Language of document : ECLI:EU:C:2012:114

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

NIILO JÄÄSKINEN

της 1ης Μαρτίου 2012 (1)

Υπόθεση C‑522/10

Doris Reichel‑Albert

κατά

Deutsche Rentenversicherung Nordbayern

[αίτηση του Sozialgericht Würzburg (Γερμανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Κοινωνική ασφάλιση των διακινούμενων εργαζομένων — Συντονισμόςτων συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως — Άρθρο 44, παράγραφος 2,του κανονισμού (ΕΚ) 987/2009 για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογήςτου κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 — Κρίση περί του δικαιώματος συντάξεως γήρατος — Συνυπολογισμός των περιόδων ανατροφής τέκνων — Περίοδοιπου διανύθηκαν σε άλλο κράτος μέλος — Προϋποθέσεις — Άρθρο 5του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 — Αρχή της εξομοιώσεως γεγονότων»





I –    Εισαγωγή

1.        Το Sozialgericht Würzburg (Γερμανία) ζητεί από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει το άρθρο 44, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (2), στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της D. Reichel‑Albert, γερμανικής ιθαγένειας, της οποίας τα τέκνα γεννήθηκαν και ανατράφηκαν στο Βέλγιο, και του οργανισμού που διαχειρίζεται το προβλεπόμενο από τον νόμο σύστημα ασφαλίσεως γήρατος στη Γερμανία, δηλαδή το Deutsche Rentenversicherung Nordbayern (στο εξής: DRN).

2.        Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά ειδικότερα τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες πρέπει να συνυπολογίζονται, κατά τον υπολογισμό μελλοντικής συντάξεως γήρατος, περίοδοι ανατροφής τέκνων οι οποίες διανύθηκαν σε ένα κράτος μέλος από άλλο κράτος μέλος στο οποίο ο ένας γονέας δεν υπάγεται πλέον κατ’ εφαρμογή των κανόνων συγκρούσεως του τίτλου II του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (3). Συναφώς, επισημαίνεται ότι κατά τη γερμανική νομοθεσία η συνεκτίμηση των περιόδων αυτών εξαρτάται από το αν ο ενδιαφερόμενος, κατά την ανατροφή ή αμέσως πριν τη γέννηση του τέκνου, έχει ασκήσει μισθωτή ή μη δραστηριότητα για την οποία υπάγεται σε υποχρεωτική ασφάλιση.

3.        Τα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα είναι καινοφανή καθώς είναι τα πρώτα που αφορούν την ερμηνεία των διατάξεων του κανονισμού 987/2009, και ειδικότερα του άρθρου 44 αυτού. Στο προϊσχύσαν σύστημα συντονισμού του οποίου οι ρυθμίσεις περιλαμβάνονταν στον κανονισμό (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και τις οικογένειές τους που διακινούνται εντός της Κοινότητος (4), και στον κανονισμό του εφαρμογής, κανονισμό (ΕΟΚ) 574/72 του Συμβουλίου, της 21ης Μαρτίου 1972, περί του τρόπου εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 (5), δεν υπήρχε καμία διάταξη με περιεχόμενο αντίστοιχο του εν λόγω άρθρου. Από το ιστορικό της θεσπίσεως του άρθρου 44 του κανονισμού 987/2009 προκύπτει ότι αυτό εισήχθη από τον νομοθέτη της Ένωσης λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας του Δικαστηρίου, όπως διαμορφώθηκε με τις αποφάσεις Elsen (6) και Kauer (7), της οποίας η αποσαφήνιση του περιεχομένου κρίθηκε απαραίτητη (8).

4.        Εκ προοιμίου, υπογραμμίζω ότι, όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης, το Δικαστήριο έχει επισημάνει ένα ζήτημα ως προς τη διαχρονική εφαρμογή των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης στις οποίες αναφέρεται η απόφαση περί παραπομπής (9). Πράγματι, τίθεται το ερώτημα αν η διαδικασία της κύριας δίκης καθώς και τα επίμαχα πραγματικά περιστατικά διέπονται από το ισχύον σύστημα συντονισμού των εθνικών συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως, βάσει των κανονισμών 883/2004 και 987/2009, ή από το προϊσχύσαν σύστημα, βάσει των κανονισμών 1408/1971 και 574/72.

5.        Αν, επί του πρώτου ζητήματος, το Δικαστήριο αποφανθεί υπέρ της εφαρμογής του άρθρου 44 του κανονισμού 987/2009, θα πρέπει συνεπώς να το ερμηνεύσει κατά τρόπο που να καθιστά δυνατή την εκτίμηση του κατά πόσον είναι συμβατές με αυτό οι εθνικές διατάξεις στις οποίες αναφέρεται η απόφαση περί παραπομπής. Εντούτοις, αυτό προϋποθέτει ότι έχει κριθεί ότι όντως η περίπτωση της D. Reichel‑Albert διέπεται από τη γερμανική νομοθεσία σύμφωνα με τους εφαρμοστέους κανόνες συγκρούσεως νόμων και ότι οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που τίθενται στο άρθρο 44 του κανονισμού 987/2009 πληρούνται ως προς αυτή.

6.        Στις παρούσες προτάσεις θα εξεταστούν διάφορες υποθετικές περιπτώσεις, η μία κατά κύριο λόγο και οι λοιπές επικουρικώς για την περίπτωση που το Δικαστήριο δεν ακολουθήσει την κυρίως πρότασή μου.

II – Το νομικό πλαίσιο

 Α —      Το δίκαιο της Ένωσης

1.      Ο κανονισμός 883/2004

7.        Ο κανονισμός 883/2004 έχει ως αντικείμενο τον συντονισμό των εθνικών συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως. Αντικατέστησε, από την 1η Μαΐου 2010 (10), τον κανονισμό 1408/71, ο οποίος είχε επανειλημμένα τροποποιηθεί. Επιδιώκει να καταστήσει πιο συνοπτικό και διαυγές το προηγούμενο σύστημα, καθώς και να λάβει υπόψη τη σχετική με το αντικείμενο αυτό νομολογία του Δικαστηρίου (11).

8.        Το άρθρο 5 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο τιτλοφορείται «Εξομοίωση παροχών, εισοδημάτων, γεγονότων ή καταστάσεων», ορίζει:

«Εκτός αν προβλέπει άλλως ο παρών κανονισμός […]:

[…]

β)      εάν, δυνάμει της νομοθεσίας του αρμόδιου κράτους μέλους, αναγνωρίζονται έννομα αποτελέσματα σε συγκεκριμένα γεγονότα ή καταστάσεις, αυτό το κράτος μέλος λαμβάνει υπόψη παρόμοια γεγονότα ή καταστάσεις που έχουν λάβει χώρα σε οποιοδήποτε κράτος μέλος, ως εάν είχαν λάβει χώρα στο έδαφός του.»

9.        Το άρθρο 11, παράγραφοι 1 και 3, του κανονισμού 883/2004, που έχει ως αντικείμενο τους «γενικούς κανόνες» και τίθεται στον τίτλο II ο οποίος αφορά τον «Προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας», έχει ως εξής:

«1.      Τα πρόσωπα στα οποία εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός υπάγονται στη νομοθεσία ενός και μόνον κράτους μέλους. Η νομοθεσία αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με τον παρόντα τίτλο.

[…]

3.      Με την επιφύλαξη των άρθρων 12 έως 16:

α)      το πρόσωπο που ασκεί μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα σε κράτος μέλος, υπάγεται στη νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους·

[…]

ε)      οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, στο οποίο δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις των στοιχείων α) έως δ), υπάγεται στη νομοθεσία του κράτους μέλους κατοικίας, με την επιφύλαξη άλλων διατάξεων του παρόντος κανονισμού που του εξασφαλίζουν παροχές δυνάμει της νομοθεσίας ενός ή περισσότερων άλλων κρατών μελών.»

10.      Το άρθρο 87 του ιδίου κανονισμού, το οποίο προβλέπει τις «Μεταβατικές διατάξεις», ορίζει:

«1.      Δεν αποκτώνται δικαιώματα δυνάμει του παρόντος κανονισμού για την περίοδο πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του.

2.      Κάθε περίοδος ασφάλισης καθώς και, κατά περίπτωση, κάθε περίοδος μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητας ή κατοικίας, η οποία πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τη νομοθεσία ενός κράτους μέλους πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού στο σχετικό κράτος μέλος, λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό των δικαιωμάτων που αποκτώνται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

3.      Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, ένα δικαίωμα αποκτάται δυνάμει του παρόντος κανονισμού ακόμη και εάν αναφέρεται σε γεγονός που συνέβη πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος.

[…]

8.      Εάν, ως συνέπεια του παρόντος κανονισμού, ένα πρόσωπο υπόκειται στη νομοθεσία κράτους μέλους άλλου από το καθοριζόμενο σύμφωνα με τον τίτλο ΙΙ του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71, η εν λόγω νομοθεσία εξακολουθεί να ισχύει ενόσω η σχετική κατάσταση παραμένει αμετάβλητη, εκτός εάν ο ενδιαφερόμενος υποβάλει αίτηση να υπαχθεί στην εφαρμοζόμενη νομοθεσία σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Η αίτηση υποβάλλεται εντός τριών μηνών από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού στον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους, του οποίου η νομοθεσία εφαρμόζεται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, εάν το εν λόγω πρόσωπο πρόκειται να υπαχθεί στη νομοθεσία του κράτους μέλους αυτού από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Εάν η αίτηση υποβληθεί κατόπιν παρέλευσης της προθεσμίας αυτής, η εν λόγω μεταβολή επέρχεται από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα. […]»

2.      Ο κανονισμός 987/2009

11.      Ο κανονισμός 987/2009 καθορίζει τις λεπτομέρειες εφαρμογής του βασικού κανονισμού 883/2004.

12.      Το άρθρο 44 του κανονισμού 987/2009 αφορά τον «Συνυπολογισμό των περιόδων ανατροφής τέκνου» και έχει ως εξής:

«1.      Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως «περίοδος ανατροφής τέκνου» νοείται οποιαδήποτε περίοδος που πιστώνεται δυνάμει της περί συντάξεων νομοθεσίας κράτους μέλους ή η οποία παρέχει δικαίωμα σε συμπλήρωμα της σύνταξης αποκλειστικά λόγω του ότι ο δικαιούχος ανέθρεψε τέκνο, ανεξάρτητα από τη μέθοδο που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό των περιόδων αυτών και το κατά πόσον οι περίοδοι αυτές τρέχουν από το χρόνο της ανατροφής τέκνου ή αναγνωρίζονται αναδρομικά.

2.      Εάν, δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους μέλους που είναι αρμόδιο δυνάμει του τίτλου ΙΙ του βασικού κανονισμού, δεν συνυπολογίζεται περίοδος ανατροφής τέκνου, ο φορέας του κράτους μέλους, η νομοθεσία του οποίου ήταν εφαρμοστέα δυνάμει του τίτλου ΙΙ του βασικού κανονισμού στον ενδιαφερόμενο λόγω άσκησης μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητας την ημερομηνία κατά την οποία, δυνάμει της εν λόγω νομοθεσίας, έπρεπε να αρχίσει να συνυπολογίζεται η περίοδος ανατροφής τέκνου για το τέκνο αυτό, εξακολουθεί να είναι αρμόδιος για το συνυπολογισμό της εν λόγω περιόδου ως περιόδου ανατροφής τέκνου δυνάμει της νομοθεσίας του, ως εάν η εν λόγω ανατροφή τέκνου να είχε πραγματοποιηθεί στην επικράτειά του. […]»

13.      Το άρθρο 93 του κανονισμού 987/2009, το οποίο τιτλοφορείται «Μεταβατικές διατάξεις», έχει ως εξής:

«Οι διατάξεις του άρθρου 87 του βασικού κανονισμού εφαρμόζονται στις καταστάσεις που καλύπτει ο κανονισμός εφαρμογής.»

 Β —      Το εθνικό δίκαιο

14.      Το άρθρο 56 του βιβλίου VI του γερμανικού κώδικα κοινωνικής ασφαλίσεως (Sozialgesetzbuch, στο εξής: SGB VI), το οποίο τιτλοφορείται «Περίοδοι ανατροφής τέκνου», ορίζει:

«1)      Οι περίοδοι ανατροφής τέκνου είναι οι περίοδοι που αφιερώνονται στην ανατροφή τέκνου κατά τη διάρκεια των τριών πρώτων ετών της ζωής του. Αναγνωρίζεται περίοδος ανατροφής τέκνου υπέρ ενός των γονέων (άρθρο 56, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, σημείο 3, και παράγραφος 3, σημεία 2 και 3, του βιβλίου I) εφόσον

1.      η περίοδος ανατροφής καταλογίζεται στον εν λόγω γονέα,

2.      η ανατροφή πραγματοποιήθηκε στο έδαφος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ή μπορεί να εξομοιωθεί προς μια τέτοια ανατροφή και

3.      δεν αποκλείεται η αναγνώριση υπέρ του εν λόγω γονέα.

[…]

3)      Η ανατροφή πραγματοποιείται εντός της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας όταν ο γονέας που ανέλαβε την ανατροφή έχει τη συνήθη κατοικία του μαζί με το τέκνο στο έδαφος της. Υπάρχει εξομοίωση με ανατροφή τέκνου εντός της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, όταν ο γονέας που ανέλαβε την ανατροφή έχει τη συνήθη κατοικία του, μαζί με το τέκνο, στην αλλοδαπή και κατά τη διάρκεια της ανατροφής ή ευθύς πριν τη γέννηση του τέκνου έχει συμπληρώσει περιόδους υποχρεωτικής ασφαλίσεως, λόγω της εκεί μισθωτής ή μη δραστηριότητάς του. Σε περίπτωση κοινής κατοικίας των συζύγων ή συντρόφων στο εξωτερικό, αυτό ισχύει επίσης και όταν ο σύζυγος ή σύντροφος που ανέλαβε την ανατροφή έχει συμπληρώσει τέτοιες περιόδους υποχρεωτικής ασφαλίσεως ή δεν τις έχει συμπληρώσει μόνο για το λόγο ότι υπάγεται στα πρόσωπα του άρθρου 5, παράγραφοι 1 και 4, ή είχε εξαιρεθεί από την υποχρεωτική ασφάλιση.

[…]

5)      Η περίοδος ανατροφής τέκνου αρχίζει από το τέλος του μήνα μετά τον τοκετό και λήγει μετά από 36 μήνες. […]»

15.      Το άρθρο 57 του SGB VI, το οποίο αφορά τις «συνεκτιμώμενες περιόδους», έχει ως εξής:

«Η περίοδος ανατροφής τέκνου ως τη συμπλήρωση των δέκα ετών του τέκνου αποτελεί για έναν από τους γονείς συνεκτιμώμενη περίοδο εάν κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής πληρούνται επίσης οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση περιόδου ανατροφής τέκνου. […]»

16.      Το άρθρο 249, παράγραφος 1, του SGB VI, το οποίο αφορά τις «Περιόδους καταβολής εισφορών για την ανατροφή τέκνου», ορίζει ότι «[γ]ια τέκνο γεννημένο πριν την 1η Ιανουαρίου 1992, η περίοδος ανατροφής λήγει δώδεκα μήνες μετά το τέλος του μήνα του τοκετού».

III – Η διαφορά της κύριας δίκης, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

17.      Η D. Reichel‑Albert άσκησε μισθωτή δραστηριότητα στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και έζησε εκεί ως τις 30 Ιουνίου 1980. Στη συνέχεια έλαβε επίδομα ανεργίας από το κράτος μέλος αυτό, η καταβολή του οποίου έπαυσε στις 10 Οκτωβρίου 1980.

18.      Από την 1η Ιουλίου 1980 έως τις 30 Ιουνίου 1986, κατοικούσε στο Βέλγιο με τον σύζυγό της, ο οποίος ασκούσε εκεί μισθωτή δραστηριότητα. Το ζεύγος απέκτησε δύο τέκνα, τα οποία γεννήθηκαν στο Βέλγιο στις 25 Μαΐου 1981 και στις 29 Οκτωβρίου 1984 αντιστοίχως.

19.      Από την 1η Ιανουαρίου 1984 υπήχθη σε προαιρετική ασφάλιση καταβάλλοντας εισφορές στο προβλεπόμενο από τον νόμο σύστημα ασφαλίσεως γήρατος στη Γερμανία.

20.      Την 1η Ιουλίου 1986, η D. Reichel‑Albert, ο σύζυγός της και τα τέκνα τους δήλωσαν επισήμως ως τόπο κατοικίας τους τη Γερμανία.

21.      Με πράξεις της 12ης Αυγούστου 2008 και της 28ης Οκτωβρίου 2008, το DRN απέρριψε αίτημα της D. Reichel‑Albert για συνυπολογισμό και αναγνώριση των περιόδων που αφιέρωσε στην ανατροφή των τέκνων της και των «συνεκτιμώμενων περιόδων» που είχε συμπληρώσει κατά την παραμονή της στο Βέλγιο, για τον λόγο ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, η ανατροφή των τέκνων πραγματοποιήθηκε στο εξωτερικό. Μόνο οι περίοδοι μετά την 1η Ιουλίου 1986, ημερομηνία κατά την οποία η ενδιαφερόμενη οικογένεια είχε εκ νέου επισήμως την κατοικία της στη Γερμανία, αναγνωρίστηκαν ως συνεκτιμώμενες περίοδοι λόγω ανατροφής τέκνων. Την 1η Δεκεμβρίου 2008, η D. Reichel‑Albert άσκησε διοικητική ένσταση, την οποία το DRN απέρριψε με πράξη της 29ης Ιανουαρίου 2009.

22.      Από τις πράξεις του DRN προκύπτει ότι, κατά την παραμονή στο Βέλγιο, δεν διατηρήθηκε ο απαιτούμενος δεσμός με την επαγγελματική ζωή στη Γερμανία ούτε μέσω σχέσεως εργασίας της D. Reichel‑Albert ούτε μέσω του συζύγου της, δεδομένου ότι μεσολάβησε διάστημα ανώτερο του ενός μηνός μεταξύ της λήξεως της μισθωτής δραστηριότητας της D. Reichel‑Albert —προς την οποία εξομοιώνεται η περίοδος ανεργίας— και της ενάρξεως της περιόδου ανατροφής τέκνων.

23.      Στις 13 Φεβρουαρίου 2009 η D. Reichel‑Albert κατέθεσε ενώπιον του Sozialgericht Würzburg προσφυγή ακυρώσεως κατά της από 29 Ιανουαρίου 2009 αποφάσεως επί της διοικητικής ενστάσεως, με αίτημα να υποχρεωθεί το DRN να συνυπολογίσει τις περιόδους από την 25η Μαΐου 1981 ως την 30ή Ιουνίου 1986, όσον αφορά το πρώτο από τα τέκνα της, και από την 29η Οκτωβρίου 1984 ως την 30ή Ιουνίου 1986, όσον αφορά το δεύτερο. Προς στήριξη της προσφυγής της, επικαλείται τις προπαρατεθείσες αποφάσεις Elsen και Kauer και υποστηρίζει ότι, κατά τον χρόνο εκείνο, δεν είχε πλήρως αποκοπεί από τη Γερμανία λόγω της εγκαταστάσεώς της στο Βέλγιο.

24.      Οι διάδικοι δεν ανταποκρίθηκαν στην πρόταση του αιτούντος δικαστηρίου να συμφωνήσουν για την αναγνώριση των περιόδων ανατροφής τέκνων από την 1η Ιανουαρίου 1984, ημερομηνία κατά την οποία η D. Reichel‑Albert υπήχθη σε προαιρετική ασφάλιση καταβάλλοντας εισφορές στο προβλεπόμενο από τον νόμο σύστημα ασφαλίσεως γήρατος στη Γερμανία.

25.      Το Sozialgericht Würzburg έκρινε ότι από τον συνδυασμό των άρθρων 56, παράγραφος 3, του SGB VI και του άρθρου 44, παράγραφος 2, του κανονισμού 987/2009 προέκυπτε ότι η D. Reichel‑Albert δεν είχε τη δυνατότητα να αναγνωρίσει τις επίμαχες περιόδους ανατροφής των τέκνων της ούτε στη Γερμανία ούτε στο Βέλγιο, εφόσον δεν ασκούσε καμία δραστηριότητα —μισθωτή ή μη— κατά την έναρξη του υπολογισμού των περιόδων αυτών για κάθε ένα από τα τέκνα και ότι, κατά συνέπεια, η ενδιαφερόμενη ετίθετο σε μειονεκτική θέση λόγω της ασκήσεως του δικαιώματός της να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα στο έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 21 ΣΛΕΕ. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Sozialgericht Würzburg αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει η διάταξη του άρθρου 44, παράγραφος 2, του κανονισμού 987/2009 […] την έννοια ότι δεν επιτρέπει την εφαρμογή κανονιστικής ρυθμίσεως κράτους μέλους, κατά την οποία περίοδοι ανατροφής τέκνου, που συμπληρώθηκαν εντός άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορούν να αναγνωρισθούν ως συμπληρωθείσες στην ημεδαπή, μόνον όταν ο έχων την ανατροφή γονέας διέμενε συνήθως με το τέκνο του στην αλλοδαπή και κατά τη διάρκεια της ανατροφής ή αμέσως πριν από τη γέννηση του τέκνου είχε περιόδους υποχρεωτικής καταβολής εισφορών λόγω εκεί ασκήσεως μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητας ή όταν, στην περίπτωση από κοινού διαμονής συζύγων ή συμβιούντων συντρόφων στην αλλοδαπή, ο σύζυγος ή ο σύντροφος του έχοντος την ανατροφή γονέα έχει τέτοιες περιόδους υποχρεωτικής καταβολής εισφορών ή δεν έχει απλώς και μόνο λόγω του ότι περιλαμβανόταν στα μνημονευόμενα στα άρθρα 5, παράγραφοι 1 και 4, του SGB VI πρόσωπα ή απαλλασσόταν από την υποχρεωτική ασφάλιση κατά το άρθρο 6 του SGB VI (άρθρα 56, παράγραφος 3, δεύτερη και τρίτη φράση, 57 και 249 του SGB VI);

2)      Έχει, πέραν της γραμματικής ερμηνείας, η διάταξη του άρθρου 44, παράγραφος 2, του κανονισμού 987/2009 […] την έννοια ότι σε εξαιρετική περίπτωση πρέπει και χωρίς την ύπαρξη μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητας να λαμβάνονται υπόψη οι περίοδοι ανατροφής τέκνου, αν άλλως μια τέτοια περίοδος δεν θα συνυπολογιζόταν ούτε στο αρμόδιο κράτος μέλος ούτε σε άλλο κράτος μέλος, στο οποίο το πρόσωπο διέμενε συνήθως κατά τη διάρκεια της ανατροφής του τέκνου, κατά τις αντίστοιχες νομοθετικές διατάξεις;»

26.      Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως του Sozialgericht Würzburg πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 9 Νοεμβρίου 2010.

27.      Ενώπιον του Δικαστηρίου κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις η D. Reichel‑Albert, προσφεύγουσα της κύριας δίκης, το DRN, καθού στην κύρια δίκη, καθώς και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Δημοκρατία της Αυστρίας και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

28.      Με έγγραφο που εστάλη στις 27 Οκτωβρίου 2011, το Δικαστήριο έθεσε την εξής ερώτηση στην οποία ζητήθηκε γραπτή απάντηση:

«Οι διάδικοι της κύριας δίκης και οι λοιποί ενδιαφερόμενοι καλούνται να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί της δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 44 του κανονισμού [987/2009] σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη η οποία αφορά αίτημα συνυπολογισμού περιόδων ανατροφής τέκνων οι οποίες συμπληρώθηκαν υπό την ισχύ του κανονισμού 1408/71.

Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστήριξε, στο σημείο 21 των παρατηρήσεών της, ότι οι διατάξεις του κανονισμού 883/2004 —ο οποίος άρχισε να ισχύει την ίδια ημερομηνία με τον κανονισμό 987/2004— δεν έχουν εφαρμογή στην περίοδο που η D. Reichel‑Albert αφιέρωσε στην ανατροφή των τέκνων της.»

29.      Η D. Reichel‑Albert, το DRN, η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή υπέβαλαν παρατηρήσεις σε απάντηση της ερωτήσεως που τους έθεσε το Δικαστήριο.

30.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η οποία διεξήχθη στις 12 Ιανουαρίου 2012, παραστάθηκαν μόνο η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή.

IV – Ανάλυση

 Α —      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

31.      Επιβάλλεται η επισήμανση ότι κατά τη σχετική γερμανική νομοθεσία προβλέπονται δύο τρόποι για τον συνυπολογισμό της περιόδου ανατροφής τέκνων στο πλαίσιο του προβλεπόμενου από τον νόμο συστήματος ασφαλίσεως γήρατος:

–        ο πρώτος συνίσταται στην αναγνώριση των περιόδων που αφιερώθηκαν στην ανατροφή τέκνων («Kindererziehungszeiten») ως χρόνου υποχρεωτικής ασφαλίσεως στο προβλεπόμενο από τον νόμο σύστημα ασφαλίσεως γήρατος, επιτρέποντας συνεπώς τον συνυπολογισμό τους στον απαιτούμενο χρόνο ασφαλίσεως για τη θεμελίωση συντάξεως γήρατος·

–        ο δεύτερος λαμβάνει τη μορφή συνεκτιμώμενων περιόδων («Berücksichtigungszeiten»), οι οποίες δεν θεμελιώνουν δικαίωμα σε σύνταξη αλλά οι οποίες λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό ορισμένων περιόδων αναφοράς, διατηρούν την προστασία που προβλέπεται για τα άτομα με μειωμένη ικανότητα βιοπορισμού και έχουν θετική επίδραση στην αξία που αποδίδεται στις συμπληρωθείσες χωρίς ασφάλιση περιόδους.

32.      Επισημαίνω, ευθύς εξ αρχής, ότι δεν θα ακολουθήσω βήμα προς βήμα την εσωτερική λογική των δύο ερωτημάτων που έχουν υποβληθεί στο Δικαστήριο για να προτείνω απάντηση σε αυτά. Πράγματι, φρονώ ότι το αιτούν δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει ένα ζήτημα σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής του κανονισμού 987/2009 το οποίο, κατά τη γνώμη μου, είναι απαραίτητο να επιλυθεί πριν από την εξέταση της ουσίας της υποθέσεως.

 Β —      Επί της ratione temporis εφαρμογής του κανονισμού 987/2009

33.      Επί του θέματος αυτού ανακύπτουν διαδοχικώς δύο ερωτήματα. Καταρχάς, πρέπει να διευκρινισθεί αν η διαδικασία της κύριας δίκης εμπίπτει στο χρονικό πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, πρέπει, κατόπιν, να κριθεί αν το ίδιο ισχύει και για τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζεται η απονομή του επίδικου κοινωνικού πλεονεκτήματος, δηλαδή, του συνυπολογισμού των περιόδων ανατροφής τέκνων κατά την έννοια του άρθρου 44 του κανονισμού 987/2009 (12).

34.      Επισημαίνω την παρατήρηση της Αυστριακής Κυβερνήσεως ότι στα δύο ερωτήματα που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο γίνεται αναφορά μόνο του άρθρου 44 του κανονισμού 987/2009, ενώ η διαδικασία της κύριας δίκης άρχισε πριν την έναρξη ισχύος του νομοθετικού αυτού κειμένου, την 1η Μαΐου 2010. Πράγματι, η D. Reichel‑Albert άσκησε στις 13 Φεβρουαρίου 2009 την προσφυγή της κατά των πράξεων του DRN, και ειδικότερα εκείνης της 29ης Ιανουαρίου 2009, με τις οποίες απορρίφθηκαν οι αιτήσεις της.

35.      Εξάλλου, η Γερμανική Κυβέρνηση επισήμανε ότι οι διατάξεις του κανονισμού 883/2004, στον οποίο παραπέμπει το άρθρο 44 του κανονισμού 987/2009, δεν έχουν εφαρμογή για την περίοδο την οποία αφιέρωσε η D. Reichel‑Albert στην ανατροφή των τέκνων της, λαμβανομένου υπόψη ότι η επίδικη περίοδος συμπληρώθηκε μεταξύ του 1981 και του 1986, επειδή ο βασικός κανονισμός 883/2004 άρχισε να ισχύει την 1η Μαΐου 2010, κατόπιν της θέσεως σε ισχύ του κανονισμού του εφαρμογής.

36.      Στη νομολογία γίνεται επανειλημμένα μνεία της σαφούς διακρίσεως των λειτουργιών μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων που του υποβάλλουν προδικαστικά ερωτήματα. Βάσει της διακρίσεως αυτής απαγορεύεται στο Δικαστήριο να αποφανθεί επί της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης σε συγκεκριμένη περίπτωση (13). Εντούτοις, όταν διαπιστώνεται ότι διάταξη του δικαίου της Ένωσης δεν είχε εφαρμογή κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης, παρέλκει η απάντηση ερωτήματος σχετικού με την ερμηνεία της διατάξεως αυτής (14).

37.      Όσον αφορά το νέο σύστημα που θεσπίζεται με τους κανονισμούς 883/2004 και 987/2009, αυτό επρόκειτο να εφαρμοστεί άμεσα από την 1η Μαΐου 2010, καταργώντας τους κανονισμούς 1408/1971 και 574/72, για το μέλλον και χωρίς αναδρομική ισχύ. Αυτό προκύπτει από το άρθρο 87 του κανονισμού 883/2004 (15) και το άρθρο 93 του κανονισμού 987/2009, το οποίο παραπέμπει στο πρώτο αυτό άρθρο.

38.      Παρά την έναρξη εφαρμογής του κανονισμού 883/2004, ορισμένες περιπτώσεις συνεχίζουν να διέπονται από τον κανονισμό 1408/71 δυνάμει ειδικών μεταβατικών διατάξεων, όπως εκείνες του άρθρου 87, παράγραφος 8, του κανονισμού 883/2004 οι οποίες αφορούν τους κανόνες συγκρούσεως νόμων του τίτλου II και εκείνες του άρθρου 94 του κανονισμού 987/2009 που αφορούν την εκκαθάριση των συντάξεων και επιδομάτων (16). Σκοπός των μεταβατικών αυτών διατάξεων είναι να καταστήσουν δυνατό τον συνυπολογισμό, ως ένα βαθμό, περιστατικών που έχουν συμβεί στο παρελθόν τα οποία θα έχουν μακροπρόθεσμα αποτελέσματα, λαμβάνοντας υπόψη ότι τα σχετικά με παροχές όπως οι συντάξεις γήρατος δικαιώματα αναπτύσσουν ετεροχρονισμένα αποτελέσματα δεδομένου ότι μεσολαβούν πολλά έτη ή ακόμη και δεκαετίες μεταξύ των πραγματικών περιστατικών στα οποία στηρίζεται η σύνταξη και του χρόνου κατά τον οποίο τα σχετικά δικαιώματα εκκαθαρίζονται. Πρόκειται τρόπον τινά για «δικαιώματα προσδοκίας», έννοια η οποία είναι γνωστή στο γερμανικό κοινωνικό δίκαιο («Anwartschaftsrecht»).

39.      Από το άρθρο 87, παράγραφος 3, του κανονισμού 883/2004 προκύπτει ότι αν το γεγονός βάσει του οποίου χορηγούνται κοινωνικές παροχές ανάγεται στην περίοδο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού, θεμελιώνεται δικαίωμα λήψεως των παροχών αυτών επίσης βάσει πραγματικών δεδομένων προγενέστερων της ενάρξεως εφαρμογής του. Η αρχή αυτή ισχύει και για τον κανονισμό 987/2009, κατά το άρθρο 93 αυτού. Το ίδιο προκύπτει και από πάγια νομολογία κατά την οποία η αρχή της μη αναδρομικότητας δεν εμποδίζει την άμεση εφαρμογή του νέου κανόνα ως προς τα μελλοντικά αποτελέσματα μίας καταστάσεως γεννηθείσας υπό το κράτος του προϊσχύσαντος κανόνα (17). Συγκεκριμένα, αυτό σημαίνει ότι η D. Reichel‑Albert μπορεί να επικαλεστεί από την 1η Μαΐου 2010 τις διατάξεις του κανονισμού 987/2009 για να ζητήσει τον συνυπολογισμό, στο πλαίσιο του προσδιορισμού του δικαιώματός της σε σύνταξη γήρατος, των περιόδων που αφιέρωσε στην ανατροφή των τέκνων της. Αν γίνει δεκτή αυτή η συλλογιστική, δεν θα επρόκειτο για αναδρομική ισχύ του κανονισμού 987/2009 αλλά για συνεκτίμηση αυτών των γεγονότων, τα οποία ανάγονται σε χρόνο προγενέστερο της θέσεως σε ισχύ του εν λόγω κανονισμού, για τον προσδιορισμό του μελλοντικού δικαιώματος σε σύνταξη γήρατος της ενδιαφερομένης (18).

40.      Σε κάθε περίπτωση, κατά τη γνώμη μου, δεδομένου ότι οι κανονισμοί 883/2004 και 987/2009 εφαρμόζονται από την 1η Μαΐου 2010, δηλαδή ημερομηνία μεταγενέστερη όχι μόνο των γενεσιουργών γεγονότων του αιτούμενου κοινωνικού πλεονεκτήματος αλλά επίσης και του χρόνου ασκήσεως από την D. Reichel‑Albert διοικητικής προσφυγής κατά των απορριπτικών πράξεων του DRN και της ημερομηνίας κατά την οποία ασκήθηκε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου προσφυγή κατά αυτών, οι εν λόγω κανονισμοί δεν μπορούν να έχουν εφαρμογή ratione temporis όσον αφορά τη διαφορά της κύριας δίκης (19).

41.      Ελλείψει δυνατότητας εφαρμογής του κανονισμού 987/2009, τα προδικαστικά ερωτήματα με αντικείμενο την ερμηνεία του άρθρου 44 αυτού έχουν κατά τη γνώμη μου υποθετικό χαρακτήρα, επειδή δεν θα καταστήσουν δυνατή την επίλυση της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί το αιτούν δικαστήριο. Κατά συνέπεια, εκτιμώ ότι παρέλκει η απάντησή τους από το Δικαστήριο.

42.      Παρά ταύτα, θα επιχειρήσω να δώσω επικουρικώς ορισμένα στοιχεία απαντήσεως για την περίπτωση που το Δικαστήριο δεν δεχθεί την ανάλυσή μου επ’ αυτού του προκαταρκτικού ζητήματος και κρίνει ότι η επίδικη περίπτωση εμπίπτει ratione temporis στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 987/2009.

 Γ      Επί της ενδεχόμενης εφαρμογής του άρθρου 44 του κανονισμού 987/2009

1.      Οι κατευθυντήριες αρχές της ερμηνείας

43.      Δεν αμφισβητείται ότι οι κανονισμοί 883/2004 και 987/2009 (20) δεν έχουν ως αντικείμενο την εναρμόνιση, ούτε καν τη σύγκλιση, αλλά μόνο τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως των κρατών μελών και δεν περιορίζουν την αρμοδιότητά τους επί του θέματος αυτού, υπό την επιφύλαξη βεβαίως ότι ενεργούν σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, σύμφωνα με τον σκοπό των εν λόγω κανονισμών και τις σχετικές με την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ (21).

44.      Μία από τις θεμελιώδεις αρχές του συστήματος συντονισμού των εθνικών συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως είναι η αρχή της μίας και μόνης εφαρμοστέας νομοθεσίας, όπως ορίζεται στο άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004. Σκοπός είναι να αποφευχθούν προβλήματα τα οποία ανακύπτουν από την αλληλεπίδραση μεταξύ των νομοθεσιών των κρατών μελών, είτε πρόκειται για θετικές συγκρούσεις, σε περίπτωση συρροής εφαρμοστέων δικαίων σε μία δεδομένη περίπτωση (22), είτε για αποφατικές συγκρούσεις, σε περίπτωση που κανένα δίκαιο δεν διεκδικεί εφαρμογή.

45.      Επιπροσθέτως, μία από τις βασικές κατευθυντήριες αρχές για την ερμηνεία των κανονισμών 883/2004 και 987/2009 είναι ότι, κατά πάγια νομολογία, στο πεδίο της κοινωνικής ασφαλίσεως, οι ασφαλισμένοι δεν μπορούν να αξιώνουν να μην έχει επίπτωση η μετακίνηση σε άλλο κράτος μέλος επί του είδους και του επιπέδου των παροχών τις οποίες μπορούν να διεκδικήσουν στο κράτος καταγωγής τους (23). Το γεγονός ότι τα αποτελέσματα της ασκήσεως της ελευθερίας κυκλοφορίας μπορεί να μην είναι ουδέτερα στον τομέα αυτό, δηλαδή μπορεί να είναι ευνοϊκά ή δυσμενή κατά περίπτωση, προκύπτει ευθέως από το ότι διατηρήθηκαν οι υπάρχουσες διαφορές μεταξύ των νομοθεσιών των κρατών μελών.

46.      Προσθέτω ότι οι κανονισμοί 883/2004 και 987/2009 δεν μπορούν να ερμηνεύονται με τέτοιο τρόπο που να λαμβάνεται υπόψη το ενδεχόμενο αποτέλεσμα που θα είχε, στη διαφορά της κύριας δίκης, η εφαρμογή του οριζόμενου ουσιαστικού δικαίου από κανόνα συγκρούσεως, εκτός αν αυτή η εξέταση των συγκεκριμένων συνεπειών προβλέπεται σε έναν από τους δύο αυτούς κανονισμούς, ιδιαίτερα εάν μία διάταξη επιτρέπει στους ενδιαφερόμενους την επιλογή του εφαρμοστέου για την περίπτωσή τους δικαίου. Το εφαρμοστέο δίκαιο που ορίζεται δυνάμει των κανονισμών αυτών ενδέχεται να έχει ευνοϊκά αποτελέσματα για τον ενδιαφερόμενο σε μία περίπτωση και, αντιθέτως, να έχει δυσμενή αποτελέσματα για πρόσωπα ευρισκόμενα σε διαφορετικές πραγματικές καταστάσεις.

47.      Κατά την προσέγγιση που έχει ήδη γίνει δεκτή από το Δικαστήριο, μεταξύ άλλων στην προπαρατεθείσα απόφαση Kauer, η ακολουθητέα συλλογιστική, η οποία περιλαμβάνει δύο διαδοχικά και διακριτά στάδια, έχει ως εξής. Το πρώτο βήμα συνίσταται στην εφαρμογή των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης για τον προσδιορισμό του αρμοδίου κράτους μέλους και της εφαρμοστέας νομοθεσίας, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα αποτελέσματα της εφαρμογής της νομοθεσίας των διαφόρων εμπλεκομένων κρατών μελών. Το δεύτερο βήμα της αναλύσεως είναι η εξέταση του ζητήματος αν οι προϋποθέσεις χορηγήσεως μιας παροχής ή ενός πλεονεκτήματος, όπως ο συνυπολογισμός περιόδου ανατροφής τέκνων, συνάδουν προς το δίκαιο της Ένωσης, ειδικότερα αν είναι σύμφωνες προς τις διατάξεις των κανονισμών 883/2004 και 987/2009 και/ή τις θεμελιώδεις ελευθερίες. Μόνο σε αυτό το στάδιο είναι κρίσιμη η εφαρμογή του άρθρου 5 του κανονισμού 883/2004, στο οποίο προβλέπεται η αρχή της εξομοιώσεως των παροχών, εισοδημάτων, γεγονότων ή καταστάσεων.

48.      Συνεπώς, στην υπό κρίση υπόθεση, το ζήτημα εάν η γερμανική νομοθεσία είναι κατ’ ουσίαν σύμφωνη ή όχι προς το δίκαιο της Ένωσης και ειδικότερα προς τους οικείους κανονισμούς πρέπει να τεθεί σε δεύτερο χρόνο, δηλαδή, αφού κριθεί ποιο είναι το εφαρμοστέο δίκαιο.

2.      Ο προσδιορισμός του αρμόδιου κράτους μέλους και του εφαρμοστέου δικαίου

49.      Εκ προοιμίου, παρατηρώ έλλειψη σαφήνειας, ή ακόμη και συνέπειας, στην αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, ιδίως αν συγκριθεί το περιεχόμενο του δεύτερου ερωτήματος με τα σχετικά με αυτό στοιχεία του σκεπτικού. Πράγματι, το αιτούν δικαστήριο δεν υποδεικνύει συγκεκριμένα αν, κατά την κρίση του, εφαρμοστέα είναι η βελγική ή η γερμανική νομοθεσία, αφού μολονότι διαπιστώνει, αρχικώς, ότι η βελγική νομοθεσία είναι εφαρμοστέα δυνάμει του τίτλου II του κανονισμού 883/2004, στηρίζει εντούτοις στη συνέχεια το δεύτερο προδικαστικό του ερώτημα στην υπόθεση ότι το Βασίλειο του Βελγίου δεν είναι το αρμόδιο κράτος μέλος κατά τις ίδιες διατάξεις.

50.      Σε κάθε περίπτωση, αυτές είναι οι δύο νομοθεσίες που μπορούν ενδεχομένως να εφαρμοστούν και η εφαρμογή της μιας αποκλείει την άλλη, σύμφωνα με την αρχή της μιας και μόνης εφαρμοστέας νομοθεσίας την οποία θεσπίζει το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004.

51.      Το άρθρο 44, παράγραφος 2, του κανονισμού 987/2009, του οποίου ζητείται η ερμηνεία στην υπό κρίση υπόθεση, παραπέμπει όσον αφορά τον συνυπολογισμό των περιόδων ανατροφής τέκνων στη «[νομοθεσία] του κράτους μέλους που είναι αρμόδιο δυνάμει του τίτλου ΙΙ του βασικού κανονισμού», ήτοι στα άρθρα 11 επ. του κανονισμού 883/2004. Η με αυτόν τον τρόπο παραπομπή στους κανόνες συγκρούσεως του κανονισμού 883/2004 επιβάλλει να προσδιοριστεί πρωτίστως ποια νομοθεσία, η βελγική ή η γερμανική, πρέπει να διέπει τον συνυπολογισμό των περιόδων ανατροφής τέκνων που συμπληρώθηκαν στο Βέλγιο από την D. Reichel‑Albert, ενώ αυτή δεν είχε ποτέ εργαστεί εκεί και είχε παύσει να εργάζεται στην Γερμανία πολλούς μήνες πριν (24).

52.      Στηριζόμενος στο άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχείο ε΄, του κανονισμού 883/2004, το οποίο προβλέπει ότι τα πρόσωπα που δεν ασκούν επαγγελματική δραστηριότητα υπάγονται στη νομοθεσία του κράτους μέλους όπου έχουν την κατοικία τους και αυτό υπό την επιφύλαξη ευνοϊκότερων για τον ενδιαφερόμενο διατάξεων του εν λόγω κανονισμού, εκτιμώ ότι η βελγική νομοθεσία πρέπει να διέπει την περίπτωση της D. Reichel‑Albert κατ’ εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού για τους λόγους που θα αναπτύξω κατωτέρω.

53.      Υπενθυμίζω, εντούτοις, ότι το άρθρο 87, παράγραφος 8, του κανονισμού 883/2004, το οποίο εφαρμόζεται κατά παραπομπή στις περιπτώσεις που διέπονται από τον κανονισμό 987/2009 (25), περιλαμβάνει ειδικές μεταβατικές διατάξεις όσον αφορά τους κανόνες συγκρούσεως του τίτλου II του πρώτου κανονισμού. Το εν λόγω άρθρο προβλέπει μεταβατική περίοδο κατά την οποία ένα πρόσωπο που υπόκειται σε νομοθεσία κράτους μέλους άλλου από το καθοριζόμενο σύμφωνα με τον τίτλο ΙΙ του κανονισμού 1408/71 συνεχίζει να υπόκειται στην εν λόγω νομοθεσία ενόσω η σχετική κατάσταση παραμένει αμετάβλητη. Αυτός ο κανόνας είναι υποχρεωτικός για την D. Reichel‑Albert καθόσον δεν υπέβαλε αίτηση παρεκκλίσεως στον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους του οποίου η νομοθεσία εφαρμόζεται δυνάμει του κανονισμού 883/2004 εντός της ορισθείσας τρίμηνης προθεσμίας από την 1η Μαΐου 2010. Η περίπτωσή της διέπεται κατά τη γνώμη μου από το δίκαιο του κράτους μέλους που καθορίζεται κατ’ εφαρμογή του τίτλου II του κανονισμού 1408/71.

54.      Παρά ταύτα, φρονώ ότι η εφαρμογή των κανόνων συγκρούσεως νόμων που προβλέπει ο νέος βασικός κανονισμός θα είχε ως αποτέλεσμα τον καθορισμό της ίδιας νομοθεσίας, δηλαδή εκείνης του κράτους όπου το πρόσωπο που έχει διακόψει τη δραστηριότητά του κατοικούσε κατά τον χρόνο των επίδικων πραγματικών περιστατικών, δεδομένου ότι οι δύο κρίσιμες κατά τη γνώμη μου διατάξεις, δηλαδή το άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο στ΄, του κανονισμού 1408/71 (26) και το άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχείο ε΄, του κανονισμού 883/2004, έχουν κατ’ ουσίαν παρόμοιο περιεχόμενο.

55.      Ασφαλώς τίθεται το ερώτημα της εφαρμογής στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο στ΄, του κανονισμού 1408/71 και αυτό για λόγους διαχρονικού δικαίου. Πράγματι, το εν λόγω στοιχείο στ΄ προστέθηκε το 1991 (27), ενώ οι περίοδοι ανατροφής τέκνων είχαν ολοκληρωθεί προηγουμένως, ήτοι από την 30ή Ιουνίου 1986, ημερομηνία της επιστροφής στη Γερμανία της D. Reichel‑Albert και της οικογένειάς της. Από τη σκέψη 31 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Kauer σε συνδυασμό με τη θέση που έλαβε ο γενικός εισαγγελέας F. G. Jacobs στην υπόθεση αυτή (28), θα μπορούσε να συναχθεί ότι πρέπει να εφαρμοστεί ο κανονισμός 1408/71, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο της ανατροφής των συγκεκριμένων τέκνων.

56.      Εκτιμώ, εντούτοις, ότι επισημαίνοντας, «[α]κόμη και αν υποτεθεί ότι έπρεπε να ληφθεί υπόψη το ενσωματωθέν στον κανονισμό 1408/71 με τον κανονισμό 2195/91 στοιχείο στ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 13, ήτοι σειρά ετών μετά τη συμπλήρωση των περιόδων που δαπάνησε η L. Kauer για την ανατροφή των τέκνων της στο Βέλγιο», και αφού υπενθύμισε ότι αυτά είχαν γεννηθεί μεταξύ του 1966 και του 1969, το Δικαστήριο τόνισε τη σημαντική χρονική απόσταση, περίπου είκοσι ετών, στην εν λόγω υπόθεση, μεταξύ των κρίσιμων περιόδων και της θεσπίσεως του νέου κανόνα συγκρούσεως νόμων. Αντιθέτως, στην υπό κρίση υπόθεση, όπως και στην προπαρατεθείσα υπόθεση Elsen, η ημερομηνίες γεννήσεως των τέκνων, το 1981 και το 1984, είναι χρονικά εγγύτερες στην αναθεώρηση του κανονισμού 1408/71. Στην απόφαση Elsen, το Δικαστήριο δεν απέκλεισε ρητώς την εφαρμογή του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο στ΄, του κανονισμού 1408/71, αλλά ενέμεινε επί του γεγονότος ότι η ενδιαφερόμενη συνέχιζε να καλύπτεται από τη νομοθεσία του κράτος απασχολήσεως για να δικαιολογήσει τον παραμερισμό αυτής της ειδικής διατάξεως, όπως την είχε δικαιολογήσει εξάλλου και στην προπαρατεθείσα απόφαση Kauer κατά τη γνώμη μου. Υπενθυμίζω ότι, πράγματι, ο κανόνας συγκρούσεως που προβλέπεται από το εν λόγω στοιχείο στ΄ είναι επικουρικός, καθόσον μπορεί να εφαρμοστεί, για να ορίσει ως εφαρμοστέα τη νομοθεσία του κράτους κατοικίας, μόνο όταν καμία άλλη νομοθεσία δεν είναι εφαρμοστέα, και ιδίως εκείνη του κράτους απασχολήσεως, πράγμα που συνιστά τον κανόνα. Ο σκοπός είναι, για την αποφυγή νομικού κενού λόγω αποφατικής συγκρούσεως των εφαρμοστέων νομοθεσιών από την οποία θα προέκυπτε κενό προστασίας όσον αφορά την κοινωνική ασφάλιση, να υπάγεται ο ασφαλισμένος που άσκησε την ελευθερία κυκλοφορίας στην Ένωση στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως ενός από τα κράτη μέλη όταν δεν υπάγεται στο σύστημα κάποιου άλλου (29).

57.      Το άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο στ΄, του κανονισμού 1408/71, όπως ισχύει μετά το 1991, μπορεί συνεπώς κατά τη γνώμη μου να εφαρμοστεί ratione temporis στην περίπτωση της D. Reichel‑Albert, υπό την επιφύλαξη ότι πληρούνται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που προβλέπονται σε αυτό. Πάντως, φρονώ ότι η D. Reichel‑Albert είναι κατά την έννοια της διατάξεως αυτής «άτομο στο οποίο η νομοθεσία κράτους μέλους [έπαυσε] να έχει εφαρμογή, χωρίς η νομοθεσία άλλου κράτους μέλους να καταστεί εφαρμοστέα κι αυτό σύμφωνα με έναν από τους κανόνες που αναφέρονται στα προηγούμενα στοιχεία [του εν λόγω άρθρου 13] ή με μία από τις εξαιρέσεις ή ειδικούς κανόνες που αναφέρονται στα άρθρα 14 έως 17 [του κανονισμού 1408/71]», σε αντίθεση προς ό,τι συνέβαινε στην υπόθεση Elsen και, λιγότερο σαφώς, στην υπόθεση Kauer, αμφότερες προπαρατεθείσες.

58.      Πράγματι, στις δύο προηγούμενες υποθέσεις, οι περιπτώσεις των ενδιαφερομένων συνέχιζαν να διέπονται από τη νομοθεσία του κράτους στο οποίο αυτές εργαζόντουσαν κατά τη γέννηση και την επακόλουθη ανατροφή των τέκνων τους. Όσον αφορά τη U. Elsen, αυτή συνέχιζε να υπόκειται στη γερμανική νομοθεσία, ως νομοθεσία του κράτους απασχολήσεως, μολονότι είχε μεταφέρει την κατοικία της στη Γαλλία τρία έτη πριν τη γέννηση του τέκνου της, επειδή είχε διατηρήσει την επαγγελματική της δραστηριότητα στη Γερμανία, ως μεθοριακή εργαζόμενη. Όσον αφορά την L. Kauer, αυτή είχε βεβαίως παύσει να εργάζεται στην Αυστρία πολύ πριν τη γέννηση των τριών τέκνων της, αλλά συνέχιζε να υπόκειται στη νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους (30), κατά τη διάρκεια των περιόδων που δεν ασκούσε καμία επαγγελματική δραστηριότητα προκειμένου να ασχοληθεί με την ανατροφή των τριών τέκνων της, επειδή εγκαταστάθηκε στο Βέλγιο μόνο μετά τη γέννηση του τελευταίου τέκνου. Το Δικαστήριο δέχθηκε την ύπαρξη «στενού» δεσμού στην προπαρατεθείσα απόφαση Elsen (σκέψη 26) και ακόμη την ύπαρξη απλώς «επαρκούς» δεσμού στην προπαρατεθείσα απόφαση Kauer (σκέψη 32) μεταξύ των επίμαχων περιόδων ανατροφής και των περιόδων ασφαλίσεως που έχουν συμπληρωθεί με άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας στο κράτος μέλος από το οποίο ζητείται η προσαύξηση συντάξεως γήρατος.

59.      Αντιθέτως, όσον αφορά την D. Reichel‑Albert, φρονώ ότι δεν υφίσταται επαρκής δεσμός μεταξύ, αφενός, των περιόδων ασφαλίσεώς της που συμπληρώθηκαν στη Γερμανία ως την απώλεια της θέσεως εργασίας της, στις 30 Ιουνίου 1980, με τη διευκρίνιση ότι η ενδιαφερόμενη έλαβε παροχές ανεργίας οι οποίες της καταβλήθηκαν από το κράτος μέλος αυτό ως τον Οκτώβριο του 1980 και, αφετέρου, των περιόδων κατά τη διάρκεια των οποίων ασχολήθηκε με την ανατροφή των τέκνων της, τα οποία γεννήθηκαν στις 25 Μαΐου 1981 και στις 29 Οκτωβρίου 1984, λαμβανομένου υπόψη ότι αυτή και ο σύζυγός της εγκαταστάθηκαν από την 1η Ιουλίου 1980 στο Βέλγιο, κράτος όπου γεννήθηκαν τα δύο τέκνα και ο σύζυγός της κατέβαλλε εισφορές ως μισθωτός (31). Δεδομένου ότι η νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο αυτή είχε προηγουμένως ασκήσει επαγγελματική δραστηριότητα, δηλαδή της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, δεν είχε πλέον εφαρμογή στην περίπτωσή της κατά τον χρόνο που άρχισε η ανατροφή των τέκνων της, η νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο είχε μεταφέρει την κατοικία της, δηλαδή του Βασιλείου του Βελγίου, μπορεί να εφαρμοσθεί και, κατά συνέπεια, να διέπει την ενδεχόμενη απονομή της επίδικης προσαυξήσεως συντάξεως γήρατος.

60.      Διευκρινίζω ότι, κατά τη γνώμη μου, είναι αδιάφορο όσον αφορά την εφαρμογή αυτών των κανόνων συγκρούσεως νόμων ότι η D. Reichel‑Albert κατέβαλλε εισφορές προαιρετικής ασφαλίσεως στη Γερμανία από την 1η Ιανουαρίου 1984, ήτοι πριν από τη γέννηση του δεύτερου τέκνου της. Πράγματι, δεδομένου ότι στο πλαίσιο της κοινωνικής ασφαλίσεως τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα δεν μπορούν να διαθέτουν ελεύθερα τα δικαιώματά τους και, κατά συνέπεια, δεν μπορούν να επιλέξουν το εθνικό σύστημα στο οποίο υπάγονται, οι εκ μέρους τους δηλώσεις βουλήσεως δεν μπορούν να ασκούν επιρροή στον καθορισμό του συναφώς εφαρμοστέου δικαίου (32), εκτός αν ο κανονισμός προβλέπει εξαιρετικώς τέτοια δυνατότητα (33).

61.      Συνεπώς, εκτιμώ ότι, υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης, το Βασίλειο του Βελγίου είναι το κράτος μέλος «που είναι αρμόδιο δυνάμει του τίτλου ΙΙ του βασικού κανονισμού», κατά την έννοια του άρθρου 44, παράγραφος 2 (αρχή), του κανονισμού 987/2009.

3.      Οι ενδεχόμενες υποχρεώσεις από το άρθρο 44 του κανονισμού 987/2009

62.      Αν υποτεθεί ότι το Δικαστήριο αποφανθεί ότι οι κανονισμοί 883/2004 και 987/2009 είναι κρίσιμοι για την επίλυση της υπό κρίση υποθέσεως, πράγμα που δεν συμβαίνει κατά τη γνώμη μου, θα πρέπει ακόμη να εξετασθεί το συγκεκριμένο αποτέλεσμα των διατάξεων του άρθρου 44, παράγραφος 2, του κανονισμού 987/2009 όσον αφορά τις πράξεις ασφαλιστικού φορέα κράτους μέλους ο οποίος τίθεται ενώπιον καταστάσεως σαν αυτή που έχει τεθεί ενώπιον του DRN. Υπενθυμίζω ότι το Δικαστήριο καλείται για πρώτη φορά να ερμηνεύσει τις εν λόγω διατάξεις, πράγμα που δεν είναι εύκολο δεδομένης της αρκετά ασαφούς διατυπώσεώς τους.

63.      Το άρθρο 44, παράγραφος 2, του κανονισμού 987/2009 δεν προβλέπει κατά τη γνώμη μου γνήσιο κανόνα συγκρούσεως νόμων, καθόσον παραπέμπει συναφώς στους τέτοιου τύπου κανόνες του τίτλου II του κανονισμού 883/2004, αλλά μάλλον ουσιαστικό κανόνα ο οποίος σκοπό έχει, όπως υποδεικνύει και ο παράτιτλος του άρθρου αυτού, να διευκολύνει τον «[συνυπολογισμό] των περιόδων ανατροφής τέκνου». Το κείμενο αυτό περιελήφθη στο νέο σύστημα συντονισμού των εθνικών συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως κατόπιν της νομολογίας του Δικαστηρίου όπως αυτή αποτυπώθηκε ιδίως στις προπαρατεθείσες αποφάσεις Elsen και Kauer. Με το εν λόγω άρθρο 44 θεσπίζεται επικουρική μόνο αρμοδιότητα, υπέρ κράτους μέλους το οποίο δεν είναι αρμόδιο δυνάμει των γενικών κανόνων, προκειμένου να καθίσταται δυνατός ο συνυπολογισμός των περιόδων ανατροφής τέκνων, υπό την επιφύλαξη ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο εν λόγω άρθρο.

64.      Επισημαίνω ότι το επίμαχο κείμενο στην αρχική του διατύπωση είχε ως εξής (34): «[μ]ε την επιφύλαξη της αρμοδιότητας του κράτους μέλους, η οποία καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του τίτλου ΙΙ του κανονισμού [883/2004], ο φορέας του κράτους μέλους στο οποίο ο δικαιούχος της σύνταξης είχε την κατοικία του κατά το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα τους δώδεκα μήνες μετά τη γέννηση του τέκνου, πρέπει να λάβει υπόψη τις περιόδους ανατροφής του τέκνου σε ένα άλλο κράτος μέλος, υπό την προϋπόθεση ότι η νομοθεσία ενός άλλου κράτους μέλους δεν καθίσταται εφαρμοστέα στον ενδιαφερόμενο λόγω της άσκησης μισθωτής ή μη μισθωτής απασχόλησης ή δραστηριότητας». Στην εκδοχή αυτή του κειμένου προβλεπόταν συνεπώς υποχρέωση συνυπολογισμού των περιόδων ανατροφής τέκνου, η οποία βάρυνε κυρίως τον φορέα του κράτους απασχολήσεως και επικουρικώς τον φορέα του κράτους κατοικίας, υπό την επιφύλαξη ότι το ενδιαφερόμενο άτομο είχε κατοικήσει στο κράτος αυτό τουλάχιστον για ορισμένη ελάχιστη περίοδο.

65.      Η εφαρμογή του άρθρου 44, παράγραφος 2, του κανονισμού 987/2009, όπως ισχύει σήμερα, προϋποθέτει, πρώτον, ότι οι περίοδοι ανατροφής τέκνων δεν έχουν συνυπολογισθεί κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας του κράτους μέλους το οποίο είναι αρμόδιο κατά τον τίτλο II του βασικού κανονισμού 883/2004. Μόνο σε αυτή την περίπτωση που οι εν λόγω περίοδοι δεν έχουν ληφθεί υπόψη για την παραγωγή εννόμων συνεπειών δυνάμει της κατ’ αρχήν εφαρμοστέας νομοθεσίας ενδέχεται ο φορέας κοινωνικής ασφαλίσεως ενός άλλου κράτους μέλους (35) να υποχρεωθεί να τις συνυπολογίσει.

66.      Εν προκειμένω, για την αίτηση της D. Reichel‑Albert για προσαύξηση της συντάξεως γήρατος κατά τη γνώμη μου πρέπει να εφαρμοσθεί η βελγική νομοθεσία. Δεν προκύπτει σαφώς από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο ότι το εν λόγω πλεονέκτημα δεν θα χορηγούνταν σε πρόσωπο ευρισκόμενο στην κατάσταση της D. Reichel‑Albert σύμφωνα με τη βελγική νομοθεσία. Η Γερμανική και η Αυστριακή Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή υποστήριξαν ότι το βελγικό δίκαιο προβλέπει τη δυνατότητα αξιοποιήσεως των περιόδων ανατροφής των τέκνων της, οι πρώτες παραπέμποντας στην αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως.

67.      Πράγματι, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι «[τ]ο Βέλγιο προβλέπει στη νομοθεσία του τον συνυπολογισμό των περιόδων ανατροφής τέκνων και, κατά συνέπεια, δεν είναι αναγκαία η ενδεχόμενη αναγνώριση στη Γερμανία των περιόδων ανατροφής τέκνων και συνεκτιμώμενων περιόδων εκ του λόγου ότι το άλλο κράτος μέλος δεν προβλέπει τον συνυπολογισμό τέτοιων περιόδων». Προσθέτει ότι «[σ]υναφώς, το ζήτημα δεν είναι αν, συγκεκριμένα, οι περίοδοι ανατροφής τέκνων θα αναγνωριστούν όντως, σημασία έχει μόνο ότι η νομοθεσία του κράτους μέλους προβλέπει κατ’ αρχήν τον συνυπολογισμό των περιόδων ανατροφής τέκνων κατά τον προσδιορισμό της καταστάσεως της ενδιαφερομένης όσον αφορά τα συνταξιοδοτικά της δικαιώματα». Συμφωνώ με την ανάλυση αυτή σύμφωνα με την οποία αρκεί το αρμόδιο κράτος μέλος κατά την έννοια του τίτλου II του κανονισμού 883/2004, δηλαδή στην υπό κρίση υπόθεση το Βασίλειο του Βελγίου, να προβλέπει τη δυνατότητα συνυπολογισμού τέτοιων περιόδων. Είναι αδιάφορο αν in concreto η ενδιαφερόμενη δεν τυγχάνει του πλεονεκτήματος αυτού, λόγω της προσωπικής της καταστάσεως.

68.      Δεύτερον, το άρθρο 44 του κανονισμού 987/2009 απαιτεί επιπλέον να μπορεί να εφαρμοστεί όσον αφορά τον ενδιαφερόμενο η νομοθεσία άλλου κράτους μέλους —ενδεχομένως η Γερμανική στην προκειμένη περίπτωση— σύμφωνα με τον τίτλο ΙΙ του κανονισμού 883/2004, λόγω της ασκήσεως από αυτόν μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητας, και αυτό σε ημερομηνία κατά την οποία, κατά τη νομοθεσία αυτή, άρχισε να υπολογίζεται η περίοδος ανατροφής τέκνων για το οικείο τέκνο.

69.      Στην υπόθεση της κύριας δίκης, όμως, κατά την επίμαχη περίοδο η D. Reichel‑Albert δεν ασκούσε πλέον μισθωτή ή μη δραστηριότητα η οποία να συνδέεται με το γερμανικό έδαφος κατά τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 44, παράγραφος 2, του κανονισμού 987/2009. Η κατάσταση της ενδιαφερόμενης διαφέρει κατά τούτο σαφώς από εκείνη που ήταν αντικείμενο της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Elsen στην οποία αμέσως πριν τη γέννηση του τέκνου με την ανατροφή του οποίου ασχολήθηκε, η ενδιαφερόμενη μητέρα ασκούσε δραστηριότητα, ως μεθοριακή εργαζόμενη, στο έδαφος του κράτους μέλους από το οποίο διεκδικούσε κοινωνικό πλεονέκτημα συναρτώμενο με την περίοδο αυτή ανατροφής.

70.      Μόνο αν πληρούνται αμφότερα τα προαναφερθέντα κριτήρια έχει ο φορέας του κράτους μέλους του οποίου η νομοθεσία ήταν εφαρμοστέα ως δίκαιο του τόπου ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας από το ενδιαφερόμενο άτομο την υποχρέωση να συνυπολογίσει, κατά τη δική του νομοθεσία, την περίοδο ανατροφής τέκνων που έχει συμπληρωθεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, ως εάν η ανατροφή του τέκνου είχε γίνει στο έδαφός του.

71.      Κατά συνέπεια, εκτιμώ ότι το άρθρο 44, παράγραφος 2, του κανονισμού 987/2009 δεν έχει εφαρμογή στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης, όχι μόνο ratione temporis, αλλά επίσης, όπως υπογράμμισαν η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, δεδομένου ότι βάσει της προσωπικής καταστάσεως της D. Reichel‑Albert δεν πληρούνται οι προβλεπόμενες σε αυτό προϋποθέσεις. Το άρθρο 44 του κανονισμού 987/2009 δεν μπορεί να επιβάλει στο DRN την υποχρέωση συνυπολογισμού, και τούτο σύμφωνα με τη γερμανική νομοθεσία δυνάμει του εν λόγω άρθρου, των περιόδων ανατροφής που η D. Reichel‑Albert πραγματοποίησε στο βελγικό έδαφος ως εάν είχαν πραγματοποιηθεί στο γερμανικό έδαφος.

72.      Η Επιτροπή συνάγει από αυτή τη διαπίστωση περί μη εφαρμογής του άρθρου 44 του κανονισμού 987/2009 ότι στα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί απάντηση όχι βάσει του εν λόγω κανονισμού αλλά βάσει του πρωτογενούς δικαίου και, ειδικότερα, των άρθρων 21 ΣΛΕΕ και 45 ΣΛΕΕ. Δεν συμμερίζομαι την άποψη αυτή.

 Δ —      Επί της εκτιμήσεως του κατά πόσο συμβιβάζονται με το δίκαιο της Ένωσης οι εθνικές διατάξεις που είναι αντικείμενο των προδικαστικών ερωτημάτων

73.      Αν, αντιθέτως προς τη γνώμη μου, το Δικαστήριο κρίνει ότι το συγκεκριμένο κοινωνικό πλεονέκτημα πρέπει να διέπεται από τη γερμανική νομοθεσία, βάσει χρονικής παρατάσεως της εφαρμογής του δικαίου του κράτους απασχολήσεως, με συνδυασμένη εφαρμογή του τίτλου II του κανονισμού 883/2004 και του άρθρου 44 του κανονισμού 987/2009, ή κατ’ αναλογία προς τις προπαρατεθείσες αποφάσεις Elsen και Kauer, θα πρέπει να εξετασθεί κατά πόσον οι διατάξεις της νομοθεσίας κράτους μέλους, όπως εκείνες του SGB VI στις οποίες αναφέρονται τα προδικαστικά ερωτήματα πληρούν τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης.

74.      Συναφώς, θα πρέπει να διακρίνουμε δύο περιπτώσεις, ανάλογα με την κατεύθυνση που θα ακολουθήσει το Δικαστήριο ως προς τα προηγούμενα ζητήματα.

75.      Αφενός, αν το Δικαστήριο κρίνει ότι το άρθρο 44 του κανονισμού 987/2009 έχει εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση, φρονώ, όπως και η Επιτροπή, ότι το άρθρο 5 του βασικού κανονισμού 883/2004 επιβάλλει στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας τον συνυπολογισμό των περιόδων ανατροφής τέκνων που η ενδιαφερόμενη συμπλήρωσε σε άλλο κράτος μέλος, καθώς και των εισφορών που έχουν καταβληθεί στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως άλλου κράτους μέλους, ως εάν τα περιστατικά ή γεγονότα είχαν συμβεί στη Γερμανία δηλαδή αναγνωρίζοντάς τους όμοιες έννομες συνέπειες. Πάντως, η Γερμανική Κυβέρνηση δεν αμφισβήτησε ότι οι περίοδοι ανατροφής τέκνων που πραγματοποιήθηκαν σε άλλο κράτος μέλος δεν συνυπολογίζονταν, ως προς τις συντάξεις γήρατος, με τον ίδιο τρόπο όσον αφορά τέκνα που ανατράφηκαν στη Γερμανία και σε περίπτωση όπως αυτή της D. Reichel‑Albert. Αυτό ισχύει και για τις εισφορές του συζύγου τής ενδιαφερομένης στο σύστημα ασφαλίσεως γήρατος στο Βέλγιο.

76.      Διευκρινίζω ότι, επειδή το άρθρο 5 του κανονισμού 883/2004 συνιστά αποτύπωση της γενικής αρχής της ίσης μεταχειρίσεως η οποία δεν ασκεί καμία επιρροή στον καθορισμό του αρμόδιου κράτους μέλους και του εφαρμοστέου δικαίου (36), δεν είναι ως εκ τούτου αναγκαίο να εξετασθεί το ενδεχόμενο να μη συνάδει η επίμαχη γερμανική ρύθμιση με τις διατάξεις των άρθρων 21 ΣΛΕΕ και 45 ΣΛΕΕ (37).

77.      Αφετέρου, αν το Δικαστήριο δεχθεί την πρότασή μου και κρίνει ότι το άρθρο 44 του κανονισμού 987/2009 δεν εφαρμόζεται στην υπό κρίση υπόθεση, η εφαρμογή της νομολογίας που έχει διαμορφωθεί στο πλαίσιο της ερμηνείας του κανονισμού 1408/71 θα κατέληγε στο ίδιο αποτέλεσμα. Πράγματι, το Δικαστήριο έχει διατυπώσει την αρχή της εξομοιώσεως των γεγονότων που έχουν συμβεί σε άλλο κράτος μέλος η οποία κατ’ ουσίαν είναι ισοδύναμη με εκείνη που ρητώς προβλέπεται στο άρθρο 5 του κανονισμού 883/2004 (38).

78.      Κατά συνέπεια, όποια και να είναι η νομική βάση που θα γίνει δεκτή, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να κριθεί ότι οι επίμαχες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις δεν συμβιβάζονται προς τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης, στην περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο κρίνει ότι το γερμανικό δίκαιο έχει εφαρμογή στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης.

V –    Πρόταση

79.      Βάσει των προεκτεθέντων προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στα προδικαστικά ερωτήματα του Sozialgericht Würzburg:

—      Ως κύρια πρότασή μου:

«Εφόσον το άρθρο 44, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας δεν εφαρμόζεται ratione temporis όσον αφορά τη διαδικασία της κύριας δίκης, δηλαδή βάσει των περιστάσεων της υποθέσεως της κύριας δίκης, τα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα είναι άνευ αντικειμένου. Παρέλκει επομένως η απάντησή τους με αυτή τη βάση.»

‑       Επικουρικώς, στην περίπτωση που κριθεί ότι ο εν λόγω κανονισμός εφαρμόζεται, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι:

«Το άρθρο 44, παράγραφος 2, του κανονισμού 987/2009, όταν οι περίοδοι ανατροφής τέκνων δεν συνυπολογίζονται κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας του κράτους μέλους το οποίο είναι αρμόδιο δυνάμει του τίτλου II του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας, δεν απαγορεύει τον μη συνυπολογισμό από φορέα άλλου κράτους μέλους, στη νομοθεσία του οποίου συνεχίζει να υπόκειται επικουρικώς ο ενδιαφερόμενος, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο εν λόγω άρθρο 44, της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου ως περιόδου ανατροφής τέκνων ως εάν το τέκνο είχε ανατραφεί στο έδαφός του, όταν στην επίμαχη περίπτωση δεν πληρούνται τα κριτήρια συνυπολογισμού που προβλέπονται στην νομοθεσία του. Το γεγονός ότι τέτοιες περίοδοι συνυπολογίζονται σύμφωνα με τον νόμο αλλά όχι στην επίμαχη περίπτωση, ούτε στο κατ’ αρχήν αρμόδιο κράτος μέλος ούτε στο άλλο αυτό κράτος μέλος, δεν ασκεί επιρροή αυτό καθ’ εαυτό στην ερμηνεία του άρθρου 44 του κανονισμού 987/2009.»

‑       Έτι επικουρικότερον, στην περίπτωση που οι διατάξεις του γερμανικού δικαίου που είναι αντικείμενο των προδικαστικών ερωτημάτων κριθεί ότι διέπουν περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη βάσει του τίτλου II του κανονισμού 883/2004 και του άρθρου 44 του κανονισμού 987/2009, προτείνω στο Δικαστήριο να κρίνει ότι:

«Το άρθρο 5 του κανονισμού 883/2004 υποχρεώνει κράτος μέλος, όταν είναι αρμόδιο δυνάμει του τίτλου II του κανονισμού 883/2004 ή έχει την υποχρέωση που προβλέπεται στο άρθρο 44, παράγραφος 2 in fine, του κανονισμού 987/2009, να αναγνωρίζει ότι οι περίοδοι ανατροφής τέκνων που πραγματοποιήθηκαν και οι εισφορές που καταβλήθηκαν σε άλλο κράτος μέλος έχουν τις ίδιες έννομες συνέπειες ως εάν αυτά τα περιστατικά ή γεγονότα να είχαν συμβεί στο δικό του έδαφος.»


1 —      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 —      ΕΕ L 284, σ. 1.


3 —      ΕΕ L 166, σ. 1.


4 —      ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 73, με τη διευκρίνιση ότι το αρχικό κείμενο τροποποιήθηκε επανειλημμένα.


5 —      ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 138.


6 —      Απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2000, C‑135/99 (Συλλογή 2000, σ. I-10409).


7 —      Απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2002, C‑28/00 (Συλλογή 2002, σ. I-1343).


8 —      Βλ. δέκατη τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 987/2009 και δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη της θέσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 9 Ιουλίου 2008 εν όψει της έγκρισης του εν λόγω κανονισμού [P6_TC1-COD(2006)0006], καθώς και Jorens, Y., και Van Overmeiren, F., GeneraL Principles of Coordination in Regulation 883/2004, European JournaL of SociaL Security, τόμος 11 (2009), αριθ.1-2, σ. 67.


9 —      Βλ. κατωτέρω τα τεθέντα από το Δικαστήριο ενόψει της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως ερωτήματα στα οποία ζητήθηκε γραπτή απάντηση.


10 —      Ο βασικός κανονισμός 883/2004 άρχισε να ισχύει στις 20 Μαΐου 2004, αλλά η εφαρμογή του άρχισε από την 1η Μαΐου 2010, ημερομηνία κατά την οποία τέθηκε σε ισχύ, με τη σειρά του, ο κανονισμός εφαρμογής.


11 —      Βλ. τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 883/2004.


12 —      Στην παράγραφο 1 του άρθρου 44 του κανονισμού 987/2009 δίνεται ορισμός των εν λόγω περιόδων κατά την έννοια του κανονισμού αυτού, ο οποίος είναι ιδιαίτερα χρήσιμος λόγω της ποικιλίας αντιλήψεων στα κράτη μέλη ως προς το ζήτημα αυτό.


13 —      Βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις της 19ης Δεκεμβρίου 1968, 13/68, SalgoiL (Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 825), καθώς και της 10ης Ιουλίου 2008, C‑54/07, Feryn (Συλλογή 2008, σ. I‑5187, σκέψη 19 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


14 —      Απόφαση της 17ης Ιουλίου 1997, C‑97/95, PascoaL & Filhos (Συλλογή 1997, σ. I‑4209, σκέψεις 22 επ.).


15 —      Το άρθρο 87, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 ορίζει ότι «δεν αποκτώνται δικαιώματα δυνάμει του παρόντος κανονισμού για την περίοδο πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του».


16 —      Κατά τη γνώμη μου η διάταξη αυτή δεν είναι σχετική με την υπό κρίση υπόθεση, η οποία δεν αφορά την εκκαθάριση συντάξεως γήρατος αλλά τον προσδιορισμό δικαιωμάτων για συνταξιοδότηση μέσω αποφάσεως του DRN, βάσει των οποίων βεβαίως ενδέχεται μεν να θεμελιωθούν δικαιώματα και έχουν δεσμευτική ισχύ σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, αλλά αυτό γίνει εντούτοις στο μέλλον, ήτοι σε δώδεκα έτη περίπου όπως προκύπτει από την δικογραφία ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου.


17 —      Βλ. αποφάσεις της 10ης Ιουλίου 1986, 270/84, Licata κατά ΟΚΕ (Συλλογή 1986, σ. 2305, σκέψη 31), και της 21ης Ιανουαρίου 2003, C‑512/99, Γερμανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. I‑845, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


18 —      Αυτό βέβαια δεν απαντά στο ερώτημα κατά πόσον ο κανονισμός 987/2009 μπορεί να έχει επίδραση επί του κύρους πράξεων του DRN που έχουν εκδοθεί πριν από τη θέση του σε ισχύ.


19 —      Δεν αποκλείω την περίπτωση υπάρξεως εθνικών διατάξεων οι οποίες να καθιστούν δυνατή διαφορετική προσέγγιση αλλά, κατά τη γνώμη μου, η ratione temporis εφαρμογή του κανονισμού 987/2009 και η διαχρονική του ισχύς διέπονται εξ ολοκλήρου από τις περιλαμβανόμενες σε αυτόν μεταβατικές διατάξεις.


20 —      Η σύνδεση μεταξύ των δύο κειμένων, τα οποία αλληλοσυμπληρώνονται, είναι τέτοια που στοιχεία για την κατανόηση του βασικού κανονισμού 883/2004 μπορούν να βρεθούν στον κανονισμό εφαρμογής 987/2009 και αντιστρόφως.


21 —      Βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Kauer, προπαρατεθείσα (σκέψη 26), η οποία αφορά τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες τίθεται από τις νομοθεσίες των κρατών μελών η εξομοίωση ορισμένης περιόδου με κατά κυριολεξία περίοδο ασφαλίσεως, καθώς και απόφαση της 3ης Μαρτίου 2011, C‑440/09, Tomaszewska (Συλλογή 2011, σ. I‑1033, σκέψεις 26 και 27), η οποία αφορά τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι εν λόγω νομοθεσίες θέτουν τη συμπλήρωση περιόδων εργασίας ή ασφαλίσεως.


22 —      Η συρροή εθνικών νομοθεσιών που έχουν από κοινού εφαρμογή σε μία παροχή είναι αδύνατη, για να αποφευχθούν οι επιπλοκές που θα μπορούσαν να ανακύψουν από αυτή (απόφαση της 12ης Ιουνίου 1986, 302/84, Ten Holder, Συλλογή 1984, σ. 1821, σκέψη 21), αλλά ένας ασφαλισμένος μπορεί να σωρεύσει παροχές διαφορετικής φύσεως, όπως μία σύνταξη γήρατος και οικογενειακά επιδόματα, στα οποίες εφαρμόζονται διαφορετικές νομοθεσίες (απόφαση της 20ής Μαΐου 2008, C‑352/06, Bosmann, Συλλογή 2008, σ. I‑3827, σκέψη 31).


23 —      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 9ης Μαρτίου 2006, C‑493/04, Piatkowski (Συλλογή 2006, σ. I‑2369, σκέψη 34)· της 14ης Οκτωβρίου 2010, C-345/09, van Delft κ.λπ. (Συλλογή 2010, σ. I‑9879, σκέψη 100 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), καθώς και σημείο 72 των προτάσεών μου επί της υποθέσεως αυτής.


24 —      Η παράγραφος 3 του άρθρου 44 του κανονισμού 987/2009, η οποία ορίζει ότι η παράγραφος 2 του άρθρου αυτού δεν εφαρμόζεται όταν ο ενδιαφερόμενος υπάγεται ή πρόκειται να υπαχθεί στη νομοθεσία άλλου κράτους μέλους λόγω της ασκήσεως μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητας, δεν έχει εφαρμογή στην υπόθεση της κύριας δίκης.


25 —      Κατά το άρθρο 93 του κανονισμού 987/2009.


26 —      Στη διάταξη αυτή ορίζεται ότι «το άτομο στο οποίο η νομοθεσία κράτους μέλους παύει να έχει εφαρμογή, χωρίς η νομοθεσία άλλου κράτους μέλους να καταστεί εφαρμοστέα και αυτό σύμφωνα με έναν από τους κανόνες που αναφέρονται στα προηγούμενα στοιχεία ή με μια από τις εξαιρέσεις ή ειδικούς κανόνες που αναφέρονται στα άρθρα 14 έως 17, υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου κατοικεί, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτής και μόνο της νομοθεσίας».


27 —      Από τον κανονισμό 2195/91 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 1991, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 και του κανονισμού (ΕΟΚ) 574/72 (ΕΕ L 206, σ. 2).


28 —      Βλ. σημείο 49 των προτάσεων στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Kauer.


29 —      Βλ. απόφαση της 7ης Ιουλίου 2005, C-227/03, van Pommeren-Bourgondiën (Συλλογή 2005, σ. I‑6101, σκέψεις 34 και 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία)


30 —      Η προπαρατεθείσα απόφαση Kauer παραπέμπει συναφώς στην προπαρατεθείσα απόφαση Ten Holder (σκέψη 14) και στην απόφαση της 10ης Μαρτίου 1992, C‑215/90, Twomey (Συλλογή 1992, σ. I‑1823, σκέψη 10).


31 —      Λόγος για τον οποίο το DRN έκρινε ότι υπήρχε δεσμός με το Βασίλειο του Βελγίου και όχι με την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας όσον αφορά την ασφάλιση ασθενείας, σύμφωνα με την απόφαση περί παραπομπής.


32 —      Η επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου αποκλείεται, εφόσον οι διατάξεις του τίτλου II του βασικού κανονισμού 883/2004 συνιστούν πλήρες και ομοιογενές σύστημα κανόνων συγκρούσεως νόμων (όσον αφορά τον κανονισμό 1408/71, βλ. απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 1991, C‑196/90, De Paep, Συλλογή 1991, σ. I‑4815, σκέψη 18). Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη δεν έχουν επίσης την ευχέρεια να καθορίζουν το μέτρο κατά το οποίο εφαρμόζεται η δική τους νομοθεσία ή η νομοθεσία ενός άλλου κράτους μέλους (απόφαση της 23ης Σεπτεμβρίου 1982, 276/81, Kuijpers, Συλλογή 1982, σ. 3027, σκέψη 14).


33 —      Βλ., για παράδειγμα, το άρθρο 14, παράγραφος 2, του κανονισμού 883/2004.


34 —      Άρθρο 44 της προτάσεως κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τον καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 [COM(2006) 16 τελικό].


35 —      Η δέκατη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού διευκρινίζει ότι αρμόδιος φορέας είναι ο «φορέα[ς] η νομοθεσία του οποίου είναι εφαρμοστέα ή τον οποίο βαρύνει η καταβολή ορισμένων παροχών».


36 —      Βλ. ενδέκατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 883/2004.


37 —      Η προσθήκη του εν λόγω άρθρου 5 έχει ως αποτέλεσμα, όταν εφαρμόζεται ο κανονισμός 883/2004, να μην είναι πλέον χρήσιμη η επίκληση, η οποία συχνά γίνεται στην σχετική με την κοινωνική ασφάλιση νομολογία, της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεως λόγω ιθαγένειας. Βλ. Σχόλια Dern, S., σε Schreiber, F. (κ.λπ.), VO (EG) Nr. 883/2004, Verordnung zur Koordinierung der Systeme der sozialen Sicherheit, Verlag C. H. Beck, Μόναχο, 2012, σ. 69.


38 —      Βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις που παρατίθενται στα σημεία 41 επ. των προτάσεων στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 28ης Απριλίου 2004, C‑373/02, Öztürk (Συλλογή 2004, σ. I‑3605), όπου ο γενικός εισαγγελέας Ruiz‑Jarabo Colomer είχε επισημάνει ότι η νομολογία «έχει τονίσει ότι, για την αναγνώριση του δικαιώματος λήψεως ορισμένων παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως ή άλλων πλεονεκτημάτων υπέρ των διακινουμένων εργαζομένων, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως απαιτεί να λαμβάνει υπόψη κάθε κράτος μέλος ορισμένα πραγματικά περιστατικά που επισυνέβησαν σε άλλα κράτη μέλη, προκειμένου να εξομοιώσει τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά με εκείνα που λαμβάνουν χώρα στο έδαφός του».