Language of document : ECLI:EU:T:2013:424

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 13ης Σεπτεμβρίου 2013 (*)

«Κοινοτικό σήμα – Διαδικασία κηρύξεως ακυρότητας – Κοινοτικό λεκτικό σήμα CASTEL – Απόλυτος λόγος απαραδέκτου – Περιγραφικός χαρακτήρας – Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 – Παραδεκτό – Απόλυτος λόγος απαραδέκτου που δεν προβλήθηκε ενώπιον του τμήματος προσφυγών – Αυτεπάγγελτη εξέταση των πραγματικών περιστατικών – Άρθρο 76, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009»

Στην υπόθεση T‑320/10,

Fürstlich Castell’sches Domänenamt Albrecht Fürst zu Castell-Castell, με έδρα το Castell (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους R. Kunze, G. Würtenberger και T. Wittmann, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενου από τους Π. Γερουλάκο και G. Schneider,

καθού,

αντίδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ και παρεμβαίνουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου:

Castel Frères SAS, με έδρα το Blanquefort (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τους A. von Mühlendahl και H. Hartwig, δικηγόρους,

με αντικείμενο προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως του δεύτερου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 4ης Μαΐου 2010 (υπόθεση R 962/2009‑2), σχετικά με διαδικασία κηρύξεως ακυρότητας μεταξύ των Fürstlich Castell’sches Domänenamt Albrecht Fürst zu Castell-Castell και Castel Frères SAS,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kanninen, πρόεδρο, I. Labucka και S. Soldevila Fragoso (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 2 Αυγούστου 2010,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως του ΓΕΕΑ, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 15 Νοεμβρίου 2010,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως της παρεμβαίνουσας, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 10 Νοεμβρίου 2010,

έχοντας υπόψη την τροποποίηση της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου,

κατόπιν της συνεδριάσεως της 8ης Νοεμβρίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση (1)

[παραλείπονται]

 Αιτήματα των διαδίκων

9        Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–      να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–      να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

10      Το ΓΕΕΑ και η παρεμβαίνουσα ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–      να απορρίψει την προσφυγή·

–      να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

11      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η παρεμβαίνουσα δήλωσε ότι παραιτείται από τα παραρτήματα I. 9 και I. 10 του υπομνήματός της αντικρούσεως, που υποβλήθηκαν για πρώτη φορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

 Σκεπτικό

[παραλείπονται]

 Επί του παραδεκτού του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, και του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 207/2009

[παραλείπονται]

24      Από την εξέταση του διοικητικού φακέλου προκύπτει ότι ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 207/2009 δεν μνημονεύθηκε ενώπιον του τμήματος προσφυγών και προβλήθηκε, επομένως, για πρώτη φορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

25      Σε κάθε περίπτωση, αντιθέτως προ ό,τι διατείνεται η προσφεύγουσα, ο απόλυτος αυτός λόγος απαραδέκτου δεν έπρεπε να εξεταστεί αυτεπαγγέλτως από το τμήμα προσφυγών στο πλαίσιο διαδικασίας κηρύξεως ακυρότητας.

26      Βάσει του άρθρου 76, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, κατά την εξέταση των απόλυτων λόγων απαραδέκτου, οι εξεταστές του ΓΕΕΑ και, κατόπιν προσφυγής, τα τμήματα προσφυγών του ΓΕΕΑ οφείλουν να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως τα πραγματικά περιστατικά προκειμένου να προσδιορίσουν αν το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση εμπίπτει ή όχι σε έναν από τους λόγους απαραδέκτου της καταχωρίσεως που ορίζει το άρθρο 7 του ίδιου κανονισμού. Επομένως, τα αρμόδια όργανα του ΓΕΕΑ ενδέχεται να στηρίξουν τις αποφάσεις τους σε πραγματικά περιστατικά που δεν επικαλέστηκε ο αιτών. Το ΓΕΕΑ οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά που θα μπορούσαν να το οδηγήσουν στην εφαρμογή ενός απολύτου λόγου απαραδέκτου [απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Ιουνίου 2006, C‑25/05 P, Storck κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2006, σ. I‑5719, σκέψη 50· αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Μαρτίου 2006, T‑129/04, Develey κατά ΓΕΕΑ (μορφή πλαστικής φιάλης), Συλλογή 2006, σ. II‑811, σκέψη 16, και της 12ης Απριλίου 2011, T‑310/09 και T‑383/09, Fuller & Thaler Asset Management κατά ΓΕΕΑ (BEHAVIOURAL INDEXING et BEHAVIOURAL INDEX), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 29].

27      Εντούτοις, στο πλαίσιο διαδικασίας κηρύξεως ακυρότητας, το ΓΕΕΑ δεν μπορεί να υποχρεωθεί να προβεί εκ νέου σε αυτεπάγγελτη εξέταση, την οποία διενέργησε ο εξεταστής, των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών που θα μπορούσαν να το οδηγήσουν στην εφαρμογή των απολύτων λόγων απαραδέκτου. Από τα άρθρα 52 και 55 του κανονισμού 207/2009 προκύπτει ότι το κοινοτικό σήμα θεωρείται έγκυρο μέχρις ότου κηρυχθεί άκυρο από το ΓΕΕΑ κατόπιν διαδικασίας κηρύξεως ακυρότητας. Απολαύει, επομένως, ενός τεκμηρίου εγκυρότητας, το οποίο συνιστά τη λογική συνέπεια του ελέγχου που διενεργεί το ΓΕΕΑ οσάκις εξετάζει αίτηση καταχωρίσεως.

28      Λόγω αυτού του τεκμηρίου εγκυρότητας, η κατά το άρθρο 76, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 υποχρέωση του ΓΕΕΑ να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά που θα μπορούσαν να το οδηγήσουν να εφαρμόσει τους απόλυτους λόγους απαραδέκτου περιορίζεται στον έλεγχο της αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος που πραγματοποιείται από τους εξεταστές του ΓΕΕΑ και, κατόπιν προσφυγής, από τα τμήματα προσφυγών του ΓΕΕΑ στο πλαίσιο της διαδικασίας καταχωρίσεως του εν λόγω σήματος. Δεδομένου, ότι, στο πλαίσιο διαδικασίας κηρύξεως ακυρότητας, το καταχωρισμένο κοινοτικό σήμα τεκμαίρεται έγκυρο, απόκειται στο πρόσωπο που υπέβαλε αίτηση περί κηρύξεως ακυρότητας να προβάλει ενώπιον του ΓΕΕΑ τα συγκεκριμένα στοιχεία που θα έθιγαν το κύρος του.

29      Εκ των προηγηθεισών σκέψεων προκύπτει ότι, στο πλαίσιο διαδικασίας κηρύξεως της ακυρότητας, το τμήμα προσφυγών δεν όφειλε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά που θα μπορούσαν να το οδηγήσουν στην εφαρμογή του απολύτου λόγου απαραδέκτου του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 207/2009.

30      Επομένως, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

[παραλείπονται]

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση του δεύτερου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) της 4ης Μαΐου 2010 (υπόθεση R 962/2009‑2).

2)      Το ΓΕΕΑ φέρει τα δικαστικά έξοδά του, καθώς και εκείνα της Fürstlich Castell’sches Domänenamt Albrecht Fürst zu Castell-Castell.

3)      Η Castel Frères SAS φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Kanninen

Labucka

Soldevila Fragoso

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 13 Σεπτεμβρίου 2013.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.


1–      Παρατίθενται μόνον οι σκέψεις των οποίων η δημοσίευση κρίνεται σκόπιμη από το Γενικό Δικαστήριο.