Language of document : ECLI:EU:C:2018:378

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MACIEJ SZPUNAR

της 31ης Μαΐου 2018 (1)

Υπόθεση C105/17

Komisia za zashtita na potrebitelite

κατά

Evelina Kamenova,

παρισταμένουτου

Okrazhna prokuratura – Varna

[αίτηση του Administrativen sad – Varna
(διοικητικού δικαστηρίου Βάρνας, Βουλγαρία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των καταναλωτών – Αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές – Διαδικτυακές πωλήσεις – Έννοια του όρου “εμπορευόμενος”»






I.      Εισαγωγή

1.        Η αναζήτηση αγαθών και υπηρεσιών στο διαδίκτυο αποτελεί μέρος της καθημερινής μας ζωής και, πλέον, χωρίς αμφιβολία μέρος ακόμη και του πολιτισμού μας. Ο αριθμός των πλατφορμών διαδικτυακών πωλήσεων δεν παύει να αυξάνει και, το 2016, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το ποσοστό των πολιτών ηλικίας άνω των 16 ετών και κάτω των 74 οι οποίοι παρήγγειλαν μέσω του Διαδικτύου αγαθά ή υπηρεσίες για προσωπική χρήση ανερχόταν στο 55 % (2). Οι πλατφόρμες αυτές λειτουργούν εν είδει διαδικτυακού ενδιάμεσου ή μεσίτη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, φέρουν σε άμεση επαφή είτε έναν επαγγελματία και έναν καταναλωτή, είτε δύο επαγγελματίες, είτε δύο ιδιώτες, οι οποίοι ενδιαφέρονται να αποκτήσουν καινούρια ή μεταχειρισμένα προϊόντα για ιδιωτικούς σκοπούς (3).

2.        Πάντως, σε πολλές περιπτώσεις, οι αγγελίες που δημοσιεύονται στις διαδικτυακές πλατφόρμες δεν καθιστούν σαφές αν ο πωλητής είναι επαγγελματίας ή ιδιώτης.

3.        Η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία απηύθυνε προς το Δικαστήριο το Administrativen sad – Varna (διοικητικό δικαστήριο Βάρνας, Βουλγαρία), αφορά την ερμηνεία του άρθρου 2, στοιχεία βʹ και δʹ, της οδηγίας 2005/29/ΕΚ (4).

4.        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Evelina Kamenova και της Komisia za zashtita na potrebitelite (επιτροπής προστασίας του καταναλωτή, Βουλγαρία, στο εξής: KZP) σχετικά με πράξη διαπιστώσεως διοικητικής παραβάσεως εκδοθείσα από τη δεύτερη. Η παράβαση που καταλογίστηκε στην E. Kamenova αφορούσε τη μη τήρηση του Zakon za zashtita na potrebitelite (ZZP) (νόμου για την προστασία των καταναλωτών, στο εξής: ZZP) λόγω μη παροχής πληροφοριών στους καταναλωτές κατά τη δημοσίευση αγγελιών πωλήσεως αγαθών σε διαδικτυακή πλατφόρμα.

5.        Το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν ένα φυσικό πρόσωπο το οποίο έχει δημοσιεύσει ταυτόχρονα οκτώ αγγελίες πωλήσεως διαφόρων προϊόντων σε πλατφόρμα διαδικτυακών πωλήσεων μπορεί να χαρακτηριστεί ως «εμπορευόμενος» και αν η δραστηριότητά του συνιστά «εμπορική πρακτική» κατά την έννοια της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές.

6.        Συνεπώς, η υπόθεση αυτή παρέχει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να διευκρινίσει τον όρο «εμπορευόμενος» κατά την έννοια της οδηγίας αυτής καθώς και τα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τα εθνικά δικαστήρια κατά την εκτίμηση του ανωτέρω όρου στο ιδιαίτερο πλαίσιο των διαδικτυακών πωλήσεων.

II.    Το νομικό πλαίσιο

1.      Το δίκαιο της Ένωσης

1.      Η οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές

7.        Κατά το άρθρο 1 της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, σε συνδυασμό με τις αιτιολογικές της σκέψεις 14 και 15, σκοπός της οδηγίας αυτής είναι να εξασφαλίσει υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών προβαίνοντας σε πλήρη και ολική εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές.

8.        Το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

[…]

β)      “εμπορευόμενος”: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, όσον αφορά τις εμπορικές πρακτικές που καλύπτει η παρούσα οδηγία, ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι σχετίζονται με την εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή ελευθέρια επαγγελματική του δραστηριότητα και κάθε πρόσωπο το οποίο ενεργεί εξ ονόματος ή για λογαριασμό του εμπορευόμενου·

[…]

δ)      “εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές” […]: κάθε πράξη, παράλειψη, τρόπος συμπεριφοράς ή εκπροσώπησης, εμπορική επικοινωνία, συμπεριλαμβανομένης της διαφήμισης και του μάρκετινγκ, ενός εμπορευομένου, άμεσα συνδεόμενη με την προώθηση, πώληση ή προμήθεια ενός προϊόντος σε καταναλωτές·

[…]».

9.        Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας, η οδηγία αυτή «ισχύει για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές, όπως αυτές θεσπίζονται στο άρθρο 5, πριν, κατά τη διάρκεια και ύστερα από εμπορική συναλλαγή σχετιζομένη με ένα συγκεκριμένο προϊόν».

2.      Η οδηγία 2011/83/ΕΕ

10.      Όπως απορρέει από το άρθρο 1 της οδηγίας 2011/83/ΕΕ (5), σκοπός της οδηγίας αυτής είναι, «μέσω της επίτευξης ενός υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών, να συμβάλει στην ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς με την προσέγγιση ορισμένων πτυχών των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών για τις συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ καταναλωτών και εμπόρων».

11.      Το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

[…]

2)      ‟έμπορος”: κάθε φυσικό πρόσωπο ή κάθε νομικό πρόσωπο, ανεξάρτητα από το εάν διέπεται από το ιδιωτικό ή δημόσιο δίκαιο, το οποίο ενεργεί, ακόμη και μέσω κάθε άλλου προσώπου ενεργούντος εξ ονόματός του ή για λογαριασμό του, για σκοπούς οι οποίοι σχετίζονται με τις εμπορικές, επιχειρηματικές, βιοτεχνικές ή επαγγελματικές δραστηριότητές του σε σχέση με συμβάσεις καλυπτόμενες από την παρούσα οδηγία·

[…]».

12.      Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών, η οδηγία αυτή «εφαρμόζεται, βάσει των όρων και στον βαθμό που ορίζεται στις διατάξεις της, σε οποιαδήποτε σύμβαση συνάπτεται μεταξύ ενός εμπόρου και ενός καταναλωτή […]».

2.      Το βουλγαρικό δίκαιο

13.      Το άρθρο 47 του ΖΖΡ, ο οποίος δημοσιεύθηκε στην DV (βουλγαρική εφημερίδα της κυβερνήσεως] αριθ. 99, της 9ης Δεκεμβρίου 2005, όπως έχει μετά τη δημοσίευση στην DV αριθ. 61 του 2014, με ισχύ από τις 25 Ιουλίου 2014, και το άρθρο 50 του ΖΖΡ μεταφέρουν αντιστοίχως τα άρθρα 6 και 9 της οδηγίας σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών που αφορούν, αφενός, τις απαιτήσεις ενημερώσεως για συμβάσεις εξ αποστάσεως και, αφετέρου, το δικαίωμα υπαναχωρήσεως.

III. Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

14.      Από τη δικογραφία της υποθέσεως της κύριας δίκης προκύπτει ότι ο K. K. (ο καταναλωτής στην υπό κρίση υπόθεση) απέκτησε, δυνάμει συμβάσεως πωλήσεως εξ αποστάσεως, ένα μεταχειρισμένο ρολόι μάρκας «Longines» μέσω του ιστοτόπου http://olx.bg.

15.      Στις 20 Οκτωβρίου 2014 το ρολόι, το οποίο είχε τεθεί προς πώληση από έναν χρήστη με το ψευδώνυμο «eveto-ZZ», παραδόθηκε στον καταναλωτή από εταιρία ταχυμεταφορών. Τα στοιχεία του αποστολέα ανέφεραν το όνομα, τη διεύθυνση και τον αριθμό τηλεφώνου του προσώπου αυτού. Ο καταναλωτής, αφότου διαπίστωσε ότι το ρολόι δεν είχε τις ιδιότητες που αναφέρονταν στη δημοσιευθείσα στην πλατφόρμα διαδικτυακών πωλήσεων αγγελία, εξέφρασε στον πωλητή, τηλεφωνικά, τη βούλησή του να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση. Ο τελευταίος ωστόσο αρνήθηκε να δεχθεί πίσω το προϊόν έναντι επιστροφής του τιμήματος.

16.      Ως εκ τούτου, ο καταναλωτής υπέβαλε καταγγελία στην ΚΖΡ. Κατά τους ελέγχους που πραγματοποιήθηκαν από την ΚΖΡ, προέκυψε ότι ο αποστολέας του ρολογιού με το ψευδώνυμο «eveto-ZZ» ήταν η E. Kamenova. Κατά τον υπεύθυνο του ιστοτόπου, στις 10 Δεκεμβρίου 2014 ο χρήστης «eveto-ZZ» είχε δημοσιεύσει συνολικά οκτώ αγγελίες για διάφορα προϊόντα προς πώληση (6).

17.      Με πράξη της 27ης Φεβρουαρίου 2015, η ΚΖΡ διαπίστωσε διοικητική παράβαση. Στις 17 Μαρτίου 2015 η E. Kamenova προσέβαλε την πράξη αυτή ισχυριζόμενη ότι δεν είχε την ιδιότητα του εμπορευόμενου και συνεπώς οι διατάξεις του ZZP δεν είχαν εφαρμογή επ’ αυτής. Η ΚΖΡ εξέδωσε κατά της E. Kamenova πράξη επιβολής προστίμου βάσει του άρθρου 207 του ZZP για παράβαση του άρθρου 47, παράγραφος 1, σημεία 2, 3, 5, 7, 8 και 12, καθώς και βάσει του άρθρου 50 του ZZP. Η ΚΖΡ στηρίχθηκε στο γεγονός ότι η E. Kamenova είχε παραλείψει να αναφέρει σε καθεμία εκ των αγγελιών το όνομα και τη διεύθυνση του εμπορευόμενου, καθώς και την ηλεκτρονική του διεύθυνση· την τελική τιμή, συμπεριλαμβανομένων όλων των τελών και φόρων· τους όρους πληρωμής, παραδόσεως και εκτελέσεως· το δικαίωμα του καταναλωτή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση πωλήσεως εξ αποστάσεως· τους όρους, την προθεσμία και τον τρόπο ασκήσεως του δικαιώματος αυτού· καθώς και την υπενθύμιση περί υπάρξεως νομικής εγγυήσεως όσον αφορά τη συμμόρφωση των προϊόντων με τους όρους της συμβάσεως πωλήσεως.

18.      Η E. Kamenova άσκησε ενώπιον του Varnenski rayonen sad (περιφερειακού δικαστηρίου Βάρνας, Βουλγαρία) προσφυγή κατά της πράξεως επιβολής προστίμου. Με απόφαση της 22ας Μαρτίου 2016, το δικαστήριο αυτό ακύρωσε την πράξη επιβολής προστίμου με το σκεπτικό ότι η E. Kamenova δεν είχε την ιδιότητα του «εμπορευόμενου» κατά την έννοια της παραγράφου 13, σημείο 2, των συμπληρωματικών διατάξεων του ΖΖΡ και αναφέρθηκε στην οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, επισημαίνοντας ότι ο εκεί περιεχόμενος όρος «εμπορευόμενος» δεν συνδέεται με μια μεμονωμένη πράξη, αλλά με την άσκηση δραστηριότητας συστηματικού χαρακτήρα, εντός εμπορικού, επιχειρηματικού ή επαγγελματικού πλαισίου.

19.      Η ΚΖΡ άσκησε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως αυτής.

20.      Εκτιμώντας ότι η λύση της διαφοράς της κύριας δίκης εξαρτάται από την ερμηνεία των σχετικών διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, το Administrativen sad – Varna (διοικητικό δικαστήριο Βάρνας), με απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2017, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 28 Φεβρουαρίου 2017, ανέστειλε την ενώπιόν του διαδικασία και έθεσε στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχει το άρθρο 2, στοιχεία βʹ και δʹ, της οδηγίας 2005/29 την έννοια ότι η δραστηριότητα φυσικού προσώπου που είναι καταχωρισμένο σε ιστότοπο με σκοπό την πώληση προϊόντων και ταυτόχρονα έχει δημοσιεύσει στον ιστότοπο οκτώ συνολικά αγγελίες για την πώληση διαφόρων προϊόντων συνιστά δραστηριότητα εμπορευόμενου κατά την έννοια του νομικού ορισμού που περιέχεται στο άρθρο 2, στοιχείο βʹ, αποτελεί εμπορική πρακτική επιχειρήσεως προς τους καταναλωτές, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο δʹ, και εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1;»

21.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η Γερμανική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

IV.    Ανάλυση

1.      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

1.      Επί του περιεχομένου του ερωτήματος που τέθηκε στο Δικαστήριο

22.      Με το ερώτημα του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί, αφενός, αν το άρθρο 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές έχει την έννοια ότι ένα φυσικό πρόσωπο το οποίο έχει καταχωριστεί σε ιστότοπο πωλήσεως αγαθών μπορεί να χαρακτηριστεί ως «εμπορευόμενος» όταν δημοσιεύει σε αυτόν τον ιστότοπο, ταυτόχρονα, οκτώ αγγελίες πωλήσεως διαφόρων προϊόντων και, αφετέρου, αν η δραστηριότητά του συνιστά «εμπορική πρακτική» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο δʹ, της ίδιας οδηγίας.

23.      Το ερώτημα είναι επομένως αν, στο πλαίσιο της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, πρέπει να χαρακτηριστεί ως «εμπορευόμενος» ένα φυσικό πρόσωπο, όπως η αναιρεσίβλητη της κύριας δίκης, το οποίο δημοσίευσε σε πλατφόρμα διαδικτυακών πωλήσεων οκτώ αγγελίες πωλήσεως διαφόρων προϊόντων, ή αν το πρόσωπο αυτό αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής καθόσον δεν εμπίπτει στον όρο «εμπορευόμενος», λαμβανομένου υπόψη του περιορισμένου χαρακτήρα της δραστηριότητάς του.

24.      Πριν εξεταστεί το ερώτημα αυτό, θα πρέπει να επισημανθεί ότι το αιτούν δικαστήριο, με το προδικαστικό του ερώτημα, ζητεί μόνο την ερμηνεία της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές (7). Ωστόσο, η περιγραφή των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, που περιλαμβάνεται στην απόφαση περί παραπομπής, υποδηλώνει προσβολή των δικαιωμάτων που απορρέουν από την οδηγία σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών. Πράγματι, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι στην αναιρεσίβλητη της κύριας δίκης επιβλήθηκε κύρωση λόγω παραβάσεως του άρθρου 47, παράγραφος 1, σημεία 2, 3, 5, 7, 8 και 12, και του άρθρου 50 του ΖΖΡ. Πάντως, όπως παρατήρησε η Επιτροπή, οι διατάξεις αυτές μεταφέρουν αντιστοίχως, αφενός, το άρθρο 6 της οδηγίας σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών το οποίο αφορά τις απαιτήσεις ενημερώσεως για συμβάσεις εξ αποστάσεως και, αφετέρου, το άρθρο 9 της εν λόγω οδηγίας το οποίο αφορά το δικαίωμα υπαναχωρήσεως.

25.      Επομένως, το ερώτημα αν, λαμβανομένης υπόψη της δραστηριότητας που περιγράφεται στην απόφαση περί παραπομπής, ένα φυσικό πρόσωπο μπορεί να χαρακτηριστεί ως «έμπορος» κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 2, της οδηγίας σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών δύναται να έχει σημασία για την κύρια δίκη.

26.      Υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο της προβλεπόμενης από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, στο Δικαστήριο εναπόκειται να δώσει στον εθνικό δικαστή χρήσιμη απάντηση η οποία θα του παράσχει τη δυνατότητα να λύσει τη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο οφείλει, όταν είναι αναγκαίο, να αναδιατυπώσει τα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί. Επιπλέον, το Δικαστήριο μπορεί να συνεκτιμήσει κανόνες του δικαίου της Ένωσης στους οποίους δεν αναφέρθηκε ο εθνικός δικαστής με το ερώτημά του (8).

27.      Υπό αυτές τις συνθήκες, το ερώτημα που τέθηκε πρέπει να νοηθεί ως έχον, κατ’ ουσίαν, σκοπό να διευκρινιστεί, αφενός, αν το άρθρο 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές και το άρθρο 2, σημείο 2, της οδηγίας σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι ένα φυσικό πρόσωπο το οποίο έχει καταχωριστεί σε ιστότοπο πωλήσεως αγαθών μπορεί να χαρακτηριστεί ως «εμπορευόμενος» ή «έμπορος» όταν δημοσιεύει σε αυτόν τον ιστότοπο, ταυτόχρονα, οκτώ αγγελίες πωλήσεως διαφόρων προϊόντων και, αφετέρου, αν η δραστηριότητα του προσώπου αυτού συνιστά «εμπορική πρακτική» κατά το άρθρο 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές.

28.      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, θεωρώ αναγκαίο να καθοριστεί προκαταρκτικά αν, εν προκειμένω, είναι χρήσιμο να προταθεί ομοιογενής ερμηνεία των ορισμών των όρων «εμπορευόμενος» και «έμπορος», δεδομένου ότι, στο πλαίσιο των εν λόγω οδηγιών, η έννοια των όρων αυτών είναι σχεδόν πανομοιότυπη (9). Η προσέγγιση αυτή προϋποθέτει, κατά τη γνώμη μου, τον προσδιορισμό του βαθμού εναρμονίσεως που επιφέρουν οι εν λόγω οδηγίες.

2.      Επί του βαθμού εναρμονίσεως που επιφέρουν η οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές και η οδηγία σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών

29.      Πρώτον, πριν εξετάσω το ζήτημα του βαθμού εναρμονίσεως που επιφέρουν οι σχετικές οδηγίες, πρέπει να επισημάνω ένα βασικό στοιχείο: οι όροι «εμπορευόμενος» και «έμπορος» ορίζονται κατά τρόπο σχεδόν πανομοιότυπο (10) στο πλαίσιο των δύο οδηγιών και οι δύο αυτοί ορισμοί συνδέονται στενά με την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας.

30.      Τούτου λεχθέντος, πρέπει να προστεθεί, δεύτερον, ότι, για να μπορέσω να προτείνω μια ομοιογενή ερμηνεία των ορισμών των όρων «εμπορευόμενος» και «έμπορος» στο πλαίσιο των σχετικών οδηγιών, πρέπει να εξακριβώσω αν ο βαθμός εναρμονίσεως που επιφέρουν οι δύο αυτές οδηγίες –και ο οποίος αφορά τους αντίστοιχους κανόνες τους– είναι ανάλογος. Υπενθυμίζω, συναφώς, ότι η εκτίμηση του βαθμού εναρμονίσεως που επιφέρει μια οδηγία πρέπει να βασίζεται στο γράμμα καθώς και στο νόημα και τον σκοπό της οδηγίας αυτής (11).

31.      Επισημαίνω, κατ’ αρχάς, ότι η οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές έχει εφαρμογή, δυνάμει του άρθρου της 3, παράγραφος 1, όσον αφορά «τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές, όπως αυτές θεσπίζονται στο άρθρο 5, πριν, κατά τη διάρκεια και ύστερα από εμπορική συναλλαγή σχετιζόμενη με ένα συγκεκριμένο προϊόν» (12), ενώ η οδηγία σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών έχει εφαρμογή, σύμφωνα με το άρθρο της 3, παράγραφος 1, «βάσει των όρων και στον βαθμό που ορίζεται στις διατάξεις της, σε οποιαδήποτε σύμβαση συνάπτεται μεταξύ ενός εμπόρου και ενός καταναλωτή».

32.      Έτσι, παρά τη διαφορά μεταξύ των αντίστοιχων πεδίων εφαρμογής τους, οι οδηγίες αυτές βασίζονται στο άρθρο 114 ΣΛΕΕ (13) και, ως εκ τούτου, έχουν τους ίδιους στόχους, δηλαδή τη συμβολή στην ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και την εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών εντός του νομοθετικού, κανονιστικού και διοικητικού πλαισίου που καλύπτουν (14).

33.      Διαπιστώνω, επιπλέον, ότι, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί, ο νομοθέτης της Ένωσης προέβη σε πλήρη και ολική εναρμόνιση (15) των κανόνων που εμπίπτουν στις συγκεκριμένες οδηγίες (16).

34.      Όσον αφορά την οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, από την αιτιολογική της σκέψη 14 προκύπτει σαφώς ότι η οδηγία αυτή προβαίνει σε «πλήρη εναρμόνιση» (17). Η εναρμόνιση αυτή αφορά τους κανόνες για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, συμπεριλαμβανομένης της αθέμιτης διαφημίσεως των εμπορευόμενων προς τους καταναλωτές, οι οποίες, σε επίπεδο Ένωσης, θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα των καταναλωτών (18). Ειδικότερα, αυτή η πλήρης ή εξαντλητική εναρμόνιση καλύπτει όλο το πεδίο που αφορά η συγκεκριμένη οδηγία (19).

35.      Επιπλέον, από την αιτιολογική σκέψη 15 της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές προκύπτει ότι η οδηγία αυτή επιφέρει «ολική εναρμόνιση» των κανόνων του εθνικού δικαίου, υπό την επιφύλαξη ορισμένων εξαιρέσεων (20). Επομένως, όπως προβλέπει ρητώς το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Εσωτερική αγορά», τα κράτη μέλη δεν μπορούν να θεσπίσουν περισσότερο περιοριστικά μέτρα από εκείνα που ορίζει η εν λόγω οδηγία, ακόμη και για να διασφαλίσουν υψηλότερο βαθμό προστασίας των καταναλωτών (21).

36.      Όσον αφορά την οδηγία σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών, ο στόχος που αυτή έχει είναι η εναρμόνιση των εθνικών κανόνων σε ζητήματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της (22). Ειδικότερα, από τη συνδυασμένη ανάγνωση των αιτιολογικών σκέψεων 4, 5 και 7 της οδηγίας αυτής προκύπτει ότι στόχος της είναι η «πλήρης» εναρμόνιση ορισμένων πτυχών των εξ αποστάσεως και εκτός καταστήματος συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, και συγκεκριμένα της ενημερώσεως των καταναλωτών και του δικαιώματος υπαναχωρήσεως σε συμβάσεις αυτού του είδους (23).

37.      Επιπλέον, κατά το άρθρο 4 της οδηγίας αυτής, το οποίο επιγράφεται «Επίπεδο εναρμόνισης», «τα κράτη μέλη δεν διατηρούν ούτε εισάγουν στο εθνικό τους δίκαιο διατάξεις που παρεκκλίνουν από αυτές που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία, συμπεριλαμβανομένων περισσότερο ή λιγότερο αυστηρών διατάξεων για την εξασφάλιση διαφορετικού επιπέδου προστασίας του καταναλωτή, εκτός εάν άλλως προβλέπεται στην παρούσα οδηγία» (24). Συνεπώς, η οδηγία αυτή επιφέρει «ολική» ή μέγιστη εναρμόνιση.

38.      Τελικά, όλα δείχνουν ότι ο νομοθέτης της Ένωσης προέβλεψε τον ίδιο βαθμό εναρμονίσεως των αντίστοιχων κανόνων των δύο οδηγιών οι οποίες εξετάστηκαν. Βέβαια, για τις ανάγκες της αναλύσεως αυτής, με ενδιαφέρει μόνον η ολική ή μέγιστη εναρμόνιση, δεδομένου ότι ενδεχόμενη έλλειψη τέτοιας εναρμονίσεως των εν λόγω οδηγιών θα μπορούσε να εγείρει ζητήματα όσον αφορά την ομοιογενή ερμηνεία των ορισμών των όρων «εμπορευόμενος» και «έμπορος».

39.      Κατόπιν όλων των ανωτέρω, εκτιμώ ότι μια ομοιογενής ερμηνεία των ορισμών των όρων «εμπορευόμενος» και «έμπορος» στο πλαίσιο των δύο αυτών οδηγιών είναι χρήσιμη λαμβανομένων υπόψη τόσο των σχεδόν πανομοιότυπων ορισμών των όρων «εμπορευόμενος» και «έμπορος» που έχουν δοθεί από τον νομοθέτη της Ένωσης, λόγω του ότι αυτοί συνδέονται στενά με την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, όσο και του βαθμού ολικής εναρμονίσεως που προβλέπεται από τον νομοθέτη της Ένωσης όσον αφορά τους εθνικούς κανόνες που εμπίπτουν στις οδηγίες οι οποίες εξετάστηκαν.

2.      Επί της έννοιας και του περιεχομένου του όρου «εμπορευόμενος» στο πλαίσιο του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές και του όρου «έμπορος» στο πλαίσιο του άρθρου 2, σημείο 2, της οδηγίας σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών

40.      Ο όρος «εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές» ορίζεται, στο άρθρο 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, ως «κάθε πράξη, παράλειψη, τρόπος συμπεριφοράς ή εκπροσώπησης, εμπορική επικοινωνία, συμπεριλαμβανομένης της διαφήμισης και του μάρκετινγκ, ενός εμπορευομένου, άμεσα συνδεόμενη με την προώθηση, πώληση ή προμήθεια ενός προϊόντος σε καταναλωτές». Κατά συνέπεια, οι όροι «καταναλωτής» και «εμπορευόμενος» βρίσκονται στο επίκεντρο του ορισμού αυτού, οπότε το ζήτημα αν μια κατάσταση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής εξαρτάται, καθοριστικά, από την ερμηνεία των συγκεκριμένων όρων. Πράγματι, η ύπαρξη εμπορικής πρακτικής κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας μπορεί να γίνει δεκτή μόνον αν αφορά, αφενός, έναν εμπορευόμενο και, αφετέρου, έναν καταναλωτή.

41.      Η ανάλυση του προσωπικού πεδίου εφαρμογής της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές είναι θεμελιώδης δεδομένου ότι μόνο στην περίπτωση που η αναιρεσίβλητη της κύριας δίκης έχει την ιδιότητα του «εμπορευόμενου» θα πρέπει να εξεταστεί το ζήτημα αν η δραστηριότητά της συνιστά εμπορική δραστηριότητα κατά την έννοια της οδηγίας.

42.      Ο όρος «εμπορευόμενος» ορίζεται, στο άρθρο 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, ως «κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, όσον αφορά τις εμπορικές πρακτικές που καλύπτει η παρούσα οδηγία, ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι σχετίζονται με την εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή ελευθέρια επαγγελματική του δραστηριότητα και κάθε πρόσωπο το οποίο ενεργεί εξ ονόματος ή για λογαριασμό του εμπορευόμενου».

43.      Υπενθυμίζω συναφώς ότι το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι από τη διατύπωση του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας αυτής προκύπτει ότι «ο νομοθέτης της Ένωσης προέκρινε έναν ιδιαιτέρως ευρύ ορισμό της έννοιας “εμπορευόμενος”, ο οποίος καλύπτει “κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο” εφόσον αυτό ασκεί μια αμειβόμενη δραστηριότητα, και δεν αποκλείει από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας φορείς που είναι επιφορτισμένοι με ορισμένη αποστολή γενικού συμφέροντος ή φορείς που υπόκεινται σε νομικό καθεστώς δημοσίου δικαίου» (25). Διευκρινίζω, συναφώς, ότι ένα τέτοιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο ενεργεί, κατά την άποψή μου, για σκοπούς οι οποίοι σχετίζονται με πράξη διενεργηθείσα εντός των ορίων της εμπορικής, επιχειρηματικής, βιοτεχνικής ή ελευθέριας επαγγελματικής δραστηριότητάς του.

44.      Εν προκειμένω, η ιδιότητα φυσικού προσώπου την οποία έχει η αναιρεσίβλητη της κύριας δίκης δεν αποκλείει τον χαρακτηρισμό της ως «εμπορευόμενου». Ωστόσο, για να θεωρηθεί ότι εμπίπτει σε αυτή την έννοια κατά το άρθρο 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, πρέπει επιπλέον να εξακριβωθεί αν το πρόσωπο αυτό ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι σχετίζονται με εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή ελευθέρια επαγγελματική δραστηριότητα ή αν ενεργεί εξ ονόματος ή για λογαριασμό ενός εμπορευόμενου.

45.      Το Δικαστήριο έχει επίσης διευκρινίσει ότι, λαμβανομένου υπόψη του γράμματος των ορισμών που περιλαμβάνονται στο άρθρο 2, στοιχεία αʹ και βʹ, της εν λόγω οδηγίας, η έννοια και το περιεχόμενο του όρου «εμπορευόμενος» κατά τη διάταξη αυτή πρέπει να καθορίζονται σε σχέση με τον σύστοιχο πλην όμως αντιθετικό όρο «καταναλωτής», ο οποίος καλύπτει κάθε ιδιώτη που δεν ασκεί εμπορικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες (26). Συναφώς, έχει τονίσει ότι ο επιδιωκόμενος με την οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές σκοπός, ο οποίος συνίσταται στην πλήρη προστασία των καταναλωτών από πρακτικές αυτής της φύσεως, στηρίζεται στο γεγονός ότι, σε σχέση με τον εμπορευόμενο, ο καταναλωτής βρίσκεται σε πιο αδύναμη θέση, καθόσον κατά τεκμήριο είναι ασθενέστερος οικονομικά και από νομικής απόψεως έχει μικρότερη πείρα σε σχέση με τον αντισυμβαλλόμενό του (27). Επομένως, ο όρος καταναλωτής έχει πρωταρχική σημασία και στην ουσία οι διατάξεις της οδηγίας αυτής έχουν διαμορφωθεί με γνώμονα τη σκοπιά του καταναλωτή ως αποδέκτη και ως θύματος αθέμιτων εμπορικών πρακτικών (28).

46.      Λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων που διατυπώθηκαν στα σημεία 29 έως 39 των παρουσών προτάσεων, ότι, πρώτον, η οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές και η οδηγία σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών ορίζουν κατά τρόπο σχεδόν πανομοιότυπο τους όρους «εμπορευόμενος» και «έμπορος», δεύτερον, οι όροι αυτοί συνδέονται στενά με την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας και, τρίτον, ο βαθμός εναρμονίσεως που επιφέρουν οι οδηγίες αυτές είναι ανάλογος, θεωρώ ότι η δοθείσα από το Δικαστήριο ερμηνεία του όρου «εμπορευόμενος» στο πλαίσιο της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές ισχύει επίσης για τους σκοπούς του ορισμού του όρου «έμπορος» στο πλαίσιο της οδηγίας σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών.

47.      Όπως υπογραμμίζει ο γενικός εισαγγελέας Y. Bot στις προτάσεις του στην υπόθεση Zentrale zur Bekämpfung unlauteren Wettbewerbs (29), μια τέτοια ερμηνεία του όρου εμπορευόμενος αντιστοιχεί με εκείνη που ο νομοθέτης της Ένωσης έχει δώσει εντός του ευρύτερου πλαισίου των οδηγιών σχετικά με την προστασία των καταναλωτών, και ιδίως της οδηγίας σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών, στην οποία ο νομοθέτης της Ένωσης, στο άρθρο 2, σημείο 2, ορίζει τον έμπορο ως «κάθε φυσικό πρόσωπο ή κάθε νομικό πρόσωπο, ανεξάρτητα από το εάν διέπεται από το ιδιωτικό ή δημόσιο δίκαιο, το οποίο ενεργεί, ακόμη και μέσω κάθε άλλου προσώπου ενεργούντος εξ ονόματός του ή για λογαριασμό του, για σκοπούς οι οποίοι σχετίζονται με τις εμπορικές, επιχειρηματικές, βιοτεχνικές ή επαγγελματικές δραστηριότητές του». Κατά τον γενικό εισαγγελέα Y. Bot, οι οδηγίες σχετικά με την προστασία των καταναλωτών έχουν ως κοινό στοιχείο το γεγονός ότι «ο εμπορευόμενος μπορεί να είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, το οποίο, με τη σχέση που συνάπτει με τον καταναλωτή, ενεργεί στο πλαίσιο της εμπορικής ή επαγγελματικής δραστηριότητάς του, πράγμα το οποίο προϋποθέτει ότι ενεργεί στο πλαίσιο τακτικής και κερδοσκοπικής δραστηριότητας» (30).

3.      Επί του χαρακτηρισμού που εν προκειμένω πρέπει να γίνει δεκτός όσον αφορά τους όρους «εμπορευόμενος» και «έμπορος»

48.      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, μήπως ένα φυσικό πρόσωπο όπως η αναιρεσίβλητη της κύριας δίκης εμπίπτει στους όρους «εμπορευόμενος» του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές και «έμπορος» του άρθρου 2, σημείο 2, της οδηγίας σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών;

49.      Δεν το νομίζω. Η ταυτόχρονη δημοσίευση σε διαδικτυακή πλατφόρμα οκτώ αγγελιών με σκοπό την πώληση διαφόρων καινούριων ή μεταχειρισμένων προϊόντων δεν φαίνεται, κατά την άποψή μου, επαρκής ώστε να γίνουν δεκτοί οι χαρακτηρισμοί «εμπορευόμενος» και «έμπορος» κατά την έννοια των εν λόγω οδηγιών.

50.      Ωστόσο, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ο χαρακτηρισμός «εμπορευόμενος» απαιτεί «κατά περίπτωση εξέταση» (31). Συνεπώς, εν προκειμένω είναι σκόπιμο το αιτούν δικαστήριο να προβεί σε in concreto ανάλυση βάσει όλων των πραγματικών στοιχείων που διαθέτει ούτως ώστε να εξακριβώσει αν ένα πρόσωπο όπως η αναιρεσίβλητη της κύριας δίκης εμπίπτει στους όρους «εμπορευόμενος» και «έμπορος».

51.      Σκοπός της αναλύσεως αυτής θα είναι, ειδικότερα, όπως ορθώς επισήμαναν η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, να εξακριβωθεί αν η πώληση από τη διαδικτυακή πλατφόρμα πραγματοποιήθηκε κατά τρόπο οργανωμένο και έχει κερδοσκοπικό χαρακτήρα (32)· αν η πώληση αυτή εντάσσεται σε πρακτική ορισμένης διάρκειας και συχνότητας (33)· αν ο πωλητής διαθέτει νομικό καθεστώς το οποίο του επιτρέπει να ασκεί εμπορικές πράξεις, και σε ποιον βαθμό η διαδικτυακή πώληση συνδέεται με την εμπορική δραστηριότητα του πωλητή (34)· αν ο πωλητής υπόκειται σε ΦΠΑ (35)· αν ο πωλητής ενεργώντας εξ ονόματος ή για λογαριασμό συγκεκριμένου εμπορευόμενου ή μέσω άλλου προσώπου που ενεργεί εξ ονόματος και για λογαριασμό του έχει λάβει αμοιβή ή μερίδιο στα κέρδη (36)· αν ο πωλητής αγοράζει καινούρια ή μεταχειρισμένα αγαθά με σκοπό να τα μεταπωλήσει, προσδίδοντας στη δραστηριότητα αυτή τακτικό χαρακτήρα, συχνότητα και/ή ταυτόχρονο χαρακτήρα σε σχέση με την επαγγελματική του δραστηριότητα (37)· αν το ποσό του κέρδους που αποκομίζει από τις πωλήσεις επιβεβαιώνει ότι η πραγματοποιηθείσα συναλλαγή είναι εμπορική δραστηριότητα (38), και/ή αν τα προς πώληση προϊόντα είναι όλα του ίδιου είδους ή της ίδιας αξίας, και ιδίως αν η προσφορά συγκεντρώνεται σε περιορισμένο αριθμό προϊόντων (39).

52.      Πρέπει να σημειωθεί ότι τα κριτήρια αυτά δεν είναι ούτε εξαντλητικά ούτε αποκλειστικά, οπότε, κατ’ αρχήν, το γεγονός ότι πληρούται ένα ή περισσότερα από τα κριτήρια αυτά δεν καθορίζει, από μόνο του, τον χαρακτηρισμό που θα πρέπει να γίνει δεκτός για τον διαδικτυακό πωλητή όσον αφορά τους όρους «εμπορευόμενος» και «έμπορος». Συνεπώς, θα πρέπει να πραγματοποιηθεί συνολική εκτίμηση λαμβανομένων υπόψη όλων των σχετικών κριτηρίων ούτως ώστε να ληφθεί απόφαση σχετικά με τον χαρακτηρισμό που πρέπει να γίνει δεκτός. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, τα κριτήρια αυτά θα παράσχουν στα εθνικά δικαστήρια τη δυνατότητα να διαπιστώσουν αν ένα πρόσωπο, όπως ή αναιρεσίβλητη της κύριας δίκης, ασκεί εμπορική δραστηριότητα η οποία, ως εκ τούτου, τη θέτει σε θέση υπεροχής έναντι του καταναλωτή και, κατά συνέπεια, αν υφίσταται κατάσταση ανισορροπίας μεταξύ του εμπορευόμενου ή του εμπόρου και του καταναλωτή.

53.      Ωστόσο, λαμβανομένων υπόψη των προαναφερθέντων, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει, βάσει των πραγματικών στοιχείων που έχει στη διάθεσή του και ιδίως βάσει των κριτηρίων που απαριθμήθηκαν στα προηγούμενα σημεία των παρουσών προτάσεων, αν το πρόσωπο αυτό μπορεί να χαρακτηριστεί ως «εμπορευόμενος» ή «έμπορος» κατά την έννοια των εν λόγω οδηγιών.

54.      Αν το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι το πρόσωπο αυτό είναι «εμπορευόμενος» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, θα πρέπει να καθορίσει αν η δραστηριότητα που ασκεί συνιστά «εμπορική πρακτική» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές.

4.      Επί του όρου «εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές

55.      Όσον αφορά το ζήτημα αν η δραστηριότητα ενός φυσικού προσώπου όπως η αναιρεσίβλητη της κύριας δίκης μπορεί να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, υπενθυμίζω εξαρχής ότι το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι το άρθρο 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής ορίζει, χρησιμοποιώντας μια ιδιαίτερα ευρεία διατύπωση, ότι ως «εμπορικές πρακτικές» νοούνται «κάθε πράξη, παράλειψη, τρόπος συμπεριφοράς ή εκπροσώπησης, εμπορική επικοινωνία, συμπεριλαμβανομένης της διαφήμισης και του μάρκετινγκ, ενός εμπορευομένου, άμεσα συνδεόμενη με την προώθηση, πώληση ή προμήθεια ενός προϊόντος σε καταναλωτές» (40).

56.      Ως εκ τούτου, για να θεωρηθεί ότι η συγκεκριμένη δραστηριότητα συνιστά εμπορική πρακτική κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου, πρέπει να εξακριβωθεί ότι, αφενός, η δραστηριότητα αυτή μπορεί να χαρακτηριστεί ως πρακτική «εμπορικής φύσεως, ήτοι να προέρχεται από επαγγελματίες» και, αφετέρου, ότι πρόκειται για πράξη ή εμπορική ανακοίνωση «άμεσα συνδεόμενη με την προώθηση, πώληση ή προμήθεια ενός προϊόντος σε καταναλωτές» (41).

57.      Υπενθυμίζω, συναφώς, ότι το κριτήριο της εμπορικής δραστηριότητας, της οποίας η ύπαρξη θα πρέπει να εξακριβωθεί, αντιστοιχεί στην αντίληψη επί της οποίας βασίζεται το σύστημα προστασίας που τίθεται σε εφαρμογή από τις οδηγίες της Ένωσης για την προστασία των καταναλωτών, δηλαδή ότι ο καταναλωτής βρίσκεται σε ασθενέστερη θέση έναντι του επαγγελματία όσον αφορά τόσο την εξουσία διαπραγματεύσεως όσο και το επίπεδο πληροφορήσεως, και ότι υφίσταται μη αμελητέος κίνδυνος να μην επικαλεστεί ο καταναλωτής, ειδικά λόγω άγνοιας, τον κανόνα δικαίου που προορίζεται για την προστασία του (42).

58.      Λαμβανομένης υπόψη της αναλύσεως που εκτέθηκε στα σημεία 40 έως 52 των παρουσών προτάσεων, τίποτα δεν υποδηλώνει ότι η δημοσίευση οκτώ ταυτόχρονων αγγελιών πωλήσεως διαφόρων προϊόντων μπορεί να θεωρηθεί δραστηριότητα εμπίπτουσα στον όρο «εμπορευόμενος» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές και ότι, επομένως, μπορεί εν προκειμένω ο αγοραστής να βρίσκεται λόγω μιας τέτοιας δραστηριότητας σε ασθενέστερη θέση έναντι της αναιρεσίβλητης της κύριας δίκης.

59.      Ωστόσο, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να αποφανθεί επί του ζητήματος αυτού, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των κριτηρίων που εκτίθενται στα σημεία 51 και 52 των παρουσών προτάσεων, κατά την αξιολόγηση του ζητήματος αν ένα φυσικό πρόσωπο όπως η αναιρεσίβλητη της κύριας δίκης έχει την ιδιότητα του «εμπορευόμενου».

V.      Πρόταση

60.      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα του l’Administrativen sad – Varna (διοικητικού δικαστηρίου Βάρνας, Βουλγαρία) ως εξής:

Το άρθρο 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2005/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου («οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές»), και το άρθρο 2, σημείο 2, της οδηγίας 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών, την τροποποίηση της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση της οδηγίας 85/577/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 97/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, έχουν την έννοια ότι φυσικό πρόσωπο, όπως η αναιρεσίβλητη της κύριας δίκης, που είναι καταχωρισμένο σε διαδικτυακή πλατφόρμα πωλήσεως αγαθών δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «εμπορευόμενος» ή «έμπορος» όταν δημοσιεύει στον ιστότοπο αυτόν, ταυτόχρονα, οκτώ αγγελίες πωλήσεως διαφόρων προϊόντων.

Ωστόσο, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να αποφανθεί επί του ζητήματος αν, λαμβανομένων υπόψη όλων των άλλων περιστάσεων της παρούσας υποθέσεως, το πρόσωπο αυτό μπορεί να χαρακτηριστεί ως «εμπορευόμενος» κατά την έννοια των εν λόγω οδηγιών και, κατά συνέπεια, αν η δραστηριότητα που αυτό ασκεί συνιστά «εμπορική πρακτική» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2005/29.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      Βλ. «Στατιστικές για την ψηφιακή οικονομία και κοινωνία – νοικοκυριά και άτομα, Στοιχεία εξαχθέντα τον Φεβρουάριο 2017», διαθέσιμο στην ακόλουθη διαδικτυακή διεύθυνση: http://ec.europa.eu/eurostat. Βλ., επίσης, http://appsso.eurostat.ec.europa.eu/nui/show.do?dataset=isoc_ec_ibuy&lang=fr.


3      Ο ρόλος μιας διαδικτυακής πλατφόρμας περιορίζεται στο να θέσει τον ιστότοπό της στη διάθεση τρίτων πωλητών (επαγγελματιών ή ιδιωτών) ούτως ώστε να προσφέρουν τα προϊόντα τους (καινούρια ή μεταχειρισμένα) ή τις υπηρεσίες τους.


4      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου («οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές») (ΕΕ 2005, L 149, σ. 22).


5      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών, την τροποποίηση της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση της οδηγίας 85/577/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 97/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου («οδηγία σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών», ΕΕ 2011, L 304, σ. 64).


6      Επρόκειτο για τα ακόλουθα προϊόντα: μία καινούρια συσκευή αναγνώσεως με οθόνη αφής, τρία τηλέφωνα τελευταίας τεχνολογίας, καινούρια ή μεταχειρισμένα, ένα σύστημα ασύρματης φορτίσεως τηλεφώνου, ένα αυτοκίνητο και πλακάκια Τουρκίας.


7      Πρέπει να σημειωθεί ότι το αιτούν δικαστήριο δεν διευκρίνισε στην απόφασή του τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας που θεωρεί εφαρμοστέες.


8      Βλ., ως τις πλέον πρόσφατες, αποφάσεις της 7ης Σεπτεμβρίου 2017, Neto de Sousa (C‑506/16, EU:C:2017:642, σκέψη 23), και της 26ης Οκτωβρίου 2017, Aqua Pro (C‑407/16, EU:C:2017:817, σκέψη 26).


9      Υπενθυμίζω συναφώς ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, από την απαίτηση ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης και από τις απαιτήσεις της αρχής της ισότητας απορρέει ότι οι όροι διατάξεως του δικαίου της Ένωσης, η οποία δεν προβαίνει σε ρητή παραπομπή στο δίκαιο των κρατών μελών για τον καθορισμό της έννοιας και του περιεχομένου της, πρέπει κατά κανόνα να ερμηνεύονται αυτοτελώς και ομοιόμορφα σε ολόκληρη την Ένωση, με βάση το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η διάταξη και τον σκοπό της οικείας ρυθμίσεως. Βλ., ιδίως, απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013, Zentrale zur Bekämpfung unlauteren Wettbewerbs (C‑59/12, EU:C:2013:634, σκέψη 25).


10      Όσον αφορά, ιδίως, τους αντιπροσώπους του εμπορευόμενου, η οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές αναφέρεται, στο άρθρο της 2, στοιχείο βʹ, σε «κάθε πρόσωπο το οποίο ενεργεί εξ ονόματος ή για λογαριασμό του εμπορευόμενου», ενώ η οδηγία σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών αναφέρεται, στο άρθρο της 2, σημείο 2, σε «κάθε πρόσωπο […] το οποίο ενεργεί, ακόμα και μέσω κάθε άλλου προσώπου ενεργούντος εξ ονόματός του ή για λογαριασμό του […]». Πρέπει να επισημανθεί συναφώς ότι, στο πλαίσιο της οδηγίας σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών, το ζήτημα αυτό δεν τίθεται, καθόσον η οδηγία έχει, κατ’ αρχήν, εφαρμογή σε συμβάσεις που έχουν ήδη συναφθεί μεταξύ εμπόρου και καταναλωτή (σύμβαση πωλήσεως, σύμβαση παροχής υπηρεσιών, εξ αποστάσεως σύμβαση ή σύμβαση εκτός εμπορικού καταστήματος). Επομένως, δεν μπορεί να ανακύψει πλέον το πρόβλημα του χαρακτηρισμού ενός αντιπροσώπου ο οποίος ενεργεί εξ ονόματος ή για λογαριασμό ενός εμπόρου.


11      Βλ. αποφάσεις της 25ης Απριλίου 2002, Επιτροπή κατά Γαλλίας (C‑52/00, EU:C:2002:252, σκέψη 16), και της 14ης Ιουλίου 2005, Lagardère Active Broadcast (C‑192/04, EU:C:2005:475, σκέψη 46).


12      Το άρθρο 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές ορίζει το «προϊόν» ως «κάθε αγαθό ή υπηρεσία, συμπεριλαμβανομένης της ακίνητης περιουσίας, των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων».


13      Η οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές βασίζεται στο άρθρο 95 ΣΕΚ, νυν 114 ΣΛΕΕ.


14      Το περιεχόμενο του άρθρου 1 καθεμίας εκ των δύο αυτών οδηγιών είναι σχεδόν πανομοιότυπο. Πέραν των διαφορών σχετικά με τα θέματα που καλύπτονται από τα αντίστοιχα πεδία εφαρμογής τους, η οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές ορίζει ότι σκοπός της είναι «να συμβάλλει στην ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και στην επίτευξη υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών […]», ενώ η οδηγία σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών αναφέρει ότι σκοπός της είναι, «μέσω της επίτευξης ενός υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών, να συμβάλει στην ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς […]» (η υπογράμμιση δική μου).


15      Πρέπει να σημειωθεί ότι η γαλλική απόδοση της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές χρησιμοποιεί δύο διαφορετικούς όρους όταν αναφέρεται στο είδος εναρμονίσεως που επιδιώκει, δηλαδή «harmonisation complète» (πλήρης εναρμόνιση) και «harmonisation totale» (ολική εναρμόνιση) (αιτιολογικές σκέψεις 14 και 15 της εν λόγω οδηγίας). Το ίδιο ισχύει για την απόδοση στην ιταλική γλώσσα, στην οποία η οδηγία χρησιμοποιεί τους όρους «armonizzazione completa» και «piena armonizzazione». Άλλες όμως γλωσσικές αποδόσεις χρησιμοποιούν έναν μόνο όρο, και ειδικότερα οι αποδόσεις στη γερμανική γλώσσα («vollständige Angleichung»), στην αγγλική («full harmonisation»), στην πολωνική («pełna harmonizacja») και στην ισπανική («plena armonización»). Ορισμένοι συγγραφείς θεωρούν τα δύο αυτά είδη εναρμονίσεως (πλήρη και ολική) ως συνώνυμα, ενώ άλλοι θεωρούν ότι πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ αυτών. Η πλήρης εναρμόνιση των εθνικών κανόνων αφορά το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής των οδηγιών, ενώ η ολική ή μέγιστη εναρμόνιση αναφέρεται στο επίπεδο διακριτικής ευχέρειας των κρατών μελών κατά τη μεταφορά των οδηγιών στο εσωτερικό τους δίκαιο. Βλ. ιδίως, υπέρ μιας τέτοιας διακρίσεως, González Vaqué, L., «La directive 2005/29/CE relative aux pratiques commerciales déloyales: entre l’objectif d’une harmonisation totale et l’approche d’une harmonisation complète», Revue de droit de l’Union Européenne, 4/2005, σ. 785 έως 802· Rochfeld, J., «Les ambiguïtés des directives d’harmonisation totale. La nouvelle répartition des compétences communautaire et interne. À propos de l’arrêt de la CJCE du 4 juin 2009», Dalloz, 2009, αριθ. 30, σ. 2047, και Verdure, C., «L’harmonisation des pratiques commerciales déloyales dans le cadre de la directive 2005/29/CE sur les pratiques commerciales déloyales: premier bilan jurisprudentiel», Cahiers de droit européen, 3-4, 2010, σ. 311 έως 336. Αντιθέτως, βλ. Stuyck, J., Terryn, E., και Van Dyck, T., «Confidence through fairness? The new directive on unfair business-to-consumer commercial practices in the internal market», Common Market Law Review, 2006, αριθ. 43, σ. 107 έως 152, ιδίως σ. 115. Θεωρώ ότι η διάκριση αυτή δεν ασκεί επιρροή στην παρούσα υπόθεση.


16      Κατά ορισμένους συγγραφείς, κάθε οδηγία πλήρους ή εξαντλητικής εναρμονίσεως είναι απαραιτήτως και ολικής ή μέγιστης εναρμονίσεως, αλλά κάθε ολική εναρμόνιση δεν είναι εκ των πραγμάτων πλήρης ή εξαντλητική εναρμόνιση. Βλ., ιδίως, οδηγία 85/374/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1985, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σε θέματα ευθύνης λόγω ελαττωματικών προϊόντων (ΕΕ 1985, L 210, σ. 29). Βλ., συναφώς, απόφαση της 4ης Ιουνίου 2009, Moteurs Leroy Somer (C‑285/08, EU:C:2009:351, σκέψη 25): «Συγκεκριμένα, μολονότι η οδηγία 85/374 […] επιδιώκει, για τα θέματα που ρυθμίζει, την πλήρη εναρμόνιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών, αντιθέτως, όπως προκύπτει από τη δέκατη όγδοη αιτιολογική σκέψη της, δεν αποσκοπεί στην εναρμόνιση κατά τρόπο εξαντλητικότου τομέα της ευθύνης από ελαττωματικά προϊόντα πέραν των εν λόγω θεμάτων.» (η υπογράμμιση δική μου). Βλ., επίσης, Rochfeld, J., όπ.π., σ. 2047, σημείο 11, και Verdure, C., όπ.π., σ. 326.


17      Κατά τη θεωρία, η προσέγγιση της πλήρους εναρμονίσεως της οδηγίας αυτής θεωρείται επιτυχής «[…] επειδή οι διατάξεις που προβλέπουν τη διατήρηση των μη εναρμονισμένων εθνικών ρυθμίσεων σχετικά με τις εμπορικές πρακτικές είναι εξαιρετικού χαρακτήρα (και μεταβατικές) και, επιπλέον, η εφαρμογή τους υπόκειται σε αυστηρές προϋποθέσεις», βλ. González Vaqué, L., όπ.π., σ. 802.


18      Βλ. άρθρο 1 και αιτιολογικές σκέψεις 11, 12 και 23 της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές. Βλ., επίσης, αποφάσεις της 3ης Οκτωβρίου 2013, Zentrale zur Bekämpfung unlauteren Wettbewerbs (C‑59/12, EU:C:2013:634, σκέψη 34), και της 9ης Νοεμβρίου 2010, Mediaprint Zeitungs- und Zeitschriftenverlag (C‑540/08, EU:C:2010:660, σκέψη 27). Βλ., επίσης, προτάσεις μου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Abcur (C‑544/13 και C‑545/13, EU:C:2015:136, σημείο 59).


19      Βλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις VTB-VAB και Galatea (C‑261/07 και C‑299/07, EU:C:2008:581, σημείο 48): «[…] Ο σκοπός αυτός πρέπει να επιτευχθεί, σύμφωνα με την πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, με την εναρμόνιση του δικαίου των θεμιτών εμπορικών πρακτικών στα κράτη μέλη της Κοινότητας ενόψει της εξαλείψεως των εμποδίων στην εσωτερική αγορά. Ο ρυθμιστικός σκοπός της οδηγίας έγκειται, επομένως, στην πλήρη εναρμόνιση του εν λόγω τομέα σε κοινοτικό επίπεδο». Βλ., επίσης, Henning-Bodewig, F., «Die Richtlinie 2005/29/EG über unlautere Geschäftspraktiken», Gewerblicher Rechtsschutz und Urheberrecht Internationaler Teil, 2005, τόμος 8/9, σ. 629.


20      Ιδίως, το άρθρο 3, παράγραφος 5, της οδηγίας αυτής ορίζει ότι υπό ορισμένες προϋποθέσεις, «για διάστημα έξι ετών από τις 12 Ιουνίου 2007, τα κράτη μέλη θα μπορούν να εξακολουθούν να εφαρμόζουν εθνικούς κανόνες στο πεδίο των νομοθεσιών που προσεγγίζονται διά της παρούσας οδηγίας περιοριστικότερους και λεπτομερέστερους αυτών της παρούσας οδηγίας, εφόσον πρόκειται για διατάξεις με τις οποίες μεταφέρονται στο εθνικό δίκαιο οδηγίες που περιλαμβάνουν ρήτρες ελάχιστης εναρμόνισης». Η παράγραφος 6 του ίδιου άρθρου θέτει μια πρόσθετη απαίτηση, κατά την οποία «τα κράτη μέλη γνωστοποιούν χωρίς καθυστέρηση στην Επιτροπή τις ενδεχόμενες εθνικές διατάξεις που εφαρμόζονται βάσει της παραγράφου 5».


21      Βλ. απόφαση της 23ης Απριλίου 2009, VTB-VAB και Galatea (C‑261/07 και C‑299/07, EU:C:2009:244, σκέψη 52). Βλ., επίσης, απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2010, Mediaprint Zeitungs- und Zeitschriftenverlag (C‑540/08, EU:C:2010:660). Βλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις VTB-VAB και Galatea (C‑261/07 και C‑299/07, EU:C:2008:581, σημείο 74): «[…] η οδηγία 2005/29 αποσκοπεί στην πλήρη εναρμόνιση των διατάξεων των κρατών μελών για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές. Επιδιώκεται επιπλέον, […] όχι μόνον η ελάχιστη εναρμόνιση, αλλά και η μέγιστη δυνατή προσέγγιση των εθνικών διατάξεων, η οποία απαγορεύει στα κράτη μέλη, εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις, να διατηρούν σε ισχύ ή να θεσπίζουν αυστηρότερες διατάξεις. Τα συμπεράσματα αυτά συνάγονται από την ερμηνεία τόσο του προοιμίου όσο και των γενικών διατάξεων της οδηγίας αυτής».


22      Βλ. άρθρο 1 της οδηγίας σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών.


23      Κατά τις αιτιολογικές σκέψεις 5 και 7 της οδηγίας σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών, η «πλήρης» αυτή εναρμόνιση θα συμβάλει στην επίτευξη υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών και στην καλύτερη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς των συναλλαγών μεταξύ επιχειρήσεων και καταναλωτών και θα πρέπει να αυξήσει σημαντικά την ασφάλεια δικαίου, τόσο για τους καταναλωτές όσο και για τους εμπόρους.


24      Βλ., ιδίως, άρθρο 3, παράγραφος 4, της οδηγίας σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών.


25      Απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013, Zentrale zur Bekämpfung unlauteren Wettbewerbs (C‑59/12, EU:C:2013:634, σκέψη 32). Βλ., επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Y. Bot στην υπόθεση Zentrale zur Bekämpfung unlauteren Wettbewerbs (C‑59/12, EU:C:2013:450, σημείο 39).


26      Απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013, Zentrale zur Bekämpfung unlauteren Wettbewerbs (C‑59/12, EU:C:2013:634, σκέψη 33).


27      Απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013, Zentrale zur Bekämpfung unlauteren Wettbewerbs (C‑59/12, EU:C:2013:634, σκέψη 35). Όσον αφορά τον σκοπό διασφαλίσεως κοινού υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών μέσω πλήρους εναρμονίσεως των κανόνων περί αθεμίτων εμπορικών πρακτικών, βλ., επίσης, σκέψη 34 της αποφάσεως αυτής. Βλ., επίσης, σημείο 34 των παρουσών προτάσεων.


28      Απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013, Zentrale zur Bekämpfung unlauteren Wettbewerbs (C‑59/12, EU:C:2013:634, σκέψη 36).


29      C‑59/12, EU:C:2013:450, σημείο 37: «Η έννοια εμπορευόμενος πρέπει να ερμηνεύεται ως καλύπτουσα ένα φυσικό ή ένα νομικό πρόσωπο το οποίο, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις και ανεξαρτήτως της δημόσιας ή ιδιωτικής φύσεώς του, ενεργεί στο πλαίσιο εμπορικής δραστηριότητας».


30      Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Y. Bot στην υπόθεση Zentrale zur Bekämpfung unlauteren Wettbewerbs (C‑59/12, EU:C:2013:450, σημεία 41 και 42).


31      Βλ., υπό αυτή την έννοια, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Y. Bot στην υπόθεση Zentrale zur Bekämpfung unlauteren Wettbewerbs (C‑59/12, EU:C:2013:450, σημείο 40).


32      Το γεγονός ότι η πώληση έχει κερδοσκοπικό χαρακτήρα είναι σημαντικό στοιχείο, αλλά δεν μπορεί, από μόνο του, να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι ένα φυσικό πρόσωπο είναι εμπορευόμενος. Πράγματι, η αξία ορισμένων προϊόντων ενδέχεται να αυξηθεί με την πάροδο του χρόνου, όπως συμβαίνει με τα κοσμήματα και με τα έργα τέχνης.


33      Κατ’ αρχήν, η πώληση οκτώ προϊόντων ετησίως δεν αρκεί, από μόνη της, ώστε να θεωρηθεί ότι πρόκειται για επαγγελματική πώληση, ενώ η επί πολλούς μήνες πώληση οκτώ προϊόντων την εβδομάδα θα μπορούσε να αποτελέσει στοιχείο ώστε να θεωρηθεί ότι η πώληση αυτή εμπίπτει στον όρο «εμπορευόμενος». Πράγματι, η συχνή θέση προς πώληση σημαντικού αριθμού προϊόντων ορισμένης αξίας ή του ίδιου είδους θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στον όρο «εμπορευόμενος». Ο αριθμός των αξιολογήσεων που πραγματοποιήθηκαν από τους αγοραστές, στην περίπτωση που η πλατφόρμα διαδικτυακών πωλήσεων προβλέπει ένα τέτοιο σύστημα, θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη για την αξιολόγηση της συχνότητας των διαδικτυακών πωλήσεων.


34      Ειδικότερα, πρέπει να καθοριστεί αν ο πωλητής είναι ιδιοκτήτης μιας επιχειρήσεως που ειδικεύεται στην πώληση προϊόντων ή υπηρεσιών παρόμοιων με εκείνα που αποτελούν το αντικείμενο της πωλήσεως προς ιδιώτες στον συγκεκριμένο ιστότοπο. Αυτό ισχύει ιδίως στην περίπτωση ενός ωρολογοποιού ο οποίος πωλεί τα προϊόντα του τόσο από πλατφόρμα διαδικτυακών πωλήσεων όσο και από τη δική του επιχείρηση ωρολογοποιίας.


35      Στη Γαλλία, για παράδειγμα, η φορολογική αρχή έχει εκδώσει οδηγίες σχετικά με το φορολογικό καθεστώς των εισοδημάτων από πλατφόρμες διαδικτυακών πωλήσεων, οι οποίες καθορίζουν ορισμένα κριτήρια προκειμένου να γίνεται διάκριση μεταξύ μεμονωμένων πράξεων και τακτικών συναλλαγών που υπόκεινται σε διαφορετικό φορολογικό καθεστώς. Βλ., ιδίως, https://www.economie.gouv.fr/particuliers/vente-biens-declarer-revenus.


36      Βλ. σημεία 43 και 44 των παρουσών προτάσεων. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ένας έμπορος μπορεί να ανταμείβει έναν «επηρεαστή» για τις αγορές προϊόντων του εμπόρου που πραγματοποιήθηκαν μέσω του ιστοτόπου του «επηρεαστή». Ως «επηρεαστής» ορίζεται το «πρόσωπο το οποίο ασκεί μεγάλη επιρροή σε εκείνους που αποφασίζουν ή στη διαμόρφωση γνώμης». Βλ. Robert illustré, έκδοση 2018. Για πληρέστερο ορισμό, μπορεί να γίνει αναφορά στη Βικιπαίδεια στη γαλλική γλώσσα, πηγή πολύ σημαντική όσον αφορά ζητήματα του Διαδικτύου: «Επηρεαστής είναι κάθε πρόσωπο που δραστηριοποιείται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης το οποίο, λόγω της ιδιότητάς του, της θέσεώς του ή της προβολής του στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, είναι ικανό να επηρεάσει τις καταναλωτικές συνήθειες. Οι επηρεαστές αναζητούνται από τις μάρκες, τις επιχειρήσεις, προκειμένου αυτές να βελτιώσουν την επικοινωνία τους, καθώς και στο πλαίσιο διαφημιστικών ενεργειών. Οι επηρεαστές εργάζονται κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης επηρεάζοντας μεγάλο αριθμό “ακολούθων” μέσω του λογαριασμού τους στο Instagram ή ακόμη και μέσω του καναλιού τους στο YouTube. Έχουν ρόλο ενδιαμέσου μεταξύ των επιχειρήσεων και των δυνητικών πελατών τους».


37      Αυτό ισχύει ιδίως στην περίπτωση ενός φυσικού προσώπου το οποίο από την οικία του πωλεί διάφορα προϊόντα από πλατφόρμα διαδικτυακών πωλήσεων σε τιμή που του επιτρέπει να αποκομίσει κέρδος.


38      Βλ. οδηγό της Επιτροπής για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, ο οποίος είναι διαθέσιμος στην ακόλουθη διαδικτυακή διεύθυνση: https://webgate.ec.europa.eu/ucp/public/index.cfm?event=public.guidance.show.


39      Η Γερμανική Κυβέρνηση θεωρεί ειδικότερα ότι οι παροχές επί πληρωμή στο εμπόριο αποτελούν κεντρικό στοιχείο ούτως ώστε μια δραστηριότητα να μπορεί να χαρακτηριστεί ως εμπορική όχι μόνο στο πλαίσιο της γερμανικής νομοθεσίας για τη μεταφορά της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές αλλά και, γενικά, στο πλαίσιο του Handelsgesetzbuch (γερμανικού εμπορικού κώδικα).


40      Αποφάσεις της 23ης Απριλίου 2009, VTB-VAB και Galatea (C‑261/07 και C‑299/07, EU:C:2009:244, σκέψη 49), της 14ης Ιανουαρίου 2010, Plus Warenhandelsgesellschaft (C‑304/08, EU:C:2010:12, σκέψη 36), της 9ης Νοεμβρίου 2010, Mediaprint Zeitungs- und Zeitschriftenverlag (C‑540/08, EU:C:2010:660, σκέψη 17), και της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, CHS Tour Services (C‑435/11, EU:C:2013:574, σκέψη 27).


41      Βλ., υπό αυτή την έννοια, απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2013, RLvS (C‑391/12, EU:C:2013:669, σκέψη 37).


42      Βλ. σημείο 46 των παρουσών προτάσεων. Βλ., υπό αυτή την έννοια, όσον αφορά την οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ 1993, L 95, σ. 29), απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2006, Mostaza Claro (C‑168/05, EU:C:2006:675, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), καθώς και όσον αφορά την οδηγία 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1986, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που διέπουν την καταναλωτική πίστη (ΕΕ 1987, L 42, σ. 48), απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2007, Rampion και Godard (C‑429/05, EU:C:2007:575, σκέψη 65), και, όσον αφορά την οδηγία 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με ορισμένες πτυχές της πώλησης και των εγγυήσεων καταναλωτικών αγαθών (ΕΕ 1999, L 171, σ. 12), απόφαση της 4ης Ιουνίου 2015, Faber (C‑497/13, EU:C:2015:357, σκέψη 42).