Language of document : ECLI:EU:F:2012:144

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

της 23ης Οκτωβρίου 2012 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Αναπομπή στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης κατόπιν αναιρέσεως – Άρση της ασυλίας υπαλλήλων κοινοτικού οργάνου για όσα αναπτύσσουν προφορικώς ή εγγράφως στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας – Διορισμός σε θέση προϊσταμένου μονάδας – Απόρριψη υποψηφιότητας – Προσφυγή ακυρώσεως – Έννομο συμφέρον του απορριφθέντος υποψηφίου – Δεδικασμένο – Διαδικαστική πλημμέλεια – Στάθμιση των εμπλεκομένων συμφερόντων – Αγωγή αποζημιώσεως – Ηθική βλάβη οφειλόμενη σε παρατυπία»

Στην υπόθεση F‑44/05 RENV,

με αντικείμενο την αναπομπή προσφυγής-αγωγής αρχικώς ασκηθείσας δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ,

Guido Strack, πρώην μόνιμος υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κάτοικος Κολωνίας (Γερμανία), εκπροσωπούμενος από τους N. A. Lödler και H. Tettenborn, δικηγόρους,

προσφεύγων-ενάγων,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους H. Krämer και B. Eggers,

καθής-εναγομένης,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. I. Rofes i Pujol, πρόεδρο, I. Boruta (εισηγήτρια) και K. Bradley, δικαστές,

γραμματέας: W. Hakenberg

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 19ης Ιανουαρίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        H υπό κρίση προσφυγή αναπέμφθηκε στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης με απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 9ης Δεκεμβρίου 2010, T‑526/08 P, Επιτροπή κατά Strack (στο εξής: απόφαση περί αναπομπής), που αναίρεσε εν μέρει την απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 25ης Σεπτεμβρίου 2008, F‑44/05, Strack κατά Επιτροπής (στο εξής: απόφαση Strack κατά Επιτροπής), που εκδόθηκε επί της προσφυγής-αγωγής με την οποία ο G. Strack ζητούσε την ακύρωση της αποφάσεως της Υπηρεσίας Επισήμων Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων περί απορρίψεως της υποψηφιότητάς του για τη θέση προϊσταμένου της μονάδας «Προκηρύξεις διαγωνισμών και συμβάσεις» (A 5/A 4) της εν λόγω Υπηρεσίας (στο εξής: επίμαχη θέση) και της αποφάσεως διορισμού του A στην επίμαχη θέση, καθώς και την καταδίκη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υποστηρίζει ότι υπέστη.

 Το νομικό πλαίσιο

 Διατάξεις που αφορούν την Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων

2        Το άρθρο 1 της αποφάσεως 2000/459/ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου, της Επιτροπής, του Δικαστηρίου, του Ελεγκτικού Συνεδρίου, της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής και της Επιτροπής των Περιφερειών, της 20ής Ιουλίου 2000, σχετικά με την οργάνωση και τη λειτουργία της Υπηρεσίας Επισήμων Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 183, σ. 12), προβλέπει ότι η Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων «έχει ως αντικείμενο εργασίας την εξασφάλιση, υπό τους καλύτερους δυνατούς τεχνικούς και οικονομικούς όρους και υπό την ευθύνη των θεσμικών οργάνων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της έκδοσης των δημοσιεύσεων αυτών των οργάνων και των υπηρεσιών τους».

3        Στο άρθρο 6 της αποφάσεως 2000/459 ορίζονται τα εξής:

«1.      Οι αρμοδιότητες της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής ασκούνται από την Επιτροπή όσον αφορά τους μόνιμους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό των βαθμών Α 1, Α 2, Α 3 και LA 3, υπό τους όρους που εκτίθενται κατωτέρω.

[…]

2.      Οι αρμοδιότητες της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής ασκούνται από την Επιτροπή όσον αφορά τους μόνιμους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό που δεν εμπίπτουν στην παράγραφο 1. Μπορεί δε να μεταβιβάζει τις αρμοδιότητες αυτές [στον] διευθυντή της Υπηρεσίας.

[…]

3.      Οι διοικητικές διαδικασίες που αφορούν τις πράξεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 καθώς και την τρέχουσα διαχείριση του προσωπικού, ιδίως σε ζητήματα συνταξιοδότησης, ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, εργατικών ατυχημάτων, μισθοδοσίας και αδειών, διεκπεραιώνονται υπό τους ίδιους όρους που ισχύουν για το προσωπικό της Επιτροπής που υπηρετεί στο Λουξεμβούργο [(Λουξεμβούργο)].

[…]»

 Διατάξεις που διέπουν τη διαδικασία πληρώσεως κενών θέσεων

4        Σε ανακοίνωση της 22ας Δεκεμβρίου 2000 [SEC(2000) 2305/5], που φέρει τον τίτλο «Αξιολόγηση, επιλογή και διορισμός του ανώτερου στελεχιακού δυναμικού της Επιτροπής», η Γενική Γραμματεία της Επιτροπής διατύπωσε προτάσεις για την τροποποίηση της συνθέσεως, της θητείας και της διαδικασίας των συμβουλευτικών επιτροπών.

5        Το άρθρο 2, παράγραφος 3, της αποφάσεως που εξέδωσε η Επιτροπή, στις 28 Απριλίου 2004, σχετικά με τα στελέχη μέσου επιπέδου, η οποία δημοσιεύθηκε στις Διοικητικές Πληροφορίες αριθ. 73/2004 της 23ης Ιουνίου 2004 (στο εξής: απόφαση της 28ης Απριλίου 2004), προβλέπει ότι «για την πλήρωση θέσεως δυνάμει του άρθρου 29 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως [των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης], πλην των ειδικών περιπτώσεων που απαριθμούνται στους προβλεπόμενους στο άρθρο 16, παράγραφος 2, λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής, ο οικείος γενικός διευθυντής διορίζει επιτροπή προεπιλογής, που απαρτίζεται από τουλάχιστον τρία μέλη βαθμού και καθηκόντων ίσου ή ανώτερου επιπέδου σε σχέση με αυτό της προς πλήρωση θέσεως, το ένα εκ των οποίων προέρχεται από άλλη Γενική Διεύθυνση».

6        Το άρθρο 16 της αποφάσεως της 28ης Απριλίου 2004 προβλέπει ότι η εν λόγω απόφαση καταργεί και αντικαθιστά την προαναφερθείσα ανακοίνωση της 22α Δεκεμβρίου 2000 όσον αφορά τις διατάξεις περί των στελεχών μέσου επιπέδου. Σύμφωνα με το άρθρο 17 της αποφάσεως της 28ης Απριλίου 2004, η απόφαση αυτή τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαΐου 2004.

7        Η Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων διαθέτει εγκύκλιο περί της διαδικασίας προσλήψεως των προϊσταμένων μονάδας (A 5/A 4). Η εγκύκλιος αυτή, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών, περιγράφει λεπτομερώς την εξέλιξη της διαδικασίας ως εξής:

«1.      Προετοιμασία της προκηρύξεως κενής θέσεως.

2.      Δημοσίευση σε όλα τα θεσμικά όργανα της προκηρύξεως κενής θέσεως που εξέδωσε ο [δ]ιευθυντής της Υπηρεσίας Επισήμων Εκδόσεων. Η προκήρυξη θα πρέπει να περιέχει ακριβή περιγραφή των χαρακτηριστικών της προς πλήρωση θέσεως και των αντίστοιχων καθηκόντων. Οι δηλώσεις υποψηφιότητας αποστέλλονται απευθείας στην Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων.

3.      Διορισμός εισηγητή από τη [γ]ενική διεύθυνση “Προσωπικό και [δ]ιοίκηση” [...] της Επιτροπής.

4.      Ο [δ]ιευθυντής της Υπηρεσίας [Επισήμων Εκδόσεων] διορίζει [τρεις] προϊσταμένους μονάδας για να απαρτίσουν [επιτροπή] προεπιλογής.

5.      Η [επιτροπή] προεπιλογής:

α)      εξετάζει τις υποψηφιότητες (επιλεξιμότητα βάσει του ΚΥΚ),

β)      προβαίνει, κατόπιν συνεντεύξεως, σε εκτίμηση των υποψηφίων βάσει δέσμης προκαθορισμένων κριτηρίων εκτιμήσεως και

γ)      συντάσσει λεπτομερή και αιτιολογημένη έκθεση (προσόντα, αδυναμίες και κενά κάθε υποψηφίου) και αλφαβητικό [κατάλογο επιλεγέντων υποψηφίων] που διαβιβάζονται στον [δ]ιευθυντή της Υπηρεσίας [Επισήμων Εκδόσεων] και στον εισηγητή.

6.      Εντός προθεσμίας [πέντε] εργασίμων ημερών από της λήψεως της εκθέσεως της [επιτροπής] προεπιλογής, ο εισηγητής υποβάλλει στον [δ]ιευθυντή της Υπηρεσίας [Επισήμων Εκδόσεων] την γνώμη του επί της εκθέσεως.

(Λαμβάνοντας υπόψη τη γνώμη του εισηγητή, ο [δ]ιευθυντής της Υπηρεσίας [Επισήμων Εκδόσεων] μπορεί, ενδεχομένως, να επαναλάβει τη διαδικασία από το στάδιο 5.)

7. Ο [δ]ιευθυντής της Υπηρεσίας [Επισήμων Εκδόσεων] διεξάγει συνέντευξη με τους υποψηφίους που περιλαμβάνονται στον [κατάλογο των επιλεγέντων υποψηφίων] καθώς και με όποιον άλλο υποψήφιο επιθυμεί. Μπορεί να επικουρείται από τους προϊσταμένους μονάδας ή τους διευθυντές που ο ίδιος ορίζει. Ο εισηγητής συμμετέχει στις εν λόγω συνεντεύξεις.

8.      [Κατόπιν των] εν λόγω συνεντεύξεων συντάσσονται πρακτικά και διαβιβάζονται στη [Γενική Διεύθυνση “Προσωπικό και Διοίκηση”] και στον εισηγητή.

9.      Η [Γενική Διεύθυνση “Προσωπικό και Διοίκηση”] υποβάλλει εγγράφως το ζήτημα στη συμβουλευτική επιτροπή διορισμών (ΣΕΔ) και διαβιβάζει την εκδοθείσα από τη ΣΕΔ γνώμη στον [δ]ιευθυντή της Υπηρεσίας [Επισήμων Εκδόσεων].

10.      Ο [δ]ιευθυντής της Υπηρεσίας [Επισήμων Εκδόσεων] αποφασίζει βάσει της εκθέσεως της [επιτροπής] προεπιλογής, της γνώμης του εισηγητή, των πρακτικών που συντάσσει ο [δ]ιευθυντής της Υπηρεσίας [Επισήμων Εκδόσεων] κατόπιν των συνεντεύξεων ([στάδιο 7]) και της γνώμης της ΣΕΔ.

11.      Η [Γενική Διεύθυνση “Προσωπικό και Διοίκηση”] ετοιμάζει την πράξη διορισμού.

12.      Η πράξη διορισμού υπογράφεται από τον [δ]ιευθυντή της Υπηρεσίας [Επισήμων Εκδόσεων] ως [αρμόδια για τους διορισμούς αρχή].»

 Διατάξεις που διέπουν τη συνταξιοδότηση και τη χορήγηση επιδόματος αναπηρίας

8        Ο Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) 723/2004 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 2004, τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαΐου 2004 (στο εξής: ΚΥΚ ή νέος ΚΥΚ). Οι διατάξεις αυτές αντικατέστησαν τις εφαρμοστέες μέχρι την 30ή Απριλίου 2004 διατάξεις (στο εξής: προϊσχύσας ΚΥΚ). Το άρθρο 53 του ΚΥΚ ορίζει ότι «[ο] υπάλληλος για τον οποίο η επιτροπή αναπηρίας κρίνει ότι πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 78 συνταξιοδοτείται αυτοδικαίως την τελευταία ημέρα του μήνα κατά τον οποίο διαπιστώνεται με απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής η οριστική ανικανότητα του υπαλλήλου να ασκεί τα καθήκοντά του».

9        Το άρθρο 78 του ΚΥΚ ορίζει τα εξής:

«Σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στα άρθρα 13 έως 16 του Παραρτήματος VIII, ο υπάλληλος δικαιούται επιδόματος αναπηρίας, αν υποστεί μόνιμη αναπηρία, θεωρούμενη ως ολική και η οποία τον θέτει σε αδυναμία εκτελέσεως των καθηκόντων που αντιστοιχούν σε θέση της ομάδας καθηκόντων του.

Το άρθρο 52 εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στους δικαιούχους επιδόματος αναπηρίας. Εάν ο δικαιούχος επιδόματος αναπηρίας συνταξιοδοτηθεί πριν από το 65o έτος της ηλικίας του χωρίς να έχει φθάσει στο ανώτατο ποσοστό συντάξεως, εφαρμόζονται οι γενικοί κανόνες της συντάξεως λόγω αρχαιότητας. Το ύψος της σύνταξης αρχαιότητας καθορίζεται με βάση τον μισθό που αντιστοιχεί στο βαθμό και το κλιμάκιο που κατείχε ο υπάλληλος όταν κατέστη ανάπηρος.

Το επίδομα αναπηρίας ισούται με το 70 % του τελευταίου βασικού μισθού του υπαλλήλου. […]

Εφόσον η αναπηρία προέρχεται […] από επαγγελματική ασθένεια […], το επίδομα αναπηρίας δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το 120 % του ελάχιστου ορίου διαβίωσης. Επιπλέον, στις περιπτώσεις αυτές, η εισφορά στο σύστημα συνταξιοδοτήσεως βαρύνει εξ ολοκλήρου τον προϋπολογισμό του οργάνου ή του οργανισμού που αναφέρονται στο άρθρο 1β.»

10      Κατά το άρθρο 13 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ:

«Με την επιφύλαξη των διατάξεων του […] άρθρου 1, παράγραφος 1, ο υπάλληλος ηλικίας κάτω των 65 ετών, ο οποίος στο διάστημα της περιόδου, κατά τη διάρκεια της οποίας αποκτούσε δικαιώματα προς σύνταξη, κρίνεται από την επιτροπή αναπηρίας ότι έχει προσβληθεί από διαρκή αναπηρία που θεωρείται ως ολική και τον καθιστά ανίκανο για την άσκηση καθηκόντων αντιστοίχων προς κάποια θέση της σταδιοδρομίας του και ο οποίος γι’ αυτό το λόγο, υποχρεώνεται να αναστείλει την υπηρεσία του […], δικαιούται όσο χρόνο διαρκεί αυτή η ανικανότητα του επιδόματος αναπηρίας που αναφέρεται στο άρθρο 78 του κανονισμού.

2.      […]

Ο δικαιούχος επιδόματος υποχρεούται να υποβάλλει, κατόπιν αιτήματος, τα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία που, ενδεχομένως, θα του ζητηθούν και να κοινοποιεί στο όργανο στο οποίο ανήκει κάθε στοιχείο ικανό να μεταβάλει το εν λόγω δικαίωμα επί του επιδόματος.»

11      Κατά το άρθρο 14, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ:

«Το δικαίωμα επιδόματος αναπηρίας γεννάται από την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα που ακολουθεί τη συνταξιοδότηση που γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 53 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Όταν ο πρώην υπάλληλος παύει να πληροί τις προϋποθέσεις επιδόματος αναπηρίας, επαναφέρεται υποχρεωτικά στην πρώτη κενή θέση της κατηγορίας ή του κλάδου που δημιουργείται και που αντιστοιχεί στη σταδιοδρομία του, με τον όρο ότι έχει τα απαιτούμενα προσόντα για την εν λόγω θέση. Αν αρνηθεί τη θέση που του προσφέρεται, διατηρεί το δικαίωμα επαναφοράς του σε θέση της κατηγορίας ή του κλάδου του, όταν δημιουργηθεί παρόμοια κενή θέση και με τον όρο ότι έχει τα απαιτούμενα για αυτή προσόντα. Σε περίπτωση δεύτερης αρνήσεως, δύναται να παυθεί.»

12      Το άρθρο 15 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ ορίζει ότι «[ό]σο ο πρώην υπάλληλος που απολαύει επιδόματος αναπηρίας δεν έχει συμπληρώσει την ηλικία των 63 ετών, το όργανο δύναται να τον υποβάλλει περιοδικά σε εξέταση, για να βεβαιώνεται ότι συγκεντρώνει πάντοτε τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να τύχει αυτού του επιδόματος».

 Λοιπές εφαρμοστέες διατάξεις

13      Το άρθρο 3 του ΚΥΚ ορίζει τα εξής:

«Η πράξη διορισμού του υπαλλήλου ορίζει την ημερομηνία κατά την οποία ο διορισμός αυτός αρχίζει να ισχύει. Σε καμία περίπτωση η ημερομηνία αυτή δεν δύναται να προηγείται της ημερομηνίας αναλήψεως των καθηκόντων του ενδιαφερομένου.»

14      Το άρθρο 30 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης προβλέπει τα εξής:

«1.      Οι εκπρόσωποι των διαδίκων που εμφανίζονται ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ ή ενώπιον δικαστικής αρχής που ενεργεί κατόπιν σχετικής εντολής του απολαύουν ασυλίας για όσα αναπτύσσουν προφορικώς ή εγγράφως σχετικά με την υπόθεση ή τους διαδίκους.

2.      Οι εκπρόσωποι των διαδίκων απολαύουν επίσης των εξής προνομίων και διευκολύνσεων:

α)      τα σχετικά με τη διαδικασία έγγραφα δεν υπόκεινται σε έρευνα και κατάσχεση. Σε περίπτωση αμφισβητήσεως, τα τελωνειακά ή αστυνομικά όργανα μπορούν να σφραγίζουν τα εν λόγω έγγραφα, τα οποία διαβιβάζονται αμέσως στο Δικαστήριο ΔΔ για εξακρίβωση παρουσία του γραμματέα και του ενδιαφερομένου·

β)      στους εκπροσώπους των διαδίκων χορηγείται το συνάλλαγμα που είναι αναγκαίο για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους·

γ)      οι εκπρόσωποι των διαδίκων δεν υπόκεινται σε περιορισμούς στις μετακινήσεις τους, κατά το μέτρο που είναι αναγκαίο για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους.

3.      Τα προνόμια, οι ασυλίες και οι διευκολύνσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 χορηγούνται αποκλειστικά για την απρόσκοπτη διεξαγωγή της δίκης.

4.      Το Δικαστήριο ΔΔ δύναται να αίρει την ασυλία, όταν εκτιμά ότι η άρση αυτή δεν παραβλάπτει την απρόσκοπτη διεξαγωγή της δίκης.»

 Τα πραγματικά περιστατικά και η διαδικασία

 Ιστορικό της διαφοράς

15      Ο προσφεύγων-ενάγων (στο εξής: προσφεύγων) ανέλαβε υπηρεσία ως υπάλληλος της Επιτροπής την 1η Σεπτεμβρίου 1995 και από της ημερομηνίας αυτής διορίστηκε στην Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων. Την 1η Ιανουαρίου 2001, προήχθη στον βαθμό Α 6 (ήτοι, κατόπιν της ενάρξεως ισχύος του νέου ΚΥΚ, από 1ης Μαΐου 2004, A*10, ακολούθως, από 1ης Μαΐου 2006, AD 10). Την 1η Απριλίου 2002 ο προσφεύγων έφυγε από την Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων για να εργαστεί στη μονάδα C 4 της Γενικής Διεύθυνσης (ΓΔ) «Επιχειρήσεις» της Επιτροπής. Από τις 16 Φεβρουαρίου 2003 ο προσφεύγων τοποθετήθηκε στη Eurostat (Στατιστική Υπηρεσία).

16      Στις 25 Μαρτίου 2004, η Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων δημοσίευσε την προκήρυξη κενής θέσεως COM/A/057/04 προς πλήρωση της επίμαχης θέσεως (στο εξής: προκήρυξη κενής θέσεως).

17      Το κεφάλαιο III της προκηρύξεως κενής θέσεως, που έφερε τον τίτλο «Υποψηφιότητες», όριζε τα εξής:

«[…]

Οι προακτέοι υπάλληλοι των θεσμικών οργάνων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με βαθμό A 4, A 5, ή A 6, οι οποίοι θεωρούν ότι διαθέτουν τα απαιτούμενα προσόντα, μπορούν να υποβάλουν υποψηφιότητα για την εν λόγω θέση.

[…]»

18      Στο κεφάλαιο IV της προκηρύξεως κενής θέσεως, που φέρει τον τίτλο «Διαδικασία επιλογής», προβλεπόταν ότι «[ο]ι υποψήφιοι θα εξετα[στούν] από [επιτροπή] επιλογής που […] θα καταρτίσει [πίνακα επιλεγέντων] υποψηφίων, οι οποίοι θα κλη[θούν] για συνέντευξη».

19      Στις 31 Μαρτίου 2004, η Β διορίστηκε εισηγήτρια για τη διαδικασία πληρώσεως της επίμαχης θέσεως.

20      Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 15ης Απριλίου 2004, ο προσφεύγων υπέβαλε υποψηφιότητα για την επίμαχη θέση.

21      Με σημείωμα της 7ης Ιουνίου 2004, ο προσφεύγων κλήθηκε σε συνέντευξη με τα μέλη της επιτροπής προεπιλογής που πραγματοποιήθηκε στις 21 Ιουνίου 2004. Η επιτροπή αυτή απαρτιζόταν από τον C, διευθυντή στην Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων, και τους D και E, προϊσταμένους μονάδας στην Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων, ενώ τον διοικητικό συντονισμό είχε αναλάβει ο E.

22      Σε σημείωμα της επιτροπής προεπιλογής της 25ης Ιουνίου 2004 διευκρινίζεται μεταξύ άλλων ότι, μολονότι όλοι οι υποψήφιοι ήταν επιλέξιμοι σύμφωνα με τον ΚΥΚ, μόνον επτά εξ αυτών συμμετείχαν σε συνεντεύξεις με την επιτροπή προεπιλογής. Στο ίδιο σημείωμα αναφέρονται, με αλφαβητική σειρά, τα ονόματα που περιλαμβάνονται στον πίνακα επιλεγέντων υποψηφίων που συνετάγη μετά τις συνεντεύξεις: A, F, G και H. Τρεις από τους υποψηφίους αυτούς κατείχαν κατά τον χρόνο εκείνο τον βαθμό A 5 και ένας υποψήφιος κατείχε τον βαθμό A 4.

23      Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 5ης Ιουλίου 2004, ο προσφεύγων ζήτησε από τον Ε ενημέρωση σχετικά με την πρόοδο της διαδικασίας επιλογής. Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 6ης Ιουλίου 2004, ο E τον ενημέρωσε ότι δεν ήταν δυνατόν να κοινοποιηθεί καμία πληροφορία προτού περατωθεί η διαδικασία επιλογής.

24      Στις 13 Ιουλίου 2004 ο γενικός διευθυντής της Υπηρεσίας Επισήμων Εκδόσεων, υπό την ιδιότητα της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής (στο εξής: ΑΔΑ), επικουρούμενος από την Β, διεξήγαγε συνέντευξη με τους τέσσερις υποψηφίους που περιλαμβάνονταν στον κατάλογο επιλεγέντων υποψηφίων. Την ίδια ημερομηνία, κατόπιν των συνεντεύξεων αυτών, ο γενικός διευθυντής της Υπηρεσίας Επισήμων Εκδόσεων επέλεξε τον Α.

25      Στην έκθεση της 15ης Ιουλίου 2004, που φέρει την υπογραφή της ΑΔΑ και της Β και τιτλοφορείται «Έ[κθεση της ΑΔΑ κατόπιν των συνεντεύξεων με τους υποψηφίους που επέλεξε η επιτροπή προεπιλογής]», αναφέρεται ότι ο A «είναι ο υποψήφιος με τα περισσότερα εχέγγυα για την καλή λειτουργία [της] μονάδας».

26      Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 7ης Σεπτεμβρίου 2004, ο προσφεύγων ζήτησε εκ νέου από τον Ε ενημέρωση σχετικά με την πρόοδο της διαδικασίας επιλογής. Το μήνυμα αυτό παρέμεινε αναπάντητο. Ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι επανέλαβε, για τελευταία φορά, το αίτημά του με ηλεκτρονικό μήνυμα της 18ης Νοεμβρίου 2004. Η διοίκηση δεν απάντησε στο αίτημα αυτό.

27      Στις 22 Νοεμβρίου 2004, ο προσφεύγων επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τον Ε. Ο Ε τον ενημέρωσε ότι η διαδικασία επιλογής είχε περατωθεί πριν από αρκετό διάστημα, αλλά η διοίκηση είχε παραλείψει να ενημερώσει σχετικά τους υποψήφιους που απορρίφθηκαν.

28      Στις 24 Νοεμβρίου 2004, ο προσφεύγων έλαβε έγγραφη ειδοποίηση που έφερε ημερομηνία 19 Νοεμβρίου 2004, με την οποία η Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων τον ενημέρωνε ότι η υποψηφιότητά του είχε απορριφθεί.

29      Στις 26 Νοεμβρίου 2004, ο προσφεύγων υπέβαλε διοικητική ένσταση κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ ζητώντας, αφενός, την ακύρωση της αποφάσεως της ΑΔΑ περί διορισμού του Α στην επίμαχη θέση και της αποφάσεως περί απορρίψεως της δικής του υποψηφιότητας για την εν λόγω θέση και, αφετέρου, την επιδίκαση αποζημιώσεως για την αποκατάσταση της ζημίας που φέρεται ότι υπέστη λόγω του παράνομου διορισμού του Α και της καθυστερημένης κοινοποιήσεως της αποφάσεως περί απορρίψεως της υποψηφιότητάς του.

30      Με απόφαση της 18ης Μαρτίου 2005, η ΑΔΑ απέρριψε τη διοικητική ένσταση του προσφεύγοντος. Η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα με επιστολή που ταχυδρομήθηκε στις 22 Μαρτίου 2005 και περιήλθε σε γνώση του στις 23 Απριλίου 2005.

31      Εν τω μεταξύ, στις 14 Μαρτίου 2005, η επιτροπή αναπηρίας, της οποίας η παρέμβαση προβλέπεται από το άρθρο 53 του ΚΥΚ, διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων έπασχε από ολική μόνιμη αναπηρία που τον καθιστούσε ανίκανο να ασκήσει τα καθήκοντα που αντιστοιχούν σε θέση της σταδιοδρομίας του και ότι, για τον λόγο αυτό, είχε ανασταλεί η άσκηση των καθηκόντων του στην Επιτροπή. Η επιτροπή αναπηρίας διευκρίνισε ότι η ενδεχόμενη σχέση μεταξύ της αναπηρίας και της προηγούμενης επαγγελματικής απασχολήσεως του προσφεύγοντος θα έπρεπε να αποτελέσει αντικείμενο μεταγενέστερης συζητήσεως μεταξύ των μελών της επιτροπή αναπηρίας, μόλις θα ήταν διαθέσιμα τα κρίσιμα στοιχεία.

32      Με απόφαση της ΑΔΑ της 31ης Μαρτίου 2005 που άρχισε να ισχύει αυθημερόν, ο προσφεύγων συνταξιοδοτήθηκε και του χορηγήθηκε επίδομα αναπηρίας που καθορίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 78, τρίτο εδάφιο, του ΚΥΚ.

33      Στις 26 Οκτωβρίου 2005, ο προσφεύγων κλήθηκε σε ιατρική εξέταση, ορισθείσα για τις 14 Δεκεμβρίου 2005, δυνάμει του άρθρου 73 του ΚΥΚ.

34      Με επιστολή της 8ης Νοεμβρίου 2006, η Επιτροπή ενημέρωσε τον προσφεύγοντα ότι αναγνώριζε ότι, όπως προέκυψε από την ιατρική εξέταση στην οποία υποβλήθηκε ο προσφεύγων, η προηγούμενη κατάσταση της υγείας του είχε επιδεινωθεί και, συνεπώς, θα του επιστρέφονταν τα έξοδα ιατρικής περίθαλψης που συνδέονταν άμεσα με την επιδείνωση της προηγούμενης κατάστασής του μέχρι τη σταθεροποίηση της κατάστασης αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 73 του ΚΥΚ. Στην επιστολή διευκρινιζόταν επίσης ότι, σύμφωνα με το άρθρο 19 της κοινής ρυθμίσεως σχετικά με την ασφάλιση των υπαλλήλων κατά των κινδύνων ατυχήματος και επαγγελματικής ασθένειας, ο προσφεύγων όφειλε να ενημερώνει τη διοίκηση για την εξέλιξη της κατάστασης της υγείας του. Κατά συνέπεια, ζητήθηκε από τον προσφεύγοντα να μεριμνήσει για τη συμπλήρωση ενός εντύπου ιατρικής βεβαίωσης από τον θεράποντα ιατρό του. Διευκρινιζόταν, συναφώς, ότι, σε περίπτωση που η διοίκηση δεν λάμβανε το έντυπο αυτό συμπληρωμένο μέχρι τις 8 Μαΐου 2007 το αργότερο θα θεωρούνταν ότι ο προσφεύγων θα είχε θεραπευθεί.

35      Στις 28 Μαρτίου 2007, η Επιτροπή υπενθύμισε στον προσφεύγοντα ότι, σύμφωνα με το άρθρο 15 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, το όργανο δύναται να υποβάλλει περιοδικά σε εξέταση τους πρώην υπαλλήλους που απολαύουν επιδόματος αναπηρίας και δεν έχουν συμπληρώσει την ηλικία των 63 ετών. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή ζήτησε από τον προσφεύγοντα να της προσκομίσει ιατρική βεβαίωση που να πιστοποιεί την τρέχουσα κατάσταση της υγείας του και να «αποφαίνεται» κατά πόσον είναι αναγκαίο να παραμείνει ο προσφεύγων σε κατάσταση αναπηρίας.

 Η πρωτοβάθμια διαδικασία

36      Στις 17 Ιουνίου 2005, ο προσφεύγων, ηλικίας τότε 40 ετών, άσκησε ενώπιον του τότε Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων [νυν Γενικού Δικαστηρίου, στο εξής: Γενικό Δικαστήριο] προσφυγή με αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως της ΑΔΑ περί απορρίψεως της υποψηφιότητάς του για την επίμαχη θέση και την ακύρωση της αποφάσεως διορισμού του Α στην εν λόγω θέση, που πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υποθέσεως T‑225/05.

37      Στις 3 Οκτωβρίου 2005 η Επιτροπή υπέβαλε με χωριστό δικόγραφο, βάσει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του τότε Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, ένσταση απαραδέκτου τόσο των ακυρωτικών αιτημάτων, όσο και του αιτήματος επιδικάσεως αποζημιώσεως που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο της προσφυγής Τ‑225/05. Στις 15 Νοεμβρίου 2005, ο προσφεύγων κατέθεσε τις παρατηρήσεις του επί της ενστάσεως απαραδέκτου. Με διάταξη της 8ης Δεκεμβρίου 2005, το Γενικό Δικαστήριο επιφυλάχθηκε να εξετάσει την ένσταση απαραδέκτου μαζί με την ουσία της υποθέσεως.

38      Με διάταξη της 15ης Δεκεμβρίου 2005, το Γενικό Δικαστήριο παρέπεμψε την υπόθεση στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 3, παράγραφος 3, της αποφάσεως 2004/752/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 2ας Νοεμβρίου 2004, για την ίδρυση Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 333, σ. 7). Η προσφυγή πρωτοκολλήθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ με αριθμό υποθέσεως F‑44/05.

39      Στις 10 Σεπτεμβρίου 2007, ο προσφεύγων ζήτησε συγκεκριμένα από το Δικαστήριο ΔΔ να διαβιβάσει στις αρμόδιες αρχές ποινικής διώξεως αντίγραφο των εγγράφων της δικογραφίας και να υποβάλει μήνυση κατά της Επιτροπής λόγω των ανακριβών δηλώσεων που περιέχονται στα εν λόγω έγγραφα, όσον αφορά την ημερομηνία ενάρξεως των εργασιών της επιτροπής προεπιλογής. Εκτός αυτού, ο προσφεύγων ζήτησε να λάβει το Δικαστήριο ΔΔ υπόψη, στο πλαίσιο της αποφάσεώς του επί του αιτήματος επιδικάσεως αποζημιώσεως, την ανακρίβεια των δηλώσεων της Επιτροπής. Ο προσφεύγων ζήτησε, συναφώς, από το Δικαστήριο ΔΔ να ασκήσει την πλήρη δικαιοδοσία του για να καταδικάσει την Επιτροπή στην καταβολή προσήκουσας χρηματικής ικανοποιήσεως της ηθικής βλάβης που ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω των ανακριβών δηλώσεων της Επιτροπής.

40      Στις 25 Σεπτεμβρίου 2008, το Δικαστήριο ΔΔ (δεύτερο τμήμα) εξέδωσε την απόφαση Strack κατά Επιτροπής, με την οποία απέρριψε, στο σημείο 1 του διατακτικού, ως απαράδεκτη την αίτηση ακυρώσεως της αποφάσεως διορισμού του Α στην επίμαχη θέση, ακύρωσε, στο σημείο 2, την απόφαση περί απορρίψεως της υποψηφιότητας του προσφεύγοντος για την επίμαχη θέση, καταδίκασε, στο σημείο 3, την Επιτροπή να καταβάλει στον προσφεύγοντα το ποσό των 2 000 ευρώ ως αποζημίωση, απέρριψε, στο σημείο 4, την προσφυγή κατά τα λοιπά, καταδίκασε, στο σημείο 5, τον προσφεύγοντα στο ήμισυ των δικαστικών του εξόδων και καταδίκασε, στο σημείο 6, την Επιτροπή στα δικαστικά της έξοδα καθώς και στο ήμισυ των δικαστικών εξόδων του προσφεύγοντος.

41      Με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο ΔΔ έκρινε, όσον αφορά το αίτημα του προσφεύγοντος περί διαβιβάσεως αντιγράφου των εγγράφων της δικογραφίας στις αρμόδιες αρχές ποινικής διώξεως και περί συνακόλουθης υποβολής μηνύσεως, ότι το αίτημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό διότι εκφεύγει της αρμοδιότητάς του (απόφαση Strack κατά Επιτροπής, σκέψη 49).

42      Όσον αφορά το αντικείμενο της προσφυγής, το Δικαστήριο ΔΔ διευκρίνισε ότι τα ακυρωτικά αιτήματα του προσφεύγοντος έχουν την έννοια ότι με αυτά ζητείται, αφενός, η ακύρωση της αποφάσεως διορισμού του Α στην επίμαχη θέση και, αφετέρου, η ακύρωση της αποφάσεως περί απορρίψεως της υποψηφιότητας του προσφεύγοντος (απόφαση Strack κατά Επιτροπής, σκέψη 54).

43      Αφού εξέτασε τα αιτήματα ακυρώσεως, το Δικαστήριο ΔΔ απέρριψε ως απαράδεκτα αυτά που αποσκοπούσαν στην ακύρωση της αποφάσεως διορισμού του Α στην επίμαχη θέση (απόφαση Strack κατά Επιτροπής, σκέψη 80) και δέχθηκε εν μέρει αυτά που αποσκοπούσαν στην ακύρωση της αποφάσεως περί απορρίψεως της υποψηφιότητας του προσφεύγοντος (απόφαση Strack κατά Επιτροπής, σκέψη 202).

44      Για να αιτιολογήσει το απαράδεκτο των αιτημάτων ακυρώσεως της αποφάσεως διορισμού του Α στην επίμαχη θέση, το Δικαστήριο ΔΔ επισήμανε ότι ο προσφεύγων συνταξιοδοτήθηκε και του χορηγήθηκε επίδομα αναπηρίας από 31ης Μαρτίου 2005 και, συνεπώς, κατά την άσκηση της υπό κρίση προσφυγής, στις 17 Ιουνίου 2005, δεν μπορούσε να εργαστεί στις υπηρεσίες της Επιτροπής και δεν μπορούσε πλέον να διεκδικήσει την επίμαχη θέση. Βέβαια, η επανένταξη του προσφεύγοντος στην υπηρεσία της Επιτροπής παραμένει δυνατή, αλλά το Δικαστήριο ΔΔ υπενθύμισε ότι, όταν το έννομο συμφέρον που επικαλείται ο προσφεύγων αφορά μελλοντική νομική κατάσταση, ο προσφεύγων πρέπει να αποδείξει ότι η προσβολή της καταστάσεως αυτής είναι ήδη αναπότρεπτη. Η επανένταξη όμως του προσφεύγοντος στην υπηρεσία της Επιτροπής δεν αποτελούσε παρά ενδεχόμενο γεγονός, η πραγματοποίηση του οποίου ήταν αβέβαιη. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο ΔΔ έκρινε ότι εναπόκειτο στον προσφεύγοντα να αποδείξει την ύπαρξη ιδιαίτερης περιστάσεως δικαιολογούσας προσωπικό και πραγματικό συμφέρον για την ακύρωση της αποφάσεως διορισμού του Α στην επίμαχη θέση και, κρίνοντας ότι ο προσφεύγων δεν κατόρθωσε να αποδείξει την ύπαρξη τέτοιας περιστάσεως, συνήγαγε ότι ο προσφεύγων δεν είχε έννομο συμφέρον να ζητήσει την ακύρωση της αποφάσεως διορισμού του Α στην επίμαχη θέση. Αντιθέτως, το Δικαστήριο ΔΔ έκρινε ότι ο προσφεύγων, μολονότι συνταξιοδοτήθηκε, διατηρούσε έννομο συμφέρον να διαπιστωθεί ο παράνομος χαρακτήρας της αποφάσεως περί απορρίψεως της υποψηφιότητάς του για την επίμαχη θέση, προκειμένου να επιτύχει, ενδεχομένως, την αποκατάσταση της ζημίας που η απόφαση αυτή μπορεί να του προκάλεσε.

45      Επί της ουσίας, το Δικαστήριο ΔΔ δέχθηκε το αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως περί απορρίψεως της υποψηφιότητας του προσφεύγοντος για την επίμαχη θέση λόγω του ότι η σύνθεση της επιτροπής προεπιλογής δεν ήταν σύμφωνη προς το άρθρο 2, παράγραφος 3, της αποφάσεως της 28ης Απριλίου 2004. Πράγματι, η απόφαση αυτή προέβλεπε ότι στην επιτροπή προεπιλογής έπρεπε να μετέχει ένα τουλάχιστον μέλος προερχόμενο από άλλη Γενική Διεύθυνση πλην αυτής την οποία αφορά η προς πλήρωση θέση. Όλα όμως τα μέλη της επιτροπής προεπιλογής ασκούσαν τα καθήκοντά τους στην Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων (απόφαση Strack κατά Επιτροπής, σκέψη 116) και οι διάδικοι δεν αμφισβήτησαν ότι η απόφαση της 28ης Απριλίου 2004 ήταν εφαρμοστέα στην εν λόγω Υπηρεσία (απόφαση Strack κατά Επιτροπής, σκέψη 106). Ακολούθως, το Δικαστήριο ΔΔ δέχθηκε τα αποζημιωτικά αιτήματα του προσφεύγοντος, λόγω του ότι ο προσφεύγων στερήθηκε του δικαιώματος εξετάσεως της υποψηφιότητάς του σύμφωνα με τον νόμο και καταδίκασε την Επιτροπή να καταβάλει στον προσφεύγοντα το ποσό των 2 000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης (απόφαση Strack κατά Επιτροπής, σκέψη 220).

 Η αναιρετική διαδικασία

46      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 3 Δεκεμβρίου 2008, η Επιτροπή άσκησε κύρια αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως Strack κατά Επιτροπής, που πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υποθέσεως T‑526/08 P. Κατά την άποψη της Επιτροπής, το Δικαστήριο ΔΔ υπέπεσε, πρώτον, σε πλάνη περί το δίκαιο, αναγνωρίζοντας έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος για την ακύρωση της αποφάσεως περί απορρίψεως της υποψηφιότητάς του, υπέπεσε, δεύτερον, σε πλάνη περί το δίκαιο, συνάγοντας την ύπαρξη της ηθικής βλάβης που επικαλείται ο προσφεύγων από μόνη τη διαπίστωση ότι ο προσφεύγων στερήθηκε του δικαιώματος εξετάσεως της υποψηφιότητάς του σύμφωνα με τον νόμο και, τρίτον, στέρησε την απόφασή του αιτιολογίας, παραλείποντας να εκθέσει τους λόγους για τους οποίους ο προσφεύγων υπέστη ηθική βλάβη.

47      Στις 10 Φεβρουαρίου 2009, ο προσφεύγων κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως, με το οποίο άσκησε επίσης ανταναίρεση κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως. Κατά την άποψη του προσφεύγοντος, το Δικαστήριο ΔΔ υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, αρνούμενο το έννομο συμφέρον του για την ακύρωση της αποφάσεως διορισμού του Α, στέρησε την απόφασή του αιτιολογίας, παραλείποντας να αιτιολογήσει την κρίση ότι δεν ήταν αρμόδιο να αποφανθεί επί του αιτήματος διαβιβάσεως στις αρμόδιες αρχές ποινικής διώξεως αντιγράφου των εγγράφων της δικογραφίας και υποβολής μηνύσεως σε βάρος της Επιτροπής λόγω των ανακριβών δηλώσεων που περιέχονται στα εν λόγω έγγραφα και, αποφαινόμενο με τον τρόπο αυτό, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο. Ο προσφεύγων προέβαλε επίσης την αιτίαση ότι το Δικαστήριο ΔΔ παρέλειψε να λάβει υπόψη την ηθική βλάβη που υπέστη από ορισμένες παρατυπίες της διαδικασίας επιλογής που είχε καταγγείλει στο πλαίσιο της αρχικής του προσφυγής επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Strack κατά Επιτροπής. Με τα δικόγραφά του ο προσφεύγων είχε, εξάλλου, υποβάλει αίτημα να διαβιβάσει το Γενικό Δικαστήριο στις αρμόδιες αρχές ποινικής διώξεως αντίγραφο των εγγράφων της δικογραφίας και να υποβάλει μήνυση κατά της Επιτροπής λόγω των ανακριβών δηλώσεων που περιέχονται στα εν λόγω έγγραφα.

48      Με την απόφαση περί αναπομπής, το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δέχθηκε, αφενός, την κύρια αίτηση αναιρέσεως της Επιτροπής λόγω του ότι το Δικαστήριο ΔΔ υπέπεσε σε τριπλή πλάνη περί το δίκαιο, πρώτον, εκτιμώντας το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος για την ακύρωση της αποφάσεως περί απορρίψεως της υποψηφιότητάς του κατά τρόπο ειδικό και χωριστό σε σχέση με το έννομο συμφέρον του για ακύρωση της αποφάσεως διορισμού του Α (απόφαση περί αναπομπής, σκέψη 46), δεύτερον, στηρίζοντας το παραδεκτό του αιτήματος ακυρώσεως της αποφάσεως περί απορρίψεως της υποψηφιότητας σε εσφαλμένη εκτίμηση του εννόμου συμφέροντος του προσφεύγοντος (απόφαση περί αναπομπής, σκέψη 51), τρίτον, δεχόμενο, κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων που θεμελιώνουν την εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης, τα αποζημιωτικά αιτήματα του προσφεύγοντος χωρίς να ερευνήσει συγκεκριμένα, όπως υποχρεούται εκ του νόμου, κατά πόσον η προβαλλόμενη ηθική βλάβη μπορούσε να διαχωριστεί από την παρανομία επί της οποίας στηρίχθηκε η ακύρωση της αποφάσεως περί απορρίψεως της υποψηφιότητας του προσφεύγοντος και, συνεπώς, να μην επανορθωθεί πλήρως με την εν λόγω ακύρωση (απόφαση περί αναπομπής, σκέψη 59).

49      Το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε, αφετέρου, εν μέρει την ανταναίρεση που άσκησε ο προσφεύγων. Πράγματι, έκρινε ότι το Δικαστήριο ΔΔ υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, απορρίπτοντας ως απαράδεκτο το περιλαμβανόμενο στην προσφυγή αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως διορισμού του Α, με σκεπτικό που δεν ήταν ικανό να θεμελιώσει ότι ο προσφεύγων δεν είχε έννομο συμφέρον να ζητήσει την εν λόγω ακύρωση (απόφαση περί αναπομπής, σκέψεις 75 επ.).

50      Αντιθέτως, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε κατά τα λοιπά την ανταναίρεση. Συγκεκριμένα, επισήμανε ότι ορθώς το Δικαστήριο ΔΔ έκρινε ότι δεν ήταν αρμόδιο να αποφανθεί επί του αιτήματος διαδίκου σε διαφορά που εκκρεμεί ενώπιόν του, με το οποίο ο εν λόγω διάδικος ζητούσε, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο ΔΔ, πρώτον, να διαπιστώσει ότι η συμπεριφορά που επέδειξε κατά τη διαδικασία ο έτερος διάδικος της αυτής διαφοράς μπορεί να χαρακτηρισθεί αξιόποινη, δεύτερον, να αποφανθεί ότι η εν λόγω συμπεριφορά πρέπει να καταγγελθεί στις αρμόδιες αρχές ποινικής διώξεως και, τρίτον, να υποβάλει μήνυση ενώπιον των αρχών αυτών. Το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε, εντούτοις, ότι η διαπίστωση αυτή δεν θίγει τη δυνατότητα του προσφεύγοντος να ζητήσει από το Δικαστήριο ΔΔ να άρει, δυνάμει των εξουσιών που του παρέχει το άρθρο 30, παράγραφος 4, του οικείου Κανονισμού Διαδικασίας, την ασυλία της οποίας απολαύουν οι εκπρόσωποι των διαδίκων που εμφανίζονται ενώπιόν του για όσα αναπτύσσουν προφορικώς ή εγγράφως σχετικά με την υπόθεση ή τους διαδίκους, προκειμένου να επιληφθούν της συμπεριφοράς αυτής οι αρμόδιες ποινικές αρχές (απόφαση περί αναπομπής, σκέψη 82).

51      Όσον αφορά το αίτημα του προσφεύγοντος να διαβιβάσει το Γενικό Δικαστήριο στις αρμόδιες αρχές ποινικής διώξεως αντίγραφο των εγγράφων της δικογραφίας και να υποβάλει μήνυση κατά της Επιτροπής, το αίτημα αυτό απορρίφθηκε από το Γενικό Δικαστήριο ως απαράδεκτο, λόγω του ότι οι κανόνες που διέπουν την αναιρετική διαδικασία κατά αποφάσεως του Δικαστηρίου ΔΔ δεν προβλέπουν ένδικο βοήθημα με το οποίο διάδικος στην πρωτοβάθμια διαδικασία μπορεί να υποβάλει στο Γενικό Δικαστήριο αίτημα με το οποίο, κατ’ ουσίαν, να του ζητεί να διαπιστώσει ότι η συμπεριφορά που επέδειξε στον πρώτο βαθμό ο έτερος διάδικος μπορεί να χαρακτηρισθεί αξιόποινη και να αποφασίσει να καταγγείλει την εν λόγω συμπεριφορά στις αρμόδιες αρχές ποινικής διώξεως (απόφαση περί αναπομπής, σκέψη 124).

52      Τελικώς, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε, πρώτον, τα σημεία 1, 2, 3, 5 και 6 του διατακτικού της αποφάσεως Strack κατά Επιτροπής (απόφαση περί αναπομπής, σκέψη 127) και απέρριψε κατά τα λοιπά την ανταναίρεση. Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορούσε να αποφανθεί ούτε επί του αιτήματος ακυρώσεως της αποφάσεως διορισμού του Α και της αποφάσεως περί απορρίψεως της υποψηφιότητας του προσφεύγοντος, διότι δεν είχε αποτελέσει αντικείμενο συζητήσεως το κατά πόσον το συμφέρον του Α αποτελούσε εμπόδιο για την εν λόγω ακύρωση, ούτε επί του αιτήματος καταβολής αποζημιώσεως ύψους 2000 ευρώ, στο μέτρο που το Δικαστήριο ΔΔ δεν είχε εξετάσει κατά πόσον η ηθική βλάβη που υπέστη ο προσφεύγων μπορούσε να διαχωρισθεί από τη διαπιστωθείσα παρανομία. Κατόπιν αυτού, το Γενικό Δικαστήριο ανέπεμψε την υπόθεση στο Δικαστήριο ΔΔ, προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί των αιτημάτων ακυρώσεως της αποφάσεως διορισμού του Α στην επίμαχη θέση και της αποφάσεως περί απορρίψεως της υποψηφιότητας του προσφεύγοντος για την εν λόγω θέση καθώς και επί του αιτήματος καταβολής αποζημιώσεως ύψους 2 000 ευρώ (απόφαση περί αναπομπής, σκέψη 128). Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο επιφυλάχθηκε ως προς τα έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας.

53      Με επιστολές της 15ης Δεκεμβρίου 2010, ο Γραμματέας του Δικαστηρίου ΔΔ ενημέρωσε, σύμφωνα με το άρθρο 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τον προσφεύγοντα και την Επιτροπή ότι διέθεταν προθεσμία δύο μηνών, παρατεινόμενη κατ’ αποκοπή κατά δέκα ημέρες λόγω αποστάσεως, από της επιδόσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου για να καταθέσουν υπόμνημα γραπτών παρατηρήσεων.

54      Η υπό κρίση υπόθεση ανετέθη στο δεύτερο τμήμα, συγκείμενο τότε από τους Χ. Ταγαρά, πρόεδρο, I. Boruta και S. Van Raepenbusch, δικαστές. Συνεπεία της λήξεως της θητείας του προέδρου του τμήματος και της αναδιοργανώσεως των τμημάτων του Δικαστηρίου ΔΔ στις 10 Οκτωβρίου 2011, τροποποιήθηκε η σύνθεση του εν λόγω τμήματος.

55      Ο προσφεύγων και η Επιτροπή κατέθεσαν υπόμνημα γραπτών παρατηρήσεων, στις 21 Φεβρουαρίου 2011 και στις 12 Απριλίου 2011 αντιστοίχως.

56      Με το υπόμνημα γραπτών παρατηρήσεων επί της αποφάσεως περί αναπομπής, ο προσφεύγων υπέβαλε, πέραν των εν λόγω παρατηρήσεων, διάφορα αιτήματα, ζητώντας, πρώτον, να αναστείλει το Δικαστήριο ΔΔ τη διαδικασία μέχρι της θεσπίσεως νέας διατάξεως σε αντικατάσταση του άρθρου 113, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, δεύτερον, να άρει την ασυλία της οποίας απολαύουν οι εκπρόσωποι της Επιτροπής για όσα ανέπτυξαν προφορικώς ή εγγράφως κατά τη διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως Strack κατά Επιτροπής, τρίτον, να εξαιρέσει ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου ΔΔ τον δικαστή S. Van Raepenbusch και, τέταρτον, να του επιδικάσει το Δικαστήριο ΔΔ αποζημίωση λόγω της υπερβολικής διάρκειας της διαδικασίας και, σε περίπτωση που το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει ότι δεν μπορεί να επιληφθεί κατά τρόπο άμεσο αυτού του αιτήματος αποζημιώσεως στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, αλλά το εν λόγω αίτημα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο αυτοτελούς αγωγής, να διαβιβασθεί το εν λόγω αίτημα στο αρμόδιο δικαστήριο.

57      Εκ των αιτημάτων αυτών, εκείνο με το οποίο ο προσφεύγων ζητούσε να αναστείλει το Δικαστήριο ΔΔ τη διαδικασία μέχρι τη θέσπιση νέας διατάξεως σε αντικατάσταση του άρθρου 113, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας και εκείνο με το οποίο ζητούσε να εξαιρέσει ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου ΔΔ τον δικαστή S. Van Raepenbusch απορρίφθηκαν με διάταξη του προέδρου του δευτέρου τμήματος της 8ης Δεκεμβρίου 2011 και με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου ΔΔ της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, αντιστοίχως.

 Σκεπτικό

58      Προκαταρκτικώς, πρέπει να καθοριστεί το αντικείμενο της παρούσας υποθέσεως.

59      Πρέπει, κατ’ αρχάς, να επισημανθεί ότι από τα αιτήματα που διατύπωσε ο προσφεύγων δεν έχουν ακόμη κριθεί εκείνο με το οποίο ζητείται από το Δικαστήριο ΔΔ να άρει την ασυλία της οποίας απολαύουν οι εκπρόσωποι της Επιτροπής για όσα ανέπτυξαν προφορικώς ή εγγράφως κατά τη διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως Strack κατά Επιτροπής, καθώς και εκείνο με το οποίο ζητείται από το Δικαστήριο ΔΔ να επιδικάσει στον προσφεύγοντα αποζημίωση λόγω της υπερβολικής διάρκειας της διαδικασίας.

60      Εξάλλου, πρέπει να υπομνησθεί ότι, λόγω του ότι το Γενικό Δικαστήριο αναίρεσε εν μέρει το διατακτικό της αποφάσεως Strack κατά Επιτροπής και, συνακόλουθα, ανέπεμψε την υπόθεση στο Δικαστήριο ΔΔ, το τελευταίο, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 113 του Κανονισμού Διαδικασίας, επιλαμβάνεται εν συνεχεία της αποφάσεως περί αναπομπής των αιτημάτων και των λόγων ακυρώσεως που προέβαλε ο προσφεύγων στην υπόθεση F‑44/05, Strack κατά Επιτροπής, εξαιρουμένων των στοιχείων του διατακτικού που δεν αναιρέθηκαν από το Γενικό Δικαστήριο, καθώς και των σκέψεων που αποτελούν την αναγκαία νόμιμη βάση των εν λόγω στοιχείων του διατακτικού, που έχουν αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου.

61      Προκειμένου να καθοριστεί ποιά είναι ακριβώς τα αιτήματα και οι λόγοι ακυρώσεως επί των οποίων πρέπει να αποφανθεί το Δικαστήριο ΔΔ, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στην υπόθεση Strack κατά Επιτροπής, ο προσφεύγων είχε ζητήσει από το Δικαστήριο ΔΔ:

–        να λάβει γνώση της ασκηθείσας δυνάμει του άρθρου 91 του ΚΥΚ προσφυγής-αγωγής αποζημιώσεως·

–        να κρίνει την προσφυγή-αγωγή παραδεκτή και βάσιμη·

–        να ακυρώσει την απόφαση της ΑΔΑ, της 22ας Μαρτίου 2005, περί απορρίψεως της ενστάσεώς του·

–        να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής, της 19ης Νοεμβρίου 2004, περί απορρίψεως της υποψηφιότητάς του·

–        να ακυρώσει τη διαδικασία επιλογής COM/A/057/04·

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να του καταβάλει αποζημίωση ύψους 5 000 ευρώ προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη λόγω της παρανόμως διεξαχθείσας διαδικασίας επιλογής και της καθυστερήσεως εκδόσεως της αποφάσεως περί απορρίψεως της υποψηφιότητάς του·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

62      Εντούτοις, από την προαναφερθείσα απόφαση Strack κατά Επιτροπής συνάγεται σιωπηρώς ότι τα αιτήματα να λάβει το Δικαστήριο ΔΔ γνώση της ασκηθείσας δυνάμει του άρθρου 91 του ΚΥΚ προσφυγής-αγωγής και να κρίνει την προσφυγή-αγωγή παραδεκτή και βάσιμη θεωρήθηκαν από το Δικαστήριο ΔΔ ως καθαρά τυπικές δηλώσεις επί των οποίων δεν χρειαζόταν να αποφανθεί, καθόσον η εν λόγω απόφαση δεν αναφέρεται στα αιτήματα αυτά. Η απόφαση περί αναπομπής δεν ανέτρεψε την εν λόγω διαπίστωση.

63      Εξάλλου, με την απόφαση Strack κατά Επιτροπής, το Δικαστήριο ΔΔ έκρινε ότι το σύνολο των ακυρωτικών αιτημάτων που διατυπώθηκαν στην προσφυγή-αγωγή έπρεπε να θεωρηθούν ότι έχουν ως αντικείμενο την ακύρωση, αφενός, της αποφάσεως διορισμού του Α και, αφετέρου, της αποφάσεως περί απορρίψεως της υποψηφιότητας του προσφεύγοντος (απόφαση Strack κατά Επιτροπής, σκέψη 54). Το Γενικό Δικαστήριο, με την απόφαση περί αναπομπής, δεν έθιξε αυτόν τον καθορισμό του αντικειμένου της προσφυγής-αγωγής. Εντούτοις, κατόπιν της αναιρέσεως των σημείων 1, 2, 3, 5 και 6 του διατακτικού της αποφάσεως Strack κατά Επιτροπής από το Γενικό Δικαστήριο με την απόφαση περί αναπομπής, το Δικαστήριο ΔΔ πρέπει εκ νέου να αποφανθεί επί των ακυρωτικών και των αποζημιωτικών αιτημάτων.

64      Ειδικότερα, από τη σκέψη 46 της αποφάσεως περί αναπομπής προκύπτει ότι, όσον αφορά τα ακυρωτικά αιτήματα, το Δικαστήριο ΔΔ πρέπει να επανεξετάσει το παραδεκτό τους, εκτιμώντας αυτή τη φορά κατά τρόπο συνολικό και ενιαίο το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος για ακύρωση της αποφάσεως διορισμού του Α και το έννομο συμφέρον του για ακύρωση της αποφάσεως περί απορρίψεως της υποψηφιότητάς του.

65      Επί του σημείου αυτού, το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε, στις σκέψεις 47 έως 51 της αποφάσεως περί αναπομπής, ότι το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος για ακύρωση δεν μπορεί να συναχθεί από το γεγονός ότι αυτός έχει συμφέρον να διαπιστωθεί η έλλειψη νομιμότητας αποφάσεως, προκειμένου να επιτύχει ακολούθως την αποκατάσταση της ζημίας που αυτή μπορεί να του προκάλεσε. Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, συγκεκριμένα στις σκέψεις 73 έως 75 της αποφάσεως περί αναπομπής, ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί πως ο προσφεύγων στερείται εννόμου συμφέροντος για μόνον τον λόγο ότι συνταξιοδοτήθηκε αυτοδικαίως λόγω μόνιμης ολικής αναπηρίας που διαπιστώθηκε από την επιτροπή αναπηρίας, σύμφωνα με τα άρθρα 53 και 78 του ΚΥΚ, διότι η κατάσταση αυτή είναι αναστρέψιμη.

66      Όσον αφορά το βάσιμο των λόγων ακυρώσεως, από την απόφαση περί αναπομπής δεν προκύπτει ότι το Δικαστήριο ΔΔ υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο δεχόμενο τον πρώτο λόγο ακυρώσεως και απορρίπτοντας τους λοιπούς. Αντιθέτως, η απόφαση περί αναπομπής διευκρινίζει ότι το Δικαστήριο ΔΔ θα πρέπει να εξετάσει κατά πόσον το συμφέρον του Α, που διορίστηκε στην επίμαχη θέση, εμποδίζει την ακύρωση της αποφάσεως διορισμού και της αποφάσεως περί απορρίψεως υποψηφιότητας (απόφαση περί αναπομπής, σκέψη 128).

67      Όσον αφορά τα αιτήματα αποζημιώσεως, στο μέτρο που αναφέρονται σε άλλους λόγους αποζημιώσεως πλην αυτού που συνδέεται με την παράνομη σύνθεση της επιτροπής προεπιλογής, πρέπει να επισημανθεί ότι έχουν όλα απορριφθεί από το Δικαστήριο ΔΔ, με τις σκέψεις 211 επ. της αποφάσεως Strack κατά Επιτροπής. Με την απόφαση περί αναπομπής, το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι τα εν λόγω αιτήματα αποζημιώσεως ήταν αβάσιμα. Δεδομένου ότι η λύση που υιοθετήθηκε με την απόφαση Strack κατά Επιτροπής απέκτησε, με τον τρόπο αυτό, ισχύ δεδικασμένου, δεν είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί στο πλαίσιο της παρούσας κατόπιν αναπομπής διαδικασίας.

68      Όσον αφορά τα αιτήματα αποζημιώσεως, στο μέτρο που αναφέρονται στην ηθική βλάβη που υπέστη ο προσφεύγων λόγω της παράνομης συνθέσεως της επιτροπής προεπιλογής, το Γενικό Δικαστήριο τα ανέπεμψε στο Δικαστήριο ΔΔ, προκειμένου αυτό να εξετάσει κατά πόσον η προβαλλόμενη ηθική βλάβη μπορούσε να διαχωριστεί από την παρανομία επί της οποίας στηρίχθηκαν οι προαναφερθείσες ακυρώσεις και κατά πόσον η εν λόγω βλάβη ήταν αδύνατον να επανορθωθεί πλήρως με τις εν λόγω ακυρώσεις (απόφαση περί αναπομπής, σκέψεις 59 και 128).

69      Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο ΔΔ πρέπει, στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως, να αποφανθεί επί:

–        του αιτήματος του προσφεύγοντος να άρει το Δικαστήριο ΔΔ την ασυλία της οποίας απολαύουν οι εκπρόσωποι της Επιτροπής για όσα ανέπτυξαν προφορικώς ή εγγράφως κατά τη διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως Strack κατά Επιτροπής·

–        του αιτήματος να επιδικάσει το Δικαστήριο ΔΔ στον προσφεύγοντα αποζημίωση λόγω της υπερβολικής διάρκειας της διαδικασίας·

–        των αιτημάτων ακυρώσεως της αποφάσεως διορισμού του Α και της αποφάσεως περί απορρίψεως της υποψηφιότητας του προσφεύγοντος, όσον αφορά το κατά πόσον τα αιτήματα αυτά είναι παραδεκτά και, σε καταφατική περίπτωση, το κατά πόσον το συμφέρον του Α εμποδίζει την ακύρωση των εν λόγω αποφάσεων·

–        των αιτημάτων αποζημιώσεως, καθόσον αφορούν την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη ο προσφεύγων λόγω της παράνομης συνθέσεως της επιτροπής προεπιλογής.

 Επί του αιτήματος άρσεως της ασυλίας των εκπροσώπων της Επιτροπής για όσα ανέπτυξαν προφορικώς ή εγγράφως κατά τη διαδικασία

70      Στο πλαίσιο της διαδικασίας που περατώθηκε με την απόφαση Strack κατά Επιτροπής, ο προσφεύγων επισήμανε ότι δύο έγγραφα που προσκόμισαν οι εκπρόσωποι της Επιτροπής κατά τη διαδικασία αντέφασκαν προς τον ισχυρισμό που προέβαλαν οι ίδιοι αυτοί εκπρόσωποι στο υπόμνημά τους αντικρούσεως, σύμφωνα με τον οποίο η επιτροπή προεπιλογής είχε αρχίσει τις εργασίες της πριν την 1η Μαΐου 2004, με αποτέλεσμα να μην είναι εφαρμοστέα η νέα ρύθμιση σχετικά με τις επιτροπές επιλογής. Ο προσφεύγων, εκφράζοντας τις υπόνοιές του ότι οι εκπρόσωποι της Επιτροπής ήταν ένοχοι απόπειρας απάτης σχετικά με τη διαδικασία, ζήτησε από το Δικαστήριο ΔΔ, με το υπόμνημα γραπτών παρατηρήσεων που κατέθεσε, να άρει την ασυλία της οποίας απολαύουν οι εν λόγω εκπρόσωποι της Επιτροπής, βάσει του άρθρου 30, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας. Κατά την άποψη του προσφεύγοντος, η άρση της ασυλίας των εν λόγω εκπροσώπων της Επιτροπής δεν παραβλάπτει την απρόσκοπτη διεξαγωγή της δίκης, δεδομένου ότι η διαδικασία στην παρούσα υπόθεση αναπομπής κατόπιν μερικής αναιρέσεως βρίσκεται σε στάδιο κατά το οποίο έχει ολοκληρωθεί η έκθεση της επιχειρηματολογίας των διαδίκων.

71      Ερωτηθέντες από το Δικαστήριο ΔΔ, οι εν λόγω εκπρόσωποι της Επιτροπής κατέθεσαν, καθένας με αντίστοιχη επιστολή της 6ης Μαρτίου 2012, παρατηρήσεις επί του αιτήματος άρσεως της ασυλίας που υπέβαλε ο προσφεύγων. Ακολούθως, ο προσφεύγων και η Επιτροπή έλαβαν θέση επί των εν λόγω παρατηρήσεων, με αντίστοιχες επιστολές της 16ης Απριλίου 2012 και της 26ης Μαρτίου 2012.

72      Πρέπει, συναφώς, να υπομνησθεί, κατ’ αρχάς, ότι κατά το άρθρο 30, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου ΔΔ, «[ο]ι εκπρόσωποι των διαδίκων που εμφανίζονται ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ ή ενώπιον δικαστικής αρχής που ενεργεί κατόπιν σχετικής εντολής του απολαύουν ασυλίας για όσα αναπτύσσουν προφορικώς ή εγγράφως σχετικά με την υπόθεση ή τους διαδίκους». Οι παράγραφοι 3 και 4 του ίδιου άρθρου ορίζουν ότι η εν λόγω ασυλία χορηγείται «αποκλειστικά για την απρόσκοπτη διεξαγωγή της δίκης» και ότι το Δικαστήριο ΔΔ δύναται να αίρει την ασυλία εάν η άρση αυτή «δεν παραβλάπτει την απρόσκοπτη διεξαγωγή της δίκης».

73      Πρέπει να τονιστεί ότι οι διατάξεις αυτές πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα του άρθρου 19, πέμπτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που αποτελεί τη νομική τους βάση και ορίζει ότι «[ο]ι εκπρόσωποι, σύμβουλοι και δικηγόροι παριστάμενοι ενώπιον του Δικαστηρίου απολαύουν των αναγκαίων δικαιωμάτων και εγγυήσεων για την ανεξάρτητη άσκηση των καθηκόντων τους, σύμφωνα με τους όρους που θα καθορισθούν από τον κανονισμό διαδικασίας».

74      Πρέπει επίσης, κατά την ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως, να ληφθεί υπόψη ότι η ασυλία των εκπροσώπων των διαδίκων αποτελεί εκδήλωση της ελευθερίας εκφράσεως των δικηγόρων που καθιερώνει το άρθρο 11 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ). Ως προς το ζήτημα αυτό, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έκρινε συγκεκριμένα, σχετικά με την ελευθερία εκφράσεως συνηγόρου υπερασπίσεως σε ποινική διαδικασία, ότι «[τ]ο ειδικό καθεστώς των δικηγόρων τους δίνει μια κεντρική θέση στην απονομή της δικαιοσύνης ως μεσολαβητές μεταξύ των πολιτών και των δικαστηρίων. Η θέση αυτή εξηγεί τους κανόνες συμπεριφοράς που επιβάλλονται στα μέλη του δικηγορικού σώματος[. Τ]ο Άρθρο 10 [της ΕΣΔΑ] προστατεύει όχι μόνο την ουσία των ιδεών και των πληροφοριών που εκφράζονται αλλά και την μορφή με την οποία διατυπώνονται[. Η] ελευθερία έκφρασης ενός δικηγόρου στην αίθουσα του δικαστηρίου δεν είναι απεριόριστη και ορισμένα συμφέροντα όπως το κύρος της δικαστικής εξουσίας είναι αρκετά σημαντικά ώστε να δικαιολογούν περιορισμούς του δικαιώματος αυτού. Εντούτοις, [...] μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις ο περιορισμός [...] της ελευθερίας έκφρασης δικηγόρου της υπεράσπισης μπορεί να θεωρηθεί αναγκαίος σε μια δημοκρατική κοινωνία» (ΕΔΔΑ, απόφαση Κυπριανού κατά Κύπρου της 15ης Δεκεμβρίου 2005, § 173 και 174).

75      Παρά το ότι η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ δεν αποτελεί ποινική διαδικασία, το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ, όπως ερμηνεύεται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, προστατεύει γενικώς το δικαίωμα εκφράσεως των δικηγόρων και συμβάλλει στην υλοποίηση στην πράξη του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη. Έτσι, με την προαναφερθείσα απόφαση Κυπριανού κατά Κύπρου, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αποφάνθηκε, στην παράγραφο 175, ότι «[γ]ια να έχει το κοινό εμπιστοσύνη στην απονομή της δικαιοσύνης θα πρέπει να έχει εμπιστοσύνη στην ικανότητα των δικηγόρων να προσφέρουν αποτελεσματική αντιπροσώπευση[. Σ]υνάγεται ότι οποιοδήποτε “αποτρεπτικό αποτέλεσμα” [δυνάμενο να προκληθεί από την επιβολή ποινής σε δικηγόρο] είναι ένας σημαντικός παράγων που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τη διασφάλιση ισορροπίας μεταξύ δικαστηρίων και δικηγόρων στο πλαίσιο χρηστής απονομής της δικαιοσύνης».

76      Τέλος, για την ερμηνεία του άρθρου 30 του Κανονισμού Διαδικασίας πρέπει να ληφθεί υπόψη το άρθρο 47, παράγραφοι 1 και 2, του Χάρτη, που αποσκοπεί να διασφαλίσει το θεμελιώδες δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας κάθε προσώπου να συμβουλεύεται δικηγόρο και να του αναθέτει την υπεράσπιση και εκπροσώπησή του (βλ., όσον αφορά το δικαίωμα παροχής ευεργετήματος πενίας, απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Δεκεμβρίου 2010, C‑279/09, DEB Deutsche Energiehandels- und Beratungsgesellschaft mbH, σκέψεις 45 και 46).

77      Το αίτημα άρσεως της ασυλίας της οποίας απολαύουν οι οικείοι εκπρόσωποι της Επιτροπής κατά τη διαδικασία που οδήγησε στην απόφαση Strack κατά Επιτροπής πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα όσων προαναφέρθηκαν.

78      Εντούτοις, πριν εξεταστεί το βάσιμο του αιτήματος που υπέβαλε ο προσφεύγων, πρέπει να εξεταστεί το παραδεκτό του εν λόγω αιτήματος. Το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε, βέβαια, στη σκέψη 82 της αποφάσεως περί αναπομπής, ότι κάθε διάδικος είχε τη δυνατότητα, προκειμένου να μπορεί ακολούθως να καταφύγει στις αρμόδιες ποινικές αρχές, να υποβάλει τέτοιο αίτημα άρσεως της ασυλίας ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ, αλλά πρέπει να επισημανθεί ότι, κατά την αρχική διαδικασία, ο προσφεύγων δεν είχε ζητήσει την άρση της ασυλίας των εκπροσώπων της Επιτροπής και, συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι δυνατόν να υποχρεώθηκε να αποφανθεί, με την απόφαση περί αναπομπής, επί του περιεχομένου του άρθρου 30 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου ΔΔ. Δεν είναι, επομένως, δυνατόν να αποτέλεσε αντικείμενο εξετάσεως εκ μέρους του αναιρετικού δικαστή καμία σχετική κρίση του Δικαστηρίου ΔΔ. Κατά συνέπεια, η προαναφερθείσα σκέψη της αποφάσεως περί αναπομπής πρέπει να θεωρηθεί απλό obiter dictum, εν είδει απαντήσεως σε επιχείρημα του προσφεύγοντος, σύμφωνα με το οποίο αποτελεί αρνησιδικία να θεωρηθεί το Δικαστήριο ΔΔ αναρμόδιο να διαπιστώσει ότι η συμπεριφορά διαδίκου μπορεί να χαρακτηριστεί αξιόποινη.

79      Αντιθέτως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι στο άρθρο 30 του Κανονισμού Διαδικασίας δεν δηλώνεται ρητώς ότι είναι δυνατόν να υποβληθεί από διάδικο αίτημα άρσεως της ασυλίας. Δεδομένου ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 30 του Κανονισμού Διαδικασίας ασυλία αποσκοπεί στην προστασία των εκπροσώπων των διαδίκων από ενδεχόμενες διώξεις και λαμβανομένης υπόψη της ratio legis της εν λόγω διατάξεως, όπως αυτή εκτίθεται ανωτέρω, το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει ότι δεν υποχρεούται να αποφανθεί επί αιτήματος άρσεως ασυλίας παρά μόνον εφόσον το αίτημα αυτό υποβάλλεται από δικαστήριο ή άλλη αρμόδια εθνική αρχή. Δεδομένου ότι εν προκειμένω δεν συμβαίνει αυτό, το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει ότι δεν μπορεί να δεχθεί αίτημα άρσεως ασυλίας υποβληθέν από διάδικο, διότι το αίτημα αυτό δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου ΔΔ.

80      Κατά συνέπεια, στην υπό κρίση διαφορά, το αίτημα άρσεως ασυλίας που υπέβαλε ο προσφεύγων πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

 Επί του αιτήματος αποζημιώσεως λόγω υπερβολικής διάρκειας της διαδικασίας

81      Το Δικαστήριο ΔΔ εξέδωσε χωριστή διάταξη (διάταξη του Δικαστηρίου ΔΔ της 7ης Δεκεμβρίου 2011, F‑44/05 RENV, Strack κατά Επιτροπής) επί του αιτήματος αποζημιώσεως λόγω υπερβολικής διάρκειας της διαδικασίας, το οποίο περιλαμβανόταν στο υπόμνημα γραπτών παρατηρήσεων που κατέθεσε ο προσφεύγων στην παρούσα κατ’ αναπομπή διαδικασία. Με τη διάταξη αυτή, το Δικαστήριο ΔΔ διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων, για να υποστηρίξει το αίτημά του, επικαλείτο τη διάρκεια τριών διαφορετικών διαδικασιών, δηλαδή της διοικητικής διαδικασίας προς πλήρωση της επίμαχης θέσεως, της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας και της ένδικης διαδικασίας.

82      Κρίνοντας εαυτό αναρμόδιο να αποφανθεί επί του αιτήματος αποζημιώσεως που στηριζόταν στη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας, δεδομένου ότι η προβαλλόμενη με τον τρόπο αυτό ζημία δεν προκλήθηκε από τη σχέση απασχολήσεως που συνδέει τον προσφεύγοντα με την Επιτροπή, αλλά από την καθυστέρηση εκδόσεως αποφάσεως που, κατά τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος, καταλογίζεται στα δικαστήρια της Ένωσης, το Δικαστήριο ΔΔ παρέπεμψε στο Γενικό Δικαστήριο, με διάταξη της 7ης Δεκεμβρίου 2011, F‑44/05 RENV, Strack κατά Επιτροπής, το αίτημα αποζημιώσεως που υπέβαλε ο προσφεύγων, στο μέτρο που αφορούσε την υπερβολική διάρκεια της ένδικης διαδικασίας. Αυτή η αίτηση αποζημιώσεως πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου με αριθμό υποθέσεως T‑670/11.

83      Με επιστολή που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την 12η Ιανουαρίου 2012, ο προσφεύγων ζήτησε να θεωρηθεί ότι κατέστη άνευ αντικειμένου το αίτημά του για αποζημίωση λόγω υπερβολικής διάρκειας της ένδικης διαδικασίας και να διαγραφεί η υπόθεση T‑670/11 από το πρωτόκολλο του Γενικού Δικαστηρίου.

84      Στις 16 Φεβρουαρίου 2012, ο προσφεύγων άσκησε αίτηση αναιρέσεως κατά της διατάξεως της 7ης Δεκεμβρίου 2011, F‑44/05 RENV, Strack κατά Επιτροπής, περί παραπομπής του αιτήματος αποζημιώσεως λόγω υπερβολικής διάρκειας της ένδικης διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Η εν λόγω αίτηση αναιρέσεως πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου με αριθμό υποθέσεως T‑65/12 P.

85      Με διάταξη του προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 26ης Ιανουαρίου 2012, η υπόθεση T‑670/11 διαγράφηκε από το πρωτόκολλο του Γενικού Δικαστηρίου.

86      Με διάταξη της 12ης Ιουνίου 2012, T‑65/12 P, Strack κατά Επιτροπής, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως που άσκησε ο προσφεύγων κατά της διατάξεως της 7ης Δεκεμβρίου 2011, F‑44/05 RENV, Strack κατά Επιτροπής, περί παραπομπής του αιτήματος αποζημιώσεως λόγω υπερβολικής διάρκειας της ένδικης διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου λόγω του ότι η προσβαλλόμενη διάταξη δεν συνιστούσε πράξη δυνάμενη να αποτελέσει αντικείμενο αιτήσεως αναιρέσεως.

87      Όσον αφορά το αίτημα αποζημιώσεως, στο μέτρο που αφορά την υπερβολική διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας για την πλήρωση της θέσεως και της προ της ασκήσεως της προσφυγής διοικητικής διαδικασίας, πρέπει να επισημανθεί ότι, για να υποστηρίξει το αίτημα αυτό, ο προσφεύγων αιτιάται την Επιτροπή ότι εσκεμμένα παρέτεινε τις διαδικασίες αυτές, κινώντας κατά τρόπο προφανώς εσφαλμένο τη διαδικασία προκηρύξεως της θέσεως, παραλείποντας να τον ενημερώσει κατά τρόπο άμεσο για το αποτέλεσμα της διαδικασίας αυτής και παραλείποντας να λάβει τα απαραίτητα διορθωτικά μέτρα στο πλαίσιο της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, της οποίας, στην πράξη, εξήντλησε τις προθεσμίες.

88      Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς, όσον αφορά την υπό στενή έννοια διοικητική διαδικασία, ότι, βάσει της αρχής της χρηστής διοικήσεως, η ΑΔΑ υποχρεούται σε τήρηση εύλογης προθεσμίας κατά τη διεξαγωγή κάθε διοικητικής διαδικασίας (βλ., συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Απριλίου 2006, T‑394/03, Angeletti κατά Επιτροπής, σκέψη 163).

89      Στην υπό κρίση διαφορά, πρέπει να επισημανθεί ότι η διοικητική διαδικασία για την πλήρωση της επίμαχης θέσεως κινήθηκε στις 24 Μαρτίου 2004, με τη δημοσίευση της προκηρύξεως για την πλήρωση της επίμαχης θέσεως και περατώθηκε, όσον αφορά τον προσφεύγοντα, στις 19 Νοεμβρίου 2004, όταν ο προσφεύγων ενημερώθηκε για την απόρριψη της υποψηφιότητάς του. Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας ανήλθε σε οκτώ περίπου μήνες, διάρκεια που δεν μπορεί να θεωρηθεί μη εύλογη, λαμβανομένου ιδίως υπόψη ότι οι υποψηφιότητες για την επίμαχη θέση μπορούσαν να υποβληθούν μέχρι τις 15 Απριλίου 2004 και ότι η διαδικασία επιλογής περιελάμβανε τέσσερα στάδια, δηλαδή, πρώτον, την εξέταση των υποψηφιοτήτων από την επιτροπή προεπιλογής, προς τον σκοπό καταρτίσεως καταλόγου επιλεγέντων υποψηφίων, δεύτερον, συνέντευξη της ΑΔΑ με τους υποψηφίους που περιλαμβάνονταν στον εν λόγω κατάλογο ή με κάθε άλλο υποψήφιο τον οποίο η ΑΔΑ επιθυμούσε να υποβάλει σε συνέντευξη, τρίτον, λήψη της γνώμης της συμβουλευτικής επιτροπής διορισμών και, τέταρτον, έκδοση από την ΑΔΑ της πράξεως διορισμού.

90      Όσον αφορά τη διάρκεια της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, αυτή διήρκεσε τρεις μήνες και τριάντα ημέρες, διάρκεια που δεν είναι υπερβολική. Σε κάθε περίπτωση, η διάρκεια της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας δεν μπορεί, εξ ορισμού, να είναι υπερβολική, εφόσον δεν μπορεί να υπερβεί, λόγω των διαφόρων προθεσμιών που προβλέπουν τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ, τους δεκατέσσερις μήνες και δέκα ημέρες, όταν έχει κινηθεί με αίτηση, και τους δέκα μήνες και δέκα ημέρες όταν, όπως εν προκειμένω, έχει κινηθεί με ένσταση.

91      Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί το αίτημα αποζημιώσεως, στο μέτρο που στηρίζεται στην υπερβολική διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας για την πλήρωση της θέσεως και της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας.

 Επί των αιτημάτων ακυρώσεως της αποφάσεως διορισμού του Α και της αποφάσεως περί απορρίψεως της υποψηφιότητας του προσφεύγοντος

 Επί του παραδεκτού των αιτημάτων ακυρώσεως

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

92      Στο υπόμνημα αντικρούσεως που κατέθεσε στην υπόθεση F‑44/05, το οποίο παραπέμπει στις παρατηρήσεις που αφορούσαν την ένσταση απαραδέκτου που υποβλήθηκε με χωριστό δικόγραφο, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο προσφεύγων δεν είχε έννομο συμφέρον, διότι δεν θα μπορούσε να αντλήσει κανένα όφελος από την ακύρωση των προσβαλλομένων αποφάσεων. Πράγματι, έχοντας, πριν από την άσκηση της προσφυγής, αυτοδικαίως συνταξιοδοτηθεί, δυνάμει των άρθρων 53 και 78 του ΚΥΚ, λόγω μόνιμης αναπηρίας θεωρούμενης ως ολικής, ο προσφεύγων δεν μπορούσε να διεκδικήσει την επίμαχη θέση.

93      Στις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσε στο πλαίσιο της παρούσας κατ’ αναπομπή διαδικασίας, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η απόφαση περί αναπομπής επιβεβαιώνει ότι τα αιτήματα ακυρώσεως της αποφάσεως διορισμού του Α και της αποφάσεως περί απορρίψεως της υποψηφιότητας του προσφεύγοντος είναι απαράδεκτα λόγω του ότι ο προσφεύγων δεν θα μπορούσε να αντλήσει όφελος από την ακύρωση των εν λόγω αποφάσεων.

94      Η Επιτροπή επισημαίνει, αφενός, ότι το Γενικό Δικαστήριο, για να αποφανθεί ότι υπάλληλος, όπως ο προσφεύγων, για τον οποίο η επιτροπή αναπηρίας αναγνώρισε ότι πάσχει από μόνιμη ολική αναπηρία και ο οποίος συνταξιοδοτήθηκε αυτοδικαίως βάσει των άρθρων 53 και 78 του ΚΥΚ, διατηρούσε έννομο συμφέρον να επιδιώξει την ακύρωση, στηρίχθηκε στην απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Δεκεμβρίου 2008, C‑198/07 P, Gordon κατά Επιτροπής. Με την απόφαση όμως αυτή, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι αυτό δεν συμβαίνει όταν η δυνατότητα επανεντάξεως του υπαλλήλου που έχει κριθεί ανάπηρος δεν είναι πραγματική αλλά μόνον υποθετική. Εκτιμώντας ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση τίποτα δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων θα μπορούσε σύντομα να είναι εκ νέου ικανός για υπηρεσία, η Επιτροπή συνάγει ότι ο προσφεύγων στερείται εννόμου συμφέροντος.

95      Αφετέρου, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο με την απόφαση περί αναπομπής, έκρινε ότι δεν μπορεί να αναγνωριστεί σε προσφεύγοντα έννομο συμφέρον ακυρώσεως αποφάσεως διορισμού υπαλλήλου σε συγκεκριμένη θέση σε περίπτωση που, λαμβανομένης υπόψη της σοβαρότητας του ελαττώματος και μετά από στάθμιση των εμπλεκομένων συμφερόντων, προκύπτει ότι η ακύρωση της παρανόμου αποφάσεως θα συνιστούσε υπερβολική κύρωση για το ελάττωμα από το οποίο έπασχε η εν λόγω απόφαση. Στην προκειμένη υπόθεση, η ακύρωση της αποφάσεως διορισμού του Α θα συνιστούσε υπερβολική κύρωση. Κατ’ αρχάς, η παρατυπία από την οποία πάσχει η εν λόγω απόφαση δεν αποτελεί πλάνη περί το δίκαιο ή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, αλλά απλή διαδικαστική πλημμέλεια, και μάλιστα αμελητέα, διότι πλήττει την απόφαση της επιτροπής προεπιλογής και όχι αυτή της ΑΔΑ. Επιπλέον, η αρχή της ασφάλειας δικαίου εμποδίζει την ακύρωση της αποφάσεως διορισμού του Α, εφόσον παρήλθε διάστημα μεγαλύτερο των επτά ετών από την έκδοση της αποφάσεως αυτής. Τέλος, θα ήταν αντίθετο προς το συμφέρον της υπηρεσίας να κινηθεί εκ νέου διαδικασία πληρώσεως θέσεως, για την οποία ο προσφεύγων δεν προσκομίζει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι θα μπορούσε να την διεκδικήσει στο προσεχές μέλλον.

96      Ο προσφεύγων, από την πλευρά του, εκτιμά ότι η ακύρωση των προσβαλλομένων αποφάσεων μπορεί να τον ωφελήσει. Όσον αφορά την απόφαση περί απορρίψεως της υποψηφιότητάς του, ο προσφεύγων υπογραμμίζει ότι, δεδομένου ότι η αυτοδίκαιη συνταξιοδότησή του λόγω μόνιμης ολικής αναπηρίας δεν είναι οριστική, δεν αποκλείεται να μπορέσει κάποτε να καταλάβει την επίμαχη θέση. Όσον αφορά την απόφαση διορισμού του Α, εφόσον το αίτημα ακυρώσεως της εν λόγω αποφάσεως υποβλήθηκε εμπροθέσμως, ο Α δεν έχει δικαίωμα να παραμένει στην επίμαχη θέση. Σε κάθε περίπτωση, ο προσφεύγων θεωρεί ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να επικαλείται το συμφέρον του Α, στη θέση και για λογαριασμό του τελευταίου, προκειμένου να υποβάλει ένσταση απαραδέκτου και ότι μια τέτοια ένσταση απαραδέκτου θα ήταν εκπρόθεσμη, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν την προέβαλε στο υπόμνημα αντικρούσεως που κατέθεσε κατά την αρχική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

97      Κατά πάγια νομολογία, προκειμένου υπάλληλος ή πρώην υπάλληλος, να μπορεί να ζητήσει παραδεκτώς, στο πλαίσιο προσφυγής ασκούμενης βάσει των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ, την ακύρωση βλαπτικής για αυτόν πράξεως, κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, πρέπει να έχει, κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής του, γεγενημένο και ενεστώς συμφέρον αρκούντως συγκεκριμένο για την ακύρωση της πράξεως αυτής, ένα δε τέτοιο συμφέρον προϋποθέτει ότι το αίτημα μπορεί, εκ του αποτελέσματός του, να του παράσχει κάποιο όφελος (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 29ης Νοεμβρίου 2006, T‑35/05, T‑61/05, T‑107/05, T‑108/05 και T‑139/05, Agne-Dapper κ.λπ. κατά Επιτροπής κ.λπ., σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και απόφαση περί αναπομπής, σκέψη 43). Ως προϋπόθεση του παραδεκτού, το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος πρέπει να εκτιμάται κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής (βλ., συναφώς, διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 28ης Ιουνίου 2005, T‑147/04, Ross κατά Επιτροπής, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και απόφαση περί αναπομπής, σκέψη 44).

98      Όσον αφορά υπάλληλο για τον οποίο η επιτροπή αναπηρίας αναγνώρισε ότι πάσχει από μόνιμη ολική αναπηρία και ο οποίος συνταξιοδοτήθηκε αυτοδικαίως, όπως προβλέπουν τα άρθρα 53 και 78 του ΚΥΚ, η κατάσταση ενός τέτοιου υπαλλήλου διαφοροποιείται από την κατάσταση του υπαλλήλου που φθάνει σε ηλικία συνταξιοδοτήσεως, που παραιτείται ή που απολύεται, διότι πρόκειται για κατάσταση αναστρέψιμη. Πράγματι, ο υπάλληλος που έχει καταστεί ανάπηρος ενδέχεται στο μέλλον να αναλάβει εκ νέου τα καθήκοντά του σε κάποιο όργανο της Ένωσης. H γενική διάταξη του άρθρου 53 του ΚΥΚ πρέπει, συναφώς, να ερμηνεύεται σε συνδυασμό προς τις ειδικές διατάξεις των άρθρων 13 έως 15 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ. Η δραστηριότητα του υπαλλήλου που έχει κριθεί ανάπηρος τελεί απλώς υπό αναστολή, η δε εξέλιξη της καταστάσεώς του στα κοινοτικά όργανα εξαρτάται από το αν εξακολουθούν να υφίστανται οι συνθήκες που δικαιολογούσαν την αναπηρία αυτή, η οποία μπορεί να ελέγχεται σε τακτά διαστήματα (προπαρατεθείσα απόφαση Gordon κατά Επιτροπής, σκέψεις 46 και 47· απόφαση περί αναπομπής, σκέψη 69).

99      Περαιτέρω, υπάλληλος που κρίθηκε ότι έχει υποστεί μόνιμη αναπηρία, θεωρούμενη ως ολική, εφόσον υπάρχει πιθανότητα να επανενταχθεί σε κάποιο όργανο, έχει συμφέρον, κατά την έννοια της παρατιθέμενης στη σκέψη 94 της παρούσας αποφάσεως νομολογίας, να ζητήσει, στο πλαίσιο της διαδικασίας επιλογής για την πλήρωση κενής θέσεως στην οποία έγινε δεκτός να συμμετάσχει, την ακύρωση της αποφάσεως περί απορρίψεως της υποψηφιότητάς του και της αποφάσεως διορισμού άλλου υποψηφίου, προκειμένου να μπορέσει να συνεχίσει να διεκδικεί, σε περίπτωση επανεντάξεως, την επίμαχη θέση ή ακόμη και απλώς προκειμένου να αποφευχθεί, σε τέτοια περίπτωση, η επανάληψη στο μέλλον, στο πλαίσιο ανάλογης διαδικασίας στην οποία θα επρόκειτο να συμμετάσχει, των προβαλλόμενων παρατυπιών που αφορούν τον τρόπο διεξαγωγής της διαδικασίας επιλογής. Αυτό το έννομο συμφέρον απορρέει από το άρθρο 233, πρώτο εδάφιο, ΕΚ (νυν άρθρο 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ), βάσει του οποίου τα όργανα που εξέδωσαν την ακυρωθείσα πράξη οφείλουν να λάβουν τα μέτρα που προϋποθέτει η εκτέλεση της δικαστικής αποφάσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιουνίου 2007, C‑362/05 P, Wunenburger κατά Επιτροπής, σκέψεις 50 και 51 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· απόφαση περί αναπομπής, σκέψη 70).

100    Στα δικόγραφά της, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, σύμφωνα με την προαναφερθείσα νομολογία, και ιδίως με την προπαρατεθείσα απόφαση Gordon κατά Επιτροπής, προκειμένου ο αυτοδικαίως συνταξιοδοτηθείς, βάσει των άρθρων 53 και 78 του ΚΥΚ, υπάλληλος να διατηρεί έννομο συμφέρον, απαιτείται η δυνατότητα επανεντάξεως του εν λόγω υπαλλήλου να είναι πραγματική και όχι απλώς υποθετική.

101    Εντούτοις, μολονότι το Δικαστήριο επισήμανε πράγματι, στη σκέψη 48 της προαναφερθείσας αποφάσεως Gordon κατά Επιτροπής, ότι «η δυνατότητα επανεντάξεως του προσφεύγοντος δεν ήταν απλώς υποθετική αλλά πραγματική», προκειμένου να αποφανθεί ότι ο προσφεύγων, αν και είχε συνταξιοδοτηθεί αυτοδικαίως, εξακολουθούσε να έχει έννομο συμφέρον, η επισήμανση αυτή δεν έχει την έννοια ότι υπάλληλος που βρίσκεται στην προαναφερθείσα κατάσταση εξακολουθεί να έχει έννομο συμφέρον μόνον εφόσον είναι εξαρχής δεδομένο ότι θα είναι προσεχώς εκ νέου ικανός για υπηρεσία· η εν λόγω επισήμανση έχει απλώς την έννοια ότι ο υπάλληλος διατηρεί το έννομο συμφέρον του όσο δεν έχει αποκλειστεί η δυνατότητα επιστροφής του στην υπηρεσία. Πράγματι, από την σκέψη 48 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Gordon κατά Επιτροπής προκύπτει ότι για να διατηρεί υπάλληλος που συνταξιοδοτήθηκε αυτοδικαίως λόγω μόνιμης ολικής αναπηρίας το έννομο συμφέρον του αρκεί να υφίσταται δυνατότητα επανεντάξεώς του στην υπηρεσία, πράγμα που συμβαίνει για όσο διάστημα η μόνιμη ολική αναπηρία δεν έχει καταστεί οριστική. Ουδόλως απαιτείται, συνεπώς, βεβαιότητα σχετικά με την επανένταξη του υπαλλήλου για να αναγνωριστεί ότι αυτός έχει έννομο συμφέρον. Πράγματι, όπως επισημαίνεται στη σκέψη 97 της παρούσας αποφάσεως, το έννομο συμφέρον προσφεύγοντος για ακύρωση πράξεως προϋποθέτει να είναι η ακύρωση αυτή ικανή να του παράσχει κάποιο όφελος και όχι να είναι δεδομένο ότι θα του παράσχει τέτοιο όφελος.

102    Για να δώσει πλήρη απάντηση στο επιχείρημα της Επιτροπής, το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε, με την απόφαση περί αναπομπής, ότι υπάλληλος που συνταξιοδοτήθηκε αυτοδικαίως λόγω μόνιμης ολικής αναπηρίας, βάσει των άρθρων 53 και 78 του ΚΥΚ, στερείται εννόμου συμφέροντος μόνο σε ορισμένες ιδιαίτερες περιπτώσεις στις οποίες από την εξέταση της συγκεκριμένης καταστάσεως του εν λόγω υπαλλήλου καθίσταται σαφές ότι είναι πλέον ανίκανος να αναλάβει στο μέλλον εκ νέου τα καθήκοντά του σε κοινοτικό όργανο, λαμβανομένων υπόψη π.χ. των πορισμάτων της επιτροπής αναπηρίας στην οποία έχει ανατεθεί ο έλεγχος της καταστάσεώς του αναπηρίας από τα οποία συνάγεται ότι η παθολογία που προκάλεσε την αναπηρία έχει μόνιμο χαρακτήρα και ότι, ως εκ τούτου, δεν απαιτείται άλλη ιατρική επανεξέταση ή λαμβανόμενων υπόψη των δηλώσεων του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου από τις οποίες προκύπτει ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν θα αναλάβει πλέον τα καθήκοντά του εντός του οργάνου (απόφαση περί αναπομπής, σκέψη 71).

103    Στη υπό κρίση διαφορά, η επιτροπή αναπηρίας αναγνώρισε ότι ο προσφεύγων πάσχει από μόνιμη ολική αναπηρία και συνταξιοδοτήθηκε αυτοδικαίως, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 53 και 78 του ΚΥΚ. Εντούτοις, η κατάστασή του ήταν αναστρέψιμη, ενώ εξάλλου η διοίκηση φρόντισε να υπενθυμίσει στον προσφεύγοντα, στις 28 Μαρτίου 2007, ότι είχε τη δυνατότητα να υποβάλλει περιοδικά σε εξέταση τους πρώην υπαλλήλους που απολαύουν επιδόματος αναπηρίας και δεν έχουν ακόμη συμπληρώσει την ηλικία των 63 ετών (σκέψη 35 της παρούσας αποφάσεως). Εκτός αυτού, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν αποδεικνύεται ότι, από την ημερομηνία κατά την οποία ο προσφεύγων συνταξιοδοτήθηκε αυτοδικαίως, ήταν δεδομένο, κατά τρόπο αμετάκλητο, ότι δεν θα αναλάβει ποτέ εκ νέου τα καθήκοντά του. Σε κάθε περίπτωση, θα εναπόκειται στην ιατρική επιτροπή να αποφανθεί, την κατάλληλη στιγμή, κατά πόσον ο προσφεύγων μπορεί να αναλάβει εκ νέου τα καθήκοντά του, δεδομένου ότι η σχετική εκτίμηση είναι ιατρικής φύσεως και, συνεπώς, η διοίκηση δεν πρέπει να προδικάζει το περιεχόμενο της μελλοντικής αποφάσεως της εν λόγω επιτροπής. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο προσφεύγων μπορεί να συνεχίσει να διεκδικεί την επίμαχη θέση και, για τον λόγο αυτό, διατηρεί έννομο συμφέρον για την ακύρωση τόσο της αποφάσεως διορισμού του Α, όσο και της αποφάσεως περί απορρίψεως της υποψηφιότητάς του, αποφάσεων που, στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι άρρηκτα συνδεδεμένες (στο εξής: προσβαλλόμενες αποφάσεις).

104    Η Επιτροπή, στις γραπτές παρατηρήσεις που υπέβαλε κατά την παρούσα κατόπιν αναπομπής διαδικασία, υποστηρίζει επίσης ότι ο προσφεύγων δεν είχε συμφέρον να αμφισβητήσει τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, διότι, κατά πάγια νομολογία, δεν θα μπορούσε να επιτύχει την ακύρωση αποφάσεως διορισμού μονίμου υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού.

105    Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η νομολογία έχει ήδη δεχθεί, και μάλιστα επανειλημμένα, το παραδεκτό ακυρωτικών αιτημάτων που στρέφονται κατά αποφάσεως διορισμού μονίμου υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού και έχουν υποβληθεί από τρίτο, σε σχέση με την απόφαση αυτή, πρόσωπο (βλ., ενδεικτικώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Νοεμβρίου 2006, T‑494/04, Neirinck κατά Επιτροπής, σκέψεις 66 και 67) και ο δικαστής της Ένωσης έχει ήδη ακυρώσει, κατόπιν προσφυγής τρίτου, πολλές αποφάσεις διορισμού μονίμων υπαλλήλων ή μελών του λοιπού προσωπικού (βλ., ενδεικτικώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Ιανουαρίου 1975, 29/74, de Dapper κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, σκέψη 16· απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Ιουλίου 2001, T‑351/99, Brumter κατά Επιτροπής, σκέψη 97).

106    Είναι βεβαίως αληθές ότι, όταν η πράξη της οποίας ζητείται η ακύρωση ευνοεί μόνιμο υπάλληλο ή μέλος του λοιπού προσωπικού, πράγμα που συμβαίνει στην περίπτωση αποφάσεως διορισμού, εναπόκειται στον δικαστή να εξακριβώσει κατά πόσον η ακύρωση δεν θα αποτελούσε υπερβολική κύρωση της τελεσθείσας παρανομίας (απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Ιουνίου 1980, 24/79, Oberthür κατά Επιτροπής, σκέψη 13· απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 10ης Ιουλίου 1992, T‑68/91, Barbi κατά Επιτροπής, σκέψη 36), πλην όμως αυτή η υποχρέωση του δικαστή δεν επηρεάζει το έννομο συμφέρον του τρίτου σε σχέση με την απόφαση της οποίας ζητεί την ακύρωση (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 22ας Οκτωβρίου 2008, F‑46/07, Τζιράνη κατά Επιτροπής, σκέψη 38).

107    Αφενός, ο δικαστής μπορεί να εξετάσει κατά πόσον η ακύρωση δεν αποτελεί υπερβολική κύρωση της τελεσθείσας παρανομίας μόνον μετά από εξέταση της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως, εξέταση κατά την οποία λαμβάνεται ιδιαιτέρως υπόψη η σοβαρότητα του διαπιστωθέντος ελαττώματος (προπαρατεθείσα απόφαση Τζιράνη κατά Επιτροπής, σκέψη 38).

108    Αφετέρου, ακόμη και στην περίπτωση που η ακύρωση αποφάσεως αποτελεί υπερβολική κύρωση σε σχέση με το διαπιστωθέν ελάττωμα, ο προσφεύγων μπορεί να αντλήσει όφελος από αίτημα ακυρώσεως της εν λόγω αποφάσεως εφόσον, κατά πάγια νομολογία, το γεγονός ότι η ακύρωση πλημμελούς λόγω παρατυπίας αποφάσεως αποτελεί υπερβολική κύρωση δεν αποκλείει ο δικαστής να κάνει δεκτό το αίτημα αναθέτοντας όμως στη διοίκηση να αναζητήσει δίκαιη λύση της διαφοράς (απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Ιουλίου 1993, C‑242/90 P, Επιτροπή κατά Albani κ.λπ., σκέψη 13∙ απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 29ης Σεπτεμβρίου 2010, F‑5/08, Brune κατά Επιτροπής, σκέψη 18), ακόμη και να επιδικάσει αυτεπαγγέλτως στον προσφεύγοντα αποζημίωση για την τελεσθείσα παρατυπία (προπαρατεθείσα απόφαση Oberthür κατά Επιτροπής, σκέψεις 13 και 14∙ απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 5ης Μαΐου 2010, F‑53/08, Bouillez κ.λπ. κατά Συμβουλίου, σκέψη 90).

109    Από όσα προαναφέρθηκαν προκύπτει ότι όλα τα επιχειρήματα που προέβαλε η Επιτροπή για να υποστηρίξει την ένσταση απαραδέκτου που άσκησε κατά των αιτημάτων ακυρώσεως των προσβαλλομένων αποφάσεων είναι αβάσιμα. Συνεπώς, η εν λόγω ένσταση απαραδέκτου πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του βασίμου των αιτημάτων ακυρώσεως

110    Ο προσφεύγων προβάλλει πέντε λόγους ακυρώσεως οι οποίοι αντλούνται, πρώτον, από την παράβαση της αποφάσεως της 28ης Απριλίου 2004, στο μέτρο που αυτή θεσπίζει ορισμένους κανόνες για τη σύνθεση της επιτροπής προεπιλογής, δεύτερον, από την παράβαση του άρθρου 11α και του άρθρου 23α, παράγραφος 3, του νέου ΚΥΚ, τρίτον, από την πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, τέταρτον, από την παράβαση του άρθρου 25 του νέου ΚΥΚ και, πέμπτον, από την παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως και από την παράβαση του καθήκοντος αρωγής.

111    Με την απόφαση Strack κατά Επιτροπής, το Δικαστήριο ΔΔ έκρινε ότι ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από την παράβαση της αποφάσεως της 28ης Απριλίου 2004 έπρεπε να γίνει δεκτός, καθόσον η εν λόγω, εφαρμοστέα στην υπό κρίση διαφορά, απόφαση προέβλεπε, στο άρθρο 2, παράγραφος 3, ότι η επιτροπή προεπιλογής έπρεπε να απαρτίζεται από τουλάχιστον τρία μέλη βαθμού και καθηκόντων ίσου ή ανώτερου επιπέδου σε σχέση με αυτό της προς πλήρωση θέσεως, το ένα εκ των οποίων να προέρχεται από άλλη Γενική Διεύθυνση και, εν προκειμένω, όλα τα μέλη της επιτροπής προεπιλογής ασκούσαν τα καθήκοντά τους στην Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων. Αντιθέτως, απέρριψε τους λοιπούς λόγους ακυρώσεως ως αβάσιμους.

112    Με την απόφαση περί αναπομπής, το Γενικό Δικαστήριο δεν έθιξε τη λύση που προέκρινε το Δικαστήριο ΔΔ όσον αφορά το βάσιμο των λόγων ακυρώσεως που προέβαλε ο προσφεύγων. Κατά συνέπεια, η λύση που προέκρινε το Δικαστήριο ΔΔ, με την απόφαση Strack κατά Επιτροπής, όσον αφορά τους λόγους ακυρώσεως, απέκτησε ισχύ δεδικασμένου (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Δεκεμβρίου 2005, T‑237/00, Reynolds κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, σκέψη 46). Δεν είναι, συνεπώς, δυνατόν να αμφισβητηθεί κατόπιν της αναπομπής της υπό κρίση υποθέσεως. Κατά συνέπεια, ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από την παράβαση της αποφάσεως της 28ης Απριλίου 2004 πρέπει να γίνει δεκτός και οι λοιποί λόγοι ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν.

113    Προτού κριθεί, όπως απαιτεί η απόφαση περί αναπομπής, κατά πόσον το συμφέρον του Α εμποδίζει την ακύρωση των προσβαλλομένων αποφάσεων, πρέπει να επισημανθεί ότι η Επιτροπή, με το υπόμνημα των παρατηρήσεών της, υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι η παράβαση της αποφάσεως της 28ης Απριλίου 2004 δεν είναι ικανή να επιφέρει την ακύρωση των προσβαλλομένων αποφάσεων, διότι το ελάττωμα αυτό δεν έχει σημαντικές επιπτώσεις στη νομιμότητα των εν λόγω προσβαλλομένων αποφάσεων, και τούτο για πολλούς λόγους. Κατ’ αρχάς, δεδομένου ότι η επιτροπή προεπιλογής δεν είναι παρά συμβουλευτικό όργανο, το ελάττωμα από το οποίο πάσχει η σύνθεσή της δεν είχε σημαντικές επιπτώσεις επί των προσβαλλομένων αποφάσεων. Εκτός αυτού, δεδομένου ότι τα πρόσωπα που απάρτιζαν την επιτροπή προεπιλογής καθορίστηκαν σύμφωνα με τους κατά τον χρόνο εκείνο εφαρμοστέους κανόνες, το γεγονός ότι η απόφαση της 28ης Απριλίου 2004, που τροποποίησε τους κανόνες περί συνθέσεως της εξεταστικής επιτροπής, δεν εφαρμόστηκε αναδρομικώς δεν επιτρέπει το συμπέρασμα ότι η συνακόλουθη παρατυπία της συνθέσεως της εξεταστικής επιτροπής μπορεί να επηρέασε την απόφαση διορισμού του Α. Τέλος, η απόφαση διορισμού του Α είναι ορθή, διότι το Δικαστήριο ΔΔ έκρινε, χωρίς στο σημείο αυτό η κρίση του να αναιρεθεί από το Γενικό Δικαστήριο, ότι η απόφαση διορισμού του Α δεν στηρίζεται σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

114    Ως προς το ζήτημα αυτό, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το ελάττωμα από το οποίο πάσχει η γνώμη που διατύπωσε η επιτροπή προεπιλογής ομοιάζει προς διαδικαστική πλημμέλεια, εφόσον η επιτροπή προεπιλογής δεν ασκεί τα καθήκοντα που έχουν ανατεθεί στην ΑΔΑ, αλλά ο ρόλος της είναι αποκλειστικώς συμβουλευτικός. Όπως όμως επισημαίνεται με την προαναφερθείσα επιχειρηματολογία της Επιτροπής, για να μπορεί διαδικαστική πλημμέλεια να οδηγήσει σε ακύρωση των προσβαλλομένων αποφάσεων απαιτείται, εάν δεν υφίστατο η εν λόγω πλημμέλεια, η διαδικασία να μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα (βλ., ιδίως, απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Μαρτίου 1990, C‑142/87, Βέλγιο κατά Επιτροπής, σκέψη 48). Αντιθέτως, δεν απαιτείται από τον προσφεύγοντα να αποδείξει ότι η πράξη θα ήταν κατ’ ανάγκη διαφορετική εάν δεν έπασχε από την εν λόγω διαδικαστική πλημμέλεια και αρκεί, προκειμένου η ύπαρξη πλημμέλειας ως προς την εξωτερική νομιμότητα της οικείας πράξεως να επιφέρει την ακύρωσή της, να μην αποκλείεται παντελώς η δυνατότητα της διοικήσεως να εκδώσει διαφορετική απόφαση (βλ., όσον αφορά έκθεση βαθμολογίας συνταχθείσα χωρίς προηγούμενη συνέντευξη με τον βαθμολογητή, απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 13ης Σεπτεμβρίου 2011, F‑4/10, Nastvogel κατά Συμβουλίου, σκέψη 94).

115    Κατά συνέπεια, και χωρίς να χρειάζεται να κριθεί κατά πόσον η Επιτροπή, με την επιχειρηματολογία της, αμφισβητεί το δεδικασμένο, εφόσον, με την απόφαση Strack κατά Επιτροπής, το Δικαστήριο ΔΔ έκρινε ότι η μη σύννομη σύνθεση της επιτροπής προεπιλογής δικαιολογούσε την ακύρωση της αποφάσεως περί απορρίψεως της υποψηφιότητας του προσφεύγοντος και το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν έθιξε, με την απόφασή του περί αναπομπής, την εν λόγω ανάλυση, αρκεί, για την ανατροπή του εν λόγω επιχειρήματος, να επισημανθεί ότι δεν είναι δυνατόν να αποκλειστεί το ενδεχόμενο, σε περίπτωση νόμιμης σύνθεσης της επιτροπής προεπιλογής, δηλαδή σε περίπτωση συμμετοχής σε αυτή ενός τουλάχιστον μέλους μη ανήκοντος στην Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων, η εν λόγω επιτροπή να είχε διατυπώσει διαφορετικού περιεχομένου γνώμη και, κατά συνέπεια, η ΑΔΑ να είχε επιλέξει άλλο υποψήφιο για την κάλυψη της επίμαχης θέσεως.

116    Από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από την παράβαση της αποφάσεως της 28ης Απριλίου 2004 πρέπει, κατ’ αρχήν, να επιφέρει την ακύρωση των προσβαλλομένων αποφάσεων. Εντούτοις, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 106 της παρούσας αποφάσεως, όταν οι αποφάσεις που πρόκειται να ακυρωθούν ωφελούν άλλον υπάλληλο πλην του προσφεύγοντος, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, ο δικαστής οφείλει να εξακριβώσει προηγουμένως μήπως η ακύρωση συνιστά δυσανάλογη κύρωση σε σχέση με την τελεσθείσα παρανομία (προπαρατεθείσα απόφαση Bouillez κ.λπ. κατά Συμβουλίου, σκέψη 82 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

117    Πρέπει, συναφώς, να υπομνησθεί ότι οι συνέπειες που συνάγει ο δικαστής της Ένωσης από την έλλειψη νομιμότητας αποφάσεων που εκδόθηκαν κατόπιν διαγωνισμού για την πρόσληψη υπαλλήλων δεν είναι ίδιες στην περίπτωση αποφάσεων που εκδόθηκαν κατόπιν διαγωνισμού αποσκοπούντος στην κατάρτιση εφεδρικού πίνακα προσλήψεων και στην περίπτωση αποφάσεων που εκδόθηκαν κατόπιν διαγωνισμού διοργανωθέντος για την κάλυψη, μέσω διορισμού, συγκεκριμένης θέσεως. Πράγματι, στην περίπτωση διαγωνισμού που αποσκοπεί στην κατάρτιση εφεδρικού πίνακα, η ακύρωση όλων των ατομικών αποφάσεων περί εγγραφής του ονόματος εκάστου επιτυχόντος στον εν λόγω πίνακα συνιστά, κατ’ αρχήν, υπερβολική κύρωση (προπαρατεθείσα απόφαση Bouillez κ.λπ. κατά Συμβουλίου, σκέψη 83). Αντιθέτως, όσον αφορά τις αποφάσεις που εκδόθηκαν κατόπιν εσωτερικού διαγωνισμού για την κάλυψη συγκεκριμένης θέσεως, ο δικαστής της Ένωσης προβαίνει σε εξέταση κατά περίπτωση, στο πλαίσιο της οποίας λαμβάνει υπόψη τη φύση της τελεσθείσας παρανομίας καθώς και τη στάθμιση των συμφερόντων.

118    Όταν πρόκειται, όπως εν προκειμένω, για διαδικαστική πλημμέλεια στο πλαίσιο εσωτερικού διαγωνισμού για την κάλυψη συγκεκριμένης θέσεως, ο δικαστής εξετάζει κατά πόσον η εν λόγω πλημμέλεια επηρέασε αποκλειστικώς την εξέταση της υποψηφιότητας του προσφεύγοντος ή έπληξε την εξέταση του συνόλου των υποψηφιοτήτων. Στην πρώτη περίπτωση, πρέπει να θεωρηθεί ότι η διαδικαστική πλημμέλεια δεν είναι ικανή να δικαιολογήσει την ακύρωση της αποφάσεως διορισμού του επιλεγέντος υποψηφίου. Στη δεύτερη περίπτωση, ο δικαστής προβαίνει σε στάθμιση των εμπλεκομένων συμφερόντων, που πρέπει να εκτιμώνται κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Bouillez κ.λπ. κατά Συμβουλίου, σκέψη 85).

119    Στο πλαίσιο αυτό, ο δικαστής λαμβάνει, κατ’ αρχάς, υπόψη το συμφέρον του προσφεύγοντος να συμμετάσχει σε διαδικασία επιλογής χωρίς πλημμέλειες και, ακολούθως, το συμφέρον του υπαλλήλου που διορίστηκε κατόπιν της πλημμελούς διαδικασίας επιλογής και το γεγονός ότι ο υπάλληλος αυτός μπορεί να πίστευε καλοπίστως ότι η απόφαση με την οποία διορίστηκε ήταν νόμιμη. Τέλος, ο δικαστής εξετάζει το συμφέρον της υπηρεσίας, δηλαδή κυρίως την τήρηση της νομιμότητας, τις συνέπειες που έχει για τον προϋπολογισμό η ακύρωση παράνομης απόφασης, τις δυσχέρειες εκτέλεσης της τελεσίδικης απόφασης, τα ενδεχόμενα προβλήματα στην αδιάλειπτη λειτουργία της υπηρεσίας και τους κινδύνους χειροτέρευσης του κοινωνικού κλίματος εντός του θεσμικού οργάνου (βλ., κατ’ αναλογία, προπαρατεθείσα απόφαση Bouillez κ.λπ. κατά Συμβουλίου, σκέψεις 87 έως 89).

120    Στην υπό κρίση διαφορά, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το γεγονός πως η Επιτροπή παραβίασε τους κανόνες περί συνθέσεως της επιτροπής προεπιλογής επηρέασε την εξέταση του συνόλου των υποψηφιοτήτων για την επίμαχη θέση. Πρέπει, κατά συνέπεια, να λάβει χώρα στάθμιση των εμπλεκομένων συμφερόντων.

121    Το Δικαστήριο ΔΔ επισημαίνει, συναφώς, ότι το συμφέρον του προσφεύγοντος να επιτύχει την ακύρωση των προσβαλλομένων αποφάσεων δεν είναι διόλου αμελητέο. Πράγματι, σε περίπτωση ακυρώσεως των προσβαλλομένων αποφάσεων, η Επιτροπή θα πρέπει να επαναλάβει την εξέταση των υποψηφιοτήτων από το στάδιο της διατυπώσεως της γνώμης της επιτροπής προεπιλογής βάσει των διαθέσιμων στοιχείων κατά τον χρόνο που επιλήφθηκε η επιτροπή προεπιλογής, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο, αντίθετα από ό,τι αναφερόταν στο υπόμνημα της επιτροπής προεπιλογής της 25ης Ιουνίου 2004, να περιλαμβάνεται ο προσφεύγων μεταξύ των επιλεγέντων από την εν λόγω επιτροπή υποψηφίων, ακόμη και να επιλεγεί για την κάλυψη της επίμαχης θέσεως και, συνεπώς, να προαχθεί, σύμφωνα με την ανακοίνωση κενής θέσεως, στους βαθμούς A 4 ή A 5. Βέβαια, εάν επρόκειτο να επιλεγεί για την κάλυψη της επίμαχης θέσεως ο προσφεύγων, η διοίκηση δεν θα μπορούσε να τον διορίσει αναδρομικώς στην εν λόγω θέση, εφόσον το άρθρο 3 του ΚΥΚ προβλέπει ρητώς ότι η ημερομηνία θέσεως σε ισχύ πράξεως διορισμού δεν δύναται να προηγείται της ημερομηνίας πραγματικής αναλήψεως καθηκόντων του ενδιαφερομένου, αλλά παρ’ όλα αυτά, σε μια τέτοια περίπτωση, ο προσφεύγων θα αντλούσε όφελος από την προσφυγή του, αφού η διοίκηση θα υποχρεωνόταν να τον αποζημιώσει για τη ζημία που υπέστη λόγω του ότι δεν διορίστηκε κατά την ημερομηνία κατά την οποία θα έπρεπε να είχε διοριστεί εάν δεν υφίστατο η διαπιστωθείσα πλημμέλεια.

122    Επίσης, μολονότι η ΑΔΑ δεν υποχρεούται να δώσει συνέχεια σε διαδικασία επιλογής, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, μπορεί να λάβει τέτοια απόφαση μόνον για αντικειμενικούς και επαρκείς λόγους που δεν ήταν γνωστοί κατά την κίνηση της εν λόγω διαδικασίας (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 14ης Απριλίου 2011, F‑113/07, Šimonis κατά Επιτροπής, σκέψη 90). Στην υπό κρίση διαφορά, ακόμη και εάν θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι συντρέχουν τέτοιοι λόγοι, θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι ο προσφεύγων έχει συμφέρον να επιτύχει την ακύρωση των προσβαλλομένων αποφάσεων, εφόσον, στην περίπτωση αυτή, η διοίκηση θα πρέπει να τον αποζημιώσει για την απώλεια της ευκαιρίας ορθής εξετάσεως της υποψηφιότητάς του από την επιτροπή προεπιλογής τον Ιούνιο 2004.

123    Όσον αφορά το συμφέρον του Α, ο οποίος διορίστηκε κατόπιν της πλημμελούς διαδικασίας επιλογής, το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει ότι αυτός δεν μπορεί να επικαλεστεί δικαιολογημένη εμπιστοσύνη όσον αφορά τη διατήρηση του διορισμού του σε ισχύ και τούτο διότι, παρά την παρέλευση οκτώ ετών από την έκδοση των προσβαλλομένων αποφάσεων, οι αποφάσεις αυτές έχουν προσβληθεί εμπροθέσμως (προπαρατεθείσα απόφαση Bouillez κ.λπ. κατά Συμβουλίου, σκέψη 88). Πράγματι, υπό τις συνθήκες αυτές, ο Α δεν ήταν δυνατόν να αγνοούσε ότι ο διορισμός του δεν θα καθίστατο οριστικός παρά μόνον με την απόρριψη της προσφυγής του προσφεύγοντος.

124    Σε κάθε περίπτωση, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η απόφαση διορισμού του Α έχει καταστεί άνευ αντικειμένου, διότι, σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρασχέθηκαν από τους διαδίκους ειδικά κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο Α δεν κατέχει πλέον την επίμαχη θέση και, λόγω των διατάξεων του άρθρου 3 του ΚΥΚ, η διοίκηση δεν θα μπορούσε, ακόμη και σε περίπτωση ακυρώσεως της εν λόγω αποφάσεως, να διορίσει αναδρομικώς άλλον υποψήφιο στη θέση.

125    Τέλος, όσον αφορά το συμφέρον της υπηρεσίας, το Δικαστήριο ΔΔ επισημαίνει ότι η ακύρωση των προσβαλλομένων αποφάσεων θα διασφάλιζε την πλήρη αποτελεσματικότητα της αρχής της νομιμότητας και ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε πως η ακύρωση των προσβαλλομένων αποφάσεων θα προσέκρουε σε ιδιαίτερες δυσκολίες.

126    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι πρέπει να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις δεδομένου ότι η επιτροπή προεπιλογής δεν είχε νόμιμη σύνθεση, ότι δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο η εν λόγω επιτροπή να διατύπωνε διαφορετική γνώμη εάν είχε νόμιμη σύνθεση και ότι το συμφέρον του Α δεν εμποδίζει την εν λόγω ακύρωση.

 Επί των αιτημάτων αποζημιώσεως στο μέτρο που αφορούν την ηθική βλάβη που υπέστη ο προσφεύγων λόγω της μη νομίμου συνθέσεως της επιτροπής προεπιλογής

127    Ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι υπέστη ζημία λόγω της μη νομίμου συνθέσεως της επιτροπής προεπιλογής.

128    Εντούτοις, πρέπει να υπομνησθεί ότι η ακύρωση πράξεως της διοικήσεως που έχει προσβληθεί από υπάλληλο φαίνεται να συνιστά, αυτή καθαυτή, πρόσφορη και κατ’ αρχήν επαρκή ικανοποίηση κάθε ηθικής βλάβης που τυχόν υπέστη ο εν λόγω υπάλληλος, εκτός εάν αποδείξει ότι υπέστη ηθική βλάβη η οποία είναι δυνατό να διαχωριστεί από την παρανομία που δικαιολογεί την ακύρωση και δεν μπορεί να επανορθωθεί πλήρως με την ακύρωση αυτή. Αυτό συμβαίνει, πρώτον, όταν η ακυρωθείσα πράξη περιέχει ρητώς αρνητική κρίση για τις ικανότητες του προσφεύγοντος δυνάμενη να τον θίξει, δεύτερον, όταν η τελεσθείσα παρατυπία είναι ιδιαιτέρως σοβαρή και, τρίτον, όταν η ακύρωση στερείται κάθε πρακτικής αποτελεσματικότητας και, συνεπώς, δεν μπορεί, μόνο αυτή, να επανορθώσει προσηκόντως και επαρκώς κάθε ηθική βλάβη που προκλήθηκε από την προσβαλλόμενη πράξη (απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 12ης Μαΐου 2011, F‑66/10, AQ κατά Επιτροπής, σκέψεις 105, 107 και 109).

129    Στην υπό κρίση διαφορά, πρέπει να επισημανθεί ότι η ηθική βλάβη που επικαλείται ο προσφεύγων προκλήθηκε από τη συμπεριφορά της Επιτροπής κατά την έκδοση αποφάσεως. Επιβάλλεται όμως η διαπίστωση ότι, σύμφωνα με τα κριτήρια της παρατεθείσας στην προηγούμενη σκέψη νομολογίας, η ακύρωση των προσβαλλομένων πράξεων συνιστά πρόσφορη ικανοποίηση κάθε ηθικής βλάβης που τυχόν υπέστη ο προσφεύγων, δεδομένου ότι, πρώτον, οι εν λόγω αποφάσεις δεν περιείχαν ρητώς αρνητική κρίση για τις ικανότητές του δυνάμενη να τον θίξει, δεύτερον, έστω και αν ο προσφεύγων μπορεί να ένιωσε αίσθημα απογοητεύσεως και αδικίας λόγω της τελεσθείσας παρατυπίας, η εν λόγω όμως παρατυπία δεν είναι τόσο σοβαρή ώστε να δικαιολογεί αυτοτελή αποκατάσταση και, τρίτον, η ακύρωση των προσβαλλομένων αποφάσεων δεν στερείται κάθε πρακτικής αποτελεσματικότητας, αφού δεν αποκλείεται παντελώς η δυνατότητα διορισμού του προσφεύγοντος στην επίμαχη θέση.

130    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι τα αιτήματα αποζημιώσεως, στο μέτρο που αφορούν την ηθική βλάβη που υπέστη ο προσφεύγων λόγω της μη νομίμου συνθέσεως της επιτροπής προεπιλογής πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

131    Τα σημεία 5 και 6 του διατακτικού της αποφάσεως Strack κατά Επιτροπής, που είχε καταδικάσει τον προσφεύγοντα στο ήμισυ των δικαστικών του εξόδων και την Επιτροπή στα δικαστικά της έξοδα καθώς και στο ήμισυ των δικαστικών εξόδων του προσφεύγοντος, αναιρέθηκαν από το Γενικό Δικαστήριο (βλ. απόφαση περί αναπομπής, σκέψη 127). Με την απόφασή του περί αναπομπής, το Γενικό Δικαστήριο επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα. Εναπόκειται, συνεπώς, στο Δικαστήριο ΔΔ να αποφανθεί, με την παρούσα απόφαση, επί των δικαστικών εξόδων που αφορούν τα διάφορα στάδια της διαδικασίας.

132    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας και υπό την επιφύλαξη των λοιπών διατάξεων του ογδόου κεφαλαίου του δευτέρου τίτλου του εν λόγω Κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον έχει διατυπωθεί σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Βάσει της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου, το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να αποφασίσει, για λόγους επιείκειας, ότι ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται μόνο εν μέρει στα δικαστικά έξοδα ή μάλιστα ότι δεν καταδικάζεται.

133    Από το προπαρατεθέν σκεπτικό προκύπτει ότι η Επιτροπή είναι ο διάδικος που ηττήθηκε κατ’ ουσίαν. Επιπροσθέτως, ο προσφεύγων ζήτησε ρητώς με τα αιτήματά του να καταδικαστεί η Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. Καθόσον οι περιστάσεις της υπό κρίση διαφοράς δεν δικαιολογούν την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, η Επιτροπή πρέπει να φέρει τα δικαστικά της έξοδα στις υποθέσεις F‑44/05, Strack κατά Επιτροπής, T‑526/08 P, Επιτροπή κατά Strack και F‑44/05 RENV, Strack κατά Επιτροπής, και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα του προσφεύγοντος στις ίδιες υποθέσεις.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει ως απαράδεκτο το αίτημα άρσεως της ασυλίας της οποίας απολαύουν οι εκπρόσωποι της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην υπόθεση F‑44/05, Strack κατά Επιτροπής.

2)      Απορρίπτει ως αβάσιμο το αίτημα αποζημιώσεως λόγω υπερβολικής διάρκειας της διοικητικής διαδικασίας προς πλήρωση της θέσεως και λόγω υπερβολικής διάρκειας της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας.

3)      Ακυρώνει την απόφαση διορισμού του Α και την απόφαση της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 19ης Νοεμβρίου 2004, περί απορρίψεως της υποψηφιότητας του G. Strack για τη θέση προϊσταμένου της μονάδας «Προκηρύξεις διαγωνισμών και συμβάσεις» της Υπηρεσίας Επισήμων Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

4)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή-αγωγή.

5)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα στις υποθέσεις F‑44/05, Strack κατά Επιτροπής, T‑526/08 P, Επιτροπή κατά Strack, και F‑44/05 RENV, Strack κατά Επιτροπής, και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα του G. Strack στις ίδιες υποθέσεις.


Rofes i Pujol

Boruta

Bradley

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 23 Οκτωβρίου 2012.

Η Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

W. Hakenberg

 

      M. I. Rofes i Pujol


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.