Language of document : ECLI:EU:C:2022:736

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PRIIT PIKAMÄE

της 29ης Σεπτεμβρίου 2022 (1)

Υπόθεση C640/20 P

PV

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Ηθική παρενόχληση – Ιατρικές γνωματεύσεις – Αδικαιολόγητες απουσίες – Αποδοχές – Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 11α – Σύγκρουση συμφερόντων – Άρθρα 21α και 23 – Εθνικό ποινικό δίκαιο – Πειθαρχική διαδικασία – Παύση των καθηκόντων – Ανάκληση της παύσης των καθηκόντων– Έννομο συμφέρον – Νέα πειθαρχική διαδικασία – Νέα παύση των καθηκόντων»






I.      Εισαγωγή

1.        Με την αίτηση αναιρέσεως, ο PV ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 30ής Ιανουαρίου 2020, PV κατά Επιτροπής (T‑786/16 και T‑224/18, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:17), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τις προσφυγές-αγωγές του με αίτημα να αναγνωριστεί ότι υπήρξε θύμα ηθικής παρενόχλησης, να ακυρωθούν πλείονες πράξεις και να υποχρεωθεί Ευρωπαϊκή Επιτροπή να αποκαταστήσει την υλική ζημία και την ηθική βλάβη που ισχυρίζεται ότι υπέστη όταν ήταν υπάλληλος της Επιτροπής.

2.        Η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως η οποία εμπίπτει στον τομέα του δικαίου της ευρωπαϊκής δημόσιας διοίκησης, περιλαμβάνει δέκα λόγους αναιρέσεως που βάλλουν, κατ’ ουσίαν, κατά της πλειονότητας των βασικών διαπιστώσεων στις οποίες προέβη το Γενικό Δικαστήριο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση σχετικά με τα αιτήματα αναιρέσεως που υπέβαλε ο PV. Κατόπιν αιτήματος του Δικαστηρίου, οι παρούσες προτάσεις θα επικεντρωθούν στους δύο πρώτους λόγους αναιρέσεως καθώς και στον όγδοο λόγο αναιρέσεως. Η εξέταση των λόγων αυτών συνεπάγεται την ανάλυση μιας σειράς καινοφανών νομικών ζητημάτων, ήτοι της δυνατότητας εφαρμογής του ποινικού δικαίου των κρατών μελών στους υπαλλήλους της Ένωσης, της απαίτησης αμεροληψίας στο πλαίσιο των υπαλληλικών υποθέσεων και της δυνατότητας άσκησης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγής ακυρώσεως διοικητικής αποφάσεως μετά την ανάκλησή της.

II.    Το νομικό πλαίσιο

3.        Το άρθρο 11α του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς (στο εξής: ΚΥΚ), ορίζει τα εξής:

«1.      Κατά την άσκηση των καθηκόντων του και εκτός αντιθέτου διατάξεως, ο υπάλληλος δεν απασχολείται σε καμία υπόθεση στην οποία έχει, άμεσα ή έμμεσα, προσωπικό συμφέρον, ιδίως οικογενειακό ή οικονομικό, φύσεως ικανής να θέσει σε κίνδυνο την ανεξαρτησία του.

2.      Ο υπάλληλος ο οποίος, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, συμβαίνει να απασχοληθεί με υπόθεση όπως η προαναφερόμενη, ενημερώνει αμέσως σχετικά την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή. Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή λαμβάνει τα επιβαλλόμενα μέτρα και δύναται, ιδίως, να απαλλάσσει τον υπάλληλο από τον χειρισμό της υποθέσεως αυτής.

3.      Ο υπάλληλος δεν δύναται να διατηρεί ή να αποκτά, αμέσως ή εμμέσως, στις επιχειρήσεις που υπόκεινται στον έλεγχο του οργάνου στο οποίο ανήκει ή σχετίζονται με το εν λόγω όργανο, συμφέροντα τέτοιας φύσεως και σημασίας που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την ανεξαρτησία του κατά την άσκηση των καθηκόντων του.»

4.        Το άρθρο 12α του ΚΥΚ προβλέπει τα εξής:

«1.      Ο υπάλληλος απέχει από κάθε μορφή ηθικής ή σεξουαλικής παρενόχλησης.

2.      Ο υπάλληλος που υπήρξε θύμα ηθικής ή σεξουαλικής παρενόχλησης δεν υφίσταται καμία επιβλαβή συνέπεια εκ μέρους του οργάνου. Ο υπάλληλος που έχει δώσει αποδείξεις για ηθική ή σεξουαλική παρενόχληση δεν υφίσταται καμία επιβλαβή συνέπεια εκ μέρους του οργάνου, υπό τον όρο ότι έχει ενεργήσει εντίμως.

3.      Ως “ηθική παρενόχληση”, νοείται η καταχρηστική επί ορισμένο χρονικό διάστημα διαγωγή που εκδηλώνεται κατά τρόπο επαναληπτικό ή συστηματικό με είδη συμπεριφοράς, με προφορικό ή γραπτό λόγο, με χειρονομίες ή πράξεις που γίνονται με πρόθεση και θίγουν την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια ή τη φυσική ή ψυχολογική ακεραιότητα ενός προσώπου.

[…]»

5.        Το άρθρο 19, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ ορίζει τα εξής:

«Ο υπάλληλος δεν αποκαλύπτει ενώπιον δικαστικής αρχής, για οποιονδήποτε λόγο, πληροφορίες που γνωρίζει λόγω της ασκήσεως των καθηκόντων του, χωρίς την άδεια της αρμοδίας για τους διορισμούς αρχής. Η άδεια αυτή δεν χορηγείται μόνο αν τούτο επιβάλλεται για τα συμφέροντα της Ένωσης και εφόσον η άρνηση της αδείας αυτής δεν συνεπάγεται ποινικές συνέπειες σε βάρος του ενδιαφερομένου υπαλλήλου. Ο υπάλληλος υπόκειται στην υποχρέωση αυτή ακόμη και μετά τη λήξη των καθηκόντων του.»

6.        Το άρθρο 21α του ΚΥΚ έχει ως εξής:

«1.      Στην περίπτωση που ο υπάλληλος λάβει διαταγή την οποία θεωρεί ως αντικανονική ή εάν εκτιμά ότι από την εκτέλεσή της είναι δυνατόν να προκύψουν σοβαρές δυσχέρειες, ειδοποιεί σχετικά τον αμέσως ιεραρχικά ανώτερό του, ο οποίος, εάν η ειδοποίηση έχει διαβιβασθεί εγγράφως, απαντά επίσης εγγράφως. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, εάν ο αμέσως ιεραρχικά ανώτερος επιβεβαιώσει τη διαταγή, αλλά ο υπάλληλος κρίνει ότι η επιβεβαίωση αυτή δεν είναι ευλόγως καθησυχαστική ενόψει των λόγων του να ανησυχεί, αναφέρει εγγράφως το θέμα στην αμέσως ανώτερη ιεραρχικά αρχή. Εάν η αμέσως ανώτερη ιεραρχικά αρχή επιβεβαιώσει τη διαταγή εγγράφως, ο υπάλληλος υποχρεούται να την εκτελέσει, εκτός εάν η διαταγή είναι προδήλως παράνομη ή αντιβαίνει στους ισχύοντες κανόνες ασφαλείας.

2.      Εάν ο αμέσως ιεραρχικά ανώτερος κρίνει ότι η διαταγή πρέπει να εκτελεσθεί αμέσως, ο υπάλληλος πρέπει να την εκτελέσει, εκτός εάν αυτή είναι προδήλως παράνομη ή αντιβαίνει στους ισχύοντες κανόνες ασφαλείας. Ο αμέσως ιεραρχικά ανώτερός του υποχρεούται, εφόσον το ζητήσει ο υπάλληλος, να δίδει τέτοιες διαταγές εγγράφως.

3.      Ο υπάλληλος που ενημερώνει τους προϊσταμένους του για εντολές τις οποίες θεωρεί παράτυπες ή ικανές να προκαλέσουν σοβαρά προβλήματα δεν υφίσταται για τούτο κυρώσεις εκ μέρους των προϊσταμένων του.»

7.        Το άρθρο 23, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ ορίζει τα εξής:

«Τα προνόμια και οι ασυλίες, των οποίων απολαύουν οι υπάλληλοι, απονέμονται αποκλειστικά προς το συμφέρον της Ένωσης. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών, οι ενδιαφερόμενοι δεν απαλλάσσονται ούτε από την εκπλήρωση των ατομικών τους υποχρεώσεων, ούτε από την τήρηση των νόμων και των αστυνομικών διατάξεων που ισχύουν.»

8.        Το άρθρο 24 του ΚΥΚ έχει ως εξής:

«Η Ένωση παρέχει βοήθεια στον υπάλληλο, ιδίως σε περίπτωση διώξεως των δραστών απειλών, προσβολών, εξυβρίσεων ή αποπειρών εναντίον του προσώπου και της περιουσίας είτε του ιδίου είτε των μελών της οικογενείας του, λόγω της ιδιότητάς του ή των καθηκόντων του.

Η Ένωση επανορθώνει αλληλεγγύως τις ζημίες που έχουν προκληθεί στην περίπτωση αυτή στον υπάλληλο στο μέτρο που ο τελευταίος δεν είναι, εκ δόλου ή βαρείας αμελείας, υπαίτιος των ζημιών αυτών και εφόσον δεν έχει δυνηθεί να επιτύχει επανόρθωση από το δράστη.»

9.        Το άρθρο 59, παράγραφοι 1 έως 3, του ΚΥΚ προβλέπει τα εξής:

«1.      Ο υπάλληλος που αποδεικνύει ότι κωλύεται να ασκήσει τα καθήκοντά του λόγω ασθενείας ή ατυχήματος απολαύει αναρρωτικής αδείας.

Ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος πρέπει, το συντομότερο δυνατόν, να απευθύνει κοινοποίηση στο όργανο στο οποίο ανήκει για την αδυναμία παροχής υπηρεσιών, προσδιορίζοντας συγχρόνως τον τόπο όπου ευρίσκεται. Προσκομίζει, από την τέταρτη ημέρα της απουσίας του, ιατρικό πιστοποιητικό. Το πιστοποιητικό αυτό πρέπει να αποστέλλεται το αργότερο την πέμπτη ημέρα της απουσίας, γεγονός αποδεικνυόμενο από τη σφραγίδα του ταχυδρομείου. Άλλως, η απουσία θεωρείται αδικαιολόγητη, εκτός εάν το πιστοποιητικό δεν εστάλη για λόγους πέραν της βουλήσεως του υπαλλήλου.

Ο υπάλληλος δύναται, ανά πάσα στιγμή, να υποχρεωθεί να υποβληθεί σε ιατρική εξέταση που διοργανώνεται από το όργανο. Εάν, εξ υπαιτιότητος του υπαλλήλου, η εξέταση αυτή δεν μπορέσει να πραγματοποιηθεί, η απουσία του θεωρείται αδικαιολόγητη από την ημερομηνία κατά την οποία έπρεπε να έχει λάβει χώρα η εξέταση.

Εάν το πόρισμα της εξέτασης είναι ότι ο υπάλληλος είναι ικανός να εκτελέσει τα καθήκοντά του, η απουσία του, με την επιφύλαξη του επομένου εδαφίου, θεωρείται αδικαιολόγητη από την ημερομηνία της εξέτασης.

Εάν ο υπάλληλος θεωρεί ότι τα πορίσματα της ιατρικής εξέτασης που διοργανώθηκε από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή είναι ιατρικώς αδικαιολόγητα, μπορεί, είτε ο ίδιος είτε ένας ιατρός που ενεργεί για λογαριασμό του, να υποβάλει, εντός δύο ημερών, στο όργανο αίτηση παραπομπής του θέματος σε ανεξάρτητο ιατρό για γνωμάτευση.

Το όργανο διαβιβάζει αμέσως το αίτημα αυτό σε άλλον ιατρό, κατόπιν κοινής συμφωνίας από τον ιατρό του υπαλλήλου και από τον ιατρό-σύμβουλο του οργάνου. Εάν, εντός πέντε ημερών από το αίτημα, δεν υπάρξει τέτοια συμφωνία, το όργανο επιλέγει ένα από τα εγγεγραμμένα στον κατάλογο των ανεξάρτητων ιατρών πρόσωπα· ο εν λόγω κατάλογος συντάσσεται κάθε έτος με κοινή συμφωνία της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής και της επιτροπής προσωπικού. Ο υπάλληλος μπορεί να αμφισβητήσει, εντός δύο εργάσιμων ημερών, την επιλογή του οργάνου, οπότε το τελευταίο επιλέγει άλλο πρόσωπο από τον κατάλογο· αυτή η επιλογή είναι οριστική.

Η γνωμάτευση του ανεξάρτητου ιατρού, που διατυπώνεται μετά από διαβούλευση με τον ιατρό του υπαλλήλου και τον ιατρό-σύμβουλο του οργάνου, είναι δεσμευτική. Στην περίπτωση που η γνωμάτευση του ανεξάρτητου ιατρού επιβεβαιώνει το πόρισμα της εξέτασης που διοργάνωσε το όργανο η απουσία θεωρείται αδικαιολόγητη από την ημερομηνία της εν λόγω εξέτασης. Στην περίπτωση που η γνωμάτευση του ανεξάρτητου ιατρού δεν επιβεβαιώσει το πόρισμα της εν λόγω εξέτασης, η απουσία θεωρείται από κάθε άποψη δικαιολογημένη.

[…]

3.      Με την επιφύλαξη της εφαρμογής, ενδεχομένως, των κανόνων σχετικά με τις πειθαρχικές διαδικασίες, κάθε απουσία που κρίνεται αδικαιολόγητη σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 αφαιρείται από την ετήσια άδεια του ενδιαφερομένου υπαλλήλου. Στην περίπτωση που ο υπάλληλος έχει εξαντλήσει την άδειά του, στερείται των αποδοχών του για το αντίστοιχο διάστημα.»

10.      Το άρθρο 60, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ έχει ως εξής:

«Εκτός από περίπτωση ασθενείας ή ατυχήματος, ο υπάλληλος δεν δύναται να απουσιάσει χωρίς προηγούμενη άδεια από τον ιεραρχικά ανώτερό του. Με την επιφύλαξη της ενδεχομένης εφαρμογής των προβλεπομένων πειθαρχικών διατάξεων, κάθε παράτυπη απουσία που έχει δεόντως διαπιστωθεί καταλογίζεται στη διάρκεια της ετησίας αδείας του ενδιαφερομένου. Σε περίπτωση εξαντλήσεως της αδείας αυτής ο υπάλληλος στερείται του δικαιώματος επί των αποδοχών του για την αντίστοιχη περίοδο.»

11.      Το άρθρο 6, παράγραφος 5, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ προβλέπει τα εξής:

«Εντός πέντε ημερών από τη συγκρότηση του συμβουλίου, ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος δικαιούται μία φορά να ζητήσει την εξαίρεση ενός από τα μέλη του συμβουλίου. Το όργανο επίσης δικαιούται να ζητήσει την εξαίρεση ενός από τα μέλη του συμβουλίου.

Εντός της ίδιας προθεσμίας, τα μέλη του συμβουλίου μπορούν να προβάλλουν νόμιμους λόγους αυτοεξαίρεσής τους και πρέπει να απέχουν, εάν υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων.

[…]»

III. Το ιστορικό της διαφοράς, η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

Α.      Το ιστορικό της διαφοράς

12.      Το ιστορικό της διαφοράς εκτίθεται στις σκέψεις 1 έως 33 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Για τις ανάγκες της παρούσας διαδικασίας, μπορεί να συνοψιστεί ως ακολούθως.

13.      Ο PV, υπάλληλος της Επιτροπής από τις 16 Ιουλίου 2007, τοποθετήθηκε στη Γενική Διεύθυνση (ΓΔ) Απασχόλησης, Κοινωνικών Υποθέσεων και Ένταξης της Επιτροπής μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 2009.

14.      Στις 5 Αυγούστου 2009 ο PV υπέβαλε αίτηση αρωγής βάσει του άρθρου 24 και του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, καθόσον θεώρησε ότι υπήρξε θύμα παρενόχλησης. Η διαδικασία αυτή περατώθηκε στις 9 Ιουνίου 2010, κατόπιν έρευνας της Υπηρεσίας Ερευνών και Πειθαρχικών Κυρώσεων της Επιτροπής, η οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, μετά τη μετάθεση του PV στη ΓΔ Προϋπολογισμού της Επιτροπής την 1η Οκτωβρίου 2009, δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ για τον χαρακτηρισμό συγκεκριμένης συμπεριφοράς ως ηθικής παρενόχλησης.

15.      Την 1η Απριλίου 2013 ο PV τοποθετήθηκε στη μονάδα «Προϋπολογισμού και χρηματοοικονομικής διαχείρισης» της ΓΔ Διερμηνείας της Επιτροπής.

16.      Στις 12 Νοεμβρίου 2013 ο προϊστάμενος της εν λόγω μονάδας υπέβαλε πειθαρχική καταγγελία κατά του PV για προβλήματα συμπεριφοράς, μη εφαρμογή των ισχυουσών διαδικασιών και έλλειψη απόδοσης.

17.      Από τις 8 Μαΐου 2014 ο PV δεν προσήλθε ξανά στην εργασία του, καθόσον θεώρησε ότι υπήρξε θύμα ηθικής παρενόχλησης, και απέστειλε ιατρικά πιστοποιητικά τα οποία εκδόθηκαν από τον θεράποντα ιατρό του.

18.      Στις 27 Ιουνίου και στις 10 Οκτωβρίου 2014 οι ιατροί-σύμβουλοι της Επιτροπής εξέδωσαν ιατρικές γνωματεύσεις οι οποίες ανέφεραν ότι ο PV ήταν ικανός να επιστρέψει στην εργασία του. Εν συνεχεία, ο PV κλήθηκε σε ιατρικές εξετάσεις και δεν ανταποκρίθηκε στις κλήσεις αυτές.

19.      Στις 23 Δεκεμβρίου 2014 ο PV υπέβαλε δεύτερη αίτηση αρωγής βάσει του άρθρου 24 του ΚΥΚ. Με απόφαση της 12ης Μαρτίου 2015, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (ΑΔΑ) έκρινε ότι δεν υπήρχαν ενδείξεις ηθικής παρενόχλησης εις βάρος του PV και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, ως εκ τούτου, δεν δικαιολογούνταν η εφαρμογή έκτακτων μέτρων απομάκρυνσης.

20.      Η Επιτροπή, καθόσον έκρινε ότι οι απουσίες του PV ήταν αδικαιολόγητες, εξέδωσε πλείονες αποφάσεις περί παρακράτησης στον μισθό του PV.

21.      Στις 10 Ιουλίου 2015 η Επιτροπή κίνησε την πειθαρχική διαδικασία CMS 13/087 κατά του PV, λόγω επαναλαμβανόμενης απείθειας κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ανάρμοστης συμπεριφοράς και αδικαιολόγητων απουσιών.

22.      Με αποφάσεις της 31ης Μαΐου και της 5ης Ιουλίου 2016, η ΑΔΑ έκρινε ότι οι απουσίες του PV για τα χρονικά διαστήματα από τις 5 Φεβρουαρίου έως τις 31 Μαρτίου 2016 και από τις 4 Απριλίου έως τις 31 Μαΐου 2016 ήταν παράτυπες.

23.      Με απόφαση της 11ης Ιουλίου 2016, το Γραφείο Διαχείρισης και Εκκαθάρισης των Ατομικών Δικαιωμάτων (PMO) αποφάσισε να αναστείλει την καταβολή του μισθού του αναιρεσείοντος από την 1η Ιουλίου 2016.

24.      Με απόφαση της ΑΔΑ της 26ης Ιουλίου 2016, η οποία εκδόθηκε κατόπιν του πορίσματος της πειθαρχικής διαδικασίας CMS 13/087, ο PV παύθηκε από τα καθήκοντά του από την 1η Αυγούστου 2016 (στο εξής: απόφαση περί παύσης των καθηκόντων της 26ης Ιουλίου 2016). Ο PV υπέβαλε κατά της εν λόγω αποφάσεως διοικητική ένσταση, η οποία απορρίφθηκε με απόφαση της ΑΔΑ της 2ας Φεβρουαρίου 2017.

25.      Με υπηρεσιακό σημείωμα της 31ης Ιουλίου 2016, ο γενικός διευθυντής της ΓΔ Διερμηνείας γνωστοποίησε στον PV ότι θα θεωρηθούν ως παράτυπες οι απουσίες του για το χρονικό διάστημα από τις 2 Ιουνίου έως τις 31 Ιουλίου 2016 και ότι θα γίνουν οι αντίστοιχες μειώσεις στον μισθό του. Η διοικητική ένσταση που υπέβαλε ο PV κατά του εν λόγω σημειώματος απορρίφθηκε με απόφαση της ΑΔΑ της 17ης Ιανουαρίου 2017.

26.      Με επιστολή προκαταρκτικής ενημέρωσης της 21ης Σεπτεμβρίου 2016, το PMO ενημέρωσε τον PV ότι όφειλε στην Επιτροπή ποσό ύψους 42 704,74 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε στις αδικαιολόγητες απουσίες του. Η διοικητική ένσταση που υπέβαλε ο PV κατά της εν λόγω αποφάσεως απορρίφθηκε με απόφαση της ΑΔΑ της 17ης Ιανουαρίου 2017.

27.      Στις 24 Ιουλίου 2017 η ΑΔΑ ανακάλεσε την απόφαση παύσης των καθηκόντων της 26ης Ιουλίου 2016 και ο PV ενημερώθηκε, με σημείωμα του γενικού διευθυντή της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων και Ασφάλειας, ότι επρόκειτο να επανενταχθεί στις 16 Σεπτεμβρίου 2017 στη μονάδα «Συστημάτων πληροφορικής και συνεδριακών συστημάτων» της ΓΔ Διερμηνείας. Η διοικητική ένσταση που υπέβαλε ο PV κατά της αποφάσεως ανάκλησης της παύσης των καθηκόντων του απορρίφθηκε με απόφαση της ΑΔΑ της 15ης Ιανουαρίου 2018.

28.      Με σημείωμα της 12ης Σεπτεμβρίου 2017, ο διευθυντής του PMO συμψήφισε τα ποσά που οφείλονταν στον PV για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο είχε παυθεί από τα καθήκοντά του και τις οφειλές του τελευταίου προς την Επιτροπή, με αποτέλεσμα την καταβολή 9 550 ευρώ στον PV. Η διοικητική ένσταση που υπέβαλε ο PV κατά του εν λόγω σημειώματος συμψηφισμού απορρίφθηκε με απόφαση της ΑΔΑ της 9ης Μαρτίου 2018.

29.      Στις 20 Σεπτεμβρίου 2017 ο PV ενημερώθηκε ότι οι απουσίες του από τις 16 Σεπτεμβρίου 2017 θεωρούνταν παράτυπες.

30.      Στις 6 Οκτωβρίου 2017 η Επιτροπή κίνησε την πειθαρχική διαδικασία CMS 17/025, για τους ίδιους λόγους με εκείνους τους οποίους αφορούσε η πειθαρχική διαδικασία CMS 13/087. Η διοικητική ένσταση που υπέβαλε ο PV κατά της κίνησης της νέας πειθαρχικής διαδικασίας απορρίφθηκε με απόφαση της ΑΔΑ της 2ας Μαΐου 2018.

31.      Στις 13 Οκτωβρίου 2017 η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση μηδενισμού του μισθού του PV από την 1η Οκτωβρίου 2017.

32.      Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 15ης Νοεμβρίου 2017, ο PV κλήθηκε να συμμετάσχει στη διαδικασία αξιολόγησης FP 2016. Η διοικητική ένσταση που υπέβαλε ο PV κατά της εν λόγω πρόσκλησης απορρίφθηκε με απόφαση της ΑΔΑ της 16ης Μαρτίου 2018.

33.      Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 22ας Φεβρουαρίου 2018, ο PV κλήθηκε να συμμετάσχει στη διαδικασία αξιολόγησης FP 2017. Η διοικητική ένσταση που υπέβαλε ο PV κατά της πρόσκλησης αυτής απορρίφθηκε με απόφαση της ΑΔΑ της 1ης Ιουνίου 2018.

34.      Με απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2019, η Επιτροπή έπαυσε τον PV από τα καθήκοντά του, κατόπιν των πορισμάτων της πειθαρχικής διαδικασίας CMS 17/025. Η εν λόγω παύση των καθηκόντων τέθηκε σε ισχύ την 1η Νοεμβρίου 2019.

Β.      Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

35.      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 17 Δεκεμβρίου 2017, ο PV, αφού του χορηγήθηκε δικαστική αρωγή από τον Πρόεδρο του Γενικού Δικαστηρίου, άσκησε ενώπιον του τελευταίου προσφυγή-αγωγή με αίτημα να ακυρωθούν πλείονες πράξεις και να υποχρεωθεί η Επιτροπή να του καταβάλει 889 000 ευρώ και 132 828,67 ευρώ προς αποκατάσταση, αντιστοίχως, της φερόμενης ηθικής βλάβης και υλικής ζημίας.

36.      Προς στήριξη της εν λόγω προσφυγής-αγωγής, ο PV προέβαλε πέντε λόγους, που αφορούν, μεταξύ άλλων, πρώτον, παράβαση του άρθρου 12α του ΚΥΚ, δεύτερον, παράβαση των άρθρων 11α, 21α και 23 του ΚΥΚ, καθώς και παραβίαση των αρχών της νομιμότητας και της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων, τρίτον, παραβίαση της αρχής μέριμνας και παράβαση του καθήκοντος αρωγής που προβλέπεται στο άρθρο 24 του ΚΥΚ και, τέταρτον, παράβαση των άρθρων 59 και 60 του ΚΥΚ.

37.      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Απριλίου 2018, ο PV άσκησε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγή-αγωγή με αίτημα να αναγνωριστεί ότι υπήρξε θύμα ηθικής παρενόχλησης, να ακυρωθούν άλλες πράξεις και να υποχρεωθεί η Επιτροπή να του καταβάλει 98 000 ευρώ και 23 190,44 ευρώ προς αποκατάσταση, αντιστοίχως, της φερόμενης ηθικής βλάβης και υλικής ζημίας.

38.      Προς στήριξη της εν λόγω προσφυγής-αγωγής, ο PV προέβαλε επτά λόγους, που αφορούν, μεταξύ άλλων, πρώτον, παράβαση του άρθρου 12α του ΚΥΚ, δεύτερον, παράβαση των άρθρων 21α και 23 του ΚΥΚ, καθώς και παραβίαση των αρχών της νομιμότητας και της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων, τρίτον, παράβαση του άρθρου 11α του ΚΥΚ και του άρθρου 41, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), τέταρτον, παραβίαση της αρχής μέριμνας και, πέμπτον, παραβίαση της αρχής της ένστασης μη εκπλήρωσης και της αρχής της νομιμότητας.

39.      Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε, στο σύνολό τους, τις προσφυγές-αγωγές του PV.

40.      Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, πρώτον, ότι είναι απαράδεκτα τα αιτήματα του PV με τα οποία ζητείται από το Γενικό Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι ο PV υπήρξε θύμα ηθικής παρενόχλησης καθώς και να ακυρώσει, μεταξύ άλλων, την απόφαση περί παύσης των καθηκόντων της 26ης Ιουλίου 2016 και τις αποφάσεις που προσβάλλονται επικουρικώς στην υπόθεση T‑786/16, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι αποφάσεις περί παρακρατήσεων στον μισθό, οι αποφάσεις απόρριψης των αιτήσεων αρωγής και οι ιατρικές γνωματεύσεις για τις αδικαιολόγητες απουσίες.

41.      Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμα τα ακυρωτικά αιτήματα αμφότερων των προσφυγών-αγωγών.

42.      Κατά κύριο λόγο, έκρινε ότι τα πραγματικά περιστατικά ηθικής παρενόχλησης που προέβαλε ο PV δεν είχαν αποδειχθεί επαρκώς κατά νόμον.

43.      Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τα επιχειρήματα του PV σχετικά με την παράβαση των άρθρων 11α, 21α και 23 του ΚΥΚ και την παραβίαση των αρχών της νομιμότητας και της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων, την παραβίαση της αρχής μέριμνας καθώς και του καθήκοντος αρωγής που προβλέπεται στο άρθρο 24 του ΚΥΚ, την παράβαση των άρθρων 59 και 60 του ΚΥΚ και την παραβίαση των αρχών της ένστασης μη εκπλήρωσης και της νομιμότητας.

44.      Τέταρτον, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τα αιτήματα αποζημίωσης του PV, καθόσον έκρινε ότι στηρίζονται, κατ’ ουσίαν, στον προβαλλόμενο παράνομο χαρακτήρα των αποφάσεων που αποτελούν το αντικείμενο των προσφυγών ακυρώσεως και των οποίων η έλλειψη νομιμότητας δεν αποδείχθηκε.

IV.    Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

Α.      Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

45.      Βάσει του άρθρου 76, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο αποφάσισε να μη διεξαχθεί επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

Β.      Τα αιτήματα των διαδίκων

46.      O PV άσκησε την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως με δικόγραφο της 23ης Νοεμβρίου 2020, το οποίο πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 30 Νοεμβρίου 2020. Ο PV ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση,

–        να αποφανθεί επί της διαφοράς, και

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

47.      Η Επιτροπή κατέθεσε υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως στις 22 Απριλίου 2021, το οποίο πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 23 Απριλίου 2021, με το οποίο ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως, και

–        να καταδικάσει τον PV στα δικαστικά έξοδα.

V.      Νομική ανάλυση

Α.      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

48.      Όπως επισήμανα στην εισαγωγή, οι παρούσες προτάσεις θα επικεντρωθούν στους δύο πρώτους λόγους αναιρέσεως καθώς και στον όγδοο λόγο αναιρέσεως. Τα προς εξέταση νομικά ζητήματα αφορούν, κατ’ ουσίαν, τη δυνατότητα εφαρμογής του ποινικού δικαίου των κρατών μελών στους υπαλλήλους της Ένωσης, την απαίτηση αμεροληψίας στο πλαίσιο των υπαλληλικών υποθέσεων και τη δυνατότητα άσκησης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγής ακυρώσεως διοικητικής αποφάσεως μετά την ανάκλησή της. Κρίνεται δε απαραίτητη για την επίλυση της διαφοράς η εξέταση των νομικών αυτών ζητημάτων υπό το πρίσμα του ειδικού πλαισίου της υπό κρίση υπόθεσης.

49.      Λαμβανομένης υπόψη της πολυπλοκότητας των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υπόθεσης, κρίνεται σκόπιμο να υπομνησθούν, προκαταρκτικώς, οι κανόνες που διέπουν την αναιρετική διαδικασία. Κατά το άρθρο 256, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και το άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται σε νομικά ζητήματα. Συγκεκριμένα, όπως επιβεβαιώνεται από πάγια νομολογία, το Γενικό Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο, αφενός, για τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών και, αφετέρου, για την εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών. Αντιθέτως, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να εξακριβώνει τα πραγματικά περιστατικά, ούτε, κατ’ αρχήν, να εξετάζει τα αποδεικτικά στοιχεία που δέχθηκε το Γενικό Δικαστήριο σε σχέση με τα περιστατικά αυτά. Κατά συνέπεια, η εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων από το Γενικό Δικαστήριο δεν αποτελεί νομικό ζήτημα υποκείμενο, αυτό καθεαυτό, στον έλεγχο του Δικαστηρίου (2).

50.      Εντούτοις, όταν το Γενικό Δικαστήριο έχει εξακριβώσει ή εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο, βάσει του άρθρου 256 ΣΛΕΕ, να ασκήσει έλεγχο όσον αφορά τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών αυτών περιστατικών και τις έννομες συνέπειες που συνήγαγε εξ αυτών το Γενικό Δικαστήριο. Κατ’ εξαίρεση, το Δικαστήριο μπορεί να ασκήσει έλεγχο επί της εκτίμησης των πραγματικών περιστατικών από το Γενικό Δικαστήριο όταν ο αναιρεσείων προβάλλει παραμόρφωση αποδεικτικών στοιχείων εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου (3). Στην περίπτωση αυτή, ο αναιρεσείων πρέπει να αναφέρει επακριβώς τα αποδεικτικά στοιχεία που παραμορφώθηκαν και να αποδείξει τα σφάλματα εκτίμησης τα οποία, κατά την άποψή του, οδήγησαν στην παραμόρφωση αυτή. Όπως προκύπτει από τη νομολογία, παραμόρφωση συντρέχει όταν, χωρίς να εξετασθούν νέα αποδεικτικά στοιχεία, προκύπτει ότι η εκτίμηση των διαθέσιμων αποδεικτικών στοιχείων είναι προδήλως εσφαλμένη (4).

51.      Οι προκαταρκτικές αυτές παρατηρήσεις αποκτούν ιδιαίτερη σημασία στο παρόν πλαίσιο, δεδομένου ότι ο PV αμφισβητεί την εκτίμηση διαφόρων πραγματικών στοιχείων καθώς και ορισμένων συμπερασμάτων του Γενικού Δικαστηρίου. Αυτό αφορά, ειδικότερα, την ηθική παρενόχληση που φέρεται ότι υπέστη ο PV από άλλους υπαλλήλους στο πλαίσιο των καθηκόντων του, χωρίς ωστόσο να μπορέσει να την αποδείξει πρωτοδίκως. Συναφώς, επισημαίνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε με την απόφασή του, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο, ότι οι πληροφορίες που παρασχέθηκαν από τον PV δεν καθιστούσαν δυνατό να συναχθεί η ύπαρξη της εν λόγω ηθικής παρενόχλησης (5). Επιπλέον, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο ορθώς επισήμανε ότι αρκετά από τα μέτρα για τα οποία κατηγορείται η Επιτροπή και τα οποία ο PV θεωρεί ικανά να αποτελέσουν παρενόχληση, όπως η αναστολή καταβολής του μισθού λόγω αδικαιολόγητης απουσίας και η αξιολόγηση της ικανότητας, της απόδοσης και της συμπεριφοράς του υπαλλήλου στην υπηρεσία, προβλέπονται ρητά στον ΚΥΚ (6). Είναι προφανές ότι, ελλείψει αντίθετων στοιχείων, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί βάσιμα η νομιμότητα των μέτρων αυτών.

52.      Κατά συνέπεια, μολονότι ο PV αμφισβητεί το σκεπτικό της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, εντούτοις δεν μπορεί να καταστρατηγηθεί η αναιρετική διαδικασία προκειμένου να υποχρεωθεί το Δικαστήριο να επανεκτιμήσει το ίδιο τα πραγματικά περιστατικά. Αντιθέτως, λαμβανομένης υπόψη της σαφούς κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης, η οποία περιγράφεται στα προηγούμενα σημεία, επιβάλλεται να περιοριστεί η εξέταση της αιτήσεως αναιρέσεως σε μια αυστηρή ανάλυση των νομικών ζητημάτων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου.

Β.      Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

1.      Επιχειρήματα των διαδίκων

53.      Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, ο PV βάλλει κατά της εκτίμησης του Γενικού Δικαστηρίου, που διατυπώνεται στις σκέψεις 184 και 185 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, επί των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν πρωτοδίκως και αφορούν παράβαση των άρθρων 21α και 23 του ΚΥΚ.

54.      Πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το άρθρο 2 ΣΕΕ καθώς και το άρθρο 67, παράγραφος 3, και το άρθρο 270 ΣΛΕΕ, καθόσον έκρινε, στη σκέψη 185 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η σχέση εργασίας μεταξύ ενός υπαλλήλου και του θεσμικού οργάνου στο οποίο αυτός εργάζεται διέπεται αποκλειστικά από τον ΚΥΚ, παρά το γεγονός ότι και άλλες πηγές δικαίου ασκούν επιρροή, ιδίως δε το ποινικό δίκαιο του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου εργάζεται ο συγκεκριμένος υπάλληλος. Ως εκ τούτου, κάθε ποινικό αδίκημα που διαπράττει ένας υπάλληλος συνιστά παράβαση του άρθρου 23 του ΚΥΚ. Η δε ηθική παρενόχληση, η πλαστογραφία δημόσιου εγγράφου, οι ψευδείς ιατρικές γνωματεύσεις και η δωροδοκία συνιστούν αδικήματα βάσει του βελγικού ποινικού κώδικα.

55.      Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά διά παραλείψεως καθόσον δεν έλαβε υπόψη πλείονα καθοριστικά στοιχεία. Ο PV μνημονεύει, κατ’ αρχάς, τις διατάξεις του Βέλγου ανακριτή με τις οποίες διατάσσεται η ακρόαση, υπό το καθεστώς Salduz III, ορισμένων υπαλλήλων της Επιτροπής που εμπλέκονται στην έκδοση ορισμένων προσβαλλόμενων πράξεων, από τις οποίες προκύπτει ότι τα εν λόγω πρόσωπα θεωρούνται ύποπτα για τα προσαπτόμενα πραγματικά περιστατικά. Εν συνεχεία, αναφέρεται στην κατάσχεση από τον ανακριτή του πειθαρχικού φακέλου CMS 17/025 ως τεκμηρίου για το αδίκημα της «πλαστογραφίας δημόσιων εγγράφων» που φέρεται ότι έλαβε χώρα στις 19 Σεπτεμβρίου 2018.

56.      Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε, στη σκέψη 184 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι μόνο μια καταδικαστική απόφαση θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει τα περιστατικά ηθικής παρενόχλησης ή πλαστογραφίας και καθόσον αρνήθηκε να λάβει υπόψη τις διατάξεις που εκδόθηκαν στο πλαίσιο της βελγικής ανακριτικής διαδικασίας σε σχέση με τα περιστατικά αυτά.

57.      Η Επιτροπή υποστηρίζει, πρώτον, ότι η αιτίαση του PV που αφορά την προβαλλόμενη πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 185 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης απορρέει από εσφαλμένη ερμηνεία της αποφάσεως αυτής. Το Γενικό Δικαστήριο, στην εν λόγω σκέψη, απλώς υπενθύμισε ότι η σχέση εργασίας μεταξύ ενός υπαλλήλου και του θεσμικού οργάνου στο οποίο αυτός εργάζεται διέπεται από τον ΚΥΚ και ότι το Γενικό Δικαστήριο εφαρμόζει μόνον το υπαλληλικό δίκαιο και όχι οιοδήποτε εθνικό δίκαιο.

58.      Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, χωρίς να προβεί σε παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών, ότι τα βελγικά δικαστήρια δεν αποφάνθηκαν επί των πραγματικών περιστατικών που προέβαλε ο PV. Συναφώς, η κλήση ορισμένων υπαλλήλων της Επιτροπής σε ακρόαση υπό το καθεστώς Salduz III ουδόλως συνιστά αναγνώριση της ενοχής τους. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο δεν παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά καθόσον δεν συνήγαγε καμία συνέπεια από την προβαλλόμενη κατάσχεση του πειθαρχικού φακέλου CMS 17/025 από τον Βέλγο ανακριτή, με πρωτοβουλία του PV, η οποία ουδόλως καθιστά δυνατό να συναχθεί ότι στοιχειοθετείται «πλαστογραφία δημόσιων εγγράφων».

59.      Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι οι μηνύσεις επί των οποίων εκκρεμεί ανακριτική διαδικασία δεν αποδεικνύουν την ύπαρξη ηθικής παρενόχλησης ή πλαστογραφίας.

2.      Εκτίμηση

60.      Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, ο PV υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε, στη σκέψη 185 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η σχέση εργασίας μεταξύ ενός υπαλλήλου και του θεσμικού οργάνου στο οποίο αυτός εργάζεται διέπεται «αποκλειστικά» από τον ΚΥΚ. Η συλλογιστική που ανέπτυξε το Γενικό Δικαστήριο στη συγκεκριμένη σκέψη έγκειται στον αποκλεισμό, βάσει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, οιασδήποτε επιρροής του εθνικού δικαίου και, ειδικότερα, του ποινικού δικαίου, κατά την εξέταση του ζητήματος αν η ΑΔΑ, εκδίδοντας τις πρωτοδίκως προσβληθείσες αποφάσεις, παρέβη τα άρθρα 21 και 23 του ΚΥΚ. Ωστόσο, κατά τον PV το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη «τις άλλες πηγές δικαίου» που διέπουν εντούτοις τη σχέση εργασίας, ιδίως δε την ποινική νομοθεσία του κράτους μέλους του τόπου υπηρεσίας του υπαλλήλου.

61.      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι ο PV είχε υποστηρίξει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ότι οι επίμαχες αποφάσεις είναι παράνομες διότι στηρίζονται σε πράξεις που συνιστούν ποινικά αδικήματα τα οποία διαπράχθηκαν από μόνιμους υπαλλήλους και μέλη του λοιπού προσωπικού της Επιτροπής στο βελγικό έδαφος. Ο PV είχε υποστηρίξει ότι, δυνάμει του άρθρου 21α, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, ο υπάλληλος ή το μέλος του λοιπού προσωπικού της Ένωσης οφείλει να αρνείται να διαπράξει παράνομες πράξεις και ότι, σύμφωνα με το άρθρο 23 του ΚΥΚ, υποχρεούται να τηρεί τις αστυνομικές διατάξεις της χώρας στην οποία εργάζεται. Ως εκ τούτου, ο PV θεωρεί ότι η ΑΔΑ όφειλε να λάβει υπόψη τις αποφάσεις των βελγικών δικαστικών αρχών που είχαν εκδοθεί σε συνέχεια των μηνύσεων με δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής που είχε υποβάλει κατά πολλών προσώπων.

α)      Οι κανόνες του δημοσιοϋπαλληλικού δικαίου στην έννομη τάξη της Ένωσης

62.      Κατ’ αρχάς, επισημαίνεται ότι, όπως αναφέρει ο PV στις παρατηρήσεις του, οι κανόνες δικαίου που διέπουν τις δημοσιοϋπαλληλικές υποθέσεις εντοπίζονται σε όλα τα επίπεδα της ιεραρχίας των κανόνων δικαίου της έννομης τάξης της Ένωσης, ήτοι στο πρωτογενές δίκαιο, στις γενικές αρχές και στο παράγωγο δίκαιο. Στο πλαίσιο αυτό, δεν πρέπει βεβαίως να λησμονείται η πολύτιμη συμβολή της νομολογίας του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου στους κανόνες που εφαρμόζονται στους μόνιμους υπαλλήλους και στα μέλη του λοιπού προσωπικού. Οι αποφάσεις τους είναι δεσμευτικές για τα θεσμικά όργανα δυνάμει του άρθρου 266 ΣΛΕΕ. Τούτου λεχθέντος, για την εξέταση του πρώτου λόγου αναιρέσεως έχει πρωταρχική σημασία το κωδικοποιημένο δίκαιο καθώς και η αλληλεπίδρασή του με τις εθνικές έννομες τάξεις.

1)      Το πρωτογενές δίκαιο και οι γενικές αρχές του δικαίου

63.      Το πρωτογενές δίκαιο αποτελείται κυρίως από τις ιδρυτικές Συνθήκες και τα πρωτόκολλά τους, καθώς και από τον Χάρτη. Στις Συνθήκες κατοχυρώνονται πολλές θεμελιώδεις αρχές οι οποίες δεσμεύουν τους υπαλλήλους της Ένωσης κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Πρόκειται, παραδείγματος χάριν, για τις αξίες και τους στόχους της Ένωσης που ορίζονται αντιστοίχως στα άρθρα 2 και 3 ΣΕΕ. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 298, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης κατά την εκπλήρωση της αποστολής τους στηρίζονται σε ευρωπαϊκή διοίκηση ανοιχτή, αποτελεσματική και ανεξάρτητη. Αντιθέτως, άλλες διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου απαιτούν την έκδοση, από τα θεσμικά όργανα, πράξεων του παράγωγου δικαίου προκειμένου να συγκεκριμενοποιηθούν. Τούτο ισχύει στην περίπτωση του άρθρου 336 ΣΛΕΕ, το οποίο ορίζει ότι το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας μέσω κανονισμών σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, και μετά από διαβούλευση με τα άλλα ενδιαφερόμενα θεσμικά όργανα, εκδίδουν τον κανονισμό περί της υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ένωσης.

64.      Το άρθρο 270 ΣΛΕΕ απονέμει στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης την αρμοδιότητα να αποφαίνεται επί οποιασδήποτε διαφοράς μεταξύ της Ένωσης και των υπαλλήλων της, εντός των ορίων και σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζει ο ΚΥΚ και το καθεστώς που ισχύει για το λοιπό προσωπικό της Ένωσης. Το άρθρο 340 ΣΛΕΕ προβλέπει ότι η Ένωση υποχρεούται, σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, να αποκαθιστά τη ζημία που προξενούν τα θεσμικά όργανα ή οι υπάλληλοί της κατά την άσκηση των καθηκόντων τους καθώς και ότι η προσωπική ευθύνη των υπαλλήλων έναντι της Ένωσης διέπεται από τις διατάξεις του κανονισμού περί της υπηρεσιακής τους κατάστασης ή του καθεστώτος που τους διέπει. Ακριβέστερα, το άρθρο 339 ΣΛΕΕ επιβάλλει στους υπαλλήλους της Ένωσης την υποχρέωση να μη μεταδίδουν πληροφορίες που αποτελούν εκ φύσεως επαγγελματικά απόρρητα, ιδίως σχετικές με επιχειρήσεις πληροφορίες που αφορούν τις εμπορικές τους σχέσεις και τα κοστολογικά τους στοιχεία.

65.      Σύμφωνα με το άρθρο 51 ΣΕΕ, τα πρωτόκολλα έχουν το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες και, επομένως, αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του πρωτογενούς δικαίου. Μεταξύ αυτών, το πρωτόκολλο αριθ. 7 περί των προνομίων και ασυλιών της Ένωσης (στο εξής: πρωτόκολλο αριθ. 7) αναφέρεται άμεσα στους μόνιμους υπαλλήλους και στο λοιπό προσωπικό σε πολλές από τις διατάξεις του και τους αφιερώνει το κεφάλαιο V. Το εν λόγω πρωτόκολλο περιέχει διατάξεις κρίσιμες για τις υπαλληλικές υποθέσεις, ιδίως όσον αφορά τη φορολογική ασυλία και την ετεροδικία, στις οποίες θα επανέλθω στη συνέχεια της ανάλυσής μου (7).

66.      Ο Χάρτης, ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, ΣΕΕ, έχει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες, εφαρμόζεται σε όλες τις πράξεις του παράγωγου δικαίου της Ένωσης, στις οποίες περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, ο ΚΥΚ. Οι υπάλληλοι απολαύουν των δικαιωμάτων που προστατεύονται από τον Χάρτη και οφείλουν, με τη σειρά τους, να σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Συναφώς, έχει ιδιαίτερη σημασία το άρθρο 41 του Χάρτη, το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα χρηστής διοίκησης(8).

67.      Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, το Δικαστήριο συνήγαγε πολλές γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης. Στον τομέα των υπαλληλικών υποθέσεων, οι εν λόγω αρχές αφορούν, κατ’ ουσίαν, τα θεμελιώδη δικαιώματα που προστατεύονται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ). Δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 3, ΣΕΕ, τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται από την ΕΣΔΑ, αποτελούν μέρος των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης. Προτού ο Χάρτης αποκτήσει δεσμευτική ισχύ, η ΕΣΔΑ αποτελούσε βασική πηγή στον τομέα της προστασίας των πολιτών, συμπεριλαμβανομένων των υπαλλήλων.

68.      Μολονότι είναι αληθές ότι ο Χάρτης διαδραματίζει πλέον πρωτεύοντα ρόλο, εντούτοις ο δικαστής της Ένωσης εξακολουθεί, εφόσον παρίσταται ανάγκη, να παραπέμπει στην ΕΣΔΑ και στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για να ερμηνεύσει τις διατάξεις του Χάρτη ή ακόμη και να συμπληρώσει την προστασία που εγγυώνται οι εν λόγω διατάξεις. Η ΕΣΔΑ δεν απώλεσε τη σημασία της για την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης, δεδομένου ότι το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη ορίζει ότι, στον βαθμό που ο Χάρτης περιλαμβάνει δικαιώματα που αντιστοιχούν σε δικαιώματα τα οποία διασφαλίζονται στην ΕΣΔΑ, η έννοια και η εμβέλειά τους είναι ίδιες με εκείνες που τους αποδίδει η εν λόγω Σύμβαση, χωρίς τούτο να εμποδίζει το δίκαιο της Ένωσης να παρέχει ευρύτερη προστασία.

2)      Το παράγωγο δίκαιο

69.      Ο ΚΥΚ καθορίζει λεπτομερώς το καθεστώς που εφαρμόζεται στους υπαλλήλους που εργάζονται στα θεσμικά όργανα της Ένωσης όσον αφορά, μεταξύ άλλων, την πρόσληψη και την εξέλιξη της σταδιοδρομίας, τις συνθήκες εργασίας, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις, τα καθεστώς χρηματικών απολαβών και το πειθαρχικό καθεστώς (9). Ο ΚΥΚ έχει τη νομική μορφή κανονισμού, πράγμα που σημαίνει ότι είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και δεσμεύει τόσο τα θεσμικά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης όσο και τα κράτη μέλη. Όπως έχει υπογραμμίσει το Δικαστήριο με τη νομολογία του, «επομένως, πέραν των αποτελεσμάτων που αναπτύσσει εντός του διοικητικού μηχανισμού της Ένωσης, ο ΚΥΚ συνεπάγεται επίσης υποχρεώσεις για τα κράτη μέλη καθόσον η σύμπραξή τους είναι αναγκαία για την εφαρμογή του» (10), πράγμα που συνεπάγεται ότι, στην περίπτωση κατά την οποία μια διάταξη του ΚΥΚ απαιτεί τη λήψη εκτελεστικών μέτρων σε εθνικό επίπεδο, «τα κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν κάθε κατάλληλο γενικό ή ειδικό μέτρο» (11).

70.      Οι κανόνες δικαίου που εφαρμόζονται στη σχέση μεταξύ του υπαλλήλου και του θεσμικού οργάνου στο οποίο αυτός εργάζεται καθορίζονται από τις διατάξεις του ΚΥΚ που θεσπίζονται με κανονισμό, κατά συνέπεια μπορούν να τροποποιηθούν εν ανάγκη από το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Επομένως, πρόκειται για σχέση εργασίας διεπόμενη από το δημόσιο δίκαιο, η διαχείριση της οποίας από το αρμόδιο θεσμικό όργανο συνιστά περίπτωση άμεσης διοίκησης, πράγμα που σημαίνει ότι όλες οι αποφάσεις που ενδέχεται να επηρεάσουν τον υπάλληλο λαμβάνονται από το τελευταίο μονομερώς, σύμφωνα με τους κανόνες και τις διαδικασίες που θεσπίζει ο ΚΥΚ ή οι γενικές εκτελεστικές διατάξεις, και συνιστούν διοικητικά μέτρα. Το καθεστώς του ΚΥΚ εφαρμόζεται στο σύνολό του στον υπάλληλο της Ένωσης, ήτοι σε κάθε πρόσωπο που έχει διοριστεί υπό τους όρους που προβλέπονται στον ΚΥΚ σε μόνιμη θέση θεσμικού οργάνου της Ένωσης με γραπτή πράξη της ΑΔΑ.

71.      Μολονότι ο ΚΥΚ αποτελεί το βασικό κείμενο του παράγωγου υπαλληλικού δικαίου της Ένωσης (12), υπάρχουν και άλλες πράξεις που θέτουν σε εφαρμογή τις επιμέρους διατάξεις του ΚΥΚ και διέπουν, μεταξύ άλλων, το φορολογικό καθεστώς, το γλωσσικό καθεστώς, την προστασία των προσωπικών δεδομένων, τις λεπτομέρειες για την έκδοση αδειών διέλευσης και τις προσλήψεις κατά τις διευρύνσεις. Ο τομέας αυτός χαρακτηρίζεται από ανομοιογένεια των κανόνων που θέτουν σε εφαρμογή ή ερμηνεύουν τις διατάξεις του ΚΥΚ. Γενικώς, γίνεται διάκριση μεταξύ πράξεων που προβλέπονται ρητά στον ΚΥΚ και πράξεων sui generis. Τούτου λεχθέντος, η εξαντλητική απαρίθμηση των πράξεων αυτών θα υπερέβαινε το πλαίσιο των παρουσών προτάσεων και θα έβαινε πέραν του σκοπού μου. Ωστόσο, στο παρόν στάδιο της ανάλυσης πρέπει να επισημανθεί ότι, παρά την ανομοιογένεια των κανονιστικών πράξεων, η αρχή του ενιαίου χαρακτήρα του καθεστώτος του ΚΥΚ απαιτεί οι διατάξεις εφαρμογής να είναι οι ίδιες στο σύνολο των θεσμικών οργάνων και να αποφεύγεται η ύπαρξη υπερβολικά αποκλινουσών ερμηνειών. Η απαίτηση αυτή ανταποκρίνεται στον σκοπό της διασφάλισης της ομοιογένειας της ευρωπαϊκής δημόσιας διοίκησης, η οποία θεσπίζεται ως αρχή από το άρθρο 9, παράγραφος 3, της Συνθήκης του Άμστερνταμ (13), και της οποίας αποτελούν έκφραση τα άρθρα 1 και 1α του ΚΥΚ.

β)      Η επιρροή του εθνικού δικαίου στην ευρωπαϊκή δημόσια διοίκηση

1)      Η ανεξαρτησία της Ένωσης κατά τη διαχείριση υπαλληλικών υποθέσεων

72.      Από τις εκτιμήσεις που μόλις εξέθεσα προκύπτει ότι η έννομη τάξη της Ένωσης διαθέτει τους δικούς της κανόνες που διέπουν τη σχέση μεταξύ του υπαλλήλου και του θεσμικού οργάνου στο οποίο αυτός εργάζεται, οι οποίοι έχουν κωδικοποιηθεί ως επί το πλείστον στον ΚΥΚ. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πολλές διατάξεις, ακόμη και του πρωτογενούς δικαίου (14), παραπέμπουν στον τελευταίο, όπως ακριβώς το άρθρο 270 ΣΛΕΕ, το οποίο μνημονεύεται από το Γενικό Δικαστήριο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, προκειμένου να υπομνησθεί η αποκλειστική αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης για την επίλυση διαφορών στον τομέα υπαλληλικών υποθέσεων (15).

73.      Δυνάμει της οργανωτικής αυτονομίας της, η διοίκηση της Ένωσης είναι σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητη από τις εθνικές έννομες τάξεις, γεγονός που δεν αποκλείει το ενδεχόμενο ορισμένοι κανόνες δικαίου να χρειάζεται να εφαρμοστούν από τα ίδια τα θεσμικά όργανα της Ένωσης ή από τα κράτη μέλη προκειμένου να διασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία της Ένωσης ως υπερεθνικού οργανισμού. Εντούτοις, η πτυχή αυτή δεν αρκεί αφ’ εαυτής προκειμένου να γίνει δεκτό ότι το εθνικό δίκαιο καθορίζει κατά κάποιον τρόπο τη λειτουργία της διοίκησης της Ένωσης. Μια τέτοια εκτίμηση θα ήταν εσφαλμένη, λαμβανομένης υπόψη της πρόδηλης πρόθεσης των ιδρυτών της Ένωσης να δημιουργήσουν μια «ανεξάρτητη» ευρωπαϊκή δημόσια διοίκηση, κατά την έννοια του άρθρου 298, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, πράγμα που αντικατοπτρίζεται, εξάλλου, στη νομική φύση των κανόνων της και στη θεσμική δομή αυτού του υπερεθνικού οργανισμού (16).

74.      Υπό το πρίσμα αυτό, η εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου στη σκέψη 185 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, κατά την οποία «η σχέση εργασίας μεταξύ ενός υπαλλήλου και του θεσμικού οργάνου στο οποίο αυτός εργάζεται διέπεται αποκλειστικά από τον ΚΥΚ» δεν είναι νομικώς εσφαλμένη. Αφενός, ανακύπτει το ερώτημα αν, λαμβανομένης υπόψη της πληθώρας των πηγών του δημοσιοϋπαλληλικού δικαίου, είναι αρκούντως σαφής από νομικής απόψεως η χρήση του επιρρήματος «αποκλειστικά» στο συγκεκριμένο πλαίσιο. Αφετέρου, η εκτίμηση αυτή φαίνεται απολύτως δικαιολογημένη υπό το πρίσμα της προαναφερθείσας αρχής του ενιαίου χαρακτήρα του ΚΥΚ, δυνάμει της οποίας όλοι οι υπάλληλοι όλων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης υπόκεινται σε ενιαίο κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης και, ως εκ τούτου, στις ίδιες διατάξεις. Πρώτον, δεν αμφισβητείται ότι ο ΚΥΚ αποτελεί το κεντρικό στοιχείο ενός σώματος δικαίου αποτελούμενου από διάφορους νομικούς κανόνες. Δεύτερον, είναι προφανές ότι όλοι οι υπάλληλοι της Επιτροπής, συμπεριλαμβανομένου του PV, υπόκεινται στους κανόνες του ΚΥΚ. Κατά συνέπεια, φρονώ ότι η σκέψη 185 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το Γενικό Δικαστήριο επιδίωξε να υπογραμμίσει την εφαρμογή των κανόνων του ΚΥΚ στους υπαλλήλους της Επιτροπής, πράγμα το οποίο είναι αναμφισβήτητο από νομικής απόψεως.

75.      Ο PV προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον δεν έλαβε υπόψη την επιρροή που ασκεί το εθνικό ποινικό δίκαιο. Κατά τον PV, οι πρωτοδίκως προσβληθείσες αποφάσεις δεν θα έπρεπε να έχουν εκδοθεί, καθόσον δεν συνάδουν προς το βελγικό ποινικό δίκαιο. Εντούτοις, σημειώνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο αναφέρεται μόνο στη «σχέση εργασίας μεταξύ του υπαλλήλου και του θεσμικού οργάνου στο οποίο αυτός εργάζεται», η οποία, πράγματι, διέπεται από τον ΚΥΚ. Συγκεκριμένα, η υπό κρίση υπόθεση αφορά ένδικη διαφορά που εμπίπτει αποκλειστικά στις υπαλληλικές υποθέσεις της Ένωσης και έχει ως αντικείμενο την επαγγελματική δραστηριότητα του PV στην Επιτροπή.

76.      Επομένως, το ερώτημα που πρέπει να εξεταστεί δεν είναι το αν θα μπορούσε να εφαρμοστεί εν προκειμένω το βελγικό ποινικό δίκαιο. Τα δικαστήρια της Ένωσης δεν είναι αρμόδια να ερμηνεύουν το βελγικό ποινικό δίκαιο. Μια προσφυγή με την οποία ζητείται η ερμηνεία του εθνικού δικαίου θα ήταν προδήλως απαράδεκτη. Φρονώ ότι αυτό ακριβώς θέλησε να εκφράσει το Γενικό Δικαστήριο με την παραπομπή στο άρθρο 270 ΣΛΕΕ. Εξάλλου, πρέπει να υπομνησθεί ότι ούτε τα εθνικά δικαστήρια είναι αρμόδια να αποφαίνονται επί της ερμηνείας των κανόνων του ΚΥΚ, γεγονός που υπογραμμίζει την ανεξαρτησία της Ένωσης όσον αφορά τη διαχείριση των υπαλληλικών υποθέσεων.

2)      Η σχέση μεταξύ της ποινικής και της πειθαρχικής διαδικασίας

77.      Παρά τις εκτιμήσεις αυτές, είναι αληθές ότι, σύμφωνα με το άρθρο 23, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, οι υπάλληλοι της Ένωσης υπέχουν υποχρέωση «τήρηση[ς] των νόμων και των αστυνομικών διατάξεων που ισχύουν», όπου προφανώς περιλαμβάνεται και το ποινικό δίκαιο. Σε περίπτωση παράβασης των εν λόγω νόμων και διατάξεων του κράτους της έδρας του θεσμικού οργάνου μπορεί να απαιτείται άρση της ασυλίας του υπαλλήλου, σύμφωνα με το άρθρο 17 του πρωτοκόλλου αριθ. 7, προκειμένου να καταστεί δυνατή, κατά περίπτωση, η διεξαγωγή ποινικών ερευνών εναντίον του. Όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο στην απόφαση Επιτροπή κατά RQ (17), «μια απόφαση περί άρσεως της ετεροδικίας υπαλλήλου […] μεταβάλλει τη νομική κατάσταση του [τελευταίου], εκ του γεγονότος και μόνον της καταργήσεως της προστασίας που παρέχει στον εν λόγω υπάλληλο η προβλεπόμενη στο άρθρο 11, στοιχείο αʹ, του πρωτοκόλλου αριθ. 7 ετεροδικία, υπάγοντάς τον εκ νέου στο κοινό δίκαιο των κρατών μελών και εκθέτοντάς τον, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε εκτελεστική διάταξη, σε μέτρα, ιδίως, κρατήσεως και δικαστικής διώξεώς του, τα οποία προβλέπονται από το κοινό αυτό δίκαιο» (18).

78.      Τούτου λεχθέντος, επισημαίνεται εντούτοις ότι οι βελγικές δικαστικές αρχές δεν διενήργησαν ποινική έρευνα όσον αφορά την επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση συμπεριφορά του PV ως υπαλλήλου. Αντιθέτως, ο PV προσάπτει στους συναδέλφους του ότι παραβίασαν το βελγικό ποινικό δίκαιο. Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο εφιστά την προσοχή στο γεγονός αυτό στη σκέψη 187 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Κατά συνέπεια, δεν είναι σαφές ποιος είναι ο αντίκτυπος που θα μπορούσε να έχει στο καθεστώς του ίδιου ως υπαλλήλου η προβαλλόμενη δυνατότητα εφαρμογής του βελγικού ποινικού δικαίου σε τρίτους.

79.      Πέραν των αμφιβολιών αυτών ως προς την επιρροή του εθνικού ποινικού δικαίου στην υπό κρίση διαφορά, επισημαίνεται ότι το εν λόγω δίκαιο εν γένει έχει μόνον έμμεσο αντίκτυπο στη σχέση εργασίας μεταξύ του υπαλλήλου και του θεσμικού οργάνου στο οποίο αυτός εργάζεται, λόγω του ειδικού σκοπού του. Συγκεκριμένα, η ποινική διαδικασία αφορά την τήρηση των κανόνων διαφύλαξης της τάξης που έχουν θεσπιστεί προκειμένου να διασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία μιας ολόκληρης κοινωνίας (19). Αντιθέτως, δεν προορίζεται να διέπει τη σχέση εργασίας ενός υπαλλήλου εντός ενός θεσμικού οργάνου της Ένωσης.

80.      Ωστόσο, πρέπει να αναγνωριστεί ότι η παραβίαση του ποινικού δικαίου μπορεί, υπό ορισμένες περιστάσεις, να έχει επίπτωση στη σχέση εργασίας και να επισύρει πειθαρχική κύρωση, ιδίως όταν το αδίκημα διαπράττεται από τον υπάλληλο κατά την άσκηση των καθηκόντων του και θίγει τα συμφέροντα της Ένωσης. Συγκεκριμένα, στο μέτρο που ο σκοπός της πειθαρχικής διαδικασίας συνίσταται στη διασφάλιση της τήρησης των κανόνων που εγγυώνται την εύρυθμη λειτουργία του θεσμικού οργάνου (20), η κίνηση μιας τέτοιας διαδικασίας μπορεί να δικαιολογείται από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης.

81.      Επισημαίνεται συναφώς ότι, μολονότι μια συμπεριφορά μπορεί να παραβιάζει τόσο τους ποινικούς όσο και τους πειθαρχικούς κανόνες δικαίου, εντούτοις οι συνέπειες που πρέπει να συναχθούν από αυτή καθορίζονται από τον ΚΥΚ. Συγκεκριμένα, η πειθαρχική κύρωση εκτιμάται σε σχέση με το πειθαρχικό καθεστώς και όχι σε σχέση με την ποινική κύρωση. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να ζητείται από την πειθαρχική αρχή, κατά την επιλογή της κατάλληλης πειθαρχικής κύρωσης, να λαμβάνει υπόψη ανεπιφύλακτα τις ποινικές κυρώσεις που επιβλήθηκαν στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας που αφορά το ίδιο πρόσωπο (21). Τούτο προκύπτει από τους διαφορετικούς σκοπούς των ποινικών και των πειθαρχικών διαδικασιών, αλλά και από την ανεξαρτησία της Ένωσης όσον αφορά τη διαχείριση των υπαλληλικών υποθέσεων.

82.      Για τους προεκτεθέντες λόγους, στο παρόν στάδιο της ανάλυσης πρέπει να γίνει δεκτό ότι το εθνικό ποινικό δίκαιο δεν καθορίζει τη λειτουργία της ευρωπαϊκής δημόσιας διοίκησης, αντιθέτως προς ό,τι φαίνεται να υπαινίσσεται ο PV με τις γραπτές παρατηρήσεις του.

3)      Το τεκμήριο αθωότητας στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας

83.      Επιπλέον, θέλω να επισημάνω ότι το ζήτημα της δυνατότητας εφαρμογής του βελγικού ποινικού δικαίου σε άλλους υπαλλήλους, για τους οποίους ο PV υποστηρίζει ότι έχουν διαπράξει αδικήματα, δεν φαίνεται να ασκεί επιρροή στην επίλυση της υπό κρίση διαφοράς, όπως θα εξηγήσω στη συνέχεια. Πρώτον, δεν αμφισβητείται ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν διαπίστωσε περιπτώσεις δυνάμενες να θεωρηθούν ως ηθική παρενόχληση και από κανένα στοιχείο δεν μπορεί να συναχθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά κατά την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων (22). Δεύτερον, δεν υπάρχει επίσης καμία ένδειξη ότι τα φερόμενα ποινικά αδικήματα διαπράχθηκαν πράγματι, καθώς τα βελγικά δικαστήρια δεν έχουν αποφανθεί οριστικά επί των κατηγοριών αυτών.

84.      Το μόνο που μπορεί να προσκομίσει ο PV ως αποδεικτικό στοιχείο είναι οι διατάξεις περί ακροάσεως τις οποίες εξέδωσαν τα βελγικά δικαστήρια έναντι ορισμένων υπαλλήλων. Εντούτοις, παρατηρείται ότι ένα τέτοιο δικαστικό μέτρο δεν αποτελεί «αποδεικτικό στοιχείο» υπό νομική έννοια, δεδομένου ότι το τεκμήριο αθωότητας εξακολουθεί να υφίσταται ελλείψει καταδίκης. Το τεκμήριο αθωότητας κατοχυρώνεται στο άρθρο 48 του Χάρτη, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 6, παράγραφοι 2 και 3, της ΕΣΔΑ (23). Σε επίπεδο παράγωγου δικαίου της Ένωσης, το τεκμήριο αθωότητας κατοχυρώνεται στην οδηγία (ΕΕ) 2016/343 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016, για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας (24) την οποία τα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένου του Βασιλείου του Βελγίου, υποχρεούνται να μεταφέρουν στην εσωτερική έννομη τάξη τους.

85.      Στο πλαίσιο της ιδιότητας του «υπόπτου» την οποία προσέλαβαν οι συνάδελφοι του PV δυνάμει του βελγικού ποινικού δικονομικού δικαίου λαμβάνεται υπόψη το εν λόγω τεκμήριο αθωότητας. Ειδικότερα, η ιδιότητα του «υπόπτου» παρέχει, εν γένει, στο πρόσωπο έναντι του οποίου διεξάγεται έρευνα ορισμένα δικαιώματα για την υπεράσπισή του έναντι των δικαστικών αρχών, όπως το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο και το δικαίωμα ενημέρωσης σχετικά με την κατηγορία, όπως ορίζεται στην οδηγία 2013/48/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013, σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και διαδικασίας εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, καθώς και σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης τρίτου προσώπου σε περίπτωση στέρησης της ελευθερίας του και με το δικαίωμα επικοινωνίας με τρίτα πρόσωπα και με προξενικές αρχές κατά τη διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας (25). Για τον λόγο αυτό, οι έννομες τάξεις των κρατών μελών έχουν ως κοινό σημείο το γεγονός ότι γίνεται σαφής διάκριση όσον αφορά την ιδιότητα του ενδιαφερόμενου προσώπου στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας. Η ιδιότητα αυτή εξελίσσεται σε συνάρτηση με τον βαθμό συγκεκριμένης υπόνοιας που βαρύνει το πρόσωπο που φέρεται να έχει διαπράξει το ποινικό αδίκημα (26).

86.      Χάριν πληρότητας, επισημαίνεται στο πλαίσιο αυτό ότι το υπαλληλικό δίκαιο λαμβάνει υπόψη το τεκμήριο αθωότητας, καθόσον το άρθρο 25 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ προβλέπει ρητά ότι, εάν ο υπάλληλος διώκεται ποινικά για τις πράξεις που δικαιολόγησαν την κίνηση μιας πειθαρχικής διαδικασίας, η οριστική απόφαση λαμβάνεται μόνον αφού η απόφαση που εκδόθηκε από το δικαστήριο καταστεί αμετάκλητη. Ο κανόνας αυτός εξηγείται επίσης από το γεγονός ότι τα ποινικά δικαστήρια διαθέτουν μεγαλύτερη εξουσία έρευνας απ’ ό,τι η ΑΔΑ στο πλαίσιο της διοίκησης. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το τεκμήριο αθωότητας ως εγγύηση δίκαιης δίκης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη τόσο στον ποινικό όσο και στον πειθαρχικό τομέα.

87.      Όσον αφορά τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, όλα δείχνουν ότι οι ποινικές έρευνες βρίσκονται ακόμη σε προκαταρκτικό στάδιο της διαδικασίας, με αποτέλεσμα να μην είναι γνωστό αν οι υπόνοιες θα αποδειχθούν βάσιμες. Τα μέτρα που έλαβαν τα βελγικά δικαστήρια στο συγκεκριμένο στάδιο, στα οποία αναφέρεται ο PV, χρησιμεύουν μόνο για τη συλλογή των απαραίτητων αποδεικτικών στοιχείων. Εξάλλου, σημειώνεται ότι ο «νόμος Salduz», τον οποίο αναφέρει ο PV στις παρατηρήσεις του, παρέχει δικαιώματα και εγγυήσεις σε κάθε πρόσωπο που εξετάζεται από τις δικαστικές αρχές υπό οιαδήποτε ιδιότητα, σύμφωνα με τις αρχές της δίκαιης διαδικασίας (27). Ως εκ τούτου, ενόσω η ποινική διαδικασία δεν έχει περατωθεί, από την εφαρμογή των διατάξεων του συγκεκριμένου νόμου δεν μπορεί να συναχθεί κανένα συμπέρασμα σχετικά με τη φερόμενη ενοχή των υπαλλήλων που εξετάζονται από τις βελγικές δικαστικές αρχές. Επιπλέον, υπογραμμίζεται ότι, αντιθέτως προς ό,τι φαίνεται να υπονοεί ο PV στις παρατηρήσεις του, δεν μπορεί να «δημιουργήσει» ο ίδιος τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία με την υποβολή απλώς μηνύσεων κατά των συγκεκριμένων υπαλλήλων, αλλά, αντιθέτως, είναι οι δικαστικές αρχές αυτές που οφείλουν να εκτιμήσουν τα πραγματικά περιστατικά και να διαπιστώσουν αν τα στοιχεία που συνελέγησαν συνιστούν έγκυρες αποδείξεις.

88.      Συναφώς, επισημαίνεται ότι οι δικαστικές αρχές έχουν γενικά την υποχρέωση να διασφαλίζουν ότι οι έρευνες αποσκοπούν στην αποκάλυψη της αλήθειας και διεξάγονται προς διερεύνηση των ενοχοποιητικών και των απαλλακτικών στοιχείων, ήτοι αναζητούν ταυτόχρονα αποδεικτικά στοιχεία για τη διαπίστωση της αθωότητας και της ενοχής του κατηγορουμένου (28). Ως εκ τούτου, οι δικαστικές αρχές θα ασκήσουν διώξεις μόνον εάν υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία κατά το πέρας της έρευνας (29). Επομένως, φρονώ ότι η επιχειρηματολογία του PV, με την οποία υπαινίσσεται την ενοχή των εν λόγω υπαλλήλων για τον λόγο και μόνο ότι διενεργείται έρευνα εις βάρος τους, βασίζεται σε παραβίαση των αρχών της ποινικής διαδικασίας.

γ)      Τελικές παρατηρήσεις

89.      Για τους προεκτεθέντες λόγους, οι οποίοι αφορούν, μεταξύ άλλων, την ανεξαρτησία της Ένωσης κατά τη διαχείριση των υπαλληλικών υποθέσεων καθώς και το γεγονός ότι το εθνικό ποινικό δίκαιο δεν ασκεί επιρροή υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, φρονώ ότι πρέπει να απορριφθεί η επιχειρηματολογία του PV κατά την οποία οι πρωτοδίκως προσβληθείσες αποφάσεις είναι παράνομες για τον λόγο ότι στηρίζονται σε πράξεις που συνιστούν ποινικά αδικήματα τα οποία διέπραξαν υπάλληλοι της Επιτροπής σε βελγικό έδαφος και επομένως η ΑΔΑ όφειλε, βάσει του βελγικού ποινικού δικαίου, να μην τις εκδώσει.

90.      Από την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου στη σκέψη 185 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, κατά την οποία «η σχέση εργασίας μεταξύ ενός υπαλλήλου και του θεσμικού οργάνου στο οποίο αυτός εργάζεται διέπεται αποκλειστικά από τον ΚΥΚ», ουδόλως προκύπτει πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον έχει την έννοια ότι απορρίπτει την επιχειρηματολογία του PV με την οποία προβάλλεται, κατ’ ουσίαν, ότι το εθνικό ποινικό δίκαιο υπερισχύει του υπαλληλικού δικαίου της Ένωσης ή ότι το εθνικό ποινικό δίκαιο αποτελεί, τουλάχιστον, «πηγή» του υπαλληλικού δικαίου της Ένωσης. Δεδομένου ότι η επιχειρηματολογία αυτή στηρίζεται σε παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να απορριφθεί.

3.      Ενδιάμεσο συμπέρασμα

91.      Υπό το πρίσμα των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω να απορριφθεί ο πρώτος λόγος αναιρέσεως ως αβάσιμος.

Γ.      Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

1.      Επιχειρήματα των διαδίκων

92.      Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, ο PV βάλλει κατά της εκτίμησης στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 184 και 192 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

93.      Πρώτον, ο PV υποστηρίζει ότι η διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου, στη σκέψη 184 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, κατά την οποία κανένα από τα πραγματικά περιστατικά που ο PV χαρακτήρισε ως ηθική παρενόχληση ή ψευδή βεβαίωση δεν είχε χαρακτηριστεί ως τέτοιο ούτε είχε αποτελέσει αντικείμενο ποινικής καταδίκης από βελγικό εθνικό δικαστήριο, οφείλεται στο «σαμποτάζ» των ανακριτικής διαδικασίας από την Επιτροπή. Η Επιτροπή έκανε κατάχρηση της λειτουργικής ασυλίας αρνούμενη συστηματικά να επιτρέψει την ακρόαση των υπόπτων, κατά παραβίαση της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 4 ΣΕΕ, παρά το γεγονός ότι δεν επρόκειτο για πράξη δημόσιας εξουσίας.

94.      Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τα στοιχεία της δικογραφίας στη σκέψη 192 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, καθόσον στήριξε την εκ μέρους του απόρριψη της αιτίασης του PV περί παράβασης του άρθρου 11α του ΚΥΚ στη διαπίστωση ότι η υποβολή απλώς μήνυσης από τον υπάλληλο κατά των προσώπων που είναι επιφορτισμένα με τη λήψη αποφάσεων σχετικά με τον ίδιο δεν μπορεί αφ’ εαυτής να δημιουργήσει σύγκρουση συμφερόντων στο πρόσωπο των τελευταίων, παρά το γεγονός ότι σε συνέχεια των μηνύσεων που υπέβαλε ο PV κατά δύο εκ των τριών μελών της ΑΔΑ κινήθηκε ανακριτική διαδικασία. Κατά τον PV, το γεγονός αυτό έπρεπε να οδηγήσει το Γενικό Δικαστήριο στη διαπίστωση της ύπαρξης σύγκρουσης συμφερόντων στο πρόσωπο των εν λόγω μελών της ΑΔΑ στο πλαίσιο των πειθαρχικών διαδικασιών CMS 13/087 και CMS 17/025, καθώς και στο πλαίσιο της αποφάσεως περί παύσης των καθηκόντων της 21ης Οκτωβρίου 2019 μετά το πέρας της εν λόγω τελευταίας πειθαρχικής διαδικασίας. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να διαπιστώσει παράβαση του άρθρου 41 του Χάρτη, του άρθρου 11α του ΚΥΚ και του άρθρου 6, παράγραφος 5, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ.

95.      Κατά την Επιτροπή, η αιτίαση που αφορά την έλλειψη καλόπιστης συνεργασίας με τις βελγικές δικαστικές αρχές λόγω της συστηματικής άρνησης της Επιτροπής να επιτρέψει την ακρόαση των υπόπτων από ανακριτή είναι νέα και, επομένως, δεν μπορεί να προσαφθεί στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν αποφάνθηκε επί του ζητήματος αυτού. Επικουρικώς, η Επιτροπή θεωρεί ότι βασίμως απέρριψε τα αιτήματα των βελγικών δικαστικών αρχών που στηρίζονταν στο άρθρο 19 του ΚΥΚ.

96.      Όσον αφορά την αιτίαση περί παράβασης του άρθρου 11α του ΚΥΚ, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο PV δεν επικρίνει τη νομολογία στην οποία στηρίχθηκε το Γενικό Δικαστήριο, αλλά στηρίζεται σε πραγματικές εκτιμήσεις που καθιστούν απαράδεκτη την αιτίαση αυτή και οι οποίες, εν πάση περιπτώσει, δεν μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 192 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Επιπλέον, η αιτίαση αυτή στρέφεται κατά δύο διαδικασιών τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο ρητώς απέκλεισε από τον έλεγχό του, δεδομένου ότι η πρώτη κατέληξε σε απόφαση ανάκλησης, η οποία στη συνέχεια αποσύρθηκε, και η δεύτερη αποτελεί αντικείμενο χωριστής ένδικης διαφοράς.

2.      Εκτίμηση

97.      Η εξέταση του δεύτερου λόγου αναιρέσεως θα επικεντρωθεί στη συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου, στη σκέψη 192 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα του PV, κατά το οποίο για δύο από τα τρία μέλη της ΑΔΑ που εξέδωσαν τις πρωτοδίκως προσβληθείσες αποφάσεις υφίστατο σύγκρουση συμφερόντων, καθόσον τα εν λόγω πρόσωπα εμπλέκονταν στις ποινικές διαδικασίες που κινήθηκαν στο Βέλγιο για παρενόχληση ή πλαστογραφία δημόσιων εγγράφων. Ο PV προβάλλει παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη, καθώς και στο άρθρο 11α του ΚΥΚ. Επιπλέον, θεωρεί ότι η κρίση του Γενικού Δικαστηρίου, κατά την οποία το γεγονός ότι τα εν λόγω πρόσωπα εμπλέκονται στις μνημονευθείσες διαδικασίες δεν αρκεί για να αμφισβητηθεί η αμεροληψία τους, πρέπει να θεωρηθεί ως παραμόρφωση μέσω διαστρέβλωσης των πραγματικών περιστατικών, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι εν λόγω διαδικασίες προέκυψαν από μηνύσεις που υπέβαλε ο αναιρεσείων προκειμένου να αποφύγει την πειθαρχική διαδικασία.

α)      Η έννοια της «αμεροληψίας» στο υπαλληλικό δίκαιο

98.      Κατ’ αρχάς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη ορίζει ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην αμερόληπτη εξέταση των υποθέσεών του από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης. Η απαίτηση αμεροληψίας αποσκοπεί στη διασφάλιση της ίσης μεταχείρισης, που αποτελεί θεμελιακό στοιχείο της Ένωσης. Ομοίως, υπενθυμίζω ότι το Δικαστήριο επιβεβαίωσε προσφάτως, με την απόφαση Κοινοβούλιο κατά UZ, ότι η απαίτηση αμεροληψίας ισχύει επίσης και στον τομέα των υπαλληλικών υποθέσεων (30). Στο πλαίσιο αυτό, παραπέμπω στις προτάσεις μου στην προμνημονευθείσα υπόθεση, στις οποίες επισήμανα ότι «δεδομένου ότι τόσο η εσωτερική λειτουργία όσο και η εξωτερική εικόνα των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών εξαρτάται από την τήρηση της υποχρεώσεως αυτής, αυτή πρέπει κατ’ ανάγκην να εκτείνεται σε όλους τους τομείς δραστηριότητας της διοικήσεως της Ένωσης, περιλαμβανομένων των θεμάτων που αφορούν τη διαχείριση του υπαλληλικού προσωπικού, όπως είναι ο διορισμός, η προαγωγή και ο πειθαρχικός έλεγχος αυτού» (31). Επομένως, κατά τη γνώμη μου, ουδεμία αμφιβολία υπάρχει, ότι η απαίτηση αμεροληψίας εφαρμόζεται σε πειθαρχικές διαδικασίες, όπως η επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση.

99.      Το άρθρο 11α του ΚΥΚ, το οποίο επικαλείται ο PV στις παρατηρήσεις του, περιέχει ειδικούς κανόνες που αποσκοπούν να εξασφαλίσουν ότι ο υπάλληλος εκτελεί τα καθήκοντά του χωρίς να παρεμποδίζεται η εκπλήρωση της αποστολής του από συγκρούσεις συμφερόντων(32). Κατά την παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ο υπάλληλος δεν απασχολείται σε καμία υπόθεση στην οποία έχει, άμεσα ή έμμεσα, προσωπικό συμφέρον, ιδίως οικογενειακό ή οικονομικό, το οποίο μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την ανεξαρτησία του. Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι οι κανόνες αυτοί συνιστούν έκφραση της απαίτησης αμεροληψίας υπό ευρεία έννοια, φρονώ ότι είναι αναγκαίο να ερμηνευθούν υπό το πρίσμα της έννοιας της «αμεροληψίας» όπως αυτή προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου. Φρονώ ότι αυτή ακριβώς την προσέγγιση ακολούθησε το Γενικό Δικαστήριο καθόσον επισήμανε, στη σκέψη 190 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι πρέπει να αναγνωριστεί στο άρθρο 11α του ΚΥΚ «ευρύ πεδίο εφαρμογής, λαμβανομένου υπόψη του θεμελιώδους χαρακτήρα των σκοπών της ανεξαρτησίας και της ακεραιότητας που επιδιώκει η διάταξη αυτή και του γενικού χαρακτήρα της υποχρέωσης που επιβάλλεται στους μόνιμους υπαλλήλους και στο λοιπό προσωπικό» (η υπογράμμιση δική μου).

100. Η έννοια της «αμεροληψίας» στην οποία στηρίζεται η νομολογία του Δικαστηρίου περιλαμβάνει δύο πτυχές. Αφενός, την υποκειμενική αμεροληψία, κατά την οποία κανένα μέλος του οικείου θεσμικού οργάνου δεν πρέπει να εκδηλώνει μεροληψία ή προσωπικές προκαταλήψεις, και, αφετέρου, την αντικειμενική αμεροληψία, κατά την οποία το εν λόγω θεσμικό όργανο πρέπει να παρέχει επαρκή εχέγγυα για τον αποκλεισμό κάθε εύλογης αμφιβολίας σχετικά με ενδεχόμενη προκατάληψη. Συναφώς, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, προκειμένου να αποδειχθεί ότι η οργάνωση της διοικητικής διαδικασίας δεν παρέχει επαρκή εχέγγυα για τον αποκλεισμό κάθε εύλογης αμφιβολίας σχετικά με ενδεχόμενη προκατάληψη, δεν απαιτείται να αποδεικνύεται η έλλειψη αμεροληψίας. Αρκεί να υφίσταται εύλογη αμφιβολία επ’ αυτού, η οποία να μην μπορεί να αρθεί (33). Η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα των προαναφερθέντων εκτιμήσεων.

101. Όσον αφορά την αντικειμενική αμεροληψία, επισημαίνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο, αφού εξέθεσε στις σκέψεις 180 και 191 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης τα επιχειρήματα που προέβαλε ο αναιρεσείων σχετικά με την ύπαρξη σύγκρουσης συμφερόντων λόγω της εμπλοκής στις ποινικές διαδικασίες που κινήθηκαν για παρενόχληση ή πλαστογραφία δημόσιων εγγράφων των προσώπων που είχαν λάβει αποφάσεις στο πλαίσιο των πειθαρχικών διαδικασιών που κινήθηκαν εναντίον του, διαπίστωσε, στις σκέψεις 193 και 194 της ίδιας αποφάσεως, ότι τα επιχειρήματα αυτά δεν στηρίζονταν σε κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Επιπλέον, παρατηρείται ότι, στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, ο PV δεν προσκομίζει κανένα στοιχείο που να στηρίζει περαιτέρω τη συγκεκριμένη πτυχή.

102. Κατά συνέπεια, όπως επισήμανα ήδη (34), φρονώ ότι πρέπει να ληφθεί ως βάση το ότι στην υπό κρίση υπόθεση δεν υπήρξε ηθική παρενόχληση. Το ίδιο ισχύει και για την εις βάρος των μελών της τριμερούς ΑΔΑ μομφή ότι διέπραξαν εγκληματικές πράξεις, δεδομένου ότι οι ποινικές διαδικασίες που κινήθηκαν στο Βέλγιο δεν οδήγησαν σε ποινική καταδίκη, πτυχή την οποία ορθώς υπογράμμισε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 184 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Δεδομένου ότι τα εν λόγω πρόσωπα μπορούν δικαίως να επικαλεστούν το τεκμήριο αθωότητας, είναι κατά τη γνώμη μου προφανές ότι η υποβολή απλώς μήνυσης δεν αρκεί, αφ’ εαυτής, για να δημιουργήσει αμφιβολία ως προς την αμεροληψία των μελών, ελλείψει άλλων στοιχείων από τα οποία να μπορεί να συναχθεί η ύπαρξη σύγκρουσης συμφερόντων. Τυχόν διαφορετικό συμπέρασμα θα ισοδυναμούσε με αμφισβήτηση του δικαιώματος στο τεκμήριο αθωότητας, ως εγγύησης δίκαιης δίκης, καθώς και με αντιστροφή του βάρους απόδειξης στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας, πράγμα το οποίο φρονώ ότι δεν είναι συμβατό με το κράτος δικαίου.

β)      Επί της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος και των κινδύνων για την εύρυθμη λειτουργία της διοίκησης

103. Οι εκτιμήσεις αυτές καθιστούν ήδη δυνατή την απόρριψη μεγάλου μέρους των επιχειρημάτων του PV σχετικά με τη φερόμενη παραμόρφωση που προκύπτει από τη συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου στη σκέψη 192 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Εντούτοις, φρονώ ότι είναι αναγκαίο να εξεταστεί ενδελεχώς η αιτίαση αυτή, προκειμένου να εξαλειφθεί κάθε αμφιβολία που μπορεί να εξακολουθεί να υφίσταται όσον αφορά τη νομιμότητα της αιτιολογίας της εν λόγω αποφάσεως.

104. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στην προαναφερθείσα σκέψη, ότι «η άποψη του προσφεύγοντος-ενάγοντος κατά την οποία η υποβολή μήνυσης, εάν η τελευταία γίνει δεκτή, αρκεί για να δημιουργηθεί σύγκρουση συμφερόντων, θα είχε ως αποτέλεσμα να παράσχει σε κάθε υπάλληλο τη δυνατότητα να ματαιώσει τη λήψη πειθαρχικών μέτρων εις βάρος του», και πρόσθεσε ότι «ο υπάλληλος κατά του οποίου κινείται πειθαρχική διαδικασία θα μπορούσε, πολύ απλά, να υποβάλει μήνυση κατά των προσώπων που είναι επιφορτισμένα με τη λήψη αποφάσεων σχετικά με αυτόν και, εν συνεχεία, να ζητήσει εξαίρεση κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 11α του ΚΥΚ». Συναφώς, ο PV υποστηρίζει ότι οι εκκρεμείς ενώπιον της βελγικής δικαιοσύνης διαδικασίες δεν μπορούν να ερμηνευθούν ως μια «απλή μήνυση» την οποία υπέβαλε προκειμένου να αποφύγει την πειθαρχική διαδικασία. Κατά τον PV, η ύπαρξη σύγκρουσης συμφερόντων καθορίζεται από τη συνέχεια που δόθηκε στην ανακριτική διαδικασία.

105. Η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου, η οποία παρατίθεται στο προηγούμενο σημείο, καταδεικνύει τη μέριμνα διασφάλισης της αμεροληψίας της πειθαρχικής διαδικασίας με παράλληλη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της διοίκησης. Αφενός, από τις σκέψεις 189 και 190 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο είχε πλήρη επίγνωση της σημασίας του άρθρου 11α του ΚΥΚ, καθόσον υπενθυμίζει ότι η διάταξη αυτή «αποσκοπεί στη διασφάλιση της ανεξαρτησίας, της ακεραιότητας και της αμεροληψίας των μονίμων και λοιπών υπαλλήλων». Αφετέρου, επισημαίνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο ορθώς αναγνώρισε ότι η ερμηνεία του όρου «αμεροληψία», υπό την έννοια ότι τα μέλη της ΑΔΑ που εμπλέκονται στις ποινικές έρευνες έπρεπε να απόσχουν από την παρέμβαση στην πειθαρχική διαδικασία, όπως υποστηρίζει ο PV, στερείται νομικού ερείσματος, δεδομένου ότι όχι μόνον δεν υπήρχε κανένας αντικειμενικός λόγος να τεθεί υπό αμφισβήτηση η αμεροληψία των συγκεκριμένων προσώπων, αλλά και επειδή υφίστατο μη αμελητέος κίνδυνος παρακώλυσης του έργου της διοίκησης, σε περίπτωση υιοθέτησης μιας τέτοιας ερμηνείας.

106. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο αναφέρθηκε στον κίνδυνο η υποβολή καταγγελίας να χρησιμοποιηθεί από τον υπάλληλο –κατά τρόπο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «καταχρηστικός»– προκειμένου να προκαλέσει σύγκρουση συμφερόντων και να ζητήσει την εξαίρεση των προσώπων που είναι επιφορτισμένα με τη λήψη αποφάσεων σχετικά με αυτόν, καθιστώντας επομένως δυνατή τη ματαίωση του αντικειμένου της πειθαρχικής διαδικασίας. Συναφώς, εφιστάται η προσοχή στο γεγονός ότι ο PV υπέβαλε πλείονες μηνύσεις οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα να ενοχοποιηθούν σαράντα περίπου μόνιμοι υπάλληλοι και μέλη του λοιπού προσωπικού της Επιτροπής. Ως εκ τούτου, με πρωτοβουλία του PV έχουν διατυπωθεί κατηγορίες για παρενόχληση και εγκληματική συμπεριφορά εις βάρος σημαντικού αριθμού προσώπων εντός του εν λόγω θεσμικού οργάνου. Το γεγονός αυτό είναι αξιοσημείωτο και χρήζει ορισμένων σχολίων νομικής φύσεως.

107. Φρονώ ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να συντρέχουν οι περιστάσεις υπό τις οποίες η άσκηση ενός δικαιώματος, όπως αυτό της αίτησης απαλλαγής ενός υπαλλήλου από τα καθήκοντά του λόγω προβαλλόμενης σύγκρουσης συμφερόντων, να μπορεί να χαρακτηριστεί ως καταχρηστική. Το Δικαστήριο έχει κρίνει επανειλημμένα ότι, δυνάμει γενικής αρχής του δικαίου της Ένωσης, οι πολίτες δεν μπορούν να επικαλούνται τους κανόνες του εν λόγω δικαίου δολίως ή καταχρηστικώς (35). Όπως προκύπτει από τη νομολογία, προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη καταχρηστικής πρακτικής, απαιτείται αφενός η συνδρομή ενός συνόλου αντικειμενικών περιστάσεων από τις οποίες να προκύπτει ότι, παρά την τυπική τήρηση των προϋποθέσεων που προβλέπει η νομοθεσία της Ένωσης, δεν επιτεύχθηκε ο επιδιωκόμενος με τη νομοθεσία αυτή σκοπός, αφετέρου η ύπαρξη ενός υποκειμενικού στοιχείου, το οποίο συνίσταται στη βούληση του ενδιαφερομένου να αποκομίσει όφελος από τη νομοθεσία της Ένωσης δημιουργώντας τεχνητά τις προϋποθέσεις που είναι αναγκαίες προκειμένου να αντλήσει το όφελος αυτό (36).

108. Βεβαίως, μολονότι το Γενικό Δικαστήριο απέφυγε να χαρακτηρίσει ρητά τη συμπεριφορά του PV ως «καταχρηστική» βάσει των κριτηρίων που έχουν διαμορφωθεί στη νομολογία, εντούτοις, από τη σκέψη 192 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι είχε σοβαρές αμφιβολίες ως προς το βάσιμο των μηνύσεων που υπέβαλε ο PV κατά των συγκεκριμένων υπαλλήλων. Στο πλαίσιο αυτό, φρονώ ότι το Γενικό Δικαστήριο μπορούσε θεμιτά να εκφράσει κάποια ανησυχία σχετικά με τον κίνδυνο που ενείχε για την ορθή διεξαγωγή της πειθαρχικής διαδικασίας η ερμηνεία την οποία υποστηρίζει ο PV, λαμβανομένου ιδίως υπόψη, αφενός, του ιδιαίτερα υψηλού αριθμού μηνύσεων που υποβλήθηκαν κατά διαφόρων υπαλλήλων της Επιτροπής και, αφετέρου, της έλλειψης αποδείξεων περί ηθικής παρενόχλησης και ποινικών αδικημάτων υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις.

109. Πράγματι, εάν οι εν λόγω μηνύσεις δεν υποβλήθηκαν με μοναδικό σκοπό την παρακώλυση του έργου της ΑΔΑ, εύλογα αναμένεται ότι ο PV είναι σε θέση να αποδείξει κάποιες περιπτώσεις παρενόχλησης, πράγμα που προδήλως δεν συμβαίνει. Ελλείψει ενδείξεων περί του αντιθέτου, τίθεται το ερώτημα αν ο PV ενήργησε πράγματι καλόπιστα, όπως απαιτεί το δίκαιο της Ένωσης, ή αν είχε μάλλον ως σκοπό να κάνει χρήση της προστασίας που παρέχει το άρθρο 11α του ΚΥΚ, όπως αυτό ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της απαίτησης αμεροληψίας, προκειμένου να επιτευχθούν σκοποί τους οποίους, προφανώς, δεν επιδιώκει ο νομοθέτης της Ένωσης, ήτοι να παρασχεθεί σε έναν υπάλληλο η δυνατότητα να υπονομεύσει το έργο της διοίκησης και να βλάψει τους συναδέλφους του.

110. Εάν τούτο ισχύει, η εν λόγω συμπεριφορά πληροί αναμφίβολα τα κριτήρια που απαιτούνται για να χαρακτηριστεί ως κατάχρηση δικαιώματος, πράγμα που συνεπάγεται την άρνηση του δικαιώματος που παρέχει η προμνημονευθείσα διάταξη (37). Με άλλα λόγια, ο PV δεν μπορεί να επικαλεστεί βασίμως το άρθρο 11α του ΚΥΚ. Τούτου λεχθέντος, επισημαίνεται ότι πρόκειται, εν τέλει, για πραγματικό ζήτημα στο οποίο το Γενικό Δικαστήριο φαίνεται να έχει δώσει αρκούντως σαφή απάντηση βάσει εκτιμήσεως των περιστάσεων. Φρονώ ότι η συνετή προσέγγιση που υιοθέτησε το Γενικό Δικαστήριο όσον αφορά τη στάση του PV έναντι της διοίκησης, και ειδικότερα στο πλαίσιο της επίμαχης πειθαρχικής διαδικασίας, δικαιολογείται υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης. Για τους λόγους αυτούς, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου δεν ενέχει πλάνη περί το δίκαιο.

111. Ανεξαρτήτως των ανωτέρω εκτιμήσεων, φρονώ ότι δεν είναι αναγκαίο να αποφανθεί το Δικαστήριο με εξαντλητικό τρόπο επί του ζητήματος αν το Γενικό Δικαστήριο μπορούσε να απορρίψει την επιχειρηματολογία του PV καταγγέλλοντας καταχρηστική συμπεριφορά εκ μέρους του, καθόσον, εν πάση περιπτώσει, ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας και η έλλειψη αποδείξεων περί του αντιθέτου αποτελούν, αφ’ εαυτών, ισχυρά επιχειρήματα από τα οποία μπορεί να συναχθεί ότι δεν υπήρξε παράβαση της απαίτησης αμεροληψίας λόγω της συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων ορισμένων μελών της ΑΔΑ κατά των οποίων ο PV είχε υποβάλει μηνύσεις. Κατά τη γνώμη μου, η ανάγκη αποτροπής καταχρηστικών συμπεριφορών εν γένει, την οποία αναφέρει το Γενικό Δικαστήριο, αποτελεί απλώς συμπληρωματικό επιχείρημα προς στήριξη μιας ήδη αρκούντως πειστικής συλλογιστικής.

3.      Τελικές παρατηρήσεις

112. Από την εξέταση του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, ειδικότερα όσον αφορά την αιτιολογία που εκτίθεται στις σκέψεις 189 έως 194 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, δεν προκύπτει πλάνη περί το δίκαιο. Αντιθέτως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το Γενικό Δικαστήριο ορθώς καθόρισε το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 11α του ΚΥΚ, όπως αυτό ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της αρχής της αμεροληψίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη, και ορθώς έκρινε ότι η συμμετοχή ορισμένων μελών της ΑΔΑ, κατά των οποίων ο PV είχε υποβάλει μηνύσεις, δεν δημιουργούσε σύγκρουση συμφερόντων ικανή να καταστήσει παράνομες τις αποφάσεις που ελήφθησαν έναντι του PV στο πλαίσιο της πειθαρχικής διαδικασίας.

113. Ο κίνδυνος τον οποίο αναφέρει το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 192 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, να προκληθεί δυσλειτουργία της διοίκησης, και ιδίως σε βάρος της ορθής διεξαγωγής της επίμαχης πειθαρχικής διαδικασίας, λόγω κατάχρησης της αρχής της αμεροληψίας, δικαιολογείται από τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης, ήτοι από το γεγονός ότι ο PV είχε υποβάλει ιδιαίτερα μεγάλο αριθμό μηνύσεων κατά διαφόρων υπαλλήλων της Επιτροπής παρά την έλλειψη στοιχείων που να αποδεικνύουν ότι τα εν λόγω πρόσωπα είχαν διαπράξει ηθική παρενόχληση και ποινικά αδικήματα. Κατά συνέπεια, φρονώ ότι πρέπει να απορριφθεί η επιχειρηματολογία του PV που στηρίζεται σε προβαλλόμενη παράβαση της απαίτησης αμεροληψίας.

4.      Ενδιάμεσο συμπέρασμα

114. Κατόπιν της ανάλυσης αυτής, φρονώ ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτός. Προτείνω να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Δ.      Επί του ογδόου λόγου αναιρέσεως

1.      Επιχειρήματα των διαδίκων

115. Με τον όγδοο λόγο αναιρέσεως, ο PV υποστηρίζει ότι η εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά το παραδεκτό του αιτήματός του ακυρώσεως της αποφάσεως περί παύσης των καθηκόντων της 26ης Ιουλίου 2016 ενέχει δύο νομικά σφάλματα.

116. Πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορούσε βασίμως να διαπιστώσει, στη σκέψη 81 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η ΑΔΑ είχε προβεί σε συμψηφισμό μεταξύ των οφειλών του PV προς την Επιτροπή και των ποσών που όφειλε η Επιτροπή στον αναιρεσείοντα. Η ανάκληση της αποφάσεως περί παύσης των καθηκόντων εξαφάνισε αναδρομικά όλες τις συνέπειες της εν λόγω αποφάσεως, ιδίως τις διαπιστώσεις περί αδικαιολόγητων απουσιών. Επομένως, οι οφειλές έπρεπε να ακυρωθούν και οι παρακρατήσεις του μισθού του να επιστραφούν σε συνέχεια της εν λόγω ανάκλησης, οπότε δεν ήταν δυνατός ο συμψηφισμός.

117. Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε, στη σκέψη 82 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι οι οικονομικές συνέπειες της αποφάσεως περί παύσης των καθηκόντων εξουδετερώθηκαν πριν από την άσκηση της προσφυγής στην υπόθεση T‑786/16. Η ΑΔΑ δεν συμψήφισε τις οικονομικές συνέπειες της αποφάσεώς της περί παύσης των καθηκόντων, διότι, προς τούτο, όφειλε να καταβάλει στον PV αποζημίωση για υλική ζημία και ηθική βλάβη.

118. Κατά την Επιτροπή, πρώτον, η ακύρωση της πειθαρχικής διαδικασίας λόγω μη διενέργειας έρευνας δεν είχε ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση των αποφάσεων που είχαν εκδοθεί σε προγενέστερο χρόνο, βάσει των οποίων κινήθηκε η συγκεκριμένη διαδικασία και οι οποίες είναι απολύτως χωριστές και ανεξάρτητες από την εν λόγω διαδικασία. Δεύτερον, οι οικονομικές συνέπειες της ανάκλησης της αποφάσεως περί παύσης των καθηκόντων πράγματι εξουδετερώθηκαν.

2.      Εκτίμηση

119. Κατόπιν αιτήματος του Δικαστηρίου, η εξέταση του ογδόου λόγου αναιρέσεως θα επικεντρωθεί στη συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου στις σκέψεις 81 και 82 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, με την οποία κρίνεται απαράδεκτη η προσφυγή ακυρώσεως που άσκησε ο PV κατά της αποφάσεως περί παύσης των καθηκόντων της 26ης Ιουλίου 2016. Ειδικότερα, ο PV αμφισβητεί τη διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου, στη σκέψη 82 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι το αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως περί παύσης των καθηκόντων της 26ης Ιουλίου 2016 στερείται αντικειμένου, καθόσον η απόφαση αυτή ανακλήθηκε και οι οικονομικές συνέπειές της εξουδετερώθηκαν πριν από την άσκηση της προσφυγής στην υπόθεση T‑786/16. Κατά τον PV, η ΑΔΑ δεν συμψήφισε τις οικονομικές συνέπειες της αποφάσεως περί παύσης των καθηκόντων, καθώς, προς τούτο, θα έπρεπε ο PV να έχει λάβει αποζημίωση για την υλική ζημία και την ηθική βλάβη που προέκυψαν από την εν λόγω παύση των καθηκόντων του.

α)      Επί του «εννόμου συμφέροντος» που απαιτείται από το δικονομικό δίκαιο

120. Όπως διευκρίνισε η γενική εισαγγελέας J. Kokott με τις προτάσεις της στην υπόθεση Wunenburger κατά Επιτροπής (38), με την απαίτηση ύπαρξης εννόμου συμφέροντος διασφαλίζεται σε δικονομικό επίπεδο ότι τα δικαστήρια δεν εξετάζουν αμιγώς υποθετικά νομικά ζητήματα προκειμένου να παράσχουν διευκρινίσεις γνωμοδοτικού χαρακτήρα. Ως εκ τούτου, το έννομο συμφέρον αποτελεί υποχρεωτική προϋπόθεση του παραδεκτού, η οποία μπορεί να έχει σημασία σε διάφορα στάδια της διαδικασίας. Έτσι, πρέπει χωρίς αμφιβολία να υφίσταται κατά τον χρόνο κατάθεσης της προσφυγής. Ωστόσο, πρέπει περαιτέρω να υφίσταται και πέραν της ημερομηνίας ασκήσεως της προσφυγής, μέχρι την έκδοση αποφάσεως επί της ουσίας από τον δικαστή (39).

121. Αν το έννομο συμφέρον εκλείψει κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας, ασφαλώς δεν δικαιολογείται πλέον η έκδοση αποφάσεως επί της ουσίας από το δικαστήριο. Εντούτοις, δεν μπορεί να απαιτηθεί από τον προσφεύγοντα να αποδεχτεί άνευ ετέρου την απόρριψη της προσφυγής του η οποία αρχικώς είχε ασκηθεί παραδεκτώς και να φέρει τα δικαστικά έξοδα. Αντιθέτως, η μόνη προσήκουσα λύση στην περίπτωση αυτή είναι να αναγνωριστεί ότι η ένδικη διαφορά κατέστη «άνευ αντικειμένου», γεγονός που σημαίνει, αφενός, ότι η νομική βάση της προσφυγής εξέλιπε το πρώτον μετά την άσκησή της και, αφετέρου, ότι μπορούν να αποφευχθούν οι δυσμενείς οικονομικές συνέπειες για τον προσφεύγοντα.

122. Κατά τη νομολογία, το αν εξακολουθεί ο προσφεύγων να έχει έννομο συμφέρον μπορεί να προκύπτει πρώτον από τον κίνδυνο επανάληψης της (φερόμενης) παράνομης πράξης ενός θεσμικού οργάνου της Ένωσης. Συγκεκριμένα, το άρθρο 266, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ υποχρεώνει το θεσμικό όργανο του οποίου η πράξη κηρύχθηκε άκυρη να «λά[βει] τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου», πράγμα που σημαίνει στην πράξη ότι το θεσμικό αυτό όργανο υποχρεούται να λάβει υπόψη τους λόγους ακυρότητας που εκτίθενται στην εν λόγω απόφαση σε περίπτωση που αποφασίσει να αντικαταστήσει αργότερα την ακυρωθείσα πράξη (40). Δεύτερον, το έννομο συμφέρον ενδέχεται να εξακολουθεί να υφίσταται στην περίπτωση κατά την οποία η έκδοση αποφάσεως επί ασκηθείσας προσφυγής ακυρώσεως έχει σημασία για τυχόν αξιώσεις αποζημίωσης του προσφεύγοντος. Τρίτον, ενδέχεται ο προσφεύγων σε ορισμένες περιπτώσεις, ιδίως σε διαφορές υπαλληλικού χαρακτήρα, να έχει συμφέρον να απαλειφθούν τυχόν αρνητικές κρίσεις περί του προσώπου του προκειμένου να αποκατασταθεί στο μέλλον.

β)      Εξέταση της συλλογιστικής του Γενικού Δικαστηρίου

123. Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αφορά τη δεύτερη από τις τρεις αυτές περιπτώσεις, ήτοι την αξίωση αποζημίωσης του προσφεύγοντος. Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος πρέπει να εκτιμάται in concreto λαμβανομένων, μεταξύ άλλων, υπόψη των συνεπειών της προβαλλόμενης έλλειψης νομιμότητας και της φύσης της ζημίας που ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι υπέστη (41). Με γνώμονα τις αρχές αυτές πρέπει να εξετασθεί η κατάσταση του PV στην υπό κρίση υπόθεση. Στο πλαίσιο της εξέτασης είναι επίσης αναγκαίο να εξακριβωθεί αν η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου λαμβάνει υπόψη τις αρχές αυτές.

124. Συναφώς, εφιστάται εκ προοιμίου η προσοχή στο γεγονός ότι ο PV δεν βρίσκεται στην κατάσταση που μνημονεύεται στο σημείο 121 των παρουσών προτάσεων. Η προσφυγή ακυρώσεως του PV δεν «στερείται αντικειμένου» για τον λόγο ότι το έννομο συμφέρον εξέλιπε κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας, αλλά μάλλον διότι η προσβαλλόμενη απόφαση έπαυσε να υφίσταται πριν ακόμη ασκηθεί η προσφυγή. Συγκεκριμένα, υπενθυμίζεται ότι η ΑΔΑ ανακάλεσε την απόφαση περί παύσης των καθηκόντων στις 24 Ιουλίου 2017, ήτοι σε ημερομηνία προγενέστερη της ημερομηνίας άσκησης της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο κατ’ αρχάς υπενθύμισε, στη σκέψη 80 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, τη θεμελιώδη διαφορά μεταξύ της «κατάργησης», η οποία εξαφανίζει μια απόφαση μόνο για το μέλλον (42), και της «ανάκλησης» της αποφάσεως, η οποία έχει αναδρομικό αποτέλεσμα. Εν συνεχεία, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 82 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η ανάκληση της επίμαχης αποφάσεως περί παύσης των καθηκόντων είχε ως αποτέλεσμα την αναδρομική εξαφάνιση της τελευταίας και, κατά συνέπεια, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση δεν υφίστατο πλέον, δεν μπορούσε να βλάψει τον PV. Φρονώ ότι η εκτίμηση αυτή είναι νομικώς άψογη.

125. Όσον αφορά την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος για την άσκηση αγωγής αποζημίωσης, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έκρινε ότι η αγωγή αποζημίωσης αποτελεί «αυτοτελές» ένδικο βοήθημα, το οποίο επιτελεί ιδιαίτερη λειτουργία στο πλαίσιο του συστήματος των ενδίκων βοηθημάτων και εξαρτάται από προϋποθέσεις ασκήσεως που έχουν τεθεί με γνώμονα το ειδικό αντικείμενό του (43). Ως εκ τούτου, η άσκηση προσφυγής ακυρώσεως κατά πράξης δεν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση αγωγής αποζημίωσης με σκοπό την αποκατάσταση της εξ αυτής απορρέουσας ζημίας (44). Στο πλαίσιο της υπό κρίση υπόθεσης, παρατηρείται ότι ο PV συμπεριέλαβε στην πραγματικότητα στην προσφυγή ακυρώσεως που άσκησε αίτημα αποζημίωσης. Κατά συνέπεια, φρονώ ότι η έλλειψη εννόμου συμφέροντος στο πλαίσιο της προσφυγής ακυρώσεως δεν είναι αποφασιστικής σημασίας για τη διαπίστωση του παραδεκτού της αιτήματός του για αποζημίωση. Αντιθέτως, εκτιμώ ότι είναι απαραίτητο να διαπιστωθεί αν πληρούνται εν προκειμένω οι προϋποθέσεις παραδεκτού της εν λόγω προσφυγής, καθώς και οι προϋποθέσεις του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, λαμβανομένου ακριβώς υπόψη του «αυτοτελούς» χαρακτήρα της.

126. Όσον αφορά τις προϋποθέσεις του αιτήματος αποζημίωσης (45), διατηρώ κάποιους ενδοιασμούς ως προς το αν πληρούνται εν προκειμένω. Ειδικότερα, αμφιβάλλω αν μπορεί να υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της αποφάσεως περί παύσης των καθηκόντων, η οποία ανακλήθηκε από την ίδια την ΑΔΑ, και της υλικής ζημίας που φέρεται να υπέστη ο PV. Όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 81 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, η ανάκληση της αποφάσεως περί παύσης των καθηκόντων στις 24 Ιουλίου 2017 είχε ως συνέπεια, αφενός, την επανένταξη του PV στην Επιτροπή από τις 16 Σεπτεμβρίου 2017 και, αφετέρου, την αναδρομική χορήγηση αποδοχών και ετήσιας άδειας για την περίοδο από 1ης Αυγούστου 2016 έως 15 Σεπτεμβρίου 2017.

127. Επιπλέον, επισημαίνεται ότι η ΑΔΑ είχε προβεί σε συμψηφισμό μεταξύ των οφειλών του PV προς την Επιτροπή και των ποσών που όφειλε η Επιτροπή στον PV για την προαναφερθείσα περίοδο, προκειμένου να καταβάλει το υπόλοιπο ύψους 9 550 ευρώ στον PV. Κατά συνέπεια, όπως ορθώς επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 82 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, η απόφαση περί παύσης των καθηκόντων της 26ης Ιουλίου 2016 είχε ανακληθεί και οι οικονομικές συνέπειές της είχαν εξουδετερωθεί. Μολονότι ο PV υποστηρίζει με την αίτηση αναιρέσεως ότι ο συμψηφισμός αυτός ήταν αδικαιολόγητος, του αντιτάσσεται ότι η ανάκληση της αποφάσεως περί παύσης των καθηκόντων δεν εξαφάνισε τις αποφάσεις που είχαν εκδοθεί σε προγενέστερο χρόνο με τις οποίες διαπιστώθηκαν οι αδικαιολόγητες απουσίες που αποτέλεσαν τη βάση της πειθαρχικής διαδικασίας. Επομένως, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο επικύρωσε τον συμψηφισμό μεταξύ των οφειλών του αναιρεσείοντος λόγω των αδικαιολόγητων απουσιών του και των ποσών που όφειλε η Επιτροπή στον αναιρεσείοντα για την εν λόγω περίοδο. Υπό τις συνθήκες αυτές, δύσκολα γίνεται αντιληπτό πώς ο PV μπορεί να έχει υποστεί υλική ζημία.

γ)      Τελικές παρατηρήσεις

128. Από την εξέταση της συλλογιστικής του Γενικού Δικαστηρίου στις σκέψεις 81 και 82 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης δεν μπορεί να διαπιστωθεί πλάνη περί το δίκαιο. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων εκτιμήσεων, κλίνω, όπως και το Γενικό Δικαστήριο, προς το συμπέρασμα ότι πρέπει να απορριφθεί η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος, ιδίως ελλείψει πράξης βλαπτικής για τον PV. Πράγματι, όλα δείχνουν ότι η προσβαλλόμενη από τον PV απόφαση περί παύσης των καθηκόντων ανακλήθηκε με αναδρομική ισχύ πριν από την άσκηση της προσφυγής ακυρώσεως, με αποτέλεσμα να μην παράγει πλέον συνέπειες που θα μπορούσαν να τον βλάψουν. Επομένως, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το αίτημα ακυρώσεως ήταν απαράδεκτο.

129. Όσον αφορά το αίτημα αποζημίωσης του PV, φρονώ ότι η επιχειρηματολογία που προέβαλε ο τελευταίος δεν παρέχει τη δυνατότητα να εκτιμηθεί ο βαθμός στον οποίο θα μπορούσε να έχει υποστεί υλική ζημία, δεδομένου ότι ο συμψηφισμός στον οποίο προέβη η Επιτροπή ήταν δικαιολογημένος, όπως έκρινε το Γενικό Δικαστήριο με την απόφασή του. Κατά συνέπεια, φρονώ ότι πρέπει να απορριφθεί η επιχειρηματολογία που προβάλλει ο PV προς στήριξη του φερόμενου δικαιώματος αποζημίωσης.

3.      Ενδιάμεσο συμπέρασμα

130. Για τους προεκτεθέντες λόγους, προτείνω να απορριφθεί ο όγδοος λόγος αναιρέσεως ως αβάσιμος.

VI.    Πρόταση

131. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να κρίνει αβάσιμο τον πρώτο, τον δεύτερο και τον όγδοο λόγο αναιρέσεως.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      Βλ. αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 2020, Συμβούλιο κ.λπ. κατά K. Chrysostomides & Co. κ.λπ. (C‑597/18 P, C‑598/18 P, C‑603/18 P και C‑604/18 P, EU:C:2020:1028, σκέψη 128), και της 17ης Δεκεμβρίου 2020, BP κατά FRA (C‑601/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:1048, σκέψη 71).


3      Βλ. αποφάσεις της 25ης Ιανουαρίου 2007, Sumitomo Metal Industries και Nippon Steel κατά Επιτροπής (C‑403/04 P και C‑405/04 P, EU:C:2007:52, σκέψη 39), και της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Inpost Paczkomaty κατά Επιτροπής (C‑431/19 P και C‑432/19 P, EU:C:2020:1051, σκέψη 51).


4      Βλ. αποφάσεις της 26ης Ιανουαρίου 2017, Duravit κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑609/13 P, EU:C:2017:46, σκέψη 86), και της 28ης Νοεμβρίου 2019, Brugg Kabel και Kabelwerke Brugg κατά Επιτροπής (C‑591/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:1026, σκέψη 63).


5      Βλ. σκέψη 175 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


6      Βλ. σκέψεις 60, 171, 221, 222 και 231 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


7      Βλ. σημείο 77 των παρουσών προτάσεων.


8      Για λεπτομερέστερη ανάλυση του δικαιώματος χρηστής διοίκησης, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη, παραπέμπω στις προτάσεις μου στην υπόθεση Κοινοβούλιο κατά UZ (C‑894/19 P, EU:C:2021:497, σημείο 66 επ.).


9      Pilorge-Vrancken, J., Le droit de la fonction publique de l’Union européenne, Larcier, Βρυξέλλες, 2017, σ. 15.


10      Απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 2021, Ministre de la Transition écologique et solidaire et Ministre de l’Action et des Comptes publics (C‑903/19, EU:C:2021:95, σκέψη 37).


11      Απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 1981, Επιτροπή κατά Βελγίου (137/80, EU:C:1981:237, σκέψη 9).


12      Andreone, F., «Hiérarchie des normes et sources du droit de la fonction publique de l’Union européenne», Groupe de réflexion sur l’avenir du service public européen, Cahier no 25, Ιούνιος 2015, σ. 16.


13      Απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2017, RL κατά Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (T‑21/17, EU:T:2017:907, σκέψη 51).


14      Βλ. σημείο 64 των παρουσών προτάσεων.


15      Βλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, OH (Ετεροδικία) (C‑758/19, EU:C:2021:603, σκέψεις 24 και 25), καθώς και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Bobek στην υπόθεση Δορυφορικό Κέντρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά KF (C‑14/19 P, EU:C:2020:220, σημείο 91).


16      Οι Giacobbo Peyronnel, V. και Perillo, E., στο Statut de la fonction publique de l’Union européenne (Larcier, Βρυξέλλες, 2017, σ. 17), υπενθυμίζουν την πρόθεση των ιδρυτών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) να δημιουργήσουν ανεξάρτητη δημόσια διοίκηση, αποτελούμενη από υπερεθνικούς υπαλλήλους.


17      Απόφαση της 18ης Ιουνίου 2020, Επιτροπή κατά RQ (C‑831/18 P, EU:C:2020:481).


18      Απόφαση της 18ης Ιουνίου 2020, Επιτροπή κατά RQ (C‑831/18 P, EU:C:2020:481, σκέψη 45).


19      Απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, AV και AW κατά Κοινοβουλίου (T‑43/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:666, σκέψη 106).


20      Απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, AV και AW κατά Κοινοβουλίου (T‑43/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:666, σκέψη 106).


21      Απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, AV και AW κατά Κοινοβουλίου (T‑43/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:666, σκέψη 106).


22      Βλ. σημείο 51 των παρουσών προτάσεων.


23      Βλ. αποφάσεις της 5ης Σεπτεμβρίου 2019, AH κ.λπ. (Τεκμήριο αθωότητας) (C‑377/18, EU:C:2019:670, σκέψη 41), και της 25ης Φεβρουαρίου 2021, Dalli κατά Επιτροπής (C‑615/19 P, EU:C:2021:133, σκέψη 223).


24      ΕΕ 2016, L 65, σ. 1.


25      ΕΕ 2013, L 294, σ. 1.


26      Πρβλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 28ης Οκτωβρίου 1994, Murray κατά Ηνωμένου Βασιλείου (CE:ECHR:1994:1028JUD001431088, § 55).


27      Ο De Béco, R., «L’audition par la police, le parquet ou le juge d’instruction», Justice-en-ligne (άρθρο της 25ης Αυγούστου 2021), εξηγεί ότι το βελγικό ποινικό δικονομικό δίκαιο παρέχει δικαιώματα και εγγυήσεις σε κάθε πρόσωπο που υπόκειται σε εξέταση υπό οιαδήποτε ιδιότητα (θύμα, καταγγέλλων, πληροφοριοδότης, μάρτυρας, ύποπτος, πρόσωπο που καλείται από την αστυνομία ή πρόσωπο στερούμενο της ελευθερίας του).


28      Αυτό ισχύει στην περίπτωση του ποινικού δικαίου πολλών κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένου του Βασιλείου του Βελγίου, όπως επισημαίνει ο Du Jardin, J., στο «Belgique, les principes de procédure pénale et leur application dans les procédures disciplinaires», Revue internationale de droit pénal, τόμος 74, αριθ. 3 και 4, 2003, σ. 801. Ειδικότερα, το άρθρο 56, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του code d’instruction criminelle (κώδικα ποινικής δικονομίας, Βέλγιο) ορίζει, όσον αφορά τα καθήκοντα του ανακριτή, ότι ο τελευταίος «είναι υπεύθυνος για την ανάκριση η οποία διεξάγεται για τη διαπίστωση της ενοχής ή της αθωότητας» και ότι «μεριμνά για τη νομιμότητα των αποδεικτικών μέσων καθώς και για την αμεροληψία με την οποία συλλέγονται» (η υπογράμμιση δική μου). Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται επίσης το άρθρο 5, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 2017, σχετικά με την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (ΕΕ 2017, L 283, σ. 1), το οποίο ορίζει ότι «[η] Ευρωπαϊκή Εισαγγελία διεξάγει τις έρευνές της με αμεροληψία και συλλέγει όλα τα συναφή αποδεικτικά στοιχεία, είτε αυτά είναι ενοχοποιητικά είτε απαλλακτικά», πράγμα που μπορεί να εκληφθεί ως έκφραση μιας θεμελιώδους αρχής του ποινικού δικονομικού δικαίου της Ένωσης (η υπογράμμιση δική μου).


29      Ο Ligeti, K., «The Place of the Prosecutor in Common Law and Civil Law Jurisdictions», The Oxford Handbook of Criminal Process, Oxford University Press, Οξφόρδη, 2019, διευκρινίζει ότι, δυνάμει της αρχής της νομιμότητας, εάν υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία κατά το πέρας της έρευνας, ο εισαγγελέας υποχρεούται κατ’ αρχήν να ασκήσει δίωξη και δεν μπορεί να θέσει την υπόθεση στο αρχείο.


30      Απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2021, Κοινοβούλιο κατά UZ (C‑894/19 P, EU:C:2021:863, σκέψεις 51 επ.).


31      Βλ. σημείο 104 των προτάσεών μου στην υπόθεση Κοινοβούλιο κατά UZ (C‑894/19 P, EU:C:2021:497) (η υπογράμμιση δική μου).


32      Giacobbo Peyronnel, V., και Perillo, E., Statut de la fonction publique de l’Union européenne, Larcier, Βρυξέλλες, 2017, σ. 170.


33      Απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2021, Κοινοβούλιο κατά UZ (C‑894/19 P, EU:C:2021:863, σκέψη 54).


34      Βλ. σημείο 51 των παρουσών προτάσεων.


35      Βλ. απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2021, Volkswagen Bank κ.λπ. (C‑33/20, C‑155/20 και C‑187/20, EU:C:2021:736, σκέψη 121).


36      Βλ. απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2021, Volkswagen Bank κ.λπ. (C‑33/20, C‑155/20 και C‑187/20, EU:C:2021:736, σκέψη 122 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


37      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2019, T Danmark και Y Denmark (C‑116/16 και C‑117/16, EU:C:2019:135, σκέψη 72), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι ένα κράτος μέλος οφείλει να αρνείται το ευεργέτημα των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης όταν αυτές δεν προβάλλονται προκειμένου να επιτευχθούν οι σκοποί των εν λόγω διατάξεων, αλλά προκειμένου να αντληθεί όφελος από το δίκαιο της Ένωσης, ενώ δεν πληρούνται παρά μόνον τυπικώς οι προϋποθέσεις για την παροχή του οφέλους αυτού.


38      Υπόθεση C‑362/05 P (EU:C:2007:104, σημεία 35 και 36).


39      Βλ. αποφάσεις της 28ης Μαΐου 2013, Abdulrahim κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑239/12 P, EU:C:2013:331, σκέψη 61), και της 27ης Ιουνίου 2013, Xeda International και Pace International κατά Επιτροπής (C‑149/12 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:433, σκέψη 31).


40      Lenaerts, K., Maselis, I., και Gutman, K., EU Procedural Law, Oxford University Press, Οξφόρδη, 2014, σημείο 7.223, σ. 416.


41      Απόφαση της 28ης Μαΐου 2013, Abdulrahim κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑239/12 P, EU:C:2013:331, σκέψη 65).


42      Απόφαση της 27ης Ιουνίου 2013, Xeda International και Pace International κατά Επιτροπής (C‑149/12 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:433, σκέψη 32).


43      Αποφάσεις της 23ης Μαρτίου 2004, Διαμεσολαβητής κατά Lamberts (C‑234/02 P, EU:C:2004:174, σκέψη 59), και της 6ης Οκτωβρίου 2020, Bank Refah Kargaran κατά Συμβουλίου (C‑134/19 P, EU:C:2020:793).


44      Απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2006, Reynolds Tobacco κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑131/03 P, EU:C:2006:541, σκέψεις 82 και 83).


45      Κατά πάγια νομολογία, η θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης και η άσκηση του δικαιώματος αποκατάστασης της προκληθείσας ζημίας, δυνάμει του άρθρου 340 ΣΛΕΕ, εξαρτώνται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων, που ανάγονται στον παράνομο χαρακτήρα της προσαπτόμενης στα θεσμικά όργανα συμπεριφοράς, στο υποστατό της ζημίας και στην ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ως άνω συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας (βλ. απόφαση της 19ης Ιουνίου 2014, Commune de Millau και SEMEA κατά Επιτροπής, C‑531/12 P, EU:C:2014:2008, σκέψη 96).