Language of document :

Αναίρεση που άσκησε στις 7 Ιουνίου 2021 το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) στις 24 Μαρτίου 2021 στην υπόθεση T-374/20, KM κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής

(Υπόθεση C-357/21 P)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Διάδικοι

Αναιρεσείον: Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εκπρόσωποι: M. Bauer και M. Alver)

Λοιποί διάδικοι στην αναιρετική διαδικασία: KM, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Αιτήματα

Το αναιρεσείον ζητεί από το Δικαστήριο:

να δεχθεί την αίτηση αναιρέσεως και να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (έβδομο τμήμα) της 24ης Μαρτίου 2021‚ KM κατά Επιτροπής‚ στην υπόθεση T-374/20,

να αποφανθεί το ίδιο επί της υποθέσεως και να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη,

να καταδικάσει την πρωτοδίκως προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα του Συμβουλίου στο πλαίσιο της πρωτοβάθμιας και της αναιρετικής διαδικασίας.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της αναιρέσεώς του, το Συμβούλιο προβάλλει τέσσερις λόγους.

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, το Συμβούλιο προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά τη διαφορετική μεταχείριση, στο πλαίσιο χορηγήσεως συντάξεως στον επιζώντα σύζυγο δυνάμει του άρθρου 18 ή του άρθρου 20 του Παραρτήματος VIII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των Υπαλλήλων της Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ), μεταξύ του επιζώντος συζύγου πρώην μονίμου υπαλλήλου ο οποίος συνήψε γάμο πριν από την αποχώρησή του από την ενεργό υπηρεσία και του επιζώντος συζύγου πρώην μονίμου υπαλλήλου ο οποίος συνήψε γάμο μετά την αποχώρησή του από την ενεργό υπηρεσία. Κατά την άποψη του Συμβουλίου, το Γενικό Δικαστήριο δεν έκρινε αν οι δύο αυτές περιπτώσεις είναι συγκρίσιμες λαμβάνοντας υπόψη όλα τα στοιχεία που τις χαρακτηρίζουν, ιδίως δε τις αντίστοιχες νομικές καταστάσεις, υπό το πρίσμα του αντικειμένου και του σκοπού που επιδιώκει η επίμαχη πράξη της Ένωσης. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, δεχόμενο ότι η ημερομηνία γάμου είναι το μόνο στοιχείο βάσει του οποίου καθορίζεται αν θα εφαρμοστεί το άρθρο 18 ή το άρθρο 20 του Παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, μολονότι η διαφορετική μεταχείριση δικαιολογείται από τη θεμελιώδη διαφορά που υφίσταται, από πραγματικής και νομικής απόψεως, μεταξύ της νομικής κατάστασης στην οποία βρίσκεται ο εν ενεργεία υπάλληλος βάσει του άρθρου 35 του ΚΥΚ και της νομικής κατάστασης πρώην υπαλλήλου.

Το Συμβούλιο προβάλλει επικουρικώς τον δεύτερο και τον τρίτο λόγο αναιρέσεως.

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, το Συμβούλιο προβάλλει πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την έκταση του δικαστικού ελέγχου των αποφάσεων του νομοθέτη της Ένωσης. Κατά το Συμβούλιο, το Γενικό Δικαστήριο έκανε λόγο για «απλή» εξουσία εκτιμήσεως, την οποία διαθέτει ο νομοθέτης της Ένωσης και η οποία συνεπάγεται ότι είναι αναγκαίο να ελέγχεται αν ο νομοθέτης της Ένωσης μπορεί ευλόγως να κρίνει ότι η προβλεπόμενη διαφορετική μεταχείριση μπορεί να είναι πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Ωστόσο, το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ότι ο δικαστής της Ένωσης αναγνωρίζει στον νομοθέτη της Ένωσης, στο πλαίσιο της ασκήσεως των αρμοδιοτήτων του, ευρεία εξουσία εκτιμήσεως στους τομείς στους οποίους καλείται να προβεί σε σύνθετες αξιολογήσεις και εκτιμήσεις και σε επιλογές τόσο πολιτικής όσο και οικονομικής ή κοινωνικής φύσεως, όπως συμβαίνει κατά τη διαμόρφωση ενός συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως. Επομένως, δεν τίθεται το ζήτημα κατά πόσον το μέτρο που θεσπίστηκε στον τομέα αυτόν είναι το μόνο ή το καλύτερο δυνατό. Συγκεκριμένα, η νομιμότητα ενός τέτοιου μέτρου μπορεί να αμφισβητηθεί μόνον όταν αυτό είναι προδήλως ακατάλληλο σε σχέση προς τον επιδιωκόμενο από τα αρμόδια θεσμικά όργανα σκοπό. Το Γενικό Δικαστήριο, προβαίνοντας σε έλεγχο ο οποίος βαίνει πέραν του ελέγχου που αφορά τον προδήλως ακατάλληλο χαρακτήρα του επίμαχου μέτρου, υποκατέστησε τον νομοθέτη στην εκτίμησή του και, συνεπώς, υπερέβη τα όρια του ελέγχου νομιμότητας.

Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως το Συμβούλιο προβάλλει πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την εξέταση του δικαιολογημένου χαρακτήρα της διαφορετικής μεταχείρισης. Η εξέταση αυτή ενέχει καταρχάς νομικό σφάλμα, στο οποίο υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο όσον αφορά τον ορισμό της έκτασης του ελέγχου που ασκεί επί των αποφάσεων που λαμβάνει ο νομοθέτης. Το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε επίσης υπόψη τη νομολογία κατά την οποία εναπόκειται στον προσφεύγοντα να αποδείξει την ασυμβατότητα νομοθετικής διάταξης με το πρωτογενές δίκαιο, και όχι στα θεσμικά όργανα, ως νομοθέτες, να αποδείξουν τη νομιμότητά της. Περαιτέρω, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα κατά την εξέταση του δικαιολογημένου χαρακτήρα της διαφορετικής μεταχείρισης υπό το πρίσμα νομολογίας κατά την οποία ένα γενικό τεκμήριο περί απάτης δεν αρκεί για τη δικαιολόγηση μέτρου το οποίο θίγει τους σκοπούς που επιδιώκει η Συνθήκη ΛΕΕ, διαπιστώνοντας ότι το άρθρο 20 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ θεσπίζει γενικό και αμάχητο τεκμήριο απάτης για τους γάμους που διήρκεσαν λιγότερο από πέντε έτη. Τέλος, εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι είναι άνευ σημασίας εν προκειμένω ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση εξέτασε το ζήτημα αν είναι δυνατή η προσκόμιση αντικειμενικών αποδεικτικών στοιχείων για την ανατροπή του τεκμηρίου απάτης, δεδομένου ότι το άρθρο 20 του Παραρτήματος VIII του ΚΥΚ δεν προβλέπει κανένα τεκμήριο για την ύπαρξη ή τη μη ύπαρξη απάτης όσον αφορά τον γάμο.

Τέλος, με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, το Συμβούλιο προβάλλει πλάνη περί το δίκαιο και παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως όσον αφορά το συμπέρασμα του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με την παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας. Το Γενικό Δικαστήριο παραπέμπει, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, επιλεκτικά άλλοτε στην ηλικία του επιζώντος συζύγου και άλλοτε στην ηλικία του εν ενεργεία ή του πρώην υπαλλήλου παραβαίνοντας την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει. Η διαπίστωση ειδικού μειονεκτήματος για πρόσωπα ορισμένης ηλικίας ή ορισμένης ηλικιακής ομάδας εξαρτάται ειδικότερα από την απόδειξη του γεγονότος ότι η επίμαχη διάταξη έχει αρνητικές συνέπειες για σημαντικά μεγαλύτερο αριθμό προσώπων ορισμένης ηλικίας σε σύγκριση με πρόσωπα άλλης ηλικίας· ωστόσο, τέτοια αποδεικτικά στοιχεία δεν προσκομίστηκαν εν προκειμένω. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι υφίσταται εμμέσως διαφορετική μεταχείριση επί τη βάσει της ηλικίας του πρώην υπαλλήλου κατά την ημερομηνία γάμου, το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε εντούτοις αν η εν λόγω διαφορετική μεταχείριση συνάδει με το άρθρο 21, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων 1 και αν πληροί τα κριτήρια του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη.

____________

1 Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2012, C 326, σ. 391).