Language of document : ECLI:EU:C:2013:312

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ELEANOR SHARPSTON

της 16ης Μαΐου 2013 (1)

Υπόθεση C‑120/12 P

Συνεκδικαζόμενες υποθέσειςC‑121/12 P έως C‑122/12 P

Bernhard Rintisch

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)

«Αναίρεση – Κοινοτικό σήμα –Ανακοπή – Απόδειξη της ύπαρξης και του κύρους προγενέστερου σήματος – Αποδεικτικά στοιχεία και μεταφράσεις που προσκομίστηκαν μετά το πέρας της προθεσμίας την οποία έταξε το ΓΕΕΑ – Διακριτική ευχέρεια του τμήματος προσφυγών»





1.        Οι αναιρέσεις στις τρεις αυτές υποθέσεις στρέφονται κατά τριών αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου οι οποίες εκδόθηκαν την ίδια ημέρα, ομοιάζουν ως προς το περιεχόμενό τους και στηρίζονται σε μία συγκεκριμένη ερμηνεία του άρθρου 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 (2) και των κανόνων 20, παράγραφος 1, και 50, παράγραφος 1, του κανονισμού 2868/95 (στο εξής: κανονισμός εφαρμογής) (3). Όλες οι αναιρέσεις ερείδονται στους ίδιους δύο λόγους.

2.        Και στις τρεις υποθέσεις, ο Βernhard Rintisch είχε ασκήσει ανακοπή κατά της καταχώρισης τριών διαφορετικών σημείων ως κοινοτικών σημάτων, επικαλούμενος την ύπαρξη κινδύνου σύγχυσης με ορισμένα σήματα των οποίων ισχυρίζεται ότι είναι δικαιούχος. Η ανακοπή βασιζόταν, μεταξύ άλλων, σε προγενέστερα γερμανικά σήματα. Προκειμένου να ευδοκιμήσει η ανακοπή του, έπρεπε επίσης να αποδείξει την ύπαρξη και το κύρος των ως άνω προγενέστερων σημάτων. Εντούτοις, ο Β. Rintisch δεν κατέθεσε ενώπιον του τμήματος ανακοπών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (στο εξής: ΓΕΕΑ ή Γραφείο) εντός της προθεσμίας που του είχε τάξει το τμήμα τα αναγκαία προς τούτο αποδεικτικά στοιχεία, μαζί με μεταφράσεις των σχετικών εγγράφων στη γλώσσα της διαδικασίας, η οποία ήταν η αγγλική. Το τμήμα ανακοπών απέρριψε, ως εκ τούτου, τις ανακοπές. Στο πλαίσιο της προσφυγής που άσκησε, ο Β. Rintisch προσκόμισε συμπληρωματικά έγγραφα και μεταφράσεις. Σε όλες τις περιπτώσεις, το τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ αρνήθηκε να τα λάβει υπόψη, με την αιτιολογία ότι ουδεμία διακριτική ευχέρεια διέθετε συναφώς. Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τις προσφυγές κατά των αντίστοιχων αποφάσεων του τμήματος προσφυγών.

3.        Με τις υπό κρίση αναιρέσεις, ζητείται από το Δικαστήριο να εξετάσει αν το Γενικό Δικαστήριο έσφαλε καθόσον αποφάνθηκε ότι το τμήμα προσφυγών δεσμευόταν να μη λάβει υπόψη αποδεικτικά στοιχεία για την ύπαρξη και το κύρος προγενέστερων σημάτων, καθώς και μεταφράσεις των εν λόγω έγγραφων αποδεικτικών στοιχείων, που προσκομίστηκαν μετά το πέρας της προθεσμίας την οποία είχε τάξει το τμήμα ανακοπών.

 Το περί σημάτων δίκαιο της Ένωσης

4.        Το άρθρο 42 του κανονισμού 40/94, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ανακοπή», προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.      Κατά της καταχώρισης του σήματος μπορεί να ασκηθεί ανακοπή, εντός προθεσμίας τριών μηνών από τη δημοσίευση της αίτησης κοινοτικού σήματος, για τον λόγο ότι το σήμα δεν θα πρέπει να γίνει δεκτό προς καταχώριση δυνάμει του άρθρου 8 [(4)]:

[…]

3.      Η ανακοπή πρέπει να ασκείται γραπτώς και να είναι αιτιολογημένη. Θεωρείται ασκηθείσα μόνο μετά την καταβολή του τέλους ανακοπής. Εντός προθεσμίας που τάσσει το Γραφείο και σε επίρρωση του αιτήματός του, ο ανακόπτων δύναται να επικαλεστεί πραγματικά περιστατικά, να προσκομίσει αποδείξεις και να διατυπώσει παρατηρήσεις.»

5.        Το άρθρο 74, το οποίο επιγράφεται «Αυτεπάγγελτη εξέταση των πραγματικών περιστατικών», ορίζει τα κάτωθι:

«1.      Κατά την ενώπιόν του διαδικασία, το Γραφείο εξετάζει τα πραγματικά περιστατικά· εντούτοις, σε διαδικασία που αφορά τους σχετικούς λόγους απαραδέκτου της καταχώρισης, η εξέταση περιορίζεται στα επιχειρήματα που προβάλλουν οι διάδικοι καθώς και [σ]τα υποβληθέντα από αυτούς αιτήματα.

2.      Το Γραφείο μπορεί να μη λαμβάνει υπόψη πραγματικά περιστατικά των οποίων δεν έγινε επίκληση ή αποδείξεις που δεν προσκόμισαν εγκαίρως οι διάδικοι.»

6.        Ο κανονισμός εφαρμογής περιέχει κανόνες απαραίτητους για την εφαρμογή του κανονισμού 40/94 (5). Πρόκειται για κανόνες που «αναμένεται να εξασφαλίσουν την ομαλή και αποτελεσματική λειτουργία των διαδικασιών για το σήμα ενώπιον του Γραφείου» (6).

7.        Ο κανόνας 18 περιγράφει την έναρξη της διαδικασίας που εφαρμόζεται επί παραδεκτής ανακοπής (7):

«1.      Εάν η ανακοπή κριθεί ότι είναι παραδεκτή σύμφωνα με τον κανόνα 17, το Γραφείο αποστέλλει κοινοποίηση στους διαδίκους ενημερώνοντάς τους ότι η διαδικασία ανακοπής θεωρείται ότι αρχίζει δύο μήνες μετά την παραλαβή της κοινοποίησης. […]

[…]»

8.        Ο κανόνας 19 έχει ως εξής:

«1.      Το Γραφείο δίνει τη δυνατότητα στον ανακόπτοντα να παρουσιάσει τα πραγματικά περιστατικά, τις αποδείξεις και τα επιχειρήματα που τεκμηριώνουν την ανακοπή ή να συμπληρώσει οιαδήποτε πραγματικά περιστατικά, αποδείξεις ή επιχειρήματα που έχουν ήδη κατατεθεί σύμφωνα με τον κανόνα 15, παράγραφος 3, εντός ταχθείσας από αυτό προθεσμίας [...]

2.      Εντός της περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 1, ο ανακόπτων πρέπει επίσης να υποβάλει αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ύπαρξη, εγκυρότητα και έκταση της προστασίας του προγενέστερου σήματος ή του προγενέστερου δικαιώματος, καθώς επίσης και αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το δικαίωμά του να ασκήσει την ανακοπή. Ειδικότερα, ο ανακόπτων παρέχει τα ακόλουθα αποδεικτικά στοιχεία:

α)      εάν η ανακοπή αφορά σήμα που δεν είναι κοινοτικό σήμα, αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την κατάθεση αίτησης ή την καταχώρησή του:

      […]

ii)      στην περίπτωση που το σήμα έχει καταχωρηθεί, αντίγραφο του σχετικού πιστοποιητικού καταχώρησης και, όπου ενδείκνυται, του πιο πρόσφατου πιστοποιητικού ανανέωσης που αποδεικνύει ότι η περίοδος προστασίας του σήματος υπερβαίνει το χρονικό διάστημα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και οιαδήποτε παράτασή του, ή ισοδύναμα έγγραφα της διοικητικής αρχής στην οποία έγινε η καταχώρηση του σήματος·

[…]

3.      Οι πληροφορίες και αποδείξεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 παρέχονται στη γλώσσα της διαδικασίας ή συνοδεύονται από μετάφραση. Η μετάφραση υποβάλλεται εντός της προθεσμίας που έχει ορισθεί για την υποβολή του αρχικού εγγράφου.

4.      Το Γραφείο δεν λαμβάνει υπόψη γραπτές [παρατηρήσεις] ή έγγραφα ή μέρη αυτών που δεν έχουν υποβληθεί ή δεν έχουν μεταφρασθεί στη γλώσσα της διαδικασίας εντός της προθεσμίας που έχει καθορισθεί από το Γραφείο.»

9.        Ο κανόνας 20, ο οποίος τιτλοφορείται «Εξέταση της ανακοπής», ορίζει ότι:

«1.      Εάν ο ανακόπτων δεν έχει αποδείξει μέχρι τη λήξη της προθεσμίας που αναφέρεται στον κανόνα 19, παράγραφος 1, [(8)] την ύπαρξη, εγκυρότητα και έκταση της προστασίας του προγενέστερου σήματος ή προγενέστερου δικαιώματος, καθώς επίσης και το δικαίωμά του να ασκήσει ανακοπή, η ανακοπή απορρίπτεται ως [αβάσιμη].

2.      Εάν η ανακοπή δεν απορριφθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1, το Γραφείο κοινοποιεί [τις παρατηρήσεις] του ανακόπτοντα στον καταθέτη και τον καλεί να υποβάλει τις [δικές του] παρατηρήσεις εντός προθεσμίας που του τάσσει.

3.      Εάν ο καταθέτης δεν υποβάλει παρατηρήσεις, το Γραφείο βασίζει την απόφασή του σχετικά με την ανακοπή στα αποδεικτικά στοιχεία που του έχουν παρατεθεί.

4.      Το Γραφείο κοινοποιεί τις παρατηρήσεις του καταθέτη στον ανακόπτοντα και τον καλεί, αν το κρίνει αναγκαίο, να [απαντήσει] εντός προθεσμίας που του τάσσει.

5.      Ο κανόνας 18, παράγραφοι 2 και 3, εφαρμόζεται mutatis mutandis μετά την ημερομηνία κατά την οποία θεωρείται ότι αρχίζει η διαδικασία ανακοπής.

6.      Όπου ενδείκνυται, το Γραφείο δύναται να καλέσει τους διαδίκους να περιορίσουν τις παρατηρήσεις τους σε συγκεκριμένα ζητήματα. Στην περίπτωση αυτή επιτρέπει στον διάδικο να θέσει τα λοιπά ζητήματα σε επόμενο στάδιο της διαδικασίας. Σε ουδεμία περίπτωση, δεν είναι υποχρεωμένο το Γραφείο να ενημερώνει τους διαδίκους σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά ή αποδεικτικά στοιχεία που θα μπορούσαν να κατατεθούν ή δεν έχουν κατατεθεί.

[…]»

10.      Το πρώτο και το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 1 του κανόνα 50, ο οποίος τιτλοφορείται «Εξέταση της προσφυγής», έχουν ως εξής:

«Οι διατάξεις που ισχύουν για τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση εφαρμόζονται κατ’ αναλογία και για τη διαδικασία προσφυγής, εκτός αν ορίζεται άλλως.

[…]

Στην περίπτωση που η προσφυγή αφορά απόφαση τμήματος ανακοπών, το τμήμα εξετάζει την προσφυγή μόνον όσον αφορά τα γεγονότα και τα αποδεικτικά στοιχεία που έχουν κατατεθεί εντός των προθεσμιών που ορίζονται ή διευκρινίζονται από το τμήμα ανακοπών σύμφωνα με τον κανονισμό και τους παρόντες κανόνες, εκτός εάν το τμήμα θεωρεί ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη επιπρόσθετα ή συμπληρωματικά γεγονότα και στοιχεία δυνάμει του άρθρου 74, παράγραφος 2, του κανονισμού [40/94]».

 Οι διαδικασίες ενώπιον του ΓΕΕΑ

 Υπόθεση C‑120/12 P

11.      Η Bariatrix Europe Inc. SAS (στο εξής: Bariatrix) υπέβαλε στις 17 Μαρτίου 2006 αίτηση καταχώρισης του λεκτικού σημείου «PROTI SNACK» ως κοινοτικού σήματος για προϊόντα των κλάσεων 5, 29 και 32 της Συμφωνίας της Νίκαιας (9).

12.      Στις 9 Μαρτίου 2007 ο Β. Rintisch άσκησε ανακοπή κατά της καταχώρισης του ως άνω σήματος, επικαλούμενος τον λόγο απαραδέκτου στον οποίο αναφέρεται το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94 (κίνδυνος σύγχυσης του κοινού της εδαφικής περιοχής όπου προστατεύεται προγενέστερο σήμα). Στα προγενέστερα σήματα που αποτελούσαν τη βάση της ανακοπής περιλαμβάνονταν τα γερμανικά λεκτικά σήματα «PROTIPLUS» και «PROTI», καθώς και το γερμανικό εικονιστικό σήμα «PROTIPOWER».

13.      Ταυτόχρονα με την άσκηση της ανακοπής, ο Β. Rintisch κατέθεσε και έγγραφα προς απόδειξη της ύπαρξης και του κύρους καθενός από τα προγενέστερα αυτά σήματα. Πιο συγκεκριμένα, υπέβαλε ενώπιον του τμήματος ανακοπών: i) πιστοποιητικά καταχώρισης εκδοθέντα από το Deutsches Patent- und Markenamt (γερμανικό γραφείο διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και σημάτων, στο εξής: DPMA) (10) και ii) σχετικά αποσπάσματα από το διαδικτυακό μητρώο του DPMA. Προσκόμισε επίσης μεταφράσεις των αρχικών πιστοποιητικών καταχώρισης, αλλά όχι των αποσπασμάτων από το διαδικτυακό μητρώο.

14.      Στις 26 Απριλίου 2007 το τμήμα ανακοπών κοινοποίησε στον Β. Rintisch την ημερομηνία έναρξης του κατ’ αντιπαράθεση σταδίου της διαδικασίας ανακοπής. Διευκρίνισε, αφενός, ότι έπρεπε να προσκομιστεί πιστοποιητικό ανανέωσης της ισχύος στις περιπτώσεις που από την καταχώριση των σημάτων είχε παρέλθει δεκαετία και πλέον και, αφετέρου, ότι η ύπαρξη και το κύρος των προγενέστερων σημάτων έπρεπε να αποδεικνύονται με επίσημα έγγραφα μεταφρασμένα στη γλώσσα της διαδικασίας. Αν τα οικεία αποδεικτικά στοιχεία δεν προσκομίζονταν έως τις 27 Αυγούστου 2007, η ανακοπή θα απορριπτόταν, βάσει του κανόνα 20, παράγραφος 1, του κανονισμού εφαρμογής, χωρίς να εξεταστεί η ουσία της.

15.      Στις 25 Σεπτεμβρίου 2007, σχεδόν έναν μήνα μετά το πέρας της προαναφερθείσας προθεσμίας, ο Β. Rintisch κατέθεσε ενώπιον του ΓΕΕΑ σε σχέση με καθένα από τα προγενέστερα σήματα: i) απόσπασμα από το διαδικτυακό μητρώο του DPMA και ii) δήλωση του DPMA η οποία επιβεβαίωνε ότι η ισχύς των σημάτων είχε ανανεωθεί πριν από την ημερομηνία άσκησης της ανακοπής. Προσκόμισε επίσης μετάφραση της ως άνω δήλωσης στην αγγλική γλώσσα.

16.      Στις 31 Μαρτίου 2008 το τμήμα ανακοπών απέρριψε την ανακοπή, με την αιτιολογία ότι ο Β. Rintisch δεν απέδειξε εντός της ταχθείσας προθεσμίας την ύπαρξη και το κύρος των προγενέστερων σημάτων στα οποία στηριζόταν η ανακοπή. Πρώτον, τα αρχικά πιστοποιητικά καταχώρισης που κατατέθηκαν ταυτόχρονα με την άσκηση της ανακοπής δεν αρκούσαν για να αποδείξουν ότι τα προγενέστερα σήματα εξακολουθούσαν να ισχύουν στις 27 Αυγούστου 2007, οπότε και έληγε η προθεσμία την οποία έταξε το ΓΕΕΑ. Κατά το γερμανικό δίκαιο, τα γερμανικά σήματα παύουν να προστατεύονται με το πέρας δεκαετίας από την ημερομηνία καταχώρισης. Δεύτερον, βάσει του κανόνα 19, παράγραφος 4, του κανονισμού εφαρμογής, τα αποσπάσματα από το διαδικτυακό μητρώο του DPMA δεν ήταν δυνατό να ληφθούν υπόψη ως αποδεικτικά στοιχεία για τις ημερομηνίες ανανέωσης της ισχύος των προγενέστερων σημάτων, δεδομένου ότι δεν είχαν μεταφραστεί στη γλώσσα της διαδικασίας. Τρίτον, το τμήμα ανακοπών αρνήθηκε, παραπέμποντας συναφώς στον κανόνα 20, παράγραφος 1, του κανονισμού εφαρμογής, να συνεκτιμήσει τα έγγραφα που διαβιβάστηκαν στις 25 Σεπτεμβρίου 2007, καθόσον είχαν προσκομιστεί εκπροθέσμως.

17.      Στις 8 Μαΐου 2008 ο Β. Rintisch άσκησε προσφυγή κατά της ως άνω απόφασης. Ζήτησε από το τμήμα προσφυγών να απορρίψει την αίτηση καταχώρισης του σήματος «PROTI SNACK» λόγω ύπαρξης κινδύνου σύγχυσης. Υποστήριξε ότι το περιεχόμενο των μη μεταφρασμένων αποσπασμάτων του μητρώου του DPMA ήταν εντελώς προφανές και ότι, εν πάση περιπτώσει, αρκούσε για να αποδείξει ότι είχε ανανεωθεί η ισχύς των προγενέστερων σημάτων «PROTIPLUS» και «PROTI POWER». Κατέθεσε δε εκ νέου τα έγγραφα τα οποία είχε υποβάλει ενώπιον του τμήματος ανακοπών στις 25 Σεπτεμβρίου 2007, συνοδευόμενα από μεταφράσεις τους στην αγγλική, ζητώντας από το τμήμα προσφυγών να τα λάβει υπόψη.

18.      Στις 15 Δεκεμβρίου 2008 το τμήμα προσφυγών απέρριψε την προσφυγή. Έκρινε ότι ορθώς το τμήμα ανακοπών αποφάνθηκε, βάσει των κανόνων 19, παράγραφοι 2, 3 και 4, και 20, παράγραφος 1, του κανονισμού εφαρμογής, ότι ο Β. Rintisch δεν είχε τεκμηριώσει δεόντως την ύπαρξη και το κύρος των προγενέστερων σημάτων. Συμφώνησε με την αιτιολογία στην οποία το τμήμα ανακοπών στήριξε την απόφασή του να μη λάβει υπόψη ούτε τα πιστοποιητικά καταχώρισης (καθόσον δεν αποδείχθηκε η ανανέωση της ισχύος τους) και τα αποσπάσματα από το διαδικτυακό μητρώο του DPMA (καθόσον δεν μεταφράστηκαν) που κατατέθηκαν στις 9 Μαρτίου 2007 ούτε τα προσκομισθέντα στις 25 Σεπτεμβρίου 2007 έγγραφα (εκπρόθεσμη υποβολή τους). Διαπίστωσε περαιτέρω ότι το άρθρο 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 δεν παρείχε ούτε στο ίδιο το τμήμα προσφυγών ούτε και στο τμήμα ανακοπών διακριτική ευχέρεια να συνεκτιμήσουν έγγραφα προσκομισθέντα κατόπιν της λήξης της προθεσμίας που είχε τάξει το ΓΕΕΑ. Προσέθεσε δε ότι, ακόμη και αν διέθετε τέτοια διακριτική ευχέρεια, δεν θα την ασκούσε υπέρ του Β. Rintisch. Άλλωστε η αιτούσα την καταχώριση σημάτων δεν είχε ενεργήσει ανάρμοστα ούτε μπορούσε να της αποδοθεί οποιαδήποτε ευθύνη για την εκπρόθεσμη κατάθεση αποδεικτικών στοιχείων από τον Β. Rintisch.

19.      Στις 13 Φεβρουαρίου 2009 ο Β. Rintisch άσκησε προσφυγή κατά της απόφασης αυτής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

 Υποθέσεις C‑121/12 P και C‑122/12 P

20.      Η Valfleuri Pâtes Alimentaires SA (στο εξής: Valfleuri) υπέβαλε στις 6 Ιανουαρίου 2006 αίτηση καταχώρισης των λεκτικών σημείων «PROTIVITAL» και «PROTIACTIVE» ως κοινοτικών σημάτων για προϊόντα, μεταξύ άλλων, των κλάσεων 5, 29 και 30 της Συμφωνίας της Νίκαιας.

21.      Στις 24 Οκτωβρίου 2006 ο Β. Rintisch άσκησε ανακοπή κατά αμφότερων των αιτήσεων καταχώρισης, επικαλούμενος τον λόγο απαραδέκτου στον οποίο αναφέρεται το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94. Η ανακοπή αφορούσε ορισμένα από τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση. Ο Β. Rintisch στηρίχθηκε, μεταξύ άλλων, σε προγενέστερα γερμανικά σήματα, στα οποία περιλαμβάνονταν τα λεκτικά σήματα «PROTI» και «PROTIPLUS», καθώς και το εικονιστικό σήμα «PROTI POWER».

22.      Στις 16 Ιανουαρίου 2007, προς απόδειξη της ύπαρξης και του κύρους των εν λόγω προγενέστερων σημάτων, ο Β. Rintisch κατέθεσε, στο πλαίσιο και των δύο διαδικασιών ανακοπής: i) πιστοποιητικά καταχώρισης εκδοθέντα από το DPMA και ii) αποσπάσματα από το διαδικτυακό μητρώο του DPMA. Προσκόμισε δε και μετάφραση στην αγγλική γλώσσα, μόνον όμως για τα πιστοποιητικά καταχώρισης των οικείων σημάτων.

23.      Στις 23 Ιανουαρίου 2007 το τμήμα ανακοπών κοινοποίησε στον Β. Rintisch την ημερομηνία έναρξης του κατ’ αντιπαράθεση σταδίου της διαδικασίας ανακοπής σχετικά με την καταχώριση του σήματος «PROVITAL». Στις 13 Μαρτίου 2007 προχώρησε σε αντίστοιχη κοινοποίηση όσον αφορά τη διαδικασία επί του σήματος «PROTIACTIVE». Το τμήμα ανακοπών διευκρίνισε ρητώς ότι ο Β. Rintisch όφειλε να αποδείξει την ύπαρξη και το κύρος των προγενέστερων σημάτων προσκομίζοντας επίσημα έγγραφα μεταφρασμένα στη γλώσσα της διαδικασίας. Τον ενημέρωσε επίσης ότι έπρεπε να καταθέσει πιστοποιητικά ανανέωσης της ισχύος σημάτων που είχαν τυχόν καταχωριστεί προ δεκαετίας και πλέον. Η προθεσμία υποβολής αποδεικτικών στοιχείων έληγε στις 4 Ιουνίου 2007, στη διαδικασία για το σήμα «PROVITAL», και στις 26 Μαΐου 2007, στη διαδικασία για το σήμα «PROTIACTIVE». Το τμήμα ανακοπών προειδοποίησε τον Β. Rintisch ότι, αν τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία δεν προσκομίζονταν εμπροθέσμως, θα απέρριπτε την ανακοπή σε αμφότερες τις περιπτώσεις χωρίς να εξετάσει την ουσία.

24.      Το τμήμα ανακοπών απέρριψε την ανακοπή, στη μεν διαδικασία για το σήμα «PROVITAL» στις 19 Σεπτεμβρίου 2007, στη δε διαδικασία για το σήμα «PROTIACTIVE» στις 24 Σεπτεμβρίου 2007, με την αιτιολογία ότι ο Β. Rintisch δεν τεκμηρίωσε εμπροθέσμως την ύπαρξη και το κύρος των προγενέστερων σημάτων. Από τα πιστοποιητικά καταχώρισης προέκυπτε μεν ότι τα προγενέστερα σήματα είχαν πράγματι καταχωριστεί, όχι όμως ότι εξακολουθούσαν να ισχύουν κατά την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας που έταξε το ΓΕΕΑ. Μάλιστα, χωρίς πρόσθετα στοιχεία, από τα έγγραφα αυτά συναγόταν το συμπέρασμα ότι τα οικεία σήματα δεν ίσχυαν πλέον. Το τμήμα ανακοπών διαπίστωσε περαιτέρω ότι, βάσει του κανόνα 19, παράγραφος 4, του κανονισμού εφαρμογής, δεν επιτρεπόταν να λάβει υπόψη τα αποσπάσματα από το διαδικτυακό μητρώο του DPMA ως αποδεικτικά στοιχεία για τις ημερομηνίες ανανέωσης της ισχύος των προγενέστερων σημάτων, δεδομένου ότι δεν προσκομίστηκαν μεταφράσεις τους στην αγγλική γλώσσα.

25.      Στις 23 Οκτωβρίου 2007 ο Β. Rintisch άσκησε προσφυγή κατά αμφότερων των αποφάσεων και ζήτησε από το τμήμα προσφυγών να απορρίψει τις αιτήσεις καταχώρισης κοινοτικών σημάτων λόγω ύπαρξης κινδύνου σύγχυσης. Ταυτόχρονα με την άσκηση της προσφυγής, κατέθεσε αποσπάσματα από το διαδικτυακό μητρώο του DPMA και μια δήλωση του DPMA, συνοδευόμενη από μετάφρασή της στην αγγλική, η οποία επιβεβαίωνε ότι η ισχύς των προγενέστερων σημάτων είχε ανανεωθεί πριν από την ημερομηνία άσκησης της ανακοπής.

26.      Στις 21 Ιανουαρίου και στις 3 Φεβρουαρίου 2009 αντιστοίχως, το τμήμα προσφυγών απέρριψε την προσφυγή στις δύο αυτές διαδικασίες. Έκρινε ότι ορθώς το τμήμα ανακοπών απέρριψε την ανακοπή, δεδομένου ότι ο Β. Rintisch δεν τεκμηρίωσε εμπροθέσμως την ύπαρξη και το κύρος των προγενέστερων σημάτων. Τα πιστοποιητικά καταχώρισης που υποβλήθηκαν στις 16 Ιανουαρίου 2007 δεν αρκούσαν από μόνα τους για να αποδείξουν ότι τα προγενέστερα σήματα προστατεύονταν ακόμη κατά την ημερομηνία άσκησης της ανακοπής. Επιπλέον, ορθώς το τμήμα ανακοπών δεν έλαβε υπόψη τα αποσπάσματα από το διαδικτυακό μητρώο του DPMA, καθόσον δεν είχαν μεταφραστεί στην αγγλική γλώσσα. Τέλος, τόσο το τμήμα ανακοπών όσο και το ίδιο το τμήμα προσφυγών στερούνται διακριτικής ευχέρειας ως προς τη συνεκτίμηση αποδεικτικών στοιχείων προσκομισθέντων μετά το πέρας της προθεσμίας που τάσσει το ΓΕΕΑ. Ο κανόνας 20, παράγραφος 1, του κανονισμού εφαρμογής ορίζει ρητώς ότι, υπό τέτοιες περιστάσεις, χωρεί μόνον απόρριψη. Ακόμη πάντως και αν διέθετε παρόμοια διακριτική ευχέρεια, το τμήμα προσφυγών δεν θα την ασκούσε υπέρ του Β. Rintisch: η αντίδικος του δεν είχε ενεργήσει ανάρμοστα, ούτε ευθυνόταν με οποιονδήποτε τρόπο για την εκπρόθεσμη υποβολή των αποδεικτικών στοιχείων.

 Σύνοψη των αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου

 Υπόθεση T‑62/09 (11) (αντικείμενο της αναίρεσης στην υπόθεση C‑120/12 P)

27.      Η προσφυγή κατά της απόφασης του τμήματος προσφυγών της 15ης Δεκεμβρίου 2009 στηριζόταν σε τρεις λόγους ακύρωσης: i) παράβαση από το τμήμα ανακοπών του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, κανονισμού 40/94, ii) παράβαση από το τμήμα προσφυγών του άρθρου 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 και κατάχρηση εξουσίας και iii) παράβαση από το τμήμα ανακοπών του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, κανονισμού 40/94.

28.      Στις 16 Δεκεμβρίου 2011 το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή ακύρωσης.

29.      Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε, με τη σκέψη 24 της απόφασής του, τον πρώτο λόγο ως απαράδεκτο, στο μέτρο που δεν στρεφόταν κατά απόφασης του τμήματος προσφυγών.

30.      Ακολούθως, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τον δεύτερο λόγο ως αβάσιμο. Στις σκέψεις 27 και 28 της απόφασής του, συνόψισε καταρχάς το περιεχόμενο του κανόνα 19, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού εφαρμογής και αναφέρθηκε στις ημερομηνίες στις οποίες ο Β. Rintisch προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία.

31.      Εν συνεχεία, με τις σκέψεις 29 έως 32, το Γενικό Δικαστήριο εστίασε στο περιεχόμενο του άρθρου 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 και στη νομολογία σύμφωνα με την οποία i) οι διάδικοι εξακολουθούν, κατά κανόνα, να έχουν τη δυνατότητα να επικαλεστούν πραγματικά περιστατικά και να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία μετά το πέρας των σχετικών προθεσμιών που προβλέπουν οι διατάξεις του κανονισμού 40/94· ii) αυτή η δυνατότητα εκπρόθεσμης επίκλησης πραγματικών περιστατικών ή προσκόμισης αποδεικτικών στοιχείων δεν σημαίνει ότι οι διάδικοι μπορούν να αξιώσουν από το ΓΕΕΑ να λάβει υπόψη τα οικεία περιστατικά ή στοιχεία, και iii) η ως άνω ευχέρεια των διαδίκων των διαδικασιών ενώπιον του ΓΕΕΑ να επικαλεστούν πραγματικά περιστατικά και να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία μετά το πέρας των σχετικών προθεσμιών τελεί υπό την αίρεση ότι δεν υφίσταται αντίθετη διάταξη.

32.      Αφού υπενθύμισε τι προβλέπουν ο κανόνας 20, παράγραφος 1, και ο κανόνας 50, παράγραφος 1, πρώτο και τρίτο εδάφιο, του κανονισμού εφαρμογής, το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε το ζήτημα αν το τελευταίο αυτό άρθρο αποτελεί «αντίθετη διάταξη» η οποία αποκλείει την εφαρμογή του κανόνα 20, παράγραφος 1, σε διαδικασίες ενώπιον του τμήματος προσφυγών:

«38      Πρέπει ευθύς εξαρχής να σημειωθεί ότι, εφόσον η ανακοπή ασκήθηκε στις 9 Μαρτίου 2007, εφαρμογή εν προκειμένω έχει ο κανονισμός [εφαρμογής] /95 όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με τον κανονισμό (ΕΚ) 1041/2005 της Επιτροπής […] Ειδικότερα, σύμφωνα με την έβδομη αιτιολογική σκέψη του τελευταίου αυτού κανονισμού, ένας από τους σκοπούς της τροποποίησης που επήλθε ήταν να επαναδιατυπωθούν πλήρως οι σχετικές με τη διαδικασία ανακοπής διατάξεις προκειμένου, μεταξύ άλλων, να αποσαφηνιστούν οι έννομες συνέπειες τυχόν διαδικαστικών παραλείψεων.

39      Πέραν του κινδύνου διολίσθησης σε διάλληλο συλλογισμό ως προς την ερμηνεία των επίμαχων διατάξεων, αν γινόταν δεκτή η ερμηνεία την οποία προτείνει ο προσφεύγων, θα περιοριζόταν σημαντικά το πεδίο εφαρμογής του κανόνα 20, παράγραφος 1, του κανονισμού [εφαρμογής], όπως έχει τροποποιηθεί.

40      Αν τα στοιχεία προς απόδειξη της ύπαρξης, του κύρους και της έκτασης της προστασίας του προγενέστερου σήματος –τα οποία, βάσει του γράμματος του νέου, και κρίσιμου για την προκειμένη υπόθεση, κανόνα 20, παράγραφος 1, του κανονισμού [εφαρμογής], δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το τμήμα ανακοπών, όταν υποβάλλονται εκπροθέσμως– ήταν μολαταύτα δυνατό να συνεκτιμηθούν από το τμήμα προσφυγών δυνάμει της διακριτικής ευχέρειας που του παρέχει το άρθρο 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94, η προβλεπόμενη ρητώς από τον κανονισμό 1041/2005 έννομη συνέπεια για αυτό το είδος της παράλειψης θα καθίστατο, σε ορισμένες περιπτώσεις, άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας.

41      Επιβάλλεται, συνεπώς, η διαπίστωση ότι το τμήμα προσφυγών δεν έσφαλε κρίνοντας ότι, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις της υπόθεσης αυτής, υπήρχε διάταξη η οποία απέκλειε τη συνεκτίμηση αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν εκπροθέσμως από τον προσφεύγοντα στο ΓΕΕΑ και ότι, ως εκ τούτου, το τμήμα προσφυγών δεν είχε οποιαδήποτε διακριτική ευχέρεια δυνάμει του άρθρου 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94.»

33.      Το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε, εν συνεχεία, το επιχείρημα του Β. Rintisch σχετικά με το συμπέρασμα του ΓΕΕΑ ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν θα ασκούσε τυχόν διακριτική του ευχέρεια υπέρ του προσφεύγοντος:

«43      Συναφώς, μολονότι το τμήμα προσφυγών κατέληξε ότι οι περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης απέκλειαν, εν πάση περιπτώσει, το ενδεχόμενο άσκησης τυχόν διακριτικής ευχέρειας δυνάμει του άρθρου 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 υπέρ του προσφεύγοντος, προκύπτει εντούτοις σαφώς από το σημείο 39 της προσβαλλόμενης απόφασης ότι το τμήμα προχώρησε επικουρικώς και μόνο στη διαπίστωση αυτή, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη ότι εκκρεμούσε ενώπιον του Δικαστηρίου η εκδίκαση της αναίρεσης κατά της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση CORPO livre [(12)] […], στην οποία το τμήμα είχε στηρίξει την αιτιολογία της δικής του απόφασης.

44      Επισημαίνεται ότι με τη διάταξή του στην υπόθεση K & L Ruppert Stiftung κατά ΓΕΕΑ [(13)] […] το Δικαστήριο δεν έθεσε υπό αμφισβήτηση την προσέγγιση την οποία ακολούθησε το Γενικό Δικαστήριο στην απόφαση CORPO livre […] Επιπλέον, δεδομένου ότι, σύμφωνα με την προεκτεθείσα στη σκέψη 41 διαπίστωση, το τμήμα προσφυγών δεν διέθετε διακριτική ευχέρεια δυνάμει του άρθρου 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94, παρέλκει η εξέταση των επιχειρημάτων τα οποία προβάλλει ο προσφεύγων ζητώντας να αναγνωριστεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν, από την άποψη αυτή, εσφαλμένη βάσει των κριτηρίων που τέθηκαν με την απόφαση ΓΕΕΑ κατά Kaul [(14)] […]

[...]

46      Επομένως, το τμήμα προσφυγών δεν παρέβη το άρθρο 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94, στο μέτρο που αρνήθηκε να λάβει υπόψη, στην προσβαλλόμενη απόφασή του, τα έγγραφα τα οποία ο προσφεύγων προσκόμισε εκπροθέσμως στο τμήμα ανακοπών προκειμένου να αποδείξει την ύπαρξη και το κύρος των προγενέστερων σημάτων.»

34.      Με τη σκέψη 47 της απόφασής του, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ως απαράδεκτη την αιτίαση περί κατάχρησης εξουσίας εκ μέρους του τμήματος προσφυγών, καθόσον το δικόγραφο δεν πληρούσε συναφώς τις ελάχιστες απαιτήσεις του παραδεκτού, ιδίως δε την απαίτηση προβολής επιχειρημάτων προς στήριξη των λόγων ακύρωσης, όπως απορρέει από το άρθρο 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και από το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, διατάξεις οι οποίες εφαρμόζονται επί υποθέσεων διανοητικής ιδιοκτησίας δυνάμει των άρθρων 130, παράγραφος 1, και 132, παράγραφος 1, του τελευταίου αυτού κανονισμού.

35.      Με τη σκέψη 62 της απόφασής του, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε και τον τρίτο λόγο ακύρωσης ως αβάσιμο, με το σκεπτικό ότι δεν επιτρεπόταν, αφού κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων δεν είχε τεκμηριώσει δεόντως ως ανακόπτων την ύπαρξη και το κύρος των προγενέστερων σημάτων, να εξετάσει την ανακοπή επί της ουσίας ούτε να εκτιμήσει, ειδικότερα, το ζήτημα της ύπαρξης κινδύνου σύγχυσης μεταξύ των επίμαχων σημάτων.

 Υποθέσεις T‑109/09 (15) και T‑152/09 (16) (αντικείμενο της αναίρεσης στις υποθέσεις C‑121/12 P και C‑122/12 P)

36.      Οι προσφυγές του Β. Rintisch κατά των αποφάσεων του τμήματος προσφυγών της 21ης Ιανουαρίου 2009 και της 3ης Φεβρουαρίου 2009 βασίζονταν στους ίδιους τρεις λόγους ακύρωσης τους οποίους προέβαλε και στην υπόθεση T‑62/09.

37.      Στις 16 Δεκεμβρίου 2011 το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τις ως άνω προσφυγές.

38.      Σε αμφότερες τις υποθέσεις T‑109/09 και T‑152/09, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τους τρεις λόγους βάσει σκεπτικού που ήταν, κατ’ ουσίαν, το ίδιο με εκείνο στο οποίο είχε στηρίξει την απόρριψη πανομοιότυπων λόγων ακύρωσης στην υπόθεση T‑62/09 (αντικείμενο της αναίρεσης στην υπόθεση C‑120/12 P).

 Σύνοψη των αιτημάτων και των λόγων αναίρεσης

39.      Σε όλες τις υποθέσεις ο Β. Rintisch ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει τις αντίστοιχες αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου και να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

40.      Οι αναιρέσεις ερείδονται σε δύο λόγους: i) παράβαση του άρθρου 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94, καθόσον κακώς το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το τμήμα προσφυγών στερείται διακριτικής ευχέρειας ως προς το ζήτημα της παράλειψης του ανακόπτοντος να τεκμηριώσει την ύπαρξη και το κύρος των προγενέστερων σημάτων και ii) κατάχρηση εξουσίας.

 Σύνοψη των επιχειρημάτων των διαδίκων στις τρεις υποθέσεις

 Παράβαση του άρθρου 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94

41.      Ο Β. Rintisch υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένως το άρθρο 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 και τον κανόνα 50, παράγραφος 1, του κανονισμού εφαρμογής. Κατά την άποψή του, κακώς το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε το συμπέρασμα ότι δεν απόκειται στη διακριτική ευχέρεια του τμήματος προσφυγών να αποφασίσει ότι μπορεί να λάβει υπόψη για τη δική του απόφαση έγγραφα τα οποία προσκομίστηκαν μετά το πέρας της προθεσμίας που είχε τάξει το τμήμα ανακοπών. Το Γενικό Δικαστήριο έσφαλε επίσης καθόσον δεν έκρινε ότι το τμήμα προσφυγών άσκησε εσφαλμένως τη διακριτική ευχέρεια την οποία του παρέχει το άρθρο 74, παράγραφος 2.

 Το ζήτημα αν το τμήμα προσφυγών είχε διακριτική ευχέρεια

42.      Ο Β. Rintisch παραπέμπει στην απόφαση που εκδόθηκε επί της υπόθεσης Henkel κατά ΓΕΕΑ – LHS (UK) (Kleencare), όπου το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι «από την αρχή της λειτουργικής συνέχειας απορρέει ότι, εντός του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 74, παράγραφος 1, τελευταία περίοδος, του κανονισμού 40/94, το τμήμα προσφυγών οφείλει να στηρίξει την απόφασή του σε όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που ο ενδιαφερόμενος προέβαλε είτε κατά τη διαδικασία ενώπιον της υπηρεσίας που αποφάνθηκε σε πρώτο βαθμό είτε, υπό τη μόνη επιφύλαξη της παραγράφου 2 της διατάξεως αυτής, κατά τη διαδικασία εκδικάσεως της προσφυγής» (17). Επομένως, το τμήμα προσφυγών ήταν υποχρεωμένο να λάβει υπόψη έγγραφα τα οποία υποβλήθηκαν ενώπιον του τμήματος ανακοπών μετά τη λήξη της προθεσμίας, όπως μεταφράσεις πιστοποιητικών ανανέωσης της ισχύος των οικείων σημάτων.

43.      Ο Β. Rintisch δέχεται μεν ότι στην υπόθεση ΓΕΕΑ κατά Kaul (18) το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η διακριτική ευχέρεια που αναγνωρίζεται με το άρθρο 74, παράγραφος 2, τελεί υπό την αίρεση ότι δεν υφίσταται αντίθετη διάταξη, πλην όμως προβάλλει το επιχείρημα ότι η ίδια η διάταξη δεν προβλέπει τέτοια προϋπόθεση. Ούτε υπάρχει οποιοσδήποτε άλλος κανόνας ο οποίος να αποκλείει την άσκηση της εν λόγω διακριτικής ευχέρειας από το τμήμα προσφυγών. Επομένως, αμφισβητεί, κατά τα φαινόμενα, και την ορθότητα της νομολογιακής αρχής που τέθηκε με την απόφαση ΓΕΕΑ κατά Kaul.

44.      Ο Β. Rintisch ισχυρίζεται ότι, μολονότι αληθεύει ότι ο κανόνας 20, παράγραφος 1, έχει εφαρμογή στις διαδικασίες ανακοπής, το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του ότι ο κανόνας 50, παράγραφος 1, υπερισχύει του κανόνα 20, παράγραφος 1, στο μέτρο που παρέχει διακριτική ευχέρεια στο τμήμα προσφυγών. Το Γενικό Δικαστήριο αγνόησε το γεγονός ότι το τρίτο εδάφιο του κανόνα 50, παράγραφος 1, το οποίο αποτελεί ειδική διάταξη για την εξέταση προσφυγών, προβλέπει ρητώς ότι το άρθρο 74, παράγραφος 2, έχει εφαρμογή συναφώς. Υπό την οπτική αυτή, το Γενικό Δικαστήριο δεν διέκρινε, ως όφειλε, μεταξύ της επέλευσης εντελώς νέων πραγματικών περιστατικών και της καθυστερημένης επίκλησης ή προσκόμισης «πρόσθετων ή συμπληρωματικών» πραγματικών περιστατικών ή αποδεικτικών στοιχείων αντιστοίχως. Επίσης, κακώς το Γενικό Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε ότι, βάσει του άρθρου 74, παράγραφος 2, το τμήμα προσφυγών θα έπρεπε να λάβει υπόψη τη μετάφραση που κατατέθηκε μετά το πέρας της προθεσμίας.

45.      Το ΓΕΕΑ υποστηρίζει ότι δύο στοιχεία είναι σημαντικά για την επίλυση του ζητήματος που τίθεται με τον πρώτο λόγο αναίρεσης. Πρώτον, πρέπει να εξεταστεί η ιστορία του κανόνα 20, παράγραφος 1. Ο κανόνας αυτός, ως είχε πριν από την τροποποίησή του, δεν προσδιόριζε τις συνέπειες της μη συμμόρφωσης με τις προθεσμίες του κανόνα 19, παράγραφος 1. Ο κανόνας 20, παράγραφος 1, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1041/2005, ορίζει πλέον ρητώς ότι η ανακοπή είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, αν ο ανακόπτων δεν έχει αποδείξει την ύπαρξη, το κύρος και την έκταση της προστασίας του προγενέστερού του σήματος πριν από τη λήξη της περιόδου που προβλέπεται στον κανόνα 19, παράγραφος 1. Δεύτερον, δεν αμφισβητείται ότι, σύμφωνα με τον κανόνα 19, παράγραφος 3, τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζονται στο πλαίσιο διαδικασιών ανακοπής πρέπει είτε να είναι στη γλώσσα διαδικασίας είτε να συνοδεύονται από μετάφραση στη συγκεκριμένη γλώσσα. Η ως άνω αρχή εξυπηρετεί την ανάγκη, αφενός, τήρησης του κανόνα audi alteram partem και, αφετέρου, διασφάλισης της ισότητας των όπλων των διαδίκων σε διαδικασίες inter partes. Συνεπώς, τυχόν πιστοποιητικά καταχώρισης μπορούν να ληφθούν υπόψη, ως αποδεικτικά στοιχεία, μόνον αν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του κανόνα 19, παράγραφος 3. Ως εκ τούτου, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε ότι ο κανόνας 20, παράγραφος 1, του κανονισμού εφαρμογής αποκλείει την άσκηση οποιασδήποτε διακριτικής ευχέρειας ως προς το αν θα ληφθούν υπόψη αποδεικτικά στοιχεία και μεταφράσεις που έχουν προσκομιστεί μετά την εκπνοή της σχετικής προθεσμίας.

46.      Το ΓΕΕΑ αναφέρεται, εν συνεχεία, στους ενδεχόμενους παραλληλισμούς μεταξύ των κανόνων 20 και 22, παράγραφος 2. Σε σχέση με τον τελευταίο κανόνα και τις συνέπειες της υποβολής αποδεικτικών στοιχείων μετά τη λήξη της προθεσμίας που έχει τάξει το ΓΕΕΑ βάσει του ίδιου αυτού κανόνα, το Γενικό Δικαστήριο είχε διακρίνει κατά το παρελθόν μεταξύ αρχικών και πρόσθετων αποδεικτικών στοιχείων. Κατά την άποψη του ΓΕΕΑ, η νομολογία αυτή αφορά μόνον την κατάθεση αποδεικτικών στοιχείων σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας ανακοπής. Όσον αφορά την απόδειξη της ουσιαστικής χρήσης, το ΓΕΕΑ δέχεται ότι υπάρχει κάποιο περιθώριο για διαφορετικές ερμηνείες ως προς την ποιότητα των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίζονται και, επομένως, μεγαλύτερη ανάγκη ευελιξίας. Στο πλαίσιο της απόδειξης της ύπαρξης και του κύρους προγενέστερων δικαιωμάτων, αντιθέτως, δεν υφίσταται οποιοδήποτε περιθώριο αμφιβολίας ως προς την επάρκεια των στοιχείων που προσκομίζονται. Συνακόλουθα, δεν χωρεί παρόμοια διάκριση στο πλαίσιο αυτό.

47.      Σε αντίθεση προς την Bariatrix στην υπόθεση C‑120/12 P, η Valfleuri άσκησε παρέμβαση στις υποθέσεις C‑121/12 P και C‑122/12 P. Κατά την άποψή της, υπό τις περιστάσεις των υπό κρίση υποθέσεων, το ΓΕΕΑ ουδεμία διακριτική ευχέρεια διαθέτει. Τα δικά της επιχειρήματα της βασίζονται στο γράμμα των κανόνων 19 και 20 του κανονισμού εφαρμογής, καθώς και στο γεγονός ότι αμφότερες αυτές οι διατάξεις αποκλείουν οποιαδήποτε δυνατότητα του ΓΕΕΑ να παρατείνει την προθεσμία ώστε να μπορέσει ο ενδιαφερόμενος να προσκομίσει στοιχεία προς απόδειξη της ύπαρξης, του κύρους και της έκτασης της προστασίας του προγενέστερου σήματος. Βάλλει, επιπλέον, κατά των επιχειρημάτων του Β. Rintisch στο μέτρο που στηρίζονται σε νομολογία η οποία δεν αφορά την εφαρμογή των κανόνων 19 και 20 του κανονισμού [εφαρμογής], όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1041/2005. Η Valfleuri υπογραμμίζει ότι, εν προκειμένω, ο Β. Rintisch είχε στη διάθεσή του όλα τα απαραίτητα έγγραφα πριν από την εκπνοή της προθεσμίας την οποία του έταξε το ΓΕΕΑ· δεν έχει προβάλει, ωστόσο, κανέναν λόγο που να δικαιολογεί την καθυστερημένη υποβολή τους τον Οκτώβριο του 2007.

 Το ζήτημα πώς έπρεπε το τμήμα προσφυγών να ασκήσει την ενδεχόμενη διακριτική του ευχέρεια

48.      Ο Β. Rintisch υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο έπρεπε να αποφανθεί ότι το τμήμα προσφυγών έσφαλε προβαίνοντας στη διαπίστωση ότι, ακόμη και αν είχε διακριτική ευχέρεια δυνάμει του άρθρου 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94, δεν θα την ασκούσε υπέρ του. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει τα επιχειρήματά του ότι το τμήμα προσφυγών ήταν υποχρεωμένο να ελέγξει αν η συνεκτίμηση των εκπροθέσμως προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων ήταν εν προκειμένω δικαιολογημένη καθόσον, αφενός, το επίμαχο υλικό μπορούσε εκ πρώτης όψεως να επηρεάσει την έκβαση της διαδικασίας ανακοπής και, αφετέρου, ούτε το στάδιο εξέλιξης της διαδικασίας κατά το οποίο πραγματοποιήθηκε η καθυστερημένη κατάθεσή τους ούτε και οι γενικότερες περιστάσεις της ετεροχρονισμένης αυτής υποβολής απέκλειαν την εν λόγω συνεκτίμηση.

49.      Το ΓΕΕΑ ισχυρίζεται ότι ο συγκεκριμένος λόγος αναίρεσης είναι λυσιτελής μόνο στην περίπτωση που το Δικαστήριο αποφανθεί ότι το τμήμα προσφυγών διαθέτει πράγματι διακριτική ευχέρεια. Εν πάση περιπτώσει, το τμήμα προσφυγών είχε εξηγήσει με ποιον τρόπο θα ασκούσε την ευχέρεια αυτή υπό τις περιστάσεις των προκειμένων υποθέσεων.

 Κατάχρηση εξουσίας

50.      Ο Β. Rintisch προβάλλει κατά τα φαινόμενα, ως δεύτερο λόγο αναίρεσης, κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου. Εντούτοις, δεν παρουσιάζει κάποιο συγκεκριμένο επιχείρημα προς στήριξη του ως άνω λόγου.

51.      Το ΓΕΕΑ αμφιβάλλει κατά πόσον ο αναιρεσείων εμμένει στον λόγο αυτόν. Εν πάση περιπτώσει, ελλείψει οποιουδήποτε σχετικού επιχειρήματος, ο δεύτερος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

 Ανάλυση

 Η ενδεχόμενη διακριτική ευχέρεια του τμήματος προσφυγών και η άσκησή της

52.      Ο πρώτος λόγος αναίρεσης μπορεί να χωριστεί σε δύο σκέλη. Το πρώτο σκέλος αφορά το ζήτημα αν απόκειται στη διακριτική ευχέρεια του τμήματος προσφυγών να λάβει υπόψη αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ύπαρξη και το κύρος προγενέστερων σημάτων, καθώς και μεταφράσεις των οικείων εγγράφων, που έχουν προσκομιστεί μετά το πέρας της προθεσμίας την οποία έταξε το τμήμα ανακοπών. Το δεύτερο σκέλος σχετίζεται με την άσκηση της διακριτικής αυτής ευχέρειας, σε περίπτωση που διαπιστωθεί όντως ότι υπάρχει.

 Το ζήτημα αν το τμήμα προσφυγών έχει διακριτική ευχέρεια

53.      Με τις σημερινές μου προτάσεις στην υπόθεση C‑621/11 P, New Yorker SHK Jeans κατά ΓΕΕΑ, επισήμανα ότι αφετηρία κάθε ανάλυσης του εύρους της ενδεχόμενης διακριτικής ευχέρειας του ΓΕΕΑ ως προς τη συνεκτίμηση αποδεικτικών στοιχείων στο πλαίσιο όλων των διαδικασιών ενώπιόν του πρέπει να αποτελεί η θέση ότι, υπό κανονικές συνθήκες, απόκειται στη διακριτική ευχέρεια του ΓΕΕΑ, περιλαμβανομένων τόσο του τμήματος ανακοπών όσο και του τμήματος προσφυγών, να λαμβάνει υπόψη εκπροθέσμως προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία.

54.      Η υπόθεση New Yorker SHK Jeans κατά ΓΕΕΑ αφορούσε το ζήτημα αν είναι στη διακριτική ευχέρεια του τμήματος ανακοπών να λάβει υπόψη μια δεύτερη παρτίδα αποδεικτικών στοιχείων τα οποία προσκομίζονται μετά τη λήξη της προθεσμίας που έχει τάξει το ΓΕΕΑ, προκειμένου να αποδειχθεί ουσιαστική χρήση στο πλαίσιο διαδικασίας ανακοπής.

55.      Οι υπό κρίση υποθέσεις αφορούν i) στοιχεία που αποδεικνύουν την ύπαρξη και το κύρος των προγενέστερων σημάτων στα οποία στηρίζεται ο ανακόπτων και ii) μεταφράσεις των οικείων εγγράφων. Πρόκειται για τα αποδεικτικά στοιχεία των οποίων η προσκόμιση συνιστά προϋπόθεση για την ίδια την έναρξη της διαδικασίας ανακοπής. Χωρίς προγενέστερο, έγκυρο σήμα, δεν τίθεται καν ζήτημα άσκησης ανακοπής κατά της αίτησης καταχώρισης νέου σήματος.

56.      Από τον γενικό κανόνα του άρθρου 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 συνάγω κατ’ ανάγκην, όπως άλλωστε και το Γενικό Δικαστήριο (19), το συμπέρασμα ότι, καταρχήν, το τμήμα προσφυγών έχει διακριτική ευχέρεια και εν προκειμένω.

57.      Προβλέπει όμως ο κανονισμός 40/94 ή ο κανονισμός εφαρμογής κάποια εξαίρεση η οποία να ισχύει στην περίπτωση των τριών υπό κρίση υποθέσεων;

58.      Θα απαντήσω στο ως άνω ερώτημα, καταρχάς, σε σχέση με την υποβολή των ίδιων των αποδεικτικών στοιχείων και, εν συνεχεία, θα εξετάσω χωριστά το ζήτημα των μεταφράσεών τους.

59.      Πέραν του άρθρου 74, παράγραφος 2, ο κανονισμός 40/94 ουδεμία άλλη ρητή διάταξη περιέχει σχετικά με ενδεχόμενη διακριτική ευχέρεια του τμήματος προσφυγών να λαμβάνει υπόψη στοιχεία που προσκομίστηκαν, προς απόδειξη της ύπαρξης και του κύρους προγενέστερων σημάτων, μετά το πέρας της προθεσμίας που έχει τάξει το τμήμα ανακοπών (20).

60.      Εντούτοις, το άρθρο 42, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94 καθιστά σαφές ότι μόνον οι δικαιούχοι (προγενέστερων) σημάτων μπορούν να ασκήσουν ανακοπή κατά της αίτησης καταχώρισης κοινοτικού σήματος. Ο ανακόπτων οφείλει, επομένως, να παράσχει πληροφορίες σχετικές με το σήμα στο οποίο στηρίζεται και με τα δικαιώματά του επί του σήματος αυτού. Τα καθαυτά αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει η ύπαρξη και το κύρος του σήματος επιτρέπεται να υποβληθούν ενώπιον του τμήματος ανακοπών και σε μεταγενέστερο στάδιο (21).

61.      Μολονότι δεν απαιτείται τα καθαυτά αποδεικτικά στοιχεία να κατατεθούν οπωσδήποτε ταυτόχρονα με την άσκηση της ανακοπής, οι πληροφορίες που αφορούν την ύπαρξη και το κύρος του σήματος άπτονται του παραδεκτού της ανακοπής. Πρέπει, κατά συνέπεια, να ελεγχθούν από το τμήμα ανακοπών προτού αυτό προχωρήσει στην εξέταση της ουσίας. Λαμβανομένων υπόψη, αφενός, της απαίτησης για αποτελεσματικότητα των διαδικασιών και, αφετέρου, των αρχών της χρηστής διοίκησης και της ασφάλειας δικαίου, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι, στο συγκεκριμένο πλαίσιο, το άρθρο 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αποκλείει κάθε δυνατότητα του τμήματος προσφυγών να λάβει υπόψη αποδεικτικά στοιχεία τα οποία, ενώ δεν έχουν υποβληθεί σε προηγούμενο στάδιο στο πλαίσιο διαδικασίας ανακοπής, προσκομίζονται, ενώπιόν του προς επίρρωση ισχυρισμού σχετικού με το παραδεκτό της ανακοπής, όπως είναι (ειδικά) τα στοιχεία που αποδεικνύουν την ύπαρξη και το κύρος των (προγενέστερων) σημάτων.

62.      Το τρίτο εδάφιο του κανόνα 50, παράγραφος 1, του κανονισμού εφαρμογής επιβεβαιώνει την ως άνω ερμηνεία.

63.      Η πρώτη περίοδος του τρίτου εδάφιου του κανόνα 50, παράγραφος 1, θέτει τον γενικό κανόνα ο οποίος ισχύει για τις προσφυγές κατά των αποφάσεων του τμήματος ανακοπών. Ερμηνεύω τον εν λόγω κανόνα, ειδικότερα δε τη φράση «εξετάζει την προσφυγή μόνον όσον αφορά», υπό την έννοια ότι το τμήμα προσφυγών δύναται να λαμβάνει υπόψη μόνον τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά στοιχεία των οποίων η επίκληση ή υποβολή, αντιστοίχως, έγινε «εντός των προθεσμιών που ορίζονται ή διευκρινίζονται από το τμήμα ανακοπών σύμφωνα με τον κανονισμό [40/94] και τους κανόνες [του παρόντος κανονισμού εφαρμογής]». Μολονότι η διάταξη δεν διακρίνει τα αποδεικτικά στοιχεία που αφορούν την ύπαρξη και το κύρος προγενέστερων σημάτων από τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία, η προσκόμιση των δύο αυτών κατηγοριών αποδεικτικών στοιχείων ρυθμίζεται από διαφορετικούς κανόνες στον κανονισμό 40/94 και τον κανονισμό εφαρμογής. Οι κανόνες 19 και 20 του κανονισμού εφαρμογής ρυθμίζουν τα σχετικά με την κατάθεση, αφενός, αποδεικτικών στοιχείων για την ύπαρξη και το κύρος προγενέστερων σημάτων και, αφετέρου, των μεταφράσεων των προσκομιζόμενων εγγράφων.

64.      Ως εκ τούτου, αντιθέτως προς το επιχείρημα που προβάλλει ο Β. Rintisch, η πρώτη περίοδος του τρίτου εδαφίου του κανόνα 50, παράγραφος 1, δεν «υπερισχύει» του κανόνα 20, παράγραφος 1. Απλώς και μόνον «παραπέμπει» στη διάταξη αυτή και αποκλείει τη δυνατότητα του τμήματος προσφυγών να λάβει υπόψη πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία των οποίων η επίκληση ή υποβολή, αντιστοίχως, έγινε μετά το πέρας προθεσμίας που έταξε ή προσδιόρισε το τμήμα ανακοπών σύμφωνα με τον κανονισμό 40/94 και με τον κανονισμό εφαρμογής, εφόσον δεν πρόκειται για «επιπρόσθετα ή συμπληρωματικά γεγονότα και στοιχεία». Κατά συνέπεια, το τμήμα προσφυγών στερείται, όπως άλλωστε και το τμήμα ανακοπών (22), διακριτικής ευχέρειας ως προς τη συνεκτίμηση τέτοιων αποδεικτικών στοιχείων.

65.      Η δεύτερη περίοδος εισάγει παρέκκλιση από τον κανόνα της πρώτης περιόδου: αυτός εφαρμόζεται «εκτός εάν το τμήμα θεωρεί ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη επιπρόσθετα ή συμπληρωματικά γεγονότα και στοιχεία δυνάμει του άρθρου 74, παράγραφος 2, του κανονισμού [40/94]», το οποίο θέτει τη γενική αρχή όσον αφορά τη διακριτική ευχέρεια του ΓΕΕΑ.

66.      Επομένως, η απάντηση στο ερώτημα αν το τμήμα προσφυγών έχει τη διακριτική αυτή ευχέρεια εξαρτάται από το αν τα αποδεικτικά στοιχεία που αφορούν την ύπαρξη και το κύρος προγενέστερων σημάτων μπορούν να χαρακτηριστούν «επιπρόσθετα ή συμπληρωματικά» (23). Αν και δεν θεωρώ ότι παρίσταται ανάγκη να δοθεί, στο πλαίσιο των υπό κρίση υποθέσεων, ένας απολύτως ακριβής ορισμός των λέξεων αυτών, είναι πρόδηλο ότι, προκειμένου να μπορεί να αποδοθεί ο συγκεκριμένος χαρακτηρισμός σε αποδεικτικά στοιχεία, πρέπει οπωσδήποτε να έχουν ήδη κατατεθεί και άλλα αποδεικτικά στοιχεία σε προγενέστερο στάδιο της διαδικασίας.

67.      Εφόσον ο κανονισμός εφαρμογής καθορίζει i) αφενός, τις στοιχειώδεις τυπικές απαιτήσεις που πρέπει να πληρούνται προκειμένου να κριθούν παραδεκτά τα στοιχεία τα οποία προσκομίζονται προς απόδειξη κάποιου γεγονότος και ii) αφετέρου, την προθεσμία υποβολής των αποδεικτικών αυτών στοιχείων, δεν είναι αδύνατο να γίνει δεκτό ότι επιτρέπεται να καταθέσει ο ανακόπτων εμπροθέσμως ανεπαρκή στοιχεία και να παράσχει κατόπιν, ενδεχομένως μάλιστα ενώπιον του τμήματος προσφυγών, εκείνα που είναι στην πραγματικότητα τα απολύτως αναγκαία, υπό το πρόσχημα ότι πρόκειται για «επιπρόσθετα ή συμπληρωματικά» αποδεικτικά στοιχεία.

68.      Ανεξαρτήτως ποια είναι η βάση της ανακοπής, ο ανακόπτων οφείλει πάντοτε να προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία για την ύπαρξη, το κύρος και την έκταση της προστασίας των προγενέστερων σημάτων στα οποία στηρίζεται. Ο κανόνας 19, παράγραφος 2, του κανονισμού εφαρμογής ορίζει ότι «ο ανακόπτων παρέχει τα ακόλουθα αποδεικτικά στοιχεία: […]». Εν συνεχεία διευκρινίζεται, στην παράγραφο 2, στοιχείο α΄, σημείο ii, ότι σε περίπτωση που η ανακοπή στηρίζεται σε σήμα που δεν είναι κοινοτικό απαιτούνται ορισμένα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα δε το σχετικό πιστοποιητικό καταχώρισης και, όπου είναι αναγκαίο, το πιο πρόσφατο πιστοποιητικό ανανέωσης.

69.      Μετά την τροποποίησή του με τον κανονισμό 1041/2005, ο κανόνας 20, παράγραφος 1, είναι πλέον σαφής ως προς τις συνέπειες που έχει τυχόν παράλειψη του ανακόπτοντος να καταθέσει το σχετικό πιστοποιητικό καταχώρισης (ή, ενδεχομένως, ανανέωσης) εντός της προθεσμίας την οποία έχει τάξει το τμήμα ανακοπών: «η ανακοπή απορρίπτεται ως [αβάσιμη]».

70.      Καίτοι η φράση αυτή ομοιάζει ομολογουμένως με τη διατύπωση «το Γραφείο απορρίπτει την ανακοπή», η οποία χρησιμοποιείται στον κανόνα 22, παράγραφος 2, του κανονισμού εφαρμογής, φρονώ πάντως ότι δεν πρέπει να ερμηνευθούν με τον ίδιο τρόπο.

71.      Με τις προτάσεις μου στην υπόθεση C‑621/11 P, New Yorker SHK Jeans κατά ΓΕΕΑ, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι, βάσει της δεύτερης περιόδου του κανόνα 22, παράγραφος 2, του κανονισμού εφαρμογής, το τμήμα ανακοπών οφείλει να απορρίψει την ανακοπή αν κατά τη λήξη της προθεσμίας που έχει τάξει το ΓΕΕΑ ουδέν στοιχείο έχει προσκομιστεί προς απόδειξη της ουσιαστικής χρήσης του σήματος (24). Επισήμανα ακόμη ότι η εξαίρεση από τον γενικό κανόνα του άρθρου 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 παύει να ισχύει αν ο ανακόπτων, ο οποίος καλείται να αποδείξει την ουσιαστική χρήση του σήματός του, έχει καλόπιστα παράσχει κάποια πρώτα, αξιόπιστα στοιχεία προς απόδειξη της χρήσης αυτής (25). Ενώ ο κανόνας 22, παράγραφος 3, εξηγεί τι πρέπει να αποδειχθεί και ο κανόνας 22, παράγραφος 4, απαριθμεί διάφορα αποδεικτικά μέσα, δεν υπάρχει ένας περιοριστικός κατάλογος εγγράφων που πρέπει να κατατεθούν οπωσδήποτε προκειμένου να θεωρηθεί ότι αποδεικνύεται η ουσιαστική χρήση. Ανάλογα με τις περιστάσεις, όπως, παραδείγματος χάρη, το είδος του σήματος και της αγοράς στην οποία αυτό χρησιμοποιείται, η ποιότητα και η ποσότητα των αποδεικτικών στοιχείων ενδέχεται να ποικίλλει και η επάρκεια εκείνων που αρχικώς προσκομίστηκαν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση από τον προσφεύγοντα κατά την inter partes διαδικασία.

72.      Κατά την άποψή μου, ο κανόνας 20, παράγραφος 1, δεν μπορεί να ερμηνευθεί με τον ίδιο τρόπο. Με τον κανόνα 19, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, σημείο ii, ο νομοθέτης έθεσε κατ’ ουσία μια ελάχιστη απαίτηση ως προς τα αποδεικτικά στοιχεία: ο ανακόπτων υποχρεούται να καταθέσει αντίγραφο του σχετικού πιστοποιητικού καταχώρισης και, εφόσον χρειάζεται, του πιο πρόσφατου πιστοποιητικού ανανέωσης από το οποίο προκύπτει ότι η προστασία του σήματος υπερκαλύπτει, από χρονικής άποψης, την προθεσμία που έχει τάξει το τμήμα ανακοπών και οποιαδήποτε τυχόν παράτασή της, ή, εν πάση περιπτώσει, αντίστοιχα έγγραφα εκδοθέντα από τη διοικητική αρχή που έχει καταχωρίσει το σήμα.

73.      Δύο τινά μπορεί να συμβούν: είτε ο ανακόπτων θα καταθέσει το σχετικό πιστοποιητικό καταχώρισης (ή, ενδεχομένως, ανανέωσης) είτε όχι. Κατά συνέπεια, συμφωνώ με το ΓΕΕΑ ότι δεν υφίσταται περιθώριο αμφισβήτησης της επάρκειας των οικείων εγγράφων ή αμφιβολίας ως προς το αν είναι πρόσθετα ή συμπληρωματικά σε σχέση με άλλα, ήδη προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία. Τα στοιχειώδη αυτά έγγραφα είναι εξ ορισμού αδύνατο να αποτελούν πρόσθετα ή συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία, σε σχέση με άλλα έγγραφα. (Τα τελευταία μπορούν, πάντως, να θεωρηθούν πρόσθετα ή συμπληρωματικά σε σχέση με τα πρώτα.)

74.      Αντιθέτως προς τον Β. Rintisch, δεν βλέπω τον λόγο να γίνει διάκριση μεταξύ εγγράφων που έχουν κατατεθεί εκπροθέσμως ενώπιον του τμήματος ανακοπών και εγγράφων τα οποία προσκομίστηκαν ενώπιον του τμήματος προσφυγών, επίσης μετά την εκπνοή της ίδιας αυτής προθεσμίας. Σύμφωνα με την ερμηνεία των κανόνων 19, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, σημείο ii, και 20, παράγραφος 1, του κανονισμού εφαρμογής την οποία προτείνω, δεν απόκειται στη διακριτική ευχέρεια του τμήματος ανακοπών να λάβει υπόψη πιστοποιητικά καταχώρισης ή ανανέωσης που έχουν υποβληθεί μετά το πέρας της ταχθείσας προθεσμίας. Κατ’ επιταγήν της αρχής της λειτουργικής συνέχειας και ελλείψει αντίθετης διάταξης (η οποία, όπως προεκτέθηκε, δεν υφίσταται εν προκειμένω), δεν πρέπει να επιτρέπεται στο τμήμα προσφυγών να λαμβάνει υπόψη εκπροθέσμως προσκομισθέντα, στοιχειώδη αποδεικτικά στοιχεία τα οποία το τμήμα ανακοπών απαγορεύεται να συνεκτιμήσει. Η λειτουργική συνέχεια σημαίνει και συνέπεια κατά την εφαρμογή των ίδιων κανόνων (26).

75.      Κατά τη γνώμη μου, το αυτό συμπέρασμα ισχύει και για την εκπρόθεσμη υποβολή των μεταφράσεων των οικείων πιστοποιητικών καταχώρισης (ή, ενδεχομένως, ανανέωσης).

76.      Ο κανόνας 19, παράγραφος 3, του κανονισμού εφαρμογής καθιστά σαφές ότι τα έγγραφα στα οποία αναφέρεται ο κανόνας 19, παράγραφος 2, είτε προσκομίζονται στη γλώσσα της διαδικασίας είτε συνοδεύονται από μετάφραση. Η ίδια διάταξη προβλέπει ότι η μετάφραση «υποβάλλεται εντός της προθεσμίας που έχει ορισθεί για την υποβολή του αρχικού εγγράφου». Κατά τον κανόνα 19, παράγραφος 4, έγγραφα που δεν κατατίθενται ή δεν μεταφράζονται εμπροθέσμως «δε[ν λαμβάνονται] υπόψη» από το ΓΕΕΑ. Δεδομένου ότι η διατύπωση αυτή δεν αφήνει περιθώριο αμφιβολίας, φρονώ ότι το τμήμα ανακοπών δεσμεύεται να μη λαμβάνει υπόψη εκπροθέσμως προσκομισθείσες μεταφράσεις των εγγράφων στα οποία αναφέρεται ο κανόνας 19, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, σημείο ii, του κανονισμού εφαρμογής. Ομοίως δεσμεύεται και το τμήμα προσφυγών.

77.      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, καταλήγω ότι ορθώς το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το τμήμα προσφυγών δεν υπέπεσε σε σφάλμα καθόσον έκρινε ότι δεσμευόταν να μη λάβει υπόψη αποδεικτικά στοιχεία τα οποία αφορούσαν την ύπαρξη και το κύρος προγενέστερων σημάτων και κατατέθηκαν μετά το πέρας της προθεσμίας που είχε τάξει το τμήμα ανακοπών.

 Άσκηση από το τμήμα προσφυγών της διακριτικής του ευχέρειας

78.      Αν το τμήμα προσφυγών δεν διαθέτει διακριτική ευχέρεια και απαγορεύεται, συνεπώς, να λάβει υπόψη i) αποδεικτικά στοιχεία που δεν είναι πρόσθετα ή συμπληρωματικά και ii) μεταφράσεις τους, εφόσον έχουν προσκομιστεί μετά τη λήξη της προθεσμίας την οποία έχει τάξει το τμήμα ανακοπών, παρέλκει η εξέταση του ζητήματος πώς θα μπορούσε ή θα έπρεπε να ασκήσει τη διακριτική αυτή ευχέρεια.

79.      Συμφωνώ, επομένως, με το ΓΕΕΑ ότι ο σχετικός λόγος αναίρεσης είναι λυσιτελής μόνον αν το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 και καταλήξει, σε σχέση με τα επίδικα εν προκειμένω έγγραφα και τις μεταφράσεις τους, ότι απόκειται στη διακριτική ευχέρεια του τμήματος προσφυγών να αποφασίσει αν θα τα λάβει υπόψη ή όχι. Δεδομένης της απάντησης που προτείνω να δοθεί στο πρώτο σκέλος του ίδιου λόγου αναίρεσης, δεν θα εξετάσω περαιτέρω το δεύτερο σκέλος του.

 Κατάχρηση εξουσίας

80.      Συμμερίζομαι την άποψη του ΓΕΕΑ ότι ο συγκεκριμένος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, εφόσον ουδέν επιχείρημα προβλήθηκε προς στήριξή του.

 Δικαστικά έξοδα

81.      Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο έχει εφαρμογή στην αναιρετική διαδικασία βάσει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Το άρθρο 184, παράγραφος 4, ορίζει ότι το Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ο παρεμβαίνων πρωτοδίκως ο οποίος μετέχει στη διαδικασία ενώπιόν του φέρει τα δικά του δικαστικά έξοδα.

82.      Το ΓΕΕΑ υπέβαλε αίτημα να καταδικαστεί ο αντίδικος στα δικαστικά έξοδα, ενώ η Valfleuri υπέβαλε αντίστοιχο αίτημα στις υποθέσεις C-121/12 P και C-122/12 P. Θεωρώ ότι όλες οι αιτήσεις αναίρεσης είναι απορριπτέες.

 Πρόταση

83.      Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο:

–        να απορρίψει τις αιτήσεις αναίρεσης στο σύνολό τους·

–        να καταδικάσει τον Β. Rintisch στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε τόσο το ΓΕΕΑ όσο και η παρεμβαίνουσα στις υποθέσεις C‑121/12 P και C‑122/12 P.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2 –      Μολονότι ο κανονισμός (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1) (στο εξής: κανονισμός 40/94), όπως έχει τροποποιηθεί, καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1) (στο εξής: κανονισμός 207/2009), εντούτοις κατά τον χρόνο άσκησης των ανακοπών από τον Β. Rintisch, καθώς και κατά τον χρόνο επέλευσης ορισμένων μεταγενέστερων γεγονότων που έχουν σημασία για τις τρεις υποθέσεις ίσχυε ακόμη ο κανονισμός 40/94. Ούτως ή άλλως, πάντως, ο κανονισμός 207/2009 απλώς κωδικοποιεί τον κανονισμό 40/94 και τις τροποποιήσεις του. Οι κρίσιμες εν προκειμένω διατάξεις του κανονισμού 40/94 παρέμειναν ως είχαν.


3 –      Κανονισμός της Επιτροπής της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού 40/94 (ΕΕ L 303, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε, μεταξύ άλλων, από τον κανονισμό (ΕΚ) 1041/2005 της Επιτροπής, της 29ης Ιουνίου 2005 (ΕΕ L 172, σ. 4).


4 –      Στο άρθρο 8 απαριθμούνται οι σχετικοί λόγοι απαραδέκτου.


5 –      Βλ. πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού εφαρμογής.


6 –      Βλ. έκτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού εφαρμογής.


7 –      Ο κανόνας 17 εκθέτει τους λόγους για τους οποίους μπορεί να κριθεί απαράδεκτη η ανακοπή. Τέτοιοι λόγοι συντρέχουν, παραδείγματος χάρη, αν δεν καταβληθεί το τέλος ανακοπής, αν η ανακοπή ασκηθεί εκπροθέσμως, αν δεν γίνει μνεία των λόγων ανακοπής, αν δεν προσδιοριστεί με σαφήνεια το προγενέστερο σήμα ή το προγενέστερο δικαίωμα στο οποίο στηρίζεται η ανακοπή, αν δεν κατατεθεί μετάφραση σύμφωνα με τον κανόνα 16, παράγραφος 1, και αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις του κανόνα 15.


8 –      Θα αναδιατύπωνα την πρώτη πρόταση ως εξής: «Εάν ο ανακόπτων δεν έχει αποδείξει μέχρι τη λήξη της προθεσμίας στην οποία αναφέρεται ο κανόνας 19, παράγραφος 1, […]».


9 –      Συμφωνία της Νίκαιας, της 15ης Ιουνίου 1957, για τη διεθνή ταξινόμηση προϊόντων και υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση σημάτων, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί.


10 –      Τα πιστοποιητικά καταχώρισης είχαν εκδοθεί τον Μάρτιο του 1996, τον Οκτώβριο του 1996 και τον Μάρτιο του 1997.


11 – Δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή.


12 –      Απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 2007, Τ-86/05, Κ & L Ruppert Stiftung & Co. Handels KG κατά ΓΕΕΑ – Lopes de Almeida Cunha κ.λπ. (Corpo Livre), Συλλογή 2007, σ. ΙΙ-4923.


13 –      Διάταξη της 5ης Μαρτίου 2009 στην υπόθεση C-90/08 P.


14 –      Απόφαση της 13ης Μαρτίου 2007, C-29/05 P (Συλλογή 2007, σ. Ι-2213).


15 – Δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή.


16 – Ibidem.


17 –      Απόφαση της 23ης Σεπτεμβρίου 2003, T-308/01, Henkel κατά ΓΕΕΑ (Συλλογή 2003, σ. II‑3253, σκέψη 32).


18 –      Προαναφερθείσα στην υποσημείωση 14, ανωτέρω (σκέψη 42).


19 –      Βλ. σκέψη 30 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης στην υπόθεση T‑62/09 και σκέψη 31 των αναιρεσιβαλλόμενων αποφάσεων στις υποθέσεις T‑109/09 και T‑152/09.


20 –      Βλ. κανόνα 15 του κανονισμού εφαρμογής.


21 –      Βλ. κανόνα 19 του κανονισμού εφαρμογής.


22 –      Βλ. σημείο 74 κατωτέρω.


23 –      Πάντως, οι διάφορες γλωσσικές αποδόσεις του τρίτου εδαφίου του κανόνα 50, παράγραφος 1, δεν ταυτίζονται απολύτως. Παραδείγματος χάρη, το γαλλικό κείμενο αναφέρεται σε «faits et preuves nouveaux ou supplémentaires», ενώ το ολλανδικό κάνει λόγο για «aanvullende feiten en bewijsstukken».


24 –      Βλ. σημείο 57 των προτάσεών μου στην υπόθεση New Yorker SHK Jeans κατά ΓΕΕΑ, προαναφερθείσα στο σημείο 53 ανωτέρω.


25 – Όπ.π., σημείο 65· το άρθρο 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 είναι το αντίστοιχο του άρθρου 76, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, που είναι το κρίσιμο για την υπόθεση εκείνη.


26 –      Βλ. σημείο 111 των προτάσεών μου στην υπόθεση ΓΕΕΑ κατά Kaul, προαναφερθείσα στην υποσημείωση 14 ανωτέρω.