Language of document : ECLI:EU:T:2024:111

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο πενταμελές τμήμα)

της 21ης Φεβρουαρίου 2024 (*)

«Οικονομική και Νομισματική Ένωση – Τραπεζική ένωση – Ενιαίος μηχανισμός εξυγίανσης των πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων (ΕΜΕ) – Ενιαίο ταμείο εξυγίανσης (ΕΤΕ) – Απόφαση του ΕΣΕ σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών για το 2016 – Υποχρέωση αιτιολόγησης – Αρχή της μη αναδρομικότητας – Άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/63 – Αποκλεισμός ορισμένων υποχρεώσεων από τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών – Προνομιακά δάνεια – Παρεπόμενες αναπτυξιακές δραστηριότητες – Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας»

Στην υπόθεση T‑466/16 RENV,

NRW.Bank, με έδρα το Ντίσελντορφ (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον J. Seitz και την C. Marx, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ), εκπροσωπούμενου από την H. Ehlers, τον J. Kerlin και την C. De Falco, επικουρούμενους από τους B. Meyring, S. Schelo, T. Klupsch και από την S. Ianc, δικηγόρους,

καθού,

υποστηριζόμενου από το

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από την A. Sikora‑Kalėda και τον J. Bauerschmidt,

και από την

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον Δ. Τριανταφύλλου, την A. Steiblytė και τον A. Nijenhuis,

παρεμβαίνοντες,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Kornezov, πρόεδρο, G. De Baere, D. Petrlík (εισηγητή), K. Kecsmár και S. Kingston, δικαστές,

γραμματέας: S. Jund, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2021, NRW.Bank κατά ΕΣΕ (C‑662/19 P, EU:C:2021:846),

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 9ης Μαρτίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή της βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η προσφεύγουσα, NRW.Bank, ζητεί την ακύρωση της απόφασης SRB/ES/2022/23 του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ), της 27ης Απριλίου 2022, για την ανάκληση της απόφασης SRB/ES/SRF/2016/06 του ΕΣΕ, της 15ης Απριλίου 2016, σχετικά με τις εκ των προτέρων εισφορές προς το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης για το 2016, κατά το μέρος που αφορά την NRW.Bank, και της απόφασης SRB/ES/SRF/2016/13 του ΕΣΕ, της 20ής Μαΐου 2016, σχετικά με την προσαρμογή των εκ των προτέρων εισφορών προς το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης για το 2016, η οποία συμπληρώνει την απόφαση SRB/ES/SRF/2016/06, κατά το μέρος που αφορά την NRW.Bank, και υπολογίζει τις εκ των προτέρων εισφορές της NRW.Bank προς το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης για το 2016 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

I.      Το ιστορικό της διαφοράς και τα μεταγενέστερα της άσκησης της υπό κρίση προσφυγής πραγματικά περιστατικά

2        Η προσφεύγουσα είναι η αναπτυξιακή τράπεζα του Land Nordrhein-Westfalen (ομόσπονδου κράτους της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, Γερμανία, στο εξής: ομόσπονδο κράτος). Βάσει του Gesetz über die NRW.BANK (νόμου για την NRW.Bank), της 16ης Μαρτίου 2004 (GV. NRW. 2004, σ. 126, στο εξής: νόμος για την NRW.Bank), η προσφεύγουσα εκπληρώνει αποστολή δημόσιας υπηρεσίας με αντικείμενο την παροχή συνδρομής στο ομόσπονδο κράτος και στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης του ομόσπονδου κράτους όσον αφορά τις διαρθρωτικές, οικονομικές, κοινωνικές και χωροταξικές πολιτικές, μέσω υλοποίησης και διαχείρισης μέτρων στήριξης προς τον σκοπό αυτό και ιδίως μέσω της χορήγησης δανείων. Η προσφεύγουσα εκτελεί προς τούτο τραπεζικές πράξεις και διαθέτει άδεια λειτουργίας ως πιστωτικό ίδρυμα.

3        Οι δραστηριότητες της προσφεύγουσας αναλύονται κατά βάση σε δύο κατηγορίες. Κατά πρώτον, ασκεί τις καλούμενες «αναπτυξιακές» δραστηριότητες, στο πλαίσιο των οποίων χορηγεί, μεταξύ άλλων, επιδοτούμενα δάνεια στους τομείς που απαριθμούνται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, του νόμου για την NRW.Bank (στο εξής: αναπτυξιακές δραστηριότητες).

4        Δεύτερον, η προσφεύγουσα ασκεί τις αποκαλούμενες από την ίδια «παρεπόμενες αναπτυξιακές» δραστηριότητες, οι οποίες αποτελούν αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως και προβλέπονται στο άρθρο 3, παράγραφος 5, του νόμου για την NRW.Bank. Κατά τη διάταξη αυτή, η προσφεύγουσα δύναται, προκειμένου να εκπληρώσει τα καθήκοντά της, «να διενεργεί πράξεις και να παρέχει υπηρεσίες που συνδέονται άμεσα με την εκπλήρωση των καθηκόντων της[, στο πλαίσιο δε αυτό] μπορεί μεταξύ άλλων να διενεργεί πράξεις ταμειακής διαχείρισης και διαχείρισης κινδύνου, να αντλεί κεφάλαια μέσω τίτλων μειωμένης εξασφάλισης, να εκδίδει συμμετοχικούς τίτλους, ενυπόθηκες ομολογίες και άλλα ομόλογα, καθώς και να αποκτά και να εκχωρεί απαιτήσεις» (στο εξής: παρεπόμενες αναπτυξιακές δραστηριότητες). Στο πλαίσιο των εν λόγω δραστηριοτήτων, ειδικότερα, η προσφεύγουσα αντλεί κεφάλαια στην κεφαλαιαγορά και τα τοποθετεί μακροπρόθεσμα σε ομόλογα, ιδίως σε αυτά που εκδίδονται από δημόσιους φορείς.

5        Με την απόφαση SRB/ES/SRF/2016/06 της 15ης Απριλίου 2016, σχετικά με τις εκ των προτέρων εισφορές προς το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης για το 2016, το ΕΣΕ καθόρισε, σύμφωνα με το άρθρο 70, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ) 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (EE 2014, L 225, σ 1), τις εκ των προτέρων εισφορές προς το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης (ΕΤΕ) (στο εξής: εκ των προτέρων εισφορές) για το έτος 2016 (στο εξής: περίοδος συνεισφοράς 2016), που καταβάλλονται από τα ιδρύματα που εμπίπτουν στις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 2 και του άρθρου 67, παράγραφος 4, του εν λόγω κανονισμού (στο εξής: ιδρύματα), στα οποία περιλαμβάνεται και η προσφεύγουσα.

6        Με την απόφαση SRB/ES/SRF/2016/13 της 20ής Μαΐου 2016, σχετικά με την προσαρμογή των εκ των προτέρων εισφορών προς το ΕΤΕ για το 2016, η οποία συμπληρώνει την απόφαση SRB/ES/SRF/2016/06, το ΕΣΕ αύξησε την εκ των προτέρων εισφορά της προσφεύγουσας κατόπιν διόρθωσης του υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών όλων των ιδρυμάτων για την περίοδο συνεισφοράς 2016.

7        Με πράξεις επιβολής εισφοράς της 22ας Απριλίου 2016 και της 10ης Ιουνίου 2016, η Bundesanstalt für Finanzmarktstabilisierung (FMSA, Ομοσπονδιακή αρχή για τη σταθεροποίηση των χρηματοπιστωτικών αγορών, Γερμανία), υπό την ιδιότητά της ως εθνικής αρχής εξυγίανσης κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, σημείο 3, του κανονισμού 806/2014, διέταξε την προσφεύγουσα να καταβάλει την εκ των προτέρων εισφορά της για την περίοδο συνεισφοράς 2016, όπως η εισφορά αυτή είχε καθοριστεί από το ΕΣΕ.

8        Στις 27 Απριλίου 2022, το ΕΣΕ εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία ανακάλεσε και αντικατέστησε τις προμνησθείσες στις σκέψεις 5 και 6 ανωτέρω αποφάσεις (στο εξής: αρχικές αποφάσεις). Σκοπός της προσβαλλόμενης απόφασης ήταν, κατά τις αιτιολογικές σκέψεις της 19 και 20, να θεραπεύσει την έλλειψη αιτιολογίας των αρχικών αποφάσεων την οποία είχε διαπιστώσει το ΕΣΕ κατόπιν των αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου της 28ης Νοεμβρίου 2019, Hypo Vorarlberg Bank κατά ΕΣΕ (T‑377/16, T‑645/16 και T‑809/16, EU:T:2019:823), και της 28ης Νοεμβρίου 2019, Portigon κατά ΕΣΕ (T‑365/16, EU:T:2019:824).

II.    Η προσβαλλόμενη απόφαση

9        Η προσβαλλόμενη απόφαση περιλαμβάνει το σώμα και τρία παραρτήματα.

10      Στο σώμα της προσβαλλόμενης απόφασης και ειδικότερα στα τμήματα 3 έως 9 και 11 περιγράφεται η διαδικασία καθορισμού των εκ των προτέρων εισφορών για την περίοδο συνεισφοράς 2016, η οποία εφαρμόζεται ως προς όλα τα ιδρύματα.

11      Ειδικότερα, στο τμήμα 6 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ καθόρισε, για την περίοδο συνεισφοράς 2016, το ετήσιο επίπεδο-στόχο που μνημονεύεται στο άρθρο 4 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2015/81 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 2014, περί ενιαίων όρων εφαρμογής του κανονισμού 806/2014 όσον αφορά τις εκ των προτέρων εισφορές στο Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης (ΕΕ 2015, L 15, σ. 1) (στο εξής: ετήσιο επίπεδο-στόχος).

12      Το ΕΣΕ διευκρίνισε ότι είχε καθορίσει το εν λόγω ετήσιο επίπεδο-στόχο στο ένα όγδοο του 1,05 % του υπολογιζόμενου κατά το τέλος του έτους ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων όλων των ιδρυμάτων το 2015, όπως είχε προκύψει από τα δεδομένα που είχαν κοινοποιήσει τα ιδρύματα σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/63 της Επιτροπής, της 21ης Οκτωβρίου 2014, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις εκ των προτέρων συνεισφορές σε χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης (ΕΕ 2015, L 11, σ. 44).

13      Στο τμήμα 7 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ περιέγραψε τη μέθοδο υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών για την περίοδο συνεισφοράς 2016. Συναφώς διευκρίνισε, στην αιτιολογική σκέψη 91 της εν λόγω απόφασης, ότι, για την εν λόγω περίοδο, το 60 % των εκ των προτέρων εισφορών είχε υπολογιστεί σε «εθνική βάση», δηλαδή με βάση τα δεδομένα που είχαν κοινοποιήσει ιδρύματα με άδεια λειτουργίας στο έδαφος του οικείου συμμετέχοντος κράτους μέλους (στο εξής: εθνική βάση), σύμφωνα με το άρθρο 103 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ 2014, L 173, σ. 190), και σύμφωνα με το άρθρο 4 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63. Οι υπόλοιπες εκ των προτέρων εισφορές (ήτοι το 40 %) υπολογίστηκαν σε «βάση τραπεζικής ένωσης», δηλαδή με βάση τα δεδομένα που είχαν κοινοποιήσει όλα τα ιδρύματα με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των κρατών μελών που συμμετέχουν στον ενιαίο μηχανισμό εξυγίανσης (ΕΜΕ) (στο εξής, αντιστοίχως: βάση ένωσης και συμμετέχοντα κράτη μέλη), σύμφωνα με τα άρθρα 69 και 70 του κανονισμού 806/2014 και με το άρθρο 4 του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81.

14      Στη συνέχεια, το ΕΣΕ υπολόγισε τις εκ των προτέρων εισφορές των ιδρυμάτων όπως η προσφεύγουσα ακολουθώντας τα εξής κύρια στάδια.

15      Στο πλαίσιο του πρώτου σταδίου, το ΕΣΕ υπολόγισε, σύμφωνα με το άρθρο 70, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 806/2014, τη βασική ετήσια συνεισφορά του κάθε ιδρύματος, που καθορίζεται με βάση τον λόγο μεταξύ του ύψους των υποχρεώσεων του οικείου ιδρύματος, πλην ιδίων κεφαλαίων και καλυπτόμενων καταθέσεων, και του συνόλου των υποχρεώσεων, πλην ιδίων κεφαλαίων και καλυπτόμενων καταθέσεων, όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος των όλων συμμετεχόντων κρατών μελών. Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 5, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, το ΕΣΕ αφαίρεσε ορισμένα είδη υποχρεώσεων από το σύνολο των υποχρεώσεων του ιδρύματος που έπρεπε να ληφθούν υπόψη για τον καθορισμό της εισφοράς αυτής.

16      Στο πλαίσιο του δευτέρου σταδίου του υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών, το ΕΣΕ προέβη σε προσαρμογή της βασικής ετήσιας συνεισφοράς ανάλογα με το προφίλ κινδύνου του ενδιαφερόμενου ιδρύματος, σύμφωνα με το άρθρο 70, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 806/2014. Αξιολόγησε το εν λόγω προφίλ κινδύνου με βάση τους τέσσερις πυλώνες κινδύνου τους οποίους παραθέτει το άρθρο 6 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 και οι οποίοι αποτελούνται από δείκτες κινδύνου. Προκειμένου να ταξινομήσει τα ιδρύματα αναλόγως του επιπέδου κινδύνου τους, καταρχάς το ΕΣΕ καθόρισε – για κάθε δείκτη κινδύνου που εφαρμόστηκε για την περίοδο συνεισφοράς 2016 – κελιά (δοχεία) στα οποία ομαδοποιήθηκαν τα ιδρύματα, σύμφωνα με το παράρτημα I, «Βήμα 2», σημείο 3, του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού. Στα ιδρύματα που ευρίσκονταν στο ίδιο κελί αποδόθηκε μία κοινή τιμή για τον συγκεκριμένο δείκτη κινδύνου, η καλούμενη «διακριτή τιμή». Συνδυάζοντας τις διακριτές τιμές για κάθε δείκτη κινδύνου, το ΕΣΕ υπολόγισε τον «πολλαπλασιαστή προσαρμογής κινδύνου» του ενδιαφερόμενου ιδρύματος (στο εξής: πολλαπλασιαστής προσαρμογής). Πολλαπλασιάζοντας τη βασική ετήσια συνεισφορά του ιδρύματος με τον πολλαπλασιαστή προσαρμογής του, το ΕΣΕ έλαβε την «προσαρμοσμένη ανάλογα με το προφίλ κινδύνου βασική ετήσια συνεισφορά» του εν λόγω ιδρύματος.

17      Στη συνέχεια, το ΕΣΕ άθροισε όλες τις προσαρμοσμένες ανάλογα με το προφίλ κινδύνου βασικές ετήσιες συνεισφορές προκειμένου να εξαγάγει τον «κοινό παρονομαστή» που θα χρησιμοποιούσε για τον υπολογισμό του μέρους του ετήσιου επιπέδου-στόχου που έπρεπε να καταβάλει το κάθε ίδρυμα.

18      Τέλος, το ΕΣΕ υπολόγισε την εκ των προτέρων εισφορά κάθε ιδρύματος κατανέμοντας το ετήσιο επίπεδο-στόχο μεταξύ όλων των ιδρυμάτων με βάση τον λόγο μεταξύ, αφενός, της προσαρμοσμένης ανάλογα με το προφίλ κινδύνου βασικής ετήσιας συνεισφοράς και, αφετέρου, του κοινού παρονομαστή.

19      Το παράρτημα I της προσβαλλόμενης απόφασης περιέχει το ατομικό δελτίο της προσφεύγουσας, το οποίο παραθέτει τα αποτελέσματα του υπολογισμού της εκ των προτέρων εισφοράς της (στο εξής: ατομικό δελτίο). Στο δελτίο αυτό αναφέρεται το ύψος της βασικής ετήσιας συνεισφοράς της προσφεύγουσας καθώς και η τιμή του πολλαπλασιαστή προσαρμογής της προσφεύγουσας, τόσο σε βάση ένωσης όσο και σε εθνική βάση, ενώ παρατίθεται, για κάθε δείκτη κινδύνου, ο αριθμός του κελιού στο οποίο έχει καταταγεί η προσφεύγουσα. Επιπλέον, το ατομικό δελτίο περιλαμβάνει δεδομένα τα οποία χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών όλων των ενδιαφερομένων ιδρυμάτων και τα οποία το ΕΣΕ καθόρισε αθροίζοντας ή συνδυάζοντας τα ατομικά δεδομένα όλων των ιδρυμάτων αυτών. Τέλος, το εν λόγω δελτίο περιλαμβάνει τα δεδομένα που δήλωσε η προσφεύγουσα με το έντυπο της έκθεσης και τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς της.

20      Το παράρτημα II της προσβαλλόμενης απόφασης περιέχει στατιστικά δεδομένα σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών ως προς κάθε συμμετέχον κράτος μέλος, υπό περιληπτική και συγκεντρωτική μορφή. Το παράρτημα αυτό προσδιορίζει, ειδικότερα, το συνολικό ποσό των εκ των προτέρων εισφορών που πρέπει να καταβληθεί από τα ενδιαφερόμενα ιδρύματα ως προς το καθένα από τα εν λόγω κράτη μέλη. Εξάλλου, απαριθμεί, για κάθε δείκτη κινδύνου, τον αριθμό κελιών, τον αριθμό των ιδρυμάτων που κατατάσσονται σε κάθε κελί καθώς και τις ελάχιστες και μέγιστες τιμές των κελιών. Ως προς τα κελιά που αφορούν την εθνική βάση, οι τιμές αυτές μειώνονται ή αυξάνονται κατά ένα τυχαίο ποσό, για λόγους απορρήτου, ενώ η αρχική κατανομή των ιδρυμάτων διατηρείται.

21      Το παράρτημα III της προσβαλλόμενης απόφασης, με τίτλο «Αξιολόγηση των σχολίων [της προσφεύγουσας] που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο της διαβούλευσης σχετικά με τις εκ των προτέρων εισφορές προς το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης για το 2016», εξετάζει τις παρατηρήσεις που υπέβαλε η προσφεύγουσα κατά τη διαδικασία διαβούλευσης την οποία διεξήγαγε το ΕΣΕ πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.

22      Ειδικότερα, στα σημεία 21 και 27 έως 31 του παραρτήματος III της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους οι υποχρεώσεις που συνδέονταν με τις παρεπόμενες αναπτυξιακές δραστηριότητες δεν αποκλείστηκαν, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, από τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς της προσφεύγουσας.

III. Αιτήματα των διαδίκων

23      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, συμπεριλαμβανομένων των παραρτημάτων της, κατά το μέρος που την αφορούν·

–        να καταδικάσει το ΕΣΕ στα δικαστικά έξοδα.

24      Το ΕΣΕ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα·

–        επικουρικώς, σε περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έπρεπε να έχει εκδοθεί με αναδρομική ισχύ, να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση μόνο κατά το μέτρο αυτό ή να ακυρώσει μόνον το άρθρο της 4 και να τη διατηρήσει σε ισχύ κατά τα λοιπά·

–        επικουρικότερον, σε περίπτωση ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης στο σύνολό της, να διατηρήσει σε ισχύ τα αποτελέσματα της εν λόγω απόφασης μέχρι την αντικατάστασή της ή τουλάχιστον επί έξι μήνες αφότου η δικαστική απόφαση καταστεί αμετάκλητη.

25      Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

IV.    Σκεπτικό

26      Με το δικόγραφο της προσφυγής, η προσφεύγουσα προέβαλε, κατ’ ουσίαν, δύο λόγους ακυρώσεως. Με τον πρώτο λόγο, προέβαλε ένσταση περί ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 και του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81. Συναφώς, υποστήριξε ότι, σε περίπτωση που οι διατάξεις αυτές δεν επιτρέπουν να αποκλείονται οι υποχρεώσεις που συνδέονται με τις παρεπόμενες αναπτυξιακές δραστηριότητες από τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς της, αντιβαίνουν στο άρθρο 103, παράγραφοι 2 και 7, της οδηγίας 2014/59 και στο άρθρο 70, παράγραφοι 2 και 7, του κανονισμού 806/2014. Με τον δεύτερο λόγο, η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι το ΕΣΕ, μη αποκλείοντας από τον υπολογισμό της εν λόγω εισφοράς τις υποχρεώσεις που συνδέονται με τις εν λόγω δραστηριότητες, ερμήνευσε το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 κατά τρόπο εσφαλμένο.

27      Με το υπόμνημα προσαρμογής, το οποίο κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Ιουλίου 2022 δυνάμει του άρθρου 86 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι εμμένει στο σύνολο της επιχειρηματολογίας που αναπτύσσει στο δικόγραφο της προσφυγής, διευκρινίζοντας ότι προβάλλει νέους λόγους ακυρώσεως σε απάντηση της αντικατάστασης των αρχικών αποφάσεων από την προσβαλλόμενη απόφαση.

28      Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα προβάλλει συνολικά έντεκα λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν:

–        ο πρώτος και ο έβδομος λόγος, παράβαση του άρθρου 41, παράγραφος 1, και παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), καθόσον το ΕΣΕ παρέλειψε να ακούσει κατά τον δέοντα τρόπο τις απόψεις της προσφεύγουσας σχετικά με την αναδρομική αντικατάσταση των αρχικών αποφάσεων από την προσβαλλόμενη απόφαση καθώς και σχετικά με την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης αυτής καθαυτής·

–        ο δεύτερος λόγος, παράβαση υπέρτερης τυπικής ισχύος κανόνων, καθόσον δεν υφίσταται νομική βάση για την αναδρομική αντικατάσταση των αρχικών αποφάσεων από την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        ο τρίτος λόγος, παράβαση του άρθρου 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και του άρθρου 41, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του Χάρτη, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αναφέρει καμία νομική βάση επί της οποίας θεμελιώνεται η αναδρομική αντικατάσταση των αρχικών αποφάσεων·

–        ο τέταρτος λόγος, παράβαση του άρθρου 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι αρκούντως αιτιολογημένη όσον αφορά τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς της προσφεύγουσας·

–        ο πέμπτος λόγος, προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, παράγραφος 1, του Χάρτη, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι αρκούντως αιτιολογημένη·

–        ο έκτος λόγος, μη συμμόρφωση της προσβαλλόμενης απόφασης προς τις γενικές διαδικαστικές απαιτήσεις που απορρέουν από το άρθρο 41 του Χάρτη, από το άρθρο 298 ΣΛΕΕ, από τις γενικές αρχές του δικαίου καθώς και από τον εσωτερικό κανονισμό του ΕΣΕ·

–        ο όγδοος λόγος, παράβαση του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, του άρθρου 103, παράγραφοι 2 και 7, της οδηγίας 2014/59, και του άρθρου 70, παράγραφοι 2 και 7, του κανονισμού 806/2014, και μη τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, της βούλησης του νομοθέτη της Ένωσης να ευνοήσει πλήρως τις αναπτυξιακές τράπεζες και του σκοπού της ελάφρυνσης των δημόσιων προϋπολογισμών, καθόσον το ΕΣΕ δεν απέκλεισε τις υποχρεώσεις που συνδέονταν με τις παρεπόμενες αναπτυξιακές δραστηριότητες της προσφεύγουσας από τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς της·

–        ο ένατος λόγος, επικουρικώς, έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 και του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81, καθόσον αντιβαίνουν στους υπέρτερης ισχύος κανόνες δικαίου·

–        ο δέκατος λόγος, έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 6, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, και του παραρτήματος I, «Βήμα 2», του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, καθόσον οι διατάξεις αυτές αντιβαίνουν στους υπέρτερης ισχύος κανόνες δικαίου·

–        ο ενδέκατος λόγος, παραβίαση των γενικών αρχών του δικαίου, καθόσον το ΕΣΕ κακώς δεν στηρίχθηκε στο δίκαιο που ίσχυε κατά την ημερομηνία έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης.

29      Πρέπει να εξεταστούν καταρχάς οι λόγοι ακυρώσεως με τους οποίους η προσφεύγουσα προβάλλει έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του άρθρου 6, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, καθώς και του παραρτήματος I, «Βήμα 2», του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, και εν συνεχεία οι λόγοι που αφορούν άμεσα τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.

Α.      Επί των ενστάσεων περί ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του άρθρου 6, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, καθώς και του παραρτήματος I, «Βήμα 2», του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63

1.      Επί του ενάτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ένσταση περί ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63

α)      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

30      Κατά πρώτον, επισημαίνεται ότι, μολονότι, με το δικόγραφο της προσφυγής, η προσφεύγουσα αμφισβητεί το κύρος τόσο του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 όσο και του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 στο σύνολό του, τα επιχειρήματά της αφορούν, κατ’ ουσίαν, μόνον την πρώτη διάταξη. Τούτο επιβεβαιώνεται από την από 13 Ιουνίου 2022 απάντηση της προσφεύγουσας στο μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας της 20ής Μαΐου 2022, με την οποία δήλωσε ότι η έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 συνεπάγεται έλλειψη νομιμότητας και του άρθρου 4 του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81, καθόσον η δεύτερη διάταξη παραπέμπει στη μέθοδο υπολογισμού που εκτίθεται στον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό 2015/63.

31      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει καταρχάς να εξεταστεί το κύρος του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63.

32      Κατά δεύτερον, πρέπει να εξεταστεί το επιχείρημα του ΕΣΕ ότι ο ένατος λόγος ακυρώσεως είναι παραδεκτός μόνο κατά το μέτρο που προβλήθηκε με το δικόγραφο της προσφυγής, δεδομένου ότι, κατά το ΕΣΕ, το δικόγραφο της προσφυγής εκθέτει μόνον εν συντομία και κατά τρόπο υποθετικό τα επιχειρήματα προς στήριξη του λόγου αυτού. Ειδικότερα, το ΕΣΕ θεωρεί, εν συνόψει, ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να λάβει υπόψη τις συμπληρωματικές αναπτύξεις που εκτέθηκαν στο υπόμνημα προσαρμογής προς στήριξη του λόγου αυτού, διότι οι αναπτύξεις αυτές είναι ουσιώδεις και δεν «δικαιολογούνται», κατά την έννοια του άρθρου 86 του Κανονισμού Διαδικασίας, από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.

33      Κατά το άρθρο 86, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, οσάκις μια πράξη της οποίας ζητείται η ακύρωση αντικαθίσταται ή τροποποιείται από άλλη πράξη έχουσα το ίδιο αντικείμενο, ο προσφεύγων μπορεί, πριν από την περάτωση της προφορικής διαδικασίας ή πριν από την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου να αποφανθεί επί της διαφοράς χωρίς διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας, να προσαρμόσει την προσφυγή του προκειμένου να ληφθεί υπόψη το νέο αυτό στοιχείο.

34      Εν προκειμένω, αφενός, επισημαίνεται ότι τα όσα εκτέθηκαν στο υπόμνημα προσαρμογής προς στήριξη του ενάτου λόγου ακυρώσεως στηρίζονται σε λόγους ελλείψεως νομιμότητας και σε επιχειρήματα που προβλήθηκαν με το δικόγραφο της προσφυγής και που αφορούν τόσο το περιεχόμενο του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 όσο και όλα τα σκέλη του ενάτου λόγου ακυρώσεως, που εξετάζονται κατωτέρω.

35      Αφετέρου, όσον αφορά το περιεχόμενο του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει νέα έκθεση των λόγων για τους οποίους το ΕΣΕ θεώρησε ότι η διάταξη αυτή δεν επέτρεπε τον αποκλεισμό των υποχρεώσεων που συνδέονται με τις παρεπόμενες αναπτυξιακές δραστηριότητες της προσφεύγουσας από τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς της, ενώ οι αρχικές αποφάσεις δεν περιείχαν καμία ρητή αιτιολογία επί του εν λόγω ζητήματος.

36      Υπό τις συνθήκες αυτές, η ένσταση του ΕΣΕ πρέπει να απορριφθεί.

37      Κατά τρίτον, επισημαίνεται ότι, μετά τη διεξαγωγή της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 9ης Μαρτίου 2023, η προσφεύγουσα ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να λάβει μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας προκειμένου να παράσχει στους διαδίκους τη δυνατότητα να τοποθετηθούν γραπτώς επί του ζητήματος αν ήταν δυνατός ο διαχωρισμός μεταξύ αναπτυξιακών δραστηριοτήτων και παρεπόμενων αναπτυξιακών δραστηριοτήτων. Προέβαλε συναφώς ότι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το ΕΣΕ είχε υποστηρίξει για πρώτη φορά ότι δεν ήταν δυνατή η σαφής διάκριση μεταξύ των δύο ειδών δραστηριοτήτων που ασκούσε η προσφεύγουσα. Με απόφαση της 16ης Μαΐου 2023, ο πρόεδρος του ογδόου πενταμελούς τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου απέρριψε το αίτημα αυτό για τον λόγο ότι η προσφεύγουσα μπορούσε να είχε τοποθετηθεί επί των επιχειρημάτων που προέβαλε το ΕΣΕ κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση με την τελική αγόρευσή της.

38      Κατά τέταρτον, η προσφεύγουσα προέβαλε ένσταση περί ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 μόνον επικουρικώς, για την περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο θα έκρινε ότι η διάταξη αυτή δεν επέτρεπε τον αποκλεισμό των υποχρεώσεων που συνδέονταν με τις παρεπόμενες αναπτυξιακές δραστηριότητές της από τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς της.

39      Πρέπει επομένως να εξεταστεί, πρώτον, αν το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 επιτρέπει τον αποκλεισμό των υποχρεώσεων που συνδέονται με τις παρεπόμενες αναπτυξιακές δραστηριότητες από τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς της προσφεύγουσας και, εφόσον δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση, πρέπει να εκτιμηθεί, δεύτερον, αν η διάταξη αυτή συμβιβάζεται με το άρθρο 103, παράγραφοι 2 και 7, της οδηγίας 2014/59 και με το άρθρο 70, παράγραφοι 2 και 7, του κανονισμού 806/2014.

β)      Επί του περιεχομένου του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63

40      Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, από τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών αποκλείονται, «στην περίπτωση των ιδρυμάτων που χορηγούν προνομιακά δάνεια, [οι] υποχρεώσεις του ενδιάμεσου ιδρύματος έναντι της εκδότριας ή άλλης αναπτυξιακής τράπεζας ή άλλου ενδιάμεσου ιδρύματος και [οι] υποχρεώσεις της αρχικής αναπτυξιακής τράπεζας προς τα συνεισφέροντα μέρη της, στον βαθμό που το ποσό των εν λόγω υποχρεώσεων αντιστοιχίζεται με τα προνομιακά δάνεια του εν λόγω ιδρύματος».

41      Κατά το άρθρο 3, σημείο 28, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, «ως “προνομιακό δάνειο” νοείται δάνειο που χορηγείται από αναπτυξιακή τράπεζα ή μέσω ενδιάμεσης τράπεζας σε μη ανταγωνιστική, μη κερδοσκοπική βάση, για την προώθηση των στόχων δημόσιας πολιτικής της κεντρικής ή περιφερειακής κυβέρνησης σε ένα κράτος μέλος».

42      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι διατάξεις αυτές πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι επιτρέπουν τον αποκλεισμό από τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς της των υποχρεώσεων που συνδέονται με τις παρεπόμενες αναπτυξιακές δραστηριότητες, όπως οι περιγραφόμενες στη σκέψη 4 ανωτέρω.

43      Το ΕΣΕ, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή και το Συμβούλιο, αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή.

44      Από τη νομολογία προκύπτει ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 δεν παρέχει στο ΕΣΕ διακριτική ευχέρεια να αποκλείσει ορισμένες υποχρεώσεις για λόγους προσαρμογής, ανάλογα με τον κίνδυνο, των εκ των προτέρων εισφορών, αλλά απαριθμεί, αντιθέτως, επακριβώς τις προϋποθέσεις αποκλεισμού μιας υποχρέωσης (πρβλ. απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 2019, Iccrea Banca, C‑414/18, EU:C:2019:1036, σκέψη 93). Κατά την ίδια νομολογία, η συνεκτίμηση των αρχών της ίσης μεταχείρισης, της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της αναλογικότητας δεν μπορεί να δικαιολογήσει άλλο συμπέρασμα, δεδομένου ότι ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63 διαχώρισε ορισμένες καταστάσεις που εμφανίζουν σημαντικές ιδιαιτερότητες, άμεσα συνδεόμενες με τους κινδύνους που ενέχουν οι εν λόγω υποχρεώσεις (απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 2019, Iccrea Banca, C‑414/18, EU:C:2019:1036, σκέψη 95).

45      Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 θέτει τρεις προϋποθέσεις για τον αποκλεισμό των οικείων υποχρεώσεων από τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών, προϋποθέσεις οι οποίες είναι σωρευτικές, ούτως ώστε η μη τήρηση οποιασδήποτε από αυτές να εμποδίζει τον εν λόγω αποκλεισμό.

46      Πρώτον, για να μπορούν να αποκλειστούν από τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών, οι υποχρεώσεις πρέπει να κατέχονται από ίδρυμα που χορηγεί προνομιακά δάνεια.

47      Δεύτερον, οι υποχρεώσεις αυτές πρέπει να συνιστούν «υποχρεώσεις του ενδιάμεσου ιδρύματος έναντι της εκδότριας ή άλλης αναπτυξιακής τράπεζας ή άλλου ενδιάμεσου ιδρύματος» ή «υποχρεώσεις της αρχικής αναπτυξιακής τράπεζας προς τα συνεισφέροντα μέρη της».

48      Τρίτον, οι εν λόγω υποχρεώσεις μπορούν να αποκλειστούν από τον υπολογισμό των υποχρεώσεων που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό της εκ των προτέρων εισφοράς μόνο «στον βαθμό που το ποσό των εν λόγω υποχρεώσεων αντιστοιχίζεται με τα προνομιακά δάνεια του εν λόγω ιδρύματος».

49      Εν προκειμένω, οι διάδικοι διαφωνούν ως προς το αν οι υποχρεώσεις που συνδέονται με τις παρεπόμενες αναπτυξιακές δραστηριότητες, όπως αυτές που μνημονεύονται στη σκέψη 4 ανωτέρω, πληρούν την τρίτη προϋπόθεση, η οποία αναφέρεται στη σκέψη 48 ανωτέρω, ήτοι την προϋπόθεση κατά την οποία το ποσό των εν λόγω υποχρεώσεων πρέπει να αντιστοιχίζεται με τα προνομιακά δάνεια που χορηγεί η οικεία αναπτυξιακή τράπεζα.

50      Συναφώς, προκύπτει καταρχάς από το γράμμα του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, το οποίο υπενθυμίζεται στη σκέψη 48 ανωτέρω, και ιδίως από τη χρήση της φράσης «στον βαθμό που», ότι οι εν λόγω υποχρεώσεις μπορούν να αποκλειστούν από τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς του ενδιαφερόμενου ιδρύματος μόνο μέχρι του ποσού των προνομιακών δανείων που χορηγεί το εν λόγω ίδρυμα, όπως τα δάνεια αυτά ορίζονται στο άρθρο 3, σημείο 28, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63.

51      Επομένως, αντιθέτως προς ό,τι φαίνεται να υπονοεί η προσφεύγουσα, η διάταξη αυτή δεν επιτρέπει να αποκλείονται από τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς όλες οι υποχρεώσεις μιας αναπτυξιακής τράπεζας που συνδέονται, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, με την εκπλήρωση της αναπτυξιακής αποστολής της, αλλά μόνο οι υποχρεώσεις εκείνες το ποσό των οποίων αντιστοιχεί ακριβώς στα προνομιακά δάνεια που χορηγεί η εν λόγω τράπεζα.

52      Εξάλλου, όσον αφορά το κατά πόσον οι παρεπόμενες αναπτυξιακές δραστηριότητες, όπως αυτές που περιγράφονται στη σκέψη 4 ανωτέρω, μπορούν να εμπίπτουν στην έννοια του «προνομιακού δανείου» του άρθρου 3, σημείο 28, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, από τις διευκρινίσεις που παρέσχε η προσφεύγουσα με το υπόμνημα προσαρμογής και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προκύπτει ότι οι δραστηριότητες τις οποίες αφορά η υπό κρίση ένσταση ελλείψεως νομιμότητας συνίστανται ιδίως στην αγορά χρεωστικών τίτλων μέσω της κεφαλαιαγοράς.

53      Συναφώς, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί αν τέτοιες πράξεις μπορούν να χαρακτηρίζονται ως «δάνεια», από το γράμμα του άρθρου 3, παράγραφος 28, του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, όπως αυτό υπενθυμίζεται στη σκέψη 41 ανωτέρω, προκύπτει ότι, προκειμένου να αποτελούν προνομιακά δάνεια, οι πράξεις αυτές πρέπει οπωσδήποτε να πληρούν την προϋπόθεση της διενέργειάς τους «σε μη ανταγωνιστική, μη κερδοσκοπική βάση».

54      Ειδικότερα, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η προϋπόθεση αυτή πρέπει να πληρούται όχι μόνο στην περίπτωση δανείου το οποίο χορηγείται από ενδιάμεσο ίδρυμα, αλλά και στην περίπτωση δανείου το οποίο χορηγείται από αναπτυξιακή τράπεζα. Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το αγγλικό και το γαλλικό κείμενο του άρθρου 3, σημείο 28, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, στα οποία στηρίχθηκε η προσφεύγουσα. Συναφώς, από το γράμμα των δύο αυτών γλωσσικών αποδόσεων – όπως και των λοιπών γλωσσικών αποδόσεων, μεταξύ άλλων στα ισπανικά, στα ιταλικά ή στα πολωνικά – προκύπτει ότι η προϋπόθεση που προκύπτει από τη χρήση της φράσης «σε μη ανταγωνιστική, μη κερδοσκοπική βάση» συσχετίζεται με τον όρο «χορηγείται», και κατά συνέπεια παραπέμπει τόσο στον όρο «αναπτυξιακή τράπεζα» όσο και στον όρο «ενδιάμεση τράπεζα». Ειδικότερα, το γεγονός και μόνον ότι η εν λόγω προϋπόθεση έχει τεθεί αμέσως μετά τον δεύτερο αυτό όρο δεν σημαίνει ότι αφορά μόνο τα προνομιακά δάνεια που χορηγούνται από τα ενδιάμεσα ιδρύματα.

55      Την ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνει ακόμη το γερμανικό κείμενο του άρθρου 3, σημείο 28, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63. Πράγματι, στο εν λόγω γερμανικό κείμενο, η προϋπόθεση που προκύπτει από τη χρήση της φράσης «σε μη ανταγωνιστική, μη κερδοσκοπική βάση» προηγείται του όρου «δάνειο» και για τον λόγο αυτό εφαρμόζεται αδιακρίτως και στις δύο επίμαχες περιπτώσεις, ήτοι τόσο στη χορήγηση προνομιακών δανείων από ενδιάμεσο ίδρυμα όσο και στη χορήγηση προνομιακών δανείων από αναπτυξιακή τράπεζα.

56      Το συμπέρασμα που διατυπώνεται στη σκέψη 54 ανωτέρω επιβεβαιώνεται και από την πρώτη περίοδο της αιτιολογικής σκέψης 13 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, στην οποία γίνεται ρητή μνεία της προϋπόθεσης που προκύπτει από τη χρήση της φράσης «σε μη ανταγωνιστική, μη κερδοσκοπική βάση» όσον αφορά τα δάνεια που χορηγούνται απευθείας από αναπτυξιακή τράπεζα.

57      Ομοίως, η εν λόγω προϋπόθεση αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο του άρθρου 3, σημείο 27, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, το οποίο ορίζει την «αναπτυξιακή τράπεζα» ως κάθε επιχείρηση ή οντότητα που έχει συσταθεί από κεντρική ή περιφερειακή κυβέρνηση κράτους μέλους, η οποία χορηγεί προνομιακά δάνεια «σε μη ανταγωνιστική, μη κερδοσκοπική βάση».

58      Επομένως, για να μπορεί μια πράξη να θεωρηθεί ως προνομιακό δάνειο για τους σκοπούς του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, η προϋπόθεση που προκύπτει από τη χρήση της φράσης «σε μη ανταγωνιστική, μη κερδοσκοπική βάση» πρέπει να πληρούται όχι μόνο στην περίπτωση ενδιάμεσου ιδρύματος, αλλά και στην περίπτωση αναπτυξιακής τράπεζας.

59      Πλην όμως, ως προς τις παρεπόμενες αναπτυξιακές δραστηριότητες που συνίστανται στην αγορά χρεωστικών τίτλων μέσω της κεφαλαιαγοράς, όπως οι δραστηριότητες για τις οποίες γίνεται λόγος στη σκέψη 52 ανωτέρω, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι οι εν λόγω πράξεις αγοράς πληρούν την προϋπόθεση η οποία μνημονεύεται στη σκέψη 58 ανωτέρω.

60      Ειδικότερα, αφενός, δεν αμφισβητείται ότι οι εν λόγω πράξεις διενεργούνται στην ανοικτή κεφαλαιαγορά στην οποία δραστηριοποιούνται και άλλοι φορείς, οι οποίοι προβαίνουν στα ίδια είδη πράξεων και μπορούν να αγοράσουν τους ίδιους χρεωστικούς τίτλους με τις αναπτυξιακές τράπεζες και μάλιστα υπό τους ίδιους όρους της αγοράς που ισχύουν και για τις τράπεζες αυτές. Σε μια τέτοια αγορά, οι αναπτυξιακές τράπεζες τελούν, εξ ορισμού, σε άμεσο ανταγωνισμό με τους ως άνω άλλους φορείς της αγοράς, με αποτέλεσμα η οικεία δραστηριότητα να μην μπορεί να θεωρηθεί ότι ασκείται σε μη ανταγωνιστική βάση.

61      Αφετέρου, η προσφεύγουσα παραδέχεται ότι οι δραστηριότητες αγοράς χρεωστικών τίτλων μέσω της κεφαλαιαγοράς έχουν ως σκοπό και ως αποτέλεσμα τη δημιουργία εσόδων, καθόσον οι δραστηριότητες αυτές συνίστανται στη δημιουργία περιθωρίων επιτοκίων με σκοπό τη χρηματοδότηση της καθαυτό τραπεζικής δραστηριότητας των αναπτυξιακών τραπεζών όπως η προσφεύγουσα. Επομένως, οι ως άνω δραστηριότητες δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ασκούνται σε μη κερδοσκοπική βάση.

62      Το συμπέρασμα αυτό δεν κλονίζεται από το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι «απώτερος σκοπός» των εν λόγω δραστηριοτήτων δεν είναι η επίτευξη κέρδους, λόγω της απαγόρευσης προς την ίδια να διανέμει μερίσματα. Ειδικότερα, ο μη κερδοσκοπικός χαρακτήρας μιας δραστηριότητας, για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 3, σημείο 28, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, εκτιμάται με βάση τη φύση της κάθε δραστηριότητας περί της οποίας πρόκειται, χωρίς να ασκεί επιρροή το κατά πόσον τα κέρδη που προκύπτουν από τη δραστηριότητα χρησιμοποιούνται ή όχι εν συνεχεία για τη χρηματοδότηση των αναπτυξιακών δραστηριοτήτων, οι οποίες ασκούνται σε μη κερδοσκοπική βάση. Οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία θα ισοδυναμούσε με το να γίνει δεκτό ότι οι οικείες δραστηριότητες έχουν μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα για τον λόγο και μόνον ότι ασκούνται από αναπτυξιακή τράπεζα, με αποτέλεσμα να καθίσταται κενή περιεχομένου η προϋπόθεση του άρθρου 3, σημείο 28, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 η οποία προκύπτει από τη χρήση της φράσης «σε μη ανταγωνιστική, μη κερδοσκοπική βάση».

63      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, σημεία 27 και 28, του ίδιου κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει να αποκλείονται οι υποχρεώσεις που συνδέονται με τις παρεπόμενες αναπτυξιακές δραστηριότητες των αναπτυξιακών τραπεζών, όπως η προσφεύγουσα, από τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς τους.

γ)      Επί της νομιμότητας του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63

64      Για την περίπτωση που το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει να αποκλείονται οι υποχρεώσεις που συνδέονται με τις παρεπόμενες αναπτυξιακές δραστηριότητές της από τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς της, η προσφεύγουσα προβάλλει ένσταση περί ελλείψεως νομιμότητας της διάταξης αυτής ως ασυμβίβαστης με το άρθρο 103, παράγραφοι 2 και 7, της οδηγίας 2014/59 και με το άρθρο 70, παράγραφοι 2 και 7, του κανονισμού 860/2014.

65      Καταρχάς, αφενός, διευκρινίζεται ότι η προσφεύγουσα αναπτύσσει την επιχειρηματολογία της κυρίως σε σχέση με το άρθρο 103, παράγραφοι 2 και 7, της οδηγίας 2014/59 και ότι κάνει λόγο για παράβαση του άρθρου 70, παράγραφοι 2 και 7, του κανονισμού 860/2014 μόνον εξαιτίας της παραπομπής του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 στη μέθοδο υπολογισμού που εκτίθεται στον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό 2015/63.

66      Αφετέρου, από το δικόγραφο της προσφυγής προκύπτει ότι η αιτίαση της προσφεύγουσας περί ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 αναλύεται στην πραγματικότητα σε τρία σκέλη, με το πρώτο εκ των οποίων προβάλλεται ότι αγνοήθηκαν οι προπαρασκευαστικές εργασίες της οδηγίας 2014/59, με το δεύτερο ότι δεν τηρήθηκε ο σκοπός της ελάφρυνσης των δημόσιων προϋπολογισμών και με το τρίτο ότι δεν τηρήθηκαν η αρχή της ευθυγράμμισης των εκ των προτέρων εισφορών προς το προφίλ κινδύνου και η αρχή της ίσης μεταχείρισης.

1)      Επί του πρώτου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται ότι αγνοήθηκαν οι προπαρασκευαστικές εργασίες της οδηγίας 2014/59

67      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, κατά το μέτρο που δεν αποκλείει από τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς των οικείων αναπτυξιακών τραπεζών, οι οποίες προστατεύονται από την εγγύηση του Δημοσίου, το σύνολο των υποχρεώσεων που συνδέονται με τις δραστηριότητες των τραπεζών αυτών, συμπεριλαμβανομένων κατά συνέπεια των υποχρεώσεων που συνδέονται με τις παρεπόμενες αναπτυξιακές δραστηριότητές τους, το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 δεν συμβιβάζεται με τις προπαρασκευαστικές εργασίες της οδηγίας 2014/59. Ειδικότερα, κατά τη διάρκεια της νομοπαρασκευαστικής διαδικασίας, το Κοινοβούλιο πρότεινε να συνεκτιμηθούν, κατά τον καθορισμό των εκ των προτέρων εισφορών, η ιδιαίτερη σημασία των τραπεζών αυτών καθώς και η αποστολή δημόσιας υπηρεσίας την οποία εκπληρώνουν και για τον λόγο αυτό να μη συμπεριληφθούν οι ως άνω υποχρεώσεις στον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών. Το γεγονός ότι η τροπολογία του Κοινοβουλίου σχετικά με τον εν λόγω αποκλεισμό δεν συμπεριλήφθηκε στο τελικό κείμενο της οδηγίας δεν οφείλεται σε διαφωνία επί της ουσίας, αλλά σε παρανόηση. Συνεπώς, ο αποκλεισμός είχε προβλεφθεί κατά τον χρόνο έκδοσης της οδηγίας και έπρεπε να ληφθεί υπόψη κατά τον χρόνο έκδοσης του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63.

68      Το ΕΣΕ, το Συμβούλιο και η Επιτροπή αμφισβητούν την επιχειρηματολογία αυτή.

69      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι οι εκ των προτέρων εισφορές επιβάλλονται και υπολογίζονται βάσει του άρθρου 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014.

70      Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι στο ΕΤΕ πρέπει να συνεισφέρουν τα «ιδρύματα» κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, σημείο 13, του κανονισμού 806/2014.

71      Από το άρθρο 3, παράγραφος 1, σημείο 13, του κανονισμού 806/2014, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού και με το άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 2, της οδηγίας 2014/59, προκύπτει ότι στα ιδρύματα αυτά περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, τα πιστωτικά ιδρύματα κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, σημείο 1, του κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ 2013, L 176, σ. 1), τα οποία δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των οντοτήτων που προβλέπονται στο άρθρο 2, παράγραφος 5, της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ 2013, L 176, σ. 338).

72      Βάσει των διατάξεων αυτών, οι περιφερειακές αναπτυξιακές τράπεζες της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας που αποτελούν πιστωτικά ιδρύματα κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, σημείο 1, του κανονισμού 575/2013 (στο εξής: περιφερειακές αναπτυξιακές τράπεζες), όπως η προσφεύγουσα, δεν εξαιρούνταν από το γενικό καθεστώς καταβολής των εκ των προτέρων εισφορών, δεδομένου ότι δεν περιλαμβάνονταν μεταξύ των οντοτήτων που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 806/2014 βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 5, της οδηγίας 2013/36, όπως ίσχυε κατά την περίοδο συνεισφοράς 2016.

73      Ειδικότερα, αφενός, σε αντίθεση με την Kreditanstalt für Wiederaufbau (KfW), που είναι η εθνική αναπτυξιακή τράπεζα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, οι περιφερειακές αναπτυξιακές τράπεζες, όπως η προσφεύγουσα, δεν περιλαμβάνονταν στο άρθρο 2, παράγραφος 5, σημείο 6, της οδηγίας 2013/36 όπως ίσχυε πριν τροποποιηθεί από την οδηγία 2019/878 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019 (ΕΕ 2019, L 150, σ. 253).

74      Αφετέρου, ναι μεν από τις προπαρασκευαστικές εργασίες της οδηγίας 2014/59 προκύπτει ότι, κατά τη διάρκεια της νομοπαρασκευαστικής διαδικασίας, το Κοινοβούλιο πρότεινε, κατ’ ουσίαν, τον πλήρη αποκλεισμό των υποχρεώσεων των αναπτυξιακών τραπεζών από τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών, πλην όμως η πρόταση αυτή δεν έγινε δεκτή με το τελικό κείμενο της οδηγίας.

75      Αντιθέτως όμως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το γεγονός ότι η πρόταση αυτή δεν έγινε δεκτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «παρανόηση» κατά τη διάρκεια της νομοπαρασκευαστικής διαδικασίας. Ειδικότερα, το επιχείρημα αυτό, πέραν του ότι δεν τεκμηριώνεται, δεν μπορεί να γίνει δεκτό για τον λόγο ότι η απόρριψη προτεινόμενων τροπολογιών συνιστά ένδειξη που συνηγορεί υπέρ της εξ αντιδιαστολής ερμηνείας της επίμαχης διάταξης, στο μέτρο που ο νομοθέτης ρητώς και ηθελημένως αποφάσισε να απορρίψει την τροπολογία (πρβλ. απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 1996, RTI κ.λπ., C‑320/94, C‑328/94, C‑329/94 και C‑337/94 έως C‑339/94, EU:C:1996:486, σκέψη 44).

76      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ούτε ο κανονισμός 806/2014 ούτε η οδηγία 2014/59 απαλλάσσουν γενικώς τις περιφερειακές αναπτυξιακές τράπεζες από την υποχρέωση να καταβάλλουν εκ των προτέρων εισφορές – παρά το γεγονός ότι οι εν λόγω τράπεζες προστατεύονται από την εγγύηση του Δημοσίου – και ότι κατά συνέπεια ο κανονισμός αυτός και η οδηγία αυτή δεν αποκλείουν το σύνολο των υποχρεώσεων που συνδέονται με τις δραστηριότητες των συγκεκριμένων τραπεζών από τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς τους.

77      Ομοίως, καμία από τις ως άνω πράξεις δεν προβλέπει τη δυνατότητα της Επιτροπής να εξαιρέσει ορισμένα ιδρύματα, όπως οι περιφερειακές αναπτυξιακές τράπεζες, από το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της υποχρέωσης καταβολής των εκ των προτέρων εισφορών.

78      Επομένως, το πρώτο σκέλος του ενάτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

2)      Επί του δευτέρου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται ότι δεν τηρήθηκε ο σκοπός της ελάφρυνσης των δημόσιων προϋπολογισμών

79      Η προσφεύγουσα φρονεί ότι η προκύπτουσα από τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό 2015/63 άρνηση αποκλεισμού από τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς που καταβάλλεται από τις περιφερειακές αναπτυξιακές τράπεζες των υποχρεώσεων που συνδέονται με τις παρεπόμενες αναπτυξιακές δραστηριότητες των τραπεζών αυτών δεν ανταποκρίνεται στη βούληση του νομοθέτη της Ένωσης και στον σκοπό της ελάφρυνσης των δημόσιων προϋπολογισμών τον οποίο επιδιώκει η οδηγία 2014/59. Ειδικότερα, οι δημόσιοι προϋπολογισμοί υφίστανται διπλή επιβάρυνση στο μέτρο που το ποσό που πρέπει να καταβληθεί ως εκ των προτέρων εισφορά βαρύνει τις περιφερειακές αναπτυξιακές τράπεζες, όπως η προσφεύγουσα, αλλά εμμέσως και τις δημόσιες αρχές που κατέχουν τέτοιες τράπεζες και, κατά συνέπεια, τους δημόσιους προϋπολογισμούς.

80      Το ΕΣΕ και η Επιτροπή αμφισβητούν την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας.

81      Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 69 έως 77 ανωτέρω, ούτε ο κανονισμός 806/2014 ούτε η οδηγία 2014/59 απαλλάσσουν, για την περίοδο συνεισφοράς 2016, τις περιφερειακές αναπτυξιακές τράπεζες από την υποχρέωση να καταβάλλουν εκ των προτέρων εισφορές, παρά το γεγονός ότι οι τράπεζες αυτές προστατεύονται από την εγγύηση του Δημοσίου.

82      Το συμπέρασμα αυτό δεν τίθεται εν αμφιβόλω από τον σκοπό της ελάφρυνσης των δημόσιων προϋπολογισμών τον οποίο επιδιώκει η οδηγία 2014/59 και τον οποίο επικαλείται η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του υπό κρίση σκέλους.

83      Είναι αληθές ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 109 της οδηγίας 2014/59, η οδηγία αυτή αποβλέπει στην επίτευξη του σκοπού να προέρχεται η χρηματοδότηση των διαδικασιών εξυγίανσης των ενδιαφερομένων ιδρυμάτων κατά κύριο λόγο από μετόχους και πιστωτές των υπό εξυγίανση ιδρυμάτων και, στη συνέχεια, από τον ίδιο τον κλάδο και όχι από τους δημόσιους προϋπολογισμούς.

84      Εντούτοις, στο μέτρο που μια δημόσια αρχή είναι μέτοχος, πιστώτρια ή εγγυήτρια ενός τέτοιου ιδρύματος, ο σκοπός που αναφέρεται στη σκέψη 83 ανωτέρω δεν αντιτίθεται στο να συμμετέχει η εν λόγω αρχή, υπό την ιδιότητα αυτή, στη χρηματοδότηση του ΕΤΕ και να συμβάλλει κατά τον τρόπο αυτό στην ευρωστία του ενωσιακού συστήματος χρηματοδοτικών ρυθμίσεων εξυγίανσης.

85      Επομένως, ο εν λόγω σκοπός δεν είναι ικανός να κλονίσει τη διαπίστωση που διατυπώνεται στη σκέψη 76 ανωτέρω.

86      Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, το δεύτερο σκέλος του ενάτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

3)      Επί του τρίτου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται ότι δεν τηρήθηκαν η αρχή της ευθυγράμμισης των εκ των προτέρων εισφορών προς το προφίλ κινδύνου και η αρχή της ίσης μεταχείρισης

87      Κατά πρώτον, η προσφεύγουσα φρονεί ότι, καθόσον δεν αποκλείει από τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς που καταβάλλεται από τις περιφερειακές αναπτυξιακές τράπεζες τις υποχρεώσεις που συνδέονται με τις παρεπόμενες αναπτυξιακές δραστηριότητες των τραπεζών αυτών, το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 αντιβαίνει στο άρθρο 103, παράγραφοι 2 και 7, της οδηγίας 2014/59, το οποίο επιτάσσει την ευθυγράμμιση του ποσού της εκ των προτέρων εισφοράς προς το προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων.

88      Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι, δεδομένου του εκφραζόμενου στην αιτιολογική σκέψη 103 της οδηγίας 2014/59 σκοπού που διαπνέει τις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης, η πιθανότητα να τεθεί το ίδρυμα υπό εξυγίανση μπορεί, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, να βαρύνει περισσότερο από τις λοιπές παραμέτρους που λαμβάνονται υπόψη για την ευθυγράμμιση των εκ των προτέρων εισφορών προς το προφίλ κινδύνου και οι οποίες απαριθμούνται στο άρθρο 103, παράγραφος 7, της εν λόγω οδηγίας. Ως εκ τούτου, ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63, ο οποίος, στο μέτρο που προβλέπει τη μέθοδο προσαρμογής των εκ των προτέρων εισφορών προς το προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων, στηρίζεται στο ως άνω άρθρο 103, παράγραφος 7, είναι σύννομος μόνο στον βαθμό που λαμβάνει υπόψη επαρκώς, με τον τρόπο υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών, την πιθανότητα να υποβληθούν τα ενδιαφερόμενα ιδρύματα σε εξυγίανση.

89      Από την άποψη όμως της πιθανότητας αυτής, δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ των υποχρεώσεων που συνδέονται με τις αναπτυξιακές δραστηριότητες και των υποχρεώσεων που συνδέονται με τις παρεπόμενες αναπτυξιακές δραστηριότητες. Αφενός, το ομόσπονδο κράτος, ως εγγυητής της προσφεύγουσας, εξασφαλίζει την πλήρη κάλυψη και των δύο αυτών κατηγοριών υποχρεώσεων. Αφετέρου, λόγω της εγγύησης του ομόσπονδου κράτους, αθέτηση πληρωμών εκ μέρους της προσφεύγουσας είναι πρακτικώς αδύνατη, πράγμα που σημαίνει ότι δεν θα έχει ανάγκη να προσφύγει στα εργαλεία εξυγίανσης.

90      Καταρχάς, τονίζεται ότι, στο πλαίσιο κατ’ εξουσιοδότηση αρμοδιότητας κατά την έννοια του άρθρου 290 ΣΛΕΕ, η Επιτροπή διαθέτει, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων που της έχουν ανατεθεί, ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, ιδίως όταν καλείται να προβεί σε σύνθετες εκτιμήσεις (πρβλ. απόφαση της 11ης Μαΐου 2017, Dyson κατά Επιτροπής, C‑44/16 P, EU:C:2017:357, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

91      Τούτο ισχύει όσον αφορά τον καθορισμό των κριτηρίων προσαρμογής των εκ των προτέρων εισφορών στο προφίλ κινδύνου δυνάμει του άρθρου 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59.

92      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η ειδική φύση των εισφορών αυτών συνίσταται, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 105 έως 107 της οδηγίας 2014/59 και από την αιτιολογική σκέψη 41 του κανονισμού 806/2014, στην κατοχύρωση, στο πλαίσιο μιας λογικής ασφαλιστικού τύπου, της παροχής επαρκών οικονομικών πόρων από τον χρηματοοικονομικό κλάδο στον ΕΜΕ, ώστε αυτός να μπορεί να εκπληρώνει τα καθήκοντά του, με ταυτόχρονη δημιουργία κινήτρων για τα ενδιαφερόμενα ιδρύματα προκειμένου να λειτουργούν με λιγότερο ριψοκίνδυνο μοντέλο (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 113).

93      Στο πλαίσιο αυτό, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 114 της οδηγίας 2014/59, ο νομοθέτης της Ένωσης ανέθεσε στην Επιτροπή να αποσαφηνίσει, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, τον τρόπο με τον οποίον οι εισφορές των ιδρυμάτων στις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης προσαρμόζονται ανάλογα με το προφίλ κινδύνου τους.

94      Υπό το ίδιο πρίσμα, η αιτιολογική σκέψη 107 της οδηγίας αυτής διευκρινίζει ότι, προκειμένου να διασφαλιστεί δίκαιος υπολογισμός των εκ των προτέρων εισφορών και να παρέχονται κίνητρα λειτουργίας με λιγότερο ριψοκίνδυνο μοντέλο, για τις εισφορές στις εθνικές χρηματοδοτικές ρυθμίσεις θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο βαθμός πιστωτικού κινδύνου, κινδύνου ρευστότητας και κινδύνου αγοράς στον οποίο εκτίθενται τα ιδρύματα.

95      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η Επιτροπή όφειλε να καταρτίσει κανόνες για την προσαρμογή των εκ των προτέρων εισφορών ανάλογα με το προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων επιδιώκοντας δύο συνδεόμενους μεταξύ τους σκοπούς, ήτοι, αφενός, τη συνεκτίμηση των διαφόρων κινδύνων που ενέχουν οι τραπεζικές ή ευρύτερα χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες των ιδρυμάτων και, αφετέρου, την παροχή κινήτρων στα ιδρύματα αυτά να ακολουθήσουν λιγότερο ριψοκίνδυνο μοντέλο λειτουργίας.

96      Όπως όμως προκύπτει από τα σχετικά με την έκδοση του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 έγγραφα, μεταξύ άλλων τα έγγραφα «JRC technical work supporting Commission second level legislation on risk based contributions to the (single) resolution fund» [Τεχνική μελέτη του ΚΚΕρ προς υποστήριξη της νομοθεσίας δευτέρου επιπέδου της Επιτροπής σχετικά με τις εισφορές βάσει κινδύνου στο (ενιαίο) ταμείο εξυγίανσης], και «Commission Staff Working Document: estimates of the application of the proposed methodology for the calculation of contributions to resolution financing arrangements» (Έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής: εκτιμήσεις σχετικά με την εφαρμογή της προτεινόμενης μεθόδου υπολογισμού των εισφορών στις ρυθμίσεις χρηματοδότησης της εξυγίανσης), η κατάρτιση τέτοιων κανόνων προϋπέθετε σύνθετες εκτιμήσεις εκ μέρους της Επιτροπής στο μέτρο που αυτή όφειλε να εξετάσει τις διάφορες παραμέτρους υπό το πρίσμα των οποίων προσεγγίζονταν τα διάφορα είδη κινδύνου στον τραπεζικό και χρηματοπιστωτικό τομέα.

97      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, η Επιτροπή διέθετε ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τη θέσπιση, δυνάμει του άρθρου 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59, των κανόνων που εξειδικεύουν την έννοια της προσαρμογής των εκ των προτέρων εισφορών ανάλογα με το προφίλ κινδύνου.

98      Υπό τις συνθήκες αυτές, όσον αφορά τη μέθοδο προσαρμογής των βασικών ετήσιων συνεισφορών δυνάμει του άρθρου 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59, ο έλεγχος του δικαστή της Ένωσης περιορίζεται στην εξέταση του αν, κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στην Επιτροπή, το εν λόγω θεσμικό όργανο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη ή σε κατάχρηση εξουσίας ή ακόμη αν η Επιτροπή υπερέβη προδήλως τα όρια της εν λόγω διακριτικής ευχέρειας (πρβλ. απόφαση της 21ης Ιουλίου 2011, Etimine, C‑15/10, EU:C:2011:504, σκέψη 60).

99      Κατά συνέπεια, εναπόκειται στην προσφεύγουσα να αποδείξει ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 πάσχει από τέτοια ελαττώματα κατά το μέτρο που δεν αποκλείει από τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς τις υποχρεώσεις που συνδέονται με τις παρεπόμενες αναπτυξιακές δραστηριότητες των περιφερειακών αναπτυξιακών τραπεζών.

100    Συναφώς, υπενθυμίζεται καταρχάς ότι, όσον αφορά την περίοδο συνεισφοράς 2016, ούτε ο κανονισμός 806/2014 ούτε η οδηγία 2014/59 εξαιρούσαν γενικώς τις περιφερειακές αναπτυξιακές τράπεζες από την υποχρέωση να καταβάλλουν εκ των προτέρων εισφορές, παρά το γεγονός ότι προστατεύονται από την εγγύηση του Δημοσίου και ανεξαρτήτως του κατά πόσον είναι πιθανό να υποβληθούν σε εξυγίανση (βλ. σκέψεις 69 έως 77 ανωτέρω).

101    Ομοίως, ούτε η οδηγία 2014/59 ούτε ο κανονισμός 806/2014 υποχρεώνουν την Επιτροπή να αποκλείσει συγκεκριμένες υποχρεώσεις τέτοιων ιδρυμάτων από τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών.

102    Επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 70, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014 και το άρθρο 103, παράγραφος 2, της οδηγίας 2014/59, όλες οι υποχρεώσεις των εν λόγω ιδρυμάτων, πλην ιδίων κεφαλαίων και καλυπτόμενων καταθέσεων, πρέπει καταρχήν να λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών, υπό την επιφύλαξη της προσαρμογής των εν λόγω εισφορών ανάλογα με τον κίνδυνο των ιδρυμάτων.

103    Μια τέτοια προσέγγιση ανταποκρίνεται στη λογική ασφαλιστικού τύπου του συστήματος των εκ των προτέρων εισφορών, στο πλαίσιο της οποίας το σύνολο του χρηματοοικονομικού κλάδου οφείλει να παρέχει επαρκείς οικονομικούς πόρους στον ΕΜΕ ώστε να μπορεί να εκπληρώνει τα καθήκοντά του (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 113). Ειδικότερα, βάσει της λογικής αυτής, όλα τα ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που έχουν μικρότερη πιθανότητα να υποβληθούν σε εξυγίανση, ωφελούνται από τις εκ των προτέρων εισφορές τους μέσω της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος που διασφαλίζεται από το ΕΤΕ.

104    Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υποχρεούτο να αποκλείσει από τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς των περιφερειακών αναπτυξιακών τραπεζών ορισμένες από τις υποχρεώσεις των τραπεζών αυτών, όπως οι υποχρεώσεις που συνδέονται με τις παρεπόμενες αναπτυξιακές δραστηριότητες, απλώς και μόνο διότι οι εν λόγω τράπεζες είχαν μικρότερη πιθανότητα να τεθούν υπό εξυγίανση.

105    Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο καθόσον η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε ότι δεν ήταν νομικώς αδύνατο μια περιφερειακή αναπτυξιακή τράπεζα, παρά το γεγονός ότι απολαύει εγγυήσεων του Δημοσίου, να τεθεί υπό εξυγίανση και κατά συνέπεια να προσφύγει στο ΕΤΕ.

106    Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014, η εκ των προτέρων εισφορά δεν υπολογίζεται μόνο βάσει των υποχρεώσεων των οικείων ιδρυμάτων, αλλά προσαρμόζεται στη συνέχεια ανάλογα με το προφίλ κινδύνου τους. Ειδικότερα, βάσει του άρθρου 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να καθορίζει ειδικότερα, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, τους όρους προσαρμογής των εκ των προτέρων εισφορών ανάλογα με το προφίλ κινδύνου των εν λόγω ιδρυμάτων.

107    Συναφώς, το άρθρο 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59 προβλέπει οκτώ στοιχεία τα οποία η Επιτροπή οφείλει να λαμβάνει υπόψη για την προσαρμογή αυτή. Μολονότι μεταξύ των στοιχείων αυτών περιλαμβάνονται «[η] πιθανότητα να τεθεί το ίδρυμα υπό καθεστώς εξυγίανσης» και η «έκθεση του ιδρύματος σε κινδύνους» και κατά συνέπεια η Επιτροπή υποχρεούται να λαμβάνει τα τελευταία αυτά στοιχεία υπόψη όταν εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη όπως ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63, εντούτοις τα εν λόγω στοιχεία δεν αποτελούν παρά δύο από τα οκτώ στοιχεία τα οποία η Επιτροπή οφείλει να λαμβάνει υπόψη κατά την κατάρτιση μιας τέτοιας πράξης.

108    Επιπλέον, από κανένα στοιχείο του άρθρου 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59 δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή υποχρεούται να αποδίδει μεγαλύτερη βαρύτητα σε ένα ή περισσότερα από τα εν λόγω στοιχεία, όπως η πιθανότητα να τεθεί το ίδρυμα υπό καθεστώς εξυγίανσης.

109    Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59.

110    Αφενός, από την αιτιολογική σκέψη 105 της οδηγίας αυτής προκύπτει ότι οι εκ των προτέρων εισφορές εισπράττονται από τον κλάδο πριν από κάθε πράξη εξυγίανσης και ανεξάρτητα από την πράξη αυτή. Αφετέρου, τα εργαλεία εξυγίανσης μπορούν να εφαρμόζονται μόνο στις οντότητες που βρίσκονται σε σημείο πτώχευσης ή κινδυνεύουν να πτωχεύσουν και μόνον όταν είναι αναγκαία για την επιδίωξη του στόχου της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος. Η νομοθεσία δεν καθιερώνει επομένως κανέναν αυτόματο σύνδεσμο μεταξύ της καταβολής της εκ των προτέρων εισφοράς του ενδιαφερόμενου ιδρύματος και της εξυγίανσής του, δεδομένου ότι καθοριστικό στοιχείο για τη χρήση του ΕΤΕ είναι μόνον η διαφύλαξη του δημοσίου συμφέροντος και όχι το ατομικό συμφέρον του εν λόγω ιδρύματος (απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2021, ABLV Bank κατά ΕΣΕ, T‑758/18, EU:T:2021:28, σκέψη 70). Επομένως, η πιθανότητα εξυγίανσης ενός ιδρύματος δεν είναι το μόνο στοιχείο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς του.

111    Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο καθόσον ο αποκλεισμός των υποχρεώσεων που συνδέονται με τις αναπτυξιακές δραστηριότητες από τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών, ο οποίος προβλέπεται από το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, δεν δικαιολογείται από το γεγονός ότι οι αναπτυξιακές τράπεζες, οι οποίες κατέχουν τις εν λόγω υποχρεώσεις, έχουν μικρότερη πιθανότητα εξυγίανσης. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 13 του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, ο αποκλεισμός των υποχρεώσεων αυτών στηρίζεται στο γεγονός ότι τα αναπτυξιακά δάνεια επιδιώκουν στόχο δημόσιας πολιτικής, χορηγούνται σε μη ανταγωνιστική, μη κερδοσκοπική βάση και είναι, άμεσα ή έμμεσα, εν μέρει εγγυημένα από την κεντρική ή περιφερειακή κυβέρνηση ή την τοπική αρχή κράτους μέλους. Επομένως, ο αποκλεισμός αυτός βασίζεται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μιας συγκεκριμένης κατηγορίας δραστηριοτήτων και όχι στο συνολικό προφίλ κινδύνου των αναπτυξιακών τραπεζών που ασκούν τις δραστηριότητες αυτές, δεδομένου ότι οι εν λόγω τράπεζες δεν έχουν κατ’ ανάγκην το ίδιο προφίλ κινδύνου απλώς και μόνο διότι ασκούν, μεταξύ άλλων δραστηριοτήτων, αναπτυξιακές δραστηριότητες.

112    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 έπασχε από πρόδηλη πλάνη ή από κατάχρηση εξουσίας ή είχε προδήλως υπερβεί τα όρια της διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής, καθόσον δεν απέκλειε τις υποχρεώσεις που συνδέονται με τις παρεπόμενες αναπτυξιακές δραστηριότητες των περιφερειακών αναπτυξιακών τραπεζών από τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς τους.

113    Κατά δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 αντιβαίνει στην αρχή της ίσης μεταχείρισης, ενώ μάλιστα το άρθρο 103 της οδηγίας 2014/59 απαιτεί ίση μεταχείριση των τραπεζών που έχουν το ίδιο προφίλ κινδύνου.

114    Πρώτον, κατά την προσφεύγουσα, το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 εισάγει αδικαιολόγητη άνιση μεταχείριση μεταξύ των υποχρεώσεων που συνδέονται με τις παρεπόμενες αναπτυξιακές δραστηριότητες και των υποχρεώσεων που συνδέονται με τις αναπτυξιακές δραστηριότητες. Συναφώς, από την αιτιολογική σκέψη 13 του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού προκύπτει ότι το προνομιακό καθεστώς των υποχρεώσεων των αναπτυξιακών τραπεζών που προορίζονται για την αναχρηματοδότηση ορισμένων δανείων οφείλεται στο ότι τα δάνεια αυτά είναι, άμεσα ή έμμεσα, εγγυημένα από την επίμαχη κεντρική ή περιφερειακή κυβέρνηση ή την τοπική αρχή. Η εγγύηση συνέχισης της λειτουργίας της προσφεύγουσας – και επομένως η «εξαιρετικά μικρή» πιθανότητα θέσεώς της υπό εξυγίανση – δεν εξαρτάται σε καμία περίπτωση από το αν οι υποχρεώσεις της αντιστοιχούν σε απαιτήσεις που συνδέονται με την αναπτυξιακή της δραστηριότητα ή με τις παρεπόμενες αναπτυξιακές της δραστηριότητες. Η άνιση μεταχείριση δεν δικαιολογείται ούτε υπό το πρίσμα της φύσης των δραστηριοτήτων αυτών, διότι οι αναπτυξιακές δραστηριότητες είναι από οικονομικής απόψεως άρρηκτα συνδεδεμένες με τις παρεπόμενες αναπτυξιακές δραστηριότητες.

115    Δεύτερον, το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 εισάγει αδικαιολόγητη άνιση μεταχείριση μεταξύ των υποχρεώσεων που συνδέονται με τις παρεπόμενες αναπτυξιακές δραστηριότητες και των υποχρεώσεων που απορρέουν από δεσμεύσεις έναντι αντισυμβαλλομένων με τους οποίους το ίδρυμα έχει δημιουργήσει θεσμικό σύστημα προστασίας (στο εξής: ΘΣΠ), δεδομένου ότι οι τελευταίες αυτές υποχρεώσεις αποκλείονται από τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού. Ειδικότερα, όσον αφορά τα χρηματοδοτικά μέσα που χρησιμοποιεί για τις παρεπόμενες αναπτυξιακές της δραστηριότητες, η προσφεύγουσα προστατεύεται από έναν ανεξάρτητο από το ΕΤΕ μηχανισμό προστασίας, ήτοι την εγγύηση του ομόσπονδου κράτους, η οποία είναι αντίστοιχη προς την εγγύηση την οποία παρέχει ένα ΘΣΠ.

116    Τρίτον, οι περιφερειακές αναπτυξιακές τράπεζες αντιμετωπίζονται διαφορετικά από τις εθνικές αναπτυξιακές τράπεζες, οι οποίες δεν θεωρούνται ως πιστωτικά ιδρύματα κατά την έννοια του κανονισμού 575/2013 και ως εκ τούτου απαλλάσσονται από την υποχρέωση καταβολής εκ των προτέρων εισφορών, μολονότι οι περιφερειακές αναπτυξιακές τράπεζες εκπληρώνουν, όπως και οι εθνικές αναπτυξιακές τράπεζες, ειδικά χρηματοδοτικά καθήκοντα χάριν του γενικού συμφέροντος και προστατεύονται από εγγύηση συνέχισης της δραστηριότητάς τους.

117    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η αρχή της ίσης μεταχείρισης, ως γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, επιβάλλει να μην αντιμετωπίζονται διαφορετικά παρόμοιες καταστάσεις ούτε να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο διαφορετικές μεταξύ τους καταστάσεις, εκτός αν η διαφορετική αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς (απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2021, Fussl Modestraße Mayr, C‑555/19, EU:C:2021:89, σκέψη 95).

118    Στο μέτρο που η προσφεύγουσα προέβαλε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, εναπόκειται στην ίδια να προσδιορίσει επακριβώς τις παρόμοιες καταστάσεις που θεωρεί ότι αντιμετωπίστηκαν διαφορετικά ή τις διαφορετικές καταστάσεις που θεωρεί ότι αντιμετωπίστηκαν με τον ίδιο τρόπο [απόφαση της 12ης Απριλίου 2013, Du Pont de Nemours (Γαλλία) κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑31/07, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:167, σκέψη 311].

119    Κατά πάγια νομολογία, ο συγκρίσιμος χαρακτήρας τέτοιων καταστάσεων εκτιμάται λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των στοιχείων που τις χαρακτηρίζουν. Τα στοιχεία αυτά πρέπει, ειδικότερα, να προσδιορίζονται και να εκτιμώνται υπό το φως του αντικειμένου και του σκοπού της πράξεως που θεσπίζει την εν λόγω διάκριση. Πρέπει, επιπλέον, να λαμβάνονται υπόψη οι αρχές και οι σκοποί του τομέα στον οποίο εμπίπτει η πράξη αυτή (βλ. απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2021, Fussl Modestraße Mayr, C‑555/19, EU:C:2021:89, σκέψη 99 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

120    Όσον αφορά το αντικείμενο και τον σκοπό της οδηγίας 2014/59, του κανονισμού 806/2014 και του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, υπενθυμίζεται ότι οι πράξεις αυτές εμπίπτουν στο πεδίο του ΕΜΕ, του οποίου η δημιουργία αποσκοπεί, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 12 του κανονισμού 806/2014, στο να εξασφαλίσει ουδέτερη προσέγγιση όσον αφορά τη μεταχείριση των προβληματικών τραπεζών, να αυξήσει τη σταθερότητα των ιδρυμάτων στα συμμετέχοντα κράτη μέλη και να αποτρέψει τις δευτερογενείς επιπτώσεις πιθανών κρίσεων στα κράτη μέλη που δεν συμμετέχουν στον μηχανισμό αυτόν, ούτως ώστε να διευκολυνθεί η λειτουργία του συνόλου της εσωτερικής αγοράς.

121    Προκειμένου να διασφαλιστεί η χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων του ΕΜΕ, η οδηγία 2014/59, ο κανονισμός 806/2014 και ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63 θέσπισαν τις εκ των προτέρων εισφορές, των οποίων η ειδική φύση συνίσταται, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 105 έως 107 της εν λόγω οδηγίας και από την αιτιολογική σκέψη 41 του κανονισμού 806/2014, στην κατοχύρωση, στο πλαίσιο μιας λογικής ασφαλιστικού τύπου, της παροχής επαρκών οικονομικών πόρων από τον χρηματοοικονομικό κλάδο στον ΕΜΕ, ώστε αυτός να μπορεί να εκπληρώνει τα καθήκοντά του, και στην δημιουργία κινήτρων για τα ιδρύματα προκειμένου να λειτουργούν με λιγότερο ριψοκίνδυνο μοντέλο (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 113).

122    Στο πλαίσιο αυτό, ο αποκλεισμός τον οποίον προβλέπει το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 αιτιολογείται, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 13 του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, με βάση το γεγονός ότι τα αναπτυξιακά δάνεια επιδιώκουν στόχο δημόσιας πολιτικής, χορηγούνται σε μη ανταγωνιστική, μη κερδοσκοπική βάση και είναι, άμεσα ή έμμεσα, εν μέρει εγγυημένα από την κεντρική ή περιφερειακή κυβέρνηση ή την τοπική αρχή κράτους μέλους.

123    Η πρώτη αιτίαση πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η προσφεύγουσα υποστηρίζει, εν συνόψει, ότι οι παρεπόμενες αναπτυξιακές δραστηριότητες είναι συγκρίσιμες με τις αναπτυξιακές δραστηριότητες και κατά συνέπεια οι υποχρεώσεις μιας περιφερειακής αναπτυξιακής τράπεζας η οποία ασκεί και τις δύο κατηγορίες δραστηριοτήτων έπρεπε να είχαν αποκλειστεί από τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς όχι μόνο κατά το ποσό που αντιστοιχεί στις αναπτυξιακές δραστηριότητες, αλλά κατά το ποσό που αντιστοιχεί και στις δύο κατηγορίες δραστηριοτήτων.

124    Συναφώς, από τη σκέψη 60 ανωτέρω προκύπτει καταρχάς ότι οι παρεπόμενες αναπτυξιακές δραστηριότητες λαμβάνουν χώρα στην ανοικτή κεφαλαιαγορά και έχουν κερδοσκοπικό σκοπό, ότι μπορούν να ασκούνται και από άλλα ιδρύματα εκτός των περιφερειακών αναπτυξιακών τραπεζών και ότι υπόκεινται σε καθεστώς ανταγωνισμού με τα λοιπά ιδρύματα. Αντιθέτως, οι αναπτυξιακές δραστηριότητες ασκούνται βάσει νόμιμης υποχρέωσης για την παροχή συνδρομής στην κεντρική ή περιφερειακή κυβέρνηση κράτους μέλους κατά την εκπλήρωση των αποστολών της δημοσίου συμφέροντος.

125    Επιπλέον, υπό το πρίσμα των διαπιστώσεων που πραγματοποιούνται στις σκέψεις 62 και 124 ανωτέρω και αντιθέτως προς ό, τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το γεγονός ότι οι δύο αυτές κατηγορίες δραστηριοτήτων είναι συμπληρωματικές από οικονομικής απόψεως δεν σημαίνει ότι είναι συγκρίσιμες μεταξύ τους.

126    Τέλος, το γεγονός που επικαλείται η προσφεύγουσα, ότι δηλαδή η υπέρ αυτής εγγύηση του ομόσπονδου κράτους καλύπτει στην περίπτωσή της όλες τις δραστηριότητές της και συγκεκριμένα τόσο τις αναπτυξιακές δραστηριότητες όσο και τις παρεπόμενες αναπτυξιακές δραστηριότητες δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά την εκτίμηση της δυνατότητας σύγκρισης μεταξύ των δύο αυτών κατηγοριών δραστηριοτήτων υπό το πρίσμα του σκοπού που επιδιώκει το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63. Ειδικότερα, αφενός, όπως προκύπτει από τη σκέψη 122 ανωτέρω, σκοπός της διάταξης αυτής δεν ήταν να αποκλειστούν από τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών όλες οι υποχρεώσεις όλων των περιφερειακών αναπτυξιακών τραπεζών οι οποίες προστατεύονται από εγγυήσεις όπως αυτή η οποία καλύπτει την προσφεύγουσα. Αφετέρου, δεν αποδεικνύεται ότι οι εγγυήσεις του Δημοσίου οι οποίες καλύπτουν, κατά γενικό κανόνα, τις αναπτυξιακές δραστηριότητες των περιφερειακών αναπτυξιακών τραπεζών εκτείνονται, ως προς όλες τις εν λόγω τράπεζες, και στις παρεπόμενες αναπτυξιακές δραστηριότητες των τραπεζών αυτών. Συναφώς, η προσφεύγουσα ιδίως δεν αμφισβήτησε το επιχείρημα της Επιτροπής ότι υπήρχαν περιπτώσεις στις οποίες οι παρεπόμενες αναπτυξιακές δραστηριότητες ορισμένων περιφερειακών αναπτυξιακών τραπεζών δεν καλύπτονταν από εγγύηση του Δημοσίου ή ισοδύναμη εγγύηση.

127    Υπό τις συνθήκες αυτές, οι παρεπόμενες αναπτυξιακές δραστηριότητες δεν μπορούν να θεωρηθούν συγκρίσιμες με τις αναπτυξιακές δραστηριότητες. Κατά συνέπεια, δεν αποδεικνύεται ότι οι ως άνω δραστηριότητες πρέπει να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο σε σχέση με τον αποκλεισμό των συνδεόμενων με αυτές υποχρεώσεων από τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών.

128    Όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση, η προσφεύγουσα κακώς υποστηρίζει ότι, λαμβανομένου υπόψη του ειδικού σκοπού που επιδιώκει το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, οι υποχρεώσεις που συνδέονται με τις παρεπόμενες αναπτυξιακές δραστηριότητες είναι συγκρίσιμες με τις υποχρεώσεις που συνδέονται με τις δεσμεύσεις έναντι αντισυμβαλλομένων με τους οποίους το ενδιαφερόμενο ίδρυμα έχει δημιουργήσει ΘΣΠ. Ειδικότερα, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 8 του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, ο αποκλεισμός των υποχρεώσεων που συνδέονται με τα ΘΣΠ οφείλεται στην πρόθεση να αποφευχθεί η διπλή προσμέτρηση ορισμένων υποχρεώσεων κατά τον καθορισμό της εκ των προτέρων εισφοράς των ιδρυμάτων που είναι μέλη ενός ΘΣΠ ή συνδέονται κατά τρόπο μόνιμο με τον ίδιο κεντρικό οργανισμό. Πλην όμως η προσφεύγουσα δεν υποστήριξε ότι ο συνυπολογισμός των υποχρεώσεων που συνδέονται με τις παρεπόμενες αναπτυξιακές δραστηριότητες στο πλαίσιο του υπολογισμού της εκ των προτέρων εισφοράς της συνιστούσε διπλή προσμέτρηση των υποχρεώσεων αυτών.

129    Όσον αφορά την τρίτη αιτίαση, με την οποία προβάλλεται ότι οι περιφερειακές αναπτυξιακές τράπεζες αντιμετωπίζονται διαφορετικά από τις εθνικές αναπτυξιακές τράπεζες από την άποψη της υποχρέωσης καταβολής των εκ των προτέρων εισφορών, επισημαίνονται τα ακόλουθα.

130    Καταρχάς, η εν λόγω άνιση μεταχείριση απορρέει από τις διατάξεις των νομοθετικών πράξεων που μνημονεύονται στις σκέψεις 70 έως 73 ανωτέρω. Ειδικότερα, όπως διευκρινίστηκε στις σκέψεις αυτές, το άρθρο 2, παράγραφος 5, σημείο 6, της οδηγίας 2013/36, όπως ίσχυε πριν τροποποιηθεί από την οδηγία 2019/878, εξαιρούσε ονομαστικώς την KfW από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2013/36 και, κατά συνέπεια, από το γενικό καθεστώς καταβολής των εκ των προτέρων εισφορών. Η δε προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε το κύρος ούτε της διάταξης αυτής ούτε άλλων διατάξεων που αναφέρονται στις σκέψεις 70 έως 73 ανωτέρω.

131    Αντιστρόφως, το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, κατά του οποίου προβάλλεται, με τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως, ένσταση ελλείψεως νομιμότητας, εφαρμόζεται σε όλες τις αναπτυξιακές τράπεζες, κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 27, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, οι οποίες εμπίπτουν στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής του γενικού καθεστώτος καταβολής των εκ των προτέρων εισφορών. Επομένως, η διάταξη αυτή δεν εισάγει άνιση μεταχείριση μεταξύ των ως άνω τραπεζών αναλόγως του αν ιδρύονται από κεντρική ή περιφερειακή κυβέρνηση κράτους μέλους.

132    Εξάλλου, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 77 ανωτέρω, ούτε το άρθρο 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59 ούτε άλλη διάταξη της οδηγίας αυτής ή του κανονισμού 806/2014 αναθέτει στην Επιτροπή την εξουσία να απαλλάσσει πλήρως, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, ορισμένα ιδρύματα, όπως οι περιφερειακές ή εθνικές αναπτυξιακές τράπεζες, από την υποχρέωση να καταβάλλουν εκ των προτέρων εισφορές.

133    Υπό τις συνθήκες αυτές, η νομιμότητα του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 δεν θίγεται απλώς και μόνο διότι ότι ο νομοθέτης της Ένωσης είχε αποφασίσει να εξαιρέσει ατομικώς την KfW, η οποία αναφέρεται ονομαστικά στο άρθρο 2, παράγραφος 5, σημείο 6, της οδηγίας 2013/36, όπως ίσχυε πριν τροποποιηθεί από την οδηγία 2019/878, από το γενικό καθεστώς καταβολής των εκ των προτέρων εισφορών.

134    Τρίτον, η προσφεύγουσα θεωρεί, όσον αφορά τον εκτελεστικό κανονισμό 2015/81, ότι η προβλεπόμενη από τον κανονισμό αυτό μέθοδος υπολογισμού, η οποία εφαρμόζεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας και επιφέρει στρέβλωση μεταξύ των δομών του τραπεζικού τομέα των κρατών μελών, καθόσον η μέθοδος αυτή οδηγεί σε σταυροειδή επιδότηση των εμπορικών τραπεζών από τον τομέα των αναπτυξιακών τραπεζών. Κατά τον τρόπο αυτό, η εν λόγω μέθοδος δημιουργεί στρεβλώσεις μεταξύ των δομών του τραπεζικού τομέα των κρατών μελών, κατά παράβαση του άρθρου 70, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 806/2014.

135    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η αρχή της αναλογικότητας, η οποία συγκαταλέγεται στις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, επιτάσσει να είναι οι πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης πρόσφορες για την επίτευξη των επιδιωκόμενων με την οικεία ρύθμιση θεμιτών σκοπών και να μην υπερβαίνουν τα όρια αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξη των εν λόγω σκοπών, εξυπακουομένου ότι, όταν υφίσταται δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσότερων κατάλληλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο επαχθές και ότι τα μειονεκτήματα που προκαλούνται από το μέτρο αυτό δεν πρέπει να είναι υπέρμετρα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς (αποφάσεις της 4ης Μαΐου 2016, Philip Morris Brands κ.λπ., C‑547/14, EU:C:2016:325, σκέψη 165, και της 20ής Ιανουαρίου 2021, ABLV Bank κατά ΕΣΕ, T‑758/18, EU:T:2021:28, σκέψη 142· πρβλ. επίσης απόφαση της 8ης Ιουνίου 2010, Vodafone κ.λπ., C‑58/08, EU:C:2010:321, σκέψη 51).

136    Η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο προκειμένου να αποδείξει ότι η προσμέτρηση των υποχρεώσεων που συνδέονται με τις παρεπόμενες αναπτυξιακές δραστηριότητες στο πλαίσιο του υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών δεν είναι κατάλληλη από πλευράς των στόχων που επιδιώκουν ο νομοθέτης της Ένωσης και η Επιτροπή, όπως οι στόχοι αυτοί αναφέρονται στις σκέψεις 120 έως 122 ανωτέρω.

137    Ομοίως, η προσφεύγουσα δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα προκειμένου να αποδείξει ότι η προσμέτρηση των υποχρεώσεων αυτών στο πλαίσιο του υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών υπερέβαινε το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη των στόχων που αναφέρονται στις σκέψεις 120 έως 122 ανωτέρω ή συνεπαγόταν μειονεκτήματα δυσανάλογα σε σχέση με τους εν λόγω στόχους.

138    Όσον αφορά το μοναδικό συγκεκριμένο επιχείρημα που προέβαλε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτιάσεως, ότι δηλαδή η προσμέτρηση των εν λόγω υποχρεώσεων στο πλαίσιο του υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών οδηγεί, κατά την ίδια, σε «σταυροειδή επιδότηση» των εμπορικών τραπεζών από τον τομέα των αναπτυξιακών τραπεζών, η προσφεύγουσα δεν εξήγησε επαρκώς κατά νόμον τους λόγους για τους οποίους η προσμέτρηση αυτή δεν πληρούσε τα κριτήρια που παρατίθενται στη σκέψη 135 ανωτέρω. Επιπλέον, εν πάση περιπτώσει, όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 124, οι παρεπόμενες αναπτυξιακές δραστηριότητες λαμβάνουν χώρα στην ανοικτή κεφαλαιαγορά και έχουν κερδοσκοπικό σκοπό, οπότε ο ενδεχόμενος αποκλεισμός των υποχρεώσεων που συνδέονται με τις δραστηριότητες αυτές από τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών θα ενείχε τον κίνδυνο να οδηγήσει σε αποτέλεσμα αντίθετο προς εκείνο στο οποίο αποβλέπει η προσφεύγουσα, ήτοι στη δημιουργία στρεβλώσεων μεταξύ διαφόρων ιδρυμάτων που δραστηριοποιούνται στην αγορά αυτή.

139    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι το τρίτο σκέλος του ενάτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί και, ως εκ τούτου, και ο ένατος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

2.      Επί του δεκάτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 6, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, και του παραρτήματος I, «Βήμα 2», του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63

140    Στο πλαίσιο του δεκάτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι «η μέθοδος υπολογισμού που καθορίζεται στον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό [..] 2015/63» αντιβαίνει στον κανονισμό 806/2014, στην οδηγία 2014/59 και στην αρχή της ίσης μεταχείρισης.

141    Συναφώς, διευκρινίζεται ότι, ενώ η προσφεύγουσα υποστηρίζει κατά τρόπο γενικό ότι αυτή καθαυτή η μέθοδος υπολογισμού που προβλέπεται από τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό 2015/63 αντιβαίνει στους υπέρτερης ισχύος κανόνες δικαίου τους οποίους επικαλείται και ενώ διευκρινίζει ότι η επιχειρηματολογία της σχετικά με το άρθρο 6, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, και το παράρτημα I, «Βήμα 2», του ως άνω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού αναπτύσσεται μόνον ενδεικτικώς, τα δικόγραφά της δεν περιέχουν επιχειρήματα σχετικά με άλλες πτυχές της μεθόδου υπολογισμού πέραν εκείνων τις οποίες προβλέπουν οι ως άνω διατάξεις.

142    Υπό τις συνθήκες αυτές, η εξέταση του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως πρέπει να περιοριστεί στην προβαλλόμενη έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 6, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, και του παραρτήματος I, «Βήμα 2», του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού.

143    Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι η εγγύηση του Δημοσίου με την οποία προστατεύεται δεν λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο του πυλώνα κινδύνου «Πρόσθετοι δείκτες κινδύνου που πρόκειται να προσδιοριστούν από την αρχή εξυγίανσης» του άρθρου 6, παράγραφος 5, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 αντιβαίνει στην αρχή της ίσης μεταχείρισης καθώς και στον κανονισμό 806/2014 και στην οδηγία 2014/59, διότι οι πράξεις αυτές επιβάλλουν ευθυγράμμιση του υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών προς το προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων. Ιδίως στο πλαίσιο του υποδείκτη κινδύνου «συμμετοχή σε [ΘΣΠ]», του άρθρου 6, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 έπρεπε να είχαν ληφθεί υπόψη οι εγγυήσεις του Δημοσίου όπως αυτή που προστατεύει την προσφεύγουσα, οι οποίες είναι μάλιστα δυνητικώς σημαντικότερες για την εκτίμηση του προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων απ’ ό, τι η συμμετοχή σε ΘΣΠ.

144    Δεύτερον, κατά την προσφεύγουσα, ο μηχανισμός για την κατάταξη των ιδρυμάτων στα κελιά ο οποίος προβλέπεται στο παράρτημα I, «Βήμα 2», του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 αντιβαίνει στην οδηγία 2014/59, στην αρχή της ευθυγράμμισης των εκ των προτέρων εισφορών προς το προφίλ κινδύνου και στην αρχή της ίσης μεταχείρισης. Αφενός, η κατάταξη αυτή πραγματοποιείται με βάση τη σύγκριση του προφίλ κινδύνου όλων των ιδρυμάτων των συμμετεχόντων κρατών μελών, πράγμα που θα μπορούσε να οδηγήσει σε προδήλως άδικα αποτελέσματα. Αφετέρου, δεδομένου ότι η μέθοδος που προβλέπεται στο παράρτημα I, «Βήμα 2», του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού συνίσταται στην κατάταξη, στο μέτρο του δυνατού, του ίδιου αριθμού ιδρυμάτων σε κάθε κελί, μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετική αντιμετώπιση ιδρυμάτων με παρόμοιους πρωτογενείς δείκτες κινδύνου και σε ίδια αντιμετώπιση ιδρυμάτων με διαφορετικούς δείκτες.

145    Ειδικότερα, ενδεικτικώς, από το παράρτημα II της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι, στο πλαίσιο του υποδείκτη κινδύνου «σταθμισμένα βάσει του κινδύνου της αγοράς στοιχεία ενεργητικού, διαιρούμενα διά του συνόλου των στοιχείων ενεργητικού» όσον αφορά τα γερμανικά ιδρύματα, τα κελιά 1 έως 15 αριθμούν 646 ιδρύματα με τιμή 0 %, το δε ίδρυμα με το υψηλότερο προφίλ κινδύνου ως προς τον εν λόγω δείκτη, ήτοι τιμή περίπου 1121,1 %, κατατάσσεται στο κελί 18, δηλαδή στο αμέσως ανώτερο κελί από την προσφεύγουσα, η οποία, με τιμή 0,05 %, κατατάσσεται στο κελί 17. Επομένως, ιδρύματα με εντελώς διαφορετικό προφίλ κινδύνου κατατάσσονται στο ίδιο κελί.

146    Το ΕΣΕ υποστηρίζει ότι ο δέκατος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος στο σύνολό του διότι έπρεπε να είχε προβληθεί από της ασκήσεως της προσφυγής το 2016. Είναι δε εν πάση περιπτώσει αβάσιμος.

147    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 84, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία. Ωστόσο, ισχυρισμός ή επιχείρημα που αποτελεί ανάπτυξη ισχυρισμού που προβλήθηκε προηγουμένως, άμεσα ή έμμεσα, με το εισαγωγικό δικόγραφο και συνδέεται στενά με τον ισχυρισμό αυτόν πρέπει να κρίνεται παραδεκτός (απόφαση της 11ης Ιουλίου 2013, Ziegler κατά Επιτροπής, C‑439/11 P, EU:C:2013:513, σκέψη 46).

148    Επιπλέον, κατά το άρθρο 86, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, οσάκις μια πράξη της οποίας ζητείται η ακύρωση αντικαθίσταται ή τροποποιείται από άλλη πράξη έχουσα το ίδιο αντικείμενο, ο προσφεύγων μπορεί να προσαρμόσει την προσφυγή του προκειμένου να ληφθεί υπόψη το νέο αυτό στοιχείο.

149    Εξάλλου, τα άρθρα 84 και 86 του Κανονισμού Διαδικασίας πρέπει να ερμηνεύονται στενά, δεδομένου ότι οι δικονομικοί κανόνες έχουν χαρακτήρα δημόσιας τάξεως (πρβλ. αποφάσεις της 26ης Μαρτίου 2009, SELEX Sistemi Integrati κατά Επιτροπής, C‑113/07 P, EU:C:2009:191, σκέψη 48, και της 20ής Σεπτεμβρίου 2018, Ισπανία κατά Επιτροπής, C‑114/17 P, EU:C:2018:753, σκέψη 54).

150    Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα προέβαλε ένσταση περί ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 6, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, και του παραρτήματος I, «Βήμα 2», του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 μόλις με το υπόμνημα προσαρμογής.

151    Πράγματι, το δικόγραφο της προσφυγής δεν περιέχει καμία επιχειρηματολογία που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνδέεται, έστω και κατά τρόπο έμμεσο, με τη νομιμότητα των διατάξεων που αναφέρονται στη σκέψη 150 ανωτέρω. Βεβαίως, περιέχει επιχειρηματολογία σχετικά με τη συμμετοχή των ιδρυμάτων σε ΘΣΠ, αλλά η επιχειρηματολογία αυτή αφορά τον αποκλεισμό ορισμένων υποχρεώσεων από τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών σύμφωνα με το άρθρο 5 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 και όχι την προσαρμογή των εν λόγω εισφορών ανάλογα με το προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων σύμφωνα με τα άρθρα 6 έως 9 του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού. Επομένως, από κανένα στοιχείο δεν μπορεί να συναχθεί ότι η υπό κρίση ένσταση ελλείψεως νομιμότητας συνιστά ανάπτυξη λόγου που είχε προβληθεί με το δικόγραφο της προσφυγής κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύεται στη σκέψη 147 ανωτέρω.

152    Επιπλέον, η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται στις νομοθετικές διατάξεις που ήταν σε ισχύ κατά την έκδοση των αρχικών αποφάσεων, τούτο δε αφορά ιδίως το άρθρο 6, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, και το παράρτημα I, «Βήμα 2», του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63. Συναφώς, από τίποτε δεν προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν διέθετε ήδη κατά τον χρόνο υποβολής του δικογράφου της προσφυγής όλα τα στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε στο πλαίσιο του υπομνήματος προσαρμογής προκειμένου να αμφισβητήσει το κύρος των εν λόγω διατάξεων.

153    Ως προς το σημείο αυτό, διευκρινίζεται ότι η επικρινόμενη από την προσφεύγουσα κατάταξη των ιδρυμάτων στα κελιά με βάση τις τιμές του πρωτογενούς δείκτη κινδύνου όλων των ιδρυμάτων για τα οποία υπολογίζεται ο δείκτης αυτός απορρέει άμεσα από το παράρτημα I, «Βήμα 2», του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63.

154    Το ίδιο ισχύει και για τον υπολογισμό του αριθμού των κελιών στο πλαίσιο ορισμένου δείκτη κινδύνου και του αριθμού των ιδρυμάτων που κατατάσσονται σε κάθε κελί, δεδομένου ότι, κατά το παράρτημα I, «Βήμα 2», σημείο 3, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, το ΕΣΕ κατατάσσει καταρχήν τον ίδιο αριθμό ιδρυμάτων σε κάθε κελί, αρχίζοντας με την κατάταξη στο πρώτο κελί των ιδρυμάτων με τις χαμηλότερες τιμές του πρωτογενούς δείκτη.

155    Η δε προσφεύγουσα επικρίνει το παράρτημα I, «Βήμα 2», του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 ακριβώς διότι προβλέπει την κατάταξη του ίδιου αριθμού ιδρυμάτων σε κάθε κελί.

156    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, η υπό κρίση ένσταση ελλείψεως νομιμότητας δεν στηρίζεται σε κανένα νομικό ή πραγματικό στοιχείο που ανέκυψε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας κατά την έννοια του άρθρου 84 του Κανονισμού Διαδικασίας. Ομοίως, δεν στηρίζεται σε στοιχείο το οποίο η προσφεύγουσα εγκύρως μπορούσε να θίξει για πρώτη φορά στο πλαίσιο της προσαρμογής της προσφυγής της δυνάμει του άρθρου 86, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας.

157    Επομένως, η υπό κρίση ένσταση ελλείψεως νομιμότητας πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης υποβολής της.

Β.      Επί των λόγων ακυρώσεως που αφορούν τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης

1.      Επί του δευτέρου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παρέβη το άρθρο 41 του Χάρτη και την υποχρέωση αιτιολόγησης λόγω απουσίας νομικής βάσης για την αναδρομική αντικατάσταση των αρχικών αποφάσεων

158    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, στο μέτρο που αντικαθιστά αναδρομικώς τις αρχικές αποφάσεις, αντιβαίνει στο άρθρο 41 του Χάρτη, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 4 του Ευρωπαϊκού Κώδικα Ορθής Διοικητικής Συμπεριφοράς, στην αρχή του κράτους δικαίου και στην αρχή της χρηστής διοίκησης, για τον λόγο ότι δεν υπήρχε νομική βάση για την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης με αναδρομική ισχύ. Συναφώς, ούτε το άρθρο 70, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014 ούτε το άρθρο 17, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 αποτελούν τέτοια νομική βάση.

159    Εν πάση περιπτώσει, δεν υφίσταται αντικειμενικός δικαιολογητικός λόγος για την αναδρομική αντικατάσταση των αρχικών αποφάσεων. Ιδίως, δεν υφίσταται αποδεδειγμένος κίνδυνος να θιγεί, λόγω της έλλειψης αναδρομικότητας, ο σκοπός της επίτευξης του τελικού επιπέδου-στόχου. Συναφώς, ενδεχόμενο χρηματοδοτικό έλλειμμα του ΕΣΕ θα μπορούσε να αντισταθμιστεί με υψηλότερες εκ των προτέρων εισφορές κατά τα επόμενα έτη ή με παράταση του αρχικού σταδίου δυνάμει του άρθρου 69, παράγραφος 4, του κανονισμού 806/2014. Εξάλλου, η μη αναδρομικότητα της προσβαλλόμενης απόφασης δεν θα προσέδιδε αθέμιτο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στην προσφεύγουσα έναντι των άλλων ιδρυμάτων, δεδομένου ότι, ως αναπτυξιακή τράπεζα, δεν τελεί σε ανταγωνισμό με τα ιδρύματα αυτά. Η προσφεύγουσα επίσης δεν θα αποκόμιζε αθέμιτο πλεονέκτημα εκ του λόγου ότι η εκ των προτέρων εισφορά της για την περίοδο συνεισφοράς 2016 θα ήταν απαιτητή σε μεταγενέστερο χρονικό σημείο από ό,τι η εισφορά των λοιπών ιδρυμάτων, διότι εν πάση περιπτώσει είχε καταβάλει την εν λόγω εισφορά το 2016.

160    Εξάλλου, με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβαίνει την υποχρέωση αιτιολόγησης που επιβάλλεται από το άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του Χάρτη, καθόσον δεν αναφέρει τη νομική βάση στην οποία στηρίχθηκε το ΕΣΕ προκειμένου να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση προσδίδοντάς της αναδρομικό αποτέλεσμα.

161    Το ΕΣΕ αμφισβητεί την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας.

162    Η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε στις 27 Απριλίου 2022 και, σύμφωνα με το άρθρο 4 του διατακτικού της, παράγει αποτελέσματα από 15 Απριλίου 2016, ήτοι από τον χρόνο ενάρξεως ισχύος της πρώτης από τις αρχικές αποφάσεις.

163    Στις αιτιολογικές σκέψεις 177 έως 184 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους είχε προσδιορίσει τα διαχρονικά αποτελέσματα της απόφασης αυτής κατά τον τρόπο που περιγράφεται στη σκέψη 162 ανωτέρω. Διευκρίνισε μεταξύ άλλων ότι είχε ενεργήσει έτσι προκειμένου να διατηρήσει τον νόμιμο τίτλο με τον οποίο είχε εισπραχθεί το 2016 η εκ των προτέρων εισφορά της προσφεύγουσας για το 2016 και προκειμένου να διατηρήσει το κύρος της καταβολής της εισφοράς αυτής από την προσφεύγουσα.

164    Σύμφωνα με τη νομολογία, η αρχή της ασφάλειας δικαίου δεν επιτρέπει να εκτείνεται η διαχρονική ισχύς μιας πράξης της Ένωσης και προ του χρόνου έκδοσης της πράξης αυτής, εκτός εάν, κατ’ εξαίρεση, τούτο επιβάλλεται από τον επιδιωκόμενο σκοπό και η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των ενδιαφερομένων γίνεται πλήρως σεβαστή (πρβλ. αποφάσεις της 13ης Νοεμβρίου 1990, Fedesa κ.λπ., C‑331/88, EU:C:1990:391, σκέψη 45, και της 5ης Σεπτεμβρίου 2014, Éditions Odile Jacob κατά Επιτροπής, T‑471/11, EU:T:2014:739, σκέψη 102 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

165    Από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι, σε περίπτωση που πληρούνται οι προϋποθέσεις τις οποίες μνημονεύει, η εξουσία των θεσμικών και λοιπών οργάνων και των οργανισμών της Ένωσης να εκδίδουν πράξεις με αναδρομική ισχύ απορρέει από τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, χωρίς να προϋποθέτει την ύπαρξη ρητής νομικής βάσης στην οικεία νομοθεσία.

166    Υπό τις συνθήκες αυτές, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραπέμπει σε ρητή διάταξη της οικείας νομοθεσίας η οποία να παρέχει τέτοια εξουσία στο ΕΣΕ δεν στοιχειοθετεί παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης.

167    Εξάλλου, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί αν η προσβαλλόμενη απόφαση έχει πράγματι αναδρομική ισχύ, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, επισημαίνεται ότι οι προϋποθέσεις που μνημονεύονται στη σκέψη 164 ανωτέρω εν πάση περιπτώσει πληρούνται εν προκειμένω.

168    Ειδικότερα, αφενός, η προσφεύγουσα δεν υποστηρίζει ότι ο αναδρομικός χαρακτήρας της προσβαλλόμενης απόφασης αντιβαίνει στην αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Άλλωστε, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της προσφεύγουσας ή των τρίτων δεν έγινε πλήρως σεβαστή υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως.

169    Αφετέρου, όσον αφορά το ζήτημα αν, λόγω των επιδιωκόμενων με την προσβαλλόμενη απόφαση σκοπών, αυτή έπρεπε να παράγει αποτελέσματα από χρόνο προγενέστερο της ημερομηνίας έκδοσής της, πρέπει να ληφθεί υπόψη το πλαίσιο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης.

170    Όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις της 19, 20 και 183, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε προκειμένου να θεραπευτεί η έλλειψη αιτιολογίας των αρχικών αποφάσεων, την οποία διαπίστωσε το ΕΣΕ κατόπιν των αποφάσεων της 28ης Νοεμβρίου 2019, Hypo Vorarlberg Bank κατά ΕΣΕ (T‑377/16, T‑645/16 και T‑809/16, EU:T:2019:823), και της 28ης Νοεμβρίου 2019, Portigon κατά ΕΣΕ (T‑365/16, EU:T:2019:824), χωρίς να μεταβάλλεται με την προσβαλλόμενη απόφαση ή με τις ως άνω αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου η έκταση της υποχρέωσης της προσφεύγουσας να καταβάλει εκ των προτέρων εισφορά για την περίοδο συνεισφοράς 2016, όπως είχε καθοριστεί με τις αρχικές αποφάσεις και όπως είχε ισχύσει για την εν λόγω περίοδο συνεισφοράς.

171    Ειδικότερα, ο υπολογισμός της εκ των προτέρων εισφοράς της προσφεύγουσας για την ως άνω περίοδο συνεισφοράς καθώς και το ύψος της εν λόγω εισφοράς ήταν οι ίδιοι στη δεύτερη από τις αρχικές αποφάσεις και στην προσβαλλόμενη απόφαση. Συναφώς, το ΕΣΕ επισήμανε, μεταξύ άλλων, στην αιτιολογική σκέψη 22 της προσβαλλόμενης απόφασης ότι η απόφαση αυτή «βασιζόταν στα δεδομένα που είχαν συγκεντρωθεί, στις παραδοχές που είχαν διατυπωθεί, στα προπαρασκευαστικά στάδια που είχαν τηρηθεί και στη μεθοδολογία που είχε εφαρμοστεί στο πλαίσιο της διαδικασίας του 2016 που οδήγησε στην έκδοση των [αρχικών αποφάσεων]». Συνεπώς, το μόνο νέο στοιχείο που εισήγε η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν εκτενέστερη αιτιολόγηση του υπολογισμού της εκ των προτέρων εισφοράς της προσφεύγουσας για το 2016.

172    Υπό τις ιδιαίτερες αυτές συνθήκες, αν το ΕΣΕ δεν είχε εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση ορίζοντας ότι αυτή άρχιζε να ισχύει από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της πρώτης από τις αρχικές αποφάσεις, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν θα μπορούσε να παραγάγει τα αποτελέσματά της για το διάστημα από τις 15 Απριλίου 2016 έως τις 27 Απριλίου 2022, κατά το οποίο η προσφεύγουσα θα απαλλασσόταν από την υποχρέωσή της να καταβάλει εκ των προτέρων εισφορά για την περίοδο συνεισφοράς 2016, ενώ δυνάμει του άρθρου 2, του άρθρου 67, παράγραφος 4, και των άρθρων 69 και 70 του κανονισμού 806/2014 υπέκειτο στην εν λόγω υποχρέωση. Ομοίως, κατά τη διάρκεια του εν λόγω χρονικού διαστήματος, το ΕΤΕ θα στερούνταν, κατά παράβαση των ως άνω διατάξεων, πόρους που θα προέρχονταν από τις εκ των προτέρων εισφορές της προσφεύγουσας, γεγονός που θα έθιγε την εφαρμογή της οδηγίας 2014/59, του κανονισμού 806/2014 και του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψεις 176 και 177).

173    Κατά συνέπεια, η έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης με έναρξη ισχύος στις 15 Απριλίου 2016 είχε ως σκοπό να διασφαλίσει ότι η έναρξη ισχύος της προσβαλλόμενης απόφασης θα συνέπιπτε με το χρονικό σημείο κατά το οποίο γεννήθηκε η υποχρέωση της προσφεύγουσας να καταβάλει εκ των προτέρων εισφορά για το 2016, ώστε να αποτραπεί κατά τον τρόπο αυτόν ένα αποτέλεσμα αντίθετο προς την εφαρμοστέα νομοθεσία. Η επίτευξη του σκοπού αυτού προϋπέθετε ότι θα καθοριζόταν ημερομηνία έναρξης ισχύος της προσβαλλόμενης απόφασης προγενέστερη της ημερομηνίας έκδοσής της.

174    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

2.      Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ανεπαρκής αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης όσον αφορά τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς της προσφεύγουσας

175    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αιτιολογεί επαρκώς τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς της και για τον λόγο αυτό αντιβαίνει στο άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

176    Ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως αναλύεται κατ’ ουσίαν σε τρία σκέλη, με το πρώτο εκ των οποίων προβάλλεται έλλειψη ατομικής αιτιολόγησης της προσβαλλόμενης απόφασης, με το δεύτερο μη κοινοποίηση των ατομικών δεδομένων των λοιπών ιδρυμάτων και με το τρίτο ανεπαρκής αιτιολογία όσον αφορά τη δημιουργία των κελιών.

α)      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

177    Το άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ ορίζει ότι οι νομικές πράξεις αιτιολογούνται. Ομοίως, το δικαίωμα χρηστής διοίκησης, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη, προβλέπει την υποχρέωση των θεσμικών και λοιπών οργάνων και των οργανισμών της Ένωσης να αιτιολογούν τις αποφάσεις τους.

178    Η αιτιολογία απόφασης θεσμικού ή άλλου οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης έχει όλως ιδιαίτερη σημασία, καθόσον παρέχει τη δυνατότητα στον μεν ενδιαφερόμενο να αποφασίσει, έχοντας γνώση όλων των στοιχείων, αν προτίθεται να ασκήσει προσφυγή κατά της απόφασης αυτής, στο δε αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκήσει τον έλεγχό του και, επομένως, συνιστά μία από τις προϋποθέσεις της αποτελεσματικότητας του δικαστικού ελέγχου την οποία διασφαλίζει το άρθρο 47 του Χάρτη (βλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 103 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

179    Η αιτιολογία αυτή πρέπει να προσαρμόζεται στη φύση της επίμαχης πράξης και στο πλαίσιο εντός του οποίου αυτή εκδόθηκε. Συναφώς, δεν απαιτείται να παραθέτει η αιτιολογία εξαντλητικά όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα της επάρκειας της αιτιολογίας πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της πράξης, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν τον σχετικό τομέα και ιδίως το συμφέρον που έχουν ενδεχομένως προς παροχή διευκρινίσεων τα πρόσωπα τα οποία αφορά η πράξη. Επομένως, μια βλαπτική πράξη είναι επαρκώς αιτιολογημένη εφόσον έχει εκδοθεί εντός πλαισίου που είναι γνωστό στον ενδιαφερόμενο και το οποίο του παρέχει τη δυνατότητα να αντιληφθεί το περιεχόμενο του ληφθέντος εις βάρος του μέτρου (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 104 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

180    Προκειμένου να εξεταστεί αν η εν λόγω αιτιολογία είναι επαρκής όσον αφορά απόφαση για τον καθορισμό των εκ των προτέρων εισφορών, πρώτον, υπενθυμίζεται ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου δεν μπορεί να συναχθεί ότι η αιτιολογία κάθε απόφασης θεσμικού ή άλλου οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης με την οποία υποχρεώνεται ιδιώτης επιχειρηματίας στην καταβολή χρηματικού ποσού πρέπει οπωσδήποτε να περιλαμβάνει το σύνολο των στοιχείων που παρέχουν στον αποδέκτη της τη δυνατότητα να επαληθεύσει την ακρίβεια του υπολογισμού του χρηματικού ποσού (βλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 105 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

181    Δεύτερον, τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης δεσμεύονται, καταρχήν, κατ’ εφαρμογήν της αρχής προστασίας του επιχειρηματικού απορρήτου, η οποία αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης και εξειδικεύεται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 339 ΣΛΕΕ, να μην αποκαλύπτουν στους ανταγωνιστές ιδιώτη επιχειρηματία εμπιστευτικές πληροφορίες που παρέχονται από αυτόν (βλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 109 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

182    Τρίτον, το να γίνει δεκτό ότι η αιτιολογία της απόφασης του ΕΣΕ για τον καθορισμό εκ των προτέρων εισφορών πρέπει οπωσδήποτε να παρέχει στα ιδρύματα τη δυνατότητα να επαληθεύσουν την ακρίβεια του υπολογισμού της εκ των προτέρων εισφοράς τους θα συνεπαγόταν, κατ’ ανάγκην, ότι θα απαγορευόταν στον νομοθέτη της Ένωσης να θεσπίσει τρόπο υπολογισμού της εισφοράς αυτής ο οποίος περιλαμβάνει δεδομένα των οποίων ο εμπιστευτικός χαρακτήρας προστατεύεται από το δίκαιο της Ένωσης και, ως εκ τούτου, θα μειωνόταν υπερβολικά η ευρεία εξουσία εκτίμησης που πρέπει να διαθέτει προς τούτο ο νομοθέτης, καθότι θα εμποδιζόταν ιδίως να επιλέξει μέθοδο δυνάμενη να διασφαλίσει δυναμική προσαρμογή της χρηματοδότησης του ΕΤΕ στις εξελίξεις του χρηματοπιστωτικού κλάδου, διά της συγκριτικής συνεκτίμησης, ειδικότερα, της χρηματοοικονομικής κατάστασης εκάστου ιδρύματος με άδεια λειτουργίας στο έδαφος συμμετέχοντος κράτους μέλους (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 118).

183    Τέταρτον, μολονότι από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η υποχρέωση αιτιολόγησης που υπέχει το ΕΣΕ πρέπει να σταθμίζεται, λόγω της λογικής του συστήματος χρηματοδότησης του ΕΤΕ και του τρόπου υπολογισμού που θέσπισε ο νομοθέτης της Ένωσης, με την υποχρέωση του ΕΣΕ να τηρεί το επιχειρηματικό απόρρητο των ενδιαφερομένων ιδρυμάτων, γεγονός παραμένει ότι η τελευταία αυτή υποχρέωση δεν πρέπει να ερμηνεύεται τόσο διασταλτικά ώστε να καθιστά άνευ ουσιαστικού περιεχομένου την υποχρέωση αιτιολόγησης (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 120).

184    Εντούτοις, δεν μπορεί να γίνει δεκτό, στο πλαίσιο της στάθμισης της υποχρέωσης αιτιολόγησης με την αρχή προστασίας του επιχειρηματικού απορρήτου, ότι η αιτιολόγηση απόφασης με την οποία υποχρεούται ιδιώτης επιχειρηματίας στην καταβολή χρηματικού ποσού χωρίς να του παρέχεται το σύνολο των στοιχείων που καθιστούν δυνατό να επαληθευτεί με ακρίβεια ο υπολογισμός του ύψους του εν λόγω ποσού θίγει κατ’ ανάγκην, σε κάθε περίπτωση, την ουσία της υποχρέωσης αιτιολόγησης (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 121).

185    Όσον αφορά την απόφαση του ΕΣΕ για τον καθορισμό εκ των προτέρων εισφορών, η υποχρέωση αιτιολόγησης πρέπει να θεωρηθεί ότι τηρείται όταν τα πρόσωπα τα οποία αφορά η απόφαση, μολονότι δεν τους διαβιβάζονται στοιχεία καλυπτόμενα από το επιχειρηματικό απόρρητο, έχουν στη διάθεσή τους τη μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποιεί το ΕΣΕ και επαρκείς πληροφορίες ώστε να κατανοήσουν, κατ’ ουσίαν, με ποιον τρόπο ελήφθη υπόψη η ατομική τους κατάσταση για τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς τους, σε σχέση με την κατάσταση όλων των λοιπών ενδιαφερομένων ιδρυμάτων (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 122).

186    Σε μια τέτοια περίπτωση, τα εν λόγω πρόσωπα είναι πράγματι σε θέση να επαληθεύσουν αν η εκ των προτέρων εισφορά τους καθορίστηκε αυθαίρετα, χωρίς να έχει ληφθεί υπόψη η πραγματική οικονομική τους κατάσταση ή διά της χρήσης δεδομένων σχετικών με τον λοιπό χρηματοπιστωτικό τομέα τα οποία δεν είναι ευλογοφανή. Τα εν λόγω πρόσωπα μπορούν, ως εκ τούτου, να κατανοήσουν τους δικαιολογητικούς λόγους της απόφασης για τον καθορισμό της εκ των προτέρων εισφοράς τους και να εκτιμήσουν αν είναι σκόπιμο να ασκήσουν προσφυγή κατά της απόφασης αυτής και, επομένως, είναι υπερβολικό να απαιτείται από το ΕΣΕ να κοινοποιεί κάθε ένα από τα αριθμητικά στοιχεία στα οποία στηρίζεται ο υπολογισμός της εκ των προτέρων εισφοράς εκάστου ενδιαφερομένου πιστωτικού ιδρύματος (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 123).

187    Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι το ΕΣΕ ιδίως δεν υποχρεούται να παράσχει σε πιστωτικό ίδρυμα δεδομένα βάσει των οποίων το εν λόγω ίδρυμα θα μπορούσε να επαληθεύσει πλήρως την ακρίβεια της τιμής του πολλαπλασιαστή προσαρμογής, δεδομένου ότι η επαλήθευση αυτή προϋποθέτει να έχει το ίδρυμα στη διάθεσή του δεδομένα που καλύπτονται από το επιχειρηματικό απόρρητο σχετικά με την οικονομική κατάσταση εκάστου από τα λοιπά ενδιαφερόμενα ιδρύματα (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 135).

188    Αντιθέτως, στο ΕΣΕ εναπόκειται να δημοσιεύσει ή να διαβιβάσει στα ενδιαφερόμενα ιδρύματα, υπό συγκεντρωτική και ανωνυμοποιημένη μορφή, τις πληροφορίες σχετικά με τα ιδρύματα αυτά οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν για τον υπολογισμό της εισφοράς, στο μέτρο που οι πληροφορίες αυτές μπορούν να κοινοποιηθούν χωρίς να θιγεί το επιχειρηματικό απόρρητο (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 166).

189    Μεταξύ των πληροφοριών που πρέπει, ως εκ τούτου, να τεθούν στη διάθεση των ιδρυμάτων περιλαμβάνονται ιδίως οι οριακές τιμές κάθε κελιού και εκείνες των σχετικών δεικτών κινδύνου, βάσει των οποίων η εκ των προτέρων εισφορά των ιδρυμάτων προσαρμόστηκε στο προφίλ κινδύνου τους (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 167).

190    Υπό το πρίσμα των ανωτέρω πρέπει να εξεταστούν τα επιχειρήματα που αναπτύσσει η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του τετάρτου λόγου ακυρώσεως.

β)      Επί του πρώτου σκέλους που αφορά έλλειψη ατομικής αιτιολόγησης της προσβαλλόμενης απόφασης

191    Κατά την προσφεύγουσα, η προσβαλλόμενη απόφαση αντιβαίνει στο άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ καθόσον δεν περιλαμβάνει επαρκή ατομική αιτιολόγηση. Ειδικότερα, στις αιτιολογικές σκέψεις 24 έως 164 της εν λόγω απόφασης δεν γίνεται καμία αναφορά στην προσφεύγουσα και στα παραρτήματα της εν λόγω απόφασης δεν περιλαμβάνεται αρκούντως συγκεκριμένη εξέταση των ατομικών ιδιαιτεροτήτων της.

192    Πιο συγκεκριμένα, η προσβαλλόμενη απόφαση, ιδίως οι αιτιολογικές σκέψεις της 53 έως 57, δεν περιλαμβάνει εξέταση της ειδικής κατάστασης της προσφεύγουσας όσον αφορά τον χαρακτηρισμό των παρεπόμενων αναπτυξιακών δραστηριοτήτων της υπό το πρίσμα του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63. Εξάλλου, οι αναπτύξεις σχετικά με το ζήτημα αυτό στο παράρτημα ΙΙΙ της προσβαλλόμενης απόφασης στηρίζονται σε εσφαλμένη κατανόηση της έννοιας των «παρεπόμενων αναπτυξιακών δραστηριοτήτων». Επιπλέον, οι αναπτύξεις αυτές περιορίζονται σε απλή άρνηση αναγνώρισης ου προνομίου των παρεπόμενων αναπτυξιακών δραστηριοτήτων στην προσφεύγουσα και περιλαμβάνουν επιχειρήματα τα οποία δεν έχουν καμία σχέση με τις εν λόγω δραστηριότητες.

193    Τέλος, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εξηγεί τους λόγους για τους οποίους το ΕΣΕ παρεξέκλινε από προγενέστερη πρακτική της γερμανικής αρχής εξυγίανσης η οποία εφάρμοζε, για το έτος συνεισφοράς 2015, το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 στις παρεπόμενες αναπτυξιακές δραστηριότητες της προσφεύγουσας.

194    Το ΕΣΕ αμφισβητεί την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας.

195    Κατά πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, όπως αναφέρθηκε στις σκέψεις 9 έως 21 ανωτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελείται από τέσσερα διακριτά μέρη. Ειδικότερα, στις αιτιολογικές σκέψεις 24 έως 164 και 167 έως 175 του σώματος της απόφασης καθώς και στο παράρτημά της II εκτίθενται εκτιμήσεις και στοιχεία υπολογισμού που ισχύουν για όλα τα ιδρύματα. Εντούτοις, το παράρτημα I της προσβαλλόμενης απόφασης, που φέρει τον τίτλο «Λεπτομερή στοιχεία για τον (προσαρμοσμένο ανάλογα με τους κινδύνους) υπολογισμό», και το παράρτημά της III, που περιλαμβάνει αξιολόγηση των παρατηρήσεων τις οποίες υπέβαλε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της διαβούλευσης που διεξήγαγε το ΕΣΕ πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, περιέχουν στοιχεία υπολογισμού και αιτιολογίες που αφορούν ειδικώς την ατομική εισφορά που έπρεπε να καταβάλει στο ΕΤΕ η προσφεύγουσα.

196    Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αρκούντως εξατομικευμένη σε σχέση με την προσφεύγουσα.

197    Κατά δεύτερον, όσον αφορά το συγκεκριμένο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, η προσφεύγουσα δεν υπέδειξε – πέραν της κατάταξης των ιδρυμάτων στα κελιά, η οποία θα εξεταστεί στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως – παρά ένα μόνο μη επαρκώς αιτιολογημένο στοιχείο, ήτοι τη μη εφαρμογή του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 στις παρεπόμενες αναπτυξιακές της δραστηριότητες.

198    Πλην όμως, στην αιτιολογική σκέψη 55 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ επισήμανε ότι απέφυγε να εφαρμόσει το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 σε υποχρεώσεις που δεν πληρούσαν όλες τις προϋποθέσεις αποκλεισμού τους από τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών, σε περίπτωση που η ερμηνεία βάσει της οποίας θα επιτρεπόταν ο αποκλεισμός αυτός θα ήταν ασυμβίβαστη με το γράμμα της εν λόγω διάταξης. Στην ίδια αιτιολογική σκέψη, το ΕΣΕ διευκρίνισε επίσης ότι, στο μέτρο που η εν λόγω διάταξη εισήγε παρέκκλιση, έπρεπε να ερμηνεύεται στενά και δεν χωρούσε διασταλτική ή κατ’ αναλογίαν εφαρμογή της ούτε ως προς το «υποκειμενικό» πεδίο εφαρμογής της, δηλαδή ως προς τα ιδρύματα στα οποία εφαρμοζόταν, ούτε ως προς το «αντικειμενικό» πεδίο εφαρμογής της, δηλαδή ως προς τα είδη υποχρεώσεων που μπορούσαν να αποκλειστούν από τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών.

199    Εξάλλου, στα σημεία 21 έως 23 και 27 του παραρτήματος III της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους θεωρούσε ότι οι παρεπόμενες αναπτυξιακές δραστηριότητες της προσφεύγουσας δεν ενέπιπταν στο άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63. Μεταξύ άλλων διευκρίνισε, στην αιτιολογική σκέψη 22 του παραρτήματος αυτού, ότι οι παρεπόμενες αναπτυξιακές δραστηριότητες της προσφεύγουσας και οι αναπτυξιακές της δραστηριότητες ήταν ανεξάρτητες και διακριτές μεταξύ τους. Στην ίδια αιτιολογική σκέψη έκρινε ότι οι αναπτυξιακές δραστηριότητες δεν βασίζονταν στην οικονομία της αγοράς ούτε στον ανταγωνισμό και διεξάγονταν στο πλαίσιο της εντολής που είχαν δώσει οι δημόσιες αρχές, ενώ οι παρεπόμενες αναπτυξιακές δραστηριότητες διεξάγονταν υπό τις συνθήκες της αγοράς και ήταν προαιρετικές, ανταγωνιστικές και κερδοσκοπικές. Το ΕΣΕ κατέληξε ως εκ τούτου στο συμπέρασμα, στο σημείο 27 του παραρτήματος III της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι οι παρεπόμενες αναπτυξιακές δραστηριότητες της προσφεύγουσας ως εκ φύσεώς τους δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως διεξαγόμενες σε μη ανταγωνιστική και μη κερδοσκοπική βάση, ανεξαρτήτως του πώς χρησιμοποιούνταν τα κέρδη που προέκυπταν από τις δραστηριότητες της προσφεύγουσας.

200    Τα ως άνω στοιχεία επέτρεψαν στην προσφεύγουσα να εξακριβώσει τους λόγους για τους οποίους το ΕΣΕ είχε κρίνει ότι οι υποχρεώσεις που συνδέονταν με τις παρεπόμενες αναπτυξιακές δραστηριότητές της δεν αποκλείονταν από τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς της δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63.

201    Υπό τις συνθήκες αυτές, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι το ΕΣΕ απλώς αρνήθηκε να εφαρμόσει το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 στην περίπτωση της προσφεύγουσας ή ότι κατέφυγε σε επιχειρήματα που δεν είχαν καμία σχέση με τις παρεπόμενες αναπτυξιακές δραστηριότητες της προσφεύγουσας.

202    Κατά τρίτον, το επιχείρημα της προσφεύγουσας περί εσφαλμένης κατανόησης από το ΕΣΕ της έννοιας των «παρεπόμενων αναπτυξιακών δραστηριοτήτων» δεν θεμελιώνεται σε παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης, αλλά σε αμφισβήτηση του βασίμου των αιτιολογιών βάσει των οποίων το ΕΣΕ δεν εφάρμοσε το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 στις εν λόγω δραστηριότητες της προσφεύγουσας. Το ίδιο ισχύει και για το επιχείρημα με το οποίο αμφισβητείται η άποψη του ΕΣΕ ότι ως εκ της φύσεώς τους οι εν λόγω δραστηριότητες είναι ανταγωνιστικές και κερδοσκοπικές. Κατά τη νομολογία, η υποχρέωση αιτιολόγησης αποτελεί ζήτημα διακριτό από το ζήτημα του βασίμου των αιτιολογιών της προσβαλλόμενης απόφασης (πρβλ. απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2006, Ter Lembeek κατά Επιτροπής, T‑217/02, EU:T:2006:361, σκέψη 234).

203    Ακόμη, αν η επιχειρηματολογία αυτή γίνει αντιληπτή υπό την έννοια ότι η προσφεύγουσα αμφισβητεί το βάσιμο των εν λόγω αιτιολογιών, συμπίπτει στην πραγματικότητα με τον όγδοο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος θα εξεταστεί στις σκέψεις 258 έως 262 κατωτέρω.

204    Κατά τέταρτον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι το ΕΣΕ παρεξέκλινε από προγενέστερη πρακτική της γερμανικής αρχής εξυγίανσης η οποία συνίστατο στην εφαρμογή, το 2015, του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 στις παρεπόμενες αναπτυξιακές δραστηριότητες της προσφεύγουσας, διευκρινίζεται ότι η προσφεύγουσα βάλλει μόνον κατά της έλλειψης αιτιολόγησης της παρέκκλισης από την προγενέστερη πρακτική, χωρίς να επικαλείται παράβαση άλλου κανόνα δικαίου.

205    Συναφώς, αφενός, από τις σκέψεις 198 έως 200 ανωτέρω προκύπτει ότι το ΕΣΕ εξέθεσε σε επαρκή βαθμό τους λόγους για τους οποίους είχε θεωρήσει ότι οι παρεπόμενες αναπτυξιακές δραστηριότητες της προσφεύγουσας δεν ενέπιπταν στην εξαίρεση του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63. Αφετέρου, στο σημείο 23 του παραρτήματος III της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ εξήγησε ότι η αξιολόγηση που πραγματοποιείται για ορισμένο κύκλο εισφορών δεν μπορεί να δεσμεύει την αρχή εξυγίανσης όταν αυτή προβαίνει στην αξιολόγηση για διαφορετικό κύκλο, ιδίως όταν οι εν λόγω κύκλοι εισφορών εμπίπτουν έκαστος στην αρμοδιότητα διαφορετικής αρχής εξυγίανσης. Πρόσθεσε ότι δεν ήταν αρμόδιο να αποφανθεί επί αξιολόγησης που πραγματοποιήθηκε από άλλη αρχή εξυγίανσης.

206    Τα ως άνω στοιχεία επιτρέπουν στην προσφεύγουσα να κατανοήσει τους λόγους που οδήγησαν το ΕΣΕ στο να μην εφαρμόσει το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 στις παρεπόμενες αναπτυξιακές δραστηριότητές της για το έτος συνεισφοράς 2016, παρά την ύπαρξη μιας κατά την προσφεύγουσα διαφορετικής προγενέστερης πρακτικής. Επομένως, τα στοιχεία αυτά πληρούν τις απαιτήσεις της υποχρέωσης αιτιολόγησης, όπως αυτές προκύπτουν από τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 179 ανωτέρω.

207    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, το πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

γ)      Επί του δευτέρου σκέλους, περί μη κοινοποίησης των ατομικών δεδομένων των λοιπών ιδρυμάτων

208    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παρέχει τη δυνατότητα να ελεγχθεί αν ο υπολογισμός των εκ των προτέρων εισφορών είναι σύμφωνος με την εφαρμοστέα νομοθεσία. Επιπλέον, τα λεπτομερή στοιχεία των υπολογισμών που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα I και II της απόφασης αυτής δεν παρέχουν τη δυνατότητα να ελεγχθεί η κατάταξη της προσφεύγουσας στα κελιά ούτε ο καθορισμός της εκ των προτέρων εισφοράς της. Ειδικότερα, η εν λόγω απόφαση έπρεπε να περιέχει τα ατομικά δεδομένα των λοιπών ιδρυμάτων, έστω υπό ανωνυμοποιημένη μορφή, χωρίς τα οποία η προσφεύγουσα δεν είναι σε θέση να ελέγξει την κατάταξή της στα κελιά.

209    Το ΕΣΕ αμφισβητεί την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας.

210    Στην αιτιολογική σκέψη 118 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ παρατήρησε ότι «τα επιχειρηματικά απόρρητα των ιδρυμάτων – δηλαδή όλες οι πληροφορίες σχετικά με την επαγγελματική δραστηριότητα των ιδρυμάτων οι οποίες, σε περίπτωση γνωστοποίησης σε ανταγωνιστή και/ή σε ευρύτερο κοινό, θα μπορούσαν να βλάψουν σοβαρά τα συμφέροντα των ιδρυμάτων – θεωρούντ[αν] ως εμπιστευτικές πληροφορίες». Πρόσθεσε ότι, «[σ]το πλαίσιο του υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών […], οι ατομικές πληροφορίες τις οποίες [είχαν παράσχει] τα ιδρύματα με τα έντυπα των [εκθέσεών τους] […], στις οποίες στηρ[ιζόταν] για να υπολογίσει την εκ των προτέρων εισφορά τους, θεωρούντ[αν] ως επιχειρηματικά απόρρητα».

211    Επιπλέον, στις αιτιολογικές σκέψεις 120, 122 και 123 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ επισήμανε ότι του απαγορευόταν να «γνωστοποιήσει τα δεδομένα του κάθε ιδρύματος που αποτελ[ούσαν] τη βάση των υπολογισμών της [εν λόγω απόφασης]», ενώ του επιτρεπόταν να «γνωστοποιήσει τα συγκεντρωτικά και κοινά δεδομένα, στο μέτρο που τα δεδομένα αυτά [ήταν] σωρευτικά». Πάντως, κατά την εν λόγω απόφαση, στα ιδρύματα εξασφαλιζόταν «πλήρης διαφάνεια όσον αφορά τον υπολογισμό της [βασικής ετήσιας συνεισφοράς] τους και του πολλαπλασιαστή προσαρμογής τους» για τα βήματα του υπολογισμού της συνεισφοράς αυτής τα οποία καθορίζονταν στο παράρτημα I του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 και αφορούσαν τον «υπολογισμό των πρωτογενών δεικτών» (βήμα 1), την «αναβαθμονόμηση των δεικτών» (βήμα 3) και τον «υπολογισμό του σύνθετου δείκτη» (βήμα 5). Επιπλέον, τα ιδρύματα ήταν σε θέση να λάβουν γνώση των «κοινών δεδομένων που είχαν χρησιμοποιηθεί αδιακρίτως από το ΕΣΕ για όλα τα ιδρύματα που υπόκεινται σε προσαρμοσμένη βάσει κινδύνου εισφορά» για τα βήματα του υπολογισμού που αφορούσαν τον «διακριτό χαρακτήρα των δεικτών» (βήμα 2), την «ένταξη του αποδοθέντος προσήμου» (βήμα 4) και τον «υπολογισμό των ετήσιων εισφορών» (βήμα 6).

212    Συναφώς, καταρχάς υπενθυμίζεται ότι η ίδια η αρχή της μεθόδου υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών, όπως αυτή απορρέει από την οδηγία 2014/59 και τον κανονισμό 806/2014, συνεπάγεται τη χρήση, εκ μέρους του ΕΣΕ, δεδομένων που καλύπτονται από το επιχειρηματικό απόρρητο και τα οποία δεν μπορούν να παρατεθούν στην αιτιολογία της απόφασης περί καθορισμού των εκ των προτέρων εισφορών (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 114).

213    Στη συνέχεια, από τη νομολογία που μνημονεύεται στις σκέψεις 177 έως 189 ανωτέρω προκύπτει ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το ΕΣΕ δεν ήταν υποχρεωμένο να της εξασφαλίσει τη δυνατότητα να ελέγξει πλήρως τον καθορισμό του αριθμού των κελιών ή την κατάταξη των ιδρυμάτων στα κελιά παρέχοντάς της τα ατομικά δεδομένα των λοιπών ιδρυμάτων, διότι μια τέτοια προσέγγιση θα συνεπαγόταν την κοινοποίηση στην προσφεύγουσα δεδομένων που καλύπτονται από το επιχειρηματικό απόρρητο.

214    Καθόσον η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο προκειμένου να αμφισβητήσει τη θέση του ΕΣΕ ότι οι τιμές των πρωτογενών δεικτών καλύπτονται από το επιχειρηματικό απόρρητο, δεν μπορεί να επικρίνει το ΕΣΕ για το γεγονός ότι δεν γνωστοποίησε τις τιμές αυτές στα ιδρύματα.

215    Τέλος, σε περίπτωση που η παρατήρηση της προσφεύγουσας σχετικά με την ανωνυμοποίηση των τιμών των πρωτογενών δεικτών νοηθεί υπό την έννοια ότι αφορά περίπτωση αντικατάστασης της επωνυμίας του ιδρύματος από ψευδώνυμο, μια τέτοια μέθοδος δεν θα διασφάλιζε ότι τα ιδρύματα δεν θα μπορούσαν να ταυτοποιηθούν με βάση τα κατ’ αυτόν τον τρόπο κοινοποιούμενα δεδομένα. Πράγματι, δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο ορισμένα ιδρύματα, έστω και ψευδωνυμοποιημένα, να μπορούν παρά ταύτα να ταυτοποιηθούν λόγω των ατομικών δεδομένων που έχουν ήδη δημοσιοποιηθεί, ιδίως στην περίπτωση μεγάλων ιδρυμάτων και κρατών μελών με λίγα μόνο ιδρύματα.

216    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, το δεύτερο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

δ)      Επί του τρίτου σκέλους, περί ανεπαρκούς αιτιολογίας όσον αφορά τη δημιουργία των κελιών

217    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εξηγεί τον λόγο για τον οποίο ο αριθμός των ιδρυμάτων ανά κελί καθώς και ο συνολικός αριθμός κελιών διαφέρουν από τον ένα δείκτη κινδύνου στον άλλο.

218    Το ΕΣΕ αμφισβητεί την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας.

219    Ο αριθμός κελιών για τον κάθε δείκτη κινδύνου υπολογίζεται από το ΕΣΕ σύμφωνα με τους κανόνες που προβλέπονται στο παράρτημα I, «Βήμα 2», του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, στο οποίο παρέπεμψε το ΕΣΕ με τις αιτιολογικές σκέψεις 85, 117 και 138 της προσβαλλόμενης απόφασης, και ειδικότερα σύμφωνα με τον τύπο που προβλέπεται στο παράρτημα I, «Βήμα 2», σημείο 2, του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού. Σύμφωνα με τον τύπο αυτό, o «αριθμός κελιών» () ανά πρωτογενή δείκτη –εξαιρουμένου του δείκτη «έκταση της προηγούμενης έκτακτης δημόσιας χρηματοπιστωτικής στήριξης»– υπολογίζεται, ιδίως, με βάση τον «αριθμό των ιδρυμάτων που συνεισφέρουν στη ρύθμιση χρηματοδότησης της εξυγίανσης για την οποία υπολογίζεται ο δείκτης» (N) και τις επίμαχες τιμές των πρωτογενών δεικτών (). Κατά συνέπεια, ο αριθμός κελιών ενδέχεται να διαφέρει ανάλογα με τα δεδομένα που εισάγονται στον τύπο.

220    Υπό τις συνθήκες αυτές, κακώς υποστηρίζει η προσφεύγουσα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παρέσχε εξηγήσεις όσον αφορά τις διακυμάνσεις του συνολικού αριθμού κελιών από τον ένα δείκτη κινδύνου στον άλλο.

221    Ομοίως, όσον αφορά τον άνισο αριθμό ιδρυμάτων που κατατάσσονται στο κάθε κελί, το ΕΣΕ εξήγησε επαρκώς, στην αιτιολογική σκέψη 140 της προσβαλλόμενης απόφασης, το σκεπτικό μιας τέτοιας κατανομής, αναφέροντας ότι σκοπός της ήταν να αποφευχθεί το ενδεχόμενο τα ιδρύματα που εμφάνιζαν την ίδια τιμή για έναν πρωτογενή δείκτη κινδύνου να καταταγούν σε διαφορετικά κελιά και για τον λόγο αυτό τα ιδρύματα που εμφάνιζαν την ίδια τιμή για έναν τέτοιο δείκτη κατετάγησαν στο ίδιο κελί, πράγμα που ενδεχομένως είχε ως αποτέλεσμα να καταταγεί διαφορετικός αριθμός ιδρυμάτων στο κάθε κελί.

222    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, το τρίτο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο και, ως εκ τούτου, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

3.      Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση των «γενικών διαδικαστικών απαιτήσεων» που απορρέουν από το άρθρο 41 του Χάρτη, από το άρθρο 298 ΣΛΕΕ, από τις γενικές αρχές του δικαίου και από τον εσωτερικό κανονισμό του ΕΣΕ

223    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τις «γενικές διαδικαστικές απαιτήσεις» που απορρέουν από το άρθρο 41 του Χάρτη, από το άρθρο 298 ΣΛΕΕ, από τις γενικές αρχές του δικαίου και από τον εσωτερικό κανονισμό του ΕΣΕ. Ειδικότερα, δεν αποδείχθηκε ότι η απόφαση αυτή τηρούσε την «ελάχιστη διάρκεια των γραπτών διαδικασιών», η δε προσφεύγουσα αδυνατεί να ελέγξει το εν λόγω στοιχείο. Δεν είναι σε θέση να ελέγξει ούτε την τήρηση άλλων διαδικαστικών κανόνων. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο θα πρέπει να προβεί σε αυτεπάγγελτο έλεγχο.

224    Το ΕΣΕ υποστηρίζει ότι ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως δεν τεκμηριώνεται και πρέπει να απορριφθεί ως αμιγώς υποθετικός.

225    Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, κατά το άρθρο 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να προσδιορίζει το αντικείμενο της διαφοράς και να περιέχει συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων ισχυρισμών, τα δε στοιχεία αυτά πρέπει να είναι αρκούντως σαφή και ακριβή ώστε να μπορούν ο μεν καθού διάδικος να προετοιμάσει την άμυνά του, το δε Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον δικαστικό του έλεγχο, χωρίς να χρειαστεί ενδεχομένως πρόσθετα στοιχεία (απόφαση της 7ης Μαρτίου 2017, United Parcel Service κατά Επιτροπής, T‑194/13, EU:T:2017:144, σκέψη 191).

226    Για την εξασφάλιση της ασφάλειας δικαίου και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, πρέπει, προκειμένου μια προσφυγή ή αγωγή να είναι παραδεκτή, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων ερείδεται αυτή να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικώς, πλην όμως κατά τρόπο συνεπή και κατανοητό, από το ίδιο το κείμενο του σχετικού δικογράφου (βλ. απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2018, BSCA κατά Επιτροπής, T‑818/14, EU:T:2018:33, σκέψη 95 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Ανάλογα στοιχεία απαιτούνται οσάκις προβάλλεται αιτίαση προς στήριξη λόγου ακυρώσεως (βλ. απόφαση της 25ης Μαρτίου 2015, Βέλγιο κατά Επιτροπής, T‑538/11, EU:T:2015:188, σκέψη 131 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

227    Ειδικότερα, η απλή επίκληση της αρχής του δικαίου της Ένωσης της οποίας προβάλλεται η παραβίαση, χωρίς να αναφερθούν τα πραγματικά και νομικά στοιχεία στα οποία στηρίζεται ο ισχυρισμός αυτός, δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας (βλ. απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2019, ADDE κατά Κοινοβουλίου, T‑48/17, EU:T:2019:780, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

228    Εν προκειμένω, αφενός, επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα υποστηρίζει απλώς ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβίασε «γενικές διαδικαστικές απαιτήσεις που απορρέουν από το άρθρο 41 του Χάρτη, από το άρθρο 298 [ΣΛΕΕ], από τις γενικές αρχές του δικαίου και από τον εσωτερικό κανονισμό του ΕΣΕ» για τον λόγο ότι δεν αποδείχθηκε ότι η απόφαση αυτή είχε τηρήσει την «ελάχιστη διάρκεια των γραπτών διαδικασιών» και άλλους διαδικαστικούς κανόνες, χωρίς όμως να αναπτύσσει σχετική επιχειρηματολογία.

229    Αφετέρου, όσον αφορά το αίτημα της προσφεύγουσας να προβεί το Γενικό Δικαστήριο σε αυτεπάγγελτο έλεγχο όσον αφορά την παραβίαση των αρχών αυτών, από την από 31 Ιανουαρίου 2023 απάντηση της προσφεύγουσας στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι, με τον έκτο λόγο ακυρώσεως, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να διατάξει «την προσκόμιση εγγράφων βάσει των οποίων μπορεί να ελεγχθεί η κανονικότητα της διαδικασίας» που οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Όπως όμως προκύπτει από τη σκέψη 228 ανωτέρω, η προσφεύγουσα δεν προσδιορίζει τους ακριβείς λόγους που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την προσκόμιση τέτοιων εγγράφων και κατά συνέπεια το αίτημα αυτό εν πάση περιπτώσει δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 88, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας.

230    Υπό τις συνθήκες αυτές, ο έκτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

4.      Επί του πρώτου και του εβδόμου λόγου ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλεται παράβαση του άρθρου 41, παράγραφος 1, και παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Χάρτη λόγω προσβολής του δικαιώματος ακρόασης

231    Στο πλαίσιο του πρώτου και του εβδόμου λόγου ακυρώσεως, οι οποίοι πρέπει να συνεξεταστούν, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η διαδικασία διαβούλευσης την οποία διεξήγαγε το ΕΣΕ ενόψει της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης προς αντικατάσταση των αρχικών αποφάσεων δεν συμμορφωνόταν με τις απαιτήσεις του δικαιώματος ακρόασης, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 41, παράγραφος 1, και παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Χάρτη.

232    Ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως διαρθρώνεται σε δύο σκέλη, το πρώτο εκ των οποίων αφορά ανεπάρκεια της προθεσμίας για την υποβολή παρατηρήσεων στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας διαβούλευσης και το δεύτερο το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είχε οριστικά διαμορφωθεί πριν από την εν λόγω διαδικασία.

α)      Επί του πρώτου σκέλους, περί ανεπάρκειας της προθεσμίας για την υποβολή παρατηρήσεων στο πλαίσιο της διαδικασίας διαβούλευσης 

233    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, λαμβανομένων υπόψη «της πολυπλοκότητας της διαδικασίας» και του όγκου των εγγράφων που είχε κοινοποιήσει το ΕΣΕ, η προθεσμία των δέκα εργάσιμων ημερών που της είχε τάξει το ΕΣΕ για να υποβάλει παρατηρήσεις πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης δεν ήταν αρκούντως μακρά ώστε να της παράσχει τη δυνατότητα να προβεί σε πλήρη εξέταση των κοινοποιηθέντων εγγράφων. Ειδικότερα, το ΕΣΕ απέστειλε στην προσφεύγουσα όχι μόνο σχέδιο της προσβαλλόμενης απόφασης, έκτασης 39 σελίδων, αλλά και «διάφορα παραρτήματα» που περιείχαν λεπτομέρειες υπολογισμών και μη κατανοητά αριθμητικά στοιχεία.

234    Το ΕΣΕ αμφισβητεί την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας.

235    Το δικαίωμα ακρόασης, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Χάρτη, διασφαλίζει σε κάθε πρόσωπο τη δυνατότητα να γνωστοποιεί λυσιτελώς και αποτελεσματικώς την άποψή του, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας και πριν από την έκδοση οποιασδήποτε απόφασης δυνάμενης να επηρεάσει δυσμενώς τα συμφέροντά του (βλ. απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2012, M., C‑277/11, EU:C:2012:744, σκέψη 87 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

236    Εν προκειμένω, πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, η Bundesanstalt für Finanzdienstleistungsaufsicht (BaFin, Ομοσπονδιακή αρχή εποπτείας των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, Γερμανία), διαβίβασε στην προσφεύγουσα κοινοποίηση του ΕΣΕ της 2ας Μαρτίου 2022, με την οποία το ΕΣΕ γνωστοποιούσε την πρόθεσή του να ανακαλέσει και να αντικαταστήσει τις αρχικές αποφάσεις. Η κοινοποίηση αυτή περιείχε σχέδιο της νέας απόφασης του ΕΣΕ και των παραρτημάτων της I και II για την περίοδο συνεισφοράς 2016. Με την εν λόγω κοινοποίηση, το ΕΣΕ καλούσε την προσφεύγουσα να υποβάλει, το αργότερο έως τις 23 Μαρτίου 2022, παρατηρήσεις επί των κατά τον ως άνω τρόπο κοινοποιηθέντων εγγράφων.

237    Η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της με επιστολή της 23ης Μαρτίου 2022 προς την BaFin.

238    Δεν αμφισβητείται ότι η προσφεύγουσα έλαβε προθεσμία δέκα εργάσιμων ημερών για να υποβάλει τις παρατηρήσεις της.

239    Όσον αφορά τον επαρκή χαρακτήρα της προθεσμίας αυτής, πρώτον, πρέπει να υπομνησθεί το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η προσβαλλόμενη απόφαση. Όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 170 και 171 ανωτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση αντικατέστησε τις αρχικές αποφάσεις προκειμένου να θεραπευθεί η διαπιστωθείσα από το ΕΣΕ έλλειψη αιτιολογίας τους, ενώ ο υπολογισμός της εκ των προτέρων εισφοράς της προσφεύγουσας για την περίοδο συνεισφοράς 2016 καθώς και το ύψος της εν λόγω εισφοράς ήταν οι ίδιοι στη δεύτερη από τις αρχικές αποφάσεις και στην προσβαλλόμενη απόφαση. Ως εκ τούτου, πολλά χαρακτηριστικά στοιχεία της προσβαλλόμενης απόφασης, όπως ο μη αποκλεισμός των υποχρεώσεων που συνδέονται με τις παρεπόμενες αναπτυξιακές δραστηριότητες της προσφεύγουσας από τον υπολογισμό των υποχρεώσεων που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό της εκ των προτέρων εισφοράς της, ήταν γνωστά στην προσφεύγουσα ήδη από τον χρόνο έκδοσης των αρχικών αποφάσεων, πράγμα που επιβεβαιώνεται εξάλλου από τους λόγους ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα με το δικόγραφο της προσφυγής.

240    Δεύτερον, μολονότι η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η διαδικασία διαβούλευσης που διεξήγαγε το ΕΣΕ ήταν περίπλοκη, δεν εξηγεί σε τι συνίστατο η περιπλοκότητα αυτή. Ιδίως δεν αναφέρει συγκεκριμένους προβληματισμούς όσον αφορά το περιεχόμενο των εγγράφων που προσκομίστηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής ούτε πρακτικές δυσχέρειες που την εμπόδισαν να υποβάλει εμπροθέσμως τις παρατηρήσεις της.

241    Τρίτον, κακώς η προσφεύγουσα επικαλείται, προκειμένου να αποδείξει ότι η προθεσμία διαβούλευσης δεν ήταν αρκούντως μακρά, «τον όγκο των εγγράφων που κοινοποίησε το ΕΣΕ». Ειδικότερα, όπως διευκρίνισε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, τα όσα δήλωσε περί «δι[αφόρων] παραρτ[ημάτων]» που προσκομίστηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας διαβούλευσης πρέπει να νοούνται ως αναφορά στα παραρτήματα Ι και ΙΙ του σχεδίου της προσβαλλόμενης απόφασης. Εντούτοις, το μεν παράρτημα I είχε έκταση τριών σελίδων, η μία εκ των οποίων περιείχε απλώς έναν κατάλογο δεδομένων που είχε κοινοποιήσει η προσφεύγουσα. Το δε παράρτημα II είχε βεβαίως έκταση 105 σελίδων, αλλά περιείχε στατιστικά δεδομένα σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών ως προς κάθε συμμετέχον κράτος μέλος, υπό περιληπτική και συγκεντρωτική μορφή. Συνεπώς, την προσφεύγουσα ενδιέφερε άμεσα μόνον ένα μικρό μέρος του παραρτήματος αυτού. Υπό τις συνθήκες αυτές, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι ο όγκος των εγγράφων που κοινοποίησε το ΕΣΕ εμπόδισε την προσφεύγουσα να γνωστοποιήσει λυσιτελώς και αποτελεσματικώς την άποψή της επί του σχεδίου της προσβαλλόμενης απόφασης εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

242    Τέταρτον, πρέπει να προστεθεί ότι η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας, που περιλαμβάνεται στα σημεία 18 έως 22 του υπομνήματός της προσαρμογής και με την οποία σκοπεί στο να αμφισβητήσει ένα προς τα επιχειρήματα που προέβαλε το ΕΣΕ για να τεκμηριώσει τον επαρκή χαρακτήρα της προθεσμίας που έταξε στα ιδρύματα, δεν παρέχει κανένα στοιχείο ικανό να στηρίξει την άποψή της ότι η περιπλοκότητα της διαδικασίας διαβούλευσης και ο όγκος των κοινοποιηθέντων εγγράφων ήταν σε τέτοιο βαθμό αυξημένοι ώστε η δεκαήμερη προθεσμία που έλαβε να είναι ανεπαρκής.

243    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, από κανένα στοιχείο δεν μπορεί να συναχθεί ότι η προθεσμία αυτή δεν επέτρεψε στην προσφεύγουσα να γνωστοποιήσει λυσιτελώς και αποτελεσματικώς την άποψή της επί του σχεδίου της προσβαλλόμενης απόφασης.

244    Επομένως, το υπό κρίση σκέλος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

β)      Επί του δευτέρου σκέλους, περί του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είχε οριστικά διαμορφωθεί πριν από τη διαδικασία διαβούλευσης

245    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το ΕΣΕ αντιμετώπισε τη διαδικασία διαβούλευσης ως απλή διεκπεραιωτική διαδικασία, διότι αρχικώς ανακοίνωσε, πριν από τη διαδικασία αυτή, την πρόθεσή του να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το πρώτο τρίμηνο του 2022, δηλαδή μόλις έξι εργάσιμες ημέρες μετά τη λήξη της προθεσμίας που είχε ταχθεί στην προσφεύγουσα για να υποβάλει παρατηρήσεις. Επομένως, η προσφεύγουσα δεν μπορούσε να προσβλέπει σε σοβαρή εξέταση των παρατηρήσεών της από το ΕΣΕ. Συναφώς, δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι το ΕΣΕ αποφάσισε εν συνεχεία να αφήσει χρονικό περιθώριο μεγαλύτερο των έξι εργάσιμων ημερών μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής πριν εκδώσει την εν λόγω απόφαση.

246    Άλλωστε, κατά την προσφεύγουσα, από τη διαπίστωσή του που παρατίθεται στο σημείο 9 του παραρτήματος III της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά την οποία το ΕΣΕ δεν προέβλεπε ότι η εκτίμηση της επιχειρηματολογίας θα απαιτούσε πολύ χρόνο, προκύπτει ότι το ΕΣΕ δεν ήταν διατεθειμένο να επανεξετάσει το σχέδιο της προσβαλλόμενης απόφασης. Εξάλλου, το παράρτημα III της προσβαλλόμενης απόφασης δημιουργεί την εντύπωση ότι οι παρατηρήσεις της προσφεύγουσας εξετάστηκαν μόνο εν μέρει και απορρίφθηκαν βάσει «εν μέρει άστοχων εκτιμήσεων».

247    Το ΕΣΕ αμφισβητεί την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας.

248    Συναφώς, οι περιστάσεις που μνημονεύει η προσφεύγουσα, όπως το χρονοδιάγραμμα που ακολούθησε το ΕΣΕ για την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και η μεταγενέστερη τροποποίησή του, δεν είναι ικανές να αποδείξουν ότι το ΕΣΕ δεν σκόπευε να αντιμετωπίσει με τη δέουσα προσοχή τις παρατηρήσεις που ενδεχομένως θα υπέβαλε η προσφεύγουσα. Ειδικότερα, τα επιχειρήματα που αντλεί η προσφεύγουσα από τις εν λόγω περιστάσεις είναι αμιγώς υποθετικά.

249    Εξάλλου, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι οι παρατηρήσεις της εξετάστηκαν μόνον εν μέρει και απορρίφθηκαν βάσει «εν μέρει άστοχων» εκτιμήσεων, η προσφεύγουσα δεν υπέδειξε καμία συγκεκριμένη παρατήρηση στην οποία να μην απάντησε το ΕΣΕ.

250    Επιπλέον, στο μέτρο που η προσφεύγουσα διαφωνεί με την εκτίμηση του ΕΣΕ στην προσβαλλόμενη απόφαση, μια τέτοια διαφωνία δεν μπορεί να στοιχειοθετεί προσβολή του δικαιώματος ακρόασης της προσφεύγουσας, αλλά ανάγεται στην εξέταση του βασίμου της εν λόγω εκτίμησης (πρβλ. απόφαση της 25ης Μαρτίου 2015, Slovenská pošta κατά Επιτροπής, T‑556/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:189, σκέψη 89).

251    Τέλος, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να στηριχθεί στη σκέψη 31 της απόφασης της 10ης Ιουλίου 2001, Ismeri Europa κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου (C‑315/99 P, EU:C:2001:391), με την οποία το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ένα θεσμικό όργανο της Ένωσης είναι φυσικά περισσότερο διατεθειμένο να δεχθεί παρατηρήσεις πριν λάβει την οριστική απόφασή του παρά μετά τη δημοσίευσή της, δεδομένου ότι η αποδοχή του βασίμου των επικρίσεων μετά τη δημοσίευση θα το ανάγκαζε να αναθεωρήσει τη θέση του εκδίδοντας διορθωτικό. Ειδικότερα, στην υπό κρίση υπόθεση, η προσφεύγουσα δεν είχε κληθεί να υποβάλει παρατηρήσεις επί της οριστικής απόφασης του ΕΣΕ, η τροποποίηση της οποίας θα απαιτούσε διορθωτικό, αλλά επί σχεδίου απόφασης πριν από την έκδοση της τελικής απόφασης.

252    Επομένως, το υπό κρίση σκέλος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο και, ως εκ τούτου, ο πρώτος και ο έβδομος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους.

5.      Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίον προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση προσέβαλε το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας

253    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι πλημμέλειες της αιτιολογίας που εκτίθενται στο πλαίσιο του τετάρτου λόγου ακυρώσεως καθιστούν σημαντικά δυσχερέστερη για την ίδια την άσκηση του δικαιώματός της σε αποτελεσματική δικαστική προστασία. Ειδικότερα, είναι πρακτικώς αδύνατον για την προσφεύγουσα να κατανοήσει τις αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης και, συνακόλουθα, να αναπτύξει τους λόγους της προσφυγής της. Ως εκ τούτου, η απόφαση αυτή αντιβαίνει στο άρθρο 47 του Χάρτη και στην αρχή της εκατέρωθεν ακρόασης.

254    Το ΕΣΕ αμφισβητεί την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας.

255    Συναφώς, από τη νομολογία προκύπτει ότι δεν συντρέχει λόγος αυτοτελούς εξέτασης αιτίασης με την οποία προβάλλεται προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας σε περίπτωση που η αιτίαση δεν θεμελιώνεται σε ειδικά επιχειρήματα, αλλά παραπέμπει απλώς στα επιχειρήματα που εκτέθηκαν στο πλαίσιο των λοιπών αιτιάσεων (πρβλ. αποφάσεις της 22ας Σεπτεμβρίου 2015, First Islamic Investment Bank κατά Συμβουλίου, T‑161/13, EU:T:2015:667, σκέψη 68, και της 27ης Ιουλίου 2022, RT France κατά Συμβουλίου, T‑125/22, EU:T:2022:483, σκέψη 101).

256    Στην υπό κρίση υπόθεση, η προσφεύγουσα προβάλλει προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, χωρίς όμως να τεκμηριώνει τούτο με ειδικά επιχειρήματα, πέραν εκείνων που προβάλλει στο πλαίσιο του τετάρτου λόγου ακυρώσεως.

257    Επομένως, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί για τους ίδιους λόγους με εκείνους που εκτίθενται στις σκέψεις 175 έως 222 ανωτέρω στο πλαίσιο της εκτίμησης του τετάρτου λόγου ακυρώσεως.

6.      Επί του ογδόου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται έλλειψη νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης υπό το πρίσμα του άρθρου 3, σημείο 28, και του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63

258    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το ΕΣΕ, μη αποκλείοντας τις υποχρεώσεις που συνδέονταν με τις παρεπόμενες αναπτυξιακές δραστηριότητές της από τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς της, προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 και ιδίως του άρθρου 3, σημείο 28, και του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ.

259    Το ΕΣΕ, υποστηριζόμενο από το Συμβούλιο και την Επιτροπή, αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή. Επιπλέον, θεωρεί ότι ο όγδοος λόγος ακυρώσεως είναι παραδεκτός μόνο στο μέτρο που προβλήθηκε με το δικόγραφο της προσφυγής, τούτο δε για τους ίδιους λόγους με εκείνους που συνοψίζονται στη σκέψη 32 ανωτέρω.

260    Στο σημείο 27 του παραρτήματος III της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ θεώρησε ότι οι παρεπόμενες αναπτυξιακές δραστηριότητες της προσφεύγουσας, «ως εκ φύσεώς τους, δεν μπορ[ούσαν] να θεωρηθούν ως διεξαγόμενες σε μη ανταγωνιστική, μη κερδοσκοπική βάση, ανεξαρτήτως του πώς επενδύοντ[αν] τα έσοδα που παρ[ήγαν] και εν πάση περιπτώσει [ότι το] ύψος [των εν λόγω δραστηριοτήτων] δεν [αντιστοιχιζόταν] με τα προνομιακά δάνεια [της προσφεύγουσας]».

261    Συναφώς, χωρίς να είναι αναγκαία η κρίση επί του παραδεκτού των όσων εκθέτει η προσφεύγουσα με το υπόμνημα προσαρμογής, από τις σκέψεις 44 έως 63 ανωτέρω προκύπτει ότι ορθώς δέχθηκε το ΕΣΕ, στο πλαίσιο του υπολογισμού της εκ των προτέρων εισφοράς της προσφεύγουσας για την περίοδο συνεισφοράς 2016, ότι οι παρεπόμενες αναπτυξιακές δραστηριότητες της προσφεύγουσας δεν ενέπιπταν στην έννοια του «προνομιακού δανείου», που ορίζεται στο άρθρο 3, σημείο 28, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, και ότι επομένως οι υποχρεώσεις της οι οποίες συνδέονταν με τις εν λόγω δραστηριότητες δεν έπρεπε να αποκλειστούν από τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς της δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού.

262    Κατά συνέπεια, ο όγδοος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

7.      Επί του ενδέκατου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση των γενικών αρχών του δικαίου, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση δεν στηρίζεται στα νομικά στοιχεία που ίσχυαν κατά την ημερομηνία έκδοσής της

263    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την απαίτηση που απορρέει από τις γενικές αρχές του δικαίου και από τη νομολογία, κατά την οποία μια πράξη που εκδίδεται από θεσμικό όργανο της Ένωσης πρέπει να στηρίζεται στα νομικά στοιχεία που ισχύουν κατά την ημερομηνία έκδοσής της. Επομένως, το ΕΣΕ όφειλε να λάβει υπόψη, κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης το 2022, το γεγονός ότι, από της εκδόσεως της οδηγίας 2019/878, η προσφεύγουσα έχει παύσει να αποτελεί ίδρυμα που υπάγεται στον κανονισμό 806/2014 και κατά συνέπεια δεν υποχρεούται πλέον να καταβάλλει εκ των προτέρων εισφορές. Ειδικότερα, η αντικατάσταση των αρχικών αποφάσεων σχετικά με την περίοδο συνεισφοράς 2016 με νέα απόφαση δεν συνιστά στην πραγματικότητα παρά έκδοση νέας απόφασης το 2022.

264    Το ΕΣΕ αμφισβητεί την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας.

265    Συναφώς, από τη νομολογία προκύπτει ότι η τήρηση των αρχών που διέπουν τη διαχρονική εφαρμογή του δικαίου καθώς και οι απαιτήσεις σχετικά με τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης επιβάλλουν την εφαρμογή των ουσιαστικών κανόνων που ισχύουν κατά τον χρόνο των επίμαχων πραγματικών περιστατικών ακόμη και αν οι κανόνες αυτοί έχουν παύσει να ισχύουν κατά τον χρόνο έκδοσης μιας πράξης από το θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 14ης Ιουνίου 2016, Επιτροπή κατά McBride κ.λπ., C‑361/14 P, EU:C:2016:434, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

266    Οι διατάξεις που διέπουν την καταβολή των εκ των προτέρων εισφορών βασίζονται στις ίδιες αρχές.

267    Εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη απόφαση καθορίζει τις εκ των προτέρων εισφορές για την περίοδο συνεισφοράς 2016 με βάση το ετήσιο επίπεδο-στόχο που είχε καθοριστεί για την περίοδο αυτή.

268    Δεν αμφισβητείται όμως ότι, κατά την περίοδο συνεισφοράς 2016, η προσφεύγουσα αποτελούσε ίδρυμα κατά την έννοια του άρθρου 2 και του άρθρου 3, παράγραφος 1, σημείο 13, του κανονισμού 806/2014 και επομένως ίδρυμα το οποίο είχε την υποχρέωση να καταβάλει εκ των προτέρων εισφορά για την εν λόγω περίοδο, σύμφωνα με το άρθρο 4 του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, το άρθρο 67, παράγραφος 4, και το άρθρο 70, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014.

269    Υπό τις συνθήκες αυτές, η υποχρέωση της προσφεύγουσας να καταβάλει εκ των προτέρων εισφορά για το έτος 2016 δεν επηρεάζεται από τη μεταγενέστερη έκδοση της οδηγίας 2019/878, η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 7 Ιουνίου 2019 και άρχισε να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της, ενώ η προθεσμία μεταφοράς της στο εσωτερικό δίκαιο έληγε καταρχήν το αργότερο στις 28 Δεκεμβρίου 2020. Ειδικότερα, καμία διάταξη της οδηγίας αυτής δεν προβλέπει την ex tunc εξαίρεση της προσφεύγουσας από το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της υποχρέωσης για καταβολή εκ των προτέρων εισφορών. Κατά συνέπεια, το ΕΣΕ δεν χρειαζόταν να λάβει υπόψη την περίσταση αυτή στο πλαίσιο της προσβαλλόμενης απόφασης για τους σκοπούς του καθορισμού των εισφορών αυτών.

270    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, ο ενδέκατος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

8.      Επί της αιτιολόγησης του καθορισμού του ετήσιου επιπέδου-στόχου

271    Υπενθυμίζεται ότι η πλημμελής ή ανεπαρκής αιτιολογία συνιστά λόγο δημοσίας τάξεως τον οποίο ο δικαστής της Ένωσης μπορεί και μάλιστα οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως (βλ. απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., C‑89/08 P, EU:C:2009:742, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

272    Εν προκειμένω, οι διάδικοι ερωτήθηκαν, στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ως προς τις πλημμέλειες της αιτιολογίας από τις οποίες ενδεχομένως πάσχει η προσβαλλόμενη απόφαση σε σχέση με τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου-στόχου.

273    Από τις απαντήσεις των διαδίκων προκύπτει ότι διαφωνούν ως προς το ζήτημα αν η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αρκούντως αιτιολογημένη ως προς το σημείο αυτό, καθόσον η προσφεύγουσα εκτιμά ότι τούτο δεν συμβαίνει, ενώ το ΕΣΕ έχει αντίθετη άποψη.

274    Υπό τις συνθήκες αυτές και μολονότι η προσφεύγουσα δεν διατυπώνει επικρίσεις κατά της αιτιολόγησης του καθορισμού του ετήσιου επιπέδου-στόχου στο δικόγραφο της προσφυγής και στο υπόμνημα προσαρμογής, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι οφείλει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν το ΕΣΕ αιτιολόγησε επαρκώς κατά νόμον, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου-στόχου.

275    Καταρχάς υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, έως το τέλος της αρχικής περιόδου, τα διαθέσιμα στο πλαίσιο του ΕΤΕ χρηματοδοτικά μέσα πρέπει να φθάσουν στο τελικό επίπεδο-στόχο, το οποίο αντιστοιχεί τουλάχιστον στο 1 % του ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών.

276    Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014, στην αρχική περίοδο, οι εκ των προτέρων εισφορές κατανέμονται όσο το δυνατόν ισομερώς χρονικά μέχρις ότου επιτευχθεί το προαναφερθέν στη σκέψη 275 τελικό επίπεδο-στόχος, αλλά λαμβανομένης δεόντως υπόψη της φάσης του οικονομικού κύκλου, καθώς και του αντικτύπου των φιλοκυκλικών εισφορών στη χρηματοοικονομική θέση των ιδρυμάτων.

277    Το άρθρο 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014 διευκρινίζει ότι, κάθε έτος, οι εισφορές που οφείλονται από το σύνολο των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών δεν υπερβαίνουν το 12,5 % του τελικού επιπέδου-στόχου.

278    Όσον αφορά τον τρόπο υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών, το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 προβλέπει ότι το ΕΣΕ καθορίζει το ύψος τους με βάση το ετήσιο επίπεδο-στόχο, λαμβάνοντας υπόψη το τελικό επίπεδο-στόχο, και με βάση το μέσο ποσό, υπολογιζόμενο ανά τρίμηνο, των καλυπτόμενων καταθέσεων του προηγούμενου έτους όσον αφορά όλα τα ιδρύματα με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών.

279    Ομοίως, κατά το άρθρο 4 του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81, το ΕΣΕ υπολογίζει την εκ των προτέρων εισφορά για κάθε ίδρυμα με βάση το ετήσιο επίπεδο-στόχο, το οποίο πρέπει να καθορίζεται σε σχέση με το τελικό επίπεδο-στόχο και με τη μεθοδολογία που ορίζεται στον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό 2015/63.

280    Προκειμένου να εξεταστεί αν το ΕΣΕ τήρησε την υποχρέωση αιτιολόγησης την οποία υπείχε όσον αφορά τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου-στόχου, υπενθυμίζεται καταρχάς ότι, μολονότι ο εκδότης απόφασης δεν υποχρεούται, με την αιτιολογία της, να παραθέτει εξαντλητικά όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, γεγονός παραμένει ότι η εν λόγω αιτιολογία πρέπει να εκθέτει τουλάχιστον τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές σκέψεις που έχουν ουσιώδη σημασία για την όλη οικονομία της απόφασης (πρβλ. απόφαση της 10ης Ιουλίου 2008, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala, C‑413/06 P, EU:C:2008:392, σκέψη 169 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

281    Έπειτα, στην περίπτωση που το ΕΣΕ εκδίδει απόφαση για τον καθορισμό των εκ των προτέρων εισφορών, οφείλει να γνωστοποιεί στα ενδιαφερόμενα ιδρύματα τη μέθοδο υπολογισμού των εισφορών αυτών (βλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 122).

282    Το ίδιο πρέπει να ισχύει όσον αφορά τη μέθοδο καθορισμού του ετήσιου επιπέδου-στόχου, δεδομένου ότι το ποσό του έχει ουσιώδη σημασία για την όλη οικονομία της απόφασης. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το άρθρο 4 του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81, ο τρόπος υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών συνίσταται στον επιμερισμό του εν λόγω ποσού μεταξύ όλων των ενδιαφερομένων ιδρυμάτων και επομένως η αύξηση ή η μείωση του ποσού αυτού συνεπάγεται αντίστοιχη αύξηση ή μείωση της εκ των προτέρων εισφοράς καθενός από τα ιδρύματα αυτά.

283    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι τα ιδρύματα που είναι υπόχρεα σε καταβολή των εκ των προτέρων εισφορών πρέπει να είναι σε θέση να κατανοήσουν, από την ανάγνωση της προσβαλλόμενης απόφασης, τουλάχιστον τα κύρια στάδια της μεθόδου υπολογισμού του ύψους του ετήσιου επιπέδου-στόχου για την οικεία περίοδο συνεισφοράς.

284    Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 80 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ καθόρισε το ύψος του ετήσιου επιπέδου-στόχου σε 7 007 654 704 ευρώ.

285    Στην αιτιολογική σκέψη 60 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ υπενθύμισε ότι είχε καθορίσει το εν λόγω επίπεδο-στόχο λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, το προβλεπόμενο ύψος του τελικού επιπέδου-στόχου, το οποίο έπρεπε να έχει επιτευχθεί στο τέλος της αρχικής περιόδου, καθώς και τα χρηματοδοτικά μέσα που ήταν ήδη διαθέσιμα στο πλαίσιο του ΕΤΕ.

286    Το ΕΣΕ εξέθεσε τη μέθοδο που ακολούθησε για τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου-στόχου στις αιτιολογικές σκέψεις 62 έως 79 της προσβαλλόμενης απόφασης.

287    Στην αιτιολογική σκέψη 62 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ εξήγησε ότι ο καθορισμός του ετήσιου επιπέδου-στόχου στο ένα όγδοο του 1 % του ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων του προηγούμενου έτους δεν θα αρκούσε για την επίτευξη του τελικού επιπέδου-στόχου σε περίπτωση που αναμενόταν μελλοντική αύξηση των καλυπτόμενων καταθέσεων.

288    Στις αιτιολογικές σκέψεις 63 έως 66 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ διευκρίνισε ότι, προκειμένου να συνεκτιμήσει την προβλεπόμενη εξέλιξη των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά την αρχική περίοδο, είχε προβεί –ελλείψει αξιόπιστων δεδομένων σχετικά με την εξέλιξη των καλυπτόμενων καταθέσεων των ιδρυμάτων– σε ανάλυση των ρυθμών αύξησης των καταθέσεων των νοικοκυριών και των καταθέσεων των μη χρηματοπιστωτικών εμπορικών εταιριών, στηριζόμενο στα δεδομένα που είχε δημοσιεύσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Σημείωσε ότι, βάσει της ανάλυσης αυτής, ως πλέον ρεαλιστική πρόβλεψη προέβαλλε ετήσιο ρυθμό αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων της τάξεως του 3 %.

289    Επιπλέον, στις αιτιολογικές σκέψεις 67 έως 77 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ προέβη σε αξιολόγηση της φάσης του οικονομικού κύκλου και του δυνητικού φιλοκυκλικού αντικτύπου που θα μπορούσαν να έχουν οι εκ των προτέρων εισφορές στην οικονομική κατάσταση των ιδρυμάτων. Ως προς το τελευταίο αυτό ζήτημα, επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι έλαβε υπόψη το γεγονός ότι οι εκ των προτέρων εισφορές για το 2016 επρόκειτο να είναι σημαντικά υψηλότερες από τις εισφορές που είχαν εισπράξει οι εθνικές αρχές εξυγίανσης για το 2015 επί τη βάσει της οδηγίας 2014/59.

290    Κατόπιν της εκτίμησης αυτής, το ΕΣΕ κατέληξε στο συμπέρασμα, στην αιτιολογική σκέψη 78 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι, λαμβανομένων υπόψη των δυσμενών εξελίξεων του τραπεζικού τομέα και του βαθμού αβεβαιότητας που επικρατούσε στην παγκόσμια οικονομία το 2016, ήταν σκόπιμο, προκειμένου να μην επιταθούν τα φιλοκυκλικά αποτελέσματα των εκ των προτέρων εισφορών για τη φερεγγυότητα του τραπεζικού τομέα, να γίνει δεκτός ρυθμός αύξησης χαμηλότερος από εκείνον που είχε προβλεφθεί με βάση τους ρυθμούς αύξησης των καταθέσεων των νοικοκυριών και των καταθέσεων των μη χρηματοπιστωτικών εμπορικών εταιριών, ήτοι ρυθμός αύξησης χαμηλότερος του 3 %.

291    Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, το ΕΣΕ προέβλεψε, στην αιτιολογική σκέψη 80 της προσβαλλόμενης απόφασης, συντελεστή τον οποίο εφάρμοσε προκειμένου να καθορίσει το ετήσιο επίπεδο-στόχο (στο εξής: συντελεστής) και όρισε την τιμή του στο 1,05 %. Στη συνέχεια υπολόγισε το ύψος του ετήσιου επιπέδου-στόχου, πολλαπλασιάζοντας με τον ως άνω συντελεστή το ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων όλων των ιδρυμάτων κατά το έτος 2015 και διαιρώντας το γινόμενο διά του οκτώ, σύμφωνα με τον ακόλουθο μαθηματικό τύπο:

Στόχος0 [ύψος του ετήσιου επιπέδου-στόχου] = 5 339 158 631 522 [Άθροισμα των καλυπτόμενων καταθέσεων2015] * 0.0105 * ⅛ = EUR 7 007 654 704.

292    Όσον αφορά το κατά πόσον η αιτιολογία αυτή είναι επαρκής, πρώτον, υπενθυμίζεται ότι η περίοδος συνεισφοράς 2016 αντιστοιχεί στο πρώτο έτος της οκταετούς αρχικής περιόδου. Επομένως, μολονότι από την αιτιολογική σκέψη 60 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το ετήσιο επίπεδο-στόχος θα έπρεπε να καθοριστεί λαμβανομένων υπόψη των χρηματοδοτικών μέσων που ήταν ήδη διαθέσιμα στο πλαίσιο του ΕΤΕ, τα ιδρύματα μπορούσαν να γνωρίζουν ότι το στοιχείο αυτό δεν είχε καμία σημασία για τον υπολογισμό του ετήσιου επιπέδου-στόχου ως προς την περίοδο συνεισφοράς 2016.

293    Εξάλλου, όπως προκύπτει ιδίως από τις αιτιολογικές σκέψεις 60 και 80 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ καθόρισε το ετήσιο επίπεδο-στόχο σε δύο κύρια στάδια. Αρχικώς, καθόρισε το προβλεπόμενο ύψος του τελικού επιπέδου‑στόχου και, εν συνεχεία, διαίρεσε το ποσό αυτό διά του οκτώ προκειμένου να λάβει υπόψη το γεγονός ότι η αρχική περίοδος περιελάμβανε οκτώ έτη εισφορών (βλ. σκέψεις 285 έως 291 ανωτέρω).

294    Αντιθέτως, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι ο υπολογισμός του ετήσιου επιπέδου-στόχου για την περίοδο συνεισφοράς 2016 πραγματοποιήθηκε βάσει μαθηματικού τύπου διαφορετικού από εκείνον που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 80 της προσβαλλόμενης απόφασης ή ότι περιελάμβανε άλλα πρόσθετα στάδια που δεν εκτίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση.

295    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το ΕΣΕ παρέλειψε να εκθέσει, στην προσβαλλόμενη απόφαση, τα κύρια στάδια της μεθόδου υπολογισμού του ύψους του ετήσιου επιπέδου-στόχου για την περίοδο συνεισφοράς 2016.

296    Όσον αφορά, δεύτερον, το προβλεπόμενο ύψος του τελικού επιπέδου-στόχου, επισημαίνεται ότι μπορεί να συναχθεί από τον μαθηματικό τύπο που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 80 της προσβαλλόμενης απόφασης, όπως παραδέχεται η προσφεύγουσα και όπως επιβεβαίωσε το ΕΣΕ κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Ειδικότερα, με πολλαπλασιασμό των δύο πρώτων μεταβλητών του εν λόγω μαθηματικού τύπου, δηλαδή του ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων των ιδρυμάτων κατά το έτος 2015 (ήτοι 5 339 158 631 522 ευρώ) και του συντελεστή (ήτοι 0,0105), προκύπτει το προβλεπόμενο ύψος του τελικού επιπέδου-στόχου, ήτοι περίπου 56 δισεκατομμύρια ευρώ.

297    Όσον αφορά, τρίτον, τον τρόπο με τον οποίο το ΕΣΕ καθόρισε το προβλεπόμενο ύψος του τελικού επιπέδου-στόχου, από την αιτιολογική σκέψη 59 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το ΕΣΕ βάσισε την ανάλυσή του στο γεγονός ότι, κατά το άρθρο 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, το ύψος αυτό έπρεπε να αντιστοιχεί τουλάχιστον στο 1 % του ποσού των κατά το τέλος της αρχικής περιόδου καλυπτόμενων καταθέσεων όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας σε όλα τα συμμετέχοντα κράτη μέλη.

298    Συναφώς, από τις αιτιολογικές σκέψεις 62 και 63 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το ΕΣΕ έλαβε υπόψη την προβλεπόμενη εξέλιξη των καλυπτόμενων καταθέσεων όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας σε όλα τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, με βάση το ποσό των καταθέσεων αυτών όπως είχε από το 2015 και μέχρι το τέλος της αρχικής περιόδου, ήτοι μέχρι το τέλος του 2023.

299    Εξάλλου, όπως προκύπτει ιδίως από τις αιτιολογικές σκέψεις 66 και 78 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ προσδιόρισε καταρχάς ετήσιο ρυθμό αύξησης των εν λόγω καλυπτόμενων καταθέσεων ύψους 3 % μεταξύ 2015 και 2023, αλλά εν συνεχεία μείωσε το ως άνω ποσοστό προκειμένου να λάβει υπόψη την ανάλυση της φάσης του οικονομικού κύκλου και τον δυνητικό φιλοκυκλικό αντίκτυπο που θα μπορούσαν να έχουν οι εκ των προτέρων εισφορές στην οικονομική κατάσταση των ιδρυμάτων (βλ. σκέψεις 289 και 290 ανωτέρω).

300    Επομένως, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το ΕΣΕ έλαβε υπόψη ετήσιο ρυθμό αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων χαμηλότερο του 3 % μεταξύ 2015 και 2023 προκειμένου να καθορίσει το τελικό επίπεδο-στόχο.

301    Τέλος, επισημαίνεται ότι από τις αιτιολογικές σκέψεις 64 και 79 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι, κατά τη στιγμή του καθορισμού του ετήσιου επιπέδου-στόχου για την περίοδο συνεισφοράς 2016, το ΕΣΕ δεν διέθετε αξιόπιστα δεδομένα σχετικά με την πιθανή εξέλιξη των καλυπτόμενων καταθέσεων των ιδρυμάτων μεταξύ 2015 και 2023, και τούτο διότι είχε διατυπωθεί νέος ορισμός των καλυπτόμενων καταθέσεων μόλις ένα έτος νωρίτερα με την οδηγία 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (ΕΕ 2014, L 173, σ. 149). Ελλείψει τέτοιων δεδομένων, το ΕΣΕ αναγκάστηκε να εκτιμήσει την προβλεπόμενη εξέλιξη των εν λόγω καταθέσεων βάσει των ρυθμών αύξησης των καταθέσεων των νοικοκυριών και των καταθέσεων των μη χρηματοπιστωτικών εμπορικών εταιριών, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 64 της προσβαλλόμενης απόφασης.

302    Υπό τις ιδιαίτερες αυτές περιστάσεις και λαμβανομένου υπόψη επιπλέον του γεγονότος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αφορούσε την πρώτη περίοδο συνεισφοράς μετά την έκδοση του κανονισμού 806/2014, τα ιδρύματα, ως συνετοί επιχειρηματίες, μπορούσαν ευλόγως να αναμένουν ότι, για τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου-στόχου ως προς την περίοδο αυτή, το ΕΣΕ θα ελάμβανε υπόψη και το προβλεπόμενο ύψος του τελικού επιπέδου-στόχου, όπως αυτό αναγραφόταν στην αιτιολογική έκθεση της πρότασης COM(2013) 520 final της Επιτροπής, της 10ης Ιουλίου 2013, που κατέληξε στην έκδοση του εν λόγω κανονισμού, με την οποία αιτιολογική έκθεση η Επιτροπή εκτίμησε ότι το τελικό επίπεδο-στόχος θα ανήρχετο σε 55 δισεκατομμύρια ευρώ.

303    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, τα ιδρύματα ήταν σε θέση να κατανοήσουν τον βασικό τρόπο με τον οποίο το ΕΣΕ επρόκειτο να καθορίσει το τελικό επίπεδο-στόχο, με σκοπό τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου-στόχου ως προς την περίοδο συνεισφοράς 2016.

304    Το συμπέρασμα αυτό δεν κλονίζεται από τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

305    Κατά πρώτον, η προσφεύγουσα επικρίνει την προσβαλλόμενη απόφαση καθόσον δεν αναγράφει ούτε το προβλεπόμενο για το τέλος της αρχικής περιόδου ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών ούτε το προβλεπόμενο ύψος του τελικού επιπέδου-στόχου.

306    Συναφώς, αρκεί να υπομνησθεί ότι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 296 ανωτέρω, το προβλεπόμενο ύψος του τελικού επιπέδου-στόχου μπορεί να συναχθεί από τον μαθηματικό τύπο που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 80 της προσβαλλόμενης απόφασης.

307    Όσον αφορά εξάλλου το προβλεπόμενο για το τέλος της αρχικής περιόδου ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων, το ποσό αυτό δεν αποτελεί, στο πλαίσιο της όλης οικονομίας της προσβαλλόμενης απόφασης, ουσιώδες δεδομένο χωρίς το οποίο η προσφεύγουσα δεν μπορούσε να κατανοήσει τα κύρια στάδια της μεθόδου την οποία ακολούθησε το ΕΣΕ και η οποία περιγράφεται στη σκέψη 293 ανωτέρω.

308    Κατά δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παρέχει αριθμητικά στοιχεία που να καθιστούν κατανοητούς τους λόγους για τους οποίους το ΕΣΕ καθόρισε τον συντελεστή ειδικά στο 1,05 %. Επιπλέον, τα αριθμητικά στοιχεία της προσβαλλόμενης απόφασης είναι αντιφατικά. Ειδικότερα, το γεγονός ότι το ΕΣΕ εφάρμοσε τον συντελεστή 1,05 % σημαίνει ότι ο καθορισμός του ετήσιου επιπέδου-στόχου βασίζεται σε σωρευτική αύξηση των καλυπτόμενων καταθέσεων ύψους 5 % κατά τα οκτώ έτη της αρχικής περιόδου, ενώ στην προσβαλλόμενη απόφαση διευκρινίζεται ότι ο καθορισμός του ετήσιου επιπέδου-στόχου στηρίζεται σε «ετήσιο» ρυθμό αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων της τάξεως του 3 %. Το τελευταίο αυτό ποσοστό θα οδηγούσε σε σωρευτική αύξηση των καλυπτόμενων καταθέσεων που θα υπερέβαινε κατά πολύ το 5 % στο τέλος της αρχικής περιόδου. Εξάλλου, κατά την προσφεύγουσα, δεν διευκρινίζεται αν η αναφορά σε «συντηρητική προσέγγιση», στην αιτιολογική σκέψη 79 της προσβαλλόμενης απόφασης, σημαίνει ότι το ετήσιο επίπεδο-στόχος χρειάστηκε, ως μέτρο ασφαλείας, να καθοριστεί σε υψηλό επίπεδο ή αν σημαίνει αντιθέτως ότι το ΕΣΕ στηρίχθηκε σε μικρή μόνον αύξηση των καλυπτόμενων καταθέσεων.

309    Η επιχειρηματολογία αυτή στηρίζεται, αφενός, στην εσφαλμένη προκείμενη ότι το ΕΣΕ έλαβε υπόψη, για τον καθορισμό του τελικού επιπέδου-στόχου, ετήσιο ρυθμό αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων «της τάξεως του 3 %». Ειδικότερα, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 300 ανωτέρω, από την προσβαλλόμενη απόφαση και ιδίως από την αιτιολογική σκέψη 78 προκύπτει ότι το ΕΣΕ θεώρησε ότι δέον ήταν να «καθοριστεί το ετήσιο επίπεδο-στόχος για το 2016 με βάση προβλεπόμενο ρυθμό αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων χαμηλότερο από εκείνον που [είχε] καθοριστεί βάσει του παρατηρηθέντος ρυθμού αύξησης των καταθέσεων των νοικοκυριών και των καταθέσεων των μη χρηματοπιστωτικών εμπορικών εταιριών», ήτοι ρυθμό αύξησης χαμηλότερο του 3 %. Επομένως, από την ως άνω αιτιολογική σκέψη συνάγεται ότι το ΕΣΕ προέκρινε ποσοστό ευρισκόμενο μεταξύ του 0 % και του 3 %. Επιπλέον, υπογραμμίζοντας ότι είχε ακολουθήσει «συντηρητική προσέγγιση», το ΕΣΕ επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ότι είχε κρίνει σκόπιμο, για τους λόγους που εξέθεσε στην προσβαλλόμενη απόφαση, να δεχθεί ετήσιο ρυθμό αύξησης ο οποίος θα ευρισκόταν στο κατώτερο άκρο του εν λόγω εύρους τιμών.

310    Συναφώς, το ΕΣΕ διευκρίνισε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, χωρίς να αντικρουστεί ως προς το σημείο αυτό από την προσφεύγουσα, ότι το ποσό των 56 δισεκατομμυρίων ευρώ στο οποίο καθορίστηκε το τελικό επίπεδο-στόχος με την προσβαλλόμενη απόφαση αντιστοιχούσε σε ετήσιο ρυθμό αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων της τάξεως του 0,6 %. Ένας τέτοιος ετήσιος ρυθμός αύξησης, που εφαρμόζεται στο ποσό των 5 339 158 631 522 ευρώ, αντιστοιχεί, μετά από οκτώ έτη, σε σωρευτικό ποσοστό 4,92 % και δεν είναι επομένως ασυμβίβαστος, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, με σωρευτικό ρυθμό αύξησης κατά το τέλος της εν λόγω οκταετούς περιόδου της τάξεως του 5 %, όπως αυτός αντανακλάται στον συντελεστή 1,05 %.

311    Επομένως, ως προς το σημείο αυτό, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν πάσχει από έλλειψη συνέπειας.

312    Αφετέρου, όσον αφορά την αιτίαση της προσφεύγουσας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παρέχει αριθμητικά στοιχεία που να καθιστούν κατανοητούς τους λόγους για τους οποίους το ΕΣΕ καθόρισε τον συντελεστή ειδικά στο 1,05 %, επισημαίνεται, πρώτον, ότι από τα στοιχεία που μνημονεύονται στην προσβαλλόμενη απόφαση και από τα στοιχεία που υπενθυμίζονται στις σκέψεις 309 και 310 ανωτέρω ήταν δυνατόν να συναχθεί ότι ο συντελεστής αυτός αντιστοιχούσε σε σωρευτικό ρυθμό αύξησης των αναμενόμενων κατά το τέλος της οκταετούς αρχικής περιόδου καλυπτόμενων καταθέσεων της τάξεως του 5 %, ο οποίος στην προκειμένη περίπτωση σήμαινε ετήσιο ρυθμό αύξησης της τάξεως του 0,6 %. Το τελευταίο αυτό ποσοστό ευρίσκεται επομένως στο κατώτερο άκρο του εύρους τιμών μεταξύ 0 % και 3 % το οποίο δέχθηκε το ΕΣΕ, πράγμα που συμβιβάζεται με τη συντηρητική προσέγγισή του η οποία δικαιολογείται από την αξιολόγηση της φάσης του οικονομικού κύκλου και του δυνητικού φιλοκυκλικού αντικτύπου που θα μπορούσαν να έχουν οι εκ των προτέρων εισφορές στην οικονομική κατάσταση των ιδρυμάτων. Επομένως, ένας συνετός επιχειρηματίας όπως η προσφεύγουσα μπορούσε να κατανοήσει τη σχέση μεταξύ των στοιχείων αυτών. Δεύτερον, ο συντελεστής 1,05 % παρείχε τη δυνατότητα στο ΕΣΕ, υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης που υπενθυμίζονται στη σκέψη 302 ανωτέρω, να εξασφαλίσει την προσέγγιση μεταξύ του τελικού επιπέδου-στόχου και του προβλεπόμενου ύψους του τελικού επιπέδου-στόχου, όπως προέκυπτε από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του κανονισμού 806/2014. Τρίτον, όσον αφορά τον καθορισμό συντελεστή ο οποίος αποσκοπεί στο να εκφράσει, κατ’ ουσίαν, μια οικονομική πρόβλεψη στηριζόμενη σε πλείονες εξελικτικούς, αβέβαιους ή μεταβλητούς παράγοντες, θα ήταν υπερβολικό να απαιτείται ειδική αιτιολογία για καθεμία από τις τεχνικής φύσεως επιλογές ή για κάθε αριθμητικό στοιχείο επί των οποίων στηρίχθηκε το σκεπτικό που ακολουθήθηκε, εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση καθιστά σαφές το εν λόγω σκεπτικό, ούτως ώστε να καθίσταται δυνατή η μεταγενέστερη αμφισβήτηση της βασιμότητάς του ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου (πρβλ. απόφαση της 1ης Ιουλίου 2008, Chronopost και La Poste κατά UFEX κ.λπ., C‑341/06 P και C‑342/06 P, EU:C:2008:375, σκέψη 108 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

313    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, συνάγεται ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας όσον αφορά τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου-στόχου για την περίοδο συνεισφοράς 2016.

Γ.      Συμπέρασμα

314    Δεδομένου ότι κανένας από τους λόγους ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα δεν είναι βάσιμος, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

V.      Επί των δικαστικών εξόδων

315    Κατά το άρθρο 133 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει για τα δικαστικά έξοδα με την απόφαση που περατώνει τη δίκη. Κατά το άρθρο 219 του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται στην παρούσα κατόπιν αναπομπής διαδικασία, το Γενικό Δικαστήριο οφείλει να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων όσον αφορά, αφενός, τις ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασίες και, αφετέρου, την ενώπιον του Δικαστηρίου αναιρετική διαδικασία.

316    Εξάλλου, κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

317    Εν προκειμένω, το Δικαστήριο, με την αναιρετική απόφαση, αναίρεσε την αναιρεσιβληθείσα απόφαση και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα. Επομένως, με την παρούσα απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων της αρχικής διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, της αναιρετικής διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου και της παρούσας κατόπιν αναπομπής διαδικασίας.

318    Δεδομένου ότι το ΕΣΕ ηττήθηκε στην ενώπιον του Δικαστηρίου αναιρετική διαδικασία, πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά του καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η προσφεύγουσα σε σχέση με τη διαδικασία αυτή.

319    Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε επί της ουσίας στη διαδικασία αναπομπής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, βάσει των επιχειρημάτων που είχε προβάλει στο πλαίσιο της προ της αναιρέσεως διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, πρέπει να κριθεί ότι θα φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το ΕΣΕ σε σχέση με αμφότερες τις διαδικασίες αυτές.

320    Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Συμβούλιο και η Επιτροπή θα φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης (ΕΣΕ) φέρει τα δικαστικά έξοδά του καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η NRW.Bank σε σχέση με την ενώπιον του Δικαστηρίου αναιρετική διαδικασία, στο πλαίσιο της υπόθεσης C662/19 P.

3)      Η NRW.Bank φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το ΕΣΕ σε σχέση με τη διαδικασία αναπομπής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της υπόθεσης T466/16 RENV, καθώς και σε σχέση με την αρχική διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της υπόθεσης T466/16.

4)      Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Kornezov

De Baere

Petrlík

Kecsmár

 

Kingston

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 21 Φεβρουαρίου 2024.

Ο γραμματέας

 

Ο πρόεδρος

T. Henze, βοηθός γραμματέας


Περιεχόμενα


I. Το ιστορικό της διαφοράς και τα μεταγενέστερα της άσκησης της υπό κρίση προσφυγής πραγματικά περιστατικά

II. Η προσβαλλόμενη απόφαση

III. Αιτήματα των διαδίκων

IV. Σκεπτικό

Α. Επί των ενστάσεων περί ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του άρθρου 6, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, καθώς και του παραρτήματος I, «Βήμα 2», του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63

1. Επί του ενάτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ένσταση περί ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63

α) Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

β) Επί του περιεχομένου του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63

γ) Επί της νομιμότητας του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63

1) Επί του πρώτου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται ότι αγνοήθηκαν οι προπαρασκευαστικές εργασίες της οδηγίας 2014/59

2) Επί του δευτέρου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται ότι δεν τηρήθηκε ο σκοπός της ελάφρυνσης των δημόσιων προϋπολογισμών

3) Επί του τρίτου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται ότι δεν τηρήθηκαν η αρχή της ευθυγράμμισης των εκ των προτέρων εισφορών προς το προφίλ κινδύνου και η αρχή της ίσης μεταχείρισης

2. Επί του δεκάτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 6, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, και του παραρτήματος I, «Βήμα 2», του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63

Β. Επί των λόγων ακυρώσεως που αφορούν τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης

1. Επί του δευτέρου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παρέβη το άρθρο 41 του Χάρτη και την υποχρέωση αιτιολόγησης λόγω απουσίας νομικής βάσης για την αναδρομική αντικατάσταση των αρχικών αποφάσεων

2. Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ανεπαρκής αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης όσον αφορά τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς της προσφεύγουσας

α) Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

β) Επί του πρώτου σκέλους που αφορά έλλειψη ατομικής αιτιολόγησης της προσβαλλόμενης απόφασης

γ) Επί του δευτέρου σκέλους, περί μη κοινοποίησης των ατομικών δεδομένων των λοιπών ιδρυμάτων

δ) Επί του τρίτου σκέλους, περί ανεπαρκούς αιτιολογίας όσον αφορά τη δημιουργία των κελιών

3. Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση των «γενικών διαδικαστικών απαιτήσεων» που απορρέουν από το άρθρο 41 του Χάρτη, από το άρθρο 298 ΣΛΕΕ, από τις γενικές αρχές του δικαίου και από τον εσωτερικό κανονισμό του ΕΣΕ

4. Επί του πρώτου και του εβδόμου λόγου ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλεται παράβαση του άρθρου 41, παράγραφος 1, και παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Χάρτη λόγω προσβολής του δικαιώματος ακρόασης

α) Επί του πρώτου σκέλους, περί ανεπάρκειας της προθεσμίας για την υποβολή παρατηρήσεων στο πλαίσιο της διαδικασίας διαβούλευσης

β) Επί του δευτέρου σκέλους, περί του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είχε οριστικά διαμορφωθεί πριν από τη διαδικασία διαβούλευσης

5. Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίον προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση προσέβαλε το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας

6. Επί του ογδόου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται έλλειψη νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης υπό το πρίσμα του άρθρου 3, σημείο 28, και του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63

7. Επί του ενδέκατου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση των γενικών αρχών του δικαίου, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση δεν στηρίζεται στα νομικά στοιχεία που ίσχυαν κατά την ημερομηνία έκδοσής της

8. Επί της αιτιολόγησης του καθορισμού του ετήσιου επιπέδου-στόχου

Γ. Συμπέρασμα

V. Επί των δικαστικών εξόδων


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.