Language of document : ECLI:EU:T:2023:365

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 28ης Ιουνίου 2023 (*)

«Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Διαδικασία ανακοπής – Αίτηση καταχώρισης τρισδιάστατου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Σχήμα καλαμιού μέσα σε φιάλη – Προγενέστερα εθνικά σήματα – Σχετικός λόγος απαραδέκτου – Άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 [νυν άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001] – Έννοια του «ειδικού πληρεξουσίου» ή «αντιπροσώπου» – Απαίτηση περί υπάρξεως απευθείας σύμβασης»

Στην υπόθεση T‑145/22,

CEDC International sp. z o.o., με έδρα το Oborniki Wielkopolskie (Πολωνία), εκπροσωπούμενη από τον M. Fijałkowski, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), εκπροσωπούμενου από την D. Stoyanova-Valchanova και τον V. Ruzek,

καθού,

αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών του EUIPO, παρεμβαίνουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου:

Underberg AG, με έδρα το Dietlikon (Ελβετία), εκπροσωπούμενη από τους A. Renck και C. Stöber, δικηγόρους,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. J. Costeira, πρόεδρο, M. Kancheva (εισηγήτρια) και U. Öberg, δικαστές,

γραμματέας: R. Ūkelytė, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 19ης Ιανουαρίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ προσφυγή, η προσφεύγουσα CEDC International sp. z o.o. ζητεί τη μερική ακύρωση της απόφασης του πέμπτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) της 22ας Δεκεμβρίου 2021 (υπόθεση R 1954/2020‑5) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Την 1η Απριλίου 1996 η παρεμβαίνουσα Underberg AG κατέθεσε ενώπιον του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) αίτηση καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε [αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2009, L 78, σ. 1), ο οποίος επίσης τροποποιήθηκε και αντικαταστάθηκε, με τη σειρά του, από τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2017, L 154, σ. 1)].

3        Το σήμα για το οποίο ζητήθηκε η καταχώριση είναι το κατωτέρω τρισδιάστατο σημείο:

Image not found

4        Η ανωτέρω απεικόνιση του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση συνοδευόταν από την ακόλουθη περιγραφή: «Αντικείμενο του σήματος είναι ένα καφεπράσινο καλάμι [φύλλο χόρτου] τοποθετημένο μέσα σε μια φιάλη, του οποίου το μήκος αντιστοιχεί περίπου στα τρία τέταρτα του ύψους της φιάλης».

5        Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση εμπίπτουν στην κλάση 33 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, της 15ης Ιουνίου 1957, για τη διεθνή ταξινόμηση προϊόντων και υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση σημάτων, όπως αναθεωρήθηκε και τροποποιήθηκε, και ανταποκρίνονται στην ακόλουθη περιγραφή: «Οινοπνευματώδη και ηδύποτα».

6        Στις 15 Σεπτεμβρίου 2003 η Przedsiębiorstwo Polmos Białystok (Spółka Akcyjna) (στο εξής: Polmos), δικαιοπάροχος της προσφεύγουσας, την οποία διαδέχθηκε μετά τη συγχώνευση των εταιριών κατόπιν απορροφήσεως στις 27 Ιουλίου 2011, άσκησε ανακοπή, δυνάμει του άρθρου 42 του κανονισμού 40/94 (το οποίο κατέστη άρθρο 41 του κανονισμού 207/2009, και εν συνεχεία άρθρο 46 του κανονισμού 2017/1001), κατά της αίτησης καταχώρισης του επίμαχου σήματος για τα προϊόντα που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 5 ανωτέρω.

7        Η ανακοπή στηριζόταν, μεταξύ άλλων, στα εξής προγενέστερα εθνικά σήματα:

–        στο τρισδιάστατο γαλλικό σήμα αριθ. 95588457, για το οποίο η αίτηση καταχώρισης κατατέθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 1995 και η καταχώριση έγινε στις 18 Απριλίου 1997 στο όνομα της Przedsiębiorstwo Przemyslu Spirytusowego Polmos (στο εξής: PPS Polmos)· το σήμα αυτό εκχωρήθηκε στην Polmos στις 28 Αυγούστου 2001, διαβιβάστηκε στην προσφεύγουσα στις 28 Οκτωβρίου 2011, ανανεώθηκε έως τις 20 Νοεμβρίου 2025 για «οινοπνευματώδη ποτά» της κλάσης 33 και απεικονίζεται ως εξής:

Image not found

–        στο τρισδιάστατο γερμανικό σήμα αριθ. 39848553, για το οποίο η αίτηση καταχώρισης κατατέθηκε στις 25 Αυγούστου 1998, η καταχώριση έγινε στις 28 Απριλίου 1999 για «οινοπνευματώδη ποτά, ειδικότερα βότκα» της κλάσης 33, το οποίο απεικονίζεται ως εξής:

Image not found

–        στο πολωνικό σήμα αριθ. 62018, συνοδευόμενο από ορισμένα έγγραφα του Urząd Patentowy Rzeczypospolitej Polskiej (Γραφείου Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας της Δημοκρατίας της Πολωνίας), το οποίο δεν περιλάμβανε απεικόνιση·

–        στο τρισδιάστατο πολωνικό σήμα αριθ. 62081, για το οποίο η αίτηση καταχώρισης κατατέθηκε στις 30 Αυγούστου 1985, η καταχώριση έγινε στις 20 Νοεμβρίου 1987 και η ανανέωση έως τις 30 Αυγούστου 2025 για «βότκα (οινοπνευματώδη προϊόντα)» της κλάσης 33 – το σήμα αυτό εκχωρήθηκε το 1987 στην PPS Polmos, η οποία, το 1999, το μεταβίβασε στην Polmos, δικαιοπάροχο της προσφεύγουσας, και το οποίο απεικονίζεται ως εξής:

Image not found

–        στο τρισδιάστατο πολωνικό σήμα αριθ. 85811, για το οποίο η αίτηση καταχώρισης κατατέθηκε στις 2 Αυγούστου 1993, η καταχώριση έγινε στις 3 Ιουλίου 1995 στο όνομα της Polmos, η ανανέωση έως τις 2 Αυγούστου 2023 για «οινοπνευματώδη προϊόντα» της κλάσεως 33 και απεικονίζεται ως εξής:

Image not found

–        στο τρισδιάστατο ιαπωνικό σήμα αριθ. 2092826, για το οποίο η αίτηση καταχώρισης κατατέθηκε στις 17 Δεκεμβρίου 1985, η καταχώριση έγινε στις 30 Νοεμβρίου 1988 στο όνομα της Przedsiębiorstwo handlu Zagranicznego Agros (στο εξής: PHZ Agros), για τη «βότκα» της κλάσης 33, και το οποίο απεικονίζεται ως εξής:

Image not found

–        στο τρισδιάστατο γαλλικό σήμα αριθ. 98746752, για το οποίο η αίτηση καταχώρισης κατατέθηκε στις 19 Αυγούστου 1998 στο όνομα της Agros Holding S.A. (στο εξής: Agros), για τη «βότκα» της κλάσης 33, και το οποίο απεικονίζεται ως εξής:

Image not found

–        στο μη καταχωρισμένο τρισδιάστατο γερμανικό σήμα, το οποίο φέρεται ότι χρησιμοποιείται στις συναλλαγές στη Γερμανία για «οινοπνευματώδη ποτά, ειδικότερα βότκα» της κλάσης 33, υπό την ακόλουθη μορφή:

Image not found

8        Η ανακοπή στηριζόταν και σε άλλα μη καταχωρισμένα σημεία τα οποία η προσφεύγουσα διεκδικούσε σε διάφορα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

9        Οι λόγοι που προβλήθηκαν προς στήριξη της ανακοπής ήταν οι προβλεπόμενοι, πρώτον, στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, του κανονισμού 40/94 [νυν άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, του κανονισμού 207/2009, και στη συνέχεια άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, του κανονισμού 2017/1001] όσον αφορά το προγενέστερο τρισδιάστατο γαλλικό σήμα αριθ. 95588457 που παρατίθεται στη σκέψη 7 ανωτέρω, δεύτερον, στο άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009, και στη συνέχεια άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 2017/1001) όσον αφορά τα σήματα που μνημονεύονται στη σκέψη 7 ανωτέρω και, τρίτον, στο άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009 και στη συνέχεια άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 2017/1001) όσον αφορά τα μη καταχωρισμένα σημεία που μνημονεύονται στη σκέψη 7 ανωτέρω, in fine, και στη σκέψη 8 ανωτέρω.

10      Στις 18 Οκτωβρίου 2010 το τμήμα ανακοπών απέρριψε την ανακοπή στο σύνολό της.

11      Στις 17 Δεκεμβρίου 2010 η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του EUIPO, δυνάμει των άρθρων 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρα 66 έως 71 του κανονισμού 2017/1001), κατά της απόφασης του τμήματος ανακοπών.

12      Με απόφαση της 26ης Μαρτίου 2012 (υπόθεση R 2506/2010‑4) (στο εξής: πρώτη απόφαση), το τέταρτο τμήμα προσφυγών του EUIPO απέρριψε την προσφυγή.

13      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 29 Μαΐου 2012, το οποίο πρωτοκολλήθηκε με αριθμό T‑235/12, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της πρώτης απόφασης.

14      Με την απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2014, CEDC International κατά ΓΕΕΑ – Underberg (Σχήμα φύλλου χόρτου μέσα σε φιάλη) (T‑235/12, στο εξής: πρώτη ακυρωτική απόφαση, EU:T:2014:1058), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την πρώτη απόφαση στο σύνολό της. Κατ’ αρχάς, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε μεν ότι η προσφεύγουσα αμφισβήτησε την ορθότητα των διαπιστώσεων και εκτιμήσεων του EUIPO σχετικά με όλους τους λόγους ανακοπής, ήτοι τους λόγους του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και παράγραφοι 3 και 4, του κανονισμού 207/2009, πλην όμως διευκρίνισε ότι η επιχειρηματολογία της έβαλλε μόνον κατά των συμπερασμάτων στα οποία κατέληξε το τμήμα προσφυγών ως προς την αξιολόγηση των προσκομισθεισών αποδείξεων περί χρήσεως, διότι τα συμπεράσματα αυτά αφορούσαν εξίσου όλους τους λόγους ανακοπής. Όσον αφορά τον λόγο ανακοπής του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του ίδιου κανονισμού, διαπίστωσε ότι, παραλείποντας να ασκήσει, κατά τρόπο αντικειμενικό και αιτιολογημένο, τη διακριτική του ευχέρεια όσον αφορά τη συνεκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων της χρήσης του προγενέστερου τρισδιάστατου γαλλικού σήματος αριθ. 95588457 που προσκομίσθηκαν για πρώτη φορά ενώπιόν του, το τμήμα προσφυγών παρέβη το άρθρο 76, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρο 95, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/1001) και, λαμβανομένης υπόψη της κατά τα ανωτέρω διαπιστωθείσας έλλειψης αιτιολογίας, το άρθρο 75 του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρο 94 του κανονισμού 2017/1001). Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε την προσφυγή (σκέψεις 29, 69 και 103 της πρώτης ακυρωτικής απόφασης).

15      Με απόφαση της 29ης Αυγούστου 2016 (υπόθεση R 1248/2015-4) (στο εξής: δεύτερη απόφαση), το τέταρτο τμήμα προσφυγών του EUIPO απέρριψε την προσφυγή. Έκρινε ότι, ακόμη και αν ληφθούν υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν για πρώτη φορά ενώπιόν του, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε τη φύση της χρήσης του προγενέστερου τρισδιάστατου γαλλικού σήματος αριθ. 95588457 και συνήγαγε εξ αυτού ότι η ανακοπή που στηριζόταν στο σήμα αυτό και στους λόγους του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, του κανονισμού 207/2009 έπρεπε να απορριφθεί. Όσον αφορά τους λοιπούς λόγους ανακοπής και τα λοιπά προγενέστερα δικαιώματα των οποίων έγινε επίκληση, το τμήμα προσφυγών «παρ[έπεμψε] ρητώς στη συλλογιστική της από 26 Μαρτίου 2012 αποφάσεώς του στην υπόθεση R 2506/2010‑4». Κατέληξε δε στο συμπέρασμα ότι η ανακοπή ήταν απορριπτέα ως προς όλους τους λόγους και όλα τα προγενέστερα δικαιώματα επί των οποίων στηριζόταν (σημεία 46 έως 49 της δεύτερης απόφασης).

16      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Νοεμβρίου 2016, το οποίο πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υπόθεσης T‑796/16, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της δεύτερης απόφασης. Η διαδικασία αυτή ανεστάλη, κατόπιν αιτήματος του EUIPO, από τις 29 Μαΐου 2017 έως τις 12 Αυγούστου 2019.

17      Με την απόφαση της 23ης Σεπτεμβρίου 2020, CEDC International κατά ΓΕΕΑ – Underberg (Σχήμα φύλλου χόρτου μέσα σε φιάλη) (T‑796/16, στο εξής: δεύτερη ακυρωτική απόφαση, EU:T:2020:439), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε εν μέρει τη δεύτερη απόφαση. Αφενός, επιβεβαίωσε την εκτίμηση του τμήματος προσφυγών ότι η χρήση του προγενέστερου τρισδιάστατου γαλλικού σήματος αριθ. 95588457, όπως απεικονίστηκε και καταχωρίστηκε, δεν είχε αποδειχθεί, οπότε ο λόγος ανακοπής που στηριζόταν στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, του κανονισμού 40/94 έπρεπε να απορριφθεί. Αφετέρου, διαπίστωσε ότι, καθόσον το τμήμα προσφυγών περιορίστηκε στο να «παραπέμψει ρητώς», όσον αφορά τους λόγους ανακοπής του άρθρου 8, παράγραφοι 3 και 4, του κανονισμού αυτού, στο σκεπτικό της πρώτης απόφασης, η οποία ακυρώθηκε στο σύνολό της από το Γενικό Δικαστήριο, και καθόσον στη συνέχεια θεμελίωσε εν μέρει το διατακτικό για την απόρριψη της ενώπιόν του προσφυγής στην παραπομπή αυτή, δεν αιτιολόγησε επαρκώς κατά νόμον την προσβαλλόμενη απόφαση, κατά παράβαση του άρθρου 75 του κανονισμού 207/2009. Κατά συνέπεια, ακύρωσε τη δεύτερη απόφαση μόνον κατά το μέρος που αφορούσε τους λόγους ανακοπής του άρθρου 8, παράγραφοι 3 και 4, του κανονισμού 40/94 και απέρριψε την προσφυγή κατά τα λοιπά, δηλαδή όσον αφορά τον λόγο ανακοπής του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, του ίδιου κανονισμού (σκέψεις 179, 204 και 209 της δεύτερης ακυρωτικής απόφασης).

18      Με αίτηση αναιρέσεως που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 26 Νοεμβρίου 2020, πρωτοκολληθείσα με αριθμό υπόθεσης C‑639/20 P, η προσφεύγουσα ζήτησε τη μερική αναίρεση της δεύτερης ακυρωτικής απόφασης.

19      Με τη διάταξη της 23ης Μαρτίου 2021, CEDC International κατά EUIPO (C‑639/20 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2021:227), το Δικαστήριο δεν ενέκρινε την εξέταση της αιτήσεως αναιρέσεως.

20      Με απόφαση του προεδρείου των τμημάτων προσφυγών που κοινοποιήθηκε στους διαδίκους στις 8 Οκτωβρίου 2020, η υπόθεση ανατέθηκε στο πέμπτο τμήμα προσφυγών, με αριθμό R 1954/2020‑5, προκειμένου αυτό να αποφανθεί εκ νέου.

21      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, το πέμπτο τμήμα προσφυγών απέρριψε την προσφυγή. Πρώτον, όσον αφορά τον λόγο ανακοπής του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94, το τμήμα προσφυγών διαπίστωσε, κατ’ αρχάς, ότι ορισμένα προγενέστερα δικαιώματα των οποίων έγινε επίκληση δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη προς στήριξη της ανακοπής. Εν συνεχεία, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι η προσφεύγουσα, πιθανώς λόγω της κατάστασης που είχε διαμορφωθεί στο τότε κομμουνιστικό καθεστώς της Δημοκρατίας της Πολωνίας, δεν κατόρθωσε να αποδείξει την ύπαρξη συμβατικής σχέσης μεταξύ αυτής και της παρεμβαίνουσας ή μεταξύ της ίδιας και της PHZ Agros ή της Agros Trading Co. Ltd, είτε κατά τον χρόνο κατάθεσης του σήματος του οποίου είχε ζητηθεί η καταχώριση είτε προηγουμένως. Το τμήμα προσφυγών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, όσον αφορά το προγενέστερο τρισδιάστατο γαλλικό σήμα αριθ. 95588457 και τα προγενέστερα πολωνικά σήματα αριθ. 62081 και 85811, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι η παρεμβαίνουσα ενεργούσε ως ειδικός πληρεξούσιος ή αντιπρόσωπος της προσφεύγουσας, οπότε η ανακοπή δεν μπορούσε να γίνει δεκτή υπό το πρίσμα της δεύτερης προϋπόθεσης του ως άνω άρθρου. Τέλος, «χάριν πληρότητας», διαπίστωσε ότι καμία από τις προσκομισθείσες συμβάσεις δεν παρέπεμπε ρητώς στα προαναφερθέντα προγενέστερα σήματα. Δεύτερον, όσον αφορά τον λόγο ανακοπής του άρθρου 8, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι η προσφεύγουσα δεν είχε αποδείξει ότι το διεκδικούμενο μη καταχωρισμένο γερμανικό σήμα είχε αποτελέσει αντικείμενο πραγματικής χρήσης ούτε βέβαια ότι είχε αποτελέσει στη Γερμανία, πριν από την κατάθεσή του, αντικείμενο χρήσης μη έχουσας τοπική μόνον εμβέλεια, το ίδιο δε ίσχυε για τα φερόμενα καταχωρισμένα επί του σήματος δικαιώματα στα άλλα κράτη της Ένωσης, οπότε η ανακοπή έπρεπε να απορριφθεί και για τον λόγο αυτό.

 Αιτήματα των διαδίκων

22      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει εν μέρει την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που αφορά τους λόγους ανακοπής του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94 και

–        να καταδικάσει το EUIPO και την παρεμβαίνουσα στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε στο πλαίσιο των διαδικασιών ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και ενώπιον του τμήματος προσφυγών.

23      Το EUIPO και η παρεμβαίνουσα ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή και

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

24      Λαμβανομένου υπόψη ότι η ημερομηνία υποβολής της επίμαχης αίτησης καταχώρισης, εν προκειμένω η 1η Απριλίου 1996, είναι καθοριστική για τον προσδιορισμό του εφαρμοστέου ουσιαστικού δικαίου, η παρούσα διαφορά διέπεται από τις ουσιαστικές διατάξεις του κανονισμού 40/94 (πρβλ. αποφάσεις της 8ης Μαΐου 2014, Bimbo κατά ΓΕΕΑ, C‑591/12 P, EU:C:2014:305, σκέψη 12, και της 18ης Ιουνίου 2020, Primart κατά EUIPO, C‑702/18 P, EU:C:2020:489, σκέψη 2 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επομένως, όσον αφορά τους ουσιαστικούς κανόνες, οι περιλαμβανόμενες στα δικόγραφα των διαδίκων παραπομπές στο άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009 ή στο άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 2017/1001 πρέπει στην υπό κρίση υπόθεση να νοηθούν ως παραπομπές στο άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94, το οποίο έχει πανομοιότυπο περιεχόμενο.

25      Εξάλλου, στον βαθμό που, κατά πάγια νομολογία, οι διαδικαστικοί κανόνες εφαρμόζονται γενικώς κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος τους (βλ. απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2012, Επιτροπή κατά Ισπανίας, C‑610/10, EU:C:2012:781, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), η διαφορά διέπεται από τους διαδικαστικούς κανόνες του κανονισμού 2017/1001.

26      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει δύο λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν, ο πρώτος, παράβαση ουσιώδους τύπου, και δη παράβαση του άρθρου 95, παράγραφος 1, και του άρθρου 94, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94, και, ο δεύτερος, παράβαση αυτής καθεαυτήν της τελευταίας αυτής διάταξης.

27      Επισημαίνεται προκαταρκτικώς ότι στο σημείο 35 του δικογράφου της προσφυγής η προσφεύγουσα διευκρινίζει ότι η υπό κρίση προσφυγή βάλλει κατά της προσβαλλόμενης απόφασης μόνον εν μέρει, κατά το μέρος που αφορά τον λόγο ανακοπής του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94. Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα δεν βάλλει κατά της απόρριψης από τα όργανα του EUIPO της ανακοπής που στηρίζεται στον λόγο του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού και ότι, ως εκ τούτου, η απόρριψη αυτή έχει καταστεί οριστική.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση ουσιώδους τύπου, και δη παράβαση του άρθρου 95, παράγραφος 1, και του άρθρου 94, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94

28      Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει παράβαση ουσιώδους τύπου, κα δη παράβαση του άρθρου 95, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001, που αντλείται από παράλειψη ορθής εξέτασης των πραγματικών περιστατικών, και του άρθρου 94, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, λόγω έλλειψης αιτιολογίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94. Ο λόγος αυτός διαρθρώνεται σε τρεις αιτιάσεις. Με την πρώτη αιτίαση προβάλλεται ότι το τμήμα προσφυγών δεν εξέτασε τους λόγους ανακοπής του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94 υπό το πρίσμα του προγενέστερου δικαιώματος του οποίου έγινε επίκληση με το δικόγραφο της ανακοπής ως «σήματος κατατεθέντος από ειδικό πληρεξούσιο», ήτοι του μη καταχωρισμένου τρισδιάστατου γερμανικού σήματος που έχει τη μορφή φιάλης με φύλλο χόρτου. Με τη δεύτερη αιτίαση προβάλλεται ότι το τμήμα προσφυγών δεν εξέτασε αν υφίστατο έμμεση σχέση ειδικού πληρεξουσίου ή αντιπροσώπου μεταξύ των διαδίκων βάσει των προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων, τα οποία στοιχειοθετούσαν υποχρέωση εμπιστοσύνης και πίστης που υπείχαν η παρεμβαίνουσα και η δικαιοπάροχός της. Με την τρίτη αιτίαση προβάλλεται ότι το τμήμα προσφυγών προέβη σε εσφαλμένη εξέταση των πραγματικών περιστατικών όσον αφορά το περιεχόμενο των δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας που καλύπτονται από τη σχέση ειδικού πληρεξουσίου ή αντιπροσώπου μεταξύ των διαδίκων, ιδίως καθόσον δεν αναγνώρισε ότι τα δικαιώματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας επί του μη καταχωρισμένου τρισδιάστατου γερμανικού σήματος που έχει το σχήμα φιάλης με φύλλο χόρτου καλύπτονταν από την υποχρέωση εμπιστοσύνης και πίστης που υπείχαν η παρεμβαίνουσα και η δικαιοπάροχός της.

29      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει κατ’ αρχάς τη δεύτερη αιτίαση.

30      Προς τον σκοπό αυτό, χρησιμοποιούνται οι ακόλουθες συντομογραφίες:

–        ως «PPS Polmos» νοείται η Przedsiębiorstwo Przemyslu Spirytusowego Polmos, πολωνική δημόσια επιχείρηση παραγωγής βότκας, δικαιοπάροχος της Przedsiębiorstwo Polmos Białystok (Spółka Akcyjna), η οποία είναι με τη σειρά της δικαιοπάροχος της προσφεύγουσας CEDC International sp. z o.o.·

–        ως «Polmos» νοείται η Przedsiębiorstwo Polmos Białystok (Spółka Akcyjna), διάδοχος της PPS Polmos και δικαιοπάροχος της προσφεύγουσας·

–        ως «PHZ Agros» νοείται η Przedsiębiorstwo handlu Zagranicznego Agros, πολωνική δημόσια επιχείρηση η οποία είναι επιφορτισμένη με την εξαγωγή της πολωνικής βότκας·

–        ως «Agros» νοείται η Agros Holding S.A. και/ή η μητρική της η οποία κατέχεται σε ποσοστό 100 % από την Agros Trading Sp. z o.o. (στην αγγλική γλώσσα, Agros Trading Co. Ltd), διάδοχοι της PHZ Agros·

–        ως «Diversa» νοείται η Diversa Specialitäten GmbH, δικαιοπάροχος της παρεμβαίνουσας Underberg AG.

31      Προς στήριξη των ισχυρισμών της, η προσφεύγουσα επικαλείται διάφορες εμπορικές συμφωνίες, οι κυριότερες από τις οποίες είναι οι ακόλουθες:

–        η συμφωνία εισαγωγής της 10ης Μαΐου 1983 μεταξύ της Agros και της Diversa [K7-K7a]·

–        η συμφωνία εισαγωγής της 8ης Μαΐου 1987 μεταξύ της Agros και της Diversa [K8‑K8a]·

–        η συμφωνία της 29ης Οκτωβρίου 1993 μεταξύ της Agros και της παρεμβαίνουσας, η οποία ορίζεται ως «εισαγωγέας» [K9]·

–        η συμφωνία της 24ης Μαΐου 1999 [Κ11] μεταξύ της Agros και της παρεμβαίνουσας, η οποία ορίζεται ως «εισαγωγέας».

 Επί της δεύτερης αιτίασης, η οποία αφορά την παράλειψη εξέτασης της ύπαρξης έμμεσης σχέσης ειδικού πληρεξουσίου ή αντιπροσώπου μεταξύ της προσφεύγουσας και της παρεμβαίνουσας

32      Με τη δεύτερη αιτίαση, η προσφεύγουσα προσάπτει στο τμήμα προσφυγών ότι δεν εξέτασε τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία, κατά την άποψή της, αποδεικνύουν την ύπαρξη έμμεσης καταπιστευτικής σχέσης μεταξύ των μερών μέσω της PHZ Agros ή της Agros, η οποία ενεργούσε de facto ως ειδικός πληρεξούσιος ή εκπρόσωπος της PPS Polmos ή της Polmos (κατόχων δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, μεταξύ των οποίων το τρισδιάστατο σήμα που αναπαριστά φιάλη με φύλλο χόρτου). Η προσφεύγουσα στηρίζεται συναφώς σε διάφορα αποδεικτικά στοιχεία [παραρτήματα Κ1-Κ11], περιλαμβανομένων των συμφωνιών που απαριθμούνται στη σκέψη 31 ανωτέρω, και εκτιμά ότι όλα αυτά τα πραγματικά περιστατικά, εξεταζόμενα από κοινού, αποδεικνύουν ότι υφίστατο έμμεσο καθήκον εμπιστοσύνης και πίστης της Diversa ή της παρεμβαίνουσας έναντι της PPS Polmos ή της Polmos, οι οποίες εκπροσωπούνται από την de facto ειδική πληρεξούσια PHZ Agros ή Agros. Ειδικότερα, το τμήμα προσφυγών δεν αναγνώρισε ότι ο καταπιστευτικός χαρακτήρας της σχέσης μεταξύ των διαδίκων (ή των δικαιοπαρόχων τους) προέκυπτε σαφώς από τις συμφωνίες εισαγωγής της 10ης Μαΐου 1983 και της 8ης Μαΐου 1987, καθώς και από τη συμφωνία της 29ης Οκτωβρίου 1993, αλλά «περιόρισε την εξέτασή του στην εξακρίβωση της ύπαρξης συμβάσεων». Επιπλέον, από τη νομολογία προκύπτει ότι η προστασία του δικαιούχου του σήματος εκτείνεται ακόμη και μετά την παύση της συμβατικής σχέσης από την οποία απορρέει υποχρέωση εμπιστοσύνης. Τέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη το κομμουνιστικό καθεστώς στην Πολωνία κατά τη δεκαετία του 1970 και οι «ταραχώδεις συνθήκες» ιδιωτικοποίησης δημοσίων επιχειρήσεων κατά τη δεκαετία του 1990. Η προσφεύγουσα καταλήγει ότι το τμήμα προσφυγών παρέβη τις διαδικαστικές υποχρεώσεις του όσον αφορά την εξέταση των πραγματικών περιστατικών και την αιτιολόγηση της απόφασής του υπό το πρίσμα όλων αυτών των αποδεικτικών στοιχείων.

33      Το EUIPO και η παρεμβαίνουσα αντικρούουν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

34      Σύμφωνα με το άρθρο 95, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 2017/1001, κατά την ενώπιόν του διαδικασία, το EUIPO εξετάζει τα πραγματικά περιστατικά, εξυπακουομένου ότι, σε διαδικασία που αφορά τους σχετικούς λόγους απαραδέκτου της καταχώρισης, η εξέταση περιορίζεται στα επιχειρήματα που προβάλλουν οι διάδικοι καθώς και τα υποβληθέντα από αυτούς αιτήματα.

35      Βάσει του άρθρου 94, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 2017/1001, οι αποφάσεις του EUIPO πρέπει να είναι αιτιολογημένες.

36      Κατά πάγια νομολογία, η υποχρέωση αιτιολόγησης αποτελεί ουσιώδη τύπο ο οποίος πρέπει να διακρίνεται από τη βασιμότητα της αιτιολογίας, που συνδέεται με το κύρος επί της ουσίας της οικείας πράξης. Ειδικότερα, η αιτιολογία μιας απόφασης συνίσταται στην επίσημη έκφραση των λόγων στους οποίους στηρίζεται η απόφαση αυτή. Εάν η αιτιολογία ενέχει σφάλματα, αυτά πλήττουν την ουσιαστική νομιμότητα της απόφασης, αλλά όχι την αιτιολογία της, η οποία μπορεί να είναι επαρκής έστω και αν προβάλλει εσφαλμένους λόγους. Συνεπώς, οι αιτιάσεις και τα επιχειρήματα με τα οποία σκοπείται να αμφισβητηθεί το βάσιμο πράξης είναι αλυσιτελή στο πλαίσιο προβολής λόγου αντλούμενου από έλλειψη ή ανεπάρκεια της αιτιολογίας [βλ. δεύτερη ακυρωτική απόφαση, σκέψη 187 (μη δημοσιευθείσα) και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

37      Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94 (το οποίο δεν τροποποιήθηκε με τους κανονισμούς 207/2009 και 2017/1001), κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου του σήματος, η καταχώριση σήματος είναι απαράδεκτη όταν τη ζητάει ο ειδικός πληρεξούσιος ή ο αντιπρόσωπος του δικαιούχου του σήματος, ιδίω ονόματι και χωρίς τη συγκατάθεση του δικαιούχου, εκτός εάν ο εν λόγω ειδικός πληρεξούσιος ή αντιπρόσωπος δικαιολογήσει την πράξη του.

38      Το άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94 αποσκοπεί στην αποτροπή του ενδεχομένου αθέμιτης οικειοποίησης του προγενέστερου σήματος από τον ειδικό πληρεξούσιο ή τον αντιπρόσωπο του δικαιούχου του σήματος αυτού, δεδομένου ότι ο εν λόγω ειδικός πληρεξούσιος ή αντιπρόσωπος μπορεί να εκμεταλλευτεί τις γνώσεις και την πείρα που απέκτησε κατά τη διάρκεια της εμπορικής σχέσης του με τον ως άνω δικαιούχο και, ως εκ τούτου, να αντλήσει αθέμιτο όφελος από τις προσπάθειες που κατέβαλε και την επένδυση στην οποία προέβη ο δικαιούχος [αποφάσεις της 11ης Νοεμβρίου 2020, EUIPO κατά John Mills, C‑809/18 P, EU:C:2020:902, σκέψεις 72 και 83, της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, DEF-TEC Defense Technology κατά ΓΕΕΑ – Defense Technology (FIRST DEFENSE AEROSOL PEPPER PROJECTOR), T‑6/05, EU:T:2006:241, σκέψη 38, και της 14ης Φεβρουαρίου 2019, Mouldpro κατά EUIPO – Wenz Kunststoff (MOULDPRO), T‑796/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:88, σκέψη 24]. Επομένως, σκοπός της διάταξης αυτής είναι η διασφάλιση των εννόμων συμφερόντων των δικαιούχων σημάτων και η προστασία τους από κάθε αυθαίρετη αθέμιτη ιδιοποίηση των σημάτων τους, παρέχοντάς τους το δικαίωμα να απαγορεύουν τις καταχωρίσεις των σημάτων τους από τους ειδικούς πληρεξούσιους ή τους αντιπροσώπους τους χωρίς τη συγκατάθεσή τους [απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2021, Qx World/EUIPO – Mandelay (EDUCTOR), T‑84/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:555, σκέψη 61].

39      Από το γράμμα του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94 προκύπτει ότι, για να γίνει δεκτή η ανακοπή επί της βάσεως αυτής, πρέπει, πρώτον, ο ανακόπτων να είναι ο δικαιούχος του προγενεστέρου σήματος, δεύτερον, ο αιτούμενος την καταχώριση του σήματος να είναι ή να ήταν ο ειδικός πληρεξούσιος ή ο αντιπρόσωπος του δικαιούχου του σήματος, τρίτον, η αίτηση καταχώρισης να έχει υποβληθεί επ’ ονόματι του ειδικού πληρεξουσίου ή του αντιπροσώπου χωρίς τη συγκατάθεση του δικαιούχου και χωρίς να υπάρχουν νόμιμες αιτίες που να δικαιολογούν την πράξη του ειδικού πληρεξουσίου ή του αντιπροσώπου και, τέταρτον, η αίτηση καταχώρισης να αφορά ταυτόσημα ή όμοια σημεία και προϊόντα. Οι εν λόγω προϋποθέσεις είναι σωρευτικές [απόφαση της 13ης Απριλίου 2011, Safariland κατά ΓΕΕΑ – DEF-TEC Defense Technology (FIRST DEFENSE AEROSOL PEPPER PROJECTOR), T‑262/09, EU:T:2011:171, σκέψη 61].

40      Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν οι προϋποθέσεις που τάσσει το άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94 πληρούνται εν προκειμένω.

–       Επί της πρώτης προϋπόθεσης σχετικά με την κυριότητα των προγενεστέρων σημάτων

41      Όπως επισήμανε το τμήμα προσφυγών στα σημεία 45 έως 48 της προσβαλλόμενης απόφασης, το άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94 αναφέρεται στον «δικαιούχο του σήματος», χωρίς να διευκρινίζει το είδος του προγενέστερου σήματος, ήτοι αν αφορά μόνον τα καταχωρισμένα σήματα ή και τα μη καταχωρισμένα, ούτε αν αφορά αποκλειστικά σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή και σήμα τρίτου κράτους.

42      Συναφώς, αφενός, όσον αφορά το είδος του προγενέστερου, γίνεται δεκτό ότι, όπως έκρινε και το τμήμα προσφυγών, η έννοια του «σήματος» κατά το άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94 καλύπτει, εκτός από τα καταχωρισμένα σήματα, και τα μη καταχωρισμένα σήματα, αλλά μόνο στο μέτρο που η νομοθεσία της χώρας προέλευσης αναγνωρίζει δικαιώματα αυτού του είδους.

43      Αφετέρου, όσον αφορά την προέλευση του προγενέστερου σήματος, δεδομένου ότι το γράμμα του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94 δεν περιέχει καμία αναφορά σε «εδαφική περιοχή», σε αντίθεση με το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του ίδιου κανονισμού, είναι αδιάφορο αν τα δικαιώματα επί του προγενέστερου σήματος ισχύουν ή όχι εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

44      Το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε αντίστοιχη αρχή σε υπόθεση σχετική με δύο αιτήσεις κήρυξης ακυρότητας δύο σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης δυνάμει του άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρο 60, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2017/1001), σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009, βάσει προγενέστερου πολωνικού σήματος, σε χρόνο που η Δημοκρατία της Πολωνίας δεν ήταν κράτος μέλος της Ένωσης. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε ότι το άρθρο 8, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού δεν περιορίζει το πεδίο εφαρμογής του στα σήματα που έχουν καταχωριστεί σε κράτος μέλος ή παράγουν αποτελέσματα εντός του κράτους αυτού και ότι, διαφορετικά, θα συνέπιπτε ως προς το περιεχόμενό του με το άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 5, του ίδιου κανονισμού [πρβλ. απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2012, Adamowski κατά ΓΕΕΑ – Fagumit (FAGUMIT), T‑537/10 και T‑538/10, EU:T:2012:634, σκέψη 19].

45      Επιπλέον, για την ερμηνεία του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94, πρέπει να ληφθεί υπόψη το άρθρο 6στ της Συμβάσεως των Παρισίων για την προστασία της βιομηχανικής ιδιοκτησίας, της 20ής Μαρτίου 1883, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί (απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2020, EUIPO κατά John Mills, C‑809/18 P, EU:C:2020:902, σκέψη 65), δεδομένου ότι το πρώτο άρθρο αποσκοπεί στην εφαρμογή του δεύτερου. Κατά συνέπεια, ο όρος «δικαιούχος» πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπεται και στον δικαιούχο σήματος το οποίο δεν έχει καταχωριστεί εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά σε ένα από τα συμβαλλόμενα στην εν λόγω Σύμβαση κράτη, να ζητήσει την προστασία του.

46      Με άλλα λόγια, ο δικαιούχος προγενέστερου σήματος καταχωρισμένου σε οποιοδήποτε συμβαλλόμενο κράτος στη Σύμβαση των Παρισίων μπορεί, ως εκ τούτου, να επικαλεστεί το άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94, αν ο ειδικός πληρεξούσιος ή ο αντιπρόσωπός του ζητήσει την καταχώριση του σήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση χωρίς τη συγκατάθεσή του.

47      Εν προκειμένω, στις σκέψεις 49 έως 53 της προσβαλλόμενης απόφασης, το τμήμα προσφυγών παρατήρησε κατ’ αρχάς ότι ορισμένα από τα προγενέστερα δικαιώματα των οποίων έγινε επίκληση, ήτοι το γερμανικό σήμα αριθ. 39 848 553 και το γαλλικό σήμα αριθ. 98 746 752, δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη, δεδομένου ότι οι αιτήσεις καταχώρισής τους κατατέθηκαν μετά την ημερομηνία κατάθεσης του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, και δεν μπορούσαν, επομένως, να χρησιμοποιηθούν για να θεμελιώσουν ανακοπή βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94. Επιπλέον, το τμήμα προσφυγών επισήμανε ότι η προσφεύγουσα δεν ήταν δικαιούχος του ιαπωνικού σήματος αριθ. 2 092 826 κατά τον χρόνο άσκησης της ανακοπής, δεδομένου ότι το σήμα αυτό καταχωρίστηκε κατά την ημερομηνία αυτή στο όνομα της PHZ Agros, οπότε δεν πληρούσε περαιτέρω την απαίτηση περί κυριότητας κατά τον χρόνο άσκησης της ανακοπής σύμφωνα με το ίδιο άρθρο. Τέλος, διαπίστωσε ότι το πολωνικό σήμα αριθ. 62 018 δεν είχε ανανεωθεί εντός των νομίμων προθεσμιών και, ως εκ τούτου, είχε λήξει η ισχύς του. Δεδομένου ότι το προγενέστερο δικαίωμα πρέπει να προστατεύεται κατά την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης, το εν λόγω πολωνικό σήμα δεν μπορούσε πλέον να αποτελέσει έγκυρη βάση στη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94.

48      Κατά συνέπεια, το τμήμα προσφυγών διαπίστωσε ότι τα τρία προγενέστερα δικαιώματα (βλ. σκέψη 7 ανωτέρω) ως προς τα οποία η προσφεύγουσα απέδειξε ότι ήταν δικαιούχος τους κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94 και τα οποία μπορούσαν, επομένως, να ληφθούν υπόψη ήταν το προγενέστερο γαλλικό σήμα αριθ. 95588457, το προγενέστερο πολωνικό σήμα αριθ. 85811 και το προγενέστερο πολωνικό σήμα αριθ. 62081. Όσον αφορά το τελευταίο, το τμήμα προσφυγών το έλαβε υπόψη «χάριν πληρότητας», δεδομένου ότι επρόκειτο για το «πλέον ευνοϊκό σενάριο» για την προσφεύγουσα, μολονότι το σήμα αυτό είχε τεκμηριωθεί από μετάφραση στην αγγλική γλώσσα αποσπάσματος του μητρώου σημάτων του Γραφείου Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας της Δημοκρατίας της Πολωνίας, το δε πρωτότυπο πιστοποιητικό καταχώρισης και ανανέωσης στην πολωνική γλώσσα προσκομίστηκε από την προσφεύγουσα στις 3 Ιουλίου 2008 [Κ31 και Κ32], ήτοι τρία έτη μετά την παρέλευση της προθεσμίας που είχε ταχθεί προς τεκμηρίωση της ανακοπής σύμφωνα με τον κανόνα 19, παράγραφος 1, και παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού 40/94 (ΕΕ 1995, L 303, σ. 1) [νυν άρθρο 7, παράγραφος 1, και παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2018/625 της Επιτροπής, της 5ης Μαρτίου 2018, για τη συμπλήρωση του κανονισμού 2017/1001 και για την κατάργηση του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/1430 (ΕΕ 2018, L 104, σ. 1)], προθεσμία η οποία είχε λήξει στις 7 Ιουλίου 2005.

49      Η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί τις εκτιμήσεις αυτές, πλην της σχετικής με το γερμανικό σήμα αριθ. 39848553. Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι το σήμα αυτό κατατέθηκε στις 25 Αυγούστου 1998, δύο και πλέον έτη μετά την κατάθεση του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, οπότε δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι προγενέστερο του σήματος αυτού.

50      Υπό το πρίσμα των περιστάσεων της υπό κρίση υπόθεσης, για λόγους ορθής απονομής της δικαιοσύνης, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει επί της ουσίας, όπως έπραξε και το τμήμα προσφυγών, τη δεύτερη προϋπόθεση σχετικά με την ύπαρξη σύμβασης ειδικού πληρεξουσίου ή αντιπροσώπου, όσον αφορά το προγενέστερο γαλλικό σήμα αριθ. 95588457 και τα προγενέστερα πολωνικά σήματα αριθ. 62081 και 85811, χωρίς να αποφανθεί επί του αν στην ανακοπή έγινε επίκληση των σημάτων αυτών και αν παρατέθηκαν σχετικά αποδεικτικά στοιχεία.

–       Επί της δεύτερης προϋπόθεσης σχετικά με την ύπαρξη σύμβασης ειδικού πληρεξουσίου ή αντιπροσώπου

51      Υπενθυμίζεται ότι η επίτευξη του σκοπού της αποτροπής του ενδεχομένου αθέμιτης οικειοποίησης του προγενέστερου σήματος από τον ειδικό πληρεξούσιο ή τον αντιπρόσωπο του δικαιούχου του σήματος (βλ. σκέψη 38 ανωτέρω) απαιτεί διασταλτική ερμηνεία των εννοιών «ειδικός πληρεξούσιος» και «αντιπρόσωπος» κατά το άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94. Οι έννοιες αυτές πρέπει να ερμηνεύονται διασταλτικώς, ώστε να καταλαμβάνουν όλα τα είδη σχέσεων που στηρίζονται σε σύμβαση δυνάμει της οποίας ένα εκ των μερών εκπροσωπεί τα συμφέροντα του άλλου, και τούτο ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού της συμβατικής σχέσης που καταρτίζεται μεταξύ του δικαιούχου ή του εντολέα και του αιτούντος την καταχώριση του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αρκεί, επομένως, για την εφαρμογή της διάταξης αυτής, να υφίσταται μεταξύ των μερών συμφωνία εμπορικής συνεργασίας ικανή να δημιουργήσει μια σχέση εμπιστοσύνης, ήτοι «καταπιστευτική», επιβάλλοντας στον αιτούντα, ρητώς ή σιωπηρώς, γενική υποχρέωση εμπιστοσύνης και πίστης ως προς τα συμφέροντα του δικαιούχου του προγενέστερου σήματος [αποφάσεις της 13ης Απριλίου 2011, FIRST DEFENSE AEROSOL PEPPER PROJECTOR, T‑262/09, EU:T:2011:171, σκέψη 64, και της 9ης Ιουλίου 2014, Moonich Produktkonzepte & Realisierung κατά ΓΕΕΑ – Thermofilm Australia (HEATSTRIP), T‑184/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:621, σκέψεις 58 και 59· πρβλ. επίσης, απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2020, EUIPO κατά John Mills, C‑809/18 P, EU:C:2020:902, σκέψεις 84 και 85].

52      Ωστόσο, πρέπει να υφίσταται σύμβαση, γραπτή ή μη, εμπορικής συνεργασίας μεταξύ των μερών. Αν ο αιτών ενεργεί εντελώς ανεξάρτητα, χωρίς να έχει συναφθεί οιαδήποτε σχέση με τον δικαιούχο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ειδικός πληρεξούσιος κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94. Συγκεκριμένα, ένας απλός αγοραστής ή πελάτης του δικαιούχου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «ειδικός πληρεξούσιος» ή «αντιπρόσωπος» για τους σκοπούς του άρθρου αυτού, καθώς τα πρόσωπα αυτά δεν έχουν καμία ειδική υποχρέωση εμπιστοσύνης έναντι του δικαιούχου του σήματος (πρβλ. αποφάσεις της 13ης Απριλίου 2011, FIRST DEFENSE AEROSOL PEPPER PROJECTOR, T‑262/09, EU:T:2011:171, σκέψη 64, της 9ης Ιουλίου 2014, HEATSTRIP, T‑184/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:621, σκέψη 59, και της 14ης Φεβρουαρίου 2019, MOULDPRO, T‑796/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:88, σκέψη 23). Από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι η σύμβαση ειδικού πληρεξουσίου ή αντιπροσώπου πρέπει να καταρτίζεται απευθείας μεταξύ των μερών και όχι μέσω τρίτων.

53      Επομένως, όπως ορθώς επισημαίνει το EUIPO, το γεγονός ότι είναι δυνατό να αρκεί μια «έμμεση» σχέση για την εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94 σημαίνει απλώς ότι αποφασιστικό κριτήριο είναι η ύπαρξη και η φύση σύμβασης εμπορικής συνεργασίας συναφθείσας επί της ουσίας και όχι ο τυπικός χαρακτηρισμός της. Επομένως, καταπιστευτική και δεσμευτική συμβατική σχέση μπορεί να συναφθεί μέσω απλής εμπορικής αλληλογραφίας μεταξύ των μερών, συμπεριλαμβανομένων των μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (πρβλ. απόφαση της 9ης Ιουλίου 2014, HEATSTRIP, T‑184/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:621, σκέψεις 66 και 67). Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι ο ανακόπτων είναι, κατ’ αρχήν, ελεύθερος να επιλέξει τη μορφή της απόδειξης που κρίνει σκόπιμο να προσκομίσει ενώπιον του EUIPO στο πλαίσιο ανακοπής στηριζόμενης σε προγενέστερο δικαίωμα (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 28ης Ιουνίου 2018, EUIPO κατά Puma, C‑564/16 P, EU:C:2018:509, σκέψη 58). Παρά ταύτα, η ύπαρξη μιας τέτοιας συμβατικής σχέσης δεν αποδεικνύεται από πιθανότητες ή εικασίες, αλλά πρέπει να στηρίζεται σε συγκεκριμένα και αντικειμενικά στοιχεία [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2002, Kabushiki Kaisha Fernandes κατά ΓΕΕΑ – Harrison (HIWATT), T‑39/01, EU:T:2002:316, σκέψη 47].

54      Όσον αφορά τις συνέπειες της παύσης της συμβατικής σχέσης κατά τον χρόνο κατάθεσης της αίτησης καταχώρισης σήματος, δεν είναι αναγκαίο η συναφθείσα μεταξύ των μερών συμφωνία να εξακολουθεί να ισχύει κατά την κατάθεση της αίτησης. Το άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94 εφαρμόζεται επίσης στις συμφωνίες που έληξαν πριν από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης καταχώρισης σήματος, αρκεί το διάστημα που παρήλθε να είναι τέτοιο ώστε να μπορεί θεμιτώς να υποτεθεί ότι η υποχρέωση εμπιστοσύνης και απορρήτου εξακολουθούσε να υφίσταται κατά τον χρόνο κατάθεσης. Η διασταλτική αυτή ερμηνεία της ως άνω διάταξης αποσκοπεί στην προστασία του δικαιούχου προγενέστερων σημάτων, ακόμη και μετά την παύση της συμβατικής σχέσης από την οποία απέρρεε υποχρέωση εμπιστοσύνης (απόφαση της 13ης Απριλίου 2011, FIRST DEFENSE AEROSOL PEPPER PROJECTOR, T‑262/09, EU:T:2011:171, σκέψη 65). Με άλλα λόγια, σύμφωνα με την εν λόγω ερμηνεία, η προστασία που παρέχει η εν λόγω διάταξη διατηρείται ακόμη και μετά την παύση της συμβατικής σχέσης από την οποία απορρέει υποχρέωση εμπιστοσύνης, υπό την προαναφερθείσα προϋπόθεση.

55      Από διαδικαστική άποψη, το βάρος απόδειξης της ύπαρξης συμβατικής σχέσης ειδικού πληρεξουσίου ή αντιπροσώπου φέρει ο ανακόπτων (πρβλ. αποφάσεις της 13ης Απριλίου 2011, FIRST DEFENSE AEROSOL PEPPER PROJECTOR, T‑262/09, EU:T:2011:171, σκέψη 67, και της 14ης Φεβρουαρίου 2019, MOULDPRO, T‑796/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:88, σκέψη 30), ήτοι ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος..

56      Από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι οι όροι «ειδικός πληρεξούσιος» και «αντιπρόσωπος» στο άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94 πρέπει μεν να ερμηνεύονται διασταλτικώς, πλην όμως πρέπει να υφίσταται μεταξύ των μερών σύμβαση εμπορικής συνεργασίας ικανή να δημιουργήσει σχέση εμπιστοσύνης επιβάλλοντας στον αιτούντα, ρητώς ή σιωπηρώς, γενική υποχρέωση εμπιστοσύνης και πίστης λαμβανομένων υπόψη των συμφερόντων του δικαιούχου του προγενέστερου σήματος (απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2019, MOULDPRO, T‑796/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:88, σκέψη 33).

57      Επομένως, εν προκειμένω, εναπέκειτο στην προσφεύγουσα να αποδείξει ενώπιον του EUIPO ότι υφίστατο τέτοια σύμβαση εμπορικής συνεργασίας άμεσα μεταξύ των μερών, δηλαδή της παρεμβαίνουσας και της προσφεύγουσας, κατά την ημερομηνία κατάθεσης του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση.

58      Προκαταρκτικώς, από τις σκέψεις 51 έως 56 ανωτέρω προκύπτει ότι ορθώς το τμήμα προσφυγών έκρινε, στο σημείο 56 της προσβαλλομένης απόφασης, ότι μια τέτοια σχέση εμπιστοσύνης μπορούσε επίσης να προκύπτει σιωπηρώς, βάσει μιας de facto σχέσης, χωρίς τα μέρη να έχουν υπογράψει σύμβαση διανομής ή επίσημη σύμβαση ειδικού πληρεξουσίου.

59      Στις σκέψεις 63 έως 68 της προσβαλλόμενης απόφασης, το τμήμα προσφυγών παρατήρησε ότι, πριν εκτιμήσει τη φύση των σχέσεων μεταξύ των διαδίκων, όφειλε να παραθέσει το ιστορικό τους και τις σχέσεις τους με χρονολογική σειρά. Από το ιστορικό της ίδρυσής της προκύπτει ότι η προσφεύγουσα προήλθε από την πρώτη δημόσια μονάδα παραγωγής, η οποία συστάθηκε το 1973 για την παραγωγή βότκας, την PPS Polmos. Η εταιρία αυτή και οι μετέπειτα διάδοχοί της ήταν υπεύθυνοι για την παραγωγή του προϊόντος που πωλούνταν στην αλλοδαπή από άλλη δημόσια εταιρία, την PHZ Agros, καθώς και για την πώληση και τη διανομή του στην Πολωνία. Το τμήμα προσφυγών επισήμανε ότι η PHZ Agros ήταν τότε η μόνη εταιρία που μπορούσε να εξάγει τη βότκα παραγωγής της PPS Polmos. Από το 1975 υπήρχαν συμφωνίες διανομής, αρχικώς μεταξύ της PHZ Agros και της Diversa, δικαιοπαρόχου της παρεμβαίνουσας, και στη συνέχεια, από το 1975 έως το 1992, μεταξύ της Agros και της παρεμβαίνουσας. Δυνάμει των συμφωνιών αυτών, οι οποίες εξακολουθούσαν να ισχύουν κατά τον χρόνο κατάθεσης του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, η PHZ Agros και η Agros είχαν το αποκλειστικό δικαίωμα διανομής της πολωνικής βότκας στη Γερμανία, αρχικώς υπό διάφορα σήματα, καθώς και της βότκας με την ετικέτα «Grasovka».

60      Στα σημεία 69 έως 75 της προσβαλλόμενης απόφασης, όσον αφορά τα παραρτήματα K1 έως K11 που προσκόμισε η προσφεύγουσα, το τμήμα προσφυγών επισήμανε, βεβαίως, ότι, πριν από την κατάθεση του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση (ήτοι την 1η Απριλίου 1996), ίσχυε η συμφωνία της 29ης Οκτωβρίου 1993 [K9] μεταξύ της Agros και της παρεμβαίνουσας, στην οποία η τελευταία αναφερόταν ως αποκλειστική εισαγωγέας στη Γερμανία βότκας με τις ονομασίες Wyborowa και Grasovka. Εντούτοις, υπογράμμισε ότι η ανακοπή είχε ασκηθεί από άλλη εταιρία, την Polmos, η οποία ήταν δικαιούχος του προγενέστερου γαλλικού σήματος αριθ. 95588457 και των προγενέστερων πολωνικών σημάτων αριθ. 62081 και 85811 και ότι, βάσει των προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων, ούτε η προσφεύγουσα ούτε η PPS Polmos είχαν άμεση σχέση με την παρεμβαίνουσα. Επιπλέον, διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα ουδόλως απέδειξε ότι η Agros είχε λάβει άδεια διάθεσης στην αγορά ή ήταν η αποκλειστική διανομέας βότκας της Polmos για τη Γερμανία, διότι η Agros δεν κατονομαζόταν ρητώς ως ενεργούσα υπό τέτοια ιδιότητα σε κανένα σημείο της προαναφερθείσας συμφωνίας. Το τμήμα προσφυγών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα αποδεικτικά στοιχεία και τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα δεν αποδείκνυαν ούτε εξηγούσαν την ύπαρξη συμβατικής σχέσης μεταξύ των διαδίκων, ήτοι μεταξύ της προσφεύγουσας και της παρεμβαίνουσας, που ενεργούσε ως ειδικός πληρεξούσιος ή αντιπρόσωπος της Polmos, η οποία ήταν διάδοχος της PPS Polmos και δικαιοπάροχος της προσφεύγουσας.

61      Στα σημεία 76 έως 81 της προσβαλλόμενης απόφασης, το τμήμα προσφυγών παρατήρησε επίσης ότι, εν προκειμένω, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυπτε ότι η Polmos διατηρούσε εμπορική σχέση με την PHZ Agros ή την Agros. Έκρινε ότι οι απλοί ισχυρισμοί της προσφεύγουσας οι οποίοι αφορούσαν ένα σύστημα οργάνωσης των εξαγωγών στην «πρώην κομμουνιστική Πολωνία» ήταν αλυσιτελείς, δεδομένου ότι οι κανόνες αυτοί δεν είχαν πλέον ισχύ το 1996, κατά τον χρόνο κατάθεσης του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, και ότι σε κανένα στάδιο της διαδικασίας δεν είχε προσκομιστεί κάποιο αποδεικτικό στοιχείο προς στήριξη του ισχυρισμού αυτού. Διαπίστωσε ότι, μολονότι η παρεμβαίνουσα διατηρούσε σχέση με την Agros, ουδέποτε είχε τέτοια σχέση με την Polmos, τη φερόμενη δικαιούχο του σήματος, ούτε με την δικαιοπάροχό της. Επισήμανε ότι, βεβαίως, κατά τον χρόνο εκείνο, οι δύο οντότητες (ήτοι η PHZ Agros και η PPS Polmos) ήταν κατά πάσα πιθανότητα δημόσιοι φορείς και ότι δεν ήταν δυνατή η δημιουργία οποιουδήποτε καθεστώτος χορήγησης αδειών μεταξύ τους, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τη νομοθεσία, ένας δημόσιος φορέας (εν προκειμένω η Agros) είχε οριστεί για να εκπροσωπεί τα συμφέροντα του άλλου δημόσιου φορέα (εν προκειμένω της Polmos) στην αλλοδαπή και ότι ο τελικός δικαιούχος ήταν η Λαϊκή Δημοκρατία της Πολωνίας, την οποία, μετά τη μεταβολή του πολιτικού συστήματος το 1989, διαδέχθηκε η Δημοκρατία της Πολωνίας. Κατά την προσφεύγουσα, η οποία παρέπεμπε προς τούτο στα παραρτήματα Κ17 και Κ31 έως Κ36, μετά την ιδιωτικοποίηση δημοσίων επιχειρήσεων, η δικαιοπάροχός της, η Polmos, είχε αποκτήσει όλα τα δικαιώματα επί του σήματος Żubrówka (πωλούμενου στη Γερμανία με την επωνυμία Grasovka), συμπεριλαμβανομένων των προγενέστερων δικαιωμάτων των οποίων έγινε επίκληση στο πλαίσιο της διαδικασίας ανακοπής. Το τμήμα προσφυγών υπενθύμισε, ωστόσο, ότι η καταχώριση του προγενέστερου γερμανικού σήματος αριθ. 39848553 δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη, δεδομένου ότι η ημερομηνία κατάθεσής του ήταν μεταγενέστερη της ημερομηνίας κατάθεσης του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση. Επιπλέον, επιβεβαίωσε την απόφαση του τμήματος ανακοπών κατά την οποία η μόνη συμφωνία που είχε συναφθεί μεταξύ της Agros και της Polmos και την οποία είχε προσκομίσει η προσφεύγουσα, ήτοι η συμφωνία εκχώρησης σήματος με ημερομηνία 28 Αυγούστου 2001 [Κ17], ήταν μεταγενέστερη της κατάθεσης του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση (δηλαδή της 1ης Απριλίου 1996) και ήταν διαφορετικής νομικής φύσης από τη συμφωνία διανομής. Επισήμανε ότι, ομοίως, και τα παραρτήματα K31 έως K36 ήταν μεταγενέστερα της κατάθεσης του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση.

62      Στα σημεία 82 έως 86 της προσβαλλόμενης απόφασης το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι, ακόμη και αν η προσφεύγουσα του ζητούσε να λάβει υπόψη την ιδιαίτερα περίπλοκη κατάσταση της «πρώην κομμουνιστικής Πολωνίας» και το ιστορικό της διάρθρωσης των επιχειρήσεων και των σημάτων που σχετίζονται με το φύλλο χόρτου, όφειλε παρά ταύτα να περιοριστεί στα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα προς απόδειξη του ότι η παρεμβαίνουσα ενεργούσε ή είχε ενεργήσει ως ειδικός πληρεξούσιος ή αντιπρόσωπος του δικαιούχου των προγενέστερων δικαιωμάτων κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94. Το τμήμα προσφυγών έκρινε, εν προκειμένω, ότι η προσφεύγουσα, πιθανώς λόγω της κατάστασης του τότε «κομμουνιστικού καθεστώτος της Πολωνίας», δεν κατόρθωσε να αποδείξει την ύπαρξη συμβατικής σχέσης ούτε μεταξύ αυτής και της παρεμβαίνουσας ούτε μεταξύ της ίδιας και της PHZ Agros ή της Agros, είτε κατά τον χρόνο κατάθεσης του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είτε προηγουμένως. Λαμβανομένων υπόψη των αντικειμενικών περιστάσεων, όπως το πολιτικό σύστημα και τη διάρθρωση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος πριν από το 1989 στην Πολωνία, το τμήμα προσφυγών αποφάνθηκε ότι είχε εκτιμήσει το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, όσον αφορά το προγενέστερο γαλλικό σήμα αριθ. 95588457 και τα προγενέστερα πολωνικά σήματα αριθ. 85811 και 62081, η παρεμβαίνουσα δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι ενεργούσε ως ειδικός πληρεξούσιος ή εκπρόσωπος της προσφεύγουσας. Έκρινε επίσης ότι, όσον αφορά τα ως άνω προγενέστερα σήματα, η ανακοπή δεν μπορούσε να γίνει δεκτή υπό το πρίσμα της δεύτερης προϋπόθεσης του εν λόγω άρθρου.

63      Συναφώς, διαπιστώνεται εκ προοιμίου ότι, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, από τα σημεία 63 έως 86 της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. σκέψεις 59 έως 62 ανωτέρω) προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών εξέτασε στο σύνολό τους τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα καθ’ όλη τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας ενώπιον του EUIPO και δεν «περιόρισε την εξέτασή του στην εξακρίβωση της ύπαρξης συμβάσεων». Επιπλέον, στα εν λόγω σημεία της απόφασής του, το τμήμα προσφυγών αιτιολόγησε εκτενώς την εκτίμησή του. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η υποχρέωση αιτιολόγησης αποτελεί ουσιώδη τύπο που πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, το οποίο αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίδικης πράξης (βλ. σκέψη 36 ανωτέρω).

64      Κατόπιν των διαπιστώσεων αυτών, πρέπει να εξεταστεί το βάσιμο της εκτίμησης του τμήματος προσφυγών υπό το πρίσμα του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94.

65      Δεν αμφισβητείται ότι δεν υφίστατο καμία σύμβαση καταρτισθείσα τυπικώς μεταξύ της προσφεύγουσας (ή της δικαιοπαρόχου της) και της παρεμβαίνουσας (ή της δικαιοπαρόχου της).

66      Εξάλλου, η σύμβαση ειδικού πληρεξουσίου ή αντιπροσώπου πρέπει να καταρτίζεται απευθείας μεταξύ των μερών και όχι μέσω τρίτων (βλ. σκέψη 52 ανωτέρω). Στο πλαίσιο αυτό, η ύπαρξη εμπορικών σχέσεων μεταξύ της παρεμβαίνουσας και τρίτης εταιρίας δεν είναι ικανή να αποδείξει ότι η παρεμβαίνουσα ενεργούσε ως ειδικός πληρεξούσιος ή αντιπρόσωπος της προσφεύγουσας (πρβλ. απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2019, MOULDPRO, T‑796/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:88, σκέψη 32), δεδομένου ότι η τρίτη αυτή εταιρία, εν προκειμένω η PHZ Agros ή η Agros, και η προσφεύγουσα ήταν χωριστά νομικά πρόσωπα.

67      Η προσφεύγουσα επικαλείται μάλλον την ύπαρξη «έμμεσης» εμπορικής σχέσης με την παρεμβαίνουσα (ή την δικαιοπάροχό της) στο πλαίσιο της οποίας η PHZ Agros ή η Agros εκπροσωπούσαν την προσφεύγουσα (ή την δικαιοπάροχό της) υπό την ιδιότητα του «de facto» ειδικού πληρεξουσίου ή αντιπροσώπου.

68      Εντούτοις, διαπιστώνεται ότι η ύπαρξη μιας τέτοιας «έμμεσης» ή «de facto» εμπορικής σχέσης μεταξύ της προσφεύγουσας (ή της δικαιοπαρόχου της) και της παρεμβαίνουσας (ή της δικαιοπαρόχου της), μέσω της PHZ Agros ή της Agros, δεν τεκμηριώνεται από τα αποδεικτικά στοιχεία που κατέθεσε στη δικογραφία η προσφεύγουσα, η οποία φέρει το βάρος αποδείξεως (βλ. σκέψη 55 ανωτέρω).

69      Πρώτον, όσον αφορά τη συμφωνία της 29ης Οκτωβρίου 1993 [Κ9], η οποία ρύθμιζε τις σχέσεις μεταξύ της Agros και της παρεμβαίνουσας κατά την ημερομηνία κατάθεσης του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση (και επί τρία σχεδόν έτη πριν από την ημερομηνία αυτή), επισημαίνεται ότι η συμφωνία αυτή ουδόλως αναφέρει, ρητώς ή σιωπηρώς, ότι η Agros ενεργεί υπό την ιδιότητα του ειδικού πληρεξουσίου (ή κατόχου αδείας, διανομέα ή μεταπωλητή) ή του αντιπροσώπου, με οποιονδήποτε τρόπο, οποιουδήποτε τρίτου, και δη της προσφεύγουσας ή της δικαιοπαρόχου της.

70      Μολονότι, πράγματι, το προοίμιο της συμφωνίας της 29ης Οκτωβρίου 1993 μνημονεύει τη συμφωνία της 8ης Μαΐου 1987 [Κ8] που συνήφθη μεταξύ της Agros και της Diversa, παράλληλα διευκρινίζει ότι η συνεργασία θα συνεχιστεί υπό τους όρους που προβλέπονται στη νέα συμφωνία και ότι, σύμφωνα με το άρθρο της 22, στοιχείο a, η συμφωνία αυτή αντιπροσωπεύει το σύνολο των συμβάσεων των μερών. Κατά συνέπεια, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, μια τέτοια γενική αναφορά στη συμφωνία του 1987, η οποία έπαυσε να ισχύει και αντικαταστάθηκε από τη συμφωνία του 1993, δεν μπορεί να συνεπάγεται την ενσωμάτωση σιωπηρής υποχρέωσης εμπιστοσύνης και πίστης έναντι μη προσδιοριζόμενου τρίτου, όπως ήταν η προσφεύγουσα ή η δικαιοπάροχός της, σε σχέση με τα μέρη της συμφωνίας του 1993.

71      Δεύτερον, όσον αφορά τις συμφωνίες εισαγωγής της 10ης Μαΐου 1983 [Κ7] και της 8ης Μαΐου 1987 που συνήφθησαν μεταξύ της Agros και της Diversa, οι παραπομπές της προσφεύγουσας σε ορισμένες διατάξεις των συμφωνιών αυτών, ειδικότερα στη χειρόγραφη προσθήκη της «Polmos» στο άρθρο 7, πρώτο, τρίτο και έβδομο εδάφιο, της συμφωνίας της 8ης Μαΐου 1987 σε σχέση με τον δικαιούχο των δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας, δεν αναιρούν το συμπέρασμα ότι δεν αποδείχθηκε καμία άμεση σύμβαση μεταξύ της προσφεύγουσας και της παρεμβαίνουσας.

72      Κατ’ αρχάς, διαπιστώνεται ότι οι συμφωνίες εισαγωγής της 10ης Μαΐου 1983 και της 8ης Μαΐου 1987 δεν ίσχυαν πλέον κατά τον χρόνο κατάθεσης του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση. Συναφώς, η προσφεύγουσα επικαλείται τη νομολογία κατά την οποία η προστασία του δικαιούχου του σήματος διατηρείται ακόμη και μετά την παύση της συμβατικής σχέσης από την οποία απορρέει υποχρέωση εμπιστοσύνης, υπό την προϋπόθεση ότι το διάστημα που παρήλθε είναι τέτοιο ώστε να μπορεί θεμιτώς να υποτεθεί ότι η υποχρέωση εμπιστοσύνης και απορρήτου εξακολουθούσε να υφίσταται κατά την κατάθεση του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση (βλ. σκέψη 54 ανωτέρω).

73      Εντούτοις, ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι συμφωνίες εισαγωγής της 10ης Μαΐου 1983 και της 8ης Μαΐου 1987 δημιούργησαν σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ της προσφεύγουσας και της παρεμβαίνουσας (quod non, βλ. σκέψεις 74 έως 78 κατωτέρω), γίνεται δεκτό ότι οι μετασυμβατικές υποχρεώσεις εμπιστοσύνης και πίστης δεν ισχύουν επ’ αόριστον, αλλά μόνον για εύλογη μεταβατική περίοδο μετά τη λύση της συμφωνίας, κατά την οποία τα μέρη μπορούν να επαναπροσδιορίσουν τις εμπορικές στρατηγικές τους. Εν προκειμένω, οι συμφωνίες αυτές, των οποίων η ισχύς έληξε, συνήφθησαν, αντιστοίχως, δεκατρία και εννέα έτη πριν από την ημερομηνία κατάθεσης του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση. Επομένως, κάθε απορρέουσα από τις εν λόγω συμφωνίες μετασυμβατική σχέση μεταξύ των μερών είχε, ενδεχομένως, φθαρεί σταδιακά και στη συνέχεια αποσβεσθεί πριν από την κατάθεση του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση. Επομένως, η προϋπόθεση περί της οποίας γίνεται λόγος στη σκέψη 72 ανωτέρω δεν πληρούται εν προκειμένω.

74      Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται ότι οι συμφωνίες εισαγωγής της 10ης Μαΐου 1983 και της 8ης Μαΐου 1987 δεν περιέχουν καμία ένδειξη προς στήριξη των ισχυρισμών της προσφεύγουσας σχετικά με την ύπαρξη «έμμεσης» υποχρέωσης εμπιστοσύνης και πίστης της παρεμβαίνουσας έναντι της προσφεύγουσας. Αντιθέτως, από το περιεχόμενό τους προκύπτει ότι οι συμφωνίες αυτές συνήφθησαν μόνο μεταξύ της παρεμβαίνουσας (ή της Diversa, της δικαιοπαρόχου της) και της Agros.

75      Αφενός, όσον αφορά τη συμφωνία εισαγωγής της 10ης Μαΐου 1983, μολονότι περιείχε πράγματι διάταξη η οποία αναφέρεται στη Diversa ως «εισαγωγέα/αντιπρόσωπο» βότκας και ως «αντιπρόσωπο του παραγωγού που είναι δικαιούχος του σήματος» (άρθρο 6, έκτο εδάφιο), διαπιστώνεται ότι από κανένα στοιχείο της συμφωνίας αυτής δεν μπορεί να συναχθεί ότι ως δικαιούχος των σημάτων μπορούσε να θεωρηθεί τρίτος, ξένο προς τη σύμβαση και μη προσδιοριζόμενο μέρος (ήτοι η προσφεύγουσα ή οι δικαιοπάροχοί της) αντί του συμβαλλομένου μέρους Agros. Αντιθέτως, στην αμέσως επόμενη της αναφοράς αυτής διάταξη (άρθρο 6, έβδομο εδάφιο), διευκρινίζεται ότι «η Agros θα προστατεύει τα εμπορικά σήματά της ή/και τα δικαιώματά της παρουσίασης».

76      Αφετέρου, όσον αφορά τη συμφωνία εισαγωγής της 8ης Μαΐου 1987 και, ειδικότερα, τη χειρόγραφη προσθήκη «Polmos» στη μνεία «Agros/Polmos» σε σχέση με την κυριότητα των δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας στο άρθρο 7, πρώτο, τρίτο και έβδομο εδάφιο, της συμφωνίας αυτής, η ερμηνεία της προσφεύγουσας δεν μπορεί να ανατρέψει την ανάλυση του τμήματος προσφυγών.

77      Συναφώς επισημαίνεται ότι, παρά τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας ότι τον Ιανουάριο του 1987 «[τ]ο πολωνικό σήμα», το οποίο συνίστατο σε φιάλη με φύλλο χόρτου, εκχωρήθηκε από την Agros στην Polmos (βλ. χρονολόγιο που προσκόμισε η προσφεύγουσα, στο παράρτημα K20), οι μεταγενέστερες συμφωνίες μεταξύ της Agros και της παρεμβαίνουσας στις 29 Οκτωβρίου 1993 και στις 24 Μαΐου 1999 δεν κάνουν καμία αναφορά στην Polmos. Διαπιστώνεται, επομένως, ότι η απλή μνεία της Polmos στη συμφωνία εισαγωγής της 8ης Μαΐου 1987, στην οποία η Polmos δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος, με χειρόγραφη προσθήκη –της οποίας, επιπλέον, η ημερομηνία παραμένει αβέβαιη και η οποία δεν έχει υπογραφεί ούτε προσυπογραφεί από κανένα μέρος– δεν αρκεί, ούτε καν συμβάλλει στην απόδειξη σύμβασης ειδικού πληρεξουσίου ή αντιπροσώπου μεταξύ της προσφεύγουσας (ή, ακριβέστερα, της δικαιοπαρόχου της, Polmos) και της παρεμβαίνουσας (ή της δικαιοπαρόχου της, Diversa).

78      Επίσης, όπως επισήμανε και το EUIPO, υπενθυμίζεται ότι το σύνολο της επιχειρηματολογίας της προσφεύγουσας στηρίζεται στην υπόθεση ότι είναι δικαιούχος του τρισδιάστατου σήματος που έχει τη μορφή φιάλης με φύλλο χόρτου, το οποίο χρησιμοποιείται από κοινού με το λεκτικό σήμα Żubrówka παγκοσμίως και με το λεκτικό σήμα Grasovka στη Γερμανία. Εντούτοις, στο άρθρο 7, δεύτερο εδάφιο, της συμφωνίας εισαγωγής της 8ης Μαΐου 1987, διευκρινίζεται ρητώς ότι «[η] κυριότητα του λεκτικού και εικονιστικού σήματος GRASOVKA διέπεται από χωριστή συμφωνία μεταξύ της AGROS και της DIVERSA» και ότι «[η] εν λόγω συμφωνία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της παρούσας συμφωνίας». Κατά συνέπεια, ακόμη κι αν μπορεί να αποδειχθεί δύσκολος ο επακριβής προσδιορισμός των δικαιωμάτων ή των σημάτων στα οποία αναφέρεται η χειρόγραφη μνεία «Agros/Polmos» ή ο προσδιορισμός της βότκας της Polmos την οποία αφορά, είναι σαφές σε κάθε περίπτωση ότι η μνεία αυτή δεν μπορεί να αφορά τη βότκα που πωλείται υπό το σήμα Grasovka. Τούτο επιβεβαιώνεται από τη συμφωνία της 24ης Μαΐου 1999 [Κ11] μεταξύ της Agros και της παρεμβαίνουσας, της οποίας το άρθρο 12 ορίζει ρητώς ότι η ονομασία Grasovka είναι καταχωρισμένο σήμα του εισαγωγέα, δηλαδή της παρεμβαίνουσας.

79      Τρίτον, όσον αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία που είναι μεταγενέστερα της ημερομηνίας κατάθεσης του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση (1η Απριλίου 1996), ούτε αυτά περιέχουν ενδείξεις σχετικά με σύμβαση μεταξύ των μερών κατά την ημερομηνία της κατάθεσης αυτής, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, αλλά μάλλον συνηγορούν υπέρ του αντιθέτου.

80      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η ίδια η προσφεύγουσα ανέφερε, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι το 1999 απέκτησε τα δικαιώματα επί των προγενέστερων σημάτων που επικαλέστηκε και ότι, πριν από το 1999, η Agros και μια οντότητα της Polmos (Warszawa) αντιδικούσαν ενώπιον των δικαστηρίων της Βαρσοβίας (Πολωνία) όσον αφορά την καταχώριση και τη χρήση σημάτων που συνίσταντο σε φιάλη με φύλλο χόρτου (βλ. χρονολόγιο που προσκόμισε η προσφεύγουσα, στο παράρτημα Κ20). Χωρίς να χρειάζεται να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί της ουσίας αυτής της διεπόμενης από το εθνικό δίκαιο διαφοράς, αρκεί, για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, να επισημανθεί το γεγονός ότι, όπως αναγνωρίζει και η ίδια η προσφεύγουσα, η αντιδικία μεταξύ της Agros και μιας οντότητας της Polmos σχετικά με τα σήματα αυτά καταδεικνύει ότι η Agros και η Polmos ήταν δύο διακριτές εταιρίες, των οποίων τα εμπορικά συμφέροντα ήταν δυνατό να διαφέρουν σημαντικά ή ακόμη και να αντιτίθενται ευθέως. Κατά συνέπεια, δεν είναι καθόλου πιθανό η Agros να ενεργούσε ως ειδικός πληρεξούσιος ή ως έμμεσος ή de facto αντιπρόσωπος της προσφεύγουσας (ή της δικαιοπαρόχου της) έναντι της παρεμβαίνουσας (ή της δικαιοπαρόχου της).

81      Επιπλέον, όπως ορθώς διαπίστωσε το τμήμα προσφυγών, η μόνη συμφωνία μεταξύ της Agros και της Polmos που προσκόμισε η προσφεύγουσα, ήτοι η από 28 Αυγούστου 2001 [Κ17] συμφωνία εκχώρησης σήματος, είναι μεταγενέστερη της κατάθεσης του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και έχει διαφορετική νομική φύση από εκείνη μιας συμφωνίας διανομής, καθόσον δεν συνεπάγεται διαρκείς σχέσεις, ούτε γενική υποχρέωση εμπιστοσύνης και πίστης.

82      Τέταρτον, όσον αφορά τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία, όπως το από 30 Ιανουαρίου 2002 έγγραφο οχλήσεως και τα έγγραφα που προσκομίστηκαν προς απόδειξη του ότι η βότκα Żubrówka διατέθηκε στο εμπόριο στη Γερμανία με το σήμα Grasovka, μεταξύ των οποίων μια δήλωση ενός υπαλλήλου και ένα απόσπασμα της διαδικτυακής εγκυκλοπαίδειας Βικιπαίδεια, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα δεν διευκρινίζει σε τι συνίστανται συναφώς τα σφάλματα εκτιμήσεως στα οποία υπέπεσε το τμήμα προσφυγών.

83      Όσον αφορά το από 30 Ιανουαρίου 2002 έγγραφο οχλήσεως, το οποίο απέστειλε η Polmos στην παρεμβαίνουσα [K19‑19a], μολονότι αληθεύει ότι το έγγραφο αυτό κάνει λόγο για συμφωνίες εμπορίας σύμφωνα με τις οποίες η Agros ήταν «ο αποκλειστικός μεσάζων της Polmos για την εξαγωγή οινοπνευματωδών ποτών με βάση τη βότκα Żubrówka και Grasovka, διαπιστώνεται ότι το έγγραφο οχλήσεως είναι μεταγενέστερο κατά έξι σχεδόν έτη της κατάθεσης του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και ότι, περαιτέρω, μια απλή μονομερής επιστολή ουδόλως έχει την ίδια αποδεικτική αξία με μια σύμβαση μεταξύ των μερών, η οποία ελλείπει εν προκειμένω.

84      Επιπλέον, όσον αφορά την από 16 Φεβρουαρίου 2011 δήλωση ενός τεχνολογικού υπευθύνου για τη σήμανση ο οποίος εργαζόταν στην Polmos και στην προσφεύγουσα από το 1992, συνταχθείσα στην πολωνική και μεταφρασθείσα στην αγγλική γλώσσα, με την οποία βεβαίωνε, μεταξύ άλλων, ότι, από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, η Polmos ήταν παραγωγός της βότκας Żubrówka, κάθε φιάλη της οποίας, ανεξαρτήτως των τροποποιήσεων των ετικετών, περιείχε συστηματικά φύλλο χόρτου (σκέψεις 50 και 51 της πρώτης ακυρωτικής απόφασης), υπενθυμίζεται ότι, όταν μια δήλωση έχει συνταχθεί, κατά την έννοια του άρθρου 78, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρο 97, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κανονισμού 2017/1001), από ένα από τα στελέχη του ενδιαφερόμενου μέρους, έχει αποδεικτική αξία μόνον εφόσον επιβεβαιώνεται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία. Συγκεκριμένα, δήλωση συνταχθείσα προς το συμφέρον του συντάκτη της έχει περιορισμένη μόνον αποδεικτική αξία και χρήζει τεκμηριώσεως με πρόσθετα από δεικτικά στοιχεία, ακόμη και αν το γεγονός αυτό δεν επιτρέπει στα όργανα του EUIPO να κρίνουν κατ’ αρχήν ότι μια τέτοια δήλωση στερείται παντελώς αξιοπιστίας. Η αποδεικτική αξία που πρέπει να αποδοθεί σε μια τέτοια δήλωση, εξεταζόμενη μεμονωμένα ή σε συνδυασμό με άλλα αποδεικτικά στοιχεία, εξαρτάται ιδίως από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης [βλ. απόφαση της 22ας Ιουνίου 2022, Puma κατά EUIPO – V. Fraas (FRAAS), T‑329/21, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2022:379, σκέψεις 41 και 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]. Εν προκειμένω, η δήλωση αυτή, μεταγενέστερη κατά περίπου δεκαπέντε έτη από την ημερομηνία κατάθεσης του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, δεν περιέχει καμία ένδειξη ως προς την ύπαρξη σύμβασης μεταξύ της προσφεύγουσας (ή της δικαιοπαρόχου της, Polmos) και της παρεμβαίνουσας (ή της δικαιοπαρόχου της, Diversa) κατά την ημερομηνία αυτή. Το ίδιο ισχύει όσον αφορά το απόσπασμα της διαδικτυακής εγκυκλοπαίδειας Βικιπαίδεια, με ημερομηνία 9 Απριλίου 2009, το οποίο χρονολογείται δεκατρία έτη μετά την κατάθεση του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση.

85      Πέμπτον, όσον αφορά τη θεμελιώδη μεταρρύθμιση του πολιτικού και οικονομικού συστήματος στην Πολωνία κατά το χρονικό διάστημα από το 1970 έως το 1990, επισημαίνεται, όπως ανέφερε και το τμήμα προσφυγών στα σημεία 76 και 83 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η κατάσταση αυτή δεν ίσχυε πλέον το 1996, οπότε και κατατέθηκε το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και ότι, εν πάση περιπτώσει, το τμήμα προσφυγών όφειλε να περιοριστεί στα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα, διότι η ύπαρξη καταπιστευτικής συμβατικής σχέσης ειδικού πληρεξουσίου ή αντιπροσώπου δεν μπορούσε να αποδειχθεί με πιθανότητες ή εικασίες (βλ. σκέψη 53 ανωτέρω).

86      Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων συνάγεται ότι δεν αποδείχθηκε καμία άμεση, ούτε καν έμμεση ή de facto σύμβαση εμπορικής συνεργασίας μεταξύ της προσφεύγουσας (ή της δικαιοπαρόχου της) και της παρεμβαίνουσας (ή της δικαιοπαρόχου της), οπότε δεν αποδείχθηκε καμία υποχρέωση εμπιστοσύνης και πίστης βαρύνουσα την παρεμβαίνουσα (ή την δικαιοπάροχό της) έναντι της προσφεύγουσας (ή της δικαιοπαρόχου της).

87      Επομένως, το τμήμα προσφυγών δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως καταλήγοντας, κατ’ ουσίαν, στο συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα δεν κατόρθωσε να αποδείξει την ύπαρξη καταπιστευτικής συμβατικής σχέσης μεταξύ της ίδιας και της παρεμβαίνουσας, ούτε κατά τον χρόνο κατάθεσης του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση ούτε κατά το παρελθόν, ότι δεν ανταποκρίθηκε στο βάρος απόδειξης που έφερε προκειμένου να αποδείξει την ύπαρξη άμεσης σύμβασης ειδικού πληρεξουσίου ή αντιπροσώπου και ότι, επομένως, δεν είχε αποδείξει την πλήρωση μιας από τις σωρευτικές προϋποθέσεις του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94 όσον αφορά το προγενέστερο γαλλικό σήμα αριθ. 95588457 και τα προγενέστερα πολωνικά σήματα αριθ. 62081 και 85811.

88      Συναφώς, τονίζεται ότι το γεγονός ότι δεν πληρούται η δεύτερη προϋπόθεση σχετικά με την ύπαρξη σύμβασης ειδικού πληρεξουσίου ή αντιπροσώπου αρκούσε για την απόρριψη της ανακοπής βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94 όσον αφορά τα προγενέστερα σήματα που εξέτασε το τμήμα προσφυγών στο πλαίσιο του λόγου αυτού.

89      Επομένως, το τμήμα προσφυγών δεν παρέβη το άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94 και, ειδικότερα, δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή της διάταξης αυτής.

90      Από τα προεκτεθέντα, και δη από τη σκέψη 63 ανωτέρω, προκύπτει επίσης ότι το τμήμα προσφυγών προέβη σε ορθή εξέταση των πραγματικών περιστατικών και αιτιολόγησε πλήρως την εκτίμησή του, οπότε δεν υπέπεσε σε παράβαση ουσιώδους τύπου, ιδίως του άρθρου 95, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001 και του άρθρου 94, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού.

91      Επομένως, η δεύτερη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

92      Ως εκ τούτου, παρέλκει η εξέταση της επιχειρηματολογίας της παρεμβαίνουσας ότι, κατ’ ουσίαν και για διάφορους λόγους, κανένα από τα προγενέστερα δικαιώματα που φέρεται ότι επικαλέστηκε η προσφεύγουσα με το δικόγραφο της ανακοπής βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94 δεν προβλήθηκε ή τεκμηριώθηκε επαρκώς, οπότε η ανακοπή έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη και η προσφυγή ενώπιον του EUIPO έπρεπε να απορριφθεί εκ προοιμίου ως αβάσιμη.

 Επί της πρώτης αιτίασης, η οποία αφορά παράλειψη εξέτασης του μη καταχωρισμένου γερμανικού σήματος

93      Με την πρώτη αιτίαση, η προσφεύγουσα προσάπτει στο τμήμα προσφυγών ότι παρέλειψε να εξετάσει στο πλαίσιο του λόγου ανακοπής του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94 το μη καταχωρισμένο γερμανικό σήμα το οποίο έχει το σχήμα φιάλης με φύλλο χόρτου και ότι δεν αιτιολόγησε συναφώς την απόφασή του.

94      Το EUIPO και η παρεμβαίνουσα αντικρούουν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

95      Στο σημείο 46 της προσβαλλόμενης απόφασης, στο πλαίσιο της εκτίμησης του λόγου ανακοπής του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94, το τμήμα προσφυγών υπογράμμισε ότι η έννοια του «σήματος» κατά τη διάταξη αυτή καταλαμβάνει ακόμη και τα μη καταχωρισμένα σήματα. Εντούτοις, δεν αναφέρθηκε ρητώς σε κάποιο μη καταχωρισμένο γερμανικό σήμα.

96      Στο πλαίσιο της εκτίμησης του λόγου ανακοπής του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 40/94, το τμήμα προσφυγών επισήμανε, στα σημεία 101 και 105 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι, στο δικόγραφο της ανακοπής, η προσφεύγουσα είχε χαρακτηρίσει το γερμανικό σήμα το οποίο έχει το σχήμα φιάλης με φύλλο χόρτου (βλ. σκέψη 7, in fine, ανωτέρω) ως μη καταχωρισμένο σήμα κατά την έννοια του άρθρου αυτού και ότι είχε επίσης υποστηρίξει, με τους ισχυρισμούς της ανακοπής, ότι είχε μη καταχωρισμένα δικαιώματα σήματος για το ίδιο σήμα σε διάφορες άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Το τμήμα προσφυγών παρατήρησε ωστόσο ότι, ακόμη και αν αποδεικνυόταν ότι τα προσκομισθέντα έγγραφα εμφάνιζαν σημαντικό όγκο εμπορικών συναλλαγών βότκας στη Γερμανία και στην Πολωνία, εντούτοις κανένα στοιχείο δεν παρέπεμπε ειδικώς στο προγενέστερο μη καταχωρισμένο δικαίωμα, αλλά μόνο σε βότκα προσδιοριζόμενη με λεκτικά στοιχεία.

97      Πάντοτε στο πλαίσιο του ίδιου λόγου, το τμήμα προσφυγών, όπως και το τμήμα ανακοπών, παρατήρησε, στα σημεία 112 έως 115 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία ουδόλως αποδείκνυαν ότι το διεκδικούμενο μη καταχωρισμένο γερμανικό σήμα είχε πράγματι χρησιμοποιηθεί ως τέτοιο ή ότι το γερμανικό κοινό το αναγνώριζε ως σαφή ένδειξη της εμπορικής προέλευσης των προϊόντων. Ως εκ τούτου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ανακόπτουσα δεν είχε αποδείξει την πραγματική χρήση του εν λόγω μη καταχωρισμένου σήματος, πολλώ δε μάλλον τη χρήση του σήματος αυτού, του οποίου η ισχύς δεν ήταν μόνον τοπική, στις συναλλαγές στη Γερμανία, πριν από την κατάθεση του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση. Το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι το ίδιο ίσχυε για τα φερόμενα μη καταχωρισμένα δικαιώματα σήματος στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ως προς τα οποία δεν είχε αποδειχθεί η πραγματική χρήση του διεκδικούμενου μη καταχωρισμένου σήματος ούτε είχε γίνει μνεία του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου. Δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις που τάσσει το άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 40/94 δεν πληρούνταν για κανένα από τα διεκδικούμενα μη καταχωρισμένα δικαιώματα σήματος, το τμήμα προσφυγών απέρριψε την ανακοπή και για τον λόγο αυτό.

98      Συναφώς, επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι η προσφεύγουσα δεν εξηγεί τους λόγους για τους οποίους η προβαλλόμενη παράλειψη του τμήματος προσφυγών ασκεί επιρροή στην εξέταση της ύπαρξης σύμβασης ειδικού πληρεξουσίου ή αντιπροσώπου. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα ούτε ισχυρίστηκε ούτε απέδειξε ότι το νομικό και πραγματικό πλαίσιο που εφαρμόζεται στο προβαλλόμενο προγενέστερο δικαίωμα είναι διαφορετικό από εκείνο στο οποίο εντάσσονται τα λοιπά προγενέστερα δικαιώματα που εξετάστηκαν στο πλαίσιο της δεύτερης αιτίασης του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, με αποτέλεσμα η έκβαση της διαφοράς όσον αφορά το δικαίωμα αυτό να μην μπορεί να είναι διαφορετική. Η υπό κρίση αιτίαση είναι, ως εκ τούτου, αλυσιτελής.

99      Εν πάση περιπτώσει, η εν λόγω αιτίαση είναι επίσης αβάσιμη.

100    Όπως τόνισαν το τμήμα προσφυγών και η προσφεύγουσα, η έννοια του «σήματος» κατά το άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94 καταλαμβάνει βεβαίως και τα μη καταχωρισμένα σήματα, στο μέτρο που το δίκαιο της χώρας προέλευσης αναγνωρίζει δικαιώματα αυτού του είδους (βλ. σκέψη 42 ανωτέρω). Επιπλέον, κατά την προσφεύγουσα, η προστασία των μη καταχωρισμένων στη Γερμανία σημάτων απορρέει από τη χρήση ενός σημείου στις συναλλαγές εφόσον η χρήση αυτή έχει οδηγήσει στην αναγνώριση του σημείου ως σήματος από τους ενδιαφερόμενους συναλλασσόμενους κύκλους [άρθρο 4, παράγραφος 2, του Gesetz über den Schutz von Marken und sonstigen Kennzeichen (Markengesetz) (νόμου περί προστασίας των σημάτων και άλλων διακριτικών σημείων), της 25ης Οκτωβρίου 1994 (BGBl. 1994 I, σ. 3082), που επισυνάπτεται στο δικόγραφο της προσφυγής ως παράρτημα Κ21].

101    Διαπιστώνεται, ωστόσο, ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί τις εκτιμήσεις που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 112 έως 115 της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. σκέψη 97 ανωτέρω), στις οποίες κατέληξε το τμήμα προσφυγών υπό το πρίσμα του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 40/94, οι οποίες έχουν καταστεί οριστικές (βλ. σκέψη 27 ανωτέρω).

102    Κατά τα λοιπά, κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν θέτει εν αμφιβόλω τις εκτιμήσεις αυτές, στο μέτρο που δεν αποδείχθηκε η πλήρωση των προϋποθέσεων που ορίζει το γερμανικό δίκαιο για την προστασία του μη καταχωρισμένου σήματος που επικαλείται η προσφεύγουσα, οπότε δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη του σήματος αυτού.

103    Οι ανωτέρω εκτιμήσεις, οι οποίες ούτε αμφισβητούνται ούτε τίθενται εν αμφιβόλω, συνεπάγονται κατ’ ανάγκη την απόρριψη της ανακοπής τόσο βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94 όσο και βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού όσον αφορά το επικαλούμενο μη καταχωρισμένο γερμανικό σήμα.

104    Επομένως, το τμήμα προσφυγών δεν παρέβη συναφώς το άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94.

105    Επιπλέον, μολονότι είναι βεβαίως αληθές ότι, στο πλαίσιο της εξέτασης του λόγου ανακοπής του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94, το τμήμα προσφυγών θα έπρεπε να είχε αναφερθεί ρητώς στις εκτιμήσεις του σχετικά με την ανυπαρξία του μη καταχωρισμένου γερμανικού σήματος που επικαλείται η προσφεύγουσα, όπως αυτές εκτίθενται στα σημεία 112 έως 115 της προσβαλλόμενης απόφασης υπό το πρίσμα του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού, εντούτοις αυτή η από συντακτικής άποψης παράλειψη ουδόλως επηρεάζει τη νομιμότητα της εν λόγω απόφασης και την έκβαση της υπό κρίση διαφοράς, καθόσον αποδεικνύεται, χωρίς να αμφισβητείται από την προσφεύγουσα, ότι η ύπαρξη του μη καταχωρισμένου γερμανικού σήματος που επικαλείται η προσφεύγουσα δεν τεκμηριώθηκε και ότι η μη τεκμηριωμένη επίκληση δικαιώματος δεν θεμελιώνει ανακοπή δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού.

106    Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να προσαφθεί στο τμήμα προσφυγών ότι παρέλειψε να εξετάσει τον λόγο ανακοπής του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94 όσον αφορά το μη καταχωρισμένο γερμανικό σήμα το οποίο έχει σχήμα φιάλης με φύλλο χόρτου.

107    Εξάλλου, η αιτιολογία την οποία ρητώς εξέθεσε το τμήμα προσφυγών στα σημεία 112 έως 115 της προσβαλλόμενης απόφασης σχετικά με την ανυπαρξία του μη καταχωρισμένου γερμανικού σήματος που επικαλείται η προσφεύγουσα της παρέσχε τη δυνατότητα να λάβει γνώση του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης προκειμένου να μπορέσει να υπερασπιστεί τα δικαιώματά της. Επιπλέον, το τμήμα προσφυγών εξέτασε δεόντως τα πραγματικά περιστατικά που προέβαλε συναφώς η προσφεύγουσα.

108    Επομένως, το τμήμα προσφυγών εξέτασε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά και αιτιολόγησε επαρκώς την εκτίμησή του, οπότε δεν υπέπεσε σε παράβαση ουσιώδους τύπου, ιδίως του άρθρου 95, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001 και του άρθρου 94, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού.

109    Η πρώτη αιτίαση πρέπει, επομένως, να απορριφθεί.

 Επί της τρίτης αιτίασης, η οποία αφορά εσφαλμένη εκτίμηση της έκτασης των δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας που καλύπτονται από τις συμφωνίες εισαγωγής

110    Με την τρίτη αιτίαση, η προσφεύγουσα προσάπτει στο τμήμα προσφυγών ότι προέβη σε εσφαλμένη εξέταση των πραγματικών περιστατικών όσον αφορά την έκταση των δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας που καλύπτονται από τη σχέση ειδικού πληρεξουσίου ή αντιπροσώπου μεταξύ των διαδίκων, ειδικότερα τα δικαιώματα επί του τρισδιάστατου σήματος που έχει το σχήμα φιάλης με φύλλο χόρτου, και ότι δεν αιτιολόγησε το συμπέρασμά του ότι το γράμμα των συμφωνιών εισαγωγής (βλ. σκέψη 31 ανωτέρω) δεν αναφερόταν στο επίμαχο σήμα. Ειδικότερα, το τμήμα προσφυγών δεν έλαβε υπόψη το γράμμα του άρθρου 7, πρώτο εδάφιο, της συμφωνίας εισαγωγής της 8ης Μαΐου 1987 [Κ8‑K8a], κατά το οποίο η χρήση του όρου «συμπεριλαμβανομένου» πρέπει να νοηθεί ως ενδεικτική αναφορά στο πλαίσιο ενός μη εξαντλητικού καταλόγου.

111    Το EUIPO και η παρεμβαίνουσα αντικρούουν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

112    Στα σημεία 87 έως 91 της προσβαλλόμενης απόφασης, το τμήμα προσφυγών επισήμανε, «χάριν πληρότητας», ότι προέβη σε ενδελεχή εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι καμία από τις προσκομισθείσες συμβάσεις δεν παρέπεμπε ρητώς στα επίμαχα προγενέστερα σήματα, ήτοι στα προγενέστερα πολωνικά σήματα αριθ. 62081 και 85811 και στο προγενέστερο γαλλικό σήμα 95588457. Επισήμανε ότι η πρώτη συμφωνία [Κ4], η οποία κάλυπτε την περίοδο από το 1975 έως το 1979, αποτελούσε «συμφωνία εισαγωγής» (με την Diversa ως εισαγωγέα) για τα σήματα βότκας Wyborowa, Krakus και Żubrówka και όριζε ότι «η Agros [θα προστάτευε] τα εμπορικά σήματά της ή/και τα δικαιώματά της παρουσίασης», χωρίς όμως να προσδιορίζει τα εν λόγω σήματα και δικαιώματα. Οι μετέπειτα συμφωνίες εισαγωγής της 10ης Μαΐου 1983, της 8ης Μαΐου 1987 και της 29ης Οκτωβρίου 1993 [Κ5 έως Κ11], τις οποίες συνήψαν η Diversa ή η παρεμβαίνουσα, δεν ανέφεραν πλέον το σήμα Żubrówka, αλλά διαφορετικά σήματα βότκας, όπως τα Wyborowa και Grasovka, και, στη συνέχεια, από το 1987, «άλλα στοιχεία βιομηχανικής ιδιοκτησίας, μεταξύ των οποίων ετικέτες, εμβλήματα και στοιχεία συσκευασίας που σχετίζονταν με τις βότκες αυτές», χωρίς να προσδιορίζονται ούτε στην περίπτωση αυτή τα «άλλα στοιχεία βιομηχανικής ιδιοκτησίας». Το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι ήταν δύσκολο να καθοριστεί αν η διατύπωση αυτή συνδεόταν με τα σήματα της προσφεύγουσας και ότι, εν πάση περιπτώσει, οι όροι «σχέδια ή υποδείγματα, εμβλήματα, ετικέτες και συσκευασίες», ως εκ του γραμματικού νοήματός τους, αναφέρονταν όλοι στα εξωτερικά στοιχεία ενός προϊόντος και όχι στην τοποθέτηση φύλλου χόρτου μέσα σε φιάλη, οπότε η απλή αυτή διατύπωση δεν καταλάμβανε το επίμαχο σήμα. Υπογράμμισε ότι οι συμφωνίες τις οποίες προσκόμισε η προσφεύγουσα θα έπρεπε να περιέχουν ρητή αναφορά στις καταχωρίσεις των προαναφερθέντων πολωνικών και γαλλικών σημάτων ή, έστω, στην αναπαράσταση των σημάτων αυτών (βλ. σκέψη 7 ανωτέρω), πλην όμως κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε εν προκειμένω.

113    Συναφώς, επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι η υπό κρίση αιτίαση βάλλει κατά επάλληλης εκτίμησης στην οποία προέβη το τμήμα προσφυγών «χάριν πληρότητας». Κατά συνέπεια, η αιτίαση με την οποία αμφισβητείται η εκτίμηση αυτή δεν είναι ικανή να επηρεάσει το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης και πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής [πρβλ. αποφάσεις της 30ής Απριλίου 2013, Boehringer Ingelheim International κατά ΓΕΕΑ (RELY-ABLE), T‑640/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:225, σκέψεις 27 και 28, και της 7ης Σεπτεμβρίου 2022, Peace United κατά EUIPO — 1906 Collins (MY BOYFRIEND IS OUT OF TOWN), T‑699/21, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2022:528, σκέψεις 46 και 47].

114    Επιπλέον, η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί και ως αλυσιτελής, στο μέτρο που η απόρριψη της δεύτερης αιτίασης του πρώτου λόγου ακυρώσεως αρκεί για την απόρριψη της ανακοπής βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94 όσον αφορά τα προγενέστερα σήματα που εξέτασε το τμήμα προσφυγών στο πλαίσιο του λόγου αυτού (βλ. σκέψη 88 ανωτέρω).

115    Εν πάση περιπτώσει, η υπό κρίση αιτίαση είναι και αβάσιμη, διότι στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της προσβαλλόμενης απόφασης.

116    Είναι μεν ακριβές ότι το τμήμα προσφυγών ανέφερε ότι θα ήταν ευκταία η αναφορά σε καταχωρίσεις σημάτων, πλην όμως δεν περιορίστηκε στο να καταδείξει ότι οι προσκομισθείσες συμφωνίες δεν περιείχαν ρητή και ειδική αναφορά στα σήματα. Επισημαίνεται ότι στις σκέψεις 87 έως 91 της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. σκέψη 112 ανωτέρω), το τμήμα προσφυγών στήριξε επίσης τα συμπεράσματά του σε ενδελεχή αξιολόγηση του συνόλου των συμφωνιών που προσκομίστηκαν, εξηγώντας γιατί τα αντίστοιχα «εμπορικά σήματα, δικαιώματα ή στοιχεία δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας» δεν είχαν προσδιοριστεί και γιατί δεν μπορούσε από τη διατύπωση των εν λόγω συμφωνιών να διαπιστωθεί με σαφήνεια σε τι αναφέρονταν.

117    Κατά τα λοιπά, η ίδια η προσφεύγουσα εκθέτει ότι, προκειμένου να τύχουν προστασίας, τα «συμφέροντα» των δικαιούχων σημάτων πρέπει να είναι επαρκώς προσδιορίσιμα, έστω με γενική αναφορά, για τα ενδιαφερόμενα μέρη. Δεν συμβαίνει όμως κάτι τέτοιο στην προκειμένη περίπτωση.

118    Εξάλλου, μικρή σημασία έχει να αποσαφηνιστεί αν ο όρος «indem», στο αρχικό γερμανικό κείμενο του άρθρου 7, εδάφιο 1, της συμφωνίας εισαγωγής της 8ης Μαΐου 1987, σημαίνει «μεταξύ των οποίων», όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, αντί «που αντιστοιχούν σε» ή «ήτοι», όπως ισχυρίζεται η παρεμβαίνουσα, και, ως εκ τούτου, αν ο κατάλογος με τα «άλλα στοιχεία βιομηχανικής ιδιοκτησίας, μεταξύ των οποίων[/ήτοι] ετικέτες, εμβλήματα και στοιχεία συσκευασίας που σχετίζονταν με τις βότκες αυτές» είναι ενδεικτικός, και επομένως όχι εξαντλητικός, ή αποκλειστικός.

119    Εν πάση περιπτώσει, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι κανένα σήμα που έχει το σχήμα φιάλης με φύλλο χόρτου δεν είναι σαφώς προσδιορίσιμο με βάση τη διατύπωση της ρήτρας αυτής. Όπως ορθώς παρατήρησε το τμήμα προσφυγών στη σκέψη 90 της προσβαλλόμενης απόφασης, οι όροι «ετικέτες, εμβλήματα και στοιχεία συσκευασίας», ως εκ του γραμματικού τους νοήματος, αναφέρονται όλοι στα εξωτερικά στοιχεία ενός προϊόντος και όχι στην τοποθέτηση φύλλου χόρτου μέσα σε φιάλη, οπότε η διατύπωση αυτή δεν μπορεί να καταλαμβάνει ένα τέτοιο σήμα.

120    Επομένως, ορθώς το τμήμα προσφυγών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι καμία από τις προσκομισθείσες συμβάσεις δεν αναφερόταν ρητώς σε προγενέστερα σήματα που έχουν το σχήμα φιάλης με φύλλο χόρτου, ιδίως στα προγενέστερα πολωνικά σήματα αριθ. 62081 και αριθ. 85811 και στο προγενέστερο γαλλικό σήμα αριθ. 95588457.

121    Ως εκ τούτου, το τμήμα προσφυγών δεν παρέβη το άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94 και, ειδικότερα, δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή της διάταξης αυτής.

122    Εκ των ανωτέρω, και δη από τα σημεία 87 έως 91 της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. σκέψεις 112 και 116 ανωτέρω), προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών προέβη σε ορθή εξέταση των πραγματικών περιστατικών και αιτιολόγησε την εκτίμησή του, σύμφωνα με το άρθρο 95, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001 και το άρθρο 94, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού.

123    Η τρίτη αιτίαση πρέπει, κατά συνέπεια, να απορριφθεί.

124    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων συνάγεται ότι το τμήμα προσφυγών δεν παρέβη ουσιώδη τύπο, και δη το άρθρο 95, παράγραφος 1, και το άρθρο 94, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94.

125    Επομένως, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94

126    Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στο τμήμα προσφυγών ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία των προϋποθέσεων της σχέσης ειδικού πληρεξουσίου ή αντιπροσώπου που προβλέπονται στο άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94, περιορίζοντας την εφαρμογή του άρθρου αυτού μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα προγενέστερα δικαιώματα προσδιορίζονται ρητώς και ειδικώς σε γραπτή σύμβαση που συστήνει τη σχέση αυτή. Κατ’ αυτήν, το τμήμα προσφυγών απαίτησε μη ενδεδειγμένο βαθμό απόδειξης, ενώ η συγκεκριμένη διάταξη έπρεπε να ερμηνευθεί διασταλτικώς, υπό την έννοια ότι καταλαμβάνει όλα τα είδη σχέσεων, ανεξαρτήτως του ζητήματος αν επιβλήθηκε ρητώς ή σιωπηρώς γενική υποχρέωση εμπιστοσύνης και πίστης όσον αφορά τα συμφέροντα του δικαιούχου του σήματος και ότι καταλαμβάνει όλα τα είδη «συμφερόντων» του δικαιούχου αυτού που αφορούν τη σχέση μεταξύ των διαδίκων. Επομένως, η γενική υποχρέωση εμπιστοσύνης και πίστης δεν έπρεπε να περιοριστεί από την απαίτηση ρητής εξειδίκευσης όλων των καλυπτόμενων στοιχείων.

127    Το EUIPO και η παρεμβαίνουσα αντικρούουν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

128    Υπενθυμίζεται εκ προοιμίου ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που περιλήφθηκαν στη δικογραφία δεν αποδεικνύουν ότι η προσφεύγουσα (ή οι δικαιοπάροχοί της) είχε ποτέ άμεση σύμβαση με την παρεμβαίνουσα (ή τη δικαιοπάροχό της) (βλ. σκέψεις 63 έως 92 ανωτέρω). Επομένως, ελλείψει οποιασδήποτε απόδειξης περί της ύπαρξης άμεσης (ρητής ή σιωπηρής, γραπτής ή προφορικής) συμφωνίας μεταξύ της προσφεύγουσας και της παρεμβαίνουσας, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η παρεμβαίνουσα, δεν υφίσταται κανένα έρεισμα βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94 για την επιβολή γενικής υποχρέωσης εμπιστοσύνης και πίστης μεταξύ τους, υπό τις ιδιότητες του «παραγωγού» και του «εισαγωγέα», στο πλαίσιο της οποίας θα μπορούσε να τεθεί το ζήτημα του ρητού ή σιωπηρού χαρακτήρα του καθορισμού των καλυπτόμενων στοιχείων. Ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως είναι επομένως αλυσιτελής.

129    Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται, όπως παρατήρησε και η παρεμβαίνουσα, ότι ο λόγος αυτός στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της προσβαλλόμενης απόφασης και δεν έχει έρεισμα στα πραγματικά περιστατικά.

130    Πράγματι, το τμήμα προσφυγών ουδόλως έκρινε ότι η εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94 απαιτούσε η σύμβαση μεταξύ του δικαιούχου και του ειδικού πληρεξουσίου να μνημονεύει ρητώς και ειδικώς όλα τα σήματα τα οποία αφορά η εμπορική τους σχέση, κρίση η οποία, εξάλλου, θα διέτρεχε τον κίνδυνο να απορριφθεί από το Γενικό Δικαστήριο.

131    Επιπλέον, είναι βεβαίως ακριβές ότι κάθε συμβατική σχέση μεταξύ δύο μερών η οποία αφορά τη διανομή προϊόντων μπορεί, κατ’ αρχήν, να αρκεί για την εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94, πλην όμως τα μέρη πρέπει να γνωρίζουν σαφώς και επακριβώς ποια είναι τα σήματα για τα οποία ο δικαιούχος ισχυρίζεται ότι απολαύει προστασίας. Μολονότι το ζήτημα αυτό είναι συνήθως σαφές στην περίπτωση λεκτικών και εικονιστικών σημάτων που χρησιμοποιούνται για το διανεμόμενο προϊόν, είναι λιγότερο σαφές για άλλα είδη μη παραδοσιακών σημάτων, όπως είναι τα τρισδιάστατα σήματα ή τα σήματα θέσης, όπως αυτά που επικαλείται η προσφεύγουσα. Προκειμένου τέτοια μη παραδοσιακά σήματα να καλύπτονται από τη συμβατική σχέση, ο δικαιούχος θα πρέπει να επισημαίνει σαφώς και επακριβώς στον ειδικό πληρεξούσιο ότι διεκδικεί και έχει δικαιώματα επί των σημάτων αυτών, ώστε τα δικαιώματα αυτά να είναι γνωστά στον ειδικό πληρεξούσιο. Ο πλέον κατάλληλος τρόπος για να διασφαλιστεί κάτι τέτοιο είναι η ειδική μνεία σε γραπτή συμφωνία.

132    Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν αποδεικνύει ότι η προσφεύγουσα (ή ένας από τους δικαιοπαρόχους της) ενημέρωσε την παρεμβαίνουσα σχετικά με την ειδική προστασία που διεκδικούσε για ένα τρισδιάστατο σήμα που απεικόνιζε φιάλη με φύλλο χόρτου ή για ένα σήμα θέσης συνιστάμενο σε φύλλο χόρτου μέσα σε φιάλη, όπως το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση.

133    Επομένως, ακόμη και αν πρόθεση του τμήματος προσφυγών ήταν να διαπιστώσει ότι οι συμφωνίες που συνέστησαν τη συμβατική σχέση δεν περιείχαν σαφή μνεία ή αναφορά στα σήματα για τα οποία ο δικαιούχος διεκδικούσε δικαιώματα, η διαπίστωση αυτή θα ήταν ορθή εν προκειμένω, δεδομένου ότι δεν προκύπτει από τη δικογραφία ότι η προσφεύγουσα (ή οι δικαιοπάροχοί της) διεκδικούσε σαφώς και επακριβώς δικαιώματα επί ενός σήματος που απεικόνιζε φιάλη με φύλλο χόρτου στο πλαίσιο συμβατικής σχέσης με την παρεμβαίνουσα (ή την δικαιοπάροχό της), ενώ τούτο θα έπρεπε να είχε γίνει όσον αφορά ένα τέτοιο μη παραδοσιακό σήμα.

134    Επομένως, το τμήμα προσφυγών δεν παρέβη συναφώς το άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94.

135    Ως εκ τούτου, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής και, εν πάση περιπτώσει, αβάσιμος.

136    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, η υπό κρίση προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

137    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

138    Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με τα αιτήματα του EUIPO και της παρεμβαίνουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η CEDC International sp. z o.o. φέρει τα δικαστικά έξοδα.

Costeira

Kancheva

Öberg

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 28 Ιουνίου 2023.

(υπογραφές)


Περιεχόμενα



*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.