Language of document : ECLI:EU:T:2022:842

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 21ης Δεκεμβρίου 2022 (*)(i)

«Κρατικές ενισχύσεις – Παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές – Καταγγελία – Προσφυγή κατά παραλείψεως – Πρόσκληση προς ενέργεια – Παραδεκτό – Υποχρέωση ενέργειας – Δεν υφίσταται»

Στην υπόθεση T‑702/21,

Ekobulkos EOOD, με έδρα το Todorichene (Βουλγαρία), εκπροσωπούμενη από τον M. Dimitrov, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τις C.‑M. Carrega και C. Georgieva,

καθής,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους D. Spielmann (εισηγητή), πρόεδρο, R. Mastroianni και I. Gâlea, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

έχοντας υπόψη ότι οι διάδικοι δεν υπέβαλαν αίτημα για τον καθορισμό ημερομηνίας διεξαγωγής επ’ ακροατηρίου συζητήσεως εντός τριών εβδομάδων από την επίδοση του εγγράφου με το οποίο γνωστοποιήθηκε η περάτωση της έγγραφης διαδικασίας και αποφασίζοντας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 106, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, να κρίνει επί της προσφυγής χωρίς να διεξαχθεί επ’ ακροατηρίου συζήτηση,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή της δυνάμει του άρθρου 265 ΣΛΕΕ, η προσφεύγουσα Ekobulkos EOOD ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρέλειψε παρανόμως να λάβει θέση επί της υποβληθείσας στις 21 Φεβρουαρίου 2020 καταγγελίας της σχετικά με εικαζόμενο μέτρο κρατικής ενισχύσεως το οποίο χορηγήθηκε από τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας και ευνοούσε ορισμένους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές.

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Η προσφεύγουσα είναι παραγωγός ηλεκτρικής ενέργειας δραστηριοποιούμενος στη βουλγαρική επικράτεια και διαθέτει φωτοβολταϊκό σταθμό ο οποίος τέθηκε σε λειτουργία στις 19 Μαΐου 2012.

3        Με την απόφαση C(2016) 5205 final, της 4ης Αυγούστου 2016, στην υπόθεση SA.44840 (2016/NN) (στο εξής: απόφαση στην υπόθεση SA.44840), η Επιτροπή έκρινε ότι το βουλγαρικό καθεστώς ενισχύσεως στην παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, το οποίο κοινοποιήθηκε από τις βουλγαρικές αρχές και αποτελείται από τον Zakon za energiata ot vazobnovyaemi iztochnitsi (ZEVI) (νόμο για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας), που τέθηκε σε ισχύ στις 3 Μαΐου 2011 (DV αριθ. 35, της 3ης Μαΐου 2011), καθώς και από δύο κανονιστικές πράξεις της 18ης Μαρτίου 2013, για την κανονιστική ρύθμιση των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας, και της 20ής Φεβρουαρίου 2004, για τη ρύθμιση των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας, ήταν συμβατό με την εσωτερική αγορά σύμφωνα με το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ και αποφάσισε να μην προβάλει αντιρρήσεις.

4        Στις 21 Φεβρουαρίου 2020 η προσφεύγουσα υπέβαλε καταγγελία στην Επιτροπή, η οποία έλαβε τον αριθμό πρωτοκόλλου SA.56620 και με την οποία υποστήριζε ότι η Δημοκρατία της Βουλγαρίας είχε χορηγήσει στους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές κρατική ενίσχυση παράνομη και μη συμβατή με την εσωτερική αγορά, υπό τη μορφή προνομιακών τιμών αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας παραγόμενης από ανανεώσιμες πηγές. Με την καταγγελία της, η προσφεύγουσα εξηγούσε ότι η ενίσχυση απέρρεε από τροποποίηση που εισήχθη με την παράγραφο 18 του Zakon za izmenenie i dopalnenie na Zakona za energetikata (ZID-ZE) (νόμου για την τροποποίηση και τη συμπλήρωση του νόμου για την ενέργεια), της 24ης Ιουλίου 2015 (DV αριθ. 56, της 24ης Ιουλίου 2015, στο εξής: τροποποιητικός νόμος), η οποία απέκλινε σημαντικά από το μέτρο που είχε προηγουμένως εγκρίνει η Επιτροπή. Κατά την προσφεύγουσα, η επελθούσα με την παράγραφο 18 του τροποποιητικού νόμου τροποποίηση καθιέρωνε, μεταξύ των ίδιων παραγωγών που είχαν πραγματοποιήσει ισόποσες επενδύσεις, είχαν θέσει σε λειτουργία τις εγκαταστάσεις τους την ίδια χρονική στιγμή και είχαν λάβει ισόποση ενίσχυση, διάκριση ανάλογα με την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως για τη χορήγηση ενισχύσεως. Συνακόλουθα, ορισμένοι παραγωγοί ελάμβαναν ποσό ενισχύσεως τέσσερις φορές μεγαλύτερο σε σχέση με άλλους, για τον λόγο ότι είχαν υποβάλει αίτηση για τη χορήγηση ενισχύσεως βάσει εθνικών καθεστώτων ενισχύσεων ή καθεστώτων ενισχύσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης μετά τις 3 Μαΐου 2011, όπερ αντίκειται, μεταξύ άλλων, προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

5        Η Επιτροπή βεβαίωσε ότι παρέλαβε την ως άνω καταγγελία στις 6 Μαρτίου 2020.

6        Στις 7 Οκτωβρίου 2020 η Επιτροπή απέστειλε στην προσφεύγουσα επιστολή στην οποία επισήμαινε, μεταξύ άλλων, ότι, όπως αναφέρεται στις παραγράφους 27 και 28 της αποφάσεως στην υπόθεση SA.44840, δυνάμει των κανόνων περί απαγορεύσεως της σωρεύσεως και της παραγράφου 129 των κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις στους τομείς του περιβάλλοντος και της ενέργειας (2014‑2020) (ΕΕ 2014, C 200, σ. 1), οι προηγουμένως ληφθείσες επενδυτικές ενισχύσεις έπρεπε να αφαιρεθούν από τις ενισχύσεις λειτουργίας που επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό. Κατά την Επιτροπή, αφ’ ης στιγμής οι επενδυτικές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν πριν από τις 3 Μαΐου 2011, ημερομηνία κατά την οποία τέθηκε σε ισχύ ο νόμος για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, δεν είχαν αφαιρεθεί από την ενίσχυση λειτουργίας, η παράγραφος 18 του τροποποιητικού νόμου διόρθωνε τη διαφορετική αυτή μεταχείριση, προκειμένου να αρθεί η υπεραντιστάθμιση όσον αφορά τους παραγωγούς που είχαν λάβει ενίσχυση πριν από το 2011. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το βουλγαρικό καθεστώς στηρίξεως των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας ήταν, κατά την άποψή της, σύμφωνο προς την απόφαση στην υπόθεση SA.44840, με την οποία το βουλγαρικό καθεστώς ενισχύσεων είχε κριθεί συμβατό με την εσωτερική αγορά και στην οποία αναφερόταν, στην παράγραφο 29, ότι, «εάν η επενδυτική ενίσχυση δεν έχει αρχικώς αφαιρεθεί κατά τον καθορισμό του επιπέδου στηρίξεως, η προνομιακή τιμή αγοράς μειώνεται βάσει της τροποποιήσεως του ZEVI της 24ης Ιουλίου 2015, προκειμένου να διασφαλιστεί η τήρηση των κανόνων σωρεύσεως και η εξάλειψη του κινδύνου υπεραντισταθμίσεως». Ωσαύτως, η Επιτροπή επισήμανε ότι είχε εγκρίνει τον τροποποιητικό νόμο, συμπεριλαμβανομένης της παραγράφου 18, και ότι, βάσει των πληροφοριών που παρασχέθηκαν με την καταγγελία, δεν είχε διαπιστώσει εσφαλμένη εφαρμογή της ενισχύσεως που είχε εγκριθεί με την απόφαση στην υπόθεση SA.44840, ούτε τη θέσπιση νέων μέτρων τα οποία ενδεχομένως συνιστούσαν κρατική ενίσχυση. Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει ορθώς το μέτρο που φέρεται ότι συνιστά ενίσχυση και τις κρίσιμες για την αξιολόγηση του μέτρου αυτού περιστάσεις. Τέλος, κάλεσε την προσφεύγουσα να της διαβιβάσει, εφόσον συνέτρεχε τέτοια περίπτωση, άλλα στοιχεία προς στήριξη της καταγγελίας της εντός προθεσμίας ενός μηνός, ειδάλλως θα εθεωρείτο ότι είχε αποσύρει την καταγγελία της.

7        Με επιστολή της 7ης Νοεμβρίου 2020 προς την Επιτροπή, η προσφεύγουσα ενέμεινε στα επιχειρήματα που είχε προβάλει με την καταγγελία της.

8        Πρώτον, η προσφεύγουσα υπογράμμισε ότι είχε λάβει μη επιστρεπτέα επιχορήγηση (de minimis) από τον προϋπολογισμό της Ένωσης, βάσει του προγράμματος αγροτικής ανάπτυξης για την περίοδο 2007‑2013, το οποίο υιοθετήθηκε σε εκτέλεση του κανονισμού (ΕΚ) 1698/2005 του Συμβουλίου, της 20ής Σεπτεμβρίου 2005, για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) (ΕΕ 2005, L 277, σ. 1). Επισήμανε ότι είχε λάβει την επιχορήγηση αυτή προς επίτευξη των στόχων της πολιτικής αγροτικής ανάπτυξης της Ένωσης, με σκοπό τη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης σε πολύ μικρές επιχειρήσεις που ασκούν μη γεωργικές δραστηριότητες σε αγροτικές περιοχές και την προώθηση της επιχειρηματικότητας στις ίδιες αυτές περιοχές, και ότι η επιχορήγηση αυτή δεν αποτελούσε επενδυτική ενίσχυση, αλλά επιδίωκε διαφορετικό σκοπό. Η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι δεν ενδείκνυται τα κονδύλια που διατίθενται για την πραγμάτωση του στόχου της πολιτικής αγροτικής ανάπτυξης της Ένωσης, ο οποίος έγκειται στη «δημιουργία ευκαιριών απασχόλησης και συνθηκών ανάπτυξης» στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΚΓΠ), να αντιμετωπίζονται ως κονδύλια που προορίζονται για την επίτευξη του ενδεικτικού μεριδίου ανανεώσιμης ενέργειας στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας στο πλαίσιο της περιβαλλοντικής πολιτικής της Ένωσης. Υπενθύμισε ότι το σημείο 190 του πλαισίου της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος του 2008 επιτρέπει τη σώρευση των επενδυτικών ενισχύσεων και των ενισχύσεων λειτουργίας όταν χορηγούνται για την επίτευξη διαφορετικών σκοπών που επιδιώκουν διάφορες πολιτικές της Ένωσης, υπό την προϋπόθεση ότι το σύνολο δεν υπερβαίνει τα ανώτατα όρια που επιβάλλει η κανονιστική ρύθμιση. Επιπλέον, ισχυρίστηκε ότι, ακόμη και αν η εν λόγω επιχορήγηση μπορούσε να συνιστά επενδυτική ενίσχυση, οι βουλγαρικές αρχές δεν είχαν τηρήσει τους κανόνες σχετικά με τη σώρευση των ενισχύσεων, ιδίως διότι δεν είχαν αφαιρέσει την επενδυτική ενίσχυση από την ενίσχυση λειτουργίας, αλλά είχαν, αδικαιολόγητα, μειώσει τέσσερις φορές την ενίσχυση λειτουργίας πριν αφαιρέσουν από αυτήν την επενδυτική ενίσχυση. Επιπλέον, οι τιμές που επιβλήθηκαν με την παράγραφο 18 του τροποποιητικού νόμου δεν αντιστοιχούσαν, κατ’ αυτήν, στα διαλαμβανόμενα στις παραγράφους 16 έως 19 της αποφάσεως στην υπόθεση SA.44840.

9        Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι η παράγραφος 18 του τροποποιητικού νόμου αντιβαίνει προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, καθόσον καταλήγει σε προνομιακές τιμές προς όφελος ορισμένων παραγωγών σε σχέση με άλλους που βρίσκονται σε παρόμοια ως προς τα ουσιώδη στοιχεία της κατάσταση, χωρίς τούτο να δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, αφενός, η εν λόγω δυσμενής διάκριση εκδηλώνεται μεταξύ των επιμέρους φορέων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων της παραγράφου 18 του τροποποιητικού νόμου, διότι οι φορείς-ιδιοκτήτες των ενεργειακών εγκαταστάσεων οι οποίες κατασκευάστηκαν και τέθηκαν σε λειτουργία σε διαφορετικά χρονικά σημεία, με διαφορετικό επενδυτικό κόστος και με διαφορετικό ποσοστό απόδοσης (δεδομένου ότι η τιμή των φωτοβολταϊκών εγκαταστάσεων μειώθηκε σημαντικά μεταξύ των ετών 2009 και 2014) απολαύουν της ίδιας προνομιακής τιμής για την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Αφετέρου, η δυσμενής αυτή διάκριση εκδηλώνεται έναντι των ιδιοκτητών ενεργειακών εγκαταστάσεων οι οποίοι υπέβαλαν τις αιτήσεις τους για τη χορήγηση ενισχύσεως μετά την έναρξη ισχύος του νόμου για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και έναντι άλλων κατηγοριών παραγωγών ανανεώσιμης ενέργειας οι οποίοι επίσης έλαβαν ενίσχυση πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Συνακόλουθα, η παράγραφος 18 του τροποποιητικού νόμου παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων που κατοχυρώνονται στο άρθρο 20 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

10      Με επιστολή της 22ας Ιουνίου 2021 προς την Επιτροπή, η προσφεύγουσα επανέλαβε τα επιχειρήματά της προκειμένου να αποδείξει ότι η παράγραφος 18 του τροποποιητικού νόμου θέσπιζε νέο μέτρο το οποίο συνιστά παράνομη ενίσχυση και επέβαλλε όρους εισάγοντες δυσμενείς διακρίσεις σε ομάδα παραγωγών που είχε ζητήσει ενίσχυση πριν από τις 3 Μαΐου 2011. Υπογράμμισε ότι δεν γινόταν μνεία του τροποποιητικού νόμου στην απόφαση στην υπόθεση SA.44840, καθώς και ότι ήταν αντίθετος προς τον νόμο για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και προς τους κανόνες σχετικά με τη σώρευση των ενισχύσεων. Υποστήριξε ότι η Δημοκρατία της Βουλγαρίας παρέβη το άρθρο 72, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1698/2005 και το άρθρο 175 ΣΛΕΕ καθόσον δεν συμμορφώθηκε προς τους στόχους της πολιτικής αγροτικής ανάπτυξης της Ένωσης. Στηριζόμενη στο άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2015, L 248, σ. 9), η προσφεύγουσα ζήτησε από την Επιτροπή να εκδώσει απόφαση περί αναστολής της εφαρμογής του μέτρου της παραγράφου 18 του τροποποιητικού νόμου εν αναμονή οριστικής αποφάσεως επί της συμβατότητάς του με την εσωτερική αγορά και διευκρίνισε ότι η επιστολή της συνιστούσε πρόσκληση προς ενέργεια κατά την έννοια του άρθρου 265, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

 Αιτήματα των διαδίκων

11      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να διαπιστώσει παράλειψη της Επιτροπής καθόσον παρέλειψε να εκδώσει απόφαση επί της καταγγελίας με αριθμό SA.56620·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα, ακόμη και αν η Επιτροπή εκδώσει απόφαση μετά την άσκηση της προσφυγής.

12      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη και ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τους διαδίκους στα δικαστικά τους έξοδα.

 Σκεπτικό

13      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε την καταγγελία της εντός ευλόγου χρόνου, όπως προβλέπεται στο άρθρο 12, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2015/1589, και δεν εξέδωσε απόφαση, όπως προβλέπεται στο άρθρο 4 και στο άρθρο 15, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού.

14      Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη και αβάσιμη.

 Επί του παραδεκτού της προσφυγής

15      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη. Υπενθυμίζει ότι η όχληση αποτελεί ουσιώδη τύπο που έχει ιδίως ως αποτέλεσμα την οριοθέτηση του πλαισίου ενδεχόμενης προσφυγής κατά παραλείψεως. Εν προκειμένω, όμως, κατά την Επιτροπή, το περιεχόμενο της από 22 Ιουνίου 2021 προσκλήσεως προς ενέργεια, η οποία στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 72, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1698/2005 και του άρθρου 175 ΣΛΕΕ, διαφέρει από το αντικείμενο της προσφυγής, η οποία στηρίζεται στα άρθρα 12, 13 και 15 του κανονισμού 2015/1589.

16      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσφυγή της είναι παραδεκτή, αφ’ ης στιγμής, κατόπιν των συμπληρωματικών πληροφοριών που προσκόμισε και των πρόσθετων επιχειρημάτων που προέβαλε, η Επιτροπή δεν περάτωσε τη διαδικασία καταγγελίας, με αποτέλεσμα να αναγκασθεί να επαναλάβει τα επιχειρήματά της στο πλαίσιο της από 22 Ιουνίου 2021 προσκλήσεως προς ενέργεια. Επισημαίνει ότι, καίτοι η εν λόγω πρόσκληση προς ενέργεια αφορούσε μόνον το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/1589, ήταν προφανές ότι αφορούσε απόφαση περί της συμβατότητας του μέτρου με την εσωτερική αγορά και όχι απόφαση περί προσωρινής αναστολής του.

17      Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 265, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η προσφυγή κατά παραλείψεως είναι παραδεκτή μόνον αν το επίμαχο θεσμικό όργανο έχει κληθεί προηγουμένως να ενεργήσει. Κατά πάγια νομολογία, η όχληση αυτή του θεσμικού οργάνου αποτελεί ουσιώδη τύπο και έχει ως αποτέλεσμα, αφενός, την έναρξη της προθεσμίας των δύο μηνών εντός της οποίας το θεσμικό όργανο πρέπει να λάβει θέση και, αφετέρου, την οριοθέτηση του πλαισίου εντός του οποίου μπορεί να ασκηθεί προσφυγή στην περίπτωση που το θεσμικό όργανο παραλείψει να λάβει θέση. Η όχληση αυτή, καίτοι δεν υπόκειται σε συγκεκριμένο τύπο, επιβάλλεται να είναι αρκούντως σαφής και ακριβής ώστε να παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να λάβει συγκεκριμένη γνώση του περιεχομένου της αποφάσεως που της ζητείται να εκδώσει και να μπορεί να συναχθεί εξ αυτής ότι ο σκοπός της είναι να αναγκάσει την Επιτροπή να λάβει θέση (αποφάσεις της 3ης Ιουνίου 1999, TF1 κατά Επιτροπής, T‑17/96, EU:T:1999:119, σκέψη 41, και της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, Ryanair κατά Επιτροπής, T‑442/07, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:547, σκέψη 22). Ωστόσο, οι όροι της προσφυγής κατά παραλείψεως και της όχλησης δεν απαιτείται να είναι πανομοιότυποι (απόφαση της 10ης Μαρτίου 2021, ViaSat κατά Επιτροπής, T‑245/17, EU:T:2021:128, σκέψη 39).

18      Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, υφίσταται απόκλιση μεταξύ, αφενός, της από 22 Ιουνίου 2021 προσκλήσεως προς ενέργεια, η οποία οριοθετεί το πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, και, αφετέρου, του δικογράφου της προσφυγής που κατατέθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, αφενός, με την από 22 Ιουνίου 2021 επιστολή της η προσφεύγουσα καλεί την Επιτροπή να εκδώσει απόφαση περί αναστολής της εφαρμογής της παραγράφου 18 του τροποποιητικού νόμου εν αναμονή οριστικής αποφάσεως επί της συμβατότητάς της με την εσωτερική αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/1589, το οποίο παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να απαιτήσει από το οικείο κράτος μέλος να αναστείλει κάθε παράνομη ενίσχυση έως ότου λάβει απόφαση για το συμβατό της ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά. Αφετέρου, με το δικόγραφο της προσφυγής της, η προσφεύγουσα επικαλείται παράβαση των διατάξεων περί κρατικών ενισχύσεων, ήτοι των άρθρων 107 και 108 ΣΛΕΕ, καθώς και των άρθρων 4, 12 και 15 του κανονισμού 2015/1589, και ζητεί, ως εκ τούτου, να διαπιστωθεί παράλειψη εκ μέρους της Επιτροπής λόγω του ότι δεν εξέδωσε απόφαση επί της νομιμότητας ή επί της συμβατότητας της παραγράφου 18 του τροποποιητικού νόμου υπό το πρίσμα του δικαίου των κρατικών ενισχύσεων.

19      Εντούτοις, μια τέτοια απόκλιση μεταξύ της προσκλήσεως προς ενέργεια, η οποία οριοθετεί το πλαίσιο της διαφοράς, και της υπό κρίση προσφυγής, όπως καθορίζεται στο δικόγραφο της προσφυγής, δεν είναι τέτοια ώστε να συνεπάγεται άνευ ετέρου το απαράδεκτο της υπό κρίση προσφυγής, κατ’ εφαρμογήν της προμνημονευθείσας νομολογίας (βλ. σκέψη 17 ανωτέρω).

20      Συγκεκριμένα, από την υποβληθείσα στις 21 Φεβρουαρίου 2020 καταγγελία της προσφεύγουσας, στην οποία αναφέρεται η ίδια στην αρχή της προσκλήσεως προς ενέργεια, προκύπτει ότι υποστήριζε κατ’ ουσίαν ότι η παράγραφος 18 του τροποποιητικού νόμου συνιστά, μεταξύ άλλων, ενίσχυση παράνομη και ασύμβατη με την εσωτερική αγορά. Τούτο προκύπτει επίσης από την επιστολή της 7ης Νοεμβρίου 2020 από την οποία συνάγεται ότι η προσφεύγουσα δεν αναφερόταν μόνο στην αναστολή της εφαρμογής της παραγράφου 18 του τροποποιητικού νόμου, αλλά και στην έκδοση αποφάσεως επί της συμβατότητας του μέτρου με την εσωτερική αγορά, όπερ επιβεβαιώνει η ίδια με το κατατεθέν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου υπόμνημα απαντήσεως.

21      Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τη σκέψη 10 ανωτέρω, στο συμπέρασμα της προσκλήσεως προς ενέργεια η προσφεύγουσα αναφέρεται βεβαίως μόνο στην αναστολή του επίμαχου μέτρου εν αναμονή της εκδόσεως τελικής αποφάσεως επί της συμβατότητάς του με την εσωτερική αγορά. Τούτου δοθέντος, επαναλαμβάνει την ανάλυσή της κατά την οποία το άρθρο 18 του τροποποιητικού νόμου θεσπίζει νέο μέτρο που συνιστά παράνομη ενίσχυση, η οποία αντιβαίνει, μεταξύ άλλων, προς τους κανόνες σχετικά με τη σώρευση των ενισχύσεων που χορηγούνται για την επίτευξη διαφορετικών σκοπών που επιδιώκουν διάφορες πολιτικές της Ένωσης, και κατά την οποία πρόκειται για παράνομη ενίσχυση η οποία επιβάλλει όρους εισάγοντες δυσμενείς διακρίσεις σε ομάδα παραγωγών.

22      Επιπλέον, τυχόν αναστολή του επίμαχου μέτρου εκ μέρους της Επιτροπής, όπως ζητήθηκε με την πρόσκληση προς ενέργεια, φαίνεται εκ πρώτης όψεως να συνδέεται κατ’ ανάγκην με την επί της ουσίας εξέταση της νομιμότητας και της συμβατότητας του εν λόγω μέτρου υπό το πρίσμα του δικαίου των κρατικών ενισχύσεων.

23      Επομένως, παρά το συμπέρασμα της από 22 Ιουνίου 2021 προσκλήσεως προς ενέργεια με την οποία η προσφεύγουσα κάλεσε την Επιτροπή να αναστείλει την εφαρμογή της παραγράφου 18 του τροποποιητικού νόμου βάσει του άρθρου 13 του κανονισμού 2015/1589, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων της δικογραφίας και, ειδικότερα, της προηγηθείσας διοικητικής διαδικασίας, η εν λόγω πρόσκληση προς ενέργεια, η οποία αναφέρεται στην καταγγελία και στην προσδοκία εκδόσεως αποφάσεως επί της συμβατότητας με την εσωτερική αγορά, ήταν αρκούντως σαφής και ακριβής ώστε να παράσχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να λάβει συγκεκριμένη γνώση του περιεχομένου της αποφάσεως που της ζητήθηκε να εκδώσει, ήτοι όχι μόνο να αναστείλει το επίμαχο μέτρο, αλλά επίσης να λάβει θέση επί της συμβατότητάς του υπό το πρίσμα του δικαίου των κρατικών ενισχύσεων.

24      Επομένως, η υπό κρίση προσφυγή πρέπει να κριθεί παραδεκτή, καθόσον έχει ως αντικείμενο να διαπιστωθεί ότι η Επιτροπή παρέλειψε παρανόμως να εκδώσει απόφαση περί του κατά πόσον η παράγραφος 18 του τροποποιητικού νόμου συνιστούσε μέτρο ενισχύσεως παράνομο ή ασύμβατο με την εσωτερική αγορά.

 Επί του βασίμου της προσφυγής

25      Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι η παράγραφος 18 του τροποποιητικού νόμου εισάγει έναν τρόπο εξαγοράς της ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ο οποίος συνιστά παράνομη και μη συμβατή με την εσωτερική αγορά ενίσχυση. Υποστηρίζει ότι η διάταξη αυτή δεν ελήφθη υπόψη στην απόφαση στην υπόθεση SA.44840. Επισημαίνει ότι, κατόπιν της καταγγελίας της, παρέσχε με την επιστολή της 7ης Νοεμβρίου 2020 συμπληρωματικές πληροφορίες και ότι, ελλείψει απαντήσεως εκ μέρους της Επιτροπής, της απηύθυνε πρόσκληση προς ενέργεια στις 22 Ιουνίου 2021. Κατ’ ουσίαν, υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε εντός ευλόγου χρόνου την καταγγελία της σχετικά με ενδεχόμενη παράνομη ενίσχυση, κατά παράβαση του άρθρο 12, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2015/1589, ότι δεν εξέδωσε απόφαση, κατά παράβαση του άρθρου 15, παράγραφοι 1 και 2, καθώς και του άρθρου 4 του κανονισμού, ότι δεν της απέστειλε αντίγραφο της αποφάσεώς της και ότι δεν προέβη σε καμία ενέργεια. Κατά την άποψή της, η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να αποφανθεί επί της συμβατότητας της παραγράφου 18 του τροποποιητικού νόμου με τη Συνθήκη ΛΕΕ, η δε ανάλυση στην οποία προέβη η Επιτροπή με την επιστολή της 7ης Οκτωβρίου 2020 δεν συνιστούσε ούτε οριστική γνώμη ούτε τελική θέση επί της καταγγελίας της. Η προσφεύγουσα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε παράλειψη.

26      Η Επιτροπή αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή.

27      Υπενθυμίζεται η πάγια νομολογία κατά την οποία, για να κριθεί αν η προσφυγή κατά παραλείψεως είναι βάσιμη, πρέπει να εξακριβωθεί αν, κατά το χρονικό σημείο που η Επιτροπή κλήθηκε να ενεργήσει κατά την έννοια του άρθρου 265 ΣΛΕΕ, το θεσμικό αυτό όργανο είχε υποχρέωση να ενεργήσει (αποφάσεις της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, Gestevisión Telecinco κατά Επιτροπής, T‑95/96, EU:T:1998:206, σκέψη 71, της 19ης Μαΐου 2011, Ryanair κατά Επιτροπής, T‑423/07, EU:T:2011:226, σκέψη 25, και της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, Ryanair κατά Επιτροπής, T‑442/07, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:547, σκέψη 28).

28      Στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, οι περιπτώσεις στις οποίες η Επιτροπή υποχρεούται να ενεργήσει όσον αφορά παράνομες ή μη συμβατές με την εσωτερική αγορά ενισχύσεις διέπονται από τον κανονισμό 2015/1589.

29      Υπενθυμίζεται ότι, στον τομέα των παράνομων ενισχύσεων, το άρθρο 12, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2015/1589 προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι η Επιτροπή εξετάζει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση κάθε καταγγελία που υποβλήθηκε από οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο σύμφωνα με το άρθρο 24, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού. Η διάταξη αυτή, σχετικά με τα δικαιώματα των ενδιαφερόμενων μερών, προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι, αν τα πραγματικά περιστατικά και νομικά στοιχεία που προέβαλε ο ενδιαφερόμενος δεν παρέχουν επαρκείς λόγους που συνηγορούν, βάσει μιας πρώτης εξέτασης, για την ύπαρξη παράνομης ενίσχυσης ή κατάχρησης ενισχύσεων, η Επιτροπή ενημερώνει το ενδιαφερόμενο μέρος και του ζητά να διατυπώσει παρατηρήσεις εντός ορισμένης προθεσμίας που κανονικά δεν υπερβαίνει τον έναν μήνα. Αν ο ενδιαφερόμενος δεν γνωστοποιήσει τις απόψεις του εντός της ταχθείσας προθεσμίας, η καταγγελία θεωρείται ότι έχει αποσυρθεί.

30      Το άρθρο 15, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 2015/1589 προβλέπει ότι, μετά την εξέταση της ενδεχόμενης ύπαρξης παράνομων ενισχύσεων, εκδίδεται απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2, 3 ή 4, του εν λόγω κανονισμού, κατά το οποίο η Επιτροπή εξετάζει την κοινοποίηση μόλις τη λάβει και λαμβάνει είτε απόφαση με την οποία διαπιστώνει ότι το μέτρο δεν αποτελεί ενίσχυση, είτε απόφαση για τη μη διατύπωση αντιρρήσεων εφόσον το μέτρο δεν δημιουργεί αμφιβολίες κατά πόσον συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά, είτε απόφαση για κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας εφόσον το εν λόγω μέτρο δημιουργεί αμφιβολίες κατά πόσον συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά.

31      Ως εκ τούτου, πρέπει να εξακριβωθεί αν, εν προκειμένω, η Επιτροπή έλαβε καταγγελία ή της παρασχέθηκαν πληροφορίες σχετικά με ενίσχυση φερόμενη ως παράνομη ή μη συμβατή με την εσωτερική αγορά, και είχε, ως εκ τούτου, την υποχρέωση να εκδώσει απόφαση βάσει των ως άνω διατάξεων.

32      Διαπιστώνεται ότι, με την απόφασή της στην υπόθεση SA.44840, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τις τροποποιήσεις που επήλθαν στον νόμο για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και, ιδίως, τον επίμαχο εν προκειμένω τροποποιητικό νόμο.

33      Πρώτον, τούτο προκύπτει από την υποσημείωση 2 της αποφάσεως στην υπόθεση SA.44840, η οποία μνημονεύει τον τροποποιητικό νόμο. Δεύτερον, τούτο προκύπτει από την παράγραφο 29 της εν λόγω αποφάσεως, η οποία αναφέρει ότι, εάν η επενδυτική ενίσχυση δεν έχει αφαιρεθεί αρχικώς κατά τον καθορισμό του επιπέδου στηρίξεως, η προνομιακή τιμή αγοράς μειώνεται βάσει του τροποποιητικού νόμου, προκειμένου να διασφαλιστεί η τήρηση των κανόνων σωρεύσεως και η εξάλειψη του κινδύνου υπεραντισταθμίσεως. Σε αυτό ακριβώς αποσκοπεί η τροποποίηση που επήλθε με την παράγραφο 18 του τροποποιητικού νόμου. Τρίτον, όπως προκύπτει από την παράγραφο 40 της αποφάσεως στην υπόθεση SA.44840, κατά τον χρόνο της εξετάσεως του κοινοποιηθέντος από τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας καθεστώτος, η Επιτροπή είχε λάβει από βουλγαρική ένωση για τα φωτοβολταϊκά και από μικρούς παραγωγούς καταγγελίες οι οποίες αφορούσαν, μεταξύ άλλων, την τροποποίηση που επήλθε με το άρθρο 18 του τροποποιητικού νόμου. Τέταρτον, από την παράγραφο 46 της αποφάσεως στην υπόθεση SA.44840 προκύπτει ότι τα επίπεδα ενισχύσεως των εγκαταστάσεων μειώθηκαν προς άρση παρατυπιών που είχαν διαπιστωθεί κατόπιν ελέγχου διενεργηθέντος στο πλαίσιο του προγράμματος αγροτικής ανάπτυξης για την περίοδο 2007‑2013. Όπως επισημαίνει η Επιτροπή, η τροποποίηση αυτή της νομοθεσίας, η οποία επήλθε με την παράγραφο 18 του τροποποιητικού νόμου, αποσκοπούσε στη μείωση των επιπέδων ενισχύσεως για ορισμένες εγκαταστάσεις προκειμένου να αρθούν οι παρατυπίες που είχαν διαπιστωθεί από τις βουλγαρικές αρχές. Η διόρθωση αυτή αφορούσε τους δικαιούχους επενδυτικής ενισχύσεως στο πλαίσιο του προγράμματος αγροτικής ανάπτυξης στο οποίο αναφέρθηκε η προσφεύγουσα, οι οποίοι επωφελούνταν συγχρόνως τόσο από προνομιακές τιμές όσο και από χρηματοδότηση στο πλαίσιο εθνικών καθεστώτων ενισχύσεων και καθεστώτων ενισχύσεων της Ένωσης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η εισαγωγή της προβλεπόμενης στην παράγραφο 18 του τροποποιητικού νόμου τροποποιήσεως διόρθωνε την υφιστάμενη υπεραντιστάθμιση προς όφελος των παραγωγών οι οποίοι είχαν υποβάλει αιτήσεις για τη χορήγηση ενισχύσεως πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ήτοι πριν από το 2011, γεγονός το οποίο η Επιτροπή εξέθεσε στην προσφεύγουσα απαντώντας στην καταγγελία της με την από 7 Οκτωβρίου 2020 επιστολή της (βλ. σκέψη 6 ανωτέρω).

34      Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, από την απόφαση στην υπόθεση SA.44840 συνάγεται ότι η Επιτροπή είχε λάβει υπόψη την παράγραφο 18 του τροποποιητικού νόμου στο πλαίσιο της εν λόγω αποφάσεως και, ως εκ τούτου, αποφάνθηκε επίσης επί της συμβατότητας της διατάξεως αυτής με το δίκαιο των κρατικών ενισχύσεων.

35      Πάντως, καμία διάταξη του κανονισμού 2015/1589 δεν υποχρεώνει την Επιτροπή να εκδώσει νέα απόφαση επί της συμβατότητας κρατικής ενισχύσεως με την εσωτερική αγορά επί της οποίας έχει ήδη αποφανθεί. Όπως επισημαίνει η Επιτροπή, αν υπήρχε τέτοια υποχρέωση, τα ενδιαφερόμενα μέρη θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν την ανάλυσή της όσον αφορά τη συμβατότητα κρατικής ενισχύσεως με την εσωτερική αγορά ακόμη και μετά τη λήξη της προβλεπόμενης στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως.

36      Εξάλλου, κατόπιν της υποβληθείσας στις 21 Φεβρουαρίου 2020 καταγγελίας της προσφεύγουσας, η Επιτροπή της απάντησε με την επιστολή της 7ης Οκτωβρίου 2020. Αφού υπενθύμισε το περιεχόμενο της αποφάσεως στην υπόθεση SA.44840, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι είχε εξετάσει στο πλαίσιο της εκδόσεώς της τις διατάξεις του τροποποιητικού νόμου, συμπεριλαμβανομένης της παραγράφου 18. Προσέθεσε ότι δεν ήταν δυνατή η διαπίστωση εσφαλμένης εφαρμογής της διατάξεως αυτής με βάση την καταγγελία της προσφεύγουσας (βλ. σκέψη 6 ανωτέρω).

37      Προσέτι, η προσφεύγουσα ουδόλως αποδεικνύει, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ότι η εκτίμηση αυτή είναι εσφαλμένη και ότι με το άρθρο 18 του τροποποιητικού νόμου θεσπίστηκε πράγματι άλλο μέτρο ενισχύσεως το οποίο δεν εξετάστηκε με την απόφαση SA.44840 και επί του οποίου η Επιτροπή όφειλε να εκδώσει απόφαση.

38      Κατά τα λοιπά, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, η απόφαση στην υπόθεση SA.44840 έχει μόνον ως αντικείμενο και ως αποτέλεσμα την έγκριση καθεστώτος ενισχύσεων διά της αναγνωρίσεως της συμβατότητάς του με την εσωτερική αγορά, το δε κράτος μέλος μπορεί να αρνηθεί τη χορήγηση ενισχύσεως ή να τη μειώσει, χωρίς τούτο να οδηγεί στη θέσπιση νέας κρατικής ενισχύσεως.

39      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι, κατά τον χρόνο της προσκλήσεως προς ενέργεια προς την Επιτροπή, η τελευταία ουδεμία υποχρέωση προς ενέργεια υπείχε, υπό την έννοια της μνημονευθείσας στη σκέψη 27 ανωτέρω νομολογίας, οπότε δεν μπορεί να της προσαφθεί εν προκειμένω καμία παράλειψη.

40      Όσον αφορά το επιχείρημα που προέβαλε η προσφεύγουσα περί παραλείψεως της Επιτροπής όσον αφορά τον χρόνο εξετάσεως της καταγγελίας της, δεν μπορεί να διαπιστωθεί τέτοια παράλειψη δεδομένης της διαπιστώσεως ότι η Επιτροπή δεν υπείχε υποχρέωση προς ενέργεια.

41      Επομένως, η υπό κρίση προσφυγή κατά παραλείψεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

42      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

43      Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

44      Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της σύμφωνα με το σχετικό της αίτημα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Ekobulkos EOOD και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρουν εκάστη τα δικαστικά έξοδά τους.

Spielmann

Mastroianni

Gâlea

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 21 Δεκεμβρίου 2022.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η βουλγαρική.


i      Στη σκέψη 4 του παρόντος κειμένου έγινε τροποποίηση γλωσσικής φύσεως μετά την αρχική ανάρτησή του στην ψηφιακή Συλλογή της Νομολογίας.