Language of document : ECLI:EU:T:2022:556

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο πενταμελές τμήμα)

της 14ης Σεπτεμβρίου 2022 (*)

«Πρόσβαση στα έγγραφα – Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 – Μόνιμη επιτροπή φυτών, ζώων, τροφίμων και ζωοτροφών – Έγγραφο καθοδήγησης της EFSA όσον αφορά την αξιολόγηση της επικινδυνότητας των φυτοπροστατευτικών προϊόντων για τις μέλισσες – Επιμέρους θέσεις των κρατών μελών – Άρνηση παροχής προσβάσεως – Άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001 – Εξαίρεση σχετική με την προστασία της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T‑371/20 και T‑554/20,

Pollinis France, με έδρα το Παρίσι (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τους C. Lepage και T. Bégel, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τις S. Delaude, C. Ehrbar και τον G. Gattinara,

καθής,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Μαρκουλλή (εισηγήτρια), πρόεδρο, S. Frimodt Nielsen, J. Schwarcz, Κ. Ηλιόπουλο και R. Norkus, δικαστές,

γραμματέας: P. Cullen, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

έχοντας υπόψη την απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2020 για τη συνεκδίκαση των υποθέσεων T‑371/20 και T‑554/20 προς διευκόλυνση της έγγραφης και της ενδεχόμενης προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής περατώνουσας τη δίκη αποφάσεως,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 6ης Μαΐου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή της δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ η προσφεύγουσα, ήτοι η Pollinis France, ζητεί να ακυρωθούν η απόφαση C(2020) 4231 final της Επιτροπής, της 19ης Ιουνίου 2020 (στο εξής: πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση), και η απόφαση C(2020) 5120 final της Επιτροπής, της 21ης Ιουλίου 2020 (στο εξής: δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση), με τις οποίες το εν λόγω θεσμικό όργανο, αφενός, αρνήθηκε την παροχή προσβάσεως σε ορισμένα έγγραφα σχετικά με το έγγραφο καθοδήγησης της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA) που αφορούσε την αξιολόγηση της επικινδυνότητας των φυτοπροστατευτικών προϊόντων για τις μέλισσες, το οποίο εγκρίθηκε από την EFSA στις 27 Ιουνίου 2013 και δημοσιεύθηκε αρχικώς στις 4 Ιουλίου 2013, εν συνεχεία δε αναδημοσιεύθηκε στις 4 Ιουλίου 2014 (στο εξής: έγγραφο καθοδήγησης του 2013 για τις μέλισσες), και, αφετέρου, επέτρεψε στην προσφεύγουσα μερική πρόσβαση σε ορισμένα άλλα έγγραφα που συνδέονται με το έγγραφο καθοδήγησης του 2013 για τις μέλισσες.

I.      Ιστορικό της διαφοράς

2        Η προσφεύγουσα είναι γαλλική μη κυβερνητική οργάνωση δραστηριοποιούμενη στην προστασία του περιβάλλοντος, η οποία έχει ως σκοπό την προστασία των αγριομελισσών και των μελιφόρων μελισσών και την προώθηση της αειφόρου γεωργίας, συμβάλλοντας στην προστασία των επικονιαστών.

Α.      Υπόθεση T371/20

3        Στις 27 Ιανουαρίου 2020, η προσφεύγουσα υπέβαλε στην Επιτροπή αίτηση παροχής προσβάσεως σε ορισμένα έγγραφα σχετικά με το έγγραφο καθοδήγησης του 2013 για τις μέλισσες, βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ 2001, L 145, σ. 43), και του κανονισμού (ΕΚ) 1367/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, για την εφαρμογή στα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας των διατάξεων της σύμβασης του Århus σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα (ΕΕ 2006, L 264, σ. 13).

4        Κατόπιν αλληλογραφίας μεταξύ της Επιτροπής και της προσφεύγουσας προκειμένου να προσδιοριστεί και να περιοριστεί το περιεχόμενο της αιτήσεως, η εν λόγω αίτηση περιορίστηκε, κατ’ ουσίαν, στα έγγραφα στα οποία καταγράφονταν οι θέσεις των κρατών μελών, των μελών της Μόνιμης Επιτροπής Φυτών, Ζώων, Τροφίμων και Ζωοτροφών (Standing Committee on Plants, Animals, Food and Feeds) (στο εξής: SCoPAFF) και της Επιτροπής σε σχέση με το έγγραφο καθοδήγησης του 2013 για τις μέλισσες και κάθε σχετικό με το ίδιο θέμα σχέδιο εγγράφου ληφθέν ή συνταχθέν από την Επιτροπή από τον Οκτώβριο του 2018 και εξής.

5        Με έγγραφο της 16ης Μαρτίου 2020 η Επιτροπή προσδιόρισε 25 έγγραφα τα οποία συνδέονταν με την αίτηση παροχής προσβάσεως της προσφεύγουσας, ανέφερε ότι 6 έγγραφα (έγγραφα 20 έως 25) ήταν διαθέσιμα στον διαδικτυακό τόπο Europa και απέρριψε την αίτηση παροχής προσβάσεως στα υπόλοιπα 19 έγγραφα (έγγραφα 1 έως 19) δυνάμει της εξαιρέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001. Από τον πίνακα που επισυνάπτεται στο εν λόγω έγγραφο προκύπτει ότι τα έγγραφα 1 έως 19 είναι μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ενίοτε με παραρτήματα, τα οποία είχαν αποσταλεί από ορισμένα κράτη μέλη στο πλαίσιο της SCoPAFF από τον Ιανουάριο έως τον Ιούλιο του 2019 και αφορούσαν, κατ’ ουσίαν, το έγγραφο καθοδήγησης του 2013 για τις μέλισσες ή την εφαρμογή του, ιδίως ένα σχέδιο για την τροποποίηση των ενιαίων αρχών για την αξιολόγηση και την αδειοδότηση των φυτοπροστατευτικών προϊόντων που μνημονεύονται στο άρθρο 29, παράγραφος 6, του κανονισμού (ΕΚ) 1107/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, σχετικά με τη διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά και την κατάργηση των οδηγιών 79/117/ΕΟΚ και 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2009, L 309, σ. 1) (στο εξής: οι ενιαίες αρχές).

6        Στις 25 Μαρτίου 2020 η προσφεύγουσα υπέβαλε επιβεβαιωτική αίτηση παροχής προσβάσεως στα έγγραφα.

7        Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 15ης Απριλίου 2020, η Επιτροπή ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι έπρεπε να παραταθεί η προθεσμία απαντήσεως στην επιβεβαιωτική αίτηση προσβάσεως και, με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 11ης Μαΐου 2020, ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι δεν ήταν σε θέση να της παράσχει εντός της παραταθείσας προθεσμίας απάντηση στην επιβεβαιωτική αίτηση.

8        Ελλείψει ρητής απαντήσεως επί της επιβεβαιωτικής αιτήσεως, η προσφεύγουσα άσκησε στις 15 Ιουνίου 2020 προσφυγή για την ακύρωση της σιωπηρής αποφάσεως περί απορρίψεως της αιτήσεως (στο εξής: σιωπηρή απορριπτική απόφαση), σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001.

9        Με την πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία διαβιβάστηκε στην προσφεύγουσα με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 22ας Ιουνίου 2020, η Επιτροπή απάντησε ρητώς στην επιβεβαιωτική αίτηση, παρέχοντας μερική μόνον πρόσβαση στο έγγραφο 2, καθόσον η πρόσβαση σε ορισμένα μέρη του εγγράφου αυτού είχε απορριφθεί δυνάμει των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και στο άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, και αρνούμενη την πρόσβαση σε όλα τα άλλα έγγραφα που μνημονεύονται στην εν λόγω αίτηση (έγγραφα 1 και 3 έως 19) δυνάμει της εξαιρέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001.

Β.      Υπόθεση T554/20

10      Στις 8 Απριλίου 2020 η προσφεύγουσα υπέβαλε στην Επιτροπή δεύτερη αίτηση παροχής προσβάσεως σε ορισμένα έγγραφα σχετικά με το έγγραφο καθοδήγησης του 2013 για τις μέλισσες. Η αίτηση αυτή αφορούσε, κατ’ ουσίαν, την αλληλογραφία, τις ημερήσιες διατάξεις, τα πρακτικά και τις εκθέσεις των συναντήσεων μεταξύ των μελών της SCoPAFF και ορισμένων υπαλλήλων ή μελών της Επιτροπής με θέμα το έγγραφο καθοδήγησης του 2013 για τις μέλισσες κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιούλιο του 2013 έως τον Σεπτέμβριο του 2018.

11      Με έγγραφο της 8ης Μαΐου 2020, η Επιτροπή προσδιόρισε 59 έγγραφα τα οποία αφορούσε η δεύτερη αίτηση παροχής προσβάσεως της προσφεύγουσας, απέρριψε δε την εν λόγω αίτηση για το σύνολο των εγγράφων αυτών δυνάμει της εξαιρέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001. Από τον πίνακα που επισυνάπτεται στο έγγραφο αυτό συνάγεται ότι τα επίμαχα έγγραφα είναι μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή «σχόλια», ενίοτε με παραρτήματα, τα οποία είχαν αποσταλεί από ορισμένα κράτη μέλη στο πλαίσιο της SCoPAFF από τον Σεπτέμβριο του 2013 έως τον Δεκέμβριο του 2018 και συνδέονταν, κατ’ ουσίαν, με το έγγραφο καθοδήγησης του 2013 για τις μέλισσες ή με την εφαρμογή του (στο εξής, από κοινού με τα έγγραφα 1 έως 19 που μνημονεύονται στη σκέψη 5 ανωτέρω: ζητηθέντα έγγραφα).

12      Στις 25 Μαΐου 2020 η προσφεύγουσα υπέβαλε επιβεβαιωτική αίτηση προσβάσεως στα εν λόγω έγγραφα.

13      Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 17ης Ιουνίου 2020, η Επιτροπή ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι έπρεπε να παραταθεί η προθεσμία απαντήσεως στην επιβεβαιωτική αίτηση.

14      Με τη δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή απάντησε στην επιβεβαιωτική αίτηση παρέχοντας μερική μόνο πρόσβαση σε τέσσερα έγγραφα (έγγραφα 3, 10, 12 και 33), καθόσον η πρόσβαση σε ορισμένα μέρη των εγγράφων αυτών απορρίφθηκε δυνάμει των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και στο άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, και αρνούμενη την πρόσβαση σε όλα τα άλλα έγγραφα που μνημονεύονται στην εν λόγω αίτηση (έγγραφα 1, 2, 4 έως 9, 11, 13 έως 32 και 34 έως 59) δυνάμει της εξαιρέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001. Παρεμπιπτόντως, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι τα συγκεκριμένα έγγραφα ήταν στο σύνολό τους μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.

II.    Αιτήματα των διαδίκων

15      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κρίνει παραδεκτό και βάσιμο το υπόμνημα προσαρμογής του δικογράφου της προσφυγής στην υπόθεση T‑371/20·

–        να κρίνει παραδεκτή και βάσιμη την προσφυγή στην υπόθεση T‑554/20·

–        να ακυρώσει την πρώτη και τη δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να της καταβάλει ποσό ύψους 3 000 ευρώ ως δικαστικά έξοδα για κάθε συνεκδικαζόμενη υπόθεση.

16      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κρίνει άνευ αντικειμένου την προσφυγή κατά της σιωπηρής απορριπτικής αποφάσεως και να απορρίψει ως απαράδεκτο το υπόμνημα προσαρμογής του δικογράφου της προσφυγής, επικουρικώς δε να απορρίψει ως αβάσιμη την προσφυγή στην υπόθεση T‑371/20·

–        να απορρίψει την προσφυγή στην υπόθεση T‑554/20·

–        να απορρίψει ως αβάσιμη την προσφυγή όσον αφορά το αίτημα να υποχρεωθεί η Επιτροπή να καταβάλει ποσό ύψους 3 000 ευρώ ως δικαστικά έξοδα για κάθε συνεκδικαζόμενη υπόθεση·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

III. Σκεπτικό

17      Η προσφεύγουσα προβάλλει τέσσερις λόγους ακυρώσεως αμφοτέρων των προσβαλλόμενων αποφάσεων, οι οποίοι κατ’ ουσίαν ταυτίζονται.

18      Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται, κατ’ ουσίαν, παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001, καθόσον η Επιτροπή δεν εφάρμοσε ορθώς τη σχετική με την προστασία της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων εξαίρεση. Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται, κατ’ ουσίαν, παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001, καθόσον υπάρχει υπερισχύον δημόσιο συμφέρον που δικαιολογεί τη δημοσιοποίηση των ζητηθέντων εγγράφων, για τα οποία πρέπει να ισχύει το καθεστώς της ευρύτερης προσβάσεως που παρέχεται στα «νομοθετικά έγγραφα». Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 1367/2006, καθόσον η εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001 πρέπει να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται αυστηρότερα όταν οι ζητηθείσες πληροφορίες αφορούν εκπομπές στο περιβάλλον. Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και του άρθρου 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001.

19      Προτού εξεταστούν οι προμνησθέντες λόγοι ακυρώσεως, πρέπει να οριοθετηθεί επακριβώς το αντικείμενο της προσφυγής στην υπόθεση T‑371/20, λαμβανομένου υπόψη του αιτήματος της Επιτροπής περί καταργήσεως της δίκης και του υπομνήματος προσαρμογής της προσφυγής της προσφεύγουσας.

Α.      Επί του αντικειμένου της προσφυγής στην υπόθεση T371/20

20      Στις 15 Ιουλίου 2020, η Επιτροπή υπέβαλε αίτημα για την κατάργηση της σχετικής με την υπόθεση T‑371/20 δίκης. Η προσφεύγουσα υπέβαλε υπόμνημα προσαρμογής της προσφυγής στις 18 Αυγούστου 2020. Οι παρατηρήσεις της προσφεύγουσας επί του αιτήματος καταργήσεως της δίκης και οι παρατηρήσεις της Επιτροπής επί του υπομνήματος προσαρμογής της προσφυγής υποβλήθηκαν στις 31 Αυγούστου 2020 και την 1η Οκτωβρίου 2020 αντιστοίχως. Στις 13 Νοεμβρίου 2020, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να εξετάσει το αίτημα περί καταργήσεως της δίκης μαζί με την ουσία της υποθέσεως.

21      Κατ’ αρχάς, δεν αμφισβητείται μεταξύ των διαδίκων ότι η σιωπηρή απορριπτική απόφαση αντικαταστάθηκε από την πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον η τελευταία αυτή απόφαση συνιστά ρητή απάντηση επί της επιβεβαιωτικής αιτήσεως την οποία υπέβαλε η προσφεύγουσα στις 25 Μαρτίου 2020.

22      Υπενθυμίζεται ότι, εφόσον η σιωπηρή απόφαση περί αρνήσεως παροχής προσβάσεως ανακλήθηκε λόγω αποφάσεως η οποία εκδόθηκε μεταγενέστερα από την Επιτροπή, παρέλκει πλέον η απόφαση επί της προσφυγής καθόσον αυτή στρεφόταν κατά της εν λόγω σιωπηρής αποφάσεως (απόφαση της 2ας Ιουλίου 2015, Typke κατά Επιτροπής, T‑214/13, EU:T:2015:448, σκέψη 36· πρβλ., επίσης, απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2014, Strack κατά Επιτροπής, C‑127/13 P, EU:C:2014:2250, σκέψεις 88 και 89).

23      Κατά συνέπεια, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, παρέλκει πλέον η εκδίκαση του αιτήματος για την ακύρωση της σιωπηρής απορριπτικής αποφάσεως.

24      Πλην όμως, κατά δεύτερον, η προσφεύγουσα υπέβαλε, σύμφωνα με το άρθρο 86 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, υπόμνημα προσαρμογής της προσφυγής της, δεδομένης της εκδόσεως της πρώτης προσβαλλόμενης αποφάσεως μετά την κατάθεσή της, ζητώντας να θεωρηθεί ότι η προσφυγή της αποσκοπεί πλέον στην ακύρωση της εν λόγω ρητής αποφάσεως.

25      Μολονότι τα αιτήματα των διαδίκων δεν μπορούν κατ’ αρχήν να τροποποιηθούν, το άρθρο 86 του Κανονισμού Διαδικασίας προβλέπει παρέκκλιση από την αρχή αυτή. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 86, παράγραφοι 1 και 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν μια πράξη της οποίας ζητείται η ακύρωση αντικαθίσταται από άλλη πράξη έχουσα το ίδιο αντικείμενο, ο προσφεύγων μπορεί, πριν από την περάτωση της προφορικής διαδικασίας ή πριν από την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου να αποφανθεί επί της διαφοράς χωρίς διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας, να προσαρμόσει την προσφυγή προκειμένου να ληφθεί υπόψη το νέο αυτό στοιχείο, η προσαρμογή δε αυτή της προσφυγής γίνεται με χωριστό δικόγραφο και εντός της προβλεπόμενης στο άρθρο 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ προθεσμίας εντός της οποίας μπορεί να ζητηθεί η ακύρωση της πράξεως που δικαιολογεί την προσαρμογή της προσφυγής.

26      Εν προκειμένω, η σιωπηρή απορριπτική απόφαση αντικαταστάθηκε από την πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση, το δε υπόμνημα προσαρμογής της προσφυγής υποβλήθηκε υπό τον τύπο και εντός της προθεσμίας που προβλέπεται προς τούτο, γεγονός το οποίο, εξάλλου, αναγνώρισε ρητώς η Επιτροπή στις παρατηρήσεις της επί του εν λόγω υπομνήματος προσαρμογής.

27      Αφενός, ωστόσο, η Επιτροπή προέβη στη γενική παρατήρηση ότι δεν διευκρινιζόταν σαφώς κατά πόσον το συγκεκριμένο υπόμνημα αντικαθιστούσε ή συμπλήρωνε την προσφυγή, βάσει όμως της δικής της αντιλήψεως συνέβαινε το δεύτερο. Ερωτηθείσα συναφώς στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, η προσφεύγουσα, στην απάντησή της που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 25 Μαρτίου 2022, επιβεβαίωσε ότι το υπόμνημα προσαρμογής όντως συμπλήρωνε την προσφυγή της. Εφόσον αυτή είναι η κοινή αντίληψη των διαδίκων και λαμβανομένου υπόψη ότι, όπως προβλέπει το άρθρο 86, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, το υπόμνημα προσαρμογής δεν αντικαθιστά την προσφυγή στο σύνολό της, αλλά πρέπει να περιέχει τα κατόπιν προσαρμογής αιτήματα και, εφόσον παρίσταται ανάγκη, τους κατόπιν προσαρμογής ισχυρισμούς καθώς και τα αποδεικτικά στοιχεία και τις προτάσεις αποδεικτικών μέσων που συνδέονται με την προσαρμογή των αιτημάτων, η παρατήρηση της Επιτροπής δεν μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω το παραδεκτό του ίδιου του υπομνήματος προσαρμογής.

28      Αφετέρου, η Επιτροπή υποστήριξε ότι οι λόγοι ακυρώσεως που προβάλλονται με το υπόμνημα προσαρμογής είναι απαράδεκτοι, αλυσιτελείς ή προδήλως αβάσιμοι. Ωστόσο, εφόσον οι αιτιάσεις αυτές αφορούν το παραδεκτό, τον λυσιτελή χαρακτήρα και το βάσιμο των λόγων ακυρώσεως, εμπίπτουν στο πλαίσιο της εκτιμήσεως καθενός εξ αυτών και, ως εκ τούτου, δεν ασκούν επιρροή στο παραδεκτό του υπομνήματος προσαρμογής στο σύνολό του.

29      Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι πληρούνται εν προκειμένω οι προϋποθέσεις του άρθρου 86, παράγραφοι 1 και 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, πρέπει να θεωρηθεί ότι αντικείμενο της προσφυγής στην υπόθεση T‑371/20 είναι πλέον η ακύρωση της πρώτης προσβαλλόμενης αποφάσεως.

30      Εξάλλου, ως προς το τελευταίο αυτό σημείο, η Επιτροπή επεσήμανε, βάσει μιας φράσεως που περιλαμβανόταν στις παρατηρήσεις της προσφεύγουσας επί του αιτήματος περί καταργήσεως της δίκης, ότι η τελευταία δεν φαίνεται να βάλλει κατά της πρώτης προσβαλλόμενης αποφάσεως καθόσον αυτή είχε χορηγήσει μερική πρόσβαση στο έγγραφο 2 (βλ. σκέψη 9 ανωτέρω). Πλην όμως, πρέπει να σημειωθεί, αφενός, ότι η φράση της προσφεύγουσας την οποία επικαλείται η Επιτροπή απλώς αναφέρεται στο συμφέρον της προσφεύγουσας να επιτύχει την ακύρωση της πρώτης προσβαλλόμενης αποφάσεως υπενθυμίζοντας ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο εξακολουθούσε να αρνείται την πρόσβαση σε όλα τα λοιπά έγγραφα (σκέψη 9 ανωτέρω) και, αφετέρου, ότι το υπόμνημα προσαρμογής της προσφυγής δεν περιορίζει το αντικείμενο της προσφυγής αποκλειστικά στα έγγραφα στα οποία υπήρξε πλήρης άρνηση προσβάσεως. Εξάλλου, η προσφεύγουσα, ερωτηθείσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, επιβεβαίωσε ότι οι προσφυγές της αποσκοπούσαν στην προσβολή των προσβαλλόμενων αποφάσεων και καθόσον αυτές παρείχαν μερική μόνον πρόσβαση σε ορισμένα έγγραφα, όπερ καταγράφηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως. Κατά συνέπεια, κρίνεται ότι, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της Επιτροπής, αντικείμενο της προσφυγής στην υπόθεση Τ-371/20 είναι η ακύρωση της πρώτης προσβαλλόμενης αποφάσεως στο σύνολό της.

Β.      Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται κατ’ ουσίαν παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001, καθόσον η Επιτροπή δεν προέβη σε ορθή εφαρμογή της σχετικής με την προστασία της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων εξαιρέσεως

31      Κατ’ αρχάς, πρέπει να σημειωθεί ότι ο τίτλος καθώς και τα αρχικά και τελικά σημεία του πρώτου λόγου ακυρώσεως όπως διατυπώνονται στο υπόμνημα προσαρμογής στην υπόθεση T‑371/20 και στην προσφυγή στην υπόθεση T‑554/20 μνημονεύουν το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001, υιοθετώντας, κατά τούτο, την ορολογία και τη δομή του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλεται με την προσφυγή στην υπόθεση T‑371/20 κατά της σιωπηρής απορριπτικής αποφάσεως. Ωστόσο, τα σχετικά με τον λόγο αυτό επιχειρήματα, τα οποία περιλαμβάνονται στο υπόμνημα προσαρμογής στην υπόθεση T‑371/20 και στην προσφυγή στην υπόθεση T‑554/20, δεν αφορούν μόνο την προβαλλόμενη παράβαση του δεύτερου εδαφίου της προαναφερθείσας διατάξεως, αλλά αναφέρονται, ειδικότερα, στην αιτιολογία που προέβαλε η Επιτροπή στις προσβαλλόμενες αποφάσεις και αφορούν επίσης το πρώτο εδάφιο του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001.

32      Συνεπώς, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αποτελείται, κατ’ ουσίαν, από δύο σκέλη, με τα οποία προβάλλεται, στο μεν πρώτο, παράβαση του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001, στο δε δεύτερο, παράβαση του πρώτου εδαφίου της ίδιας διατάξεως.

33      Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, όπως υποστηρίζει και η Επιτροπή, καθόσον η προσφεύγουσα προβάλλει επιχειρηματολογία που βασίζεται στην εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001 ή ακόμη και σε έλλειψη αιτιολογίας όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως, διαπιστώνεται ευθύς εξαρχής ότι αυτό είναι αλυσιτελές, διότι δεν μπορεί να οδηγήσει στην ακύρωση των προσβαλλόμενων αποφάσεων. Συγκεκριμένα, στις προσβαλλόμενες αποφάσεις, η Επιτροπή δεν εφάρμοσε το άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, αλλά αρνήθηκε την πρόσβαση στα ζητηθέντα έγγραφα δυνάμει της εξαιρέσεως του άρθρου 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού. Εξάλλου, δεν είναι κρίσιμο το στοιχείο ότι η Επιτροπή, στο έγγραφο της 16ης Μαρτίου 2020 (βλ. σκέψη 5 ανωτέρω), επικαλείται το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεδομένου ότι με τις υπό κρίση υποθέσεις δεν επιδιώκεται η ακύρωση του εν λόγω εγγράφου αλλά των προσβαλλόμενων αποφάσεων, στις οποίες η Επιτροπή βασίστηκε στην εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού. Επομένως, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές.

34      Το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, περιλαμβάνει δύο αιτιάσεις. Η προσφεύγουσα αμφισβητεί, κατ’ ουσίαν, αφενός, το κατά πόσον η προβλεπόμενη στη διάταξη αυτή εξαίρεση, την οποία επικαλέστηκε η Επιτροπή, ήταν σχετική, καθόσον η επίμαχη διαδικασία λήψεως αποφάσεων δεν ήταν εν εξελίξει, και, αφετέρου, την αιτιολογία που προβάλλει η Επιτροπή για να δικαιολογήσει την εφαρμογή της εν λόγω εξαιρέσεως.

1.      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

35      Κατά την αιτιολογική σκέψη 1 του κανονισμού 1049/2001, ο κανονισμός αυτός εντάσσεται στο πλαίσιο της βουλήσεως δημιουργίας μιας ένωσης στην οποία οι αποφάσεις λαμβάνονται όσο το δυνατόν πιο ανοικτά και όσο το δυνατόν εγγύτερα στους πολίτες. Όπως υπενθυμίζεται στην αιτιολογική σκέψη 2 του εν λόγω κανονισμού, το δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων συνδέεται με τον δημοκρατικό χαρακτήρα των οργάνων αυτών (βλ. απόφαση της 22ας Μαρτίου 2018, De Capitani κατά Κοινοβουλίου, T‑540/15, EU:T:2018:167, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

36      Προς τούτο, σκοπός του κανονισμού 1049/2001 είναι, κατά την αιτιολογική σκέψη 4 και το άρθρο 1 αυτού, να παρασχεθεί στο κοινό το ευρύτερο δυνατό δικαίωμα προσβάσεως (βλ. απόφαση της 22ας Μαρτίου 2018, De Capitani κατά Κοινοβουλίου, T‑540/15, EU:T:2018:167, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

37      Πλην όμως, το δικαίωμα αυτό υπόκειται σε ορισμένους περιορισμούς που στηρίζονται σε λόγους δημοσίου ή ιδιωτικού συμφέροντος. Ειδικότερα, και σε συμφωνία προς την αιτιολογική του σκέψη 11, ο κανονισμός 1049/2001 προβλέπει, στο άρθρο του 4, ένα καθεστώς εξαιρέσεων βάσει του οποίου τα θεσμικά όργανα μπορούν να αρνούνται την πρόσβαση σε ένα έγγραφο σε περίπτωση που η δημοσιοποίησή του θα έθιγε κάποιο από τα συμφέροντα τα οποία προστατεύει το άρθρο αυτό (βλ. απόφαση της 22ας Μαρτίου 2018, De Capitani κατά Κοινοβουλίου, T‑540/15, EU:T:2018:167, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

38      Δεδομένου ότι οι εξαιρέσεις αυτές συνιστούν απόκλιση από τη γενική αρχή της ευρύτερης κατά το δυνατόν προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα, πρέπει να ερμηνεύονται στενά και να εφαρμόζονται αυστηρά (βλ. απόφαση της 22ας Μαρτίου 2018, De Capitani κατά Κοινοβουλίου, T‑540/15, EU:T:2018:167, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

39      Σύμφωνα με την αρχή της στενής ερμηνείας, όταν το οικείο θεσμικό όργανο αποφασίζει να αρνηθεί την πρόσβαση σε έγγραφο το οποίο του ζητήθηκε να γνωστοποιήσει, οφείλει, κατ’ αρχήν, να παράσχει εξηγήσεις σχετικά με τον τρόπο κατά τον οποίον η πρόσβαση στο έγγραφο αυτό θα μπορούσε να θίξει συγκεκριμένα και ουσιαστικά το συμφέρον που προστατεύει η εξαίρεση του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001 την οποία επικαλείται το θεσμικό αυτό όργανο. Επιπλέον, ο κίνδυνος προσβολής του συμφέροντος αυτού πρέπει να είναι ευλόγως προβλέψιμος και όχι αμιγώς υποθετικός. Το γεγονός και μόνον ότι ένα έγγραφο αφορά συμφέρον που προστατεύεται με κάποια από τις εξαιρέσεις δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την εφαρμογή της σχετικής εξαιρέσεως (βλ. απόφαση της 22ας Μαρτίου 2018, De Capitani κατά Κοινοβουλίου, T‑540/15, EU:T:2018:167, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

40      Επίσης, υπενθυμίζεται ότι η εφαρμογή της εξαιρέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001 προϋποθέτει ότι έχει αποδειχθεί ότι η πρόσβαση στα ζητούμενα έγγραφα μπορεί να θίξει συγκεκριμένα και πραγματικά την προστασία της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων του θεσμικού οργάνου καθώς και ότι ο κίνδυνος αυτός προσβολής μπορεί ευλόγως να προβλεφθεί και δεν είναι αμιγώς υποθετικός (βλ. απόφαση της 22ας Μαρτίου 2018, De Capitani κατά Κοινοβουλίου, T‑540/15, EU:T:2018:167, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

41      Για να εμπίπτει στην εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, η προσβολή της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων πρέπει να είναι σοβαρή. Τούτο συμβαίνει μεταξύ άλλων όταν η δημοσιοποίηση των σχετικών εγγράφων έχει σημαντικό αντίκτυπο στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων. Η εκτίμηση όμως της σοβαρότητας εξαρτάται από το σύνολο των περιστάσεων της υποθέσεως, μεταξύ άλλων από τα αρνητικά αποτελέσματα στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων, τα οποία επικαλείται το θεσμικό όργανο όσον αφορά τη δημοσιοποίηση των σχετικών εγγράφων (απόφαση της 7ης Ιουνίου 2011, Toland κατά Κοινοβουλίου, T‑471/08, EU:T:2011:252, σκέψη 71 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

42      Η νομολογία αυτή δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβάλλει στα θεσμικά όργανα να προσκομίζουν αποδείξεις προς στοιχειοθέτηση της υπάρξεως ενός τέτοιου κινδύνου. Αρκεί, συναφώς, να περιέχει η προσβαλλόμενη απόφαση απτά στοιχεία από τα οποία να μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο κίνδυνος να προσβληθεί η διαδικασία λήψεως αποφάσεων μπορεί, κατά την ημερομηνία εκδόσεώς της, ευλόγως να προβλεφθεί και δεν είναι αμιγώς υποθετικός, καθώς και να μνημονεύει η εν λόγω απόφαση ιδίως την ύπαρξη, κατά την ημερομηνία αυτή, αντικειμενικών λόγων που να καθιστούν δυνατή την εύλογη πρόβλεψη ότι τέτοιου είδους προσβολή θα επερχόταν σε περίπτωση δημοσιοποιήσεως των ζητούμενων εγγράφων (βλ. απόφαση της 22ας Μαρτίου 2018, De Capitani κατά Κοινοβουλίου, T‑540/15, EU:T:2018:167, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

43      Υπό το πρίσμα των ως άνω διατάξεων και αρχών πρέπει να εξεταστεί το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

2.      Επί της πρώτης αιτιάσεως του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με την οποία προβάλλεται ότι η διαδικασία λήψεως αποφάσεων δεν ήταν εν εξελίξει

44      Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η ερμηνεία και η εφαρμογή από την Επιτροπή της εξαιρέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001 στερούνται ερείσματος. Κατά την προσφεύγουσα, ο λόγος που επικαλείται η Επιτροπή για την άρνηση της προσβάσεως, δηλαδή η προστασία της εν εξελίξει διαδικασίας λήψεως αποφάσεων, αντιφάσκει προς την επισήμανση της Επιτροπής ότι η διαδικασία λήψεως αποφάσεων είχε «περατωθεί». Η τελευταία αυτή αναφορά προκαλεί σύγχυση και είναι παραπλανητική, δεδομένου ότι, κατά την προσφεύγουσα, μια διαδικασία είναι είτε «περατωθείσα» είτε «εν εξελίξει». Ακόμη και εάν γίνει δεκτό ότι η διαδικασία λήψεως αποφάσεων είχε ανασταλεί και θα συνεχιζόταν βάσει αναθεωρημένης εκδόσεως του εγγράφου καθοδήγησης του 2013 για τις μέλισσες, το έγγραφο αυτό δεν θα ήταν πλέον το ίδιο.

45      Η Επιτροπή αντιτείνει ότι η επίμαχη διαδικασία λήψεως αποφάσεων δεν έχει ολοκληρωθεί και διευκρινίζει ότι, στις προσβαλλόμενες αποφάσεις, έγινε χρήση του όρου «περατώθηκε» υπό την έννοια του «ανεστάλη» ή «διεκόπη προσωρινά». Εξάλλου, το στοιχείο ότι το έγγραφο καθοδήγησης του 2013 για τις μέλισσες δύναται να τροποποιηθεί δεν είναι κρίσιμο για την εφαρμογή της εξαιρέσεως του άρθρου 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001. Επομένως, δεν έχει αντίφαση το σκεπτικό αμφοτέρων των προσβαλλόμενων αποφάσεων.

46      Πρέπει, κατ’ αρχάς, να σημειωθεί ότι ναι μεν η Επιτροπή αμφισβήτησε το παραδεκτό και τη συνάφεια πολλών επιχειρημάτων που προέβαλε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, καθόσον κατ’ αυτήν είτε δεν αφορούσαν την εξαίρεση που εφαρμόστηκε στις προσβαλλόμενες αποφάσεις είτε είχαν προβληθεί εσφαλμένως κατά το στάδιο της απαντήσεως, πλην όμως τούτο δεν ισχύει κατ’ ανάγκη για τα σχετικά με τον εν εξελίξει χαρακτήρα της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων επιχειρήματα που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 44 ανωτέρω. Στις παρατηρήσεις της επί του υπομνήματος προσαρμογής της προσφυγής στην υπόθεση T‑371/20, η Επιτροπή αναγνώρισε ότι τα επιχειρήματα αυτά περιλαμβάνονταν στο εν λόγω υπόμνημα προσαρμογής και αφορούσαν την εξαίρεση στην οποία βασίστηκαν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις, αναφέροντας ότι, «εκτός από τα σημεία […] του υπομνήματος προσαρμογής τα οποία [αναφέρονταν] στον εν εξελίξει χαρακτήρα της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων, η προσφεύγουσα [δεν] προσάρμοσε την επιχειρηματολογία της στη νέα νομική βάση που επικαλέστηκε στην [πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση]». Σημειωτέον ότι τα επιχειρήματα αυτά περιλήφθηκαν στο υπόμνημα προσαρμογής στην υπόθεση T‑371/20. Επιπλέον, τα συγκεκριμένα επιχειρήματα περιλήφθηκαν, κατά τρόπο πανομοιότυπο, και στην προσφυγή στην υπόθεση T‑554/20. Κατά συνέπεια, κάθε μεταγενέστερος ισχυρισμός της Επιτροπής προβαλλόμενος, μεταξύ άλλων, με τα υπομνήματα αντικρούσεώς της ή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, με τον οποίο επιχειρείται να υποστηριχθεί ότι τα επιχειρήματα αυτά ήταν απαράδεκτα ή αλυσιτελή ή ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε ότι η διαδικασία λήψεως αποφάσεων βρισκόταν εν εξελίξει, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

47      Πρέπει, επομένως, να εξεταστεί κατά πόσον η ως άνω πρώτη αιτίαση της προσφεύγουσας είναι βάσιμη.

48      Από τη δικογραφία προκύπτει ότι το έγγραφο καθοδήγησης του 2013 για τις μέλισσες εκπονήθηκε από την EFSA το 2013 κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής. Το εν λόγω έγγραφο υποβλήθηκε το 2013 στην SCoPAFF από την Επιτροπή για γνωμοδότηση, προκειμένου να εκδοθεί σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία που προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΕ) 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ 2011, L 55, σ. 13), και σύμφωνα με το άρθρο 77 και το άρθρο 79, παράγραφος 2, του κανονισμού 1107/2009.

49      Δεν αμφισβητείται μεταξύ των διαδίκων ότι το έγγραφο καθοδήγησης του 2013 για τις μέλισσες είχε αποτελέσει επί σειρά ετών αντικείμενο διαβουλεύσεων στο πλαίσιο της SCoPAFF, χωρίς να καταστεί δυνατή η επίτευξη συμφωνίας επί του κειμένου του λόγω διαφωνιών μεταξύ των κρατών μελών και χωρίς, ως εκ τούτου, να έχει καταφέρει η Επιτροπή να πετύχει την έκδοση του εν λόγω εγγράφου καθοδήγησης.

50      Το 2018, λόγω της μη εκδόσεως του εγγράφου καθοδήγησης του 2013 για τις μέλισσες και αποβλέποντας στη μερική εφαρμογή του, η Επιτροπή πρότεινε την εφαρμογή ορισμένων μόνον τμημάτων του εισάγοντας τροποποιήσεις στις ενιαίες αρχές που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) 546/2011 της Επιτροπής, της 10ης Ιουνίου 2011, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1107/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις ενιαίες αρχές για την αξιολόγηση και την αδειοδότηση των φυτοπροστατευτικών προϊόντων (ΕΕ 2011, L 155, σ. 127). Ως εκ τούτου, η Επιτροπή υπέβαλε το 2018 για γνωμοδότηση στην SCoPAFF σχέδιο κανονισμού για την τροποποίηση του κανονισμού 546/2011, με σκοπό την έκδοσή του σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που προβλέπεται στην απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (ΕΕ 1999, L 184, σ. 23), και σύμφωνα με το άρθρο 29, παράγραφος 6, το άρθρο 78, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και το άρθρο 79, παράγραφος 4, του κανονισμού 1107/2009.

51      Δεν αμφισβητείται μεταξύ των διαδίκων ότι τον Ιούλιο του 2019 η SCoPAFF είχε γνωμοδοτήσει θετικά επί σχεδίου κανονισμού για την τροποποίηση του κανονισμού 546/2011 και ότι ούτε το εν λόγω σχέδιο κανονισμού θεσπίστηκε από την Επιτροπή, διότι, στο πλαίσιο της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αντιτάχθηκε στην έκδοσή του τον Οκτώβριο του 2019, εκτιμώντας, κατ’ ουσίαν, ότι το επίπεδο προστασίας που προβλεπόταν στο συγκεκριμένο σχέδιο δεν ήταν επαρκές.

52      Ενώ πριν από το 2018 η Επιτροπή δεν σχεδίαζε να αναθεωρήσει το έγγραφο καθοδήγησης του 2013 για τις μέλισσες, εντός του Μαρτίου του 2019 η Επιτροπή ζήτησε από την EFSA να προβεί στην αναθεώρηση του εν λόγω εγγράφου προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι επιστημονικές εξελίξεις από το 2013 και μετά.

53      Σε αυτό, επομένως, το πλαίσιο, η Επιτροπή, στις προσβαλλόμενες αποφάσεις, οι οποίες εκδόθηκαν τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 2020, ανέφερε ότι, εν αναμονή της ολοκληρώσεως της αναθεωρήσεως του εγγράφου καθοδήγησης του 2013 για τις μέλισσες από την EFSA, η εξέτασή του στο πλαίσιο της SCoPAFF «περατώθηκε» και ότι τούτο σήμαινε ότι η διαδικασία λήψεως αποφάσεων μπορούσε να θεωρηθεί ότι ήταν «εν εξελίξει», δεδομένου ότι θα συνεχιζόταν μόνον αφότου η EFSA ολοκλήρωνε την αναθεώρηση του εν λόγω εγγράφου καθοδήγησης. Επιπλέον, στις προσβαλλόμενες αποφάσεις, η Επιτροπή ανάφερε ότι είχε επισημάνει στην EFSA τη σημασία της υποβολής «της αναθεωρημένης έκθεσής της» έως τον Μάρτιο του 2021 και ότι της είχε επίσης ζητήσει να συμμετάσχουν οι εμπειρογνώμονες και οι ενδιαφερόμενοι φορείς των κρατών μελών, ώστε να διασφαλιστεί ότι όλες οι απόψεις έχουν ληφθεί υπόψη, γεγονός που θα καθιστούσε δυνατή την ταχεία αποδοχή του αναθεωρημένου εγγράφου καθοδήγησης για τις μέλισσες.

54      Ερωτηθείσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση σχετικά με την κατάσταση του αναθεωρημένου εγγράφου καθοδήγησης για τις μέλισσες, η Επιτροπή δήλωσε ότι οποιαδήποτε σκέψη σχετικά με το περιεχόμενο και τον ενδεχόμενο δεσμευτικό χαρακτήρα του εν λόγω εγγράφου ήταν υποθετική, καθώς η διαδικασία για την αναθεώρηση του εν λόγω εγγράφου από την EFSA δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί. Η Επιτροπή προσέθεσε ότι το ίδιο ισχύει και για κάθε σκέψη σχετικά με τη μορφή της ενδεχόμενης θεσπίσεώς του από την Επιτροπή και τη διαδικασία που θα μπορούσε να ακολουθηθεί για τον σκοπό αυτόν.

55      Από τις περιστάσεις που εκτέθηκαν στις σκέψεις 48 έως 54 ανωτέρω συνάγεται ότι, σε αντίθεση με τη θέση που έλαβε η Επιτροπή στις προσβαλλόμενες αποφάσεις, η διαδικασία λήψεως αποφάσεων με την οποία συνδέονται τα ζητηθέντα έγγραφα δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι βρισκόταν εν εξελίξει κατά τον χρόνο εκδόσεως των αποφάσεων αυτών.

56      Αληθεύει, βεβαίως, ότι δύναται να θεωρηθεί ότι τα ζητηθέντα έγγραφα συνδέονται με τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής που διεξαγόταν από το 2013 έως το 2019 και η οποία αποσκοπούσε στην πλήρη ή μερική εφαρμογή από την Επιτροπή του εγγράφου καθοδήγησης του 2013 για τις μέλισσες, είτε με την έκδοση του εν λόγω εγγράφου καθοδήγησης αυτού καθεαυτό, σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία που προβλέπεται στον κανονισμό 182/2011, είτε με την τροποποίηση των ενιαίων αρχών που θεσπίζει ο κανονισμός 546/2011 σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που προβλέπεται στην απόφαση 1999/468. Ωστόσο, διαπιστώνεται ότι, κατά τον χρόνο εκδόσεως των προσβαλλόμενων αποφάσεων, δεν υπήρχε πλέον καμία διαδικασία λήψεως αποφάσεων που να αποσκοπεί στην εφαρμογή του εν λόγω εγγράφου καθοδήγησης του 2013, ούτε αυτού καθεαυτό ούτε υπό τη μορφή ενδεχόμενης τροποποιήσεως των ενιαίων αρχών. Αντιθέτως, η Επιτροπή είχε εμμέσως πλην σαφώς αποφασίσει να μην εφαρμόσει πλέον το εν λόγω έγγραφο καθοδήγησης του 2013 και μάλιστα είχε ζητήσει ρητώς από την EFSA την αναθεώρησή του, μια τέτοια δε αναθεώρηση, η οποία εξακολουθούσε να εκκρεμεί κατά τον χρόνο εκδόσεως των προσβαλλόμενων αποφάσεων, είχε ως αποτέλεσμα να μην είναι δυνατόν να προσδιοριστεί το περιεχόμενο του τυχόν αναθεωρημένου εγγράφου καθοδήγησης, η μορφή της ενδεχόμενης εκδόσεώς του ή η διαδικασία που θα μπορούσε να ακολουθηθεί προς τούτο. Η εν λόγω αναθεώρηση σημαίνει, συνεπώς, ότι η διαδικασία λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής ήταν άνευ αντικειμένου κατά τον χρόνο εκδόσεως των προσβαλλόμενων αποφάσεων.

57      Δεν δύναται να οδηγήσει σε διαφορετικό συμπέρασμα το επιχείρημα της Επιτροπής ότι, παρά τις περιστάσεις που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 48 έως 54 ανωτέρω, η ίδια εξακολουθούσε να έχει ως σκοπό την έκδοση ενός εγγράφου καθοδήγησης για τις μέλισσες προκειμένου να παράσχει στις αρχές των κρατών μελών ένα έγγραφο «με βάση τις τελευταίες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις» σύμφωνα με το άρθρο 36, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009. Ειδικότερα, ακόμη και εάν υποτεθεί ότι διαπιστωνόταν η ύπαρξη τέτοιου σκοπού, τούτο ουδόλως θα σήμαινε από μόνο του ότι κατά τον χρόνο εκδόσεως των προσβαλλόμενων αποφάσεων βρισκόταν σε εξέλιξη διαδικασία λήψεως αποφάσεων σε σχέση με το συγκεκριμένο έγγραφο. Αντιθέτως, από τη δικογραφία συνάγεται ότι η Επιτροπή είχε αποφασίσει να μην εφαρμόσει πλέον το έγγραφο καθοδήγησης του 2013 για τις μέλισσες και ότι, ενδεχομένως, θα μπορούσε να είχε λάβει χώρα μια διαδικασία λήψεως αποφάσεων με αντικείμενο ένα αναθεωρημένο έγγραφο καθοδήγησης για τις μέλισσες όταν η EFSA διαβίβασε το έγγραφο αυτό στην Επιτροπή και η Επιτροπή αποφάσισε την εφαρμογή του, η οποία εξάλλου ήταν υποθετική κατά τον χρόνο εκδόσεως των προσβαλλόμενων αποφάσεων, παρέμενε δε υποθετική κατά την ημερομηνία της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως. Για τους ίδιους λόγους, αντιθέτως προς όσα ισχυρίζεται η Επιτροπή, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα είχε ζητήσει ή και εξακολουθεί να ζητεί την έκδοση του εγγράφου καθοδήγησης του 2013 για τις μέλισσες στο σύνολό του δεν σημαίνει ότι η διαδικασία λήψεως αποφάσεων σχετικά με το έγγραφο αυτό ήταν εν εξελίξει κατά τον χρόνο εκδόσεως των προσβαλλόμενων αποφάσεων ή ότι συνεχίζει να είναι εν εξελίξει.

58      Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι το γεγονός ότι η αναθεώρηση από την EFSA του εγγράφου καθοδήγησης του 2013 για τις μέλισσες βρισκόταν ακόμη σε εξέλιξη ουδόλως σημαίνει ότι ήταν σε εξέλιξη κατά τις ημερομηνίες εκδόσεως των προσβαλλόμενων αποφάσεων και ορισμένη διαδικασία λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή του ίδιου εγγράφου. Αντιθέτως, αυτή καθεαυτήν η διεξαγωγή της εν λόγω διαδικασίας αναθεώρησης ενισχύει τη διαπίστωση ότι, μετά την απόρριψη της τροποποιήσεως των ενιαίων αρχών, κατά τον χρόνο εκδόσεως των προσβαλλόμενων αποφάσεων, η Επιτροπή δεν διεξήγε πλέον καμία διαδικασία λήψεως αποφάσεων σχετικά με το έγγραφο καθοδήγησης του 2013 για τις μέλισσες. Όπως επισήμανε η προσφεύγουσα, χωρίς να αντικρουσθεί από την Επιτροπή, η Επιτροπή δεν σκόπευε να ζητήσει μια τέτοια αναθεώρηση πριν από το 2018. Όπως προκύπτει από τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, η εν λόγω αναθεώρηση φαίνεται ότι είχε σχεδιαστεί λαμβανομένης υπόψη της αδυναμίας θεσπίσεως του εγγράφου καθοδήγησης του 2013 για τις μέλισσες και προκειμένου να καταστεί δυνατή η ταχεία αποδοχή ενός αναθεωρημένου εγγράφου καθοδήγησης για τις μέλισσες.

59      Επομένως, η διαδικασία λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής σχετικά με το έγγραφο καθοδήγησης του 2013 για τις μέλισσες είχε περατωθεί κατά τον χρόνο εκδόσεως των προσβαλλόμενων αποφάσεων και, κατά συνέπεια, υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις των υπό κρίση υποθέσεων, η Επιτροπή δεν μπορούσε να βασίσει εγκύρως τις προσβαλλόμενες αποφάσεις στην εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, η οποία αποσκοπεί στην προστασία της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων του θεσμικού οργάνου σχετικά με θέμα για το οποίο το θεσμικό όργανο δεν έχει ακόμη λάβει απόφαση.

60      Ειδικότερα, το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001 προβαίνει σε σαφή διάκριση με κριτήριο το εάν μια διαδικασία έχει περατωθεί ή όχι. Αφ’ ης στιγμής η απόφαση έχει εκδοθεί, η ανάγκη προστασίας της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων δεν είναι τόσο έντονη, με αποτέλεσμα τυχόν δημοσιοποίηση οποιουδήποτε εγγράφου, πλην των προβλεπόμενων από το άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, να μην μπορεί σε καμία περίπτωση να θίξει σοβαρά την εν λόγω διαδικασία και να μην επιτρέπεται η άρνηση δημοσιοποιήσεως τέτοιου είδους εγγράφου, ενώ, αντιθέτως, η δημοσιοποίησή του θα έθιγε σοβαρά την εν λόγω διαδικασία αν λάμβανε χώρα πριν από την έκδοση της επίμαχης αποφάσεως. Επομένως, οι λόγοι που προβάλλει ένα θεσμικό όργανο και οι οποίοι μπορούν να δικαιολογήσουν την άρνηση προσβάσεως σε τέτοιο έγγραφο, η δημοσιοποίηση του οποίου ζητείται πριν από την περάτωση της διοικητικής διαδικασίας, ενδέχεται να μην αρκούν για να αντιταχθεί η άρνηση δημοσιοποιήσεως του ίδιου εγγράφου μετά τη λήψη της αποφάσεως (πρβλ. απόφαση της 21ης Ιουλίου 2011, Σουηδία κατά MyTravel και Επιτροπής, C‑506/08 P, EU:C:2011:496, σκέψεις 78, 80 και 82).

61      Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτή η πρώτη αιτίαση του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως και, κατά συνέπεια, να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις καθόσον αρνούνται την παροχή προσβάσεως στα ζητηθέντα έγγραφα δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001.

62      Ωστόσο, υπό τις περιστάσεις των υπό κρίση υποθέσεων, πρέπει να εξεταστεί, περαιτέρω, και η δεύτερη αιτίαση του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως σχετικά με την αιτιολογία που προέβαλε η Επιτροπή στις προσβαλλόμενες αποφάσεις προκειμένου να δικαιολογήσει την εφαρμογή της εξαιρέσεως του άρθρου 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, εάν ήθελε υποτεθεί ότι η συγκεκριμένη διάταξη είναι εφαρμοστέα στην προκειμένη περίπτωση.

3.      Επί της δεύτερης αιτιάσεως του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με την αιτιολογία των προσβαλλόμενων αποφάσεων

63      Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται ότι, στις προσβαλλόμενες αποφάσεις, η Επιτροπή στηρίχθηκε, κατ’ ουσίαν, σε ένα σύνολο τριών συναφών λόγων προκειμένου να αρνηθεί την πρόσβαση στα ζητηθέντα έγγραφα δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001. Κατά την Επιτροπή, πρώτον, στις διαδικασίες επιτροπολογίας διαφυλάσσεται ο εμπιστευτικός χαρακτήρας των επιμέρους απόψεων των κρατών μελών. Δεύτερον, η δημοσιοποίηση των απόψεων των κρατών μελών που ανταλλάσσονται σε ένα πλαίσιο εμπιστευτικότητας θα υπονόμευε τη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και την αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής. Ορισμένες περιστάσεις που περιβάλλουν τις συζητήσεις σχετικά με το έγγραφο καθοδήγησης του 2013 για τις μέλισσες αποτελούν ισχυρή απόδειξη της πολυπλοκότητας και του ευαίσθητου χαρακτήρα της επίμαχης διαδικασίας λήψεως αποφάσεων, η οποία θα πρέπει να προστατεύεται. Τρίτον, η Επιτροπή ήταν και εξακολουθεί να γίνεται στόχος εξωτερικών πιέσεων από διάφορα ενδιαφερόμενα μέρη με αντικρουόμενα συμφέροντα, με αποτέλεσμα τυχόν δημοσιοποίηση των ζητηθέντων εγγράφων να εκθέτει μια μακρά και πολύπλοκη διαδικασία λήψεως αποφάσεων σε πρόσθετες εξωτερικές πιέσεις. Η δημοσιοποίηση των ζητηθέντων εγγράφων θα μείωνε το περιθώριο ελιγμών και την ευελιξία των κρατών μελών, τα οποία θα πρέπει να είναι ελεύθερα να διερευνήσουν, χωρίς εξωτερικές πιέσεις, όλες τις επιλογές στο πλαίσιο των μόνιμων επιτροπών.

64      Προτού εξεταστούν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας που βάλλουν κατά των ως άνω λόγων που προέβαλε η Επιτροπή στις προσβαλλόμενες αποφάσεις, πρέπει να εξετασθεί το παραδεκτό των επιχειρημάτων αυτών, το οποίο αμφισβητείται από την Επιτροπή καθότι φέρονται να συνιστούν νέο λόγο ακυρώσεως.

α)      Επί του παραδεκτού των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας

65      Στο υπόμνημα απαντήσεώς της, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι επιβεβαιώνει ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις παραβιάζουν επίσης και το πρώτο εδάφιο του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001, χωρίς να μεταβάλλεται η επιχειρηματολογία της, παρά μόνον ως προς το ότι «αντικαθίσταται το “δεύτερο εδάφιο” από το “πρώτο εδάφιο”», καθόσον εφαρμοστέα ρύθμιση είναι η ίδια. Εν πάση περιπτώσει, το πρώτο εδάφιο μνημονεύεται ρητώς από την προσφεύγουσα στο υπόμνημα προσαρμογής της προσφυγής στην υπόθεση Τ-371/20 και στην προσφυγή της στην υπόθεση Τ-554/20. Συνεπώς, το επιχείρημα αυτό δεν συνιστά «νέο λόγο ακυρώσεως», διότι το σκεπτικό είναι ακριβώς το ίδιο και η προσφεύγουσα είχε ήδη αναφερθεί σε αυτό. Περαιτέρω, η προσφεύγουσα, επικαλούμενη τη νομολογία σχετικά με τη διεύρυνση των λόγων ακυρώσεως, ισχυρίζεται ότι, εν προκειμένω, τα δύο εδάφια συνιστούν «αναγκαία συμπληρώματα των προϋποθέσεων για τη δημοσιοποίηση των εγγράφων […] όσον αφορά την ανάγκη προστασίας της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων» και ότι το νόημα των επιχειρημάτων της, στην προσφυγή και στην απάντηση που κατέθεσε σε αμφότερες τις συνεκδικασθείσες υποθέσεις, είναι το ίδιο. Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως δεν είναι απαράδεκτος καθόσον αφορά το πρώτο εδάφιο του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001.

66      Όσον αφορά τη δυνατότητα της προσφεύγουσας να διευκρινίσει το περιεχόμενο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η Επιτροπή επισημαίνει, κατ’ αρχάς, στο υπόμνημα ανταπαντήσεώς της ότι ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας βασίζεται στην εσφαλμένη παραδοχή ότι το πρώτο και το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001 αφορούν την ίδια εξαίρεση, ενώ αφορούν δύο διαφορετικές εξαιρέσεις οι οποίες εφαρμόζονται διαζευκτικώς. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή υποστηρίζει, αφενός, ότι η προσφεύγουσα επιβεβαίωσε ότι πρόθεσή της ήταν να επικαλεστεί παράβαση του δεύτερου εδαφίου της εν λόγω διατάξεως και, επομένως, η επίκληση του εδαφίου αυτού δεν αποτελεί αβλεψία. Αντιθέτως, η αναφορά στο πρώτο εδάφιο της εν λόγω διατάξεως (μία φορά στο υπόμνημα προσαρμογής στην υπόθεση T‑371/20 και μία φορά στην προσφυγή της στην υπόθεση T‑554/20) αποτελεί αβλεψία, καθόσον δεν υπάρχει αυτοτελής επιχειρηματολογία ως προς αυτό, ιδίως εφόσον οι δύο εξαιρέσεις εφαρμόζονται διαζευκτικώς. Εάν η προσφεύγουσα σκόπευε να αναπτύξει επικουρική ή σωρευτική επιχειρηματολογία σχετικά με το πρώτο εδάφιο, θα έπρεπε να το είχε αναφέρει σαφώς είτε στο υπόμνημα προσαρμογής στην υπόθεση T‑371/20 είτε στην προσφυγή της στην υπόθεση T‑554/20· δεν θα μπορούσε να προβεί σε μια τέτοια επέκταση αναδρομικώς. Αφετέρου, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλεστεί στο υπόμνημα απαντήσεώς της επιχειρήματα σχετικά με το πρώτο εδάφιο εκ του λόγου ότι συνδέονται στενά με εκείνα που προβάλλονται στην προσφυγή, δεδομένου ότι οι δύο εξαιρέσεις είναι διακριτές και προστατεύουν δύο διαφορετικά συμφέροντα. Το γεγονός ότι τα έγγραφα θα μπορούσαν να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής και των δύο εξαιρέσεων δεν μπορεί να ασκεί επιρροή στην εκτίμηση στην οποία πρέπει να προβεί η Επιτροπή, η οποία διαφοροποιείται αναλόγως του εάν το προστατευόμενο συμφέρον είναι μια εν εξελίξει ή περατωθείσα διαδικασία λήψεως αποφάσεων. Εξάλλου, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα θα μπορούσε να είχε επικαλεστεί το ίδιο επιχείρημα είναι άνευ σημασίας. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα προέβαλε στο υπόμνημα απαντήσεώς της νέο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος είναι απαράδεκτος.

67      Πρώτον, πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας ότι το επιχείρημα που αναπτύχθηκε σε σχέση με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001 δύναται να μεταφερθεί και στο πρώτο εδάφιο της εν λόγω διατάξεως, με το σκεπτικό ότι η εφαρμοστέα ρύθμιση είναι η ίδια και, ως εκ τούτου, το επιχείρημα της προσφεύγουσας θα εξακολουθούσε να είναι το ίδιο με μια απλή αντικατάσταση των λέξεων «πρώτο εδάφιο» από τις λέξεις «δεύτερο εδάφιο». Ο ισχυρισμός αυτός βασίζεται σε εσφαλμένες παραδοχές. Όπως προκύπτει από τη σκέψη 60 ανωτέρω, η συλλογιστική που εφαρμόζεται στο πλαίσιο καθεμιάς από τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001 δεν είναι η ίδια, δεδομένου ότι οι δύο αυτές εξαιρέσεις αποσκοπούν στην προστασία δύο διαφορετικών συμφερόντων και υπόκεινται σε διαφορετικές προϋποθέσεις εφαρμογής. Επιπροσθέτως, η προσφεύγουσα δεν μπορεί βασίμως να ισχυριστεί ότι δύναται να βασιστεί σε άλλες διατάξεις από αυτές που επικαλείται, με την αιτιολογία ότι θα αρκούσε να μεταβάλει στην επιχειρηματολογία της μόνον την αναφορά στις επίμαχες διατάξεις.

68      Πλην όμως, δεύτερον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, εν πάση περιπτώσει, στα εισαγωγικά της δίκης δικόγραφα προέβαλε παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001 και ότι, κατά συνέπεια, στο υπόμνημα απαντήσεώς της θα μπορούσε να αναπτύξει περαιτέρω τα επιχειρήματα που προέβαλε προς στήριξη του ισχυρισμού αυτού.

69      Συναφώς, αφενός, αρκεί να υπομνησθεί ότι, όπως όντως προκύπτει και από τις σκέψεις 44 έως 46 ανωτέρω, στο υπόμνημα προσαρμογής της προσφυγής στην υπόθεση T‑371/20 και στην προσφυγή στην υπόθεση T‑554/20 η προσφεύγουσα προβάλλει ρητώς, στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, παράβαση της εξαιρέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, αναφέροντας ότι «η προσφεύγουσα θεωρ[ούσε] ότι η ερμηνεία και η εφαρμογή από την Επιτροπή της εξαιρέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο (προστασία της εν εξελίξει διαδικασίας λήψης αποφάσεων) του κανονισμού […] 1049/2001 δεν [είχε] δικαιολογητική βάση».

70      Εξάλλου, στο ίδιο ακριβώς πνεύμα με την αναφορά αυτή, στο υπόμνημα προσαρμογής στην υπόθεση T‑371/20 και στην προσφυγή στην υπόθεση T‑554/20, η προσφεύγουσα, στα επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, υπενθύμισε ρητώς «τον δικαιολογητικό λόγο που επικαλέστηκε η Επιτροπή προκειμένου να αρνηθεί την πρόσβαση στα έγγραφα, ήτοι “την προστασία της εν εξελίξει διαδικασίας λήψεως αποφάσεων”».

71      Ομοίως, στο εισαγωγικό μέρος τόσο του υπομνήματος προσαρμογής στην υπόθεση T‑371/20 όσο και της προσφυγής στην υπόθεση T‑554/20, η προσφεύγουσα υπενθύμισε ότι αμφότερες οι προσβαλλόμενες αποφάσεις «βασίστηκαν στην εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο (προστασία της εν εξελίξει διαδικασίας λήψεως αποφάσεων), του κανονισμού 1049/2001».

72      Εξάλλου, στο υπόμνημα προσαρμογής στην υπόθεση T‑371/20 και στην προσφυγή στην υπόθεση T‑554/20, η προσφεύγουσα προέβαλε, στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως, την παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 1367/2006, σε σχέση με την εξαίρεση που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001.

73      Επομένως, από τη διατύπωση του πρώτου λόγου ακυρώσεως, καθώς και από αμφότερες τις προσφυγές στο σύνολό τους, συνάγεται ότι η προσφεύγουσα, στο πλαίσιο της επιχειρηματολογίας του πρώτου λόγου ακυρώσεως, επικαλέστηκε ρητώς το άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001. Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα της Επιτροπής ότι οι αναφορές αυτές αποτελούν αβλεψίες της προσφεύγουσας.

74      Μολονότι είναι ομολογουμένως ατυχές ότι στο υπόμνημα προσαρμογής στην υπόθεση T‑371/20 και στην προσφυγή στην υπόθεση T‑554/20 η προσφεύγουσα επικαλέστηκε αδιακρίτως, στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, διατάξεις που έχουν διαφορετικό περιεχόμενο η καθεμία, όπως είναι το πρώτο και το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001, γεγονός παραμένει ότι ο ισχυρισμός περί παραβάσεως του άρθρου 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001 προκύπτει σαφώς τόσο από το υπόμνημα προσαρμογής στην υπόθεση Τ-371/20 όσο και από την προσφυγή στην υπόθεση Τ-554/20.

75      Αφετέρου, ασφαλώς αληθεύει ότι, πέραν των επιχειρημάτων που ήδη υπομνήσθηκαν στη σκέψη 44 ανωτέρω, η προσφεύγουσα μόνο στο υπόμνημα απαντήσεώς της, σε απάντηση αιτιάσεων της Επιτροπής, απέδωσε περαιτέρω βαρύτητα στο άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, αναπτύσσοντας μια επιχειρηματολογία που αποσκοπούσε στην περαιτέρω τεκμηρίωση του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

76      Δυνάμει του άρθρου 84, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, κατά τη διάρκεια της δίκης απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία. Επιπλέον, ισχυρισμός ή λόγος ο οποίος συνιστά ανάπτυξη ισχυρισμού ή λόγου που προβλήθηκε προηγουμένως, ρητώς ή εμμέσως, με το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο και ο οποίος συνδέεται στενά με αυτόν πρέπει να κρίνεται παραδεκτός. Εξάλλου, επιχειρήματα των οποίων το ουσιαστικό περιεχόμενο συνδέεται στενά με ισχυρισμό ή λόγο ο οποίος έχει προβληθεί με το εισαγωγικό δικόγραφο δεν μπορούν να θεωρηθούν ως νέοι ισχυρισμοί ή νέοι λόγοι και είναι επιτρεπτό να διατυπώνονται με το υπόμνημα απαντήσεως ή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση (απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2018, «Pro NGO!» κατά Επιτροπής, T‑454/17, EU:T:2018:755, σκέψη 70).

77      Εν προκειμένω, σε αντίθεση με όσα ισχυρίζεται η Επιτροπή, το επιχείρημα που αναπτύσσει η προσφεύγουσα στο υπόμνημα απαντήσεώς της δεν αποτελεί νέο λόγο, αλλά συνδέεται στενά με τον ισχυρισμό περί παραβάσεως του πρώτου εδαφίου του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001, ο οποίος είχε περιληφθεί ήδη στο υπόμνημα προσαρμογής στην υπόθεση T‑371/20 και στην προσφυγή στην υπόθεση T‑554/20.

78      Ειδικότερα, στο υπόμνημα προσαρμογής στην υπόθεση T‑371/20 και στην προσφυγή στην υπόθεση T‑554/20, η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι η εφαρμογή του πρώτου εδαφίου του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001 «δεν [είχε] δικαιολογητική βάση». Επιπλέον, στα εν λόγω δικόγραφα, η προσφεύγουσα προσέθεσε, γενικόλογα ομολογουμένως, ότι «η Επιτροπή παρέλειψε να διευκρινίσει με ποιον τρόπο η πρόσβαση στα ζητηθέντα έγγραφα θα υπονόμευε συγκεκριμένα και πραγματικά τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων». Στο υπόμνημα απαντήσεώς της, η προσφεύγουσα διευκρίνισε γιατί, κατά τη γνώμη της, η Επιτροπή «[δεν είχε αποδείξει] ότι θα υπήρχε συγκεκριμένος και πραγματικός κίνδυνος για την εν εξελίξει διαδικασία λήψεως αποφάσεων, σε περίπτωση που είχε επιτραπεί η δημοσιοποίηση των ζητηθέντων εγγράφων», και, ειδικότερα, γιατί η αιτιολογία των προσβαλλόμενων αποφάσεων δεν «[αποδείκνυε] επαρκώς ότι συνέτρεχε συγκεκριμένος, πραγματικός και σοβαρός κίνδυνος για την εν εξελίξει διαδικασία λήψεως αποφάσεων». Συνεπώς, τα επιχειρήματα που παρατίθενται στο υπόμνημα απαντήσεως σε αμφότερες τις υποθέσεις αποσκοπούν στην άμεση ανάπτυξη της αιτιάσεως που περιλαμβάνεται στα εισαγωγικά της δίκης δικόγραφα περί ελλείψεως επαρκούς αιτιολογίας για την εφαρμογή της εξαιρέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001.

79      Κατά συνέπεια, καθόσον, εν προκειμένω, τα επιχειρήματα που προβάλλονται στο υπόμνημα απαντήσεως σε αμφότερες τις υποθέσεις σχετικά με την παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001 συνιστούν περαιτέρω ανάπτυξη του σχετικού με την ίδια διάταξη λόγου ακυρώσεως που περιλαμβάνεται στο υπόμνημα προσαρμογής στην υπόθεση T‑371/20 και στην προσφυγή στην υπόθεση T‑554/20, πρέπει να θεωρηθούν παραδεκτά.

80      Εξάλλου, πρέπει να επισημανθεί ότι τα επιχειρήματα αυτά, στον βαθμό που άπτονται των λόγων που προβάλλονται στις προσβαλλόμενες αποφάσεις, συμπίπτουν, κατ’ ουσίαν, με τα επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν –σε ορισμένες περιπτώσεις κατά τρόπο ασαφή, δυστυχώς, όσον αφορά τις φερόμενες ως παραβιασθείσες διατάξεις– στο υπόμνημα προσαρμογής στην υπόθεση T‑371/20 και στην προσφυγή στην υπόθεση T‑554/20 σε σχέση με το πραγματικό περιεχόμενο των προσβαλλόμενων αποφάσεων (βλ. σκέψεις 31 και 74 ανωτέρω).

81      Επομένως, πρέπει να εξεταστούν τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα στο υπόμνημα απαντήσεως προκειμένου να αμφισβητήσει τους λόγους που επικαλέστηκε η Επιτροπή στις προσβαλλόμενες αποφάσεις, και οι οποίοι υπομνήσθηκαν στη σκέψη 63 ανωτέρω.

β)      Επί του βασίμου των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας

82      Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, αφενός, ότι οι πρότυποι διαδικαστικοί κανόνες για τις επιτροπές (ΕΕ 2011, C 206, σ. 11, στο εξής: πρότυποι διαδικαστικοί κανόνες) δεν μπορεί να υπερισχύουν του κανονισμού 1049/2001 και, αφετέρου, ότι η Επιτροπή δεν διευκρίνισε με ποιον τρόπο η δημοσιοποίηση των ζητηθέντων εγγράφων θα μπορούσε να θέσει σε συγκεκριμένο και πραγματικό κίνδυνο την εν εξελίξει διαδικασία λήψεως αποφάσεων. Πρώτον, η Επιτροπή δεν απέδειξε πώς ο αντίκτυπος στην αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής θα υπονόμευε σοβαρά τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων. Το γεγονός ότι το έγγραφο καθοδήγησης του 2013 για τις μέλισσες αποτέλεσε αντικείμενο διαβουλεύσεων για χρονικό διάστημα πλέον των επτά ετών ή ότι ήταν υπό αναθεώρηση δεν ασκεί συναφώς επιρροή. Δεύτερον, οι εξωτερικές πιέσεις που επικαλείται η Επιτροπή επίσης δεν αποδεικνύουν ότι τυχόν δημοσιοποίηση θα υπονόμευε σοβαρώς τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων. Οι πιέσεις αυτές δεν θα πρέπει καν να ληφθούν υπόψη, διότι δεν αποτελούν άμεση συνέπεια της δημοσιοποιήσεως των εγγράφων και εναπόκειται στα θεσμικά όργανα να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για την αποτροπή τους. Εν προκειμένω, η Επιτροπή όχι μόνο δεν κατάφερε να αποδείξει την ύπαρξη των υποτιθέμενων πιέσεων, αλλά δεν κατάφερε και να εξηγήσει γιατί οι πιέσεις αυτές αποτελούσαν «σοβαρό κίνδυνο» για τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων. Τρίτον, η Επιτροπή θα έπρεπε να έχει αποδείξει την ύπαρξη συγκεκριμένου κινδύνου σε σχέση με καθένα από τα ζητηθέντα έγγραφα.

83      Η Επιτροπή προβάλλει ότι τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας είναι αβάσιμα. Αφενός, η προσφεύγουσα παραλείπει να λάβει υπόψη της το σχετικό νομικό πλαίσιο, ιδίως τους πρότυπους διαδικαστικούς κανόνες. Αφετέρου, η προσφεύγουσα φαίνεται να αμφισβητεί για πρώτη φορά, και σε αντίθεση με την προηγούμενη επιχειρηματολογία της, το γεγονός ότι η Επιτροπή δέχθηκε εξωτερικές πιέσεις. Τα στοιχεία που αποδεικνύουν την ύπαρξη κινδύνου για τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων δεν πρέπει να εξετάζονται μεμονωμένα, αλλά ως μέρος μιας δέσμης συγκλινουσών ενδείξεων. Επιπλέον, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι δεν εφάρμοσε ένα γενικό τεκμήριο, αλλά αξιολόγησε συγκεκριμένα το περιεχόμενο όλων των ζητηθέντων εγγράφων.

84      Τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας πρέπει ευθύς εξαρχής να απορριφθούν ως αβάσιμα καθόσον μπορούν να εκληφθούν ως επιχειρήματα με τα οποία προβάλλεται έλλειψη αιτιολογίας ή ανεπαρκής αιτιολογία των προσβαλλόμενων αποφάσεων. Όπως προκύπτει από τη σκέψη 63 ανωτέρω, στις προσβαλλόμενες αποφάσεις εκτίθενται οι λόγοι που οδήγησαν την Επιτροπή να αρνηθεί την πρόσβαση στα ζητηθέντα έγγραφα. Αντιθέτως, το ερώτημα κατά πόσον οι λόγοι που προέβαλε η Επιτροπή συνιστούν βάσιμη αιτιολογία για την άρνηση αυτή αφορά την ουσία των προσβαλλόμενων αποφάσεων και όχι την έλλειψη ή την ανεπάρκεια της αιτιολογίας τους. Προσήκει, επομένως, η εξέταση των λόγων αυτών.

1)      Επί των επιμέρους θέσεων των κρατών μελών στις διαδικασίες επιτροπολογίας

85      Στις προσβαλλόμενες αποφάσεις, η Επιτροπή ανέφερε ότι οι διαδικασίες επιτροπολογίας διαφυλάσσουν τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των επιμέρους θέσεων των κρατών μελών και ότι αυτό αντικατοπτρίζεται σε ορισμένες διατάξεις των πρότυπων διαδικαστικών κανόνων, οι οποίοι εκδόθηκαν από την Επιτροπή βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 182/2001, διατάξεις οι οποίες, κατά την Επιτροπή, «αποκλείουν ρητώς τις επιμέρους θέσεις των κρατών μελών από την πρόσβαση του κοινού».

86      Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι οι πρότυποι διαδικαστικοί κανόνες δεν μπορούν να υπερισχύουν του κανονισμού 1049/2001.

87      Η Επιτροπή αντιτείνει ότι η προσφεύγουσα δεν λαμβάνει υπόψη της το σχετικό νομικό πλαίσιο.

88      Κατ’ αρχάς, πρέπει να σημειωθεί ότι η υπό κρίση διαφορά δεν αφορά γενικότερα τους κανόνες που διέπουν τις εργασίες των επιτροπών επιτροπολογίας ούτε την άμεση πρόσβαση στις εργασίες αυτές, αλλά μόνο την πρόσβαση, κατόπιν αιτήματος παροχής προσβάσεως υποβληθέντος από την προσφεύγουσα δυνάμει του κανονισμού 1049/2001, σε ορισμένα έγγραφα τα οποία είχαν ανταλλαγεί εντός της SCoPAFF στο πλαίσιο της εξετάσεως του εγγράφου καθοδήγησης του 2013 για τις μέλισσες, τα έγγραφα δε αυτά είναι μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που περιέχουν, κατ’ ουσίαν, τις επιμέρους θέσεις ορισμένων κρατών μελών επί του εν λόγω εγγράφου καθοδήγησης ή επί ενός σχεδίου τροποποιήσεως των ενιαίων αρχών που αποσκοπεί στην εφαρμογή του (βλ. σκέψεις 5, 11 και 14 ανωτέρω).

89      Κατά πρώτον, εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι, στις προσβαλλόμενες αποφάσεις, προκειμένου να τεκμηριώσει τον λόγο περί ανάγκης προστασίας των επιμέρους θέσεων των κρατών μελών στις διαδικασίες επιτροπολογίας και, ως εκ τούτου, περί αποκλεισμού της προσβάσεως του κοινού σε αυτές, η Επιτροπή βασίστηκε αποκλειστικώς στο περιεχόμενο δύο διατάξεων των πρότυπων διαδικαστικών κανόνων, ήτοι του άρθρου 10, παράγραφος 2, και του άρθρου 13, παράγραφος 2, αυτών: η μεν πρώτη από τις διατάξεις αυτές προβλέπει ότι «τα συνοπτικά πρακτικά δεν αναφέρουν την ατομική θέση των μελών στις συζητήσεις της επιτροπής», η δε δεύτερη ότι «οι εργασίες της επιτροπής έχουν εμπιστευτικό χαρακτήρα».

90      Με άλλα λόγια, στις προσβαλλόμενες αποφάσεις, η Επιτροπή δεν βασίστηκε στις διατάξεις του κανονισμού 1049/2001, ούτε σε εκείνες του κανονισμού 182/2011, αλλά ούτε και στο περιεχόμενο ενός εσωτερικού κανονισμού που είχε πράγματι εκδώσει η SCoPAFF.

91      Εξάλλου, ερωτηθείσα συναφώς, στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, εάν η SCoPAFF είχε θεσπίσει εσωτερικό κανονισμό, η Επιτροπή, στην απάντησή της που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 15 Μαρτίου 2022, δήλωσε ότι η εν λόγω επιτροπή δεν είχε θεσπίσει εσωτερικό κανονισμό, αλλά είχε οργανώσει τις εργασίες της σύμφωνα με τους πρότυπους διαδικαστικούς κανόνες. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο προς στήριξη του ισχυρισμού της. Ερωτηθείσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση σχετικά με τη βάση αυτής της προσέγγισης της SCoPAFF, η Επιτροπή δεν επικαλέστηκε κάποια συγκεκριμένη βάση, αλλά κατ’ ουσίαν επισήμανε ότι η SCoPAFF ναι μεν δεν είχε αναγάγει τους πρότυπους διαδικαστικούς κανόνες σε εσωτερικό κανονισμό, πλην όμως «στην πράξη» παρέπεμπε σε αυτόν προκειμένου να οργανώσει τις εργασίες της.

92      Επομένως, διαπιστώνεται ότι, εν αντιθέσει με την κατάσταση που έλαβε υπόψη το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 86 της αποφάσεως της 28ης Μαΐου 2020, ViaSat κατά Επιτροπής (T‑649/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:235), η οποία αφορούσε ορισμένες δραστηριότητες μιας άλλης επιτροπής επιτροπολογίας, δεν μπορεί εν προκειμένω να συναχθεί από κανένα στοιχείο της δικογραφίας ότι η SCoPAFF είχε θεσπίσει εσωτερικό κανονισμό αντίστοιχο με τις διατάξεις των πρότυπων διαδικαστικών κανόνων που επικαλείται η Επιτροπή στις προσβαλλόμενες αποφάσεις, πράγμα που θα υπογράμμιζε τη σημασία που απέδιδε η εν λόγω επιτροπή στον εμπιστευτικό χαρακτήρα ορισμένων πληροφοριών που ανταλλάσσονται στο πλαίσιο αυτής και των διαβουλεύσεών της.

93      Κατά δεύτερον, εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η SCoPAFF «στην πράξη» είχε υιοθετήσει ή ακολουθούσε τους πρότυπους διαδικαστικούς κανόνες, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων που επικαλέστηκε η Επιτροπή στις προσβαλλόμενες αποφάσεις, δεν θα μπορούσε από το στοιχείο αυτό να συναχθεί ότι οι εν λόγω διατάξεις, ακόμη και αν ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι τονίζουν τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των εργασιών της SCoPAFF και των θέσεων που εξέφραζαν τα κράτη μέλη στο πλαίσιο αυτό, θα μπορούσαν να αποκλείσουν, κατ’ αρχήν, ορισμένα έγγραφα από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1049/2001.

94      Ειδικότερα, πρέπει να σημειωθεί ότι στην αιτιολογική σκέψη 19 του κανονισμού 182/2011 προβλέπεται ότι η πρόσβαση του κοινού σε πληροφορίες οι οποίες αφορούν τις εργασίες των επιτροπών θα πρέπει να διασφαλίζεται σύμφωνα με τον κανονισμό 1049/2001. Προς τον σκοπό αυτόν, το άρθρο 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 182/2011 προβλέπει ότι οι αρχές και οι προϋποθέσεις για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα που ισχύουν για την Επιτροπή ισχύουν και για τις επιτροπές (πανομοιότυπη διάταξη περιλαμβανόταν, εξάλλου, στο άρθρο 7, παράγραφος 2, της αποφάσεως 1999/468). Ο κανονισμός 182/2011 υπενθυμίζει, εξάλλου, ότι οι επιτροπές υπόκεινται στους ίδιους κανόνες με την Επιτροπή όσον αφορά την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα, δηλαδή σε εκείνους που ορίζονται στον κανονισμό 1049/2001, και δεν περιέχει κανέναν ειδικό κανόνα για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα που αφορούν τις εργασίες των επιτροπών.

95      Είναι αληθές ότι το άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 182/2011 προβλέπει ότι κάθε επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό της κανονισμό με βάση πρότυπους κανόνες οι οποίοι εκπονούνται από την Επιτροπή κατόπιν διενέργειας διαβουλεύσεων με τα κράτη μέλη και δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

96      Ωστόσο, οι διατάξεις του εσωτερικού κανονισμού μιας επιτροπής, ή ακόμη και εκείνες των πρότυπων διαδικαστικών κανόνων, ανεξαρτήτως του εάν έχουν εγκριθεί ή όχι από την επιτροπή ως οικείος εσωτερικός κανονισμός, δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν, στο πλαίσιο απαντήσεως σε αίτηση προσβάσεως του κοινού, για την παροχή προστασίας στα έγγραφα καθ’ υπέρβαση των προβλεπόμενων στον κανονισμό 1049/2001.

97      Συνεπώς, οι διατάξεις των πρότυπων διαδικαστικών κανόνων τις οποίες επικαλείται η Επιτροπή στις προσβαλλόμενες αποφάσεις δεν μπορούν να προβλέπουν προστασία των επιμέρους θέσεων των κρατών μελών καθ’ υπέρβαση της προβλεπόμενης στο άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001 (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2008, Muñiz κατά Επιτροπής, T‑144/05, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:596, σκέψη 92).

98      Επιπλέον, όπως συνάγεται από τη νομολογία, η νομοθεσία της Ένωσης όσον αφορά την πρόσβαση στα έγγραφα δεν δικαιολογεί την κατ’ αρχήν άρνηση του θεσμικού οργάνου να επιτρέψει την πρόσβαση σε έγγραφα που αφορούν τις διασκέψεις του λόγω του ότι περιέχουν πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τη θέση που έλαβαν οι εκπρόσωποι των κρατών μελών [πρβλ. απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 2001, British American Tobacco International (Investments) κατά Επιτροπής, T‑111/00, EU:T:2001:250, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

99      Εντεύθεν συνάγεται ότι, όσον αφορά την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα που συνέχονται με τις εργασίες των επιτροπών επιτροπολογίας, η Επιτροπή δεν μπορεί να θεωρήσει ότι το σχετικό νομικό πλαίσιο αποκλείει, κατ’ αρχήν, την πρόσβαση του κοινού στις επιμέρους θέσεις των κρατών μελών.

100    Κατά τρίτον, πρέπει επιπλέον να επισημανθεί ότι οι διατάξεις των πρότυπων διαδικαστικών κανόνων τις οποίες επικαλείται η Επιτροπή στις προσβαλλόμενες αποφάσεις δεν μπορούν να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αποκλείουν την πρόσβαση του κοινού, κατόπιν σχετικής αιτήσεως, στις επιμέρους θέσεις των κρατών μελών.

101    Πρώτον, το άρθρο 10, παράγραφος 2, των πρότυπων διαδικαστικών κανόνων αφορά το περιεχόμενο των «συνοπτικών πρακτικών» των εργασιών των επιτροπών. Όπως προκύπτει από το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 182/2011, τα συνοπτικά πρακτικά συγκαταλέγονται στα έγγραφα τα οποία απαρτίζουν το μητρώο εργασιών των επιτροπών που τηρεί η Επιτροπή βάσει της τελευταίας αυτής διατάξεως, έγγραφα των οποίων στοιχεία δημοσιεύονται στο εν λόγω μητρώο σύμφωνα με την παράγραφο 5 της εν λόγω διατάξεως. Είναι αληθές ότι το άρθρο 10, παράγραφος 2, των πρότυπων διαδικαστικών κανόνων προσθέτει ότι, ναι μεν τα συνοπτικά πρακτικά περιλαμβάνουν κάθε σημείο που έχει εγγραφεί στην ημερήσια διάταξη και το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας, πλην όμως «δεν αναφέρουν την ατομική θέση των μελών στις συζητήσεις της επιτροπής». Ωστόσο, η τελευταία αυτή διάταξη δεν αφορά την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα των επιτροπών αλλά το περιεχόμενο του μητρώου εργασιών των επιτροπών, και ιδίως το περιεχόμενο ενός από τα έγγραφα που το απαρτίζουν, των συνοπτικών πρακτικών. Το γεγονός ότι στα συνοπτικά πρακτικά δεν γίνεται μνεία των επιμέρους θέσεων των κρατών μελών δεν ασκεί επιρροή στο ζήτημα της προσβάσεως στα έγγραφα και δεν μπορεί, επομένως, να θίξει την πρόσβαση του κοινού, κατόπιν σχετικού αιτήματος, στα έγγραφα στα οποία παρατίθενται οι εν λόγω επιμέρους θέσεις. Επιπλέον, αντιθέτως προς όσα υποστήριξε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η συγκεκριμένη διάταξη δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η ατομική θέση των κρατών μελών δεν πρέπει να καταγράφεται σε κανένα έγγραφο, καθόσον η εν λόγω διάταξη αφορά αποκλειστικώς το περιεχόμενο των συνοπτικών πρακτικών.

102    Επιπλέον, καθόσον ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου η Επιτροπή στηρίχθηκε και πάλι στο άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 182/2011 για να προβάλει ότι οι επιμέρους θέσεις των κρατών μελών πρέπει να προστατεύονται, δεδομένου ότι μόνο το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας εμφανίζεται στο μητρώο εργασιών των επιτροπών, το σχετικό επιχείρημα πρέπει ομοίως να απορριφθεί για τους ίδιους λόγους. Η συγκεκριμένη διάταξη αφορά μόνο το περιεχόμενο του μητρώου εργασιών της επιτροπής και όχι την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα, η οποία, όπως προκύπτει από το άρθρο 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 182/2011, μπορεί να χορηγηθεί σύμφωνα με τον κανονισμό 1049/2001.

103    Δεύτερον, το άρθρο 13, παράγραφος 2, των πρότυπων διαδικαστικών κανόνων ομολογουμένως προβλέπει ότι «[ο]ι εργασίες της επιτροπής έχουν εμπιστευτικό χαρακτήρα».

104    Ωστόσο, αφενός, η προμνησθείσα διάταξη αναφέρεται απλώς στον εμπιστευτικό χαρακτήρα των «εργασιών της επιτροπής» και όχι του συνόλου της διαδικασίας κατά το πέρας της οποίας τα μέλη της επιτροπής προβαίνουν σε διαβούλευση για τη λήψη της αποφάσεώς τους (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 13ης Ιουλίου 2017, Saint‑Gobain Glass Deutschland κατά Επιτροπής, C‑60/15 P, EU:C:2017:540, σκέψη 81). Αφετέρου, χωρίς να χρειάζεται να προσδιοριστεί ο όρος «εργασίες της επιτροπής» κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, αρκεί να σημειωθεί ότι το πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής φαίνεται να σχετικοποιείται υπό το πρίσμα του άρθρου 13 των πρότυπων διαδικαστικών κανόνων ως συνόλου. Συγκεκριμένα, η παράγραφος 1 του εν λόγω άρθρου προβλέπει ότι οι αιτήσεις για πρόσβαση στα έγγραφα της επιτροπής εξετάζονται από την Επιτροπή σύμφωνα με τον κανονισμό 1049/2001, η δε παράγραφος 3 προσθέτει ότι «[τ]α έγγραφα που υποβάλλονται στα μέλη της επιτροπής, στους εμπειρογνώμονες και στους αντιπροσώπους των τρίτων μερών έχουν εμπιστευτικό χαρακτήρα […], εκτός αν έχει παραχωρηθεί πρόσβαση σε αυτά τα έγγραφα σύμφωνα με την παράγραφο 1 ή έχουν δημοσιοποιηθεί με άλλο τρόπο από την Επιτροπή».

105    Επομένως, το άρθρο 13, παράγραφοι 1 και 3, των πρότυπων διαδικαστικών κανόνων προβλέπει τη δυνατότητα να χορηγηθεί, σύμφωνα με τον κανονισμό 1049/2001, πρόσβαση, μεταξύ άλλων, σε έγγραφα τα οποία διαβιβάζονται από ένα μέλος της επιτροπής σε άλλα μέλη της επιτροπής και ότι, στην περίπτωση αυτή, τα έγγραφα αυτά δεν έχουν εμπιστευτικό χαρακτήρα ή χάνουν τον εμπιστευτικό χαρακτήρα τους. Οι προμνησθείσες διατάξεις ουδόλως εξαιρούν έγγραφα όπως τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, τα οποία περιέχουν τις παρατηρήσεις ή τις προτάσεις συγκεκριμένου μέλους της επιτροπής επί σχεδίου μέτρου, διαφορετικά θα περιοριζόταν αδικαιολογήτως το πεδίο εφαρμογής της ως άνω παραγράφου 3 όσον αφορά την πρόσβαση σε έγγραφα.

106    Εξάλλου, αντιθέτως προς όσα υποστήριξε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεν υπάρχουν στοιχεία που να θεμελιώνουν την ερμηνεία ότι, λαμβανομένης υπόψη της εμπιστευτικότητας που φέρεται να απορρέει από το άρθρο 13, παράγραφος 2, των πρότυπων διαδικαστικών κανόνων, οι εργασίες μιας επιτροπής είναι κατ’ αρχήν ευαίσθητου χαρακτήρα.

107    Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, αντιθέτως προς όσα υποστήριξε η Επιτροπή στις προσβαλλόμενες αποφάσεις, οι διαδικασίες επιτροπολογίας, και ιδίως οι πρότυποι διαδικαστικοί κανόνες, δεν επιβάλλουν αυτές καθεαυτές να μην επιτρέπεται η πρόσβαση σε έγγραφα στα οποία παρουσιάζονται οι επιμέρους θέσεις των κρατών μελών στο πλαίσιο της SCoPAFF προς προστασία της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων της εν λόγω επιτροπής, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, στοιχείο που ουδόλως εμποδίζει την Επιτροπή, σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, να αρνηθεί την πρόσβαση σε έγγραφα στα οποία παρουσιάζονται οι επιμέρους θέσεις των κρατών μελών στο πλαίσιο της εν λόγω επιτροπής, όταν η δημοσιοποίησή τους ενδέχεται να θίξει κατά τρόπο συγκεκριμένο τα συμφέροντα που προστατεύονται από τις εξαιρέσεις του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001.

2)      Επί της συνεργασίας και της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, καθώς και επί της πολυπλοκότητας και του ευαίσθητου χαρακτήρα της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων

108    Στις προσβαλλόμενες αποφάσεις, η Επιτροπή επισήμανε ότι τυχόν γνωστοποίηση των επιμέρους θέσεων των κρατών μελών, οι οποίες διατυπώνονται σε ένα πλαίσιο εμπιστευτικότητας, θα επηρέαζε αρνητικά τη συνεργασία τους «στο πλαίσιο των διαδικασιών επιτροπολογίας» και θα υπονόμευε την αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής. Η Επιτροπή προσέθεσε, κατ’ ουσίαν, ότι το γεγονός ότι το έγγραφο καθοδήγησης του 2013 για τις μέλισσες αποτέλεσε αντικείμενο διαβουλεύσεων για χρονικό διάστημα πλέον των έξι ετών, το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια του χρονικού αυτού διαστήματος δεν επετεύχθη συμφωνία μεταξύ των κρατών μελών και το γεγονός ότι το εν λόγω έγγραφο καθοδήγησης αποτέλεσε αντικείμενο αναθεωρήσεως συνιστούν αδιάσειστη απόδειξη της πολυπλοκότητας και του ευαίσθητου χαρακτήρα της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων η οποία εν προκειμένω έπρεπε να διαφυλαχθεί. Περαιτέρω, στη δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή αναφέρθηκε στον πολιτικά ευαίσθητο χαρακτήρα του εγγράφου καθοδήγησης του 2013 για τις μέλισσες, ο οποίος καταδεικνύεται από τη διάρκεια των σχετικών διαβουλεύσεων.

109    Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η Επιτροπή δεν διευκρίνισε με ποιον τρόπο θα μπορούσε o αντίκτυπος στην αμοιβαία εμπιστοσύνη να υπονομεύσει σοβαρά τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων και ότι οι περιστάσεις που μνημονεύονται στις προσβαλλόμενες αποφάσεις δεν αποτελούν κρίσιμα στοιχεία, ενώ, αντιθέτως, η έλλειψη διαφάνειας είναι αυτή που παρακωλύει τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων.

110    Η Επιτροπή αντιτείνει, κατ’ ουσίαν, ότι τα στοιχεία που μνημονεύονται στις προσβαλλόμενες αποφάσεις δεν πρέπει να εξετάζονται μεμονωμένα αλλά να λαμβάνονται υπόψη συνολικά.

111    Κατ’ αρχάς, καθόσον στις προσβαλλόμενες αποφάσεις η Επιτροπή αναφέρθηκε στην ανάγκη προστασίας της συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών, αρκεί να σημειωθεί ότι επ’ αυτού του ζητήματος η Επιτροπή προέβαλε μια αόριστη επιχειρηματολογία σχετικά με τη διαφύλαξη της εν λόγω συνεργασίας στις διαδικασίες επιτροπολογίας γενικότερα. Ομοίως, καθόσον στις προσβαλλόμενες αποφάσεις η Επιτροπή αναφέρθηκε στην ανάγκη προστασίας της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών, δεδομένου ότι οι επιμέρους θέσεις των τελευταίων διατυπώνονται «σε πλαίσιο εμπιστευτικότητας», διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή επικαλέστηκε επίσης λόγους γενικής φύσεως. Οι δικαιολογητικοί αυτοί λόγοι βασίζονται στην παραδοχή ότι οι διαδικασίες επιτροπολογίας προστατεύουν, όσον αφορά αιτήσεις προσβάσεως σε έγγραφα, τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των επιμέρους θέσεων των κρατών μελών που διατυπώνονται στο πλαίσιο των επιτροπών, παραδοχή η οποία, ωστόσο, έχει ήδη απορριφθεί στη σκέψη 107 ανωτέρω. Πρόκειται, επομένως, για δικαιολογητικούς λόγους οι οποίοι δεν έχουν καμία συγκεκριμένη σχέση με τις ειδικές περιστάσεις της επίμαχης στην υπό κρίση υπόθεση διαδικασίας λήψεως αποφάσεων.

112    Κατά συνέπεια, όπως επισημαίνει η προσφεύγουσα, από τις επεξηγήσεις που διαλαμβάνονται στις προσβαλλόμενες αποφάσεις δεν καταδεικνύεται με ποιον τρόπο θα υπονομεύονταν η συνεργασία και η αμοιβαία εμπιστοσύνη στο πλαίσιο της επίμαχης διαδικασίας λήψεως αποφάσεων σε περίπτωση δημοσιοποιήσεως των ζητηθέντων εγγράφων.

113    Περαιτέρω, υπενθυμίζεται ότι τα κράτη μέλη υπέχουν υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας μεταξύ τους και με τα θεσμικά όργανα της Ένωσης βάσει του άρθρου 4 ΣΕΕ, οπότε η δημοσιοποίηση των ζητηθέντων εγγράφων δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να προκαλέσει τον φόβο ότι η υποχρέωση αυτή δεν θα τηρηθεί ή ότι τα καθήκοντα των κρατών μελών θα μπορούσαν συναφώς να αποδυναμωθούν.

114    Δεύτερον, καθόσον η Επιτροπή, στις προσβαλλόμενες αποφάσεις, βασίστηκε σε ορισμένα πραγματικά περιστατικά προκειμένου να στηρίξει τον ισχυρισμό της ότι η διαδικασία λήψεως αποφάσεων που έπρεπε εν προκειμένω να προστατευθεί ήταν περίπλοκη και ευαίσθητου χαρακτήρα ή, ακόμη, ότι το έγγραφο καθοδήγησης του 2013 για τις μέλισσες ήταν πολιτικά ευαίσθητο, πρέπει να επισημανθεί ότι η Επιτροπή δεν αναφέρθηκε στο περιεχόμενο των ζητηθέντων εγγράφων, αλλά κατά τρόπο γενικό στην επίμαχη διαδικασία λήψεως αποφάσεων στο σύνολό της ή στο έγγραφο καθοδήγησης του 2013 για τις μέλισσες.

115    Συναφώς, πρέπει κατ’ αρχάς να επισημανθεί ότι, στις προσβαλλόμενες αποφάσεις, η Επιτροπή δεν ισχυρίστηκε ούτε, κατά μείζονα λόγο, απέδειξε ότι τα ζητηθέντα έγγραφα είχαν ευαίσθητο χαρακτήρα ή ότι επρόκειτο για ευαίσθητα έγγραφα κατά την έννοια του άρθρου 9 του κανονισμού 1049/2001, διάταξη η οποία ουδόλως αποτελεί αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως. Εξάλλου, η Επιτροπή δεν ισχυρίστηκε ούτε ότι κάποιο κράτος μέλος της είχε ζητήσει, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001, τη μη δημοσιοποίηση, χωρίς προηγούμενη συμφωνία του, της θέσεώς του σχετικά με το έγγραφο καθοδήγησης του 2013 για τις μέλισσες.

116    Εν συνεχεία, πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία, η προβαλλόμενη πολυπλοκότητα της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων δεν αποτελεί, αυτή καθεαυτήν, ειδικό λόγο που να δικαιολογεί τον φόβο ότι η δημοσιοποίηση των ζητηθέντων εγγράφων θα υπονόμευε σοβαρά τη διαδικασία αυτή (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 7ης Ιουνίου 2011, Toland κατά Κοινοβουλίου, T‑471/08, EU:T:2011:252, σκέψη 81). Ομοίως, ούτε το γεγονός ότι ένα θέμα είναι ευαίσθητο μπορεί, αυτό καθεαυτό, να δικαιολογεί επαρκώς και αντικειμενικώς τον φόβο σοβαρής προσβολής της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων σε περίπτωση δημοσιοποιήσεως των ζητηθέντων εγγράφων (πρβλ. αποφάσεις της 7ης Ιουνίου 2011, Toland κατά Κοινοβουλίου, T‑471/08, EU:T:2011:252, σκέψη 80, και της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, PAN Europe κατά Επιτροπής, T‑51/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:519, σκέψη 34). Ειδικότερα, ένα φερόμενο ως ευαίσθητου χαρακτήρα θέμα δεν μπορεί να συγχέεται με ένα ευαίσθητο έγγραφο (απόφαση της 21ης Απριλίου 2021, Pech κατά Συμβουλίου, T‑252/19, μη δημοσιευθείσα, κατά της οποίας έχει ασκηθεί αναίρεση, EU:T:2021:203, σκέψη 57).

117    Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η περιπλοκότητα των συζητήσεων, οι διαφορετικές απόψεις μεταξύ των συμμετεχόντων ή ο ευαίσθητος χαρακτήρας μιας διαβουλεύσεως δεν δικαιολογούν, αυτά καθεαυτά, την εφαρμογή της εξαιρέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001 (πρβλ. απόφαση της 21ης Απριλίου 2021, Pech κατά Συμβουλίου, T‑252/19, μη δημοσιευθείσα, κατά της οποίας έχει ασκηθεί αναίρεση, EU:T:2021:203, σκέψη 56).

118    Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι οι περιστάσεις τις οποίες επικαλείται η Επιτροπή στις προσβαλλόμενες αποφάσεις δεν δικαιολογούν τον φόβο ότι η διαδικασία λήψεως αποφάσεων θα υπονομευόταν σοβαρά σε περίπτωση δημοσιοποιήσεως των ζητηθέντων εγγράφων.

119    Πρώτον, το γεγονός ότι το έγγραφο καθοδήγησης του 2013 για τις μέλισσες αποτέλεσε αντικείμενο μακρών διαβουλεύσεων επί σειρά ετών και το γεγονός ότι κατά το χρονικό αυτό διάστημα δεν επιτεύχθηκε συμφωνία μεταξύ των κρατών μελών δεν ενισχύουν την επιταγή περί προστασίας των ζητηθέντων εγγράφων, όπως προβάλλει η Επιτροπή, αλλά, αντιθέτως, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, τείνουν να την αντικρούσουν. Η επίμαχη διαδικασία λήψεως αποφάσεων δεν κατέληξε στην έκδοση του εγγράφου καθοδήγησης του 2013 για τις μέλισσες, αν και δεν αμφισβητείται ότι η διαδικασία αυτή έλαβε χώρα χωρίς το κοινό να έχει πρόσβαση στις επιμέρους θέσεις των κρατών μελών συναφώς. Επομένως, αφενός, η αποτυχία της διαδικασίας δεν συνδέεται με οποιαδήποτε μορφή πληροφορήσεως ή διαφάνειας έναντι του κοινού και, αφετέρου, δεν αποδείχθηκε ότι η έλλειψη προσβάσεως στα ζητηθέντα έγγραφα θα καθιστούσε δυνατή την ολοκλήρωση της επίμαχης διαδικασίας. Ως εκ τούτου, δεν προκύπτει ότι η δημοσιοποίηση των ζητηθέντων εγγράφων θα μπορούσε να υπονομεύσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο την εν λόγω διαδικασία λήψεως αποφάσεων.

120    Δεύτερον, ούτε το γεγονός ότι το έγγραφο καθοδήγησης του 2013 για τις μέλισσες τελεί υπό αναθεώρηση από την EFSA επιρρωννύει την απαίτηση περί προστασίας που επικαλείται η Επιτροπή. Η δημοσιοποίηση των ζητηθέντων εγγράφων δεν έχει κανέναν αντίκτυπο στην εν λόγω αναθεώρηση, η οποία διενεργείται από την EFSA και όχι από την Επιτροπή.

121    Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, υπό τις περιστάσεις των υπό κρίση υποθέσεων, δεν καταδεικνύεται από την αιτιολογία που προβάλλεται στις προσβαλλόμενες αποφάσεις όσον αφορά τη συνεργασία και την αμοιβαία εμπιστοσύνη καθώς και την πολυπλοκότητα και τον ευαίσθητο χαρακτήρα της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων κίνδυνος σοβαρής υπονομεύσεως της επίμαχης διαδικασίας λήψεως αποφάσεων.

3)      Επί των εξωτερικών πιέσεων, του περιθωρίου ελιγμών και της ευελιξίας

122    Στις προσβαλλόμενες αποφάσεις, η Επιτροπή επισήμανε ότι είχε δεχθεί, και εξακολουθούσε να δέχεται, εξωτερικές πιέσεις από διάφορα ενδιαφερόμενα μέρη, τα οποία ενίοτε εκπροσωπούσαν αντικρουόμενα συμφέροντα. Προσέθεσε ότι τα κράτη μέλη και η ίδια η Επιτροπή πρέπει να είναι ελεύθερα να διερευνούν όλες τις επιλογές στο πλαίσιο «μονίμων επιτροπών» και να είναι απαλλαγμένα από τυχόν εξωτερικές πιέσεις. Η δημοσιοποίηση των ζητηθέντων εγγράφων θα εξέθετε μια μακρά και δυσχερή διαδικασία λήψεως αποφάσεων σε μεγαλύτερες εξωτερικές πιέσεις. Επομένως, σύμφωνα με την Επιτροπή, η δημοσιοποίηση των ζητηθέντων εγγράφων θα μείωνε το περιθώριο ελιγμών των κρατών μελών καθώς και την ευελιξία τους κατά την ψηφοφορία, υπονομεύοντας σοβαρά τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων που θα εκκινούσε εκ νέου στο πλαίσιο της Επιτροπής.

123    Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι οι εξωτερικές πιέσεις δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και ότι, εν πάση περιπτώσει, οι πιέσεις αυτές δεν αποτελούν συνέπεια της δημοσιοποιήσεως των ζητηθέντων εγγράφων.

124    Η Επιτροπή αντιτείνει ότι η ίδια η προσφεύγουσα παραδέχθηκε την ύπαρξη τέτοιων πιέσεων.

125    Κατά πρώτον, όσον αφορά τις εξωτερικές πιέσεις για τις οποίες γίνεται λόγος στις προσβαλλόμενες αποφάσεις, από τη νομολογία προκύπτει ότι η προστασία της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων από στοχευμένες εξωτερικές πιέσεις μπορεί να αποτελέσει νόμιμο λόγο για τον περιορισμό της προσβάσεως σε έγγραφα που αφορούν τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων. Ωστόσο, πρέπει να διαπιστώνεται μετά βεβαιότητας η ύπαρξη τέτοιων εξωτερικών πιέσεων και να προσκομίζονται στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι, λόγω των εξωτερικών αυτών πιέσεων, συνέτρεχε ευλόγως προβλέψιμος κίνδυνος να επηρεαστεί ουσιωδώς η εν εξελίξει διαδικασία λήψεως αποφάσεων (πρβλ. απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2008, Muñiz κατά Επιτροπής, T‑144/05, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:596, σκέψη 86).

126    Πλην όμως, στις προσβαλλόμενες αποφάσεις, ο σχετικός με την ύπαρξη εξωτερικών πιέσεων δικαιολογητικός λόγος προβάλλεται από την Επιτροπή κατά τρόπο γενικό και αόριστο.

127    Κατ’ αρχάς, μολονότι η Επιτροπή ανέφερε ότι δεχόταν και εξακολουθούσε να δέχεται εξωτερικές πιέσεις από διάφορα ενδιαφερόμενα μέρη, πρέπει να σημειωθεί ότι έγινε απλώς και μόνο επίκληση αυτών των πιέσεων και η ύπαρξή τους δεν τεκμηριώθηκε στις προσβαλλόμενες αποφάσεις. Επιπλέον, η Επιτροπή αναφέρθηκε στις πιέσεις αυτές κατά τρόπο τόσο αφηρημένο («η Επιτροπή δέχθηκε και εξακολουθεί να δέχεται εξωτερικές πιέσεις από διάφορα ενδιαφερόμενα μέρη, τα οποία εκπροσωπούν ενίοτε αντικρουόμενα συμφέροντα»), ώστε η αιτιολόγηση αυτή θα ήταν δυνατόν να χρησιμοποιηθεί σε οποιαδήποτε διαδικασία λήψεως αποφάσεων σε οποιονδήποτε τομέα.

128    Αληθεύει, βεβαίως, όπως προβάλλει η Επιτροπή, ότι η προσφεύγουσα, στο υπόμνημα προσαρμογής της προσφυγής στην υπόθεση T‑371/20, ανέφερε ότι «αναγνώρ[ισε] ότι, κατά την εν λόγω διαδικασία, η Επιτροπή δέχθηκε εξωτερικές πιέσεις». Ωστόσο, πέραν του γεγονότος ότι ο έλεγχος νομιμότητας από το Γενικό Δικαστήριο αφορά τις προσβαλλόμενες αποφάσεις και ότι η δήλωση αυτή της προσφεύγουσας δεν αντισταθμίζει την έλλειψη στοιχείων στις προσβαλλόμενες αποφάσεις, η δήλωση αυτή είναι εξίσου αόριστη και γενική με εκείνη της Επιτροπής. Πράγματι, μολονότι η προσφεύγουσα αναφέρεται στην «εν λόγω διαδικασία», εντούτοις δεν προσδιορίζει τις σχετικές με τη διαδικασία αυτή εξωτερικές πιέσεις, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι έχει «μετά βεβαιότητας» διαπιστωθεί η ύπαρξη των εν λόγω πιέσεων κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύθηκε στη σκέψη 125 ανωτέρω.

129    Εν συνεχεία, και εν πάση περιπτώσει, όπως επισημαίνει κατ’ ουσίαν η προσφεύγουσα, η αιτιολογία που παρατίθεται στις προσβαλλόμενες αποφάσεις αφορά αποκλειστικά και μόνο εξωτερικές πιέσεις ασκηθείσες προς την ίδια την Επιτροπή. Αντιθέτως, στις προσβαλλόμενες αποφάσεις δεν αναφέρονται εξωτερικές πιέσεις προς τα κράτη μέλη. Εξάλλου, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις δεν παρέχουν κανένα στοιχείο από το οποίο να μπορεί να διαπιστωθεί η σχέση μεταξύ των εξωτερικών πιέσεων που ασκήθηκαν στην Επιτροπή, εφόσον αυτή αποδειχθεί, και της βλάβης που θα προέκυπτε από τη δημοσιοποίηση των ζητηθέντων εγγράφων που αφορούν τις επιμέρους θέσεις των κρατών μελών.

130    Περαιτέρω, υπενθυμίζεται ότι, στις προσβαλλόμενες αποφάσεις, η Επιτροπή δεν ισχυρίστηκε ότι η μη περάτωση της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων ήταν αποτέλεσμα εξωτερικών πιέσεων, αλλά ανέφερε ρητώς ότι οφειλόταν στη διαφωνία μεταξύ των κρατών μελών, η οποία δεν έχει καμία σχέση με τις πιέσεις που φέρονται να ασκήθηκαν προς την Επιτροπή.

131    Τέλος, μολονότι η Επιτροπή ανέφερε ότι η ίδια και τα κράτη μέλη πρέπει να είναι απαλλαγμένα από εξωτερικές πιέσεις προκειμένου να διερευνήσουν τις όποιες επιλογές στο πλαίσιο των «μονίμων επιτροπών», αρκεί να σημειωθεί ότι δεν αναφέρθηκε στην επίμαχη διαδικασία λήψεως αποφάσεων στο πλαίσιο της SCoPAFF, αλλά αναφέρθηκε ρητώς κατά τρόπο γενικό στις «μόνιμες επιτροπές» στο σύνολό τους.

132    Κατά δεύτερον, όσον αφορά το περιθώριο ελιγμών και την ευελιξία των οποίων έγινε επίκληση στις προσβαλλόμενες αποφάσεις, πρέπει κατ’ αρχάς να επισημανθεί ότι η Επιτροπή περιορίστηκε στην προβολή γενικών ισχυρισμών, οι οποίοι δεν αποδεικνύουν ότι η δημοσιοποίηση των ζητηθέντων εγγράφων θα οδηγούσε σε μείωση του περιθωρίου ελιγμών ή της ευελιξίας των κρατών μελών στο πλαίσιο της SCoPAFF.

133    Η Επιτροπή δεν αναφέρθηκε σε κανένα συγκεκριμένο στοιχείο ικανό να αποδείξει οποιαδήποτε επιδείνωση της θέσεως των κρατών μελών σε περίπτωση δημοσιοποιήσεως των ζητηθέντων εγγράφων. Αντιθέτως, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 131 ανωτέρω, όταν η Επιτροπή ανέφερε ότι τα κράτη μέλη πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να διερευνήσουν όλες τις επιλογές, δεν αναφερόταν στην κατάσταση εντός της SCoPAFF στο πλαίσιο της επίμαχης διαδικασίας λήψεως αποφάσεων, αλλά στην εν γένει θέση τους στο πλαίσιο «μονίμων επιτροπών».

134    Εν συνεχεία, καθόσον θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις αποσκοπούν στο να θεμελιώσουν ένα σύνδεσμο μεταξύ της μειώσεως του περιθωρίου ελιγμών των κρατών μελών και των εξωτερικών πιέσεων που ασκήθηκαν στην Επιτροπή, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο που να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι πιέσεις προς αυτή θα είχαν αντίκτυπο στη θέση των κρατών μελών και ότι, ως εκ τούτου, η δημοσιοποίηση των ζητηθέντων εγγράφων θα μείωνε το περιθώριο ελιγμών τους ή την ευελιξία τους.

135    Τέλος, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία, από το γεγονός ότι το περιθώριο ελιγμών και η ικανότητα επίτευξης συμβιβασμού μεταξύ των κρατών μελών μειώνονται δεν είναι δυνατό να στοιχειοθετηθεί η ύπαρξη επαρκώς σοβαρού και ευλόγως προβλέψιμου κινδύνου που να δικαιολογεί την εφαρμογή της εξαιρέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001 (πρβλ. απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, PAN Europe κατά Επιτροπής, T‑51/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:519, σκέψη 36).

136    Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η αιτιολογία που παρατίθεται στις προσβαλλόμενες αποφάσεις σχετικά με τις εξωτερικές πιέσεις, το περιθώριο ελιγμών και την ευελιξία δεν δύναται να τεκμηριώσει υπό τις περιστάσεις των υπό κρίση υποθέσεων κίνδυνο σοβαρής υπονομεύσεως της επίμαχης διαδικασίας λήψεως αποφάσεων.

137    Κατά συνέπεια, οι λόγοι που προέβαλε η Επιτροπή στις προσβαλλόμενες αποφάσεις δεν μπορούν να δικαιολογήσουν, υπό τις περιστάσεις των υπό κρίση υποθέσεων, την εφαρμογή της εξαιρέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, ακόμη και αν υποτεθεί, όπως αναφέρεται στη σκέψη 62 ανωτέρω, ότι η διάταξη αυτή είναι εν προκειμένω εφαρμοστέα.

138    Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή και η δεύτερη αιτίαση του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως και, επ’ αυτής της βάσεως, να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις καθόσον αρνούνται την πρόσβαση στα ζητηθέντα έγγραφα με επίκληση του άρθρου 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001.

4.      Συμπεράσματα επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως

139    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η Επιτροπή, καθόσον αρνήθηκε με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις να δημοσιοποιήσει τα ζητηθέντα έγγραφα με την αιτιολογία ότι η δημοσιοποίηση αυτή θα συνιστούσε σοβαρή υπονόμευση της εν εξελίξει διαδικασίας λήψεως αποφάσεων, παρέβη το άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001.

140    Κατά συνέπεια, παρέλκει η εξέταση του κατά πόσον υφίσταται υπερισχύον δημόσιο συμφέρον που να δικαιολογεί τη δημοσιοποίηση των ζητηθέντων εγγράφων δεδομένου του νομοθετικού και περιβαλλοντικού χαρακτήρα τους, ζήτημα το οποίο εγείρεται στο πλαίσιο του δεύτερου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως.

141    Αντιθέτως, πρέπει να εξεταστεί ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως.

Γ.      Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και του άρθρου 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001

142    Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις δεν μπορούν να θεμελιωθούν στην απαίτηση περί προστασίας της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου όσον αφορά τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που περιλαμβάνονται στα ζητηθέντα έγγραφα, δεδομένου ότι, εάν όντως περιλαμβάνονται στα ζητηθέντα έγγραφα τέτοιου είδους πληροφοριακά στοιχεία, η Επιτροπή θα όφειλε να τα ανωνυμοποιήσει και να προβεί στη δημοσιοποίηση των υπολοίπων τμημάτων των εγγράφων.

143    Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι δεν δεσμεύεται από το περιεχόμενο των προσβαλλόμενων αποφάσεων και υποστηρίζει ότι η Επιτροπή θα μπορούσε να είχε προβεί στη δημοσιοποίηση των ζητηθέντων εγγράφων έχοντας προηγουμένως ανωνυμοποιήσει τις πληροφορίες που άπτονται δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα: μολονότι η Επιτροπή το έπραξε όσον αφορά το έγγραφο 2 το οποίο αφορούσε η πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση και τα έγγραφα 3, 10, 12 και 33 τα οποία αφορούσε η δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση, τα υπόλοιπα έγγραφα δεν έχουν ακόμη δημοσιοποιηθεί.

144    Η Επιτροπή αντιτείνει ότι ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως ενέχει σφάλματα όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά και είναι αλυσιτελής.

145    Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται ότι, με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, η Επιτροπή χορήγησε βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001 μερική πρόσβαση σε ορισμένα από τα ζητηθέντα έγγραφα, ήτοι στο έγγραφο 2 το οποίο αφορούσε η πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση και στα έγγραφα 3, 10, 12 και 33 τα οποία αφορούσε η δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. σκέψεις 9 και 14 ανωτέρω). Επομένως, ενώ η Επιτροπή χορήγησε πρόσβαση σε ορισμένα τμήματα των εγγράφων αυτών, αρνήθηκε την πρόσβαση σε άλλα τμήματά τους. Προς τούτο, η Επιτροπή επικαλέστηκε τις εξαιρέσεις που αποσκοπούν, αφενός, στην προστασία της εν εξελίξει διαδικασίας λήψεως αποφάσεων, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, και, αφετέρου, στην προστασία της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του ίδιου κανονισμού. Σε σχέση με αυτά ακριβώς τα έγγραφα, στα οποία η προσφεύγουσα είχε μερική πρόσβαση, εφάρμοσε, επομένως, η Επιτροπή το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1049/2001 στις προσβαλλόμενες αποφάσεις με σκοπό την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ορισμένων προσώπων.

146    Πλην όμως, όπως προκύπτει από το επιχείρημα που προβάλλει η προσφεύγουσα με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως και όπως η ίδια επιβεβαίωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, με τον συγκεκριμένο λόγο ακυρώσεως η προσφεύγουσα δεν σκοπεί να ισχυριστεί ότι, όσον αφορά τα έγγραφα στα οποία της χορηγήθηκε μερική πρόσβαση, η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1049/2001, καθόσον δεν της παρέσχε πρόσβαση στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα στα οποία δυνάμει της διατάξεως αυτής της είχε απαγορευθεί η πρόσβαση. Με άλλα λόγια, η προσφεύγουσα, ενώ βάλλει κατά των προσβαλλόμενων αποφάσεων καθόσον με αυτές χορηγήθηκε μερική πρόσβαση σε ορισμένα από τα ζητηθέντα έγγραφα, δεν ζητεί πρόσβαση στα προστατευόμενα από την Επιτροπή δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που περιέχονται στα έγγραφα αυτά και, επιπλέον, δεν έχει προβάλει συναφώς κανένα επιχείρημα κατά της εφαρμογής από την Επιτροπή της εν λόγω εξαιρέσεως. Αντιθέτως, αυτό που ισχυρίζεται κατ’ ουσίαν η προσφεύγουσα είναι ότι η Επιτροπή όφειλε να είχε ακολουθήσει την ίδια προσέγγιση για τα λοιπά ζητηθέντα έγγραφα, υπό την έννοια ότι θα έπρεπε επίσης να της είχε χορηγήσει μερική πρόσβαση και στα εν λόγω έγγραφα, περιοριζόμενη μόνο στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που ενδεχομένως περιέχουν. Το επιχείρημα, επομένως, της προσφεύγουσας συνίσταται, κατ’ ουσίαν, στο ότι η Επιτροπή δεν εφάρμοσε προσηκόντως το άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001.

147    Υπό τις συνθήκες αυτές, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, διαπιστώνεται ότι ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως είναι αλυσιτελής καθόσον, αφενός, δεν μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω τον τρόπο με τον οποίον εφάρμοσε η Επιτροπή το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1049/2001 και, αφετέρου, η εφαρμογή της διατάξεως αυτής δεν έχει καμία επίπτωση στην εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού. Πράγματι, ακόμη και αν διαπιστωνόταν τυχόν παράβαση της πρώτης διατάξεως, δεν θα μπορούσε να οδηγήσει αυτή καθεαυτήν στη δημοσιοποίηση των εγγράφων ή τμημάτων των ζητηθέντων εγγράφων η πρόσβαση στα οποία είχε απορριφθεί δυνάμει της δεύτερης διατάξεως.

148    Συνεπώς, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

149    Καθόσον το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως έχει γίνει δεκτό τόσο ως προς την πρώτη αιτίαση (βλ. σκέψεις 61 και 62 ανωτέρω) όσο και ως προς τη δεύτερη αιτίαση (βλ. σκέψεις 137 και 138 ανωτέρω), και καθόσον η αποδοχή καθεμιάς από τις αιτιάσεις αυτές πρέπει αφ’ εαυτής να οδηγήσει στην ακύρωση των προσβαλλόμενων αποφάσεων, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις πρέπει να ακυρωθούν.

IV.    Επί των δικαστικών εξόδων

150    Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεωθεί η Επιτροπή να της καταβάλει ως δικαστικά έξοδα, για κάθε μία από τις υπό κρίση υποθέσεις, το ποσό των 3 000 ευρώ.

151    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, με την περατώνουσα τη δίκη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο καθορίζει αποκλειστικώς τον τρόπο κατανομής των δικαστικών εξόδων μεταξύ των διαδίκων, χωρίς να αποφαίνεται επί του ποσού τους. Σε περίπτωση αμφισβητήσεως, το ποσό των εξόδων που μπορούν να αναζητηθούν δύναται να αποτελέσει αντικείμενο χωριστής αιτήσεως, η οποία διέπεται από το άρθρο 170 του Κανονισμού Διαδικασίας και είναι διακριτή από την απόφαση περί κατανομής των εξόδων. Επομένως, καθορισμός των δικαστικών εξόδων μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μετά την περατώνουσα τη δίκη απόφαση ή διάταξη (απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2019, Karp κατά Κοινοβουλίου, T‑580/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:62, σκέψη 100).

152    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο το σκέλος του αιτήματος της προσφεύγουσας που αφορά τα δικαστικά έξοδα, με το οποίο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να καθορίσει στα 3 000 ευρώ το ποσό που πρέπει να της καταβάλει η Επιτροπή ως δικαστικά έξοδα για κάθε μία από τις υπό κρίση υποθέσεις.

153    Γεγονός παραμένει ότι η προσφεύγουσα ζήτησε να καταδικαστεί η Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

154    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

155    Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε ως προς το ουσιώδες μέρος των αιτημάτων της, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά της έξοδα καθώς και στα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας, σύμφωνα με το αίτημα της προσφεύγουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής C(2020) 4231 final, της 19ης Ιουνίου 2020, και C(2020) 5120 final, της 21ης Ιουλίου 2020, καθόσον με αυτές απορρίπτεται η αίτηση προσβάσεως στα έγγραφα με επίκληση του άρθρου 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής.

2)      Καταδικάζει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Μαρκουλλή

Frimodt Nielsen

Schwarcz

Ηλιόπουλος

 

      Norkus

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 14 Σεπτεμβρίου 2022.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.