Language of document : ECLI:EU:T:2017:372

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 1ης Ιουνίου 2017 (*)

«Ντάμπινγκ – Εισαγωγές τρυγικού οξέος καταγωγής Κίνας – Τροποποίηση του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ – Μερική ενδιάμεση επανεξέταση – Ιδιότητα επιχειρήσεως δραστηριοποιούμενης υπό καθεστώς οικονομίας της αγοράς – Κόστος των σημαντικότερων εισροών το οποίο αντικατοπτρίζει σε μεγάλο βαθμό τις τιμές της αγοράς – Μεταβολή των συνθηκών – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Προθεσμία για την έκδοση αποφάσεως σχετικά με την ιδιότητα επιχειρήσεως δραστηριοποιούμενης υπό καθεστώς οικονομίας της αγοράς – Δικαιώματα άμυνας – Άρθρο 20, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1225/2009»

Στην υπόθεση T‑442/12,

Changmao Biochemical Engineering Co. Ltd, με έδρα το Changzhou (Κίνα), εκπροσωπούμενη από τους E. Vermulst, S. van Cutsem, F. Graafsma και J. Cornelis, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από την S. Boelaert, επικουρούμενη αρχικά από τον G. Berrisch, δικηγόρο, και την N. Chesaites, barrister, στη συνέχεια από τον G. Berrisch και τον B. Byrne, solicitor, και, τέλος, από τον N. Tuominen, δικηγόρο,

καθού,

υποστηριζόμενο από

την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη αρχικά από τον M. França και την A. Stobiecka‑Kuik, στη συνέχεια από τους M. França και J.‑F. Brakeland,

και από

την Distillerie Bonollo SpA, με έδρα το Formigine (Ιταλία),

την Industria Chimica Valenzana SpA, με έδρα το Borgoricco (Ιταλία),

την Distillerie Mazzari SpA, με έδρα το Sant’Agata sul Santerno (Ιταλία),

την Caviro Distillerie Srl, με έδρα τη Faenza (Ιταλία),

και

την Comercial Química Sarasa, SL, με έδρα τη Μαδρίτη (Ισπανία), εκπροσωπούμενες από τον R. MacLean, solicitor,

παρεμβαίνουσες,

με αντικείμενο αίτηση βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ για την ακύρωση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 626/2012 του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2012, για τροποποίηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 349/2012 σχετικά με την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές τρυγικού οξέος, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας
(ΕΕ 2012, L 182, σ. 1), στο μέτρο που εφαρμόζεται στην προσφεύγουσα,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. M. Collins (εισηγητή), πρόεδρο, M. Kancheva και R. Barents, δικαστές,

γραμματέας: C. Heeren, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 15ης Δεκεμβρίου 2016,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Το τρυγικό οξύ χρησιμοποιείται για την παραγωγή οίνου και ως πρόσθετο ποτών και τροφίμων, ως επιβραδυντικό του γύψου και σε πολλά άλλα προϊόντα. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση καθώς και στην Αργεντινή το τρυγικό οξύ παρασκευάζεται από υποπροϊόντα της οινοποίησης, που ονομάζονται οινολάσπες, τα οποία μετατρέπονται σε τρυγικό ασβέστιο και, εν συνεχεία, σε τρυγικό οξύ. Στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας το L+ τρυγικό οξύ και το DL τρυγικό οξύ παρασκευάζονται από βενζόλιο, το οποίο μετατρέπεται σε μηλεϊνικό ανυδρίτη, εν συνεχεία σε μηλεϊνικό οξύ και, τέλος, σε τρυγικό οξύ. Το τρυγικό οξύ που παρασκευάζεται μέσω χημικής συνθέσεως εμφανίζει τα ίδια φυσικά και χημικά χαρακτηριστικά με αυτό που παρασκευάζεται από υποπροϊόντα της οινοποίησης. Απαντώντας σε ερώτηση που τέθηκε από το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, τα μέρη επιβεβαίωσαν ότι το DL τρυγικό οξύ παρασκευάζεται μόνο στην Κίνα.

2        Στις 24 Σεπτεμβρίου 2004 Ευρωπαίοι παραγωγοί, μεταξύ των οποίων η Comercial Química Sarasa, SL, η Distillerie Mazzari SpA και η Industria Chimica Valenzana SpA, υπέβαλαν καταγγελία στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά με πρακτικές ντάμπινγκ στον τομέα του τρυγικού οξέος.

3        Στις 30 Οκτωβρίου 2004 η Επιτροπή δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης την ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές τρυγικού οξέος καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ 2004, C 267, σ. 4).

4        Στις 27 Ιουλίου 2005 η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 1259/2005, για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές τρυγικού οξέος καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ 2005, L 200, σ. 73).

5        Στις 23 Ιανουαρίου 2006 το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 130/2006, για επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές τρυγικού οξέος καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ 2006, L 23, σ. 1).

6        Μετά τη δημοσίευση, στις 4 Αυγούστου 2010, ανακοινώσεως σχετικά με την επικείμενη λήξη ισχυόντων μέτρων αντιντάμπινγκ (ΕΕ 2010, C 211, σ. 11), η Επιτροπή έλαβε, στις 27 Οκτωβρίου 2010, αίτηση επανεξετάσεως ενόψει της λήξεως της ισχύος των εν λόγω μέτρων, από την Caviro Distillerie Srl, την Comercial Química Sarasa, την Distillerie Bonollo SpA, την Distillerie Mazzari και την Industria Chimica Valenzana.

7        Στις 26 Ιανουαρίου 2011 η Επιτροπή δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης την ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασιών επανεξέτασης των μέτρων αντιντάμπινγκ που επιβάλλονται στις εισαγωγές τρυγικού οξέος καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος τους (ΕΕ 2011, C 24, σ. 14), βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1225/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 2009, L 343, σ. 51, στο εξής: βασικός κανονισμός).

8        Στις 9 Ιουνίου 2011 οι πέντε εταιρίες που αναφέρθηκαν στη σκέψη 6 ανωτέρω υπέβαλαν, βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, αίτηση μερικής ενδιάμεσης επανεξέτασης για δύο παραγωγούς-εξαγωγείς, ο ένας εκ των οποίων είναι η προσφεύγουσα, Changmao Biochemical Engineering Co. Ltd.

9        Στις 29 Ιουλίου 2011 η Επιτροπή δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης την ανακοίνωση για την έναρξη μερικής ενδιάμεσης επανεξέτασης των μέτρων αντιντάμπινγκ που εφαρμόζονται στις εισαγωγές τρυγικού οξέος καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ 2011, C 223, σ. 16), βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού.

10      Την 1η Αυγούστου 2011 η Επιτροπή έστειλε στην προσφεύγουσα ένα ερωτηματολόγιο και ένα έντυπο αιτήσεως για την αναγνώριση καθεστώτος επιχειρήσεως που λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς (στο εξής: ΚΟΑ). Η προσφεύγουσα απέστειλε την αίτησή της στην Επιτροπή στις 26 Αυγούστου 2011 και την 1η Σεπτεμβρίου 2011 της απέστειλε συμπληρωμένο το ερωτηματολόγιο.

11      Στις 3 Οκτωβρίου 2011 η Επιτροπή απηύθυνε στην προσφεύγουσα αίτηση παροχής πληροφοριών. Της ζήτησε, ειδικότερα, να προσκομίσει αποδείξεις ως προς το ότι η τιμή των πρώτων υλών της ανταποκρινόταν στις τιμές της αγοράς, δεδομένου ότι η πηγή της επίμαχης πρώτης ύλης ήταν το πετρέλαιο, δηλαδή ένα προϊόν το οποίο πωλείται στις διεθνείς αγορές.

12      Στις 17 Οκτωβρίου 2011 η προσφεύγουσα απάντησε στο ερώτημα της Επιτροπής, διευκρινίζοντας ότι το βενζόλιο που χρησιμοποιούσε προερχόταν από κοκ και όχι από πετρέλαιο, και προσκόμισε διάγραμμα στο οποίο απεικονίζονταν οι τιμές στις οποίες αγόραζε το βενζόλιο που παρασκευαζόταν από κοκ και διάγραμμα που απεικόνιζε την τιμή του βενζολίου από κοκ στον Βορρά της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. Προσέθεσε ότι η τιμή στην οποία αγόραζε το βενζόλιο ανταποκρινόταν στην τιμή της κινεζικής αγοράς.

13      Στις 14 και στις 15 Νοεμβρίου 2011 η Επιτροπή προέβη σε επιτόπια επαλήθευση στις εγκαταστάσεις της προσφεύγουσας.

14      Την 1η Φεβρουαρίου 2012 η Επιτροπή απέστειλε στην προσφεύγουσα γνωστοποίηση σχετικά με την αίτηση υπαγωγής σε ΚΟΑ, με την οποία την ενημέρωνε για την απόρριψη της αιτήσεως καθώς και για τα πραγματικά περιστατικά και τις εκτιμήσεις επί των οποίων στήριζε την απόρριψη αυτή. Ειδικότερα, στη γνωστοποίηση αναφερόταν ότι κατά την προσφεύγουσα το βενζόλιο που χρησιμοποιούσε παρασκευαζόταν από κοκ και όχι από πετρέλαιο. Αναφερόταν, επίσης, ότι το βενζόλιο αντιστοιχούσε στο μεγαλύτερο μέρος του κόστους των πρώτων υλών, οι οποίες αντιστοιχούσαν σχεδόν στο ήμισυ του κόστους παρασκευής του τρυγικού οξέος. Κατά συνέπεια, κατά τη γνωστοποίηση, κάθε στρέβλωση της τιμής του βενζολίου επηρέαζε σημαντικά το κόστος παραγωγής του τρυγικού οξέος στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας. Τέλος, στη γνωστοποίηση αναφερόταν ότι η τιμή του βενζολίου στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας ήταν 19 % έως 51 % χαμηλότερη σε σχέση με την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες.

15      Στις 13 Φεβρουαρίου 2012 η προσφεύγουσα απέστειλε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τα σχόλιά της σχετικά με την αναφερθείσα στη σκέψη 14 ανωτέρω γνωστοποίηση, υποστηρίζοντας ιδίως ότι ο δασμός ύψους 40 % επί των εξαγωγών βενζολίου είχε αντικατασταθεί από προσωρινό δασμό 0 %. Επίσης, η προσφεύγουσα επέμεινε ως προς το ότι το βενζόλιο που χρησιμοποιούσε παρασκευαζόταν από κοκ και, συνεπώς, η σύγκριση των τιμών βενζολίου στην οποία προέβη η Επιτροπή ήταν εσφαλμένη, καθώς το βενζόλιο στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες παρασκευάζεται από πετρέλαιο.

16      Στις 11 Απριλίου 2012 η Επιτροπή απέστειλε στην προσφεύγουσα το τελικό ενημερωτικό έγγραφο το οποίο περιλάμβανε τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και το σκεπτικό βάσει των οποίων σκόπευε να προτείνει την τροποποίηση των μέτρων αντιντάμπινγκ που ήταν σε ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 20 του βασικού κανονισμού, καθώς και ένα έγγραφο με λεπτομέρειες σχετικά με τον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ της προσφεύγουσας. Ειδικότερα, στο ενημερωτικό έγγραφο αναφερόταν ότι ο δασμός ύψους 40 % επί των εξαγωγών βενζολίου είχε αντικατασταθεί από προσωρινό δασμό ύψους 0 %. Κατέληγε, ωστόσο, στο συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα δεν είχε κατορθώσει να εξηγήσει τη χαμηλή τιμή του βενζολίου στην κινεζική αγορά. Το τελικό ενημερωτικό έγγραφο επισήμαινε, συναφώς, ότι υπήρχε διαφορά στην τιμή του βενζολίου ανερχόμενη από 19 % έως 51 % στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας σε σχέση με άλλες χώρες με οικονομία της αγοράς καθώς και ότι δεν επιστρεφόταν φόρος προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) ύψους 17 % επί των εξαγωγών βενζολίου.

17      Στις 16 Απριλίου 2012 το Συμβούλιο εξέδωσε τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 349/2012, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές τρυγικού οξέος, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, έπειτα από επανεξέταση ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού (ΕΕ 2012, L 110, σ. 3).

18      Στις 25 Απριλίου 2012 η προσφεύγουσα απέστειλε στην Επιτροπή τα σχόλιά της επί του τελικού πληροφοριακού εγγράφου, ζητώντας ιδίως από την Επιτροπή να της παράσχει πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με τη μέθοδο που χρησιμοποίησε για την κατασκευή της κανονικής αξίας. Την ίδια ημέρα απέστειλε πρόταση αναλήψεως δεσμεύσεως ως προς την τιμή ώστε να εξουδετερωθεί το ντάμπινγκ, σύμφωνα με το άρθρο 8 του βασικού κανονισμού.

19      Μετά τη διαδικασία μερικής ενδιάμεσης επανεξετάσεως για την προσφεύγουσα και έναν ακόμη παραγωγό-εξαγωγέα, το Συμβούλιο εξέδωσε στις 26 Ιουνίου 2012 τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 626/2012, για τροποποίηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 349/2012 (ΕΕ 2012, L 182, σ. 1, στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός).

20      Με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, κατ’ ουσίαν, δεν αναγνωρίζεται στην προσφεύγουσα καθεστώς οικονομίας της αγοράς και, κατόπιν κατασκευής της κανονικής αξίας βάσει των πληροφοριών που υποβλήθηκαν από συνεργαζόμενο παραγωγό στην ανάλογη χώρα, αυξάνει τον δασμό αντιντάμπινγκ για τα προϊόντα που κατασκευάζει η προσφεύγουσα από 10,1 % σε 13,1 %. Ο προσβαλλόμενος κανονισμός απορρίπτει την ανάληψη υποχρεώσεως που προτάθηκε από την προσφεύγουσα.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

21      Η προσφεύγουσα, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 5 Οκτωβρίου 2012, άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

22      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στο Δικαστήριο στις 4 και στις 31 Ιανουαρίου 2013, οι Caviro Distillerie, Comercial Química Sarasa, Distillerie Bonollo, Distillerie Mazzari και Industria Chimica Valenzana, αφενός (στο εξής: παρεμβαίνουσες εταιρίες), και η Επιτροπή, αφετέρου, ζήτησαν να παρέμβουν στην παρούσα διαδικασία υπέρ του Συμβουλίου.

23      Με διάταξη της 12ης Μαρτίου 2013, ο πρόεδρος του πρώτου τμήματος έκανε δεκτή την αίτηση παρεμβάσεως της Επιτροπής, διευκρινίζοντας ότι, καθώς η αίτηση αυτή κατατέθηκε μετά τη λήξη της προθεσμίας του άρθρου 116, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991, θα μπορούσε να υποβάλει τις παρατηρήσεις της βάσει της εκθέσεως ακροατηρίου που θα της κοινοποιούνταν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

24      Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 27, παράγραφος 5, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο όγδοο τμήμα, στο οποίο και ανατέθηκε, κατά συνέπεια, η υπό κρίση υπόθεση.

25      Με διάταξη της 18ης Μαΐου 2015, ο πρόεδρος του ογδόου τμήματος έκανε δεκτές τις αιτήσεις παρεμβάσεως των παρεμβαινουσών εταιριών.

26      Οι παρεμβαίνουσες εταιρίες κατέθεσαν το υπόμνημα παρεμβάσεως στις 4 Αυγούστου 2015. Οι κύριοι διάδικοι υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επ’ αυτού εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

27      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τον προσβαλλόμενο κανονισμό στο μέτρο που την αφορά·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

28      Το Συμβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

29      Οι παρεμβαίνουσες εταιρίες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά τους έξοδα.

 Σκεπτικό

30      Προς στήριξη της προσφυγής η προσφεύγουσα προβάλλει πέντε λόγους ακυρώσεως, εκ των οποίων ο πρώτος αφορά παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, πρώτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού, ο δεύτερος παράβαση του άρθρου 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, ο τρίτος παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, ο τέταρτος παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού και ο πέμπτος παράβαση του άρθρου 20, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, πρώτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού

 Επιχειρήματα των διαδίκων

31      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός παραβιάζει το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, πρώτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού στο μέτρο που καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν ισχύουν για αυτή οι συνθήκες οικονομίας της αγοράς. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι προσκόμισε επαρκείς αποδείξεις περί του ότι οι εμπορικές της αποφάσεις είχαν ληφθεί με βάση τα στοιχεία της αγοράς που αντανακλούν την προσφορά και τη ζήτηση και χωρίς ιδιαίτερη κρατική παρέμβαση, καθώς και ότι το κόστος των βασικών εισροών αντικατόπτριζε κατά μεγάλο μέρος τις τιμές της αγοράς. Υποστηρίζει, ειδικότερα, ότι απέδειξε ότι οι αποφάσεις της σχετικά με την αγορά πρώτων υλών είχαν ληφθεί χωρίς την παραμικρή παρέμβαση του κράτους ως προς τις ποσότητες ή τις τιμές. Προσθέτει ότι, βάσει του προσβαλλόμενου κανονισμού, πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, δεύτερη έως πέμπτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού.

32      Από την αιτιολογική σκέψη 18 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ότι το Συμβούλιο στήριξε την άρνησή του στο γεγονός ότι είχε υπάρξει στρέβλωση της τιμής ορισμένων πρώτων υλών και συγκεκριμένα του βενζολίου και του μηλεϊνικού ανυδρίτη.

33      Η προσφεύγουσα διευκρινίζει ευθύς εξαρχής ότι δεν αγοράζει μηλεϊνικό ανυδρίτη αλλά τον παρασκευάζει η ίδια από βενζόλιο παρασκευασθέν από κοκ. Κατά συνέπεια, δεν ασκούν επιρροή οι στρεβλώσεις που διαπιστώθηκαν ως προς την τιμή της συγκεκριμένης πρώτης ύλης.

34      Όσον αφορά την τιμή του βενζολίου, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι το Συμβούλιο στήριξε το συμπέρασμά του σε τρία στοιχεία και, συγκεκριμένα, στη διαφορά τιμών ύψους από 19 % έως 51 %, την οποία δεν εξήγησε, μεταξύ των τιμών στην εγχώρια κινεζική αγορά και των τιμών σε άλλες χώρες με οικονομία αγοράς, στον εξαγωγικό δασμό 40 % στο βενζόλιο και στη μη επιστροφή του ΦΠΑ ύψους 17 % επί των εξαγωγών βενζολίου.

35      Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη ότι η διαφορά τιμών, ύψους από 19 % έως 51 %, οφειλόταν στο ότι το κόστος του άνθρακα, πρώτης ύλης που χρησιμοποιείται για την παραγωγή βενζολίου από κοκ στην Κίνα, είναι μικρότερο από το κόστος του πετρελαίου, πρώτης ύλης που χρησιμοποιείται στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως είχε επισημάνει κατά τη διοικητική διαδικασία. Ο προσβαλλόμενος κανονισμός εξέλαβε, εσφαλμένα, ότι η πρώτη ύλη του βενζολίου που αγοράζει η προσφεύγουσα ήταν το πετρέλαιο, όπως προκύπτει ιδίως από το από 3 Οκτωβρίου 2011 αίτημα της Επιτροπής για διευκρινίσεις.

36      Επίσης, στο υπόμνημα απαντήσεως η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι το επιχείρημα του Συμβουλίου ότι μια διαδικασία αρμπιτράζ θα εξάλειφε τις διαφορές τιμών προβλήθηκε το πρώτον στο υπόμνημα απαντήσεως και δεν περιλαμβάνεται ούτε στον προσβαλλόμενο κανονισμό ούτε στα έγγραφα της έρευνας.

37      Δεύτερον, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι στον προσβαλλόμενο κανονισμό αναφέρεται, εσφαλμένα, ότι υπήρχε εισαγωγικός δασμός ύψους 40 % επί των εισαγωγών βενζολίου, ενώ ο δασμός αυτός αφορούσε τις εξαγωγές. Σε κάθε περίπτωση, απέδειξε ότι ο εν λόγω δασμός επί των εξαγωγών δεν ίσχυε την περίοδο την οποία αφορούσε η έρευνα της επανεξετάσεως, λόγω του ότι υπήρχε προσωρινός δασμός ύψους 0 %, όπως αναγνωρίζει ο ίδιος ο προσβαλλόμενος κανονισμός.

38      Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η μη επιστροφή του ΦΠΑ ύψους 17 % επί της εξαγωγής βενζολίου δεν αποτελεί σημαντική κρατική παρέμβαση υπό την έννοια του βασικού κανονισμού. Κατά τη νομολογία ο βασικός κανονισμός απαιτεί η κρατική παρέμβαση να είναι σημαντική, πραγματική και άμεση. Επιτρέπεται, συνεπώς, μέχρις ενός σημείου η κρατική παρέμβαση. Προσθέτει ότι εν προκειμένω δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς ήταν ελεύθερη να αγοράζει εισαγόμενο βενζόλιο από διάφορους παραγωγούς σε τιμές που διαπραγματευόταν χωρίς κρατική παρέμβαση. Σε κάθε περίπτωση, η μη επιστροφή του ΦΠΑ επί των εξαγωγών βενζολίου μπορούσε να δικαιολογήσει αύξηση της κανονικής αξίας, όπως έγινε κατά την αρχική έρευνα και σε άλλες διαδικασίες αντιντάμπινγκ, αντί να οδηγήσει στην απόρριψη του αιτήματος υπαγωγής σε ΚΟΑ.

39      Στο υπόμνημα απαντήσεως η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι στη γνωστοποίηση που αφορούσε το από 1ης Φεβρουαρίου 2012 αίτημα υπαγωγής σε ΚΟΑ η Επιτροπή ανέφερε ότι δεν πληρούνταν το εν λόγω κριτήριο λόγω της υπάρξεως «σημαντικής κρατικής παρεμβάσεως» στην αγορά βενζολίου. Επομένως, η Επιτροπή και το Συμβούλιο (στο εξής, από κοινού: θεσμικά όργανα) στηρίχθηκαν στο κριτήριο του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, πρώτη περίπτωση, πρώτη υποπερίοδος, του βασικού κανονισμού και όχι στο κριτήριο της δεύτερης υποπεριόδου της εν λόγω διατάξεως. Συνεπώς, δεν ασκεί επιρροή η νομολογία την οποία παραθέτει το Συμβούλιο ως προς το ζήτημα αυτό.

40      Το Συμβούλιο αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

41      Πρέπει, καταρχάς, να επισημανθεί ότι, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού, στην περίπτωση εισαγωγών από χώρες που δεν έχουν οικονομία αγοράς, κατά παρέκκλιση των κανόνων που θεσπίζονται με τις παραγράφους 1 έως 6 του εν λόγω άρθρου, η κανονική αξία προσδιορίζεται, κατ’ αρχήν, με βάση την τιμή ή την κατασκευασμένη αξία σε τρίτη χώρα με οικονομία αγοράς. Επομένως, σκοπός της ως άνω διατάξεως είναι να διασφαλιστεί ότι δεν θα λαμβάνονται υπόψη οι τιμές και το κόστος όπως διαμορφώνονται σε χώρες οι οποίες δεν έχουν οικονομία της αγοράς, καθόσον οι παράμετροι αυτές δεν αποτελούν στις εν λόγω χώρες τη φυσιολογική συνισταμένη των δυνάμεων της αγοράς (απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012, Συμβούλιο κατά Zhejiang Xinan Chemical Industrial Group, C‑337/09 P, EU:C:2012:471, σκέψη 66).

42      Πάντως, κατά την παράγραφο 7, στοιχείο βʹ, του ίδιου άρθρου, στις έρευνες αντιντάμπινγκ που αφορούν τις εισαγωγές από οποιαδήποτε χώρα χωρίς οικονομία της αγοράς που είναι μέλος του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), όπως η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, η κανονική αξία καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφοι 1 έως 6, του βασικού κανονισμού, εφόσον αποδεικνύεται, με βάση δεόντως αιτιολογημένους ισχυρισμούς που υποβάλλονται από έναν ή περισσότερους παραγωγούς οι οποίοι υπόκεινται στην έρευνα [και] με βάση τα κριτήρια και τις διαδικασίες της παραγράφου 7, στοιχείο γʹ, ότι ισχύουν, ως προς αυτόν ή αυτούς τους παραγωγούς, συνθήκες οικονομίας της αγοράς όσον αφορά την κατασκευή και την πώληση του οικείου ομοειδούς προϊόντος.

43      Επίσης, η προβλεπόμενη στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού μέθοδος προσδιορισμού της κανονικής αξίας προϊόντος αποτελεί εξαίρεση από την ειδική μέθοδο που προβλέπεται συναφώς στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, του κανονισμού αυτού, η οποία είναι κατ’ αρχήν εφαρμοστέα στην περίπτωση εισαγωγών από χώρες που δεν έχουν οικονομία της αγοράς. Κατά πάγια νομολογία, κάθε παρέκκλιση ή εξαίρεση από έναν γενικό κανόνα πρέπει να ερμηνεύεται στενά (αποφάσεις της 28ης Οκτωβρίου 2004, Shanghai Teraoka Electronic κατά Συμβουλίου, T‑35/01, EU:T:2004:317, σκέψη 50, και της 10ης Οκτωβρίου 2012, Shanghai Biaowu High-Tensile Fastener και Shanghai Prime Machinery κατά Συμβουλίου, T‑170/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:531, σκέψη 76).

44      Κατά την παράγραφο 7, στοιχείο γʹ, του ίδιου άρθρου, στον παραγωγό που θέλει να υπαχθεί στους κανόνες αυτούς απόκειται να προσκομίσει επαρκείς αποδείξεις, όπως αυτές που περιγράφονται στην εν λόγω διάταξη, περί του ότι λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς.

45      Υπογραμμίζεται, συναφώς, ότι ο παραγωγός-εξαγωγέας που επιθυμεί να υπαχθεί σε ΚΟΑ είναι αυτός που φέρει το βάρος αποδείξεως (απόφαση της 18ης Μαρτίου 2009, Shanghai Excell M&E Enterprise και Shanghai Adeptech Precision κατά Συμβουλίου, T‑299/05, EU:T:2009:72, σκέψη 83). Στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή απόκειται να εκτιμήσουν αν τα προσκομισθέντα από τον ενδιαφερόμενο παραγωγό-εξαγωγέα στοιχεία επαρκούν προς απόδειξη του ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, προκειμένου να του αναγνωριστεί η ιδιότητα επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ.

46      Επισημαίνεται ότι, κατά πάγια νομολογία, στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής και, ειδικότερα, των μέτρων εμπορικής άμυνας, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, λόγω της πολυπλοκότητας των οικονομικών, πολιτικών και νομικών καταστάσεων που πρέπει να εξετάζουν. Ο δικαστικός έλεγχος της εκτιμήσεως αυτής πρέπει, συνεπώς, να περιορίζεται στην εξακρίβωση της τηρήσεως των διαδικαστικών κανόνων, της ακρίβειας των πραγματικών περιστατικών βάσει των οποίων πραγματοποιήθηκε η αμφισβητούμενη επιλογή, της υπάρξεως πρόδηλης πλάνης κατά την εκτίμηση των περιστατικών αυτών ή καταχρήσεως εξουσίας [αποφάσεις της 16ης Φεβρουαρίου 2012, Συμβούλιο και Επιτροπή κατά Interpipe Niko Tube και Interpipe NTRP, C‑191/09 P και C‑200/09 P, EU:C:2012:78, σκέψη 63, και της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, Gem-Year Industrial και Jinn-Well Auto-Parts (Zhejiang) κατά Συμβουλίου, C‑602/12 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:2203, σκέψη 48].

47      Δεν αμφισβητείται ότι, εν προκειμένω, το πλεονέκτημα της υπαγωγής σε ΚΟΑ δεν αναγνωρίστηκε στην προσφεύγουσα για τον λόγο και μόνον ότι δεν είχε αποδείξει ότι πληρούσε το κριτήριο του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, πρώτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού, δεδομένου ότι τα λοιπά κριτήρια είχε κριθεί ότι πληρούνταν.

48      Το εν λόγω άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, πρώτη περίπτωση, ορίζει ότι ο παραγωγός πρέπει να προσκομίσει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι οι επιχειρηματικές αποφάσεις που αφορούν τιμές, κόστος και εισροές, όπως πρώτες ύλες, τεχνολογία, εργατικό δυναμικό, εκροές, πωλήσεις και επενδύσεις, λαμβάνονται βάσει στοιχείων από την αγορά σχετικά με την προσφορά και τη ζήτηση και χωρίς σημαντική κρατική παρέμβαση στον τομέα αυτόν, καθώς και ότι το κόστος των βασικών εισροών αντανακλά σε μεγάλο βαθμό τις τιμές της αγοράς.

49      Η διάταξη αυτή θέτει επομένως, αφενός, μια διπλή προϋπόθεση σε σχέση με ορισμένες επιχειρηματικές αποφάσεις του παραγωγού και, αφετέρου, μια προϋπόθεση σχετική με το πραγματικό κόστος των βασικών συντελεστών παραγωγής (απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012, Συμβούλιο κατά Zhejiang Xinan Chemical Industrial Group, C‑337/09 P, EU:C:2012:471, σκέψη 73). Με την πρώτη εκ των προϋποθέσεων αυτών σκοπείται να ελεγχθεί κατά πόσον οι σχετικές αποφάσεις των ενδιαφερόμενων παραγωγών-εξαγωγέων καθορίζονται από αμιγώς εμπορικά κριτήρια, τα οποία προσιδιάζουν σε επιχείρηση που λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, ή αν στρεβλώνονται από άλλα κριτήρια, τα οποία χαρακτηρίζουν οικονομίες ρυθμιζόμενες από το κράτος (απόφαση της 17ης Ιουνίου 2009, Zhejiang Xinan Chemical Industrial Group κατά Συμβουλίου, T‑498/04, EU:T:2009:205, σκέψη 88). Όσον αφορά την προϋπόθεση το κόστος των βασικών εισροών να εκφράζει σε μεγάλο βαθμό τιμές της αγοράς, όπως έχει κριθεί από τη νομολογία, η προϋπόθεση αυτή πρέπει να θεωρηθεί ότι αναφέρεται σε αγορά στην οποία ο καθορισμός των τιμών δεν στρεβλώνεται από κρατικές παρεμβάσεις [βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, Gem-Year Industrial και Jinn-Well Auto-Parts (Zhejiang) κατά Συμβουλίου, C‑602/12 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:2203, σκέψη 52· της 10ης Οκτωβρίου 2012, Shanghai Biaowu High-Tensile Fastener και Shanghai Prime Machinery κατά Συμβουλίου, T‑170/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:531, σκέψεις 74 και 77, και της 10ης Οκτωβρίου 2012, Gem-Year και Jinn-Well Auto-Parts (Zhejiang) κατά Συμβουλίου, T‑172/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:532, σκέψεις 119 και 120).

50      Εν προκειμένω, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα και χωρίς να αμφισβητείται από το Συμβούλιο, η διαπίστωση περί της τιμής του μηλεϊνικού ανυδρίτη αφορά μόνο τον έτερο παραγωγό-εξαγωγέα ο οποίος εμπλέκεται στη διαδικασία ενδιάμεσου επανελέγχου και όχι την προσφεύγουσα. Συνεπώς, η απόρριψη του αιτήματος υπαγωγής σε ΚΟΑ ως προς την προσφεύγουσα δεν στηριζόταν στη διαπίστωση αυτή.

51      Από την αιτιολογική σκέψη 18 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ότι δεν αναγνωρίστηκε ΚΟΑ για την προσφεύγουσα, επειδή υπήρχαν στοιχεία που αποδείκνυαν στρέβλωση της τιμής της βασικής πρώτης ύλης, ήτοι του βενζολίου. Ως προς το σημείο αυτό, πρώτον, ο προσβαλλόμενος κανονισμός αναφέρει ότι η σύγκριση των τιμών στην εγχώρια αγορά της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, για την οποία χρησιμοποιήθηκαν οι τιμές αγοράς ενός συνεργαζόμενου παραγωγού ως πηγή, με τις τιμές σε άλλες χώρες με οικονομία της αγοράς κατέδειξε διαφορά τιμών ύψους από 19 % έως 51 % κατά την περίοδο έρευνας. Δεύτερον, ο προσβαλλόμενος κανονισμός αναφέρει ότι η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας επέβαλλε εισαγωγικό δασμό για το βενζόλιο ύψους 40 %, όμως ο δασμός αυτός δεν ίσχυε κατά την περίοδο της έρευνας επανεξετάσεως. Επισημαίνεται, όμως, ότι η αναφορά σε εισαγωγικό δασμό αποτελεί σφάλμα εκ παραδρομής, όπως αναγνωρίζουν οι διάδικοι, το οποίο παρεισέφρησε το πρώτον στα έγγραφα που περιλαμβάνονται στον διοικητικό φάκελο και, ειδικότερα, στο τελικό ενημερωτικό έγγραφο και επαναλαμβάνεται από την προσφεύγουσα στα από 25 Απριλίου 2012 σχόλιά της επί του εγγράφου αυτού. Τρίτον, με τον προσβαλλόμενο κανονισμό διαπιστώνεται ότι η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας δεν επέστρεφε τον ΦΠΑ επί της εξαγωγής βενζολίου, ύψους 17 %.

52      Επισημαίνεται, συναφώς, ότι το Συμβούλιο, όπως το ίδιο υποστηρίζει, στον προσβαλλόμενο κανονισμό, στήριξε την άρνησή του στην προϋπόθεση που αφορά το κόστος των βασικών εισροών, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, πρώτη περίπτωση, δεύτερη υποπερίοδος, του βασικού κανονισμού και όχι στην προϋπόθεση που αφορά τις αποφάσεις των επιχειρήσεων, η οποία προβλέπεται στην πρώτη υποπερίοδο της εν λόγω διατάξεως. Τούτο προκύπτει από τη συνολική ανάγνωση του προσβαλλόμενου κανονισμού, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των περιστάσεων που επισημάνθηκαν προκειμένου να απορριφθεί το αίτημα υπαγωγής σε ΚΟΑ, της οικονομίας του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, πρώτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού και του συνόλου των εγγράφων του διοικητικού φακέλου. Η γνωστοποίηση που αφορά το αίτημα υπαγωγής σε ΚΟΑ αναφέρεται μεν στην ύπαρξη σημαντικής κρατικής παρεμβάσεως, προσθέτει, όμως, ότι οι τιμές του βενζολίου δεν αντανακλούσαν σε μεγάλο βαθμό τις τιμές της αγοράς. Επίσης, στο τελικό ενημερωτικό έγγραφο της Επιτροπής διαπιστώνεται η ύπαρξη στρεβλώσεων στην τιμή αγοράς των πρώτων υλών, ιδίως δε του βενζολίου.

53      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το κράτος είχε παρέμβει σημαντικά στις αποφάσεις της προσφεύγουσας που αφορούσαν τις εισροές της, υπό την έννοια της πρώτης υποπεριόδου του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, πρώτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού, αλλά στο συμπέρασμα ότι το κόστος των βασικών εισροών της προσφεύγουσας δεν αντανακλούσε σε μεγάλο βαθμό τις τιμές της αγοράς, καθώς υπήρχε στρέβλωση υπό την έννοια της δεύτερης υποπεριόδου του εν λόγω άρθρου.

54      Συνεπώς, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας καθώς και η παράθεση σχετικής νομολογίας, προς απόδειξη του ότι οι εμπορικές της αποφάσεις σχετικά με την αγορά πρώτων υλών είχαν ληφθεί χωρίς σημαντική, πραγματική και άμεση κρατική παρέμβαση, πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελή.

55      Όσον αφορά τα στοιχεία που επισημαίνονται στην αιτιολογική σκέψη 18 του προσβαλλόμενου κανονισμού στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της προϋποθέσεως των εξόδων των εισροών, δηλαδή της προϋποθέσεως που εφαρμόστηκε στην πραγματικότητα, πρώτον, επισημαίνεται ότι ελλείψει αιτιολογήσεως η διαφορά τιμών ύψους 19 % έως 51 % της βασικής πρώτης ύλης, ήτοι του βενζολίου, δύναται να αποτελέσει σημαντική ένδειξη περί του ότι δεν πληρούται η εν λόγω προϋπόθεση.

56      Η προσφεύγουσα αποδίδει αυτή τη διαφορά τιμής στο ότι το βενζόλιο που παρασκευάζεται από κοκ είναι φθηνότερο από το βενζόλιο που παρασκευάζεται από πετρέλαιο. Προσθέτει ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν έλαβε υπόψη τη δικαιολόγηση αυτή.

57      Επισημαίνεται, ως προς το ζήτημα αυτό, ότι η γνωστοποίηση που αφορά το αίτημα υπαγωγής σε ΚΟΑ της 1ης Φεβρουαρίου 2012 αναφέρει ρητώς ότι τα θεσμικά όργανα έλαβαν υπόψη το εν λόγω επιχείρημα. Στο πλαίσιο αυτό, στην αιτιολογική σκέψη 20 του προσβαλλόμενου κανονισμού επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα δεν κατόρθωσε να εξηγήσει τη χαμηλή τιμή του βενζολίου στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας σε σχέση με την τιμή του σε άλλες χώρες με οικονομία αγοράς. Ο προσβαλλόμενος κανονισμός, ερμηνευόμενος εντός του συγκεκριμένου πλαισίου, πρέπει να θεωρηθεί ότι καταλήγει στο συμπέρασμα πως το πραγματικό στοιχείο που προέβαλε η προσφεύγουσα δεν ήταν επαρκές για να εξηγήσει την επίμαχη διαφορά τιμών.

58      Επίσης, στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής, το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από τις παρεμβαίνουσες εταιρίες, προσέθεσε ότι το βενζόλιο είναι προϊόν με ομογενή βάση, ότι το βενζόλιο από πετρέλαιο και το βενζόλιο από κοκ δεν διαφέρουν τόσο ως προς την ποιότητά τους ώστε να δικαιολογείται διαφορά τιμής και ότι σε αγορά χωρίς στρέβλωση το αρμπιτράζ θα μπορούσε να οδηγήσει στην εξισορρόπηση των τιμών της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και των τιμών άλλων χωρών με οικονομία της αγοράς. Σε αντίθεση προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, δεν απαιτείται να απορριφθεί ως προβληθέν οψίμως το επιχείρημα σχετικά με τη διαδικασία αρμπιτράζ τιμής, καθώς υπήρχε ήδη, εμμέσως, στην αιτιολόγηση του προσβαλλόμενου κανονισμού, που στηρίζεται στην ύπαρξη διαφορών τιμής μεταξύ διαφόρων περιοχών στον κόσμο, διαφορές οι οποίες δεν δικαιολογήθηκαν από την προσφεύγουσα.

59      Υπενθυμίζεται ότι, όπως αναφέρθηκε στις σκέψεις 44 και 45 ανωτέρω, ο παραγωγός-εξαγωγέας που επιθυμεί να υπαχθεί σε ΚΟΑ είναι αυτός που φέρει το βάρος αποδείξεως. Συνεπώς, η προσφεύγουσα έφερε το βάρος να αποδείξει επαρκώς ότι το βενζόλιο από πετρέλαιο είχε διαφορετικά χαρακτηριστικά και ιδιότητες σε σχέση με το βενζόλιο από κοκ, που δικαιολογούσαν αυτή τη διαφορά τιμής ή ότι μπορούσε να δικαιολογηθεί με άλλον τρόπο η διαφορά τιμών μεταξύ των περιοχών αυτών. Διαπιστώνεται, όμως, ότι η προσφεύγουσα επικαλέσθηκε, απλώς, τη διαφορά της πρώτης ύλης για την παρασκευή βενζολίου, ενός εμπορεύματος του οποίου τα χαρακτηριστικά δεν διαφοροποιούνται ανάλογα με την πρώτη ύλη που χρησιμοποιείται για την παρασκευή του, χωρίς να παράσχει περαιτέρω δικαιολογίες και χωρίς να προσκομίσει τις αναγκαίες αποδείξεις περί του ότι μπορούσε να υπαχθεί σε ΚΟΑ.

60      Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας που αφορούν τη διαφορά στην τιμή του βενζολίου η οποία εντοπίσθηκε από τον προσβαλλόμενο κανονισμό.

61      Δεύτερον, όσον αφορά τον εξαγωγικό δασμό, αρκεί η επισήμανση ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός διαπιστώνει ότι ο δασμός ύψους 40 % είχε προσωρινά ανασταλεί. Συνεπώς, ανεξαρτήτως του κατά πόσον η ύπαρξη ενός δασμού που έχει προσωρινά ανασταλεί μπορεί να έχει αφεαυτής αποτρεπτικό αποτέλεσμα στις εξαγωγές, όπως υποστηρίζουν οι παρεμβαίνουσες εταιρίες, επισημαίνεται ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν στηρίζεται στο συγκεκριμένο στοιχείο, ακριβώς λόγω της αναστολής του δασμού.

62      Τρίτον, δεν ήταν εσφαλμένη η εκτίμηση, στον προσβαλλόμενο κανονισμό, ότι η μη επιστροφή του ανερχόμενου σε 17 % ΦΠΑ επί των εξαγωγών βενζολίου αποτελούσε στοιχείο ικανό να συμβάλει στη στρέβλωση της τιμής του βενζολίου στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας. Συγκεκριμένα, είναι προφανές ότι αυτή η κρατική παρέμβαση είχε ως συνέπεια να είναι λιγότερο ελκυστική η εξαγωγή βενζολίου από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας και, ως εκ τούτου, να συμβάλλει στην τεχνητή μείωση της τιμής αγοράς του βενζολίου στην κινεζική αγορά.

63      Περαιτέρω, για τους λόγους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 52 έως 54 ανωτέρω, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας σχετικά με το ότι πρέπει να υφίσταται σημαντική, πραγματική και άμεση κρατική παρέμβαση πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελή. Εξάλλου, σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, διαπιστώνεται ότι η μη επιστροφή του ανερχόμενου σε 17 % ΦΠΑ επί των εξαγωγών βενζολίου δεν μπορεί να θεωρηθεί ασήμαντη κρατική παρέμβαση επί της τιμής αγοράς του βενζολίου στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας.

64      Βάσει των προεκτεθέντων, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού

 Επιχειρήματα των διαδίκων

65      Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός είναι αντίθετος προς το άρθρο 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, στο μέτρο που μεταξύ της αρχικής έρευνας, που οδήγησε στην υπαγωγή σε ΚΟΑ, και της ενδιάμεσης επανεξετάσεως, μετά την οποία απορρίφθηκε το αίτημα υπαγωγής σε ΚΟΑ, δεν είχε μεσολαβήσει αισθητή και διαρκής μεταβολή των συνθηκών.

66      Η προσφεύγουσα αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 34 του προσβαλλόμενου κανονισμού και θεωρεί ότι το επιχείρημα που στηρίζεται στις στρεβλώσεις της τιμής του βενζολίου ήταν εσφαλμένο, καθώς το Συμβούλιο παρέλειψε, κακώς, να λάβει υπόψη ότι το βενζόλιο που αγοράζει η ίδια παρασκευάζεται από κοκ και όχι από πετρέλαιο. Επισημαίνει, επίσης, ότι εν πάση περιπτώσει ο εξαγωγικός δασμός ύψους 40 % για το βενζόλιο είχε αντικατασταθεί από δασμό ύψους 0 % μεταξύ 2007 και 2011, κάτι που ίσχυσε συνεπώς και κατά το διάστημα το οποίο αφορά η έρευνα επανεξετάσεως.

67      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από τις παρεμβαίνουσες εταιρίες, αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

68      Κατά το άρθρο 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, η ανάγκη διατηρήσεως σε ισχύ δεδομένου μέτρου είναι δυνατόν να αποτελέσει αντικείμενο επανεξετάσεως, όταν κρίνεται δικαιολογημένη, με πρωτοβουλία της Επιτροπής ή κατόπιν αιτήσεως κράτους μέλους ή ακόμη, εφόσον έχει παρέλθει εύλογο χρονικό διάστημα ενός τουλάχιστον έτους από την επιβολή του οριστικού μέτρου, μετά από αίτηση οποιουδήποτε εξαγωγέα ή εισαγωγέα ή των παραγωγών της Ένωσης, η οποία περιέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που τεκμηριώνουν τη σκοπιμότητα μιας τέτοιας ενδιάμεσης επανεξετάσεως.

69      Ενδιάμεση επανεξέταση αρχίζει όταν η αίτηση περιέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι η διατήρηση σε ισχύ του μέτρου δεν είναι πλέον απαραίτητη για την εξουδετέρωση του ντάμπινγκ ή/και ότι είναι απίθανο να συνεχισθεί ή να επαναληφθεί η ζημία σε περίπτωση άρσης ή διαφοροποιήσεως του μέτρου ή το υφιστάμενο μέτρο δεν αρκεί ή δεν αρκεί πλέον για την εξουδετέρωση των ζημιογόνων συνεπειών του ντάμπινγκ.

70      Κατά τη διεξαγωγή των ερευνών στο πλαίσιο ενδιάμεσης επανεξετάσεως, η Επιτροπή δύναται, μεταξύ άλλων, να εξετάζει κατά πόσον έχει σημειωθεί σημαντική μεταβολή των συνθηκών όσον αφορά το ντάμπινγκ και τη ζημία ή κατά πόσον με τα υφιστάμενα μέτρα επιτυγχάνονται τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα ως προς την εξάλειψη της ζημίας που έχει ήδη διαπιστωθεί κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3 του βασικού κανονισμού. Στο πλαίσιο αυτό, για την εξαγωγή τελικού συμπεράσματος λαμβάνονται υπόψη όλα τα συναφή και δεόντως τεκμηριωμένα αποδεικτικά στοιχεία.

71      Εν προκειμένω, το σημείο Γ7 του προσβαλλόμενου κανονισμού, σχετικά με το ντάμπινγκ, φέρει τον τίτλο «Διαρκής χαρακτήρας της μεταβολής των συνθηκών». Ειδικότερα, στην αιτιολογική σκέψη 34 του προσβαλλόμενου κανονισμού αναφέρεται ότι, δεδομένων των λόγων μη υπαγωγής σε ΚΟΑ, μπορούσε να θεωρηθεί ότι τα συμπεράσματα της επανεξετάσεως είχαν διαρκή χαρακτήρα. Αναφέρεται, επίσης, ότι τα στοιχεία αποδείκνυαν ότι η στρέβλωση της τιμής του βενζολίου στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας υπήρχε πριν από την περίοδο έρευνας της επανεξετάσεως και ότι δεν υπήρχαν στοιχεία που να μαρτυρούν ότι η κυβέρνηση του κράτους αυτού επρόκειτο να άρει τις στρεβλώσεις.

72      Επισημαίνεται, προκαταρκτικά, ότι αυτό που φαίνεται να προβάλλει η προσφεύγουσα είναι ότι τα νομικά σφάλματα που επικαλείται στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως συνιστούν συγχρόνως παράβαση του άρθρου 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, στο μέτρο που δεν υπήρξε αισθητή και διαρκής μεταβολή των συνθηκών, διότι θα έπρεπε να υπαχθεί σε ΚΟΑ. Βάσει μιας τέτοιας ερμηνείας, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως θα έπρεπε να έχει την ίδια τύχη με τον πρώτο.

73      Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως θέτει, όμως, ένα διακριτό ζήτημα και συγκεκριμένα κατά πόσον τα θεσμικά όργανα, στο πλαίσιο ενδιάμεσης επανεξετάσεως, οφείλουν να διαπιστώσουν αντικειμενική μεταβολή των πραγματικών συνθηκών ή μπορούν να προβούν σε διαφορετική εκτίμηση βάσει προϋφιστάμενων συνθηκών υπό το πρίσμα νέων επιχειρημάτων και αποδείξεων που προσκομίζουν τα μέρη.

74      Παρότι ο τίτλος του σημείου Γ7 του προσβαλλόμενου κανονισμού αναφέρεται σε μεταβολή των συνθηκών, από την ανάγνωση της αιτιολογικής σκέψεως 34 και από τα δικόγραφα του Συμβουλίου στο πλαίσιο της παρούσας δίκης προκύπτει ότι, κατ’ ουσίαν, αυτό που μεταβλήθηκε ήταν η εκτίμηση των θεσμικών οργάνων και όχι οι αντικειμενικές συνθήκες επί των οποίων στηρίχθηκε η εκτίμησή τους. Συγκεκριμένα, στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη αναγνωρίζεται ότι η στρέβλωση της τιμής υπήρχε πριν από την περίοδο έρευνας της επανεξετάσεως. Από κανένα, άλλωστε, στοιχείο του προσβαλλόμενου κανονισμού δεν προκύπτει ότι η πολιτική μη επιστροφής ΦΠΑ κατά την εξαγωγή του βενζολίου υιοθετήθηκε μετά την αρχική περίοδο έρευνας. Επιπλέον, ανεξαρτήτως της σημασίας που μπορεί να έχει στο πλαίσιο αυτό ο εξαγωγικός δασμός 40 % για το βενζόλιο, η οποία αμφισβητείται από το Συμβούλιο, η προσφεύγουσα επισημαίνει, χωρίς τούτο να αμφισβητηθεί, ότι ο δασμός αυτός είχε ανασταλεί από το 2007.

75      Συνεπώς, φαίνεται ότι το Συμβούλιο μετέβαλε εκτίμηση χωρίς να έχουν, όμως, κατ’ ανάγκη μεταβληθεί οι αντίστοιχες συνθήκες. Ο προσβαλλόμενος κανονισμός κρίνει ότι οι συνθήκες που σχετίζονται με τη στρέβλωση της τιμής του βενζολίου είναι διαρκούς χαρακτήρα, κάτι που δικαιολογεί την τροποποίηση των μέτρων που ίσχυαν. Το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να κρίνει αν εξ αυτού του λόγου ο κανονισμός παραβίασε το άρθρο 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού.

76      Στο πλαίσιο μιας τέτοιας εκτιμήσεως, επισημαίνεται ότι οι διατάξεις του βασικού κανονισμού και κανονισμών με παρόμοιο αντικείμενο που εκδόθηκαν πριν από αυτόν έχουν υποστεί σημαντικές τροποποιήσεις όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τη διαδικασία επανεξετάσεως. Παραδείγματος χάριν, κατά το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 3017/79 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1979, περί της άμυνας κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/017, σ. 67), οι κανονισμοί που επιβάλλουν δασμούς αντιντάμπινγκ «αποτελούν αντικείμενο επανεξετάσεως, αν τούτο είναι αναγκαίο». Κατά την παράγραφο 3 της ίδιας διατάξεως, όταν η επανεξέταση το απαιτεί, τα μέτρα τροποποιούνται, καταργούνται ή ακυρώνονται. Η διάταξη, όμως, αυτή δεν διευκρινίζει ποιες είναι οι συνθήκες υπό τις οποίες απαιτείται μια τέτοια επανεξέταση.

77      Στη συνέχεια, το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2176/84 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1984, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΕ 1984, L 201, σ. 1), ανέφερε ότι επανεξέταση διεξάγεται μετά από αίτηση κράτους μέλους ή με πρωτοβουλία της Επιτροπής. Επανεξέταση διεξάγεται επίσης αν τη ζητήσει ενδιαφερόμενο μέρος, υπό την προϋπόθεση ότι «υποβάλλει αποδεικτικά στοιχεία μεταβολής των συνθηκών, επαρκή για να δικαιολογήσουν την ανάγκη της επανεξέτασης αυτής» και ότι παρήλθε ένα τουλάχιστον έτος από την περάτωση της έρευνας. Στην παράγραφο 3 του εν λόγω άρθρου αναφέρεται μόνο ότι τα μέτρα τροποποιούνται όταν τούτο δικαιολογείται από την επανεξέταση, χωρίς να παρέχονται περαιτέρω διευκρινίσεις.

78      Για την εφαρμογή του άρθρου 14 του κανονισμού 2176/84, η νομολογία επισήμανε ότι η διαδικασία επανεξετάσεως εφαρμόζεται σε περίπτωση μεταβολής των στοιχείων (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 1987, Continentale Produkten Gesellschaft Erhardt-Renken κατά Επιτροπής, 312/84, EU:C:1987:94, σκέψη 11) ή μεταβολής των συνθηκών, όταν η επανεξέταση πραγματοποιείται μετά από αίτημα ενδιαφερόμενου μέρους (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 11ης Ιουλίου 1990, Sermes, C‑323/88, EU:C:1990:299, σκέψεις 16 και 17). Βάσει της ίδιας διατάξεως κρίθηκε ότι η διαδικασία επανεξετάσεως μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο βάσει μεταβολής των συνθηκών, όταν η επανεξέταση γίνεται κατόπιν αιτήματος ενδιαφερομένου (απόφαση της 1ης Απριλίου 1993, Findling Wälzlager, C‑136/91, EU:C:1993:133, σκέψη 15), όπως προκύπτει από το γράμμα της επίμαχης διατάξεως.

79      Με το άρθρο 11, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 1996, L 56, σ. 1), θεσπίστηκε διάταξη το γράμμα της οποίας είναι πανομοιότυπο με αυτό του ισχύοντος σήμερα άρθρου 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού.

80      Με παραπομπή στη νομολογία που μνημονεύθηκε στη σκέψη 78 ανωτέρω –παρότι επρόκειτο για υπόθεση σχετική με την ερμηνεία του άρθρου 11, παράγραφος 3, του κανονισμού 384/96, το γράμμα του οποίου διαφέρει από αυτό του άρθρου 14 του κανονισμού 2176/84– κρίθηκε ότι η διαδικασία επανεξετάσεως αποσκοπεί στην προσαρμογή των επιβληθέντων δασμών σε περίπτωση που αλλάξουν τα στοιχεία στα οποία αυτοί βασίστηκαν και προϋπέθετε, επομένως, τη μεταβολή των στοιχείων αυτών (απόφαση της 29ης Ιουνίου 2000, Medici Grimm κατά Συμβουλίου, T‑7/99, EU:T:2000:175, σκέψη 82). Τούτο εξηγείται από τις ιδιαιτερότητες των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως εκείνης. Συγκεκριμένα, στην εν λόγω υπόθεση έξι εβδομάδες μετά τη δημοσίευση του αρχικού κανονισμού για την επιβολή δασμού αντιντάμπινγκ η Επιτροπή δημοσίευσε ανακοίνωση με την οποία καλούσε τους παραγωγούς-εξαγωγείς να υποβάλουν στοιχεία που θα μπορούσαν, κατ’ εξαίρεση, να δικαιολογήσουν την έναρξη πρόωρης ενδιάμεσης επανεξετάσεως. Ακολούθως απέστειλε ερωτηματολόγια τα οποία αφορούσαν την ίδια περίοδο με την αρχική έρευνα. Υπό τις συνθήκες αυτές το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε αν είχε υπάρξει μεταβολή των συνθηκών που θα μπορούσε να δικαιολογεί επανεξέταση εκ μέρους των θεσμικών οργάνων και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αποκλειστικός σκοπός της διαδικασίας αυτής ήταν να παρασχεθεί η δυνατότητα στις επιχειρήσεις που δεν είχαν συμμετάσχει στην αρχική διαδικασία να τύχουν ατομικής μεταχειρίσεως (απόφαση της 29ης Ιουνίου 2000, Medici Grimm κατά Συμβουλίου, T‑7/99, EU:T:2000:175, σκέψη 83). Συνεπώς, στην εν λόγω περίπτωση δεν επρόκειτο για επανεξέταση των ισχυόντων μέτρων αλλά για εκ νέου κίνηση της αρχικής διαδικασίας (απόφαση της 29ης Ιουνίου 2000, Medici Grimm κατά Συμβουλίου, T‑7/99, EU:T:2000:175, σκέψη 85).

81      Επισημαίνεται ότι η μεταγενέστερη νομολογία σχετικά με το άρθρο 11, παράγραφος 3, του κανονισμού 384/96 και το άρθρο 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού ασχολήθηκε με την ύπαρξη αισθητής μεταβολής των συνθηκών, προσθέτοντας ότι μια τέτοια μεταβολή πρέπει να έχει διαρκή χαρακτήρα (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 17ης Νοεμβρίου 2009, MTZ Polyfilms κατά Συμβουλίου, T‑143/06, EU:T:2009:441, σκέψη 41· της 17ης Δεκεμβρίου 2010, EWRIA κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑369/08, EU:T:2010:549, σκέψεις 81 και 94, και της 28ης Απριλίου 2015, CHEMK και KF κατά Συμβουλίου, T‑169/12, EU:T:2015:231, σκέψη 48, επικυρωθείσα κατ’ αναίρεση με διάταξη της 9ης Ιουνίου 2016, CHEMK και KF κατά Συμβουλίου, C‑345/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:433, σκέψεις 29 έως 32).

82      Περαιτέρω, κατά τη νομολογία, στο πλαίσιο της διαδικασίας επανεξετάσεως τα θεσμικά όργανα οφείλουν να διεξάγουν όχι απλώς αναδρομική ανάλυση της εξελίξεως της εξεταζόμενης καταστάσεως, με αφετηρία την επιβολή του αρχικού οριστικού μέτρου, προκειμένου να αξιολογήσουν την ανάγκη διατηρήσεως σε ισχύ ή τροποποιήσεώς του, ώστε να εξουδετερωθεί η πρακτική ντάμπινγκ που προκάλεσε τη ζημία, αλλά και ανάλυση των προοπτικών της πιθανής εξελίξεως της καταστάσεως, με αφετηρία την υιοθέτηση του μέτρου της επανεξετάσεως, ούτως ώστε να αξιολογήσουν την πιθανή επίπτωση μιας καταργήσεως ή τροποποιήσεως του εν λόγω μέτρου (απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2014, Valimar, C‑374/12, EU:C:2014:2231, σκέψη 55, και διάταξη της 9ης Ιουνίου 2016, CHEMK και KF κατά Συμβουλίου, C‑345/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:433, σκέψη 31).

83      Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, τα θεσμικά όργανα, στο πλαίσιο της αναδρομικής αναλύσεως και της αναλύσεως των προοπτικών, μπορούν να μεταβάλουν την εκτίμησή τους ως προς τις συνθήκες. Επισημαίνεται, ιδίως, ότι το άρθρο 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού αναφέρει ότι τα θεσμικά όργανα δύνανται «μεταξύ άλλων» να εξετάσουν όχι μόνο αν έχει σημειωθεί σημαντική μεταβολή των συνθηκών, αλλά και κατά πόσον με τα υφιστάμενα μέτρα επιτυγχάνονται τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα ως προς την εξάλειψη της ζημίας που έχει ήδη διαπιστωθεί. Συνεπώς, η εν λόγω διάταξη δέχεται ρητώς ότι τα θεσμικά όργανα μπορούν να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι τα μέτρα που ελήφθησαν αρχικά δεν ήταν επαρκή για την εξουδετέρωση των ζημιογόνων συνεπειών του ντάμπινγκ, σε αντίθεση με τις αρχικές τους εκτιμήσεις και ότι, ως εκ τούτου, τα μέτρα αυτά πρέπει να τροποποιηθούν. Εξάλλου, από την έκφραση «μεταξύ άλλων» προκύπτει ότι το άρθρο 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού δεν παραθέτει εξαντλητικό κατάλογο των ζητημάτων που μπορούν να εξετασθούν στο πλαίσιο ενδιάμεσης επανεξετάσεως, πέραν της σημαντικής μεταβολής των συνθηκών και της επιτεύξεως των επιδιωκόμενων αποτελεσμάτων των μέτρων. Περαιτέρω, το άρθρο 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού προσθέτει ότι «[σ]το πλαίσιο αυτό, για την εξαγωγή τελικού συμπεράσματος λαμβάνονται υπόψη όλα τα συναφή και δεόντως τεκμηριωμένα αποδεικτικά στοιχεία». Κατά συνέπεια, τα θεσμικά όργανα δύνανται να λάβουν υπόψη κάθε αποδεικτικό στοιχείο το οποίο προσκομίζεται σε μεταγενέστερο χρόνο, ακόμη και αν αφορά αντικειμενικές συνθήκες οι οποίες δεν μεταβλήθηκαν μετά την αρχική έρευνα.

84      Πράγματι, θα ήταν παράλογο τα θεσμικά όργανα να υποχρεούνται να εφαρμόσουν το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού κατά τρόπο ο οποίος αποδεικνύεται εσφαλμένος υπό το πρίσμα αποδεικτικών στοιχείων προσκομιζόμενων στο πλαίσιο ενδιάμεσης επανεξετάσεως, απλώς και μόνο για τον λόγο ότι κατά την αρχική έρευνα έγινε μια τέτοια εσφαλμένη εφαρμογή. Το συμπέρασμα αυτό θα ήταν κατά μείζονα λόγο παράλογο καθώς, κατά το άρθρο 11, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού, τροποποίηση των μέτρων μπορεί να γίνει μόνο με ενδιάμεση επανεξέταση, ενώ η επανεξέταση των μέτρων κατά τη λήξη τους μπορεί να οδηγήσει μόνο στην κατάργηση ή τη διατήρησή τους.

85      Εν προκειμένω, η εκτίμηση που πραγματοποιήθηκε με τον προσβαλλόμενο κανονισμό στηρίχθηκε σε πραγματικά γεγονότα η φύση των οποίων ήταν διαρκής και όχι πρόσκαιρη, και ιδίως στη στρέβλωση της τιμής του βενζολίου και τη μη επιστροφή του ΦΠΑ ύψους 17 % επί της εξαγωγής βενζολίου. Όπως ορθώς επισήμανε το Συμβούλιο, είχε το δικαίωμα να κρίνει ότι η στρέβλωση της τιμής του βενζολίου στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας ήταν διαρκής, διότι δεν υπήρχε καμία ένδειξη ότι είχε καταργηθεί. Πρέπει να απορριφθεί, περαιτέρω, το επιχείρημα της προσφεύγουσας σχετικά με τις διαφορετικές πρώτες ύλες που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή του βενζολίου στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, δηλαδή το κοκ αντί του πετρελαίου, διότι δεν αποδείχθηκε ότι το βενζόλιο από κοκ έχει διαφορετικές ιδιότητες σε σχέση με το βενζόλιο από πετρέλαιο που να δικαιολογούν την εν λόγω διαφορά τιμής, όπως αναφέρθηκε στις σκέψεις 58 και 59 ανωτέρω. Όσον αφορά τον εξαγωγικό δασμό ύψους 40 % για το βενζόλιο, επισημαίνεται ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός σημειώνει, απλώς, ότι ο δασμός αυτός είχε αντικατασταθεί από δασμό ύψους 0 % κατά το επίμαχο διάστημα. Βάσει των ανωτέρω, συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν αντιβαίνει στο άρθρο 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού.

86      Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

87      Στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός παραβαίνει την υποχρέωση αιτιολογήσεως που απορρέει από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ και παραβαίνει επίσης το άρθρο 6, παράγραφος 7, το άρθρο 11, παράγραφος 3, το άρθρο 14, παράγραφος 2, και το άρθρο 18, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού. Υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν έλαβε υπόψη ορισμένα επιχειρήματά της ή, εν πάση περιπτώσει, δεν παρέθεσε τους λόγους για τους οποίους απέρριψε τα επιχειρήματα αυτά.

88      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από τις παρεμβαίνουσες εταιρίες, αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

89      Κατά πάγια νομολογία, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της σχετικής πράξεως και να εκθέτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο τη συλλογιστική του οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα, αφενός, στους ενδιαφερόμενους να λάβουν γνώση της δικαιολογητικής βάσεως του μέτρου και, αφετέρου, στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκήσει τον έλεγχό του. H υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 296 ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του γράμματος της πράξεως, αλλά και βάσει του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (βλ. απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, Eurocoton κ.λπ. κατά Συμβουλίου, C‑76/01 P, EU:C:2003:511, σκέψη 88 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

90      Εξάλλου, έχει κριθεί ότι το Συμβούλιο δεν υποχρεούται να αιτιολογεί ειδικά, στον κανονισμό για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ, τη μη λήψη υπόψη των διαφόρων επιχειρημάτων που προέβαλαν τα μέρη κατά τη διαδικασία αντιντάμπινγκ. Αρκεί ο συγκεκριμένος κανονισμός να περιλαμβάνει σαφή αιτιολογία των κύριων στοιχείων που ελήφθησαν υπόψη, εν προκειμένω, στην ανάλυση του ζητήματος αν το κόστος των βασικών εισροών αντανακλούσε σε μεγάλο βαθμό τις τιμές της αγοράς, δεδομένου ότι η αιτιολογία αυτή μπορεί να διαφωτίσει τους λόγους για τους οποίους το Δικαστήριο απέρριψε τα σχετικά επιχειρήματα που είχαν προβληθεί από τα μέρη κατά τη διοικητική διαδικασία (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1999, Petrotub και Republica κατά Συμβουλίου, T‑33/98 και T‑34/98, EU:T:1999:330, σκέψη 151).

91      Η αιτιολογία, όμως, της πράξεως πρέπει να περιλαμβάνεται στο σώμα της πράξεως και δεν μπορεί –εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις– να προκύπτει από έγγραφες ή προφορικές μεταγενέστερες εξηγήσεις, ενώ η πράξη έχει ήδη προσβληθεί ενώπιον του δικαστή της Ένωσης (απόφαση της 20ής Μαΐου 2015, Yuanping Changyuan Chemicals κατά Συμβουλίου, T‑310/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:295, σκέψη 174).

92      Εν προκειμένω, από την αιτιολογική σκέψη 18 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ότι δεν έγινε δεκτό το αίτημα της προσφεύγουσας για υπαγωγή σε ΚΟΑ, λόγω του ότι υπήρχε στρέβλωση στην τιμή στην οποία αγόραζε βενζόλιο και η τιμή αυτή δεν αντανακλούσε σε μεγάλο βαθμό τις τιμές της αγοράς. Στο πλαίσιο της εκτιμήσεως αυτής ο προσβαλλόμενος κανονισμός επισήμανε τρία στοιχεία, όπως προκύπτει από τη σκέψη 51 ανωτέρω, και συγκεκριμένα, ότι υφίσταται σημαντική απόκλιση μεταξύ της τιμής του βενζολίου στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας και σε λοιπές χώρες με οικονομία αγοράς, ότι υφίσταται εξαγωγικός δασμός για το βενζόλιο, έστω και σε αναστολή, και ότι δεν αποδίδεται ο ΦΠΑ επί των εξαγωγών βενζολίου. Στην αιτιολογική σκέψη 20 του προσβαλλόμενου κανονισμού αναφέρεται, επίσης, ότι παρότι η προσφεύγουσα αμφισβήτησε τα πορίσματα της Επιτροπής, δεν κατόρθωσε να εξηγήσει τη χαμηλή τιμή του βενζολίου στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας.

93      Συνεπώς, ο προσβαλλόμενος κανονισμός σέβεται τις επιταγές της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, όπως αυτή έχει ερμηνευθεί με τη νομολογία που μνημονεύθηκε στις σκέψεις 89 έως 91 ανωτέρω. Πράγματι, στον προσβαλλόμενο κανονισμό παρατίθενται οι βασικές εκτιμήσεις επί των οποίων στηρίχθηκαν τα συμπεράσματά του, έστω κι αν δεν περιλαμβάνεται ειδική αιτιολόγηση σχετικά με όλα τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα κατά τη διοικητική διαδικασία, ιδίως ως προς τα τρία στοιχεία που αναφέρθηκαν ανωτέρω.

94      Πρώτον, στον προσβαλλόμενο κανονισμό, το Συμβούλιο έκρινε ότι η προσφεύγουσα δεν είχε εξηγήσει δεόντως την απόκλιση των τιμών βενζολίου που διαπιστώθηκε στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας και τις λοιπές χώρες με οικονομία της αγοράς, ιδίως στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες, παρά την εξήγηση που προβλήθηκε ότι το βενζόλιο της προσφεύγουσας παρασκευάζεται από κοκ και όχι από πετρέλαιο.

95      Βάσει του γενικού πλαισίου και της οικονομίας του προσβαλλόμενου κανονισμού, τούτο συνεπάγεται ότι, κατά τον κανονισμό, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι το βενζόλιο που παρασκευάζεται από πετρέλαιο και αυτό που παρασκευάζεται από κοκ δεν είναι συγκρίσιμα προϊόντα ή ότι υφίστανται άλλοι όροι που δικαιολογούν τη διαφορά της τιμής μεταξύ των δύο αυτών προϊόντων στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας και σε άλλες χώρες με οικονομία της αγοράς. Συνεπώς, όπως ορθώς επισημαίνει το Συμβούλιο, το επιχείρημα που σχετιζόταν με το αρμπιτράζ της τιμής υπήρχε ήδη, εμμέσως, στην αιτιολόγηση του προσβαλλόμενου κανονισμού.

96      Δεύτερον, στον προσβαλλόμενο κανονισμό διαπιστώνεται απλώς η ύπαρξη εξαγωγικού δασμού στο βενζόλιο, ο οποίος είχε ανασταλεί κατά το διάστημα του ελέγχου επανεξετάσεως, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, χωρίς πάντως να στηρίζονται σε αυτόν συγκεκριμένα συμπεράσματα. Συνεπώς, δεν μπορεί να προσαφθεί στον προσβαλλόμενο κανονισμό έλλειψη αιτιολογίας ή κάποια αντίφαση ως προς το σημείο αυτό.

97      Τρίτον, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η μη επιστροφή του ΦΠΑ επί των εξαγωγών βενζολίου δεν αποτελούσε σημαντική κρατική παρέμβαση, το επιχείρημα αυτό είναι αλυσιτελές, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 52 έως 54 και 63 ανωτέρω, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να προσαφθεί στο Συμβούλιο ότι δεν εξέθεσε στον προσβαλλόμενο κανονισμό τους λόγους απορρίψεώς του.

98      Κατά συνέπεια, η αιτίαση που αφορά παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως πρέπει να απορριφθεί. Συγκεκριμένα, η αιτιολόγηση του προσβαλλόμενου κανονισμού επιτρέπει στο Γενικό Δικαστήριο να εξετάσει πλήρως το βάσιμο του κανονισμού, όπως προκύπτει από την ανάλυση του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

99      Περαιτέρω, καθώς στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως η προσφεύγουσα επικαλείται, επίσης, παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 7, του άρθρου 11, παράγραφος 3, του άρθρου 14, παράγραφος 2, και του άρθρου 18, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού, χωρίς όμως να παρέχει επαρκώς σαφή και ακριβή επιχειρηματολογία προς στήριξη της θέσεως αυτής, πρέπει να εξετασθεί το βάσιμο της εν λόγω θέσεως, υπό το πρίσμα του άρθρου 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, όπως έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία (απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2009, Centro Studi Manieri κατά Συμβουλίου, T‑125/06, EU:T:2009:19, σκέψη 71).

100    Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι οι εν λόγω αιτιάσεις πρέπει να θεωρηθούν παραδεκτές, επισημαίνεται, ως προς την προβαλλόμενη παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού, ότι η εν λόγω διάταξη υποχρεώνει τα θεσμικά όργανα να λαμβάνουν υπόψη τις παρατηρήσεις παραγωγού-εξαγωγέα όπως η προσφεύγουσα, εφόσον είναι επαρκώς τεκμηριωμένες. Η διάταξη αυτή δεν συνεπάγεται, όμως, την υποχρέωση των θεσμικών οργάνων να θεωρούν βάσιμες τις εν λόγω παρατηρήσεις. Εν προκειμένω ο προσβαλλόμενος κανονισμός στην αιτιολογική σκέψη 20 λαμβάνει υπόψη το ότι η προσφεύγουσα αμφισβήτησε τα πορίσματα της Επιτροπής. Επίσης, όπως προκύπτει ιδίως από τη γνωστοποίηση σχετικά με την αίτηση υπαγωγής σε ΚΟΑ, η Επιτροπή έλαβε ειδικά υπόψη το επιχείρημα της προσφεύγουσας σχετικά με το ότι το βενζόλιο που χρησιμοποιούσε παρασκευαζόταν από κοκ και όχι από πετρέλαιο. Ο προσβαλλόμενος κανονισμός κατέληξε, ωστόσο, στο συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα δεν κατόρθωσε να εξηγήσει τη χαμηλή τιμή του βενζολίου στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας. Συνεπώς, η αιτίαση που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

101    Το ίδιο ισχύει για την προβαλλόμενη παράβαση του άρθρου 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού. Στο μέτρο που η αιτίαση της προσφεύγουσας μπορεί να θεωρηθεί ότι στηρίζεται στο ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν έλαβε υπόψη όλα τα συναφή και δεόντως τεκμηριωμένα στοιχεία στο πλαίσιο της ενδιάμεσης επανεξετάσεως, προς απόρριψη της αιτιάσεως αυτής αρκεί η αναφορά, κατ’ αναλογία, σε όσα εκτέθηκαν στη σκέψη 100 ανωτέρω. Πράγματι, το να ληφθούν υπόψη όλα τα συναφή αποδεικτικά στοιχεία δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη ότι γίνονται δεκτοί οι ισχυρισμοί ενός μέρους βάσει των αποδεικτικών στοιχείων που έχει προσκομίσει το ίδιο.

102    Όσον αφορά την προβαλλόμενη παράβαση του άρθρου 14, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, αρκεί η διαπίστωση ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός περιλαμβάνει μια σύνθεση των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και εκτιμήσεων σχετικά με τον καθορισμό του ντάμπινγκ, ιδίως στις αιτιολογικές σκέψεις 15 έως 35. Συνεπώς, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί.

103    Τέλος, όσον αφορά την προβαλλόμενη παράβαση του άρθρου 18, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού, υπενθυμίζεται ότι κατά την αιτιολογική σκέψη 20 του προσβαλλόμενου κανονισμού και κατά τη γνωστοποίηση που αφορά το αίτημα υπαγωγής σε ΚΟΑ και το τελικό ενημερωτικό έγγραφο, ο λόγος για τον οποίο απορρίφθηκαν τα αποδεικτικά στοιχεία και τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας ήταν ότι, παρά τα στοιχεία και τα επιχειρήματα αυτά, η προσφεύγουσα δεν είχε κατορθώσει να εξηγήσει τη χαμηλή τιμή του βενζολίου στην αγορά της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί και η αιτίαση που αφορά την παράβαση του άρθρου 18, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού.

104    Κατά συνέπεια, βάσει των προεκτεθέντων, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού

 Επιχειρήματα των διαδίκων

105    Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως η προσφεύγουσα προβάλλει παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού. Υποστηρίζει ότι, παρότι έπρεπε να έχει κριθεί εντός τριών μηνών από την έναρξη της έρευνας αν πληρούσε τα κριτήρια υπαγωγής σε ΚΟΑ, εν προκειμένω το ζήτημα αυτό κρίθηκε μετά από έξι μήνες.

106    Υποστηρίζει ότι αν είχε λάβει την απάντηση ως προς το ζήτημα αυτό εντός της τρίμηνης προθεσμίας, ο προσβαλλόμενος κανονισμός και οι δασμοί αντιντάμπινγκ ενδέχεται να ήταν διαφορετικοί. Διευκρινίζει, συναφώς, ότι η Επιτροπή στήριξε την απόφασή της να μην αναγνωρίσει καθεστώς ΚΟΑ σε πληροφορίες που είχε λάβει κατά τις επιτόπιες επαληθεύσεις που πραγματοποιήθηκαν μετά την παρέλευση της τρίμηνης προθεσμίας, ιδίως όσον αφορά την τιμή αγοράς του βενζολίου. Φρονεί, συνεπώς, ότι αν η απόφαση είχε ληφθεί εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, το αποτέλεσμα θα ήταν να της αναγνωριστεί ΚΟΑ, καθώς τα θεσμικά όργανα δεν διέθεταν σε εκείνο το χρονικό διάστημα πληροφορίες σχετικά με την τιμή αγοράς του βενζολίου, οι οποίες ήταν κρίσιμες για τη θεμελίωση της αρνήσεως υπαγωγής σε ΚΟΑ.

107    Επισημαίνει, επίσης, ότι τα ζητήματα που σχετίζονται με τον εξαγωγικό δασμό του βενζολίου και τη μη επιστροφή του ΦΠΑ τέθηκαν μετά την παρέλευση της τρίμηνης προθεσμίας, όπως προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο.

108    Στο υπόμνημα απαντήσεως η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι αν το περιθώριο ντάμπινγκ είχε υπολογισθεί με βάση τις πληροφορίες που είχε προσκομίσει, θα ήταν αισθητά χαμηλότερο από αυτό που ορίστηκε με τον προσβαλλόμενο κανονισμό.

109    Επιπλέον, κατά τη νομολογία, σκοπός της τρίμηνης προθεσμίας είναι να εξασφαλισθεί ότι το ζήτημα κατά πόσον ο παραγωγός-εξαγωγέας πληροί τα κριτήρια για υπαγωγή σε ΚΟΑ δεν κρίνεται βάσει της επιρροής που τούτο ασκεί στον υπολογισμό των δασμών αντιντάμπινγκ, κάτι που δεν έγινε σεβαστό στην υπό κρίση υπόθεση.

110    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από τις παρεμβαίνουσες εταιρίες, αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

111    Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών, η απόφαση περί του αν ο παραγωγός πληροί τα κριτήρια του πρώτου εδαφίου της διατάξεως αυτής λαμβάνεται εντός τριμήνου από την έναρξη της έρευνας, αφού ζητηθεί συγκεκριμένα η γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής και αφού δοθεί στη βιομηχανία της Ένωσης η δυνατότητα να λάβει θέση. Η απόφαση θα παραμείνει σε ισχύ καθ’ όλη τη διάρκεια της έρευνας.

112    Στις 29 Ιουλίου 2011 η Επιτροπή δημοσίευσε την ανακοίνωση για την έναρξη της διαδικασίας ενδιάμεσης μερικής επανεξετάσεως, βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού. Επομένως, η προθεσμία των τριών μηνών έληξε στις 29 Οκτωβρίου 2011. Η Επιτροπή έστειλε, όμως, στην προσφεύγουσα τη γνωστοποίησή της σχετικά με το αίτημα υπαγωγής σε ΚΟΑ την 1η Φεβρουαρίου 2012.

113    Επισημαίνεται, προκαταρκτικά, ότι το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού δεν αναφέρεται στις συνέπειες της υπερβάσεως της τρίμηνης προθεσμίας από την Επιτροπή. Πράγματι, κατά τη νομολογία, η υπέρβαση της προθεσμίας αυτής από την Επιτροπή δεν συνεπάγεται αυτομάτως την ακύρωση του κανονισμού που εκδίδεται στη συνέχεια (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 18ης Μαρτίου 2009, Shanghai Excell M&E Enterprise και Shanghai Adeptech Precision κατά Συμβουλίου, T‑299/05, EU:T:2009:72, σκέψεις 115 και 116, και της 10ης Οκτωβρίου 2012, Ningbo Yonghong Fasteners κατά Συμβουλίου, T‑150/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:529, σκέψη 53).

114    Επίσης, δεδομένου ότι το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού θεσπίζει εξαίρεση από τον προβλεπόμενο στο άρθρο 7, στοιχείο αʹ, του ίδιου άρθρου τρόπο υπολογισμού της κανονικής αξίας, η εξαίρεση αυτή πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Συνεπώς, δεν μπορεί να εφαρμόζεται αυτομάτως σε περίπτωση που η Επιτροπή υπερβεί την τρίμηνη προθεσμία, καθώς κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται από καμία διάταξη (απόφαση της 18ης Μαρτίου 2009, Shanghai Excell M&E Enterprise και Shanghai Adeptech Precision κατά Συμβουλίου, T‑299/05, EU:T:2009:72, σκέψη 121).

115    Από τη νομολογία προκύπτει ότι παρατυπία όπως η υπέρβαση της τρίμηνης προθεσμίας επηρεάζει τη νομιμότητα του προσβαλλόμενου κανονισμού μόνον εφόσον ο προσφεύγων αποδεικνύει ότι η απάντηση στο αίτημα υπαγωγής σε ΚΟΑ θα ήταν διαφορετική, και συγκεκριμένα ευνοϊκότερη για αυτόν, αν είχε δοθεί εμπροθέσμως [απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2011, Transnational Company «Kazchrome» και ENRC Marketing κατά Συμβουλίου, T‑192/08, EU:T:2011:619, σκέψη 303· βλ., επίσης, υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 18ης Μαρτίου 2009, Shanghai Excell M&E Enterprise και Shanghai Adeptech Precision κατά Συμβουλίου, T‑299/05, EU:T:2009:72, σκέψη 138, και της 18ης Σεπτεμβρίου 2012, Since Hardware (Guangzhou) κατά Συμβουλίου, T‑156/11, EU:T:2012:431, σκέψη 160].

116    Εν προκειμένω η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι αν η απόφαση είχε εκδοθεί εντός της σχετικής προθεσμίας, θα ήταν ευνοϊκή γι’ αυτήν, καθώς τα θεσμικά όργανα δεν διέθεταν κατά τον χρόνο εκείνο πληροφορίες σχετικά με την τιμή αγοράς του βενζολίου, οι οποίες συνέβαλαν καθοριστικά στην απόρριψη της αιτήσεως υπαγωγής σε ΚΟΑ. Η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

117    Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, όπως αναφέρθηκε στη σκέψη 45 ανωτέρω, η προσφεύγουσα είναι αυτή που φέρει το βάρος αποδείξεως περί του ότι πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού.

118    Δεύτερον, επισημαίνεται ότι κατά την ανακοίνωση για την έναρξη της διαδικασίας ενδιάμεσης μερικής επανεξετάσεως, οι εταιρίες που είχαν ζητήσει την επανεξέταση είχαν προσκομίσει στοιχεία από τα οποία εκ πρώτης όψεως προέκυπτε ότι η προσφεύγουσα αποκομίζει οφέλη από ορισμένα κρατικά μέτρα που στρεβλώνουν τη δομή του πραγματικού κόστους παραγωγής. Τούτο προκάλεσε τις αμφιβολίες των θεσμικών οργάνων ως προς το κατά πόσον μπορεί να εξακολουθεί να αναγνωρίζεται ΚΟΑ στην προσφεύγουσα, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του ισχυρισμού ότι αγόραζε βενζόλιο σε τιμές ως προς τις οποίες υπήρχε στρέβλωση.

119    Τρίτον, η προσφεύγουσα, παρά ταύτα, στο αίτημά της για υπαγωγή σε ΚΟΑ δεν προσκόμισε στοιχεία σχετικά με την τιμή στην οποία αγόραζε βενζόλιο. Ως εκ τούτου, στην από 3 Οκτωβρίου 2011 αίτηση παροχής πληροφοριών η Επιτροπή κάλεσε ρητώς την προσφεύγουσα να προσκομίσει αποδείξεις περί του ότι η τιμή στην οποία αγόραζε βενζόλιο αντανακλούσε τις τιμές της αγοράς. Η προσφεύγουσα, απαντώντας στο αίτημα αυτό στις 17 Οκτωβρίου 2011, ήτοι προ της λήξεως της τρίμηνης προθεσμίας, διευκρίνισε ότι το βενζόλιο που χρησιμοποιούσε παρασκευαζόταν από κοκ και όχι από πετρέλαιο και προσκόμισε στοιχεία σχετικά με την τιμή αγοράς, υπό μορφή διαγράμματος. Η Επιτροπή έλεγξε τα στοιχεία αυτά κατά την επιτόπια επαλήθευση στις 14 και 15 Νοεμβρίου 2011, δηλαδή μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής.

120    Βάσει των ανωτέρω, κατά την παρέλευση της τρίμηνης προθεσμίας η προσφεύγουσα δεν είχε προσκομίσει επαρκείς αποδείξεις περί του ότι πληρούσε ιδίως την προϋπόθεση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, πρώτη περίπτωση, δεύτερη υποπερίοδος, του βασικού κανονισμού. Μάλιστα, σε εκείνο το χρονικό σημείο τα θεσμικά όργανα διέθεταν σοβαρές ενδείξεις περί του ότι η προσφεύγουσα δεν πληρούσε την εν λόγω προϋπόθεση.

121    Κανένα από τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας δεν μπορεί να κλονίσει το συμπέρασμα αυτό.

122    Πρώτον, οι εκτιμήσεις σχετικά με τον εξαγωγικό δασμό στο βενζόλιο και τη μη επιστροφή του ΦΠΑ κατά την εξαγωγή αφορούν επίσης το ζήτημα κατά πόσον η τιμή αγοράς βενζολίου από την προσφεύγουσα αντανακλούσε σε μεγάλο βαθμό τις τιμές της αγοράς, κάτι που είχε αμφισβητηθεί πριν από την παρέλευση της τρίμηνης προθεσμίας.

123    Δεύτερον, όπως ορθώς επισημαίνει το Συμβούλιο, οι υπολογισμοί σχετικά με το περιθώριο ντάμπινγκ που προσκομίστηκαν από την προσφεύγουσα στο υπόμνημα απαντήσεως είναι απλώς οι δικοί της υπολογισμοί. Δεν προκύπτει από κάτι τέτοιο ότι αν η απόφαση περί ΚΟΑ είχε ληφθεί εντός της σχετικής προθεσμίας το Συμβούλιο θα ήταν υποχρεωμένο να δεχτεί τους εν λόγω υπολογισμούς ούτε να προβεί σε παρόμοιους υπολογισμούς. Εξάλλου, οι υπολογισμοί αυτοί φαίνεται να εδράζονται επί της παραδοχής ότι η προσφεύγουσα έπρεπε να υπαχθεί σε ΚΟΑ, καθώς φαίνεται ότι προβαίνουν σε έλεγχο μεταξύ της τιμής πωλήσεως στην εσωτερική αγορά της Κίνας και της τιμής πωλήσεως για τις εξαγωγές. Η παραδοχή, όμως, αυτή πρέπει να απορριφθεί, βάσει όσων προηγήθηκαν.

124    Τρίτον, σε αντίθεση προς ό,τι φαίνεται να υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η νομολογία στην οποία αναφέρεται δεν επιτρέπει το συμπέρασμα ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός πρέπει να απορριφθεί λόγω του ότι, καθώς η απόφαση σχετικά με το ΚΟΑ ελήφθη μετά την παρέλευση της τρίμηνης προθεσμίας, η Επιτροπή διέθετε όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για τον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ σε περίπτωση αναγνωρίσεως ΚΟΑ (αποφάσεις της 14ης Νοεμβρίου 2006, Nanjing Metalink κατά Συμβουλίου, T‑138/02, EU:T:2006:343, σκέψη 44· της 18ης Μαρτίου 2009, Shanghai Excell M&E Enterprise και Shanghai Adeptech Precision κατά Συμβουλίου, T‑299/05, EU:T:2009:72, σκέψη 127, και της 10ης Οκτωβρίου 2012, Shanghai Biaowu High-Tensile Fastener και Shanghai Prime Machinery κατά Συμβουλίου, T‑170/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:531, σκέψη 50).

125    Αυτό που προκύπτει, στην πραγματικότητα, από τη νομολογία αυτή είναι ότι η τελευταία φράση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού εμποδίζει τα θεσμικά όργανα, ενώ έχουν ήδη λάβει απόφαση σχετικά με το ΚΟΑ, να επανεξετάσουν σε μεταγενέστερο στάδιο την αρχική αυτή απόφαση με κριτήριο τις συνέπειές της επί του υπολογισμού του περιθωρίου ντάμπινγκ. Τα θεσμικά όργανα μπορούν, όμως, να επανεξετάσουν την αρχική αυτή απόφαση, αν προσκομισθούν νέα στοιχεία ή και χωρίς να υπάρχουν νέα στοιχεία, σε ορισμένες περιστάσεις, υπό το πρίσμα των αρχών της νομιμότητας και της χρηστής διοικήσεως (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 18ης Μαρτίου 2009, Shanghai Excell M&E Enterprise και Shanghai Adeptech Precision κατά Συμβουλίου, T‑299/05, EU:T:2009:72, σκέψη 127, και της 8ης Νοεμβρίου 2011, Zhejiang Harmonic Hardware Products κατά Συμβουλίου, T‑274/07, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:639, σκέψεις 37 έως 39). Εν πάση περιπτώσει, αρκεί η διαπίστωση ότι, εν προκειμένω, τα θεσμικά όργανα δεν επανεξέτασαν την απόφαση σχετικά με το ΚΟΑ καθώς το καθεστώς αυτό δεν είχε αναγνωρισθεί κατά τη διάρκεια της έρευνας της μερικής ενδιάμεσης επανεξετάσεως.

126    Βάσει των προεκτεθέντων, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 20, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

127    Με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως η προσφεύγουσα προβάλλει παράβαση του άρθρου 20, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

128    Ειδικότερα, αναφέρει ότι στο τελικό ενημερωτικό έγγραφο της 11ης Απριλίου 2012 η Επιτροπή επισήμανε ότι η κανονική αξία είχε καθοριστεί βάσει πληροφοριών που είχαν ληφθεί από συνεργαζόμενο παραγωγό σε ανάλογη χώρα και συγκεκριμένα στην Αργεντινή. Παρότι ο εν λόγω παραγωγός διέθετε το επίμαχο προϊόν στην εσωτερική του αγορά, αποφασίσθηκε, λόγω των διαφορών στη μέθοδο παραγωγής μεταξύ της Αργεντινής και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, να γίνει κατασκευή της κανονικής αξίας και να μη χρησιμοποιηθεί η τιμή πωλήσεως στην εσωτερική αγορά. Ως εκ τούτου, η κανονική αξία για το L+ τρυγικό οξύ που παρασκευαζόταν από τον Αργεντινό παραγωγό κατασκευάσθηκε με βάση το κόστος παραγωγής στην Αργεντινή, ενώ ελήφθησαν υπόψη οι διαφορές στη μέθοδο παραγωγής. Δεδομένου ότι ο Αργεντινός παραγωγός δεν παρασκεύαζε DL τρυγικό οξύ, η κανονική αξία του DL τρυγικού οξέος κατασκευάστηκε με βάση τη διαφορά τιμής που διαπιστώθηκε μεταξύ των δύο τύπων προϊόντος. Στο ενημερωτικό έγγραφο αναφερόταν ότι για λόγους απορρήτου δεν ήταν δυνατόν να παρασχεθούν λεπτομερέστερες πληροφορίες ως προς την κανονική αξία, καθώς ένας μόνο Αργεντινός παραγωγός είχε συνεργασθεί πλήρως κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.

129    Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι στις από 25 Απριλίου 2012 παρατηρήσεις της επί του τελικού ενημερωτικού εγγράφου επισήμανε ότι η Επιτροπή δεν είχε προσκομίσει ουσιώδεις πληροφορίες σχετικά με τη μέθοδο υπολογισμού της κανονικής αξίας για το DL τρυγικό οξύ, ιδίως σχετικά με την πηγή των τιμών του L+ τρυγικού οξέος και του DL τρυγικού οξέος και σχετικά με τους παράγοντες που επηρέασαν τη σύγκριση των τιμών.

130    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η απόρριψη, στην αιτιολογική σκέψη 38 του προσβαλλόμενου κανονισμού, του αιτήματός της σχετικά με την κατασκευή της κανονικής αξίας του DL τρυγικού οξέος, με την αιτιολογία ότι θα ήταν αδύνατο να παρασχεθούν τέτοιες πληροφορίες χωρίς να αποκαλυφθούν οι μέθοδοι παραγωγής και το κόστος παραγωγής του επίμαχου Αργεντινού παραγωγού, συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και παράβαση του άρθρου 20, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού.

131    Η προσφεύγουσα επισημαίνει, συναφώς, ότι, καθώς ο παραγωγός στην ανάλογη χώρα δεν παρασκεύαζε DL τρυγικό οξύ, φαίνεται ότι για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας του τρυγικού οξέος τα θεσμικά όργανα αρχικά συνέκριναν ορισμένες τιμές του L+ τρυγικού οξέος και του DL τρυγικού οξέος και στη συνέχεια εφάρμοσαν τη διαφορά αυτή επί της κανονικής αξίας που υπολογίσθηκε για το L+ τρυγικό οξύ στην ανάλογη χώρα. Δεν ήταν όμως δυνατόν να αξιολογήσει αν ήταν ακριβής η σύγκριση τιμών στην οποία προέβη ο προσβαλλόμενος κανονισμός μεταξύ L+ τρυγικού οξέος και DL τρυγικού οξέος. Επιπλέον, κατά την προσφεύγουσα, τα στοιχεία που αφορούσαν το DL τρυγικό οξύ δεν μπορούσαν να αποτελούν εμπιστευτικές πληροφορίες του παραγωγού της ανάλογης χώρας, δεδομένου ότι ο παραγωγός αυτός δεν παρασκευάζει το εν λόγω προϊόν. Εν πάση περιπτώσει, οι εμπιστευτικές πληροφορίες θα μπορούσαν να γνωστοποιηθούν υπό μορφή περιλήψεως ή με την παράθεση μιας τάξεως μεγέθους και όχι ακριβών αριθμητικών στοιχείων.

132    Το Συμβούλιο απαντά ότι ο ισχυρισμός αυτός είναι αόριστος και αβάσιμος. Είχε γνωστοποιήσει τη μεθοδολογία και είχε εξηγήσει ποιοι παράγοντες είχαν προσαρμοσθεί. Ειδικότερα, στον προσβαλλόμενο κανονισμό σημειώθηκε ότι τα θεσμικά όργανα χρησιμοποίησαν το κόστος παραγωγής του L+ τρυγικού οξέος του παραγωγού της ανάλογης χώρας, αντικατέστησαν το κόστος της πρώτης ύλης στην Αργεντινή από μια μέση τιμή αγοράς για το βενζόλιο και έγινε προσαρμογή στα έξοδα πωλήσεως, καθώς και στα διοικητικά και λοιπά γενικά έξοδα του παραγωγού της ανάλογης χώρας. Για το DL τρυγικό οξύ ο προσβαλλόμενος κανονισμός έλαβε υπόψη τη διαφορά τιμής μεταξύ του L+ τρυγικού οξέος και του DL τρυγικού οξέος προκειμένου να κατασκευασθεί η κανονική αξία. Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι δεν μπορεί να παράσχει τα στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν στους υπολογισμούς της κανονικής αξίας του L+ τρυγικού οξέος χωρίς να αποκαλυφθούν εμπιστευτικές εμπορικές πληροφορίες σχετικές με τον παραγωγό της ανάλογης χώρας.

133    Στο υπόμνημα απαντήσεως το Συμβούλιο προσέθεσε ότι ήταν προφανές ότι τα θεσμικά όργανα είχαν στηριχθεί στις τιμές των εξαγωγών από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας προκειμένου να υπολογίσουν τη διαφορά τιμής μεταξύ του L+ τρυγικού οξέος και του DL τρυγικού οξέος.

134    Το Συμβούλιο και η Επιτροπή, απαντώντας σε ερωτήσεις που τέθηκαν από το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, διευκρίνισαν ότι για τον υπολογισμό της διαφοράς τιμής μεταξύ του L+ τρυγικού οξέος και του DL τρυγικού οξέος είχαν στηριχθεί στις τιμές που εφάρμοζε ο προσφεύγων και ο έτερος Κινέζος παραγωγός-εξαγωγέας που συνεργάσθηκε. Δεδομένου ότι οι τιμές της προσφεύγουσας ήταν το ένα εκ των δύο στοιχείων για τον υπολογισμό της διαφοράς αυτής, αν τα θεσμικά όργανα είχαν χορηγήσει τα στοιχεία αυτά, η προσφεύγουσα θα μπορούσε να υπολογίσει τις τιμές του ανταγωνιστή της, οι οποίες ήταν ευαίσθητες εμπορικές πληροφορίες.

135    Οι παρεμβαίνουσες εταιρίες φρονούν ότι τα θεσμικά όργανα είχαν το δικαίωμα να αρνηθούν να κοινοποιήσουν ευαίσθητες εμπορικές πληροφορίες σχετικές με το κόστος παραγωγής ανταγωνιστή.

136    Στις παρατηρήσεις της επί του υπομνήματος παρεμβάσεως η προσφεύγουσα διευκρινίζει ότι δεν ζήτησε πληροφορίες σχετικές με τον παραγωγό της ανάλογης χώρας.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

137    Με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως η προσφεύγουσα προβάλλει προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και παράβαση του άρθρου 20, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, στο μέτρο που τα θεσμικά όργανα δεν της γνωστοποίησαν σημαντικές πληροφορίες ως προς τη μέθοδο υπολογισμού της κανονικής αξίας για το DL τρυγικό οξύ, ιδίως πληροφορίες σχετικά με την πηγή των τιμών του L+ τρυγικού οξέος και του DL τρυγικού οξέος καθώς και με τους παράγοντες που επηρεάζουν τη σύγκριση τιμών.

138    Κατά το άρθρο 20, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, τα μέρη δύνανται να ζητούν την τελική αποκάλυψη των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και του σκεπτικού επί τη βάσει των οποίων διατυπώνεται εισήγηση για την επιβολή οριστικών μέτρων ή για την περάτωση της έρευνας ή της διαδικασίας άνευ επιβολής μέτρων.

139    Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας σε κάθε διαδικασία που κινείται κατά προσώπου και δύναται να καταλήξει σε βλαπτική πράξη συνιστά θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης η οποία πρέπει να διασφαλίζεται, ακόμη και ελλείψει οποιασδήποτε ρυθμίσεως σχετικά με τη διαδικασία (βλ. απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2009, Foshan Shunde Yongjian Housewares & Hardware κατά Συμβουλίου, C‑141/08 P, EU:C:2009:598, σκέψη 83 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Η αρχή αυτή είναι κεφαλαιώδους σημασίας στις διαδικασίες αντιντάμπινγκ (βλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2012, Συμβούλιο και Επιτροπή κατά Interpipe Niko Tube και Interpipe NTRP, C‑191/09 P και C‑200/09 P, EU:C:2012:78, σκέψη 77 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

140    Βάσει της αρχής αυτής, κατά τη διοικητική διαδικασία, πρέπει να παρέχεται στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις η δυνατότητα να γνωστοποιούν κατά τρόπο αποτελεσματικό την άποψή τους σχετικά με το υποστατό και τη σημασία των προβαλλόμενων πραγματικών περιστατικών και καταστάσεων και με τα αποδεικτικά στοιχεία που χρησιμοποίησε η Επιτροπή προς στήριξη του ισχυρισμού της για την ύπαρξη πρακτικής ντάμπινγκ και της ζημίας που προκύπτει από αυτήν (απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2012, Συμβούλιο και Επιτροπή κατά Interpipe Niko Tube και Interpipe NTRP, C‑191/09 P και C‑200/09 P, EU:C:2012:78, σκέψη 76).

141    Επιπλέον, κατά τη νομολογία, κατά την εκπλήρωση του καθήκοντος πληροφορήσεως, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης πρέπει να ενεργούν με τη δέουσα επιμέλεια, επιδιώκοντας να δίνουν στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις –στον βαθμό που η τήρηση του επιχειρηματικού απορρήτου διασφαλίζεται– πληροφορίες χρήσιμες για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους και επιλέγοντας, ενδεχομένως οίκοθεν, τους ενδεδειγμένους για την ανακοίνωση αυτή τρόπους (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 20ής Μαρτίου 1985, Timex κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, 264/82, EU:C:1985:119, σκέψη 30· της 27ης Ιουνίου 1991, Al-Jubail Fertilizer κατά Συμβουλίου, C‑49/88, EU:C:1991:276, σκέψη 17, και της 3ης Οκτωβρίου 2000, Industrie des poudres sphériques κατά Συμβουλίου, C‑458/98 P, EU:C:2000:531, σκέψη 99).

142    Η υποχρέωση ενημερώσεως που υπέχουν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης στον τομέα του αντιντάμπινγκ πρέπει να συμβαδίζει με την υποχρέωση σεβασμού των εμπιστευτικών πληροφοριών (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 25ης Σεπτεμβρίου 1997, Shanghai Bicycle κατά Συμβουλίου, T‑170/94, EU:T:1997:134, σκέψη 121, και της 18ης Δεκεμβρίου 1997, Ajinomoto και NutraSweet κατά Συμβουλίου, T‑159/94 και T‑160/94, EU:T:1997:209, σκέψη 83). Η υποχρέωση σεβασμού των εμπιστευτικών πληροφοριών δεν μπορεί όμως να καθιστά άνευ περιεχομένου τα δικαιώματα άμυνας (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 20ής Μαρτίου 1985, Timex κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, 264/82, EU:C:1985:119, σκέψη 29).

143    Από τη νομολογία προκύπτει, επίσης, ότι το κατά πόσον είναι επαρκείς οι πληροφορίες που προσκομίστηκαν από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης πρέπει να αξιολογείται σε συνάρτηση με τον βαθμό στον οποίο εξειδικεύονται οι ζητούμενες πληροφορίες (απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 1997, Ajinomoto και NutraSweet κατά Συμβουλίου, T‑159/94 και T‑160/94, EU:T:1997:209, σκέψη 93).

144    Υπενθυμίζεται ότι δεν μπορεί να επιβληθεί στην προσφεύγουσα η υποχρέωση να αποδείξει ότι η απόφαση των θεσμικών οργάνων θα ήταν διαφορετική αλλά μόνον ότι τούτο δεν μπορεί να αποκλειστεί εντελώς, εφόσον θα είχε τη δυνατότητα να αμυνθεί αποτελεσματικότερα αν δεν είχε μεσολαβήσει μια τέτοια διαδικαστική παρατυπία που επηρέασε με τόσο συγκεκριμένο τρόπο τα δικαιώματα άμυνας (απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2012, Συμβούλιο και Επιτροπή κατά Interpipe Niko Tube και Interpipe NTRP, C‑191/09 P και C‑200/09 P, EU:C:2012:78, σκέψεις 78 και 79).

145    Η προσφεύγουσα υποχρεούται, όμως, να αποδείξει συγκεκριμένα με ποιον τρόπο θα μπορούσε να ασκήσει αποτελεσματικότερα την άμυνά της αν δεν υπήρχε η εν λόγω παρατυπία, χωρίς να περιορίζεται, απλώς, στην επίκληση της αδυναμίας της να υποβάλει παρατηρήσεις επί υποθετικών καταστάσεων (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 9ης Ιουνίου 2016, Growth Energy και Renewable Fuels Association κατά Συμβουλίου, T‑276/13, EU:T:2016:340, σκέψη 264).

146    Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι κατά το τελικό ενημερωτικό έγγραφο, δεδομένου ότι ο Αργεντινός παραγωγός δεν παρασκεύαζε DL τρυγικό οξύ, η κανονική αξία κατασκευάστηκε με βάση τη διαφορά τιμής που διαπιστώθηκε μεταξύ των δύο τύπων προϊόντος. Με τις παρατηρήσεις της επί του τελικού ενημερωτικού εγγράφου η προσφεύγουσα ζήτησε πληροφορίες ειδικά ως προς τη μέθοδο υπολογισμού της κανονικής αξίας για το DL τρυγικό οξύ, ιδίως σχετικά με την πηγή των τιμών του L+ τρυγικού οξέος και του DL τρυγικού οξέος και σχετικά με τους παράγοντες που επηρέασαν τη σύγκριση των τιμών. Παρά την υποβολή του αιτήματος αυτού, στην αιτιολογική σκέψη 29 του προσβαλλόμενου κανονισμού, όπως και στο τελικό ενημερωτικό έγγραφο, αναφέρεται ότι δεδομένου ότι ο Αργεντινός παραγωγός δεν παρασκεύαζε DL τρυγικό οξύ, κατασκευάστηκε η κανονική αξία με βάση τη διαφορά τιμής που διαπιστώθηκε μεταξύ των δύο τύπων προϊόντος. Επιπλέον, κατά την αιτιολογική σκέψη 38 του προσβαλλόμενου κανονισμού, απορρίφθηκε το μεταγενέστερο αίτημα της προσφεύγουσας για περισσότερες πληροφορίες, επειδή θα ήταν αδύνατον να παρασχεθούν οι πληροφορίες αυτές χωρίς να αποκαλυφθούν οι μέθοδοι παραγωγής και το κόστος παραγωγής του Αργεντινού παραγωγού.

147    Από το σημείο 61 του υπομνήματος απαντήσεως προκύπτει ότι η προσφεύγουσα αντιλήφθηκε ότι για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας του DL τρυγικού οξέος τα θεσμικά όργανα αρχικά συνέκριναν ορισμένες τιμές του L+ τρυγικού οξέος και του DL τρυγικού οξέος και στη συνέχεια εφάρμοσαν τη διαφορά αυτή επί της κανονικής αξίας που υπολογίσθηκε για το L+ τρυγικό οξύ στην ανάλογη χώρα.

148    Τα θεσμικά όργανα δεν ενημέρωσαν, όμως, την προσφεύγουσα σχετικά με την προέλευση των τιμών του L+ τρυγικού οξέος και του DL τρυγικού οξέος που χρησιμοποιήθηκαν για να υπολογισθεί η διαφορά των τιμών η οποία χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας του DL τρυγικού οξέος. Το Συμβούλιο μόλις κατά το στάδιο καταθέσεως του υπομνήματος απαντήσεως ανέφερε ότι τα θεσμικά όργανα είχαν στηριχθεί στις τιμές των εξαγωγών από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας προκειμένου να υπολογίσουν τη διαφορά τιμής μεταξύ του τρυγικού οξέος L+ και του DL τρυγικού οξέος. Τα θεσμικά όργανα, απαντώντας σε ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, διευκρίνισαν το πρώτον στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι οι τιμές που χρησιμοποιήθηκαν για τη σύγκριση προέρχονταν από την ίδια την προσφεύγουσα και τον έτερο ενδιαφερόμενο παραγωγό-εξαγωγέα στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, δηλαδή από τους μόνους δύο ενδιαφερόμενους παραγωγούς-εξαγωγείς που είχαν συνεργαστεί κατά την έρευνα. Διαπιστώνεται ότι οι πληροφορίες αυτές δεν δόθηκαν στην προσφεύγουσα εγκαίρως κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας.

149    Επιπλέον, τα θεσμικά όργανα δεν γνωστοποίησαν ποτέ στην προσφεύγουσα τη διαφορά τιμής μεταξύ του L+ τρυγικού οξέος και του DL τρυγικού οξέος.

150    Δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους ότι το DL τρυγικό οξύ παράγεται μόνο στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας. Σε αντίθεση, όμως, προς όσα υποστήριξε το Συμβούλιο στο υπόμνημα απαντήσεως, δεν συνάγεται κατ’ ανάγκη από το τελικό ενημερωτικό έγγραφο ή από τον προσβαλλόμενο κανονισμό ότι οι τιμές που χρησιμοποιήθηκαν για τον υπολογισμό της διαφοράς τιμής μεταξύ του L+ τρυγικού οξέος και του DL τρυγικού οξέος προέρχονταν από παραγωγούς εγκατεστημένους στη χώρα αυτή. Κατ’ αρχήν, τίποτα δεν εμποδίζει την Επιτροπή να υπολογίσει τη διαφορά αυτή βάσει των τιμών DL τρυγικού οξέος στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας και L+ τρυγικού οξέος σε άλλες χώρες του κόσμου.

151    Από το σημείο 28 του υπομνήματος απαντήσεως προκύπτει ότι η εξήγηση του Συμβουλίου ότι δεν μπορούσε να παράσχει στην προσφεύγουσα εμπιστευτικές πληροφορίες σχετικές με τον Αργεντινό παραγωγό αφορούσε την κατασκευή της κανονικής αξίας του L+ τρυγικού οξέος και όχι τη σύγκριση των τιμών του DL τρυγικού οξέος και του L+ τρυγικού οξέος.

152    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση τα θεσμικά όργανα υποστήριξαν ότι η άρνηση γνωστοποιήσεως των πληροφοριών σχετικά με τη διαφορά τιμής μεταξύ του DL τρυγικού οξέος και του L+ τρυγικού οξέος στηριζόταν στο ότι, βάσει των πληροφοριών αυτών, η προσφεύγουσα θα ήταν σε θέση να υπολογίσει τις τιμές του ανταγωνιστή της, ήτοι του έτερου παραγωγού-εξαγωγέα, οι οποίες αποτελούσαν ευαίσθητες εμπορικές πληροφορίες.

153    Κατά τη νομολογία, η νομιμότητα πράξεως της Ένωσης πρέπει να εκτιμάται βάσει των πραγματικών και νομικών στοιχείων που υφίστανται κατά τον χρόνο εκδόσεως της πράξεως, με αποτέλεσμα το Γενικό Δικαστήριο να μην μπορεί να αντικαταστήσει δικαιολογητικό λόγο που προβλήθηκε κατά τη διαδικασία της έρευνας με διαφορετικούς λόγους που προβάλλονται το πρώτον ενώπιόν του (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 30ής Ιουνίου 2016, Jinan Meide Casting κατά Συμβουλίου, T‑424/13, EU:T:2016:378, σκέψη 150). Συνεπώς, η επίμαχη άρνηση γνωστοποιήσεως των πληροφοριών δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με την επίκληση λόγου που προβλήθηκε κατά την προφορική διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, δηλαδή την προστασία των εμπορικών συμφερόντων ανταγωνιστή της προσφεύγουσας, όπως ορθώς επισήμανε η προσφεύγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

154    Επομένως, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν παραθέτει καμία βάσιμη δικαιολογία για την άρνηση γνωστοποιήσεως των πληροφοριών που αφορούν τη διαφορά τιμής μεταξύ του DL τρυγικού οξέος και του L+ τρυγικού οξέος.

155    Επισημαίνεται ότι η διαφορά τιμών μεταξύ του L+ τρυγικού οξέος και του DL τρυγικού οξέος αποτελεί το ένα από τα βασικά στοιχεία για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας του DL τρυγικού οξέος, το δεύτερο από τα οποία είναι η αξία του L+ τρυγικού οξέος όπως αυτή κατασκευάσθηκε βάσει των πληροφοριών που προσκόμισε ο Αργεντινός παραγωγός. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι αν είχε λάβει τις πληροφορίες σχετικά με τη διαφορά των τιμών, θα ήταν σε θέση να τις συγκρίνει με τα δικά της στοιχεία, ώστε να επιβεβαιώσει αν η διαφορά των τιμών ήταν τουλάχιστον συμβατή με τα στοιχεία αυτά, κάτι που θα της επέτρεπε να αποκλείσει την ύπαρξη σημαντικών σφαλμάτων.

156    Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι κατά τη νομολογία όταν οι ενδιαφερόμενοι έχουν στη διάθεσή τους τους διενεργηθέντες από την Επιτροπή αναλυτικούς υπολογισμούς και τα στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν για τους υπολογισμούς αυτούς έχουν κατά κανόνα τη δυνατότητα να υποβάλουν πιο αποτελεσματικές για την υπεράσπισή τους παρατηρήσεις. Συγκεκριμένα, οι ενδιαφερόμενοι μπορούν στην περίπτωση αυτή να ελέγξουν επακριβώς τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποίησε τα στοιχεία αυτά η Επιτροπή και να συγκρίνουν τους υπολογισμούς της με τους δικούς τους, ώστε να εντοπίσουν τυχόν σφάλματα της Επιτροπής, τα οποία δεν θα μπορούσαν άλλως να εντοπιστούν. Εξάλλου, από την πρακτική των θεσμικών οργάνων προκύπτει ότι, και κατά τη δική τους αντίληψη, η γνωστοποίηση των σχετικών με τον καθορισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ υπολογισμών στους ενδιαφερόμενους παρέχει σε αυτούς τη δυνατότητα να ασκήσουν αποτελεσματικά τα δικαιώματα άμυνας (απόφαση της 30ής Ιουνίου 2016, Jinan Meide Casting κατά Συμβουλίου, T‑424/13, EU:T:2016:378, σκέψη 208).

157    Επιπλέον, κατά τη νομολογία που μνημονεύθηκε στη σκέψη 144 ανωτέρω, δεν μπορεί να επιβληθεί στην προσφεύγουσα η υποχρέωση να αποδείξει ότι η απόφαση των θεσμικών οργάνων θα ήταν διαφορετική, αλλά μόνο ότι τούτο δεν αποκλείεται απολύτως, εφόσον θα είχε τη δυνατότητα να αμυνθεί αποτελεσματικότερα αν δεν είχε μεσολαβήσει μια τέτοια διαδικαστική παρατυπία που επηρέασε με τόσο συγκεκριμένο τρόπο τα δικαιώματα άμυνας.

158    Εν προκειμένω πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές, δεδομένου ότι τα θεσμικά όργανα αρνήθηκαν να παράσχουν τις πληροφορίες που αφορούσαν τη διαφορά τιμών μεταξύ του DL τρυγικού οξέος και του L+ τρυγικού οξέος, χωρίς να αιτιολογήσουν επαρκώς και εγκαίρως την άρνηση αυτή. Δεν αμφισβητείται ότι η εν λόγω διαφορά είχε καθοριστική σημασία για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας του DL τρυγικού οξέος. Επιπλέον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι αν διέθετε τις πληροφορίες αυτές θα ήταν σε θέση να αποκλείσει την ύπαρξη πρόδηλων σφαλμάτων. Συνεπώς, αν δεν είχε μεσολαβήσει η εν λόγω διαδικαστική παρατυπία η προσφεύγουσα θα είχε τη δυνατότητα να αμυνθεί αποτελεσματικότερα.

159    Τέλος, στο πλαίσιο διαδικασίας αντιντάμπινγκ δεν μπορεί να υπάρξει απόλυτη υποχρέωση των θεσμικών οργάνων να αρνούνται τη γνωστοποίηση πληροφοριών που εμπίπτουν στο επαγγελματικό απόρρητο, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες περιστάσεις της υποθέσεως (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 30ής Ιουνίου 2016, Jinan Meide Casting κατά Συμβουλίου, T‑424/13, EU:T:2016:378, σκέψεις 165 και 199). Το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί, στο πλαίσιο αυτό, να προδικάσει το αποτέλεσμα στο οποίο θα κατέληγαν τα θεσμικά όργανα στο πλαίσιο της επανεξετάσεως του αιτήματος παροχής πληροφοριών σχετικά με τη διαφορά των τιμών, υπό το πρίσμα των λόγων που θα μπορούσαν εγκύρως να προβληθούν.

160    Κατά συνέπεια, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 20, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού και των δικαιωμάτων άμυνας, τα θεσμικά όργανα όφειλαν, κατ’ αρχήν, να επιτρέψουν στην προσφεύγουσα την πρόσβαση στις πληροφορίες που ζήτησε σχετικά με τη διαφορά των τιμών του DL τρυγικού οξέος και του L+ τρυγικού οξέος, δεδομένου ότι δεν προέβαλαν εγκαίρως κάποιον θεμιτό λόγο για την άρνηση της προσβάσεως στις εν λόγω πληροφορίες.

161    Βάσει των ανωτέρω, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτός.

 Επί των δικαστικών εξόδων

162    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Κατά το άρθρο 135, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, κατ’ εξαίρεση, όταν τούτο επιβάλλεται για λόγους επιείκειας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ο ηττηθείς διάδικος φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων του, μέρος μόνον των εξόδων του αντιδίκου ή ότι, ενδεχομένως, δεν πρέπει να καταδικαστεί καν στα έξοδα αυτά.

163    Δεδομένου ότι η προσφυγή έγινε εν μέρει δεκτή, αποφασίζεται, κατ’ εκτίμηση των επίδικων περιστατικών, ότι η προσφεύγουσα θα φέρει το ήμισυ των δικαστικών της εξόδων. Το Συμβούλιο φέρει τα δικαστικά του έξοδα και το ήμισυ των εξόδων της προσφεύγουσας.

164    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

165    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ο παρεμβαίνων, ακόμα και όταν είναι άλλος από τους αναφερόμενους στις παραγράφους 1 και 2 του ίδιου άρθρου, φέρει τα δικαστικά του έξοδα. Υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, πρέπει να κριθεί ότι οι παρεμβαίνουσες εταιρίες φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 626/2012 του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2012, για τροποποίηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 349/2012 σχετικά με την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές τρυγικού οξέος, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, στο μέτρο που ο κανονισμός αυτός εφαρμόζεται στην Changmao Biochemical Engineering Co. Ltd.

2)      Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης φέρει το ήμισυ των εξόδων της Changmao Biochemical Engineering καθώς και τα δικά του έξοδα.

3)      Η Changmao Biochemical Engineering φέρει το ήμισυ των δικαστικών της εξόδων.

4)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

5)      Η Distillerie Bonollo SpA, η Industria Chimica Valenzana SpA, η Distillerie Mazzari SpA, η Caviro Distillerie Srl και η Comercial Química Sarasa, SL φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Collins

Kancheva

Barents

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο την 1η Ιουνίου 2017.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.