Language of document : ECLI:EU:C:2024:192

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 29ης Φεβρουαρίου 2024 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Πολιτική ασύλου – Οδηγία 2011/95/ΕΕ – Προϋποθέσεις για την παροχή διεθνούς προστασίας – Περιεχόμενο της προστασίας αυτής – Άρθρο 5 – Ανάγκες παροχής διεθνούς προστασίας που ανακύπτουν επιτόπου – Μεταγενέστερη αίτηση για την αναγνώριση καθεστώτος πρόσφυγα – Άρθρο 5, παράγραφος 3 – Έννοια των “περιστάσεων που ο αιτών προκάλεσε εσκεμμένως μετά την αναχώρησή του από τη χώρα καταγωγής” – Πρόθεση καταχρηστικότητας και καταστρατήγησης της εφαρμοστέας διαδικασίας – Δραστηριότητες στο κράτος μέλος υποδοχής οι οποίες δεν αποτελούν εκδήλωση και προέκταση πεποιθήσεων ή προσανατολισμών που ο αιτών είχε ήδη στη χώρα καταγωγής – Μεταβολή θρησκεύματος»

Στην υπόθεση C‑222/22,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Αυστρία) με απόφαση της 16ης Μαρτίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 29 Μαρτίου 2022, στο πλαίσιο της δίκης

Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl

κατά

JF,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Jürimäe, πρόεδρο τμήματος, N. Piçarra (εισηγητή) και N. Jääskinen, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Richard de la Tour

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο JF, εκπροσωπούμενος από τον C. Schmaus, Rechtsanwalt,

–        η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον A. Posch, την J. Schmoll και τη V.‑S. Strasser,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J. Möller και την A. Hoesch,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την A. Azéma και τον L. Hohenecker,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 15ης Ιουνίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (ΕΕ 2011, L 337, σ. 9).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl (ομοσπονδιακής υπηρεσίας για το δίκαιο των αλλοδαπών και το δικαίωμα ασύλου, Αυστρία) (στο εξής: BFA) και του JF, υπηκόου τρίτης χώρας, σχετικά με τη νομιμότητα αποφάσεως περί μη αναγνωρίσεως σε εκείνον του καθεστώτος πρόσφυγα η οποία εκδόθηκε κατόπιν υποβολής μεταγενέστερης αιτήσεώς του για διεθνή προστασία.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το διεθνές δίκαιο

3        Στη Σύμβαση περί του καθεστώτος των προσφύγων, η οποία υπεγράφη στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951 [Recueil des traités des Nations unies, τόμος 189, σ. 150, αριθ. 2545 (1954)], ετέθη σε ισχύ στις 22 Απριλίου 1954 και συμπληρώθηκε και τροποποιήθηκε με το πρωτόκολλο περί του καθεστώτος των προσφύγων, το οποίο συνήφθη στη Νέα Υόρκη στις 31 Ιανουαρίου 1967 και ετέθη σε ισχύ στις 4 Οκτωβρίου 1967 (στο εξής: Σύμβαση της Γενεύης), το άρθρο 1, τμήμα Α, έχει ως εξής:

«Εν τη εννοία της παρούσης συμβάσεως, ο όρος “πρόσφυξ” εφαρμόζεται επί:

[...]

(2)      Παντός προσώπου όπερ συνεπεία [...] δικαιολογημένου φόβου διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων ευρίσκεται εκτός της χώρας της οποίας έχει την υπηκοότητα και δεν δύναται ή, λόγω του φόβου τούτου, δεν επιθυμεί να απολαύη της προστασίας της χώρας ταύτης, ή εάν μη έχον υπηκοότητα τινά και ευρισκόμενον [...] εκτός της χώρας της προηγούμενης συνήθους αυτού διαμονής δεν δύναται ή, λόγω του φόβου τούτου, δεν επιθυμεί να επιστρέψη εις ταύτην.

[...]»

4        Το άρθρο 2 της Σύμβασης αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Γενικαί υποχρεώσεις», ορίζει τα ακόλουθα:

«Πάς πρόσφυξ υπέχει έναντι της χώρας ένθα ευρίσκεται υποχρεώσεις απαιτούσας ιδίως όπως ούτος συμμορφούται προς τους νόμους και κανονισμούς της χώρας ταύτης ως και προς τα δια διατήρησιν της δημοσίας τάξεως λαμβανόμενα μέτρα.»

5        Το άρθρο 33 της εν λόγω Σύμβασης, το οποίο φέρει τον τίτλο «Απαγόρευσις απελάσεως ή επαναπροωθήσεως», προβλέπει στην παράγραφο 1 ότι «[ο]υδεμία Συμβαλλομένη Χώρα θα απελαύνη ή θα επαναπροωθή, καθ’ οιονδήποτε τρόπον, Πρόσφυγας, εις τα σύνορα εδαφών ένθα η ζωή ή ελευθερία αυτών απειλούνται δια λόγους φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων».

6        Κατά το άρθρο 42, παράγραφος 1, της ίδιας Σύμβασης, «[κ]ατά την υπογραφήν, επικύρωσιν ή προσχώρησιν δύναται παν Συμβαλλόμενον Κράτος να διατυπώση επιφυλάξεις επί των άρθρων της [Σ]υμβάσεως πλην των άρθρων 1, 3, 4, 16 (1), 33 και 36 μέχρι 46 συμπεριλαμβανομένου».

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η οδηγία 2011/95

7        Οι αιτιολογικές σκέψεις 4, 12, 24 και 25 της οδηγίας 2011/95 διαλαμβάνουν τα ακόλουθα:

«(4)      Η [Σ]ύμβαση της Γενεύης και το σχετικό πρωτόκολλο αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο του διεθνούς νομικού καθεστώτος για την προστασία των προσφύγων.

[...]

(12)      Κύριος στόχος της παρούσας οδηγίας είναι η διασφάλιση, αφενός, ότι τα κράτη μέλη εφαρμόζουν κοινά κριτήρια για τον προσδιορισμό των προσώπων που χρήζουν όντως διεθνούς προστασίας και, αφετέρου, ότι τα εν λόγω πρόσωπα έχουν πρόσβαση σε ελάχιστο επίπεδο παροχών σε όλα τα κράτη.

[...]

(24)      Είναι αναγκαίο να θεσπισθούν κοινά κριτήρια για την αναγνώριση των αιτούντων άσυλο ως προσφύγων κατά την έννοια του άρθρου 1 της [Σ]ύμβασης της Γενεύης.

(25)      Ειδικότερα, είναι αναγκαίο να καθιερωθεί κοινή αντίληψη [της έννοιας] της επιτόπου ανακύπτουσας ανάγκης παροχής προστασίας, [...]».

8        Το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», έχει ως εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

[...]

δ)      “πρόσφυγας”, ο υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος, συνεπεία βάσιμου φόβου δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, ιθαγένειας, πολιτικών πεποιθήσεων ή ιδιότητας μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας, ευρίσκεται εκτός της χώρας της ιθαγένειάς του και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν επιθυμεί να θέσει εαυτόν υπό την προστασία της εν λόγω χώρας ή ο ανιθαγενής ο οποίος, ευρισκόμενος εκτός της χώρας της προηγούμενης συνήθους διαμονής του για τους ίδιους προαναφερθέντες λόγους, δεν είναι σε θέση ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτήν και στον οποίο δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 12·

ε)      “καθεστώς πρόσφυγα”, η εκ μέρους κράτους μέλους αναγνώριση υπηκόου τρίτης χώρας ή ανιθαγενούς ως πρόσφυγα·

[...]».

9        Το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο ΙΙ αυτής και φέρει τον τίτλο «Αξιολόγηση των γεγονότων και περιστάσεων», ορίζει στην παράγραφο 3 τα ακόλουθα:

«Η αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας θα πρέπει να γίνεται σε εξατομικευμένη βάση και να περιλαμβάνει τη συνεκτίμηση:

[...]

β)      των συναφών δηλώσεων και εγγράφων που υπέβαλε ο αιτών, συμπεριλαμβανομένων στοιχείων σχετικά με το εάν ο αιτών έχει ήδη ή ενδέχεται να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη·

γ)      της ατομικής κατάστασης και των προσωπικών περιστάσεων του αιτούντος, συμπεριλαμβανομένων παραγόντων όπως το προσωπικό ιστορικό, το φύλο και η ηλικία, ούτως ώστε να εκτιμηθεί εάν, βάσει των προσωπικών περιστάσεων του αιτούντος, οι πράξεις στις οποίες έχει ήδη ή θα μπορούσε να εκτεθεί ισοδυναμούν με δίωξη ή σοβαρή βλάβη·

δ)      εάν οι δραστηριότητες του αιτούντος από τότε που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του ανελήφθησαν με αποκλειστικό ή κύριο σκοπό τη δημιουργία των απαραίτητων συνθηκών για την υποβολή αίτησης διεθνούς προστασίας, ούτως ώστε να εκτιμηθεί εάν ο ενδιαφερόμενος θα εκτεθεί, συνεπεία των εν λόγω δραστηριοτήτων, σε δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στην εν λόγω χώρα.

...»

10      Το άρθρο 5 της ίδιας οδηγίας, το οποίο επίσης περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο II αυτής και φέρει τον τίτλο «Ανάγκες παροχής διεθνούς προστασίας οι οποίες ανακύπτουν επιτόπου», προβλέπει τα εξής:

«1.      Ο βάσιμος φόβος δίωξης ή ο πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης μπορεί να στηρίζεται σε γεγονότα τα οποία επήλθαν μετά την αναχώρηση του αιτούντος από τη χώρα καταγωγής του.

2.      Ο βάσιμος φόβος δίωξης ή ο πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης μπορεί να στηρίζεται σε δραστηριότητες στις οποίες ο αιτών επιδόθηκε μετά την αναχώρησή του από τη χώρα καταγωγής, ιδίως εάν αποδεικνύεται ότι οι δραστηριότητες τις οποίες επικαλείται αποτελούν εκδήλωση και προέκταση πεποιθήσεων ή προσανατολισμών τις οποίες ο αιτών είχε ήδη στη χώρα καταγωγής.

3.      Με την επιφύλαξη των διατάξεων της [Σ]ύμβασης της Γενεύης, τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίζουν ότι δεν αναγνωρίζεται καταρχήν καθεστώς πρόσφυγα στον αιτούντα που υποβάλλει μεταγενέστερη αίτηση, εάν ο κίνδυνος δίωξης βασίζεται σε περιστάσεις που ο αιτών προκάλεσε εσκεμμένως μετά την αναχώρησή του από τη χώρα καταγωγής.»

11      Το άρθρο 10 της οδηγίας 2011/95, το οποίο περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο III αυτής και φέρει τον τίτλο «Λόγοι δίωξης», ορίζει στην παράγραφο 1 τα ακόλουθα:

«Κατά την αξιολόγηση των λόγων της δίωξης, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία:

[...]

β)      η έννοια της θρησκείας περιλαμβάνει ιδίως την υιοθέτηση θεϊστικών, αγνωστικιστικών ή αθεϊστικών πεποιθήσεων, τη συμμετοχή σε τυπική λατρεία, σε ιδιωτικό ή δημόσιο χώρο, είτε κατά μόνας είτε σε κοινωνία με άλλους, την αποχή από τη λατρεία αυτή, άλλες θρησκευτικές πράξεις ή εκδηλώσεις απόψεων ή μορφές ατομικής ή συλλογικής συμπεριφοράς που στηρίζονται σε ή υπαγορεύονται από θρησκευτικές πεποιθήσεις·

[...]».

12      Κατά το άρθρο 13 της οδηγίας αυτής, «[τ]α κράτη μέλη χορηγούν το καθεστώς πρόσφυγα σε υπηκόους τρίτων χωρών ή σε ανιθαγενείς που πληρούν τις οικείες προϋποθέσεις σύμφωνα με τα κεφάλαια ΙΙ και ΙΙΙ».

 Η οδηγία 2013/32/ΕΕ

13      Το άρθρο 2, στοιχείο ιζʹ, της οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση) (ΕΕ 2013, L 180, σ. 60), ορίζει ως «μεταγενέστερη αίτηση» την «περαιτέρω αίτηση διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται μετά τη λήψη [απρόσβλητης] απόφασης επί προηγούμενης αίτησης [...]».

 Το αυστριακό δίκαιο

14      Το άρθρο 3 του Bundesgesetz über die Gewährung von Asyl (Asylgesetz 2005) [ομοσπονδιακού νόμου περί χορηγήσεως ασύλου (νόμου του 2005 για το άσυλο)], της 16ης Αυγούστου 2005 (BGBl. I, 100/2005), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών (στο εξής: Asylgesetz 2005), έφερε τον τίτλο «Καθεστώς ασύλου σε αλλοδαπό» και προέβλεπε τα εξής:

«(1)      Αναγνωρίζεται σε αλλοδαπό υπήκοο, ο οποίος έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας στην Αυστρία, καθεστώς ασύλου, υπό την προϋπόθεση ότι η αίτηση αυτή δεν είναι απορριπτέα βάσει των άρθρων 4, 4a ή 5, εφόσον πιθανολογείται ότι απειλείται με δίωξη στη χώρα καταγωγής του, κατά την έννοια του άρθρου 1, τμήμα Α, σημείο 2, της [Σύμβασης της Γενεύης].

(2)      Η δίωξη μπορεί επίσης να βασίζεται σε γεγονότα τα οποία επήλθαν μετά την αναχώρηση του αλλοδαπού από τη χώρα καταγωγής του [...] ή σε δραστηριότητες στις οποίες ο αλλοδαπός επιδόθηκε μετά την αναχώρησή του από τη χώρα καταγωγής του, όπως ιδίως η εκδήλωση και η προέκταση πεποιθήσεων τις οποίες είχε ήδη στη χώρα καταγωγής [...]. Δεν αναγνωρίζεται καταρχήν καθεστώς ασύλου σε αλλοδαπό ο οποίος υποβάλλει μεταγενέστερη αίτηση [...] εάν ο κίνδυνος διώξεως οφείλεται σε περιστάσεις τις οποίες προκάλεσε ο ίδιος εσκεμμένως μετά την αναχώρησή του από τη χώρα καταγωγής, εκτός εάν πρόκειται για δραστηριότητες οι οποίες είναι θεμιτές στην Αυστρία και αποδεικνύεται ότι αποτελούν εκδήλωση και προέκταση πεποιθήσεων τις οποίες είχε ήδη ο αιτών στη χώρα καταγωγής του.

[...]»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

15      Στις 3 Οκτωβρίου 2015, ο Ιρανός υπήκοος JF υπέβαλε ενώπιον της BFA αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας, ισχυριζόμενος ότι, αφενός, είχε υποβληθεί σε διαδικασία ανάκρισης από τις ιρανικές μυστικές υπηρεσίες κατά την άσκηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας ως εκπαιδευτής σχολής οδηγών και, αφετέρου, ότι είχε υποστεί διώξεις ως φοιτητής λόγω επικρίσεών του σε βάρος μουσουλμάνου θρησκευτικού λειτουργού.

16      Εκτιμώντας ότι οι ισχυρισμοί αυτοί στερούνταν αξιοπιστίας, η BFA, με απόφαση της 7ης Ιουνίου 2017, απέρριψε την αίτηση και εξέδωσε εις βάρος του JF απόφαση επιστροφής. Με απόφαση της 3ης Ιανουαρίου 2018, η οποία κατέστη αμετάκλητη, το Bundesverwaltungsgericht (ομοσπονδιακό διοικητικό δικαστήριο, Αυστρία) απέρριψε ως αβάσιμη την προσφυγή του JF κατά της εν λόγω διοικητικής αποφάσεως.

17      Στις 26 Ιουνίου 2019, ο JF υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ιζʹ, της οδηγίας 2013/32, υποστηρίζοντας ότι, εν τω μεταξύ, είχε ασπαστεί τον χριστιανισμό και διέτρεχε τον κίνδυνο να υποστεί διώξεις στη χώρα καταγωγής του. Με απόφαση της 24ης Ιουνίου 2020, η BFA αρνήθηκε να του αναγνωρίσει το καθεστώς πρόσφυγα στηριζόμενη στο άρθρο 3, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, του Asylgesetz 2005, δεδομένου ότι ο προβαλλόμενος κίνδυνος διώξεως ανέκυψε επιτόπου και οφειλόταν σε ενέργειες του αιτούντος. Απεναντίας, η BFA διαπίστωσε ότι ο JF είχε αποδείξει κατά τρόπο αξιόπιστο ότι είχε ασπαστεί «εξ εσωτερικής βουλήσεως» τον χριστιανισμό στην Αυστρία, ότι εξασκούσε ενεργά την πίστη του και ότι, για τον λόγο αυτόν, διέτρεχε, σε περίπτωση επιστροφής στο Ιράν, τον κίνδυνο να διωχθεί ατομικώς. Υπό τις συνθήκες αυτές, η BFA αναγνώρισε στον JF το καθεστώς επικουρικής προστασίας καθώς και δικαίωμα προσωρινής διαμονής.

18      Με απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2020, το Bundesverwaltungsgericht (ομοσπονδιακό διοικητικό δικαστήριο) έκανε δεκτή την ένδικη προσφυγή του JF κατά της εν λόγω αποφάσεως. Το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι, μολονότι, κατά την εξέταση μεταγενέστερης αίτησης για διεθνή προστασία, ο κίνδυνος δίωξης που οφείλεται σε περιστάσεις που ο αιτών προκάλεσε εσκεμμένως αποκλείει «καταρχήν» την αναγνώριση σε αυτόν του καθεστώτος πρόσφυγα, εντούτοις το συγκεκριμένο επίρρημα υποδηλώνει ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να αναγνωριστεί στον αιτούντα το εν λόγω καθεστώς, υπό την επιφύλαξη της υποχρέωσης που επιβάλλεται στην αρμόδια αρχή, βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, του Asylgesetz 2005, να ελέγξει τυχόν συνδρομή περίπτωσης καταχρηστικότητας εκ μέρους του αιτούντος. Κατά το συγκεκριμένο δικαστήριο, από την απόφαση της BFA της 24ης Ιουνίου 2020 δεν προέκυπτε καμία ένδειξη περί καταχρηστικότητας εκ μέρους του JF. Επιπλέον, η έλλειψη στοιχείων τα οποία αποδεικνύουν ότι η μεταβολή του θρησκεύματος του JF αποτελούσε εκδήλωση και προέκταση πεποιθήσεως την οποία είχε ήδη στη χώρα καταγωγής του δεν αρκούσε, κατά το ίδιο δικαστήριο, ώστε να δικαιολογήσει άρνηση αναγνώρισης του καθεστώτος πρόσφυγα.

19      Η BFA άσκησε αναίρεση κατά της ανωτέρω αποφάσεως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ήτοι του Verwaltungsgerichtshof (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, Αυστρία), υποστηρίζοντας ότι το γράμμα του άρθρου 3, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, του Asylgesetz 2005 δεν επιτρέπει ερμηνεία υπό την έννοια ότι, στην περίπτωση μεταγενέστερης αίτησης για παροχή διεθνούς προστασίας με την οποία προβάλλεται κίνδυνος δίωξης που οφείλεται σε περιστάσεις που ανέκυψαν επιτόπου και προκλήθηκαν εσκεμμένως από τον αιτούντα, το μόνο που πρέπει να εξακριβωθεί είναι αν η επίκληση των περιστάσεων αυτών είναι καταχρηστική. Κατά την BFA, η εν λόγω διάταξη θεσπίζει ως γενικό κανόνα την άρνηση αναγνώρισης του καθεστώτος πρόσφυγα υπέρ αιτούντων οι οποίοι προκάλεσαν εσκεμμένως, στο κράτος μέλος υποδοχής, τις περιστάσεις στις οποίες οφείλεται ο προβαλλόμενος κίνδυνος δίωξης. Μοναδική εξαίρεση από τον συγκεκριμένο γενικό κανόνα προβλέπεται για την περίπτωση που οι επίμαχες δραστηριότητες είναι δραστηριότητες που επιτρέπονται στην Αυστρία και αποδεικνύεται ότι αποτελούν εκδήλωση και προέκταση πεποιθήσεων τις οποίες ο αιτών είχε ήδη στη χώρα καταγωγής του.

20      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, στον βαθμό που το άρθρο 3, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, του Asylgesetz 2005 μεταφέρει στο αυστριακό δίκαιο το άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2011/95, η επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης εξαρτάται από την ερμηνεία της τελευταίας αυτής διάταξης.

21      Τονίζει συναφώς, αφενός, ότι, όσον αφορά τη φράση «[μ]ε την επιφύλαξη των διατάξεων της [Σ]ύμβασης της Γενεύης» που περιλαμβάνεται στην εν λόγω διάταξη, η έννοια του γερμανικού όρου «unbeschadet» («με την επιφύλαξη των») είναι αμφίσημη. Κατά την πρώτη έννοια του όρου αυτού, η Σύμβαση της Γενεύης πρέπει να τηρείται χωρίς κανέναν περιορισμό, ακόμη και αν πρόκειται για περίπτωση εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2011/95, ενώ, σύμφωνα με τη δεύτερη έννοια, τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν τεκμήριο περί καταχρηστικότητας ως προς τις μεταγενέστερες αιτήσεις διεθνούς προστασίας που στηρίζονται σε «περιστάσεις που ο αιτών προκάλεσε εσκεμμένως μετά την αναχώρησή του από τη χώρα καταγωγής». Αφετέρου, το επίρρημα «καταρχήν» αποτελεί αόριστη έννοια, η συγκεκριμένη σημασία της οποίας δεν μπορεί να συναχθεί ούτε από το κείμενο της οδηγίας ούτε από τις αιτιολογικές της σκέψεις.

22      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχει το άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας [2011/95] την έννοια ότι απαγορεύει εθνική ρύθμιση σύμφωνα με την οποία δεν αναγνωρίζεται, κατ’ αρχήν, καθεστώς ασύλου σε αλλοδαπό ο οποίος υποβάλλει μεταγενέστερη αίτηση, αν ο κίνδυνος δίωξης βασίζεται σε περιστάσεις που ο αλλοδαπός προκάλεσε εσκεμμένως μετά την αναχώρησή του από τη χώρα καταγωγής, εκτός εάν πρόκειται για δραστηριότητες οι οποίες είναι θεμιτές στην Αυστρία και αποδεικνύεται ότι αποτελούν εκδήλωση και προέκταση πεποιθήσεων τις οποίες ο αλλοδαπός είχε ήδη στη χώρα καταγωγής;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

23      Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2011/95 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία εξαρτά την αναγνώριση του καθεστώτος πρόσφυγα, όταν έχει υποβληθεί μεταγενέστερη αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ιζʹ, της οδηγίας 2013/32, με την οποία προβάλλεται κίνδυνος δίωξης λόγω περιστάσεων που προκάλεσε εσκεμμένως ο αιτών μετά την αναχώρηση από τη χώρα καταγωγής του, από τη διπλή προϋπόθεση ότι οι περιστάσεις αυτές αφορούν δραστηριότητες που επιτρέπονται στο οικείο κράτος μέλος και αποτελούν εκδήλωση και προέκταση πεποιθήσεως του αιτούντος την οποία είχε ήδη στη χώρα καταγωγής.

24      Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2011/95, «[μ]ε την επιφύλαξη των διατάξεων της [Σ]ύμβασης της Γενεύης, τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίζουν ότι δεν αναγνωρίζεται καταρχήν καθεστώς πρόσφυγα στον αιτούντα που υποβάλλει μεταγενέστερη αίτηση, εάν ο κίνδυνος δίωξης βασίζεται σε περιστάσεις που ο αιτών προκάλεσε εσκεμμένως μετά την αναχώρησή του από τη χώρα καταγωγής».

25      Από τις επιταγές τόσο της ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης όσο και της αρχής της ισότητας συνάγεται ότι οι όροι διάταξης του δικαίου της Ένωσης που δεν περιέχει ρητή παραπομπή στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της έννοιας και του πεδίου εφαρμογής της πρέπει κατά κανόνα να τυγχάνουν αυτοτελούς και ομοιόμορφης ερμηνείας σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, με βάση όχι μόνον το γράμμα της διάταξης, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται και τον σκοπό που επιδιώκει η οικεία κανονιστική ρύθμιση [πρβλ. αποφάσεις της 18ης Ιανουαρίου 1984, Ekro, 327/82, EU:C:1984:11, σκέψη 11, της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Nederlands Uitgeversverbond και Groep Algemene Uitgevers, C‑263/18, EU:C:2019:1111, σκέψη 38, καθώς και της 25ης Ιουνίου 2020, Ministerio Fiscal (Αρχή η οποία μπορεί να παραλάβει αίτηση διεθνούς προστασίας), C‑36/20 PPU, EU:C:2020:495, σκέψη 53].

26      Όσον αφορά, καταρχάς, το γράμμα του άρθρου 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2011/95, από αυτό προκύπτει, αφενός, ότι τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να μεταφέρουν τη διάταξη αυτή στο εσωτερικό τους δίκαιο, αλλά «μπορούν» να το πράξουν, εφόσον επιθυμούν. Αφετέρου, μόνο στην περίπτωση που ο κίνδυνος δίωξης τον οποίο επικαλείται ο αιτών προς στήριξη μεταγενέστερης αίτησης, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ιζʹ, της οδηγίας 2013/32, βασίζεται σε «περιστάσεις που ο αιτών προκάλεσε εσκεμμένως μετά την αναχώρησή του από τη χώρα καταγωγής», το καθεστώς πρόσφυγα δεν αναγνωρίζεται «καταρχήν» σε αυτόν. Επομένως, το συγκεκριμένο επίρρημα δεν αποκλείει το ενδεχόμενο, ακόμη και βάσει των ίδιων περιστάσεων, ο αιτών να μπορεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να υπαχθεί στο εν λόγω καθεστώς.

27      Όσον αφορά, εν συνεχεία, το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2011/95, υπογραμμίζεται ότι, όπως αναφέρει μεταξύ άλλων η αιτιολογική σκέψη 4 της οδηγίας αυτής, η Σύμβαση της Γενεύης αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του διεθνούς νομικού καθεστώτος για την προστασία των προσφύγων. Επομένως, οι διατάξεις της εν λόγω οδηγίας πρέπει να ερμηνεύονται όχι μόνον υπό το πρίσμα της όλης οικονομίας της, αλλά και σύμφωνα με τη συγκεκριμένη Σύμβαση [πρβλ. αποφάσεις της 13ης Ιανουαρίου 2021, Bundesrepublik Deutschland (Καθεστώς πρόσφυγα ενός ανιθαγενούς παλαιστινιακής καταγωγής), C‑507/19, EU:C:2021:3, σκέψεις 38 και 39, και της 16ης Ιανουαρίου 2024, Intervyuirasht organ na DAB pri MS (Γυναίκες θύματα ενδοοικογενειακής βίας), C‑621/21, EU:C:2024:47, σκέψεις 36 και 37].

28      Επιβάλλεται επίσης να υπομνησθεί ότι το άρθρο 5 της οδηγίας 2011/95 αφορά, σύμφωνα με τον τίτλο του, «τις ανάγκες διεθνούς προστασίας οι οποίες ανακύπτουν επιτόπου». Ως προς την έννοια αυτή πρέπει να καθιερωθεί κοινή αντίληψη, όπως διαλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 25 της οδηγίας. Συναφώς, οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 5, οι οποίες, σε αντίθεση με την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, έχουν εφαρμογή σε κάθε αίτηση διεθνούς προστασίας, διευκρινίζουν ότι ο βάσιμος φόβος δίωξης μπορεί να στηρίζεται όχι μόνο σε γεγονότα τα οποία επήλθαν μετά την αναχώρηση του αιτούντος από τη χώρα καταγωγής του, αλλά και σε δραστηριότητες στις οποίες ο αιτών επιδόθηκε μετά την αναχώρησή του από τη χώρα αυτήν. Η χρήση του όρου «ιδίως» στο άρθρο 5, παράγραφος 2, για την περίπτωση που αποδεικνύεται ότι οι εν λόγω δραστηριότητες αποτελούν εκδήλωση και προέκταση πεποιθήσεων ή προσανατολισμών που ο αιτών είχε ήδη στη χώρα καταγωγής, συνεπάγεται ότι είναι δυνατή, καταρχήν, και η επίκληση δραστηριοτήτων που δεν αποτελούν τέτοια εκδήλωση και προέκταση, είτε στο πλαίσιο πρώτης αίτησης για διεθνή προστασία είτε στο πλαίσιο μεταγενέστερης αίτησης.

29      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2011/95 συνιστά εξαίρεση από τον κανόνα που θεσπίζουν οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου αυτού, δεδομένου ότι, κατά τη διάταξη αυτήν, κίνδυνος δίωξης ο οποίος προβάλλεται προς στήριξη μεταγενέστερης αίτησης διεθνούς προστασίας και βασίζεται σε περιστάσεις που ο αιτών προκάλεσε εσκεμμένως μετά την αναχώρησή του από τη χώρα καταγωγής μπορεί «καταρχήν» να επιφέρει τον αποκλεισμό της αναγνώρισης του καθεστώτος πρόσφυγα. Δεδομένου ότι, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 54 των προτάσεών του, πρόκειται για διάταξη που εισάγει εξαίρεση, η ευχέρεια που παρέχεται στα κράτη μέλη δυνάμει του ως άνω άρθρου 5, παράγραφος 3, πρέπει να ερμηνεύεται στενά.

30      Η συγκεκριμένη ερμηνεία επιβεβαιώνεται από τον ορισμό της έννοιας του «πρόσφυγα», που περιλαμβάνεται στο άρθρο 1, τμήμα Α, σημείο 2, της Σύμβασης της Γενεύης και επαναλαμβάνεται στο άρθρο 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95, όπου δεν προβλέπεται κανένας περιορισμός ως προς το ότι ο βάσιμος φόβος δίωξης για έναν τουλάχιστον από τους εκεί προβλεπόμενους λόγους μπορεί να στηρίζεται σε δραστηριότητες στις οποίες επιδόθηκε ο αιτών μετά την αναχώρησή του από τη χώρα καταγωγής μη αποτελούσες εκδήλωση και προέκταση πεποιθήσεων ή προσανατολισμών που είχε ήδη στη χώρα εκείνη.

31      Η εν λόγω ερμηνεία επιρρωννύεται και από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2011/95. Συγκεκριμένα, από την πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου για τη θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων για την αναγνώριση και το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών και των απάτριδων ως προσφύγων ή ως προσώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας για άλλους λόγους [COM(2001) 510 final], η οποία υποβλήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις 30 Οκτωβρίου 2001 και οδήγησε στην έκδοση της οδηγίας 2004/83/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων για την αναγνώριση και το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως προσφύγων ή ως προσώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας για άλλους λόγους (ΕΕ 2004, L 304, σ. 12), η οποία καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από την οδηγία 2011/95, προκύπτει ότι, με τη χρήση του ρήματος «προκάλεσε» στο άρθρο της οδηγίας 2004/83 που αντιστοιχεί στο άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2011/95, η Επιτροπή είχε την πρόθεση να ρυθμίσει την περίπτωση κατά την οποία ο φόβος δίωξης του αιτούντος είναι «επίπλαστος».

32      Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι, όπως υπογράμμισε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 56 και 64 των προτάσεών του, η βασιζόμενη στο άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2011/95 άρνηση αναγνώρισης του καθεστώτος πρόσφυγα κατόπιν υποβολής μεταγενέστερης αίτησης για διεθνή προστασία κατατείνει, λαμβανομένου υπόψη του στοιχείου της πρόθεσης που προκύπτει ευθέως από τη φράση «περιστάσεις που προκάλεσε εσκεμμένως», να αποδοκιμάσει την καταχρηστική συμπεριφορά του αιτούντος, ο οποίος επικαλείται «επίπλαστες» περιστάσεις, προς τεκμηρίωση του κινδύνου δίωξής του σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, καταστρατηγώντας την εφαρμοστέα διαδικασία παροχής διεθνούς προστασίας.

33      Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται τέλος από τον κύριο σκοπό της εν λόγω οδηγίας, ο οποίος, όπως εκτίθεται στην αιτιολογική της σκέψη 12, συνίσταται στη διασφάλιση, αφενός, ότι όλα τα κράτη μέλη εφαρμόζουν κοινά κριτήρια για τον προσδιορισμό των προσώπων που χρήζουν όντως διεθνούς προστασίας και, αφετέρου, ότι τα οικεία πρόσωπα έχουν πρόσβαση σε ελάχιστο επίπεδο παροχών σε όλα τα κράτη [πρβλ. απόφαση της 6ης Ιουλίου 2023, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Ιδιαίτερα σοβαρό έγκλημα), C‑402/22, EU:C:2023:543, σκέψη 36].

34      Το ζήτημα αν οι περιστάσεις των οποίων γίνεται επίκληση σε μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας προς τεκμηρίωση κινδύνου δίωξης για λόγο προβλεπόμενο στο άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/95, δυνάμενο να οδηγήσει σε αναγνώριση του καθεστώτος πρόσφυγα, μαρτυρούν καταχρηστική συμπεριφορά και καταστρατήγηση της εφαρμοστέας διαδικασίας απαιτεί εξατομικευμένη αξιολόγηση της οικείας αίτησης με βάση το σύνολο των επίμαχων περιστάσεων, λαμβανομένων υπόψη όλων των κρίσιμων συναφώς πραγματικών στοιχείων, στην οποία προβαίνουν οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής [πρβλ. αποφάσεις της 21ης Σεπτεμβρίου 2023, Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie (Πολιτικές πεποιθήσεις στο κράτος μέλος υποδοχής), C‑151/22, EU:C:2023:688, σκέψη 42, και της 16ης Ιανουαρίου 2024, Intervyuirasht organ na DAB pri MS (Γυναίκες θύματα ενδοοικογενειακής βίας), C‑621/21, EU:C:2024:47, σκέψη 60].

35      Συναφώς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το ενδεχόμενο ο αιτών, αφότου εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, να άσκησε δραστηριότητες με μοναδικό ή κύριο σκοπό τη δημιουργία των αναγκαίων συνθηκών για την υποβολή αίτησης διεθνούς προστασίας, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 3, στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής, αποτελεί απλώς ένα στοιχείο το οποίο οι αρμόδιες εθνικές αρχές οφείλουν να λάβουν υπόψη στο πλαίσιο της ως άνω εξατομικευμένης αξιολόγησης. Συγκεκριμένα, οι εν λόγω αρχές πρέπει να προβούν σε πλήρη εξέταση όλων των ιδιαίτερων περιστάσεων της ατομικής περίπτωσης του αιτούντος, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων που απαριθμούνται στα στοιχεία αʹ έως εʹ του ως άνω άρθρου 4, παράγραφος 3.

36      Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν η Αυστριακή και η Γερμανική Κυβέρνηση με τις γραπτές παρατηρήσεις τους, το άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2011/95 δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η προαιρετική μεταφορά της διάταξης αυτής στο εσωτερικό δίκαιο απαλλάσσει τα κράτη μέλη από την υποχρέωση να απαιτούν από τις αρμόδιες αρχές να προβαίνουν σε εξατομικευμένη αξιολόγηση κάθε μεταγενέστερης αίτησης διεθνούς προστασίας. Η εν λόγω διάταξη δεν μπορεί να ερμηνευθεί ούτε υπό την έννοια ότι μια τέτοια μεταφορά παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να θεσπίζουν τεκμήριο κατά το οποίο κάθε μεταγενέστερη αίτηση η οποία στηρίζεται σε περιστάσεις που προκάλεσε εσκεμμένως ο αιτών μετά την αναχώρησή του από τη χώρα καταγωγής μαρτυρεί a priori καταχρηστική συμπεριφορά και καταστρατήγηση της διαδικασίας χορήγησης διεθνούς προστασίας, τεκμήριο το οποίο εναπόκειται στον οικείο αιτούντα να ανατρέψει.

37      Συγκεκριμένα, τέτοιες ερμηνείες θα καθιστούσαν άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας τις διατάξεις του άρθρου 4 της οδηγίας 2011/95, οι οποίες έχουν εφαρμογή σε όλες τις αιτήσεις διεθνούς προστασίας, ανεξαρτήτως των λόγων δίωξης των οποίων γίνεται επίκληση προς στήριξη των αιτήσεων αυτών [πρβλ. αποφάσεις της 25ης Ιανουαρίου 2018, F, C‑473/16, EU:C:2018:36, σκέψη 36, και της 21ης Σεπτεμβρίου 2023, Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie (Πολιτικές πεποιθήσεις στο κράτος μέλος υποδοχής), C‑151/22, EU:C:2023:688, σκέψη 41]. Ειδικότερα, η παράγραφος 3 του εν λόγω άρθρου 4 επιβάλλει στην αρμόδια εθνική αρχή την υποχρέωση να προβαίνει σε πλήρη εξέταση όλων των ιδιαίτερων περιστάσεων της ατομικής περίπτωσης του αιτούντος, οπότε αποκλείεται κάθε μορφή αυτοματισμού όσον αφορά τη μεταχείριση της αίτησής του (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Ahmed, C‑369/17, EU:C:2018:713, σκέψεις 48 και 49, και της 22ας Σεπτεμβρίου 2022, Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság κ.λπ., C‑159/21, EU:C:2022:708, σκέψεις 72 και 73).

38      Εν προκειμένω, κατόπιν εξατομικευμένης αξιολόγησης της μεταγενέστερης αίτησης διεθνούς προστασίας που υπέβαλε ο JF, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας 2011/95, η BFA διαπίστωσε ότι ο ενδιαφερόμενος είχε αποδείξει κατά τρόπο αξιόπιστο ότι είχε ασπαστεί «εξ εσωτερικής βουλήσεως» τον χριστιανισμό στην Αυστρία και ότι εξασκούσε ενεργά την πίστη του, διατρέχοντας εξ αυτού του λόγου τον κίνδυνο να υποστεί, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, ατομικές διώξεις. Πλην όμως, μια τέτοια διαπίστωση, εφόσον αποδειχθεί ορθή, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, είναι ικανή να αποκλείσει την καταχρηστική συμπεριφορά εκ μέρους του αιτούντος και την καταστρατήγηση από αυτόν της εφαρμοστέας διαδικασίας, στοιχεία βάσει των οποίων μπορεί η αρμόδια εθνική αρχή να αρνηθεί να αναγνωρίσει στον αιτούντα το καθεστώς του πρόσφυγα, στηριζόμενη στο άρθρο 5, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας.

39      Εξάλλου, αν ο αιτών αυτός πληροί τις προβλεπόμενες από τις διατάξεις του κεφαλαίου III της οδηγίας 2011/95 προϋποθέσεις προκειμένου να χαρακτηριστεί ως πρόσφυγας, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής, το άρθρο 13 της ίδιας οδηγίας επιβάλλει στο οικείο κράτος μέλος να του αναγνωρίσει το καθεστώς του πρόσφυγα, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας [πρβλ. αποφάσεις της 24ης Ιουνίου 2015, T., C‑373/13, EU:C:2015:413, σκέψη 63, και της 16ης Ιανουαρίου 2024, Intervyuirasht organ na DAB pri MS (Γυναίκες θύματα ενδοοικογενειακής βίας), C‑621/21, EU:C:2024:47, σκέψη 72].

40      Αντιθέτως, σε όλες τις περιπτώσεις που ο προβαλλόμενος με τη μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας κίνδυνος δίωξης στηρίζεται στις περιστάσεις του άρθρου 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2011/95, αλλά διαπιστώνεται σε σχέση με τις περιστάσεις αυτές, κατόπιν εξατομικευμένης αξιολόγησης της αίτησης, η οποία πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας, ότι ο αιτών ενήργησε καταχρηστικώς και καταστρατήγησε την εφαρμοστέα διαδικασία, το άρθρο 5, παράγραφος 3, επιτρέπει στο οικείο κράτος μέλος να προβλέπει ότι δεν θα αναγνωρίζεται, καταρχήν, στον αιτούντα το καθεστώς του πρόσφυγα, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο εʹ, μολονότι αυτός έχει βάσιμο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του λόγω των συγκεκριμένων περιστάσεων και, ως εκ τούτου, θα έπρεπε να χαρακτηριστεί ως «πρόσφυγας» κατά την έννοια του άρθρου 1, τμήμα Α, της Σύμβασης της Γενεύης και του άρθρου 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95. Συγκεκριμένα, η ιδιότητα του πρόσφυγα, κατά την έννοια των συγκεκριμένων διατάξεων, δεν εξαρτάται από την τυπική αναγνώριση της ιδιότητας αυτής διά της υπαγωγής στο «καθεστώς πρόσφυγα», κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο εʹ, της εν λόγω οδηγίας [απόφαση της 14ης Μαΐου 2019, M κ.λπ. (Ανάκληση του καθεστώτος πρόσφυγα), C‑391/16, C‑77/17 και C‑78/17, EU:C:2019:403, σκέψη 90].

41      Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να εξεταστεί η έννοια και το περιεχόμενο της φράσης «[μ]ε την επιφύλαξη των διατάξεων της [Σ]ύμβασης της Γενεύης», η οποία περιλαμβάνεται στο άρθρο 5, παράγραφος 3, της ως άνω οδηγίας. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο σημειώνει ότι, στην απόδοση της διάταξης αυτής στη γερμανική γλώσσα, καίτοι ο όρος «unbeschadet» μπορεί να νοηθεί ως «σε συμφωνία με», εντούτοις μπορεί, αντιστρόφως, να έχει την έννοια του «χωρίς να λαμβάνεται υπόψη». Κατά το εν λόγω δικαστήριο, η τελευταία αυτή έννοια του όρου «unbeschadet» σημαίνει ότι το άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2011/95 επιτρέπει στα κράτη μέλη, στην εκεί προβλεπόμενη περίπτωση, να μη λαμβάνουν υπόψη τις διατάξεις της συγκεκριμένης Σύμβασης.

42      Ωστόσο, η διατύπωση που χρησιμοποιείται σε μία από τις γλωσσικές αποδόσεις διάταξης του δικαίου της Ένωσης δεν μπορεί να αποτελέσει τη μοναδική βάση για την ερμηνεία της διάταξης αυτής ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι υπερέχει έναντι των άλλων γλωσσικών αποδόσεων. Η υπομνησθείσα στη σκέψη 25 της παρούσας αποφάσεως ανάγκη ομοιόμορφης ερμηνείας και εφαρμογής κάθε διάταξης του δικαίου της Ένωσης δεν επιτρέπει να λαμβάνεται υπόψη η οικεία διάταξη μεμονωμένα όπως έχει αποδοθεί σε μία γλώσσα και επιτάσσει να ερμηνεύεται αυτή με γνώμονα την όλη οικονομία και τον σκοπό της κανονιστικής ρύθμισης της οποίας αποτελεί στοιχείο [πρβλ. αποφάσεις της 12ης Νοεμβρίου 1969, Stauder, 29/69, EU:C:1969:57, σκέψεις 2 και 3, και της 15ης Σεπτεμβρίου 2022, Minister for Justice and Equality (Υπήκοος τρίτου κράτους εξάδελφος πολίτη της Ένωσης), C‑22/21, EU:C:2022:683, σκέψη 20].

43      Πλην όμως, στις αποδόσεις, μεταξύ άλλων, στην ισπανική, την τσεχική, την αγγλική, την ουγγρική, την πορτογαλική, τη φινλανδική και τη σουηδική γλώσσα, ο γερμανικός όρος «unbeschadet» που απαντά στο άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2011/95, έχει την έννοια ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τις διατάξεις της Σύμβασης της Γενεύης κατά τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της δυνατότητας που τους παρέχει το εν λόγω άρθρο 5, παράγραφος 3, να μην αναγνωρίζουν «καταρχήν» το καθεστώς πρόσφυγα σε αιτούντα όταν συντρέχουν οι περιστάσεις που μνημονεύονται στη σκέψη 32 της παρούσας αποφάσεως. Επομένως, ο όρος «unbeschadet» που περιλαμβάνεται στην απόδοση της συγκεκριμένης διάταξης στη γερμανική γλώσσα πρέπει να νοηθεί υπό την ίδια έννοια, σύμφωνα τόσο με τη γενική οικονομία όσο και με τον σκοπό της οδηγίας 2011/95, όπως υπομνήσθηκαν, αντιστοίχως, στις σκέψεις 27 και 33 της παρούσας αποφάσεως.

44      Συνεπώς, σε όλες τις περιπτώσεις που αποδεικνύεται, από την αρμόδια εθνική αρχή που επιλαμβάνεται μεταγενέστερης αίτησης διεθνούς προστασίας, ότι οι περιστάσεις τις οποίες επικαλείται ο αιτών μαρτυρούν καταχρηστικότητα εκ μέρους του και καταστρατήγηση της εφαρμοστέας διαδικασίας, με αποτέλεσμα να είναι δυνατό να μην του αναγνωριστεί το καθεστώς πρόσφυγα βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2011/95, η φράση «[μ]ε την επιφύλαξη των διατάξεων της [Σ]ύμβασης της Γενεύης» επιτάσσει, εφόσον η αρχή αυτή διαπιστώσει, υπό το πρίσμα των εν λόγω περιστάσεων, ότι συντρέχει βάσιμος κίνδυνος δίωξης σε περίπτωση επιστροφής του αιτούντος στη χώρα καταγωγής του, να μπορεί παρά ταύτα ο αιτών να κάνει χρήση, στο οικείο κράτος μέλος, των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στη Σύμβαση της Γενεύης και τα οποία δεν επιδέχονται διατύπωση επιφυλάξεως, σύμφωνα με το άρθρο 42, παράγραφος 1, της Σύμβασης. Στα δικαιώματα αυτά συγκαταλέγεται και το δικαίωμα το οποίο εγγυάται το άρθρο 33, παράγραφος 1, της Σύμβασης, ότι καμία συμβαλλόμενη χώρα δεν θα απελαύνει ούτε θα επαναπροωθεί, με οποιονδήποτε τρόπο, πρόσφυγες στα σύνορα εδαφών όπου απειλείται η ζωή ή η ελευθερία τους για λόγους, μεταξύ άλλων, θρησκείας.

45      Τέλος, όσον αφορά τα ζητήματα που θέτει το αιτούν δικαστήριο σχετικά με τη συμβατότητα, με την οδηγία 2011/95, της προϋπόθεσης την οποία επιβάλλει η εθνική νομοθεσία που μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο το άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής και προβλέπει ότι οι δραστηριότητες που συνεπάγονται τον κίνδυνο δίωξης τον οποίον επικαλείται ο αιτών πρέπει να αποτελούν δραστηριότητες επιτρεπόμενες στο κράτος μέλος υποδοχής, αρκεί να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 2 της Σύμβασης της Γενεύης, «[π]άς πρόσφυξ υπέχει έναντι της χώρας ένθα ευρίσκεται υποχρεώσεις απαιτούσας ιδίως όπως ούτος συμμορφούται προς τους νόμους και κανονισμούς της χώρας ταύτης ως και προς τα δια διατήρησιν της δημοσίας τάξεως λαμβανόμενα μέτρα». Επομένως, η φράση «[μ]ε την επιφύλαξη των διατάξεων της [Σ]ύμβασης της Γενεύης» του άρθρου 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2011/95 δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε μια τέτοια προϋπόθεση προβλεπόμενη από το εθνικό δίκαιο.

46      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2011/95 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία εξαρτά την αναγνώριση του καθεστώτος πρόσφυγα, όταν έχει υποβληθεί μεταγενέστερη αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ιζʹ, της οδηγίας 2013/32, με την οποία προβάλλεται κίνδυνος δίωξης λόγω περιστάσεων που ο αιτών προκάλεσε εσκεμμένως μετά την αναχώρηση από τη χώρα καταγωγής του, από την προϋπόθεση ότι οι περιστάσεις αυτές αποτελούν εκδήλωση και προέκταση πεποιθήσεως του αιτούντος την οποία είχε ήδη στην εν λόγω χώρα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

47      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας,

έχει την έννοια ότι:

αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία εξαρτά την αναγνώριση του καθεστώτος πρόσφυγα, όταν έχει υποβληθεί μεταγενέστερη αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ιζʹ, της οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, με την οποία προβάλλεται κίνδυνος δίωξης λόγω περιστάσεων που ο αιτών προκάλεσε εσκεμμένως μετά την αναχώρηση από τη χώρα καταγωγής του, από την προϋπόθεση ότι οι περιστάσεις αυτές αποτελούν εκδήλωση και προέκταση πεποιθήσεως του αιτούντος την οποία είχε ήδη στην εν λόγω χώρα.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.