ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
HENRIK SAUGMANDSGAARD ØE
της 4ης Μαΐου 2017 (1)
Υπόθεση C‑566/15
Konrad Erzberger
κατά
TUI AG
[αίτηση του Kammergericht Berlin (εφετείο του Βερολίνου, Γερμανία)για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
«Προδικαστική παραπομπή – Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων – Ίση μεταχείριση – Άρθρα 18 και 45 ΣΛΕΕ – Εκλογή των εκπροσώπων των εργαζομένων στο εποπτικό συμβούλιο εταιρίας – Εθνική ρύθμιση που περιορίζει το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι στους εργαζομένους που απασχολούνται εντός της εθνικής επικράτειας»
I. Εισαγωγή
1. Η υπό κρίση υπόθεση έχει ως αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Kammergericht Berlin (εφετείο του Βερολίνου, Γερμανία) σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 18 ΣΛΕΕ που θεσπίζει την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας και του άρθρου 45 ΣΛΕΕ περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων.
2. Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Konrad Erzberger, μετόχου, και της TUI AG, γερμανικής εταιρίας, σχετικά με τη συγκρότηση του εποπτικού συμβουλίου της εν λόγω εταιρίας. Ο μέτοχος επικαλείται, μεταξύ άλλων, ότι η γερμανική νομοθεσία περί συμμετοχής των εργαζομένων στη λήψη των σχετικών με την εταιρία αποφάσεων είναι αντίθετη προς τα άρθρα 18 και 45 ΣΛΕΕ, καθόσον προβλέπει ότι μόνον οι εργαζόμενοι που απασχολούνται στις εγκαταστάσεις εταιρίας ή στις εταιρίες του ομίλου στον οποίο ανήκει η εταιρία, που βρίσκονται στη γερμανική επικράτεια, έχουν το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι για την ανάδειξη των εκπροσώπων των εργαζομένων στο εποπτικό συμβούλιο της εν λόγω εταιρίας.
3. Το ζήτημα αρχής που βρίσκεται στο επίκεντρο της υπό κρίση υποθέσεως είναι το κατά πόσον, στο πλαίσιο εθνικού καθεστώτος συμμετοχής των εργαζομένων, τα κράτη μέλη μπορούν να υποχρεωθούν, δυνάμει των άρθρων 18 και 45 ΣΛΕΕ, να παράσχουν στους εργαζομένους που απασχολούνται σε θυγατρικές εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη το ίδιο δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι του οποίου απολαύουν οι ημεδαποί εργαζόμενοι.
4. Στις παρούσες προτάσεις μου, θα εκθέσω τους λόγους για τους οποίους θεωρώ ότι στην ερώτηση αυτή πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση και ότι εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη δεν αντίκειται στα άρθρα 18 και 45 ΣΛΕΕ.
II. Το γερμανικό νομικό πλαίσιο
1. Ο νόμος περί συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων
5. Το άρθρο 1 του Gesetz über die Mitbestimmung der Arbeitnehmer (MitbestG) (νόμος περί συμμετοχής των εργαζομένων στη λήψη αποφάσεων), της 4ης Μαΐου 1976 (2) (στο εξής: νόμος περί συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων), το οποίο φέρει τον τίτλο «Υπαγόμενες επιχειρήσεις», ορίζει, στην παράγραφο 1, τα εξής:
«Στις επιχειρήσεις
1. που έχουν συσταθεί υπό μορφή ανώνυμης εταιρίας, ετερόρρυθμης κατά μετοχές εταιρίας, εταιρίας περιορισμένης ευθύνης ή συνεταιρισμού και
2. απασχολούν γενικώς περισσότερα από 2 000 άτομα,
ο παρών νόμος αναγνωρίζει δικαίωμα συμμετοχής των εργαζομένων στη λήψη αποφάσεων.
6. Το άρθρο 3 του νόμου περί συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων που φέρει τον τίτλο «Οι εργαζόμενοι και η επιχείρηση» ορίζει, στην παράγραφο 1, τα εξής:
«Νοούνται ως εργαζόμενοι κατά την έννοια του παρόντος νόμου
1. τα πρόσωπα που προσδιορίζονται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, [του Betriebsverfassungsgezetz (BetrVG) (νόμου περί οργανώσεως των επιχειρήσεων)], εκτός των ανώτερων στελεχών που προσδιορίζονται στο άρθρο 5, παράγραφος 3, του ίδιου νόμου,
2. τα ανώτερα στελέχη που προσδιορίζονται στο άρθρο 5, παράγραφος 3, του νόμου περί οργανώσεως των επιχειρήσεων.
Τα πρόσωπα που προσδιορίζονται στο άρθρο 5, παράγραφος 2, του νόμου περί οργανώσεως των επιχειρήσεων δεν θεωρούνται εργαζόμενοι κατά την έννοια του παρόντος νόμου.»
7. Το άρθρο 5 του νόμου περί συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων, το οποίο φέρει τον τίτλο «Οι όμιλοι επιχειρήσεων», ορίζει, στην παράγραφο 1, τα εξής:
«Εφόσον επιχείρηση […] είναι η δεσπόζουσα επιχείρηση του ομίλου [άρθρο 18, παράγραφος 1, του Aktiengesetz (νόμου περί ανωνύμων εταιριών)], οι εργαζόμενοι των επιχειρήσεων του ομίλου εξομοιώνονται με τους εργαζομένους της δεσπόζουσας επιχειρήσεως για τους σκοπούς της εφαρμογής του παρόντος νόμου […]».
8. Το άρθρο 7 του νόμου περί συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων, το οποίο φέρει τον τίτλο «Σύνθεση του εποπτικού συμβουλίου», ορίζει, στην παράγραφο 1, σημείο 3, στην παράγραφο 2, σημείο 3, και στην παράγραφο 4 (3), τα εξής:
«(1) Το εποπτικό συμβούλιο επιχειρήσεως
[…]
3. που έχει συνήθως περισσότερους από 20 000 εργαζομένους απαρτίζεται από δέκα μέλη που εκπροσωπούν τους μετόχους και δέκα μέλη που εκπροσωπούν τους εργαζομένους.
[…]
(2) Μεταξύ των μελών του εποπτικού συμβουλίου που εκπροσωπούν τους εργαζομένους περιλαμβάνονται
[…]
3. σε εποπτικό συμβούλιο όπου μετέχουν δέκα εκπρόσωποι των εργαζομένων, επτά εργαζόμενοι της επιχειρήσεως και τρεις εκπρόσωποι των συνδικαλιστικών οργανώσεων.
[…]
(4) Οι εργαζόμενοι της επιχειρήσεως που αναφέρονται στην παράγραφο 2 πρέπει να έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους και να απασχολούνται στην επιχείρηση επί ένα έτος. Στο έτος απασχολήσεώς τους στην επιχείρηση προστίθενται οι περίοδοι απασχολήσεως σε άλλη επιχείρηση της οποίας οι εργαζόμενοι μετέχουν στην εκλογή των μελών του εποπτικού συμβουλίου της εν λόγω επιχειρήσεως σύμφωνα με τον παρόντα νόμο. Οι περίοδοι αυτές πρέπει να είναι αμέσως προηγούμενες του χρόνου από τον οποίο οι εργαζόμενοι αποκτούν δικαίωμα συμμετοχής στην εκλογή των μελών του εποπτικού συμβουλίου της επιχειρήσεως. Πρέπει να πληρούνται επίσης οι λοιπές προϋποθέσεις εκλογιμότητας τις οποίες προβλέπει το άρθρο 8, παράγραφος 1, του νόμου περί οργανώσεως των επιχειρήσεων».
9. Το άρθρο 10 του νόμου περί συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εκλογή των εκπροσώπων», ορίζει, στις παραγράφους 1 έως 3, τα εξής:
«(1) Σε κάθε εγκατάσταση της επιχειρήσεως, οι εργαζόμενοι εκλέγουν εκπροσώπους με μυστική ψηφοφορία και βάσει συστήματος αναλογικού τύπου.
(2) Δικαίωμα του εκλέγειν για την εκλογή των εκπροσώπων έχουν οι εργαζόμενοι της επιχειρήσεως οι οποίοι έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους. Το άρθρο 7, δεύτερη περίοδος, του γερμανικού νόμου περί οργανώσεως των επιχειρήσεων εφαρμόζεται mutatis mutandis.
(3) Δικαίωμα του εκλέγεσθαι για τη θέση του εκπροσώπου έχουν οι οριζόμενοι στην παράγραφο 2, πρώτη περίοδος, εργαζόμενοι οι οποίοι πληρούν τις προϋποθέσεις εκλογιμότητας του άρθρου 8 του γερμανικού νόμου περί οργανώσεως των επιχειρήσεων».
2. Ο νόμος περί οργανώσεως των επιχειρήσεων
10. Το άρθρο 7 του νόμου περί οργανώσεως των επιχειρήσεων, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση που δημοσιεύθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 2001 (4), το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα του εκλέγειν», ορίζει τα εξής:
«Δικαίωμα του εκλέγειν έχουν όλοι οι εργαζόμενοι της επιχειρηματικής εγκαταστάσεως οι οποίοι έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους. Εάν έχουν παραχωρηθεί εργαζόμενοι άλλου εργοδότη για την παροχή εργασίας, αυτοί έχουν το δικαίωμα του εκλέγειν εφόσον η διάρκεια της παραχωρήσεως υπερβαίνει τους τρεις μήνες.»
11. Το άρθρο 8 του νόμου περί οργανώσεως των επιχειρήσεων, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα του εκλέγεσθαι», ορίζει τα εξής:
«(1) Δικαίωμα του εκλέγεσθαι έχουν όλοι οι έχοντες το δικαίωμα του εκλέγειν, οι οποίοι απασχολούνται στην επιχειρηματική εγκατάσταση επί διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών ή έχουν εργαστεί από την οικία τους κατά κύρια απασχόληση για την επιχειρηματική εγκατάσταση επί διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών. Σε αυτήν την εξάμηνη αρχαιότητα στην επιχειρηματική εγκατάσταση συνυπολογίζεται ο χρόνος κατά τον οποίον ο εργαζόμενος εργαζόταν αμέσως προηγουμένως σε άλλη εγκατάσταση της ίδιας επιχειρήσεως ή του ίδιου ομίλου επιχειρήσεων (άρθρο 18, παράγραφος 1, του νόμου περί ανωνύμων εταιριών). Στερείται του δικαιώματος του εκλέγεσθαι όποιος λόγω ποινικής καταδίκης δεν δύναται να αποκτά δικαιώματα από δημόσιες εκλογές.
(2) Εάν η επιχειρηματική εγκατάσταση υφίσταται λιγότερο από έξι μήνες, δικαίωμα του εκλέγεσθαι έχουν, κατά παρέκκλιση από τη διάταξη της παραγράφου 1 σχετικά με την εξάμηνη αρχαιότητα στην επιχειρηματική εγκατάσταση, όσοι εργαζόμενοι απασχολούνται στην επιχειρηματική εγκατάσταση κατά την έναρξη των εκλογών για την ανάδειξη του συμβουλίου εργαζομένων και πληρούν τις λοιπές προϋποθέσεις εκλογιμότητας.»
III. Η διαφορά της κύριας δίκης, το προδικαστικό ερώτημα και η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία
12. Ο εκκαλών της κύριας δίκης, Κ. Erzberger, είναι μέτοχος της εφεσίβλητης TUI, εταιρίας με έδρα στο Βερολίνο (Γερμανία) και στο Ανόβερο (Γερμανία). Η TUI είναι επικεφαλής ομίλου εταιριών τις οποίες ελέγχει (στο εξής: όμιλος TUI), που δραστηριοποιείται στον τουριστικό τομέα. Ο όμιλος TUI δραστηριοποιείται σε παγκόσμια κλίμακα και απασχολεί περίπου 10 103 άτομα στη Γερμανία και περίπου 39 536 άτομα στα λοιπά κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ούτε η TUI ούτε καμία άλλη εταιρία του ομίλου TUI διαθέτει εξαρτώμενα υποκαταστήματα ή εγκαταστάσεις σε κράτη μέλη διαφορετικά από εκείνο της έδρας της.
13. Σύμφωνα με τον νόμο περί συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων, το εποπτικό συμβούλιο της TUI (5) αποτελείται από 20 μέλη, εκ των οποίων δέκα μέλη εκπροσωπούν τους μετόχους και δέκα μέλη εκπροσωπούν τους εργαζομένους (6).
14. Το άρθρο 98 του νόμου περί ανωνύμων εταιριών προβλέπει τη δυνατότητα επιλύσεως με δικαστική απόφαση των διαφορών περί των εφαρμοστέων επί της συγκροτήσεως του εποπτικού συμβουλίου νομοθετικών διατάξεων. Ο Κ. Erzberger έκανε χρήση αυτής της δυνατότητας.
15. Ο Κ. Erzberger υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι το εποπτικό συμβούλιο της TUI δεν έχει συγκροτηθεί νομίμως. Το εν λόγω συμβούλιο θα έπρεπε να απαρτίζεται αποκλειστικά από μέλη διορισμένα από τους μετόχους της εταιρίας. Η γερμανική ρύθμιση περί συμμετοχής των εργαζομένων στη λήψη αποφάσεων δεν έπρεπε να έχει εφαρμοστεί στη συγκρότηση του εποπτικού συμβουλίου, καθόσον αντιβαίνει στα άρθρα 18 και 45 ΣΛΕΕ. Αντιθέτως, η TUI θεωρεί, κατά κύριο λόγο, ότι η ρύθμιση αυτή είναι σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης.
16. Με διάταξη της 12ης Μαΐου 2015, το Landgericht Berlin (πρωτοδικείο του Βερολίνου, Γερμανία), το οποίο επιλήφθηκε της υποθέσεως σε πρώτο βαθμό, έκρινε ότι η γερμανική νομοθεσία περί συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων δεν αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης.
17. Ο Κ. Erzberger άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, το οποίο εκφράζει αμφιβολίες όσον αφορά τη συμφωνία της γερμανικής νομοθεσίας περί συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων με το δίκαιο της Ένωσης.
18. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά την κρατούσα στη γερμανική θεωρία και νομολογία άποψη (7), ως «εργαζόμενοι» για τους σκοπούς της εφαρμογής του νόμου περί συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων νοούνται αποκλειστικά οι εργαζόμενοι των επιχειρήσεων που βρίσκονται στην εθνική επικράτεια. Μολονότι αυτό δεν προκύπτει από το γράμμα των διατάξεων του εν λόγω νόμου, το συμπέρασμα αυτό συνάγεται από μια προσέγγιση που συνδυάζει την αρχή της εδαφικότητας, σύμφωνα με την οποία η γερμανική κοινωνική τάξη δεν μπορεί να επεκταθεί στην επικράτεια άλλων κρατών, με το ιστορικό θεσπίσεως του εν λόγω νόμου (8).
19. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει επίσης ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Bundesarbeitsgericht (ομοσπονδιακό δικαστήριο εργατικών διαφορών, Γερμανία) (9), ο νόμος περί οργανώσεως των επιχειρήσεων, του οποίου το άρθρο 5, παράγραφος 1, προβλέπει ορισμό της έννοιας του «εργαζομένου» στον οποίο παραπέμπει το άρθρο 3 του νόμου περί συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων (10), δεν εφαρμόζεται στις εγκαταστάσεις γερμανικών επιχειρήσεων που βρίσκονται στην αλλοδαπή.
20. Κατά το αιτούν δικαστήριο, από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι μόνον οι εργαζόμενοι που απασχολούνται στη Γερμανία δύνανται να εκλέγουν τα μέλη του εποπτικού συμβουλίου που εκπροσωπούν τους εργαζομένους, έχουν δικαίωμα του εκλέγεσθαι ως εκπρόσωποι και δύνανται να γίνουν μέλη του εποπτικού συμβουλίου. Εξάλλου, εργαζόμενος ο οποίος αναλαμβάνει θέση εργασίας σε άλλο κράτος μέλος, έστω και αν συνεχίζει να απασχολείται από τη γερμανική εταιρία ή από επιχείρηση του ίδιου ομίλου, πρέπει να αποχωρήσει από τα καθήκοντα που ασκεί ως μέλος του εποπτικού συμβουλίου.
21. Το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι είναι δυνατόν η γερμανική νομοθεσία περί συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων να προκαλεί δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγένειας κατά την έννοια του άρθρου 18 ΣΛΕΕ, καθόσον, σε αντίθεση με τους εργαζομένους που απασχολούνται στη Γερμανία, οι εργαζόμενοι που απασχολούνται σε άλλο κράτος μέλος και οι οποίοι ευλόγως μπορεί να θεωρηθεί ότι, κατά κανόνα, δεν είναι Γερμανοί, δεν μπορούν να εκλέξουν το εποπτικό όργανο της εφεσίβλητης ή να εκλεγούν σε αυτό και, συνεπώς, δεν εκπροσωπούνται επαρκώς στο εποπτικό της όργανο. Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι δεν υφίσταται επαρκής δικαιολόγηση γι’ αυτό.
22. Εν πάση περιπτώσει, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι θα μπορούσε να γίνει δεκτό πως η γερμανική νομοθεσία περί συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων παραβιάζει την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων την οποία προβλέπει το άρθρο 45 ΣΛΕΕ. Λόγω του κινδύνου απώλειας της ιδιότητας του μέλους εποπτικού οργάνου, η νομοθεσία αυτή είναι, ενδεχομένως, ικανή να αποθαρρύνει τους εργαζομένους από την υποβολή υποψηφιότητας για πραγματικά προσφερόμενες θέσεις εργασίας και από την ελεύθερη κυκλοφορία τους, για τον σκοπό αυτόν, στην επικράτεια των κρατών μελών.
23. Στο πλαίσιο αυτό, το Kammergerich Berlin (εφετείο του Βερολίνου) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:
«Συνάδει με το άρθρο 18 ΣΛΕΕ (αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων) και το άρθρο 45 ΣΛΕΕ (ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων) η απονομή από κράτος μέλος του δικαιώματος του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι για την εκλογή των εκπροσώπων των εργαζομένων στο εποπτικό όργανο επιχειρήσεως μόνο στους εργαζομένους που απασχολούνται στις εγκαταστάσεις της επιχειρήσεως ή στις επιχειρήσεις του ομίλου οι οποίες βρίσκονται στην ημεδαπή;»
24. Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν ο Κ. Erzberger, η TUI, οι Betriebsrat der TUI AG/TUI Group Services GmbH, Franz Jakobi κ.λπ. και Vereinte Dienstleistungsgewerkschaft ver.di (καλούμενοι στο εξής, από κοινού: Betriebsrat der TUI κ.λπ.), η Vereinigung Cockpit e.V η οποία προσυπέγραψε τις παρατηρήσεις των Betriebsrat der TUI κ.λπ., η Γερμανική και η Αυστριακή Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που πραγματοποιήθηκε στις 24 Ιανουαρίου 2017, ανέπτυξαν προφορικές παρατηρήσεις ο Κ. Erzberger, η TUI, οι Betriebsrat der TUI κ.λπ., η Γερμανική, η Γαλλική, η Λουξεμβουργιανή, η Ολλανδική και η Αυστριακή Κυβέρνηση, η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ καθώς και η Επιτροπή.
IV. Νομική εκτίμηση
1. Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου
25. Προκαταρκτικώς, η TUI υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο για να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα, καθόσον η επίμαχη στη διαφορά της κύριας δίκης κατάσταση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης.
26. Στο πλαίσιο αυτό, η TUI επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι ο εκκαλών της κύριας δίκης, Κ. Erzberger, δεδομένου ότι είναι μέτοχος της εφεσίβλητης εταιρίας και όχι εργαζόμενος σε αυτήν, δεν επηρεάζεται από τα φερόμενα ως εισάγοντα δυσμενείς διακρίσεις ή περιορισμούς αποτελέσματα της επίμαχης γερμανικής ρυθμίσεως, γεγονός το οποίο επικαλούνται επίσης οι Betriebsrat der TUI κ.λπ., καθώς και η Λουξεμβουργιανή και η Αυστριακή Κυβέρνηση.
27. Επισημαίνω συναφώς ότι, κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφανθεί προδικαστικώς σχετικά με ρύθμιση που δεν εμπίπτει στο πεδίο του δικαίου της Ένωσης, καθώς και όταν το αντικείμενο της διαφοράς δεν εμφανίζει κανένα συνδετικό στοιχείο με οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις που ρυθμίζουν οι διατάξεις των Συνθηκών (11).
28. Εντούτοις, άρνηση του Δικαστηρίου να αποφανθεί επί της υποβληθείσας από εθνικό δικαστήριο αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως χωρεί μόνον όταν προδήλως προκύπτει ότι η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης η οποία ζητείται ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή επίσης όταν το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει λυσιτελή απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν (12).
29. Αυτό όμως δεν συμβαίνει στην υπό κρίση περίπτωση.
30. Πράγματι, μολονότι είναι αληθές ότι ο εκκαλών της κύριας δίκης, Κ. Erzberger, ως μέτοχος της TUI, δεν θίγεται από τις γερμανικές διατάξεις περί συμμετοχής των εργαζομένων στη λήψη αποφάσεων, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι ο ενδιαφερόμενος έκανε χρήση του δικαιώματός του, το οποίο προβλέπει το εθνικό δίκαιο (13), να προσφύγει στη δικαιοσύνη σε περίπτωση διαφωνίας σχετικά με τις νομοθετικές διατάξεις που διέπουν τη συγκρότηση του εποπτικού συμβουλίου, επικαλούμενος, μεταξύ άλλων, ότι οι διατάξεις αυτές δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστούν στη συγκρότηση του εποπτικού συμβουλίου της TUI, διότι αντίκεινται στο δίκαιο της Ένωσης. Εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η απόφασή του επί της εφέσεως που άσκησε ο Κ. Erzberger εξαρτάται από την απάντηση που θα δοθεί από το Δικαστήριο στο προδικαστικό ερώτημα. Συγκεκριμένα, κατά το αιτούν δικαστήριο, εάν κριθεί ότι η γερμανική ρύθμιση περί συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων δεν μπορεί να εφαρμοστεί, εν όλω ή εν μέρει, λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης, η εν λόγω έφεση θα γίνει, εν όλω ή εν μέρει, δεκτή.
31. Επομένως, η ερμηνεία των άρθρων 18 και 45 ΣΛΕΕ την οποία ζητεί το αιτούν δικαστήριο έχει άμεση σχέση με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης.
32. Υπό τις συνθήκες αυτές, φρονώ ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα.
2. Επί της ουσίας
1. Επί του αντικειμένου του προδικαστικού ερωτήματος
33. Με το προδικαστικό ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται κατά πόσον η γερμανική ρύθμιση περί συμμετοχής των εργαζομένων στη λήψη αποφάσεων (14) συνάδει με τα άρθρα 18 και 45 ΣΛΕΕ και αυτό για πολλούς λόγους.
34. Αφενός, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί κατά πόσον, έναντι των εργαζομένων του ομίλου TUI που απασχολούνται σε άλλα κράτη μέλη εκτός της Γερμανίας, η ρύθμιση αυτή προκαλεί δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγένειας, καθόσον, σε αντίθεση με τους εργαζομένους του ομίλου που απασχολούνται στη Γερμανία, οι πρώτοι εργαζόμενοι δεν έχουν το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι για την ανάδειξη των εκπροσώπων των εργαζομένων στο εποπτικό συμβούλιο της μητρικής εταιρίας του ομίλου (TUI).
35. Συναφώς επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η TUI δεν διαθέτει εξαρτώμενα υποκαταστήματα ή εγκαταστάσεις σε άλλα κράτη μέλη (15). Επομένως, η ανάλυση που ακολουθεί στις παρούσες προτάσεις δεν αφορά την περίπτωση εργαζομένου που απασχολείται σε εγκατάσταση ή εξαρτώμενο υποκατάστημα το οποίο βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος, πλην εκείνου στο οποίο είναι εγκατεστημένη η εταιρία. Αντιθέτως, θα πρέπει να προσδιοριστεί κατά πόσο ρύθμιση όπως η επίμαχη στη διαφορά της κύριας δίκης προκαλεί δυσμενή διάκριση εις βάρος των εργαζομένων του ομίλου TUI που απασχολούνται στις εγκαταστημένες σε άλλα κράτη μέλη θυγατρικές του ομίλου (16).
36. Αφετέρου, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται κατά πόσον η γερμανική νομοθεσία συνιστά, έναντι των εργαζομένων του ομίλου TUI που απασχολούνται στη Γερμανία, περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, καθόσον, λόγω του κινδύνου απώλειας του δικαιώματος του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι, η νομοθεσία αυτή είναι ικανή να αποθαρρύνει τους μισθωτούς αυτούς να ζητήσουν ή να αποδεχθούν θέση εργασίας σε άλλο κράτος μέλος ή να καταστήσει λιγότερο ελκυστική μια τέτοια μετάθεση.
37. Κατά συνέπεια, το προδικαστικό ερώτημα αφορά δύο διαφορετικές καταστάσεις που αφορούν δύο κατηγορίες εργαζομένων, οι οποίες θα πρέπει να διακριθούν σαφώς κατά την ερμηνεία των σχετικών διατάξεων του δικαίου της Ένωσης.
2. Επί των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης που χρήζουν ερμηνείας
38. Επισημαίνεται ότι το ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο αφορά τόσο το άρθρο 18 ΣΛΕΕ, το οποίο θεσπίζει τη γενική αρχή της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, όσο και το άρθρο 45 ΣΛΕΕ περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων.
39. Κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 18 ΣΛΕΕ μπορεί να εφαρμοστεί αυτοτελώς μόνο σε διεπόμενες από το δίκαιο της Ένωσης καταστάσεις για τις οποίες η Συνθήκη δεν προβλέπει ειδικούς κανόνες απαγορεύσεως των διακρίσεων (17). Η αρχή όμως της απαγορεύσεως των διακρίσεων συγκεκριμενοποιείται, στον τομέα της κυκλοφορίας των εργαζομένων, στο άρθρο 45, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (18).
40. Συνεπώς, αν στην υπό κρίση υπόθεση είναι εφαρμοστέο το άρθρο 45 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο δεν χρειάζεται να αποφανθεί σχετικά με το άρθρο 18 ΣΛΕΕ.
41. Επισημαίνω εκ προοιμίου ότι, κατά την άποψή μου, το άρθρο 45 ΣΛΕΕ δεν είναι εφαρμοστέο στους εργαζομένους του ομίλου TUI που απασχολούνται εκτός Γερμανίας, αλλά η διάταξη αυτή μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να εφαρμοστεί στους εργαζομένους του ομίλου που απασχολούνται στη Γερμανία.
3. Επί της δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 45 ΣΛΕΕ
1) Επί της έννοιας των «άλλων όρων εργασίας»
42. Καταρχάς, επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 45, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων συνεπάγεται την κατάργηση κάθε διακρίσεως λόγω ιθαγένειας μεταξύ των εργαζομένων των κρατών μελών, όσον αφορά την απασχόληση, την αμοιβή και τους άλλους όρους εργασίας (19).
43. Όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, η έννοια «λοιποί όροι εργασίας» πρέπει να νοείται ως έχουσα ευρύ περιεχόμενο, στο μέτρο που η διάταξη αυτή προβλέπει ίση μεταχείριση για ό,τι σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα με την άσκηση μισθωτής δραστηριότητας στο κράτος μέλος υποδοχής (20).
44. Υπό τις συνθήκες αυτές, φρονώ ότι το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι για την ανάδειξη εκπροσώπων των εργαζομένων στο εποπτικό συμβούλιο της εταιρίας, όπως προβλέπεται από την οικεία γερμανική ρύθμιση, εμπίπτει στους «άλλους όρους εργασίας» κατά την έννοια του άρθρου 45, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (21). Πράγματι, δυνάμει της εν λόγω ρυθμίσεως, το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι εξαρτάται ακριβώς από το κατά πόσον ο ενδιαφερόμενος έχει την ιδιότητα του «εργαζομένου» κατά την έννοια της εν λόγω ρυθμίσεως (22). Συνεπώς, άπτεται ευθέως της ασκήσεως μισθωτής δραστηριότητας στη Γερμανία.
2) Επί της υπάρξεως συνδετικού στοιχείου με το δίκαιο της Ένωσης
1) Γενικές παρατηρήσεις
45. Για να είναι το άρθρο 45 ΣΛΕΕ εφαρμοστέο εν προκειμένω, πρέπει η υπόθεση της κύριας δίκης να παρουσιάζει κάποιο σύνδεσμο με μια από τις καταστάσεις που διέπει η εν λόγω διάταξη.
46. Η TUI, οι Betriebsrat der TUI κ.λπ. και η Γερμανική Κυβέρνηση αμφισβητούν τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 45 ΣΛΕΕ στην υπό κρίση υπόθεση, επικαλούμενοι, κατ’ ουσίαν, την απουσία διασυνοριακού στοιχείου. Αντιθέτως, ο Κ. Erzberger, η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ και η Επιτροπή θεωρούν ότι υφίσταται πράγματι διασυνοριακό στοιχείο, καθόσον, μεταξύ άλλων, εργαζόμενος που απασχολείται από γερμανική εταιρία και μετατίθεται σε άλλο κράτος μέλος χάνει το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι στο εποπτικό συμβούλιο, ακόμα και αν συνεχίζει να απασχολείται από την εν λόγω εταιρία.
47. Επισημαίνεται ότι, όσον αφορά το ζήτημα της δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 45 ΣΛΕΕ, θα πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ δύο κατηγοριών εργαζομένων τις οποίες αφορά το προδικαστικό ερώτημα, δηλαδή, αφενός, των εργαζομένων του ομίλου TUI που απασχολούνται σε θυγατρικές εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη πλην της Γερμανίας και, αφετέρου, εκείνων που απασχολούνται στην Γερμανία (23).
2) Επί των εργαζομένων του ομίλου TUI που απασχολούνται σε θυγατρικές εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη
48. Όσον αφορά τους εργαζομένους του ομίλου TUI που απασχολούνται σε θυγατρικές εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη πλην της Γερμανίας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι εργαζόμενοι αυτοί δεν είναι αναγκαστικά πρόσωπα που έχουν κάνει χρήση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας που τους απονέμει το άρθρο 45 ΣΛΕΕ. Πράγματι, είναι πολύ πιθανό αυτή η κατηγορία εργαζομένων να περιλαμβάνει μεγάλο αριθμό προσώπων που είναι υπήκοοι ή κάτοικοι του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η θυγατρική και όπου ασκείται η μισθωτή δραστηριότητά τους.
49. Το να αναγνωριστεί δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 45 ΣΛΕΕ σε αυτά τα πρόσωπα που ουδέποτε έκαναν χρήση του δικαιώματός τους για ελεύθερη κυκλοφορία και δεν έχουν, εξάλλου, κανένα δεσμό με την αγορά εργασίας του κράτους μέλους του οποίου αμφισβητείται η νομοθεσία, εκ μόνου του λόγου ότι η θυγατρική στην οποία απασχολούνται ελέγχεται από εταιρία εγκατεστημένη στο εν λόγω κράτος μέλος, δεν μπορεί, εξ όσων γνωρίζω, να θεμελιωθεί στη νομολογία του Δικαστηρίου περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων (24).
50. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έχει διαπιστώσει ότι το σύνολο των διατάξεων της Συνθήκης για την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων αποσκοπεί στη διευκόλυνση της εκ μέρους των υπηκόων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ασκήσεως επαγγελματικών δραστηριοτήτων οποιασδήποτε φύσεως στο έδαφος της Ένωσης και αποκλείει μέτρα που θα μπορούσαν να είναι δυσμενή για τους εν λόγω υπηκόους οι οποίοι επιθυμούν να ασκήσουν οικονομική δραστηριότητα στο έδαφος άλλου κράτους μέλους πλην του κράτους μέλους καταγωγής τους. Στο πλαίσιο αυτό, οι υπήκοοι των κρατών μελών έχουν, ιδίως, το δικαίωμα, το οποίο αρύονται απευθείας από τη Συνθήκη, να εγκαταλείπουν το κράτος μέλος καταγωγής τους και να μεταβαίνουν στο έδαφος άλλου κράτους μέλους προκειμένου να διαμείνουν σ’ αυτό και να ασκήσουν εκεί οικονομική δραστηριότητα (25).
51. Επομένως, το άρθρο 45 ΣΛΕΕ εγγυάται, σε γενικές γραμμές, την ελεύθερη κυκλοφορία από δύο απόψεις. Αφενός, οι υπήκοοι των κρατών μελών έχουν το δικαίωμα, δυνάμει του εν λόγω άρθρου, να απολαμβάνουν της ίδιας μεταχειρίσεως με τους ημεδαπούς εργαζομένους στην αγορά εργασίας του κράτους μέλους υποδοχής (26). Αφετέρου, το εν λόγω άρθρο απαγορεύει στο κράτος μέλος καταγωγής να περιορίζει αδικαιολόγητα το δικαίωμα των υπηκόων του να εγκαταλείπουν το έδαφός του για την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας σε άλλο κράτος μέλος (27).
52. Η κατάσταση των εργαζομένων του ομίλου TUI που απασχολούνται από τις εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη θυγατρικές δεν αντιστοιχεί σε καμία από αυτές τις περιπτώσεις, αν οι εργαζόμενοι αυτοί δεν άσκησαν ποτέ το δικαίωμά τους για ελεύθερη κυκλοφορία (28). Η εφαρμογή του άρθρου 45 ΣΛΕΕ στους εργαζομένους αυτούς συνεπάγεται επομένως σημαντική επέκταση του πεδίου εφαρμογής του εν λόγω άρθρου (29).
53. Από τελεολογική άποψη, δεν μπορώ όμως να αντιληφθώ πώς ο σκοπός του άρθρου 45 ΣΛΕΕ θα μπορούσε να δικαιολογήσει μια τέτοια επέκταση του πεδίου εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως. Συγκεκριμένα, θεωρώ ότι ο διασυνοριακός χαρακτήρας των σχέσεων στο εσωτερικό ομίλου εταιριών δεν επηρεάζει το γεγονός ότι η κατάσταση των εν λόγω εργαζομένων είναι, στην πραγματικότητα, αμιγώς εσωτερική, καθόσον όλα τα στοιχεία που καθορίζουν την εργασιακή τους κατάσταση περιορίζονται στο εσωτερικό ενός μόνο κράτους μέλους (30).
54. Για παράδειγμα, φρονώ ότι η κατάσταση εργαζομένου που απασχολείται από τη γαλλική θυγατρική του ομίλου TUI αποτελεί αμιγώς εσωτερικό θέμα της Γαλλικής Δημοκρατίας. Ο εργαζόμενος αυτός απασχολείται στη Γαλλία από εταιρία που έχει συσταθεί δυνάμει του γαλλικού δικαίου (31), στο οποίο υπόκεινται επίσης, κατά γενικό κανόνα, η σύμβαση εργασίας του (32) και, γενικότερα, οι όροι εργασίας του (33). Συναφώς, ο τόπος στον οποίο βρίσκεται ο ιδιοκτήτης της εταιρίας η οποία απασχολεί τον εν λόγω εργαζόμενο ή ο τόπος από τον οποίο ασκείται ο έλεγχος επί της εταιρίας αυτής δεν επηρεάζει την εργασιακή του κατάσταση η οποία, στην πράξη, είναι εντελώς όμοια με εκείνη άλλων εργαζομένων που απασχολούνται στη Γαλλία.
55. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, φρονώ ότι το γεγονός ότι η εταιρία που απασχολεί τον εργαζόμενο ανήκει σε εταιρία εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος ή ελέγχεται από αυτήν δεν αρκεί, αυτό καθεαυτό, προκειμένου να αποτελέσει συνδετικό στοιχείο με οποιαδήποτε από τις καταστάσεις που προβλέπει το άρθρο 45 ΣΛΕΕ. Με άλλα λόγια, η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων δεν μπορεί να επηρεάζεται από το γεγονός ότι η εργοδότρια εταιρία αποκτήθηκε από εταιρία εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος. Πράγματι, από την άποψη της καταστάσεως του εργαζομένου, το γεγονός αυτό συνιστά εξωτερικό παράγοντα που δεν έχει καμία σχέση με τις ενέργειες του εργαζομένου (34).
56. Το συμπέρασμα αυτό δεν κλονίζεται από τα επιχειρήματα που προβάλλει ο Κ. Erzberger σύμφωνα με τα οποία, αφενός, οι εργαζόμενοι που απασχολούνται στις ευρισκόμενες σε άλλα κράτη μέλη θυγατρικές της TUI επηρεάζονται άμεσα από τις αποφάσεις του εποπτικού συμβουλίου της TUI (35), και, αφετέρου, ο αποκλεισμός των εργαζομένων αυτών από το γερμανικό καθεστώς συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων προκαλεί υπερεκπροσώπηση των συμφερόντων των ημεδαπών εργαζομένων στο εποπτικό συμβούλιο, πράγμα που είναι ιδιαίτερα προβληματικό σε περίπτωση αποφάσεων σχετικά με την ίδρυση ή το κλείσιμο εγκαταστάσεων σε άλλα κράτη μέλη (36).
57. Πράγματι, οι σκέψεις αυτές, χωρίς να προδικάζεται κατά πόσον είναι χρήσιμες στο εθνικό πολιτικό πλαίσιο, διαπιστώνεται ότι δεν είναι ικανές να οδηγήσουν στο να υπαχθούν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 45 ΣΛΕΕ καταστάσεις που δεν εμφανίζουν κανένα συνδετικό στοιχείο με την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων.
58. Κατόπιν των προεκτεθέντων, φρονώ ότι το άρθρο 45 ΣΛΕΕ δεν εφαρμόζεται στους εργαζομένους του ομίλου TUI που απασχολούνται σε θυγατρικές του ομίλου ευρισκόμενες σε άλλα κράτη μέλη (37).
59. Επιπλέον, επισημαίνω ότι, σε αντίθεση με ό,τι φαίνεται να υποστηρίζουν ο Κ. Erzberger και η Επιτροπή, στους εν λόγω εργαζομένους δεν μπορεί να εφαρμοστεί ούτε το άρθρο 18 ΣΛΕΕ. Όπως προκύπτει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων που καθιερώνει το εν λόγω άρθρο δεν μπορεί να έχει εφαρμογή σε αμιγώς εσωτερικές καταστάσεις κράτους μέλους που δεν έχουν κανένα συνδετικό στοιχείο με οποιαδήποτε από τις καταστάσεις που προβλέπει το δίκαιο της Ένωσης (38).
3) Επί των εργαζομένων του ομίλου TUI που απασχολούνται στη Γερμανία
60. Όσον αφορά, αντιθέτως, τους εργαζομένους του ομίλου TUI που απασχολούνται στη Γερμανία, φρονώ ότι, σε αντίθεση προς ό,τι υποστηρίζουν η TUI και η Γερμανική Κυβέρνηση, το άρθρο 45 ΣΛΕΕ μπορεί να τύχει εφαρμογής.
61. Φρονώ, συνεπώς, ότι είμαστε πράγματι αντιμέτωποι με κατάσταση που εμπίπτει στο άρθρο 45 ΣΛΕΕ, όταν εργαζόμενος του ομίλου TUI που απασχολείται στη Γερμανία εγκαταλείπει ή επιθυμεί να εγκαταλείψει το εν λόγω κράτος μέλος για να αναλάβει μια θέση σε θυγατρική ανήκουσα στον ίδιο όμιλο, εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος.
62. Σε αντίθεση με την TUI, φρονώ ότι δεν πρόκειται για καθαρά υποθετική επαγγελματική προοπτική, ικανή να καταστήσει ανεφάρμοστο το άρθρο 45 ΣΛΕΕ (39). Αντιθέτως, στην περίπτωση ομίλου εταιριών διασυνοριακού χαρακτήρα, όπως ο όμιλος στον οποίο ανήκει η εφεσίβλητη εταιρία (40), η δυνατότητα να μετατεθεί εργαζόμενος, είτε κατόπιν ιδίας πρωτοβουλίας είτε κατόπιν αιτήματος του εργοδότη του σε άλλη εταιρία μέλος του ομίλου που βρίσκεται σε διαφορετικό κράτος μέλος είναι, κατά την άποψή μου, απολύτως πιθανή.
63. Δεν μπορώ να δεχθώ ούτε το επιχείρημα που φαίνεται να προβάλλει η Γερμανική Κυβέρνηση, σύμφωνα με το οποίο το άρθρο 45 ΣΛΕΕ δεν είναι εφαρμοστέο στους εργαζομένους του ομίλου TUI που απασχολούνται στη Γερμανία, διότι το άρθρο 45, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΣΛΕΕ παρέχει στους εργαζομένους απλώς δικαίωμα να διαμένουν σε κράτος μέλος με τον σκοπό να ασκούν εκεί ορισμένη εργασία «σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που διέπουν την απασχόληση των εργαζομένων υπηκόων αυτού του κράτους μέλους».
64. Συναφώς επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η παράγραφος 3 του άρθρου 45 ΣΛΕΕ δεν έχει σκοπό να οριοθετήσει το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω άρθρου, αλλά μάλλον να διευκρινίσει το περιεχόμενο του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας στις περιπτώσεις στις οποίες είναι πράγματι εφαρμοστέο το εν λόγω άρθρο (41).
65. Τέλος, επισημαίνω ότι, σε αντίθεση προς ό,τι φαίνεται να ισχυρίζονται η TUI και η Γερμανική Κυβέρνηση, η απουσία εναρμονίσεως στο επίπεδο της Ένωσης στον τομέα της συμμετοχής των εργαζομένων στη λήψη αποφάσεων δεν μπορεί να επηρεάσει τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 45 ΣΛΕΕ στη διαφορά της κύριας δίκης.
66. Μολονότι αληθεύει ότι, εφόσον δεν υφίσταται ανάλογη εναρμόνιση (42), τα κράτη μέλη είναι κατ’ αρχήν ελεύθερα να καθορίζουν τον βαθμό αναμίξεως των εργαζομένων στη διαχείριση των εταιριών που δραστηριοποιούνται στην αντίστοιχη επικράτειά τους, πρέπει, εντούτοις, να ασκούν την αρμοδιότητα αυτή κατά τρόπο σύμφωνο με το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως δε με τις διατάξεις του άρθρου 45 ΣΛΕΕ περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων (43).
67. Βάσει των προεκτεθέντων, φρονώ ότι το άρθρο 45 ΣΛΕΕ είναι εφαρμοστέο στους εργαζομένους του ομίλου TUI που απασχολούνται στη Γερμανία, όταν εγκαταλείπουν ή επιθυμούν να εγκαταλείψουν το εν λόγω κράτος μέλος προκειμένου να αναλάβουν θέση εργασίας σε θυγατρική του ομίλου ευρισκόμενη σε άλλο κράτος μέλος.
68. Θα πρέπει συνεπώς, σε σχέση με αυτό το σενάριο, να εξεταστεί κατά πόσον ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη συνάδει με το άρθρο 45 ΣΛΕΕ. Αντιθέτως, δεν χρειάζεται να εξεταστεί η ρύθμιση αυτή με γνώμονα το άρθρο 18 ΣΛΕΕ (44).
69. Στην ανάλυση που ακολουθεί θα εκθέσω τους λόγους για τους οποίους φρονώ ότι μια τέτοια ρύθμιση δεν περιορίζει την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων [τμήμα α) της ενότητας 4]. Επικουρικώς, θα εκθέσω τους λόγους για τους οποίους φρονώ ότι ενδεχόμενα περιοριστικά αποτελέσματα μιας τέτοιας ρυθμίσεως δικαιολογούνται για επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος [τμήμα β) της ενότητας 4].
4. Επί της συμβατότητας ρυθμίσεως όπως η επίμαχη ρύθμιση της κύριας δίκης με το άρθρο 45 ΣΛΕΕ
1) Επί της ανυπαρξίας περιορισμού
70. Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, μολονότι, κατά το γράμμα τους, οι διατάξεις περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων έχουν ως σκοπό ιδίως να εξασφαλίζουν το ευεργέτημα της εθνικής μεταχειρίσεως εντός του κράτους μέλους υποδοχής, εντούτοις απαγορεύουν και στο κράτος μέλος καταγωγής να εμποδίσει έναν από τους υπηκόους του να δεχθεί και να ασκήσει ελεύθερα εργασία σε άλλο κράτος μέλος (45).
71. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι εθνικές διατάξεις που εμποδίζουν ή αποθαρρύνουν υπήκοο κράτους μέλους να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του προκειμένου να ασκήσει το δικαίωμά του για ελεύθερη κυκλοφορία συνιστούν εμπόδια στην άσκηση αυτής της ελευθερίας, έστω και αν εφαρμόζονται ανεξαρτήτως της ιθαγένειας των οικείων εργαζομένων (46). Το Δικαστήριο έχει κρίνει επίσης ότι το άρθρο 45 ΣΛΕΕ αποκλείει οποιοδήποτε μέτρο το οποίο, έστω και αν εφαρμόζεται χωρίς διακρίσεις λόγω ιθαγενείας, δύναται να παρακωλύσει ή να καταστήσει λιγότερο ελκυστική την άσκηση, από τους υπηκόους της Ένωσης, των θεμελιωδών ελευθεριών που κατοχυρώνει η Συνθήκη (47).
72. Στηριζόμενοι σε αυτή τη νομολογία, ο Κ. Erzberger, η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι ο αποκλεισμός των εργαζομένων του ομίλου TUI που απασχολούνται σε άλλα κράτη μέλη από το γερμανικό καθεστώς συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων επιφέρει περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων κατά την έννοια του άρθρου 45 ΣΛΕΕ. Κατά την άποψή τους, το γεγονός ότι εργαζόμενος που απασχολείται στη Γερμανία χάνει το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι για την ανάδειξη των εκπροσώπων των εργαζομένων στο εποπτικό συμβούλιο της μητρικής εταιρίας του ομίλου, αν μετατεθεί σε θυγατρική του ομίλου εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος, είναι δυνατόν να τον αποθαρρύνει του να κάνει χρήση του δικαιώματός του για ελεύθερη κυκλοφορία, ή τουλάχιστον να καταστήσει λιγότερο ελκυστική την άσκηση του δικαιώματος αυτού. Αυτό ισχύει ιδίως για τους εργαζομένους που έχουν ήδη εκλεγεί στο εποπτικό συμβούλιο, δεδομένου ότι οι εργαζόμενοι αυτοί πρέπει να παραιτηθούν από την ολοκλήρωση της θητείας τους στο εν λόγω συμβούλιο, όταν μετατεθούν σε θυγατρική εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος (48).
73. Από την πλευρά τους, η TUI, οι Betriebsrat der TUI κ.λπ., η Γερμανική, η Λουξεμβουργιανή, η Ολλανδική και η Αυστριακή Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι δεν υφίσταται περιορισμός της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων.
74. Επισημαίνω εκ προοιμίου ότι, σύμφωνα με το γράμμα του άρθρου 45, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΣΛΕΕ, το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, το οποίο καθιερώνει το εν λόγω άρθρο, περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα «να διαμένουν σε ένα από τα κράτη μέλη με τον σκοπό να ασκούν εκεί ορισμένη εργασία σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που διέπουν την απασχόληση των εργαζομένων υπηκόων αυτού του κράτους μέλους» (49).
75. Συνεπώς, ο διακινούμενος εργαζόμενος χαίρει, δυνάμει του άρθρου 45 ΣΛΕΕ, ίσης μεταχειρίσεως με τους ημεδαπούς εργαζομένους στο κράτος μέλος υποδοχής, έτσι ώστε να μπορεί να ασκεί εκεί οικονομική δραστηριότητα σύμφωνα με τη νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους. Αντιθέτως, το άρθρο 45 ΣΛΕΕ δεν παρέχει στον εν λόγω εργαζόμενο το δικαίωμα να «εξαγάγει» τους όρους εργασίας των οποίων χαίρει στο κράτος μέλος καταγωγής του σε άλλο κράτος μέλος. Συγκεκριμένα, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας Ν. Fennelly στις προτάσεις του επί της υποθέσεως Graf, «κατά κανόνα, ο διακινούμενος εργαζόμενος πρέπει να δεχθεί την εθνική αγορά εργασίας ως έχει» (50).
76. Όπως είναι λογικό, η νομολογία δέχεται παγίως ότι το άρθρο 45 ΣΛΕΕ δεν αφορά τις διαφορές μεταχειρίσεως που ενδέχεται να προκύψουν μεταξύ κρατών μελών από διαφορές που υφίστανται μεταξύ των νομοθεσιών των διαφόρων κρατών μελών, αρκεί οι νομοθεσίες αυτές να επηρεάζουν όλα τα πρόσωπα που υπάγονται στην εφαρμογή τους σύμφωνα με αντικειμενικά κριτήρια και ασχέτως της ιθαγένειάς τους (51). Υπό την ίδια έννοια, το Δικαστήριο έχει κρίνει επίσης, όσον αφορά το άρθρο 18 ΣΛΕΕ, ότι δεν μπορεί να θεωρείται ως αντίθετη προς την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων η εφαρμογή εθνικής νομοθεσίας εκ μόνου του λόγου ότι άλλα κράτη μέλη εφαρμόζουν διατάξεις λιγότερο αυστηρές (52).
77. Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης δεν εγγυάται σε έναν ασφαλισμένο ότι η μετακίνηση σε άλλο κράτος μέλος πλην του κράτους μέλους καταγωγής του θα είναι ουδέτερη από πλευράς κοινωνικής ασφαλίσεως, δεδομένου ότι μια τέτοια μετακίνηση, λαμβανομένων υπόψη των διαφορών που υπάρχουν μεταξύ των συστημάτων και των νομοθεσιών των κρατών μελών, είναι δυνατόν, αναλόγως της περιπτώσεως, να είναι περισσότερο ή λιγότερο ευμενής για το οικείο πρόσωπο όσον αφορά την κοινωνική προστασία (53). Η συλλογιστική αυτή μπορεί, κατά την άποψή μου, να μεταφερθεί ευθέως στα καθεστώτα των κρατών μελών σχετικά με τη συμμετοχή των εργαζομένων. Υπενθυμίζω, συναφώς, ότι το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι για την ανάδειξη των εκπροσώπων των εργαζομένων στο εποπτικό συμβούλιο της εταιρίας, όπως προβλέπεται από την οικεία γερμανική ρύθμιση, συνιστά, κατά την άποψή μου, όρο εργασίας κατά την έννοια του άρθρου 45, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (54).
78. Επομένως, φρονώ ότι εργαζόμενος που εγκαταλείπει τη Γερμανία προκειμένου να ασκήσει οικονομική δραστηριότητα σε άλλο κράτος μέλος δεν μπορεί να διατηρήσει, δυνάμει του άρθρου 45 ΣΛΕΕ, το ευεργέτημα των δικαιωμάτων συμμετοχής που προβλέπει η γερμανική ρύθμιση. Αντιθέτως, θα χαίρει, στο εν λόγω κράτος μέλος, δικαιωμάτων συμμετοχής, στον βαθμό που η νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους του παρέχει τέτοια δικαιώματα.
79. Στην υπό κρίση υπόθεση, εντούτοις, ανακύπτει το ερώτημα κατά πόσον τα προεκτεθέντα συμπεράσματα ισχύουν και σε περίπτωση μεταθέσεως του εργαζομένου στο εσωτερικό ομίλου εταιριών. Με άλλα λόγια, θα πρέπει να καθοριστεί αν εργαζόμενος που μετατίθεται από μια εταιρία σε άλλη, η οποία είναι εγκατεστημένη σε διαφορετικό κράτος μέλος αλλά ανήκει στον ίδιον όμιλο, μπορεί να επικαλεστεί το άρθρο 45 ΣΛΕΕ προκειμένου να διατηρήσει, μετά τη μετάθεσή του, ορισμένα δικαιώματα σχετικά με τη συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων στο πλαίσιο της μητρικής εταιρίας του ομίλου, τα οποία του παρέχει η νομοθεσία του κράτους μέλους καταγωγής του. Αυτό υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ο Κ. Erzberger, η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ και η Επιτροπή.
80. Φρονώ ότι στο ερώτημα αυτό πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση.
81. Συγκεκριμένα, δεν νομίζω ότι η διάκριση μεταξύ του εργαζομένου που μετακινείται μεταξύ δύο μη συνδεδεμένων εταιριών εγκατεστημένων σε διαφορετικά κράτη μέλη και του εργαζομένου που μετακινείται μεταξύ δύο εταιριών μελών του ίδιου ομίλου εταιριών, αλλά εγκατεστημένων σε διαφορετικά κράτη μέλη, βρίσκει έρεισμα στις Συνθήκες ή στη νομολογία του Δικαστηρίου. Από την άποψη της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων πρόκειται, και στις δύο περιπτώσεις, για μετακίνηση από ένα κράτος μέλος προς άλλο, με όλες τις συνέπειες που προκύπτουν για τον εργαζόμενο, μεταξύ των οποίων η μεταβολή των εφαρμοστέων όρων εργασίας. Όπως προαναφέρθηκε, ο διασυνοριακός χαρακτήρας του ομίλου εταιριών δεν επηρεάζει το γεγονός ότι η εργασιακή κατάσταση του εργαζομένου προσδιορίζεται κατά κύριο λόγο από τη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο ασκείται η μισθωτή δραστηριότητα (55).
82. Παρότι αντιμετωπίζω θετικά την άποψη σύμφωνα με την οποία κάθε εργαζόμενος που απασχολείται από όμιλο εταιριών θα έπρεπε να χαίρει, εντός της Ένωσης, των ίδιων δικαιωμάτων συμμετοχής στο πλαίσιο του εν λόγω ομίλου, ανεξαρτήτως του τόπου εργασίας του, δεν μπορώ παρά να διαπιστώσω ότι, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης, η ανάμιξη των εργαζομένων στη διαχείριση των ημεδαπών εταιριών των κρατών μελών δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο εναρμονίσεως σε ευρωπαϊκό επίπεδο (56). Ελλείψει μιας τέτοιας εναρμονίσεως, φρονώ ότι το κατά πόσον οι εργαζόμενοι του ομίλου που απασχολούνται σε άλλα κράτη μέλη θα υπαχθούν στο εθνικό καθεστώς συμμετοχής ή όχι αποτελεί επιλογή των κρατών μελών (57).
83. Με άλλα λόγια, φρονώ ότι, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου της ΕΕ, τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται, δυνάμει του άρθρου 45 ΣΛΕΕ, να παρέχουν στους εργαζομένους που εγκαταλείπουν την επικράτειά τους για να ασκήσουν οικονομική δραστηριότητα σε άλλο κράτος μέλος, τα ίδια δικαιώματα συμμετοχής με αυτά των οποίων χαίρουν οι εργαζόμενοι που απασχολούνται στην εθνική επικράτεια, αλλά παραμένουν ελεύθερα να το πράξουν βάσει του εθνικού τους δικαίου (58).
84. Επομένως, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει ότι μόνον οι εργαζόμενοι που απασχολούνται στις εγκαταστάσεις εταιρίας ή στις εταιρίες του ομίλου που βρίσκονται στην εθνική επικράτεια έχουν δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι για την ανάδειξη των εκπροσώπων των εργαζομένων στο εποπτικό συμβούλιο της εταιρίας, δεν αποτελεί περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων κατά την έννοια του άρθρου 45 ΣΛΕΕ.
85. Για λόγους πληρότητας και για την περίπτωση που το Δικαστήριο τυχόν κρίνει ότι εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη επιφέρει περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων κατά την έννοια του άρθρου 45 ΣΛΕΕ, θα εκθέσω στη συνέχεια των προτάσεών μου τους λόγους για τους οποίους θεωρώ ότι ένας τέτοιος περιορισμός θα ήταν, σε κάθε περίπτωση, δικαιολογημένος (59).
2) Επικουρικώς, επί της ενδεχόμενης υπάρξεως δικαιολογήσεως
86. Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, εθνικό μέτρο ικανό να αποτελέσει εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, πράγμα το οποίο απαγορεύεται κατ’ αρχήν από το άρθρο 45 ΣΛΕΕ, δεν μπορεί να γίνει δεκτό παρά μόνον αν επιδιώκει έναν από τους θεμιτούς σκοπούς που διακηρύσσονται στη Συνθήκη ή αν δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος. Είναι όμως απαραίτητο, σε μια τέτοια περίπτωση, η εφαρμογή του μέτρου αυτού να είναι κατάλληλη να διασφαλίσει την υλοποίηση του εν λόγω σκοπού και να μην υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξή του μέτρο (60).
87. Στην υπό κρίση υπόθεση, οι διάδικοι της κύριας δίκης και οι μετέχοντες στη διαδικασία που υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο δεν επικαλέστηκαν κανέναν από τους θεμιτούς σκοπούς τους οποίους προβλέπει ρητώς το άρθρο 45, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ (61). Αντιθέτως, οι εν λόγω διάδικοι της κύριας δίκης και μετέχοντες στη διαδικασία επικαλούνται επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος για την περίπτωση στην οποία το Δικαστήριο θα έκρινε ότι η επίμαχη γερμανική νομοθεσία επιφέρει περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων κατά την έννοια του άρθρου 45 ΣΛΕΕ.
1) Επί των προβληθέντων επιτακτικών λόγων γενικού συμφέροντος
88. Η TUI καθώς και η Γερμανική και η Αυστριακή Κυβέρνηση προβάλλουν, κατά κύριο λόγο, δικαιολογίες που αντλούνται από την αρχή της εδαφικότητας, όπως αυτή αναγνωρίζεται από το διεθνές δίκαιο και από το δίκαιο της Ένωσης (62). Από την αρχή αυτή προκύπτει, κατά την άποψή τους, ότι η αρμοδιότητα του Γερμανού νομοθέτη περιορίζεται στη γερμανική επικράτεια, πράγμα που εμποδίζει την υπαγωγή στο γερμανικό καθεστώς συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων των εργαζομένων που απασχολούνται σε άλλα κράτη μέλη. Η Γαλλική Κυβέρνηση είναι μάλλον της γνώμης ότι η κρινόμενη υπόθεση προσφέρει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να συναγάγει έναν νέο επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος, αντλούμενο από την ανάγκη να αναγνωριστεί η πολυμορφία των κοινωνικών μοντέλων που ακολουθούν τα κράτη μέλη σε σχέση με την εκπροσώπηση των εργαζομένων. Στην ίδια συλλογιστική, οι Betriebsrat der TUI κ.λπ. παραπέμπουν στο άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ, δυνάμει του οποίου η Ένωση σέβεται την εθνική ταυτότητα των κρατών μελών. Τέλος, η Επιτροπή θεωρεί ότι η ανάγκη να εξασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία των κανόνων περί συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων θα μπορούσε να δικαιολογήσει περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, πράγμα που εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να προσδιορίσει (63).
89. Αντιθέτως, ο Κ. Erzberger και η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ είναι της γνώμης ότι οι επιτακτικοί λόγοι γενικού συμφέροντος που προβλήθηκαν στην υπό κρίση υπόθεση δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τον περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων που θα συνεπαγόταν η επίδικη ρύθμιση. Την άποψη αυτή νομίζω ότι συμμερίζεται και το αιτούν δικαστήριο (64).
2) Επί της δικαιολογήσεως που αντλείται από την αρχή της εδαφικότητας
90. Επιβάλλεται κατ’ αρχάς η διαπίστωση ότι, στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, γίνεται επίκληση της αρχής της εδαφικότητας ως εμποδίου για την εφαρμογή του γερμανικού καθεστώτος συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων στους εργαζομένους που απασχολούνται εκτός της Γερμανίας. Συγκεκριμένα, προβάλλεται ότι από την αρχή αυτή προκύπτει ότι ο Γερμανός νομοθέτης δεν διαθέτει την απαραίτητη νομοθετική αρμοδιότητα για να υπαγάγει τους εργαζομένους αυτούς στο εν λόγω καθεστώς.
91. Όπως προκύπτει από την ανάλυση που προηγήθηκε, φρονώ ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν υποχρεούται, δυνάμει του άρθρου 45 ΣΛΕΕ, να παράσχει στους εργαζομένους που εγκαταλείπουν την επικράτειά της προκειμένου να ασκήσουν επαγγελματική δραστηριότητα σε άλλο κράτος μέλος, τα ίδια δικαιώματα συμμετοχής με τα δικαιώματα των οποίων απολαύουν οι εργαζόμενοι που απασχολούνται στη Γερμανία δυνάμει της επίμαχης γερμανικής ρυθμίσεως (65). Αν το Δικαστήριο κρίνει ότι η εν λόγω ρύθμιση επιφέρει περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων κατά την έννοια του άρθρου 45 ΣΛΕΕ, εκτιμώ, εντούτοις, ότι η αρχή της εδαφικότητας δεν εμποδίζει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να υπαγάγει την πρώτη κατηγορία εργαζομένων στο γερμανικό καθεστώς συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων.
92. Η αρχή της εδαφικότητας έχει αναγνωριστεί από το Δικαστήριο ως θεμιτός σκοπός ικανός να δικαιολογήσει περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας, μεταξύ άλλων, στο πλαίσιο των εθνικών φορολογικών ρυθμίσεων που εμποδίζουν την ελευθερία εγκαταστάσεως την οποία θεσπίζει η Συνθήκη (66). Συναφώς, η εν λόγω αρχή συχνά εξετάζεται σε συνδυασμό με έναν άλλο θεμιτό σκοπό, δηλαδή τον σκοπό της διαφυλάξεως της κατανομής της φορολογικής εξουσίας μεταξύ των κρατών μελών (67). Σε αυτό το πλαίσιο, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η αρχή της εδαφικότητας έχει ως στόχο να εισαγάγει, στην εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, την ανάγκη να λαμβάνονται υπόψη τα όρια των φορολογικών αρμοδιοτήτων των κρατών μελών (68).
93. Διατηρώ σοβαρές αμφιβολίες για το κατά πόσον η σχετική με τη φορολογία νομολογία μπορεί να μεταφερθεί στην υπό κρίση υπόθεση.
94. Πρώτον, στον τομέα της φορολογίας, η αρχή της εδαφικότητας, όπως έχει αναγνωριστεί από το Δικαστήριο, έχει ως στόχο την επίλυση προβληματικών που αφορούν ειδικώς τον εν λόγω τομέα, στις οποίες συγκαταλέγονται η εξάλειψη της διπλής φορολογίας (69) και η αποτροπή καταστάσεων ικανών να θέσουν σε κίνδυνο το δικαίωμα του κράτους μέλους καταγωγής να ασκήσει τη φορολογική εξουσία του σε σχέση με τις δραστηριότητες που πραγματοποιήθηκαν εντός της επικράτειάς του (70).
95. Στο πλαίσιο, όμως, καθεστώτος συμμετοχής των εργαζομένων δεν εμφανίζονται ανάλογες προβληματικές. Φρονώ, συνεπώς, ότι τίποτε δεν εμποδίζει εργαζόμενο που απασχολείται από θυγατρική εγκατεστημένη σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο όπου βρίσκεται η μητρική εταιρία να χαίρει «διπλής εκπροσωπήσεως», δηλαδή, αφενός, στο πλαίσιο της θυγατρικής, βάσει της ρυθμίσεως του κράτους μέλους απασχολήσεως και, αφετέρου, στο πλαίσιο της μητρικής εταιρίας, σύμφωνα με τη ρύθμιση του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένη η εν λόγω εταιρία.
96. Δεύτερον, σε αντίθεση προς ό,τι ισχυρίζονται η TUI καθώς και η Γερμανική και η Ολλανδική Κυβέρνηση, φρονώ ότι η υπαγωγή στο γερμανικό καθεστώς συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων των εργαζομένων που απασχολούνται σε άλλα κράτη μέλη δεν θα συνεπαγόταν, αυτή καθεαυτή, παρέμβαση στην κυριαρχία ή στις νομοθετικές αρμοδιότητες άλλων κρατών μελών. Πράγματι, συμφωνώ με την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ και την Επιτροπή ότι το ζήτημα ποιοι εργαζόμενοι μπορούν να συμμετέχουν στην εκλογή των μελών του εποπτικού συμβουλίου γερμανικής εταιρίας εμπίπτει καθ’ ολοκληρία στην εξουσία του Γερμανού νομοθέτη (71). Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει σύγκρουση αρμοδιοτήτων (72).
97. Υπό τις συνθήκες αυτές, φρονώ ότι ο αποκλεισμός των εργαζομένων που απασχολούνται σε άλλα κράτη μέλη από το γερμανικό καθεστώς συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων δεν μπορεί να θεωρηθεί απόρροια της αρχής της εδαφικότητας.
98. Εντούτοις, η Γερμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το πρόβλημα της εξωεδαφικότητας τίθεται στο πλαίσιο του γερμανικού καθεστώτος συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων, λόγω του ότι το εν λόγω καθεστώς επιβάλλει, στο πλαίσιο του εκλογικού κανονισμού (73), ορισμένες υποχρεώσεις στο επίπεδο της οργανώσεως και της διεξαγωγής των εκλογών σε όλες τις εταιρίες που ανήκουν στον όμιλο εταιριών και στους εργαζομένους που συμμετέχουν στις εκλογές (74). Δυνάμει του εν λόγω κανονισμού, η εκλογή των μελών του εποπτικού συμβουλίου της γερμανικής εταιρίας δεν οργανώνεται κεντρικά από τη διοίκηση της εν λόγω εταιρίας, αλλά μάλλον αποκεντρωμένα από τους ίδιους τους εργαζομένους στο πλαίσιο κάθε εταιρίας του ομίλου. Δεδομένου όμως ότι οι θυγατρικές που είναι εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη και οι εργαζόμενοι σε αυτές δεν υπόκεινται στο γερμανικό δίκαιο, ο Γερμανός νομοθέτης δεν είναι σε θέση να τους επιβάλει υποχρεώσεις βάσει του εκλογικού κανονισμού και, συνεπώς, να προβλέψει την υπαγωγή τους στο γερμανικό καθεστώς συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων.
99. Επισημαίνεται συνεπώς ότι η ειδική διαμόρφωση του γερμανικού καθεστώτος συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων και, συγκεκριμένα, οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τον εκλογικό κανονισμό, είναι εκείνες που εμποδίζουν, σύμφωνα με τη Γερμανική Κυβέρνηση, την υπαγωγή των εργαζομένων που απασχολούνται σε άλλα κράτη μέλη στο εν λόγω καθεστώς. Συνεπώς, ο αποκλεισμός των εργαζομένων αυτών δεν συνιστά απόλυτη αναγκαιότητα συνδεόμενη με τα όρια της νομοθετικής εξουσίας του Γερμανού νομοθέτη, αλλά μάλλον συνέπεια ορισμένων επιλογών που έκανε ο ίδιος όσον αφορά, μεταξύ άλλων, την εκλογική διαδικασία (75).
100. Ανακύπτει επομένως το ερώτημα κατά πόσον η επίμαχη στη διαφορά της κύριας δίκης ρύθμιση μπορεί να δικαιολογηθεί από τον σκοπό που έγκειται στην εξασφάλιση της συμμετοχής των εργαζομένων στην εταιρία, σύμφωνα με τις εθνικές κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές ιδιομορφίες, όπως υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, η Γαλλική Κυβέρνηση και οι Betriebsrat der TUI κ.λπ. (76).
3) Επί της δικαιολογήσεως που αντλείται από τον σκοπό της εξασφαλίσεως της συμμετοχής των εργαζομένων στην εταιρία, σύμφωνα με τις εθνικές κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές ιδιομορφίες
101. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, ενώ οι Betriebsrat der TUI κ.λπ. στηρίζονται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ (77), δυνάμει του οποίου η Ένωση σέβεται την εθνική ταυτότητα των κρατών μελών που είναι συμφυής με τη θεμελιώδη πολιτική και συνταγματική τους δομή, η Γερμανική Κυβέρνηση δεν επικαλέστηκε την εν λόγω διάταξη (78).
102. Εντούτοις, η Γερμανική Κυβέρνηση αναφέρει ότι η γερμανική ρύθμιση περί συμμετοχής των εργαζομένων στη λήψη αποφάσεων και οι διατάξεις των εκλογικών κανονισμών που διέπουν συγκεκριμένα την εκλογή των μελών του εποπτικού συμβουλίου που εκπροσωπούν τους εργαζομένους είναι προσαρμοσμένες στις γερμανικές επιχειρηματικές, εταιρικές και συνδικαλιστικές δομές και ότι η ρύθμιση αυτή δεν εξυπηρετεί αποκλειστικά τα συμφέροντα των εργαζομένων, αλλά μάλλον το γενικό συμφέρον, καθόσον αποσκοπεί στην εξασφάλιση της συνεργασίας και της ολοκληρώσεως, λαμβάνοντας υπόψη και άλλα συμφέροντα, εκτός των άμεσων ιδίων συμφερόντων (79). Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η ίδια κυβέρνηση ανέφερε επίσης ότι η συμμετοχή των εργαζομένων στη λήψη αποφάσεων αποτελεί κεντρικό στοιχείο της κουλτούρας συνεργασίας στη Γερμανία, συνιστά τη νόμιμη εξέλιξη της συνδικαλιστικής ελευθερίας και επιτρέπει την άσκηση της ελευθερίας αυτής, την οποία εγγυάται ο Grundgesetz (Θεμελιώδης Νόμος) (80).
103. Υπό τις συνθήκες αυτές, διστάζω να χαρακτηρίσω το γερμανικό καθεστώς συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων ως στοιχείο της εθνικής ταυτότητας κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ. Εντούτοις, δεν έχω καμία αμφιβολία ότι το καθεστώς αυτό αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της γερμανικής αγοράς εργασίας και –ευρύτερα– της γερμανικής κοινωνικής τάξεως.
104. Στη συνέχεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η συμμετοχή των εργαζομένων στη διαχείριση της εταιρίας συνιστά θεμιτό στόχο βάσει του δικαίου της Ένωσης (81). Το δίκαιο της Ένωσης αναγνωρίζει, εντούτοις, την ποικιλομορφία των εθνικών κανόνων και πρακτικών στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής (82), ειδικότερα όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο οι εκπρόσωποι των εργαζομένων μετέχουν στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων των εταιριών (83). Στο παρόν στάδιο εξελίξεώς του, το δίκαιο της Ένωσης αφήνει στα κράτη μέλη, αφενός, την επιλογή να θεσπίσουν ή όχι νομοθεσία περί της συμμετοχής των εργαζομένων στην εταιρία και, αφετέρου, τη μέριμνα να προσδιορίσουν τις λεπτομέρειες των αντίστοιχων σχετικών καθεστώτων τους (84).
105. Όσον αφορά τις ιδιομορφίες του γερμανικού συστήματος συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων, θα πρέπει να επισημανθεί ότι το καθεστώς αυτό χαρακτηρίζεται από εξαιρετικά υψηλό βαθμό συμμετοχής των εργαζομένων στη διαχείριση της εταιρίας (85). Ταυτόχρονα, το εν λόγω καθεστώς προβλέπει, δυνάμει του εκλογικού κανονισμού (86), σχετικά πολύπλοκες διαδικασίες αποτελούμενες από πολυάριθμα διαδικαστικά στάδια, που αποσκοπούν να εξασφαλίσουν την ομαλή διεξαγωγή της εκλογής των εκπροσώπων των εργαζομένων και να εγγυηθούν ελεύθερη, δίκαιη και μυστική εκλογή των μελών του εποπτικού συμβουλίου που εκπροσωπούν τους εργαζομένους (87). Στο πλαίσιο αυτό, η Γερμανική Κυβέρνηση αναφέρει ότι το γερμανικό σύστημα συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων έχει σχεδιαστεί βάσει της αρχής ότι η οργάνωση και η διεξαγωγή της εκλογής των εκπροσώπων των εργαζομένων ανατίθενται στους εργαζομένους, οι οποίοι πρέπει να οργανωθούν οι ίδιοι, στο πλαίσιο κάθε εταιρίας του ομίλου, και να συνεργαστούν με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και τις εταιρίες του ομίλου.
106. Φρονώ ότι, στο πλαίσιο ενός τέτοιου εθνικού καθεστώτος συμμετοχής των εργαζομένων, ανάλογες σκέψεις σχετικές με τις λεπτομέρειες της οργανώσεως και της διεξαγωγής των εκλογών αποτελούν έκφραση ορισμένων θεμιτών επιλογών οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, οι οποίες εμπίπτουν, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης, στην εκτίμηση των κρατών μελών (88). Είμαι συνεπώς της γνώμης ότι ρύθμιση όπως η επίμαχη στη διαφορά της κύριας δίκης δικαιολογείται από τον στόχο που έγκειται στο να εξασφαλιστεί η συμμετοχή των εργαζομένων στην εταιρία σύμφωνα με τις εθνικές κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές ιδιομορφίες.
107. Φρονώ, εξάλλου, ότι η ρύθμιση αυτή είναι ανάλογη προς τον στόχο που επιδιώκει, δηλαδή είναι ικανή να εξασφαλίσει την υλοποίηση της συμμετοχής των εργαζομένων στην εταιρία, σύμφωνα με τις εθνικές κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές ιδιομορφίες και δεν υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του στόχου αυτού.
108. Συναφώς υπενθυμίζω ότι, όπως έχει διευκρινίσει το Δικαστήριο, δεν απαιτείται το περιοριστικό μέτρο να απηχεί αντίληψη κοινή στο σύνολο των κρατών μελών, όσον αφορά τον τρόπο προστασίας του θεμελιώδους δικαιώματος ή του επίμαχου θεμιτού συμφέροντος, αντιθέτως δε, ο αναγκαίος χαρακτήρας και η αναλογικότητα των διατάξεων που θεσπίσθηκαν σχετικώς δεν αποκλείεται απλώς και μόνον επειδή ένα κράτος μέλος επέλεξε διαφορετικό σύστημα προστασίας από εκείνο που υιοθέτησε ένα άλλο κράτος μέλος (89).
109. Εξάλλου, πρέπει να αναγνωριστεί ότι δεν είναι δυνατόν να υπαχθούν στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής του γερμανικού καθεστώτος συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων οι εργαζόμενοι που απασχολούνται εκτός Γερμανίας, χωρίς να χρειαστεί να τροποποιηθούν θεμελιώδη χαρακτηριστικά του εν λόγω καθεστώτος. Πράγματι, μια τέτοια επέκταση του γερμανικού καθεστώτος θα προϋπέθετε μεταφορά της ευθύνης για την οργάνωση και τη διεξαγωγή των εκλογών από τους εργαζομένους και τις εταιρίες του ομίλου στη διεύθυνση της γερμανικής μητρικής εταιρίας, πράγμα αντίθετο προς τις αρχές στις οποίες βασίζεται το εν λόγω καθεστώς.
110. Μολονότι είναι πράγματι δυνατόν, όπως προτείνει η Επιτροπή, να υποχρεωθεί η μητρική εταιρία να παράσχει, για τη συγκρότηση του εποπτικού συμβουλίου της, δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι και στους εργαζομένους που απασχολούνται σε άλλα κράτη μέλη, λόγω της καθοριστικής επιρροής της επί των εταιριών του ομίλου, φρονώ ότι τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται, δυνάμει του δικαίου της Ένωσης, να επιλέξουν μια τέτοια προσέγγιση στο πλαίσιο των καθεστώτων τους σχετικά με τη συμμετοχή των εργαζομένων στην εταιρία.
111. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, φρονώ ότι, εφόσον το Δικαστήριο κρίνει ότι εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στη διαφορά της κύριας δίκης προκαλεί περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων υπό την έννοια του άρθρου 45 ΣΛΕΕ, θα πρέπει να θεωρηθεί, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης, ότι η διατήρηση μιας τέτοιας ρυθμίσεως δικαιολογείται, στο μέτρο που αντανακλά ορισμένες θεμιτές επιλογές οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής που εναπόκεινται στα κράτη μέλη.
112. Βάσει του συνόλου των προεκτεθέντων, φρονώ ότι το άρθρο 45 ΣΛΕΕ δεν αποκλείει ρύθμιση όπως η επίμαχη στη διαφορά της κύριας δίκης, δυνάμει της οποίας μόνον οι εργαζόμενοι που απασχολούνται στις εγκαταστάσεις εταιρίας ή σε εταιρίες του ομίλου που βρίσκονται στην εθνική επικράτεια έχουν δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι για την ανάδειξη των εκπροσώπων των εργαζομένων στο εποπτικό συμβούλιο της εν λόγω εταιρίας.
V. Πρόταση
113. Κατόπιν των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Kammergericht Berlin (εφετείο του Βερολίνου, Γερμανία) ως εξής:
Τα άρθρα 18 και 45 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι δεν αποκλείουν ρύθμιση, όπως η επίμαχη στη διαφορά της κύριας δίκης, προβλέπουσα ότι μόνον οι εργαζόμενοι που απασχολούνται στις εγκαταστάσεις εταιρίας ή στις εταιρίες του ομίλου που βρίσκονται στην εθνική επικράτεια έχουν δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι για την ανάδειξη των εκπροσώπων των εργαζομένων στο εποπτικό συμβούλιο της εν λόγω εταιρίας.