Language of document : ECLI:EU:C:2013:639

Υπόθεση C‑121/12 P

Bernhard Rintisch

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)

«Αίτηση αναίρεσης – Κοινοτικό σήμα – Κανονισμός (ΕΚ) 40/94 – Άρθρο 74, παράγραφος 2 – Κανονισμός (ΕΚ) 2868/95 – Κανόνας 50, παράγραφος 1, πρώτο και τρίτο εδάφιο – Ανακοπή από τον δικαιούχο προγενέστερου σήματος – Ύπαρξη του σήματός του – Αποδεικτικά στοιχεία τα οποία προσκομίστηκαν προς στήριξη της ανακοπής μετά το πέρας της προθεσμίας που τάχθηκε συναφώς – Δεν ελήφθησαν υπόψη – Διακριτική ευχέρεια του τμήματος προσφυγών – Αντίθετη διάταξη – Περιστάσεις οι οποίες αντιτίθενται στη συνεκτίμηση επιπρόσθετων ή συμπληρωματικών αποδεικτικών στοιχείων»

Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα)

της 3ης Οκτωβρίου 2013

1.        Κοινοτικό σήμα – Διαδικασία προσφυγής – Προσφυγή κατά αποφάσεως του τμήματος ανακοπών του ΓΕΕΑ – Εξέτασή της από το τμήμα προσφυγών – Περιεχόμενο – Πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία που δεν προβλήθηκαν προς στήριξη της ανακοπής εντός της ταχθείσας προθεσμίας – Συνεκτίμησή τους – Διακριτική ευχέρεια του τμήματος προσφυγών – Απουσία αντίθετης διάταξης

(Κανονισμός 40/94 του Συμβουλίου, άρθρο 74 § 2· κανονισμός 2868/95 της Επιτροπής, άρθρο 1, κανόνες 20 § 1 και 50 § 1)

2.        Κοινοτικό σήμα – Διαδικασία προσφυγής – Προσφυγή κατά αποφάσεως του τμήματος ανακοπών του ΓΕΕΑ – Εξέτασή της από το τμήμα προσφυγών – Περιεχόμενο – Πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία που δεν προβλήθηκαν προς στήριξη της ανακοπής εντός της ταχθείσας προθεσμίας – Συνεκτίμησή τους – Διακριτική ευχέρεια του τμήματος προσφυγών

(Κανονισμός 40/94 του Συμβουλίου, άρθρο 74 § 2· κανονισμός 2868/95 της Επιτροπής, άρθρο 1, κανόνας 19 § 2, στοιχείο α΄, σημείο ii)

3.        Αναίρεση – Λόγοι – Περίπτωση στην οποία δεν προβάλλεται ούτε συγκεκριμένη αιτίαση κατά κάποιου σημείου της συλλογιστικής του Γενικού Δικαστηρίου ούτε νομικά επιχειρήματα προς στήριξη της αναίρεσης – Απαράδεκτο

(Άρθρο 256 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58, εδ. 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 112 § 1, στοιχείο γ΄)

1.        Κατά το άρθρο 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94, για το κοινοτικό σήμα, το Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια ή υποδείγματα) μπορεί να μη λαμβάνει υπόψη πραγματικά περιστατικά που δεν επικαλέστηκαν ή αποδεικτικά στοιχεία που δεν προσκόμισαν εμπροθέσμως οι διάδικοι. Από το γράμμα του ίδιου άρθρου προκύπτει, επίσης, ότι, κατά κανόνα και ελλείψει αντίθετης διάταξης, οι διάδικοι δύνανται να προβάλουν πραγματικά περιστατικά και να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία και μετά τη λήξη των προθεσμιών που τάσσουν προς τούτο οι διατάξεις του κανονισμού 40/94 και ότι ουδόλως απαγορεύεται στο ΓΕΕΑ να λάβει υπόψη του πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία που έχουν προβληθεί ή προσκομιστεί εκπροθέσμως. Η ως άνω διάταξη, διευκρινίζοντας ότι το ΓΕΕΑ «μπορεί» σε παρόμοιες περιπτώσεις να αποφασίσει να μη λάβει υπόψη τέτοια πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία, παρέχει στην πράξη στο ΓΕΕΑ ευρεία διακριτική ευχέρεια, προκειμένου να καταλήξει, αιτιολογώντας την απόφασή του επ’ αυτού του σημείου, αν πρέπει να τα λάβει υπόψη ή όχι.

Μολονότι ο κανόνας 50, παράγραφος 1, του κανονισμού 2868/95, σχετικά με τις λεπτομέρειες της εφαρμογής του κανονισμού 40/94, θέτει τη βασική αρχή ότι οι διατάξεις που διέπουν τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση εφαρμόζονται mutatis mutandis στη διαδικασία προσφυγής, το τρίτο εδάφιο της ίδιας διάταξης συνιστά ειδικό κανόνα που εισάγει παρέκκλιση από την ως άνω αρχή. Ο ειδικός αυτός κανόνας αφορά μόνον τη διαδικασία προσφυγής κατά απόφασης του τμήματος ανακοπών και διευκρινίζει τι ισχύει, ενώπιον του τμήματος προσφυγών, ως προς τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία οι διάδικοι επικαλέστηκαν ή, αντιστοίχως, προσκόμισαν μετά το πέρας των προθεσμιών που τάχθηκαν ή ορίστηκαν στον πρώτο βαθμό. Ο εν λόγω κανόνας 50, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 2868/95 τυγχάνει επομένως, επί του συγκεκριμένου σημείου της διαδικασίας προσφυγής κατά απόφασης του τμήματος ανακοπών, εφαρμογής αντί των διατάξεων που διέπουν τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος ανακοπών, μεταξύ των οποίων καταλέγεται και ο κανόνας 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 2868/95.

Πιο συγκεκριμένα, ο κανόνας 50, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 2868/95 ορίζει ότι, όταν η προσφυγή στρέφεται κατά απόφασης του τμήματος ανακοπών, το τμήμα εξετάζει την προσφυγή μόνον ως προς τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία έχουν προβληθεί ή, αντιστοίχως, προσκομιστεί εντός των προθεσμιών που έταξε ή όρισε το τμήμα ανακοπών, εκτός αν το τμήμα εκτιμά ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη επιπρόσθετα ή συμπληρωματικά πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία δυνάμει του άρθρου 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94. Συνεπώς, ο κανονισμός 2868/95 προβλέπει ρητώς ότι το τμήμα προσφυγών διαθέτει, στο πλαίσιο της εξέτασης προσφυγής κατά απόφασης του τμήματος ανακοπών, διακριτική ευχέρεια δυνάμει τόσο του κανόνα 50, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 2868/95 όσο και του άρθρου 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 ως προς το ζήτημα αν πρέπει να λάβει υπόψη, ή όχι, επιπρόσθετα ή συμπληρωματικά πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία τα οποία δεν είχαν προβληθεί ή, αντιστοίχως, προσκομιστεί εντός των προθεσμιών που έταξε ή όρισε το τμήμα ανακοπών.

(βλ. σκέψεις 22-24, 29, 30, 32-33)

2.        Κατά το άρθρο 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94, για το κοινοτικό σήμα, το ΓΕΕΑ μπορεί να μη λαμβάνει υπόψη πραγματικά περιστατικά που δεν επικαλέστηκαν ή αποδεικτικά στοιχεία που δεν προσκόμισαν εμπροθέσμως οι διάδικοι. Από το γράμμα του ίδιου άρθρου προκύπτει, επίσης, ότι, κατά κανόνα και ελλείψει αντίθετης διάταξης, οι διάδικοι δύνανται να προβάλουν πραγματικά περιστατικά και να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία και μετά τη λήξη των προθεσμιών που τάσσουν προς τούτο οι διατάξεις του κανονισμού 40/94 και ότι ουδόλως απαγορεύεται στο ΓΕΕΑ να λάβει υπόψη του πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία που έχουν προβληθεί ή προσκομιστεί εκπροθέσμως. Η ως άνω διάταξη, διευκρινίζοντας ότι το ΓΕΕΑ «μπορεί» σε παρόμοιες περιπτώσεις να αποφασίσει να μη λάβει υπόψη τέτοια πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία, παρέχει στην πράξη στο ΓΕΕΑ ευρεία διακριτική ευχέρεια, προκειμένου να καταλήξει, αιτιολογώντας την απόφασή του επ’ αυτού του σημείου, αν πρέπει να τα λάβει υπόψη ή όχι.

Η συνεκτίμηση αυτών των στοιχείων από το ΓΕΕΑ, όταν καλείται να αποφανθεί στο πλαίσιο διαδικασίας ανακοπής, μπορεί να δικαιολογηθεί ιδίως όταν αυτό κρίνει, αφενός, ότι τα εκπροθέσμως προβληθέντα στοιχεία ενδέχεται, εκ πρώτης όψεως, να ασκούν πραγματική επιρροή όσον αφορά την τύχη της ασκηθείσας ενώπιόν του ανακοπής και, αφετέρου, ότι το στάδιο της διαδικασίας κατά το οποίο προβάλλονται εκπροθέσμως τα στοιχεία αυτά, αλλά και οι σχετικές περιστάσεις, δεν αποκλείουν τη συνεκτίμησή τους.

Στο πλαίσιο ανακοπής στηριζόμενης σε καταχωρισμένο εθνικό σήμα, ο κανόνας 19, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, σημείο ii, του κανονισμού 2868/95, σχετικά με τις λεπτομέρειες της εφαρμογής του κανονισμού 40/94, περιέχει ακριβή και εξαντλητική απαρίθμηση των αποδεικτικών στοιχείων που πρέπει να προσκομιστούν σχετικά με την ύπαρξη, το κύρος και την έκταση της προστασίας των εν λόγω σημάτων. Συνεπώς, γίνεται δεκτό ότι ο ανακόπτων γνωρίζει, πριν καν ασκήσει την ανακοπή του, ποια ακριβώς έγγραφα πρέπει να καταθέσει προς στήριξή της. Συνακόλουθα, το τμήμα προσφυγών οφείλει, υπό τις συνθήκες αυτές, να ασκήσει με φειδώ τη διακριτική του ευχέρεια και να δεχθεί τα εκπροθέσμως προσκομισθέντα έγγραφα μόνον αν οι σχετικές με την κατάθεσή τους περιστάσεις δικαιολογούν την καθυστέρηση που επέδειξε ο ενδιαφερόμενος κατά την υποβολή των απαιτούμενων αποδεικτικών στοιχείων.

Επιπλέον, το τμήμα προσφυγών δεν είναι υποχρεωμένο, κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας δυνάμει του άρθρου 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94, να εξετάζει και τα τρία προαναφερθέντα κριτήρια, εφόσον ένα και μόνον εξ αυτών αρκεί για να συναχθεί ότι δεν πρέπει στη συγκεκριμένη περίπτωση να λάβει υπόψη τα εκπροθέσμως προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία.

(βλ. σκέψεις 22-24, 39, 40, 45)

3.        Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 50)