Language of document : ECLI:EU:C:2024:49

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 18ης Ιανουαρίου 2024 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Ανταγωνισμός – Άρθρο 101 ΣΛΕΕ – Έννοιες της “επιχειρήσεως” και των “αποφάσεων ενώσεων επιχειρήσεων” – Αποφάσεις του συμβολαιογραφικού συλλόγου κράτους μέλους περί καθορισμού του τρόπου υπολογισμού των αμοιβών – Περιορισμός ως εκ του αντικειμένου – Απαγόρευση – Απουσία δικαιολογητικού λόγου – Πρόστιμο – Επιβολή στην ένωση επιχειρήσεων και τα μέλη της – Αυτουργός της παραβάσεως»

Στην υπόθεση C‑128/21,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Lietuvos vyriausiasis administracinis teismas (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Λιθουανίας) με απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2021, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 26 Φεβρουαρίου 2021, στο πλαίσιο της δίκης

Lietuvos notarų rūmai,

M. S.,

S. Š,

D. V.,

V. P.,

J. P.,

D. L.-B.,

D. P.,

R. O. I.

κατά

Lietuvos Respublikos konkurencijos taryba,

παρισταμένων των:

Lietuvos Respublikos teisingumo ministerija,

Lietuvos Respublikos finansų ministerija,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Arabadjiev (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, L. Bay Larsen, Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, ασκούντα καθήκοντα δικαστή του πρώτου τμήματος, Z. Csehi, πρόεδρο του δεκάτου τμήματος, P. G. Xuereb, και A. Kumin, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Pitruzzella

γραμματέας: C. Strömholm, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 15ης Σεπτεμβρίου 2022,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο Lietuvos notarų rūmai και οι M. S., S. Š, D. V., V. P., J. P., D. L.‑B, D. P. και R. O. I. εκπροσωπούμενοι από τους L. Butkevičius και V. Vadapalas, advokatai,

–        η Lietuvos Respublikos konkurencijos taryba, εκπροσωπούμενη από την M. Dumbrytė-Ožiūnienė και τον Š. Keserauskas,

–        η Λιθουανική Κυβέρνηση εκπροσωπούμενη από τους K. Dieninis και R. Dzikovič,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από την F. Varrone, avvocato dello Stato,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον F. Jimeno Fernández, τον I. Rogalski και την A. Steiblytė,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 12ης Ιανουαρίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

2        Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, του Lietuvos notarų rūmai (Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Λιθουανίας, στο εξής: Συμβολαιογραφικός Σύλλογος) και των M. S., S. Š, D. V., V. P., J. P., D. L.‑B, D. P. και R. O. I., φυσικών προσώπων που ασκούν το επάγγελμα του συμβολαιογράφου στη Λιθουανία, και, αφετέρου, της Lietuvos Respublikos konkurencijos taryba (Επιτροπής Ανταγωνισμού της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, στο εξής: Επιτροπή Ανταγωνισμού), σχετικά με την απόφαση της τελευταίας να επιβάλει πρόστιμα στον εν λόγω σύλλογο και στους ως άνω συμβολαιογράφους λόγω παραβιάσεως του λιθουανικού δικαίου ανταγωνισμού και του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101 ΕΚ] και [102 ΕΚ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), ορίζει τα εξής:

«Οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών είναι αρμόδιες να εφαρμόζουν τα άρθρα [101] και [102 ΣΛΕΕ] σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Προς το σκοπό αυτό, δύνανται, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν καταγγελίας, να εκδίδουν τις ακόλουθες αποφάσεις:

[…]

–        για την επιβολή προστίμου, χρηματικής ποινής ή κάθε άλλης κύρωσης προβλεπόμενης από την εθνική τους νομοθεσία,

[…]».

4        Το άρθρο 23 του κανονισμού προβλέπει στις παραγράφους 2 και 4 τα εξής:

«2.      Η [Ευρωπαϊκή] Επιτροπή δύναται με απόφασή της να επιβάλει σε επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων πρόστιμα, σε περίπτωση που αυτές, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας:

α)      διαπράττουν παράβαση των διατάξεων του άρθρου [101] ή [102 ΣΛΕΕ], ή

[…]

Για καθεμία από τις επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην παράβαση, το πρόστιμο δεν υπερβαίνει το 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος.

Όταν η παράβαση που διέπραξε η ένωση επιχειρήσεων συνδέεται με τις δραστηριότητες των μελών της, το πρόστιμο δεν υπερβαίνει το 10 % του αθροίσματος του συνολικού κύκλου εργασιών κάθε μέλους που συμμετέχει ενεργά στην αγορά που έχει επηρεασθεί από την παράβαση που διέπραξε η ένωση.

[…]

4.      Σε περίπτωση που επιβάλλεται πρόστιμο σε ένωση επιχειρήσεων, λαμβανομένου υπόψη του κύκλου εργασιών των μελών της και η ένωση δεν είναι αξιόχρεη, η ένωση είναι υποχρεωμένη να ζητήσει συνεισφορές από τα μέλη της προκειμένου να καλύψει το ποσό του προστίμου.

Εάν δεν πραγματοποιηθούν οι συνεισφορές αυτές εντός της προθεσμίας που έχει ορίσει η Επιτροπή, η Επιτροπή δύναται να απαιτήσει την καταβολή του προστίμου απευθείας από καθεμία από τις επιχειρήσεις οι εκπρόσωποι των οποίων ανήκαν στα εμπλεκόμενα όργανα λήψης αποφάσεων της ένωσης.

Η Επιτροπή, όταν έχει απαιτήσει πληρωμή σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο, στην περίπτωση που είναι απαραίτητη για την εξασφάλιση της ολοσχερούς πληρωμής του προστίμου, μπορεί να απαιτήσει πληρωμή του υπολοίπου από οποιοδήποτε μέλος της ένωσης που είχε ενεργή δράση στην αγορά στην οποία συνέβη η παράβαση.

Ωστόσο, η Επιτροπή δεν απαιτεί πληρωμή βάσει του δευτέρου ή τρίτου εδαφίου από επιχειρήσεις που αποδεικνύουν ότι δεν εφήρμοσαν την παράνομη απόφαση της ένωσης και ότι είτε δεν είχαν αντιληφθεί την ύπαρξή της είτε αποστασιοποιήθηκαν ενεργά από αυτήν πριν αρχίσει η Επιτροπή να διερευνά την υπόθεση.

Η οικονομική ευθύνη κάθε επιχείρησης όσον αφορά την καταβολή του προστίμου δεν υπερβαίνει το 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος.»

 Το λιθουανικό δίκαιο

 Ο νόμος περί ανταγωνισμού

5        Το άρθρο 5, παράγραφος 1, του Lietuvos Respublikos konkurencijos įstatymas (νόμου της Δημοκρατίας της Λιθουανίας περί ανταγωνισμού) της 23ης Μαρτίου 1999 (Žin., 1999, αριθ. 30‑856), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: νόμος περί ανταγωνισμού), προβλέπει τα εξής:

«Κάθε συμφωνία η οποία σκοπεί τον περιορισμό του ανταγωνισμού ή περιορίζει ή μπορεί να περιορίσει τον ανταγωνισμό απαγορεύεται και είναι άκυρη από τη σύναψή της, περιλαμβανομένων:

1)      εκείνων που αφορούν τον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό της τιμής συγκεκριμένων αγαθών ή άλλους όρους αγοράς ή πώλησης·

[…]».

 Ο νόμος περί συμβολαιογράφων

6        Το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, του Lietuvos Respublikos notariato įstatymas (νόμου της Δημοκρατίας της Λιθουανίας περί συμβολαιογράφων), της 15ης Σεπτεμβρίου 1992 (Žin., 1992, αριθ. I‑2882), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης (στο εξής: νόμος περί συμβολαιογράφων), ορίζει τα εξής:

«Ο συμβολαιογράφος είναι πρόσωπο εξουσιοδοτημένο από το κράτος να ασκεί τα καθήκοντα που προβλέπονται στον παρόντα νόμο και να επικυρώνει τη νομιμότητα των συναλλαγών και των εγγράφων στο πλαίσιο αστικών εννόμων σχέσεων. Ο συμβολαιογράφος μπορεί επίσης να ενεργεί ως διαμεσολαβητής στην επίλυση αστικών διαφορών.»

7        Το άρθρο 6, πρώτο εδάφιο, του ως άνω νόμου προβλέπει τα εξής:

«Ο αριθμός των συμβολαιογράφων, η έδρα τους και η κατά τόπον δικαιοδοσία τους καθορίζονται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης της Δημοκρατίας της Λιθουανίας βάσει της μεθοδολογίας που προσδιορίζει για την αξιολόγηση των απαιτήσεων των νομικών υπηρεσιών που παρέχουν οι συμβολαιογράφοι στους κατοίκους της χώρας.»

8        Το άρθρο 8 του εν λόγω νόμου προβλέπει τα εξής:

«Οι συμβολαιογράφοι της Δημοκρατίας της Λιθουανίας εγγράφονται στον Συμβολαιογραφικό Σύλλογο […].

Κάθε συμβολαιογράφος είναι μέλος του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου.

Ο Συμβολαιογραφικός Σύλλογος είναι νομικό πρόσωπο.

Το καταστατικό του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου εκδίδεται από τη συνέλευση του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου και εγκρίνεται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης της Δημοκρατίας της Λιθουανίας.»

9        Το άρθρο 9 του ίδιου νόμου ορίζει τα εξής:

«Τα κύρια καθήκοντα του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου είναι τα εξής:

1)      να συντονίζει τις δραστηριότητες των συμβολαιογράφων·

2)      να διασφαλίζει τη βελτίωση των προσόντων των συμβολαιογράφων·

3)      να προστατεύει και εκπροσωπεί τα συμφέροντα των συμβολαιογράφων ενώπιον των δημόσιων και διοικητικών αρχών·

4)      να καταρτίζει σχέδια κανονιστικών πράξεων επί θεμάτων που αφορούν το συμβολαιογραφικό επάγγελμα και να τα υποβάλλει στον Υπουργό Δικαιοσύνης της Δημοκρατίας της Λιθουανίας·

5)      να διασφαλίζει την ομοιομορφία τη συμβολαιογραφικής πρακτικής·

6)      να εποπτεύει τον τρόπο με τον οποίο οι συμβολαιογράφοι ασκούν τα καθήκοντά τους και συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις της επαγγελματικής δεοντολογίας·

7)      να διασφαλίζει τη διατήρηση και τη χρήση των εγγράφων που καταρτίζονται κατά τη διάρκεια των επαγγελματικών δραστηριοτήτων των συμβολαιογράφων·

8)      να επιβλέπει την κατάρτιση των συμβολαιογράφων·

9)      να ασκεί τα λοιπά καθήκοντα που προβλέπονται από άλλους νόμους και το καταστατικό του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου.»

10      Το άρθρο 10, σημείο 7, του νόμου περί συμβολαιογράφων ορίζει ότι, στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων του, ο Συμβολαιογραφικός Σύλλογος λαμβάνει μέτρα για τη διασφάλιση της ομοιομορφίας της συμβολαιογραφικής πρακτικής.

11      Το άρθρο 11, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, του ως άνω νόμου προβλέπει τα εξής:

«Ο Υπουργός Δικαιοσύνης της Δημοκρατίας της Λιθουανίας εγκρίνει τις κανονιστικές πράξεις που αναφέρονται στον παρόντα νόμο, λαμβάνοντας υπόψη τη γνώμη του προεδρείου του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου.

Εάν εκτιμά ότι τα ψηφίσματα ή οι αποφάσεις του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου αντιβαίνουν στη νομοθεσία της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, ο Υπουργός Δικαιοσύνης της Δημοκρατίας της Λιθουανίας δύναται να ασκήσει προσφυγή με αίτημα την ακύρωση των εν λόγω ψηφισμάτων ή αποφάσεων ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου του Βίλνιους. Η προσφυγή ασκείται εντός προθεσμίας ενός μήνα από την ημερομηνία παραλαβής του σχετικού ψηφίσματος ή της σχετικής απόφασης.»

12      Κατά το άρθρο 12 του εν λόγω νόμου, ο συμβολαιογράφος ασκεί τις αρμοδιότητές του χωρίς να επηρεάζεται από τις δημόσιες αρχές και τις αρμόδιες για τον προϋπολογισμό αρχές, υπακούοντας μόνο στον νόμο.

13      Σύμφωνα με το άρθρο 13 του ίδιου νόμου, κατά την άσκηση της δραστηριότητάς του, ο συμβολαιογράφος συμμορφώνεται προς τις αποφάσεις του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου.

14      Το άρθρο 19 του νόμου περί συμβολαιογράφων ορίζει τα εξής:

«Ο συμβολαιογράφος εισπράττει αμοιβή για την κατάρτιση συμβολαιογραφικών πράξεων, τη σύνταξη σχεδίων δικαιοπρακτικών εγγράφων και την παροχή συμβουλευτικών και τεχνικών υπηρεσιών, το ύψος της οποίας (πίνακας αμοιβών) καθορίζεται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων καθορισμού του ύψους (των αμοιβών) των συμβολαιογράφων που παρατίθενται στο άρθρο 191 του παρόντος νόμου και με τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργού Οικονομικών της Δημοκρατίας της Λιθουανίας και του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου. Το ύψος της αμοιβής πρέπει να διασφαλίζει στον συμβολαιογράφο έσοδα που εξασφαλίζουν την οικονομική ανεξαρτησία του και καθιστούν επίσης δυνατή την καλή εξυπηρέτηση των πελατών, την πρόσληψη προσωπικού που διαθέτει τα απαραίτητα προσόντα και τη λειτουργία τεχνικώς άρτιου συμβολαιογραφείου. […]

Ανάλογα με την οικονομική κατάσταση του πελάτη, ο συμβολαιογράφος δύναται να τον απαλλάσσει, εν όλω ή εν μέρει, από την καταβολή αμοιβής.

[…]»

15      Το άρθρο 21, πρώτο εδάφιο, του ως άνω νόμου προβλέπει ότι ο συμβολαιογράφος ασκεί το επάγγελμά του κατά τρόπο αυτόνομο και οικονομικά ανεξάρτητο.

16      Το άρθρο 28, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω νόμου ορίζει τα εξής:

«Εξαιρουμένων ζητημάτων κληρονομικής διαδοχής, οι συμβολαιογραφικές πράξεις μπορούν να συντάσσονται από οποιονδήποτε συμβολαιογράφο. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης της Δημοκρατίας της Λιθουανίας καθορίζει την κατά τόπον δικαιοδοσία των συμβολαιογράφων σε ζητήματα κληρονομικής διαδοχής.»

 Το καταστατικό του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου

17      Το άρθρο 8, παράγραφος 1, του καταστατικού του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Λιθουανίας, που εγκρίθηκε με τη Lietuvos Respublikos teisingumo ministro įsakymas Nr. 1R‑3 (απόφαση 1R‑3 του Υπουργού Δικαιοσύνης της Δημοκρατίας της Λιθουανίας), της 3ης Ιανουαρίου 2008 (Žin., 2008, αριθ. 6‑222, στο εξής: καταστατικό του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου), ορίζει τα εξής:

«Ο Συμβολαιογραφικός Σύλλογος ασκεί τα εξής καθήκοντα:

[…]

6)      λαμβάνει μέτρα με σκοπό την εναρμόνιση της συμβολαιογραφικής πρακτικής·

7)      ανακεφαλαιώνει τη συμβολαιογραφική πρακτική και παρέχει γνώμες στους συμβολαιογράφους·

[…]».

18      Το άρθρο 10, σημείο 4, του καταστατικού προβλέπει, ειδικότερα, ότι τα μέλη του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου οφείλουν να εκτελούν τις αποφάσεις του προεδρείου του συλλόγου.

19      Το άρθρο 18, παράγραφος 1, του εν λόγω καταστατικού προβλέπει τα εξής:

«Το προεδρείο είναι συλλογικό όργανο διοίκησης του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου. Το προεδρείο απαρτίζεται από οκτώ μέλη, τα οποία ορίζονται (επιλέγονται) από τη συνέλευση των συμβολαιογράφων για τριετή θητεία.»

20      Το άρθρο 19 του ίδιου καταστατικού προβλέπει τα εξής:

«1.      […] οι συνελεύσεις των συμβολαιογράφων των οικείων περιφερειών εκλέγουν έναν υποψήφιο προκειμένου να γίνει μέλος του προεδρείου. […]

2.      Οι εκλογές για την ανάδειξη των υποψηφίων που θα γίνουν μέλη του προεδρείου διεξάγονται στις περιφέρειες με δημόσια ή μυστική ψηφοφορία. […]

[…]

4.      Κάθε μέλος του προεδρείου λογοδοτεί ενώπιον της συνέλευσης των συμβολαιογράφων της περιφέρειας που συγκλήθηκε και το διόρισε.

[…]

6.      Ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος είναι μέλη του προεδρείου. Ο πρόεδρος προΐσταται του προεδρείου.»

21      Βάσει του άρθρου 20, παράγραφος 1, του καταστατικού του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου, το προεδρείο διασφαλίζει την ορθή εκτέλεση των καθηκόντων του εν λόγω συλλόγου.

22      Το άρθρο 23, παράγραφος 1, του εν λόγω καταστατικού προβλέπει ότι οι αποφάσεις του προεδρείου λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία σε δημόσια ψηφοφορία.

23      Σύμφωνα με το άρθρο 26, παράγραφος 3, και το άρθρο 28 παράγραφος 3, του καταστατικού του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου, ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος του εν λόγω Συλλόγου εκλέγονται από τη συνέλευση του Συλλόγου.

 Ο προσωρινός πίνακας αμοιβών

24      Ο Υπουργός Δικαιοσύνης της Δημοκρατίας της Λιθουανίας ενέκρινε, με την įsakymas Nr. 57 (απόφαση 57), της 12ης Σεπτεμβρίου 1996 (Žin., 1996, αριθ. 87‑2075), τον προσωρινό πίνακα αμοιβών των συμβολαιογράφων για την κατάρτιση συμβολαιογραφικών πράξεων, την κατάρτιση σχεδίων συμβάσεων, την παροχή συμβουλών και την παροχή τεχνικών υπηρεσιών (στο εξής: προσωρινός πίνακας αμοιβών). Ο πίνακας αυτός προβλέπει, μεταξύ άλλων, όρια εντός των οποίων οι συμβολαιογράφοι μπορούν να καθορίζουν την αμοιβή τους για τις δραστηριότητες βεβαιώσεως της γνησιότητας υποθήκης ακινήτου, βεβαιώσεως της γνησιότητας των λοιπών ασφαλειών, βεβαιώσεως της γνησιότητας μισθώματος δουλείας, επικαρπίας, δικαιώματος οικοδόμησης και διατήρησης κτίσματος επί ακινήτου και συμβάσεως με την οποία καθορίζονται οι λεπτομέρειες χρήσεως ορισμένων αγαθών, καθώς και βεβαιώσεως της γνησιότητας της συμβάσεως για την ανταλλαγή ακινήτου.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

25      Με την απόφαση 2S‑2(2018), της 26ης Απριλίου 2018, η Επιτροπή Ανταγωνισμού διαπίστωσε ότι ο Συμβολαιογραφικός Σύλλογος καθώς και οι συμβολαιογράφοι που ήταν μέλη του προεδρείου του εν λόγω συλλόγου είχαν παραβεί το άρθρο 5, παράγραφος 1, σημείο 1, του νόμου περί ανταγωνισμού, καθώς και το άρθρο 101, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ και τους επέβαλε πρόστιμα.

26      Με την εν λόγω απόφαση, η Επιτροπή Ανταγωνισμού επισήμανε ότι, με αποφάσεις της 30ής Αυγούστου 2012, της 23ης Απριλίου 2015, της 26ης Μαΐου 2016 και της 26ης Ιανουαρίου 2017, το προεδρείο του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου είχε θεσπίσει κανόνες για την αποσαφήνιση των μεθόδων υπολογισμού των αμοιβών που οφείλονται στους συμβολαιογράφους για τα εξής:

–        τη θεώρηση δικαιοπραξιών σύστασης υποθήκης και την περιαφή του εκτελεστηρίου τύπου, σε περιπτώσεις στις οποίες οι συμβαλλόμενοι δεν δηλώνουν την αξία του ενυπόθηκου ακινήτου και σε περιπτώσεις σύστασης υποθήκης επί πλειόνων ακινήτων βάσει ενιαίας πράξης·

–        την κατάρτιση συμβολαιογραφικών πράξεων, τη σύνταξη σχεδίων δικαιοπρακτικών εγγράφων, την παροχή συμβουλευτικών και τεχνικών υπηρεσιών σε περιπτώσεις σύστασης δουλείας επί πλειόνων ακινήτων βάσει ενιαίας σύμβασης·

–        την επικύρωση σύμβασης ανταλλαγής, σε περιπτώσεις συμβατικής ανταλλαγής τμημάτων πλειόνων περιουσιακών στοιχείων.

27      Οι αποφάσεις αυτές (στο εξής: διευκρινιστικές αποφάσεις) ελήφθησαν ομόφωνα από τα μέλη του προεδρείου τα οποία είχαν μετάσχει στις συνεδριάσεις και δημοσιεύθηκαν στον εσωτερικό ιστότοπο του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου.

28      Η Επιτροπή Ανταγωνισμού έκρινε ότι, με την έκδοση των διευκρινιστικών αποφάσεων, οι προσφεύγοντες και νυν αναιρεσίβλητοι της κύριας δίκης (στο εξής: αναιρεσίβλητοι) είχαν, στην πραγματικότητα, θεσπίσει μηχανισμό υπολογισμού του ποσού των αμοιβών που οι συμβολαιογράφοι χρέωναν για τις δραστηριότητες τις οποίες αφορούσαν οι εν λόγω διευκρινιστικές αποφάσεις, ο οποίος, σε όλες τις περιπτώσεις, καθόριζε το ύψος των εν λόγω αμοιβών στο υψηλότερο επιτρεπόμενο από τον προσωρινό πίνακα αμοιβών ποσό. Ωστόσο, κατά την Επιτροπή Ανταγωνισμού, πριν από την έκδοση των διευκρινιστικών αποφάσεων, οι συμβολαιογράφοι διέθεταν περιθώριο εκτιμήσεως κατά τον υπολογισμό των εν λόγω αμοιβών και μπορούσαν, σε ορισμένες περιπτώσεις, να καθορίσουν αμοιβές χαμηλότερες από εκείνες οι οποίες καθορίζονταν με τις διευκρινιστικές αποφάσεις.

29      Η Επιτροπή Ανταγωνισμού κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι αναιρεσίβλητοι της κύριας δίκης είχαν εμμέσως καθορίσει το ύψος των εν λόγω αμοιβών. Θεώρησε ότι, με την έκδοση των διευκρινιστικών αποφάσεων, ο Συμβολαιογραφικός Σύλλογος, ενεργώντας μέσω του οργάνου διοικήσεώς του, ήτοι του προεδρείου, και τα μέλη του είχαν συνάψει συμφωνία περιορίζουσα τον ανταγωνισμό κατά παράβαση του άρθρου 5, παράγραφος 1, σημείο 1, του νόμου περί ανταγωνισμού και του άρθρου 101, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού έκρινε ότι ο Συμβολαιογραφικός Σύλλογος αποτελούσε ένωση οικονομικών φορέων, ήτοι των συμβολαιογράφων, και ότι οι διευκρινιστικές αποφάσεις έπρεπε να χαρακτηριστούν ως απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων, στην έκδοση της οποίας μετείχαν οι οκτώ συμβολαιογράφοι μέλη του προεδρείου του εν λόγω συλλόγου.

30      Η Επιτροπή Ανταγωνισμού χαρακτήρισε επίσης τις διευκρινιστικές αποφάσεις ως συμφωνία με αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού μεταξύ των συμβολαιογράφων, όρισε την οικεία αγορά ως την αγορά των συμβολαιογραφικών πράξεων στη Λιθουανία και έκρινε ότι η παράβαση διήρκεσε τουλάχιστον από τις 30 Αυγούστου 2012 έως τις 16 Νοεμβρίου 2017. Επιπλέον, η Επιτροπή Ανταγωνισμού έκρινε ότι το γεγονός ότι ο Υπουργός Δικαιοσύνης της Δημοκρατίας της Λιθουανίας είχε ανεχθεί τις επίμαχες πράξεις των αναιρεσιβλήτων της κύριας δίκης συνιστούσε ελαφρυντική περίσταση και, κατά συνέπεια, μείωσε κατά 5 % το ποσό των προστίμων.

31      Οι αναιρεσίβλητοι της κύριας δίκης άσκησαν ενώπιον του Vilniaus apygardos administracinis teismas (περιφερειακού διοικητικού δικαστηρίου Βίλνιους, Λιθουανία) προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής Ανταγωνισμού που μνημονεύεται στη σκέψη 25 της παρούσας αποφάσεως. Με απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 2019, το ως άνω δικαστήριο δέχθηκε την εν λόγω προσφυγή και ακύρωσε εν μέρει την εν λόγω απόφαση.

32      Η Επιτροπή Ανταγωνισμού άσκησε αίτηση αναιρέσεως κατά της ανωτέρω αποφάσεως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του Lietuvos vyriausiasis administracinis teismas (Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου της Λιθουανίας).

33      Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως, η Επιτροπή Ανταγωνισμού προβάλλει ότι οι συμβολαιογράφοι είναι επιχειρήσεις και μπορούν να ανταγωνίζονται μεταξύ τους μέσω των τιμών, ήτοι του ύψους των αμοιβών, εντός των ορίων που καθορίζονται στον προσωρινό πίνακα αμοιβών. Οι αναιρεσίβλητοι της κύριας δίκης δεν έχουν το δικαίωμα να εναρμονίσουν τη συμβολαιογραφική πρακτική κατά τρόπο αντίθετο προς το δίκαιο του ανταγωνισμού και δεν υφίσταται κενό στην εθνική νομοθεσία. Κατά την Επιτροπή Ανταγωνισμού, το άρθρο 101 ΣΛΕΕ έχει εφαρμογή στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεδομένου ότι οι αποφάσεις του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου ισχύουν σε ολόκληρη τη λιθουανική επικράτεια, ότι οι αμοιβές των συμβολαιογράφων ισχύουν τόσο για τους Λιθουανούς χρήστες όσο και για τους υπηκόους άλλων κρατών μελών που χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες των συμβολαιογράφων στη Λιθουανία και ότι οι συμβολαιογραφικές πράξεις μπορούν να καταρτιστούν από συμβολαιογράφο εγκατεστημένο στη Λιθουανία στο πλαίσιο διασυνοριακών σχέσεων μεταξύ οικονομικών φορέων.

34      Οι αναιρεσίβλητοι της κύριας δίκης υποστηρίζουν ότι ο συμβολαιογράφος είναι κατ’ ουσίαν δημόσιος λειτουργός, φορέας ή εκπρόσωπος. Οι συμβολαιογράφοι ανταγωνίζονται μεταξύ τους ως προς την ποιότητα των υπηρεσιών και όχι ως προς τις τιμές. Οι διευκρινιστικές αποφάσεις αποσκοπούν στη θέση σε εφαρμογή των αρμοδιοτήτων του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου για την εναρμόνιση της συμβολαιογραφικής πρακτικής και την παροχή συμβουλών στους συμβολαιογράφους, οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 9, σημείο 5, του νόμου περί συμβολαιογράφων και στο άρθρο 8, παράγραφος 1, σημεία 6 και 7, του καταστατικού του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου. Αποσκοπούν επίσης στην κάλυψη κενού της εθνικής νομοθεσίας, στην προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών, στη διασφάλιση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας, καθώς και στην προστασία των συμβολαιογράφων από αδικαιολόγητη αστική ευθύνη. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης της Δημοκρατίας της Λιθουανίας έλαβε γνώση των διευκρινιστικών αποφάσεων, αλλά δεν προσέφυγε στα δικαστήρια προκειμένου να επιτύχει την ακύρωσή τους, ούτε έλαβε την πρωτοβουλία να τροποποιήσει τον προσωρινό πίνακα αμοιβών. Οι αναιρεσίβλητοι της κύριας δίκης υποστηρίζουν επίσης ότι η Συνθήκη ΛΕΕ δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω, για τον λόγο ότι δεν υφίσταται κοινή αγορά συμβολαιογραφικών υπηρεσιών στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

35      Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι το Δικαστήριο δεν έχει ακόμη αποφανθεί επί του ζητήματος αν συμβολαιογραφικά καθήκοντα όπως αυτά που ανατίθενται στους Λιθουανούς συμβολαιογράφους συνιστούν οικονομική δραστηριότητα, κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, και αν οι συμβολαιογράφοι αποτελούν επιχειρήσεις κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως.

36      Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η αρμοδιότητα η οποία ανατίθεται στον Συμβολαιογραφικό Σύλλογο να εναρμονίσει τη συμβολαιογραφική πρακτική αντιβαίνει στο κριτήριο που προβλέπεται στη σκέψη 68 της αποφάσεως της 19ης Φεβρουαρίου 2002, Wouters κ.λπ. (C‑309/99, EU:C:2002:98), κατά το οποίο «ένα κράτος μέλος μεριμνά […] για τη διατήρηση της εξουσίας του λήψεως αποφάσεων σε τελευταίο βαθμό», ή στο κριτήριο που μνημονεύεται στη σκέψη 46 της αποφάσεως της 23ης Νοεμβρίου 2017, CHEZ Elektro Bulgaria και FrontEx International (C‑427/16 και C‑428/16, EU:C:2017:890), κατά το οποίο «πρέπει να υπάρχει ουσιαστικός κρατικός έλεγχος, καθώς και εξουσία λήψεως αποφάσεων σε τελευταίο βαθμό από το κράτος».

37      Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί, συναφώς, ότι ο Υπουργός Δικαιοσύνης της Δημοκρατίας της Λιθουανίας έχει το δικαίωμα να προσφύγει ενώπιον των δικαστηρίων για την ακύρωση τυχόν παράνομης αποφάσεως του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου και μπορεί επίσης να συμπληρώσει τον προσωρινό πίνακα αμοιβών, προκειμένου να υποδείξει τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να υπολογίζεται η αμοιβή των συμβολαιογράφων για τις δραστηριότητες τις οποίες αφορούν οι διευκρινιστικές αποφάσεις.

38      Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, επίσης, αν οι διευκρινιστικές αποφάσεις πρέπει να θεωρηθούν αποφάσεις ενώσεως επιχειρήσεων, κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, και αν η διάταξη αυτή έχει την έννοια ότι οι εν λόγω διευκρινιστικές αποφάσεις έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς.

39      Στο μέτρο που οι αναιρεσίβλητοι της κύριας δίκης υποστηρίζουν ότι οι διευκρινιστικές αποφάσεις επιδιώκουν διάφορους σκοπούς οι οποίοι, κατά την άποψή τους, δικαιολογούν την έκδοσή τους, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν, υπό το πρίσμα των κριτηρίων που προβλέπονται στη σκέψη 97 της αποφάσεως της 19ης Φεβρουαρίου 2002, Wouters κ.λπ. (C‑309/99, EU:C:2002:98), οι εν λόγω σκοποί μπορούν να θεωρηθούν θεμιτοί και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, αν οι περιορισμοί που προβλέπονται με τις διευκρινιστικές αποφάσεις υπερβαίνουν τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των εν λόγω σκοπών.

40      Επιπλέον, τίθεται το ζήτημα αν το άρθρο 101 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι οι συμβολαιογράφοι που είναι μέλη του προεδρείου μπορούν να θεωρηθούν ως μέλη της ενώσεως που παρέβη το άρθρο 101 ΣΛΕΕ και αν μπορούν να τους επιβληθούν πρόστιμα για τη συμμετοχή τους στην εν λόγω παράβαση.

41      Στο πλαίσιο αυτό, το Lietuvos vyriausiasis administracinis teismas (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Λιθουανίας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ την έννοια ότι οι συμβολαιογράφοι στη Δημοκρατία της Λιθουανίας αποτελούν επιχειρήσεις υπό την έννοια [της ως άνω διατάξεως], όταν ασκούν δραστηριότητα συνδεόμενη με τις [διευκρινιστικές αποφάσεις];

2)      Έχει το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ την έννοια ότι οι διευκρινιστικές αποφάσεις που εξέδωσε στην υπό κρίση υπόθεση ο Συμβολαιογραφικός Σύλλογος συνιστούν απόφαση ένωσης, υπό την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ;

3)      Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο δεύτερο ερώτημα, έχουν οι διευκρινιστικές αυτές αποφάσεις ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς, υπό την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ;

4)      Προκειμένου να διαπιστωθεί αν υφίσταται ενδεχόμενη παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, πρέπει οι επίμαχες διευκρινιστικές αποφάσεις να αξιολογηθούν υπό το πρίσμα των κριτηρίων που διατυπώθηκαν στη σκέψη 97 της απόφασης [της 19ης Φεβρουαρίου 2002, Wouters κ.λπ.. (C‑309/99, EU:C:2002:98)];

5)      Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο τέταρτο ερώτημα, κατά την αξιολόγηση των εν λόγω διευκρινιστικών αποφάσεων υπό το πρίσμα των κριτηρίων που διατυπώθηκαν στη σκέψη 97 της απόφασης [της 19ης Φεβρουαρίου 2002, Wouters κ.λπ.. Wouters κ.λπ., (C‑309/99, EU:C:2002:98)] είναι θεμιτοί οι σκοποί που προβάλλουν οι [αναιρεσίβλητοι της κύριας δίκης], συγκεκριμένα η εναρμόνιση των κανόνων σχετικά με την άσκηση του επαγγέλματος του συμβολαιογράφου, η κάλυψη νομοθετικού κενού, η προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών, η προστασία των αρχών της ίσης μεταχείρισης των καταναλωτών και της αναλογικότητας και η προστασία των συμβολαιογράφων έναντι αδικαιολόγητης αστικής ευθύνης;

6)      Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πέμπτο ερώτημα, βαίνουν οι περιορισμοί που επιβάλλονται με τις εν λόγω διευκρινιστικές αποφάσεις πέραν του μέτρου που είναι αναγκαίο για την επίτευξη των ως άνω θεμιτών σκοπών;

7)      Έχει το άρθρο 101 ΣΛΕΕ την έννοια ότι οι συμβολαιογράφοι που ήταν μέλη του προεδρείου παρέβησαν το εν λόγω άρθρο και μπορεί να τους επιβληθεί πρόστιμο για τον λόγο ότι συμμετείχαν στην έκδοση των διευκρινιστικών αποφάσεων ενώ παράλληλα ασκούσαν το επάγγελμα του συμβολαιογράφου;»

 Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως

42      Οι αναιρεσίβλητοι της κύριας δίκης υποστηρίζουν ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη για τον λόγο ότι το άρθρο 101 ΣΛΕΕ, του οποίου ερμηνεία ζητείται με την εν λόγω αίτηση, δεν έχει εφαρμογή στην υπόθεση της κύριας δίκης και ότι, κατά συνέπεια, τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν μόνον την εφαρμογή του λιθουανικού δικαίου σε μια αμιγώς εσωτερική κατάσταση.

43      Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προβληματική της δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ στη διαφορά της κύριας δίκης άπτεται της ουσίας των υποβληθέντων προδικαστικών ερωτημάτων και όχι του παραδεκτού τους, οπότε τα επιχειρήματα των αναιρεσιβλήτων της κύριας δίκης που μνημονεύονται στην προηγούμενη σκέψη πρέπει να εξεταστούν στο πλαίσιο της επί της ουσίας εξέτασης των ερωτημάτων αυτών (πρβλ. απόφαση της 13ης Ιουλίου 2006, Manfredi κ.λπ., C‑295/04 έως C‑298/04, EU:C:2006:461, σκέψη 30).

44      Ως εκ τούτου, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

45      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 101 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι οι εγκατεστημένοι σε κράτος μέλος συμβολαιογράφοι πρέπει να θεωρούνται «επιχειρήσεις», κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, όταν ασκούν, σε ορισμένες περιπτώσεις, δραστηριότητες που συνίστανται στη θεώρηση δικαιοπραξιών σύστασης υποθήκης, στην περιαφή του εκτελεστηρίου τύπου, στην κατάρτιση συμβολαιογραφικών πράξεων, στη σύνταξη σχεδίων δικαιοπρακτικών εγγράφων, στην παροχή συμβουλευτικών και τεχνικών υπηρεσιών και στην επικύρωση συμβάσεων ανταλλαγής.

46      Κατά το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά και απαγορεύονται όλες οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, όλες οι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και κάθε εναρμονισμένη πρακτική που δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς.

47      Κατ’ αρχάς, επισημαίνεται ότι οι αναιρεσίβλητοι της κύριας δίκης και η Λιθουανική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι η εν λόγω διάταξη δεν έχει εφαρμογή στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεδομένου ότι οι διευκρινιστικές αποφάσεις δεν είναι ικανές να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης. Συγκεκριμένα, λόγω της φύσεως των συμβολαιογραφικών πράξεων και της εθνικής νομοθεσίας κάθε κράτους μέλους, οι συμβολαιογράφοι δεν δύνανται να συντάσσουν συμβολαιογραφικές πράξεις στο έδαφος άλλων κρατών μελών πλην εκείνου στο οποίο είναι εγκατεστημένοι. Επομένως, δεν υφίσταται κοινή αγορά συμβολαιογραφικών υπηρεσιών η οποία θα μπορούσε να επηρεαστεί από τις διευκρινιστικές αποφάσεις.

48      Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, για να μπορεί μια απόφαση, συμφωνία ή πρακτική να επηρεάσει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο, πρέπει, βάσει ενός συνόλου νομικών ή πραγματικών στοιχείων, να πιθανολογείται επαρκώς ότι η οικεία απόφαση, συμφωνία ή πρακτική μπορεί να ασκήσει επιρροή, άμεση ή έμμεση, πραγματική ή δυνητική, στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, τούτο δε κατά τρόπο δυνάμενο να εμποδίσει την υλοποίηση της ενιαίας αγοράς μεταξύ κρατών μελών. Επιπλέον, πρέπει η επιρροή αυτή να μην είναι ασήμαντη (αποφάσεις της 28ης Φεβρουαρίου 2013, Ordem dos Técnicos Oficiais de Contas, C‑1/12, EU:C:2013:127, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 29ης Ιουνίου 2023, Super Bock Bebidas, C‑211/22, EU:C:2023:529, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

49      Ο αντίκτυπος στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών προϋποθέτει εν γένει τη συνδρομή πολλών παραγόντων, οι οποίοι, εκτιμώμενοι μεμονωμένα, δεν θα ήταν κατ’ ανάγκην καθοριστικοί. Για να διαπιστωθεί αν μια σύμπραξη επηρεάζει αισθητά το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, πρέπει να εξετάζεται εντός του οικονομικού και του νομικού της πλαισίου (απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2009, Erste Group Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑125/07 P, C‑133/07 P, C‑135/07 P και C‑137/07 P, EU:C:2009:576, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

50      Κατά πάγια ομοίως νομολογία, σύμπραξη η οποία εκτείνεται στο σύνολο του εδάφους κράτους μέλους συνεπάγεται, ως εκ της φύσεώς της, την εδραίωση στεγανοποιήσεων εθνικού χαρακτήρα, εμποδίζοντας με τον τρόπο αυτό την οικονομική αλληλοδιείσδυση που επιδιώκει η Συνθήκη ΛΕΕ (αποφάσεις της 19ης Φεβρουαρίου 2002, Wouters κ.λπ., C‑309/99, EU:C:2002:98, σκέψη 95 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 16ης Ιουλίου 2015, ING Pensii, C‑172/14, EU:C:2015:484, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

51      Εξάλλου, η κατά το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έννοια του «εμπορίου μεταξύ κρατών μελών» δεν περιορίζεται στο διασυνοριακό εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών, αλλά έχει ευρύτερο πεδίο εφαρμογής, το οποίο καλύπτει κάθε διασυνοριακή οικονομική δραστηριότητα, συμπεριλαμβανομένης της εγκατάστασης (πρβλ. απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2001, Ambulanz Glöckner, C‑475/99, EU:C:2001:577, σκέψη 49).

52      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η ισχύς των διευκρινιστικών αποφάσεων εκτείνεται στο σύνολο του εδάφους της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, στο μέτρο που, ως αποφάσεις του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου, είναι υποχρεωτικές για το σύνολο των συμβολαιογράφων που είναι εγκατεστημένοι στο εν λόγω κράτος μέλος, δυνάμει του άρθρου 13 του νόμου περί συμβολαιογράφων και του άρθρου 10, σημείο 4, του καταστατικού του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου.

53      Ακόμη δε και αν ένας συμβολαιογράφος δεν θα μπορούσε, κατ’ αρχήν, να παρέχει υπηρεσίες σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο στο οποίο είναι εγκατεστημένος, εντούτοις, γεγονός παραμένει ότι, αφενός, το επάγγελμα του συμβολαιογράφου υπόκειται, κατ’ αρχήν, στην ελευθερία εγκατάστασης (πρβλ. απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Επιτροπή κατά Λεττονίας, C‑151/14, EU:C:2015:577, σκέψη 48). Ωστόσο, κανόνες όπως οι διευκρινιστικές αποφάσεις, οι οποίες αφορούν μια θεμελιώδη πτυχή της ασκήσεως του εν λόγω επαγγέλματος στο οικείο κράτος μέλος, μπορούν κατ’ αρχήν να επηρεάσουν αισθητά την επιλογή των υπηκόων άλλων κρατών μελών να εγκατασταθούν στο πρώτο αυτό κράτος μέλος προκειμένου να ασκήσουν το εν λόγω επάγγελμα. Αφετέρου, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 52 των προτάσεών του, υπήκοοι κρατών μελών άλλων από τη Δημοκρατία της Λιθουανίας μπορούν να προσφεύγουν στις υπηρεσίες των συμβολαιογράφων που είναι εγκατεστημένοι στο τελευταίο αυτό κράτος μέλος.

54      Υπό τις συνθήκες αυτές, οι διευκρινιστικές αποφάσεις, στον βαθμό που πρέπει να χαρακτηριστούν ως συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων ή αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων, κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, είναι ικανές να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως.

55      Κατόπιν της ανωτέρω διευκρινίσεως, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο του δικαίου του ανταγωνισμού, η έννοια της «επιχειρήσεως», κατά την εν λόγω διάταξη, καλύπτει κάθε φορέα που ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς που τον διέπει και τον τρόπο της χρηματοδοτήσεώς του (αποφάσεις της 19ης Φεβρουαρίου 2002, Wouters κ.λπ., C‑309/99, EU:C:2002:98, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 28ης Φεβρουαρίου 2013, Ordem dos Técnicos Oficiais de Contas, C‑1/12, EU:C:2013:127, σκέψη 35).

56      Από πάγια επίσης νομολογία προκύπτει ότι η οικονομική δραστηριότητα συνίσταται σε κάθε δραστηριότητα προσφοράς αγαθών ή υπηρεσιών σε δεδομένη αγορά (αποφάσεις της 19ης Φεβρουαρίου 2002, Wouters κ.λπ., C‑309/99, EU:C:2002:98, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 28ης Φεβρουαρίου 2013, Ordem dos Técnicos Oficiais de Contas, C‑1/12, EU:C:2013:127, σκέψη 36).

57      Όσον αφορά τους συμβολαιογράφους, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, στο μέτρο που ασκούν ελεύθερο επάγγελμα το οποίο συνεπάγεται, ως κύρια δραστηριότητα, την παροχή πλειόνων διαφορετικών υπηρεσιών έναντι αμοιβής, ασκούν, κατ’ αρχήν, οικονομική δραστηριότητα (πρβλ. αποφάσεις της 26ης Μαρτίου 1987, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, 235/85, EU:C:1987:161, σκέψη 9, και της 1ης Φεβρουαρίου 2017, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, C‑392/15, EU:C:2017:73, σκέψεις 98 έως 101).

58      Εξάλλου, ο περίπλοκος και τεχνικός χαρακτήρας των υπηρεσιών που παρέχουν και το γεγονός ότι η άσκηση του επαγγέλματός τους ρυθμίζεται δεν μπορούν να μεταβάλουν την ανωτέρω εκτίμηση (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 19ης Φεβρουαρίου 2002, Wouters κ.λπ., C‑309/99, EU:C:2002:98, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 28ης Φεβρουαρίου 2013, Ordem dos Técnicos Oficiais de Contas, C‑1/12, EU:C:2013:127, σκέψη 38).

59      Στην υπόθεση της κύριας δίκης, από τις πληροφορίες που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι οι συμβολαιογράφοι που είναι εγκατεστημένοι στη Λιθουανία ασκούν τις δραστηριότητές τους ως ελεύθεροι επαγγελματίες και όχι ως δημόσιοι υπάλληλοι. Συγκεκριμένα, το άρθρο 19 του νόμου περί συμβολαιογράφων προβλέπει ότι ο συμβολαιογράφος χρεώνει αμοιβή για την κατάρτιση συμβολαιογραφικών πράξεων, τη σύνταξη σχεδίων δικαιοπρακτικών εγγράφων και την παροχή συμβουλευτικών και τεχνικών υπηρεσιών. Όσον αφορά το άρθρο 12 του εν λόγω νόμου, ορίζει ότι ο συμβολαιογράφος ασκεί τις αρμοδιότητές του χωρίς να επηρεάζεται από τις δημόσιες αρχές και τις αρμόδιες για τον προϋπολογισμό αρχές, υπακούοντας μόνον στον νόμο. Τέλος, κατά το άρθρο 21 του εν λόγω νόμου, ο συμβολαιογράφος ασκεί τα καθήκοντά του κατά τρόπο αυτοτελή και οικονομικώς ανεξάρτητο.

60      Εντούτοις, οι αναιρεσίβλητοι της κύριας δίκης και η Λιθουανική Κυβέρνηση υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι οι Λιθουανοί συμβολαιογράφοι δεν ασκούν οικονομική δραστηριότητα, δεδομένου ότι μετέχουν στην εκτέλεση δημόσιου λειτουργήματος.

61      Συναφώς, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι δεν έχουν οικονομικό χαρακτήρα ο οποίος δικαιολογεί την εφαρμογή των κανόνων περί ανταγωνισμού της Συνθήκης ΛΕΕ οι δραστηριότητες που εμπίπτουν στην άσκηση των προνομιών δημόσιας εξουσίας (αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 2012, Compass-Datenbank, C‑138/11, EU:C:2012:449, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 6ης Μαΐου 2021, Analisi G. Caracciolo, C‑142/20, EU:C:2021:368, σκέψη 56).

62      Τούτου δοθέντος, το γεγονός ότι ένας φορέας διαθέτει για την άσκηση μέρους των δραστηριοτήτων του προνομίες δημόσιας εξουσίας δεν αποκλείει, αφ’ εαυτού, τον χαρακτηρισμό του ως επιχείρησης, κατά την έννοια του δικαίου ανταγωνισμού, όσον αφορά εκείνες τις δραστηριότητές του που έχουν οικονομικό χαρακτήρα, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω δραστηριότητες μπορούν να διαχωριστούν από την άσκηση των προνομιών του δημόσιας εξουσίας (πρβλ. αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 2012, Compass-Datenbank, C‑138/11, EU:C:2012:449, σκέψεις 37 και 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 24ης Μαρτίου 2022, GVN κατά Επιτροπής, C‑666/20 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2022:225, σκέψη 71).

63      Εν προκειμένω, υπό την επιφύλαξη εξακριβώσεως από το αιτούν δικαστήριο, οι συμβολαιογραφικές δραστηριότητες τις οποίες αφορούν οι διευκρινιστικές αποφάσεις, οι οποίες συνίστανται στη θεώρηση δικαιοπραξιών σύστασης υποθήκης, στην περιαφή του εκτελεστηρίου τύπου, στην κατάρτιση συμβολαιογραφικών πράξεων, στη σύνταξη σχεδίων δικαιοπρακτικών εγγράφων, στην παροχή συμβουλευτικών και τεχνικών υπηρεσιών και στην επικύρωση συμβάσεων ανταλλαγής, σε ορισμένες περιπτώσεις, δεν φαίνεται να συνδέονται με την άσκηση προνομιών δημόσιας εξουσίας.

64      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει, κατ’ ουσίαν, ότι δεν συμμετέχουν, κατά τρόπο άμεσο και ειδικό, στην άσκηση της δημόσιας εξουσίας, η αρμοδιότητα θεωρήσεως που ανατίθεται στους συμβολαιογράφους όσον αφορά πράξεις με τις οποίες αναλαμβάνεται μονομερής δέσμευση ή τις συμβάσεις οι οποίες αποτελούν προϊόν της ελεύθερης βουλήσεως των δικαιοπρακτούντων (πρβλ. απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2017, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, C‑392/15, EU:C:2017:73, σκέψεις 119 και 120 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), η σύσταση υποθηκών (απόφαση της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Γαλλίας, C‑50/08, EU:C:2011:335, σκέψη 97), η απλή περιαφή του εκτελεστηρίου τύπου (πρβλ. απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2017, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, C‑392/15, EU:C:2017:73, σκέψεις 125 έως 127), καθώς και η σύνταξη σχεδίων δικαιοπρακτικών εγγράφων και η παροχή από τους συμβολαιογράφους συμβουλευτικών και τεχνικών υπηρεσιών (πρβλ. απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, C‑157/09, EU:C:2011:794, σκέψη 72 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

65      Επιπλέον, από τις παρασχεθείσες στο Δικαστήριο πληροφορίες δεν προκύπτει ότι οι συμβολαιογραφικές δραστηριότητες τις οποίες αφορούν οι διευκρινιστικές αποφάσεις συνδέονται άρρηκτα με άλλες δραστηριότητες οι οποίες συνεπάγονται την άσκηση προνομιών δημόσιας εξουσίας.

66      Εξάλλου, όπως προκύπτει από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο, οι εγκατεστημένοι στη Λιθουανία συμβολαιογράφοι ασκούν, εντός των ορίων των αντίστοιχων κατά τόπον αρμοδιοτήτων τους, μεγάλο μέρος των δραστηριοτήτων τους υπό συνθήκες ανταγωνισμού, δεδομένου ότι το άρθρο 28, πρώτο εδάφιο, του νόμου περί συμβολαιογράφων ορίζει συναφώς ότι, εξαιρουμένων ζητημάτων κληρονομικής διαδοχής, οι συμβολαιογραφικές πράξεις μπορούν να συντάσσονται από οποιονδήποτε συμβολαιογράφο. Ωστόσο, το στοιχείο αυτό δεν χαρακτηρίζει την άσκηση δημόσιας εξουσίας (πρβλ. απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Επιτροπή κατά Λεττονίας, C‑151/14, EU:C:2015:577, σκέψη 74).

67      Επομένως, οι συμβολαιογράφοι που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφος κράτους μέλους πρέπει να θεωρούνται «επιχειρήσεις», κατά την έννοια του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, όταν ασκούν δραστηριότητες όπως οι μνημονευόμενες στις διευκρινιστικές αποφάσεις.

68      Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 101 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι οι εγκατεστημένοι σε κράτος μέλος συμβολαιογράφοι πρέπει να θεωρούνται «επιχειρήσεις», κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, όταν ασκούν, σε ορισμένες περιπτώσεις, δραστηριότητες που συνίστανται στη θεώρηση δικαιοπραξιών σύστασης υποθήκης, στην περιαφή του εκτελεστηρίου τύπου, στην κατάρτιση συμβολαιογραφικών πράξεων, στη σύνταξη σχεδίων δικαιοπρακτικών εγγράφων, στην παροχή συμβουλευτικών και τεχνικών υπηρεσιών και στην επικύρωση συμβάσεων ανταλλαγής, στο μέτρο που οι εν λόγω δραστηριότητες δεν συναρτώνται με την άσκηση προνομιών δημόσιας εξουσίας.

 Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

69      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι κανόνες οι οποίοι εναρμονίζουν τον τρόπο με τον οποίο οι συμβολαιογράφοι κράτους μέλους υπολογίζουν το ύψος των αμοιβών που χρεώνουν για την άσκηση ορισμένων από τις δραστηριότητές τους και οι οποίοι θεσπίζονται από επαγγελματική οργάνωση όπως ο Συμβολαιογραφικός Σύλλογος πρέπει να θεωρούνται ως αποφάσεις ενώσεως επιχειρήσεων, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως.

70      Συναφώς, πρέπει να καθοριστεί αν μια επαγγελματική οργάνωση, όταν θεσπίζει κανόνες όπως οι επίμαχοι στην υπόθεση της κύριας δίκης, πρέπει να θεωρείται ως ένωση επιχειρήσεων ή, αντιθέτως, ως δημόσια αρχή λόγω του ότι η δραστηριότητά της συνδέεται με την άσκηση προνομιών δημόσιας εξουσίας (πρβλ. αποφάσεις της 19ης Φεβρουαρίου 2002, Wouters κ.λπ., C‑309/99, EU:C:2002:98, σκέψεις 56 και 57, και της 18ης Ιουλίου 2013, Consiglio Nazionale dei Geologi, C‑136/12, EU:C:2013:489, σκέψη 42).

71      Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι μια επαγγελματική οργάνωση η οποία, αν και έχει ρυθμιστικές αρμοδιότητες, δεν κάνει χρήση προνομίων που συνιστούν τυπικά γνωρίσματα της δημοσίας εξουσίας, αλλά ενεργεί ως όργανο επιφορτισμένο με τη ρύθμιση επαγγέλματος, η άσκηση του οποίου συνιστά εξάλλου οικονομική δραστηριότητα, δεν μπορεί να εκφεύγει της εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού (πρβλ. αποφάσεις της 19ης Φεβρουαρίου 2002, Wouters κ.λπ., C‑309/99, EU:C:2002:98, σκέψεις 58 και 59, και της 18ης Ιουλίου 2013, Consiglio Nazionale dei Geologi, C‑136/12, EU:C:2013:489, σκέψη 44).

72      Επιπλέον, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, προκειμένου να καθοριστεί αν η οικεία επαγγελματική οργάνωση πρέπει να θεωρηθεί ως ένωση επιχειρήσεων κατά την έννοια του άρθρου 101 ΣΛΕΕ ή ως δημόσια αρχή, πρέπει να ληφθούν υπόψη και άλλα στοιχεία που αφορούν, μεταξύ άλλων, τη σύνθεση των οργάνων διοικήσεως της εν λόγω οργάνωσης, τον τρόπο λειτουργίας της, τις σχέσεις της με τις δημόσιες αρχές, καθώς και το πλαίσιο της εξουσίας της θεσπίσεως κανόνων ή λήψεως αποφάσεων.

73      Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έχει χαρακτηρίσει ως «ενώσεις επιχειρήσεων» επαγγελματικές οργανώσεις, λαμβανομένου υπόψη, μεταξύ άλλων, του ότι τα όργανα διοικήσεως των εν λόγω οργανώσεων αποτελούνται αποκλειστικώς από μέλη του επαγγέλματος τα οποία εκλέγονται από συναδέλφους τους, χωρίς οι εθνικές αρχές να μπορούν να επέμβουν κατά την εν λόγω ανάδειξη (πρβλ. αποφάσεις της 19ης Φεβρουαρίου 2002, Wouters κ.λπ., C‑309/99, EU:C:2002:98, σκέψη 61, και της 18ης Ιουλίου 2013, Consiglio Nazionale dei Geologi, C‑136/12, EU:C:2013:489, σκέψη 43).

74      Το Δικαστήριο έχει λάβει επίσης υπόψη το γεγονός ότι το κράτος δεν παρενέβαινε αποφασιστικά στη λήψη των αποφάσεων των εν λόγω οργάνων (πρβλ. αποφάσεις της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, API κ.λπ., C‑184/13 έως C‑187/13, C‑194/13, C‑195/13 και C‑208/13, EU:C:2014:2147, σκέψεις 33 και 41).

75      Ομοίως, το Δικαστήριο έχει λάβει υπόψη το γεγονός ότι η εξουσία θεσπίσεως κανόνων ή λήψεως αποφάσεων που είχε ανατεθεί στην οικεία οργάνωση ή φορέα δεν συνοδευόταν από προϋποθέσεις ή κριτήρια γενικού συμφέροντος τα οποία όφειλε να τηρεί κατά την έκδοση των οικείων πράξεων και ότι η εν λόγω οργάνωση ή φορέας δεν ενεργούσε υπό τον πραγματικό έλεγχο και την εξουσία του κράτους όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων σε τελευταίο βαθμό (πρβλ. αποφάσεις της 19ης Φεβρουαρίου 2002, Wouters κ.λπ., C‑309/99, EU:C:2002:98, σκέψεις 62 και 68, της 28ης Φεβρουαρίου 2013, Ordem dos Técnicos Oficiais de Contas, C‑1/12, EU:C:2013:127, σκέψεις 49, 54 και 55, και της 23ης Νοεμβρίου 2017, CHEZ Elektro Bulgaria και FrontEx International, C‑427/16 και C‑428/16, EU:C:2017:890, σκέψη 49).

76      Στην υπόθεση της κύριας δίκης, από τις πληροφορίες που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 8 του νόμου περί συμβολαιογράφων, όλοι οι συμβολαιογράφοι στη Λιθουανία εγγράφονται στον Συμβολαιογραφικό Σύλλογο και είναι μέλη του. Τα κύρια καθήκοντα του εν λόγω συλλόγου, τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 9 του εν λόγω νόμου, περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τον συντονισμό των δραστηριοτήτων των συμβολαιογράφων, τη βελτίωση των προσόντων τους, την προστασία και εκπροσώπηση των συμφερόντων τους ενώπιον των δημόσιων και διοικητικών αρχών, την εναρμόνιση της συμβολαιογραφικής πρακτικής και την εποπτεία του τρόπου με τον οποίο οι συμβολαιογράφοι ασκούν τα καθήκοντά τους και συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις της επαγγελματικής δεοντολογίας.

77      Εξάλλου, σύμφωνα με τα άρθρα 18 και 19 του καταστατικού του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου, το προεδρείο –ήτοι το συλλογικό όργανο διοικήσεως του οικείου συλλόγου– απαρτίζεται από οκτώ μέλη, τα οποία διορίζονται από τη συνέλευση του εν λόγω συλλόγου μεταξύ των υποψηφίων που εκλέγονται από τις συνελεύσεις των συμβολαιογράφων, οι δε αποφάσεις του οργάνου αυτού λαμβάνονται, κατά το άρθρο 23 του καταστατικού, με απλή πλειοψηφία σε δημόσια ψηφοφορία.

78      Τέλος, σε περίπτωση που ο Υπουργός Δικαιοσύνης της Δημοκρατίας της Λιθουανίας εκτιμά ότι οι αποφάσεις του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου αντιβαίνουν στη νομοθεσία της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, δύναται, βάσει του άρθρου 11 του νόμου περί συμβολαιογράφων, να ασκήσει προσφυγή με αίτημα την ακύρωσή τους ενώπιον του Vilniaus apygardos teismas (περιφερειακού δικαστηρίου Βίλνιους).

79      Κατά συνέπεια, από τις πληροφορίες που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι ο Συμβολαιογραφικός Σύλλογος έχει τα χαρακτηριστικά οργάνου επιφορτισμένου με τη ρύθμιση του συμβολαιογραφικού επαγγέλματος στη Λιθουανία και ότι το όργανο διοικήσεώς του –ήτοι το προεδρείο– αποτελείται αποκλειστικώς από μέλη του οικείου επαγγέλματος, τα οποία εκλέγονται αποκλειστικώς από τους συναδέλφους τους, ενώ το Λιθουανικό Δημόσιο δεν παρεμβαίνει ούτε στον διορισμό των εν λόγω μελών ούτε στη λήψη των αποφάσεων του προεδρείου.

80      Περαιτέρω, το αιτούν δικαστήριο δεν επικαλέστηκε καμία διάταξη η οποία να καθορίζει με επαρκή σαφήνεια προϋποθέσεις η κριτήρια που να διασφαλίζουν ότι ο Συμβολαιογραφικός Σύλλογος και το προεδρείο του ενεργούν πράγματι προς το γενικό δημόσιο συμφέρον κατά την άσκηση της εξουσίας τους λήψεως αποφάσεων.

81      Επιπλέον, το γεγονός και μόνον ότι τα λιθουανικά δικαστήρια δύνανται να ελέγχουν τη νομιμότητα των αποφάσεων του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου δεν συνεπάγεται ότι ο εν λόγω σύλλογος λειτουργεί υπό τον πραγματικό έλεγχο του κράτους (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2017, CHEZ Elektro Bulgaria και FrontEx International, C‑427/16 και C‑428/16, EU:C:2017:890, σκέψεις 48 και 49).

82      Υπό τις συνθήκες αυτές, επαγγελματική οργάνωση όπως ο Συμβολαιογραφικός Σύλλογος πρέπει να θεωρηθεί ως ένωση επιχειρήσεων, κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, και όχι ως δημόσια αρχή.

83      Όσον αφορά, δεύτερον, το ζήτημα αν οι διευκρινιστικές αποφάσεις συνιστούν απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων κατά την έννοια του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι οι διευκρινιστικές αυτές αποφάσεις, σκοπός των οποίων είναι να εναρμονίσουν τον τρόπο με τον οποίο οι συμβολαιογράφοι υπολογίζουν το ύψος των αμοιβών που χρεώνουν για την άσκηση ορισμένων από τις δραστηριότητές τους, είναι, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 52 της παρούσας αποφάσεως, υποχρεωτικές για τους συμβολαιογράφους, δυνάμει του άρθρου 13 του νόμου περί συμβολαιογράφων και του άρθρου 10, σημείο 4, του καταστατικού του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου.

84      Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι συνιστούν αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων, κατά την έννοια του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, οι αποφάσεις που αποτελούν έκφραση της βουλήσεως των εκπροσώπων των μελών ενός επαγγέλματος να επιτύχουν από τα μέλη αυτά την υιοθέτηση συγκεκριμένης συμπεριφοράς στο πλαίσιο της οικονομικής τους δραστηριότητας (πρβλ. απόφαση της 19 Φεβρουαρίου 2002, Wouters κ.λπ., C‑309/99, EU:C:2002:98, σκέψη 64).

85      Κατά τα λοιπά, εφόσον έχει κριθεί ότι μια σύσταση τιμών, οποιαδήποτε κι αν είναι η ακριβής νομική φύση της, μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά απόφαση υπό το πρίσμα του άρθρου 101 ΣΛΕΕ (απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, Consiglio Nazionale dei Geologi, C‑136/12, EU:C:2013:489, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), ο καθορισμός της τιμής μέσω δεσμευτικής πράξεως πρέπει κατά μείζονα λόγο να θεωρείται ότι συνιστά τέτοια απόφαση (απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, Consiglio Nazionale dei Geologi, C‑136/12, EU:C:2013:489, σκέψη 47).

86      Επομένως, κανόνες όπως οι διευκρινιστικές αποφάσεις πρέπει να θεωρούνται αποφάσεις ενώσεως επιχειρήσεων, κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

87      Κατόπιν των προκτεθέντων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι κανόνες οι οποίοι εναρμονίζουν τον τρόπο με τον οποίο οι συμβολαιογράφοι κράτους μέλους υπολογίζουν το ύψος των αμοιβών που χρεώνουν για την άσκηση ορισμένων από τις δραστηριότητές τους και οι οποίοι θεσπίζονται από επαγγελματική οργάνωση όπως ο Συμβολαιογραφικός Σύλλογος του κράτους μέλους συνιστούν αποφάσεις ενώσεως επιχειρήσεων, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως.

 Επί του τρίτου, του τετάρτου, του πέμπτου και του έκτου προδικαστικού ερωτήματος

88      Με το τρίτο, το τέταρτο, το πέμπτο και το έκτο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι οι αποφάσεις ενώσεως επιχειρήσεων οι οποίες εναρμονίζουν τον τρόπο με τον οποίο οι συμβολαιογράφοι υπολογίζουν το ύψος των αμοιβών που χρεώνουν για την άσκηση ορισμένων από τις δραστηριότητές τους συνιστούν περιορισμούς του ανταγωνισμού οι οποίοι απαγορεύονται από το εν λόγω άρθρο.

89      Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, θεμέλιο του οποίου είναι ο σαφής διαχωρισμός των καθηκόντων μεταξύ των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων και του Δικαστηρίου, ο ρόλος του τελευταίου περιορίζεται στην ερμηνεία των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης ως προς τις οποίες ερωτάται, εν προκειμένω του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Υπό την έννοια αυτή, δεν απόκειται στο Δικαστήριο αλλά στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει οριστικώς αν, λαμβανομένων υπόψη όλων των λυσιτελών στοιχείων που χαρακτηρίζουν την περίπτωση της υπόθεσης της κύριας δίκης και του οικονομικού και νομικού πλαισίου εντός του οποίου αυτή εντάσσεται, η επίμαχη συμφωνία έχει ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού (πρβλ. απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2021, Visma Enterprise, C‑306/20, EU:C:2021:935, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

90      Εντούτοις, το Δικαστήριο, αποφαινόμενο επί αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως μπορεί, βάσει των στοιχείων της δικογραφίας που έχει στη διάθεσή του, να παράσχει διευκρινίσεις προκειμένου να καθοδηγήσει το αιτούν δικαστήριο στην ερμηνεία του ώστε να είναι σε θέση το τελευταίο να επιλύσει τη διαφορά (απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2021, Visma Enterprise, C‑306/20, EU:C:2021:935, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

91      Πρέπει κατ’ αρχάς να υπομνησθεί ότι για να εμπίπτει μια απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων στην απαγόρευση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, πρέπει να έχει «ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα» την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς σε σημαντικό βαθμό (πρβλ. απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2021, Visma Enterprise, C‑306/20, EU:C:2021:935, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

92      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, από της αποφάσεως της 30ής Ιουνίου 1966, LTM (56/65, EU:C:1966:38), o διαζευκτικός χαρακτήρας της προϋποθέσεως αυτής, που εκφράζεται με τη χρήση του συνδέσμου «ή», επιβάλλει κατ’ αρχάς να εξεταστεί το ίδιο το αντικείμενο της αποφάσεως ενώσεως επιχειρήσεων (πρβλ. απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2021, Visma Enterprise, C‑306/20, EU:C:2021:935, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

93      Πράγματι, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ορισμένα είδη συμπαιγνίας μεταξύ επιχειρήσεων είναι αρκούντως επιβλαβή για τον ανταγωνισμό ώστε να χαρακτηρίζονται ως περιορισμός «ως εκ του αντικειμένου», οπότε δεν είναι αναγκαία η εξέταση των αποτελεσμάτων τους. Η νομολογία αυτή στηρίζεται στο γεγονός ότι ορισμένες μορφές συμπαιγνίας μεταξύ επιχειρήσεων μπορούν να θεωρηθούν, εκ της φύσεώς τους, ως παραβλάπτουσες την ορθή λειτουργία του ανταγωνισμού (απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2021, Visma Enterprise, C‑306/20, EU:C:2021:935, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

94      Στο πλαίσιο αυτό, δεν αμφισβητείται ότι ορισμένες μορφές συμπαιγνίας, όπως αυτές που οδηγούν στον οριζόντιο καθορισμό των τιμών εκ μέρους συμπράξεων, μπορούν να θεωρηθούν σε τέτοιο βαθμό ικανές να έχουν αρνητικά αποτελέσματα, ιδίως επί των τιμών, της ποσότητας ή της ποιότητας των προϊόντων και των υπηρεσιών, ώστε, για τους σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, να παρέλκει η απόδειξη συγκεκριμένων αποτελεσμάτων τους στην αγορά. Πράγματι, από την πείρα προκύπτει ότι τέτοιες πρακτικές επιφέρουν μειώσεις της παραγωγής και αυξήσεις τιμών, με τελικό αποτέλεσμα την κακή κατανομή των πόρων σε βάρος, ειδικότερα, των καταναλωτών (απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, Budapest Bank κ.λπ., C‑228/18, EU:C:2020:265, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

95      Εν προκειμένω, από τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι οι διευκρινιστικές αποφάσεις καθιερώνουν ένα μηχανισμό υπολογισμού του ύψους των αμοιβών των συμβολαιογράφων ο οποίος τους επιβάλλει, για τις δραστηριότητες που καλύπτονται από τις εν λόγω διευκρινιστικές αποφάσεις, να επιλέγουν την υψηλότερη τιμή της κλίμακας τιμών που προβλέπεται από τον προσωρινό πίνακα αμοιβών τον οποίο καταρτίζει ο Υπουργός Δικαιοσύνης της Δημοκρατίας της Λιθουανίας. Υπό την επιφύλαξη της επαληθεύσεως από το αιτούν δικαστήριο, πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτό ότι οι διευκρινιστικές αυτές αποφάσεις οδηγούν ακριβώς στον οριζόντιο καθορισμό των τιμών των οικείων υπηρεσιών.

96      Υπό τις συνθήκες αυτές, αποφάσεις όπως οι διευκρινιστικές αποφάσεις πρέπει να θεωρηθούν ότι συνιστούν περιορισμό του ανταγωνισμού «ως εκ του αντικειμένου», κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

97      Ασφαλώς, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι όλες οι συμφωνίες επιχειρήσεων ή οι αποφάσεις ενώσεως επιχειρήσεων που περιορίζουν την ελευθερία δράσεως των μερών της συμφωνίας ή των υπόχρεων σε συμμόρφωση προς τις αποφάσεις δεν εμπίπτουν οπωσδήποτε στην απαγόρευση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, η εξέταση του οικονομικού και νομικού πλαισίου στο οποίο εντάσσονται ορισμένες από τις εν λόγω συμφωνίες και αποφάσεις μπορεί να οδηγήσει στη διαπίστωση, πρώτον, ότι οι συμφωνίες αυτές δικαιολογούνται από την επιδίωξη ενός ή περισσοτέρων θεμιτών σκοπών γενικού συμφέροντος που δεν έχουν, αφ’ εαυτών, αντίθετο προς τον ανταγωνισμό χαρακτήρα, δεύτερον, ότι τα συγκεκριμένα μέσα που χρησιμοποιούνται για την επιδίωξη των σκοπών αυτών είναι πράγματι αναγκαία προς τούτο και, τρίτον, ότι, ακόμη και αν αποδειχθεί ότι τα μέσα αυτά έχουν ως εγγενές αποτέλεσμα τον περιορισμό ή τη νόθευση, τουλάχιστον δυνητικά, του ανταγωνισμού, το εγγενές αυτό αποτέλεσμα δεν υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο, ιδίως με την εξάλειψη οποιουδήποτε ανταγωνισμού. Η νομολογία αυτή δύναται να τύχει εφαρμογής στην περίπτωση, ιδίως, συμφωνιών ή αποφάσεων που λαμβάνουν τη μορφή κανόνων οι οποίοι θεσπίζονται από μια ένωση, όπως μια επαγγελματική ή μια αθλητική ένωση, με σκοπό την επιδίωξη ορισμένων σκοπών ηθικού ή δεοντολογικού χαρακτήρα και, γενικότερα, τη ρύθμιση της άσκησης μιας επαγγελματικής δραστηριότητας, εφόσον η οικεία ένωση αποδεικνύει ότι πληρούνται οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, Royal Antwerp Football Club, C‑680/21, EU:C:2023:1010, σκέψη 113 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

98      Η εν λόγω νομολογία δεν δύναται, ωστόσο, να τύχει εφαρμογής στην περίπτωση συμπεριφορών οι οποίες όχι μόνο δεν έχουν ως εγγενές «αποτέλεσμα» τον περιορισμό, τουλάχιστον δυνητικώς, του ανταγωνισμού, περιορίζοντας την ελευθερία δράσεως ορισμένων επιχειρήσεων, αλλά είναι σε τέτοιο βαθμό επιζήμιες για τον ανταγωνισμό αυτόν ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι έχουν ακόμη και ως «σκοπό» την παρακώλυση, τον περιορισμό ή τη νόθευσή του. Ως εκ τούτου, μόνον αν, μετά την εξέταση της επίμαχης συμπεριφοράς σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, προκύπτει ότι η συμπεριφορά αυτή δεν έχει ως αντικείμενο την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού, καθίσταται, εν συνεχεία, αναγκαίο να προσδιοριστεί αν η συμπεριφορά αυτή εμπίπτει ενδεχομένως στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω νομολογίας (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, Royal Antwerp Football Club, C‑680/21, EU:C:2023:1010, σκέψη 115 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

99      Επομένως, όσον αφορά συμπεριφορές οι οποίες έχουν ως αντικείμενο την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού, μπορούν να εξαιρεθούν από την απαγόρευση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ μόνον κατ’ εφαρμογή του άρθρου 101, παράγραφος 3, και εφόσον πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που προβλέπει η εν λόγω διάταξη (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, Royal Antwerp Football Club, C‑680/21, EU:C:2023:1010, σκέψη 116 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

100    Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η δυνατότητα εφαρμογής της εξαιρέσεως που προβλέπει το άρθρο 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ υπόκειται σε τέσσερις σωρευτικώς συντρέχουσες προϋποθέσεις που θέτει η ίδια αυτή διάταξη. Οι προϋποθέσεις αυτές συνίστανται, πρώτον, στο ότι η σχετική σύμπραξη πρέπει να συμβάλλει στη βελτίωση της παραγωγής ή της διανομής των επίμαχων προϊόντων ή υπηρεσιών, ή στην προώθηση της τεχνικής ή οικονομικής προόδου, δεύτερον, πρέπει να εξασφαλίζει συγχρόνως στους καταναλωτές δίκαιο τμήμα από το εντεύθεν όφελος, τρίτον, πρέπει να μην επιβάλλει στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις μη αναγκαίους περιορισμούς και, τέλος, τέταρτον, πρέπει να μην τους παρέχει τη δυνατότητα καταργήσεως του ανταγωνισμού επί σημαντικού τμήματος των σχετικών προϊόντων ή υπηρεσιών (απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2018, F. Hoffmann-La Roche κ.λπ., C‑179/16, EU:C:2018:25, σκέψη 97).

101    Εν προκειμένω, οι αναιρεσίβλητοι της κύριας δίκης και η Λιθουανική Κυβέρνηση υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι οι διευκρινιστικές αποφάσεις επιδιώκουν θεμιτούς σκοπούς κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύεται στη σκέψη 97 της παρούσας αποφάσεως. Συγκεκριμένα, σκοπός τους είναι η διαφύλαξη των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας, καθώς και η προστασία των συμβολαιογράφων από αδικαιολόγητη αστική ευθύνη, διά της εναρμονίσεως της συμβολαιογραφικής πρακτικής και διά της πληρώσεως ενός κανονιστικού κενού. Επιπλέον, οι διευκρινιστικές αποφάσεις σκοπούν στην προστασία των συμφερόντων των χρηστών των συμβολαιογραφικών υπηρεσιών, δεδομένου ότι η χρέωση αμοιβών στο υψηλότερο ποσό μεταξύ των επιτρεπόμενων από την προσωρινή κλίμακα αμοιβών όσον αφορά την σύσταση εμπράγματων ασφαλειών επί περιουσιακών στοιχείων άγνωστης αξίας θα συνέβαλλε στο να αποτρέψει τους ενδιαφερομένους από την ενεχυρίαση περιουσιακών στοιχείων των οποίων η αξία δεν έχει προσδιοριστεί.

102    Εντούτοις, αποφάσεις όπως οι διευκρινιστικές αποφάσεις, οι οποίες, όπως προκύπτει από τη σκέψη 96 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει να θεωρείται ότι συνιστούν περιορισμό του ανταγωνισμού «ως εκ του αντικειμένου», κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, δεν μπορούν, εν πάση περιπτώσει, να δικαιολογηθούν από τους σκοπούς που μνημονεύονται στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως.

103    Εξάλλου, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο δεν προκύπτει ότι οι αναιρεσίβλητοι της κύριας δίκης επικαλέστηκαν την εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

104    Υπό τις συνθήκες αυτές, αποφάσεις όπως οι διευκρινιστικές αποφάσεις πρέπει να θεωρείται ότι συνιστούν περιορισμό του ανταγωνισμού «ως εκ του αντικειμένου», κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

105    Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο τρίτο, το τέταρτο, το πέμπτο και το έκτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι οι αποφάσεις ενώσεως επιχειρήσεων οι οποίες εναρμονίζουν τον τρόπο με τον οποίο οι συμβολαιογράφοι υπολογίζουν το ύψος των αμοιβών που χρεώνουν για την άσκηση ορισμένων από τις δραστηριότητές τους συνιστούν περιορισμούς του ανταγωνισμού «ως εκ του αντικειμένου», οι οποίοι απαγορεύονται από το εν λόγω άρθρο.

 Επί του εβδόμου προδικαστικού ερωτήματος

106    Με το έβδομο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 101 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην εκ μέρους εθνικής αρχής ανταγωνισμού επιβολή προστίμου για παράβαση της ως άνω διατάξεως στην ένωση επιχειρήσεων στην οποία καταλογίζεται η απόφαση που συνιστά παράβαση, καθώς και ατομικών προστίμων, για την ίδια παράβαση, στις επιχειρήσεις μέλη του οργάνου διοικήσεως της ενώσεως επιχειρήσεων που εξέδωσε την εν λόγω απόφαση.

107    Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 5 του κανονισμού 1/2003 προβλέπει ότι η εθνική αρχή ανταγωνισμού που είναι αρμόδια για την εφαρμογή των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ μπορεί να επιβάλλει πρόστιμα, χρηματικές ποινές ή κάθε άλλη κύρωση προβλεπόμενη από το εθνικό της δίκαιο.

108    Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, εφόσον έχει αποδειχθεί η ύπαρξη παραβάσεως του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού οφείλουν, κατ’ αρχήν, να επιβάλουν πρόστιμο στον αυτουργό της παραβάσεως. Συγκεκριμένα, προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική εφαρμογή της ως άνω διατάξεως προς το γενικό συμφέρον, οι εν λόγω αρχές, όταν μια επιχείρηση έχει παραβεί την ως άνω διάταξη εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, θα πρέπει να απέχουν από την επιβολή προστίμου μόνο σε εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις (πρβλ. αποφάσεις της 18ης Ιουνίου 2013, Schenker & Co. κ.λπ., C‑681/11, EU:C:2013:404, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 22ας Μαρτίου 2022, Nordzucker κ.λπ., C‑151/20, EU:C:2022:203, σκέψη 64).

109    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, πρώτον, η αποτελεσματικότητα των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης, ιδίως του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, επιβάλλει, μεταξύ άλλων, την ανάγκη διασφαλίσεως του αποτρεπτικού χαρακτήρα των κυρώσεων που επιβάλλονται για παραβάσεις των εν λόγω κανόνων (πρβλ. αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 2008, Coop de France bétail et viande κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑101/07 P και C‑110/07 P, EU:C:2008:741, σκέψη 98, και της 19ης Μαρτίου 2009, Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής, C‑510/06 P, EU:C:2009:166, σκέψη 149).

110    Συγκεκριμένα, τα πρόστιμα που επιβάλλονται λόγω παραβάσεων του άρθρου 101 ΣΛΕΕ έχουν ως σκοπό να κολάσουν τις παράνομες πράξεις των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων καθώς και να αποτρέψουν τόσο τις εν λόγω επιχειρήσεις όσο και άλλους επιχειρηματίες από τη μελλοντική παράβαση των κανόνων του δικαίου της Ένωσης περί ανταγωνισμού (πρβλ. αποφάσεις της 17 Ιουνίου 2010, Lafarge κατά Επιτροπής, C‑413/08 P, EU:C:2010:346, σκέψη 102 της 26ης Σεπτεμβρίου 2013, Alliance One International κατά Επιτροπής, C‑668/11 P, EU:C:2013:614, σκέψη 62, και της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, YKK κλπ. κατά Επιτροπής, C‑408/12 P, EU:C:2014:2153, σκέψη 84). Εξάλλου, επισημαίνεται ότι η επιδίωξη προσδόσεως αποτρεπτικού χαρακτήρα δεν αφορά μόνον τις επιχειρήσεις στις οποίες απευθύνεται ειδικώς η απόφαση με την οποία επιβάλλονται πρόστιμα, στο μέτρο που πρέπει επίσης να παρακινούνται οι επιχειρήσεις που έχουν το ίδιο μέγεθος και διαθέτουν αντίστοιχους πόρους να απέχουν από τη συμμετοχή σε παρόμοιες παραβάσεις των κανόνων του δικαίου της Ένωσης περί ανταγωνισμού (απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2013, Caffaro κατά Επιτροπής, C‑447/11 P, EU:C:2013:797, σκέψη 37).

111    Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού οφείλουν επίσης να βεβαιωθούν ότι τα πρόστιμα που επιβάλλουν λόγω παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης είναι αναλογικά προς τη φύση της παραβάσεως (πρβλ. απόφαση της 3ης Απριλίου 2019, Powszechny Zakład Ubezpieczeń na Życie, C‑617/17, EU:C:2019:283, σκέψη 38).

112    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, εφόσον αποδειχθεί η ύπαρξη παραβάσεως του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού οφείλουν, κατ’ αρχήν, να επιβάλουν στον αυτουργό της παραβάσεως πρόστιμο αρκούντως αποτρεπτικό και σύμφωνο προς την αρχή της αναλογικότητας.

113    Όσον αφορά το ζήτημα του προσδιορισμού της οντότητας που πρέπει να θεωρηθεί ως αυτουργός της παραβάσεως της απαγορεύσεως του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, από το γράμμα της παραγράφου 1 του εν λόγω άρθρου προκύπτει ότι η επιλογή των συντακτών των Συνθηκών ήταν να χρησιμοποιηθεί η έννοια της «επιχείρησης» ή της «ενώσεως επιχειρήσεων» για τον προσδιορισμό του παραβάτη της απαγορεύσεως την οποία προβλέπει η εν λόγω διάταξη (πρβλ. απόφαση της 14ης Μαρτίου 2019, Skanska Industrial Solutions κ.λπ., C‑724/17, EU:C:2019:204, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

114    Όταν μια τέτοια οντότητα παραβαίνει τους κανόνες ανταγωνισμού της Ένωσης, η εν λόγω παράβαση της καταλογίζεται σύμφωνα με την αρχή της προσωπικής ευθύνης (πρβλ. αποφάσεις της 11ης Δεκεμβρίου 2007, ETI κ.λπ., C‑280/06, EU:C:2007:775, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 12ης Μαΐου 2022,Servizio Elettrico Nazionale κ.λπ., C‑377/20, EU:C:2022:379, σκέψη 106).

115    Δεδομένου ότι το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ απαγορεύει, μεταξύ άλλων, τις «αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων» που δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και οι οποίες έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση των όρων του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ένωση επιχειρήσεων, όπως ο Συμβολαιογραφικός Σύλλογος, μπορεί να συνιστά, αυτή καθεαυτήν, τον αυτουργό παραβάσεως της εν λόγω διατάξεως.

116    Στην υπόθεση της κύριας δίκης, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η διαπιστωθείσα από την Επιτροπή Ανταγωνισμού παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ συνίσταται στην έκδοση των διευκρινιστικών αποφάσεων, οι οποίες αποτελούν αποφάσεις του προεδρείου του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου. Από τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο, και ιδίως από τις διευκρινίσεις που παρείχαν οι αναιρεσίβλητοι της κύριας δίκης και η Λιθουανική Κυβέρνηση κατά την απάντηση σε ερωτήσεις του Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, προκύπτει ότι οι αποφάσεις του προεδρείου, το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 18, παράγραφος 1, του καταστατικού του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου, αποτελεί το όργανο διοικήσεως του εν λόγω Συλλόγου, δεσμεύουν τον εν λόγω Σύλλογο, οπότε οι αποφάσεις αυτές πρέπει να θεωρηθούν ως αποφάσεις του ίδιου του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου.

117    Εξάλλου, οι αναιρεσίβλητοι της κύριας δίκης και η Λιθουανική Κυβέρνηση διευκρίνισαν επίσης κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι ούτε το προεδρείο ούτε τα μεμονωμένα μέλη του μπορούν να θεωρηθούν υπεύθυνα για τις εν λόγω αποφάσεις, δεδομένου ότι για τις αποφάσεις αυτές ευθύνεται μόνον ο Συμβολαιογραφικός Σύλλογος.

118    Επομένως, υπό την επιφύλαξη της εξακριβώσεως από το αιτούν δικαστήριο, ο Συμβολαιογραφικός Σύλλογος πρέπει να θεωρηθεί ως ο αυτουργός της παραβάσεως που διαπίστωσε η Επιτροπή Ανταγωνισμού στην υπόθεση της κύριας δίκης.

119    Όσον αφορά τους συμβολαιογράφους που απαρτίζουν το προεδρείο του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου, εγκρίνοντας τις εν λόγω διευκρινιστικές αποφάσεις, αυτοί φαίνεται να ενήργησαν αποκλειστικώς υπό την ιδιότητά τους ως μελών του Συλλόγου. Ειδικότερα, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο δεν προκύπτει ότι οι εν λόγω συμβολαιογράφοι μετείχαν με άλλον τρόπο στην κατά τα ανωτέρω διαπιστωθείσα παράβαση.

120    Κατά τα λοιπά, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή Ανταγωνισμού διευκρίνισε, κατ’ ουσίαν, ότι προέβη στην επιβολή ατομικών προστίμων στους συμβολαιογράφους που ήταν μέλη του προεδρείου του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου όχι επειδή είχαν την ιδιότητα των επιχειρήσεων που διέπραξαν την παράβαση, αλλά ακριβώς λόγω της ιδιότητάς τους ως μελών του εν λόγω προεδρείου κατά τον χρόνο εκδόσεως των διευκρινιστικών αποφάσεων. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού διευκρίνισε συναφώς ότι τα εν λόγω πρόστιμα επιβλήθηκαν με σκοπό τη διασφάλιση του αποτρεπτικού αποτελέσματος των επιβληθεισών για την εν λόγω παράβαση κυρώσεων, δεδομένου ότι, σύμφωνα με το ισχύον κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης λιθουανικό δίκαιο, δεν ήταν δυνατή η επιβολή μόνο στον Συμβολαιογραφικό Σύλλογο ενός προστίμου αρκούντως υψηλού ώστε να έχει το αποτρεπτικό αυτό αποτέλεσμα, δεδομένου ότι δεν προβλεπόταν η δυνατότητα συνεκτιμήσεως του κύκλου εργασιών των μελών του εν λόγω Συλλόγου για τον υπολογισμό του προστίμου.

121    Ωστόσο, η αρχή της προσωπικής ευθύνης, η οποία επιτάσσει την επιβολή κυρώσεων για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού μόνο στην οντότητα που την διέπραξε, αντιτίθεται στην ως άνω προσέγγιση, δεδομένου ότι οι συμβολαιογράφοι που ήταν μέλη του προεδρείου του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου κατά τον χρόνο εκδόσεως των διευκρινιστικών αποφάσεων δεν μπορούν να θεωρηθούν ως συναυτουργοί της παραβάσεως την οποία διαπίστωσε η Επιτροπή Ανταγωνισμού στην υπόθεση της κύριας δίκης.

122    Παρά ταύτα, τούτο δεν σημαίνει ότι η Επιτροπή Ανταγωνισμού δεν είχε τη δυνατότητα να επιβάλει στον Συμβολαιογραφικό Σύλλογο αποτρεπτική κύρωση για την εν λόγω παράβαση, ούτε ότι οι εν λόγω συμβολαιογράφοι θα έπρεπε οπωσδήποτε να απαλλαγούν από κάθε ευθύνη για την ίδια παράβαση.

123    Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, όταν ο εσωτερικός κανονισμός μιας ενώσεως επιχειρήσεων της επιτρέπει να δεσμεύει τα μέλη της, το πρόστιμο που πρέπει να επιβληθεί στην εν λόγω ένωση πρέπει, προς τον σκοπό καθορισμού αποτρεπτικής κυρώσεως, να υπολογίζεται με βάση τον κύκλο εργασιών που πραγματοποίησε το σύνολο των επιχειρήσεων μελών της εν λόγω ενώσεως, ακόμη και αν οι επιχειρήσεις αυτές δεν συμμετείχαν πράγματι στην παράβαση [πρβλ. απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2000, Finnboard κατά Επιτροπής, C‑298/98 P, EU:C:2000:634, σκέψη 66, διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 23ης Μαρτίου 2001, FEG κατά Επιτροπής, C‑7/01 P(R), EU:C:2001:183, σκέψη 11, και απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2008, Coop de France bétail et viande κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑101/07 P και C‑110/07 P, EU:C:2008:741, σκέψη 93].

124    Περαιτέρω, μια τέτοια συνεκτίμηση του κύκλου εργασιών που πραγματοποίησαν οι επιχειρήσεις μέλη της ενώσεως είναι επίσης δυνατή, μεταξύ άλλων, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η παράβαση την οποία διέπραξε μία ένωση αφορά τις δραστηριότητες των μελών της και οι αντίθετες προς τον ανταγωνισμό επίμαχες πρακτικές εκτελούνται άμεσα από την ένωση προς όφελος των μελών της και σε συνεργασία με αυτά, καθόσον η ένωση δεν έχει αντικειμενικά συμφέροντα αυτοτελή σε σχέση με αυτά των μελών της (πρβλ. απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2008, Coop de France bétail et viande κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑101/07 P και C‑110/07 P, EU:C:2008:741, σκέψη 97).

125    Η ανωτέρω νομολογία κωδικοποιείται, κατ’ ουσίαν, στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, που ορίζει ότι, όταν η παράβαση που διέπραξε η ένωση επιχειρήσεων συνδέεται με τις δραστηριότητες των μελών της, το πρόστιμο δεν υπερβαίνει το 10 % του αθροίσματος του συνολικού κύκλου εργασιών κάθε μέλους που συμμετέχει ενεργά στην αγορά που έχει επηρεασθεί από την παράβαση που διέπραξε η ένωση.

126    Επιπλέον, το άρθρο 23, παράγραφος 4, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει ότι, σε περίπτωση που επιβάλλεται πρόστιμο σε ένωση επιχειρήσεων λαμβανομένου υπόψη του κύκλου εργασιών των μελών της και η ένωση δεν είναι αξιόχρεη, η ένωση είναι υποχρεωμένη να ζητήσει συνεισφορές από τα μέλη της προκειμένου να καλύψει το ποσό του προστίμου και ότι η Επιτροπή δύναται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να απαιτήσει την καταβολή του προστίμου απευθείας από οποιαδήποτε από τις επιχειρήσεις οι εκπρόσωποι των οποίων ανήκαν στα εμπλεκόμενα όργανα λήψης αποφάσεων της ένωσης το οποίο δραστηριοποιούνταν στην αγορά στην οποία διαπράχθηκε η παράβαση.

127    Ασφαλώς, το άρθρο 23 του κανονισμού 1/2003 αναφέρεται ρητώς μόνο στις εξουσίες της Επιτροπής. Εντούτοις, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι το εν λόγω άρθρο είναι κρίσιμο για τον προσδιορισμό της εξουσίας των εθνικών αρχών ανταγωνισμού να επιβάλλουν πρόστιμα (πρβλ. απόφαση της 18ης Ιουνίου 2013, Schenker & Co. κ.λπ., C‑681/11, EU:C:2013:404, σκέψεις 48 έως 50).

128    Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι το ισχύον κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης λιθουανικό δίκαιο δεν προέβλεπε τη δυνατότητα συνεκτιμήσεως του κύκλου εργασιών των μελών του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου για τον υπολογισμό του προστίμου, το οποίο έπρεπε να του επιβάλει η Επιτροπή Ανταγωνισμού όσον αφορά τη διαπιστωθείσα παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, δεν εμπόδιζε την ως άνω εθνική αρχή ανταγωνισμού να λάβει υπόψη τον εν λόγω κύκλο εργασιών, υπό τον όρο ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις που εκτίθενται στις σκέψεις 123 έως 125 της παρούσας αποφάσεως.

129    Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο έβδομο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 101 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην εκ μέρους εθνικής αρχής ανταγωνισμού επιβολή ατομικών προστίμων στις επιχειρήσεις μέλη του οργάνου διοικήσεως ενώσεως επιχειρήσεων για παράβαση της ως άνω διατάξεως διαπραχθείσα από την εν λόγω ένωση, όταν οι επιχειρήσεις μέλη δεν είναι οι συναυτουργοί της παραβάσεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

130    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 101 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι οι εγκατεστημένοι σε κράτος μέλος συμβολαιογράφοι πρέπει να θεωρούνται «επιχειρήσεις», κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, όταν ασκούν, σε ορισμένες περιπτώσεις, δραστηριότητες που συνίστανται στη θεώρηση δικαιοπραξιών σύστασης υποθήκης, στην περιαφή του εκτελεστηρίου τύπου, στην κατάρτιση συμβολαιογραφικών πράξεων, στη σύνταξη σχεδίων δικαιοπρακτικών εγγράφων, στην παροχή συμβουλευτικών και τεχνικών υπηρεσιών και στην επικύρωση συμβάσεων ανταλλαγής, στο μέτρο που οι εν λόγω δραστηριότητες δεν συναρτώνται με την άσκηση προνομιών δημόσιας εξουσίας.

2)      Το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι κανόνες οι οποίοι εναρμονίζουν τον τρόπο με τον οποίο οι συμβολαιογράφοι κράτους μέλους υπολογίζουν το ύψος των αμοιβών που χρεώνουν για την άσκηση ορισμένων από τις δραστηριότητές τους και οι οποίοι θεσπίζονται από επαγγελματική οργάνωση όπως ο Συμβολαιογραφικός Σύλλογος του κράτους μέλους συνιστούν αποφάσεις ενώσεως επιχειρήσεων, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως.

3)      Το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι οι αποφάσεις ενώσεως επιχειρήσεων οι οποίες εναρμονίζουν τον τρόπο με τον οποίο οι συμβολαιογράφοι υπολογίζουν το ύψος των αμοιβών που χρεώνουν για την άσκηση ορισμένων από τις δραστηριότητές τους συνιστούν περιορισμούς του ανταγωνισμού «ως εκ του αντικειμένου», οι οποίοι απαγορεύονται από το εν λόγω άρθρο.

4)      Το άρθρο 101 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην εκ μέρους εθνικής αρχής ανταγωνισμού επιβολή ατομικών προστίμων στις επιχειρήσεις μέλη του οργάνου διοικήσεως ενώσεως επιχειρήσεων για παράβαση της ως άνω διατάξεως διαπραχθείσα από την εν λόγω ένωση, όταν οι επιχειρήσεις μέλη δεν είναι οι συναυτουργοί της παραβάσεως.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η λιθουανική.