Language of document : ECLI:EU:T:2021:91

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δέκατο πενταμελές τμήμα)

της 17ης Φεβρουαρίου 2021 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Αγορά των αεροπορικών μεταφορών στο εσωτερικό της Σουηδίας, από τη Σουηδία και προς τη Σουηδία – Εγγυήσεις δανείων με σκοπό τη στήριξη των αεροπορικών εταιριών εν μέσω της πανδημίας COVID‑19 – Απόφαση περί μη προβολής αντιρρήσεων – Προσωρινό πλαίσιο για τη λήψη μέτρων κρατικών ενισχύσεων – Μέτρο που αποσκοπεί στην άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας κράτους μέλους – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Ίση μεταχείριση – Αναλογικότητα – Κριτήριο της κατοχής άδειας εκδοθείσας από τις σουηδικές αρχές – Έλλειψη προσήκουσας σταθμίσεως των ευεργετικών αποτελεσμάτων της ενισχύσεως με τα αρνητικά αποτελέσματά της επί των όρων των εμπορικών συναλλαγών και επί της διατηρήσεως ανόθευτου ανταγωνισμού – Άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ – Ratio legis – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Στην υπόθεση T‑238/20,

Ryanair DAC, με έδρα το Swords (Ιρλανδία), εκπροσωπούμενη από τους E. Vahida, F.-C. Laprévote, S. Rating και Ι.-Γ. Μεταξά-Μαραγκίδη, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους L. Flynn και S. Noë καθώς και από την F. Tomat,

καθής,

υποστηριζόμενης από

τη Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τις E. de Moustier, C. Mosser, A. Daniel και P. Dodeller,

και από

το Βασίλειο της Σουηδίας, εκπροσωπούμενο από τις C. Meyer-Seitz, H. Eklinder, A. Runeskjöld, M. Salborn Hodgson, H. Shev, R. Shahsavan Eriksson και J. Lundberg,

παρεμβαίνοντες,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως C(2020) 2366 τελικό της Επιτροπής, της 11 Απριλίου 2020, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.56812 (2020/N) – Σουηδία – COVID‑19: Καθεστώς εγγυήσεων δανείων προς αεροπορικές εταιρίες,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους M. van der Woude, Πρόεδρο, A. Kornezov, E. Buttigieg (εισηγητή), K. Kowalik-Bańczyk και G. Hesse, δικαστές,

γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 22ας Σεπτεμβρίου 2020,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 3 Απριλίου 2020 το Βασίλειο της Σουηδίας κοινοποίησε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέτρο ενισχύσεως υπό μορφή καθεστώτος εγγυήσεων δανείων προς ορισμένες αεροπορικές εταιρίες (στο εξής: επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων), σύμφωνα με το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων σκοπεί να διασφαλίσει ότι οι αεροπορικές εταιρίες οι οποίες κατέχουν άδεια εκδοθείσα από το εν λόγω κράτος μέλος (στο εξής: άδεια των σουηδικών αρχών) και οι οποίες είναι σημαντικές για τη συνδεσιμότητά του διαθέτουν επαρκή ρευστότητα ώστε να μην τεθεί σε κίνδυνο η βιωσιμότητά τους από τις διαταραχές που προκαλεί η πανδημία COVID‑19 και να συνεχιστεί η οικονομική δραστηριότητά τους κατά τη διάρκεια της τρέχουσας κρίσης αλλά και μετά από αυτή. Το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων αφορά όλες τις αεροπορικές εταιρίες οι οποίες, την 1η Ιανουαρίου 2020, είναι κάτοχοι της άδειας των σουηδικών αρχών για την άσκηση εμπορικών δραστηριοτήτων στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών δυνάμει του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΚ) 1008/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 2008, σχετικά με κοινούς κανόνες εκμετάλλευσης των αεροπορικών γραμμών στην Κοινότητα (ΕΕ 2008, L 293, σ. 3), με εξαίρεση τις αεροπορικές εταιρίες των οποίων η κύρια δραστηριότητα συνίσταται στην εκμετάλλευση μη τακτικών αεροπορικών γραμμών μεταφοράς επιβατών. Το μέγιστο ύψος των εγγυημένων δανείων βάσει του καθεστώτος αυτού θα είναι 5 δισεκατομμύρια σουηδικές κορώνες (SEK), η δε εγγύηση θα αφορά επενδυτικά δάνεια και δάνεια για κεφάλαια κίνησης, θα χορηγηθεί το αργότερο μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2020 και θα έχει μέγιστη διάρκεια έξι ετών.

2        Στις 11 Απριλίου 2020 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2020) 2366 τελικό σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.56812 (2020/N) – Σουηδία – COVID‑19: καθεστώς εγγυήσεων δανείων υπέρ των αεροπορικών εταιριών (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), με την οποία, αφού διαπίστωσε ότι το επίμαχο μέτρο συνιστούσε κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, αξιολόγησε τη συμβατότητα του μέτρου αυτού με την εσωτερική αγορά υπό το πρίσμα της ανακοινώσεως της 19ης Μαρτίου 2020, με τίτλο «Προσωρινό πλαίσιο για τη λήψη μέτρων κρατικής ενίσχυσης με σκοπό να στηριχθεί η οικονομία κατά τη διάρκεια της τρέχουσας έξαρσης της νόσου COVID‑19» (ΕΕ 2020, C 91 I, σ. 1), η οποία τροποποιήθηκε στις 3 Απριλίου 2020 (ΕΕ 2020, C 112 I, σ. 1) (στο εξής: προσωρινό πλαίσιο).

3        Συναφώς, πρώτον, η Επιτροπή έκρινε ότι, σύμφωνα με τον κανονισμό 1008/2008, οι επιλέξιμες αεροπορικές εταιρίες είχαν την «κύρια εγκατάστασή» τους (βλ. σκέψη 26 κατωτέρω) στη Σουηδία και ότι η οικονομική τους κατάσταση ελεγχόταν τακτικά από την αρμόδια για τη χορήγηση των αδειών εθνική αρχή. Επιπλέον, η εκμετάλλευση τακτικών γραμμών μεταφοράς επιβατών από τους δικαιούχους του επίμαχου μέτρου μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη συνδεσιμότητα της χώρας. Επομένως, τα κριτήρια επιλεξιμότητας για υπαγωγή στο μέτρο είναι πρόσφορα για τον προσδιορισμό των αεροπορικών εταιριών οι οποίες συνδέονται με τη Σουηδία και παίζουν ρόλο στη διασφάλιση της συνδεσιμότητάς της, σύμφωνα με τον σκοπό του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων. Δεύτερον, η Επιτροπή έκρινε ότι το εν λόγω καθεστώς ήταν αναγκαίο, κατάλληλο και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας για την άρση σοβαρής διαταραχής της σουηδικής οικονομίας και ότι πληρούσε όλους τους σχετικούς όρους του σημείου 3.2 του προσωρινού πλαισίου με τίτλο «Ενισχύσεις υπό μορφή εγγυήσεων δανείων». Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων ήταν συμβατό με την εσωτερική αγορά σύμφωνα με το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ και, ως εκ τούτου, δεν προέβαλε αντιρρήσεις ως προς αυτό.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

4        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την 1η Μαΐου 2020, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

5        Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την ίδια ημέρα, η προσφεύγουσα ζήτησε να εκδικασθεί η υπό κρίση προσφυγή με την ταχεία διαδικασία, σύμφωνα με τα άρθρα 151 και 152 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Με απόφαση της 27ης Μαΐου 2020, το Γενικό Δικαστήριο (δέκατο τμήμα) έκανε δεκτή την αίτηση για εκδίκαση της προσφυγής με την ταχεία διαδικασία.

6        Η Επιτροπή κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 15 Ιουνίου 2020.

7        Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 106, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, η προσφεύγουσα ζήτησε στις 22 Ιουνίου 2020, με αιτιολογημένη αίτηση, τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

8        Κατόπιν προτάσεως του δέκατου τμήματος, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να παραπέμψει την υπόθεση ενώπιον πενταμελούς τμήματος, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 28 του Κανονισμού Διαδικασίας.

9        Στις 20 Ιουλίου 2020, στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας κατά την έννοια του άρθρου 89 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε την προσφεύγουσα να απαντήσει εγγράφως σε δύο ερωτήσεις. Η προσφεύγουσα ανταποκρίθηκε στο αίτημα αυτό εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

10      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 20 Ιουλίου 2020, η Γαλλική Δημοκρατία ζήτησε να παρέμβει στην παρούσα διαδικασία προς στήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής. Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 28 Ιουλίου 2020, η προσφεύγουσα ζήτησε, σύμφωνα με το άρθρο 144, παράγραφος 7, του Κανονισμού Διαδικασίας, να μην κοινοποιηθούν στη Γαλλική Δημοκρατία ορισμένα στοιχεία σχετικά με τον αριθμό κρατήσεων και τον αναμενόμενο αριθμό επιβατών, τα οποία περιέχονταν στο δικόγραφο της προσφυγής, στη συνοπτική απόδοση του δικογράφου της προσφυγής και στα παραρτήματά τους. Ως εκ τούτου, επισύναψε μη εμπιστευτικό κείμενο του δικογράφου της προσφυγής, της συνοπτικής απόδοσης του δικογράφου της προσφυγής και των παραρτημάτων τους.

11      Απαντώντας στο μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας που μνημονεύεται στη σκέψη 9 ανωτέρω, η προσφεύγουσα επιβεβαίωσε, στις 5 Αυγούστου 2020, ότι παραιτείται από τα σημεία 66 έως 76 του δικογράφου της προσφυγής, τα οποία περιλαμβάνονται στο τρίτο μέρος του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, καθώς και από τα σημεία 110 έως 114 του δικογράφου της προσφυγής, που περιλαμβάνονται στο δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως.

12      Με διάταξη της ίδιας ημέρας, ο πρόεδρος του δέκατου πενταμελούς τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου επέτρεψε την παρέμβαση της Γαλλικής Δημοκρατίας και διέταξε να κοινοποιηθεί προσωρινώς μόνον το μη εμπιστευτικό κείμενο του δικογράφου της προσφυγής, της συνοπτικής απόδοσης του δικογράφου της προσφυγής και των παραρτημάτων τους που είχε υποβάλει η προσφεύγουσα, εν αναμονή ενδεχομένων παρατηρήσεων της Γαλλικής Δημοκρατίας επί του αιτήματος εμπιστευτικής μεταχειρίσεως.

13      Με μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας της 6ης Αυγούστου 2020, επετράπη στη Γαλλική Δημοκρατία, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 154, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, να καταθέσει υπόμνημα παρεμβάσεως.

14      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Αυγούστου 2020, το Βασίλειο της Σουηδίας ζήτησε να παρέμβει στην παρούσα διαδικασία υπέρ της Επιτροπής. Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 17 Αυγούστου 2020, η προσφεύγουσα ζήτησε, σύμφωνα με το άρθρο 144, παράγραφος 7, του Κανονισμού Διαδικασίας, να μην κοινοποιηθούν στο Βασίλειο της Σουηδίας τα στοιχεία που αναφέρονται στη σκέψη 10 ανωτέρω.

15      Με διάταξη της 21ης Αυγούστου 2020, ο πρόεδρος του δέκατου πενταμελούς τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου επέτρεψε την παρέμβαση του Βασιλείου της Σουηδίας και διέταξε να κοινοποιηθεί προσωρινώς μόνον το μη εμπιστευτικό κείμενο του δικογράφου της προσφυγής, της συνοπτικής απόδοσης του δικογράφου της προσφυγής και των παραρτημάτων τους που προσκόμισε η προσφεύγουσα, εν αναμονή ενδεχομένων παρατηρήσεων του Βασιλείου της Σουηδίας επί του αιτήματος εμπιστευτικής μεταχειρίσεως. Με μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας της ίδιας ημέρας, επετράπη στο Βασίλειο της Σουηδίας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 154, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, να καταθέσει υπόμνημα παρεμβάσεως.

16      Την ίδια ημέρα η Γαλλική Δημοκρατία απέστειλε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου το υπόμνημά της παρεμβάσεως, χωρίς να διατυπώσει αντιρρήσεις σχετικά με το αίτημα εμπιστευτικής μεταχειρίσεως που είχε υποβάλει η προσφεύγουσα.

17      Στις 7 Σεπτεμβρίου 2020 το Βασίλειο της Σουηδίας απέστειλε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου το υπόμνημά της παρεμβάσεως, χωρίς να διατυπώσει, ομοίως, αντιρρήσεις σχετικά με το αίτημα εμπιστευτικής μεταχειρίσεως που είχε υποβάλει η προσφεύγουσα.

18      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

19      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

20      Η Γαλλική Δημοκρατία ζητεί να κριθεί απαράδεκτη η προσφυγή, καθόσον με αυτή αμφισβητείται συνολικά το βάσιμο της εκτιμήσεως της ενισχύσεως, και να απορριφθεί επί της ουσίας κατά τα λοιπά. Επικουρικώς, ζητεί την επί της ουσίας απόρριψη της προσφυγής στο σύνολό της.

21      Το Βασίλειο της Σουηδίας, όπως και η Επιτροπή, ζητεί την απόρριψη της προσφυγής ως αβάσιμης.

 Σκεπτικό

22      Υπενθυμίζεται ότι ο δικαστής της Ευρωπαϊκής Ένωσης δύναται να εκτιμήσει εάν, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, λόγοι ορθής απονομής της δικαιοσύνης δικαιολογούν την επί της ουσίας απόρριψη της προσφυγής, χωρίς προηγούμενη απόφαση επί του παραδεκτού (πρβλ. αποφάσεις της 26ης Φεβρουαρίου 2002, Συμβούλιο κατά Boehringer, C‑23/00 P, EU:C:2002:118, σκέψεις 51 και 52, και της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, Trajektna luka Split κατά Επιτροπής, T‑57/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:470, σκέψη 84). Επομένως, υπό το πρίσμα, ειδικότερα, των εκτιμήσεων που οδήγησαν στην ταχεία εκδίκαση της υπό κρίση προσφυγής και της σημασίας που έχει, τόσο για την προσφεύγουσα όσο και για την Επιτροπή, τη Γαλλική Δημοκρατία και το Βασίλειο της Σουηδίας, μια ταχεία απάντηση επί της ουσίας, πρέπει να εξεταστεί ευθύς εξαρχής το βάσιμο της προσφυγής, χωρίς προηγούμενη απόφαση επί του παραδεκτού της.

23      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει τέσσερις λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος στηρίζεται, κατ’ ουσίαν, σε παραβίαση των αρχών της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων λόγω ιθαγένειας και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, ο δεύτερος λόγος στηρίζεται σε παράβαση της υποχρεώσεως σταθμίσεως των ευεργετικών αποτελεσμάτων της ενισχύσεως με τα αρνητικά αποτελέσματά της επί των όρων των εμπορικών συναλλαγών και επί της διατηρήσεως ανόθευτου ανταγωνισμού, ο τρίτος λόγος στηρίζεται, κατ’ ουσίαν, σε προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων που απορρέουν από το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και ο τέταρτος λόγος στηρίζεται σε παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται σε παραβίαση των αρχών της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων λόγω ιθαγένειας και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών

24      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως περιλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, τέσσερα σκέλη, εκ των οποίων το πρώτο στηρίζεται στο ότι το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων εισάγει δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγένειας, το δεύτερο στο ότι το εν λόγω καθεστώς δεν είναι ούτε αναγκαίο ούτε σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας για την επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτό σκοπού, το τρίτο στο ότι περιορίζει την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και, το τέταρτο, στο ότι ο κατ’ αυτόν τον τρόπο θεσπισθείς περιορισμός δεν είναι δικαιολογημένος.

 Επί των δύο πρώτων σκελών του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τα οποία προβάλλεται ότι το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων εισάγει δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγένειας και δεν είναι ούτε αναγκαίο ούτε σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού

25      Εν προκειμένω, πρώτον, το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων συνίσταται στην παροχή κρατικής εγγυήσεως υπέρ αεροπορικών εταιριών οι οποίες διαθέτουν, την 1η Ιανουαρίου 2020, άδεια των σουηδικών αρχών, με εξαίρεση εκείνες των οποίων η κύρια δραστηριότητα συνίσταται στη διενέργεια ναυλωμένων πτήσεων, όπερ προϋποθέτει την παρουσία της «κύριας εγκατάστασής» τους στη Σουηδία (βλ. σκέψη 26 κατωτέρω), οσάκις οι εταιρίες αυτές ζητούν δάνεια από τραπεζικά ιδρύματα. Το καθεστώς αυτό είναι χρονικά (μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2020) και ποσοτικά (5 δισεκατομμύρια SEK) περιορισμένο. Όπως προκύπτει από τη σκέψη 1 ανωτέρω, ο όρος «άδεια των σουηδικών αρχών» παραπέμπει σε άδεια εκδοθείσα, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3 του κανονισμού 1008/2008, από τις σουηδικές αρχές. Κατά συνέπεια, το επιχείρημα της προσφεύγουσας που παρατίθεται στο σημείο 57 του δικογράφου της προσφυγής και με το οποίο προβάλλεται ότι η Επιτροπή, με τον όρο «άδεια των σουηδικών αρχών», χρησιμοποίησε έννοια ξένη προς το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πρέπει εξαρχής να απορριφθεί.

26      Δεύτερον, κατά το άρθρο 2, σημείο 26, του κανονισμού 1008/2008, η «κύρια εγκατάσταση» ορίζεται ως η έδρα ή το εγγεγραμμένο γραφείο αερομεταφορέα της Ένωσης σε κράτος μέλος εντός του οποίου ασκούνται οι κύριες χρηματοοικονομικές λειτουργίες και ο επιχειρησιακός έλεγχος του κοινοτικού αερομεταφορέα, περιλαμβανομένης και της συνεχούς διαχείρισης πλοϊμότητας. Η έννοια της κύριας εγκατάστασης αντιστοιχεί, στην πράξη, στην έδρα του εν λόγω μεταφορέα (πρβλ. απόφαση της 18ης Μαρτίου 2014, International Jet Management, C‑628/11, EU:C:2014:171, σκέψη 66). Είναι επομένως ακριβές ότι, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ο εν λόγω κανονισμός επιτρέπει, ως προς ένα συγκεκριμένο νομικό πρόσωπο, τη σύσταση μίας μόνον κύριας εγκατάστασης και, κατά συνέπεια, τη χορήγηση μίας μόνον άδειας από τις αρχές του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται η κύρια αυτή εγκατάσταση. Εντούτοις, όπως ορθώς υποστηρίζει το Βασίλειο της Σουηδίας με το υπόμνημά του παρεμβάσεως, μια αεροπορική εταιρία έχει τη δυνατότητα διά της δημιουργίας πλειόνων διακριτών νομικών προσώπων, για παράδειγμα μέσω της συστάσεως θυγατρικών, να αποκτήσει περισσότερες άδειες.

27      Τρίτον, διαπιστώνεται ότι ένα από τα κριτήρια επιλεξιμότητας για την υπαγωγή στο επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων είναι η κατοχή άδειας των σουηδικών αρχών, κατά την 1η Ιανουαρίου 2020, ήτοι πριν από την αναγνώριση του COVID‑19 ως πανδημίας. Επομένως, στο μέτρο που η χορήγηση άδειας από τις σουηδικές αρχές προϋποθέτει ότι μια αεροπορική εταιρία έχει την κύρια εγκατάστασή της στη Σουηδία, η εν λόγω εγκατάσταση έπρεπε να έχει συσταθεί εκεί το αργότερο κάποια στιγμή πριν από το τέλος του 2019, λαμβανομένου υπόψη του χρονικού διαστήματος που απαιτείται για την απόκτηση άδειας. Κατά συνέπεια, δεν ασκεί επιρροή στη νομιμότητα του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων το γεγονός ότι, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, μια αεροπορική εταιρία έχει τη δυνατότητα, μεταφέροντας τον τόπο της κύριας εγκατάστασής της, να αποκτήσει άδεια από άλλο κράτος μέλος. Ομοίως, η προσφεύγουσα δεν είναι δυνατό να υποστηρίζει, στα σημεία 53 και 54 του δικογράφου της προσφυγής, ότι η Επιτροπή, προβάλλοντας το ως άνω επιχείρημα με έγγραφο της 22ας Απριλίου 2020 που της απηύθυνε, είχε την πρόθεση να ενθαρρύνει έναν αγώνα δρόμου για τις επιδοτήσεις.

28      Κατόπιν των ανωτέρω διευκρινίσεων, επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ μπορούν να θεωρηθούν συμβατές με την εσωτερική αγορά οι ενισχύσεις που χορηγούνται, μεταξύ άλλων, για την άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας κράτους μέλους.

29      Υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, από την όλη οικονομία της Συνθήκης προκύπτει ότι η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 108 ΣΛΕΕ δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να καταλήγει σε αποτέλεσμα αντίθετο προς επιμέρους ειδικές διατάξεις της Συνθήκης. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν μπορεί να θεωρήσει συμβατή με την εσωτερική αγορά μια κρατική ενίσχυση η οποία, λόγω ορισμένων από τους όρους χορηγήσεώς της, συνιστά παράβαση άλλων διατάξεων της Συνθήκης. Ομοίως, κρατική ενίσχυση η οποία, λόγω ορισμένων από τους όρους χορηγήσεώς της, αντιβαίνει στις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, όπως είναι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, δεν δύναται να κηρυχθεί συμβατή με την εσωτερική αγορά (απόφαση της 15ης Απριλίου 2008, Nuova Agricast, C‑390/06, EU:C:2008:224, σκέψεις 50 και 51).

30      Εν προκειμένω, αφενός, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ένα από τα κριτήρια επιλεξιμότητας, ήτοι το κριτήριο της κατοχής άδειας των σουηδικών αρχών, συνεπάγεται διαφορετική μεταχείριση των αεροπορικών εταιριών που έχουν την κύρια εγκατάστασή τους στη Σουηδία, οι οποίες μπορούν να λάβουν δάνειο με κρατική εγγύηση, και εκείνων που έχουν την κύρια εγκατάστασή τους σε άλλο κράτος μέλος και εκτελούν πτήσεις στο εσωτερικό της Σουηδίας, προς τη Σουηδία ή από τη Σουηδία στο πλαίσιο της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και της ελευθερίας εγκαταστάσεως, οι οποίες δεν δύνανται να τύχουν του ως άνω πλεονεκτήματος.

31      Ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η διαφορετική αυτή μεταχείριση δύναται να εξομοιωθεί με διάκριση κατά την έννοια του άρθρου 18, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, υπογραμμίζεται ότι, κατά τη διάταξη αυτή, εντός του πεδίου εφαρμογής των Συνθηκών και «με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεών τους», απαγορεύεται κάθε διάκριση λόγω ιθαγενείας. Ως εκ τούτου, πρέπει να εξακριβωθεί αν η διαφορετική αυτή μεταχείριση επιτρέπεται υπό το πρίσμα του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, το οποίο αποτελεί τη νομική βάση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, πρέπει να εξεταστεί, αφενός, αν ο σκοπός του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της τελευταίας αυτής διατάξεως και, αφετέρου, αν οι όροι χορηγήσεως της ενισχύσεως δεν υπερβαίνουν το αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρο.

32      Πρώτον, όσον αφορά τον σκοπό του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων, υπενθυμίζεται ότι το Βασίλειο της Σουηδίας στήριξε το μέτρο αυτό στο άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ (σημείο 9 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Συγκεκριμένα, το εν λόγω καθεστώς αποσκοπεί, όπως προκύπτει από τα σημεία 41 και 42 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στην άρση της σοβαρής διαταραχής της σουηδικής οικονομίας την οποία προκάλεσε η πανδημία COVID‑19, διασφαλίζοντας τη συνδεσιμότητα της Σουηδίας, ο σκοπός δε αυτός αντιστοιχεί σε μία από τις περιπτώσεις του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ. Όπως προκύπτει από τα σημεία 8 και 43 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων διασφαλίζει ότι οι αεροπορικές εταιρίες «οι οποίες κατέχουν άδεια των σουηδικών αρχών και είναι σημαντικές για τη διασφάλιση της συνδεσιμότητας της Σουηδίας» διαθέτουν επαρκή ρευστότητα, χαρακτηρίζονται δε ως αεροπορικές εταιρίες που «συνδέονται με τη Σουηδία και παίζουν ρόλο στη διασφάλιση της συνδεσιμότητάς της» εκείνες οι οποίες κατέχουν, βεβαίως, άδεια των σουηδικών αρχών, αλλά και οι οποίες, όπως ορθώς υποστηρίζουν η Επιτροπή και το Βασίλειο της Σουηδίας, εκτελούν τακτικές πτήσεις στο εσωτερικό της Σουηδίας, προς τη Σουηδία ή από τη Σουηδία. Συγκεκριμένα, οι αεροπορικές εταιρίες που εκτελούν, στο πλαίσιο της κύριας δραστηριότητάς τους, ναυλωμένες, ήτοι μη προγραμματισμένες, πτήσεις δεν είναι επιλέξιμες για το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεως, έστω και αν κατέχουν άδεια των σουηδικών αρχών.

33      Πρέπει να γίνει δεκτό ότι, εφόσον, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τεκμηριώνεται επαρκώς κατά νόμον η ύπαρξη σοβαρής διαταραχής της σουηδικής οικονομίας λόγω της πανδημίας COVID‑19 και των σημαντικών επιπτώσεων της τελευταίας στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών στη Σουηδία και, συνακόλουθα, στην αεροπορική εξυπηρέτηση του εδάφους του εν λόγω κράτους μέλους, o σκοπός του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων ανταποκρίνεται στις προϋποθέσεις του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ.

34      Δεύτερον, όσον αφορά την εξέταση του κατά πόσον οι όροι χορηγήσεως της ενισχύσεως δεν υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του σκοπού του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων και την τήρηση των προϋποθέσεων του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, επιβάλλονται οι ακόλουθες παρατηρήσεις.

35      Επισημαίνεται ότι οι όροι του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων προβλέπουν την παροχή κρατικής εγγυήσεως η οποία επιτρέπει στις επιλέξιμες εταιρίες να αντιμετωπίσουν την κρίση ρευστότητας που προκλήθηκε λόγω των συνεπειών της πανδημίας COVID‑19 επί των αεροπορικών μεταφορών στη Σουηδία, δανειζόμενες από τραπεζικούς οργανισμούς. Τα εν λόγω τραπεζικά δάνεια, τα οποία εξασφαλίζονται με κρατική εγγύηση, μπορούν να συναφθούν για μέγιστη διάρκεια έξι ετών (σημείο 24 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων θεσπίστηκε κατ’ εφαρμογήν του σημείου 3.2 του προσωρινού πλαισίου, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ενισχύσεις υπό μορφή εγγυήσεων δανείων».

36      Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι το σημείο 5 του προσωρινού πλαισίου έχει ως εξής:

«Οι τράπεζες και άλλοι ενδιάμεσοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί μπορούν να διαδραματίσουν καίριο ρόλο στην αντιμετώπιση των επιπτώσεων της έξαρσης της νόσου COVID‑19, διατηρώντας τη ροή πιστώσεων στην οικονομία. Εάν η ροή των πιστώσεων περιοριστεί σε σημαντικό βαθμό, η οικονομική δραστηριότητα θα επιβραδυνθεί απότομα, καθώς οι επιχειρήσεις θα δυσκολεύονται να πληρώσουν τους προμηθευτές και τους υπαλλήλους τους. Στο πλαίσιο αυτό, είναι σκόπιμο τα κράτη μέλη να μπορούν να λαμβάνουν μέτρα για την παροχή κινήτρων σε πιστωτικά ιδρύματα και άλλους ενδιάμεσους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, ώστε να εξακολουθήσουν να διαδραματίζουν τον ρόλο τους όσον αφορά τη στήριξη της οικονομικής δραστηριότητας στην ΕΕ.»

37      Κατά συνέπεια, το Βασίλειο της Σουηδίας, θεσπίζοντας το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων, θέλησε να παράσχει ένα κίνητρο στον τραπεζικό τομέα, κατ’ εφαρμογήν του σημείου 5 του προσωρινού πλαισίου, με την παροχή κρατικής εγγυήσεως για νέα δάνεια τα οποία μπορούσαν να συναφθούν μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2020 (σημείο 14 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

38      Με τα σημεία 58 και 82 του δικογράφου της προσφυγής, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποδεικνύει την ανάγκη για τη χορήγηση της ενισχύσεως βάσει της κατοχής άδειας εκμετάλλευσης της Ένωσης εκδοθείσας από τις σουηδικές αρχές.

39      Το ως άνω επιχείρημα δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

40      Πρώτον, όσον αφορά τον πρόσφορο χαρακτήρα του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων, λαμβανομένου υπόψη ότι το καθεστώς αυτό έχει τη μορφή κρατικών εγγυήσεων οι οποίες καθιστούν δυνατή τη χορήγηση δανείων από τους τραπεζικούς οργανισμούς για μέγιστη διάρκεια έξι ετών, είναι εύλογο το οικείο κράτος μέλος να επιδιώκει να διασφαλίσει τη σταθερή παρουσία των αεροπορικών εταιριών που είναι επιλέξιμες για την παροχή εγγυήσεως, προκειμένου αυτές να είναι παρούσες στο σουηδικό έδαφος για να εξοφλήσουν τα χορηγηθέντα δάνεια, ούτως ώστε η εγγύηση του Δημοσίου να καταστεί απαραίτητη στον μικρότερο δυνατό βαθμό. Το δε κριτήριο της κατοχής άδειας των σουηδικών αρχών, καθόσον προϋποθέτει την παρουσία της κύριας εγκατάστασης των αεροπορικών εταιριών στο σουηδικό έδαφος, διασφαλίζει κάποια σταθερότητα όσον αφορά την παρουσία των εν λόγω εταιριών, τουλάχιστον από διοικητικής και χρηματοοικονομικής απόψεως, ούτως ώστε οι αρχές του κράτους μέλους που χορηγεί την ενίσχυση να μπορούν να ελέγξουν τον τρόπο με τον οποίο αυτή χρησιμοποιείται από τους δικαιούχους, πράγμα το οποίο δεν θα συνέβαινε αν το Βασίλειο της Σουηδίας είχε θεσπίσει άλλο κριτήριο το οποίο να επιτρέπει την επιλεξιμότητα αεροπορικών εταιριών δραστηριοποιούμενων στο σουηδικό έδαφος ως απλοί πάροχοι υπηρεσιών, όπως η προσφεύγουσα, δεδομένου ότι η παροχή υπηρεσιών δύναται, εξ ορισμού, να παύσει πολύ γρήγορα, ακόμη και αμέσως.

41      Δεύτερον, οι όροι αυτοί χορηγήσεως της ενισχύσεως αντικατοπτρίζουν τη δυνατότητα και την υποχρέωση των σουηδικών αρχών να διενεργούν οικονομικό έλεγχο των δικαιούχων. Πάντως, μια τέτοια δυνατότητα και υποχρέωση υφίσταται μόνο για τις αεροπορικές εταιρίες που κατέχουν άδεια των σουηδικών αρχών, διότι οι σουηδικές αρχές είναι οι μόνες αρμόδιες για την παρακολούθηση της χρηματοοικονομικής κατάστασης των εν λόγω εταιριών, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που απορρέουν, μεταξύ άλλων, από το άρθρο 5 και από το άρθρο 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 1008/2008, όπως αυτό παρατίθεται στο σημείο 43 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Αντιθέτως, οι σουηδικές αρχές δεν έχουν καμία αρμοδιότητα, δυνάμει του εν λόγω κανονισμού, για την παρακολούθηση της χρηματοοικονομικής κατάστασης των αεροπορικών εταιριών οι οποίες δεν διαθέτουν άδεια των σουηδικών αρχών.

42      Τρίτον, μολονότι είναι, ασφαλώς, αληθές ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, στην πράξη, η έννοια της κύριας εγκατάστασης αντιστοιχεί σε εκείνη της έδρας (βλ. σκέψη 26 ανωτέρω) και ότι η μεταβολή έδρας μπορεί να πραγματοποιηθεί σχετικά γρήγορα, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι το άρθρο 2, σημείο 26, του κανονισμού 1008/2008 περιέχει περαιτέρω διευκρινίσεις, όπως ότι η συνεχής διαχείριση της πλοϊμότητας πρέπει να πραγματοποιείται στον τόπο της κύριας εγκατάστασης, ήτοι, εν προκειμένω, στη Σουηδία. Η εκτίμηση αυτή επιρρωννύεται από το άρθρο 5 (σχετικά με τις χρηματοοικονομικές προϋποθέσεις για τη χορήγηση άδειας εκμετάλλευσης), το άρθρο 7 (σχετικά με την απόδειξη φερεγγυότητας) ή το άρθρο 8 (σχετικά με την ισχύ της άδειας εκμετάλλευσης) του κανονισμού 1008/2008. Οι εν λόγω διατάξεις προβλέπουν αμοιβαίες κανονιστικές υποχρεώσεις μεταξύ των σουηδικών αρχών και των αεροπορικών εταιριών οι οποίες κατέχουν άδεια των εν λόγω αρχών και, επομένως, έναν ειδικό και σταθερό δεσμό μεταξύ τους, ο οποίος ανταποκρίνεται δεόντως στις προϋποθέσεις του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, σύμφωνα με τις οποίες η ενίσχυση πρέπει να αίρει σοβαρή διαταραχή της οικονομίας του οικείου κράτους μέλους. Επιπλέον, η απώλεια του δεσμού αυτού με το συγκεκριμένο κράτος μέλος, συνεπεία της μεταφοράς της κύριας εγκατάστασης σε άλλο κράτος μέλος, δεν επέρχεται με την απλή μεταβολή της έδρας, στο μέτρο που, όπως η ίδια η προσφεύγουσα παρατηρεί στο σημείο 54 του δικογράφου της προσφυγής, η αεροπορική εταιρία οφείλει, περαιτέρω, να προβεί σε όλες τις διοικητικές ενέργειες, εντός του άλλου αυτού κράτους, προκειμένου να αποκτήσει νέα άδεια εκμετάλλευσης και να πληροί όλες τις αναγκαίες προς τούτο προϋποθέσεις, η δε αναγνώριση του τόπου της νέας κύριας εγκατάστασής της συνιστά απλώς μια πτυχή των ανωτέρω.

43      Συνεπώς, δεν αμφισβητείται ότι το Βασίλειο της Σουηδίας, θεσπίζοντας το κριτήριο αυτό, σε συνδυασμό με το κριτήριο της μη επιλεξιμότητας των αεροπορικών εταιριών που εκτελούν ναυλωμένες πτήσεις, επιδίωξε, κατ’ ουσίαν, να εξασφαλίσει την ύπαρξη διαρκούς δεσμού μεταξύ αυτού και των αεροπορικών εταιριών που τυγχάνουν της εγγυήσεως του, δεσμού ο οποίος εκφράζεται με την παρουσία μιας σημαντικής νομικής οντότητας, ήτοι της κύριας εγκατάστασης των εν λόγω εταιριών, επί του εδάφους του, και ο οποίος δεν θα υφίστατο, εν προκειμένω, ως προς εταιρίες οι οποίες λειτουργούν βάσει άδειας εκδοθείσας από άλλο, πλην του Βασιλείου της Σουηδίας, κράτος μέλος, στο μέτρο που οι εταιρίες αυτές δεν υπόκεινται στην οικονομική εποπτεία και τον έλεγχο φερεγγυότητας, κατά την έννοια του κανονισμού 1008/2008, των σουηδικών αρχών και στο μέτρο που, στην περίπτωσή τους, ελλείπει αυτός ο αμοιβαίος, σταθερός και ειδικός δεσμός που υφίσταται μεταξύ του Βασιλείου της Σουηδίας και των εταιριών που κατέχουν άδεια λειτουργίας εκδοθείσας υπ’ αυτού.

44      Επομένως, το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων, καθόσον περιορίζει το πλεονέκτημα της ενισχύσεως αποκλειστικώς στις αεροπορικές εταιρίες που κατέχουν άδεια των σουηδικών αρχών, εξαιρουμένων εκείνων οι οποίες εκτελούν ναυλωμένες πτήσεις, λόγω των σταθερών και αμοιβαίων δεσμών που συνδέουν τις πρώτες με τη σουηδική οικονομία, είναι πρόσφορο για την επίτευξη του σκοπού της άρσεως σοβαρής διαταραχής της οικονομίας του εν λόγω κράτους μέλους.

45      Τέταρτον, όσον αφορά τον αναλογικό χαρακτήρα του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων, διαπιστώνεται ότι, προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνδεσιμότητα της Σουηδίας, η διττή απαίτηση περί άδειας των σουηδικών αρχών και περί εξυπηρέτησης του σουηδικού εδάφους με τακτικές πτήσεις εγγυάται κατά τον καλύτερο τρόπο τη σταθερή παρουσία μιας αεροπορικής εταιρίας στο εν λόγω έδαφος, καθόσον, χάρη στην άδεια αυτή, διασφαλίζεται ότι η κύρια εγκατάσταση της εν λόγω εταιρίας θα βρίσκεται στο εν λόγω έδαφος και ότι θα παραμείνει εκεί λαμβανομένων υπόψη των προαναφερθέντων τακτικών αεροπορικών δρομολογίων. Μολονότι είναι, θεωρητικά, αληθές ότι, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η παρουσία της κύριας εγκατάστασης μιας αεροπορικής εταιρίας στο έδαφος συγκεκριμένου κράτους μέλους δεν συμπίπτει κατ’ ανάγκην με έντονη εμπορική παρουσία στο εν λόγω έδαφος, προκύπτει, ωστόσο, αφενός, ότι η παρουσία αυτή αναφέρεται στον τόπο λήψεως των διοικητικών και χρηματοοικονομικών αποφάσεων, γεγονός το οποίο, εν προκειμένω, είναι ιδιαιτέρως σημαντικό, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η συνδεσιμότητα της Σουηδίας δεν θα διακοπεί από τη μια ημέρα στην άλλη, και, αφετέρου, ότι οι επιλέξιμες αεροπορικές εταιρίες, γενικά, συμβάλλουν ως επί το πλείστον στην τακτική εξυπηρέτηση της Σουηδίας, τόσο για τη μεταφορά επιβατών όσο και τη μεταφορά φορτίου, κατ’ αντιστοιχία προς τον σκοπό της διασφάλισης της συνδεσιμότητας της Σουηδίας, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για αεροπορικά δρομολόγια στο εσωτερικό της Σουηδίας, από τη Σουηδία ή προς τη Σουηδία, παρά τα περί του αντιθέτου επιχειρήματα της προσφεύγουσας ως προς το σημείο αυτό.

46      Επομένως, από τα στοιχεία που διαβίβασε το Βασίλειο της Σουηδίας κατά την κοινοποίηση του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων και τα οποία υπομνήσθηκαν στο σημείο 33 του υπομνήματος αντικρούσεως, προκύπτει ότι οι αεροπορικές εταιρίες οι οποίες κατείχαν άδεια των σουηδικών αρχών εκτελούσαν, το 2019, το 98 % της εσωτερικής επιβατικής κίνησης και το 84 % της εσωτερικής μεταφοράς φορτίου, γεγονός το οποίο είναι ουσιώδες, λαμβανομένης υπόψη της έκτασης και της γεωγραφικής κατάστασης του εν λόγω κράτους μέλους. Όσον αφορά το μερίδιο στις εντός της Ένωσης εναέριες επιβατικές μεταφορές προς τη Σουηδία και από τη Σουηδία, οι μεταφορές αυτές πραγματοποιήθηκαν, το 2019, σε ποσοστό 49 % από φορείς εκμετάλλευσης οι οποίοι διέθεταν άδεια των σουηδικών αρχών. Αντιθέτως, το μερίδιο των εν λόγω φορέων στις εκτός της Ένωσης εναέριες επιβατικές μεταφορές προς τη Σουηδία και από τη Σουηδία, ήταν μικρότερο, ήτοι ποσοστό 35 % το 2019. Λαμβάνοντας υπόψη την ποικιλία των επίμαχων καταστάσεων (μεταφορά επιβατών και εμπορευμάτων καθώς και εσωτερική και εξωτερική εξυπηρέτηση του εδάφους) και τη βούληση να διασφαλιστεί η ύπαρξη διαρκούς δεσμού με το σουηδικό έδαφος, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως, καθόσον έκρινε ότι το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων δεν έβαινε πέραν αυτού που ήταν αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τις σουηδικές αρχές σκοπού, ο οποίος καθίστατο ζωτικής σημασίας, δεδομένου ότι, στα τέλη Μαρτίου 2020, το εν λόγω κράτος είχε διαπιστώσει πτώση σε ποσοστό περίπου 93 % της εναέριας επιβατικής κίνησης στους τρεις βασικούς αερολιμένες της Σουηδίας.

47      Επιπλέον, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 32 ανωτέρω, υπογραμμίζεται εκ νέου ότι το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων δεν χορηγείται στις επιχειρήσεις που κατέχουν άδεια των σουηδικών αρχών και οι οποίες έχουν ως κύρια δραστηριότητα την πραγματοποίηση ναυλωμένων πτήσεων, δεδομένου ότι οι μη προγραμματισμένες πτήσεις δεν είναι ικανές να διασφαλίσουν εξίσου τη συνδεσιμότητα του σουηδικού εδάφους σε βάθος χρόνου, καθόσον αυτές είναι, εξ ορισμού, μη τακτικές και, κατά συνέπεια, σε μικρότερο βαθμό προβλέψιμες για το οικείο κράτος μέλος.

48      Συναφώς, το επιχείρημα που προβάλλει η προσφεύγουσα με το σημείο 55 του δικογράφου της προσφυγής, ότι οι αεροπορικές εταιρίες οι οποίες κατέχουν άδεια εκμετάλλευσης εκδοθείσα από άλλο κράτος μέλος συχνά ανήκουν σε υπηκόους άλλων, πέραν του Βασιλείου της Σουηδίας, κρατών μελών οι οποίοι έχουν αναλάβει και τη λειτουργία τους, με τον ίδιο τρόπο που, όπως και η προσφεύγουσα, οι εταιρίες αυτές απασχολούν τέτοιους υπηκόους, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι στοιχειοθετείται, αφορά αμιγώς πραγματικές περιστάσεις και δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά την αναγκαιότητα του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων, ιδίως σε σχέση με τα κριτήρια που αυτό θεσπίζει, συμπεριλαμβανομένου του κριτηρίου της άδειας των σουηδικών αρχών. Επισημαίνεται ακόμη ότι το επιχείρημα αυτό μπορεί ευχερώς να αντιταχθεί στην προσφεύγουσα, δεδομένου ότι το κεφάλαιο των εταιριών που κατέχουν άδεια των σουηδικών αρχών είναι δυνατό να ανήκει σε νομικά ή φυσικά πρόσωπα εγκατεστημένα σε άλλα κράτη μέλη, πέραν του Βασιλείου της Σουηδίας, ή σε πρόσωπα που είναι υπήκοοι αυτών των άλλων κρατών μελών.

49      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι δεν είναι ορθή η θέση της προσφεύγουσας σύμφωνα με την οποία, επειδή έχει την κύρια εγκατάστασή της στην Ιρλανδία, κατέχει σημαντικό μερίδιο της σουηδικής αγοράς ύψους περίπου 5 %, είναι η τέταρτη αεροπορική εταιρία στην εν λόγω αγορά και διασφαλίζει τη συνδεσιμότητα της Σουηδίας από το 1997, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως καθόσον έκρινε ότι η υποχρέωσή της να έχει την κύρια εγκατάστασή της στη Σουηδία, ως προϋπόθεση για την υπαγωγή της στο εν λόγω καθεστώς, ήταν κρίσιμη για την επίτευξη του σκοπού αυτού και για τον προσδιορισμό των αεροπορικών εταιριών που «διαδραμ[άτιζαν] ρόλο στη διασφάλιση της συνδεσιμότητας της Σουηδίας». Πράγματι, η προσφεύγουσα προβάλλει το επιχείρημα αυτό χωρίς να λαμβάνει υπόψη τον σκοπό που συνίσταται στην άρση της σοβαρής διαταραχής της σουηδικής οικονομίας και αποσιωπώντας το γεγονός ότι η συνδεσιμότητα της Σουηδίας δεν διασφαλίζεται μόνο με τις αεροπορικές μεταφορές επιβατών, αφενός, και με τις εκτός Σουηδίας μεταφορές, αφετέρου, αλλά και με τις αεροπορικές μεταφορές εμπορευμάτων και με τις εσωτερικές αεροπορικές μεταφορές επιβατών.

50      Επιπλέον, δεν είναι δυνατό να μη ληφθεί υπόψη η χρονική διάσταση η οποία είναι σύμφυτη με τον σκοπό του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων. Μολονότι είναι αληθές ότι η προσφεύγουσα συνέβαλε, πριν από τη θέσπιση του εν λόγω καθεστώτος, κατά τρόπο απτό στη συνδεσιμότητα της Σουηδίας, έστω και αν η συμβολή αυτή ήταν εντελώς περιορισμένη, δεδομένου ότι το μερίδιό της στην εναέρια μεταφορά επιβατών όσον αφορά τη Σουηδία ήταν περίπου 5 %, εντούτοις, υπενθυμίζεται ότι η χορήγηση δημόσιων πόρων στο πλαίσιο του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ προϋποθέτει ότι η ενίσχυση την οποία χορηγεί το οικείο κράτος μέλος, μολονότι αντιμετωπίζει σοβαρές δυσκολίες, καθιστά δυνατή την άρση της διαταραχής της οικονομίας του, γεγονός το οποίο προϋποθέτει ότι λαμβάνεται υπόψη, κατά τρόπο σφαιρικό, η κατάσταση των αεροπορικών εταιριών οι οποίες δύνανται να συνδράμουν στην ανάκαμψη της οικονομίας του εν λόγω κράτους μέλους και, ιδίως, να συμβάλλουν στη συνδεσιμότητα της Σουηδίας, γεγονός που καθιστά ιδιαιτέρως κρίσιμο το κριτήριο της ύπαρξης σταθερού δεσμού με το έδαφος του εν λόγω κράτους. Έχοντας υπόψη ότι οι πόροι που μπορούν να διατεθούν από το οικείο κράτος μέλος δεν είναι απεριόριστοι και πρέπει, επομένως, να ανταποκρίνονται σε προτεραιότητες, δεν μπορεί να παραβλεφθεί ότι το εν λόγω κράτος μέλος όφειλε να λάβει υπόψη αεροπορικές εταιρίες οι οποίες, μολονότι ήταν μικρότερες από την προσφεύγουσα, και για τον λόγο αυτό μετέφεραν λιγότερους επιβάτες και πραγματοποιούσαν μικρότερο κύκλο εργασιών, εντούτοις επικεντρώνονταν στην εσωτερική εξυπηρέτηση του σουηδικού εδάφους, γεγονός το οποίο συνιστούσε ακόμη πιο ζωτικής σημασίας διακύβευμα λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων του σουηδικού εδάφους και της έκτακτης κατάστασης της πανδημίας. Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, δεν αντιβαίνει προς την αρχή της αναλογικότητας, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων, η παροχή, σε αεροπορικές εταιρίες με μερίδιο αγοράς μικρότερο από το δικό της στη συνολική αγορά των αεροπορικών μεταφορών επιβατών που αφορούν τη Σουηδία, της δυνατότητας να είναι επιλέξιμες για το εν λόγω καθεστώς, ιδίως οσάκις οι εταιρίες αυτές θεωρούνται ιδιαιτέρως σημαντικές για τη συνδεσιμότητα της εν λόγω χώρας, όπως συμβαίνει με τις μικρότερες από την προσφεύγουσα αεροπορικές εταιρίες που εκτελούν πτήσεις ειδικού σκοπού, για παράδειγμα ιατρικής φύσεως ή διασώσεως, όπως υπογραμμίστηκε στο σημείο 15 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

51      Επιπλέον, το Βασίλειο της Σουηδίας δεν μπορούσε να διασφαλίσει ότι η συμβολή στη συνδεσιμότητά του μιας αεροπορικής εταιρίας η οποία είναι επικεντρωμένη στη μη εσωτερική αεροπορική μεταφορά επιβατών και της οποίας η κύρια εγκατάσταση δεν βρισκόταν στο έδαφός του θα διατηρούνταν μετά την κρίση, αν υποτεθεί ότι παρεχόταν σε αυτή την εταιρία το πλεονέκτημα της κρατικής εγγύησης. Η κατάσταση της προσφεύγουσας, κατά το χρονικό σημείο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, αποτελεί τέτοιο παράδειγμα συναφώς. Πράγματι, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι το μερίδιο αγοράς της προσφεύγουσας κατέγραψε σταθερή μείωση, από 11,8 % σε 5 %, και ότι αυτή σκόπευε να περιορίσει τη φυσική παρουσία της στο σουηδικό έδαφος, σε μία μόνο βάση, στο Γκέτεμποργκ, η οποία, σύμφωνα με το σημείο 14 του δικογράφου της προσφυγής, διέθετε ένα μόνον αεροσκάφος. Επομένως, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

52      Όσον αφορά την προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, η προσφεύγουσα στηρίζει μέρος των επιχειρημάτων της σε ένα υποθετικώς υφιστάμενο εναλλακτικό καθεστώς ενισχύσεων, βασιζόμενο στα αντίστοιχα μερίδια αγοράς των αεροπορικών εταιριών. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα ανέφερε και άλλα πιθανά κριτήρια, όπως είναι ο αριθμός των μεταφερόμενων επιβατών ή τα δρομολόγια.

53      Εντούτοις, κατά τη νομολογία, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να αποφαίνεται αφηρημένα επί όλων των εναλλακτικών μέτρων τα οποία θα μπορούσαν να ληφθούν, δεδομένου ότι, μολονότι το οικείο κράτος μέλος οφείλει να εκθέσει εμπεριστατωμένα τους λόγους οι οποίοι υπαγόρευσαν τη θέσπιση του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων, ιδίως όσον αφορά τα προκριθέντα κριτήρια επιλεξιμότητας, ωστόσο, δεν οφείλει να αποδείξει, τεκμηριωμένα, ότι κανένα άλλο πιθανό μέτρο, εξ ορισμού υποθετικό, δεν δύναται να διασφαλίσει κατά τρόπο καλύτερο την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Εφόσον το εν λόγω κράτος μέλος δεν υπέχει τέτοια υποχρέωση, η προσφεύγουσα δεν δύναται βασίμως να ζητήσει από το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεώσει την Επιτροπή να υποκαταστήσει τις εθνικές αρχές σε αυτό το καθήκον αναζήτησης κανονιστικών ρυθμίσεων, ώστε να εξετάσει κάθε εναλλακτικό μέτρο το οποίο θα μπορούσε να ληφθεί (πρβλ. απόφαση της 6ης Μαΐου 2019, Scor κατά Επιτροπής, T‑135/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:287, σκέψη 94 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

54      Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται ότι, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 40 έως 44 ανωτέρω, η επέκταση του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων σε εταιρίες μη εγκατεστημένες στη Σουηδία δεν θα καθιστούσε δυνατή την επίτευξη του σκοπού του εν λόγω καθεστώτος, καθόσον, όπως υπογραμμίζεται στη σκέψη 49 ανωτέρω, η απαίτηση να ληφθούν υπόψη οι αεροπορικές μεταφορές που αφορούν τη Σουηδία στο σύνολό τους, σε όλη την ποικιλομορφία και τη διάρκειά τους, δεν θα διασφαλιζόταν κατά τον ίδιο τρόπο αν είχαν επιλεγεί τα κριτήρια που πρότεινε η προσφεύγουσα, οπότε ορθώς η Επιτροπή δεν τα ενέκρινε.

55      Επομένως, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας που στηρίζονται στην έλλειψη πρόσφορου και αναλογικού χαρακτήρα του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων, χωρίς να χρειάζεται να εξετασθεί το παραδεκτό, το οποίο αμφισβητεί η Επιτροπή, των παραρτημάτων A.3.1 και A.3.2 του δικογράφου της προσφυγής που περιλαμβάνουν εκθέσεις καταρτισθείσες από τους εμπειρογνώμονες της προσφεύγουσας.

56      Ως εκ τούτου, η Επιτροπή ενέκρινε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ένα καθεστώς ενισχύσεων το οποίο σκοπούσε πράγματι στην άρση της σοβαρής διαταραχής της οικονομίας κράτους μέλους και δεν υπερέβαινε, όσον αφορά τους όρους χορήγησής του, το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του σκοπού του. Επομένως, υπό το πρίσμα των αρχών που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 31 ανωτέρω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι συνέπειες που απορρέουν από το εν λόγω καθεστώς, και συγκεκριμένα από το γεγονός ότι οι σουηδικές αρχές περιόρισαν το πεδίο εφαρμογής του στις αεροπορικές εταιρίες οι οποίες, αφενός, κατέχουν άδεια των σουηδικών αρχών και, αφετέρου, δεν έχουν ως κύρια δραστηριότητα την πραγματοποίηση ναυλωμένων πτήσεων, δεν αντιβαίνουν στο άρθρο 18, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, για τον λόγο και μόνον ότι ευνοούνται οι αεροπορικές εταιρίες που έχουν την κύρια εγκατάστασή τους στο σουηδικό έδαφος και δεν έχουν ως κύρια δραστηριότητα την πραγματοποίηση ναυλωμένων πτήσεων.

57      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο σκοπός του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της παρεκκλίσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ και ότι οι όροι για τη χορήγηση της ενισχύσεως δεν βαίνουν πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρου.

58      Επομένως, τα δύο πρώτα σκέλη του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν.

 Επί των δύο τελευταίων σκελών του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τα οποία προβάλλεται ότι το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων περιορίζει την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και ότι ο περιορισμός αυτός δεν είναι δικαιολογημένος

59      Η προσφεύγουσα υπενθυμίζει, αφενός, ότι ένας περιορισμός της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών είναι νόμιμος αν δικαιολογείται από επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος, δεν εισάγει δυσμενείς διακρίσεις, είναι αναγκαίος και ανάλογος προς τον επιδιωκόμενο σκοπό γενικού συμφέροντος και, αφετέρου, ότι οι ανωτέρω προϋποθέσεις είναι σωρευτικές και ότι ένας περιορισμός καθίσταται αδικαιολόγητος αν δεν πληρούται έστω και μία από αυτές. Αυτό ακριβώς συμβαίνει στην υπό κρίση υπόθεση. Συγκεκριμένα, το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων εισάγει καταρχάς δυσμενή διάκριση, διότι επιφυλάσσει διαφορετική μεταχείριση στις αεροπορικές εταιρίες ανάλογα με το κράτος μέλος το οποίο χορήγησε την άδεια λειτουργίας της Ένωσης, ενώ όλες οι αεροπορικές εταιρίες της Ένωσης που εκτελούν πτήσεις στη Σουηδία και συμβάλλουν στη συνδεσιμότητά της θα έπρεπε να μπορούν να είναι επιλέξιμες για το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων. Εν συνεχεία, το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων δεν είναι σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας, διότι βαίνει πέραν του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη του σκοπού του, δεδομένου ότι ο σκοπός αυτός, ο οποίος συνίσταται στην παροχή στο Βασίλειο της Σουηδίας της δυνατότητας να διασφαλίσει τη συνδεσιμότητά του, θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς να θιγεί η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, αν το επίμαχο καθεστώς ίσχυε για όλες τις αεροπορικές εταιρίες που εκτελούν πτήσεις στη Σουηδία, ανεξαρτήτως του κράτους μέλους το οποίο τους χορήγησε την άδεια λειτουργίας της Ένωσης, με μόνο κριτήριο το αντίστοιχο μερίδιό τους στην αγορά.

60      Τέλος, η προσφεύγουσα φρονεί ότι ο σκοπός γενικού συμφέροντος που συνίσταται στην παροχή αντιστάθμισης στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών για τις ζημίες τις οποίες προκάλεσε η πανδημία COVID‑19, προκειμένου να διατηρηθεί η συνδεσιμότητα της Σουηδίας, καθιστά αναγκαία τη χορήγηση ενισχύσεως όχι μόνον στις αεροπορικές εταιρίες οι οποίες κατέχουν άδεια των σουηδικών αρχών, διότι οι αεροπορικές εταιρίες που εκτελούν πτήσεις στη Σουηδία βάσει άδειας εκδοθείσας από άλλο κράτος μέλος επιτελούν εξίσου σημαντικό ρόλο. Αντιθέτως, η χορήγηση ενισχύσεως στις εθνικές αεροπορικές εταιρίες έχει ως συνέπεια τον κατακερματισμό της εσωτερικής αγοράς και τον εκτοπισμό των ανταγωνιστών των λοιπών κρατών μελών, αποδυναμώνει τον ανταγωνισμό, επιδεινώνει τις ζημίες τις οποίες προκάλεσε η πανδημία COVID‑19, απειλεί τη διάρθρωση του τομέα των αεροπορικών μεταφορών την οποία το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων υποτίθεται ότι προστατεύει και περιορίζει τα δικαιώματα των μεταφορέων της Ένωσης να παρέχουν ελεύθερα υπηρεσίες αεροπορικών μεταφορών εντός της εσωτερικής αγοράς ανεξαρτήτως του κράτους μέλους το οποίο χορήγησε την άδειά τους.

61      Καταρχάς, καθόσον η προσφεύγουσα στηρίζει τα επιχειρήματά της στην ύπαρξη δυσμενούς διακρίσεως η οποία απορρέει από το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων και από το γεγονός ότι αυτό δεν είναι σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας, γίνεται παραπομπή στην εξέταση των δύο πρώτων σκελών του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

62      Όσον αφορά το άρθρο 56 ΣΛΕΕ, διαπιστώνεται ότι, δυνάμει του άρθρου 58, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών στον τομέα των μεταφορών διέπεται από τις διατάξεις του τίτλου που αναφέρεται στις μεταφορές, ήτοι του τίτλου VI της Συνθήκης ΛΕΕ. Συνεπώς, η ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών στον τομέα των μεταφορών διέπεται, στο πλαίσιο του πρωτογενούς δικαίου, από ειδικό νομικό καθεστώς (απόφαση της 18ης Μαρτίου 2014, International Jet Management, C‑628/11, EU:C:2014:171, σκέψη 36). Κατά συνέπεια, το άρθρο 56 ΣΛΕΕ δεν έχει αυτό καθεαυτό εφαρμογή στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών (απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2011, Neukirchinger, C‑382/08, EU:C:2011:27, σκέψη 22).

63      Επομένως, μέτρα απελευθερώσεως όσον αφορά τις αεροπορικές μεταφορές μπορούν να θεσπίζονται μόνο βάσει του άρθρου 100, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (απόφαση της 18ης Μαρτίου 2014, International Jet Management, C‑628/11, EU:C:2014:171, σκέψη 38). Βάσει της ως άνω διατάξεως, ο νομοθέτης της Ένωσης εξέδωσε τον κανονισμό 1008/2008, σκοπός του οποίου είναι ακριβώς να καθορίσει, στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών, τις προϋποθέσεις εφαρμογής της αρχής της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών (βλ. κατ’ αναλογίαν απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2003, Στυλιανάκης, C‑92/01, EU:C:2003:72, σκέψεις 23 και 24). Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν προβάλλει καμία παράβαση του κανονισμού αυτού.

64      Εν πάση περιπτώσει, μολονότι είναι αληθές ότι, λόγω του ορισμού του πεδίου εφαρμογής του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων, η προσφεύγουσα στερείται πρόσβασης σε δάνεια τα οποία τυγχάνουν κρατικής εγγύησης από το Βασίλειο της Σουηδίας, εντούτοις δεν αποδεικνύει με ποιον τρόπο αυτός ο αποκλεισμός θα μπορούσε να την αποτρέψει από την παροχή υπηρεσιών από και προς τη Σουηδία, λαμβανομένου ιδίως υπόψη ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι, ανεξάρτητα από το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων και για καθαρά εμπορικούς λόγους, η προσφεύγουσα περιόρισε σταδιακά τη δραστηριότητά της στη σουηδική αγορά, τόσο όσον αφορά τον αριθμό των εξυπηρετούμενων προορισμών όσο και τον αριθμό των χρησιμοποιούμενων αεροσκαφών (βλ. σκέψη 51 ανωτέρω). Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα δεν προσδιορίζει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία λόγω των οποίων το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων παράγει περιοριστικά αποτελέσματα πέραν του ορίου ενεργοποίησης της απαγόρευσης του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, αποτελέσματα τα οποία, όπως κρίθηκε στο πλαίσιο των δύο πρώτων σκελών του πρώτου λόγου ακυρώσεως, είναι πάντως αναγκαία και αναλογικά για την άρση της σοβαρής διαταραχής της σουηδικής οικονομίας την οποία προκάλεσε η πανδημία COVID‑19, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ.

65      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι κανένα από τα σκέλη του πρώτου λόγου ακυρώσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτό και, ως εκ τούτου, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται σε παράβαση της υποχρεώσεως σταθμίσεως των ευεργετικών αποτελεσμάτων της ενισχύσεως με τα αρνητικά αποτελέσματά της επί των όρων των εμπορικών συναλλαγών και επί της διατηρήσεως ανόθευτου ανταγωνισμού

66      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, με τα σημεία 94 έως 102 του δικογράφου της προσφυγής, ότι η Επιτροπή, κατά την εξέταση της συμβατότητας της ενισχύσεως, δεν τήρησε την υποχρέωση που υπέχει περί σταθμίσεως των αναμενόμενων θετικών αποτελεσμάτων της ενισχύσεως όσον αφορά την επίτευξη των σκοπών του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ με τα αρνητικά αποτελέσματα της ενισχύσεως όσον αφορά τη στρέβλωση του ανταγωνισμού και τις συνέπειες για το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, όπερ συνιστά πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών και, επομένως, επαρκή λόγο για την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τη Γαλλική Δημοκρατία, αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά. Το Βασίλειο της Σουηδίας παραπέμπει, συναφώς, στα επιχειρήματα της Επιτροπής.

67      Κατά το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, «[δ]ύνανται να θεωρηθούν [συμβατές] με την εσωτερική αγορά [...] οι ενισχύσεις [...] για την άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας κράτους μέλους». Από το γράμμα της ως άνω διατάξεως προκύπτει ότι οι συντάκτες της θεώρησαν ότι ήταν προς το συμφέρον της Ένωσης στο σύνολό της κάποιο ή κάποια από τα κράτη μέλη της να είναι σε θέση να ξεπεράσει μια μείζονα, ή ενδεχομένως και υπαρξιακή κρίση, η οποία θα μπορούσε να έχει σοβαρές συνέπειες για την οικονομία όλων των λοιπών κρατών μελών ή ορισμένων από αυτά και, επομένως, για την ίδια την Ένωση. Η γραμματική αυτή ερμηνεία του κειμένου του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ επιβεβαιώνεται από τη σύγκρισή του με το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, το οποίο αφορά «ενισχύσεις για την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον», στο μέτρο που το γράμμα της τελευταίας αυτής διατάξεως περιλαμβάνει μια προϋπόθεση σχετική με την απόδειξη της μη αλλοιώσεως των όρων των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον, η οποία δεν περιλαμβάνεται στο άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2020, Αυστρία κατά Επιτροπής, C‑594/18 P, EU:C:2020:742, σκέψεις 20 και 39).

68      Επομένως, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, ήτοι, εν προκειμένω, εφόσον το οικείο κράτος μέλος βρίσκεται πράγματι αντιμέτωπο με σοβαρή διαταραχή της οικονομίας του και εφόσον τα μέτρα ενισχύσεως που λαμβάνονται για την άρση της διαταραχής αυτής είναι, αφενός, αναγκαία για τον σκοπό αυτό και, αφετέρου, κατάλληλα και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, τα εν λόγω μέτρα θεωρείται κατά τεκμήριο ότι λαμβάνονται προς το συμφέρον της Ένωσης, οπότε η διάταξη αυτή δεν απαιτεί να προβεί η Επιτροπή σε στάθμιση των ευεργετικών αποτελεσμάτων της ενισχύσεως με τα αρνητικά αποτελέσματά της επί των όρων των εμπορικών συναλλαγών και επί της διατηρήσεως ανόθευτου ανταγωνισμού, αντιθέτως προς ό,τι επιτάσσει το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ. Με άλλα λόγια, μια τέτοια στάθμιση δεν έχει λόγο υπάρξεως στο πλαίσιο του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι το αποτέλεσμά της θεωρείται κατά τεκμήριο θετικό. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος επιτυγχάνει την άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας του δεν μπορεί, κατ’ ουσίαν, παρά να ωφελήσει, γενικά, την Ένωση και, ειδικότερα, την εσωτερική αγορά.

69      Επιβάλλεται, επομένως, η διαπίστωση ότι το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ δεν επιβάλλει στην Επιτροπή την υποχρέωση να προβεί σε στάθμιση των ευεργετικών αποτελεσμάτων της ενισχύσεως με τα αρνητικά αποτελέσματά της επί των όρων των εμπορικών συναλλαγών και επί της διατηρήσεως ανόθευτου ανταγωνισμού, αντιθέτως προς ό,τι επιτάσσει το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, αλλά μόνον να εξακριβώσει αν το επίμαχο μέτρο ενισχύσεως είναι αναγκαίο, κατάλληλο και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας για την άρση της σοβαρής διαταραχής της οικονομίας του οικείου κράτους μέλους. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η υποχρέωση σταθμίσεως απορρέει από τον εξαιρετικό χαρακτήρα των συμβατών ενισχύσεων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που κηρύχθηκαν συμβατές βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ. Για τους ίδιους λόγους, η προσφεύγουσα δεν δύναται βασίμως να επικαλεστεί την απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2018, HH Ferries κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑68/15, EU:T:2018:563, σκέψεις 210 έως 214), στο μέτρο που, με αυτήν, το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τις συνέπειες της διαφοράς ως προς το γράμμα του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, και του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, την οποία υπογράμμισε το Δικαστήριο με την απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2020, Αυστρία κατά Επιτροπής (C‑594/18 P, EU:C:2020:742, σκέψεις 20 και 39).

70      Η προσφεύγουσα δεν δύναται επίσης να επικαλεστεί υποχρέωση σταθμίσεως βάσει του προσωρινού πλαισίου, υποστηρίζοντας ότι το πλαίσιο αυτό δεσμεύει την Επιτροπή και παρέχει μια δεύτερη, χωριστή, βάση ως προς την υποχρέωση της Επιτροπής συναφώς, διότι μια τέτοια υποχρέωση δεν περιλαμβάνεται στο προσωρινό πλαίσιο. Ειδικότερα, το σημείο 1.2 του εν λόγω πλαισίου στο οποίο αναφέρεται η προσφεύγουσα, σχετικά με την «ανάγκη στενού ευρωπαϊκού συντονισμού των εθνικών μέτρων ενίσχυσης», περιλαμβάνει ένα μόνο σημείο, το σημείο 10, το οποίο δεν περιέχει καμία σχετική πρόβλεψη. Επομένως, η προσφεύγουσα δεν δύναται να το επικαλεστεί.

71      Για τους ίδιους λόγους, το επιχείρημα της Επιτροπής, που προβάλλεται επικουρικώς, ότι το ίδιο το προσωρινό πλαίσιο περιέχει μια τέτοια στάθμιση, πρέπει να απορριφθεί.

72      Επομένως, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται σε παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

73      Προς στήριξη του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι η Επιτροπή υπέχει υποχρέωση αιτιολογήσεως δυνάμει του άρθρου 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και ότι η παράβαση της υποχρεώσεως αυτής δικαιολογεί την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επιπλέον, δυνάμει της προαναφερθείσας διατάξεως, η Επιτροπή οφείλει να δημοσιοποιεί «κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο» τη συλλογιστική βάσει της οποίας θέσπισε το επίμαχο μέτρο, ώστε τόσο οι ενδιαφερόμενοι όσο και το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη. Η εν λόγω υποχρέωση αιτιολογήσεως είναι κατά μείζονα λόγο σημαντική εν προκειμένω, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε χωρίς την κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας παρέχουσας στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να προβάλουν τα επιχειρήματά τους.

74      Ωστόσο, κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή, κατά πρώτον, παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει διότι, πρώτον, δεν εξέτασε αν η ενίσχυση δεν εισήγε δυσμενείς διακρίσεις και αν ήταν σύμφωνη με την αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, δεύτερον, δεν προέβη, έστω και συνοπτικά, σε στάθμιση των θετικών και αρνητικών αποτελεσμάτων της ενισχύσεως και, τρίτον, δεν αξιολόγησε, έστω συνοπτικώς, τις επιπτώσεις της ενισχύσεως επί των εμπορικών συναλλαγών και του ανταγωνισμού.

75      Κατά δεύτερον, η Επιτροπή παρέβη επίσης την υποχρέωσή της περί επαρκούς αιτιολογήσεως. Συγκεκριμένα, η αναφορά της Επιτροπής στους δηλωθέντες στόχους της ενισχύσεως περιέχει σημαντικές σημασιολογικές αποκλίσεις όσον αφορά τους στόχους της ενισχύσεως οι οποίοι στο μεν σημείο 8 της προσβαλλομένης αποφάσεως περιγράφονται υπό την έννοια ότι επιδιώκεται η εξασφάλιση επαρκούς ρευστότητας για τις αεροπορικές εταιρίες «οι οποίες κατέχουν άδεια των σουηδικών αρχών και είναι σημαντικές για τη διασφάλιση της συνδεσιμότητας της Σουηδίας», στο δε σημείο 43 της εν λόγω αποφάσεως περιγράφονται υπό την έννοια ότι προσδιορίζουν τις αεροπορικές εταιρίες «οι οποίες συνδέονται με τη Σουηδία και διαδραματίζουν κάποιο ρόλο στην εξασφάλιση της συνδεσιμότητάς της, σύμφωνα με τον σκοπό του κοινοποιηθέντος μέτρου». Ωστόσο, η διατύπωση που χρησιμοποιείται είναι ασαφής και δεν παρέχει ούτε στους ενδιαφερομένους ούτε στο Γενικό Δικαστήριο τη δυνατότητα να αντιληφθούν ποιος ήταν ο σκοπός του επίμαχου μέτρου ενισχύσεως, πέραν του αποκλεισμού από το καθεστώς ενισχύσεων των αεροπορικών εταιριών οι οποίες κατέχουν άδεια εκμεταλλεύσεως της Ένωσης εκδοθείσα από άλλα κράτη μέλη, εκτός του Βασιλείου της Σουηδίας.

76      Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη των επιχειρημάτων αυτών. Η Γαλλική Δημοκρατία και το Βασίλειο της Σουηδίας παραπέμπουν συναφώς στο υπόμνημα αντικρούσεως.

77      Πρώτον, από την επιβαλλόμενη από το άρθρο 296, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ αιτιολογία μιας πράξεως της Ένωσης πρέπει βεβαίως να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του εκδότη της οικείας πράξεως, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν το ληφθέν μέτρο και το Δικαστήριο να μπορεί να ασκήσει τον έλεγχό του, πλην όμως δεν απαιτείται η αιτιολογία να διευκρινίζει όλα τα ουσιώδη νομικά και πραγματικά στοιχεία. Επιπλέον, η τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται σε σχέση όχι μόνο με το γράμμα της πράξεως, αλλά και με το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και με το σύνολο των νομικών κανόνων που διέπουν το σχετικό θέμα (βλ. απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2018, American Express, C‑304/16, EU:C:2018:66, σκέψη 75 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Στην προκειμένη περίπτωση, το πλαίσιο αυτό διαμορφώνεται από την πανδημία και τις εξαιρετικά επείγουσες συνθήκες υπό τις οποίες η Επιτροπή, καταρχάς, θέσπισε το προσωρινό πλαίσιο, παρέχοντας ορισμένες ενδείξεις τόσο στα κράτη μέλη όσο και στις επιχειρήσεις που θίγονται από τις συνέπειες της πανδημίας, εν συνεχεία, εξέτασε τα μέτρα που της είχαν κοινοποιήσει τα εν λόγω κράτη, κατ’ εφαρμογήν ιδίως του εν λόγω πλαισίου, και, τέλος, εξέδωσε τις σχετικές με τα μέτρα αυτά αποφάσεις, μεταξύ των οποίων και την προσβαλλόμενη απόφαση. Συναφώς, από τις σκέψεις 1 και 2 ανωτέρω προκύπτει ότι μεταξύ της κοινοποιήσεως του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων και της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως μεσολάβησαν μόλις οκτώ ημέρες.

78      Πάντως, επισημαίνεται ότι, παρά τις εξαιρετικές αυτές περιστάσεις, στην προκειμένη περίπτωση, η προσβαλλόμενη απόφαση περιλαμβάνει 44 σημεία και, γενικώς, παρέχει τη δυνατότητα κατανοήσεως των πραγματικών και νομικών λόγων για τους οποίους η Επιτροπή αποφάσισε να μην προβάλει αντιρρήσεις σχετικά με το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων. Ειδικότερα, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, οι ελάσσονες διαφορές στη διατύπωση που διαπιστώνονται στα σημεία 8 και 43 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν προκαλούν σύγχυση όσον αφορά τον προσδιορισμό του σκοπού του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων, ο οποίος, κατ’ ουσίαν, πρέπει να θεωρηθεί ότι έγκειται στη διατήρηση της συνδεσιμότητας της Σουηδίας διά της αεροπορικής οδού, είτε πρόκειται για αεροπορικά δρομολόγια στο εσωτερικό της Σουηδίας είτε για αεροπορικά δρομολόγια από τη Σουηδία ή προς τη Σουηδία.

79      Δεύτερον, όσον αφορά την έλλειψη αιτιολογίας σχετικά με τη στάθμιση των ευεργετικών αποτελεσμάτων της ενισχύσεως με τα αρνητικά αποτελέσματά της επί των όρων των εμπορικών συναλλαγών και επί της διατηρήσεως ανόθευτου ανταγωνισμού, από τη σκέψη 69 ανωτέρω προκύπτει ότι το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ δεν προβλέπει τέτοια απαίτηση. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να παράσχει συναφώς λόγους.

80      Τρίτον, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, από τα σημεία 6 έως 8, 15, 17, 27, 41 και 43 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτουν οι λόγοι για τους οποίους το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων είναι συμβατό με την εσωτερική αγορά. Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι η Επιτροπή εξέθεσε στην προσβαλλόμενη απόφαση, έστω και συνοπτικά, τους λόγους για τους οποίους το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ υπό το πρίσμα του επείγοντος και, ειδικότερα, τους λόγους για τους οποίους τα κριτήρια επιλεξιμότητας, μεταξύ των οποίων το κριτήριο της κατοχής, κατά την 1η Ιανουαρίου 2020, άδειας των σουηδικών αρχών, ήταν αναγκαία, πρόσφορα και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, εκπλήρωσε την υποχρέωση αιτιολογήσεως.

81      Επομένως, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται σε προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων που απορρέουν από το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ

82      Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως, ο οποίος αφορά την προστασία των διαδικαστικών δικαιωμάτων της προσφεύγουσας δεδομένης της μη κινήσεως από την Επιτροπή επίσημης διαδικασίας έρευνας, παρά τη φερόμενη ύπαρξη σοβαρών αμφιβολιών, προβάλλεται, στην πραγματικότητα, επικουρικώς, για την περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο δεν εξετάσει την εκτίμηση, αυτή καθεαυτήν, της ενισχύσεως. Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, ο λόγος αυτός σκοπεί να παράσχει στον ενδιαφερόμενο τη δυνατότητα να ασκήσει παραδεκτώς, υπό την ιδιότητα αυτή, προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, πράγμα το οποίο δεν θα είχε άλλως τη δυνατότητα να πράξει (πρβλ. αποφάσεις της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex, C‑83/09 P, EU:C:2011:341, σκέψη 48, και της 27ης Οκτωβρίου 2011, Αυστρία κατά Scheucher-Fleisch κ.λπ., C‑47/10 P, EU:C:2011:698, σκέψη 44). Το Γενικό Δικαστήριο, όμως, εξέτασε τους δύο πρώτους λόγους της προσφυγής, οι οποίοι αφορούσαν την εκτίμηση, αυτή καθεαυτήν, της ενισχύσεως, οπότε παύει να υφίσταται ο σκοπός για τον οποίον προβλήθηκε ο ως άνω λόγος.

83      Επιπλέον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο λόγος αυτός στερείται αυτοτελούς περιεχομένου. Πράγματι, στο πλαίσιο αυτού του λόγου, η προσφεύγουσα δύναται να προβάλει, για την προάσπιση των διαδικαστικών δικαιωμάτων που της αναγνωρίζονται στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας έρευνας, αποκλειστικώς λόγους ικανούς να αποδείξουν ότι η εκτίμηση των πληροφοριών και των στοιχείων που διέθετε ή μπορούσε να διαθέτει η Επιτροπή, στο πλαίσιο του προκαταρκτικού σταδίου εξέτασης του κοινοποιηθέντος μέτρου, θα έπρεπε να δημιουργήσει αμφιβολίες όσον αφορά τη συμβατότητα του μέτρου με την εσωτερική αγορά (πρβλ. αποφάσεις της 22ας Δεκεμβρίου 2008, Régie Networks, C‑333/07, EU:C:2008:764, σκέψη 81· της 9ης Ιουλίου 2009, 3F κατά Επιτροπής, C‑319/07 P, EU:C:2009:435, σκέψη 35, και της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex, C‑83/09 P, EU:C:2011:341, σκέψη 59), όπως είναι ο ανεπαρκής ή ατελής χαρακτήρας της εξέτασης που έχει πραγματοποιήσει η Επιτροπή κατά τη διαδικασία προκαταρκτικής εξέτασης ή η ύπαρξη καταγγελιών τρίτων. Εντούτοις, επισημαίνεται ότι ο τρίτος λόγος ακυρώσεως επαναλαμβάνει συνοπτικά τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του πρώτου και του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, χωρίς να εκθέτει συγκεκριμένα στοιχεία σχετικά με ενδεχόμενες σοβαρές δυσχέρειες.

84      Για τους λόγους αυτούς, διαπιστώνεται ότι, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε επί της ουσίας τους ως άνω λόγους, παρέλκει η εξέταση του βασίμου του τρίτου λόγου.

85      Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η προσφυγή επί της ουσίας στο σύνολό της και, συγχρόνως, να γίνει δεκτό το αίτημα της προσφεύγουσας για εμπιστευτική μεταχείριση, δεδομένου ότι η Γαλλική Δημοκρατία και το Βασίλειο της Σουηδίας δεν διατύπωσαν συναφώς καμία αντίρρηση.

 Επί των δικαστικών εξόδων

86      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά της, καθώς και εκείνα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της δεύτερης, περιλαμβανομένων των εξόδων που αφορούν το αίτημα εμπιστευτικής μεταχειρίσεως.

87      Η Γαλλική Δημοκρατία και το Βασίλειο της Σουηδίας φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους, σύμφωνα με το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Ryanair DAC φέρει τα δικαστικά έξοδά της, καθώς και εκείνα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, περιλαμβανομένων των εξόδων που αφορούν το αίτημα εμπιστευτικής μεταχειρίσεως.

3)      Η Γαλλική Δημοκρατία και το Βασίλειο της Σουηδίας φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Van der Woude

Kornezov

Buttigieg

Kowalik-Bańczyk

 

      Hesse

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 17 Φεβρουαρίου 2021.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.