Language of document : ECLI:EU:T:2011:600

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 18ης Οκτωβρίου 2011 (*)

«Κανονιστικές ρυθμίσεις που αφορούν τα έξοδα και τις αποζημιώσεις των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου – Καθεστώς παροχής συμπληρωματικής συντάξεως – Άρνηση χορηγήσεως της προαιρετικής επικουρικής συντάξεως εν μέρει υπό τη μορφή κεφαλαίου – Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας – Κεκτημένα δικαιώματα – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη – Αναλογικότητα»

Στην υπόθεση T‑439/09,

John Robert Purvis, κάτοικος Saint-Andrews (Ηνωμένο Βασίλειο), εκπροσωπούμενος από τους S. Orlandi, A. Coolen, J.-N. Louis και É. Marchal, δικηγόρους,

προσφεύγων,

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εκπροσωπούμενου αρχικώς από τους H. Krück, A. Pospíšilová Padowska και G. Corstens, στη συνέχεια, από τους N. Lorenz, A. Pospíšilová Padowska και G. Corstens,

καθού,

με αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 7ης Αυγούστου 2009 με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του προσφεύγοντος να του χορηγηθεί η προαιρετική επικουρική σύνταξή του εν μέρει υπό τη μορφή κεφαλαίου,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους I. Pelikánová (εισηγήτρια), πρόεδρο, K. Jürimäe και M. van der Woude, δικαστές,

γραμματέας: K. Pocheć, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 29ης Μαρτίου 2011,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το νομικό πλαίσιο

1        Το Προεδρείο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (στο εξής: Προεδρείο) είναι όργανο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Κατά το άρθρο 22, παράγραφος 2, του εσωτερικού κανονισμού του Κοινοβουλίου που επιγράφεται «Καθήκοντα του Προεδρείου», ως είχε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών (ΕΕ 2005, L 44, σ. 1), το Προεδρείο ρυθμίζει, μεταξύ άλλων, τα οικονομικά, οργανωτικά και διοικητικά ζητήματα που αφορούν τους βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (στο εξής: βουλευτές).

2        Στο πλαίσιο αυτό, το Προεδρείο εξέδωσε τις κανονιστικές ρυθμίσεις περί καταβολής των εξόδων και αποζημιώσεων των βουλευτών (στο εξής: ρυθμίσεις ΕΑΒ).

3        Στις 12 Ιουνίου 1990, το Προεδρείο εξέδωσε τις κανονιστικές ρυθμίσεις που αφορούν το επικουρικό (προαιρετικό) συνταξιοδοτικό καθεστώς των βουλευτών (στο εξής: ρυθμίσεις της 12ης Ιουνίου 1990), όπως περιλαμβάνονται στο παράρτημα VII των ρυθμίσεων ΕΑΒ.

4        Οι ρυθμίσεις της 12ης Ιουνίου 1990, ως ίσχυαν τον Μάρτιο του 2009, προέβλεπαν, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«Άρθρο 1

1.      Εν αναμονή της εκδόσεως ενιαίου καθεστώτος για τους βουλευτές, ανεξάρτητα από τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που προβλέπονται στα Παραρτήματα Ι και ΙΙ, κάθε βουλευτής που κατέβαλε εισφορές επί τουλάχιστον δύο έτη στο επικουρικό συνταξιοδοτικό καθεστώς δικαιούται μετά τη λήξη της θητείας του, ισοβίας συντάξεως η οποία καταβάλλεται από την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα που ακολουθεί τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας του.

[…]

Άρθρο 2

1.      Η σύνταξη ανέρχεται για κάθε πλήρες έτος θητείας στο 3,5 % του 40 % του βασικού μισθού δικαστή του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και για κάθε πλήρη μήνα στο 1/12 αυτού του ποσού.

2.      Το μέγιστο ποσό της συντάξεως ισοδυναμεί με το 70 % (και το ελάχιστο ποσό με 10,5 %) του 40 % του βασικού μισθού δικαστή του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

3.      Η σύνταξη υπολογίζεται και καταβάλλεται σε ευρώ.

Άρθρο 3

Οι πρώην βουλευτές ή οι βουλευτές που παραιτήθηκαν πριν από το 60ό έτος της ηλικίας τους μπορούν να ζητήσουν την άμεση καταβολή της συντάξεώς τους ή σε οποιαδήποτε στιγμή από την παραίτησή τους έως το 60ό έτος τους, εφόσον έχουν συμπληρώσει το 50ό έτος της ηλικίας τους. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, το ποσό της συντάξεως υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, βάσει συντελεστή ο οποίος αποτελεί συνάρτηση της ηλικίας του βουλευτή κατά την έναρξη ισχύος της συντάξεως και βάσει της ακόλουθης κλίμακας […].

Άρθρο 4 (Καταβολή μέρους της συντάξεως υπό μορφή κεφαλαίου)

1. Ποσοστό 25 % κατ’ ανώτατο όριο των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που υπολογίζονται βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 1, μπορεί να καταβληθεί υπό μορφή κεφαλαίου στους βουλευτές που καταβάλλουν ή έχουν καταβάλει εισφορές στο επικουρικό συνταξιοδοτικό καθεστώς.

2.      Η επιλογή αυτή πρέπει να πραγματοποιηθεί πριν από την έναρξη καταβολής των εισφορών και δεν ανακαλείται.

3.      Υπό την επιφύλαξη τηρήσεως του ανώτατου ορίου της παραγράφου 1, η καταβολή κεφαλαίου δεν θίγει ούτε μειώνει τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα του επιζώντος συζύγου ή των συντηρούμενων τέκνων του καταβάλλοντος εισφορές βουλευτή.

4.      Η καταβολή κεφαλαίου υπολογίζεται βάσει της ηλικίας του βουλευτή κατά τον χρόνο της συνταξιοδοτήσεως, βάσει του ακόλουθου πίνακα […]

5.      Το κεφάλαιο υπολογίζεται και καταβάλλεται σε ευρώ. Η καταβολή κεφαλαίου πραγματοποιείται πριν από την πρώτη καταβολή συντάξεως.

[…]»

5        Το επικουρικό συνταξιοδοτικό ταμείο δημιουργήθηκε διά της συστάσεως, από τους κοσμήτορες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της ένωσης χωρίς κερδοσκοπικό σκοπό «Συνταξιοδοτικό ταμείο – Βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου» (στο εξής: ASBL), το οποίο συνέστησε με τη σειρά του μια εταιρία επενδύσεων μεταβλητού κεφαλαίου [SICAV] λουξεμβουργιανού δικαίου με την επωνυμία «Συνταξιοδοτικό ταμείο – Βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Εταιρία επενδύσεων μεταβλητού κεφαλαίου» (στο εξής: SICAV), επιφορτισμένη με την τεχνική διαχείριση των επενδύσεων.

6        Το καθεστώς των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου θεσπίστηκε με την απόφαση 2005/684/ΕΚ, Eυρατόμ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 28ης Σεπτεμβρίου 2005 (ΕΕ L 262, σ. 1, στο εξής: καθεστώς των βουλευτών), και τέθηκε σε ισχύ στις 14 Ιουλίου 2009, πρώτη ημέρα της έβδομης κοινοβουλευτικής περιόδου.

7        Το καθεστώς των βουλευτών καθιέρωσε οριστικό συνταξιοδοτικό καθεστώς για τους βουλευτές, βάσει του οποίου οι βουλευτές, εφόσον έχουν συμπληρώσει το 63ο έτος της ηλικίας τους, δικαιούνται συντάξεως αρχαιότητας χωρίς καταβολή εισφορών.

8        Το καθεστώς των βουλευτών προβλέπει μεταβατικά μέτρα στο πλαίσιο της εφαρμογής του επικουρικού συνταξιοδοτικού καθεστώτος. Το άρθρο 27 ορίζει επ’ αυτού τα εξής:

«1.      Το προαιρετικό ταμείο συντάξεων που συνέστησε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εξακολουθεί να λειτουργεί μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος καθεστώτος, για τους βουλευτές, ή πρώην βουλευτές, οι οποίοι απέκτησαν ήδη στο ταμείο αυτό δικαιώματα ή προσδοκίες δικαιώματος.

2.      Τα κτηθέντα δικαιώματα και οι προσδοκίες δικαιώματος διατηρούνται πλήρως. Το Κοινοβούλιο δύναται να θεσπίζει όρους και προϋποθέσεις για την απόκτηση νέων δικαιωμάτων ή προσδοκιών δικαιώματος.

3.      Βουλευτές που λαμβάνουν αποζημίωση [βάσει του παρόντος καθεστώτος] δεν δύνανται να αποκτήσουν πλέον νέα δικαιώματα ή προσδοκίες δικαιώματος στο προαιρετικό ταμείο συντάξεων.

4.      Το ταμείο δεν καλύπτει τους βουλευτές, οι οποίοι εκλέγονται για πρώτη φορά στο Κοινοβούλιο μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος καθεστώτος.

[…]»

9        Με αποφάσεις της 19ης Μαΐου και της 9ης Ιουλίου 2008, το Προεδρείο θέσπισε τα μέτρα εφαρμογής του καθεστώτος των βουλευτών (ΕΕ 2009, C 159, σ. 1, στο εξής: μέτρα εφαρμογής). Κατά το άρθρο τους 73, τα μέτρα εφαρμογής τίθενται σε ισχύ την ίδια ημέρα με το καθεστώς των βουλευτών, ήτοι στις 14 Ιουλίου 2009.

10      Το άρθρο 74 των μέτρων εφαρμογής ορίζει ότι, με την επιφύλαξη των μεταβατικών διατάξεων του τίτλου ΙV, οι ρυθμίσεις ΕΑΒ παύουν να ισχύουν την ημέρα ενάρξεως ισχύος του καθεστώτος των βουλευτών.

11      Το άρθρο 76 των μέτρων εφαρμογής, που επιγράφεται «Επικουρική σύνταξη», ορίζει:

«1.      Η (προαιρετική) επικουρική σύνταξη αρχαιότητας που χορηγείται βάσει του παραρτήματος VII των ρυθμίσεων ΕΑΒ εξακολουθεί να καταβάλλεται, κατ’ εφαρμογή του εν λόγω παραρτήματος, στα πρόσωπα που λάμβαναν τη σύνταξη αυτή πριν από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του καθεστώτος [των βουλευτών].

2.      Τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που είχαν αποκτηθεί έως την ημέρα ενάρξεως ισχύος του καθεστώτος [των βουλευτών] κατ’ εφαρμογή του προαναφερθέντος παραρτήματος VII διατηρούνται. Τα δικαιώματα αυτά οδηγούν σε αντίστοιχες παροχές υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει το εν λόγω παράρτημα.

3.      Μπορούν να συνεχίσουν να αποκτούν νέα δικαιώματα μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του καθεστώτος [των βουλευτών], και σύμφωνα με το προαναφερθέν παράρτημα VII, οι εκλεγέντες το 2009 βουλευτές:

α)      οι οποίοι ήσαν βουλευτές κατά τη διάρκεια προηγούμενης κοινοβουλευτικής περιόδου· και

β)      οι οποίοι έχουν ήδη αποκτήσει ή αποκτούσαν δικαιώματα στο επικουρικό συνταξιοδοτικό καθεστώς· και

γ)      για τους οποίους το κράτος μέλος εκλογής ενέκρινε ρυθμίσεις παρέκκλισης, σύμφωνα με το άρθρο 29 του καθεστώτος, ή οι οποίοι, σύμφωνα με το άρθρο 25 του καθεστώτος, επέλεξαν το εθνικό καθεστώς· και

δ)      οι οποίοι δεν δικαιούνται εθνική ή ευρωπαϊκή σύνταξη η οποία να απορρέει από την άσκηση της εντολής του βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

4.      Οι εισφορές στο επικουρικό συνταξιοδοτικό ταμείο που βαρύνουν τους βουλευτές καταβάλλονται από προσωπικούς πόρους τους.»

12      Στις 9 Μαρτίου 2009, το Προεδρείο, αφού διαπίστωσε την επιδείνωση της χρηματοοικονομικής καταστάσεως του προαιρετικού συνταξιοδοτικού ταμείου, αποφάσισε:

–        «να συστήσει ομάδα εργασίας [...] η οποία θα διαβουλευθεί με εκπροσώπους του διοικητικού συμβουλίου του συνταξιοδοτικού ταμείου προκειμένου να εκτιμήσει την κατάσταση,

–        […] ως συντηρητικό μέτρο και για προληπτικούς λόγους, την άμεση αναστολή της δυνατότητας εφαρμογής των άρθρων 3 και 4 του παραρτήματος VII των ρυθμίσεων ΕΑΒ,

–        […] την εκ μέρους του Προεδρείου επανεξέταση των εν λόγω προληπτικών μέτρων στην προσεχή συνεδρίαση, υπό το πρίσμα των πραγματικών περιστατικών και των αποτελεσμάτων των επαφών και των πορισμάτων της ομάδας εργασίας.»

13      Την 1η Απριλίου 2009, το Προεδρείο αποφάσισε να τροποποιήσει τις ρυθμίσεις της 12ης Ιουνίου 1990. Οι τροποποιήσεις περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τα εξής μέτρα:

–        αύξηση από την πρώτη ημέρα της έβδομης κοινοβουλευτικής περιόδου, ήτοι από τις 14 Ιουλίου 2009, του ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως από τα 60 στα 63 έτη (άρθρο 1 των ρυθμίσεων της 12ης Ιουνίου 1990),

–        άμεση κατάργηση της δυνατότητας καταβολής μέρους των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων υπό μορφή κεφαλαίου (άρθρο 3 των ρυθμίσεων της 12ης Ιουνίου 1990),

–        άμεση κατάργηση της δυνατότητας πρόωρης συνταξιοδοτήσεως με τη συμπλήρωση του 50ού έτους της ηλικίας (άρθρο 4 των ρυθμίσεων της 12ης Ιουνίου 1990).

14      Προκειμένου να δικαιολογήσει τα μέτρα αυτά, το Προεδρείο επικαλέστηκε, στην πρώτη και τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως της 1ης Απριλίου 2009, τη σαφή επιδείνωση του συνταξιοδοτικού ταμείου, λόγω της τρέχουσας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσεως, καθώς και το ενδεχόμενο, μετά την έναρξη της ισχύος του καθεστώτος των βουλευτών τον Ιούλιο του 2009, να ενσκήψει ο κίνδυνος, λόγω της παύσεως της καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών από τους ασφαλισμένους και της ανεπαρκούς αποδόσεως των επενδύσεων, να μην επαρκέσουν, από το 2010, τα διαθέσιμα κεφάλαια του ταμείου, προκειμένου να καλυφθούν οι υποχρεώσεις καταβολής των συντάξεων. Κατά το Προεδρείο, το συνταξιοδοτικό ταμείο διέτρεχε τον κίνδυνο, ως εκ τούτου, να υποχρεωθεί να ρευστοποιήσει στοιχεία του ενεργητικού του, οπότε θα έπρεπε να ληφθούν μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί στον μέγιστο βαθμό η ρευστότητα του ταμείου.

15      Η απόφαση αυτή γνωστοποιήθηκε από τη διοίκηση του Κοινοβουλίου σε όλους τους βουλευτές στις 18 Μαΐου 2009 μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.

 Ιστορικό της διαφοράς

16      Ο προσφεύγων John Robert Purvis υπήρξε βουλευτής του Κοινοβουλίου από το 1979 έως τον Ιούλιο του 1984 και από τον Ιούλιο του 1999 έως τον Ιούλιο του 2009. Εντάχθηκε στο επικουρικό συνταξιοδοτικό καθεστώς και κατέβαλλε εισφορές στο ταμείο επί δέκα έτη, ήτοι από τον Αύγουστο του 1999 έως τον Ιούλιο του 2009.

17      Στις 8 Ιανουαρίου 2009, η μονάδα «Μισθοδοσία και κοινωνικοασφαλιστικά δικαιώματα των βουλευτών» του Κοινοβουλίου διαβίβασε στον προσφεύγοντα δυο υπολογισμούς βάσει προβλέψεων κατά τους οποίους μπορούσε να ζητήσει, από 1ης Αυγούστου 2009, είτε μηνιαία σύνταξη ύψους 2 706,20 ευρώ είτε το 25 % της συντάξεώς του υπό τη μορφή κεφαλαίου, ήτοι ποσό ύψους 81 429,56 ευρώ, καθώς και μηνιαία σύνταξη ύψους 2 029,65 ευρώ.

18      Στις 24 Απριλίου 2009, ο προσφεύγων ζήτησε να του καταβληθεί η επικουρική σύνταξή του από το τέλος της έκτης κοινοβουλευτικής περιόδου, εν μέρει υπό τη μορφή κεφαλαίου και εν μέρει υπό τη μορφή συντάξεως, βάσει του προαναφερθέντος υπολογισμού.

19      Με έγγραφο της 7ης Αυγούστου 2009, ο προσφεύγων ενημερώθηκε για την απόρριψη του αιτήματός του (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση). Με το έγγραφο αυτό, ο προϊστάμενος της μονάδας «Μισθοδοσία και κοινωνικοασφαλιστικά δικαιώματα των βουλευτών» του Κοινοβουλίου υπενθύμισε μεταξύ άλλων ότι η δυνατότητα καταβολής ενός μέρους των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων υπό τη μορφή κεφαλαίου είχε καταργηθεί με την απόφαση του Προεδρείου της 1ης Απριλίου 2009. Κατέληγε ότι, «δεδομένου ότι οι ισχύοντες κανόνες δεν [επέτρεπαν] πλέον την καταβολή μέρους της συντάξεως υπό τη μορφή κεφαλαίου, το συνταξιοδοτικό δικαίωμά σας [είχε] υπολογισθεί, από 1ης Αυγούστου 2009, χωρίς να ληφθεί υπόψη το αίτημά σας περί καταβολής του 25 % υπό τη μορφή κεφαλαίου».

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

20      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του νυν Γενικού Δικαστηρίου στις 23 Οκτωβρίου 2009, ο προσφεύγων άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

21      Δεδομένου ότι ο προσφεύγων προσκόμισε νέα αποδεικτικά στοιχεία κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 29ης Μαρτίου 2011, δόθηκε στο Κοινοβούλιο προθεσμία δύο εβδομάδων, προκειμένου να υποβάλει τις παρατηρήσεις του επ’ αυτών. Το Κοινοβούλιο υπέβαλε τις παρατηρήσεις του στις 8 Απριλίου 2011. Το Γενικό Δικαστήριο ζήτησε από τον προσφεύγοντα να διατυπώσει τις δικές του παρατηρήσεις επί των παρατηρήσεων του Κοινοβουλίου της 8ης Απριλίου 2011, πράγμα που έπραξε με έγγραφο της 25ης Μαΐου 2011.

22      Ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να αποφανθεί ότι είναι παράνομες οι αποφάσεις του Προεδρείου της 9ης Μαρτίου και της 1ης Απριλίου 2009 στον βαθμό που τροποποιούν το επικουρικό συνταξιοδοτικό καθεστώς και καταργούν τους ειδικούς τρόπους καταβολής της επικουρικής συντάξεως,

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση,

–        να καταδικάσει το Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

23      Το Κοινοβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

1.     Επί των συνεπειών της παρούσας αποφάσεως

24      Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι, με απόφαση της 17ης Ιουνίου 2009, το Προεδρείο αποφάσισε, μεταξύ άλλων, ότι η εκδοθησόμενη επί της παρούσας υποθέσεως απόφαση θα εφαρμοσθεί σε όλα τα μέλη του επικουρικού συνταξιοδοτικού ταμείου.

25      Το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι η υπό κρίση προσφυγή κοινοποιήθηκε σε αυτό στις 19 Νοεμβρίου 2009 και ότι, ως εκ τούτου, δεν είχε τη δυνατότητα να αναλάβει μια τέτοια δέσμευση στις 17 Ιουνίου 2009.

26      Συναφώς, αρκεί να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, δεν εναπόκειται στον δικαστή της Ευρωπαϊκής Ένωσης να απευθύνει διαταγές στα θεσμικά όργανα ή να τα υποκαταστήσει, στο πλαίσιο του ελέγχου της νομιμότητας που ασκεί, αλλά στην οικεία διοικητική αρχή εναπόκειται να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση αποφάσεως εκδοθείσας στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 27ης Ιανουαρίου 1998, Τ-67/94, Ladbroke Racing κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑1, σκέψη 200, της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, T‑374/94, T‑375/94, T‑384/94 και T‑388/94, European Night Services κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑3141, σκέψη 53, και της 12ης Δεκεμβρίου 2006, T‑155/04, SELEX Sistemi Integrati κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑4797, σκέψη 28).

27      Επομένως, στον βαθμό που ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί των συνεπειών τις οποίες θα έχει η παρούσα απόφαση, το αίτημα αυτό πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

2.     Επί της ουσίας

28      Προς στήριξη της προσφυγής του, ο προσφεύγων επικαλείται τέσσερις λόγους ακυρώσεως οι οποίοι στηρίζονται, πρώτον, σε προσβολή των κεκτημένων δικαιωμάτων και της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, δεύτερον, σε προσβολή των γενικών αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας, τρίτον, σε παράβαση του άρθρου 29 των ρυθμίσεων ΕΑΒ και, τέταρτον, σε προσβολή της καλής πίστεως κατά την εκτέλεση των συμβάσεων. Κατά τα λοιπά, προβάλλει ένσταση ελλείψεως νομιμότητας που αφορά, μεταξύ άλλων, την απόφαση του Προεδρείου της 1ης Απριλίου 2009.

 Επί της δομής των λόγων ακυρώσεως και της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας

29      Κατ’ αρχάς, πρέπει να τονιστεί ότι οι διάδικοι συμφωνούν στο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποτελεί το αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής παρά μόνο στον βαθμό που στερεί από τον προσφεύγοντα τη δυνατότητα να λάβει το 25 % της συντάξεώς του υπό τη μορφή κεφαλαίου. Ωστόσο, ως προς το σημείο αυτό, η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί απόφαση εκδοθείσα κατά δεσμία αρμοδιότητα. Πράγματι, δεδομένου ότι το άρθρο 4 της κανονιστικής ρυθμίσεως της 12ης Ιουνίου 1990, που προέβλεπε τη δυνατότητα των βουλευτών του Κοινοβουλίου να λάβουν τμήμα (δυνάμενο να ανέλθει έως το 25 %) της συντάξεώς τους υπό τη μορφή κεφαλαίου, είχε καταργηθεί με την απόφαση του Προεδρείου της 1ης Απριλίου 2009, η γενική οικονομική διεύθυνση του Κοινοβουλίου δεν διέθετε περιθώριο εκτιμήσεως και δεν είχε άλλη δυνατότητα παρά να απορρίψει το αίτημα του προσφεύγοντος το οποίο στηριζόταν στη διάταξη αυτή.

30      Επιπλέον, όπως ορθώς επισημαίνει το Κοινοβούλιο, ο προσφεύγων δεν προβάλλει κανένα συγκεκριμένο λόγο ακυρώσεως κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως, αλλά περιορίζεται στην προσβολή, με τους τέσσερις ουσιαστικούς λόγους ακυρώσεως, του περιεχομένου της εν λόγω αποφάσεως στον βαθμό που αρνείται στον προσφεύγοντα τη δυνατότητα να λάβει το 25 % της συντάξεώς του υπό τη μορφή κεφαλαίου. Ωστόσο, όπως προελέχθη, το περιεχόμενο αυτό καθορίζεται από την απόφαση του Προεδρείου της 1ης Απριλίου 2009. Συνεπώς, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η προσφυγή παρά μόνο στην περίπτωση που η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας είναι βάσιμη. Αντιθέτως, εάν δεν μπορεί να διαπιστωθεί η έλλειψη νομιμότητας της εν λόγω αποφάσεως, η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί.

31      Υπό τις περιστάσεις αυτές, οι τέσσερις λόγοι ακυρώσεως που επικαλείται ο προσφεύγων πρέπει να ερμηνευθούν ως προβαλλόμενοι αποκλειστικά προς στήριξη της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας την οποία, τύποις, προέβαλε χωριστά.

 Επί του περιεχομένου της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας

32      Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται στις αποφάσεις του Προεδρείου της 9ης Μαρτίου και της 1ης Απριλίου 2009. Κατά την άποψή του, αμφότερες οι αποφάσεις αυτές είναι παράνομες στον βαθμό που καταργούν τη δυνατότητα των βουλευτών να λάβουν μέρος της συντάξεως υπό τη μορφή κεφαλαίου.

33      Το Κοινοβούλιο φρονεί ότι η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας μπορεί να αφορά μόνον την απόφαση του Προεδρείου της 1ης Απριλίου 2009. Κατά την άποψή του, η απόφαση αυτή είναι οριστική και έρχεται έτσι «να αναλώσει» την προσωρινή απόφαση του Προεδρείου της 9ης Μαρτίου 2009.

34      Εξάλλου, οι δύο διάδικοι συμφωνούν ότι η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας αφορά μόνον την κατάργηση της δυνατότητας καταβολής στους βουλευτές ενός μέρους της συντάξεως υπό τη μορφή κεφαλαίου την οποία προέβλεπε το προϊσχύσαν άρθρο 4 της κανονιστικής ρυθμίσεως της 12ης Ιουνίου 1990. Αντιθέτως, η αύξηση της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, καθώς και η κατάργηση της δυνατότητας πρόωρης συνταξιοδοτήσεως ήδη από την ηλικία των 50 ετών, τις οποίες επίσης προβλέπει η απόφαση του Προεδρείου της 1ης Απριλίου 2009, δεν αποτελούν αντικείμενο της παρούσας διαφοράς.

35      Ευθύς εξαρχής πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας πρέπει να περιορίζεται σε ό,τι είναι απαραίτητο για την επίλυση της διαφοράς. Πράγματι, το άρθρο 241 ΕΚ δεν έχει ως σκοπό να παράσχει στον διάδικο τη δυνατότητα αμφισβητήσεως της ισχύος γενικού χαρακτήρα πράξεως στο πλαίσιο κάποιας προσφυγής. Πρέπει να υφίσταται άμεσος νομικός δεσμός μεταξύ της προσβαλλομένης ατομικής αποφάσεως και της εν λόγω γενικής πράξεως (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 2ας Οκτωβρίου 2001, T‑222/99, T‑327/99 και T‑329/99, Martinez κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 2001, σ. II‑2823, σκέψη 136 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

36      Συνεπώς, το ερώτημα που τίθεται είναι ποια είναι η κρίσιμη ημερομηνία για τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου και, ως εκ τούτου, ποιες αποφάσεις αφορά η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας. Τρεις ημερομηνίες μπορούν να ληφθούν υπόψη συναφώς: η 24η Απριλίου 2009, ημερομηνία κατά την οποία ο προσφεύγων υπέβαλε το αίτημά του να λάβει την επικουρική σύνταξη, η 14η Ιουλίου 2009, ημερομηνία κατά την οποία έπαυσε να ασκεί τα καθήκοντά του, οπότε γεννήθηκε το δικαίωμά του λήψεως επικουρικής συντάξεως, και η 7η Αυγούστου 2009, ημερομηνία κατά την οποία ελήφθη η προσβαλλόμενη απόφαση.

37      Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη η ημερομηνία της 14ης Ιουλίου 2009. Πράγματι, το άρθρο 1, παράγραφος 1, της κανονιστικής ρυθμίσεως της 12ης Ιουνίου 1990 ορίζει ως γενεσιουργό γεγονός του δικαιώματος λήψεως επικουρικής συντάξεως την ημερομηνία κατά την οποία παύει ο βουλευτής να ασκεί τα καθήκοντά του (βλ. σκέψη 4 ανωτέρω), πράγμα το οποίο δεν αμφισβητούν οι διάδικοι. Επιπλέον, ο προσφεύγων έπαυσε να ασκεί τα καθήκοντά του κατά την ημερομηνία αυτή. Εξάλλου, πρέπει να τονιστεί ότι την 24η Απριλίου 2009 δεν ήταν δυνατό να προσδιορισθούν με βεβαιότητα τα συνταξιοδοτικά δικαιώματά του, δεδομένου ότι, κατά την τελευταία αυτήν ημερομηνία, το πέρας των καθηκόντων του ως βουλευτή και ο συνολικός χρόνος κατά τον οποίον κατέβαλλε τις εισφορές του δεν ήσαν ακόμη βέβαιοι στον βαθμό που ο προσφεύγων θα μπορούσε να επανεκλεγεί στο Κοινοβούλιο, ακόμη δε να παύσει να ασκεί τα καθήκοντά του ως βουλευτής πριν από το πέρας της θητείας του, συνεπεία παραιτήσεως ή θανάτου του. Συνεπώς, πριν από τις 14 Ιουλίου 2009 οποιοσδήποτε υπολογισμός των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του προσφεύγοντος θα είχε κατ’ ανάγκη προσωρινό χαρακτήρα. Ως εκ τούτου, πρέπει να ληφθεί υπόψη η ημερομηνία κατά την οποία ο προσφεύγων απέκτησε τα συνταξιοδοτικά δικαιώματά του, ήτοι η 14η Ιουλίου 2009, ως αποτελούσα την κρίσιμη ημερομηνία για τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου εν προκειμένω.

38      Στη συνάφεια αυτή, πρέπει να διευκρινιστεί ότι η απόφαση περί καθορισμού των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων των βουλευτών που καταβάλλουν εισφορές στο επικουρικό συνταξιοδοτικό καθεστώς δεν είναι μόνο μια απόφαση εκδοθείσα κατά δεσμία αρμοδιότητα, υπό την έννοια ότι η διοίκηση του Κοινοβουλίου δεν έχει διακριτική εξουσία κατά τον καθορισμό των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, αλλά έχει επίσης διαπιστωτικό χαρακτήρα ως προς το περιεχόμενο των δικαιωμάτων αυτών. Πράγματι, το γράμμα του άρθρου 1, παράγραφος 1, της κανονιστικής ρυθμίσεως της 12ης Ιουνίου 1990, κατά το οποίο «[…] κάθε βουλευτής που κατέβαλλε εισφορές επί τουλάχιστον δύο έτη στο επικουρικό συνταξιοδοτικό καθεστώς δικαιούται μετά τη λήξη της θητείας του, ισοβίας συντάξεως η οποία καταβάλλεται από την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα που ακολουθεί τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας του», δεν μπορεί να ερμηνευθεί παρά μόνον υπό την έννοια ότι τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα των βουλευτών κτώνται αυτοδικαίως εκ της εφαρμογής και μόνον της κανονιστικής ρυθμίσεως της 12ης Ιουνίου 1990, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που αυτή προβλέπει. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η απόφαση με την οποία το Κοινοβούλιο ορίζει τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα ενός βουλευτή ο οποίος καταβάλλει εισφορές στο επικουρικό συνταξιοδοτικό καθεστώς σκοπεί μόνο να φέρει σε γνώση του εν λόγω βουλευτή την έκταση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του, παρέχοντάς του με τον τρόπο αυτό τη δυνατότητα, σε περίπτωση διαφωνίας ως προς το ακριβές περιεχόμενο των δικαιωμάτων αυτών, να ζητήσει από τα δικαστήρια της Ένωσης τον έλεγχο της εφαρμογής της κανονιστικής ρυθμίσεως της 12ης Ιουνίου 1990, και να προσφέρει δικαιολογητική βάση στη διοίκηση για τις καταβολές στις οποίες πρέπει να προβεί βάσει των εν λόγω δικαιωμάτων.

39      Αντιθέτως, εάν ως κρίσιμη ημερομηνία θεωρηθεί η ημερομηνία της υποβολής του αιτήματος περί λήψεως της επικουρικής συντάξεως, τούτο θα ενείχε τον κίνδυνο να εφαρμοσθούν διαφορετικά δίκαια σε πρόσωπα των οποίων το συνταξιοδοτικό δικαίωμα γεννάται, εντούτοις, κατά την ίδια χρονική στιγμή. Πράγματι, στην περίπτωση κατά την οποία δύο βουλευτές που έπαυσαν να ασκούν τα καθήκοντά τους τη 14η Ιουλίου 2009 υπέβαλαν τέτοια αιτήματα, ο ένας πριν από την 9η Μαρτίου 2009 και ο έτερος μετά την ημερομηνία αυτή, ο πρώτος θα μπορούσε να λάβει ένα μέρος υπό τη μορφή κεφαλαίου, ο δε έτερος όχι. Πάντως, κατά τη νομολογία, η διαφορετική μεταχείριση δύο κατηγοριών προσώπων των οποίων οι πραγματικές και νομικές καταστάσεις δεν εμφανίζουν ουσιώδεις διαφορές προσβάλλει την αρχή της ισότητας (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 29ης Νοεμβρίου 2006, T‑135/05, Campoli κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑297 και II‑A‑2‑1527, σκέψη 95 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

40      Βάσει του ιδίου επιχειρήματος, δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη η ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, ήτοι η 7η Αυγούστου 2009. Πράγματι, η επιλογή της ημερομηνίας εκδόσεως της αποφάσεως επί του αιτήματος λήψεως της επικουρικής συντάξεως θα εξαρτούσε το εφαρμοστέο δίκαιο από την ταχύτητα που επιδεικνύει η διοίκηση κατά την εξέταση του αιτήματος των βουλευτών, παρεισάγοντας με τον τρόπο αυτόν ένα αστάθμητο στοιχείο και δημιουργώντας ακόμη και δυνατότητες χειραγωγήσεως ή καταχρήσεως. Ειδικότερα, θα ήταν πιθανό στην περίπτωση δύο βουλευτών, οι οποίοι έπαυσαν να ασκούν τα καθήκοντά τους την ίδια ημερομηνία και οι οποίοι έχουν καταθέσει την αίτησή τους συνταξιοδοτήσεως την ίδια ημερομηνία, να εφαρμοσθούν διαφορετικά δίκαια, εκ του λόγου και μόνον ότι το Κοινοβούλιο απεφάνθη επί των αντίστοιχων αιτήσεών τους σε διαφορετικές ημερομηνίες.

41      Συνεπώς, υπό το φως της προεκτεθείσας αναλύσεως, πρέπει να ληφθεί υπόψη η 14η Ιουλίου 2009 ως κρίσιμη ημερομηνία για τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου. Δεδομένου ότι η απόφαση του Προεδρείου της 9ης Μαρτίου 2009 δεν παρήγαγε πλέον έννομες συνέπειες κατά την ημερομηνία αυτή, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως έρεισμα της προσβαλλομένης αποφάσεως και πρέπει, στο πλαίσιο της εξετάσεως της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας, να εξεταστεί η νομιμότητα μόνον της αποφάσεως του Προεδρείου της 1ης Απριλίου 2009.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως

42      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει ο προσφεύγων περιλαμβάνει δύο σκέλη τα οποία στηρίζονται αντιστοίχως στην προσβολή των κεκτημένων δικαιωμάτων καθώς και στην προσβολή των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

 Επί του πρώτου σκέλους που αφορά προσβολή κεκτημένων δικαιωμάτων

43      Ο προσφεύγων επικαλείται τη νομολογία δυνάμει της οποίας δεν είναι κατ’ αρχήν δυνατό να τίθενται εν αμφιβόλω κεκτημένα δικαιώματα. Υποστηρίζει ότι τα συνταξιοδοτικά δικαιώματά του πρέπει να προσδιορισθούν βάσει της κανονιστικής ρυθμίσεως που ίσχυε κατά τον χρόνο κατά τον οποίον έπαυσε να ασκεί τα καθήκοντά του ως βουλευτής. Κατά την άποψή του, η κατάργηση της δυνατότητας να λάβει εν μέρει τη σύνταξη υπό τη μορφή κεφαλαίου αντιβαίνει στο άρθρο 27, παράγραφος 2, του καθεστώτος των βουλευτών και συρρικνώνει τους τρόπους καταβολής των κεκτημένων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων οι οποίοι δεν μπορούν να αποσυνδεθούν από τα κεκτημένα συνταξιοδοτικά δικαιώματα. Τονίζει ότι υπάρχει ένας ιδιάζων για τους βουλευτές κίνδυνος, ο οποίος έγκειται στη διαφοροποίηση στην πράξη του καθεστώτος τους από αυτό των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ευρωυπάλληλοι) και ο οποίος δικαιολογεί να θεωρηθεί η καταβολή της συντάξεως εν μέρει υπό τη μορφή κεφαλαίου ως ουσιώδες στοιχείο της συντάξεως.

44      Ωστόσο, από τη νομολογία προκύπτει ότι ο προσφεύγων δεν μπορεί να επικαλεστεί κεκτημένο δικαίωμα παρά μόνον εάν το γενεσιουργό γεγονός του δικαιώματός του επήλθε υπό το κράτος ισχύος κανονιστικής ρυθμίσεως προγενέστερης της επενεχθείσας στο καθεστώς αυτό τροποποιήσεως και κατά της οποίας βάλλει με την προσφυγή του (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Μαρτίου 1975, 28/74, Gillet κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1975, σ. 149, σκέψη 5, και απόφαση Campoli κατά Επιτροπής, σκέψη 39 ανωτέρω, σκέψη 78). Πράγματι, μολονότι η νομολογία αυτή αφορά τους ευρωυπαλλήλους, η αρχή στην οποία στηρίζεται τυγχάνει γενικής εφαρμογής, έχει δε, ειδικότερα, εφαρμογή και στην υπό κρίση υπόθεση. Εξάλλου, η εφαρμογή της αρχής που έχει διαπλαστεί από την ανωτέρω νομολογία προτείνεται από τους διαδίκους.

45      Επιπλέον, το επικουρικό συνταξιοδοτικό καθεστώς των βουλευτών έχει ένα βασικό χαρακτηριστικό στοιχείο που απαντά και στο συνταξιοδοτικό καθεστώς των ευρωυπαλλήλων. Πράγματι, το συνταξιοδοτικό καθεστώς των εν λόγω υπαλλήλων ακολουθεί κατ’ αρχήν ένα σύστημα κεφαλαιοποιήσεως που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως καθεστώς «εικονικών» κεφαλαίων, δεδομένου ότι, μολονότι, στην πραγματικότητα, οι ασφαλιστικές εισφορές των υπαλλήλων αυτών αποτελούν έσοδο του προϋπολογισμού της Ένωσης, μολονότι οι εργοδοτικές ασφαλιστικές εισφορές δεν καταβάλλονται στην πράξη και μολονότι οι δαπάνες για την καταβολή των συντάξεων βάσει του καθεστώτος αυτού καλύπτονται από τον εν λόγω προϋπολογισμό, η αναλογιστική ισορροπία του καθεστώτος υπολογίζεται ως εάν υφίστατο ένα συνταξιοδοτικό ταμείο. Τούτο συνεπάγεται, ειδικότερα, ότι το σύνολο των ετησίων ασφαλιστικών εισφορών ενός Ευρωπαίου υπαλλήλου και η υποθετική εργοδοτική συμμετοχή πρέπει να αντιστοιχούν στην αναλογιστική αξία των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που απέκτησε ο υπάλληλος αυτός εντός του ιδίου έτους, πράγμα που αποτελεί ουσιώδες χαρακτηριστικό ενός συνταξιοδοτικού καθεστώτος που στηρίζεται σε «κεφάλαια». Έτσι, τα χαρακτηριστικά του συνταξιοδοτικού καθεστώτος των ευρωυπαλλήλων ομοιάζουν σε μεγάλο βαθμό προς αυτά του επικουρικού συνταξιοδοτικού καθεστώτος των βουλευτών, δεδομένου ότι αμφότερα τα συστήματα προβλέπουν έναν αναλογιστικό υπολογισμό στο πλαίσιο του οποίου οι ετήσιες ασφαλιστικές εισφορές πρέπει να αντιστοιχούν στο 1/3 των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που αποκτήθηκαν εντός του ιδίου έτους (δεδομένου ότι η εργοδοτική εισφορά, ήτοι εν προκειμένω η εισφορά του Κοινοβουλίου, καλύπτει τα υπόλοιπα 2/3).

46      Τέλος, όπως ήδη τονίστηκε στη σκέψη 37 ανωτέρω, το άρθρο 1, παράγραφος 1, της κανονιστικής ρυθμίσεως της 12ης Ιουνίου 1990 ορίζει ως γενεσιουργό γεγονός του δικαιώματος επικουρικής συντάξεως την ημερομηνία κατά την οποία ο βουλευτής παύει να ασκεί τα καθήκοντά του. Ωστόσο, ο προσφεύγων έπαυσε να ασκεί τα καθήκοντά του στις 14 Ιουλίου 2009. Συνεπώς, όταν ετέθη σε ισχύ η απόφαση του Προεδρείου της 1ης Απριλίου 2009, που κοινοποιήθηκε σε όλους τους βουλευτές στις 18 Μαΐου 2009, η οποία καταργούσε μεταξύ άλλων τη δυνατότητα καταβολής ενός τμήματος της συντάξεως υπό τη μορφή κεφαλαίου, ο προσφεύγων δεν είχε ακόμη αποκτήσει το δικαίωμα επί της συντάξεως. Συνεπώς, δεν μπορεί να επικαλεστεί ως προς το σημείο αυτό προσβολή των κεκτημένων δικαιωμάτων του.

47      Τα λοιπά επιχειρήματα που προβάλλει ο προσφεύγων δεν μπορούν να ανατρέψουν το συμπέρασμα αυτό.

48      Πρώτον, πρέπει να απορριφθεί για διάφορους λόγους το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι η θέση του βουλευτή ενέχει έναν ιδιαίτερο κίνδυνο σε σχέση με τη θέση των ευρωυπαλλήλων, ήτοι την ανάγκη επαγγελματικής επανεντάξεως κατά το πέρας της βουλευτικής θητείας, και ότι η εν μέρει καταβολή υπό τη μορφή κεφαλαίου παρέχει τη δυνατότητα αντιμετωπίσεως του κινδύνου αυτού.

49      Πρώτον, οι ρυθμίσεις ΕΑΒ προέβλεπαν, στο παράρτημά τους V, μεταβατική αποζημίωση κατά το πέρας της βουλευτικής θητείας καταβαλλόμενη στους αποχωρούντες βουλευτές είτε από το κράτος μέλος καταγωγής τους είτε από το ίδιο το Κοινοβούλιο. Είναι αληθές ότι από τις ρυθμίσεις ΕΑΒ δεν συνάγεται ρητώς ότι η αποζημίωση αυτή σκοπούσε να καταστήσει ευχερέστερη την επαγγελματική επανένταξη μετά το πέρας της βουλευτικής θητείας. Εντούτοις, το καθεστώς των βουλευτών, που έχει τεθεί σε ισχύ από τις 14 Ιουλίου 2009 και έχει καταργήσει τις ρυθμίσεις ΕΑΒ, εξακολουθεί να προβλέπει την καταβολή μεταβατικής αποζημιώσεως. Συναφώς, η δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως του Κοινοβουλίου περί καταργήσεως του καθεστώτος των βουλευτών διαλαμβάνει ότι «[η] μεταβατική αποζημίωση που προβλέπει το άρθρο 9, παράγραφος 2, και το άρθρο 13 [του καθεστώτος] σκοπεί μεταξύ άλλων να καλύψει το χρονικό διάστημα μεταξύ του πέρατος της βουλευτικής θητείας και της αναλήψεως κάποιας επαγγελματικής δραστηριότητας». Είναι εύλογο να θεωρηθεί ότι δεν μεταβλήθηκε με την έκδοση του καθεστώτος των βουλευτών ο λόγος υπάρξεως της μεταβατικής αποζημιώσεως και ότι, και πριν από τη θέση σε ισχύ του εν λόγω καθεστώτος, ο σκοπός της αποζημιώσεως αυτής ήταν, συνεπώς, να καταστεί ευχερέστερη η επαγγελματική επανένταξη. Συνεπώς, λαμβανομένης υπόψη της υπάρξεως της αποζημιώσεως αυτής, η πρόβλεψη διαφόρων τρόπων καταβολής της επικουρικής συντάξεως δεν ήταν επιβεβλημένη λόγω του κινδύνου επαγγελματικής επανεντάξεως, τουλάχιστον, έστω και αν μπορεί να θεωρηθεί ότι η καταβολή ενός τμήματος της εν λόγω συντάξεως υπό τη μορφή κεφαλαίου εξυπηρετούσε όντως στην πράξη, κατά το παρελθόν, τέτοιους σκοπούς σε συγκεκριμένες περιπτώσεις.

50      Δεύτερον, οι βουλευτές αποκτούν το δικαίωμά τους επικουρικής συντάξεως με τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως το οποίο ορίζεται στα 60 έτη, βάσει του άρθρου 1 της κανονιστικής ρυθμίσεως της 12ης Ιουνίου 1990. Επομένως, η καταβολή της συντάξεως εν μέρει υπό τη μορφή κεφαλαίου, προκειμένου να καταστεί ευχερέστερη η επαγγελματική επανένταξη, δεν κρίνεται αναγκαία, δεδομένου ότι ο συνταξιοδοτούμενος βουλευτής δεν αναλαμβάνει κατ’ αρχήν νέες επαγγελματικές δραστηριότητες.

51      Τρίτον, ο ειδικός τρόπος καταβολής της συντάξεως εν μέρει υπό τη μορφή κεφαλαίου εισήχθη το πρώτον τον Μάρτιο του 1999, ήτοι πολλά έτη μετά τη δημιουργία του εν λόγω καθεστώτος στις 12 Ιουνίου 1990. Συνεπώς, δεδομένου ότι δεν αποτελούσε εξαρχής μέρος του επικουρικού συνταξιοδοτικού καθεστώτος, αυτός ο ειδικός τρόπος καταβολής της συντάξεως δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ουσιώδες χαρακτηριστικό του εν λόγω καθεστώτος.

52      Δεύτερον, ο προσφεύγων επικαλείται το έγγραφο του Γενικού Γραμματέα του Κοινοβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2005 στο οποίο γίνεται υπόμνηση της απαγορεύσεως προσβολής των κεκτημένων δικαιωμάτων. Τα κρίσιμα χωρία του εγγράφου αυτού έχουν ως εξής:

«21.      Από της θέσεως σε ισχύ του καθεστώτος των βουλευτών, το άρθρο 27 του καθεστώτος θα αποτελεί τη νομική βάση για το συνταξιοδοτικό ταμείο. Κατά την παράγραφό του 2, “τα κεκτημένα ή αποκτώμενα δικαιώματα εξακολουθούν να υφίστανται ακέραια. Το Κοινοβούλιο μπορεί να θέσει όρους και προϋποθέσεις στην κτήση νέων δικαιωμάτων”.

22.      Υπό το πρίσμα αυτό, και για μια συγκεκριμένη ενδιάμεση περίοδο, το Προεδρείο μπορεί, υπό τον όρο της συμμορφώσεως προς τη νομική βάση του άρθρου 199 ΕΚ, να τροποποιήσει το συνταξιοδοτικό καθεστώς για το μέλλον, αλλά οφείλει να διαφυλάξει τα κεκτημένα δικαιώματα, ιδίως των πρώην βουλευτών που λαμβάνουν ήδη σύνταξη ή που έχουν καταβάλει εισφορές στο ταμείο και τελούν ακόμη εν αναμονή της καταβολής της συντάξεως. Όπως προκύπτει [από μια ανάλυση του περιεχομένου της αρχής του σεβασμού των κεκτημένων δικαιωμάτων], δεν αντιβαίνει στην αρχή αυτή, σε σχέση με τους βουλευτές που εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά τους, το ενδεχόμενο να επηρεάζει η μεταβολή των παραμέτρων τα συνταξιοδοτικά δικαιώματά τους από της θέσεως σε ισχύ των τροποποιήσεων.»

53      Πρέπει να τονιστεί συναφώς ότι το έγγραφο του Γενικού Γραμματέα του Κοινοβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2005 ενισχύει μάλλον τη θέση του Κοινοβουλίου παρά του προσφεύγοντος. Πράγματι, όπως τονίζει ο ίδιος ο προσφεύγων στο σημείο 29 του δικογράφου της προσφυγής του, το εν λόγω έγγραφο διακρίνει μεταξύ τριών κατηγοριών προσώπων: τους πρώην βουλευτές που λαμβάνουν ήδη σύνταξη, τους πρώην βουλευτές που έχουν καταβάλει ασφαλιστικές εισφορές στο ταμείο και εξακολουθούν να αναμένουν την καταβολή της συντάξεως και τους εν ενεργεία βουλευτές που καταβάλλουν επί του παρόντος τις εισφορές τους στο ταμείο. Κατά την ημερομηνία της 24ης Νοεμβρίου 2005, ημερομηνία της δημοσιεύσεως του εγγράφου αυτού, όπως και κατά την ημερομηνία της 1ης Απριλίου 2009, ο προσφεύγων ανήκε στην τρίτη κατηγορία, ήτοι την κατηγορία των εν ενεργεία βουλευτών. Ωστόσο, στο επίμαχο έγγραφο διευκρινίζεται σαφώς ότι, μολονότι εφαρμόζεται η αρχή της προστασίας των κεκτημένων δικαιωμάτων επί των δύο πρώτων κατηγοριών, δεν αντιβαίνει στην αρχή αυτή το ενδεχόμενο η τροποποίηση του συνταξιοδοτικού καθεστώτος να επηρεάζει για το μέλλον τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα των βουλευτών που ανήκουν στην τρίτη κατηγορία, και τούτο ήδη από της θέσεως σε ισχύ των τροποποιήσεων που επέφερε το Προεδρείο.

54      Τρίτον, ο προσφεύγων επικαλείται το άρθρο 27, παράγραφος 2, του καθεστώτος των βουλευτών, σχετικά με την προστασία των κεκτημένων δικαιωμάτων. Εντούτοις, δεδομένου ότι το εν λόγω καθεστώς ετέθη σε ισχύ το πρώτον στις 14 Ιουλίου 2009, όπως επισημαίνει και ο ίδιος ο προσφεύγων στο σημείο 26 του δικογράφου της προσφυγής του, το άρθρο αυτό δεν εφαρμοζόταν επί της αποφάσεως του Προεδρείου της 1ης Απριλίου 2009, της οποίας η θέση σε ισχύ προηγήθηκε, πέραν του γεγονότος ότι, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 46 ανωτέρω, ο προσφεύγων δεν μπορούσε να δικαιολογήσει προστατευτέο κεκτημένο δικαίωμα πριν από την παύση των βουλευτικών καθηκόντων του στις 14 Ιουλίου 2009. Συνεπώς, ο προσφεύγων δεν μπορεί να αντλήσει κάποιο επιχείρημα από το άρθρο 27, παράγραφος 2, του καθεστώτος των βουλευτών.

55      Τέταρτον, ο προσφεύγων προβάλλει το επιχείρημα της καταχρηστικής ελλείψεως μεταβατικών μέτρων. Συναφώς, αρκεί να λεχθεί, στο παρόν στάδιο, ότι το επιχείρημα αυτό δεν προβάλλεται λυσιτελώς στο πλαίσιο του λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται στην προσβολή των κεκτημένων δικαιωμάτων. Συνεπώς, θα αποτελέσει αντικείμενο αναλύσεως στο πλαίσιο της εξετάσεως του δευτέρου λόγου ακυρώσεως.

56      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως που αφορά προσβολή κεκτημένων δικαιωμάτων.

 Επί του δευτέρου σκέλους που αφορά προσβολή των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

–       Επί της αιτιάσεως περί προσβολής της αρχής της ασφάλειας δικαίου

57      Σε σχέση με την προσβολή της αρχής της ασφάλειας δικαίου, ο προσφεύγων προβάλλει δύο βασικά επιχειρήματα. Πρώτον, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι, με την έκδοση της αποφάσεως της 1ης Απριλίου 2009, το Προεδρείο δεν τήρησε την αρχή της ασφάλειας δικαίου σε σχέση με τη «σύμβαση επικουρικής συνταξιοδοτήσεως» ούτε την αρχή της συνέχειας των συμβάσεων. Δεύτερον, κατά τον προσφεύγοντα, το Προεδρείο δεν ήταν αρμόδιο να τροποποιήσει την κανονιστική ρύθμιση της 12ης Ιουνίου 1990. Τρίτον, η προσβαλλόμενη απόφαση επάγεται αναδρομικά αποτελέσματα.

58      Ευθύς εξαρχής πρέπει να διαπιστωθεί ότι το επικουρικό συνταξιοδοτικό καθεστώς εμπίπτει αποκλειστικά στις προνομίες δημόσιας εξουσίας που έχει το Κοινοβούλιο προκειμένου να μπορεί να επιτελεί την αποστολή που του έχουν αναθέσει οι Συνθήκες.

59      Πράγματι, σε όλα τα κοινοβουλευτικά συστήματα, μια από τις βασικότερες επιδιώξεις είναι να διασφαλιστεί η ανεξαρτησία, περιλαμβανομένης της οικονομικής ανεξαρτησίας, των βουλευτών ως εκπροσώπων του λαού οι οποίοι θεωρείται ότι υπηρετούν το γενικό συμφέρον του. Όπως επισημαίνεται στην τέταρτη αιτιολογική σκέψη του καθεστώτος των βουλευτών, το πρωτογενές δίκαιο δεν κάνει μνεία της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας του βουλευτή. Εντούτοις, το άρθρο 2 του εσωτερικού κανονισμού του Κοινοβουλίου προβλέπει ότι «[ο]ι βουλευτές […] ασκούν τα καθήκοντά τους με ανεξαρτησία». Ομοίως, το άρθρο 2, παράγραφος 1, του καθεστώτος των βουλευτών προβλέπει ότι «[ο]ι βουλευτές είναι ελεύθεροι και ανεξάρτητοι» και το άρθρο 9, παράγραφος 1, του εν λόγω καθεστώτος ότι «[ο]ι βουλευτές δικαιούνται ενδεδειγμένης αποζημιώσεως διασφαλίζουσας την ανεξαρτησία τους». Καίτοι το καθεστώς αυτό ετέθη σε ισχύ το πρώτον στις 14 Ιουλίου 2009 και, ως εκ τούτου, δεν εφαρμόζεται επί των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υποθέσεως, οι διατάξεις αυτές και, ιδίως, η τελευταία απορρέουν από μια γενική αρχή που είναι σύμφυτη προς κάθε σύστημα δημοκρατικής κοινοβουλευτικής αντιπροσωπεύσεως. Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι η διασφάλιση της ενδεδειγμένης οικονομικής αποζημιώσεως, η οποία παρέχει τα εχέγγυα ανεξαρτησίας του βουλευτή, δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο στην περίοδο κατά την οποία κατέχει το βουλευτικό αξίωμα, αλλά πρέπει επίσης να καλύπτει, στην ενδεδειγμένη έκταση, μια μεταβατική περίοδο μετά το τέλος της θητείας του στο αξίωμα αυτό και να προβλέπει την καταβολή συντάξεως ανάλογης προς τη διάρκεια κατά την οποία ο βουλευτής ήταν μέλος του Κοινοβουλίου. Αυτή η αντίληψη περί της διασφαλίσεως της οικονομικής ανεξαρτησίας των βουλευτών επιβεβαιώνεται, εξάλλου, στις κανονιστικές ρυθμίσεις που αφορούν τα μέλη της Επιτροπής και τα μέλη των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης, για τα οποία υφίσταται παρεμφερής ανάγκη διασφαλίσεως της δυνατότητας να ασκούν τα καθήκοντά τους εν απολύτω ανεξαρτησία σε σχέση προς τα επιμέρους συμφέροντα.

60      Συνεπώς, το επικουρικό συνταξιοδοτικό καθεστώς που αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας διαφοράς αποτελεί μέρος των νομοθετικών διατάξεων που έχουν ως αντικείμενο τη διασφάλιση της οικονομικής ανεξαρτησίας των βουλευτών χάριν του γενικού συμφέροντος. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, προτού τεθεί σε ισχύ το καθεστώς των βουλευτών, οι βουλευτές διέπονταν, ιδίως ως προς το καθεστώς των απολαβών τους, από τις εθνικές διατάξεις (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Σεπτεμβρίου 1981, 208/80, Bruce of Donington, Συλλογή 1981, σ. 2205, σκέψεις 12 και 21), που παρουσίαζαν μεγάλες διαφορές όσον αφορά τις βουλευτικές αποζημιώσεις και τα συνταξιοδοτικά καθεστώτα. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το επικουρικό συνταξιοδοτικό καθεστώς καθιερώθηκε κατά τρόπο μεταβατικό εν αναμονή της θέσεως σε ισχύ ενός ενιαίου καθεστώτος των βουλευτών, προκειμένου να διασφαλιστεί η ελάχιστη κάλυψη ιδίως για τους βουλευτές από κράτη μέλη στα οποία το προβλεπόμενο για τους βουλευτές συνταξιοδοτικό καθεστώς ήταν ανεπαρκές. Εξάλλου, αυτή η μεταβατική λειτουργία απορρέει ρητώς από το άρθρο 1, παράγραφος 1, της κανονιστικής ρυθμίσεως της 12ης Ιουνίου 1990 που καθιερώνει το επικουρικό συνταξιοδοτικό καθεστώς «[ε]ν αναμονή της εκδόσεως ενιαίου καθεστώτος των βουλευτών».

61      Συνεπώς, η δημιουργία του επικουρικού συνταξιοδοτικού καθεστώτος καθώς και η τροποποίησή του σε περίπτωση ανάγκης πρέπει να θεωρηθούν ως μέτρα εσωτερικής οργανώσεως προοριζόμενα να διασφαλίσουν την εύρυθμη λειτουργία του Κοινοβουλίου και, ως εκ τούτου, εμπίπτουν στις προνομίες δημόσιας εξουσίας που απολαύει το Κοινοβούλιο προκειμένου να μπορέσει να εκτελέσει την αποστολή που του έχουν αναθέσει οι Συνθήκες. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από το καθεστώς αυτό για το Κοινοβούλιο και για τους βουλευτές εντάσσονται, κατά συνέπεια, στο πλαίσιο της υπηρεσιακής σχέσεως που τους συνδέει και, ως εκ τούτου, δεν έχουν συμβατικό χαρακτήρα, αλλά διέπονται από το δημόσιο δίκαιο. Εξάλλου, δεδομένου ότι το νομικό πλαίσιο και, μεταξύ άλλων, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που μπορούν να προκύψουν από την προσχώρηση του προσφεύγοντος στο επικουρικό συνταξιοδοτικό καθεστώς έχουν καθοριστεί μονομερώς από το Κοινοβούλιο, το γεγονός ότι ο προσφεύγων προσχώρησε οικεία βουλήσει στο εν λόγω καθεστώς δεν μεταβάλλει τη φύση της σχέσεώς του προς το Κοινοβούλιο, η οποία εξακολουθεί να διέπεται από το δημόσιο δίκαιο.

62      Συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος που στηρίζονται στην προσβολή της αρχής της ασφάλειας δικαίου «σε σχέση με τη σύμβαση επικουρικής συνταξιοδοτήσεως» και της αρχής της συνέχειας των συμβάσεων.

63      Ομοίως, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα του προσφεύγοντος το οποίο προβάλλει στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως και στηρίζεται στην έλλειψη αρμοδιότητας του Προεδρείου να τροποποιήσει την κανονιστική ρύθμιση της 12ης Ιουνίου 1990.

64      Πράγματι, κατά τη νομολογία, οσάκις μια κανονιστική ρύθμιση εμπίπτει στο πλαίσιο των μέτρων εσωτερικής οργανώσεως του Κοινοβουλίου, η ρύθμιση αυτή εμπίπτει στο πεδίο της αρμοδιότητάς του και περιλαμβάνεται μεταξύ των μέτρων που δικαιούται να λάβει δυνάμει του άρθρου 199, πρώτο εδάφιο, ΕΚ (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Bruce of Donington, σκέψη 60 ανωτέρω, σκέψη 15). Ωστόσο, όπως προελέχθη, η θέσπιση και, ενδεχομένως, η τροποποίηση του επικουρικού συνταξιοδοτικού καθεστώτος πρέπει να θεωρηθούν ως μέτρα εσωτερικής οργανώσεως προοριζόμενα να διασφαλίσουν την εύρυθμη λειτουργία του Κοινοβουλίου. Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι η κανονιστική ρύθμιση της 12ης Ιουνίου 1990 αποτελεί μέρος των κανονιστικών ρυθμίσεων ΕΑΒ που εξέδωσε το Προεδρείο επί τη βάσει του άρθρου 22, παράγραφος 2, του εσωτερικού κανονισμού του Κοινοβουλίου, ως ο κανονισμός αυτός είχε κατά τον χρόνο των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως, το οποίο εξουσιοδοτεί το Προεδρείο να ρυθμίζει, μεταξύ άλλων, τα οικονομικά ζητήματα, τα ζητήματα οργανώσεως, καθώς και τα διοικητικά ζητήματα που αφορούν τους βουλευτές (βλ. σκέψεις 1 έως 3 ανωτέρω). Ο δε εσωτερικός κανονισμός εξεδόθη επί τη βάσει του άρθρου 199, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, δυνάμει του οποίου το Κοινοβούλιο ψηφίζει τον εσωτερικό κανονισμό του. Ως εκ τούτου, το επιχείρημα του προσφεύγοντος που στηρίζεται στην έλλειψη αρμοδιότητας του Προεδρείου για τη λήψη της αποφάσεως της 1ης Απριλίου 2009 δεν ευσταθεί.

65      Εξάλλου, στον βαθμό που πρόθεση του προσφεύγοντος ήταν να προβάλει την αιτίαση της προσβολής της ασφάλειας δικαίου και εκτός του συμβατικού πλαισίου, πρέπει να υπομνησθεί ότι η θεμελιώδης απαίτηση της ασφαλείας δικαίου, στις διάφορες εκφάνσεις της, σκοπεί να διασφαλίσει την προβλεψιμότητα των καταστάσεων και των εννόμων σχέσεων που διέπονται από το κοινοτικό δίκαιο (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Φεβρουαρίου 1996, C‑63/93, Duff κ.λπ., Συλλογή 1996, σ. I‑569, σκέψη 20· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 19ης Μαρτίου 1997, T‑73/95, Oliveira κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II‑381, σκέψη 29, και της 24ης Σεπτεμβρίου 2008, T‑20/03, Kahla/Thüringen Porzellan κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑2305, σκέψη 136). Η αρχή της ασφάλειας δικαίου δεν επιτρέπει, μεταξύ άλλων, να ορίζεται ως χρονικό σημείο ενάρξεως της ισχύος κοινοτικής πράξεως ημερομηνία προγενέστερη της δημοσιεύσεώς της (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 25ης Ιανουαρίου 1979, 98/78, Racke, Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 55, σκέψη 88, και της 14ης Ιουλίου 1983, 224/82, Meiko-Konservenfabrik, Συλλογή 1983, σ. 2539, σκέψη 12· απόφαση του Πρωτοδικείου της 3ης Μαΐου 2007, T‑357/02, Freistaat Sachsen κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑1261, σκέψη 95). Στην υπό κρίση υπόθεση, δεν προκύπτει από τη δικογραφία ότι η απόφαση του Προεδρείου της 1ης Απριλίου 2009 παρήγαγε αποτελέσματα πριν από την κοινοποίησή της σε όλους τους βουλευτές τη 18η Μαΐου 2009. Πράγματι, η κατάργηση της δυνατότητας καταβολής ενός τμήματος της συντάξεως υπό τη μορφή κεφαλαίου άρχισε να εφαρμόζεται το πρώτον από της ανωτέρω ημερομηνίας. Έτσι, η εν λόγω απόφαση δεν έθιξε τους βουλευτές που είχαν παύσει να ασκούν τα καθήκοντά τους πριν από την ημερομηνία αυτή και οι οποίοι, ως εκ τούτου, είχαν αποκτήσει δικαίωμα επικουρικής συντάξεως.

66      Κατά συνέπεια, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει ο προσφεύγων, δεν υπάρχουν στοιχεία στην προσβαλλόμενη απόφαση που έχουν αναδρομική ισχύ.

67      Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, στο σύνολό της, η αιτίαση περί προσβολής της αρχής της ασφάλειας δικαίου.

–       Επί της αιτιάσεως περί προσβολής της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

68      Ο προσφεύγων τονίζει, κατ’ αρχάς, ότι κατέβαλλε ασφαλιστικές εισφορές επί δέκα έτη στο επικουρικό συνταξιοδοτικό καθεστώς, στηριζόμενος στις σαφείς και προκαθορισμένες προϋποθέσεις οι οποίες του δημιούργησαν την εύλογη πεποίθηση ότι θα μπορούσε να λάβει ένα τμήμα της συντάξεώς του υπό τη μορφή κεφαλαίου. Έτσι, ο επιδιωκόμενος από το Προεδρείο σκοπός δεν μπορεί να έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από το συμφέρον του στη διατήρηση των κεκτημένων δικαιωμάτων του. Εξάλλου, αυτή η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ενισχύθηκε από τους αναλογιστικούς υπολογισμούς της συντάξεώς του στους οποίους προέβη η διοίκηση του Κοινοβουλίου τον Ιανουάριο του 2009 και από τους υπολογισμούς στους οποίους προέβη το ASBL π.χ. την 27η Απριλίου 2001. Όλοι αυτοί οι υπολογισμοί έκαναν μνεία της δυνατότητας εισπράξεως ενός τμήματος της συντάξεώς του υπό τη μορφή κεφαλαίου. Τέλος, υποστηρίζει ότι το Κοινοβούλιο είχε αναγνωρίσει, με την απόφαση του Προεδρείου της 1ης Απριλίου 2009, την υποχρέωσή του να διασφαλίζει την τήρηση των δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί έναντι των ασφαλισμένων που υπάγονται στο επικουρικό συνταξιοδοτικό καθεστώς, και τούτο ανεξαρτήτως της καταστάσεως του ταμείου.

69      Κατά πάγια νομολογία, προκειμένου ένας ιδιώτης να μπορεί να επικαλεστεί την προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, πρέπει η διοίκηση να του έχει παράσχει ακριβείς εξασφαλίσεις και να του έχει δημιουργήσει βάσιμες προσδοκίες. Τέτοιες εξασφαλίσεις συνιστούν τα ακριβή, απαλλαγμένα αιρέσεων και συγκλίνοντα πληροφοριακά στοιχεία που προέρχονται από έγκριτες και αξιόπιστες πηγές (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 21ης Ιουλίου 1998, T‑66/96 και T‑221/97, Mellett κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑449 και II‑1305, σκέψεις 104 και 107 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· απόφαση του Πρωτοδικείου της 19ης Μαρτίου 2003, T‑273/01, Innova Privat-Akademie κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑1093, σκέψη 26).

70      Πρώτον, το γεγονός ότι η δυνατότητα εισπράξεως της επικουρικής συντάξεως εν μέρει υπό τη μορφή κεφαλαίου υφίστατο κατά την ένταξη του προσφεύγοντος, τον Ιούλιο του 1999, στο επικουρικό συνταξιοδοτικό καθεστώς δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εξασφάλιση εκ μέρους του Κοινοβουλίου ότι οι προϋποθέσεις του καθεστώτος αυτού δεν επρόκειτο να μεταβληθούν στο μέλλον.

71      Δεύτερον, όσον αφορά τις εκτιμήσεις στις οποίες προέβη το ASBL στις 27 Απριλίου 2001, πρέπει να τονιστεί, κατ’ αρχάς, ότι οι εκτιμήσεις αυτές δεν προέρχονται από το Κοινοβούλιο. Συνεπώς, δεν πρόκειται για μια έγκριτη και αξιόπιστη διοικητική αρχή κατά την έννοια της νομολογίας και, ως εκ τούτου, οι εν λόγω υπολογισμοί δεν μπορούν να δημιουργήσουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στον προσφεύγοντα. Εξάλλου, εν πάση περιπτώσει, οι υπολογισμοί αυτοί, οι οποίοι παρατίθενται υπό την επικεφαλίδα «Έγγραφο προσανατολισμού C», απευθύνονταν σε όλους τους βουλευτές ή πρώην βουλευτές, ασφαλισμένους στο επικουρικό συνταξιοδοτικό καθεστώς, όπως προκύπτει από την εισαγωγική διατύπωση του εγγράφου. Επιπλέον, το εν λόγω έγγραφο δεν περιείχε παρά παραδείγματα υπολογισμού, το δε ASBL διευκρίνισε σαφώς ότι οι εν λόγω εκτιμήσεις δεν αφορούσαν τους βουλευτές που ήσαν ακόμη εν ενεργεία. Τέλος, κανένα στοιχείο από τους υπολογισμούς αυτούς δεν ήταν ονομαστικό, συγκεκριμένο και απαλλαγμένο αιρέσεων. Ως εκ τούτου, επρόκειτο για ένα έγγραφο προσανατολισμού με γενικό και αμιγώς ενδεικτικό χαρακτήρα, το οποίο υποβλήθηκε εν είδει παραδείγματος και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να δημιουργήσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στον προσφεύγοντα σε σχέση με τον τρόπο καταβολής της επικουρικής συντάξεως.

72      Τρίτον, όσον αφορά τους υπολογισμούς τους οποίους γνωστοποίησε η διοίκηση στις 8 Ιανουαρίου 2009, στην επικεφαλίδα του διαβιβασθέντος σχετικού εγγράφου αναφερόταν ρητώς ότι οι εν λόγω υπολογισμοί ήταν προσωρινοί. Οι υπολογισμοί αυτοί ίσχυαν για την περίπτωση κατά την οποία ο προσφεύγων θα συνταξιοδοτείτο κατά το πέρας της έκτης κοινοβουλευτικής περιόδου, δεδομένου ότι η 1η Αυγούστου 2009 αναφέρεται ως ημερομηνία κτήσεως των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι υπολογίζονται οι ασφαλιστικές εισφορές τις οποίες κατέβαλλε ο προσφεύγων μέχρι τον Ιούλιο του 2009. Εντεύθεν συνάγεται ότι οι εν λόγω υπολογισμοί είχαν υποθετικό χαρακτήρα, στον βαθμό που το Κοινοβούλιο δεν μπορούσε να δεσμευθεί ούτε ως προς την ημερομηνία του πέρατος της βουλευτικής θητείας του προσφεύγοντος ούτε ως προς τη διατήρηση σε ισχύ των διατάξεων της κανονιστικής ρυθμίσεως της 12ης Ιουνίου 1990, οι οποίες προβλέπουν, μεταξύ άλλων, τους ειδικούς τρόπους καταβολής. Ως εκ τούτου, οι υπολογισμοί στους οποίους προέβη η διοίκηση στις 8 Ιανουαρίου 2009 δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως διαβεβαιώσεις υπό την έννοια της προπαρατεθείσας στη σκέψη 69 ανωτέρω νομολογίας. Στη συνάφεια αυτή, πρέπει να υπομνησθεί ότι αναλυτικοί υπολογισμοί, σε σχέση με τα συνταξιοδοτικά δικαιώματά τους, που γίνονται προς ενημέρωση των ευρωυπαλλήλων από τις οικείες υπηρεσίες της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, δεν έχουν τον χαρακτήρα πράξεων που ιδρύουν δικαιώματα υπέρ των αποδεκτών (απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Μαΐου 1970, 19/69, 20/69, 25/69 και 30/69, Richez-Parise κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 319, σκέψεις 18 έως 20). Η νομολογία αυτή μπορεί να εφαρμοσθεί, mutatis mutandis, στην υπό κρίση υπόθεση.

73      Τέταρτον, είναι αληθές ότι, κατά τη συνεδρίασή του της 1ης Απριλίου 2009, το Προεδρείο δεν εξέδωσε μόνον την απόφαση της αυτής ημερομηνίας, αλλά δεσμεύθηκε επίσης, επ’ ονόματι του Κοινοβουλίου, να διασφαλίσει «το δικαίωμα των ασφαλισμένων στο συνταξιοδοτικό καθεστώς βουλευτών να εισπράττουν επικουρική σύνταξη η οποία θα περιέρχεται στο ταμείο μετά την εξάντληση των επ’ αυτής δικαιωμάτων, καθώς και ότι, ομοίως, το εναπομείναν κεφάλαιο στο ταμείο μετά την καταβολή όλων των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων θα μεταφερθεί στον λογαριασμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου». Ωστόσο, η δέσμευση αυτή σκοπεί σαφώς να διασφαλίσει, στην πιθανή περίπτωση εξαντλήσεως των πόρων του συνταξιοδοτικού ταμείου πριν από την καταβολή του συνόλου των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που έχουν συσσωρεύσει τα μέλη, τα κεκτημένα συνταξιοδοτικά δικαιώματα των βουλευτών. Ωστόσο, όπως εκτέθηκε ανωτέρω στις σκέψεις 46 έως 51, οι ειδικοί τρόποι καταβολής δεν αποτελούν μέρος αυτών των κεκτημένων δικαιωμάτων και, ως εκ τούτου, η δέσμευση που ανέλαβε το Κοινοβούλιο την 1η Απριλίου 2009 δεν μπορεί να δημιουργήσει στον προσφεύγοντα δικαιολογημένη εμπιστοσύνη συναφώς.

74      Τέλος, το χωρίο του εγγράφου του Γενικού Γραμματέα του Κοινοβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2005 που παρατίθεται στη σκέψη 52 ανωτέρω, το οποίο επικαλέστηκε ο ίδιος ο προσφεύγων, αναφέρει ρητώς ότι είναι ενδεχόμενο οι τροποποιήσεις της κανονιστικής ρυθμίσεως για το επικουρικό συνταξιοδοτικό καθεστώς να επηρεάσουν τα δικαιώματα επικουρικής συντάξεως των εν ενεργεία βουλευτών μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν ο προσφεύγων. Συνεπώς, εν πάση περιπτώσει, οι πληροφορίες που έλαβε ο προσφεύγων εκ μέρους της διοικήσεως δεν μπορούσαν να είναι συγκλίνουσες ως προς το ότι οι ειδικοί τρόποι καταβολής θα αποτελούσαν κεκτημένο για αυτόν.

75      Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι οι πληροφορίες τις οποίες επικαλείται ο προσφεύγων δεν ήσαν ακριβείς, απαλλαγμένες αιρέσεων και συγκλίνουσες υπό την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 69 ανωτέρω και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να αποδείξουν εν προκειμένω ότι συντρέχει προσβολή της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

76      Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση που στηρίζεται στην προσβολή της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και, ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως που αφορά προσβολή των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας

 Επί της αιτιάσεως περί προσβολής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

77      Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η προσωρινή απόφαση του Προεδρείου της 9ης Μαρτίου 2009 εισάγει δυσμενείς διακρίσεις στον βαθμό που καταργεί τη δυνατότητα εισπράξεως ενός μέρους της συντάξεως υπό τη μορφή κεφαλαίου χωρίς να προβλέπει μεταβατικά μέτρα. Συναφώς, ο προσφεύγων προβάλλει δύο παραδείγματα σχετικά με την τροποποίηση των κοινοτικών συνταξιοδοτικών καθεστώτων για τα οποία το Συμβούλιο είχε προβλέψει μεταβατικά μέτρα όχι μόνον ως προς την κτήση νέων δικαιωμάτων, αλλά και ως προς τις προϋποθέσεις γενέσεως του συνταξιοδοτικού δικαιώματος.

78      Το Κοινοβούλιο αμφισβητεί την ορθότητα των επιχειρημάτων αυτών.

79      Κατά πάγια νομολογία, συντρέχει προσβολή της αρχής της ισότητας, όταν δύο κατηγορίες προσώπων, των οποίων η πραγματική και νομική κατάσταση δεν παρουσιάζει ουσιώδεις διαφορές, τυγχάνουν διαφορετικής μεταχειρίσεως ή όταν διαφορετικές καταστάσεις αντιμετωπίζονται με ταυτόσημο τρόπο (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 15ης Μαρτίου 1994, T-100/92, La Pietra κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I-A-83 και II-275, σκέψη 50, και της 16ης Απριλίου 1997, T-66/95, Kuchlenz-Winter κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II‑637, σκέψη 55· βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Δεκεμβρίου 2004, T‑251/02, Ε κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑359 και II‑1643, σκέψη 123).

80      Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι η απόφαση του Προεδρείου της 1ης Απριλίου 2009 εφαρμόζεται με τον ίδιο τρόπο σε όλους τους βουλευτές ή πρώην βουλευτές που υπάγονται στο επικουρικό συνταξιοδοτικό καθεστώς. Πράγματι, όλοι οι βουλευτές που λαμβάνουν τη σύνταξή τους μετά τη θέση σε ισχύ της εν λόγω αποφάσεως βρίσκονται σε πραγματική και νομική κατάσταση που δεν παρουσιάζει ουσιώδεις διαφορές και τυγχάνουν της αυτής μεταχειρίσεως.

81      Εντούτοις, ο προσφεύγων προβαίνει σε σύγκριση της τροποποιήσεως του επικουρικού συνταξιοδοτικού καθεστώτος των βουλευτών με την τροποποίηση του συνταξιοδοτικού καθεστώτος των ευρωυπαλλήλων που επήλθε κατόπιν της θέσεως σε ισχύ του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 723/2004 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 2004, για την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων αυτών (ΕΕ L 124, σ. 1), καθώς και με την τροποποίηση του συνταξιοδοτικού καθεστώτος των μελών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των μελών των κοινοτικών δικαιοδοτικών οργάνων που επήλθε κατόπιν της θέσεως σε ισχύ του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1292/2004 του Συμβουλίου, της 30ής Απριλίου 2004, για την τροποποίηση του κανονισμού 422/67/ΕΟΚ, 5/67/Eυρατόμ περί καθορισμού του καθεστώτος χρηματικών απολαβών του προέδρου και των μελών της Επιτροπής, του προέδρου, των δικαστών, των γενικών εισαγγελέων και του γραμματέως του Δικαστηρίου καθώς και του προέδρου, των μελών και του γραμματέως του Πρωτοδικείου (ΕΕ L 243, σ. 23). Με τον τρόπο αυτόν επιχειρεί να αποδείξει ότι θα έπρεπε στην περίπτωσή του να εφαρμοσθούν μεταβατικά μέτρα όπως ακριβώς στην περίπτωση των προσώπων που αφορούν οι κανονισμοί αυτοί.

82      Εντούτοις, η κατάσταση του προσφεύγοντος δεν είναι παρεμφερής προς αυτήν των προσώπων τα οποία αφορούν οι κανονισμοί που επικαλείται. Πράγματι, πρώτον, όσον αφορά την τροποποίηση του συνταξιοδοτικού καθεστώτος των ευρωυπαλλήλων, ο προσφεύγων αντλεί επιχειρήματα αποκλειστικά από την ηλικία συνταξιοδοτήσεώς τους που εισήγαγε ο κανονισμός 723/2004. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 34 ανωτέρω, ούτε η επιχειρηματολογία περί της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως ούτε η κατάργηση της δυνατότητας πρόωρης συνταξιοδοτήσεως, που προβλέπει η απόφαση του Προεδρείου της 1ης Απριλίου 2009, αποτελούν αντικείμενο της παρούσας διαφοράς. Συνεπώς, ο προσφεύγων βρίσκεται σε διαφορετική κατάσταση από αυτή των ευρωυπαλλήλων, την οποία αυτός επικαλείται, και δεν μπορεί, ως εκ τούτου, να αντλήσει κάποιο επιχείρημα από τη διαφορετική μεταχείριση της οποίας αυτοί τυγχάνουν.

83      Δεύτερον, όπως προκύπτει από το άρθρο 1, παράγραφος 5, του κανονισμού 1292/2004, που παρατίθεται στο δικόγραφο της προσφυγής, οι επενεχθείσες τροποποιήσεις στο συνταξιοδοτικό καθεστώς των μελών της Επιτροπής και των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης συνεπάγονταν μείωση του ποσοστού σωρεύσεως συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και, ως εκ τούτου, μείωση του ίδιου του ποσού της συντάξεως την οποία μπορούσαν να αξιώσουν τα πρόσωπα αυτά. Τα μεταβατικά μέτρα που ελήφθησαν συναφώς διατήρησαν το ποσοστό σωρεύσεως συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων για τα μέλη των εν λόγω οργάνων που ήσαν εν ενεργεία κατά την 1η Απριλίου 2004. Αντιθέτως, εν προκειμένω, ούτε το ποσό της συντάξεως του προσφεύγοντος ούτε το ποσοστό σωρεύσεως συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τροποποιήθηκαν από την απόφαση του Προεδρείου της 1ης Απριλίου 2009. Πράγματι, η κατάργηση της δυνατότητας εισπράξεως ενός μέρους της συντάξεως υπό τη μορφή κεφαλαίου δεν καταργεί παρά μόνον έναν τρόπο καταβολής της συντάξεως, χωρίς ωστόσο να επηρεάζει την αναλογιστική αξία της συντάξεως την οποία μπορούν να προσδοκούν οι βουλευτές που υπάγονται στο επικουρικό συνταξιοδοτικό καθεστώς.

84      Συναφώς, το Κοινοβούλιο επεσήμανε, χωρίς να υπάρξει αντίκρουση από τον προσφεύγοντα, ότι η δυνατότητα καταβολής ενός μέρους της συντάξεως υπό τη μορφή κεφαλαίου είχε αρχικώς προβλεφθεί προκειμένου να είναι in abstracto οικονομικά ουδέτερη σε σχέση προς την πλήρη καταβολή της συντάξεως ανά μήνα. Εξάλλου, η αναλογιστική ουδετερότητα αυτού του ειδικού τρόπου καταβολής επισημαίνεται επίσης στις ανακοινώσεις προς τους ασφαλισμένους του επικουρικού συνταξιοδοτικού καθεστώτος τις οποίες συνέταξε το ASBL στις 27 Απριλίου 2001 και επιγράφονται «Έγγραφο προσανατολισμού C» (βλ. σκέψη 71 ανωτέρω), τις οποίες ο ίδιος ο προσφεύγων προσκόμισε. Το επίμαχο χωρίο έχει ως εξής:

«Επιπλέον, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η πρόωρη συνταξιοδότηση και το εφ’ άπαξ ποσό υπολογίζονται, αμφότερα, κατά τρόπο ώστε να είναι φορολογικά ουδέτερα για το ταμείο. Συνεπώς, εάν οι επιλογές αυτές μπορούν να αντιπροσωπεύουν κάποιο “κέρδος” για ορισμένους ασφαλισμένους –οι οποίοι επέλεξαν π.χ. την “πρόωρη συνταξιοδότηση” και/ή το “εφ’ άπαξ ποσό”, εν συνεχεία δε τελευτήσουν πρόωρα– είτε η μια είτε η άλλη από τις επιλογές αυτές είτε αμφότερες θα αποτελέσουν “ζημία” για όλους τους ασφαλισμένους ο βίος των οποίων θα είναι ιδιαιτέρως μακρύς.»

85      Συνεπώς, το στοιχείο αυτό πρέπει να θεωρηθεί ως ένα μη αμφισβητούμενο από τους διαδίκους γεγονός, το οποίο δεν υποχρεούται να ελέγξει το Γενικό Δικαστήριο. Ως εκ τούτου, πρέπει να ληφθεί ως βάση το τεκμήριο ότι η μείωση του ετήσιου ποσού της συντάξεως, στην περίπτωση της μερικής καταβολής υπό τη μορφή κεφαλαίου, όπως απορρέει από τον πίνακα του άρθρου 4, παράγραφος 4, της κανονιστικής ρυθμίσεως της 12ης Ιουνίου 1990, εκφράζει την ορθή αναλογιστική αξία της καταβολής υπό τη μορφή κεφαλαίου. Συναφώς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι το τεκμήριο αυτό είναι ισχυρό ανεξαρτήτως της ηλικίας του βουλευτή, δεδομένου ότι ο εν λόγω πίνακας συναρτά την αξία της καταβολής υπό τη μορφή κεφαλαίου από την ηλικία του βουλευτή κατά τον χρόνο ενάρξεως της συνταξιοδοτήσεώς του, λαμβάνοντας έτσι υπόψη το προσδόκιμο ζωής σε ατομικό επίπεδο.

86      Συνεπώς, εν αντιθέσει προς τις τροποποιήσεις του συνταξιοδοτικού καθεστώτος των μελών της Επιτροπής και των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης που επήλθαν με τον κανονισμό 1292/2004, οι τροποποιήσεις του επικουρικού συνταξιοδοτικού καθεστώτος των βουλευτών οι οποίες επήλθαν κατόπιν της θέσεως σε ισχύ της αποφάσεως του Προεδρείου της 1ης Απριλίου 2009 δεν έθιγαν την αναλογιστική αξία της συντάξεως την οποία μπορούσαν να προσδοκούν οι ασφαλισμένοι που υπάγονταν στο τελευταίο αυτό καθεστώς.

87      Ως εκ τούτου, οι βουλευτές, αφενός, και τα μέλη της Επιτροπής και των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης, αφετέρου, που βρίσκονται σε πραγματική και νομική κατάσταση ουσιωδώς διαφορετική όσον αφορά τις επιπτώσεις των επενεχθεισών τροποποιήσεων επί της αναλογιστικής αξίας των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τους, μπορούσαν να τύχουν διαφορετικής μεταχειρίσεως όσον αφορά τη λήψη μεταβατικών μέτρων.

88      Στη συνάφεια αυτή, πρέπει επίσης να απορριφθεί το επιχείρημα του προσφεύγοντος, που προβλήθηκε στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ότι η άσκηση εξουσίας εκτιμήσεως από το Κοινοβούλιο, εάν θεωρηθεί αποδεδειγμένη η ύπαρξή της, θα ήταν καταχρηστική λαμβανομένης υπόψη της ελλείψεως μεταβατικών μέτρων. Πράγματι, όπως προκύπτει από την προεκτεθείσα ανάλυση, αφενός, ο προσφεύγων δεν μπορούσε να επικαλεστεί κεκτημένα δικαιώματα κατά τον χρόνο ενάρξεως της ισχύος της αποφάσεως του Προεδρείου της 1ης Απριλίου 2009 (βλ. σκέψη 46 ανωτέρω) και, αφετέρου, η κατάργηση της δυνατότητας καταβολής της συντάξεως εν μέρει υπό τη μορφή κεφαλαίου δεν είχε επιπτώσεις επί της αναλογιστικής αξίας της συντάξεως την οποία μπορούσε να προσδοκά (βλ. σκέψη 86 ανωτέρω).

89      Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση που στηρίζεται στην προσβολή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

 Επί της αιτιάσεως περί προσβολής της αρχής της αναλογικότητας

90      Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θίγει τα συμφέροντά του κατά τρόπο ερχόμενο σε αντίθεση προς την αρχή της αναλογικότητας. Φρονεί ότι το μέρος των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του που καταβάλλεται υπό τη μορφή κεφαλαίου θα μπορούσε να μειωθεί και όχι να καταργηθεί, χωρίς τούτο να προξενήσει προβλήματα χρηματοδοτήσεως του ταμείου. Εξάλλου, ζητεί από το Κοινοβούλιο συγκεκριμένα στοιχεία ως προς τον αριθμό των βουλευτών, των πρώην βουλευτών και των αντλούντων εξ αυτών δικαιώματα τους οποίους θίγουν οι αποφάσεις του Προεδρείου της 9ης Μαρτίου και της 1ης Απριλίου 2009.

91      Ευθύς εξαρχής πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει της αρχής της αναλογικότητας, η νομιμότητα μιας κοινοτικής ρυθμίσεως εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι τα μέσα που εφαρμόζει είναι πρόσφορα για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκεται νομίμως με την εν λόγω ρύθμιση και δεν υπερβαίνουν το αναγκαίο για την επίτευξή του μέτρο, εξυπακουομένου ότι, όταν υφίσταται η δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσότερων κατάλληλων μέτρων, πρέπει να χρησιμοποιείται, κατ’ αρχήν, το λιγότερο επαχθές (απόφαση του Πρωτοδικείου της 5ης Ιουνίου 1996, T-162/94, NMB France κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II-427, σκέψη 69).

92      Εξάλλου, βάσει γενικής αρχής του κοινοτικού δικαίου, η νομιμότητα μιας πράξεως πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με τις νομικές και πραγματικές περιστάσεις όπως αυτές έχουν κατά τον χρόνο εκδόσεώς της (βλ. διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 30ής Οκτωβρίου 2003, T‑125/03 R και T‑253/03 R, Akzo Nobel Chemicals και Akcros Chemicals κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑4771, σκέψη 69 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Μαΐου 2001, C‑449/98 P, IECC κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I‑3875, σκέψη 87, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 2000, T‑296/97, Alitalia κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑3871, σκέψη 86). Συνεπώς, εν αντιθέσει προς όσα υποστήριξε ο προσφεύγων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, τυχόν εκ των υστέρων θετική εξέλιξη των στοιχείων του ενεργητικού του ταμείου επικουρικής συνταξιοδοτήσεως δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη κατά την εξέταση της συμβατότητας των μέτρων τα οποία ελήφθησαν στο πλαίσιο της αποφάσεως του Προεδρείου της 1ης Απριλίου 2009 προς την αρχή της αναλογικότητας.

–       Επί της νομιμότητας του επιδιωκόμενου σκοπού

93      Ως προς τη νομιμότητα του επιδιωκόμενου σκοπού, το Προεδρείο εξέθεσε, κατά τη λήψη της αποφάσεώς του της 1ης Απριλίου 2009, τέσσερις σκοπούς που έπρεπε να επιτευχθούν, ήτοι:

–        να διασφαλίσει ότι οι βουλευτές που κατέβαλαν εισφορές στο καθεστώς προαιρετικής επικουρικής συνταξιοδοτήσεως θα εισπράττουν σύνταξη βάσει του εν λόγω καθεστώτος,

–        να αποτρέψει στο μέτρο του δυνατού οποιεσδήποτε δημοσιονομικές επιπτώσεις επί των Ευρωπαίων φορολογουμένων,

–        να διασφαλίσει ότι το σύνολο των δαπανών κατανέμεται κατά τρόπο δίκαιο και αφού ληφθεί δεόντως υπόψη η ανάγκη να δίδονται δημόσια εξηγήσεις για τις αποφάσεις,

–        να διαφυλάξει στον μέγιστο δυνατό βαθμό τη ρευστότητα του συνταξιοδοτικού ταμείου.

94      Πρέπει να θεωρηθεί ότι, στο πλαίσιο της ασκήσεως της αρμοδιότητάς του να ρυθμίζει το επικουρικό συνταξιοδοτικό καθεστώς (βλ. σκέψη 64 ανωτέρω), το Κοινοβούλιο μπορούσε νομίμως να προβεί στην επιδίωξη των σκοπών αυτών.

–       Επί του πρόσφορου χαρακτήρα των ληφθέντων μέτρων να επιτύχουν τον επιδιωκόμενο σκοπό

95      Όσον αφορά τον πρόσφορο χαρακτήρα των ληφθέντων μέτρων να επιτύχουν τον επιδιωκόμενο σκοπό, πρέπει να υπομνησθεί η οικονομική κατάσταση του συνταξιοδοτικού ταμείου στις αρχές του 2009, όπως αυτή περιγράφεται μεταξύ άλλων στα σημεία 4 έως 6 του εγγράφου του Γενικού Γραμματέα του Κοινοβουλίου της 1ης Απριλίου 2009 προς τα μέλη του Προεδρείου, καθώς και στην πρώτη και τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως του Προεδρείου της 1ης Απριλίου 2009. Αυτή η κατάσταση χαρακτηριζόταν από σαφή επιδείνωση, λόγω των συνεπειών της χρηματοπιστωτικής κρίσεως που σοβούσε και λόγω του διαγραφόμενου κινδύνου, μετά τη θέση σε ισχύ του καθεστώτος των βουλευτών τον Ιούλιο του 2009, να μην επαρκούν οι διαθέσιμοι πόροι για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων καταβολής των συντάξεων συνεπεία της παύσεως των ασφαλιστικών εισφορών των ασφαλισμένων και της ανεπαρκούς αποδόσεως των επενδύσεων.

96      Συγκεκριμένα, η εξέλιξη της αξίας των στοιχείων του ενεργητικού του ταμείου από το τέλος του 2006 μέχρι τις αρχές του 2009 μειώθηκε κατά 28,3 %, όπως προκύπτει από τον ακόλουθο πίνακα:

 

31/12/2006

30/06/2007

30/06/2008

30/09/2008

31/12/2008

28/02/2009

Αξία των στοιχείων του ενεργητικού

(ευρώ)

202 153 585

218 083 135

189 406 299

180 628 488

159 047 636

144 973 916


97      Ομοίως, ο συντελεστής καλύψεως των συντάξεων που πρέπει να καταβληθούν, που ανερχόταν στο 92 % στις 30 Ιουνίου 2007, δεν υπερέβαινε πλέον το 63 % στις 31 Δεκεμβρίου 2008.

98      Εξάλλου, κατά το έγγραφο του Γενικού Γραμματέα του Κοινοβουλίου της 1ης Απριλίου 2009, το μηνιαίο κόστος των συντάξεων που έπρεπε να καταβληθούν υπολογιζόταν σε 1 000 000 ευρώ από τον Αύγουστο του 2009. Στο πλαίσιο της απαντήσεώς του στις γραπτές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, το Κοινοβούλιο διευκρίνισε ότι, κατά την 1η Απριλίου 2009, είχε υπολογισθεί ότι 105 βουλευτές που ήσαν ασφαλισμένοι στο επικουρικό συνταξιοδοτικό καθεστώς επρόκειτο να υποβάλουν αίτηση συνταξιοδοτήσεως εντός του δευτέρου ημίσεως του 2009. Ο αριθμός αυτός υπολογίσθηκε χωρίς να ληφθούν υπόψη οι ασφαλισμένοι που έπρεπε να συμπληρώσουν το 60ό έτος της ηλικίας τους εντός του δευτέρου εξαμήνου του 2009 και λαμβανομένου υπόψη του μέσου συντελεστή ανανεώσεως των βουλευτών που ανερχόταν σε 50 %. Εάν το σύνολο αυτό των 105 βουλευτών ζητούσε να λάβει το 25 % της επικουρικής συντάξεώς του υπό τη μορφή κεφαλαίου, τούτο θα αντιπροσώπευε περαιτέρω δαπάνη ύψους περίπου 7 900 000 ευρώ για το ταμείο, πράγμα το οποίο θα το υποχρέωνε να ρευστοποιήσει ένα τμήμα των στοιχείων του ενεργητικού του σε τιμές εξαιρετικά χαμηλές λόγω της οικονομικής κρίσεως, λαμβανομένων υπόψη των ισχνών διαθέσιμων κεφαλαίων. Συναφώς, από τις εκθέσεις σχετικά με την κεφαλαιακή επάρκεια του συνταξιοδοτικού ταμείου κατά την 28η Φεβρουαρίου 2009, τις οποίες παρέσχε το Κοινοβούλιο, συνάγεται ότι τα κεφάλαια που είχαν συγκεντρωθεί από το ASBL και τη SICAV, ήτοι τα ποσά που ήσαν αμέσως διαθέσιμα και χωρίς επιπλέον έξοδα, προκειμένου να τακτοποιηθούν οι τρέχουσες υποχρεώσεις, ανέρχονταν, κατά την ανωτέρω ημερομηνία, σε 5 000 000 ευρώ περίπου.

99      Πρέπει να θεωρηθεί ότι οι υπολογισμοί και οι προβλέψεις που εκθέτει το Κοινοβούλιο είναι αληθοφανείς. Ειδικότερα, το συνολικό ποσό των 7 900 000 ευρώ το οποίο υπολογίζει για την περίπτωση που το σύνολο των 105 βουλευτών μπορούσαν να υποβάλουν αίτηση συνταξιοδοτήσεως κατά το δεύτερο ήμισυ του 2009 και θα ζητούσαν να τους καταβληθεί το 25 % της συντάξεώς τους υπό τη μορφή κεφαλαίου, κρίνεται εγγύς προς την πραγματικότητα. Πράγματι, τούτο αντιστοιχεί σε έναν μέσο όρο περίπου 75 250 ευρώ ανά ασφαλισμένο, που βρίσκεται στην ίδια τάξη μεγέθους με αυτήν ενός κεφαλαίου κατ’ ολίγον μεγαλύτερου των 81 400 ευρώ τα οποία θα μπορούσε να αξιώσει ο προσφεύγων επί τη βάσει του άρθρου 4 της κανονιστικής ρυθμίσεως της 12ης Ιουνίου 1990 που κατήργησε η απόφαση του Προεδρείου της 1ης Απριλίου 2009.

100    Λαμβανομένων υπόψη όλων αυτών των στοιχείων, προκύπτει ότι η απόφαση του Προεδρείου της 1ης Απριλίου 2009, και, ιδίως, η κατάργηση της δυνατότητας εισπράξεως της συντάξεως εν μέρει υπό τη μορφή κεφαλαίου, μπορούσε να αποτρέψει στο άμεσο μέλλον μια κρίση ρευστότητας του συνταξιοδοτικού ταμείου, τη ρευστοποίηση τίτλων υπό δυσμενείς συνθήκες και τη μη αμελητέα απώλεια κερδών. Έτσι, η εν λόγω απόφαση μπορούσε να επιτύχει τον τέταρτο από τους σκοπούς που παρατίθενται στη σκέψη 93 ανωτέρω. Εξάλλου, το μέτρο αυτό μπορούσε τουλάχιστον να προαγάγει τους τρεις λοιπούς σκοπούς, έστω και αν ασφαλώς δεν ήταν επαρκές για την επίτευξή τους. Εν πάση περιπτώσει, δεν έβαινε πέραν του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη των εν λόγω σκοπών, όπως απαιτεί η προπαρατεθείσα στη σκέψη 91 ανωτέρω νομολογία.

101    Ο προσφεύγων δεν αμφισβητεί, εν γένει, την οικονομική κατάσταση του συνταξιοδοτικού ταμείου, όπως αυτή περιγράφεται στις σκέψεις 95 έως 98 ανωτέρω, αλλά προβάλλει τρία επιχειρήματα προκειμένου να αμφισβητήσει την ανάγκη των μέτρων που ελήφθησαν στο πλαίσιο της αποφάσεως του Προεδρείου της 1ης Απριλίου 2009.

102    Πρώτον, ο προσφεύγων επικαλείται τη γνώμη ανεξάρτητων από το Κοινοβούλιο αναλογιστών πραγματογνωμόνων την οποία διατύπωσαν στο πλαίσιο μελέτης που εκπόνησε εταιρεία παροχής αναλογιστικών συμβουλών. Αυτή η από Νοεμβρίου 2007 μελέτη, την οποία παρήγγειλε το Κοινοβούλιο, αναλύει την οικονομική κατάσταση του συνταξιοδοτικού ταμείου υπό το πρίσμα των επιπτώσεων από την έναρξη της ισχύος του καθεστώτος των βουλευτών από το 2009. Το σημείο 4 της συνόψεως της εκθέσεως αυτής έχει ως εξής:

«Οι παράμετροι μετατροπής που χρησιμοποιούνται για την καταβολή υπό τη μορφή κεφαλαίου, συγκρινόμεν[ες] προς τις αντίστοιχες παραμέτρους μετατροπής που παρατίθενται στους πίνακες για το Ηνωμένο Βασίλειο, διαιρούμενες διά του τέσσερα, είναι σχεδόν ουδέτερες. Εάν ένα μέλος επιλέξει την καταβολή υπό μορφή κεφαλαίου κατά τον χρόνο της συνταξιοδοτήσεως, τούτο δεν συμβάλλει στην πρόκληση ελλείμματος στη χρηματοδότηση και δεν θα επηρεάσει το ποσοστό της συμμετοχής που καταβάλλει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τα μέλη του.»

103    Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι η μελέτη αυτή ολοκληρώθηκε τον Νοέμβριο του 2007 βάσει στοιχείων που ενημερώθηκαν στις 30 Ιουνίου 2007. Όπως ρητώς διευκρινίζεται σε αυτήν, στηρίζεται σε εικασίες που διαφέρουν, κατά πάσα πιθανότητα, από τις πραγματικές μελλοντικές εξελίξεις. Π.χ., οι συντάκτες της μελέτης εκκινούν από την υπόθεση, που στηρίζεται σε προβολή στο μέλλον της προγενέστερης της 30ής Ιουνίου 2007 αναπτύξεως, βάσει της οποίας τα στοιχεία του ενεργητικού του ταμείου θα έχουν ετήσια απόδοση ύψους 6,99 %. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τον πίνακα που παρατίθεται στη σκέψη 96 ανωτέρω, η εξέλιξη της αξίας των στοιχείων του ενεργητικού υπήρξε διαρκώς αρνητική από τις 30 Ιουνίου 2007 έως τις 28 Φεβρουαρίου 2009 και, ως εκ τούτου, οι προβλέψεις σχετικά με την απόδοση διεψεύσθησαν από τις πραγματικές εξελίξεις.

104    Έτσι, τα συμπεράσματα της αναλογιστικής μελέτης, που στηρίχθηκαν σε στοιχεία προδήλως παρωχημένα και σε εικασίες που απεδείχθησαν εσφαλμένες κατά την 1η Απριλίου 2009, ουδεμία σημασία έχουν υπό το πρίσμα της οικονομικής καταστάσεως του επικουρικού συνταξιοδοτικού ταμείου κατά τον χρόνο εκδόσεως της υπό την αυτή ημερομηνία αποφάσεως του Προεδρείου. Συγκεκριμένα, δεν μπορούν να ανατρέψουν τις προβλέψεις που έγιναν τον Φεβρουάριο του 2009, υπό το πρίσμα της οικονομικής καταστάσεως ως αυτή είχε κατά την ημερομηνία αυτή.

105    Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα που στηρίζεται στη γνώμη που διατύπωσαν οι συντάκτες της αναλογιστικής μελέτης.

106    Δεύτερον, ο προσφεύγων κατέθεσε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, τα πρακτικά συνεδριάσεως του διοικητικού συμβουλίου της SICAV της 3ης Δεκεμβρίου 2008. Το σημείο 10 των εν λόγω πρακτικών, που επιγράφεται «Έκθεση της επιτροπής επενδύσεων», διαλαμβάνει τα εξής:

«Έχει αναφερθεί και επισημανθεί ότι, μετά τις ευρωπαϊκές εκλογές του Ιουνίου 2009, θα ζητηθεί από το ταμείο να καταβάλει περίπου 6 έως 7 εκατομμύρια ευρώ υπό τη μορφή κεφαλαίου στους νέους συνταξιούχους του καθεστώτος. Κατά συνέπεια, [η τράπεζα που διαχειρίζεται το ταμείο] θα χρειαστεί επαρκή ρευστά διαθέσιμα στο ταμείο προκειμένου να ανταποκριθεί σε αυτά τα αιτήματα καταβολών υπό τη μορφή κεφαλαίου τον Αύγουστο του 2009.»

107    Κατά τον προσφεύγοντα, από το χωρίο αυτό συνάγεται ότι, ήδη από της ανωτέρω ημερομηνίας, είχαν ληφθεί μέτρα για να διασφαλισθεί, τον Αύγουστο του 2009, η επάρκεια σε ρευστά διαθέσιμα προκειμένου να ικανοποιηθούν τα αιτήματα καταβολών υπό τη μορφή κεφαλαίου τα οποία ήταν πιθανό να αναμένονται εκ μέρους των νέων συνταξιούχων μεταξύ των ασφαλισμένων που υπάγονται στο επικουρικό συνταξιοδοτικό καθεστώς.

108    Ωστόσο, όπως ορθώς επισήμανε το Κοινοβούλιο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, καθώς και με τις παρατηρήσεις του της 8ης Απριλίου 2011, το χωρίο που παρατίθεται στη σκέψη 106 ανωτέρω αποδεικνύει απλώς ότι η διάθεση περαιτέρω ρευστού ήταν αναγκαία προκειμένου να παρασχεθεί η δυνατότητα στο συνταξιοδοτικό ταμείο να αντιμετωπίσει τις προβλεπόμενες αιτήσεις καταβολών υπό τη μορφή κεφαλαίου τον Αύγουστο του 2009 καθώς και ότι προς τούτο θα έπρεπε να ρευστοποιηθούν ορισμένοι τίτλοι. Πράγματι, εάν είχαν άλλως τα πράγματα, δεν θα ήταν αναγκαίο να τονιστεί η ανάγκη λήψεως μέτρων συναφώς. Αντιθέτως, το χωρίο αυτό δεν αποδεικνύει ότι η κατάργηση της δυνατότητας καταβολής ενός μέρους της συντάξεως υπό τη μορφή κεφαλαίου δεν μπορούσε να απαλλάξει το συνταξιοδοτικό ταμείο από την υποχρέωση να ρευστοποιήσει, το 2009, ορισμένους τίτλους υπό δυσμενείς όρους.

109    Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα που στηρίζεται στα πρακτικά της συνεδριάσεως του διοικητικού συμβουλίου της SICAV της 3ης Δεκεμβρίου 2008, παρέλκει δε η εκτίμηση του παραδεκτού αυτού του αποδεικτικού μέσου.

110    Τρίτον, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η αξία των διαθεσίμων του συνταξιοδοτικού ταμείου ήταν περίπου 8 000 000 ευρώ κατά την 28η Φεβρουαρίου 2009 και όχι περίπου 5 000 000 ευρώ, όπως υποστηρίζει το Κοινοβούλιο (βλ. σκέψη 97 ανωτέρω). Συναφώς, αφενός, κατέθεσε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το πλήρες κείμενο της εκθέσεως επί της αξίας των περιουσιακών στοιχείων του συνταξιοδοτικού ταμείου κατά την 28η Φεβρουαρίου 2009 (στο εξής: έκθεση 02/2009), μέρη της οποίας αποτελούν οι εκθέσεις επί της ρευστότητας τις οποίες προσκόμισε το Κοινοβούλιο (βλ. σκέψη 97 ανωτέρω). Κατά την άποψή του, η έκθεση 02/2009 κάνει λόγο για την ύπαρξη διαθεσίμων της SICAV ύψους 6 921 988 ευρώ αντί των 3 869 848,69 ευρώ που αναγράφει η έκθεση την οποία κατέθεσε το Κοινοβούλιο. Αφετέρου, ο προσφεύγων περιέλαβε ως συνημμένο στις από 25 Μαΐου 2011 παρατηρήσεις του την ανταλλαγή ηλεκτρονικών μηνυμάτων κατά τον Μάρτιο του 2011. Το πρώτο ηλεκτρονικό μήνυμα απεστάλη στις 30 Μαρτίου 2011 από μέλος της επιτροπής επενδύσεων του συνταξιοδοτικού ταμείου προς τον διαχειριστή του συνταξιοδοτικού ταμείου και περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, το ακόλουθο χωρίο:

«Το συνολικό επίπεδο διαθεσίμων κατά τα τέλη του Φεβρουαρίου 2009 ήταν περίπου οκτώ εκατομμύρια ευρώ:

Διαθέσιμα Sicav 6 885 045 EΥΡΩ (που περιλαμβάνουν 3 869 848 ΕΥΡΩ (σελίδα 11 του πακέτου 2009 02 27 NAV)

Διαθέσιμα ASBL 1 172 163 EΥΡΩ».

111    Συναφώς, πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι έπρεπε να ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό των διαθεσίμων της SICAV το ποσό των 6 921 988 ευρώ που αναγράφεται στο τέλος της γραμμής «CASH amount» (ποσό διαθεσίμου) του πίνακα με τον υπέρτιτλο «Asset distribution» (κατανομή των στοιχείων του ενεργητικού) ο οποίος περιλαμβάνεται στην έκθεση 02/2009, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως παρατήρησε το Κοινοβούλιο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο αριθμός αυτός προφανώς δεν αφορά τα άμεσα διαθέσιμα της SICAV αλλά ποσά που κατείχε σε διάφορα νομίσματα σε επενδυτικούς λογαριασμούς και τα οποία, ως εκ τούτου, δεν ήσαν, στο σύνολό τους, άμεσα διαθέσιμα χωρίς την καταβολή εξόδων. Πράγματι, εάν άλλως είχαν τα πράγματα, θα έπρεπε να αναμένεται ότι τα ποσά αυτά θα περιλαμβάνονταν στην έκθεση περί των διαθεσίμων της SICAV, που αποτελεί μέρος της εκθέσεως 02/2009. Συνεπώς, πρέπει να θεωρηθεί, αντιθέτως, ότι το ποσό των 3 869 848,69 ευρώ που αναγράφεται στην έκθεση περί των διαθεσίμων της SICAV αποτελεί μέρος του ποσού των 6 921 988 ευρώ που αναγράφεται στο τέλος της γραμμής «CASH amount» του πίνακα με τον υπέρτιτλο «Asset distribution».

112    Δεύτερον, εάν η αξία των διαθεσίμων του ASBL ύψους 1 172 163 ευρώ, περί της οποίας γίνεται λόγος στο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 30ής Μαρτίου 2011, που παρατίθεται στη σκέψη 110 ανωτέρω, ανταποκρίνεται στην αξία που αναγράφεται στην έκθεση 02/2009, το ποσό των 6 885 045 ευρώ που παρατίθεται για τα διαθέσιμα της SICAV δεν ανταποκρίνεται σε κανένα από τα δεδομένα τα οποία περιλαμβάνει η έκθεση 02/2009. Δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν αμφισβήτησαν την ακρίβεια των αριθμών που περιλαμβάνει η έκθεση 02/2009, την οποία προσκόμισε ο προσφεύγων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, και ελλείψει οποιασδήποτε εξηγήσεως εκ μέρους του προσφεύγοντος ως προς τη βάση του υπολογισμού του ποσού των 6 885 045 ευρώ, καθώς και ως προς τον λόγο για τον οποίον ο αριθμός αυτός πρέπει να υπερισχύσει σε σχέση με τα δεδομένα της εκθέσεως 02/2009, τα πληροφοριακά στοιχεία που περιλαμβάνει το εν λόγω μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου δεν μπορούν να θέσουν εν αμφιβόλω τις διαπιστώσεις της σκέψεως 98 ανωτέρω ως προς την αξία των μέσων ρευστότητας του συνταξιοδοτικού ταμείου κατά την 28η Φεβρουαρίου 2009.

113    Τρίτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εν αντιθέσει προς όσα προβάλλει ο προσφεύγων στις παρατηρήσεις του της 25ης Μαΐου 2011, το ποσό των εισφορών που κατέβαλε το Κοινοβούλιο για τον Φεβρουάριο του 2009, καθώς και το ποσό των εισφορών των μελών του συνταξιοδοτικού ταμείου για τον μήνα αυτόν, περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο «Εισφορές» της εκθέσεως περί της ρευστότητας του ASBL η οποία αποτελεί μέρος της εκθέσεως 02/2009.

114    Συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα που στηρίζονται στην έκθεση 02/2009 και στα στοιχεία που παραθέτει ο προσφεύγων στο παράρτημα των παρατηρήσεών του της 25ης Μαΐου 2011, παρέλκει δε η εξέταση του παραδεκτού τους ως αποδεικτικών μέσων.

–       Επί της επιλογής του λιγότερου επαχθούς μέτρου

115    Τέλος, όσον αφορά την επιλογή του λιγότερου επαχθούς μέτρου, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι είναι αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας η κατάργηση κάθε δυνατότητας των ασφαλισμένων στο επικουρικό συνταξιοδοτικό καθεστώς να λαμβάνουν ένα μέρος της συντάξεώς τους υπό τη μορφή κεφαλαίου, ενώ θα μπορούσε ενδεχομένως να προβλεφθεί ο περιορισμός του ποσοστού της συντάξεως που μπορεί να κεφαλαιοποιηθεί προκαταβολικά ή εφ’ άπαξ.

116    Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι οι κατά προσέγγιση υπολογισμοί που παρατίθενται στη σκέψη 98 ανωτέρω προϋποθέτουν ότι το σύνολο των 105 πρώην βουλευτών που ήσαν ασφαλισμένοι στο επικουρικό συνταξιοδοτικό καθεστώς και είχαν τη δυνατότητα να υποβάλουν αίτηση συνταξιοδοτήσεως κατά το δεύτερο ήμισυ του 2009 θα επέλεγαν να εισπράξουν το μέγιστο ποσοστό, ήτοι 25 %, της συντάξεώς τους υπό τη μορφή κεφαλαίου. Συνεπώς, είναι αληθές ότι οι αριθμοί αυτοί αντιστοιχούσαν στη χειρίστη των υποθέσεων και ότι θα ήταν δυνατόν οι πραγματικές δαπάνες του ταμείου, κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2009, να είναι μικρότερες. Εντούτοις, η υπόθεση αυτή δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να αποκλεισθεί. Επιπλέον, στην οικονομική κατάσταση του συνταξιοδοτικού ταμείου, όπως αυτή περιγράφεται ανωτέρω, επιβαλλόταν η ανάληψη προσεκτικών ενεργειών που θα διαφύλασσαν στον μέγιστο δυνατό βαθμό τη βραχυπρόθεσμη ρευστότητα του ταμείου. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο εάν ληφθεί υπόψη το γεγονός, που επισημαίνεται στη σκέψη 100 ανωτέρω, ότι τα ληφθέντα μέτρα ήσαν πράγματι ανεπαρκή για την επίτευξη τριών εκ των τεσσάρων σκοπών των οποίων την επίτευξη αφορούσαν και, ιδίως, τον δεύτερο σκοπό που συνίστατο στην αποτροπή οποιωνδήποτε δημοσιονομικών συνεπειών επί των Ευρωπαίων φορολογουμένων. Στη συνάφεια αυτή, πρέπει να υπομνησθεί ότι η κατάργηση της καταβολής υπό τη μορφή κεφαλαίου ήταν ουδέτερη από αναλογιστικής απόψεως. Αντιθέτως, άλλα μέτρα τα οποία θα μπορούσαν να έχουν ληφθεί, όπως η μείωση των συντάξεων ή η αύξηση των εισφορών, που ασφαλώς θα μπορούσαν σε μεγαλύτερο βαθμό να προαγάγουν ή ακόμη και να επιτύχουν τους τρεις άλλους σκοπούς, θα συνεπάγονταν μείωση της αναλογιστικής αξίας των συντάξεων τις οποίες θα μπορούσαν οι ασφαλισμένοι να αναμένουν. Κατά συνέπεια, η κατάργηση των ειδικών τρόπων καταβολής και, ιδίως, η κατάργηση της δυνατότητας καταβολής ενός μέρους της συντάξεως υπό τη μορφή κεφαλαίου ήταν το λιγότερο επαχθές μέτρο για τους ασφαλισμένους στο επικουρικό συνταξιοδοτικό καθεστώς.

117    Συνεπώς, από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η κατάργηση της δυνατότητας της καταβολής της συντάξεως εν μέρει υπό τη μορφή κεφαλαίου ήταν σύμφωνη προς την αρχή της αναλογικότητας.

118    Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως που αφορά παράβαση του άρθρου 29 των ρυθμίσεων ΕΑΒ

119    Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι το Προεδρείο παρέβη το άρθρο 29 των ρυθμίσεων ΕΑΒ, καθό μέτρο δεν διαβουλεύθηκε με τον Γενικό Γραμματέα του Κοινοβουλίου και με το σώμα των κοσμητόρων του Κοινοβουλίου πριν από τη λήψη της αποφάσεως της 1ης Απριλίου 2009.

120    Εισαγωγικώς, πρέπει να υπομνησθεί το άρθρο 29 των ρυθμίσεων ΕΑΒ, το οποίο διευκρινίζει ότι «[ο]ι κοσμήτορες και ο γενικός γραμματέας μεριμνούν, βάσει των οδηγιών του προέδρου, για την ερμηνεία και την αυστηρή εφαρμογή [των ρυθμίσεων ΕΑΒ]».

121    Από τη διατύπωση αυτή συνάγεται σαφώς ότι το άρθρο 29 αφορά μόνον την ερμηνεία και την εφαρμογή των ρυθμίσεων ΕΑΒ και όχι την τροποποίησή τους. Εξάλλου, όπως τονίστηκε στη σκέψη 64 ανωτέρω, το Προεδρείο είχε τη δυνατότητα να τροποποιήσει τις ρυθμίσεις ΕΑΒ.

122    Επιπλέον, πρέπει να τονιστεί ότι, όπως προκύπτει από το έγγραφο του Γενικού Γραμματέα του Κοινοβουλίου της 1ης Απριλίου 2009, η απόφαση της 1ης Απριλίου 2009 ελήφθη από το Προεδρείο κατόπιν προτάσεως του εν λόγω Γενικού Γραμματέα και ότι, δυνάμει του άρθρου 21, παράγραφος 2, του εσωτερικού κανονισμού του Κοινοβουλίου, ως είχε κατά τον χρόνο των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υποθέσεως, οι κοσμήτορες μετέχουν στις συνεδριάσεις του Προεδρείου με συμβουλευτική ψήφο.

123    Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ο τρίτος λόγος ακυρώσεως του προσφεύγοντος.

 Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως που αφορά προσβολή της αρχής της καλής πίστεως κατά την εκτέλεση των συμβάσεων

124    Ο προσφεύγων, στηριζόμενος στην ύπαρξη συμβατικής σχέσεως μεταξύ αυτού και του Κοινοβουλίου, υποστηρίζει ότι οι αποφάσεις του Προεδρείου της 9ης Μαρτίου και της 1ης Απριλίου 2009 όχι μόνον έχουν καταπλεονεκτικό χαρακτήρα, αλλά ισοδυναμούν επίσης με λύση της συμβάσεως. Προσθέτει ότι, παρά τη συμβατική προέλευση των δικαιωμάτων του, το Γενικό Δικαστήριο εξακολουθεί να έχει τη δυνατότητα να εκτιμήσει τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως που αποτελεί αποσπαστή πράξη σε σχέση με τη σύμβαση που τον συνδέει προς το Κοινοβούλιο.

125    Αυτός ο λόγος ακυρώσεως εκκινεί από την παραδοχή ότι οι σχέσεις μεταξύ του προσφεύγοντος και του Κοινοβουλίου έχουν συμβατικό χαρακτήρα. Ωστόσο, όπως εξετέθη ανωτέρω στις σκέψεις 58 έως 61, οι σχέσεις αυτές εντάσσονται στο πλαίσιο της υπηρεσιακής σχέσεως που συνδέει τον προσφεύγοντα προς το Κοινοβούλιο και, ως εκ τούτου, εμπίπτουν στον τομέα των προνομιών δημόσιας εξουσίας που απολαύει το Κοινοβούλιο, προκειμένου να μπορεί να εκτελεί την αποστολή που του έχουν αναθέσει οι Συνθήκες.

126    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως.

127    Δεδομένου ότι απορρίφθηκε το σύνολο των λόγων ακυρώσεως που προέβαλε ο προσφεύγων προς στήριξη της ενστάσεώς του ελλείψεως νομιμότητας της αποφάσεως του Προεδρείου της 1ης Απριλίου 2009, πρέπει να απορριφθεί η εν λόγω ένσταση. Συνεπώς, η απόφαση της 1ης Απριλίου 2009 αποτελούσε ισχυρή νομική βάση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ως εκ τούτου, βάσει των προεκτεθέντων στη σκέψη 30 ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η προσφυγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

128    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι ο προσφεύγων ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, συμφώνως προς το σχετικό αίτημα του Κοινοβουλίου.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει τον John Robert Purvis στα δικαστικά έξοδα.

Pelikánová

Jürimäe

Van der Woude

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 18 Οκτωβρίου 2011.

Περιεχόμενα


Το νομικό πλαίσιο

Ιστορικό της διαφοράς

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

1.  Επί των συνεπειών της παρούσας αποφάσεως

2.  Επί της ουσίας

Επί της δομής των λόγων ακυρώσεως και της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας

Επί του περιεχομένου της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως

Επί του πρώτου σκέλους που αφορά προσβολή κεκτημένων δικαιωμάτων

Επί του δευτέρου σκέλους που αφορά προσβολή των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

–  Επί της αιτιάσεως περί προσβολής της αρχής της ασφάλειας δικαίου

–  Επί της αιτιάσεως περί προσβολής της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως που αφορά προσβολή των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας

Επί της αιτιάσεως περί προσβολής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

Επί της αιτιάσεως περί προσβολής της αρχής της αναλογικότητας

–  Επί της νομιμότητας του επιδιωκόμενου σκοπού

–  Επί του πρόσφορου χαρακτήρα των ληφθέντων μέτρων να επιτύχουν τον επιδιωκόμενο σκοπό

–  Επί της επιλογής του λιγότερου επαχθούς μέτρου

Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως που αφορά παράβαση του άρθρου 29 των ρυθμίσεων ΕΑΒ

Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως που αφορά προσβολή της αρχής της καλής πίστεως κατά την εκτέλεση των συμβάσεων

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.