Language of document : ECLI:EU:T:2015:376

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 12ης Ιουνίου 2015 (*)

«Προστασία των καταναλωτών – Ισχυρισμοί υγείας που διατυπώνονται για τα τρόφιμα – Κανονισμός (EE) 432/2012 – Προσφυγή ακυρώσεως – Κανονιστική πράξη η οποία δεν συνεπάγεται εκτελεστικά μέτρα – Πράξη που επηρεάζει άμεσα τον ενδιαφερόμενο – Παραδεκτό – Κανονισμός (EK) 1924/2006 – Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας – Μητρώο ισχυρισμών υγείας»

Στην υπόθεση T‑334/12,

Plantavis GmbH, με έδρα το Βερολίνο (Γερμανία),

NEM, Verband mittelständischer europäischer Hersteller und Distributoren von Nahrungsergänzungsmitteln & Gesundheitsprodukten eV, με έδρα το Laudert (Γερμανία),

εκπροσωπούμενοι από τον T. Büttner, δικηγόρο,

προσφεύγοντες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τις L. Pignataro‑Nolin και S. Grünheid,

και

Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA), εκπροσωπούμενης από τον D. Detken, επικουρούμενο από τον R. Van der Hout και την A. Köhler, δικηγόρους,

καθών,

υποστηριζόμενων από

το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από τους J. Rodrigues και P. Schonard,

παρεμβαίνον υπέρ της Επιτροπής,

και από

το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τις M. Simm και I. Šulce,

παρεμβαίνον υπέρ της Επιτροπής και της EFSA,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως, αφενός, του κανονισμού (EK) 1924/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τους ισχυρισμούς επί θεμάτων διατροφής και υγείας που διατυπώνονται για τα τρόφιμα (EE L 404, σ. 9), και, αφετέρου, του κανονισμού (EE) 432/2012 της Επιτροπής, της 16ης Μαΐου 2012, σχετικά με τη θέσπιση καταλόγου επιτρεπόμενων ισχυρισμών υγείας που διατυπώνονται για τα τρόφιμα, εξαιρουμένων όσων αφορούν τη μείωση του κινδύνου εκδήλωσης ασθένειας και την ανάπτυξη και υγεία των παιδιών (EE L 136, σ. 1), καθώς και του μητρώου ισχυρισμών επί θεμάτων διατροφής και υγείας που διατυπώνονται για τα τρόφιμα, το οποίο έχει δημοσιευθεί στον δικτυακό τόπο της Επιτροπής,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Kancheva (εισηγήτρια), προεδρεύουσα, C. Wetter και E. Bieliūnas, δικαστές,

γραμματέας: J. Weychert, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 23ης Οκτωβρίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Οι προσφεύγοντες, Plantavis GmbH και NEM, Verband mittelständischer europäischer Hersteller und Distributoren von Nahrungsergänzungsmitteln & Gesundheitsprodukten eV, εδρεύουν στη Γερμανία, με την πρώτη εξ αυτών να αποτελεί επιχείρηση η οποία παράγει και εμπορεύεται συμπληρώματα διατροφής και διαιτητικά τρόφιμα στην ευρωπαϊκή αγορά και τον δεύτερο να αποτελεί επαγγελματικό σύνδεσμο ο οποίος εκπροσωπεί τα συμφέροντα επιχειρήσεων που ασκούν αυτό το είδος δραστηριότητας. Οι εν λόγω επιχειρήσεις χρησιμοποιούν καθημερινά ισχυρισμούς υγείας στην επισήμανση και κατά τη διαφήμιση των προϊόντων τους.

2        Κατόπιν της εκδόσεως του κανονισμού (EK) 1924/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τους ισχυρισμούς επί θεμάτων διατροφής και υγείας που διατυπώνονται για τα τρόφιμα (EE L 404, σ. 9), οι προσφεύγοντες υπέβαλαν ισχυρισμούς υγείας στις αρχές του κράτους μέλους τους για τους σκοπούς της κατά το άρθρο 13, παράγραφοι 1 έως 3, του ως άνω κανονισμού διαδικασίας εγκρίσεως. Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εν συνεχεία έλαβε συνολικά περίπου 44 000 ισχυρισμούς υγείας από τα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού. Στο πλαίσιο αυτό, καταρτίσθηκε ενοποιημένος κατάλογος, ο οποίος θα συμπεριελάμβανε όλους τους ισχυρισμούς υγείας τους οποίους είχαν διαβιβάσει τα κράτη μέλη με αποφυγή των διπλών εγγραφών και των επαναλήψεων, καθώς και σύστημα κωδικοποιήσεως προκειμένου να εξασφαλισθεί, σύμφωνα με την Επιτροπή, συνοχή όσον αφορά την επεξεργασία των εθνικών καταλόγων και η ταυτοποίηση των εν λόγω ισχυρισμών με χρήση αριθμών αναγνώρισης.

3        Στις 24 Ιουλίου 2008, η Επιτροπή διαβίβασε επισήμως στην Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA) αίτηση επιστημονικής γνωμοδοτήσεως σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 3, του κανονισμού 1924/2006. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή διαβίβασε στην EFSA το πρώτο μέρος του ενοποιημένου καταλόγου. Τα λοιπά μέρη του καταλόγου αυτού διαβιβάσθηκαν τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 2008 κατόπιν διαβουλεύσεως με τα κράτη μέλη και εν συνεχεία μέσω προσθήκης τον Μάρτιο του 2010, αυξάνοντας σε 4 637 τον τελικό αριθμό των προς εξέταση ισχυρισμών υγείας.

4        Μεταξύ Οκτωβρίου 2009 και Ιουλίου 2011, η EFSA διεξήγαγε την επιστημονική αξιολόγηση των διαβιβασθέντων από την Επιτροπή ισχυρισμών υγείας.

5        Στις 16 Μαΐου 2012, δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 3, του κανονισμού 1924/2006, η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΕ) 432/2012, σχετικά με τη θέσπιση καταλόγου επιτρεπόμενων ισχυρισμών υγείας που διατυπώνονται για τα τρόφιμα, εξαιρουμένων όσων αφορούν τη μείωση του κινδύνου εκδήλωσης ασθένειας και την ανάπτυξη και υγεία των παιδιών (EE L 136, σ. 1). Με τον κανονισμό αυτό, ενέκρινε ένα μερικό κατάλογο 222 ισχυρισμών υγείας, ο οποίος αντιστοιχούσε σε 497 καταχωρίσεις του ενοποιημένου καταλόγου, ως προς τις οποίες η EFSA είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, κατ’ ουσίαν, βάσει των υποβληθέντων στοιχείων, αποδεικνυόταν σχέση αιτίου-αιτιατού μεταξύ μιας κατηγορίας τροφίμων, ενός τροφίμου ή ενός συστατικού και του προβαλλόμενου αποτελέσματος (στο εξής: κατάλογος των επιτρεπόμενων ισχυρισμών). Οι εν λόγω ισχυρισμοί, καθώς και άλλοι ισχυρισμοί οι οποίοι είχαν απορριφθεί, εγγράφηκαν και στο μητρώο της Ένωσης για ισχυρισμούς επί θεμάτων διατροφής και υγείας που διατυπώνονται για τα τρόφιμα, το οποίο κατήρτισε η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 20, παράγραφος 2, στοιχεία γ΄ και δ΄, του κανονισμού 1924/2006. Εξάλλου, η Επιτροπή όρισε ότι ο κανονισμός 432/2012 θα είχε εφαρμογή έξι μήνες μετά την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του, δηλαδή από τις 14 Δεκεμβρίου 2012, προκειμένου να μπορέσουν οι υπεύθυνοι των επιχειρήσεων τροφίμων που χρησιμοποιούν μη επιτρεπόμενους ισχυρισμούς να προσαρμοσθούν στις διατάξεις του και ιδίως στην απαγόρευση διαθέσεως στο εμπόριο την οποία προβλέπει το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 1924/2006.

6        Την ίδια ημέρα, η Επιτροπή κατήρτισε κατάλογο με περισσότερους από 2 000 ισχυρισμούς ως προς τους οποίους η EFSA δεν είχε ολοκληρώσει την αξιολόγησή της ή ως προς τους οποίους η Επιτροπή δεν είχε ακόμη ολοκληρώσει την εξέτασή της και δημοσίευσε τον κατάλογο αυτό στον δικτυακό της τόπο. Κατά την Επιτροπή, οι ως άνω ισχυρισμοί υγείας, οι οποίοι αναφέρονταν ιδίως σε επιδράσεις φυτών ή φυτικών ουσιών, κοινώς γνωστών ως «βοτανικών ουσιών», παρέμεναν υπό εκκρεμότητα και μπορούσαν έτσι να εξακολουθήσουν να χρησιμοποιούνται σύμφωνα με το μεταβατικό καθεστώς του άρθρου 28, παράγραφοι 5 και 6, του κανονισμού 1924/2006.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

7        Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 25 Ιουλίου 2012, οι προσφεύγοντες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

8        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 25 Οκτωβρίου 2012, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ζήτησε να παρέμβει υπέρ της Επιτροπής και της EFSA.

9        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 16 Νοεμβρίου 2012, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζήτησε να παρέμβει υπέρ της Επιτροπής.

10      Με διάταξη της 15ης Ιανουαρίου 2013, ο πρόεδρος του πρώτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου δέχθηκε τις παρεμβάσεις αυτές.

11      Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο όγδοο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε, κατά συνέπεια, η υπό κρίση υπόθεση.

12      Λόγω κωλύματος του προέδρου του ογδόου τμήματος, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου όρισε, σύμφωνα με τη σειρά που προβλέπεται στο άρθρο 6 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ένα δικαστή σε αντικατάσταση του κωλυόμενου προέδρου τμήματος και, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 32, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, έναν ακόμη δικαστή για να συμπληρωθεί η σύνθεση του τμήματος.

13      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των προβλεπόμενων στο άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, αφενός, κάλεσε τους προσφεύγοντες, πρώτον, να προσκομίσουν ενώπιόν του τον κατάλογο των ισχυρισμών υγείας που τους αφορούσαν και να αναφέρουν συγκεκριμένα την κατάσταση υπό την οποία τελούσαν οι εν λόγω ισχυρισμοί, δηλαδή αν είχαν γίνει δεκτοί, αν είχαν απορριφθεί ή αν οι σχετικές αποφάσεις εκκρεμούσαν κατόπιν της εκδόσεως του κανονισμού 432/2012, δεύτερον, να υποδείξουν συγκεκριμένα τις πράξεις κατά των οποίων έβαλλε η προσφυγή τους καθώς και τις διατάξεις των εν λόγω πράξεων που αποτελούσαν αντικείμενο του ακυρωτικού τους αιτήματος και, τρίτον, να προσδιορίσουν το κύριο και το επικουρικό αίτημα της προσφυγής τους. Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε τους διαδίκους να δηλώσουν αν ο κανονισμός 432/2012 συνιστούσε, κατά την άποψή τους, κανονιστική πράξη που αφορούσε άμεσα τους προσφεύγοντες και δεν συνεπαγόταν εκτελεστικά μέτρα κατά την έννοια της τρίτης περιπτώσεως του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

14      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 23ης Οκτωβρίου 2014.

15      Οι προσφεύγοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει τις απαγορεύσεις τις οποίες προβλέπει ο κανονισμός 1924/2006, σε συνδυασμό με τον κανονισμό 432/2012 και με το μητρώο ισχυρισμών επί θεμάτων διατροφής και υγείας που διατυπώνονται για τα τρόφιμα το οποίο έχει δημοσιευθεί στον δικτυακό τόπο της Επιτροπής (στο εξής: μητρώο των επιτρεπόμενων ισχυρισμών υγείας), καθώς και τις αξιολογήσεις των ισχυρισμών επί θεμάτων διατροφής και υγείας τις οποίες πραγματοποίησε η EFSA και στις οποίες στηρίζεται η Επιτροπή.

16      Η Επιτροπή και η EFSA ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη ή, επικουρικώς, ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τους προσφεύγοντες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

17      Καταρχάς, επισημαίνεται ότι, σε απάντηση ενός από τα ερωτήματα που τους υποβλήθηκαν στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, αφενός, οι προσφεύγοντες αποσαφήνισαν στο Γενικό Δικαστήριο ότι το αίτημά τους ακυρώσεως έβαλλε, επί τη βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, κατά του κανονισμού 432/2012. Αφετέρου, επισήμαναν ότι, προς στήριξη του αιτήματος ακυρώσεως, αιτούνταν, παρεμπιπτόντως και επί τη βάσει του άρθρου 277 ΣΛΕΕ, την κήρυξη ως ανεφάρμοστου του κανονισμού 1924/2006. Εξάλλου, οι προσφεύγοντες ζητούν, με τα δικόγραφά τους, την ακύρωση του μητρώου των επιτρεπόμενων ισχυρισμών υγείας καθώς και των αξιολογήσεων των ισχυρισμών επί θεμάτων διατροφής και υγείας τις οποίες πραγματοποίησε η EFSA και στις οποίες στηρίζεται η Επιτροπή. Τα τρία αιτήματα πρέπει επομένως να εξετασθούν χωριστά.

 Επί του αιτήματος περί ακυρώσεως του κανονισμού 432/2012

18      Χωρίς να προβάλλουν τυπικώς ένσταση απαραδέκτου δυνάμει του άρθρου 114 του Κανονισμού Διαδικασίας, η Επιτροπή και η EFSA, υποστηριζόμενες από το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο, διατείνονται ότι το αίτημα περί ακυρώσεως του κανονισμού 432/2012 είναι απαράδεκτο. Ειδικότερα, υποστηρίζουν ότι, ακόμη και αν ο κανονισμός 432/2012 θεωρηθεί ως κανονιστική πράξη η οποία δεν συνεπάγεται εκτελεστικά μέτρα κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, οι προσφεύγοντες δεν απέδειξαν ότι ο εν λόγω κανονισμός τούς αφορούσε άμεσα. Η EFSA προσθέτει εξάλλου ότι, εν πάση περιπτώσει, το εν λόγω αίτημα ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί καθόσον στρέφεται κατ’ αυτής, δεδομένου ότι ο κανονισμός 432/2012 εκδόθηκε από την Επιτροπή και μόνο.

19      Οι προσφεύγοντες αμφισβητούν τα επιχειρήματα της Επιτροπής και της EFSA περί απαραδέκτου της προσφυγής. Καταρχάς, υποστηρίζουν ότι ο κανονισμός 432/2012 είναι κανονιστική πράξη κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η οποία δεν συνεπάγεται εκτελεστικά μέτρα. Εν συνεχεία, υποστηρίζουν ότι, κατά τη νομολογία, ο ως άνω κανονισμός τούς αφορά άμεσα, διότι, αφενός, παράγει άμεσα αποτελέσματα επί της έννομης καταστάσεώς τους και, αφετέρου, δεν αφήνει καμία εξουσία εκτιμήσεως στους αποδέκτες του οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή του.

20      Καταρχάς, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι, όπως υποστηρίζει ορθώς η EFSA, το αίτημα περί ακυρώσεως του κανονισμού 432/2012 πρέπει να κριθεί ως απαράδεκτο καθόσον αφορά την εν λόγω αρχή, στο μέτρο που δεν ήταν αυτή το εκδόν την προσβαλλόμενη πράξη όργανο. Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι η Επιτροπή θέσπισε, κατόπιν διαβουλεύσεως με την EFSA, τον κατάλογο των επιτρεπόμενων ισχυρισμών σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 13, παράγραφος 3, του κανονισμού 1924/2006, καθώς και όλους τους αναγκαίους όρους για τη χρήση των ως άνω ισχυρισμών. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το υπό κρίση αίτημα ακυρώσεως πρέπει να θεωρηθεί ότι στρέφεται μόνο κατά της Επιτροπής.

21      Κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί, υπό τις προϋποθέσεις του πρώτου και του δευτέρου εδαφίου του εν λόγω άρθρου, να ασκεί προσφυγή κατά των πράξεων των οποίων είναι αποδέκτης ή που το αφορούν άμεσα και ατομικά, καθώς και κατά των κανονιστικών πράξεων που το αφορούν άμεσα χωρίς να περιλαμβάνουν εκτελεστικά μέτρα.

22      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι ο κανονισμός 432/2012 δεν απευθυνόταν στους προσφεύγοντες, οι οποίοι δεν είναι κατά συνέπεια αποδέκτες της πράξεως αυτής. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, οι προσφεύγοντες δεν μπορούν να ασκήσουν προσφυγή ακυρώσεως κατά της εν λόγω πράξεως παρά μόνον υπό την προϋπόθεση είτε ότι είναι κανονιστική πράξη που τους αφορά άμεσα χωρίς να συνεπάγεται εκτελεστικά μέτρα είτε ότι τους αφορά άμεσα και ατομικά.

23      Πρέπει επομένως να εξακριβωθεί πρώτον αν ο προσβαλλόμενος κανονισμός συνιστά κανονιστική πράξη κατά την έννοια της τρίτης περιπτώσεως του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

24      Κατά τη νομολογία, η έννοια της κανονιστικής πράξεως πρέπει να γίνεται αντιληπτή ως αφορώσα πράξεις γενικής ισχύος εξαιρουμένων των νομοθετικών πράξεων (απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑583/11 P, Συλλογή, EU:C:2013:625, σκέψη 60).

25      Εν προκειμένω, αφενός, νομική βάση του κανονισμού 432/2012 είναι το άρθρο 13, παράγραφος 3, του κανονισμού 1924/2006, το οποίο αναθέτει στην Επιτροπή να θεσπίσει, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 25, παράγραφος 3, του κανονισμού 1924/2006, κατάλογο επιτρεπόμενων ισχυρισμών υγείας που διατυπώνονται για τα τρόφιμα, εξαιρουμένων όσων αφορούν τη μείωση του κινδύνου εκδήλωσης ασθένειας και την ανάπτυξη και υγεία των παιδιών. Το δε άρθρο 25, παράγραφος 3, του κανονισμού 1924/2006 παραπέμπει στο άρθρο 5α της αποφάσεως 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (EE L 184, σ. 23), το οποίο αφορά αποκλειστικώς τη λήψη μέτρων που έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιαστικών στοιχείων μιας βασικής πράξεως εκδοθείσας κατά τη διαδικασία της συναπόφασης. Εξ αυτού προκύπτει ότι ο κανονισμός 432/2012 εκδόθηκε από την Επιτροπή κατά την άσκηση εκτελεστικών αρμοδιοτήτων, στο πλαίσιο της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο, και ότι, ως εκ τούτου, δεν συνιστά νομοθετική πράξη κατά την έννοια της νομολογίας που προέκυψε από την απόφαση Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (EU:C:2013:625, σκέψη 24 ανωτέρω).

26      Αφετέρου, εφόσον ο κανονισμός 432/2012, σε συνδυασμό με το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 1924/2006, ισχύει για όλους τους υπεύθυνους επιχειρήσεων τροφίμων οι οποίοι χρησιμοποιούν ισχυρισμούς υγείας που διατυπώνονται για τα τρόφιμα εξαιρουμένων όσων αφορούν τη μείωση του κινδύνου εκδήλωσης ασθένειας και την ανάπτυξη και υγεία των παιδιών, πρέπει να κριθεί ότι ο εν λόγω κανονισμός έχει γενική ισχύ, καθόσον εφαρμόζεται σε αντικειμενικώς προσδιοριζόμενες καταστάσεις και παράγει υποχρεωτικά έννομα αποτελέσματα έναντι κατηγορίας προσώπων που καθορίζεται κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο [βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2011, Microban International και Microban (Europe) κατά Επιτροπής, T‑262/10, Συλλογή, EU:T:2011:623, σκέψη 23].

27      Συνεπώς ο κανονισμός 432/2012 συνιστά κανονιστική πράξη κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, in fine, ΣΛΕΕ.

28      Δεύτερον, σχετικά με την έννοια της πράξεως που επηρεάζει άμεσα τον ενδιαφερόμενο, έχει κριθεί ότι η ως άνω προϋπόθεση απαιτεί, πρώτον, το αμφισβητούμενο μέτρο να παράγει άμεσα αποτελέσματα επί της έννομης καταστάσεως του προσφεύγοντος και, δεύτερον, να μην αφήνει καμία εξουσία εκτιμήσεως στους αποδέκτες του, οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή του, δεδομένου ότι αυτή έχει καθαρά αυτόματο χαρακτήρα και απορρέει αποκλειστικά από την αμφισβητούμενη ρύθμιση χωρίς εφαρμογή άλλων παρεμβαλλόμενων κανόνων (αποφάσεις της 5ης Μαΐου 1998, Dreyfus κατά Επιτροπής, C‑386/96 P, Συλλογή, EU:C:1998:193, σκέψη 43, και της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Ente per le Ville Vesuviane και Ente per le Ville Vesuviane κατά Επιτροπής, C‑445/07 P και C‑455/07 P, Συλλογή, EU:C:2009:529, σκέψη 45).

29      Εν προκειμένω, καταρχάς, επισημαίνεται ότι τα αποτελέσματα του κανονισμού 432/2012 συνίστανται στο να επιτρέπεται, δυνάμει του άρθρου του 1, ένας συνολικός αριθμός 222 ισχυρισμών υγείας που διατυπώνονται για τα τρόφιμα εξαιρουμένων όσων αφορούν τη μείωση του κινδύνου εκδήλωσης ασθένειας και την ανάπτυξη και υγεία των παιδιών. Εξάλλου, όπως εκτίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 12 και 13 του κανονισμού 432/2012, ο εν λόγω κανονισμός, εφαρμοζόμενος σε συνδυασμό με το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 1924/2006, απαγορεύει ορισμένο αριθμό ισχυρισμών του αυτού είδους, των οποίων η αξιολόγηση και ο έλεγχος δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού περατώθηκαν αντιστοίχως από την EFSA και την Επιτροπή με τη διαπίστωση, κατ’ ουσίαν, είτε ότι δεν είχαν επιστημονική θεμελίωση είτε ότι δεν τηρούσαν τις γενικές ή ειδικές απαιτήσεις του εν λόγω κανονισμού.

30      Συνεπώς, εφόσον οι προσφεύγοντες, ως υπεύθυνοι επιχειρήσεων τροφίμων, αμφισβητούν τη νομιμότητα του κανονισμού 432/2012, οφείλουν να προσδιορίσουν, προκειμένου να αποδείξουν ότι επηρεάζονται άμεσα υπό την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, τους ισχυρισμούς τους οποίους αφορά ο εν λόγω κανονισμός και οι οποίοι θίγουν την έννομη κατάστασή τους. Ειδικότερα, στο μέτρο που, όπως προκύπτει κατ’ ουσίαν από τα δικόγραφά τους, οι επιτρεπόμενοι ισχυρισμοί υγείας δεν αποτελούν αντικείμενο της προσφυγής τους, εφόσον οι προσφεύγοντες δεν θα μπορούσαν να επικαλεσθούν συμφέρον σε ενδεχόμενη ακύρωση των ισχυρισμών αυτών, οι προσφεύγοντες οφείλουν να αποδείξουν ότι, κατά το χρονικό σημείο της ασκήσεως της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, χρησιμοποιούσαν, στις εμπορικές ανακοινώσεις τους σχετικά με τα προϊόντα τους, ισχυρισμούς οι οποίοι απαγορεύθηκαν κατόπιν της εκδόσεως του κανονισμού 432/2012.

31      Εν προκειμένω, σε απάντηση του αιτήματος του Γενικού Δικαστηρίου προς τους προσφεύγοντες στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας με το οποίο τούς κάλεσε να προσκομίσουν ενώπιόν του τον κατάλογο των ισχυρισμών υγείας του κανονισμού 432/2012 που τους αφορούσαν, αναφέροντας συγκεκριμένα την κατάσταση υπό την οποία τελούσαν οι εν λόγω ισχυρισμοί, οι προσφεύγοντες περιορίσθηκαν να επισημάνουν ότι οι ισχυρισμοί τους οποίους χρησιμοποιούσαν στο πλαίσιο της εμπορικής τους δραστηριότητας ήταν αυτοί που προέκυπταν από το παράρτημα A.1 του δικογράφου της προσφυγής τους.

32      Διαπιστώνεται όμως ότι το εν λόγω παράρτημα αναφέρεται μόνο στον κατάλογο των ισχυρισμών υγείας τον οποίο οι προσφεύγοντες απέστειλαν στις γερμανικές αρχές προκειμένου να καταρτισθούν οι κατά το άρθρο 13, παράγραφος 2, του κανονισμού 1924/2006 εθνικοί κατάλογοι, χωρίς όμως να δίνει απάντηση στο ερώτημα αν ο καθένας από τους ισχυρισμούς αυτούς επιτράπηκε ή απορρίφθηκε από τον κανονισμό 432/2012. Συναφώς, επισημαίνεται ότι, μολονότι η πληροφορία αυτή θα μπορούσε να αποκτηθεί διά της μελέτης, αφενός, του παραρτήματος του εν λόγω κανονισμού και, αφετέρου, του μητρώου το οποίο έχει δημοσιεύσει η Επιτροπή στον δικτυακό της τόπο, ο σύνδεσμος του οποίου είναι γνωστός στο Γενικό Δικαστήριο από τη δικογραφία, εντούτοις δεν είναι έργο του Γενικού Δικαστηρίου να αναζητήσει και να ταυτοποιήσει τους ισχυρισμούς εκείνους που θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να θεμελιώσουν το παραδεκτό της προσφυγής των προσφευγόντων, ιδίως όταν, όπως εν προκειμένω, πρόκειται για περίπου 2 000 ισχυρισμούς υγείας, εκ των οποίων εγκρίθηκαν 222, που αντιστοιχούσαν σε 497 καταχωρίσεις του ενοποιημένου καταλόγου, και απαγορεύθηκαν 1 719 ισχυρισμοί [βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, διάταξη της 8ης Ιουλίου 2010, Strålfors κατά ΓΕΕΑ (ID SOLUTIONS), T‑211/10, EU:T:2010:301, σκέψη 7 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

33      Εξ αυτού προκύπτει ότι οι προσφεύγοντες δεν κατόρθωσαν να προσδιορίσουν τους ισχυρισμούς υγείας τους οποίους αφορά ο κανονισμός 432/2012 και των οποίων η απαγόρευση θίγει την έννομη κατάστασή τους.

34      Το ανωτέρω συμπέρασμα δεν είναι δυνατόν να ανατραπεί από τα λοιπά επιχειρήματα τα οποία διατύπωσαν οι προσφεύγοντες σε απάντηση των ερωτημάτων που υπέβαλε το Γενικό Δικαστήριο, τόσο στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας όσο και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

35      Πρώτον, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι επηρεάζονται άμεσα από τον κανονισμό 432/2012 για τον λόγο ότι, κατόπιν της ενάρξεως ισχύος του εν λόγω κανονισμού, οι ισχυρισμοί υγείας που, όπως οι δικοί τους, δεν εγκρίθηκαν από την Επιτροπή είναι κατά λογική συνέπεια απαγορευμένοι δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 1924/2006.

36      Έστω όμως και αν υποτεθεί ότι, όπως διαβεβαιώνουν οι προσφεύγοντες, οι ισχυρισμοί που τους αφορούν δεν εγκρίθηκαν από τον κανονισμό 432/2012, ένα τέτοιο επιχείρημα δεν αρκεί ώστε να προσδιορισθούν κατά τρόπο ακριβή οι μη εγκριθέντες ισχυρισμοί επί τη βάσει των οποίων θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι οι προσφεύγοντες επηρεάσθηκαν άμεσα. Ειδικότερα, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 10 και 11 του κανονισμού 432/2012, περισσότεροι από 2 000 ισχυρισμοί υγείας οι οποίοι εμπίπτουν στο άρθρο 13, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 1924/2006 αναμένουν ακόμη την αξιολόγησή τους και μπορούν συνεπώς να χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τα μεταβατικά μέτρα του άρθρου 28, παράγραφοι 5 και 6, του ως άνω κανονισμού. Στο πλαίσιο αυτό, δεν αποκλείεται οι αφορώντες τους προσφεύγοντες ισχυρισμοί υγείας να περιλαμβάνονται στον κατάλογο των ισχυρισμών που εκκρεμούν. Εξάλλου, υπογραμμίζεται συναφώς ότι, στο μέτρο που οι εκκρεμούντες ισχυρισμοί τελούν ακόμη υπό αξιολόγηση και η Επιτροπή δεν έχει εκδώσει τελική απόφαση περί εγκρίσεως ή απαγορεύσεώς τους, δεν χωρεί άσκηση προσφυγής ακυρώσεως σχετικά με τους ισχυρισμούς αυτούς. Ειδικότερα, οι ισχυρισμοί που παραμένουν υπό εκκρεμότητα εξακολουθούν να τυγχάνουν του νομικού καθεστώτος που εφαρμοζόταν σε αυτούς πριν την έκδοση του κανονισμού 432/2012. Ως εκ τούτου, οι επιχειρήσεις τις οποίες αφορούν οι ισχυρισμοί αυτοί μπορούν να εξακολουθήσουν να τους χρησιμοποιούν στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων τους εμπορίας τροφίμων σύμφωνα με το άρθρο 28, παράγραφοι 5 και 6, του κανονισμού 1924/2006.

37      Δεύτερον, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η ταυτοποίηση των απορριφθέντων ισχυρισμών δεν είναι ευχερής για τους φορείς της αγοράς, οι οποίοι συνεπώς δεν γνωρίζουν ποιοι ισχυρισμοί απορρίφθηκαν και ποιοι ισχυρισμοί μπορούν να εξακολουθήσουν να χρησιμοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 28, παράγραφοι 5 και 6, του κανονισμού 1924/2006.

38      Συναφώς όμως το Γενικό Δικαστήριο παρατηρεί ότι οι αιτιολογικές σκέψεις 4 και 11 του κανονισμού 432/2012 περιλαμβάνουν παραπομπή προς τους δικτυακούς τόπους αντιστοίχως της EFSA και της Επιτροπής, στους οποίους τίθενται στη διάθεση του κοινού, αφενός, ο ενοποιημένος κατάλογος όλων των κωδικών αναγνώρισης των ισχυρισμών υγείας που έχουν διαβιβασθεί από τα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 2, του κανονισμού 1924/2006 και, αφετέρου, ο κατάλογος των κωδικών αναγνώρισης των ισχυρισμών υγείας που τελούν υπό αξιολόγηση, καθώς και ο κατάλογος των κωδικών αναγνώρισης των απορριφθέντων ισχυρισμών υγείας. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, επισημαίνεται ότι η ταυτοποίηση των μη εγκριθέντων ισχυρισμών υγείας και των ισχυρισμών υγείας που παραμένουν υπό εκκρεμότητα είναι δυνατή με μελέτη του ενοποιημένου καταλόγου υπό το φως των κωδικών αναγνώρισης τους οποίους παρέσχε η Επιτροπή, έτσι ώστε η αιτίαση των προσφευγόντων περί ελλείψεως σαφήνειας ή ακρίβειας ως προς το ζήτημα αυτό να πρέπει να απορριφθεί.

39      Τρίτον, ενώ οι προσφεύγοντες διατείνονται ότι εφαρμόζουν εν προκειμένω τα πορίσματα της αποφάσεως της 30ής Απριλίου 2014, Hagenmeyer και Hahn κατά Επιτροπής (T‑17/12, Συλλογή, EU:T:2014:234), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε ότι οι δύο προσφεύγοντες επηρεάζονταν άμεσα απλώς και μόνο διότι είχαν υποβάλει ενώπιον των εθνικών αρχών αίτηση για την έγκριση ενός ισχυρισμού υγείας, πρώτον, διαπιστώνεται ότι η ως άνω απόφαση αναφέρεται στη διαδικασία εγκρίσεως των άρθρων 14 έως 18 του κανονισμού 1924/2006, που αφορά τους ισχυρισμούς υγείας για τη μείωση του κινδύνου εκδήλωσης ασθένειας και τους ισχυρισμούς που αναφέρονται στην ανάπτυξη και υγεία των παιδιών, η οποία είναι άλλη από την εφαρμοστέα εν προκειμένω διαδικασία εγκρίσεως, δηλαδή τη διαδικασία του άρθρου 13, παράγραφοι 1 έως 3, του ως άνω κανονισμού, που αφορά τους ισχυρισμούς υγείας εξαιρουμένων όσων αφορούν τη μείωση του κινδύνου εκδήλωσης ασθενείας και την ανάπτυξη και υγεία των παιδιών. Ειδικότερα, επισημαίνεται ότι ενώ, όπως εξέθεσε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 42 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Hagenmeyer και Hahn κατά Επιτροπής (EU:T:2014:234), η διαδικασία των άρθρων 14 έως 18 του κανονισμού 1924/2006 τίθεται σε κίνηση με την αίτηση εγκρίσεως που υποβάλλουν οι ιδιώτες, οι οποίοι έχουν συνεπώς τη δυνατότητα υποβάλουν σχόλια επί των γνωμοδοτήσεων της EFSA και να εξασφαλίσουν την έκδοση μιας ατομικής αποφάσεως, η διαδικασία του άρθρου 13, παράγραφοι 1 έως 3, του ίδιου κανονισμού στηρίζεται σε καταλόγους ισχυρισμών τους οποίους υποβάλουν τα κράτη μέλη, ενώ οι ιδιώτες δεν μπορούν να υποβάλουν ατομικές αιτήσεις εγκρίσεως. Δεύτερον, παρατηρείται ότι, σε αντίθεση με την υπό κρίση υπόθεση, στο πλαίσιο της προπαρατεθείσας αποφάσεως Hagenmeyer και Hahn κατά Επιτροπής (EU:T:2014:234), το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι προσφεύγοντες επηρεάζονταν άμεσα, στο μέτρο που η τελική απορριπτική απόφαση επί της αιτήσεώς τους εγκρίσεως περιλαμβανόταν στον προσβαλλόμενο κανονισμό. Εν προκειμένω όμως, όπως προκύπτει από το συμπέρασμα το οποίο διατυπώνεται στη σκέψη 33 ανωτέρω, οι προσφεύγοντες δεν κατόρθωσαν να αποδείξουν ότι από την έκδοση του κανονισμού 432/2012 προέκυπτε μια τελική απορριπτική απόφαση για τους ισχυρισμούς που αφορούσαν τους ίδιους. Κατά συνέπεια, η λύση που προκρίθηκε στο πλαίσιο της προπαρατεθείσας αποφάσεως Hagenmeyer και Hahn κατά Επιτροπής (EU:T:2014:234) δεν μπορεί να εφαρμοσθεί εν προκειμένω.

40      Τέταρτον, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγοντες υποστήριξαν μάλιστα ότι οι ισχυρισμοί τους οποίους υπέβαλαν στις γερμανικές αρχές ουδέποτε διαβιβάσθηκαν στην Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 2, του κανονισμού 1924/2006 και ότι αγνοούσαν τους λόγους της παραλείψεως αυτής.

41      Συναφώς, επισημαίνεται εξαρχής ότι, κατά την ως άνω διάταξη, οι εθνικές αρχές των κρατών μελών όφειλαν να υποβάλουν στην Επιτροπή τον κατάλογο των ισχυρισμών υγείας που εν συνεχεία θα αξιολογούνταν επιστημονικώς από την EFSA και θα ελέγχονταν ως προς τη συνδρομή των λοιπών προϋποθέσεων του κανονισμού 1924/2006 από την Επιτροπή. Συνεπώς, σε περίπτωση που, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες, οι γερμανικές αρχές δεν διαβίβασαν τον κατάλογο των ισχυρισμών που τους απεστάλη από τους προσφεύγοντες, η οποιαδήποτε αιτίαση περί αυτής της υποτιθέμενης παραλείψεως θα μπορούσε να εξετασθεί μόνον από τις αρμόδιες εθνικές αρχές.

42      Εν συνεχεία, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει, κατ’ ουσίαν, από τη συνδυασμένη ανάγνωση των αιτιολογικών σκέψεων 13 και 15 του κανονισμού 432/2012, μόνον οι ισχυρισμοί οι οποίοι διαβιβάσθηκαν στην Επιτροπή χωρίς να αποσυρθούν σε μεταγενέστερο χρονικό σημείο από τα κράτη μέλη, εν συνεχεία εξετάσθηκαν από την EFSA και επί των οποίων αποφάνθηκε τελικώς η Επιτροπή, εγκρίνοντας ή απορρίπτοντάς τους, καλύπτονται από τον εν λόγω κανονισμό. Αν όμως αποδεικνυόταν ότι οι γερμανικές αρχές δεν είχαν διαβιβάσει στην Επιτροπή τους ισχυρισμούς που τους είχαν αποστείλει οι προσφεύγοντες ή ακόμη ότι είχαν αποσύρει τους ισχυρισμούς αυτούς, θα επιβαλλόταν στην περίπτωση αυτή η διαπίστωση ότι οι ως άνω ισχυρισμοί δεν ήταν δυνατόν να εξετασθούν από την EFSA και από την Επιτροπή και ότι, κατά συνέπεια, δεν καταλαμβάνονταν από τον κανονισμό 432/2012.

43      Εξάλλου, όπως επισήμανε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ουδόλως αποκλείεται οι ισχυρισμοί αυτοί να διαβιβάσθηκαν από τις αρχές των άλλων κρατών μελών και συνεπώς να απορρίφθηκαν ή να εκκρεμούν. Στην περίπτωση αυτή, το αν επηρεάσθηκαν άμεσα οι προσφεύγοντες εν προκειμένω δεν μπορεί, σύμφωνα με τα όσα αναπτύχθηκαν στη σκέψη 30 ανωτέρω, να κριθεί παρά μόνον αφού οι προσφεύγοντες έχουν καθορίσει επακριβώς την κατάσταση καθενός από τους εν λόγω ισχυρισμούς.

44      Τέλος, μολονότι οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι, στο πλαίσιο αυτό, στερούνται κάθε δυνατότητας να εξασφαλίσουν την έγκριση των ισχυρισμών τους οποίους χρησιμοποιούν καθημερινά κατά τη διάθεση των προϊόντων τους στο εμπόριο και ότι η προσφυγή κατά του κανονισμού 432/2012 είναι το μόνο μέσο για να διεκδικήσουν την έγκριση αυτή, το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Ειδικότερα, αν αποδεικνυόταν ότι οι εθνικές αρχές δεν απέστειλαν τους εν λόγω ισχυρισμούς στην Επιτροπή, με συνέπεια οι ισχυρισμοί αυτοί να μην περιληφθούν στην επίμαχη διαδικασία εγκρίσεως, οι προσφεύγοντες θα είχαν ακόμη τη δυνατότητα να απευθυνθούν στις εν λόγω αρχές, οι οποίες έχουν την ευχέρεια να ζητήσουν από την Επιτροπή να τροποποιήσει, κατόπιν διαβουλεύσεως με την EFSA, τον κατάλογο των επιτρεπόμενων ισχυρισμών σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 4, του κανονισμού 1924/2006.

45      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, οι προσφεύγοντες δεν κατόρθωσαν να αποδείξουν ότι ο κανονισμός 432/2012 τους αφορά άμεσα.

46      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το αίτημά τους περί ακυρώσεως του κανονισμού 432/2012 πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο, χωρίς να χρειάζεται να εξετασθούν οι λοιπές προϋποθέσεις του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

 Επί του αιτήματος περί αδυναμίας εφαρμογής του κανονισμού 1924/2006

47      Η Επιτροπή και η EFSA, υποστηριζόμενες από το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο, προβάλλουν ότι το αίτημα περί ακυρώσεως του κανονισμού 1924/2006 είναι απαράδεκτο διότι δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 277 ΣΛΕΕ ώστε να θεωρηθεί ως ένσταση ελλείψεως νομιμότητας.

48      Οι προσφεύγοντες αμφισβητούν τα επιχειρήματα αυτά.

49      Κατά το άρθρο 277 ΣΛΕΕ, «[π]αρά τη λήξη της προθεσμίας του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, [ΣΛΕΕ], κάθε διάδικος μπορεί, επ’ ευκαιρία διαφοράς που θέτει υπό αμφισβήτηση πράξη γενικής ισχύος που έχει εκδοθεί από θεσμικό ή λοιπό όργανο ή οργανισμό της Ένωσης, να επικαλείται το ανεφάρμοστο της πράξης αυτής ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για έναν από τους λόγους του άρθρου 263, δεύτερο εδάφιο [ΣΛΕΕ]».

50      Κατά πάγια νομολογία, η δυνατότητα την οποία παρέχει το άρθρο 277 ΣΛΕΕ για επίκληση της ελλείψεως νομιμότητας μιας πράξεως γενικής ισχύος δεν συνιστά αυτοτελές δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής και μπορεί να γίνει χρήση της μόνον παρεμπιπτόντως, οπότε το απαράδεκτο της κύριας προσφυγής συνεπάγεται το απαράδεκτο της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 16ης Ιουλίου 1981, Albini κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, 33/80, Συλλογή, EU:C:1981:186, σκέψη 17, και διάταξη της 16ης Νοεμβρίου 2000, Schiocchet κατά Επιτροπής, C‑289/99 P, Συλλογή, EU:C:2000:641, σκέψεις 11 και 25).

51      Εξάλλου, ένσταση ελλείψεως νομιμότητας η οποία προβάλλεται παρεμπιπτόντως δυνάμει του άρθρου 277 ΣΛΕΕ, επί τη ευκαιρία της αμφισβητήσεως στην κύρια δίκη της νομιμότητας μιας τρίτης πράξεως, είναι παραδεκτή μόνον εφόσον υφίσταται συνάφεια μεταξύ της πράξεως αυτής και του κανόνα ως προς τον οποίο προβάλλεται έλλειψη νομιμότητας. Καθόσον το άρθρο 277 ΣΛΕΕ δεν σκοπεί να παράσχει στον διάδικο τη δυνατότητα αμφισβητήσεως της εφαρμογής πράξεως γενικού χαρακτήρα προς στήριξη προσφυγής, η έκταση της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας πρέπει να περιορίζεται σε ό,τι είναι αναγκαίο για την επίλυση της διαφοράς. Εξ αυτού προκύπτει ότι η πράξη γενικής ισχύος της οποίας προβάλλεται η έλλειψη νομιμότητας πρέπει να έχει εφαρμογή, άμεσα ή έμμεσα, στην υπόθεση που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 1993, Reinarz κατά Επιτροπής, T‑6/92 και T‑52/92, Συλλογή, EU:T:1993:89, σκέψη 57 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

52      Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι το παραδεκτό του αιτήματος που υποβλήθηκε επί τη βάσει του άρθρου 277 ΣΛΕΕ εξαρτάται, όπως προκύπτει από την παρατεθείσα στη σκέψη 50 ανωτέρω νομολογία, από το παραδεκτό της προσφυγής περί ακυρώσεως του κανονισμού 432/2012.

53      Εφόσον, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 46 ανωτέρω, το αίτημα περί ακυρώσεως του κανονισμού 432/2012 κρίθηκε ως απαράδεκτο, η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας πρέπει επίσης να κριθεί ως απαράδεκτη.

 Επί του αιτήματος περί ακυρώσεως του μητρώου των επιτρεπόμενων ισχυρισμών υγείας, καθώς και των αξιολογήσεων τις οποίες πραγματοποίησε η EFSA

54      Η Επιτροπή και η EFSA υποστηρίζουν ότι ούτε το μητρώο των επιτρεπόμενων ισχυρισμών υγείας ούτε οι αξιολογήσεις τις οποίες πραγματοποιεί η EFSA στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 13, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 1924/2006 υπόκεινται σε προσφυγή κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, στο μέτρο που δεν πρόκειται για πράξεις με δεσμευτικά αποτελέσματα, ικανές να μεταβάλουν την έννομη κατάσταση των προσφευγόντων.

55      Οι προσφεύγοντες φρονούν τόσο οι δημοσιεύσεις στις οποίες προβαίνει η Επιτροπή στο μητρώο των επιτρεπόμενων ισχυρισμών υγείας, όσο και οι δημοσιεύσεις της EFSA, υπόκεινται στον έλεγχο του δικαστή της Ένωσης δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Σχετικά με την EFSA, υποστηρίζουν ότι στην πραγματικότητα ασκεί καθήκοντα αποφασιστικής σημασίας από τα οποία προκύπτουν έννομα αποτελέσματα έναντι των τρίτων στο πλαίσιο της εκτιμήσεως των κανονισμών 1924/2006 και 432/2012.

56      Κατά πάγια νομολογία, συνιστούν πράξεις ή αποφάσεις δεκτικές προσφυγής ακυρώσεως, κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, τα μέτρα που παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα δυνάμενα να θίξουν τα συμφέροντα των προσφευγόντων, μεταβάλλοντας κατάφωρα τη νομική τους κατάσταση (αποφάσεις της 11ης Νοεμβρίου 1981, IBM κατά Επιτροπής, 60/81, Συλλογή, EU:C:1981:264, σκέψη 9· της 31ης Μαρτίου 1998, Γαλλία κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑68/94 και C‑30/95, Συλλογή, EU:C:1998:148, σκέψη 62, και της 4ης Μαρτίου 1999, Assicurazioni Generali και Unicredito κατά Επιτροπής, T‑87/96, Συλλογή, EU:T:1999:37, σκέψη 37). Για να κριθεί αν μια πράξη ή μια απόφαση παράγει τέτοια αποτελέσματα, πρέπει να εξετάζεται η ουσία της (διάταξη της 13ης Ιουνίου 1991, Sunzest κατά Επιτροπής, C‑50/90, Συλλογή, EU:C:1991:253, σκέψη 12, και προπαρατεθείσα απόφαση Γαλλία κ.λπ. κατά Επιτροπής, EU:C:1998:148, σκέψη 63).

57      Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι οι προσφεύγοντες ζητούν την ακύρωση «[τ]ων δημοσιεύσεων της Επιτροπής […] που περιλαμβάνονται στο κοινοτικό μητρώο το οποίο διατηρεί, καθώς και των αξιολογήσεων των ισχυρισμών επί θεμάτων διατροφής και υγείας τις οποίες πραγματοποίησε η EFSA, επί των οποίων στηρίζεται η Επιτροπή».

58      Σχετικά, πρώτον, με το αίτημα περί ακυρώσεως του μητρώου των επιτρεπόμενων ισχυρισμών υγείας, επισημαίνεται ότι, όπως υποστήριξε και η Επιτροπή, το εν λόγω μητρώο καταρτίσθηκε σύμφωνα με το άρθρο 20 του κανονισμού 1924/2006 και δεν συνιστά νομική πράξη κατά την έννοια της παρατεθείσας στη σκέψη 56 ανωτέρω νομολογίας. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 31 του κανονισμού 1924/2006, το μητρώο των επιτρεπόμενων ισχυρισμών υγείας αποτελεί επικοινωνιακό εργαλείο για σκοπούς διαφάνειας και ενημερώσεως, προκειμένου να αποφευχθούν αιτήσεις για ισχυρισμούς που έχουν ήδη αξιολογηθεί. Μολονότι το ως άνω μητρώο παρέχει πληροφορίες ως προς τις νομικές πράξεις οι οποίες έχουν εκδοθεί στον τομέα των ισχυρισμών επί θεμάτων διατροφής και υγείας, εντούτοις δεν παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι των τρίτων.

59      Κατά συνέπεια, το μητρώο των επιτρεπόμενων ισχυρισμών υγείας δεν είναι δεκτικό προσφυγής δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

60      Σε ό,τι αφορά, δεύτερον, τις επιστημονικές γνωμοδοτήσεις της EFSA, που δημοσιεύονται κατόπιν των αξιολογήσεων τις οποίες πραγματοποιεί σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 13, παράγραφος 3, του κανονισμού 1924/2006, υπενθυμίζεται ότι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 20 ανωτέρω, η EFSA ενεργεί ως αρχή η οποία εκπληρώνει επιστημονικά και τεχνικά καθήκοντα, χωρίς δυνατότητα θεσπίσεως πράξεων οι οποίες παράγουν δεσμευτικά αποτελέσματα για την έννομη κατάσταση των τρίτων.

61      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι οι γνωμοδοτήσεις και οι συστάσεις των θεσμικών ή λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης αποκλείονται ρητώς από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 263 ΣΛΕΕ και δεν είναι συνεπώς δεκτικές προσφυγής ακυρώσεως [βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, διάταξη της 14ης Μαΐου 2012, Sepracor Pharmaceuticals (Ireland) κατά Επιτροπής, C‑477/11 P, EU:C:2012:292, σκέψη 52 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

62      Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία, στην περίπτωση πράξεων ή αποφάσεων που λαμβάνονται κατόπιν διαδικασίας η οποία περιλαμβάνει περισσότερα στάδια, αποτελούν πράξεις δεκτικές προσφυγής, καταρχήν, μόνο τα μέτρα τα οποία καθορίζουν οριστικώς τη θέση του οργάνου κατά το πέρας της διαδικασίας και όχι τα ενδιάμεσα μέτρα σκοπός των οποίων είναι η προετοιμασία της τελικής αποφάσεως (απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 1992, Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑10/92 έως T‑12/92 και T‑15/92, Συλλογή, EU:T:1992:123, σκέψη 28).

63      Εν προκειμένω, πρέπει να κριθεί ότι, κατά το άρθρο 13, παράγραφος 3, του κανονισμού 1924/2006, οι επιστημονικές γνωμοδοτήσεις της EFSA συνιστούν ενδιάμεσα στάδια της διαδικασίας, τα οποία δεν μπορούν να παραγάγουν αποτελέσματα για την έννομη κατάσταση των τρίτων. Ειδικότερα, όπως επισημαίνει η EFSA, η ίδια οφείλει να εκδίδει γνωμοδοτήσεις όταν, όπως εν προκειμένω, τούτο προβλέπεται από το οικείο νομικό πλαίσιο. Σε τέτοιες περιπτώσεις όμως η EFSA δεν είναι σε θέση να εκδίδει πράξεις οι οποίες παράγουν έννομα αποτελέσματα, ενώ οι μόνες δεκτικές προσφυγής πράξεις είναι αυτές που περιέχουν την τελική απόφαση η οποία εκδίδεται από την Επιτροπή περί εγκρίσεως ή απαγορεύσεως των εξεταζόμενων ισχυρισμών.

64      Κατά συνέπεια, οι αξιολογήσεις τις οποίες πραγματοποιεί η EFSA στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 13, παράγραφος 3, του κανονισμού 1924/2006 δεν είναι δεκτικές προσφυγής δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

65      Συνεπώς, στο μέτρο που ούτε το μητρώο των επιτρεπόμενων ισχυρισμών υγείας ούτε οι γνωμοδοτήσεις της EFSA συνιστούν πράξεις δεκτικές προσφυγής δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, το τρίτο αίτημα ακυρώσεως των προσφευγόντων πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

66      Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως απαράδεκτη.

 Επί των δικαστικών εξόδων

67      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Εν προκειμένω, δεδομένου ότι οι προσφεύγοντες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικασθούν στα δικά τους δικαστικά έξοδα, καθώς και στα έξοδα της Επιτροπής και της EFSA σύμφωνα με το σχετικό αίτημα των τελευταίων.

68      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη και τα όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα, το δε Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ο παρεμβαίνων θα φέρει τα δικαστικά του έξοδα. Εν προκειμένω, το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο θα φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Οι Plantavis GmbH και NEM, Verband mittelständischer europäischer Hersteller und Distributoren von Nahrungsergänzungsmitteln & Gesundheitsprodukten eV, φέρουν, πέραν των δικαστικών εξόδων τους, τα δικαστικά έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA).

3)      Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Kancheva

Wetter

Bieliūnas

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Ιουνίου 2015.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.