Language of document : ECLI:EU:C:2017:329

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MELCHIOR WATHELET

της 3ης Μαΐου 2017 (1)

Υπόθεση C‑189/16

Boguslawa Zaniewicz-Dybeck

κατά

Pensionsmyndigheten

[αίτηση του Högsta förvaltningsdomstolen
(Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Σουηδία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική ασφάλιση των διακινούμενων μισθωτών και της οικογένειάς τους – Κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 – Άρθρο 46, παράγραφος 2 – Άρθρο 47, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ – Άρθρο 50 – Εγγυημένη σύνταξη – Υπολογισμός των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων – Βάση υπολογισμού – Αναλογικός υπολογισμός – Θεωρητικό ποσό»






I.      Εισαγωγή

1.        Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως της 23ης Μαρτίου 2016, την οποία υπέβαλε το Högsta förvaltningsdomstolen (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Σουηδία) και η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 4 Απριλίου 2016, αφορά την ερμηνεία του άρθρου 46, παράγραφος 2, και του άρθρου 47, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/1971 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και επικαιροποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996 (2), ως έχει μετά την τροποποίησή του με τον κανονισμό (ΕΚ) 1992/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006 (3) (στο εξής: κανονισμός 1408/71) (4).

2.        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Boguslawa Zaniewicz-Dybeck και της Αρχής Χορηγήσεως Συντάξεων [Pensionsmyndigheten] σχετικά με τον υπολογισμό συντάξεως γήρατος υπό τη μορφή εγγυημένης συντάξεως.

3.        Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, μεταξύ άλλων, κατά πόσον το άρθρο 46, παράγραφος 2, καθώς και το άρθρο 47, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 1408/71 συνεπάγονται ότι είναι δυνατόν, κατά τον υπολογισμό της σουηδικής εγγυημένης συντάξεως, να αναγνωρισθεί στις περιόδους ασφαλίσεως που έχουν πραγματοποιηθεί σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης αξία αντίστοιχη με τον μέσο όρο της αξίας που έχουν οι περίοδοι ασφαλίσεως που πραγματοποιήθηκαν στη Σουηδία.

II.    Το νομικό πλαίσιο

A.      Το δίκαιο της Ένωσης

4.        Το άρθρο 4 του κανονισμού 1408/71, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής καθ’ ύλη» έχει ως εξής:

«[…]

2. Ο παρών κανονισμός ισχύει για τα γενικά και ειδικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως, με ή χωρίς συνεισφορά […]»

[…]».

5.        Υπό τον τίτλο ΙΙΙ, που επιγράφεται «Ειδικές διατάξεις για τις διάφορες κατηγορίες παροχών», το κεφάλαιο 3 του κανονισμού 1408/71, που φέρει τον τίτλο «Γήρας και θάνατος (συντάξεις)», περιλαμβάνει τα άρθρα 44 έως 51α.

6.        Το άρθρο 44 του κανονισμού αυτού, με τίτλο «Γενικές διατάξεις περί εκκαθαρίσεως παροχών, όταν ο μισθωτός ή μη μισθωτός έχει υπαχθεί στη νομοθεσία δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών», ορίζει τα εξής:

«1.      Τα δικαιώματα παροχών μισθωτού ή μη μισθωτού, ο οποίος έχει υπαχθεί στη νομοθεσία δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών, ή των επιζώντων του, καθορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου.

[…]»

7.        Το άρθρο 46 του εν λόγω κανονισμού, με τίτλο «Εκκαθάριση παροχών», ορίζει τα εξής:

«[…]

2.      Όταν οι προϋποθέσεις, που απαιτούνται από τη νομοθεσία κράτους μέλους για την απόκτηση δικαιώματος παροχών, πληρούνται μόνο μετά την εφαρμογή του άρθρου 45 ή/και του άρθρου 40 παράγραφος 3, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες:

α)      ο αρμόδιος φορέας υπολογίζει το θεωρητικό ποσό της παροχής την οποία θα μπορούσε να διεκδικήσει ο ενδιαφερόμενος, εάν όλες οι περίοδοι ασφαλίσεως ή/και κατοικίας που πραγματοποιήθηκαν υπό τις νομοθεσίες των κρατών μελών στις οποίες είχε υπαχθεί ο εργαζόμενος (μισθωτός ή μη μισθωτός) είχαν πραγματοποιηθεί στο εν λόγω κράτος μέλος και υπό τη νομοθεσία που εφαρμόζεται κατά την ημερομηνία της εκκαθαρίσεως της παροχής. Αν, κατά τη νομοθεσία αυτή, το ποσό της παροχής είναι ανεξάρτητο από τη διάρκεια των περιόδων που πραγματοποιήθηκαν, το ποσό αυτό λαμβάνεται ως το θεωρητικό ποσό που αναφέρεται στο παρόν στοιχείο·

β)      ο αρμόδιος φορέας προσδιορίζει κατόπιν το πραγματικό ποσό της παροχής, βάσει του θεωρητικού ποσού που αναφέρεται στο προηγούμενο εδάφιο, κατ’ αναλογία της διάρκειας των περιόδων ασφαλίσεως ή κατοικίας που πραγματοποιήθηκαν πριν από την επέλευση του κινδύνου, υπό τη νομοθεσία που εφαρμόζει, εν σχέσει προς τη συνολική διάρκεια των περιόδων ασφαλίσεως και κατοικίας που πραγματοποιήθηκαν πριν από την επέλευση του κινδύνου υπό τις νομοθεσίες όλων των κρατών μελών στις οποίες έχει υπαχθεί ο ενδιαφερόμενος·

[…]».

8.        Το άρθρο 47, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, με τίτλο «Συμπληρωματικές διατάξεις για τον υπολογισμό των παροχών» ορίζει τα εξής:

«1.      «Για τον υπολογισμό του θεωρητικού ποσού και του κατ’ αναλογία ποσού που αναφέρονται στο άρθρο 46, παράγραφος 2, ισχύουν οι ακόλουθοι κανόνες:

[…]

δ)      ο αρμόδιος φορέας κράτους μέλους του οποίου η νομοθεσία προβλέπει ότι ο υπολογισμός των παροχών βασίζεται επί του ποσού των απολαβών, των εισφορών ή των προσαυξήσεων, προσδιορίζει τις απολαβές, τις εισφορές ή τις προσαυξήσεις που πρέπει να ληφθούν υπόψη σχετικά με τις περιόδους ασφαλίσεως ή κατοικίας που πραγματοποιήθηκαν υπό τις νομοθεσίες άλλων κρατών μελών, βάσει του μέσου όρου των απολαβών, των εισφορών ή των προσαυξήσεων, ο οποίος διαπιστώνεται για τις περιόδους ασφαλίσεως που πραγματοποιήθηκαν υπό τη νομοθεσία που αυτός ο φορέας εφαρμόζει·

[…]».

9.        Το άρθρο 50 του κανονισμού 1408/71, με τον τίτλο «Χορήγηση συμπληρώματος όταν το ποσό των παροχών που οφείλονται κατά τις νομοθεσίες των διαφόρων κρατών μελών δεν φθάνει το κατώτατο όριο που προβλέπει η νομοθεσία του κράτους στο έδαφος του οποίου κατοικεί ο δικαιούχος» έχει ως εξής:

«Ο δικαιούχος παροχών, επί του οποίου εφαρμόσθηκε το παρόν κεφάλαιο, δεν δύναται, στο κράτος στου οποίου το έδαφος κατοικεί και κατά τη νομοθεσία του οποίου του οφείλεται παροχή, να εισπράξει ποσό παροχών μικρότερο από την ελάχιστη παροχή που ορίζεται από την εν λόγω νομοθεσία για περίοδο ασφαλίσεως ή κατοικίας ίση με το σύνολο των περιόδων που ελήφθησαν υπόψη για την εκκαθάριση σύμφωνα με τις διατάξεις των προηγουμένων άρθρων. Ο αρμόδιος φορέας του κράτους αυτού του καταβάλλει, ενδεχομένως, καθ’ όλη τη διάρκεια της κατοικίας του στο έδαφος του κράτους αυτού, συμπλήρωμα ίσο με τη διαφορά μεταξύ του ποσού των παροχών που οφείλονται δυνάμει του παρόντος κεφαλαίου και του ποσού της ελάχιστης παροχής.»

B.      Το σουηδικό δίκαιο

10.      Το σουηδικό συνταξιοδοτικό σύστημα απαρτίζεται από διάφορα μέρη. Η υπό κρίση υπόθεση αφορά τη σύνταξη γήρατος βάσει του γενικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως υπό τη μορφή της αναλογικής συντάξεως, της επικουρικής συντάξεως και της εγγυημένης συντάξεως.

11.      Η αναλογική σύνταξη και η επικουρική σύνταξη είναι συντάξεις που συνδέονται με το εισόδημα. Είναι παροχές με χαρακτήρα κυρίως ανταποδοτικό και συνδέονται με την απασχόληση.

12.      Η εγγυημένη σύνταξη είναι παροχή που συνδέεται με τον τόπο διαμονής και χρηματοδοτείται μέσω της φορολογίας. Σκοπός της είναι η παροχή μιας νέας βασικής προστασίας για τα πρόσωπα που έχουν χαμηλό ή και καθόλου εισόδημα. Κατά το αιτούν δικαστήριο, η εν λόγω σύνταξη, που καθορίζεται ανάλογα με τα λοιπά εισοδήματα από σύνταξη, έχει τον χαρακτήρα κοινωνικής παροχής. Κατά συνέπεια, μειώνεται κλιμακωτά σε συνάρτηση με τη λήψη αναλογικής συντάξεως, επικουρικής συντάξεως και ορισμένων άλλων παροχών. Πρόσωπο του οποίου τα εισοδήματα από συντάξεις και τις προαναφερθείσες παροχές υπερβαίνουν ορισμένο ποσό δεν δικαιούται εγγυημένης συντάξεως.

13.      Οι εφαρμοστέες στην υπό κρίση υπόθεση εθνικές διατάξεις περί εγγυημένης συντάξεως είναι οι διατάξεις του lagen (1998:702) om garantipension [νόμος (1998:702) περί εγγυημένης συντάξεως], ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον socialförsakringsbalken [νόμος (2010:110) περί του Κώδικα Κοινωνικής Ασφαλίσεως, στο εξής: SFB].

14.      Το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι το άρθρο 15 του κεφαλαίου 67 του SFB ορίζει ότι «ως βάση για τον υπολογισμό της εγγυημένης συντάξεως […] λαμβάνεται η σύνταξη γήρατος βάσει εισοδήματος την οποία δικαιούται ο ασφαλισμένος για τα ίδια χρόνια ασφαλίσεως, με τις τροποποιήσεις και συμπληρώσεις που προβλέπονται σε συγκεκριμένες παραγράφους [των άρθρων 16 έως 20, του κεφαλαίου 67, του SFB] (βάση υπολογισμού)» (5).

15.      Το βασικό ποσό της εγγυημένης συντάξεως ορίζεται στο άρθρο 7 του κεφαλαίου 2 του SFB. Το ποσό αυτό συνδέεται τιμαριθμικά με το γενικό επίπεδο τιμών. Κατά τo κρίσιμο για την υπό κρίση υπόθεση έτος, το ποσό αυτό ανερχόταν σε 39 400 SEK.

16.      Για τον καθορισμό του οριστικού ποσού της εγγυημένης συντάξεως, το βασικό ποσό υπόκειται στις αυξήσεις και μειώσεις που προβλέπονται από τα άρθρα 23 και 24 του κεφαλαίου 67 του SFB.

17.      Η εγγυημένη σύνταξη χορηγείται σε όσους έχουν συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας τους και όσους έχουν πραγματοποιήσει περίοδο ασφαλίσεως τουλάχιστον τριών ετών. Επιπλέον, η περίοδος ασφαλίσεως καθορίζεται σε συνάρτηση με το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο ενδιαφερόμενος κατοικούσε στη Σουηδία. Το άρθρο 25 του κεφαλαίου 67 του SFB ορίζει ότι, για τους ασφαλισμένους που δεν έχουν συμπληρώσει 40 έτη ασφαλίσεως για τη χορήγηση εγγυημένης συντάξεως, όλα τα ποσά που συνδέονται με το βασικό ποσό και απαριθμούνται στα άρθρα 21 έως 24 μειώνονται κατά ποσοστό αντίστοιχο προς τον λόγο της περιόδου ασφαλίσεως προς τον αριθμό 40 (αναλογικός υπολογισμός).

18.      Το Försäkringskassan (Εθνικό Ταμείο Ασφαλίσεων, Σουηδία), το οποίο κατά το παρελθόν ήταν αρμόδιο για ορισμένα θέματα σχετικά με τις συντάξεις γήρατος, ανέφερε σε εσωτερική του εγκύκλιο (εγκύκλιος αριθ. 2 του 2007, στο εξής: εγκύκλιος) ότι «[κ]ατά τον αναλογικό υπολογισμό, μεταξύ άλλων, των εγγυημένων συντάξεων υπό τη μορφή συντάξεων γήρατος για πρόσωπα τα οποία γεννήθηκαν από το έτος 1938 και έπειτα, το Εθνικό Ταμείο Ασφαλίσεων πρέπει, κατά τον υπολογισμό του θεωρητικού ποσού, να αναγνωρίζει για κάθε περίοδο ασφαλίσεως που πραγματοποιήθηκε σε άλλα κράτη μέλη, συνταξιοδοτική αξία αντίστοιχη με τον μέσο όρο της συνταξιοδοτικής αξίας των περιόδων ασφαλίσεως που πραγματοποιήθηκαν στη Σουηδία. Από την 1η Ιανουαρίου 2010, αρμόδια για το σύνολο των θεμάτων που αφορούν τη σύνταξη γήρατος βάσει του γενικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως είναι η [Αρχή Χορηγήσεως Συντάξεων]. Η προαναφερθείσα […] εγκύκλιος εξακολουθεί να αποτελεί κατευθυντήρια γραμμή για την εν λόγω Αρχή κατά την έκδοση των αποφάσεών της» (6).

19.      Κατά το αιτούν δικαστήριο, μετά την έκδοση της εγκυκλίου, το Εθνικό Ταμείο Ασφαλίσεων προέβη στον υπολογισμό της εγγυημένης συντάξεως, αναγνωρίζοντας για κάθε περίοδο ασφαλίσεως που είχε πραγματοποιηθεί σε άλλο κράτος μέλος συνταξιοδοτική αξία αντίστοιχη με τον μέσο όρο της συνταξιοδοτικής αξίας των περιόδων ασφαλίσεως που είχαν πραγματοποιηθεί στη Σουηδία.

III. Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

20.      Η B. Zaniewicz-Dybeck, πολωνικής ιθαγένειας, γεννήθηκε το 1940 και εγκατέλειψε την Πολωνία για να εγκατασταθεί στη Σουηδία το 1980. Εργάστηκε επί 19 έτη στην Πολωνία, και ήταν επί 24 έτη κάτοικος Σουηδίας, όπου και εργάστηκε επί 23 έτη.

21.      Στις 5 Αυγούστου 2008, το Εθνικό Ταμείο Ασφαλίσεων αποφάνθηκε επί της αιτήσεως χορηγήσεως συντάξεως γήρατος βάσει του γενικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως που υπέβαλε η B. Zaniewicz-Dybeck και, στο πλαίσιο αυτό, καθόρισε το ποσό της εγγυημένης συντάξεως σε 0 SEK.

22.      Με απόφαση που εξέδωσε την 1η Σεπτεμβρίου 2008 επί σχετικής διοικητικής ενστάσεως, το Εθνικό Ταμείο Ασφαλίσεων επικύρωσε την πρώτη του απόφαση με την αιτιολογία ότι η B. Zaniewicz-Dybeck είχε πραγματοποιήσει περιόδους ασφαλίσεως τόσο στη Σουηδία όσο και στην Πολωνία. Εξαιτίας αυτού, η εγγυημένη σύνταξη υπολογίστηκε εν μέρει βάσει των σουηδικών εθνικών διατάξεων και εν μέρει σύμφωνα με την αρχή του αναλογικού υπολογισμού που προβλέπει το άρθρο 46, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71.

23.      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, βάσει των εισοδημάτων της B. Zaniewicz-Dybeck ύψους 75 216 SEK, αρχικά αποδόθηκε στη σουηδική σύνταξη ετήσια αξία ύψους 3 134 SEK (75 216 SEK/24) για 24 έτη ασφαλίσεως στη Σουηδία. Εν συνεχεία το ποσό αυτό πολλαπλασιάστηκε με τη μέγιστη διάρκεια ασφαλίσεως που προβλέπεται για την εγγυημένη σύνταξη, ήτοι 40 έτη (3 134 SEK x 40 = 125 360 SEK). Οι σουηδικές αρχές έκριναν ότι το ποσό που θα έπρεπε να καταβληθεί στην B. Zaniewicz-Dybeck ήταν υπερβολικά υψηλό για να της χορηγηθεί εγγυημένη σύνταξη.

24.      Η B. Zaniewicz-Dybeck προσέφυγε κατά της αποφάσεως του Εθνικού Ταμείου Ασφαλίσεων ενώπιον του Förvaltningsrätten i Stockholm (διοικητικό πρωτοδικείο Στοκχόλμης, Σουηδία) που έκρινε ότι ο υπολογισμός στον οποίο είχε προβεί το Εθνικό Ταμείο Ασφαλίσεων ήταν σύμφωνος προς τον κανονισμό 1408/71 και απέρριψε την προσφυγή. Η Β. Zaniewicz-Dybeck άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως του Förvaltningsrätten i Stockholm (διοικητικό πρωτοδικείο Στοκχόλμης) ενώπιον του Kammarrätten i Stockholm (διοικητικό εφετείο Στοκχόλμης, Σουηδία) το οποίο απέρριψε την έφεση.

25.      Κατόπιν αυτού η Β. Zaniewicz-Dybeck άσκησε αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Υποστηρίζει ότι το θεωρητικό ποσό της εγγυημένης συντάξεως έπρεπε να υπολογιστεί βάσει του κανονισμού 1408/71, χωρίς να εφαρμοστεί η εγκύκλιος του Εθνικού Ταμείου Ασφαλίσεων. Κατά τη Β. Zaniewicz-Dybeck, δεδομένου ότι η σουηδική εγγυημένη σύνταξη βασίζεται αποκλειστικά στη συνολική διάρκεια των περιόδων ασφαλίσεως, με αντίστοιχη αφαίρεση της προσδιορισθείσας σουηδικής συντάξεως που συνδέεται με το εισόδημα, το άρθρο 47, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 1408/71 δεν εφαρμόζεται στον υπολογισμό της εγγυημένης συντάξεως. Από την πλευρά της Β. Zaniewicz-Dybeck επισημάνθηκε ότι η μέθοδος υπολογισμού που προβλέπει η εγκύκλιος θέτει σε μειονεκτική θέση πολλούς μετανάστες από άλλα κράτη της Ένωσης που λαμβάνουν χαμηλή σύνταξη συνδεόμενη με το εισόδημα.

26.      Κατά την άποψη της Αρχής Χορηγήσεως Συντάξεων, με τις περιόδους ασφαλίσεως που έχει πραγματοποιήσει σε άλλο κράτος μέλος, ο δικαιούχος κατοχυρώνει συνταξιοδοτικό δικαίωμα σε εκείνο το κράτος μέλος και, δεδομένου ότι η εγγυημένη σύνταξη έχει συμπληρωματικό χαρακτήρα, ο υπολογισμός της συντάξεως χωρίς εφαρμογή του άρθρου 47, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 1408/71, θα είχε ως συνέπεια ο δικαιούχος συντάξεως που έχει πραγματοποιήσει περιόδους ασφαλίσεως σε άλλο κράτος μέλος να λαμβάνει υπερβολικά υψηλή αντιστάθμιση, καθόσον η εγγυημένη σύνταξή του θα είναι υψηλότερη από αυτήν ενός δικαιούχου που δεν έχει πραγματοποιήσει τέτοιες περιόδους ασφαλίσεως.

27.      Επιπλέον, κατά την εν λόγω Αρχή, αν δεν υπήρχε η δυνατότητα να αναγνωρισθεί συνταξιοδοτική αξία στις περιόδους ασφαλίσεως που πραγματοποιήθηκαν στην αλλοδαπή τούτο θα είχε ως συνέπεια να αποδίδεται σε αυτές χαμηλότερη αξία σε σχέση με τις αντίστοιχες περιόδους ασφαλίσεως στη Σουηδία (εκ των πραγμάτων μηδενική συντάξιμη αξία). Η Αρχή αυτή θεώρησε ότι δεν θα ήταν λογικό, η εγγυημένη σύνταξη, που είναι μια βασική προστασία που εξαρτάται από το εισόδημα, να χορηγείται χωρίς να λαμβάνονται υπόψη ούτε η συνταξιοδοτική αξία των περιόδων ασφαλίσεως που πραγματοποιήθηκαν στην αλλοδαπή ούτε οι συνδεόμενες με το εισόδημα συντάξεις που λαμβάνουν οι δικαιούχοι από άλλο κράτος της Ένωσης. Η Αρχή Χορηγήσεως Συντάξεων επισήμανε ότι η μέθοδος αυτή θα είχε ως συνέπεια ο δικαιούχος συντάξεως συνδεόμενης με το εισόδημα, η οποία του καταβάλλεται από άλλο κράτος της Ένωσης, να δικαιούται υψηλότερης εγγυημένης συντάξεως στη Σουηδία σε σχέση με αυτή που θα λάμβανε δικαιούχος συντάξεως που ήταν αποκλειστικά ασφαλισμένος στη Σουηδία και είχε αποκτήσει δικαιώματα μόνον για σουηδική σύνταξη συνδεόμενη με το εισόδημα.

28.      Προκειμένου να αιτιολογήσει την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε, το αιτούν δικαστήριο διευκρίνισε ότι «με την απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 1998, Conti (C‑143/97, EU:C:1998:501), το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορούν οι εθνικές ρήτρες μειώσεως να εξαιρεθούν από τις προϋποθέσεις και τα όρια εφαρμογής που επιβάλλει ο κανονισμός 1408/71 μέσω χαρακτηρισμού τους ως ρητρών υπολογισμού. Ένας εθνικός κανόνας πρέπει να χαρακτηρίζεται ως ρήτρα μειώσεως αν ο υπολογισμός τον οποίο επιβάλλει έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του ποσού της συντάξεως την οποία μπορεί να αξιώσει ο ενδιαφερόμενος, λόγω του ότι ο τελευταίος δικαιούται παροχή εντός άλλου κράτους μέλους (σκέψεις 24 και 25)» (7). Το αιτούν δικαστήριο προσθέτει ότι στη «Σουηδία, το συμπέρασμα που συνήχθη από την απόφαση αυτή είναι ότι η κλιμακωτή μείωση της εγγυημένης συντάξεως σε συνάρτηση με τη σύνταξη βάσει εισοδήματος δεν [έπρεπε να θεωρηθεί] ρήτρα υπολογισμού, αλλά ρήτρα μειώσεως, υπό την έννοια του κανονισμού 1408/71 […]. Στο πλαίσιο αυτό, οι σουηδικές αρχές κατέληξαν να εφαρμόζουν τους κανόνες κατά τρόπον ώστε οι εγγυημένες συντάξεις να μην μειώνονται λόγω συντάξεων που χορηγούνται από άλλα [κράτη] της [Ένωσης]. Αντ’ αυτού, για τα πρόσωπα τα οποία έχουν εργασθεί τόσο στη Σουηδία όσο και σε άλλα [κράτη] της [Ένωσης], γίνεται ένας αναλογικός υπολογισμός του δικαιώματος εγγυημένης συντάξεως» (8).

29.      Το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι μετά την έκδοση της εγκυκλίου (9), κατά τον υπολογισμό της εγγυημένης συντάξεως που έλαβε χώρα αναγνωρίστηκε σε κάθε περίοδο ασφαλίσεως που πραγματοποιήθηκε σε άλλο κράτος μέλος συνταξιοδοτική αξία αντίστοιχη του μέσου όρου της συνταξιοδοτικής αξίας των περιόδων ασφαλίσεως που πραγματοποιήθηκαν στη Σουηδία.

30.      Κατά το αιτούν δικαστήριο, το ζήτημα που ανακύπτει στην υπό κρίση υπόθεση είναι κατά πόσον πρέπει να εφαρμοστεί το άρθρο 47, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 1408/71 στη συγκεκριμένη περίπτωση και, ενδεχομένως, εάν είναι δυνατόν, να αναγνωριστεί στις περιόδους ασφαλίσεως που έχουν πραγματοποιηθεί σε άλλο κράτος της Ένωσης, πλασματική συνταξιοδοτική αξία αντίστοιχη με τον μέσο όρο των περιόδων ασφαλίσεως που έχουν πραγματοποιηθεί στη Σουηδία κατά τον αναλογικό υπολογισμό που πρέπει να πραγματοποιηθεί σύμφωνα με το άρθρο 46, παράγραφος 2 του κανονισμού αυτού.

31.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Högsta förvaltningsdomstolen (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 47, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 1408/71 την έννοια ότι, κατά τον υπολογισμό της εγγυημένης συντάξεως που χορηγείται από τη Σουηδία, μπορεί στις περιόδους ασφαλίσεως οι οποίες πραγματοποιήθηκαν σε άλλο κράτος μέλος να αναγνωρισθεί συνταξιοδοτική αξία αντίστοιχη με τον μέσο όρο της αξίας που έχουν οι περίοδοι ασφαλίσεως οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στη Σουηδία όταν ο αρμόδιος φορέας προβαίνει σε αναλογικό υπολογισμό της συντάξεως σύμφωνα με το άρθρο 46, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού;

2)      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, μπορεί ο αρμόδιος φορέας, κατά τον υπολογισμό του δικαιώματος εγγυημένης συντάξεως, να λάβει υπόψη του το εισόδημα από σύνταξη γήρατος που λαμβάνει ο δικαιούχος από άλλο κράτος μέλος χωρίς τούτο να αντιβαίνει στις διατάξεις του κανονισμού 1408/71;»

IV.    Η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία

32.      Η Αρχή Χορηγήσεως Συντάξεων, το Βασίλειο της Σουηδίας, η Τσεχική Δημοκρατία και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις. Οι ίδιοι, πλην της Τσεχικής Δημοκρατίας, ανέπτυξαν τις προφορικές τους παρατηρήσεις κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 9ης Μαρτίου 2017.

V.      Εκτίμηση

A.      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

33.      Τα δύο ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο αφορούν τον υπολογισμό των δικαιωμάτων σουηδικής εγγυημένης συντάξεως και την ενδεχόμενη εφαρμογή των διατάξεων του κανονισμού 1408/71.

34.      Προκειμένου να απαντηθούν τα ερωτήματα αυτά, είναι σκόπιμο να υπομνησθεί ότι ο κανονισμός 1408/71 δεν θεσπίζει κοινό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, αλλά διατηρεί ως έχουν τα διάφορα εθνικά συστήματα και έχει ως μοναδικό σκοπό να εξασφαλίσει τον μεταξύ τους συντονισμό. Έτσι, κατά πάγια νομολογία, τα κράτη μέλη διατηρούν την αρμοδιότητα οργανώσεως των συστημάτων τους κοινωνικής ασφαλίσεως. Επομένως, ελλείψει εναρμονίσεως στο επίπεδο της Ένωσης, απόκειται στη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους να καθορίσει, μεταξύ άλλων, τις προϋποθέσεις χορηγήσεως δικαιωμάτων επί παροχών. Κατά την άσκηση όμως της αρμοδιότητας αυτής, τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν το δίκαιο της Ένωσης, και ιδίως τις διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ που αναγνωρίζουν την ελευθερία όλων των πολιτών της Ένωσης να κυκλοφορούν και να διαμένουν στο έδαφος των κρατών μελών (10).

35.      Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι ο κανονισμός 1408/71 δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη να προβλέπουν μια ελάχιστη παροχή γήρατος όπως η σουηδική εγγυημένη σύνταξη. Εντούτοις, κατά πάγια νομολογία, καίτοι ο κανονισμός 1408/71 δέχεται ότι «δεν περιέχουν απαραιτήτως όλες οι νομοθεσίες ελάχιστες παροχές του τύπου που προβλέπεται [από τη σουηδική νομοθεσία]» (11), εν τούτοις, ο εν λόγω κανονισμός έχει εφαρμογή σε τέτοιες παροχές (12) εφόσον αυτές προβλέπονται από εθνική νομοθεσία.

36.      Επιπλέον, πρέπει να υπομνησθεί ότι η εγγυημένη σύνταξη υπολογίζεται εφαρμόζοντας στο βασικό ποσό που προβλέπεται από το άρθρο 7 του κεφαλαίου 2 του SFB τις προσαυξήσεις και μειώσεις που προβλέπονται από τα άρθρα 23 και 24 του κεφαλαίου 67 του SFB. Από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο προκύπτει ότι σκοπός των εν λόγω προσαυξήσεων και μειώσεων είναι να λαμβάνεται υπόψη, μεταξύ άλλων, η προσωπική κατάσταση (13) και τα λοιπά εισοδήματα από συντάξεις του ενδιαφερομένου. Από τα προαναφερθέντα συνάγεται ότι η εγγυημένη σύνταξη δεν είναι ένα πάγιο ποσό και ότι ο υπολογισμός της εξαρτάται από τη συγκεκριμένη κατάσταση του ενδιαφερομένου. Παρά το μεταβλητό ποσό της, το οποίο μπορεί να ανέρχεται σε 0 SEK εάν τα εισοδήματα του ενδιαφερομένου είναι πολύ υψηλά, σκοπός (14) της εγγυημένης συντάξεως είναι να διασφαλίσει ένα βασικό εισόδημα για όσους λαμβάνουν χαμηλή επαγγελματική και επικουρική σύνταξη (15). Δεδομένου ότι είναι απαραίτητος ο χαρακτηρισμός της εν λόγω ελάχιστης παροχής, θεωρώ ότι αυτή συνιστά παροχή γήρατος χωρίς συνεισφορά που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2 του κανονισμού 1408/71 και ότι τα δικαιώματα του δικαιούχου πρέπει, στην περίπτωση αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 44 του εν λόγω κανονισμού, να καθορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου 3, που υπάγεται στον τίτλο III, του εν λόγω κανονισμού, και ιδίως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 46 και 51α (16).

37.      Επισημαίνω ότι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 9ης Μαρτίου 2017, το Βασίλειο της Σουηδίας υπογράμμισε το γεγονός ότι η εγγυημένη σύνταξη αποτελούσε μέρος του γενικού συνταξιοδοτικού συστήματος. Εντούτοις, κατά την άποψή μου, και αντίθετα απ’ ό,τι φαίνεται να υποστηρίζει το Βασίλειο της Σουηδίας, η εγγυημένη σύνταξη δεν συνιστά παροχή γήρατος κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1408/71. Δεδομένου ότι η εγγυημένη σύνταξη χρηματοδοτείται μέσω της φορολογίας (17), δεν υπολογίζεται βάσει των ιδίων εισφορών των δικαιούχων ούτε σε συνάρτηση με τη διάρκεια της υπαγωγής τους στο σύστημα ασφαλίσεως (18). Επιπροσθέτως, από τις σχετικές με τη χορήγηση της εγγυημένης συντάξεως διατάξεις συνάγεται ότι αυτή δεν χορηγείται αποκλειστικά και μόνον στους δικαιούχους επαγγελματικής και/ή επικουρικής συντάξεως γήρατος (19). Συγκεκριμένα, η εγγυημένη σύνταξη καταβάλλεται σε πρόσωπα που έχουν συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας τους και έχουν πραγματοποιήσει περίοδο ασφαλίσεως τουλάχιστον τριών ετών, η οποία καθορίζεται σε συνάρτηση με το χρονικό διάστημα που ο ενδιαφερόμενος κατοικούσε στη Σουηδία και με τα ενδεχόμενα άλλα εισοδήματά του από συντάξεις.

38.      Επιπλέον, το Βασίλειο της Σουηδίας επικαλέστηκε την ύπαρξη μιας άλλης παροχής γήρατος για την εξασφάλιση ελάχιστου εισοδήματος διαβιώσεως. Φρονώ, με την επιφύλαξη της σχετικής επαληθεύσεως από το αιτούν δικαστήριο, ότι η υπό κρίση υπόθεση δεν αφορά την τελευταία αυτή παροχή. Επιπλέον, η παροχή αυτή εμπίπτει στις παροχές του άρθρου 4, παράγραφος 2α, του κανονισμού 1408/71, που αφορά τις «ειδικές μη ανταποδοτικού τύπου παροχές σε χρήμα, οι οποίες προβλέπονται δυνάμει νομοθεσίας η οποία […] έχει χαρακτηριστικά τόσο της νομοθεσίας κοινωνικής ασφάλειας […] όσο και της κοινωνικής πρόνοιας» και οι οποίες απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙα του εν λόγω κανονισμού, συγκεκριμένα στην «[ο]ικονομική στήριξη για ηλικιωμένους [νόμος (2001: 853)]» (20).

39.      Σε κάθε περίπτωση, από τις αποφάσεις της 22ας Απριλίου 1993, Levatino (C‑65/92, EU:C:1993:149, σκέψη 21), καθώς και της 24ης Σεπτεμβρίου 1998, Stinco και Panfilo (C‑132/96, EU:C:1998:427, σκέψεις 19 έως 21), συνάγεται ότι το άρθρο 46, παράγραφος 2, και το άρθρο 50 του κανονισμού 1408/71 εφαρμόζονται στις παροχές που προβλέπουν το άρθρο 4, παράγραφος 2, και το άρθρο 4, παράγραφος 2α, του εν λόγω κανονισμού.

B.      Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

1.      Επί του πρώτου ερωτήματος

40.      Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, κατ’ ουσίαν, εάν είναι δυνατόν, στην περίπτωση που ο αρμόδιος φορέας προβαίνει σε αναλογικό υπολογισμό της σουηδικής εγγυημένης συντάξεως κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 46, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71, να αναγνωριστεί στις περιόδους ασφαλίσεως που έχουν πραγματοποιηθεί σε άλλο κράτος μέλος, εν προκειμένω στην Πολωνία, συνταξιοδοτική αξία αντίστοιχη του μέσου όρου της συνταξιοδοτικής αξίας των περιόδων ασφαλίσεως που έχουν πραγματοποιηθεί στη Σουηδία, σύμφωνα με το άρθρο 47, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του εν λόγω κανονισμού.

41.      Δεδομένου ότι το άρθρο 47, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 1408/71 αποτελεί συμπληρωματικό κανόνα για τον υπολογισμό του θεωρητικού ποσού και της αναλογίας που προβλέπεται από το άρθρο 46, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού και επομένως πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της τελευταίας αυτής διατάξεως (21), είναι καταρχάς απαραίτητο να ελεγχθεί εάν, και ενδεχομένως, με ποιον τρόπο, το άρθρο 46, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71 εφαρμόζεται στον υπολογισμό της σουηδικής εγγυημένης συντάξεως (22).

42.      Στην περίπτωση που η νομοθεσία κράτους μέλους εξαρτά το δικαίωμα σε παροχή από την πραγματοποίηση περιόδων ασφαλίσεως, το άρθρο 45 του κανονισμού 1408/71 επιβάλλει στον αρμόδιο φορέα του εν λόγω κράτους μέλους, του οποίου η νομοθεσία εξαρτά την απόκτηση, τη διατήρηση ή την ανάκτηση του δικαιώματος παροχών από την πραγματοποίηση περιόδων ασφαλίσεως, να λαμβάνει υπόψη τις περιόδους ασφαλίσεως που πραγματοποιήθηκαν υπό τη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους σαν να πρόκειται για περιόδους που πραγματοποιήθηκαν υπό τη νομοθεσία που εφαρμόζει. Δηλαδή, οι περίοδοι ασφαλίσεως που έχουν πραγματοποιηθεί σε διάφορα κράτη μέλη πρέπει να συνυπολογίζονται (23).

43.      Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται το άρθρο 46, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71. Το άρθρο αυτό προβλέπει ότι ο αρμόδιος φορέας υπολογίζει το θεωρητικό ποσό της παροχής την οποία δικαιούται ο ενδιαφερόμενος ως εάν όλες οι περίοδοι απασχολήσεως που πραγματοποίησε σε διαφορετικά κράτη μέλη είχαν πραγματοποιηθεί στο κράτος μέλος του αρμόδιου φορέα.

44.      Εν συνεχεία, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 46, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1408/71, ο αρμόδιος φορέας προσδιορίζει το πραγματικό ποσό της παροχής βάσει του θεωρητικού ποσού κατ’ αναλογία της διάρκειας των περιόδων ασφαλίσεως και/ή κατοικίας στο κράτος μέλος του αρμόδιου φορέα, εν σχέσει προς τη συνολική διάρκεια των περιόδων ασφαλίσεως και/ή κατοικίας που πραγματοποιήθηκαν στα διάφορα κράτη μέλη (24).

45.      Από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο προκύπτει ότι, προκειμένου να αποφανθεί για το εάν η Β. Zaniewicz-Dybeck, η οποία είχε πραγματοποιήσει περιόδους ασφαλίσεως και/ή κατοικίας τόσο στην Πολωνία όσο και τη Σουηδία, εδικαιούτο την σουηδική εγγυημένη σύνταξη, το Εθνικό Ταμείο Ασφαλίσεων εφάρμοσε μια μεθοδολογία αναλογικού επιμερισμού (αποκαλούμενη «αναλογικός υπολογισμός») (25) στο ποσό των σουηδικών συντάξεων που συνδέονται με το εισόδημα (26) (αναλογική και επικουρική) (ήτοι, ποσό 75 216 SEK) (27), σύμφωνα με το άρθρο 25 του κεφαλαίου 67 του SFB και την εγκύκλιο. Ο υπολογισμός αυτός οδήγησε σε αποτέλεσμα σαφώς υψηλότερο από το τελευταίο αυτό ποσό (ήτοι σε ποσό 125 360 SEK) (28), δηλαδή ποσό υπερβολικά υψηλό για να δικαιούται η ενδιαφερομένη εγγυημένη σύνταξη.

46.      Η μεθοδολογία αυτή (29) δεν είναι ορθή, καθόσον, κατά τη γνώμη μου, η εκτίμηση όσον αφορά το δικαίωμα λήψεως της σουηδικής εγγυημένης συντάξεως πρέπει να λάβει χώρα βάσει της σουηδικής νομοθεσίας καθώς και βάσει του άρθρου 50 του κανονισμού 1408/71 (30), χωρίς να εφαρμοστεί η μεθοδολογία αναλογικού επιμερισμού που προβλέπεται στο άρθρο 25 του κεφαλαίου 67 του SFB και στην εγκύκλιο.

47.      Δεδομένου ότι ο κανονισμός 1408/71 δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη να προβλέπουν ελάχιστες παροχές γήρατος όπως είναι η σουηδική εγγυημένη σύνταξη, όλες οι νομοθεσίες δεν προβλέπουν απαραιτήτως αυτές τις ελάχιστες παροχές. Επομένως, δεν είναι λογικό το άρθρο 46, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71 να επιβάλει ειδικούς και λεπτομερείς κανόνες για τον υπολογισμό αυτής της ελάχιστης παροχής (31).

48.      Αντίθετα, το ποσό της σουηδικής εγγυημένης συντάξεως υπολογιζόμενο κατ’ εφαρμογήν της εθνικής νομοθεσίας (32) πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, σύμφωνα με το άρθρο 46, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71 (33), προκειμένου να υπολογιστεί η συνδεόμενη με το εισόδημα σουηδική σύνταξη, χωρίς να εφαρμόζεται η προβλεπόμενη στο άρθρο 25 του κεφαλαίου 67 του SFB και στην εγκύκλιο μεθοδολογία αναλογικού επιμερισμού.

49.      Είναι σκόπιμο να υπογραμμιστεί ότι, με τη σκέψη 21 της αποφάσεως της 24ης Σεπτεμβρίου 1998, Stinco και Panfilo (C‑132/96, EU:C:1998:427) (34), το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι «κατά τον προβλεπόμενο από το άρθρο 46, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71 υπολογισμό του θεωρητικού ποσού [έπρεπε] να περιλαμβάνεται μια ελάχιστη παροχή την οποία εγγυάται η νομοθεσία κράτους μέλους» (35).

50.      Συγκεκριμένα, από τις αποφάσεις της 24ης Σεπτεμβρίου1998, Stinco και Panfilo (C‑132/96, EU:C:1998:427, σκέψη 22), καθώς και της 21ης Ιουλίου 2005, Koschitzki (C‑30/04, EU:C:2005:492, σκέψη 23), συνάγεται σαφώς ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 46, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71, ο αρμόδιος φορέας οφείλει, κατά τον προσδιορισμό του θεωρητικού ποσού της συντάξεως που χρησιμεύει ως βάση υπολογισμού της επιμεριστικώς αναλογούσας συντάξεως, να συνυπολογίζει ένα συμπλήρωμα που χρησιμεύει στο να φτάσει η καταβλητέα σύνταξη την εγγυημένη ή ελάχιστη σύνταξη που προβλέπει η εθνική νομοθεσία.

51.      Ο υπολογισμός που πρέπει να διενεργηθεί βάσει του άρθρου 46, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71, «έχει ως στόχο να παράσχει στον μισθωτό το μέγιστο θεωρητικό ποσό το οποίο θα μπορούσε να αξιώσει αν είχε συμπληρώσει όλες τις ασφαλιστικές του περιόδους στο οικείο κράτος» (36).

52.      Κατά συνέπεια, εάν το θεωρητικό ποσό της συντάξεως που χρησιμεύει ως βάση υπολογισμού της επιμεριστικώς αναλογούσας συντάξεως την οποία θα εδικαιούτο η Β. Zaniewicz-Dybeck εάν είχε εργαστεί στη Σουηδία καθ’ όλη τη διάρκεια της επαγγελματικής της ζωής είναι κατώτερο του ποσού της εγγυημένης συντάξεως, υπολογιζομένου βάσει της σουηδικής νομοθεσίας, μια προσαύξηση ή ένα συμπλήρωμα πρέπει να προστεθεί στο θεωρητικό ποσό για να φτάσει το ποσό της εγγυημένης συντάξεως.

53.      Δεδομένου ότι η σουηδική σύνταξη που συνδέεται με το εισόδημα βασίζεται επί του «ποσού των απολαβών, των εισφορών ή των προσαυξήσεων», θεωρώ ότι συνάγεται σαφώς από το γράμμα του άρθρου 47, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 1408/1971, που είναι δεσμευτικό, ότι, κατά τον υπολογισμό του θεωρητικού ποσού της συντάξεως που χρησιμεύει ως βάση υπολογισμού της επιμεριστικώς αναλογούσας συντάξεως κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 46, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71, ο αρμόδιος φορέας (37) οφείλει να προσδιορίσει το ποσό των απολαβών, των εισφορών ή των προσαυξήσεων που πρέπει να ληφθούν υπόψη σχετικά με τις περιόδους ασφαλίσεως και/ή κατοικίας που πραγματοποιήθηκαν υπό τη νομοθεσία άλλων κρατών μελών (38), βάσει του ποσού των απολαβών, των εισφορών ή των προσαυξήσεων, που έχει διαπιστωθεί για τις περιόδους ασφαλίσεως και/ή κατοικίας που πραγματοποιήθηκαν υπό τη νομοθεσία που εφαρμόζει ο εν λόγω φορέας (39). Πράγματι, η εφαρμογή του άρθρου 47, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 1408/71 διασφαλίζει ότι η βάση του επίμαχου υπολογισμού είναι, για τον διακινούμενο εργαζόμενο, η ίδια όπως εάν δεν είχε ασκήσει το δικαίωμά του στην ελεύθερη κυκλοφορία, κάτι που το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ως σύμφωνο προς τον σκοπό του άρθρου 48 ΣΛΕΕ (40).

54.      Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι, μετά την εφαρμογή της μεθοδολογίας του αναλογικού επιμερισμού που προβλέπεται στο άρθρο 46, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1408/71, το πλεονέκτημα από τον ενδεχόμενο συνυπολογισμό μιας προσαυξήσεως ή ενός συμπληρώματος στο θεωρητικό ποσό της συντάξεως που χρησιμεύει ως βάση για τον υπολογισμό της επιμεριστικώς αναλογούσας συντάξεως, προκειμένου να φτάσει το ποσό της σουηδικής εγγυημένης συντάξεως, περιορίζεται αυστηρά στις περιόδους ασφαλίσεως που πραγματοποίησε η Β. Zaniewicz-Dybeck στη Σουηδία, γεγονός που αποκλείει κάθε προβαλλόμενη υπερβολικά υψηλή αντιστάθμιση (41).

55.      Συμπερασματικά, φρονώ ότι η εκτίμηση όσον αφορά το δικαίωμα λήψεως ελάχιστης παροχής γήρατος, όπως είναι η σουηδική εγγυημένη σύνταξη, πρέπει να λάβει χώρα βάσει της σουηδικής νομοθεσίας, χωρίς να εφαρμοστεί η μεθοδολογία αναλογικού επιμερισμού που προβλέπεται στο άρθρο 25 του κεφαλαίου 67 του SFB και στην εγκύκλιο, καθώς και βάσει του άρθρου 50 του κανονισμού 1408/71. Κατά τον υπολογισμό του θεωρητικού ποσού της συντάξεως που χρησιμεύει ως βάση για τον υπολογισμό της επιμεριστικώς αναλογούσας συντάξεως κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 46, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71, ο αρμόδιος φορέας πρέπει να λάβει υπόψη ελάχιστη παροχή γήρατος την οποία εγγυάται η νομοθεσία του κράτους μέλους του προκειμένου να εξασφαλίσει στον εργαζόμενο το μέγιστο θεωρητικό ποσό της συντάξεως που χρησιμεύει ως βάση υπολογισμού της επιμεριστικώς αναλογούσας συντάξεως που θα μπορούσε να είχε αξιώσει εάν όλες οι περίοδοι ασφαλίσεώς του είχαν πραγματοποιηθεί στο οικείο κράτος μέλος. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 47, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 1408/71, κατά τον υπολογισμό του εν λόγω θεωρητικού ποσού, ο αρμόδιος φορέας πρέπει να προσδιορίζει το ποσό των απολαβών, των εισφορών ή των προσαυξήσεων που πρέπει να ληφθούν υπόψη σχετικά με τις περιόδους ασφαλίσεως και/ή κατοικίας που πραγματοποιήθηκαν υπό τη νομοθεσία άλλων κρατών μελών, βάσει του ποσού των απολαβών, των εισφορών ή των προσαυξήσεων που διαπιστώνεται για τις περιόδους ασφαλίσεως και/ή κατοικίας που πραγματοποιήθηκαν υπό τη νομοθεσία που αυτός ο φορέας εφαρμόζει.

2.      Επί του δευτέρου ερωτήματος

56.      Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται κατά πόσον ο κανονισμός 1408/71 προβλέπει ότι ο αρμόδιος φορέας μπορεί να λάβει υπόψη εισοδήματα από σύνταξη που ο ασφαλισμένος λαμβάνει από άλλο κράτος μέλος κατά τον υπολογισμό των δικαιωμάτων σε εγγυημένη σύνταξη.

57.      Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, θεωρώ σκόπιμο να υπομνησθεί ο τίτλος και το γράμμα του άρθρου 50 του κανονισμού 1408/71 που παρατίθενται στο σημείο 9 των παρουσών προτάσεων (42).

58.      Στις σκέψεις 5 και 6 της αποφάσεως της 30ης Νοεμβρίου 1977, Torri (64/77, EU:C:1977:197), το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 50 του κανονισμού 1408/71 «αφορ[ούσε] τις περιπτώσεις στις οποίες οι περίοδοι απασχολήσεως του εργαζόμενου βάσει των νομοθεσιών των κρατών στις οποίες υπήγετο, υπήρξαν σχετικώς βραχείες, με αποτέλεσμα το συνολικό ποσό των παροχών που οφείλονται από τα κράτη αυτά να μην παρέχει ένα εύλογο επίπεδο διαβιώσεως». Προς «θεραπεία της καταστάσεως αυτής, το εν λόγω άρθρο ορίζει ότι, όταν η νομοθεσία του κράτους κατοικίας προβλέπει ελάχιστη παροχή, η οφειλόμενη από το κράτος αυτό παροχή αυξάνεται κατά ένα συμπλήρωμα ίσο με τη διαφορά μεταξύ τουποσού των παροχών που οφείλονται από τα διάφορα κράτη, στις νομοθεσίες των οποίων έχει υπαχθεί ο εργαζόμενος, και αυτής της ελάχιστης παροχής» (43).

59.      Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι κατά τον υπολογισμό των δικαιωμάτων στη σουηδική εγγυημένη σύνταξη, το Εθνικό Ταμείο Ασφαλίσεων, εκτός και αν οφείλει να καταβάλει μεγαλύτερο ποσό (44), μπορεί να λάβει υπόψη τα εισοδήματα από συντάξεις που η Β. Zaniewicz-Dybeck λαμβάνει από άλλο κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 50 του κανονισμού 1408/71 (45). Επιπλέον, η εν λόγω διάταξη προβλέπει ότι το Εθνικό Ταμείο Ασφαλίσεων οφείλει να λάβει υπόψη το σύνολο των περιόδων ασφαλίσεως και/ή κατοικίας της Β. Zaniewicz-Dybeck που λαμβάνονται υπόψη για την εκκαθάριση, μεταξύ άλλων, των παροχών γήρατος. Εντεύθεν συνάγεται ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη οι περίοδοι ασφαλίσεως και/ή κατοικίας που πραγματοποίησε η Β. Zaniewicz-Dybeck τόσο στην Πολωνία όσο και τη Σουηδία (46).

60.      Με τη δυνατότητα του αρμόδιου φορέα να λάβει υπόψη παροχές γήρατος που ο ασφαλισμένος λαμβάνει από άλλο κράτος μέλος καθώς και περιόδους ασφαλίσεως και/ή κατοικίας αποφεύγεται κάθε προβαλλόμενη υπερβολικά υψηλή αντιστάθμιση (47).

61.      Εν κατακλείδι, φρονώ ότι το άρθρο 50 του κανονισμού 1408/71 έχει την έννοια ότι, κατά τον υπολογισμό των δικαιωμάτων σε ελάχιστη παροχή γήρατος, ο αρμόδιος φορέας μπορεί να λάβει υπόψη τα εισοδήματα από σύνταξη που λαμβάνει ο ασφαλισμένος από άλλο κράτος μέλος.

VI.    Πρόταση

62.      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, φρονώ ότι στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Högsta förvaltningsdomstolen (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Σουηδία), πρέπει να δοθεί από το Δικαστήριο η ακόλουθη απάντηση:

1)      Η εκτίμηση όσον αφορά το δικαίωμα λήψεως ελάχιστης παροχής γήρατος πρέπει να λαμβάνει χώρα βάσει της εφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας, καθώς και βάσει του άρθρου 50 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και επικαιροποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996, ως έχει μετά την τροποποίησή του με τον κανονισμό (ΕΚ) 1992/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, χωρίς να εφαρμόζεται η μεθοδολογία αναλογικού επιμερισμού που προβλέπεται στο άρθρο 25 του κεφαλαίου 67 του lagen (1998:702) om garantipension [νόμος (1998:702) περί εγγυημένης συντάξεως], ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον socialförsakringsbalken [νόμος (2010:110) περί Κώδικα Κοινωνικής Ασφαλίσεως] και στην εγκύκλιο αριθ. 2 του 2007 του Försäkringskassan (Εθνικό Ταμείο Ασφαλίσεων, Σουηδία).

Κατά τον υπολογισμό του θεωρητικού ποσού της συντάξεως που χρησιμεύει ως βάση για τον υπολογισμό της επιμεριστικώς αναλογούσας συντάξεως κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 46, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71, όπως τροποποιήθηκε και επικαιροποιήθηκε με τον κανονισμό 118/97, ως έχει μετά την τροποποίησή του με τον κανονισμό 1992/2006, ο αρμόδιος φορέας πρέπει να λαμβάνει υπόψη ελάχιστη παροχή γήρατος την οποία εγγυάται η νομοθεσία του κράτους μέλους του προκειμένου να εξασφαλίσει στον εργαζόμενο το μέγιστο θεωρητικό ποσό της συντάξεως που χρησιμεύει ως βάση υπολογισμού της επιμεριστικώς αναλογούσας συντάξεως που θα μπορούσε να είχε αξιώσει εάν όλες οι περίοδοι ασφαλίσεώς του είχαν πραγματοποιηθεί στο οικείο κράτος.

Το άρθρο 47, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 1408/71, όπως τροποποιήθηκε και επικαιροποιήθηκε με τον κανονισμό 118/97, ως έχει μετά την τροποποίησή του με τον κανονισμό 1992/2006, έχει την έννοια ότι, κατά τον υπολογισμό του εν λόγω θεωρητικού ποσού, ο αρμόδιος φορέας πρέπει να προσδιορίζει το ποσό των απολαβών, των εισφορών ή των προσαυξήσεων που πρέπει να ληφθούν υπόψη σχετικά με τις περιόδους ασφαλίσεως και/ή κατοικίας που πραγματοποιήθηκαν υπό τη νομοθεσία άλλων κρατών μελών, βάσει του ποσού των απολαβών, των εισφορών ή των προσαυξήσεων που διαπιστώνεται για τις περιόδους ασφαλίσεως και/ή κατοικίας που πραγματοποιήθηκαν υπό τη νομοθεσία που αυτός ο φορέας εφαρμόζει.

2)      Το άρθρο 50 του κανονισμού 1408/71, όπως τροποποιήθηκε και επικαιροποιήθηκε με τον κανονισμό 118/97, ως έχει μετά την τροποποίησή του με τον κανονισμό 1992/2006, έχει την έννοια ότι, κατά τον υπολογισμό των δικαιωμάτων σε ελάχιστη παροχή γήρατος, ο αρμόδιος φορέας μπορεί να λάβει υπόψη τα εισοδήματα από σύνταξη που λαμβάνει ο ασφαλισμένος από άλλο κράτος μέλος.


1Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      ΕΕ 1997, L 28, σ. 1


3      ΕΕ 2006, L 392, σ. 1.


4      Ο κανονισμός 1408/71 αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ 2004, L 166, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2004, L 200, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 988/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009 (ΕΕ 2009, L 284, σ. 43, στο εξής: κανονισμός 883/2004). Ο τελευταίος αυτός κανονισμός, εφαρμόζεται, βάσει του άρθρου 91, από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του κανονισμού εφαρμογής του. Ο κανονισμός (ΕΚ) 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για [τον] καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 (ΕΕ 2009, L 284, σ. 1), τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαΐου 2010. Δεδομένου ότι η αίτηση για χορήγηση συντάξεως γήρατος βάσει του γενικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως που υπέβαλε η Boguslawa Zaniewicz-Dybeck στις 5 Αυγούστου 2008 εξετάστηκε από την Pensionsmyndigheten (Αρχή Χορηγήσεως Συντάξεων, Σουηδία), και η εγγυημένη σύνταξη της αιτούσας υπολογίστηκε, με την ευκαιρία αυτή, σε 0 σουηδικές κορώνες (SEK), θεωρώ ότι ο κανονισμός 1408/1971είναι εφαρμοστέος ratione temporis στην διαφορά της κύριας δίκης. Σε κάθε περίπτωση, το άρθρο 46, παράγραφος 2, το άρθρο 47, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και το άρθρο 50 του κανονισμού 1408/71 είναι, στο σύνολό τους, αντίστοιχα προς τα άρθρα 52, παράγραφος 1, 56 παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και 58 του κανονισμού 883/2004.


5      Βλ. σημείο 18 της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως


6      Βλ. σημείο 22 της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως.


7      Βλ. σημείο 29 της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως


8      Βλ. σημείο 30 της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως.


9      Βλ. σημείο 18 των παρουσών προτάσεων.


10      Βλ. απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2013, Salgado González (C‑282/11, EU:C:2013:86, σκέψεις 35 έως 37 και παρατιθέμενη νομολογία).


11      Απόφαση της 30ης Νοεμβρίου 1977, Torri (64/77, EU:C:1977:197, σκέψη 7).


12      Βλ., συναφώς, απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1981, Browning (22/81, EU:C:1981:316, σκέψη 10).


13      Για παράδειγμα η οικογενειακή του κατάσταση.


14      Κατά το αιτούν δικαστήριο, ο σκοπός «[της εγγυημένης συντάξεως είναι] η θέσπιση μιας νέας βασικής προστασίας για τα πρόσωπα τα οποία είτε είχαν χαμηλό είτε δεν είχαν καθόλου εισόδημα. Ως εκ τούτου, η εν λόγω σύνταξη έχει τον χαρακτήρα κοινωνικής παροχής. Εφόσον υπάρχουν εισοδήματα από άλλες συντάξεις, η εγγυημένη σύνταξη μειώνεται κλιμακωτά. Συνεπώς, για την εν λόγω σύνταξη προβλέπονται κλιμακωτές μειώσεις σε συνάρτηση με τη λήψη [αναλογικών συντάξεων], επικουρικών συντάξεων ή ορισμένων άλλων παροχών. Πρόσωπα των οποίων το εισόδημα από αυτές τις πηγές υπερβαίνει ορισμένο ποσό δεν δικαιούνται εγγυημένης συντάξεως». Βλ. σημείο 3 της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως.


15      Στις γραπτές παρατηρήσεις του, το Βασίλειο της Σουηδίας υποστήριξε ότι «[θ]εμέλιο της σουηδικής συντάξεως γήρατος βάσει του γενικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως αποτελεί η απόκτηση του δικαιώματος προσωπικής συντάξεως χάρις στην εργασία και τις εισφορές του δικαιούχου. Για διάφορους λόγους, δεν έχουν όλοι τη δυνατότητα αυτή και γι’ αυτό υπάρχει η συμπληρωματική εγγυημένη σύνταξη, η οποία ορίζεται ως μέρος της συντάξεως του γενικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, για όσους έχουν θεμελιώσει δικαίωμα σε μια χαμηλή σουηδική σύνταξη συνδεόμενη με το εισόδημα ή για όσους δεν έχουν θεμελιώσει καν τέτοιο δικαίωμα. Η εν λόγω συμπληρωματική εγγυημένη σύνταξη είναι ακριβώς ένα εγγυημένο ποσό που καταβάλλεται μόνον στο πρόσωπο που δεν μπόρεσε να θεμελιώσει δικαίωμα σε προσωπική σουηδική σύνταξη. Κατά συνέπεια, η παροχή είναι συνάρτηση των εισοδημάτων του προσώπου υπό την έννοια ότι αφαιρείται από το ποσό της προσωπικής συντάξεως που δικαιούται το πρόσωπο αυτό. […] Εάν κάποιος έχει ήδη επαρκή εισοδήματα από σύνταξη, δεν πρέπει να του χορηγείται εγγυημένη σύνταξη». Βλ. σημείο 7 των παρατηρήσεων του Βασιλείου της Σουηδίας


16      Βλ. απόφαση της 22ας Απριλίου 1993, Levatino (C‑65/92, EU:C:1993:149, σκέψη 21).


17      Επομένως, οι πηγές χρηματοδοτήσεως της εγγυημένης συντάξεως δεν είναι οι ίδιες με αυτές της χρηματοδοτήσεως της επαγγελματικής και της επικουρικής συντάξεως γήρατος. Βλ. a contrario, απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2005, Noteboom (C‑101/04, EU:C:2005:51, σκέψη 27).


18      Στη σκέψη 14 της αποφάσεως της 5ης Ιουλίου 1983, Valentini (171/82, EU:C:1983:189), το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι «οι παροχές γήρατος που αφορούν τα άρθρα 4, παράγραφος 1, στοιχείο γ, και 46 του κανονισμού 1408/71 χαρακτηρίζονται ουσιαστικά από το ότι αποβλέπουν στο να εξασφαλίσουν τα μέσα συντηρήσεως των προσώπων που παύουν να απασχολούνται, όταν συμπληρώσουν ορισμένη ηλικία και δεν είναι πλέον υποχρεωμένα να ευρίσκονται στη διάθεση της υπηρεσίας απασχολήσεως. Εξάλλου, το σύστημα του συνυπολογισμού και του αναλογικού επιμερισμού των παροχών που προβλέπει το άρθρο 46 στηρίζεται στο γεγονός ότι οι παροχές αυτές κανονικά χρηματοδοτούνται και αποκτώνται βάσει ιδίων εισφορών των δικαιούχων και υπολογίζονται σε συνάρτηση με τη διάρκεια της υπαγωγής τους στο εν λόγω σύστημα ασφαλίσεως». Η υπογράμμιση δική μου. Βλ., επίσης, απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2007, Habelt κ.λπ. (C‑396/05, EU:C:2007:810, σκέψεις 66 έως 69), σχετικά με τις περιόδους καταβολής ασφαλιστικών εισφορών.


19      Εντεύθεν συνάγεται ότι οι δικαιούχοι της εγγυημένης συντάξεως δεν συμπίπτουν απαραιτήτως με τους δικαιούχους της επαγγελματικής και επικουρικής συντάξεως Βλ., a contrario, απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2005, Noteboom (C‑101/04, EU:C:2005:51, σκέψη 27). Πράγματι, η εγγυημένη σύνταξη μπορεί να χορηγηθεί σε πρόσωπα που δεν έχουν κανένα εισόδημα, συγκεκριμένα, δεν λαμβάνουν καμία σύνταξη γήρατος. Βλ., συναφώς, σημείο 12 των παρουσών προτάσεων


20      Βλ. απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, Skalka (C‑160/02, EU:C:2004:269, σκέψεις 25 και 26). Σύμφωνα με το άρθρο 10α του κανονισμού 1408/71, τα πρόσωπα στα οποία εφαρμόζεται ο κανονισμός αυτός λαμβάνουν τις ειδικές μη ανταποδοτικού τύπου παροχές σε χρήμα του άρθρου 4, παράγραφος 2α, του κανονισμού αποκλειστικά στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο κατοικούν. Επομένως, οι εν λόγω παροχές δεν είναι «εξαγώγιμες».


21      Βλ. κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 9ης Οκτωβρίου 1997, Naranjo Arjona κ.λπ. (C‑31/96 έως C‑33/96, EU:C:1997:475, σκέψη 20), καθώς και της 21ης Φεβρουαρίου 2013, Salgado González (C‑282/11, EU:C:2013:86, σκέψη 42).


22      Στη σκέψη 43 της αποφάσεως της 21ης Φεβρουαρίου 2013, Salgado González (C‑282/11, EU:C:2013:86), το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι «τα άρθρα 46, παράγραφος 2, και 47, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 πρέπει να ερμηνεύονται σε συνάρτηση με τον σκοπό του άρθρου 48 ΣΛΕΕ, πράγμα που σημαίνει ιδίως ότι οι διακινούμενοι εργαζόμενοι δεν πρέπει να υφίστανται μείωση του ποσού των παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως λόγω του ότι άσκησαν το δικαίωμά τους σε ελεύθερη κυκλοφορία». Η υπογράμμιση δική μου.


23      Επομένως, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 45 του κανονισμού 1408/71, η B. Zaniewicz-Dybeck μπορεί να ζητήσει τον συνυπολογισμό των περιόδων ασφαλίσεως που έχει πραγματοποιήσει στην Πολωνία και τη Σουηδία, μεταξύ άλλων, προκειμένου να θεμελιώσει δικαίωμα σε αναλογική και σε επικουρική σύνταξη.


24      Συγκεκριμένο παράδειγμα της μεθοδολογίας αυτής παρασχέθηκε στο σημείο 5 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα F. G. Jacobs στην υπόθεση Stinco και Panfilo (C‑132/96, EU:C:1997:436), όπου αναφέρονται τα εξής: «Έτσι, αν κάποιος έχει εργασθεί στο κράτος μέλος Α επί 10 έτη και στο κράτος μέλος Β επί 20 έτη, τότε, έστω και αν, κατά τη νομοθεσία του κράτους μέλους Α, δεν θα εδικαιούτο συντάξεως για περίοδο ασφαλίσεως 10 ετών (διότι, π.χ., το κράτος αυτό απαιτεί να έχει εργασθεί εκεί επί 15 έτη), δυνάμει του άρθρου 46, παράγραφος 2, θα δικαιούται, στο κράτος μέλος Α, να λάβει το ένα τρίτον της παροχής την οποία θα μπορούσε να απαιτήσει αν είχε εργασθεί εκεί 30 έτη. Το πρώτο σκέλος της παραπάνω διαδικασίας (δηλαδή ο υπολογισμός του θεωρητικού ποσού κατά το άρθρο 46, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, είναι γνωστό ως συνυπολογισμός, ενώ το δεύτερο (δηλαδή ο υπολογισμός της αναλογούσας παροχής κατά το άρθρο 46, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ως αναλογικός επιμερισμός».


25      Βλ. σημείο 17 των παρουσών προτάσεων.


26      Βλ. σημείο 23 των παρουσών προτάσεων. Δηλαδή, κατά τον υπολογισμό του δικαιώματος της Β. Zaniewicz-Dybeck στην εγγυημένη σύνταξη, το Εθνικό Ταμείο Ασφαλίσεων δεν έλαβε υπόψη το ποσό της συντάξεως γήρατος που της είχε χορηγηθεί για τις περιόδους ασφαλίσεως που πραγματοποιήθηκαν στην Πολωνία.


27      Βλ. σημεία 17 και 18 των παρουσών προτάσεων. Βλ., επίσης, σημείο 23 των παρουσών προτάσεων.


28      Βλ. σημείο 23 των παρουσών προτάσεων. Θεωρώ, με την επιφύλαξη της σχετικής επαληθεύσεως από το αιτούν δικαστήριο, ότι, κάνοντας χρήση της εν λόγω μεθοδολογίας, το Εθνικό Ταμείο Ασφαλίσεων προέβη κατά κάποιον τρόπο σε προσομοίωση ενός θεωρητικού ποσού για την εγγυημένη σύνταξη της Β. Zaniewicz-Dybeck. Αυτό θυμίζει τη μεθοδολογία του συνυπολογισμού και αναλογικού επιμερισμού που προβλέπει το άρθρο 46, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ και βʹ, του κανονισμού 1408/71.


29      Εάν υποτεθεί ότι το ποσό της εγγυημένης συντάξεως είναι 100 ευρώ για μια περίοδο ασφαλίσεως 40 ετών στο κράτος μέλος Α και ότι ο Χ λαμβάνει σύνταξη γήρατος 70 ευρώ στο κράτος μέλος Α (για περίοδο ασφαλίσεως 20 ετών) και 10 ευρώ στο Κράτος Β (για περίοδο ασφαλίσεως 20 ετών), σύμφωνα με την προβλεπόμενη στο άρθρο 25 του κεφαλαίου 67 του SFB και στην εγκύκλιο μεθοδολογία, ο Χ, για τα 40 έτη ασφαλίσεως που συμπλήρωσε στα κράτη μέλη Α και Β, δεν θα εδικαιούτο κανένα συμπλήρωμα ώστε να φτάσει το ποσό της εγγυημένης συντάξεως. Πράγματι, σύμφωνα με τη μεθοδολογία αυτή, η ετήσια αξία της συντάξεώς του στο κράτος μέλος Α θα ανερχόταν σε 3,5 ευρώ (70/20). Όταν το ποσό αυτό πολλαπλασιάζεται με τη μέγιστη διάρκεια των 40 ετών για την εγγυημένη σύνταξη, το ποσό που προκύπτει είναι ανώτερο από την εγγυημένη σύνταξη (ήτοι, 3,5 x 40 = 140 ευρώ). Για την εφαρμογή της μεθοδολογίας αυτής στην υπόθεση της κύριας δίκης, βλ. σημείο 23 των παρουσών προτάσεων.


30      Βλ. σημεία 56 έως 60 των παρουσών προτάσεων σχετικά με το άρθρο 50 του κανονισμού 1408/71. Συγκεκριμένα, το εν λόγω άρθρο 50 προβλέπει ειδικούς κανόνες για τον υπολογισμό του συνταξιοδοτικού δικαιώματος και, ενδεχομένως, τον υπολογισμό ενός συμπληρώματος ώστε να εξασφαλιστεί ότι οι δικαιούχοι των παροχών, ιδίως γήρατος, θα λαμβάνουν ποσό ίσο με το ποσό της ελάχιστης παροχής που ορίζεται από το κράτος μέλος της κατοικίας όπως είναι η σουηδική εγγυημένη σύνταξη. Επιπλέον, η εν λόγω διάταξη προβλέπει ότι λαμβάνονται υπόψη παροχές που οφείλονται από άλλα κράτη μέλη καθώς και η διάρκεια των περιόδων ασφαλίσεως ή κατοικίας του δικαιούχου στα εν λόγω άλλα κράτη μέλη. Βλ., a contrario, παρατηρήσεις της Αρχής Χορηγήσεως Συντάξεων στα σημεία 26 και 27 των παρουσών προτάσεων, όπου υποστηρίζεται ότι υπάρχει κίνδυνος υπερβολικά υψηλής αντισταθμίσεως που συνδέεται με τη μη ύπαρξη δυνατότητας, κατά τον υπολογισμό της σουηδικής εγγυημένης συντάξεως, να ληφθούν υπόψη, αφενός η συνταξιοδοτική αξία των ετών ασφαλίσεως που πραγματοποιήθηκαν σε άλλο κράτος μέλους, και αφετέρου, οι συνδεόμενες με το εισόδημα συντάξεις που καταβάλλονται από άλλο κράτος μέλος.


31      Βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 21ης Ιουλίου 2005, Koschitzki (C‑30/04, EU:C:2005:492, σκέψεις 31 και 32).


32      Βλ. σημείο 16 των παρουσών προτάσεων.


33      Βλ. σκέψη 31 της αποφάσεως της 21ης Ιουλίου 2005, Koschitzki (C‑30/04, EU:C:2005:492), όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι «[η] υποχρέωση να ληφθεί υπόψη το συμπλήρωμα αυτό δεν συνεπαγ[όταν] την υποχρέωση να του δοθεί περιεχόμενο διάφορο εκείνου που έχει σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία».


34      Βλ. επίσης, συναφώς, σκέψη 23 της αποφάσεως της 21ης Ιουλίου 2005, Koschitzki (C‑30/04, EU:C:2005:492). Σκόπιμο είναι να σημειωθεί ότι το Δικαστήριο έκρινε, με τη σκέψη 27 της αποφάσεως της 22ας Απριλίου 1993, Levatino (C‑65/92, EU:C:1993:149), ότι, εφόσον κράτος μέλος προβλέπει παροχές όπως η εγγυημένη σύνταξη ή μια ελάχιστη σύνταξη, το άρθρο 46 εφαρμόζεται σχετικά με την εκκαθάριση των εν λόγω παροχών. Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι διατάξεις του κανονισμού 1408/71 «εκφράζουν την πρόθεση του νομοθέτη [της Ένωσης] να υπαγάγει τις παροχές γήρατος που δεν εξαρτώνται από την καταβολή εισφορών, όπως το εγγυημένο εισόδημα, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 46». «Πρώτον, στο άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού προβλέπεται ρητώς ότι ο κανονισμός εφαρμόζεται επί των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως που αφορούν τις παροχές γήρατος, ανεξαρτήτως του αν τα συστήματα αυτά προβλέπουν την καταβολή εισφορών». «Δεύτερον, στην παράγραφο 2, στοιχείο αʹ, του άρθρου 46 του κανονισμού περιέχονται ειδικές διατάξεις ως προς τον καθορισμό του αποκαλουμένου “θεωρητικού” ποσού των μη συναρτωμένων προς εισφορές παροχών». Βλ. απόφαση της 22ας Απριλίου 1993, Levatino (C‑65/92, EU:C:1993:149, σκέψεις 24 έως 26)


35      Η παροχή την οποία αφορούσε η εν λόγω υπόθεση ενέπιπτε στο άρθρο 4, παράγραφος 2α, του κανονισμού 1408/71.


36      Απόφαση της 21ης Ιουλίου 2005, Koschitzki (C‑30/04, EU:C:2005:492, σκέψη 28).


37      Ήτοι, στην υπό κρίση υπόθεση, το Εθνικό Ταμείο Ασφαλίσεων.


38      Ήτοι, στην υπό κρίση υπόθεση, στην Πολωνία.


39      Στην υπό κρίση υπόθεση πρόκειται για τη σουηδική νομοθεσία την οποία εφάρμοσε το Εθνικό Ταμείο Ασφαλίσεων.


40      Βλ. κατ’ αναλογία, απόφαση της 9ης Οκτωβρίου 1997, Naranjo Arjona κ.λπ. (C‑31/96 έως C‑33/96, EU:C:1997:475, σκέψεις 20 και 21).


41      Βλ. σημεία 26 και 27 των παρουσών προτάσεων.


42      Επισημαίνεται ότι, στη σκέψη 20 της αποφάσεως της 24ης Σεπτεμβρίου 1998, Stinco και Panfilo (C‑132/96, EU:C:1998:427), το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι «η πράξη που ενεργείται βάσει του άρθρου 46, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71 και αποσκοπεί στον προσδιορισμό του θεωρητικού ποσού της συντάξεως διακρίνεται από τον σκοπό του άρθρου 50, που αφορά τη χορήγηση συμπληρωματικής παροχής, η οποία υπερβαίνει το ελάχιστο ποσό το οποίο οφείλεται κατ’ εφαρμογήν των κοινών κανόνων ορισμένης εθνικής νομοθεσίας». Βλ., επίσης, απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1981, Browning (22/81, EU:C:1981:316, σκέψεις 13 και 14). Επομένως, ο ενδεχόμενος συνυπολογισμός συμπληρώματος ή προσαυξήσεως στο θεωρητικό ποσό της συντάξεως που χρησιμεύει ως βάση υπολογισμού της επιμεριστικώς αναλογούσας συντάξεως, προκειμένου να φτάσει το ποσό της ελάχιστης παροχής, σύμφωνα με το άρθρο 46, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1408/71, είναι ανεξάρτητος από την εφαρμογή του άρθρου 50 του κανονισμού αυτού. Συγκεκριμένα, το ποσό ελάχιστης παροχής, όπως είναι η σουηδική εγγυημένη σύνταξη, είναι κρίσιμο για τους σκοπούς της εφαρμογής τόσο του άρθρου 46, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1408/71 όσο και του άρθρου 50 του κανονισμού αυτού.


43      Η υπογράμμιση δική μου.


44      Εάν υποτεθεί ότι η εγγυημένη σύνταξη ανέρχεται σε 100 ευρώ για περίοδο ασφαλίσεως 40 ετών στο κράτος μέλος Α και ο Χ λαμβάνει σύνταξη γήρατος ύψους 70 ευρώ στο κράτος μέλος Α (για περίοδο ασφαλίσεως 20 ετών) και 10 ευρώ στο κράτος Β (για περίοδο ασφαλίσεως 20 ετών), ο Χ έχει δικαίωμα σε συμπλήρωμα ύψους 20 ευρώ στο κράτος μέλος Α [ήτοι, 100 ευρώ – (70 + 10 ευρώ)] σύμφωνα με το άρθρο 50 του κανονισμού 1408/71. Εάν δεν λαμβάνονταν υπόψη οι περίοδοι ασφαλίσεως στο κράτος μέλος Β, το συμπλήρωμα θα ανερχόταν στο ποσό των 30 ευρώ.


45      Δεδομένου ότι ο συνυπολογισμός των εισοδημάτων αυτών προβλέπεται ειδικώς στο άρθρο 50 του κανονισμού 1408/71, δεν συνιστά ρήτρα μειώσεως προβλεπόμενη από την εθνική νομοθεσία υπό την έννοια της αποφάσεως της 22ας Οκτωβρίου 1998, Conti (C‑143/97, EU:C:1998:501). Βλ. σημείο 28 των παρουσών προτάσεων.


46      Επισημαίνεται ότι η Β. Zaniewicz-Dybeck έχει πραγματοποιήσει συνυπολογιζόμενες ασφαλιστικές περιόδους 19 ετών στην Πολωνία και 24 ετών στη Σουηδία. Συνεπώς, το άθροισμα των περιόδων ασφαλίσεώς της στα εν λόγω δύο κράτη μέλη υπερβαίνει τα 40 έτη που προβλέπει η επίμαχη εθνική νομοθεσία περί εγγυημένης συντάξεως. Σκόπιμο είναι να επισημανθεί ότι το συμπλήρωμα που προβλέπεται στο άρθρο 50 του κανονισμού 1408/71 πρέπει να καταβάλλεται από το οικείο κράτος μέλος καθ’ όλη τη διάρκεια της κατοικίας του ενδιαφερομένου στο έδαφος του εν λόγω κράτους. Επομένως, το άρθρο 50 του κανονισμού 1408/71 δεν επιβάλλει το συμπλήρωμα που ενδεχομένως καταβάλλεται κατ’ εφαρμογήν της εν λόγω διατάξεως να είναι εξαγώγιμο. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 9ης Μαρτίου 2017, το Βασίλειο της Σουηδίας ανέφερε ότι η σουηδική εγγυημένη σύνταξη ήταν εξαγώγιμη σύμφωνα με τη σουηδική νομοθεσία. Κατ’ εμέ, το «εξαγώγιμο»της εγγυημένης συντάξεως κατ’ εφαρμογήν της εθνικής νομοθεσίας δεν εμποδίζει την εφαρμογή του άρθρου 50 του κανονισμού 1408/71 και την ενδεχόμενη καταβολή συμπληρώματος στο έδαφος του εν λόγω κράτους.


47      Βλ. σημεία 26 και 27 των παρουσών προτάσεων.