Language of document :

Υπόθεση C-46/21 P

Οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας

κατά

Aquind Ltd

 Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 9ης Μαρτίου 2023

«Αίτηση αναιρέσεως – Ενέργεια – Κανονισμός (ΕΚ) 714/2009 – Άρθρο 17 – Αίτημα απαλλαγής σχετικά με ηλεκτρικές γραμμές διασυνδέσεως – Απορριπτική απόφαση του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας (ACER) – Κανονισμός (ΕΚ) 713/2009 – Άρθρο 19 – Συμβούλιο προσφυγών του ACER – Ένταση του ελέγχου»

Οργανισμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Οργανισμός για τη Συνεργασία των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας (ACER) – Διαδικασία προσφυγής – Προσφυγή ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών του ACER – Προσφυγή κατά αποφάσεως του ACER περί απορρίψεως αιτήματος απαλλαγής σχετικά με τις νέες ηλεκτρικές γραμμές διασυνδέσεως – Έκταση του ελέγχου – Εκτίμηση περίπλοκων πραγματικών στοιχείων τεχνικής και οικονομικής φύσεως – Έλεγχος νομιμότητας ο οποίος δεν περιορίζεται στην εξέταση της υπάρξεως πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως

(Κανονισμοί του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 713/2009, άρθρα 18 § 1, και 19, και 714/2009, άρθρο 17 § 1)

(βλ. σκέψεις 55-72)

Σύνοψη

Η εταιρία Aquind Ltd είναι ο φορέας υλοποιήσεως ενός έργου ηλεκτρικής γραμμής διασυνδέσεως η οποία συνδέει τα βρετανικά και τα γαλλικά δίκτυα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Για τους σκοπούς του έργου αυτού, η Aquind Ltd υπέβαλε, ενώπιον της γαλλικής και της βρετανικής ρυθμιστικής αρχής, αίτημα απαλλαγής σχετικά με τις νέες ηλεκτρικές γραμμές διασυνδέσεως βάσει του άρθρου 17 του κανονισμού 714/2009 σχετικά με τους όρους πρόσβασης στο δίκτυο για τις διασυνοριακές ανταλλαγές ηλεκτρικής ενεργείας (1).

Oι εθνικές ρυθμιστικές αρχές δεν κατέληξαν σε συμφωνία επί του εν λόγω αιτήματος, εν συνεχεία δε ο Οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας (ACER) απέρριψε το αίτημα απαλλαγής (2) με την αιτιολογία ότι η Aquind Ltd δεν πληρούσε την προϋπόθεση κατά την οποία ο βαθμός κινδύνου της επενδύσεως για τη νέα γραμμή διασυνδέσεως πρέπει να είναι τέτοιος που η επένδυση να μπορεί να γίνει μόνο εφόσον χορηγηθεί απαλλαγή (στο εξής: απόφαση του ACER).

Κατόπιν προσφυγής που άσκησε η Aquind Ltd, η απόφαση του ACER επικυρώθηκε από το συμβούλιο προσφυγών του ACER (3) (στο εξής: συμβούλιο προσφυγών). Ως εκ τούτου, η Aquind Ltd άσκησε προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου περί ακυρώσεως της αποφάσεως του συμβουλίου προσφυγών, η οποία έγινε δεκτή με απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2020, Aquind κατά ACER (4). Με την ανωτέρω απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε μεταξύ άλλων ότι το συμβούλιο προσφυγών είχε υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο περιορίζοντας τον έλεγχό του επί της αποφάσεως του ACER στην ύπαρξη τυχόν πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως.

Κατόπιν αναιρέσεως που άσκησε ο ACER, το Δικαστήριο επικυρώνει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, παρέχοντας συγχρόνως διευκρινίσεις ως προς την ένταση του ελέγχου που οφείλει να ασκεί το συμβούλιο προσφυγών επί των αποφάσεων του ACER σχετικά με τα αιτήματα απαλλαγής.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Προκαταρκτικώς, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, για την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, το γράμμα της και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αυτή αποτελεί μέρος.

Κατά πρώτον, όσον αφορά το γράμμα του κανονισμού για την ίδρυση του ACER, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι από τις διατάξεις του σχετικά με τη σύνθεση, την οργάνωση και τις εξουσίες του συμβουλίου προσφυγών (5) δεν προκύπτει ρητώς ότι ο έλεγχος του εν λόγω συμβουλίου επί των αποφάσεων του ACER που προϋποθέτουν εκτιμήσεις επί περίπλοκων οικονομικών και τεχνικών ζητημάτων περιορίζεται οπωσδήποτε στον έλεγχο περί υπάρξεως πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως.

Κατά δεύτερον, όσον αφορά τους σκοπούς που επιδιώκονται με τη σύσταση του συμβουλίου προσφυγών, διαπιστώνεται ότι η σύστασή του εντάσσεται σε μια σφαιρική προσέγγιση, την οποία προέκρινε ο νομοθέτης της Ένωσης, με σκοπό τη θέσπιση εντός των οργανισμών της Ένωσης οργάνων προσφυγής οσάκις στους οργανισμούς αυτούς έχει ανατεθεί εξουσία λήψεως αποφάσεως επί περίπλοκων τεχνικών ή επιστημονικών ζητημάτων η οποία μπορεί να επηρεάσει άμεσα τη νομική κατάσταση των ενδιαφερομένων. Μολονότι τα διάφορα αυτά όργανα προσφυγής παρουσιάζουν ορισμένες διαφορές ως προς τη δομή, τη λειτουργία και τις εξουσίες τους, εντούτοις διαθέτουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά.

Πράγματι, πρώτον, τα εν λόγω όργανα προσφυγής, τα οποία αποτελούν όργανα διοικητικής επανεξετάσεως, εσωτερικά των οργανισμών, διαθέτουν ορισμένο βαθμό ανεξαρτησίας, επιτελούν οιονεί δικαστικό έργο μέσω κατ’ αντιπαράσταση διαδικασιών και απαρτίζονται από νομικούς και τεχνικούς εμπειρογνώμονες, όπερ ενισχύει την ικανότητά τους να κρίνουν προσφυγές κατά αποφάσεων με έντονο συνήθως τεχνικό χαρακτήρα. Δεύτερον, προσφυγή ενώπιόν τους μπορούν να ασκήσουν οι αποδέκτες των αποφάσεων των οργανισμών στους οποίους υπάγονται, καθώς και τα φυσικά και νομικά πρόσωπα τα οποία οι εν λόγω αποφάσεις αφορούν άμεσα και ατομικά. Τρίτον, αποτελούν έναν ταχύ, προσιτό, εξειδικευμένο και ολιγοδάπανο μηχανισμό για την προστασία των δικαιωμάτων των αποδεκτών των εν λόγω αποφάσεων και των προσώπων τα οποία αυτές αφορούν.

Όσον αφορά το συμβούλιο προσφυγών, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι, σύμφωνα με τη διαδικασία που εφαρμόζεται ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων των εθνικών ρυθμιστικών αρχών, δύναται να προσβάλει απόφαση του ACER η οποία απευθύνεται σε αυτό ή απόφαση η οποία αφορά άμεσα και προσωπικά το συγκεκριμένο πρόσωπο, χωρίς η εν λόγω προσφυγή να υπόκειται σε περαιτέρω προϋποθέσεις παραδεκτού. Όσον αφορά τη σύνθεσή του, το συμβούλιο προσφυγών απαρτίζεται από μέλη τα οποία πρέπει να διαθέτουν προηγούμενη πείρα στον τομέα της ενέργειας και, επομένως, διαθέτει την αναγκαία εμπειρογνωμοσύνη ώστε να μπορεί να προβαίνει το ίδιο σε πλήρη έλεγχο των περίπλοκων εκτιμήσεων τεχνικής και οικονομικής φύσεως που περιλαμβάνονται στις αποφάσεις του ACER.

Συναφώς, η ύπαρξη διαφορών μεταξύ του συμβουλίου προσφυγών του ACER και άλλων συμβουλίων προσφυγών, όπως αυτό του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων (ECHA), από απόψεως σκοπών, διαδικασίας, προθεσμιών και εργασιακού καθεστώτος του προσωπικού, ουδόλως ασκεί επιρροή επί της εντάσεως του ελέγχου τον οποίον υποχρεούται να διενεργήσει το συμβούλιο προσφυγών.

Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο επιβεβαιώνει το συμπέρασμα του Γενικού Δικαστηρίου ότι η νομολογία σχετικά με τον περιορισμένο χαρακτήρα του ελέγχου τον οποίον ασκεί ο δικαστής της Ένωσης στις περίπλοκες εκτιμήσεις τεχνικής, επιστημονικής και οικονομικής φύσεως δεν έχει εφαρμογή στα όργανα προσφυγής των οργανισμών της Ένωσης. Συγκεκριμένα, τυχόν περιορισμένος έλεγχος εκ μέρους του συμβουλίου προσφυγών επί των εκτιμήσεων τεχνικής και οικονομικής φύσεως θα είχε ως συνέπεια ο δικαστής της Ένωσης να ασκεί περιορισμένο έλεγχο επί αποφάσεως η οποία θα ήταν και η ίδια προϊόν περιορισμένου ελέγχου. Πλην όμως, ένα σύστημα «περιορισμένου ελέγχου επί περιορισμένου ελέγχου» δεν παρέχει τις εγγυήσεις αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας της οποίας πρέπει να απολαύουν οι επιχειρήσεις των οποίων απορρίφθηκε το αίτημα απαλλαγής.

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των εκτιμήσεων αυτών, το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το συμβούλιο προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι, στην περίπτωση των εκτιμήσεων τεχνικού ή περίπλοκου χαρακτήρα, μπορούσε να αρκεστεί στη διαπίστωση του κατά πόσον ο ACER είχε υποπέσει σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως.


1      Κανονισμός (ΕΚ) 714/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους όρους πρόσβασης στο δίκτυο για τις διασυνοριακές ανταλλαγές ηλεκτρικής ενεργείας και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1228/2003 (ΕΕ 2009, L 211, σ. 15)


2      Απόφαση 05/2018 του ACER, της 19ης Ιουνίου 2018.


3      Απόφαση A‑001‑2018 του συμβουλίου προσφυγών του ACER, της 17ης Οκτωβρίου 2018.


4      Απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2020, Aquind κατά ACER (T-735/18, EU:T:2020:542).


5      Άρθρα 18 και 19 του κανονισμού (ΕΚ) 713/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για την ίδρυση Οργανισμού Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενεργείας (ΕΕ 2009, L 211, σ. 1).