Language of document : ECLI:EU:C:2022:740

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JEAN RICHARD DE LA TOUR

της 29ης Σεπτεμβρίου 2022(1)

Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C524/21 και C525/21

IG

κατά

Agenţia Judeţeană de Ocupare a Forţei de Muncă Ilfov (C524/21)

και

Agenţia Municipală pentru Ocuparea Forţei de Muncă Bucureşti

κατά

IM (C525/21)

[αιτήσεις του Curtea de Apel Bucureşti
(εφετείου Βουκουρεστίου, Ρουμανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Οδηγία 2008/94/ΕΚ – Προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη – Ανάληψη από τους οργανισμούς εγγυήσεως της υποχρεώσεως πληρωμής των απαιτήσεων των μισθωτών – Περιορισμός της υποχρεώσεως πληρωμής που υπέχουν οι οργανισμοί εγγυήσεως – Ανάκτηση ποσών σε περίπτωση υπερβάσεως της περιόδου των τριών μηνών που προηγούνται/έπονται της ημερομηνίας ενάρξεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας»






I.      Εισαγωγή

1.        Οι υπό κρίση αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως έχουν ως αντικείμενο την ερμηνεία της οδηγίας 2008/94/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2008, περί προστασίας των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη (2).

2.        Oι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο ένδικων διαφορών μεταξύ, αφενός, της IG και του Agenția Județeană de Ocupare a Forței de Muncă Ilfov (Κέντρου απασχολήσεως της περιφέρειας Ilfov, Ρουμανία, στο εξής: AJOFM Ilfov) (υπόθεση C‑524/21) και, αφετέρου, του Agenția Municipală pentru Ocuparea Forței de Muncă Bucureşti (Κέντρου απασχολήσεως του Δήμου Βουκουρεστίου, Ρουμανία, στο εξής: AMOFM Bucarest) και της IM (υπόθεση C‑525/21) με αντικείμενο την ανάκτηση ποσών που καταβλήθηκαν από οργανισμό εγγυήσεως μισθών για ανεξόφλητες μισθολογικές απαιτήσεις λόγω αφερεγγυότητας του εργοδότη. Συγκεκριμένα, τίθεται το ερώτημα εάν και με ποιον τρόπο είναι δυνατή η ανάκτηση των ποσών αυτών από τον μισθωτό, όταν δεν έχουν καταβληθεί για την περίοδο αναφοράς που προβλέπει η οδηγία 2008/94 ή σε περίπτωση που δεν ζητήθηκαν εντός της προβλεπόμενης από την εθνική νομοθεσία προθεσμίας.

3.        Με τις παρούσες προτάσεις, οι οποίες, σύμφωνα με το αίτημα του Δικαστηρίου, αφορούν το τρίτο και το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα, θα εξηγήσω τους λόγους για τους οποίους η οδηγία 2008/94, καθώς και οι αρχές της ισοδυναμίας, της αποτελεσματικότητας και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνικές ρυθμίσεις και πρακτικές που προβλέπουν, χωρίς μεταβατικά μέτρα, την ανάκτηση ποσών τα οποία καταβλήθηκαν αχρεωστήτως για περιόδους βαίνουσες πέραν του υφιστάμενου νομικού πλαισίου ή τα οποία ζητήθηκαν εκπροθέσμως, όταν οι ενδιαφερόμενοι πρώην μισθωτοί δεν είναι πλέον σε θέση να ζητήσουν από τον οργανισμό εγγυήσεως την καταβολή ποσών για ανεξόφλητους μισθούς.

4.        Σε περίπτωση που, κατά την ημερομηνία της ανακτήσεως ή της αποφάσεως του επιληφθέντος δικαστηρίου, οι μισθωτοί εξακολουθούν να μπορούν να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους που απορρέουν από την οδηγία 2008/94, το αιτούν δικαστήριο πρέπει να εξακριβώσει αν οι κανόνες για την εφαρμογή της οδηγίας αυτής που αφορούν την ανάκτηση των αρχικώς καταβληθέντων ποσών συνάδουν, αφενός, με την αρχή της ισοδυναμίας, η οποία απαιτεί οι εν λόγω διαδικαστικές προϋποθέσεις να μην είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που αφορούν την αντιμετώπιση συγκρίσιμων καταστάσεων αμιγώς εσωτερικού χαρακτήρα, και, αφετέρου, με την αρχή της αποτελεσματικότητας, η οποία απαιτεί οι εν λόγω διαδικαστικές προϋποθέσεις να μην καθιστούν αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή στην πράξη την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει το δίκαιο της Ένωσης.

II.    Το νομικό πλαίσιο

Α.      Η οδηγία 2008/94

5.        Οι αιτιολογικές σκέψεις 2, 3 και 7 της οδηγίας 2008/94 έχουν ως εξής:

«(2)      Ο κοινοτικός χάρτης των θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων των εργαζομένων, ο οποίος υιοθετήθηκε στις 9 Δεκεμβρίου 1989, αναφέρει, στο σημείο 7, ότι η δημιουργία της εσωτερικής αγοράς πρέπει να οδηγήσει σε βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας των εργαζομένων στην [Ευρωπαϊκή Ένωση] και ότι η βελτίωση αυτή πρέπει να επιφέρει, όπου τούτο είναι αναγκαίο, την ανάπτυξη ορισμένων πλευρών της εργατικής νομοθεσίας, όπως είναι οι διαδικασίες ομαδικής απόλυσης ή πτώχευσης.

(3)      Είναι αναγκαία η θέσπιση διατάξεων για την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, ιδίως για τη διασφάλιση της πληρωμής των ανεξόφλητων απαιτήσεών τους και για την εξασφάλιση της κατ’ ελάχιστον προστασίας, λαμβανομένης υπόψη της αναγκαιότητας ισόρροπης οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης στην [Ένωση]. Προς τούτο, τα κράτη μέλη πρέπει να συστήσουν οργανισμό που θα εγγυάται στους οικείους μισθωτούς την πληρωμή των ανεξόφλητων απαιτήσεών τους.

[...]

(7)      Τα κράτη μέλη μπορούν να θέτουν περιορισμούς στην ευθύνη των οργανισμών εγγύησης, περιορισμούς οι οποίοι πρέπει να είναι συμβατοί με τον κοινωνικό στόχο της οδηγίας και μπορούν να λαμβάνουν υπόψη τα διαφορετικά επίπεδα των απαιτήσεων».

6.        Το κεφάλαιο I της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Πεδίο εφαρμογής και ορισμοί», περιλαμβάνει τα άρθρα 1 και 2.

7.        Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας:

«Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στις απαιτήσεις μισθωτών από συμβάσεις εργασίας ή από σχέσεις εργασίας κατά εργοδοτών σε κατάσταση αφερεγγυότητος, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1».

8.        Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/94 προβλέπει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ένας εργοδότης θεωρείται σε κατάσταση αφερεγγυότητας όταν έχει ζητηθεί η έναρξη συλλογικής διαδικασίας που βασίζεται στην αφερεγγυότητά του, προβλεπόμενη από τις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις ενός κράτους μέλους, η οποία επιφέρει τη μερική ή ολική πτωχευτική απαλλοτρίωση του εν λόγω εργοδότη, καθώς και το διορισμό συνδίκου ή προσώπου που ασκεί παρεμφερή καθήκοντα, και η αρχή που είναι αρμόδια δυνάμει των σχετικών διατάξεων:

α)      είτε αποφάσισε την έναρξη της διαδικασίας·

β)      είτε διαπίστωσε ότι η επιχείρηση ή η εγκατάσταση του εργοδότη έκλεισε οριστικά και ότι η ανεπάρκεια των διαθεσίμων στοιχείων του ενεργητικού δεν δικαιολογεί την έναρξη της διαδικασίας».

9.        Το κεφάλαιο II της οδηγίας 2008/94, με τίτλο «Διατάξεις σχετικές με τους οργανισμούς εγγυήσεως», περιλαμβάνει τα άρθρα 3 έως 5.

10.      Το άρθρο 3 της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα, έτσι ώστε οι οργανισμοί εγγύησης να εξασφαλίζουν, με την επιφύλαξη του άρθρου 4, την πληρωμή των ανεξόφλητων απαιτήσεων των μισθωτών που απορρέουν από συμβάσεις εργασίας ή από σχέσεις εργασίας περιλαμβανομένης όποτε αυτό προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία της καταβολής αποζημιώσεων σε περίπτωση λύσεως της σχέσεως εργασίας.

Οι απαιτήσεις τις οποίες αναλαμβάνει ο οργανισμός εγγύησης είναι όσες αφορούν ανεξόφλητες αμοιβές εργασίας που αντιστοιχούν σε περίοδο που προηγείται ή/και, ενδεχομένως, έπεται μιας ημερομηνίας, την οποία προσδιορίζουν τα κράτη μέλη».

11.      Το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας έχει ως εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να περιορίζουν την υποχρέωση πληρωμής των οργανισμών εγγύησης που προβλέπεται στο άρθρο 3.

2.      Όταν τα κράτη μέλη κάνουν χρήση της ευχέρειας που αναφέρεται στη παράγραφο 1, καθορίζουν τη διάρκεια της περιόδου που θεμελιώνει την πληρωμή των ανεξόφλητων απαιτήσεων από τον οργανισμό εγγύησης. Η διάρκεια αυτή δεν μπορεί, ωστόσο, να είναι μικρότερη από την περίοδο που καλύπτει την αμοιβή των τελευταίων τριών μηνών της εργασιακής σχέσης που τοποθετείται πριν ή/και μετά την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 3 δεύτερο εδάφιο.

Τα κράτη μέλη μπορούν να εντάξουν αυτή την ελάχιστη περίοδο τριών μηνών σε μια περίοδο αναφοράς, η διάρκεια της οποίας δεν μπορεί να είναι κατώτερη των έξι μηνών.

Τα κράτη μέλη που προβλέπουν περίοδο αναφοράς τουλάχιστον δεκαοκτώ μηνών, μπορούν να περιορίσουν την περίοδο που θεμελιώνει την πληρωμή των ανεξόφλητων απαιτήσεων από τον οργανισμό εγγύησης σε οκτώ εβδομάδες. Στην περίπτωση αυτή, για τον υπολογισμό της ελάχιστης περιόδου επιλέγονται οι χρονικές περίοδοι που είναι ευνοϊκότερες για το μισθωτό.

3.      Τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίζουν ανώτατα όρια για τις πληρωμές που πραγματοποιούνται από τον οργανισμό εγγύησης. Τα ανώτατα αυτά όρια δεν μπορούν να είναι χαμηλότερα από ένα όριο κοινωνικώς συμβατό με τον κοινωνικό στόχο της παρούσας οδηγίας.

Όταν τα κράτη μέλη κάνουν χρήση αυτής της ευχέρειας, γνωστοποιούν στην [Ευρωπαϊκή] Επιτροπή τις μεθόδους με τις οποίες καθορίζουν το εν λόγω ανώτατο όριο».

12.      Το άρθρο 12, στοιχείο αʹ, της ίδιας οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία δεν θίγει την ευχέρεια των κρατών μελών:

α)      να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα που αποσκοπούν την αποτροπή καταχρήσεων».

2.      Το ρουμανικό δίκαιο

13.      Το άρθρο 2 του Legea nr. 200/2006 privind constituirea și utilizarea Fondului de garantare pentru plata creanțelor salariale (νόμου 200/2006 περί συστάσεως και χρήσεως του Ταμείου εγγυήσεων για την πληρωμή μισθολογικών απαιτήσεων) (3), της 22ας Μαΐου 2006, προβλέπει τα εξής:

«Το Fondul de garantare [pentru plata creanțelor salariale (Ταμείο εγγυήσεων για την πληρωμή μισθολογικών απαιτήσεων, Ρουμανία, στο εξής: Ταμείο εγγυήσεων)] διασφαλίζει την πληρωμή των μισθολογικών απαιτήσεων που απορρέουν από ατομικές συμβάσεις εργασίας και από συλλογικές συμβάσεις εργασίας που έχουν συναφθεί μεταξύ μισθωτών και εργοδοτών εις βάρος των οποίων έχουν εκδοθεί τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις για την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας και έχει διαταχθεί το μέτρο της ολικής ή μερικής ανάκλησης της εξουσίας διοίκησης [...]».

14.      Το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο a, του νόμου αυτού προβλέπει τα εξής:

«Εντός των ορίων και υπό τους όρους που προβλέπονται στο παρόν κεφάλαιο, καλύπτονται από τους πόρους του Ταμείου εγγυήσεων οι ακόλουθες κατηγορίες μισθολογικών απαιτήσεων:

a)      οι καθυστερούμενοι μισθοί».

15.      Κατά το άρθρο 14, παράγραφος 1, του εν λόγω νόμου:

«Το συνολικό άθροισμα των μισθολογικών απαιτήσεων που καλύπτει το Ταμείο εγγυήσεων δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό τριών εθνικών μέσων ακαθάριστων μισθών ανά εργαζόμενο».

16.      Το άρθρο 15, παράγραφοι 1 και 2, του ίδιου νόμου ορίζει τα εξής:

«(1)      Οι μισθολογικές απαιτήσεις που διαλαμβάνονται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχεία a, c, d και e, καλύπτονται για περίοδο τριών ημερολογιακών μηνών.

(2)      Η προβλεπόμενη στην παράγραφο 1 περίοδος είναι η προγενέστερη της ημερομηνίας κατά την οποία ζητείται η χορήγηση δικαιωμάτων περίοδος που προηγείται ή έπεται της ημερομηνίας ενάρξεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας».

17.      Το άρθρο 5, παράγραφος 1, των Normele metodologice de aplicare a Legii nr. 200/2006 privind constituirea și utilizarea Fondului de garantare pentru plata creanțelor salariale (μεθοδολογικών κανόνων εφαρμογής του [νόμου 200/2006]) (4), της 21ης Δεκεμβρίου 2006, προβλέπει τα εξής:

«Οι μισθολογικές απαιτήσεις που διαλαμβάνονται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχεία a, c, d και e, του νόμου [200/2006] αφορούν την προβλεπόμενη στο άρθρο 15, παράγραφος 1, του [εν λόγω] νόμου περίοδο των τριών ημερολογιακών μηνών, η οποία προηγείται του μήνα κατά τον οποίο ζητείται η χορήγηση των δικαιωμάτων».

18.      Το άρθρο 7 των μεθοδολογικών κανόνων ορίζει τα εξής:

«(1)      Όταν οι απαιτήσεις των μισθωτών του ευρισκόμενου σε κατάσταση αφερεγγυότητας εργοδότη είναι προγενέστερες του μήνα ενάρξεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας, η προβλεπόμενη στο άρθρο 15, παράγραφος 1, του νόμου [200/2006] περίοδος των τριών ημερολογιακών μηνών προηγείται της ημερομηνίας ενάρξεως της διαδικασίας.

(2)      Όταν οι απαιτήσεις των μισθωτών του ευρισκόμενου σε κατάσταση αφερεγγυότητας εργοδότη είναι μεταγενέστερες του μήνα ενάρξεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας, η προβλεπόμενη στο άρθρο 15, παράγραφος 1, του [εν λόγω] νόμου περίοδος έπεται της ημερομηνίας ενάρξεως της διαδικασίας».

19.      Κατά το άρθρο 47, παράγραφος 1, του Legea nr. 76/2002 privind sistemul asigurărilor pentru șomaj și stimularea ocupării forței de muncă (νόμου 76/2002 περί του καθεστώτος ασφαλίσεως κατά της ανεργίας και ενισχύσεως της απασχόλησης) (5), της 16ης Ιανουαρίου 2002:

«Τα ποσά που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως από τον προϋπολογισμό του ταμείου ανεργίας καθώς και κάθε άλλο ποσό που έχει επιβαρύνει τον προϋπολογισμό του ταμείου ανεργίας και το οποίο δεν προέρχεται από εισφορές για την ασφάλιση της εργασίας ανακτώνται βάσει αποφάσεων που εκδίδονται από τα κέντρα απασχολήσεως [...], οι οποίες αποτελούν εκτελεστούς τίτλους».

20.      Το άρθρο 731 του Legea nr. 500/2002 privind finanțele publice (νόμου 500/2002 περί των δημοσίων οικονομικών) (6), της 11ης Ιουλίου 2002, προβλέπει τα εξής:

«Τα καθορισθέντα από τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα ποσά που συνιστούν ζημίες/μη σύννομες πληρωμές από δημόσιους πόρους ανακτώνται πλέον τόκων και, ανάλογα με την περίπτωση, των χρηματικών ποινών ή προσαυξήσεων λόγω υπερημερίας που ισχύουν για τα έσοδα του προϋπολογισμού και υπολογίζονται για την περίοδο που εκτείνεται από την επέλευση της ζημίας/πληρωμή έως την ανάκτηση των ποσών αυτών».

III. Οι διαφορές των κύριων δικών και τα προδικαστικά ερωτήματα

Α.      Η υπόθεση C524/21

21.      Με απόφαση της 13ης Μαρτίου 2017, το AJOFM Ilfov δέχθηκε την υποβληθείσα στις 8 Φεβρουαρίου 2017 αίτηση δικαστικού εκκαθαριστή για τον καθορισμό του ύψους και την πληρωμή των μισθολογικών απαιτήσεων που είχε η IG για τους μήνες Μάιο έως Ιούλιο του 2013, οι οποίες βάρυναν το Ταμείο εγγυήσεων μετά την πτώχευση του εργοδότη της. Το ύψος των εν λόγω μισθολογικών απαιτήσεων καθορίστηκε στο ποσό των 1 308 ρουμανικών λέι (RON) (περίπου 287 ευρώ) (7).

22.      Ερειδόμενο στην απόφαση της 5ης Μαρτίου 2018, 16/2018 (8), με την οποία το Înalta Curte de Casație și Justiție (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Ρουμανία) είχε ερμηνεύσει το άρθρο 15, παράγραφοι 1 και 2, του νόμου 200/2006, το Curtea de Conturi (Ελεγκτικό Συνέδριο, Ρουμανία), με απόφαση της 6ης Αυγούστου 2019, διέταξε το Agenția Națională pentru Ocuparea Forței de Muncă (Εθνικό κέντρο απασχόλησης, Ρουμανία) να λάβει μέτρα για τον προσδιορισμό της εκτάσεως των ζημιών και για την ανάκτηση των καταβληθέντων από το Ταμείο εγγυήσεων ποσών για καθυστερούμενους μισθούς που οφείλονταν από εργοδότες ευρισκόμενους σε διαδικασία αφερεγγυότητας, και αφορούσαν περιόδους οι οποίες έβαιναν πέραν του υφιστάμενου νομικού πλαισίου.

23.      Κατόπιν της αποφάσεως αυτής, ο εκτελεστικός διευθυντής του AJOFM Ilfov διέταξε, στις 31 Δεκεμβρίου 2019, την ανάκτηση του ποσού των μισθολογικών απαιτήσεων που είχε εισπράξει η IG, πλέον τόκων και χρηματικών ποινών λόγω υπερημερίας. Προς στήριξη της αποφάσεώς του, ο ως άνω διευθυντής εκτίμησε ότι η αίτηση για την εκ μέρους του Ταμείου εγγυήσεων ανάληψη της υποχρεώσεως πληρωμής των απαιτήσεων αυτών είχε υποβληθεί στις 8 Φεβρουαρίου 2017, ενώ η ημερομηνία ενάρξεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας κατά του πρώην εργοδότη της IG, η οποία και καθόριζε την περίοδο αναφοράς κατά τη διάρκεια της οποίας ήταν δυνατή η υποβολή της αιτήσεως, ήταν η 19η Μαρτίου 2010. Ως εκ τούτου, η αίτηση αυτή είχε, κατά την άποψη του AJOFM Ilfov, υποβληθεί εκπροθέσμως και ήταν συνεπώς απαράδεκτη.

24.      Η IG προσέβαλε την απόφαση του AJOFM Ilfov, με προσφυγή που άσκησε στις 17 Μαρτίου 2020, ενώπιον του Tribunalul Bucureşti (πρωτοδικείου Βουκουρεστίου, Ρουμανία). Με απόφαση που εξέδωσε στις 25 Μαΐου 2020 επί αστικής διαφοράς, το εν λόγω δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της IG ως αβάσιμη.

25.      Για να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό, το Tribunalul Bucureşti (πρωτοδικείο Βουκουρεστίου) στηρίχθηκε, αφενός, στην απόφαση του Ακυρωτικού Δικαστηρίου της 5ης Μαρτίου 2018, βάσει της οποίας, κατ’ ουσίαν, η τρίμηνη περίοδος για την οποία το Ταμείο εγγυήσεων μπορεί να αναλάβει την υποχρέωση πληρωμής και να καταβάλει τις έναντι του αφερέγγυου εργοδότη μισθολογικές απαιτήσεις έχει ως χρονικό σημείο αναφοράς αποκλειστικώς και μόνον την ημερομηνία ενάρξεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, δεδομένου ότι η διαδικασία αυτή κινήθηκε επισήμως κατά του πρώην εργοδότη της IG στις 19 Μαρτίου 2010, η IG θα έπρεπε να έχει εισπράξει μισθολογικές απαιτήσεις μόνο για τις περιόδους από τον Δεκέμβριο του 2009 έως τον Φεβρουάριο του 2010 και από τον Απρίλιο του 2010 έως τον Ιούνιο του 2010.

26.      Επιπλέον, γνωρίζοντας ότι η αίτηση που είχε υποβάλει ο δικαστικός εκκαθαριστής αφορούσε μισθολογικές απαιτήσεις που αντιστοιχούσαν στους μήνες Μάιο έως Ιούλιο του 2013, οι οποίοι ήταν επίσης εκτός της περιόδου αναφοράς κατά τα οριζόμενα στην απόφαση του Ακυρωτικού Δικαστηρίου της 5ης Μαρτίου 2018, το Tribunalul Bucureşti (πρωτοδικείο Βουκουρεστίου) έκρινε ότι δεν υπήρχε καμία νομική βάση που να επιτρέπει την ανάληψη της υποχρέωσης πληρωμής των απαιτήσεων αυτών για τη ζητούμενη χρονική περίοδο.

27.      Αφετέρου, προκειμένου να απορρίψει την προσφυγή της IG, το δικαστήριο αυτό απέρριψε επίσης το επιχείρημά της ότι το AJOFM Ilfov ήταν αναρμόδιο να καθορίσει το ύψος και να ανακτήσει το καταβληθέν ποσό των επίμαχων μισθολογικών απαιτήσεων. Συναφώς, το εν λόγω δικαστήριο έκρινε ότι ο Ρουμάνος νομοθέτης ρητώς προέβλεπε ότι τα αχρεωστήτως καταβληθέντα από τον προϋπολογισμό ασφαλίσεως κατά της ανεργίας ποσά, όπως τα ποσά για μισθολογικές απαιτήσεις που είχε εισπράξει η IG, έπρεπε να ανακτηθούν από τους δικαιούχους οι οποίοι, στην περίπτωση του Ταμείου εγγυήσεων, ήταν οι μισθωτοί και όχι οι εργοδότες, οι οποίοι είναι, κατ’ ουσίαν, υπόχρεοι στην καταβολή εισφορών.

28.      Η IG άσκησε έφεση ενώπιον του Curtea de Apel Bucureşti (εφετείου Βουκουρεστίου, Ρουμανία) κατά της αποφάσεως του Tribunalul Bucureşti (πρωτοδικείου Βουκουρεστίου). Προς στήριξη της εφέσεώς της, η IG προβάλλει, πρώτον, ότι η κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου βασιζόταν σε εσφαλμένη εφαρμογή εκ μέρους του Înalta Curte de Casație și Justiție (Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου) των κρίσιμων διατάξεων, καθώς η κρίση αυτή θέτει υπό αμφισβήτηση τα μισθολογικά δικαιώματα που η εκκαλούσα έχει αποκτήσει νόμιμα με την απόφαση του AJOFM Ilfov της 13ης Μαρτίου 2017, η δε εν λόγω διοικητική πράξη δεν μπορεί πλέον να ανακληθεί, δεδομένου ότι έχει ήδη θεμελιώσει δικαίωμα αστικής φύσεως υπέρ της εκκαλούσας.

29.      Δεύτερον, η IG θεωρεί ότι οι διατάξεις του άρθρου 15, παράγραφος 2, του νόμου 200/2006, όπως ερμηνεύθηκαν με την απόφαση του Ακυρωτικού Δικαστηρίου της 5ης Μαρτίου 2018, δεν μπορούν πλέον να θεωρηθούν ως νομική βάση για την απόφαση του AJOFM Ilfov της 13ης Μαρτίου 2017, διότι κηρύχθηκαν αντίθετες προς το Constituția (Σύνταγμα) με απόφαση του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου, Ρουμανία) (9).

30.      Τρίτον, η IG υπογραμμίζει το γεγονός ότι το Tribunalul Bucureşti (πρωτοδικείο Βουκουρεστίου) εσφαλμένως απέρριψε το επιχείρημα περί αναρμοδιότητας του AJOFM Ilfov, διότι έσφαλε ως προς το πρόσωπο που επωφελείται από τις διατάξεις του νόμου 200/2006. Συναφώς, η IG υποστηρίζει ότι ο μισθωτός δεν επωφελείται από τον νόμο αυτόν διότι αποκτά μισθολογικά δικαιώματα λόγω της εκ μέρους του παρεχόμενης εργασίας, ενώ αυτός που καταβάλλει την εισφορά στο Ταμείο εγγυήσεων είναι ο εργοδότης.

Β.      Η υπόθεση C525/21

31.      Με απόφαση της 14ης Μαρτίου 2018, το AMOFM Bucarest δέχθηκε την υποβληθείσα από δικαστικό εκκαθαριστή αίτηση για τον καθορισμό του ύψους και την πληρωμή των μισθολογικών απαιτήσεων που είχε η IM για τους μήνες Οκτώβριο και Νοέμβριο του 2017, οι οποίες βάρυναν το Ταμείο εγγυήσεων λόγω της αφερεγγυότητας του εργοδότη της. Το ύψος των απαιτήσεων αυτών καθορίστηκε στο ποσό των 3 143 RON (περίπου 674 ευρώ) (10).

32.      Με βάση την απόφαση του Curtea de Conturi (Ελεγκτικού Συνεδρίου) της 6ης Αυγούστου 2019, όπως περιγράφεται στο σημείο 22 των παρουσών προτάσεων, ο εκτελεστικός διευθυντής του AMOFM Bucarest, με απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2019, όπως συμπληρώθηκε στις 6 Δεκεμβρίου 2019 (στο εξής: απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2019), ακύρωσε την απόφαση του AMOFM Bucarest της 14ης Μαρτίου 2018, εκτιμώντας ότι η περίοδος για την οποία είχαν καταβληθεί οι μισθολογικές απαιτήσεις δεν αντιστοιχούσε στην περίοδο αναφοράς, κατά τα οριζόμενα στην απόφαση του Ακυρωτικού Δικαστηρίου της 5ης Μαρτίου 2018.

33.      Επιπλέον, με την απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2019, διαπιστώθηκε ότι η περίοδος για την οποία το Ταμείο εγγυήσεων μπορούσε να αναλάβει την υποχρέωση πληρωμής και να καταβάλει τις μισθολογικές απαιτήσεις της ΙΜ είχε ως χρονικό σημείο αναφοράς αποκλειστικώς και μόνον την ημερομηνία ενάρξεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας κατά του εργοδότη της, δηλαδή την 22α Ιανουαρίου 2015, με αποτέλεσμα το ποσό των απαιτήσεων αυτών να έχει καταβληθεί αχρεωστήτως. Ως εκ τούτου, ο εκτελεστικός διευθυντής του AMOFM Bucarest διέταξε την ανάκτηση του επίμαχου ποσού.

34.      Με προσφυγή που άσκησε στις 21 Ιανουαρίου 2020, η IM προσέβαλε ενώπιον του Tribunalul Bucureşti (πρωτοδικείου Βουκουρεστίου) την απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2019, ζητώντας την απαλλαγή της από την υποχρέωση καταβολής του εν λόγω ποσού και την αναστολή εκτελέσεως της πράξεως αυτής μέχρι την έκδοση αποφάσεως επί της ουσίας.

35.      Με απόφαση που εξέδωσε στις 14 Ιουλίου 2020 επί αστικής διαφοράς, το δικαστήριο αυτό δέχθηκε το αίτημα της ΙΜ και ακύρωσε την απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2019. Συναφώς, έκρινε, αφενός, ότι οι διατάξεις του άρθρου 15, παράγραφος 2, του νόμου 200/2006, όπως είχαν ερμηνευθεί με την απόφαση του Ακυρωτικού Δικαστηρίου της 5ης Μαρτίου 2018, δεν μπορούσαν να εφαρμοστούν εν προκειμένω, δεδομένου ότι είχαν κηρυχθεί αντισυνταγματικές από το Curtea Constituțională (Συνταγματικό Δικαστήριο) (11).

36.      Αφετέρου, το Tribunalul Bucureşti (πρωτοδικείο Βουκουρεστίου) εφάρμοσε τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (12), κατά την οποία το αίτημα αναδρομικής ανακτήσεως κοινωνικών παροχών που έχουν καταβληθεί αχρεωστήτως παραβιάζει τις διατάξεις του άρθρου 1 του πρόσθετου πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (13). Το δικαστήριο αυτό έκρινε, πρώτον, ότι η καταβολή των επίμαχων κοινωνικών παροχών εμπίπτει στις έννοιες της «περιουσίας» και της «δικαιολογημένης εμπιστοσύνης» κατά την εν λόγω Σύμβαση και, δεύτερον, ότι η επιβληθείσα από τη διοικητική αρχή στην ΙΜ υποχρέωση να επιστρέψει αυτές τις κοινωνικές παροχές παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας.

37.      Το Tribunalul Bucureşti (πρωτοδικείο Βουκουρεστίου) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η IM, η οποία ουδόλως συνέβαλε στη χορήγηση των μισθολογικών απαιτήσεων από το Ταμείο εγγυήσεων, δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη για το σφάλμα του AMOFM Bucarest, το οποίο είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης του δικαστικού εκκαθαριστή στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του.

38.      Ακολούθως, το AMOFM Bucarest άσκησε έφεση ενώπιον του Curtea de Apel Bucureşti (εφετείου Βουκουρεστίου) κατά της αποφάσεως του Tribunalul Bucureşti (πρωτοδικείου Βουκουρεστίου). Το AMOFM Bucarest υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα και παρέβη τόσο το περιεχόμενο της αποφάσεως του Ακυρωτικού Δικαστηρίου της 5ης Μαρτίου 2018 όσο και πλείονες διατάξεις του νόμου 200/2006.

39.      Ειδικότερα, το AMOFM Bucarest υποστηρίζει ότι το ποσό που καταβλήθηκε στην IM για μισθολογικές απαιτήσεις δεν της οφειλόταν, διότι το σχετικό ατομικό δικαίωμα δεν είχε ασκηθεί εντός της προβλεπόμενης εκ του νόμου προθεσμίας των τριών μηνών που προηγούνται ή των τριών μηνών που έπονται της ημερομηνίας ενάρξεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας κατά του εργοδότη.

Γ.      Το σκεπτικό του αιτούντος δικαστηρίου και τα προδικαστικά ερωτήματα

40.      Κατόπιν των προεκτεθέντων, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, το AJOFM Ilfov (υπόθεση C‑524/21) και το AMOFM Bucarest (υπόθεση C‑525/21) εφάρμοσαν μεν τον νόμο 200/2006 για τη μεταφορά της οδηγίας 2008/94 στο εθνικό δίκαιο καταβάλλοντας στην IG και στην IM τις μισθολογικές απαιτήσεις που εγγυάται το Ταμείο εγγυήσεων, πλην όμως η απόφαση της 6ης Αυγούστου 2019 του Curtea de Conturi (Ελεγκτικού Συνεδρίου) οδήγησε σε μεταγενέστερη επανεξέταση των αιτήσεων πληρωμής που είχαν ήδη γίνει δεκτές από το Ταμείο εγγυήσεων. Κατά συνέπεια, η επανεξέταση αυτή συνιστά επανεκτίμηση του ατομικού δικαιώματος κάθε μισθωτού για καταβολή αποζημιώσεως το οποίο αφορά περίοδο βαίνουσα πέραν του υφιστάμενου νομικού πλαισίου ή το οποίο ασκήθηκε εκτός της εκ του νόμου προβλεπόμενης προθεσμίας.

41.      Κατά την ερμηνεία του αιτούντος δικαστηρίου, μια τέτοια διοικητική πρακτική φέρνει τους μισθωτούς σε δύσκολη θέση όχι μόνον υπονομεύοντας τη βεβαιότητα και την ασφάλεια των εννόμων σχέσεων διά της επανεξέτασης μισθολογικών απαιτήσεων που έχουν ήδη καταβληθεί, αλλά και διατάσσοντας την ανάκτηση των εισπραχθέντων ποσών, ενδεχομένως, με τόκους και χρηματικές ποινές λόγω υπερημερίας, χωρίς μάλιστα τούτο να στηρίζεται σε οιαδήποτε νομική βάση.

42.      Επιπλέον, το εν λόγω δικαστήριο εκτιμά ότι αυτή η διοικητική πρακτική δεν συνάδει προς τον κοινωνικό σκοπό της οδηγίας 2008/94, όπως αυτός ορίζεται στις αιτιολογικές της σκέψεις 3 και 7, και ότι η ερμηνεία από το Δικαστήριο των σχετικών διατάξεων της εν λόγω οδηγίας θα συνέβαλε στην επίλυση σημαντικού αριθμού διαφορών με παρόμοια πραγματικά περιστατικά, οι οποίες επιλύονται με διαφορετικό τρόπο από τα εθνικά δικαστήρια.

43.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Curtea de Apel Bucureşti (εφετείο Βουκουρεστίου) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Αντιβαίνει στις διατάξεις του άρθρου 1, παράγραφος 1, και του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/94, υπό το πρίσμα της αυτοτελούς εννοίας της “κατάστασης αφερεγγυότητας”, εθνική ρύθμιση περί μεταφοράς της οδηγίας [αυτής] στο εσωτερικό δίκαιο (το άρθρο 15, παράγραφοι 1 και 2, του [νόμου 200/2006] σε συνδυασμό με το άρθρο 7 των [μεθοδολογικών κανόνων]), όπως ερμηνεύθηκε με την απόφαση 16/2018 του αρμόδιου για την επίλυση νομικών ζητημάτων τμήματος του Înalta Curte de Casație și Justiție [Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου], κατά την οποία η περίοδος των τριών μηνών για την οποία το [Ταμείο εγγυήσεων] μπορεί να αναλάβει την υποχρέωση πληρωμής και να καταβάλει τις έναντι αφερέγγυου εργοδότη μισθολογικές απαιτήσεις έχει ως χρονικό σημείο αναφοράς αποκλειστικώς και μόνον την ημερομηνία έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

2)      Αντιβαίνει στις διατάξεις του άρθρου 3, [δεύτερο εδάφιο], και του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/94, το άρθρο 15, παράγραφοι 1 και 2, του [νόμου 200/2006], όπως ερμηνεύθηκε με την απόφαση 16/2018 του αρμόδιου για την επίλυση νομικών ζητημάτων τμήματος του Înalta Curte de Casație și Justiție [Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου], κατά την οποία η μέγιστη περίοδος των τριών μηνών για την οποία το [Ταμείο εγγυήσεων] μπορεί να αναλάβει την υποχρέωση πληρωμής και να καταβάλει τις έναντι αφερέγγυου εργοδότη μισθολογικές απαιτήσεις βρίσκεται εντός της περιόδου αναφοράς μεταξύ του τριμήνου αμέσως πριν από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας και του τριμήνου αμέσως μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;

3)      Συνάδει με τον κοινωνικό σκοπό της οδηγίας 2008/94 και με τις διατάξεις του άρθρου 12, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής εθνική διοικητική πρακτική κατά την οποία ανακτώνται από τον εργαζόμενο, δυνάμει αποφάσεως του Curtea de Conturi (Ελεγκτικού Συνεδρίου) και ελλείψει ειδικής εθνικής ρυθμίσεως που να υποχρεώνει τον εργαζόμενο σε επιστροφή, ποσά τα οποία φέρεται να του καταβλήθηκαν για περιόδους βαίνουσες πέραν του υφιστάμενου νομικού πλαισίου ή τα οποία ζητήθηκαν εκπροθέσμως;

4)      Κατά την ερμηνεία της έννοιας των “καταχρήσεων” για τις οποίες γίνεται λόγος στο άρθρο 12, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2008/94, συνιστά επαρκή αντικειμενική δικαιολογία η ανάκτηση από τον εργαζόμενο, με δεδηλωμένο σκοπό να τηρηθεί ο γενικός χρόνος παραγραφής, των μισθολογικών απαιτήσεων που έχει καταβάλει το (Ταμείο εγγυήσεων) κατόπιν αιτήσεως του δικαστικού εκκαθαριστή;

5)      Συνάδουν με τις διατάξεις και τον σκοπό της οδηγίας [2008/94] η ερμηνεία και εθνική διοικητική πρακτική κατά τις οποίες τα ποσά των μισθολογικών απαιτήσεων που καλούνται να επιστρέψουν οι εργαζόμενοι εξομοιώνονται με τοκοφόρες φορολογικές οφειλές που επισύρουν κυρώσεις λόγω υπερημερίας;»

44.      Γραπτές παρατηρήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου κατέθεσαν η Ρουμανική και η Ισπανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή.

IV.    Ανάλυση

45.      Καταρχάς, θα ήθελα να επισημάνω ότι το ζήτημα της δυνατότητας και της διαδικασίας ανακτήσεως των ποσών που έχουν καταβληθεί από τον οργανισμό εγγυήσεως στους μισθωτούς εργοδότη που βρίσκεται σε κατάσταση αφερεγγυότητας βάσει της οδηγίας 2008/94 διαφέρει από τα παρεμφερή ζητήματα που αφορούν, αφενός, τον καθορισμό της περιόδου αναφοράς στην οποία περιλαμβάνεται η ελάχιστη περίοδος των τριών μηνών κατά τη διάρκεια της οποίας εξασφαλίζονται οι μισθολογικές απαιτήσεις και, αφετέρου, τον ορισμό της έννοιας των «καταχρήσεων» κατά το άρθρο 12, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής.

46.      Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, σύμφωνα με το αίτημα του Δικαστηρίου, θα εξετάσω μόνον το τρίτο και το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία, εξάλλου, μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο κοινής αναλύσεως και απαντήσεως και για τις δύο υποθέσεις. Ως εκ τούτου, θα υποθέσω, βάσει των διευκρινίσεων του αιτούντος δικαστηρίου, ότι οι πληρωμές που αποτελούν αντικείμενο ανάκτησης αφορούν περιόδους οι οποίες δεν εμπίπτουν στο υφιστάμενο νομικό πλαίσιο ή ποσά τα οποία ζητήθηκαν εκπροθέσμως.

47.      Δεδομένου ότι η οδηγία 2008/94 δεν αναφέρει τίποτα συναφώς, η διαδικασία ανακτήσεως των αχρεωστήτως καταβληθεισών μισθολογικών απαιτήσεων εμπίπτει στη δικονομική αυτονομία των κρατών μελών (14). Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί, υπό την ισχύ της οδηγίας 80/987/ΕΟΚ (15), ότι οι κανόνες για την παραγραφή της αξίωσης ή την αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων πρέπει να αναζητηθούν στην εθνική νομοθεσία του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους (16).

48.      Ωστόσο, κατά πάγια, επίσης, νομολογία, η αυτονομία αυτή έχει ως όρια την ανάγκη τηρήσεως των αρχών της αποτελεσματικότητας και της ισοδυναμίας (17), στις οποίες μπορεί να προστεθεί, εν προκειμένω, και η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

49.      Προτού εξετάσω τη διαδικασία που εφαρμόζεται στις επίμαχες υποθέσεις υπό το πρίσμα εκάστης εκ των αρχών αυτών, θα ήθελα να προβώ σε τρεις υπομνήσεις.

50.      Καταρχάς, ο κοινωνικός σκοπός της οδηγίας 2008/94 εκδηλώνεται σαφώς στις αιτιολογικές της σκέψεις 3 και 7. Ο σκοπός αυτός έχει, εξάλλου, αναγνωριστεί από το Δικαστήριο το οποίο έχει αποφανθεί, κατά πάγια νομολογία, ότι ο κοινωνικός σκοπός της οδηγίας αυτής έγκειται στη διασφάλιση για όλους τους μισθωτούς μιας ελάχιστης προστασίας σε ενωσιακό επίπεδο, σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, με την πληρωμή των ανεξόφλητων απαιτήσεων οι οποίες απορρέουν από συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας και αφορούν τις αποδοχές συγκεκριμένης περιόδου (18). Κατά συνέπεια, ο σκοπός αυτός πρέπει να καθοδηγεί τα κράτη μέλη κατά την εφαρμογή των δικαιωμάτων που απορρέουν από την εν λόγω οδηγία (19).

51.      Στη συνέχεια, το Δικαστήριο έχει επισημάνει ότι η οδηγία 2008/94, παρέχοντας στα κράτη μέλη την ευχέρεια να περιορίζουν, σε κάποιο βαθμό, την εγγύησή τους, λαμβάνει υπόψη τις δημοσιονομικές δυνατότητες των κρατών μελών και επιδιώκει τη διαφύλαξη της οικονομικής ισορροπίας των αντίστοιχων οργανισμών εγγυήσεως (20). Ωστόσο, στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις που παρατίθενται στην υποσημείωση 18 των παρουσών προτάσεων, η διαφορά είχε προκύψει κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως καταβολής ή μη των ζητούμενων αποζημιώσεων και όχι στο στάδιο ανακτήσεως της αποζημιώσεως που είχε ήδη καταβληθεί.

52.      Τέλος, κατά τη γνώμη μου, o κίνδυνος κατάχρησης αποκλείεται όταν η αίτηση αποζημιώσεως υποβάλλεται από επαγγελματία και όχι απευθείας από τον μισθωτό, αν και δεν προκύπτει από τα στοιχεία που παρέχονται στις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως ότι στις υποθέσεις των κύριων δικών συντρέχει περίπτωση κατάχρησης.

53.      Πρώτον, όσον αφορά την αρχή της ισοδυναμίας, υπενθυμίζεται ότι η εφαρμογή της απαιτεί τη σύγκριση μεταξύ της επίμαχης διαδικασίας που προβλέπει το δίκαιο της Ένωσης και των παρόμοιων διαδικασιών του εσωτερικού δικαίου σε συγκρίσιμες καταστάσεις, με σκοπό να διασφαλιστεί ότι οι προϋποθέσεις της πρώτης διαδικασίας δεν είναι λιγότερο ευνοϊκές (21).

54.      Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι η διαδικασία του εθνικού δικαίου στην οποία βασίζεται, κατ’ αναλογίαν, σιωπούντος του νόμου, η διαδικασία ανακτήσεως που εφαρμόζεται εν προκειμένω συνιστά διαδικασία η οποία χρησιμοποιείται για την είσπραξη ανεξόφλητων φορολογικών οφειλών, στο πλαίσιο της οποίας επιβάλλονται τόκοι και κυρώσεις λόγω υπερημερίας.

55.      Όπως επισημαίνει η Επιτροπή, η είσπραξη ανεξόφλητων φορολογικών οφειλών δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να συγκριθεί με την ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθεισών μισθολογικών απαιτήσεων, ιδίως σε περιπτώσεις όπως οι προκείμενες. Πράγματι, ο μισθωτός που είναι πιστωτής του ευρισκόμενου σε κατάσταση αφερεγγυότητας εργοδότη ο οποίος οφείλει μισθούς, βρίσκεται, κατόπιν σφάλματος για το οποίο δεν φαίνεται να φέρει ευθύνη, σε κατάσταση κατά την οποία έχει εισπράξει, εσφαλμένα, τα ποσά που εγγυώνται την πληρωμή των οφειλόμενων μισθών, αλλά οφείλει να τα επιστρέψει καταβάλλοντας τόκους και χρηματικές ποινές λόγω υπερημερίας. Συνεπώς, όχι μόνον παραμένει ανεξόφλητη η μισθολογική του απαίτηση ενώ η πληρωμή σε αυτόν μισθών τριών μηνών θα έπρεπε να είναι εγγυημένη, αλλά οφείλει επίσης να καταβάλει τόκους και χρηματικές ποινές λόγω υπερημερίας για χρονική περίοδο που άρχισε να τρέχει έναν μήνα μετά την απόφαση καταβολής των ως άνω ποσών (υπόθεση C‑524/21).

56.      Επομένως, φρονώ ότι, προκειμένου να εκτιμηθεί αν έχει τηρηθεί η αρχή της ισοδυναμίας, η σύγκριση δεν πρέπει να γίνει με τις διαδικασίες εισπράξεως φορολογικών οφειλών, αλλά με τις διαδικασίες αναζητήσεως παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως. Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι «η απευθυνόμενη στο [Ταμείο εγγυήσεων] αίτηση μισθωτού περί ανεξόφλητων αμοιβών και η απευθυνόμενη σε εργοδότη ευρισκόμενο σε κατάσταση αφερεγγυότητος αίτηση μισθωτού δεν είναι όμοιες» (22).

57.      Επιπλέον, στο πλαίσιο της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Pasquini, η οποία αφορούσε αγωγή αναζητήσεως αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών συντάξεως γήρατος, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο έλεγχος βάσει της αρχής της ισοδυναμίας αφορά τόσο τις διατάξεις περί παραγραφής και αναζητήσεως αχρεωστήτων, και γενικότερα όλες τις διαδικαστικές προϋποθέσεις για την αντιμετώπιση των συγκρίσιμων καταστάσεων (23), όσο και τη συνεκτίμηση της καλής πίστης (24).

58.      Εν πάση περιπτώσει, στις υποθέσεις των κύριων δικών, η καταβολή τόκων ήταν μεν επιβεβλημένη, αλλά μόνον από την κοινοποίηση στους μισθωτούς της υποχρέωσής τους επιστροφής των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών και όχι, όπως στις διαδικασίες εισπράξεως φόρων που κινήθηκαν στις υποθέσεις των κύριων δικών, από την ημερομηνία «επέλευση[ς] της ζημίας/ [μη σύννομης] πληρωμή[ς]» δημοσίων πόρων (25).

59.      Επομένως, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, όσον αφορά την αρχή της ισοδυναμίας, τα ακόλουθα στοιχεία: αν ήταν δυνατή η αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών, αν ελήφθη υπόψη η καλή πίστη και, ενδεχομένως, το χρονικό σημείο έναρξης της τοκοφορίας.

60.      Δεύτερον, όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικότητας, το Δικαστήριο θέσπισε τον κανόνα ότι οι διαδικαστικές προϋποθέσεις που εφαρμόζονται δυνάμει του εθνικού δικαίου δεν πρέπει να καθιστούν αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή στην πράξη την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει το δίκαιο της Ένωσης (26).

61.      Εν προκειμένω, εάν ολοκληρωνόταν η διαδικασία ανακτήσεως, οι μισθωτοί θα έπρεπε να επιστρέψουν τα εισπραχθέντα ποσά προσαυξημένα με τόκους και χρηματικές ποινές λόγω υπερημερίας, παρά το γεγονός ότι οι διατάξεις της οδηγίας 2008/94 εγγυώνται τουλάχιστον την καταβολή σε αυτούς μισθών τριών μηνών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη τους.

62.      Εκ της δυνατότητας αυτής ανακύπτουν δύο δυσχέρειες υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικότητας.

63.      Πράγματι, αφενός, από τα περιγραφόμενα πραγματικά περιστατικά των υποθέσεων των κύριων δικών φαίνεται να προκύπτει ότι οι συνέπειες του πλημμελούς ελέγχου εκ μέρους του δικαστικού εκκαθαριστή, ενός εξειδικευμένου επαγγελματία που είναι υπεύθυνος για την υποβολή της αίτησης καταβολής των εγγυημένων ποσών, και εκ μέρους του κέντρου απασχολήσεως και του οργανισμού εγγυήσεως που εγκρίνουν και διενεργούν την πληρωμή των ποσών αυτών, βαρύνουν τον μισθωτό, ο οποίος ενδέχεται να υποχρεωθεί να επιστρέψει τα εν λόγω ποσά αρκετά έτη μετά την καταβολή τους. Όμως, προκειμένου να διασφαλιστεί η άσκηση από τον μισθωτό των δικαιωμάτων που αυτός αντλεί από την οδηγία 2008/94 κατά τρόπο που να μην καθιστά υπερβολικά δυσχερή την άσκησή τους, δεν θα έπρεπε να υφίσταται η δυνατότητα αυτή. Ειδικότερα, η δυνατότητα της αρμόδιας διοικητικής αρχής να αξιώνει την επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών μετά από έτη, ή ακόμη και χωρίς να προβλέπεται χρόνος παραγραφής της σχετικής αξίωσης, κινώντας διαδικασία η οποία τηρείται στις περιπτώσεις φορολογικής απάτης, θα μπορούσε να αποθαρρύνει τον μισθωτό να ασκήσει τα δικαιώματά του. Επιπλέον, αν η διαδικασία ανάκτησης αρχίζει σε χρονικό σημείο κατά το οποίο έχει παραγραφεί η αξίωση του μισθωτού για καταβολή μισθών ή αν είναι υποχρεωτική η διαμεσολάβηση δικαστικού εκκαθαριστή ο οποίος ενδεχομένως δεν ασκεί πλέον τα καθήκοντά του, ο μισθωτός δεν θα μπορεί να λάβει την προβλεπόμενη στην οδηγία εγγύηση μισθού. Επομένως, παραβιάζεται η αρχή της αποτελεσματικότητας.

64.      Αφετέρου, ακόμη και σε περίπτωση που εξακολουθεί να υφίσταται η δυνατότητα υποβολής νέας αιτήσεως αποζημίωσης, η επιβολή τόκων και χρηματικών ποινών λόγω υπερημερίας επί των αρχικώς καταβληθέντων ποσών μπορεί να θεωρηθεί ότι θίγει την αρχή της αποτελεσματικότητας. Πράγματι, στο μέτρο που το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/94 ορίζει ότι, κατ’ ελάχιστον, πρέπει να εξασφαλίζεται η αμοιβή των τελευταίων τριών μηνών, η πρόβλεψη ότι ο μισθωτός θα πρέπει να επιστρέψει περισσότερα από όσα έλαβε υπονομεύει ακόμη περισσότερο την αρχή αυτή.

65.      Κατά συνέπεια, το αιτούν δικαστήριο πρέπει να εξακριβώσει αν, κατά την ημερομηνία ανάκτησης, ο μισθωτός εξακολουθεί να έχει τη δυνατότητα να ζητήσει την εγγύηση των μισθολογικών απαιτήσεων που προβλέπει το άρθρο 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2008/94 και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, αν η επιβολή τόκων και χρηματικών ποινών λόγω υπερημερίας επί του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού δεν ενδέχεται να μειώσει το ποσό που εγγυώνται οι διατάξεις της οδηγίας αυτής. Μόνον υπό αυτές τις συνθήκες διασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα των οικείων δικαιωμάτων από τους εθνικούς κανόνες και πρακτικές.

66.      Εν πάση περιπτώσει, η νομολογιακή ερμηνεία της περιόδου αναφοράς (27) και η συνακόλουθη διαταγή του Curtea de Conturi (Ελεγκτικού Συνεδρίου) για ανάκτηση των αποζημιώσεων που είχαν καταβληθεί προηγουμένως εκτός της εν λόγω περιόδου αναφοράς, χωρίς τη λήψη μεταβατικών μέτρων, είναι από μόνες τους ικανές να θίξουν την αρχή της αποτελεσματικότητας. Πράγματι, κατ’ αναλογίαν, το Δικαστήριο έκρινε, σε υπόθεση συντμήσεως της προθεσμίας εντός της οποίας μπορούσε να ζητηθεί η επιστροφή των ποσών που καταβλήθηκαν κατά παράβαση του δικαίου της Ένωσης, ότι είναι αναγκαίο «[έ]να […] μεταβατικό καθεστώς [που παρέχει στους ιδιώτες αρκετό χρόνο για την υποβολή αιτήσεων επιστροφής υπό το καθεστώς της προηγουμένης ρυθμίσεως], εφόσον η άμεση εφαρμογή μικρότερης αποσβεστικής προθεσμίας σε αυτές τις αιτήσεις θα είχε ως αποτέλεσμα την αναδρομική στέρηση ορισμένων ιδιωτών του δικαιώματός τους επιστροφής ή θα τους άφηνε ένα πολύ μικρό περιθώριο για την προβολή αυτού του δικαιώματος» (28). Κατά μείζονα λόγο, η ανάκτηση καταβληθέντων ποσών χωρίς τη λήψη μεταβατικών μέτρων για τη διατήρηση των κεκτημένων δικαιωμάτων των μισθωτών αντίκειται, κατά τη γνώμη μου, στην αρχή της αποτελεσματικότητας.

67.      Τρίτον και τελευταίο, θα ήθελα να εξετάσω αν η επίμαχη εθνική νομοθεσία και πρακτική συνάδουν με την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Η εν λόγω αρχή προστατεύει τους ιδιώτες «από τροποποιήσεις του κανόνα δικαίου οι οποίες, ακόμη και αν είναι νόμιμες, είναι τόσο βάναυσες ώστε οι συνέπειές τους να είναι αναπόφευκτα συγκλονιστικές» (29).

68.      Το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ότι η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης περιλαμβάνεται μεταξύ των θεμελιωδών αρχών της Ένωσης (30) και έχει αποφανθεί ότι «δεν δικαιολογείται η εμπιστοσύνη ότι ουδόλως θα τροποποιηθεί η νομοθεσία, αλλά μόνον ότι μπορεί να αμφισβητηθεί ο τρόπος εφαρμογής μιας τέτοιας τροποποιήσεως» (31).

69.       Διευκρίνισε δε ότι «την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δικαιούται να επικαλεστεί κάθε ιδιώτης στον οποίον ένα θεσμικό όργανο της Ένωσης δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες, παρέχοντάς του συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις. Αντιθέτως, ουδείς δύναται να επικαλεσθεί παραβίαση της αρχής αυτής ελλείψει τέτοιων διαβεβαιώσεων» (32). Δέχθηκε, επίσης, ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν την αρχή αυτή, όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης (33).

70.      Μολονότι η εν λόγω αρχή εφαρμόζεται κυρίως από το Δικαστήριο σε περιπτώσεις επιστροφής φόρων που επιβλήθηκαν αχρεωστήτως από κράτος μέλος κατά παράβαση των κανόνων δικαίου της Ένωσης (34) ή ανακτήσεως κρατικών ενισχύσεων (35), έχει εντούτοις εφαρμοστεί και στην περίπτωση αναζητήσεως συντάξεων γήρατος που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως (36).

71.      Είναι επομένως, κατά τη γνώμη μου, δυνατή και επιθυμητή η εφαρμογή της εν προκειμένω, δεδομένου ότι, πολύ περισσότερο από συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις, οι μισθωτοί έλαβαν τα ποσά που ζητήθηκαν για την ελάχιστη περίοδο που προβλέπει η οδηγία 2008/94, ήτοι μισθούς τριών μηνών. Κατά συνέπεια, είχαν κάθε λόγο να πιστεύουν ότι τα ποσά αυτά ήταν οφειλόμενα, καθόσον μάλιστα είχαν ζητηθεί από επαγγελματία των διαδικασιών αφερεγγυότητας, τον δικαστικό εκκαθαριστή, και είχαν καταβληθεί από τον αρμόδιο φορέα, δηλαδή τον οργανισμό εγγυήσεως μισθών.

72.      Εάν το Δικαστήριο μεριμνά, υπό το πρίσμα της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, για τη λήψη μεταβατικών μέτρων από ένα κράτος μέλος σε περίπτωση τροποποίησης της νομοθεσίας του εις βάρος του ενδιαφερομένου, προκειμένου να προστατευθούν τα κεκτημένα βάσει του δικαίου της Ένωσης δικαιώματα (37), το ίδιο πρέπει να ισχύει, κατά τη γνώμη μου, και όσον αφορά την ανάκτηση των εισπραχθέντων ποσών στις επίμαχες στις κύριες δίκες περιπτώσεις.

73.      Πράγματι, κατόπιν μεταστροφής της νομολογίας η οποία δεν συνοδεύεται από τη λήψη μεταβατικών μέτρων για τη διατήρηση των κεκτημένων βάσει της οδηγίας 2008/94 δικαιωμάτων, η ανάκτηση των ποσών που καταβλήθηκαν πριν από την εν λόγω μεταστροφή, σε ημερομηνία κατά την οποία δεν είναι πλέον δυνατή η υποβολή νέας αίτησης πληρωμής σύμφωνα με τις νέες απαιτήσεις της νομολογίας, είτε λόγω παρέλευσης της εκ του νόμου προβλεπόμενης προθεσμίας για υποβολή της αίτησης, είτε λόγω λήξεως της θητείας του δικαστικού εκκαθαριστή σε περίπτωση που οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να υποβάλουν οι ίδιοι αίτηση πληρωμής, αντίκειται στην αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

74.      Εν κατακλείδι, φρονώ ότι η οδηγία 2008/94, καθώς και οι αρχές της ισοδυναμίας, της αποτελεσματικότητας και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνικές ρυθμίσεις και πρακτικές που προβλέπουν, χωρίς μεταβατικά μέτρα, την ανάκτηση ποσών τα οποία καταβλήθηκαν αχρεωστήτως για περιόδους βαίνουσες πέραν του υφιστάμενου νομικού πλαισίου ή τα οποία ζητήθηκαν εκπροθέσμως, όταν οι ενδιαφερόμενοι πρώην μισθωτοί δεν είναι πλέον σε θέση να ζητήσουν από τον οργανισμό εγγυήσεως την καταβολή ποσών για ανεξόφλητες μισθολογικές απαιτήσεις.

75.      Σε περίπτωση που, κατά την ημερομηνία της ανακτήσεως ή της αποφάσεως του επιληφθέντος δικαστηρίου, οι μισθωτοί εξακολουθούν να μπορούν να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους που απορρέουν από την οδηγία 2008/94, το αιτούν δικαστήριο πρέπει να εξακριβώσει αν οι κανόνες για την εφαρμογή της οδηγίας αυτής που αφορούν την ανάκτηση των αρχικώς καταβληθέντων ποσών συνάδουν, αφενός, με την αρχή της ισοδυναμίας, η οποία απαιτεί οι εν λόγω διαδικαστικές προϋποθέσεις να μην είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που αφορούν την αντιμετώπιση συγκρίσιμων καταστάσεων αμιγώς εσωτερικού χαρακτήρα, και, αφετέρου, με την αρχή της αποτελεσματικότητας, η οποία απαιτεί οι εν λόγω διαδικαστικές προϋποθέσεις να μην καθιστούν αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή στην πράξη την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει το δίκαιο της Ένωσης.

V.      Πρόταση

76.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο τρίτο και στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Curtea de Apel Bucureşti (εφετείο Βουκουρεστίου, Ρουμανία) ως εξής:

1)      Η οδηγία 2008/94/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2008, περί προστασίας των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, καθώς και οι αρχές της ισοδυναμίας, της αποτελεσματικότητας και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

έχουν την έννοια ότι:

αντιτίθενται σε εθνικές ρυθμίσεις και πρακτικές που προβλέπουν, χωρίς μεταβατικά μέτρα, την ανάκτηση ποσών τα οποία καταβλήθηκαν αχρεωστήτως για περιόδους βαίνουσες πέραν του υφιστάμενου νομικού πλαισίου ή τα οποία ζητήθηκαν εκπροθέσμως, όταν οι ενδιαφερόμενοι πρώην μισθωτοί δεν είναι πλέον σε θέση να ζητήσουν από τον οργανισμό εγγυήσεως την καταβολή ποσών για ανεξόφλητες μισθολογικές απαιτήσεις.

2)      Σε περίπτωση που, κατά την ημερομηνία της ανακτήσεως ή της αποφάσεως του επιληφθέντος δικαστηρίου, οι μισθωτοί εξακολουθούν να μπορούν να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους που απορρέουν από την οδηγία 2008/94, το αιτούν δικαστήριο πρέπει να εξακριβώσει αν οι κανόνες για την εφαρμογή της οδηγίας αυτής που αφορούν την ανάκτηση των αρχικώς καταβληθέντων ποσών συνάδουν, αφενός, με την αρχή της ισοδυναμίας, η οποία απαιτεί οι εν λόγω διαδικαστικές προϋποθέσεις να μην είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που αφορούν την αντιμετώπιση συγκρίσιμων καταστάσεων αμιγώς εσωτερικού χαρακτήρα, και, αφετέρου, με την αρχή της αποτελεσματικότητας, η οποία απαιτεί οι εν λόγω διαδικαστικές προϋποθέσεις να μην καθιστούν αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή στην πράξη την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει το δίκαιο της Ένωσης.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      ΕΕ 2008, L 283, σ. 36.


3      Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 453 της 25ης Μαΐου 2006, στο εξής: νόμος 200/2006.


4      Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 1038 της 28ης Δεκεμβρίου 2006, στο εξής: μεθοδολογικοί κανόνες.


5      Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 103 της 6ης Φεβρουαρίου 2002.


6      Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 597 της 13ης Αυγούστου 2002.


7      Με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία της 13ης Μαρτίου 2017.


8      Στο εξής: απόφαση του Ακυρωτικού Δικαστηρίου της 5ης Μαρτίου 2018. Με την απόφαση αυτή, το εν λόγω δικαστήριο έκρινε ότι, κατά την έννοια του άρθρου 15, παράγραφοι 1 και 2, του νόμου 200/2006, η περίοδος αναφοράς κατά τη διάρκεια της οποίας είναι δυνατή η πληρωμή μισθολογικών απαιτήσεων για καθυστερούμενες μισθολογικές οφειλές εργοδοτών ευρισκόμενων σε κατάσταση αφερεγγυότητας εκτείνεται στους τρεις μήνες που προηγούνται της ημερομηνίας ενάρξεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας και, αντιστοίχως, στους τρεις μήνες που έπονται της ημερομηνίας αυτής.


9      Βλ. απόφαση αριθ. 565 του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου), της 8ης Ιουλίου 2020.


10      Με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία της 14ης Μαρτίου 2018.


11      Βλ. υποσημείωση 9 των παρουσών προτάσεων.


12      Το δικαστήριο αυτό βασίστηκε στην απόφαση του ΕΔΔΑ της 26ης Απριλίου 2018, Čakarević κατά Κροατίας (CE:ECHR:2018:0426JUD004892113).


13      Σύμβαση η οποία υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950.


14      Βλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2009, Visciano (C‑69/08, στο εξής: απόφαση Visciano, EU:C:2009:468, σκέψη 30).


15      Οδηγία του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 1980, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητος του εργοδότη (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/004, σ. 35).


16      Βλ., κατ’ αναλογίαν, όσον αφορά ποσά τα οποία είχαν καταβληθεί αχρεωστήτως ως σύνταξη γήρατος, απόφαση της 19ης Ιουνίου 2003, Pasquini (C‑34/02, στο εξής: απόφαση Pasquini, EU:C:2003:366, σκέψη 53).


17      Βλ. απόφαση Visciano (σκέψη 39).


18      Βλ. αποφάσεις της 25ης Ιουλίου 2018, Guigo (C‑338/17, EU:C:2018:605, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και της 25ης Νοεμβρίου 2020, Sociálna poisťovňa (C‑799/19, EU:C:2020:960, σκέψη 64).


19      Βλ. απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Guigo (C‑338/17, EU:C:2018:605, σκέψη 29).


20      Βλ. απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Guigo (C‑338/17, EU:C:2018:605, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


21      Βλ. απόφαση Visciano (σκέψη 39).


22      Βλ. απόφαση Visciano (σκέψη 41).


23      Βλ. απόφαση Pasquini (σκέψη 62 και διατακτικό, τρίτο εδάφιο).


24      Βλ. απόφαση Pasquini (σκέψη 63).


25      Βλ. άρθρο 731 του νόμου 500/2002 περί των δημοσίων οικονομικών.


26      Βλ. αποφάσεις Pasquini (σκέψη 58) και Visciano (σκέψη 39).


27      Βλ. απόφαση του Ακυρωτικού Δικαστηρίου της 5ης Μαρτίου 2018. Υπενθυμίζεται ότι, στην απόφαση αυτή, το εν λόγω δικαστήριο έκρινε ότι, κατά την έννοια του άρθρου 15, παράγραφοι 1 και 2, του νόμου 200/2006, η περίοδος αναφοράς κατά τη διάρκεια της οποίας μπορούν να πληρωθούν οι μισθολογικές απαιτήσεις καθυστερούμενων μισθών, τους οποίους οφείλουν εργοδότες ευρισκόμενοι σε κατάσταση αφερεγγυότητας, εκτείνεται στους τρεις μήνες αμέσως πριν από την ημερομηνία έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας και, αντιστοίχως, στους τρεις μήνες που έπονται της ημερομηνίας αυτής.


28      Βλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 2002, Marks & Spencer (C‑62/00, στο εξής: απόφαση Marks & Spencer, EU:C:2002:435, σκέψη 38).


29      Βλ. Puissochet, J.-P., «Vous avez dit confiance légitime?: Le principe de confiance légitime en droit communautaire», L’État de droit, Mélanges en l’honneur de Guy Braibant, Dalloz, Παρίσι, 1996, σ. 581 έως 596, ιδίως σ. 593.


30      Βλ. αποφάσεις της 7ης Ιουνίου 2005, VEMW κ.λπ. (C‑17/03, EU:C:2005:362, σκέψη 73 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και της 14ης Μαρτίου 2013, Agrargenossenschaft Neuzelle (C‑545/11, EU:C:2013:169, σκέψη 23 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


31      Βλ. απόφαση της 7ης Ιουνίου 2005, VEMW κ.λπ. (C‑17/03, EU:C:2005:362, σκέψη 81 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


32      Βλ. απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2020, Συμβούλιο κ.λπ. κατά K. Chrysostomides & Co. κ.λπ. (C‑597/18 P, C‑598/18 P, C‑603/18 P και C‑604/18 P, EU:C:2020:1028, σκέψη 178 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


33      Βλ. απόφαση Marks & Spencer (σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


34      Βλ. αποφάσεις Marks & Spencer (σκέψη 46) και της 12ης Δεκεμβρίου 2013, Test Claimants in the Franked Investment Income Group Litigation (C‑362/12, EU:C:2013:834, σκέψη 45).


35      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 1990, Επιτροπή κατά Γερμανίας (C‑5/89, EU:C:1990:320, σκέψη 16).


36      Βλ. απόφαση Pasquini (σκέψη 71).


37      Βλ. απόφαση Marks & Spencer (σκέψεις 38, 45 και 46).