Language of document : ECLI:EU:T:2010:17

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 20ής Ιανουαρίου 2010 (*)

«Εξωσυμβατική ευθύνη – Κοινή γεωργική πολιτική – Τροποποίηση του κοινοτικού καθεστώτος στηρίξεως για το βαμβάκι – Tίτλος IV, κεφάλαιο 10 α, του κανονισμού (ΕΚ) 1782/2003, που προστέθηκε με το άρθρο 1, σκέψη 20, του κανονισμού (ΕΚ) 864/2004 – Ακύρωση των επίδικων διατάξεων με απόφαση του Δικαστηρίου – Αιτιώδης συνάφεια»

Στις υποθέσεις T‑252/07, T‑271/07 και T‑272/07,

Sungro, SA, με έδρα την Cordoue (Ισπανία),

ενάγουσα στην υπόθεση T‑252/07,

Eurosemillas, SA, με έδρα την Cordoue,

ενάγουσα στην υπόθεση T‑271/07,

Surcotton, SA, με έδρα την Cordoue,

ενάγουσα στην υπόθεση T‑272/07,

εκπροσωπούμενες από τον L. Ortiz Blanco, δικηγόρο,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπούμενου από τους M. Moore, A. De Gregorio Merino και την A. Westerhof Löfflerova,

και

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους L. Parpala και F. Jimeno Fernández, επικουρούμενους από τους E. Díaz-Bastien Lopez, L. Divar Bilbao και J. Magdalena Anda, δικηγόρους,

εναγόμενοι,

με αντικείμενο αγωγές αποζημιώσεως, βάσει του άρθρου 235 ΕΚ και του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, με σκοπό την αποκατάσταση της ζημίας που φέρονται ότι υπέστησαν οι ενάγουσες λόγω της θεσπίσεως και της εφαρμογής, κατά την περίοδο 2006/2007, του κεφαλαίου 10α του τίτλου IV του κανονισμού (ΕΚ) 1782/2003 του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 2003, για τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στηρίξεως στα πλαίσια της κοινής γεωργικής πολιτικής και για τη θέσπιση ορισμένων καθεστώτων στηρίξεως για τους γεωργούς και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΟΚ) 2019/93, (ΕΚ) 1452/2001, (ΕΚ) 1453/2001, (ΕΚ) 1454/2001, (ΕΚ) 1868/94, (ΕΚ) 1251/1999, (ΕΚ) 1254/1999, (ΕΚ) 1673/2000, (ΕΟΚ) 2358/71 και (ΕΚ) 2529/2001 (EE L 270, σ. 1), το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 1, σημείο 20, του κανονισμού (ΕΚ) 864/2004 του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για την τροποποίηση του κανονισμού 1782/2003 και για την προσαρμογή του λόγω της προσχωρήσεως της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Εσθονίας, της Κύπρου, της Λεττονίας, της Λιθουανίας, της Ουγγαρίας, της Μάλτας, της Πολωνίας, της Σλοβενίας και της Σλοβακίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (EE L 161, σ. 48), και ακυρώθηκε με την απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑310/04, Ισπανία κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2006, σ. I‑7285),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους E. Martins Ribeiro, πρόεδρο, Σ. Παπασσάβα και N. Wahl (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 22ας Απριλίου 2009,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το νομικό πλαίσιο

1        Κατά την προσχώρηση της Ελληνικής Δημοκρατίας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες το 1980, θεσπίστηκε καθεστώς ενισχύσεως για το βαμβάκι με το πρωτόκολλο αριθ. 4 περί του βαμβακιού, το οποίο προσαρτήθηκε στην πράξη προσχωρήσεως του κράτους μέλους αυτού (EE 1979, L 291, σ. 174, στο εξής: πρωτόκολλο αριθ. 4).

2        Το καθεστώς αυτό εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στη συγκομιδή του 1981 και, στη συνέχεια, επεκτάθηκε όταν το Βασίλειο της Ισπανίας και η Πορτογαλική Δημοκρατία προσχώρησαν στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες το 1986.

3        Κατά την παράγραφο 2 του πρωτοκόλλου αριθ. 4, το εν λόγω καθεστώς έχει ιδίως ως σκοπό να υποστηρίζει την παραγωγή βαμβακιού στις περιοχές της Κοινότητας όπου είναι σημαντική για τη γεωργική οικονομία, να επιτρέπει δίκαιο εισόδημα για τους ενδιαφερομένους παραγωγούς και να σταθεροποιεί την αγορά δια της βελτιώσεως των δομών στο επίπεδο της προσφοράς και της διαθέσεως.

4        Η παράγραφος 3 του πρωτοκόλλου αριθ. 4, τόσο όπως ίσχυε αρχικά όσο και κατόπιν της εκδόσεως του κανονισμού (ΕΚ) 1050/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για έκτη προσαρμογή του καθεστώτος για το βαμβάκι, που καθιερώθηκε με το πρωτόκολλο αριθ. 4 της πράξης για την προσχώρηση της Ελλάδας (ΕΕ L 148, σ. 1), ορίζει ότι το καθεστώς αυτό «περιλαμβάνει τη χορήγηση ενισχύσεως στην παραγωγή».

5        Η παράγραφος 6 του πρωτοκόλλου αριθ. 4, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1050/2001, προβλέπει ότι «[τ]ο Συμβούλιο, με ειδική πλειοψηφία προτάσει της Επιτροπής και κατόπιν διαβουλεύσεως με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αποφασίζει για τις αναγκαίες προσαρμογές του καθεστώτος που προβλέπεται από το παρόν πρωτόκολλο και θεσπίζει τους αναγκαίους βασικούς κανόνες για την εφαρμογή των διατάξεων που προβλέπονται στο παρόν πρωτόκολλο».

6        Βάσει της εν λόγω παραγράφου 6, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 1051/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την ενίσχυση της βαμβακοπαραγωγής (ΕΕ L 148, σ. 3).

7        Από τα άρθρα 2, 11 και 12 του κανονισμού αυτού προκύπτει ότι η ενίσχυση στην παραγωγή μη εκκοκκισμένου βαμβακιού ισούται προς τη διαφορά μεταξύ της τιμής στόχου που καθορίζει ο εν λόγω κανονισμός για το βαμβάκι αυτό και της τιμής της παγκόσμιας αγοράς και ότι η ενίσχυση αυτή καταβάλλεται στα εκκοκκιστήρια για το μη εκκοκκισμένο βαμβάκι το οποίο αγοράζουν σε τιμή τουλάχιστον ίση προς την ελάχιστη τιμή, όπως καθορίζεται από τον ίδιο κανονισμό.

8        Στο πλαίσιο της μεταρρυθμίσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό 1782/2003 του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 2003, για τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στηρίξεως στα πλαίσια της κοινής γεωργικής πολιτικής και για τη θέσπιση ορισμένων καθεστώτων στηρίξεως για τους γεωργούς και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΟΚ) 2019/93, (ΕΚ) 1452/2001, (ΕΚ) 1453/2001, (ΕΚ) 1454/2001, (ΕΚ) 1868/94, (ΕΚ) 1251/1999, (ΕΚ) 1254/1999, (ΕΚ) 1673/2000, (ΕΟΚ) 2358/71 και (ΕΚ) 2529/2001 (EE L 270, σ. 1).

9        Οι αιτιολογικές σκέψεις 24 και 28 του κανονισμού 1782/2003 έχουν ως εξής:

«(24) Η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της κοινοτικής γεωργίας και η προώθηση προτύπων για την ποιότητα των τροφίμων και το περιβάλλον συνεπάγεται κατ’ ανάγκη μείωση των θεσμικών τιμών για τα γεωργικά προϊόντα με ταυτόχρονη αύξηση του κόστους παραγωγής για τις κοινοτικές γεωργικές εκμεταλλεύσεις. Προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί και να προωθηθεί μια αειφόρος γεωργία που θα είναι περισσότερο προσανατολισμένη προς τις αγορές, απαιτείται να ολοκληρωθεί η μετάβαση από τη στήριξη της παραγωγής στη στήριξη του παραγωγού μέσω της εισαγωγής συστήματος εισοδηματικής ενισχύσεως, αποσυνδεδεμένης από την παραγωγή για κάθε γεωργική εκμετάλλευση. Παρόλο που η αποσύνδεση δεν θα μεταβάλει τα ποσά που καταβάλλονται σήμερα στους γεωργούς, θα αυξήσει σημαντικά την αποτελεσματικότητα της ενισχύσεως του εισοδήματος. Κατά συνέπεια, κρίνεται σκόπιμο η ενιαία ενίσχυση ανά γεωργική εκμετάλλευση να εξαρτάται από την πολλαπλή συμμόρφωση προς κριτήρια περιβαλλοντικά, ασφάλειας των τροφίμων, καλής υγείας και μεταχείρισης των ζώων, καθώς και διατηρήσεως της γεωργικής εκμεταλλεύσεως σε καλή γεωργική και περιβαλλοντική κατάσταση.

[…]

(28)      Προκειμένου να δοθεί στους γεωργούς η δυνατότητα να επιλέγουν ελεύθερα τι θα καλλιεργήσουν στη γη τους, συμπεριλαμβανομένων προϊόντων που υπάγονται ακόμη στο καθεστώς στηρίξεως που συνδέεται με την παραγωγή, με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο προσανατολισμός προς την αγορά, η ενιαία ενίσχυση δεν θα πρέπει να εξαρτάται από την παραγωγή κανενός συγκεκριμένου προϊόντος. Ωστόσο, για να αποφευχθούν οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, μερικά προϊόντα θα πρέπει να εξαιρεθούν από την παραγωγή σε επιλέξιμη γη.»

10      Οι αιτιολογικές σκέψεις 1, 2, 5, 6, 7, 22 και 23 του κανονισμού (ΕΚ) 864/2004 του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 1782/2003 και για την προσαρμογή του λόγω της προσχωρήσεως της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Εσθονίας, της Κύπρου, της Λετονίας, της Λιθουανίας, της Ουγγαρίας, της Μάλτας, της Πολωνίας, της Σλοβενίας και της Σλοβακίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ L 161, σ. 48, στο εξής: επίδικος κανονισμός), αναφέρουν:

«(1)      Η αποσύνδεση της παρεχόμενης άμεσης στηρίξεως στους παραγωγούς και η εγκαθίδρυση του καθεστώτος ενιαίας ενισχύσεως αποτελούν ουσιώδη στοιχεία της διαδικασίας μεταρρυθμίσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής που αποσκοπεί στην απομάκρυνση από την άσκηση πολιτικής τιμών και στηρίξεως της παραγωγής και στροφή προς μια πολιτική εισοδηματικής ενισχύσεως των γεωργών. Με τον κανονισμό […] 1782/2003 θεσπίστηκαν τα στοιχεία αυτά όσον αφορά μια σειρά γεωργικών προϊόντων.

(2)      Για να επιτευχθούν οι κεντρικής σημασίας στόχοι της μεταρρυθμίσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής, η στήριξη για το βαμβάκι, το ελαιόλαδο, τον ακατέργαστο καπνό και τον λυκίσκο πρέπει να αποσυνδεθεί σε μεγάλο βαθμό και να ενσωματωθεί στο καθεστώς ενιαίας ενισχύσεως.

[...]

(5)      Η πλήρης ενσωμάτωση του ισχύοντος καθεστώτος στηρίξεως στον τομέα του βαμβακιού στο καθεστώς ενιαίας ενισχύσεως θα συνεπαγόταν σημαντικό κίνδυνο αποδιοργανώσεως της παραγωγής στις περιοχές βαμβακοκαλλιέργειας της Κοινότητας. Ως εκ τούτου, ένα μέρος της στηρίξεως θα πρέπει να εξακολουθήσει να συνδέεται με τη βαμβακοκαλλιέργεια [μέσω της] καταβολ[ής] ποσού ανά επιλέξιμο εκτάριο της συγκεκριμένης καλλιέργειας. Το ποσό της στηρίξεως θα πρέπει να υπολογίζεται κατά τρόπο τέτοιο που να εξασφαλίζονται οικονομικές συνθήκες οι οποίες, στις περιοχές που είναι πρόσφορες για αυτή την καλλιέργεια, να επιτρέπουν τη συνέχιση των δραστηριοτήτων στον τομέα του βαμβακιού και να αποφεύγεται η υποκατάσταση του βαμβακιού από άλλες καλλιέργειες. Για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός, είναι δικαιολογημένο να οριστεί η συνολική διαθέσιμη ενίσχυση ανά εκτάριο σε κάθε κράτος μέλος στο 35 % του εθνικού μεριδίου της ενισχύσεως που μεταφερόταν έμμεσα στους παραγωγούς.

(6)      Το υπόλοιπο 65 % του εθνικού μεριδίου στην ενίσχυση, το οποίο μεταφερόταν έμμεσα στους παραγωγούς, πρέπει να μείνει διαθέσιμο προς εξυπηρέτηση του καθεστώτος ενιαίας ενισχύσεως.

(7)      Για περιβαλλοντικούς λόγους, θα πρέπει να οριστεί μια βασική έκταση ανά κράτος μέλος, ώστε να περιοριστούν οι εκτάσεις βαμβακοκαλλιέργειας. Επιπλέον, οι επιλέξιμες εκτάσεις θα πρέπει να περιορίζονται στις εκτάσεις που εγκρίνονται από τα κράτη μέλη.

[...]

(22)      Η αποσύνδεση των ενισχύσεων για το βαμβάκι και τον ακατέργαστο καπνό ενδεχομένως θα απαιτήσει την εφαρμογή μέτρων αναδιάρθρωσης. Πρόσθετη κοινοτική στήριξη για τις περιφέρειες παραγωγής των κρατών μελών στα οποία χορηγήθηκε κοινοτική ενίσχυση για το βαμβάκι και τον ακατέργαστο καπνό κατά τα έτη 2000, 2001 και 2002 θα πρέπει να διατίθεται μέσω μεταφοράς πιστώσεων από τον υποτομέα 1α στον υποτομέα 1β των δημοσιονομικών προοπτικών. Αυτή η πρόσθετη στήριξη θα πρέπει να χρησιμοποιείται κατά τα προβλεπόμενα στον κανονισμό (ΕΚ) 1257/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ) […]

(23)      Για να εξασφαλιστεί η απρόσκοπτη εξακολούθηση της καταβολής εισοδηματικών ενισχύσεων προς τους παραγωγούς στον τομέα του βαμβακιού, του ελαιολάδου και του καπνού, δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται ως επιλογή η αναβολή της ενσωματώσεως αυτών των καθεστώτων ενισχύσεως στο καθεστώς ενιαίας ενισχύσεως.»

11      Ο επίδικος κανονισμός προσέθεσε στον τίτλο IV του κανονισμού 1782/2003 ένα κεφάλαιο 10α, τιτλοφορούμενο «Ειδική ενίσχυση για το βαμβάκι», το οποίο περιλαμβάνει τα άρθρα 110α έως 110στ (στο εξής: επίδικες διατάξεις).

12      Κατά τα άρθρα 110α έως 110γ του κανονισμού 1782/2003 όπως έχει τροποποιηθεί:

 «Άρθρο 110α

 Πεδίο εφαρμογής

Χορηγείται ενίσχυση στους γεωργούς που παράγουν βαμβάκι, το οποίο υπάγεται στον κωδικό ΣΟ 520100, υπό τους θεσπιζόμενους στο παρόν κεφάλαιο όρους.

 Άρθρο 110β

 Επιλεξιμότητα

1.      Η ενίσχυση χορηγείται ανά εκτάριο επιλέξιμης έκτασης βαμβακιού. Για να είναι επιλέξιμη, η έκταση πρέπει να ευρίσκεται σε γεωργικές γαίες εγκεκριμένες από το κράτος μέλος για βαμβακοπαραγωγή, οι οποίες έχουν σπαρθεί με εγκεκριμένες ποικιλίες και έχουν πράγματι συγκομισθεί υπό κανονικές συνθήκες ανάπτυξης των φυτών.

Εντούτοις, αν το βαμβάκι δεν φτάσει στο στάδιο του ανοίγματος της κάψας, λόγω εξαιρετικών καιρικών συνθηκών που αναγνωρίζονται ως τέτοιες από το κράτος μέλος, οι εκτάσεις που έχουν καθ’ ολοκληρία σπαρθεί με βαμβάκι παραμένουν επιλέξιμες για τη χορήγηση ενισχύσεως, υπό τον όρο ότι οι εν λόγω εκτάσεις δεν χρησιμοποιήθηκαν, μέχρι το άνοιγμα της κάψας, για κανένα άλλο σκοπό πλην της παραγωγής βαμβακιού.

2.      Τα κράτη μέλη εγκρίνουν τις γαίες και τις ποικιλίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 σύμφωνα με τους όρους και τις λεπτομέρειες που θα εγκριθούν με τη διαδικασία του άρθρου 144, παράγραφος 2.

 Άρθρο 110γ

Βασικές εκτάσεις και ποσά

1.      Ορίζεται εθνική βασική έκταση για την:

–        Ελλάδα:          370 000 εκτάρια

–        Ισπανία:          70 000 εκτάρια

–        Πορτογαλία: 360 εκτάρια.

2.      Το ποσό της ενισχύσεως ανά επιλέξιμο εκτάριο είναι το εξής:

–        Ελλάδα:          594 ευρώ για 300 000 εκτάρια και 342,85 ευρώ για τα υπόλοιπα 70 000 εκτάρια

–        Ισπανία:          1 039 ευρώ

–        Πορτογαλία: 556 ευρώ.

[…]»

13      Τα άρθρα 110δ και 110ε του κανονισμού 1782/2003, όπως έχει τροποποιηθεί, αφορούν τις εγκεκριμένες διεπαγγελματικές οργανώσεις οι οποίες συγκροτούνται από βαμβακοπαραγωγούς και από έναν τουλάχιστον εκκοκκιστή και «αποσκοπ[ούν], ιδίως, στο να προμηθεύ[ουν] ποιοτικά κατάλληλο σύσπορο βαμβάκι στον εκκοκκιστή». Αυτές οι διεπαγγελματικές οργανώσεις μπορούν να διαφοροποιούν το ήμισυ, κατ’ ανώτατο όριο, του συνολικού ποσού της ενισχύσεως που δικαιούνται οι γεωργοί-μέλη τους σύμφωνα με κλίμακα την οποία καθορίζουν οι ίδιες και στην οποία λαμβάνεται υπόψη, ιδίως, η ποιότητα του σύσπορου βαμβακιού.

14      Επιπλέον, ο επίδικος κανονισμός προσέθεσε στον κανονισμό 1782/2003 τον τίτλο IVβ, τιτλοφορούμενο «Δημοσιονομικές μεταφορές», ο οποίος περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, το άρθρο 143δ, τιτλοφορούμενο «Δημοσιονομική μεταφορά για την αναδιάρθρωση των περιοχών βαμβακοπαραγωγής», το οποίο έχει ως εξής:

«Από το δημοσιονομικό έτος 2007, ποσό 22 εκατομμ[υρίων] ευρώ, προερχόμενο από τις μέσες δαπάνες για το βαμβάκι που σημειώθηκαν κατά τα έτη 2000, 2001 και 2002, διατίθεται, ανά ημερολογιακό έτος, ως πρόσθετη κοινοτική στήριξη για μέτρα υπέρ των περιοχών βαμβακοπαραγωγής, βάσει του προγραμματισμού αγροτικής ανάπτυξης που χρηματοδοτείται από το ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) 1257/1999.»

15      Τέλος, ο επίδικος κανονισμός προσέθεσε στο άρθρο 153 του κανονισμού 1782/2003, μεταξύ άλλων, μια παράγραφο 4α, καταργούσα τον κανονισμό 1051/2001, ο οποίος εξακολουθεί ωστόσο να έχει εφαρμογή ως προς το έτος εμπορίας 2005/2006. Κατά το άρθρο 156, παράγραφος 2, στοιχείο ζ΄, του κανονισμού 1782/2003, όπως έχει τροποποιηθεί, το νέο σύστημα ενισχύσεως για το βαμβάκι εφαρμόζεται, από 1ης Ιανουαρίου 2006, στο βαμβάκι που έχει σπαρθεί μετά την ημερομηνία αυτή.

 Ιστορικό της διαφοράς

16      Με προσφυγές που άσκησε στις 22 Ιουλίου 2004 ενώπιον του Δικαστηρίου, η Ισπανική Κυβέρνηση ζήτησε, δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ, την ακύρωση του κεφαλαίου 10α του τίτλου IV του κανονισμού 1782/2003 όπως προστέθηκε με τον επίδικο κανονισμό. Προς στήριξη της προσφυγής της, προβάλλει τέσσερις λόγους ακυρώσεως, αντλούμενους, αντιστοίχως, από παράβαση του πρωτοκόλλου αριθ. 4, από μη τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, από υπέρβαση εξουσίας και από παραβίαση των γενικών αρχών της αναλογικότητας και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

17      Με απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑310/04, Ισπανία κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2006, σ. I‑7285), το Δικαστήριο δέχθηκε την προσφυγή. Αφού απέρριψε τους τρεις πρώτους λόγους που προέβαλε το Βασίλειο της Ισπανίας, το Δικαστήριο δέχθηκε το πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως και ακύρωσε τις επίδικες διατάξεις με την αιτιολογία ότι το Συμβούλιο παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας. Εντούτοις, ιδίως, προς αποφυγή κάθε ανασφάλειας δικαίου ως προς το καθεστώς που ισχύει για τις ενισχύσεις στον τομέα του βαμβακιού, κατόπιν αυτής της ακυρώσεως, το Δικαστήριο ανέστειλε τα αποτελέσματα της εν λόγω ακυρώσεως μέχρι την έκδοση, εντός ευλόγου χρόνου, νέου κανονισμού.

18      Στις 19 Μαρτίου 2007, οι ενάγουσες, Sungro, SA, Eurosemillas, SA, και Surcotton, SA, οι οποίες είναι εκκοκκιστήρια ακατέργαστου βαμβακιού εγκατεστημένες στην Ισπανία και υπήχθησαν στο καθεστώς ενισχύσεως για το βαμβάκι που θεσπίστηκε με το πρωτόκολλο αριθ. 4, ζήτησαν από το Συμβούλιο και την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αποζημίωση για τη ζημία που υπέστησαν λόγω των επίδικων διατάξεων, η οποία εκτιμάται σε 37 188 ευρώ όσον αφορά τη Sungro, σε 2 661 427 ευρώ όσον αφορά τη Eurosemillas, και σε 1 734 027 ευρώ όσον αφορά τη Surcotton, αντιστοίχως.

19      Την 1η Ιουνίου 2007, καθεμία των εναγουσών έλαβε έγγραφο του Συμβουλίου με το οποίο το Συμβούλιο τις πληροφορούσε ότι, κατόπιν εξετάσεως της αιτήσεώς τους περί αποζημιώσεως και των συνημμένων στην αίτηση αυτή εγγράφων, έκρινε ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις στοιχειοθετήσεως της εξωσυμβατικής του ευθύνης.

20      Στις 9 Μαΐου 2007, η Επιτροπή απάντησε επίσης αρνητικώς στο αίτημα περί καταβολής αποζημιώσεως που της είχε απευθύνει καθεμία από τις ενάγουσες.

 Διαδικασία και παρατηρήσεις των διαδίκων

21      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] μεταξύ 26 Ιουνίου και 25 Οκτωβρίου 2007, τα οποία πρωτοκολλήθηκαν ως υποθέσεις T‑217/07, T‑218/07, T‑244/07 έως T‑246/07, T‑252/07 έως T‑255/07, T‑258/07 έως T‑260/07, T‑268/07 έως T‑272/07 και T‑394/07, 18 εκκοκκιστήρια βαμβακιού, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι ενάγουσες, άσκησαν αγωγές με σκοπό την αποκατάσταση της ζημίας που φέρονται ότι υπέστησαν λόγω της θεσπίσεως και της εφαρμογής, κατά την περίοδο 2006/2007, των επίδικων διατάξεων.

22      Με διάταξη του προέδρου του ογδόου τμήματος της 18ης Οκτωβρίου 2007, το Πρωτοδικείο [νυν Γενικό Δικαστήριο] αποφάσισε την ένωση των τριών υποθέσεων προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

23      Την ίδια ημέρα, το Πρωτοδικείο [νυν Γενικό Δικαστήριο] (όγδοο τμήμα) έλαβε ένα μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας με το οποίο αποφασίσθηκε να περιορισθούν, εν προκειμένω, οι κατ’ αντιπαράθεση συζητήσεις μόνο στα ζητήματα της αρχής της στοιχειοθετήσεως της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας και της μεθοδολογίας υπολογισμού της ζημίας.

24      Με έγγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 18 Ιουλίου 2008, οι ενάγουσες στις υποθέσεις T‑217/07, T‑218/07, T‑244/07 έως T‑246/07, T‑253/07 έως T‑255/07, T‑258/07 έως T‑260/07, T‑268/07 έως T‑270/07 και T‑394/07 πληροφόρησαν το Πρωτοδικείο [νυν Γενικό Δικαστήριο] ότι παραιτούνταν των αγωγών τους. Με διάταξη μερικής διαγραφής του προέδρου του ογδόου τμήματος του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] της 20ής Οκτωβρίου 2008, οι δεκαπέντε αυτές υποθέσεις διαγράφησαν από το πρωτόκολλο του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου].

25      Οι διάδικοι επί των υποθέσεων T‑252/07, T‑271/07 και T‑272/07 αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 22ας Απριλίου 2009.

26      Στην υπόθεση T‑252/07, η Sungro ζητεί από το Πρωτοδικείο [νυν Γενικό Δικαστήριο]:

–        να κηρύξει την αγωγή παραδεκτή·

–        να δεχθεί με την απόφασή του την αγωγή αποζημιώσεως, βάσει του άρθρου 288 ΕΚ, και να αναγνωρίσει το δικαίωμα της ενάγουσας να λάβει οικονομική αποζημίωση από το Συμβούλιο και την Επιτροπή εις ολόκληρον συνολικού ύψους 37 188 ευρώ για τη ζημία την οποία της προκάλεσε η μη σύννομη θέσπιση και η εφαρμογή στον τομέα του βαμβακιού, κατά την περίοδο 2006/2007, των επίδικων διατάξεων·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο και την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

27      Στην υπόθεση T‑271/07, η Eurosemillas ζητεί από το Πρωτοδικείο [νυν Γενικό Δικαστήριο]:

–        να κηρύξει την αγωγή παραδεκτή·

–        να δεχθεί με την απόφασή του την αγωγή αποζημιώσεως, βάσει του άρθρου 288 ΕΚ, και να αναγνωρίσει το δικαίωμα της ενάγουσας να λάβει οικονομική αποζημίωση από το Συμβούλιο και την Επιτροπή εις ολόκληρον συνολικού ύψους 2 661 427 ευρώ για τη ζημία την οποία της προκάλεσε η μη σύννομη θέσπιση και η εφαρμογή στον τομέα του βαμβακιού, κατά την περίοδο 2006/2007, των επίδικων διατάξεων·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο και την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

28      Στην υπόθεση T‑272/07, η Surcotton ζητεί από το Πρωτοδικείο [νυν Γενικό Δικαστήριο]:

–        να κηρύξει την αγωγή παραδεκτή·

–        να δεχθεί με την απόφασή του την αγωγή αποζημιώσεως και να αναγνωρίσει, βάσει του 288 ΕΚ, το δικαίωμα της ενάγουσας να λάβει οικονομική αποζημίωση από το Συμβούλιο και την Επιτροπή εις ολόκληρον συνολικού ύψους 1 734 027 ευρώ για τη ζημία την οποία της προκάλεσε η μη σύννομη θέσπιση και η εφαρμογή στον τομέα του βαμβακιού, κατά την περίοδο 2006/2007, των επίδικων διατάξεων·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο και την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

29      Το Συμβούλιο ζητεί από το Πρωτοδικείο [νυν Γενικό Δικαστήριο]:

–        να απορρίψει τις αγωγές στο σύνολό τους∙

–        να καταδικάσει, αλληλεγγύως, τις ενάγουσες στα δικαστικά έξοδα.

30      Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο [νυν Γενικό Δικαστήριο]:

–        να απορρίψει το σύνολο των αγωγών ως αβασίμων·

–        να καταδικάσει τις ενάγουσες στα δικαστικά έξοδα.

31      Αφού άκουσε τους διαδίκους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Πρωτοδικείο [νυν Γενικό Δικαστήριο] (όγδοο τμήμα) αποφάσισε να ενώσει τις τρεις υποθέσεις προς έκδοση κοινής αποφάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 50 του Κανονισμού Διαδικασίας.

 Σκεπτικό

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

32      Όπως επιβεβαίωσαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, απαντώντας σε ερώτηση του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου], οι ενάγουσες βασίζονται, προς στήριξη των αγωγών τους, επί της υπάρξεως δικαιώματος αποζημιώσεως λόγω μη σύννομης συμπεριφοράς των οργάνων της Κοινότητας. Συγκεκριμένα, οι ενάγουσες δήλωσαν ότι δεν σκοπούσαν να επικαλεστούν, στο πλαίσιο των υπό κρίση αγωγών, την ευθύνη της Κοινότητας λόγω σύννομης συμπεριφοράς των οργάνων της.

33      Οι ενάγουσες υποστηρίζουν ειδικότερα ότι οι τρεις σωρευτικές προϋποθέσεις στοιχειοθετήσεως της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας για παράνομη συμπεριφορά των οργάνων της, κατά την έννοια του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, ήτοι η παράνομη συμπεριφορά που προσάπτεται στα κοινοτικά όργανα, το υποστατό της ζημίας και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς αυτής και της προβαλλομένης ζημίας, πληρούνται εν προκειμένω.

34      Το Συμβούλιο και η Επιτροπή εκτιμούν αντιθέτως ότι δεν πληρούται καμία από τις προϋποθέσεις θεμελιώσεως της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας. Θεωρούν, μεταξύ άλλων, ότι οι αγωγές έχουν εσφαλμένη αφετηρία καθόσον αλλοιώνουν την έννοια και το περιεχόμενο της προαναφερθείσας αποφάσεως Ισπανία κατά Συμβουλίου.

35      Το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, κατά πάγια νομολογία, η θεμελίωση εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας λόγω παράνομης συμπεριφοράς των οργάνων της, κατά την έννοια του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, εξαρτάται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων που αφορούν το παράνομο της συμπεριφοράς που προσάπτεται στα όργανα, το υποστατό της ζημίας και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς αυτής και της προβαλλομένης ζημίας (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 9ης Νοεμβρίου 2006, C‑243/05 P, Agraz κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑10833, σκέψη 26, και της 9ης Σεπτεμβρίου 2008, C‑120/06 P και C‑121/06 P, FIAMM κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπή, Συλλογή 2008, σ. I‑6513, σκέψη 106 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

36      Ο σωρευτικός χαρακτήρας των προϋποθέσεων αυτών συνεπάγεται ότι, όταν μία εξ αυτών δεν πληρούται, η αγωγή αποζημιώσεως πρέπει να απορρίπτεται στο σύνολό της χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν οι λοιπές προϋποθέσεις της εν λόγω ευθύνης (απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Μαΐου 2003, C‑122/01 P, T. Port κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑4261, σκέψη 30· βλ. επίσης, συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Σεπτεμβρίου 1999, C‑257/98 P, Lucaccioni κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑5251, σκέψεις 14 και 63).

37      Εν προκειμένω, πρέπει να εξεταστεί κατ’ αρχάς αν πληρούται η προϋπόθεση σχετικά με την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς των κοινοτικών οργάνων και της προβαλλομένης από τις ενάγουσες ζημίας.

 Επί της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας που βαρύνει τον επίδικο κανονισμό και των προβαλλομένων ζημιών

 Επιχειρήματα των διαδίκων

38      Οι ενάγουσες υποστηρίζουν ότι οι επίδικες διατάξεις που ακυρώθηκαν με την προαναφερθείσα απόφαση Ισπανία κατά Συμβουλίου, των οποίων όμως τα αποτελέσματα διατηρήθηκαν μέχρι την έκδοση του νέου κανονισμού, αποτελούν την αιτία της ζημίας που διατείνονται ότι υπέστησαν.

39      Η ζημία αυτή συνίσταται, πρώτον και κυρίως, σε διαφυγόν κέρδος (lucrum cessans) προκύπτον από την ουσιαστική μείωση των ποσοτήτων βαμβακιού που είχαν σπαρθεί, παραχθεί και, κατά συνέπεια, εκκοκκιστεί κατά τη διάρκεια της περιόδου 2006/2007 σε σχέση με τον μέσο όρο των ποσοτήτων βαμβακιού που είχαν σπαρθεί, παραχθεί και εκκοκκιστεί κατά τη διάρκεια των τριών προηγουμένων περιόδων (2003/2004, 2004/2005 και 2005/2006), οι οποίες διέπονται από τον κανονισμό 1051/2001. Πράγματι, ο επίδικος κανονισμός ο οποίος εισάγει καθεστώς ενισχύσεως αποσυνδεδεμένης από την παραγωγή μέχρι ύψους 65 % υπό μορφή επιδοτήσεως ανά καλλιεργημένο εκτάριο καταβαλλόμενης άμεσα στον γεωργό, τούτο δε ανεξαρτήτως της ποσότητας του παραχθέντος βαμβακιού, σε αντικατάσταση του καθεστώτος ενισχύσεως που συνδεόταν πλήρως με την παραγωγή και καταβαλλόταν μέσω των εκκοκκιστηρίων που υφίσταντο τότε, επέφερε ραγδαία μείωση της καλλιεργουμένης επιφάνειας, της αποδόσεως ανά εκτάριο και της παραγωγής βαμβακιού της τάξεως του 60 %. Συναφώς, οι ενάγουσες υπενθυμίζουν ότι, στην Ισπανία, η παραγωγή του βαμβακιού και η δραστηριότητα εκκοκκισμού συνδέονται στενώς από οικονομικής απόψεως. Δεύτερον, οι ενάγουσες υπέστησαν οικονομικές ζημίες (damnum emergens) αντιστοιχούσες στο κόστος της παροχής υπηρεσιών νομικών και οικονομικών συμβούλων, στο οποίο υποβλήθηκαν κατόπιν της εκδόσεως του επίδικου κανονισμού.

40      Προς στήριξη των αξιώσεών τους, οι ενάγουσες προβάλλουν ότι τα έγγραφα που κατάρτισε τον Μάρτιο του 2007 γραφείο εμπειρογνωμόνων, τα οποία επισυνάπτουν στις αγωγές τους, ήτοι η έκθεση επί των συνεπειών της μεταρρυθμίσεως του καθεστώτος ενισχύσεως στο βαμβάκι ισπανικής παραγωγής (στο εξής: έκθεση 2007) και οι πραγματογνωμοσύνες επί των ζημιών που υπέστη εκάστη (στο εξής: πραγματογνωμοσύνες), αποδεικνύουν με πειστικό τρόπο όχι μόνον το υποστατό της ζημίας, αλλά και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της εφαρμογής στην Ισπανία των επίδικων διατάξεων και της ζημίας την οποία υπέστησαν κατά τη διάρκεια της περιόδου 2006/2007, κατά την οποία έτυχαν εφαρμογής οι διατάξεις αυτές. Η θέσπιση των επίδικων διατάξεων τις οποίες ακύρωσε το Δικαστήριο και η εφαρμογή τους κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου στον τομέα του βαμβακιού επέφεραν σημαντική μείωση της σπαρθείσας με βαμβάκι επιφάνειας ανά γεωργό και των αποδόσεων ανά εκτάριο και, επομένως, σημαντικότατη πτώση της παραγωγής και, κατά συνέπεια, της προμήθειας σε βαμβάκι των εκκοκκιστηρίων. Κατά τις ενάγουσες, αν δεν είχαν θεσπιστεί οι διατάξεις αυτές ή αν είχαν θεσπιστεί άλλες διατάξεις, καταλληλότερες προς τους σκοπούς τους οποίους αναφέρει το πρωτόκολλο αριθ. 4 και η πέμπτη αιτιολογική σκέψη του επίδικου κανονισμού, δεν θα είχε προκληθεί η ζημία που υπέστησαν ή, τουλάχιστον, θα ήταν ουσιωδώς μικρότερη.

41      Οι ενάγουσες υπογραμμίζουν επίσης ότι οι διάφορες εκθέσεις που επισύναψε το Βασίλειο της Ισπανίας στην προσφυγή του στο πλαίσιο της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα απόφαση Ισπανία κατά Συμβουλίου, τόνιζαν τις πολύ αρνητικές συνέπειες που θα είχαν οι επίδικες διατάξεις για την εξακολούθηση της καλλιέργειας του βαμβακιού στην Ισπανία, εφόσον η αποδοτικότητά της δεν θα διασφαλίζονταν πλέον. Συγκεκριμένα, κατά τις ενάγουσες, οι εκθέσεις αυτές προέβλεπαν ότι οι επίδικες διατάξεις, ειδικότερα τα ποσοστά που δέχθηκε το Συμβούλιο ως συνδεδεμένη και ως αποσυνδεδεμένη ενίσχυση, δεν δύνανται να διασφαλίσουν την αποδοτικότητα της παραγωγής στις οικείες περιοχές, συνεπιφέροντας την εγκατάλειψη σημαντικού μέρους της σπαρθείσας επιφάνειας και, συνεπώς, της παραγωγής, καθώς και της αντικαταστάσεώς της με άλλες καλλιέργειες, προκαλώντας έτσι σημαντική μείωση της ποσότητας του βαμβακιού το οποίο επεξεργάζονται οι εκκοκκιστήρια. Ομοίως, τόσο το Κοινοβούλιο όσο και η Κοινωνική και Οικονομική Επιτροπή αντιτάχθηκαν στα ποσοστά ενισχύσεως που δέχθηκε ο κοινοτικός νομοθέτης και τόνισαν τον απρόσφορο χαρακτήρα των μέτρων προς επίτευξη των τεθέντων σκοπών.

42      Οι ενάγουσες ισχυρίζονται ότι οι προαναφερθείσες προβλέψεις και ο απόλυτος χαρακτήρας της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των επίδικων διατάξεων και της ζημίας την οποία υπέστησαν επιβεβαιώθηκαν από τα πραγματικά περιστατικά. Συναφώς, η έκθεση του 2007 πιστοποιεί ότι η μείωση του όγκου του παραχθέντος στην Ισπανία βαμβακιού, κατόπιν της θεσπίσεως των επίδικων διατάξεων, προξένησε πολύ σημαντικές ζημίες στη βιομηχανία εκκοκκισμού, ο όγκος πωλήσεων της οποίας μειώθηκε ουσιωδώς λόγω ελλείψεως πρώτης ύλης. Το αποτέλεσμα της μειώσεως αυτής επιδεινώθηκε και λόγω του γεγονότος ότι η βιομηχανία αυτή είναι σε θέση να προμηθεύεται πρώτη ύλη, δηλαδή ακατέργαστο βαμβάκι, μόνον από την εγχώρια παραγωγή. Η σημασία της μειώσεως των πωλήσεων δεν μπορεί εξάλλου να συνδεθεί με καμία άλλη μεταβλητή, η οποία να είναι γενικώς αποδεκτή ως καθορίζουσα τη γεωργική παραγωγή.

43      Οι ενάγουσες διευκρινίζουν ότι η εφαρμογή των επίδικων διατάξεων κατά την περίοδο 2006/2007 δεν είχε αρνητικά αποτελέσματα μόνο στις ποσότητες βαμβακιού που εκκοκκίζουν, αλλά και στην επιτευχθείσα τιμή πωλήσεως για τη βαμβακερή ίνα. Περαιτέρω, η μείωση του όγκου των παραχθεισών ινών, που είναι συνέπεια της επελθούσας νομοθετικής ρυθμίσεως, μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην ανταγωνιστική θέση των εκκοκκιστηρίων στις προσεχείς περιόδους, εφόσον διευκολύνθηκε η είσοδος στην αγορά νέων ανταγωνιστών από τρίτες χώρες.

44      Εξάλλου, από την έκθεση του 2007 προκύπτει ότι τα αποτελέσματα του νέου καθεστώτος είναι δυσμενέστερα για την περίοδο 2007/2008, δεδομένου ότι οι ενάγουσες μπορεί να μην είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν οικονομικώς άλλη περίοδο υπό το νέο καθεστώς ενισχύσεως στον τομέα του βαμβακιού, και να υποχρεωθούν σε πτώχευση ή κλείσιμο.

45      Με το υπόμνημά τους απαντήσεως, οι ενάγουσες υποστηρίζουν ότι, σε αντίθεση με όσα διατείνονται τα εναγόμενα κοινοτικά όργανα, η έκθεση του 2007 και οι πραγματογνωμοσύνες δεν βασίζονται σε απλά τεκμήρια, αλλά στηρίζονται σε πραγματικά δεδομένα, επιβεβαιωθέντα με τη μελέτη περί των επιπτώσεων που πραγματοποίησαν οι υπηρεσίες της Επιτροπής το 2007 και αντλούμενα από την οικονομική κατάσταση των εκκοκκιστηρίων, βάσει των οποίων διαπιστώνεται η ύπαρξη πραγματικής ζημίας προκληθείσας από την αλλαγή της ρυθμίσεως. Η ζημία αυτή εκτιμήθηκε βάσει της συγκρίσεως των πραγματικών αποτελεσμάτων που επιτυγχάνονται υπό τα δύο καθεστώτα, προσέγγιση η οποία, κατά την άποψη των εμπειρογνωμόνων, είναι ορθή. Οι εντελώς αόριστες επικρίσεις των εναγομένων κοινοτικών οργάνων περί της λυσιτέλειας και των πορισμάτων των εκθέσεων αυτών αποκαλύπτουν ότι δεν τις εξέτασαν προσεκτικά.

46      Το Συμβούλιο και η Επιτροπή υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι, εν προκειμένω, δεν πληρούται η προϋπόθεση περί της υπάρξεως αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της διαπραχθείσας από το Συμβούλιο παρανομίας κατά τη θέσπιση του επίδικου κανονισμού και της προβαλλομένης ζημίας. Τονίζουν, μεταξύ άλλων, ότι οι ενάγουσες ισχυρίζονται μόνον ότι οι ζημίες, τις οποίες προβάλλουν ότι υπέστησαν, ήσαν το αποτέλεσμα της εφαρμογής των επιδίκων διατάξεων. Ωστόσο, βάσει των προσκομισθέντων από τις ενάγουσες στοιχείων δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι ενάγουσες ανταποκρίθηκαν στο βάρος αποδείξεως που φέρουν. Συναφώς, είναι αλυσιτελή τα συμπεράσματα που αντλήθηκαν από την έκθεση του 2007 και τις πραγματογνωμοσύνες, τα οποία βασίζονται σε εκτίμηση του όγκου του βαμβακιού που θα είχε παραχθεί ελλείψει της μεταρρυθμίσεως του καθεστώτος ενισχύσεως του βαμβακιού που επήλθε με τον επίδικο κανονισμό. Οι ενάγουσες έπρεπε να βασιστούν στη διαφορά μεταξύ, αφενός, των αποτελεσμάτων του επίδικου κανονισμού και, αφετέρου, των αποτελεσμάτων κανονισμού περί μεταρρυθμίσεως του καθεστώτος ενισχύσεως ο οποίος να μην ενέχει πλάνη περί το δίκαιο, όπως αυτός τον οποίο προτίθεται να θεσπίσει το Συμβούλιο το ταχύτερο δυνατό.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

47      Όσον αφορά την προϋπόθεση, η οποία αφορά την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προβαλλομένης συμπεριφοράς και της ζημίας της οποίας έγινε επίκληση, προκύπτει, κατά πάγια νομολογία, ότι η προβαλλόμενη ζημία πρέπει να προκύπτει, αρκούντως άμεσα, από την προσαπτόμενη συμπεριφορά, δηλαδή η συμπεριφορά αυτή πρέπει να είναι η γενεσιουργός αιτία της ζημίας (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Οκτωβρίου 1979, 64/76, 113/76, 167/78, 239/78, 27/79, 28/79 και 45/79, Dumortier κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 515, σκέψη 21· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 11ης Ιουλίου 1996, T‑175/94, International Procurement Services κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II‑729, σκέψη 55, και της 19ης Ιουλίου 2007, T-360/04, FG Marine κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 50). Εναπόκειται στις ενάγουσες να αποδείξουν την ύπαρξη της αιτιώδους αυτής συνάφειας (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 30ής Ιανουαρίου 1992, C‑363/88 και C‑364/88, Finsider κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. I‑359, σκέψη 25, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 24ης Απριλίου 2002, T‑220/96, EVO κατά Συμβουλίου και Επιτροπή, Συλλογή 2002, σ. II‑2265, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

48      Για τον καθορισμό της καταλογιστέας σε συνιστώσα πταίσμα συμπεριφορά κοινοτικού οργάνου ζημίας, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα αποτελέσματα της γενεσιουργού της στοιχειοθετήσεως της ευθύνης παραβάσεως και όχι εκείνα της πράξεως στην οποία αυτή εντάσσεται, εφόσον το θεσμικό όργανο μπορούσε ή όφειλε να εκδώσει πράξη με τα ίδια αποτελέσματα χωρίς να παραβεί τον κανόνα δικαίου. Η ανάλυση, δηλαδή, της αιτιώδους συνάφειας δεν δύναται να εκκινεί από την εσφαλμένη προϋπόθεση ότι, στην περίπτωση που δεν υφίστατο η μη σύννομη συμπεριφορά, το θεσμικό όργανο δεν θα εξέδιδε καμία πράξη ή θα εξέδιδε πράξη με αντίθετο περιεχόμενο, πράγμα το οποίο θα μπορούσε, επίσης, να συνιστά παράνομη συμπεριφορά εκ μέρους του, αλλά πρέπει να γίνεται με σύγκριση μεταξύ της καταστάσεως που δημιουργήθηκε, για τον ενδιαφερόμενο τρίτο, από τη συνιστώσα πταίσμα συμπεριφορά και της καταστάσεως που θα προέκυπτε γι’ αυτόν από συμπεριφορά του θεσμικού οργάνου σύμφωνη προς τον κανόνα δικαίου.

49      Επομένως, πρέπει να αναζητηθεί αν η παρανομία την οποία αφορά η προκειμένη υπόθεση συνδέεται άμεσα με την αιτία της προβαλλομένης ζημίας (βλ., συναφώς, απόφαση Finsider κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 28) για να στοιχειοθετηθεί η ύπαρξη άμεσης σχέσης αιτίου-αποτελέσματος μεταξύ της προσαπτομένης στην Κοινότητα συμπεριφοράς και της προβαλλομένης ζημίας (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 16 Δεκεμβρίου 1963, 36/62, Société des Aciéries της Temple/Haute Autorité, Συλλογή τόμος 1954‑1964, σ. 1009, και Finsider κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψεις 41 και 50).

50      Όσον αφορά την επίδικη εν προκειμένω συμπεριφορά, όπως επιβεβαίωσαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση σε απάντηση σε ερώτημα που υπέβαλε το Πρωτοδικείο [νυν Γενικό Δικαστήριο], οι ενάγουσες προσδιορίζουν το γενεσιουργό γεγονός της ζημίας την οποία προβάλλουν ότι υπέστησαν αποκλειστικώς στη διαπραχθείσα από το Συμβούλιο παρανομία κατά τη θέσπιση του επίδικου κανονισμού, ήτοι στην παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, όπως έκρινε το Δικαστήριο με την προαναφερθείσα απόφαση Ισπανία κατά Συμβουλίου.

51      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο, με την προαναφερθείσα απόφαση Ισπανία κατά Συμβουλίου, έκρινε ότι οι επίδικες διατάξεις πρέπει να ακυρωθούν κατά το μέτρο που έχει παραβιασθεί η αρχή της αναλογικότητας.

52      Ειδικότερα, το Δικαστήριο επισήμανε ότι συνομολογείται ότι, πριν από τη θέσπιση των επιδίκων διατάξεων, δεν πραγματοποιήθηκε μελέτη της Επιτροπής αξιολογούσα τα πιθανά κοινωνικοοικονομικά αποτελέσματα της προτεινομένης μεταρρυθμίσεως στον τομέα του βαμβακιού, ενώ τέτοιες μελέτες είχαν πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο της μεταρρυθμίσεως των συστημάτων ενισχύσεως σε ορισμένους άλλους τομείς, όπως στον τομέα του καπνού (σκέψη 103 της αποφάσεως). Επομένως, το ζήτημα επί ποίων βάσεων καθορίστηκε το ποσό της ειδικής ενισχύσεως για το βαμβάκι και, συνεπώς, αν επί των βάσεων αυτών ο κοινοτικός νομοθέτης μπορούσε, χωρίς να υπερβεί τα όρια της ευρείας διακριτικής του ευχέρειας, να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το ποσό αυτό, καθορισθέν στο 35 % του συνόλου των ενισχύσεων που υφίσταντο στο προγενέστερο σύστημα ενισχύσεως, επαρκεί για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού της διασφαλίσεως της αποδοτικότητας και, συνεπώς, της συνεχίσεως της καλλιέργειας του βαμβακιού.

53      Αποφαινόμενο επί της τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητας, η οποία απαιτεί οι πράξεις των οργάνων να μην υπερβαίνουν τα όρια του καταλλήλου και αναγκαίου για την επίτευξη των θεμιτών σκοπών που επιδιώκει η επίδικη ρύθμιση (σκέψη 97 της αποφάσεως), το Δικαστήριο έκρινε ότι τα κοινοτικά όργανα πρέπει, τουλάχιστον, να μπορούν να προσκομίσουν και να εκθέσουν κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο τα βασικά στοιχεία τα οποία έπρεπε να έχουν ληφθεί υπόψη για να θεμελιωθούν τα βαλλόμενα μέτρα και από τα οποία, συνεπώς, εξαρτιόταν η άσκηση της διακριτικής τους ευχέρειας (σκέψη 123 της αποφάσεως). Ωστόσο, εν προκειμένω, πρώτον, ορισμένες μισθολογικές δαπάνες δεν ελήφθησαν υπόψη στη συγκριτική μελέτη για την προβλεπόμενη αποδοτικότητα της καλλιέργειας του βαμβακιού στο πλαίσιο του καθεστώτος ενισχύσεως, την οποία χρησιμοποίησε ως βάση για τον καθορισμό του ποσού της ειδικής ενισχύσεως για το βαμβάκι και, δεύτερον, δεν εξετάστηκαν τα ενδεχόμενα αποτελέσματα της μεταρρυθμίσεως επί της οικονομικής καταστάσεως των εκκοκκιστηρίων, ενώ πρόκειται για βασικό στοιχείο το οποίο πρέπει να ληφθεί υπόψη για την εκτίμηση της αποδοτικότητας της καλλιέργειας του βαμβακιού (βλ. σκέψεις 124 έως 132 της αποφάσεως).

54      Το Δικαστήριο συμπέρανε εξ αυτών ότι το Συμβούλιο, που εξέδωσε τον επίδικο κανονισμό, δεν απέδειξε ότι το νέο σύστημα ενισχύσεως για το βαμβάκι το οποίο θεσπίζει ο κανονισμός αυτός υιοθετήθηκε κατόπιν πραγματικής ασκήσεως της διακριτικής του ευχέρειας, πράγμα το οποίο προϋποθέτει ότι ελήφθησαν υπόψη όλα τα ουσιώδη στοιχεία και όλες οι ουσιώδεις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, μεταξύ των οποίων το σύνολο των μισθολογικών δαπανών που αφορούν την καλλιέργεια του βαμβακιού και η βιωσιμότητα των εκκοκκιστηρίων, που πρέπει κατ’ ανάγκη να ληφθούν υπόψη για την εκτίμηση της αποδοτικότητας της καλλιέργειας αυτής (σκέψη 133 της αποφάσεως). Επομένως, κατά το Δικαστήριο, τα στοιχεία που υπέβαλαν τα κοινοτικά όργανα δεν του παρείχαν τη δυνατότητα να ελέγξει αν ο κοινοτικός νομοθέτης μπορούσε, χωρίς να υπερβεί τα όρια της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει συναφώς, να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο καθορισμός του ύψους της ειδικής ενισχύσεως για το βαμβάκι στο 35 % του συνόλου των ενισχύσεων που υφίσταντο στο πλαίσιο του προγενεστέρου καθεστώτος ενισχύσεως αρκεί για τη διασφάλιση της επιτεύξεως του σκοπού που εκτίθεται στην πέμπτη αιτιολογική σκέψη του επίδικου κανονισμού, ο οποίος έγκειται στη διασφάλιση της αποδοτικότητας και, συνεπώς, της συνεχίσεως της καλλιέργειας αυτής, σκοπός ο οποίος αντανακλά τον προβλεπόμενο στην παράγραφο 2 του πρωτοκόλλου αριθ. 4 σκοπό (σκέψη 134 της αποφάσεως). Το Δικαστήριο συνάγει ότι παραβιάσθηκε η αρχή της αναλογικότητας (σκέψη 135 της αποφάσεως).

55      Με γνώμονα τις διευκρινίσεις αυτές πρέπει να εξεταστεί αν οι ενάγουσες προσκόμισαν αποδεικτικά στοιχεία ή ενδείξεις ικανές να αποδείξουν ότι υπήρξε σχέση αιτίου-αποτελέσματος μεταξύ της διαπραχθείσας κατά τη θέσπιση του επίδικου κανονισμού παρανομίας και των διαφόρων προβαλλομένων ζημιών.

–       Επί της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας που βαρύνει τον επίδικο κανονισμό και της ζημίας που προκύπτει από τη μείωση της παραγωγής του βαμβακιού και τη συνακόλουθη μείωση των αναμενόμενων από τα εκκοκκιστήρια εσόδων για την περίοδο 2006/2007

56      Από την επιχειρηματολογία που προέβαλαν οι ενάγουσες, τόσο με το δικόγραφο της προσφυγής τους όσο και με το υπόμνημά τους απαντήσεως, καθώς και από τις εκθέσεις και πραγματογνωμοσύνες που προσκόμισαν προς στήριξή της, προκύπτει ότι προέβησαν σε εξέταση για να αποδείξουν ότι υφίσταται σχέση μεταξύ της μειώσεως του όγκου των πωλήσεων του βαμβακιού, η οποία παρατηρήθηκε κατά την περίοδο 2006/2007, και της ενάρξεως ισχύος του επίδικου κανονισμού και όχι μεταξύ της εν λόγω μειώσεως και της διαπραχθείσας από το Συμβούλιο παρανομίας κατά τη θέσπιση του εν λόγω κανονισμού.

57      Καταρχήν, η έκθεση 2007 συνίσταται, όπως προκύπτει από το αντικείμενό της, στη γνωστοποίηση των «συνεπειών της μεταρρυθμίσεως του καθεστώτος ενισχύσεως στο βαμβάκι ισπανικής παραγωγής». Η έκθεση αυτή, όπως προκύπτει σαφώς από το γράμμα των διαφόρων τμημάτων της, αφορά είτε την εξέταση «των αποτελεσμάτων της μεταρρυθμίσεως επί των παροτρύνσεων για την καλλιέργεια του βαμβακιού» είτε την «ποσοτική εκτίμηση των συνεπειών της μεταρρυθμίσεως στην ισπανική παραγωγή». Σημειωτέον επίσης ότι η εκτίμηση αυτή αφορά κυρίως τα συνολικά αποτελέσματα της μεταβάσεως από καθεστώς ενισχύσεως που συνδέεται αποκλειστικώς με την παραγωγή βαμβακιού σε καθεστώς ενισχύσεως που αποσυνδέεται της παραγωγής μέχρι του 65 % της εν λόγω παραγωγής.

58      Οι πραγματογνωμοσύνες αφορούν, στο πρώτο τους μέρος, την εκτίμηση των επιπτώσεων της μεταρρυθμίσεως επί του συνόλου του τομέα του εκκοκκισμού και, στο δεύτερο μέρος τους, το ποσό της ζημίας που υπέστη καθεμία από τις ενάγουσες σε σχέση με τις τρεις προηγούμενες περιόδους, κατά τη διάρκεια των οποίων ίσχυε το προγενέστερο καθεστώς ενισχύσεως στο βαμβάκι. Συναφώς, οι ενάγουσες τονίζουν ότι η ζημία την οποία υπέστησαν εκτιμήθηκε στις πραγματογνωμοσύνες «από τη διαφορά που υφίσταται μεταξύ των αποτελεσμάτων που υπολογίστηκαν για την περίοδο [2006/2007] λαμβανομένης υπόψη της τωρινής ρυθμίσεως ενισχύσεων στο βαμβάκι (εκτίμηση μέχρι τη λήξη της περιόδου) και των αποτελεσμάτων που θα είχε η επιχείρηση βάσει του προγενέστερου καθεστώτος ενισχύσεων (εναλλακτικό σενάριο)».

59      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα στοιχεία αυτά δεν δύνανται να αποδείξουν ότι η προβαλλόμενη ζημία συνδέεται άμεσα με την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας που διέπραξε το Συμβούλιο κατά τη θέσπιση του επίδικου κανονισμού. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρθηκε στη σκέψη 48 ανωτέρω, η ανάλυση της αιτιώδους συνάφειας δεν δύναται να εκκινεί από την εσφαλμένη προϋπόθεση ότι, στην περίπτωση που δεν υφίστατο η παράνομη συμπεριφορά, το θεσμικό όργανο δεν θα εξέδιδε καμία πράξη ή θα εξέδιδε πράξη με αντίθετο περιεχόμενο, αλλά πρέπει να γίνεται με σύγκριση μεταξύ της καταστάσεως που δημιουργήθηκε, για τον ενδιαφερόμενο τρίτο, από τη συνιστώσα πταίσμα συμπεριφορά και της καταστάσεως που θα προέκυπτε γι’ αυτόν από συμπεριφορά του θεσμικού οργάνου σύμφωνη προς τον κανόνα δικαίου.

60      Εν προκειμένω, από την προαναφερθείσα απόφαση Ισπανία κατά Συμβουλίου, προκύπτει ότι δεν επικρίθηκαν οι επίδικες διατάξεις καθεαυτές, με γνώμονα την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, αλλά το γεγονός ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα σχετικά στοιχεία και οι σχετικές περιστάσεις, ειδικότερα με την πραγματοποίηση μελέτης περί των επιπτώσεων της μεταρρυθμίσεως. Επομένως, κάθε μείωση των εισοδημάτων οφειλόμενη μόνο στη μεταρρύθμιση δεν έχει αιτιώδη συνάφεια με τη διαπιστωθείσα από το Δικαστήριο παρανομία, εφόσον η παρανομία αυτή δεν θέτει εν αμφιβόλω την επιλογή πραγματοποιήσεως της μεταρρυθμίσεως αυτής. Συνεπώς, στις ενάγουσες εναπόκειται να προσκομίσουν στοιχεία για να αποδείξουν ότι τα ποσοστά των συνδεδεμένων και αποσυνδεδεμένων ενισχύσεων που έγιναν δεκτά κατά τη μεταρρύθμιση του 2004, ήτοι ποσοστά 35 % και 65 %, αντιστοίχως, που αποτελούν την αιτία της ζημίας την οποία επικαλούνται, θα ήσαν διαφορετικά αν τα κοινοτικά όργανα είχαν, σύμφωνα με την απόφαση αυτή, δεχθεί το σύνολο των σχετικών στοιχείων (επιπτώσεις στην παραγωγή βαμβακιού, μισθολογικές δαπάνες συνδεόμενες με την καλλιέργεια του βαμβακιού και επιπτώσεις του νέου καθεστώτος στον τομέα του εκκοκκισμού).

61      Ωστόσο, οι ενάγουσες δεν απέδειξαν ότι, ελλείψει της παρανομίας που διαπίστωσε το Δικαστήριο με την προαναφερθείσα απόφαση Ισπανία κατά Συμβουλίου, ο επίδικος κανονισμός δεν θα είχε εκδοθεί ή θα είχε οπωσδήποτε διαφορετικό περιεχόμενο. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι ο επίδικος κανονισμός και, μεταξύ άλλων, το κεφάλαιο 10α που εισάγει στον κανονισμό 1782/2003 εντάσσονται, όπως προκύπτει σαφώς από την αιτιολογία του, στο πλαίσιο της διαδικασίας μεταρρυθμίσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής, η οποία άρχισε με τον κανονισμό 1782/2003, με σκοπό την υποκατάσταση της πολιτικής στηρίξεως των τιμών και της παραγωγής με μια πολιτική άμεσης στηρίξεως των εισοδημάτων των γεωργών και ένα από τα κεντρικά σημεία της οποίας είναι η αποσύνδεση της άμεσης στηρίξεως των παραγωγών και η θέσπιση καθεστώτος ενιαίας ενισχύσεως (βλ. αιτιολογική σκέψη 1). Εφόσον η μετάβαση από ένα καθεστώς ενισχύσεως διαδοχικώς αποσυνδεόμενο της παραγωγής βρίσκεται στο επίκεντρο της μεταρρυθμίσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής, οι ενάγουσες δεν μπορούν, στο πλαίσιο των υπό κρίση αγωγών, να κάνουν μνεία του καθεστώτος ενισχύσεως της παραγωγής που υπήρχε πριν από τη θέσπιση του επίδικου κανονισμού.

62      Σημειωτέον επίσης ότι, κατά την ημερομηνία καταθέσεως των υπό κρίση αγωγών, το Συμβούλιο δεν είχε ακόμα εκδώσει τον νέο κανονισμό και ήταν επομένως, στο στάδιο αυτό, αδύνατο να προδικαστεί το περιεχόμενο των διατάξεων περί της μεταρρυθμίσεως του καθεστώτος ενισχύσεως του βαμβακιού που θα θεσπίζονταν στη συνέχεια και σε συμφωνία με την προαναφερθείσα απόφαση Ισπανία κατά Συμβουλίου. Υπό τις συνθήκες αυτές, στις ενάγουσες απόκειται να προσκομίσουν συγκεκριμένα στοιχεία βάσει των οποίων να μπορεί να αποδειχθεί με βεβαιότητα ότι ο εκδοθησόμενος κανονισμός πρέπει, δεδομένης της υποχρεώσεως να ληφθούν υπόψη όλοι οι σχετικοί παράγοντες και οι σχετικές περιστάσεις που αφορούν τη συγκεκριμένη κατάσταση του τομέα του βαμβακιού, περιλαμβανομένων όλων των στοιχείων που απαιτούνται για την αξιολόγηση της αποδοτικότητας της εν λόγω καλλιέργειας, να προβλέψει καθεστώς στηρίξεως στους παραγωγούς βαμβακιού διαφορετικό από το προβλεπόμενο με τον επίδικο κανονισμό.

63      Επομένως, στις ενάγουσες απόκειται να αποδείξουν ότι το Συμβούλιο, θεσπίζοντας νέο καθεστώς το οποίο να μη συνάδει μόνο με τον κανόνα δικαίου μέσω της πραγματοποιήσεως μελέτης περί των επιπτώσεων της μεταρρυθμίσεως, αλλά και με τους σκοπούς επί των οποίων στηρίζεται η μεταρρύθμιση της κοινής γεωργικής πολιτικής, αναπόφευκτα κατέληξε να δεχθεί ένα σύστημα και ένα ποσοστό αποσυνδέσεως της ενισχύσεως στους παραγωγούς που είναι διαφορετικά από τα προβλεπόμενα με τις επίδικες διατάξεις.

64      Ωστόσο, όχι μόνον οι ενάγουσες δεν προσκόμισαν τέτοια στοιχεία, αλλά από τη μελέτη περί των επιπτώσεων, την οποία πραγματοποίησαν οι υπηρεσίες της Επιτροπής κατά τη διάρκεια του έτους 2007 σύμφωνα με την προαναφερθείσα απόφαση Ισπανία κατά Συμβουλίου, προκύπτει ότι, μεταξύ των τριών σχεδιαζομένων στρατηγικών επιλογών, ήτοι της «ενισχύσεως στην παραγωγή» (αποκαλούμενης «εκδοχή προ της μεταρρυθμίσεως»), της «πλήρους αποσυνδέσεως» και της «σχεδόν πλήρους αποσυνδέσεως» (αποκαλούμενης «εκδοχή 2004»), η τελευταία επιλογή προσφέρει τα καλύτερα μέσα επιτεύξεως των διαφόρων σκοπών της μεταρρυθμίσεως, εφόσον πληροί τις τεθείσες με το πρωτόκολλο αριθ. 4 προϋποθέσεις και συνάδει με τη διαδικασία μεταρρυθμίσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής.

65      Κατ’ αυτήν επίσης την έννοια, στην υποβληθείσα στις 9 Νοεμβρίου 2007 από την Επιτροπή νέα πρόταση κανονισμού, αναφέρεται ότι οι πραγματοποιηθείσες μελέτες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι πρέπει να εξακολουθήσουν να ισχύουν τα ποσοστά του 35 % των συνδεδεμένων με την παραγωγή ενισχύσεων και του 65 % των αποσυνδεδεμένων από την παραγωγή ενισχύσεων.

66      Τέλος, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο νέος κανονισμός που θεσπίστηκε κατόπιν της προαναφερθείσας αποφάσεως Ισπανία κατά Συμβουλίου, ήτοι ο κανονισμός (ΕΚ) 637/2008 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουνίου 2008, περί τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΚ) 1782/2003 και εισαγωγής προγραμμάτων αναδιαρθρώσεως του τομέα του βαμβακιού (EE L 178, σ. 1), διατηρεί τα ίδια αυτά ποσοστά συνδεδεμένων και αποσυνδεδεμένων ενισχύσεων (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 9 και 10).

67      Περαιτέρω, το γεγονός που επικαλούνται οι ενάγουσες κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι ο κανονισμός 637/2008 περιέχει διατάξεις οι οποίες είναι προφανώς ευνοϊκότερες για τα εκκοκκιστήρια από εκείνες που προβλέπονται με τον επίδικο κανονισμό, δεν δύναται να αποδείξει ότι υφίσταται επαρκώς άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της διαπραχθείσας παρανομίας και των προβαλλομένων ζημιών, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι οι νέες διατάξεις που περιέχει ο εν λόγω κανονισμός, οι οποίες σκοπούν τη συμβολή στη σταθεροποίηση του τομέα του βαμβακιού στο νέο νομικό και εμπορικό πλαίσιο, είναι οπωσδήποτε το αποτέλεσμα των διαφόρων μελετών περί των επιπτώσεων που πραγματοποίησαν οι υπηρεσίες της Επιτροπής σύμφωνα με την προαναφερθείσα απόφαση Ισπανία κατά Συμβουλίου. Συγκεκριμένα, ουδόλως προκύπτει από τα πορίσματα των μελετών αυτών (βλ. σημείο 5 της προαναφερθείσας μελέτης περί των επιπτώσεων) ή από την αιτιολογία του κανονισμού 637/2008 (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 16 έως 24) ότι η προσθήκη των διατάξεων αυτών πραγματοποιήθηκε αφού ελήφθησαν υπόψη, σύμφωνα με την προαναφερθείσα απόφαση Ισπανία κατά Συμβουλίου, όλα τα σχετικά στοιχεία και όλες οι σχετικές περιστάσεις.

–       Επί της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας που βαρύνει τον επίδικο κανονισμό και των αμοιβών των νομικών και οικονομικών συμβούλων

68      Όσον αφορά τη ζημία που συνίσταται στις «δαπάνες υπηρεσιών νομικών και οικονομικών συμβούλων» και, ενδεχομένως, στις δαπάνες χορηγήσεων προς απόσβεση και προβλέψεων για ενσώματες ακινητοποιήσεις, επιβάλλεται επίσης να θεωρηθεί ότι οι ενάγουσες δεν ανέφεραν κατά πόσον οι εν λόγω δαπάνες για την παροχή υπηρεσιών συμβούλων στις οποίες υποβλήθηκαν «κατόπιν της εκδόσεως του επίδικου κανονισμού», και αν ακόμα υποτεθεί ότι πράγματι υποβλήθηκαν σε αυτές, έχουν άμεση σχέση με την παρανομία που διαπίστωσε το Δικαστήριο με την προαναφερθείσα απόφαση Ισπανία κατά Συμβουλίου.

69      Συγκεκριμένα, σε απάντηση σε ερώτημα που τέθηκε από το Πρωτοδικείο [νυν Γενικό Δικαστήριο] κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι ενάγουσες διευκρίνισαν ότι τα επίδικα έξοδα έχουν στην πραγματικότητα σχέση με τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν για την παρούσα διαδικασία. Ωστόσο, τα έξοδα που πραγματοποιήθηκαν για τις διαδικασίες δικαστικού ελέγχου που εμπίπτει στην αρμοδιότητα του κοινοτικού δικαστή πρέπει να θεωρηθούν ότι καλύπτονται από τις αποφάσεις που ελήφθησαν επί των δικαστικών εξόδων, δυνάμει των ειδικών δικονομικών κανόνων που εφαρμόζονται σε αυτό το είδος εξόδων, εντός των αποφάσεων περί τερματισμού της διαδικασίας και μετά την περάτωση των ειδικών διαδικασιών που προβλέπονται σε περίπτωση αμφισβητήσεως σχετικά με το ύψος των εξόδων. Οι διαδικασίες αυτές αποκλείουν τη διεκδίκηση των ιδίων ποσών, ή ποσών που δαπανήθηκαν για τους ίδιους σκοπούς, στο πλαίσιο αγωγής περί αναγνωρίσεως της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας, επίσης εκ μέρους προσώπων τα οποία, αφού ηττήθηκαν, υποχρεώθηκαν να επιβαρυνθούν με τα έξοδα.

70      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι οι ενάγουσες δεν απέδειξαν ότι η ζημία την οποία υπέστησαν συνδέεται, λόγω σχέσεως αιτίου-αποτελέσματος, με την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας που βαρύνει τον επίδικο κανονισμό.

71      Επομένως, οι αγωγές πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες, χωρίς να χρειάζεται να εξετασθεί αν πληρούνται εν προκειμένω οι λοιπές προϋποθέσεις στοιχειοθετήσεως της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας.

 Επί των δικαστικών εξόδων

72      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι οι ενάγουσες ηττήθηκαν, οι ενάγουσες πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά τους έξοδα καθώς και, εις ολόκληρον, στα δικαστικά έξοδα του Συμβουλίου και της Επιτροπής, σύμφωνα με τα αιτήματα του Συμβουλίου και της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Οι υποθέσεις T-252/01, T-271/01 και T-272/01 ενώνονται προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

2)      Απορρίπτει τις αγωγές.

3)      Οι Sungro, SA, Eurosemillas, SA, και Surcotton, SA, φέρουν εκάστη τα δικαστικά τους έξοδα καθώς και, εις ολόκληρον, τα δικαστικά έξοδα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 20 Ιανουαρίου 2010.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.