Language of document : ECLI:EU:T:1999:51

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (δεύτερο πενταμελές τμήμα)

της 11ης Μαρτίου 1999 (1)

«Συνθήκη ΕΚΑΧ — Ανταγωνισμός — Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και εναρμονισμένες πρακτικές — Καθορισμός των τιμών — Κατανομή των αγορών — Συστήματα ανταλλαγής πληροφοριών»

Στην υπόθεση T-148/94,

Preussag Stahl AG, εταιρία γερμανικού δικαίου, με έδρα το Salzgitter (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους Horst Satzky και Bernhard Maassen, δικηγόρους Βρυξελλών, Martin Heidenhain, δικηγόρο Φρανκφούρτης, και Constantin Frick, δικηγόρο Βρέμης, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο René Faltz, 6, rue Heinrich Heine,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης αρχικώς από τους Julian Currall και Norbert Lorenz, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας, και τον Géraud de Bergues, δημόσιο υπάλληλο κράτους μέλους αποσπασμένο στην Επιτροπή, και στη συνέχεια από τον Jean-Louis Dewost, γενικό διευθυντή της Νομικής Υπηρεσίας, τον Julian Curall και τον Guy Charrier, δημόσιο υπάλληλο κράτους μέλους αποσπασμένο στην Επιτροπή, επικουρούμενους από τον Heinz-Joachim Freund, δικηγόρο Φρανκφούρτης, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Carlos Gómez de la Cruz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

καθής,

που έχει ως κύριο αντικείμενο αίτηση ακυρώσεως της αποφάσεως 94/215/ΕΚΑΧ της Επιτροπής, της 16ης Φεβρουαρίου 1994, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 65 της Συνθήκης ΕΚΑΧ όσον αφορά συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές που εφάρμοσαν ευρωπαίοι παραγωγοί δοκών χάλυβα (ΕΕ L 116, σ. 1),

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (δεύτερο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους C. W. Bellamy, προεδρεύοντα, A. Potocki και J. Pirrung, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 23ης, 24ης, 25ης, 26ης και 27ης Μαρτίου 1998,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση (2)

Το ιστορικό της διαφοράς

Α — Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

1.
    Με την παρούσα προσφυγή ζητείται η ακύρωση της αποφάσεως 94/215/ΕΚΑΧ της Επιτροπής, της 16ης Φεβρουαρίου 1994, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 65 της Συνθήκης ΕΚΑΧ όσον αφορά συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές που εφάρμοσαν ευρωπαίοι παραγωγοί δοκών χάλυβα (ΕΕ L 116, σ. 1, στο εξής: Απόφαση), με την οποία, αφενός, διαπιστώθηκε η συμμετοχή δεκαεπτάευρωπαϊκών χαλυβουργικών επιχειρήσεων και μιας από τις επαγγελματικές ενώσεις τους σε σειρά συμφωνιών, αποφάσεων και εναρμονισμένων πρακτικών περί καθορισμού των τιμών, κατανομής των αγορών και ανταλλαγής εμπιστευτικών πληροφοριών σχετικά με την κοινοτική αγορά δοκών χάλυβα, κατά παράβαση του άρθρου 65, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, και, αφετέρου, επιβλήθηκαν πρόστιμα σε δεκατέσσερις επιχειρήσεις του τομέα αυτού για παραβάσεις διαπραχθείσες μεταξύ της 1ης Ιουλίου 1988 και της 31ης Δεκεμβρίου 1990.

2.
    Η προσφεύγουσα, η οποία είχε προηγουμένως την επωνυμία Stahlwerke Peine-Salzgitter AG (που αναφέρεται στην Απόφαση υπό την επωνυμία Peine-Salzgitter), αποτελεί μέρος ενός ομίλου εταιριών με μητρική εταιρία την Preussag AG. Είναι ένας από τους κυριότερους παραγωγούς χάλυβα στη Γερμανία και ο ενοποιημένος κύκλος εργασιών της το 1989/1990 ανήλθε σε 3 225 δισεκατομμύρια γερμανικά μάρκα (DEM). Το 1990, οι πωλήσεις δοκών που πραγματοποίησε εντός της Κοινότητας ανήλθαν σε 352 εκατομμύρια DEM, ήτοι 172 εκατομμύρια ECU.

(...)

Δ — Η Απόφαση

47.
    Η Απόφαση, που κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα στις 7 Μαρτίου 1994 με έγγραφο του κ. Van Miert της 28ης Φεβρουαρίου 1994 (στο εξής: Έγγραφο), περιέχει το ακόλουθο διατακτικό:

«Αρθρο 1

Οι ακόλουθες επιχειρήσεις που παρατίθενται με την επωνυμία τους συμμετείχαν, στον βαθμό που περιγράφεται στην παρούσα απόφαση, σε αντίθετες προς τους κανόνες ανταγωνισμού πρακτικές, οι οποίες εμπόδισαν, περιόρισαν και στρέβλωσαν τον κανονικό ανταγωνισμό στην κοινή αγορά. Όταν επιβάλλονται πρόστιμα, η διάρκεια της παράβασης αναφέρεται σε μήνες, εκτός από την περίπτωση της εναρμόνισης των [πρόσθετων] στοιχείων, οπότε η συμμετοχή στην παράβαση υποδεικνύεται με το γράμμα ”Χ”.

(...)

Peine-Salzgitter

α)    Ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών μέσω της [επιτροπής δοκών] και της Walzstahl-Vereinigung                

(30)

β)    Καθορισμός τιμών στην [επιτροπή δοκών]        

(30)

γ)    Καθορισμός τιμών στη γερμανική αγορά            

(3)

δ)    Καθορισμός τιμών στην ιταλική αγορά                

(9)

ε)    Καθορισμός τιμών στη δανική αγορά                

(30)

στ)    Κατανομή της αγοράς, ”σύστημα Traverso”        

(3+3)

ζ)    Κατανομή της γαλλικής αγοράς                    

(3)

η)    Κατανομή της γερμανικής αγοράς                    

(6)

θ)    Κατανομή της ιταλικής αγοράς

(3)

ι)    Εναρμόνιση των πρόσθετων στοιχείων                

(x)

(...)

Αρθρο 4

Για τις παραβάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 και οι οποίες διαπράχθηκαν μετά τις 30 Ιουνίου 1988 (31 Δεκεμβρίου 1989 (3) στην περίπτωση των Aristrain και Ensidesa) επιβάλλονται τα ακόλουθα πρόστιμα:

(...)

Preussag AG                        

9 500 000 ECU

(...)

(...)

Αρθρο 6

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στις:

(...)

— Preussag AG

(...)».

(...)

Επί του επικουρικού αιτήματος που αφορά την ακύρωση του άρθρου 4 της Αποφάσεως ή, τουλάχιστον, τη μείωση του ύψους του προστίμου

(...)

Β — Επί της ελλείψεως πταίσματος της προσφεύγουσας, και της φερομένης αναγκαιότητας καθορισμού των απαγορευομένων πρακτικών μάλλον παρά της επιβολής προστίμων

(...)

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

640.
    Το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ήδη ότι ουδόλως αποδείχθηκε εν προκειμένω η φερόμενη συμμετοχή της Επιτροπής στις παραβάσεις που προσάπτονται στην προσφεύγουσα (βλ. μέρος Δ ανωτέρω). Το Πρωτοδικείο διαπίστωσε επίσης ότι η προσφεύγουσα δεν μπορούσε να αγνοεί ότι οι σχετικές συμπεριφορές ήσαν παράνομες, τουλάχιστον από τις 30 Ιουνίου 1988, και ότι η Επιτροπή δεν «ευθυγράμμισε» παρανόμως τη Συνθήκη ΕΚΑΧ στη Συνθήκη ΕΚ. Ομοίως, τίποτα στις διάφορες προηγούμενες γνώμες, αποφάσεις, σχόλια ή εκθέσεις της Επιτροπής δεν μπορούσε να οδηγήσει την προσφεύγουσα στο να καταλήξει στη νομιμότητα οποιασδήποτε από τις συμπεριφορές της. Επομένως, επί του σημείου αυτού, τα επιχειρήματα που αντλούνται από την καλή πίστη και την έλλειψη πταίσματος της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθούν.

641.
    Το επιχείρημα κατά το οποίο, εν όψει της προγενέστερης διοικητικής πρακτικής της Επιτροπής, η προσφεύγουσα δεν μπορούσε να προβλέψει την επιβολή προστίμου, ούτε αυτό μπορεί να γίνει δεκτό. Πράγματι, αφενός, στο παρελθόν η Επιτροπή επέβαλε πρόστιμα με πολλές αποφάσεις [βλ. αποφάσεις που αναφέρονται στη Δέκατη πέμπτη γενική Εκθεση της Ανωτάτης Αρχής, 1966, σ. 185 (παράγραφος 221)· απόφαση 70/118/ΕΚΑΧ της Επιτροπής, της 21ης Ιανουαρίου 1970, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 65 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, περί των συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών στη γερμανική αγορά παλαιοσιδήρου (ΕΕ L 29, σ. 30)· αποφάσεις C(80) 236 τελικό/1, 2 και 3 της 27ης Μαρτίου 1980, εκδοθείσες στον τομέα των ειδικών χαλύβων, οι οποίες συνοψίζονται στη Δέκατη Έκθεση επί της πολιτικής ανταγωνισμού, παράγραφοι 109 και 110, καθώς και προπαρατεθείσα απόφαση για τον ανοξείδωτο χάλυβα]. Αφετέρου, και εν πάση περιπτώσει, το γεγονός ότι της συγκεκριμένης αποφάσεως προηγήθηκαν, ενδεχομένως, παρόμοιες υποθέσεις στις οποίες η Επιτροπή δεν έκρινε σκόπιμο να επιβάλει πρόστιμο δεν τη στερεί, στο πλαίσιο της αποφάσεως αυτής, της εξουσίας επιβολής κυρώσεως που της απονέμει ρητά το άρθρο 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης (βλ. κατά την έννοια αυτή, στο πλαίσιο της Συνθήκης ΕΚ), την απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 1979, 32/78 και 36/78 έως 82/78, BMW Belgium κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 177, σκέψη 52).

642.
    Το επιχείρημα ως προς την αντίφαση που υπήρχε μεταξύ των κανόνων για τις τιμές οι οποίες περιλαμβάνονται, ειδικότερα, στο άρθρο 60 της Συνθήκης και την πραγματικότητα της αγοράς πρέπει επίσης να απορριφθεί για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 280 έως 285 (4) ανωτέρω.

643.
    Η θέση σύμφωνα με την οποία η Επιτροπή όφειλε, αντί να επιβάλλει πρόστιμα, να καθορίσει, σύμφωνα με το άρθρο 60, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, τις απαγορευόμενες πρακτικές δεν βρίσκει κανένα έρεισμα στην προπαρατεθείσα απόφαση της 21ης Μαρτίου 1955, Κάτω Χώρες κατά Ανωτάτης Αρχής. Πράγματι, η εξουσία καθορισμού τέτοιων πρακτικών, στο πλαίσιο του άρθρου 60 της Συνθήκης, δεν έχει καμία σχέση με την απαγόρευση των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών που αναφέρει το άρθρο 65 της Συνθήκης.

644.
    Επομένως, τα επιχειρήματα που αντλούνται από την έλλειψη πταίσματος της προσφεύγουσας και τη φερόμενη αναγκαιότητα καθορισμού των απαγορευόμενων πρακτικών αντί της επιβολής προστίμου, πρέπει να απορριφθούν.

Γ — Επί του δυσαναλόγου ύψους του προστίμου

(...)

— Επί της οικονομικής καταστάσεως της προσφεύγουσας και της χαλυβουργικής βιομηχανίας

670.
    Το επιχείρημα που η προσφεύγουσα αντλεί από το χαμηλό επίπεδο των κερδών της σε σχέση με εκείνο άλλων επιχειρήσεων, επίπεδο το οποίο προκύπτει από τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 301 (υποσημείωση 1) της Αποφάσεως, δεν ασκεί επιρροή. Πράγματι, τα πρόστιμα στις διάφορες επιχειρήσεις δεν υπολογίστηκαν σε συνάρτηση προς τα κέρδη τους, αλλά προς τον κύκλο εργασιών τους, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης.

671.
    Εφαρμόζοντας το κριτήριο αυτό σε κάθε επιχείρηση σύμφωνα με το άρθρο 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης, η Επιτροπή έλαβε, εξάλλου, επαρκώς υπόψη τη σχετική οικονομική σημασία κάθε επιχειρήσεως στην κοινοτική αγορά δοκών, τη μόνη που αφορούν οι παραβάσεις. Η εκ μέρους της προσφεύγουσας αναφορά στη μικρής σημασία θέση της στην αγορά ακατέργαστου χάλυβα δεν ασκεί επιρροή στο πλαίσιο αυτό. Το ίδιο ισχύει και για τη δήλωση του κ. Van Miert ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

(...)

676.
    Ορθώς η Επιτροπή αγνόησε το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν μπορεί, σύμφωνα με ό,τι εκθέτει ως προς τη γερμανική φορολογική νομοθεσία, να αφαιρέσει το πρόστιμο από τα υποκείμενα στον φόρο εισοδήματά της. Η φορολογική νομοθεσία ενός κράτους μέλους δεν μπορεί να είναι κατάλληλο κριτήριο κατά τον καθορισμό του προστίμου λόγω παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού.

677.
    Τέλος, όσον αφορά τις φερόμενες δυσχέρειες προσαρμογής της βιομηχανίας στο τέλος του καθεστώτος κρίσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε ήδη ότι οι επιχειρήσεις γνώριζαν, από τον Σεπτέμβριο του 1985 αν όχι νωρίτερα, ότι είχαν εισέλθει σε ένα μεταβατικό καθεστώς. Εξάλλου, η Επιτροπή θέσπισε διάφορα μεταβατικά μέτρα, ιδίως το καθεστώς επιτηρήσεως που προβλέπει η απόφαση 2448/88.

678.
    Επομένως, τα επιχειρήματα που αντλούνται από την οικονομική κατάσταση της προσφεύγουσας και της χαλυβουργικής βιομηχανίας πρέπει να απορριφθούν.

(...)

— Επί της εκ μέρους του Πρωτοδικείου ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας του

724.
    Πρέπει να υπενθυμιστεί ότι το Πρωτοδικείο ακύρωσε ήδη το άρθρο 1 της Αποφάσεως, καθόσον διαπιστώνει τη συμμετοχή της προσφεύγουσας σε συμφωνία καθορισμού τιμών στη γερμανική αγορά (βλ. σκέψεις 410 έως 413 ανωτέρω). Το πρόστιμο που επέβαλε η Επιτροπή για την παράβαση αυτή υπολογίζεται σε 90 300 ECU.

725.
    Για τους λόγους που εκτέθηκαν στη σκέψη 509 (5) ανωτέρω, πρέπει περαιτέρω να αποκλειστεί η περίοδος μεταξύ της 1ης Ιουλίου και της 31ης Δεκεμβρίου 1988 για τον υπολογισμό του προστίμου που αφορά την παράβαση καθορισμού τιμών στη δανική αγορά, πράγμα το οποίο συνεπάγεται, στην περίπτωση της προσφεύγουσας, μείωση του προστίμου κατά 17 200 ECU, σύμφωνα με τη μεθοδολογία που ακολουθεί η Επιτροπή.

726.
    Τέλος, για τους ανωτέρω εκτεθέντες λόγους (σκέψεις 687 έως 693) (6), το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι πρέπει να μειωθεί κατά 15 % το συνολικό ύψος του προστίμου που επιβλήθηκε για τις συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές καθορισμού τιμών, λόγω του ότι η Επιτροπή υπερέβαλε, σε ορισμένο βαθμό, όσον αφορά τα αντίθετα προς τον ανταγωνισμό αποτελέσματα των διαπιστωθεισών παραβάσεων. Λαμβανομένων υπόψη των ήδη αναφερθεισών μειώσεων όσον αφορά τις συμφωνίες τιμών στη γερμανική και στη δανική αγορά, η μείωση αυτή ανέρχεται σε 811 410 ECU, σύμφωνα με τη μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποίησε η Επιτροπή.

727.
    Επομένως, κατ' εφαρμογήν της μεθοδολογίας της Επιτροπής, το πρόστιμο πουεπιβλήθηκε στην προσφεύγουσα πρέπει να μειωθεί κατά 918 910 ECU.

728.
    Εκ φύσεως, ο καθορισμός ενός προστίμου από το Πρωτοδικείο, στο πλαίσιο της ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας του, δεν συνιστά ακριβή αριθμητική άσκηση. Περαιτέρω, το Πρωτοδικείο δεν δεσμεύεται από τους υπολογισμούς της Επιτροπής, αλλά οφείλει να προβεί στη δική του εκτίμηση, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως.

729.
    Το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι η γενική μέθοδος που χρησιμοποίησε η Επιτροπή για να καθορίσει το επίπεδο των προστίμων (σκέψη 629 ανωτέρω) (7) δικαιολογείται από τις περιστάσεις της υπό κρίση περιπτώσεως. Συγκεκριμένα, οι παραβάσεις που συνίστανται στον καθορισμό των τιμών και στην κατανομή των αγορών, οι οποίες απαγορεύονται ρητώς από το άρθρο 65, παράγραφος 1, της Συνθήκης, πρέπει να θεωρούνται ιδιαίτερα σοβαρές, στον βαθμό που συνεπάγονται ευθεία παρέμβαση στις ουσιώδεις παραμέτρους του ανταγωνισμού στη σχετική αγορά. Ομοίως, τα συστήματα ανταλλαγής εμπιστευτικών πληροφοριών που προσάπτονται στην προσφεύγουσα είχαν αντικείμενο ανάλογο προς κατανομή των αγορών με βάση τα παραδοσιακά ρεύματα. Όλες οι παραβάσεις που ελήφθησαν υπόψη για την επιβολή του προστίμου διαπράχθηκαν, μετά το πέρας του καθεστώτος κρίσεως, αφού οι επιχειρήσεις είχαν λάβει τις προσήκουσες προειδοποιήσεις. Όπως διαπίστωσε το Πρωτοδικείο, ο γενικός σκοπός των επίμαχων συμφωνιών και πρακτικών ήταν ακριβώς να εμποδίσουν ή να νοθεύσουν την επιστροφή στην κανονική λειτουργία του ανταγωνισμού, η οποία ήταν σύμφυτη με την εξάλειψη του καθεστώτος έκδηλης κρίσεως. Επιπλέον, οι επιχειρήσεις γνώριζαν τον παράνομο χαρακτήρα τους και τις απέκρυψαν συνειδητά από την Επιτροπή.

730.
    Λαμβανομένων υπόψη όσων προεκτέθηκαν, αφενός, και της εφαρμογής, από της 1ης Ιανουαρίου 1999, του κανονισμού (ΕΚ) 1103/97 του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 1997, σχετικά με ορισμένες διατάξεις που αφορούν την εισαγωγή του ευρώ, αφετέρου, το ύψος του προστίμου πρέπει να καθοριστεί σε 8 600 000 ευρώ.

(...)

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (δεύτερο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1.
    Ακυρώνει το άρθρο 1 της αποφάσεως 94/215/ΕΚΑΧ της Επιτροπής, της 16ης Φεβρουαρίου 1994, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 65 της Συνθήκης ΕΚΑΧ όσον αφορά συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές που εφάρμοσαν ευρωπαίοι παραγωγοί δοκών χάλυβα, καθόσον λαμβάνει υπόψη εις βάρος της προσφεύγουσας τη συμμετοχή της σε συμφωνία καθορισμού τιμών στη γερμανική αγορά διαρκείας τριών μηνών.

2.
    Καθορίζει το ύψος του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα με το άρθρο 4 της αποφάσεως 94/215 σε 8 600 000 ευρώ.

3.
    Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

4.
    Η προσφεύγουσα θα φέρει τα δικά της δικαστικά έξοδα, καθώς και τα τέσσερα πέμπτα των εξόδων της καθής. Η καθής θα φέρει το ένα πέμπτο των δικών της εξόδων.

Bellamy

Potocki
Pirrung

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 11 Μαρτίου 1999.

Ο Γραμματέας

Ο Πρόεδρος

H. Jung

C. W. Bellamy


1: Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.


2: —     Οι σκέψεις της παρούσας αποφάσεως είναι εν πολλοίς ίδιες ή παρόμοιες με εκείνες της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 11ης Μαρτίου 1999, Τ-141/94, Thyssen κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. ΙΙ-0000), με εξαίρεση, κυρίως, των σκέψεων 74 έως 91, 373 έως 378, 566 έως 574, και 614 έως 625, οι οποίες δεν έχουν αντιστοιχία στην παρούσα απόφαση. Επίσης, οι παραβάσεις του άρθρου 65, παράγραφος 1, της Συνθήκης που προσάπτονται στην προσφεύγουσα ως προς ορισμένες εθνικές αγορές δεν είναι ίδιες με τις προσαπτόμενες στην προσφεύγουσα στην υπόθεση Thyssen κατά Επιτροπής. Στην προκειμένη περίπτωση, η μερική ακύρωση του άρθρου 1 της Αποφάσεως δικαιολογείται, κατ' ουσίαν, από την έλλειψη αποδείξεως ως προς τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στην παράβαση που αναφέρει το σημείο 1 του διατακτικού της παρούσας αποφάσεως.


3: —     Ημερομηνία αναγραφόμενη στο γαλλικό και ισπανικό κείμενο. Το γερμανικό και αγγλικό κείμενο της Αποφάσεως αναφέρουν την ημερομηνία της 31ης Δεκεμβρίου 1988.


4: —     Βλ. απόφαση Thyssen κατά Επιτροπής, σκέψεις 310 έως 316.


5: —     Βλ. απόφαση Thyssen κατά Επιτροπής, σκέψη 451.


6: —     Βλ. απόφαση Thyssen κατά Επιτροπής, σκέψεις 640 έως 646.


7: —     Βλ. απόφαση Thyssen κατά Επιτροπής, σκέψη 577.