρότητας φέρει το βάρος να αποδείξει ότι νομιμοποιείται, σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, να επικαλείται προγενέστερο δικαίωμα, με αποτέλεσμα να πρέπει να προσκομίσει όχι μόνο τα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι πληροί τις απαιτούμενες προϋποθέσεις κατά την εν λόγω νομοθεσία, προκειμένου να μπορέσει να απαγορεύσει τη χρήση κοινοτικού σήματος δυνάμει τέτοιου δικαιώματος, αλλά και τα στοιχεία που αποδεικνύουν το περιεχόμενο και την έκταση εφαρμογής της εν λόγω νομοθεσίας, εντούτοις απόκειται, κατά πρώτον, στις αρμόδιες αρχές του ΓΕΕΑ να εκτιμήσουν το κύρος και την αποδεικτική δύναμη των εν λόγω στοιχείων (βλ., συναφώς, προαναφερθείσες αποφάσεις Edwin κατά ΓΕΕΑ, EU:C:2011:452, σκέψεις 49 έως 51, και makro, EU:T:2013:232, σκέψεις 59, 60 και 62).

46      Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού, η ύπαρξη σημείου το οποίο δεν είναι σήμα δικαιολογεί την κήρυξη ακυρότητας ενός κοινοτικού σήματος αν το σημείο αυτό πληροί σωρευτικά τέσσερις προϋποθέσεις: το εν λόγω σημείο πρέπει να χρησιμοποιείται στις εμπορικές συναλλαγές· πρέπει να μην έχει μόνον τοπική ισχύ· το δικαίωμα επί του σημείου πρέπει να έχει κτηθεί σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους όπου χρησιμοποιήθηκε το σημείο πριν από την ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος· το σημείο αυτό πρέπει να παρέχει στον δικαιούχο τη δυνατότητα να απαγορεύει τη χρήση πλέον προσφάτου σήματος. Οι δύο πρώτες προϋποθέσεις, δηλαδή οι σχετικές με τη χρήση και την όχι μόνον τοπική εμβέλεια του σημείου του οποίου γίνεται επίκληση, προκύπτουν από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009 και, επομένως, πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης, ενώ, αντιθέτως, από τη φράση «στις περιπτώσεις και στο βαθμό που σύμφωνα με […] το δίκαιο του κράτους μέλους που διέπει το σημείο αυτό» προκύπτει ότι οι δύο άλλες προϋποθέσεις, που προβλέπει στη συνέχεια το άρθρο 8, παράγραφος 4, στοιχεία αʹ και βʹ, του ίδιου κανονισμού, είναι προϋποθέσεις τις οποίες θέτει ο εν λόγω κανονισμός, οι οποίες εκτιμώνται λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων που προβλέπει το δίκαιο που διέπει το σημείο του οποίου γίνεται επίκληση (βλ., συναφώς, προαναφερθείσα στη σκέψη 45 απόφαση makro, EU:T:2013:232, σκέψεις 54 έως 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

47      Ειδικότερα, το ζήτημα σε ποιο μέτρο σημείο που προστατεύεται σε κράτος μέλος παρέχει στον δικαιούχο το δικαίωμα να απαγορεύει τη χρήση πλέον προσφάτου σήματος πρέπει να εξετάζεται υπό το πρίσμα του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου. Συναφώς πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, η εθνική νομοθεσία της οποίας έγινε επίκληση και οι εκδοθείσες στο οικείο κράτος μέλος δικαστικές αποφάσεις. Επ’ αυτής της βάσεως, ο ανακόπτων πρέπει να αποδείξει ότι το επίμαχο σημείο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου του οικείου κράτους μέλους του οποίου έγινε επίκληση και το δίκαιο αυτό επιτρέπει την απαγόρευση της χρήσεως ενός πλέον πρόσφατου σήματος [αποφάσεις της 29ης Μαρτίου 2011, Anheuser-Busch κατά Budějovický Budvar, C‑96/09 P, EU:C:2011:189, σκέψη 190· της 10ης Ιουλίου 2014, Peek & Cloppenburg κατά ΓΕΕΑ, C‑325/13 P και C‑326/13 P, EU:C:2014:2059, σκέψη 47· της 18ης Απριλίου 2013, Peek & Cloppenburg κατά ΓΕΕΑ – Peek & Cloppenburg (Peek & Cloppenburg), T‑507/11, EU:T:2013:198, σκέψεις 20 και 21, και της 10ης Φεβρουαρίου 2015, Infocit κατά ΓΕΕΑ – DIN (DINKOOL), T‑85/14, EU:T:2015:82, σκέψη 63].

48      Στη συγκεκριμένη περίπτωση, από τη δικογραφία προκύπτει ότι, τόσο κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του ΓΕΕΑ όσο και κατά τη διάρκεια της δίκης, το προσφεύγον επανειλημμένα επικαλέστηκε, προσκομίζοντας συναφώς διάφορα αποδεικτικά στοιχεία, τους σχετικούς κανόνες του πορτογαλικού δικαίου που διέπουν την προστασία των ονομασιών προελεύσεως «porto» και «port» καθώς και τη συναφή πρακτική των πορτογαλικών δικαστηρίων και αρχών όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων. Εξάλλου, ούτε το τμήμα προσφυγών ούτε το ΓΕΕΑ υποστήριξε ότι το προσφεύγον δεν ανταποκρίθηκε στο βάρος αποδείξεως που έφερε συναφώς. Υπό τις συνθήκες όμως αυτές, το τμήμα προσφυγών, λαμβανομένων υπόψη της υποχρεώσεώς του να προβαίνει σε αυτεπάγγελτη εξέταση των πραγματικών περιστατικών δυνάμει του άρθρου 76, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 και του καθήκοντός του επιμέλειας [βλ., συναφώς, απόφαση της 15ης Ιουλίου 2011, Zino Davidoff κατά ΓΕΕΑ – Κλεινάκης και ΣΙΑ (GOOD LIFE), T‑108/08, EU:T:2011:391, σκέψη 19 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία], δεν είχε το δικαίωμα να αγνοήσει τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία και να αρνηθεί να εφαρμόσει τη σχετική πορτογαλική νομοθεσία, με το αιτιολογικό ότι η προστασία των εν λόγω ονομασιών προελεύσεως ή γεωγραφικών ενδείξεων διέπεται αποκλειστικώς από τον κανονισμό 491/2009, ήτοι εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ένωσης (σημείο 14 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

49      Κατά συνέπεια, αυτή η προσέγγιση του τμήματος προσφυγών έρχεται προδήλως σε αντίθεση με το περιεχόμενο του άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 4, καθώς και με το περιεχόμενο του άρθρου 53, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του ίδιου κανονισμού, με αποτέλεσμα την έλλειψη νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως.

50      Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτός ο τρίτος λόγος ακυρώσεως, χωρίς να απαιτείται να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί των επιχειρημάτων των διαδίκων που στηρίζονται στον κανονισμό 510/2006, που δεν τυγχάνει εφαρμογής στη συγκεκριμένη περίπτωση.

51      Αντιθέτως, λαμβανομένου υπόψη ότι η επιχειρηματολογία που ανέπτυξε το προσφεύγον προς στήριξη του πρώτου λόγου ακυρώσεως –σύμφωνα με την οποία εσφαλμένα το τμήμα προσφυγών αποφάνθηκε ότι οι ενδείξεις «porto» και «port» προστατεύονται μόνον ως ενδείξεις ισοδύναμες προς την ένδειξη «oporto»– είναι αλυσιτελής για τη συναγωγή του συμπεράσματος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι σύννομη (βλ. σκέψη 34 ανωτέρω), ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί.

52      Τέλος, για τους λόγους που εκτίθενται ανωτέρω, στις σκέψεις 37 έως 42, πρέπει να απορριφθεί και ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως.

53      Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει απαραίτητο να εξετάσει τον τέταρτο, τον πέμπτο και τον έκτο λόγο ακυρώσεως.

 Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 4, του αυτού κανονισμού

 Υπόμνηση των επιχειρημάτων των διαδίκων

54      Στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, πρώτον, το προσφεύγον προβάλλει την αιτίαση ότι το τμήμα προσφυγών παρά τον νόμο δεν έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία που είχε προσκομίσει, τα οποία αποδείκνυαν ότι το επίμαχο σήμα παραβίαζε τις σχετικές διατάξεις του πορτογαλικού δικαίου περί προστασίας της ονομασίας προελεύσεως «porto» ή «port», με το αιτιολογικό ότι έπρεπε να απορριφθούν in limine οι αιτιάσεις που στηρίζονται στο άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009. Δεύτερον, με τον τρόπο αυτό, το τμήμα προσφυγών αγνόησε το περιεχόμενο της προστασίας που οι προαναφερθείσες διατάξεις παρέχουν στην εν λόγω ονομασία προελεύσεως. Τρίτον, το προσφεύγον υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συμβιβάζεται με την προηγούμενη πρακτική του ΓΕΕΑ ως προς τη λήψη αποφάσεων σε παρόμοιες υποθέσεις ανακοπών που αφορούσαν τον οίνο Porto. Τέταρτον, ακόμη και αν το πορτογαλικό δίκαιο δεν παρείχε στο προσφεύγον το δικαίωμα να απαγορεύσει τη χρήση του επίμαχου σήματος, η απαγόρευση αυτή θα προέκυπτε από το άρθρο 118ιγ, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, σημείο i, του κανονισμού 491/2009, δεδομένου ότι το ουίσκι είναι προϊόν συγκρίσιμο με τον οίνο που παρασκευάζεται με αδρανοποίηση του γλεύκους, όπως είναι ο οίνος Porto. Εξάλλου, ακόμη και αν τα εν λόγω προϊόντα δεν ήταν «συγκρίσιμα», η εν λόγω διάταξη θα απαγόρευε την εκμετάλλευση εκ μέρους του επίμαχου σήματος της φήμης της ονομασίας προελεύσεως «porto» ή «port». Εκτός αυτού, το άρθρο 118ιγ, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 491/2009 προστατεύει το προσφεύγον από τη χρήση του επίμαχου σήματος, καθόσον η λέξη «port» συνεπάγεται μια «απομίμηση ή [μια] επίκληση» της ονομασίας προελεύσεως «porto» ή «port». Λαμβανομένου υπόψη ότι η εν λόγω ονομασία προελεύσεως είναι παγκοίνως γνωστή, ο μέσος καταναλωτής, βλέποντας την έκφραση «port charlotte» σε φιάλη οινοπνευματώδους ποτού, οδηγείται να πιστέψει ότι το εν λόγω ποτό συνδέεται με τον οίνο Porto ή, τουλάχιστον, να αναρωτηθεί κατά πόσον συνδέεται, πράγμα που προϋποθέτει ότι ανακαλείται στη μνήμη του αυτή η ονομασία προελεύσεως.

55      Το ΓΕΕΑ, υποστηριζόμενο από την παρεμβαίνουσα, εκτιμά ότι το τμήμα προσφυγών ορθώς έκρινε ότι το επίμαχο σήμα δεν εμπίπτει σε καμία από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 118ιγ, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ έως γʹ, του κανονισμού 491/2009 και ότι, κατά συνέπεια, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του ενδιαφερομένου κοινού

56      Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το τμήμα προσφυγών έλαβε υπόψη, τουλάχιστον σιωπηρώς και εν μέρει, την αντίληψη του Πορτογάλου μέσου καταναλωτή (βλ. σημείο 26 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Το προσφεύγον και η παρεμβαίνουσα αμφισβητούν την εκτίμηση αυτή, θεωρώντας ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, πρέπει να γίνει αναφορά στον μέσο καταναλωτή της Ένωσης.

57      Δεδομένου ότι τόσο ο οίνος Porto όσο και το ουίσκι είναι προϊόντα ευρείας καταναλώσεως, τα οποία διατίθενται στο εμπόριο σε όλα τα κράτη μέλη της Ένωσης, και ότι οι καταναλωτές των εν λόγω κρατών είναι όλοι σε θέση να αναγνωρίσουν τις ονομασίες και τις ιδιαίτερες ιδιότητες των εν λόγω προϊόντων, το εν λόγω επιχείρημα πρέπει να γίνει δεκτό.

58      Εντούτοις, τούτο δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι μη νόμιμη διότι δεν έλαβε υπόψη το ενδιαφερόμενο κοινό. Αυτό θα συνέβαινε μόνον εάν το αποτέλεσμα της εκτιμήσεως στην οποία προέβη το τμήμα προσφυγών ήταν δυνατόν να διαφέρει αναλόγως της προελεύσεως ή των γλωσσικών ικανοτήτων του ενδιαφερομένου κοινού, πράγμα που πρέπει να εκτιμηθεί χωριστά στο πλαίσιο κάθε λόγου ακυρώσεως.

59      Κατά συνέπεια επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι το ενδιαφερόμενο κοινό, που πρέπει να ληφθεί υπόψη, συγκεκριμένα, στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, αποτελείται από τον μέσο καταναλωτή της Ένωσης.

60      Ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως υποδιαιρείται ουσιαστικά σε δύο σκέλη, από τα οποία το πρώτο αντλείται από το γεγονός ότι το τμήμα προσφυγών παρέλειψε να εφαρμόσει τους σχετικούς κανόνες του πορτογαλικού δικαίου και το δεύτερο αναφέρεται σε κακή εφαρμογή του άρθρου 118ιγ, παράγραφος 2, του κανονισμού 491/2009.

 Επί του πρώτου σκέλους του λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από το γεγονός ότι το τμήμα προσφυγών παρέλειψε να εφαρμόσει το πορτογαλικό δίκαιο

61      Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του λόγου ακυρώσεως, που αντλείται, συγκεκριμένα, από τη μη εφαρμογή των σχετικών κανόνων του πορτογαλικού δικαίου και τη μη εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν συναφώς, και αλληλοεπικαλύπτεται, σε μεγάλο βαθμό, με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, αρκεί η αναφορά σε όσα προεξετέθησαν στις σκέψεις 44 έως 50 και η διαπίστωση ότι, αντίθετα προς ό,τι επιτάσσει το άρθρο 53, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 4, του αυτού κανονισμού, το τμήμα προσφυγών περιόρισε, εν προκειμένω, την εκτίμησή του στις προϋποθέσεις του άρθρου 118ιγ, παράγραφος 2, του κανονισμού 491/2009 και δεν έλαβε υπόψη τους προαναφερθέντες κανόνες του πορτογαλικού δικαίου και τα προαναφερθέντα αποδεικτικά στοιχεία. Με τον τρόπο αυτό, παρά τον νόμο παρέλειψε να αποφανθεί επί της εκτάσεως της ενδεχόμενης προστασίας που παρέχεται σε «προγενέστερα δικαιώματα», ήτοι στις ονομασίες προελεύσεως «porto» ή «port», δυνάμει του σχετικού πορτογαλικού δικαίου, η εφαρμογή του οποίου ήταν, εντούτοις, επιβεβλημένη δυνάμει του άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 4, του αυτού κανονισμού.

62      Για αυτούς τους λόγους και μόνον, πρέπει να γίνει δεκτό το πρώτο σκέλος του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, χωρίς να υφίσταται ανάγκη να κριθεί κατά πόσον πληρούνται εν προκειμένω οι προϋποθέσεις προστασίας που προβλέπει η εφαρμοστέα πορτογαλική νομοθεσία. (βλ., επίσης, σκέψεις 109 και 110 κατωτέρω).

 Επί του δευτέρου σκέλους του λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 118ιγ, παράγραφος 2, του κανονισμού 491/2009

63      Στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους, πρέπει, πρώτον, να εξετασθεί κατά πόσον η καταχώριση ή η χρήση του επίμαχου σήματος συνιστά «άμεση ή έμμεση εμπορική χρήση» της ονομασίας προελεύσεως «porto» ή «port» για συγκρίσιμα προϊόντα που δεν πληρούν την προδιαγραφή προϊόντος της εν λόγω ονομασίας προελεύσεως κατά την έννοια του άρθρου 118ιγ, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, σημείο i, του κανονισμού 491/2009.

64      Πρέπει να υπομνησθεί, συναφώς, ότι το τμήμα προσφυγών έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι οι γεωγραφικές ενδείξεις κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως προστατεύονται αποκλειστικά και μόνον για τους οίνους και, συνεπώς, για προϊόντα που δεν είναι ούτε πανομοιότυπα ούτε συγκρίσιμα με το προϊόν που ονομάζεται «ουίσκι», ήτοι αλκοολούχο ποτό με διαφορετική όψη και διαφορετική περιεκτικότητα οινοπνεύματος που δεν μπορεί να πληροί την προδιαγραφή για οίνο (σημείο 20 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

65      Η εκτίμηση αυτή είναι ορθή, δεδομένου ότι οινοπνευματώδες ποτό που παράγεται με αλκοολική ζύμωση με βάση δημητριακά, όπως το ουίσκι, δεν δύναται εξ ορισμού να πληροί τις προδιαγραφές για οίνο, που παράγεται με αλκοολική ζύμωση με βάση τα σταφύλια, κατά την έννοια του άρθρου 118ιγ, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, σημείο i, του κανονισμού 491/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 118γ, παράγραφος 2, του αυτού κανονισμού.

66      Δεν μπορεί, συναφώς, να γίνει δεκτό το επιχείρημα του προσφεύγοντος, σύμφωνα με το οποίο η αναφορά στην «προδιαγραφή» αφορά μόνον τα προστατευόμενα και όχι τα εν λόγω προϊόντα, τα οποία είναι δυνατόν να είναι συγκρίσιμα προϊόντα, όπως αλκοολούχα ποτά. Πράγματι, το άρθρο 118ιγ, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, σημείο i, του κανονισμού 491/2009 απαιτεί σαφώς τα «συγκρίσιμα προϊόντα» να είναι αυτά «που δεν πληρούν την προδιαγραφή», πράγμα που είναι δυνατόν να συμβεί μόνο στην περίπτωση οίνου ή οίνου λικέρ [βλ. παράρτημα IV, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού (ΕΚ) 479/2008 του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2008, για την κοινή οργάνωση της αμπελοοινικής αγοράς, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) 1493/1999, (ΕΚ) 1782/2003, (ΕΚ) 1290/2005, (ΕΚ) 3/2008 και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) 2392/86 και (ΕΚ) 1493/1999 (ΕΕ L 148, σ. 1)] και όχι στην περίπτωση αλκοολούχου ποτού όπως το ουίσκι. Όπως ορθά επισημαίνει το ΓΕΕΑ, αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο καθόσον από τις σχετικές διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) 110/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιανουαρίου 2008, σχετικά με τον ορισμό, την περιγραφή, την παρουσίαση, την επισήμανση και την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων των αλκοολούχων ποτών και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1576/89 του Συμβουλίου (ΕΕ L 39, σ. 16), προκύπτει ότι τα αλκοολούχα ποτά υπόκεινται σε διαφορετικό καθεστώς προστασίας από τους οίνους και πρέπει να πληρούν διαφορετικές απαιτήσεις προκειμένου να μπορούν να απολαύσουν τέτοιας προστασίας (βλ. άρθρο 5 του εν λόγω κανονισμού).

67      Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η πρώτη αιτίαση που αντλείται από παράβαση του άρθρου 118ιγ, παράγραφος 2, στοιχείο α, σημείο i, του κανονισμού 491/2009, χωρίς να απαιτείται να αποφανθεί, στο στάδιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο ως προς τον συγκρίσιμο ή μη χαρακτήρα των οίνων λικέρ, όπως το porto, αφενός, και του ουίσκι, αφετέρου.

68      Δεύτερον, όσον αφορά την προβαλλόμενη παράβαση του άρθρου 118ιγ, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, σημείο ii, του κανονισμού 491/2009, πρέπει να υπομνησθεί ότι το τμήμα προσφυγών έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι το επίμαχο σήμα δεν «χρησιμοποι[ούσε]» ούτε «θύμιζ[ε]» τις γεωγραφικές ενδείξεις «porto» ή «port», με αποτέλεσμα να μην απαιτείται να εξακριβωθεί κατά πόσον έχαιραν φήμης. Οι εν λόγω ενδείξεις αποτελούν επίσης συστατικό σύνθετων ονομασιών πολλών πόλεων, όπως το Porto Allegre ή το Port Louis. Δεν είναι, επίσης, δυνατόν να συσχετισθούν, αφενός, το σημείο PORT CHARLOTTE, τα δύο στοιχεία του οποίου προσδιορίζουν λιμένα με το όνομα προσώπου καλούμενου Charlotte, γεωγραφική τοποθεσία ή πόλη που βρίσκονται στην ακτή και, αφετέρου, οι γεωγραφικές ονομασίες Porto ή Port, για τις οποίες ο Πορτογάλος καταναλωτής αναγνωρίζει ότι αφορούν οίνο προστατευόμενο από την εν λόγω γεωγραφική ονομασία.

69      Δυνάμει του άρθρου 118ιγ, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, σημείο ii, του κανονισμού 491/2009, οι οικείες ονομασίες προελεύσεως και γεωγραφικές ενδείξεις προστατεύονται από κάθε άμεση ή έμμεση εμπορική χρήση στον βαθμό που η χρήση αυτή εκμεταλλεύεται τη φήμη τους.

70      Συναφώς, πρέπει, αφενός, να επισημανθεί ότι η προστατευόμενη ονομασία προελεύσεως της οποίας δικαιούχος είναι το προσφεύγον και η οποία έχει εγγραφεί στη βάση δεδομένων E-Bacchus, περιλαμβάνει τις ονομασίες «oporto», «portvin», «portwein», «portwijn», «vin de porto», «port wine», «port», «vinho do porto» και «porto». Πρόκειται, συνεπώς, για ονομασίες σε διάφορες γλώσσες, που αποτελούνται είτε από δύο στοιχεία, ήτοι «port» ή «porto» και «vin» (οίνος) είτε από ένα μοναδικό στοιχείο, ήτοι «oporto» ή «porto». Αφετέρου, όπως υποστηρίζει το ΓΕΕΑ, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι το επίμαχο σήμα περιλαμβάνει και αυτό έκφραση που συντίθεται από δύο στοιχεία, ήτοι «port» και «charlotte», που, όπως και στην περίπτωση της εκφράσεως «port wine», πρέπει να νοούνται ως αποτελούντα μια λογική και εννοιολογική ενότητα [βλ., συναφώς, απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2008, Torres κατά ΓΕΕΑ – Vinícola de Tomelloso (TORRE DE GAZATE), T‑286/06, EU:T:2008:601, σκέψη 55].

71      Όμως, αντίθετα προς την έκφραση που αναφέρεται στην εν λόγω προστατευόμενη ονομασία προελεύσεως, η αναφερόμενη στο επίμαχο σήμα έκφραση δεν αναφέρεται ρητώς σε οίνο, αλλά στο γυναικείο όνομα Charlotte που συνδέεται άμεσα με το στοιχείο «port», η πρωταρχική σημασία του οποίου, σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες, συμπεριλαμβανομένων της αγγλικής και της πορτογαλικής γλώσσας, είναι αυτή του λιμένα, δηλαδή ενός τόπου παραθαλάσσιου ή ευρισκόμενου στην όχθη ποταμού. Κατά συνέπεια, όπως ορθά έκρινε το τμήμα προσφυγών στο σημείο 24 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το σημείο PORT CHARLOTTE, θεωρούμενο στο σύνολό του ως λογική και εννοιολογική ενότητα, θα γίνει αντιληπτό από το ενδιαφερόμενο κοινό ως προσδιορίζον λιμένα που φέρει το όνομα προσώπου καλούμενου Charlotte, χωρίς να δημιουργείται άμεσος συσχετισμός με την ονομασία προελεύσεως «porto» ή «port» ή τον οίνο Porto. Όπως επισημαίνει η παρεμβαίνουσα, αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο στο μέτρο που ο όρος «charlotte» αποτελεί το σημαντικότερο στοιχείο του επίμαχου σήματος, που έχει τη μεγαλύτερη διακριτική δύναμη και προσελκύει αμέσως την προσοχή του ενδιαφερομένου κοινού. Το εν λόγω κοινό δεν θα αντιληφθεί το στοιχείο «port» ως διακριτό στοιχείο ή στοιχείο δυνάμενο να διαχωρισθεί από τον όρο «charlotte», αλλά ως χαρακτηρισμό που συνδέεται άμεσα με τον εν λόγω όρο, διαμηνύοντας ότι το επίμαχο σήμα αναφέρεται σε τοποθεσία που βρίσκεται στην ακτή ή κατά μήκος ποταμού. Η εκτίμηση αυτή ισχύει για κάθε μέσο καταναλωτή της Ένωσης που διαθέτει τουλάχιστον βασικές γνώσεις της αγγλικής ή κάποιας λατινογενούς γλώσσας.

72      Ορθά, συνεπώς, το τμήμα προσφυγών κατέληξε, στο σημείο 22 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο συμπέρασμα ότι το επίμαχο σήμα δεν χρησιμοποιεί ούτε θυμίζει την εν λόγω ονομασία προελεύσεως, με αποτέλεσμα να μην απαιτείται να εξακριβωθεί η φήμη της.

73      Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση που αντλείται από παράβαση του άρθρου 118ιγ, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, σημείο ii, του κανονισμού 491/2009.

74      Τρίτον, όσον αφορά την προβαλλόμενη παράβαση του άρθρου 118ιγ, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 491/2009, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατ’ ουσίαν, το τμήμα προσφυγών αποφάνθηκε ότι δεν υφίσταται «επίκληση» οίνου Porto κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, δεδομένου ότι το ουίσκι είναι διαφορετικό προϊόν και κανένα στοιχείο του επίμαχου σήματος δεν περιέχει ένδειξη ενδεχομένως παραπλανητική ή απατηλή (σημείο 28 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

75      Ως προς το ζήτημα αυτό, αρκεί να γίνει αναφορά στα εκτιθέμενα ανωτέρω, στη σκέψη 71, προκειμένου να διαπιστωθεί ότι η χρήση του επίμαχου σήματος δεν συνιστά «κατάχρηση, απομίμηση ή επίκληση» της ονομασίας προελεύσεως «porto» ή «port» κατά την έννοια του άρθρου 118ιγ, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 491/2009.

76      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος. Το προσφεύγον δεν μπορεί, ιδίως, να επικαλεστεί βασίμως τη νομολογία, σύμφωνα με την οποία, αφενός, η έννοια της επικλήσεως καλύπτει την περίπτωση στην οποία ο όρος που χρησιμοποιείται για την περιγραφή ενός προϊόντος περιλαμβάνει μέρος μιας προστατευόμενης ονομασίας, κατά τρόπον ώστε ο καταναλωτής, έχοντας προ οφθαλμών την ονομασία αυτή του προϊόντος, να ανακαλεί στη μνήμη του, ως εικόνα αναφοράς, το εμπόρευμα το οποίο νομίμως φέρει την ονομασία αυτή (βλ. απόφαση της 14ης Ιουλίου 2011, Bureau national interprofessionnel du Cognac, C‑4/10 και C‑27/10, EU:C:2011:484, σκέψη 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), και, αφετέρου, δεν αποκλείεται να υπάρχει επίκληση ονομασίας προελεύσεως ελλείψει οποιουδήποτε κινδύνου συγχύσεως μεταξύ των οικείων προϊόντων (βλ. απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2008, Επιτροπή κατά Γερμανίας, C‑132/05, Συλλογή, EU:C:2008:117, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Αντιθέτως, εν προκειμένω, για τους λόγους που προεξετέθησαν στη σκέψη 71, έστω και αν ο όρος «port» αποτελεί συστατικό του επίμαχου σήματος, ο μέσος καταναλωτής, ακόμη και αν υποτεθεί ότι είναι πορτογαλικής καταγωγής ή έχει ως μητρική γλώσσα την πορτογαλική, βλέποντας ουίσκι που φέρει το εν λόγω σήμα δεν θα συσχετίσει το σήμα με οίνο Porto που δικαιούται να φέρει την εν λόγω ονομασία προελεύσεως. Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται από τις σημαντικές διαφορές μεταξύ των αντίστοιχων χαρακτηριστικών ενός οίνου Porto και ενός ουίσκι, όσον αφορά, ιδίως, τα συστατικά, την περιεκτικότητα σε αλκοόλη και τη γεύση, οι οποίες είναι γνωστές στον μέσο καταναλωτή και ορθώς μνημονεύονται από το τμήμα προσφυγών στα σημεία 20 και 34 της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ. επίσης σκέψη 65 ανωτέρω).

77      Επομένως, πρέπει επίσης να απορριφθεί και η αιτίαση που αντλείται από παράβαση του άρθρου 118ιγ, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 491/2009.

78      Τέλος, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση του προσφεύγοντος, σύμφωνα με την οποία η προσβαλλόμενη απόφαση αντιβαίνει στην πρακτική του ΓΕΕΑ ως προς τη λήψη αποφάσεων σε παρόμοιες υποθέσεις ανακοπών (βλ. σκέψη 54 ανωτέρω). Κατά πάγια νομολογία, οι αποφάσεις που λαμβάνουν τα τμήματα προσφυγών, δυνάμει του κανονισμού 207/2009, εμπίπτουν στη σφαίρα της ασκήσεως δέσμιας αρμοδιότητας και όχι διακριτικής ευχέρειας. Επομένως, η νομιμότητα των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών πρέπει να εκτιμάται αποκλειστικώς με βάση τον κανονισμό αυτόν, όπως αυτός ερμηνεύεται από τον δικαστή της Ένωσης, και όχι με βάση προγενέστερη πρακτική λήψεως αποφάσεων των τμημάτων αυτών ή του ΓΕΕΑ (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογίαν, διατάξεις της 13ης Φεβρουαρίου 2008, Indorata-Serviços e Gestão κατά ΓΕΕΑ, C‑212/07 P, EU:C:2008:83, σκέψη 43, και της 15ης Φεβρουαρίου 2008, Brinkmann κατά ΓΕΕΑ, C‑243/07 P, EU:C:2008:94, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), με την επιφύλαξη της υποχρεώσεως του ΓΕΕΑ να λαμβάνει υπόψη, στο πλαίσιο της εξετάσεως αιτήσεως κηρύξεως ακυρότητας, τις αποφάσεις που έχουν ήδη ληφθεί στο πλαίσιο παρόμοιων διαδικασιών και να διερωτάται με ιδιαίτερη προσοχή για το αν πρέπει ή όχι να αποφασίσει κατά τον ίδιο τρόπο [βλ., συναφώς και κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 10ης Μαρτίου 2011, Agencja Wydawnicza Technopol κατά ΓΕΕΑ, C‑51/10 P, EU:C:2011:139, σκέψη 74, και της 12ης Δεκεμβρίου 2014, Wilo κατά ΓΕΕΑ (Pioneering for You), T‑601/13, EU:T:2014:1067, σκέψη 41].

79      Ακόμη και αν πρέπει να θεωρηθεί ότι με την αιτίαση αυτή προβάλλεται αθέτηση της εν λόγω υποχρεώσεως εξετάσεως ή παραβίαση της αρχής ίσης μεταχειρίσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι προαναφερθείσες υποχρέωση και αρχή πρέπει να συμβιβάζονται με την τήρηση της νομιμότητας, από την οποία συνάγεται ότι ουδείς μπορεί να επικαλείται υπέρ αυτού παρανομία διαπραχθείσα υπέρ τρίτου προκειμένου να επιτύχει την έκδοση πανομοιότυπης αποφάσεως. Συνεπώς, ο αιτούμενος την κήρυξη της ακυρότητας κοινοτικού σήματος δεν μπορεί να επικαλεστεί ενώπιον του ΓΕΕΑ πρακτική λήψεως αποφάσεων αντίθετη προς τις απαιτήσεις που επιβάλλει ο κανονισμός 207/2009 ή οδηγούσα στη λήψη παρανόμου αποφάσεως (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογίαν, διάταξη της 12ης Φεβρουαρίου 2009, Bild digital και ZVS, C‑39/08 και C‑43/08, EU:C:2009:91, σκέψη 18, και προαναφερθείσες στη σκέψη 78 αποφάσεις Agencja Wydawnicza Technopol κατά ΓΕΕΑ, EU:C:2011:139, σκέψεις 75 και 76, και Pioneering for You, EU:T:2014:1067, σκέψη 42).

80      Κατά συνέπεια, η εν λόγω αιτίαση δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

81      Ενόψει όλων των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του το δεύτερο σκέλος του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως.

 Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του αυτού κανονισμού

82      Προς στήριξη του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, το προσφεύγον επισημαίνει, κατ’ ουσίαν, ότι ο μέσος καταναλωτής στην Πορτογαλία και σε άλλα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένου του Ηνωμένου Βασιλείου, γνωρίζει την ονομασία «port» για τους οίνους Porto και ότι είναι σχετικά σύνηθες σήματα οίνων Porto να συντίθενται από δύο λέξεις, μια από τις οποίες είναι «port» (DOW’S PORT, FERREIRA PORT, GRAHAM PORT) που μερικές φορές προηγείται (PORT FOR TWO). Ο εν λόγω καταναλωτής είναι επίσης συνηθισμένος η λέξη αυτή να αναφέρεται στις ετικέτες που φέρουν οι φιάλες οίνου Porto με έντονους χαρακτήρες. Δεδομένου ότι το χρώμα του άσπρου οίνου Porto ομοιάζει με το χρώμα του ουίσκι, είναι, συνεπώς, πολύ πιθανό ο εν λόγω καταναλωτής, βλέποντας φιάλη ουίσκι φέρουσα το σήμα PORT CHARLOTTE, να συμπεράνει ότι πρόκειται για φιάλη οίνου Porto. Κατά συνέπεια, το επίμαχο σήμα, που περιλαμβάνει τη λέξη «port», οδηγεί σε παραπλάνηση του καταναλωτή ως προς τη γεωγραφική προέλευση, δημιουργώντας του την πεποίθηση ότι τα προϊόντα που φέρουν το εν λόγω σήμα περιέχουν οίνο Porto ή με κάποιον τρόπο σχετίζονται με τον οίνο Porto.

83      Το ΓΕΕΑ, υποστηριζόμενο από την παρεμβαίνουσα, αντιτάσσει ότι ο λόγος απαραδέκτου που αναφέρεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού 207/2009 προϋποθέτει την ύπαρξη πραγματικής παραπλανήσεως ή ενός αρκούντως σοβαρού κινδύνου παραπλανήσεως του καταναλωτή, πράγμα που δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

84      Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του αυτού κανονισμού, δεν γίνονται δεκτά για καταχώριση ή κηρύσσονται άκυρα τα σήματα «που θα μπορούσαν να παραπλανήσουν το κοινό, για παράδειγμα ως προς τη φύση, [ως προς] την ποιότητα ή [ως προς] τη γεωγραφική προέλευση του [εν λόγω] προϊόντος».

85      Το τμήμα προσφυγών έκρινε, συναφώς, ότι το επίμαχο σήμα δεν είναι ικανό να παραπλανήσει το κοινό όσον αφορά τη γεωγραφική προέλευση του προϊόντος, δεδομένου ότι η ένδειξη «port» δεν προσδιορίζει γεωγραφική περιοχή και το επίμαχο σήμα δεν συνδέεται με την περιοχή όπου κατασκευάζονται τα προϊόντα του προσφεύγοντος. Η δυνατότητα παραπλανήσεως μειώνεται ακόμη περισσότερο λόγω του ότι ο καταναλωτής ευχερώς αναγνωρίζει ότι το ουίσκι είναι προϊόν με διαφορετικά χαρακτηριστικά από αυτά των εν λόγω προϊόντων (σημείο 34 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

86      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι η εν λόγω εκτίμηση είναι ορθή.

87      Συγκεκριμένα, όπως επισημαίνει το ΓΕΕΑ, κατά πάγια νομολογία, οι περιπτώσεις απαραδέκτου της καταχωρίσεως και οι λόγοι ακυρότητας σήματος που αναφέρονται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του αυτού κανονισμού, προϋποθέτουν την ύπαρξη πραγματικής παραπλανήσεως ή ενός αρκούντως σοβαρού κινδύνου παραπλανήσεως του καταναλωτή [βλ., συναφώς και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 5ης Μαΐου 2011, SIMS – École de ski internationale κατά OΓΕΕΑ – SNMSF (esf école du ski français), T‑41/10, EU:T:2011:200, σκέψη 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία]. Εντούτοις, για τους λόγους που εκτίθενται ανωτέρω στις σκέψεις 71 και 76, το ενδιαφερόμενο κοινό, ανεξαρτήτως της προελεύσεως και των γλωσσικών ικανοτήτων του, δεν μπορεί να συσχετίσει μόνη την ένδειξη «port» στο επίμαχο σήμα με την ονομασία προελεύσεως «porto» ή «port» ή με οίνο λικέρ που φέρει την εν λόγω ονομασία. Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, κατά μείζονα λόγο, δεν θα παραπλανηθεί ως προς τη φύση, ως προς την ποιότητα ή ως προς τη γεωγραφική προέλευση ενός ουίσκι που διατίθεται στην αγορά με το εν λόγω σήμα. Όπως επισημαίνει η παρεμβαίνουσα, αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο εξαιτίας του γεγονότος ότι, σε αντίθεση με τη Σκωτία, η Πορτογαλία, ή τουλάχιστον η περιοχή στην οποία βρίσκεται η πόλη του Porto, δεν είναι γνωστή στο ενδιαφερόμενο κοινό ως περιοχή παραγωγής ουίσκι.

88      Κατά συνέπεια, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του αυτού κανονισμού

 Υπόμνηση των επιχειρημάτων των διαδίκων

89      Το προσφεύγον υποστηρίζει ότι, έστω και αν η αίτηση για κήρυξη της ακυρότητας δεν στηριζόταν στον απόλυτο λόγο απαραδέκτου που αναφέρεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ, του κανονισμού 207/2009, αγνοούσε την ύπαρξη της τοποθεσίας Port Charlotte μέχρι την κατάθεση των παρατηρήσεων της παρεμβαίνουσας στις 17 Οκτωβρίου 2011 και επικαλέστηκε τον λόγο αυτό ενώπιον του τμήματος ακυρώσεως με τις παρατηρήσεις που κατέθεσε προς απάντηση στις παρατηρήσεις της παρεμβαίνουσας στις 20 Δεκεμβρίου 2011. Εντούτοις, το τμήμα προσφυγών δεν αξιολόγησε, συναφώς, το κρίσιμο ζήτημα κατά πόσον υφίσταται γενικό συμφέρον που επιβάλλει τη δυνατότητα ελεύθερης χρήσεως τέτοιων ενδείξεων που περιγράφουν γεωγραφική προέλευση. Εάν όμως, σύμφωνα με τα όσα υποστηρίζει η παρεμβαίνουσα, ένα τμήμα του ενδιαφερόμενου κοινού αντιλαμβάνεται ότι το σήμα PORT CHARLOTTE αναφέρεται σε «τοποθεσία αυθεντική και αναμενόμενη για τον εφοδιασμό σε ουίσκι», θα έπρεπε να εφαρμοστεί ο προαναφερθείς απόλυτος λόγος απαραδέκτου, καθόσον το επίμαχο σήμα αποτελείται αποκλειστικά από σημείο που μπορεί να χρησιμεύσει, στο εμπόριο, προς δήλωση της γεωγραφικής προελεύσεως του εν λόγω προϊόντος.

90      Κατά την άποψη του ΓΕΕΑ, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως είναι απαράδεκτος. Έστω και αν το προσφεύγον προέβαλε, κατά τη διαδικασία κηρύξεως ακυρότητας, επιχειρήματα επί του ζητήματος αυτού, ο λόγος αυτός δεν αποτέλεσε αντικείμενο της αιτήσεως κηρύξεως ακυρότητας του σήματος. Κατά συνέπεια, ορθώς το τμήμα προσφυγών χαρακτήρισε τον λόγο αυτό ως απαράδεκτη διεύρυνση των λόγων κηρύξεως ακυρότητας. Κατά μείζονα λόγο, το προσφεύγον δεν δικαιούται να προβάλει τον λόγο αυτό ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Η παρεμβαίνουσα προσθέτει, κατ’ ουσίαν, ότι η έκφραση «port charlotte» δεν είναι πολύ γνωστή στους καταναλωτές ουίσκι και ότι το προσφεύγον δεν απέδειξε ούτε την πιθανή γνώση του επίμαχου σήματος, με αποτέλεσμα να είναι ορθή η διαπίστωση του τμήματος προσφυγών ότι το προσφεύγον δεν απέδειξε τα επιχειρήματά του.

 Επί του παραδεκτού του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως

91      Το ΓΕΕΑ υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως είναι απαράδεκτος, διότι η αντίθεση της καταχωρίσεως του επίμαχου σήματος προς το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009 δεν είχε προβληθεί με την αίτηση κηρύξεως ακυρότητας του σήματος και, κατά συνέπεια, δεν περιλαμβανόταν στο αντικείμενο της διαφοράς που ήχθη προς κρίση ενώπιον του τμήματος ακυρώσεως.

92      Αυτή η ένσταση απαραδέκτου δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

93      Πρώτον, μολονότι, βεβαίως, η αίτηση κηρύξεως ακυρότητας, όπως κατατέθηκε ενώπιον του τμήματος ακυρώσεως, δεν αναφερόταν στον απόλυτο λόγο απαραδέκτου που προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, εντούτοις το προσφεύγον είχε προβάλει σχετικό λόγο ενώπιον του αυτού τμήματος, επικαλούμενο την απόφαση της 4ης Μαΐου 1999, Windsurfing Chiemsee (C‑108/97 και C‑109/97, Συλλογή, EU:C:1999:230), στο πλαίσιο των παρατηρήσεών του επί του υπομνήματος αντικρούσεως της παρεμβαίνουσας, με το οποίο η παρεμβαίνουσα υποστήριξε, κατ’ ουσίαν, ότι η έκφραση «port charlotte» υποδήλωνε «γνωστή τοποθεσία ειδικού αποστακτηρίου στη νήσο Islay».

94      Δεύτερον, το τμήμα ακυρώσεως έλαβε ρητώς θέση, στα σημεία 40 έως 49 της αποφάσεώς του, επί του λόγου αυτού και τον απέρριψε ως αβάσιμο, με το αιτιολογικό, ιδίως, ότι τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία δεν αποδείκνυαν ότι ο μέσος καταναλωτής ουίσκι γνώριζε την τοποθεσία Port Charlotte κατά τον χρόνο καταθέσεως της αιτήσεως καταχωρίσεως του επίμαχου σήματος (σημείο 48 της αποφάσεως του τμήματος ακυρώσεως).

95      Τρίτον, με την προσφυγή του ενώπιον του τμήματος προσφυγών, το προσφεύγον ρητώς προέβαλε λόγο ακυρώσεως αντλούμενο από παράβαση του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του αυτού κανονισμού, υποστηρίζοντας ότι η κρίση του τμήματος ακυρώσεως ως προς το ζήτημα αυτό ήταν εσφαλμένη. Εξάλλου, στο σημείο 35 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών, παρά τη διαπίστωση σύμφωνα με την οποία το προσφεύγον είχε προβάλει τον λόγο αυτό «μόνον κατά την άσκηση της προσφυγής», έκρινε όντως και απέρριψε τον λόγο αυτό επί της ουσίας, θεωρώντας, αφενός, ότι η προβληθείσα από το προσφεύγον επιχειρηματολογία ήταν αντιφατική, καθόσον αναφερόταν παράλληλα σε μια (υπαρκτή ή ανύπαρκτη) τοποθεσία που φέρει το όνομα Port Charlotte καθώς και «στην πόλη του Oporto (Porto)» και, αφετέρου, ότι ορθώς το τμήμα ακυρώσεως επισήμανε ότι το προσφεύγον παρέλειψε να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία που να τεκμηριώνουν ότι τοποθεσία ή πόλη φέρουσα το όνομα Port Charlotte ήταν γνωστή στον μέσο καταναλωτή. Κατά συνέπεια, λαμβανομένης υπόψη της διατυπώσεως του σημείου 35 της προσβαλλομένης αποφάσεως, εσφαλμένως το ΓΕΕΑ υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών περιορίστηκε να χαρακτηρίσει τον λόγο αυτό «ως απαράδεκτη διεύρυνση των λόγων κηρύξεως ακυρότητας». Τέλος, η εκτίμηση αυτή δεν αναιρείται από το εσφαλμένο συμπέρασμα που αναφέρεται στο σημείο 38 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σύμφωνα με το οποίο ουδέποτε έγινε επίκληση του λόγου που αντλείται από το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009 κατά τη διαδικασία κηρύξεως της ακυρότητας και το προσφεύγον δεν δικαιούται να τον προβάλει με την προσφυγή που άσκησε ενώπιον του τμήματος προσφυγών.

96      Επιβάλλεται, συνεπώς, η διαπίστωση ότι, σύμφωνα με το άρθρο 135, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, κατόπιν της προσφυγής που άσκησε το προσφεύγον κατά της αποφάσεως του τμήματος ακυρώσεως, το τμήμα προσφυγών επιλήφθηκε του αντικειμένου της διαφοράς, όπως αυτό καθορίζεται από την εν λόγω απόφαση και από τους λόγους που προβλήθηκαν προς στήριξη της προσφυγής, και αποφάνθηκε συναφώς, τουλάχιστον κατά τρόπο επάλληλο. Στο πλαίσιο αυτό, το ΓΕΕΑ δεν μπορεί να επικαλεστεί λυσιτελώς την απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2011, Park κατά ΓΕΕΑ – Bae (PINE TREE) (T‑28/09, EU:T:2011:7, σκέψη 46), από την οποία προκύπτει μόνον ότι το αίτημα κηρύξεως της ακυρότητας δεν μπορεί να υποβληθεί για πρώτη φορά ενώπιον του τμήματος προσφυγών, πράγμα που δεν συνέβη εν προκειμένω. Αντιθέτως, η εν λόγω απόφαση επιβεβαιώνει ότι απόκειται στο τμήμα ακυρώσεως να αποφανθεί, σε πρώτο βαθμό, επί του αιτήματος κηρύξεως της ακυρότητας, όπως αυτό καθορίζεται στις διάφορες αιτήσεις και στα διάφορα δικόγραφα των διαδίκων (βλ., συναφώς, προαναφερθείσα απόφαση PINE TREE, EU:T:2011:7, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), στα οποία περιλαμβάνονται, εν προκειμένω, οι παρατηρήσεις που κατέθεσε το προσφεύγον ενώπιον του τμήματος ακυρώσεως επί του υπομνήματος αντικρούσεως της παρεμβαίνουσας.

97      Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι ο λόγος ακυρότητας που αντλείται από παράβαση του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του αυτού κανονισμού έχει προβληθεί και εκτιμηθεί στο πλαίσιο των δύο οργάνων του ΓΕΕΑ και ότι το προσφεύγον επικαλέστηκε τον ίδιο λόγο ακυρώσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το Γενικό Δικαστήριο έχει επιληφθεί του λόγου αυτού δυνάμει του άρθρου 65 του αυτού κανονισμού και υποχρεούται να αποφανθεί επί του βασίμου του λόγου.

98      Κατά συνέπεια, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να κριθεί παραδεκτός.

 Επί του βασίμου του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως

99      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, που είναι εφαρμοστέο εν προκειμένω βάσει του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του αυτού κανονισμού, δεν γίνονται δεκτά για καταχώρηση τα σήματα που αποτελούνται αποκλειστικά από σημεία ή ενδείξεις που μπορούν να χρησιμεύσουν, στο εμπόριο, προς δήλωση του είδους, της ποιότητας, της ποσότητας, του προορισμού, της αξίας, της γεωγραφικής προέλευσης ή του χρόνου παραγωγής του προϊόντος ή της παροχής της υπηρεσίας ή άλλων χαρακτηριστικών του προϊόντος ή της υπηρεσίας.

100    Τα εν λόγω περιγραφικά σημεία ή ενδείξεις θεωρούνται ακατάλληλα να επιτελέσουν την ουσιώδη λειτουργία του σήματος, δηλαδή τον προσδιορισμό της εμπορικής προελεύσεως του προϊόντος ή της υπηρεσίας, ώστε να παρέχεται κατ’ αυτόν τον τρόπο στον καταναλωτή που αποκτά το προϊόν ή είναι αποδέκτης της υπηρεσίας που το σήμα προσδιορίζει η δυνατότητα να προβεί αργότερα στην ίδια επιλογή αν η εμπειρία αποβεί θετική ή σε διαφορετική επιλογή αν η εμπειρία αποβεί αρνητική [απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2003, ΓΕΕΑ κατά Wrigley, C‑191/01 P, Συλλογή, EU:C:2003:579, σκέψη 30· βλ., επίσης, απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2013, Fürstlich Castell’sches Domänenamt κατά ΓΕΕΑ – Castel Frères (CASTEL), T‑320/10, EU:T:2013:424, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

101    Εξάλλου, το γενικό συμφέρον στο οποίο στηρίζεται το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009 συνίσταται στην εξασφάλιση του ότι τα σημεία που είναι περιγραφικά ενός ή πλειόνων χαρακτηριστικών των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τα οποία ζητείται η καταχώριση σήματος μπορούν να χρησιμοποιηθούν ελεύθερα από το σύνολο των επιχειρηματιών που προσφέρουν αυτά τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες. (βλ., συναφώς, προαναφερθείσα στη σκέψη 100 απόφαση ΓΕΕΑ κατά Wrigley, EU:C:2003:579, σκέψη 31, και προαναφερθείσα στη σκέψη 78 απόφαση Agencja Wydawnicza Technopol κατά ΓΕΕΑ, EU:C:2011:139, σκέψη 37).

102    Όσον αφορά, ειδικότερα, τα σημεία ή τις ενδείξεις που μπορούν να χρησιμεύσουν προς δήλωση της γεωγραφικής προελεύσεως των κατηγοριών προϊόντων για τις οποίες ζητείται η καταχώριση του σήματος, ιδίως δε τις γεωγραφικές ονομασίες, υπάρχει γενικό συμφέρον να παραμείνουν στη διάθεση όλων, ιδίως λόγω της ικανότητάς τους όχι μόνο να δηλώνουν, ενδεχομένως, την ποιότητα και άλλες ιδιότητες των οικείων κατηγοριών προϊόντων, αλλά και να επηρεάζουν ποικιλοτρόπως τις προτιμήσεις των καταναλωτών, συνδέοντας, για παράδειγμα, τα προϊόντα με ορισμένο τόπο που μπορεί να δημιουργήσει θετικά συναισθήματα (βλ. προαναφερθείσα στη σκέψη 100 απόφαση CASTEL, EU:T:2013:424, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

103    Αποκλείεται, αφενός, η καταχώριση γεωγραφικών ονομασιών ως σημάτων στις περιπτώσεις κατά τις οποίες δηλώνουν συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές που είναι φημισμένες ή γνωστές για την οικεία κατηγορία προϊόντων και συνδέονται, επομένως, με την περιοχή αυτή στην αντίληψη των κύκλων των ενδιαφερόμενων, και, αφετέρου, η καταχώριση γεωγραφικών ονομασιών που μπορούν να χρησιμοποιούνται από τις επιχειρήσεις και πρέπει να παραμένουν στη διάθεση αυτών ως ενδείξεις γεωγραφικής προελεύσεως της οικείας κατηγορίας προϊόντων (βλ. προαναφερθείσα στη σκέψη 100 απόφαση CASTEL, EU:T:2013:424, σκέψη 44 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

104    Εντούτοις, κατ’ αρχήν, το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009 δεν αποκλείει την καταχώριση γεωγραφικών ονομασιών που είναι άγνωστες στους κύκλους των ενδιαφερομένων ή που, εν πάση περιπτώσει, είναι άγνωστες ως προσδιορισμοί γεωγραφικών περιοχών ή, ακόμη, ονομασιών στην περίπτωση των οποίων είναι απίθανο, λόγω των χαρακτηριστικών του δηλουμένου τόπου, το ενδεχόμενο να υποθέσουν οι κύκλοι των ενδιαφερόμενων ότι η οικεία κατηγορία προϊόντων ή υπηρεσιών προέρχεται από τον τόπο αυτόν (βλ. προαναφερθείσα στη σκέψη 100 απόφαση CASTEL, EU:T:2013:424, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

105    Συνεπώς, προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσον ένα σημείο είναι ικανό, κατά την αντίληψη των κύκλων των ενδιαφερομένων, να δηλώσει τη γεωγραφική προέλευση της οικείας κατηγορίας προϊόντων, πρέπει να καθοριστεί κατά πόσον η εν λόγω γεωγραφική ονομασία δηλώνει τοποθεσία που συνδέεται επί του παρόντος, κατά την αντίληψη των κύκλων των ενδιαφερομένων, με την οικεία κατηγορία προϊόντων ή εκτιμάται ευλόγως ότι είναι δυνατόν, στο μέλλον, να αναπτυχθεί τέτοιος δεσμός. Προς τον σκοπό αυτό, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη αν η ονομασία αυτή καθώς και τα χαρακτηριστικά της τοποθεσίας που δηλώνει και η οικεία κατηγορία προϊόντων είναι, κατά το μάλλον ή ήττον, γνωστά στους κύκλους των ενδιαφερομένων (βλ. προαναφερθείσα στη σκέψη 100 απόφαση CASTEL, EU:T:2013:424, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

106    Όπως επισημαίνει το τμήμα προσφυγών στο σημείο 35 της προσβαλλομένης αποφάσεως και υποστηρίζουν το ΓΕΕΑ και η παρεμβαίνουσα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εν προκειμένω, πέραν της μη στηριζόμενης σε αποδεικτικά στοιχεία διαπιστώσεως της παρεμβαίνουσας, σύμφωνα με την οποία η έκφραση «port charlotte» υποδηλώνει «γνωστή τοποθεσία ειδικού αποστακτηρίου στη νήσο Islay», το προσφεύγον δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι η εν λόγω έκφραση δηλώνει ήδη φημισμένη ή γνωστή για το ουίσκι, στους κύκλους των ενδιαφερομένων, γεωγραφική τοποθεσία και ότι η υπάρχει ανάγκη να παραμείνει η έκφραση αυτή, ως ένδειξη γεωγραφικής προελεύσεως, διαθέσιμη για άλλους παραγωγούς ουίσκι της αυτής προελεύσεως. Αντιθέτως, το ίδιο το προσφεύγον παραδέχθηκε ότι αρχικώς δεν προέβαλε τον απόλυτο λόγο απαραδέκτου που προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009 διότι αγνοούσε ότι το επίμαχο σήμα αναφερόταν σε μια τέτοια συγκεκριμένη τοποθεσία. Ομοίως, το προσφεύγον δεν απέδειξε ότι το επίμαχο σήμα ήταν κατάλληλο να χρησιμοποιηθεί ως προσδιορισμός γεωγραφικής τοποθεσίας για άλλα ουίσκι ή ότι, ανεξαρτήτως της προελεύσεως και των γλωσσικών ικανοτήτων του ενδιαφερομένου κοινού, οι κύκλοι των ενδιαφερομένων θα μπορούσαν, ενδεχομένως, στο μέλλον, να συσχετίσουν το σήμα με την εν λόγω κατηγορία προϊόντων. Κατά συνέπεια, δεν αποδείχθηκε ότι υφίσταται γενικό συμφέρον να παραμείνει διαθέσιμη η έκφραση «port charlotte» προκειμένου να δηλώνει άλλα ουίσκι πλην αυτών που παράγει η παρεμβαίνουσα, ή ανάγκη να παραμείνει μια τέτοια ονομασία στην ελεύθερη διάθεση άλλων παραγωγών ουίσκι.

107    Για τους λόγους αυτούς, πρέπει ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Ενδιάμεσο συμπέρασμα

108    Υπό το πρίσμα όλων όσων προαναφέρθηκαν, λαμβανομένων υπόψη των παρανομιών που διαπιστώθηκαν στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του τρίτου και του τέταρτου λόγου ακυρώσεως που στηρίζονται στην μη εφαρμογή των σχετικών κανόνων πορτογαλικού δικαίου εκ μέρους του τμήματος προσφυγών (βλ. σκέψεις 50 και 62 ανωτέρω), πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.

 Επί του αιτήματος μεταρρυθμίσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως

109    Όσον αφορά το δεύτερο αίτημα του προσφεύγοντος, περί μεταρρυθμίσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, αρκεί να υπομνησθεί ότι ο έλεγχος που ασκεί σύμφωνα με το άρθρο 65 του κανονισμού 207/2009 το Γενικό Δικαστήριο συνίσταται σε έλεγχο της νομιμότητας των αποφάσεων του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ και ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να ακυρώσει ή να μεταρρυθμίσει την απόφαση κατά της οποίας στρέφεται η προσφυγή παρά μόνον αν, κατά τον χρόνο εκδόσεώς της, συνέτρεχε ένας από τους λόγους ακυρώσεως ή μεταρρυθμίσεως που προβλέπει το άρθρο 65, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού. Επομένως, η εξουσία μεταρρυθμίσεως που αναγνωρίζεται στο Γενικό Δικαστήριο δεν σημαίνει ότι αυτό έχει την εξουσία να υποκαθιστά, με τη δική του κρίση, την κρίση του τμήματος προσφυγών ούτε περαιτέρω να αποφαίνεται επί ζητήματος ως προς το οποίο δεν έχει ακόμη αποφανθεί το εν λόγω τμήμα. Η άσκηση της εξουσίας μεταρρυθμίσεως πρέπει επομένως, καταρχήν, να περιορίζεται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο, έχοντας ελέγξει την κρίση του τμήματος προσφυγών, είναι σε θέση να προσδιορίσει βάσει αποδειχθέντων πραγματικών και νομικών στοιχείων την απόφαση που έπρεπε να είχε λάβει το τμήμα προσφυγών (προαναφερθείσα στη σκέψη 45 απόφαση Edwin κατά ΓΕΕΑ, EU:C:2011:452, σκέψεις 71 και 72).

110    Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009, το Γενικό Δικαστήριο δεν έχει την ευχέρεια, εν προκειμένω, να προβεί σε αυτοτελή εκτίμηση του αν το προσφεύγον μπορεί να επικαλείται συγκεκριμένα προγενέστερα δικαιώματα διεπόμενα από κανόνες πορτογαλικού δικαίου. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι τόσο η ύπαρξη όσο και το περιεχόμενο του εθνικού δικαίου αποτελούν πραγματικά ζητήματα που διέπονται από τις αρχές περί διεξαγωγής των αποδείξεων, περί βάρους αποδείξεως και περί της ελεύθερης δικαστικής εκτιμήσεως των αποδείξεων (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογίαν, προαναφερθείσες στη σκέψη 45 αποφάσεις Edwin κατά ΓΕΕΑ, EU:C:2011:452, σκέψεις 49 έως 51, και makro, EU:T:2013:232, σκέψεις 62 έως 65). Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να υποκαταστήσει με τη δική του ερμηνεία του πορτογαλικού δικαίου την ερμηνεία στην οποία όφειλε να προβεί το τμήμα προσφυγών βάσει των διάφορων αποδεικτικών στοιχείων, ιδίως βάσει των σχετικών αποφάσεων των πορτογαλικών δικαστηρίων, που είχε προσκομίσει το προσφεύγον ενώπιον των δύο οργάνων του ΓΕΕΑ, ήτοι πριν την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

111    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το αίτημα μεταρρυθμίσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

112    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

113    Εξάλλου, από το άρθρο 190, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας προκύπτει ότι μόνον τα αναγκαία έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι διάδικοι στο πλαίσιο της ενώπιον του τμήματος προσφυγών διαδικασίας θεωρούνται ως έξοδα δυνάμενα να αναζητηθούν. Αντιθέτως, τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος ακυρώσεως δεν συνιστούν έξοδα δυνάμενα να αναζητηθούν και, συνεπώς, στο μέτρο αυτό, το αίτημα του προσφεύγοντος δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

114    Δεδομένου ότι το ΓΕΕΑ ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος προσφυγών, σύμφωνα με το αίτημα του προσφεύγοντος.

115    Η παρεμβαίνουσα θα φέρει τα δικαστικά της έξοδα σύμφωνα με το άρθρο 138, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση του τετάρτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) της 8ης Ιουλίου 2014 (υπόθεση R 946/2013 4), σχετικά με διαδικασία κηρύξεως ακυρότητας σήματος μεταξύ του Instituto dos Vinhos do Douro e do Porto, IP και της Bruichladdich Distillery Co. Ltd.

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

3)      Καταδικάζει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος προσφυγών.

4)      Η Bruichladdich Distillery φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Prek

Labucka

Kreuschitz

Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο, στις 18 Νοεμβρίου 2015.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Ιστορικό της διαφοράς

Αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Σύνοψη των λόγων ακυρώσεως

Επί του πρώτου, του δεύτερου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αντλούνται από πλάνη περί τα πράγματα όσον αφορά το όνομα Oporto, από το γεγονός ότι οι όροι «porto» και «port» προστατεύονται ως γεωγραφικές ενδείξεις per se και όχι ως «ισοδύναμες ενδείξεις» και από το γεγονός ότι η προστασία των ονομασιών προελεύσεως για τους οίνους διέπεται όχι μόνον από τον κανονισμό 491/2009, αλλά και από το εθνικό δίκαιο

Υπόμνηση των επιχειρημάτων των διαδίκων

Επί της προβαλλόμενης μη λήψεως υπόψη της πορτογαλικής ονομασίας προελεύσεως «porto» ή «port»

Επί της εκτάσεως της προστασίας που παρέχει ο ίδιος ο κανονισμός 491/2009

Επί της εκτάσεως της παρεχόμενης από το άρθρο 53, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 4, καθώς και από το άρθρο 53, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 προστασίας

Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 4, του αυτού κανονισμού

Υπόμνηση των επιχειρημάτων των διαδίκων

Επί του ενδιαφερομένου κοινού

Επί του πρώτου σκέλους του λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από το γεγονός ότι το τμήμα προσφυγών παρέλειψε να εφαρμόσει το πορτογαλικό δίκαιο

Επί του δευτέρου σκέλους του λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 118ιγ, παράγραφος 2, του κανονισμού 491/2009

Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του αυτού κανονισμού

Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του αυτού κανονισμού

Υπόμνηση των επιχειρημάτων των διαδίκων

Επί του παραδεκτού του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως

Επί του βασίμου του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως

Ενδιάμεσο συμπέρασμα

Επί του αιτήματος μεταρρυθμίσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.