Language of document : ECLI:EU:C:2004:43

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 22ας Ιανουαρίου 2004 (1)

«Δασμολογική κατάταξη των εμπορευμάτων - Δεσμευτική δασμολογική πληροφορία - Προϋποθέσεις ανακλήσεως δεσμευτικής δασμολογικής πληροφορίας»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-133/02 και C-134/02,

που έχουν ως αντικείμενο αιτήσεις του Gerechtshof te Amsterdam (Κάτω Χώρες) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, με τις οποίες ζητείται, στο πλαίσιο των διαφορών που εκκρεμούν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Timmermans Transport & Logistics BV, πρώην Timmermans Diessen BV,

και

Inspecteur der Belastingdienst - Douanedistrict Roosendaal,

και μεταξύ

Hoogenboom Production Ltd

και

Inspecteur der Belastingdienst - Douanedistrict Rotterdam,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 9, παράγραφος 1, και 12, παράγραφος 5, στοιχείο α´, σημείο iii, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 302, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 82/97 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1996 (ΕΕ 1997, L 17, σ. 1, και διορθωτικό στο ΕΕ 1997, L 179, σ. 11),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους C. Gulmann (εισηγητή), προεδρεύοντα του έκτου τμήματος, J. N. Cunha Rodrigues, J.-P. Puissochet, R. Schintgen και F. Macken, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Léger


γραμματέας: H. von Holstein, βοηθός γραμματέας,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

-    η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον H. G. Sevenster,

-    η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον H. M. H. Speyart,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Timmermans Transport & Logistics BV και της Hoogenboom Production Ltd, εκπροσωπουμένων από τους R. G. A. Tusveld και D. L. L. van den Berg, belastingadviseurs, της Ολλανδικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπούμενης από την S. Terstal, και της Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον H. M. H. Speyart, κατά τη συνεδρίαση της 6ης Φεβρουαρίου 2003,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2003,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1.
    Με διατάξεις της 2ας Απριλίου 2002, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 10 Απριλίου 2002, το Gerechtshof te Amsterdam υπέβαλε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, προδικαστικό ερώτημα ταυτόσημο και στις δύο υποθέσεις, ως προς την ερμηνεία των άρθρων 9, παράγραφος 1, και 12, παράγραφος 5, στοιχείο α´, σημείο iii, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 302, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 82/97 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1996 (ΕΕ 1997, L 17, σ. 1, και διορθωτικό στο ΕΕ 1997, L 179, σ. 11, στο εξής: τελωνειακός κώδικας).

2.
    Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο δύο διαφορών μεταξύ, αντιστοίχως, της Timmermans Transport & Logistics BV, πρώην Timmermans Diessen BV (στο εξής: Timmermans) και του Inspecteur der Belastingdienst - Douanedistrict Roosendaal (διεύθυνση τελωνείων της περιφέρειας Roosendaal, στο εξής: inspecteur του Roosendaal), και της Hoogenboom Production Ltd (στο εξής: Hoogenboom) και του Inspecteur der Belastingdienst - Douanedistrict Rotterdam (διεύθυνση τελωνείων της περιφέρειας του Ρότερνταμ, στο εξής: inspecteur του Ρότερνταμ), αναφορικά με δεσμευτικές δασμολογικές πληροφορίες (στο εξής: ΔΔΠ), που χορηγήθηκαν από τον εν λόγω inspecteur στις Timmermans και Hoogenboom, αλλά στη συνέχεια ανακλήθηκαν.

Το νομικό πλαίσιο

3.
    Το άρθρο 4 του τελωνειακού κώδικα ορίζει ότι:

«Κατά την έννοια του παρόντος κώδικα, νοούνται ως:

[...]

5)    Απόφαση:    κάθε διοικητική πράξη που ανήκει στην τελωνειακή νομοθεσία, και λαμβάνεται από τελωνειακή αρχή, ρυθμίζει μια συγκεκριμένη περίπτωση και παράγει έννομα αποτελέσματα για ένα ή περισσότερα καθορισμένα ή δυνάμενα να καθοριστούν πρόσωπα. Ο όρος αυτός καλύπτει μεταξύ άλλων μια δεσμευτική δασμολογική πληροφορία κατά την έννοια του άρθρου 12.

[...]»

4.
    Το άρθρο 9 του τελωνειακού κώδικα ορίζει ότι:

«1.    Ευνοϊκή για τον ενδιαφερόμενο απόφαση ανακαλείται ή τροποποιείται όταν, σε περιπτώσεις άλλες από εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 8, δεν επληρούντο ή δεν πληρούνται πλέον ένας ή περισσότεροι από τους όρους που προβλέπονται για τη λήψη της.

[...]

3.    Η ανάκληση ή τροποποίηση της απόφασης ανακοινώνεται στον αποδέκτη της.

4.    Η ανάκληση ή τροποποίηση της απόφασης παράγει αποτέλεσμα από την ημερομηνία κοινοποίησής της. Εντούτοις, σε εξαιρετικές περιπτώσεις και εφόσον το απαιτεί η προστασία του συμφέροντος του αποδέκτη της απόφασης, η τελωνειακή αρχή μπορεί να μεταθέσει την ημερομηνία από την οποία η ανάκληση ή τροποποίηση παράγει αποτέλεσμα.»

5.
    Κατά το άρθρο 12, παράγραφοι 1 έως 6, του τελωνειακού κώδικα:

«1.    Οι τελωνειακές αρχές εκδίδουν, κατόπιν γραπτής αιτήσεως και με τον τρόπο που καθορίζει η διαδικασία της επιτροπής, δεσμευτικές δασμολογικές πληροφορίες ή δεσμευτικές πληροφορίες σχετικά με την καταγωγή.

2.    Οι δεσμευτικές δασμολογικές πληροφορίες ή οι δεσμευτικές πληροφορίες σχετικά με την καταγωγή δεσμεύουν τις τελωνειακές μόνον αρχές έναντι του δικαιούχου μόνο για τη δασμολογική κατάταξη ή τον καθορισμό της καταγωγής ενός εμπορεύματος, αντιστοίχως.

[...]

3.    Ο δικαιούχος πρέπει να αποδεικνύει ότι υπάρχει πλήρης αντιστοιχία από κάθε άποψη:

-    από δασμολογική άποψη: μεταξύ του διασαφηθέντος εμπορεύματος και του εμπορεύματος που περιγράφεται στην πληροφορία,

-    [...]

4.    Μια δεσμευτική πληροφορία ισχύει, από την ημερομηνία παροχής της, για διάστημα έξι ετών όταν αφορά δασμολογικά θέματα και τριών ετών όταν αφορά θέματα καταγωγής. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 8, η πληροφορία ακυρώνεται όταν έχει δοθεί βάσει ανακριβών ή ελλιπών στοιχείων που χορηγήθηκαν από τον αιτούντα.

5.    Μια δεσμευτική πληροφορία παύει να ισχύει:

α)    σε δασμολογικά θέματα:

    i)    όταν, λόγω της έκδοσης ενός κανονισμού, δεν είναι σύμφωνη με το δίκαιο που έχει θεσπισθεί με τον τρόπο αυτό,

    ii)    όταν καθίσταται ασυμβίβαστη με την ερμηνεία μιας από τις τελωνειακές ονοματολογίες που αναφέρονται στο άρθρο 20, παράγραφος 6:

        -    είτε σε κοινοτικό επίπεδο, λόγω τροποποίησης των επεξηγηματικών σημειώσεων της συνδυασμένης ονοματολογίας ή λόγω απόφασης του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,

        -    είτε σε διεθνές επίπεδο, κατόπιν γνώμης σχετικής με την ταξινόμηση ή τροποποίηση των επεξηγηματικών σημειώσεων της ονοματολογίας του εναρμονισμένου συστήματος περιγραφής και κωδικοποίησης των εμπορευμάτων που εγκρίθηκαν από την Παγκόσμια Οργάνωση Τελωνείων που ιδρύθηκε το 1952 υπό τον τίτλο “Συμβούλιο Τελωνειακής Συνεργασίας”·

    iii)    όταν ανακαλείται ή τροποποιείται σύμφωνα με το άρθρο 9 και με την προϋπόθεση ότι αυτή η ανάκληση ή τροποποίηση γνωστοποιείται στον δικαιούχο.

    Η ημερομηνία κατά την οποία η δεσμευτική πληροφορία παύει να ισχύει για τις περιπτώσεις που ορίζονται στα σημεία i και ii, είναι η ημερομηνία δημοσίευσης των εν λόγω μέτρων, ή, όσον αφορά τα διεθνή μέτρα, η ημερομηνία δημοσίευσης σχετικής ανακοίνωσης της Επιτροπής στη σειρά C της Επίσημης Εφημερίδας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων·

β)    [...]

6.    Ο δικαιούχος δεσμευτικής πληροφορίας η οποία έχει παύσει να ισχύει σύμφωνα με την παράγραφο 5, στοιχείο α´, σημεία ii ή iii, ή στοιχείο β´, σημεία ii ή iii, μπορεί να συνεχίσει να τη χρησιμοποιεί επί έξι μήνες μετά τη σχετική δημοσίευση ή γνωστοποίηση, εφόσον έχει συνάψει, βάσει της δεσμευτικής πληροφορίας και πριν από τη λήψη του εν λόγω μέτρου, σταθερές και οριστικές συμβάσεις σχετικά με την αγορά ή την πώληση των εν λόγω εμπορευμάτων. Ωστόσο, όταν πρόκειται για προϊόντα για τα οποία, κατά τη διεκπεραίωση των τελωνειακών διατυπώσεων, προσκομίζεται πιστοποιητικό εισαγωγής, εξαγωγής ή προκαθορισμού, η περίοδος ισχύος του εν λόγω πιστοποιητικού αντικαθιστά την περίοδο των έξι μηνών.

Στην περίπτωση της παραγράφου 5, στοιχείο α´, σημείο i, και στοιχείο β´, σημείο i, ο κανονισμός ή η συμφωνία μπορεί να ορίζει προθεσμία για την εφαρμογή του πρώτου εδαφίου.

[...]»

Οι διαφορές των κύριων δικών

Η υπόθεση C-133/02

6.
    Στις 12 Ιανουαρίου 1999, η Timmermans κατέθεσε αίτηση για ΔΔΠ στον inspecteur του Roosendaal. Κατά δήλωσή της, επρόκειτο για γυάλινα κηροπήγια τα οποία, κατά τη γνώμη της, έπρεπε να υπαχθούν στη δασμολογική διάκριση 9405 50 00 90 του Κοινού Δασμολογίου (στο εξής: ΚΔ). Προς στήριξη της αιτήσεώς της, ισχυρίστηκε ότι την ίδια δασμολογική διάκριση αυτού του τύπου εμπορευμάτων είχε προτείνει προηγουμένως εκδοθείσα ΔΔΠ, υπέβαλε δε κατάλογο με όλα τα γυάλινα προϊόντα που προσφέρει στην αγορά, ο οποίος περιελάμβανε και φωτογραφίες των συγκεκριμένων εμπορευμάτων.

7.
    Στις 15 Ιανουαρίου 1999, ο inspecteur του Roosendaal χορήγησε την αιτηθείσα ΔΔΠ. Περιέγραφε το εμπόρευμα με τον ίδιο τρόπο και το κατέτασσε στην ίδια διάκριση με την προτεινόμενη στην αίτηση.

8.
    Εντούτοις, στις 19 Μαρτίου 1999, ο inspecteur του Roosendaal ανακάλεσε τη ΔΔΠ, με το αιτιολογικό ότι, κατόπιν επισταμένης εξετάσεως και συνεννοήσεως με τις τελωνειακές αρχές όμορης περιφέρειας, αναφορικά με την ερμηνεία της εφαρμοστέας ονοματολογίας, προέκυψε ότι τα σχετικά εμπορεύματα έπρεπε να καταταγούν στη δασμολογική διάκριση 7013 29 91 00 του ΚΔ, ως γυάλινα αντικείμενα για το τραπέζι, την κουζίνα, την τουαλέτα, το γραφείο κ.λπ. Ως ημερομηνία ισχύος αυτής της ανακλητικής αποφάσεως ορίστηκε η ημερομηνία εκδόσεώς της.

9.
    Στις 29 Μαρτίου 1999, η Timmermans υπέβαλε, κατά της αποφάσεως αυτής, διοικητική ένσταση, την οποία απέρριψε ο inspecteur του Roosendaal στις 20 Μα.ου 1999.

10.
    Στις 12 Ιουνίου 1999, η Timmermans άσκησε προσφυγή ενώπιον του Gerechtshof te Amsterdam.

Η υπόθεση C-134/02

11.
    Στις 9 Οκτωβρίου 1997, η Hoogenboom υπέβαλε αίτηση χορηγήσεως ΔΔΠ στον inspecteur του Ρότερνταμ. Κατά δήλωσή της, επρόκειτο για βερίκοκα συντηρημένα με προσθήκη κρυσταλλικής ζάχαρης, τα οποία, κατά την άποψή της, έπρεπε να υπαχθούν στη δασμολογική διάκριση 2008 50 61 00 00 του ΚΔ.

12.
    Στις 5 Δεκεμβρίου 1997, ο inspecteur του Ρότερνταμ χορήγησε την αιτηθείσα ΔΔΠ. Περιέγραφε το προϊόν με τον ίδιο τρόπο και το κατέτασσε στην ίδια δασμολογική διάκριση με την προτεινόμενη στην αίτηση.

13.
    Στις 6 Φεβρουαρίου 1998 η Hoogenboom υπέβαλε τέσσερις ακόμα αιτήσεις χορηγήσεως ΔΔΠ στον inspecteur του Ρότερνταμ. Κατά δήλωσή της, επρόκειτο για ηλιόσπορους, φουντούκια και μήλα, διατηρημένα με την προσθήκη κρυσταλλικής ζάχαρης, και για μη καβουρδισμένα φυστίκια. Στην αίτησή της προσέθετε ότι όλα αυτά τα προϊόντα υπάγονται, αντιστοίχως, στις δασμολογικές διακρίσεις: 2008 19 19 90 00, 2008 19 19 10 00, 2008 99 49 30 00 και 2008 11 94 00 00 του ΚΔ.

14.
    Στις 26 Φεβρουαρίου 1998, ο inspecteur του Ρότερνταμ χορήγησε τις αιτηθείσες ΔΔΠ. Η περιγραφή και η κατάταξη των εμπορευμάτων ήταν η ίδια με την προτεινόμενη στις αιτήσεις.

15.
    Εντούτοις, στις 6 Οκτωβρίου 1998, ο inspecteur του Ρότερνταμ ανακάλεσε τις πέντε ΔΔΠ που είχαν χορηγηθεί στη Hoogenboom, με το αιτιολογικό ότι η κατάταξη των σχετικών εμπορευμάτων στη δασμολογική κλάση 2008 του ΚΔ (φρούτα και άλλα βρώσιμα μέρη φυτών, αλλιώς παρασκευασμένα ή διατηρημένα, με ή χωρίς προσθήκη ζάχαρης ή άλλων γλυκαντικών ή αλκοόλης, που δεν κατονομάζονται ούτε περιλαμβάνονται αλλού) δεν συμβιβάζεται με το γράμμα αυτής της κλάσεως. Ο inspecteur δήλωσε ότι τα εμπορεύματα πρέπει να καταταγούν στη δασμολογική κλάση 1701 του ΚΔ (ζάχαρη από ζαχαροκάλαμο ή από τεύτλα και ζάχαρη χημικώς καθαρή, σε στερεή κατάσταση). Επειδή οι ΔΔΠ ανακλήθηκαν λόγω επιδείξεως αμέλειας εκ μέρους της διοικήσεως, ο inspecteur του Ρότερνταμ επέτρεψε στη Hoogenboom να τις χρησιμοποιήσει μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 1998.

16.
    Στις 9 Νοεμβρίου 1998, η Hoogenboom υπέβαλε κατά της αποφάσεως αυτής διοικητική ένσταση, την οποία ο inspecteur του Ρότερνταμ απέρριψε στις 25 Μαρτίου 1999.

17.
    Στις 23 Απριλίου 1999 η Hoogenboom κατέθεσε προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Gerechtshof te Amsterdam.

Το προδικαστικό ερώτημα

18.
    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Gerechtshof te Amsterdam αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα, ταυτόσημο και στις δύο υποθέσεις:

«Συνιστά το άρθρο 9, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα σε συνδυασμό με το άρθρο 12, παράγραφος 5, στοιχείο α´, σημείο iii, του εν λόγω κώδικα νομική βάση για την εκ μέρους των τελωνειακών αρχών ανάκληση δεσμευτικής δασμολογικής πληροφορίας, στην περίπτωση που οι εν λόγω αρχές μετέβαλαν τη διατυπωμένη με τη δασμολογική αυτή πληροφορία άποψη ως προς την ερμηνεία των νομικών διατάξεων που έχουν εφαρμογή για τη δασμολογική κατάταξη των σχετικών αγαθών, ακόμα και στην περίπτωση κατά την οποία η μεταβολή αυτής της απόψεως έγινε εντός της κατά τα ανωτέρω εξαετούς προθεσμίας;»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

Παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο

19.
    Κατά την Timmermans και τη Hoogenboom, ΔΔΠ δεν μπορεί μονομερώς να τροποποιηθεί από τις εθνικές τελωνειακές αρχές. Τροποποίηση μπορεί να γίνει μόνο με πρωτοβουλία της Επιτροπής. Τυχόν αποδοχή της αντίθετης απόψεως θα είχε ως αποτέλεσμα να ατονήσει η ασφάλεια δικαίου, προς ζημία του επιδιωκόμενου με τη θέσπιση των ΔΔΠ σκοπού, καθώς και η ενιαία εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου.

20.
    Η Ολλανδική Κυβέρνηση και η Επιτροπή ισχυρίζονται ότι από το γράμμα του άρθρου 12, παράγραφος 5, στοιχείο α´, σημείο iii, του τελωνειακού κώδικα, σε συνδυασμό με το άρθρο 9, παράγραφος 1, του εν λόγω κώδικα, προκύπτει ότι οι τελωνειακές αρχές μπορούν να ανακαλούν ΔΔΠ πριν από την εκπνοή της εξαετούς διάρκειας ισχύος αυτών, στην περίπτωση που «δεν επληρούντο ή δεν πληρούνται πλέον ένας ή περισσότεροι από τους όρους που προβλέπονται για τη λήψη της». Συντρέχει τέτοια περίπτωση όταν μεταβάλλονται οι αντιλήψεις σχετικά με την κατάταξη ορισμένων προϊόντων. Η Ολλανδική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το άρθρο 12, παράγραφος 6, του τελωνειακού κώδικα προστατεύει τον κάτοχο ΔΔΠ από την απρόσμενη αλλαγή απόψεως εκ μέρους των τελωνειακών αρχών, καθόσον προβλέπει ότι ο κάτοχος ΔΔΠ, η οποία έπαυσε να ισχύει, μπορεί να τη χρησιμοποιεί για περίοδο έξι ακόμη μηνών μετά την κοινοποίηση της ανακλήσεως. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι από την οικονομία των άρθρων 9 και 12 του τελωνειακού κώδικα προκύπτει ότι οι γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου διασφαλίζονται αυτομάτως αν οι αρμόδιες αρχές τηρούν την προβλεπόμενη διαδικασία.

Απάντηση του Δικαστηρίου

21.
    Το άρθρο 12, παράγραφος 5, στοιχείο α´, του τελωνειακού κώδικα περιγράφει τρεις καταστάσεις στις οποίες παύει η ισχύς μιας ΔΔΠ. Κατά το σημείο iii της εν λόγω διατάξεως, τούτο συμβαίνει όταν η ΔΔΠ «ανακαλείται ή τροποποιείται σύμφωνα με το άρθρο 9» του τελωνειακού κώδικα, υπό την προϋπόθεση κοινοποιήσεως στον δικαιούχο της αποφάσεως περί ανακλήσεως ή τροποποιήσεως.

22.
    Κατά το άρθρο 9, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα, μπορεί να ανακληθεί ευνοϊκή για τον ενδιαφερόμενο απόφαση αν δεν επληρούντο ή δεν πληρούνται πλέον ένας ή περισσότεροι από τους όρους που προβλέπονται για τη λήψη της.

23.
    Ειδικότερα, ο κοινοτικός νομοθέτης όρισε, κατά μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση τρόπο, ότι μια ΔΔΠ παύει να ισχύει σε περίπτωση που δεν επληρούτο ή δεν πληρούται πλέον ένας από τους όρους χορηγήσεώς της.

24.
    Η χορήγηση ΔΔΠ γίνεται βάσει ερμηνείας, εκ μέρους των τελωνειακών αρχών, των εφαρμοστέων στη δασμολογική κατάταξη εμπορευμάτων νομοθετικών διατάξεων και εξαρτάται από το κατά πόσον η ερμηνεία αυτή είναι βάσιμη.

25.
    Σε περίπτωση κατά την οποία, κατόπιν λεπτομερέστερης εξετάσεως, οι τελωνειακές αρχές καταλήγουν ότι η ερμηνεία αυτή δεν ήταν ορθή, λόγω πεπλανημένης εκτιμήσεως ή λόγω μεταβολής των αντιλήψεων σχετικά με τη δασμολογική κατάταξη, οι εν λόγω αρχές έχουν το δικαίωμα να κρίνουν ότι δεν πληρούνται πλέον οι προβλεπόμενοι για τη χορήγηση ΔΔΠ όροι και να προβούν στην ανάκληση αυτής της ΔΔΠ, με σκοπό την τροποποίηση της δασμολογικής κατατάξεως των σχετικών εμπορευμάτων.

26.
    Επιβάλλεται να τονιστεί ότι, προς κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου, ο κοινοτικός νομοθέτης θέσπισε, με το άρθρο 12, παράγραφος 6, του τελωνειακού κώδικα, ειδικούς κανόνες, οι οποίοι έχουν επίσης εφαρμογή επί των ανακλήσεων που γίνονται κατά το εν λόγω άρθρο, παράγραφος 5, στοιχείο α´, σημείο iii, σύμφωνα δε με τους κανόνες αυτούς, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μια ΔΔΠ παραμένει σε ισχύ επί μια ορισμένη περίοδο, έστω και μετά την ανάκλησή της.

27.
    Δεν κρίνεται αναγκαίο, προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα που ανέκυψε στις παρούσες υποθέσεις, να κριθεί το ζήτημα αν οι διατάξεις αυτές κατοχυρώνουν επαρκώς, σε όλες τις περιπτώσεις, την ασφάλεια δικαίου.

28.
    Ενόψει των ανωτέρω, επιβάλλεται στο υποβληθέν ερώτημα να δοθεί η απάντηση ότι οι συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 9, παράγραφος 1, και 12, παράγραφος 5, στοιχείο α´, σημείο iii, του τελωνειακού κώδικα έχουν την έννοια ότι συνιστούν για τις τελωνειακές αρχές νομική βάση επιτρέπουσα την ανάκληση δεσμευτικής δασμολογικής πληροφορίας, όταν οι εν λόγω αρχές μεταβάλλουν την παρεχόμενη με αυτήν ερμηνεία των νομοθετικών διατάξεων που διέπουν τη δασμολογική κατάταξη των σχετικών εμπορευμάτων.

Επί των δικαστικών εξόδων

29.
    Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Ολλανδική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε με διατάξεις της 2ας Απριλίου 2002 το Gerechtshof te Amsterdam, αποφαίνεται:

Οι συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 9, παράγραφος 1, και 12, παράγραφος 5, στοιχείο α´, σημείο iii, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 82/97 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1996, έχουν την έννοια ότι συνιστούν για τις τελωνειακές αρχές νομική βάση επιτρέπουσα την ανάκληση δεσμευτικής δασμολογικής πληροφορίας, όταν οι εν λόγω αρχές μεταβάλλουν την παρεχόμενη με αυτήν ερμηνεία των νομοθετικών διατάξεων που διέπουν τη δασμολογική κατάταξη των σχετικών εμπορευμάτων.

Gulmann
Cunha Rodrigues
Puissochet

Schintgen

Macken

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 22 Ιανουαρίου 2004.

Ο Γραμματέας

Ο Πρόεδρος

R. Grass

Β. Σκουρής


1: Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.