Language of document : ECLI:EU:T:2009:141

Υπόθεση T-122/04

Outokumpu Oyj και Luvata Oy

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Αγορά χαλκοσωλήνων για βιομηχανική χρήση – Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ – Καθορισμός των τιμών και κατανομή των αγορών – Πρόστιμα – Μέγεθος της σχετικής αγοράς – Επιβαρυντικές περιστάσεις – Υποτροπή»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Προσδιορισμός – Νομικό πλαίσιο – Κατευθυντήριες γραμμές εκδοθείσες από την Επιτροπή

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

2.      Διαδικασία – Εισαγωγικό δικόγραφο – Λόγος που αφορά παράβαση διατάξεως η οποία δεν αναφέρεται ρητώς στο εισαγωγικό δικόγραφο

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 21· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 44)

3.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Προσδιορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Επιβαρυντικές περιστάσεις – Υποτροπή

(Άρθρο 65 ΑΧ· άρθρο 81 ΕΚ· κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 2)

4.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Προσδιορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Επιβαρυντικές περιστάσεις – Υποτροπή

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 2)

5.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Προσδιορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Μέγεθος της αγοράς των οικείων προϊόντων – Συνεκτίμηση

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 A)

1.      Στο πλαίσιο του ελέγχου της νομιμότητας των επιβαλλομένων λόγω παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού προστίμων, εναπόκειται στο Πρωτοδικείο να εξακριβώσει αν η Επιτροπή άσκησε την εξουσία της εκτιμήσεως σύμφωνα με τη μέθοδο που εκτίθεται στις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ και, εφόσον διαπιστώσει ότι αυτή παρέκκλινε από την ως άνω μέθοδο, να εξακριβώσει αν η εν λόγω παρέκκλιση είναι νομικώς δικαιολογημένη και επαρκώς κατά νόμον αιτιολογημένη.

Ο αυτοπεριορισμός της εξουσίας εκτιμήσεως της Επιτροπής που προκύπτει από την έκδοση των κατευθυντηρίων γραμμών δεν είναι στην πραγματικότητα ασυμβίβαστος με τη διατήρηση σημαντικού περιθωρίου εκτίμησης για το θεσμικό αυτό όργανο. Οι κατευθυντήριες γραμμές περιέχουν διάφορα στοιχεία που παρέχουν στην Επιτροπή τη δυνατότητα ελιγμών κατά την άσκηση της διακριτικής εξουσίας της σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 15 του κανονισμού 17, όπως έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο.

Επιπλέον, σε τομείς όπως ο καθορισμός του ύψους ενός προστίμου, στους οποίους η Επιτροπή διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως, για παράδειγμα όσον αφορά τον συντελεστή προσαύξησης λόγω της διάρκειας της παραβάσεως, ο έλεγχος νομιμότητας που ασκείται επί των εκτιμήσεων αυτών περιορίζεται στο να εξακριβωθεί ότι δεν υπάρχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

Εξάλλου, το περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής και τα όρια τα οποία η ίδια έχει ορίσει δεν προδικάζουν, καταρχήν, την εκ μέρους του κοινοτικού δικαστή άσκηση της αρμοδιότητάς του πλήρους δικαιοδοσίας, που του παρέχει την εξουσία να εξαλείφει, να μειώνει ή να αυξάνει το ποσό του επιβαλλόμενου από την Επιτροπή προστίμου.

(βλ. σκέψεις 33-36)

2.      Από τη νομολογία, καθώς και από το άρθρο 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και από το άρθρο 48 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, προκύπτει ότι ο προσφεύγων διάδικος δεν υποχρεούται να αναφέρει τα άρθρα της Συνθήκης ή τις γενικές αρχές του δικαίου που επικαλείται. Αρκεί το δικόγραφο της προσφυγής να περιέχει τα πραγματικά περιστατικά, τους λόγους και τα αιτήματα του προσφεύγοντος ώστε ο καθού να έχει τη δυνατότητα αποτελεσματικής προστασίας των συμφερόντων του και το Πρωτοδικείο να ασκήσει τον δικαστικό έλεγχο.

Στο πλαίσιο προσφυγής με την οποία ζητείται η ακύρωση ή η μείωση προστίμου που επιβλήθηκε σε επιχείρηση με απόφαση της Επιτροπής λόγω παραβάσεως των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού, πρέπει να κριθεί παραδεκτός ο λόγος με τον οποίο προβάλλεται, για πρώτη φορά με το υπόμνημα απαντήσεως, παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως υπό το πρίσμα της πρακτικής της Επιτροπής κατά τη λήψη αποφάσεων στον οικείο τομέα, όταν από το δικόγραφο της προσφυγής προκύπτει ότι ο προσφεύγων επικρίνει την προσαύξηση του προστίμου, λαμβανομένων υπόψη, ειδικότερα, των συντελεστών προσαύξησης που εφάρμοσε η Επιτροπή με τις προγενέστερες αποφάσεις της.

(βλ. σκέψη 53)

3.      Η Επιτροπή μπορεί να λαμβάνει υπόψη, για τη διαπίστωση υποτροπής στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ, παραβάσεις που διαπιστώνονται δυνάμει της Συνθήκης ΕΚΑΧ. Συγκεκριμένα, οι ιδρυτικές συνθήκες εγκαθίδρυσαν μια ενιαία έννομη τάξη στην οποία η Συνθήκη ΕΚΑΕ συνιστά, όπως και η Συνθήκη ΕΚΑΧ μέχρι το 1992, lex specialis παρεκκλίνουσα από τη lex generalis που είναι η Συνθήκη ΕΚ. Επιπλέον, η απαγόρευση των συμπράξεων προβλέπεται από δύο ανάλογες διατάξεις, ήτοι τα άρθρα 81 ΕΚ και 65 ΑΧ, τα οποία, μολονότι περιέχονται σε δύο διαφορετικές συνθήκες, χρησιμοποιούν πανομοιότυπες νομικές έννοιες. Τέλος, από κανένα στοιχείο των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ δεν διαφαίνεται ότι η έκφραση «παρόμοια παράβαση» πρέπει να γίνει αντιληπτή υπό την έννοια ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να λαμβάνει υπόψη, για τη διαπίστωση υποτροπής στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ, παραβάσεις που διαπιστώνονται δυνάμει της Συνθήκης ΕΚΑΧ.

(βλ. σκέψεις 55, 57)

4.      Η έννοια της υποτροπής προϋποθέτει απλώς τη διαπίστωση προηγούμενης παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού. Επομένως, το γεγονός ότι ειδικές περιστάσεις δικαιολόγησαν τη μη επιβολή προστίμου με προγενέστερη απόφαση δεν εμποδίζει την Επιτροπή να διαπιστώσει την ύπαρξη υποτροπής. Επιπλέον, οι ειδικές αυτές περιστάσεις είναι κατ’ ανάγκη εγγενείς στην εν λόγω προγενέστερη απόφαση και ουδόλως συνδέονται με την τάση των προσφευγουσών να παραβούν τους κανόνες του ανταγωνισμού. Κατά συνέπεια, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη για τον καθορισμό του συντελεστή προσαύξησης του προστίμου λόγω υποτροπής.

(βλ. σκέψεις 58, 64)

5.      Στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της σοβαρότητας μιας παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού προκειμένου να καθοριστεί το αρχικό ποσό του επιβαλλόμενου σε μια επιχείρηση προστίμου, η Επιτροπή μπορεί, χωρίς ωστόσο να της επιβάλλεται σχετική υποχρέωση, να συνεκτιμήσει το μέγεθος της επηρεασθείσας αγοράς. Προς τούτο, το θεσμικό αυτό όργανο μπορεί να λαμβάνει υπόψη τον κύκλο εργασιών της οικείας αγοράς. Κανένας βάσιμος λόγος δεν επιβάλλει ο υπολογισμός του κύκλου εργασιών μιας αγοράς να πραγματοποιείται αφού εξαιρεθούν από αυτόν ορισμένες δαπάνες παραγωγής. Συγκεκριμένα, σε όλους τους τομείς της βιομηχανίας υπάρχουν δαπάνες που είναι σύμφυτες με το τελικό προϊόν και που ο κατασκευαστής αδυνατεί να ελέγξει, αλλά που συνιστούν παρά ταύτα ουσιώδες στοιχείο του συνόλου των δραστηριοτήτων του και που, κατά συνέπεια, δεν μπορούν να αποκλειστούν από τον κύκλο εργασιών κατά τον καθορισμό του αρχικού ποσού του προστίμου. Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η τιμή μιας πρώτης ύλης συνιστά σημαντικό τμήμα της τελικής τιμής του τελικού προϊόντος ούτε από το γεγονός ότι ο κίνδυνος διακυμάνσεων των τιμών μιας πρώτης ύλης είναι πολύ αυξημένος σε σχέση με άλλες πρώτες ύλες.

(βλ. σκέψεις 76, 78, 82)