Language of document : ECLI:EU:F:2012:144

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

(δεύτερο τμήμα)

της 23ης Οκτωβρίου 2012

Υπόθεση F‑44/05 RENV

Guido Strack

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Αναπομπή στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης κατόπιν αναιρέσεως — Άρση της ασυλίας υπαλλήλων κοινοτικού οργάνου για όσα αναπτύσσουν προφορικώς ή εγγράφως στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας — Διορισμός σε θέση προϊσταμένου μονάδας — Απόρριψη υποψηφιότητας — Προσφυγή ακυρώσεως — Έννομο συμφέρον του απορριφθέντος υποψηφίου — Δεδικασμένο — Διαδικαστική πλημμέλεια — Στάθμιση των συγκρουομένων συμφερόντων — Αγωγή αποζημιώσεως — Ηθική βλάβη οφειλόμενη σε παρατυπία»

Αντικείμενο: Αναπομπή προσφυγής-αγωγής, αρχικώς ασκηθείσας δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης με απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 9ης Δεκεμβρίου 2010, T‑526/08 P, Επιτροπή κατά Strack (στο εξής: απόφαση περί αναπομπής), η οποία αναίρεσε εν μέρει την απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 25ης Σεπτεμβρίου 2008, F-44/05, Strack κατά Επιτροπής (στο εξής: απόφαση Strack κατά Επιτροπής), εκδοθείσα επί της προσφυγής-αγωγής με την οποία ο G. Strack ζητούσε την ακύρωση της αποφάσεως της Υπηρεσίας Επισήμων Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων περί απορρίψεως της υποψηφιότητάς του για τη θέση προϊσταμένου της μονάδας «Προκηρύξεις διαγωνισμών και συμβάσεις» (A 5/A 4) της εν λόγω Υπηρεσίας (στο εξής: επίμαχη θέση) και της αποφάσεως διορισμού του A στην επίμαχη θέση, καθώς και την καταδίκη της Επιτροπής στην καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω προβαλλομένης ηθικής βλάβης.

Απόφαση: Το αίτημα άρσεως της ασυλίας απορρίπτεται ως απαράδεκτο. Το αίτημα αποζημιώσεως απορρίπτεται ως αβάσιμο. Η απόφαση διορισμού του Α και η απόφαση της Επιτροπής περί απορρίψεως της υποψηφιότητας του προσφεύγοντος-ενάγοντος ακυρώνονται. Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα στις υποθέσεις F‑44/05, Strack κατά Επιτροπής, T‑526/08 P, Επιτροπή κατά Strack, και F‑44/05 RENV, Strack κατά Επιτροπής, και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα του προσφεύγοντος-ενάγοντος στις ίδιες υποθέσεις.

Περίληψη

1.      Υπαλληλικές προσφυγές — Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης — Αίτημα άρσεως της ασυλίας των εκπροσώπων των διαδίκων — Αίτημα μη υποβληθέν από δικαστήριο ή άλλη αρμόδια εθνική αρχή — Απαράδεκτο

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρα 11 και 47· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 19, εδ. 5· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 30)

2.      Υπαλληλικές προσφυγές — Προηγούμενη διοικητική διαδικασία — Πρόοδος — Προθεσμίες

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

3.      Υπαλληλικές προσφυγές — Έννομο συμφέρον — Προσφυγή ακυρώσεως ασκηθείσα από τρίτον κατά του διορισμού μονίμου υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού — Παραδεκτό — Ακύρωση αποτελούσα υπερβολική συνέπεια — Δεν ασκεί επιρροή

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

4.      Υπαλληλικές προσφυγές — Λόγος βασιζόμενος σε διαδικαστική παρατυπία — Λόγος αλυσιτελής ελλείψει πιθανότητας καταλήξεως σε διαφορετικό αποτέλεσμα εάν ήταν σύννομη η διαδικασία

5.      Υπαλληλικές προσφυγές — Ακυρωτική απόφαση — Αποτελέσματα — Ακύρωση αποφάσεως διορισμού σε κενή θέση — Ακύρωση αποτελούσα ή μη υπερβολική συνέπεια — Κριτήρια εκτιμήσεως — Στάθμιση συμφερόντων — Δυνατότητα αυτεπάγγελτης καταδίκης του εναγομένου θεσμικού οργάνου σε καταβολή αποζημιώσεως σε περίπτωση μη ακυρώσεως της διαδικασίας επιλογής

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91)

6.      Υπάλληλοι — Πρόσληψη — Υποχρέωση βαρύνουσα τη Διοίκηση να πληρώσει κενωθείσα θέση εργασίας — Δεν υφίσταται — Εξαίρεση

7.      Υπαλληλικές προσφυγές — Ακυρωτική απόφαση — Αποτελέσματα — Ακύρωση αποφάσεως διορισμού — Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του υπαλλήλου που διορίσθηκε κατόπιν της βαρυνόμενης με πλημμέλεια διαδικασίας — Δεν υφίσταται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91)

8.      Υπαλληλικές προσφυγές — Αγωγή αποζημιώσεως — Ακύρωση της προσβαλλομένης παράνομης πράξεως — Προσήκουσα ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης — Όρια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91)

1.      Προκειμένου περί αιτήματος άρσεως της ασυλίας εκπροσώπου διαδίκου σύμφωνα με το άρθρο 30 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης [στο εξής: Δικαστήριο ΔΔ], η εν λόγω διάταξη δεν προβλέπει ρητώς την δυνατότητα υποβολής, από έναν εκ των διαδίκων, αιτήματος άρσεως της ασυλίας των εκπροσώπων των διαδίκων. Ωστόσο, δεδομένου ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 30 του Κανονισμού Διαδικασίας ασυλία αποσκοπεί στην προστασία των εκπροσώπων των διαδίκων από ενδεχόμενες διώξεις και λαμβανομένης υπόψη της ratio legis της εν λόγω διατάξεως, το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει ότι δεν υποχρεούται να αποφανθεί επί αιτήματος άρσεως ασυλίας παρά μόνον εφόσον το αίτημα αυτό υποβάλλεται από δικαστήριο ή αρμόδια εθνική αρχή. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο ΔΔ δεν μπορεί να δεχθεί αίτημα άρσεως ασυλίας υποβληθέν από διάδικο, διότι το αίτημα αυτό δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου ΔΔ.

Πράγματι, το εν λόγω άρθρο 30 πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του άρθρου 19, πέμπτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που αποτελεί τη νομική του βάση. Πρέπει επίσης, κατά την ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως, να ληφθεί υπόψη ότι η ασυλία των εκπροσώπων των διαδίκων αποτελεί εκδήλωση της ελευθερίας εκφράσεως των δικηγόρων που καθιερώνει το άρθρο 11 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών. Παρά το ότι η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ δεν αποτελεί ποινική διαδικασία, το άρθρο 10 της εν λόγω Συμβάσεως προστατεύει γενικώς το δικαίωμα εκφράσεως των δικηγόρων και συμβάλλει στην πραγμάτωση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη. Τέλος, για την ερμηνεία του άρθρου 30 του Κανονισμού Διαδικασίας πρέπει να ληφθεί υπόψη το άρθρο 47, παράγραφοι 1 και 2, του Χάρτη, που αποσκοπεί στο να διασφαλίσει το θεμελιώδες δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας κάθε προσώπου να συμβουλεύεται δικηγόρο και να του αναθέτει την υπεράσπιση και εκπροσώπησή του.

(βλ. σκέψεις 73 έως 76 και 79)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 22 Δεκεμβρίου 2010, C‑279/09, DEB Deutsche Energiehandels- und Beratungsgesellschaft mbH, σκέψεις 45 και 46

2.      Η διάρκεια της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας δεν μπορεί, εξ ορισμού, να είναι υπερβολική, δεδομένου ότι δεν μπορεί να υπερβεί, λόγω των διαφόρων προθεσμιών που προβλέπονται από τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ, τους δεκατέσσερις μήνες και δέκα ημέρες, όταν έχει κινηθεί με αίτηση, και τους δέκα μήνες και δέκα ημέρες όταν έχει κινηθεί με ένσταση.

(βλ. σκέψη 90)

3.      Είναι παραδεκτά ακυρωτικά αιτήματα τρίτου σε σχέση με την απόφαση τα οποία στρέφονται κατά της αποφάσεως διορισμού μονίμου υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού.

Είναι βεβαίως αληθές ότι, όταν η πράξη της οποίας ζητείται η ακύρωση ευνοεί μόνιμο υπάλληλο ή μέλος του λοιπού προσωπικού, πράγμα που συμβαίνει στην περίπτωση αποφάσεως διορισμού, εναπόκειται στον δικαστή να εξακριβώσει κατά πόσον η ακύρωση θα αποτελούσε υπερβολική συνέπεια της τελεσθείσας παρατυπίας, πλην όμως αυτή η υποχρέωση του δικαστή δεν επηρεάζει το έννομο συμφέρον του τρίτου σε σχέση με την απόφαση της οποίας ζητεί την ακύρωση. 

Συναφώς, αφενός ο δικαστής μπορεί να εξετάσει κατά πόσον η ακύρωση αποτελεί υπερβολική συνέπεια της τελεσθείσας παρανομίας μόνον μετά από εξέταση της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως, εξέταση κατά την οποία λαμβάνεται ιδιαιτέρως υπόψη η σοβαρότητα της διαπιστωθείσας πλημμέλειας.

Αφετέρου, ακόμη και στην περίπτωση που η ακύρωση αποφάσεως αποτελεί υπερβολική συνέπεια σε σχέση με τη διαπιστωθείσα πλημμέλεια, ο προσφεύγων μπορεί να αντλήσει όφελος από αίτημα ακυρώσεως της εν λόγω αποφάσεως, δεδομένου ότι το γεγονός ότι η ακύρωση πλημμελούς λόγω παρατυπίας αποφάσεως αποτελεί υπερβολική συνέπεια δεν αποκλείει ο δικαστής να κάνει δεκτό το αίτημα, αναθέτοντας όμως στη Διοίκηση να αναζητήσει δίκαιη λύση της διαφοράς, ακόμη και να επιδικάσει αυτεπαγγέλτως στον προσφεύγοντα αποζημίωση λόγω αυτής της παρατυπίας.

(βλ. σκέψεις 105 έως 108)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 23 Ιανουαρίου 1975, 29/74, de Dapper κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 16· 5 Ιουνίου 1980, 24/79, Oberthür κατά Επιτροπής, σκέψεις 13 και 14· 6 Ιουλίου 1993, C‑242/90 P, Επιτροπή κατά Albani κ.λπ., σκέψη 13

ΓΔΕΕ: 10 Ιουλίου 1992, T‑68/91, Barbi κατά Επιτροπής, σκέψη 36· 20 Ιουλίου 2001, T‑351/99, Brumter κατά Επιτροπής, σκέψη 97· 14 Νοεμβρίου 2006, T‑494/04, Neirinck κατά Επιτροπής, σκέψεις 66 και 67

ΔΔΔΕΕ: 22 Οκτωβρίου 2008, F‑46/07, Tzirani κατά Επιτροπής, σκέψη 38· 5 Μαΐου 2010, F‑53/08, Bouillez κ.λπ. κατά Συμβουλίου, σκέψη 90· 29 Σεπτεμβρίου 2010, F‑5/08, Brune κατά Επιτροπής, σκέψη 18

4.      Για να μπορεί διαδικαστική πλημμέλεια να έχει ως συνέπεια την ακύρωση πράξεως της Διοικήσεως απαιτείται, εάν δεν υφίστατο η εν λόγω πλημμέλεια, η διαδικασία να μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα. Αντιθέτως, δεν απαιτείται από τον προσφεύγοντα να αποδείξει ότι η πράξη θα ήταν κατ’ ανάγκη διαφορετική εάν δεν έπασχε από την εν λόγω διαδικαστική πλημμέλεια και αρκεί, προκειμένου η ύπαρξη πλημμέλειας ως προς την εξωτερική νομιμότητα να επιφέρει την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξεως, να μην αποκλείεται παντελώς η δυνατότητα της Διοικήσεως να εκδώσει διαφορετική απόφαση.

(βλ. σκέψη 114)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 21 Μαρτίου 1990, C‑142/87, Βέλγιο κατά Επιτροπής, σκέψη 48

ΔΔΔΕΕ: 13 Σεπτεμβρίου 2011, F‑4/10, Nastvogel κατά Συμβουλίου, σκέψη 94

5.      Όταν η πράξη που πρέπει να ακυρωθεί ευνοεί μόνιμο υπάλληλο ή μέλος του λοιπού προσωπικού, πράγμα που συμβαίνει σε περίπτωση αποφάσεως διορισμού σε κενή θέση, εναπόκειται στον δικαστή να εξακριβώσει, εκ προοιμίου, κατά πόσον η ακύρωση θα αποτελούσε υπερβολική συνέπεια της τελεσθείσας παρατυπίας.

Πρέπει, συναφώς, να υπομνησθεί ότι οι συνέπειες που συνάγει ο δικαστής από την έλλειψη νομιμότητας αποφάσεων που εκδόθηκαν κατόπιν διαγωνισμού για την πρόσληψη υπαλλήλων δεν είναι ίδιες στην περίπτωση αποφάσεων που εκδόθηκαν κατόπιν διαγωνισμού αποσκοπούντος στην κατάρτιση εφεδρικού πίνακα προσλήψεων και στην περίπτωση αποφάσεων που εκδόθηκαν κατόπιν διαγωνισμού διοργανωθέντος για την κάλυψη, μέσω διορισμού, συγκεκριμένης θέσεως. Πράγματι, στην περίπτωση διαγωνισμού που αποσκοπεί στην κατάρτιση εφεδρικού πίνακα, η ακύρωση όλων των ατομικών αποφάσεων περί εγγραφής του ονόματος εκάστου επιτυχόντος στον εν λόγω πίνακα συνιστά, κατ’ αρχήν, υπερβολική συνέπεια. Αντιθέτως, όσον αφορά τις αποφάσεις που εκδόθηκαν κατόπιν εσωτερικού διαγωνισμού για την κάλυψη συγκεκριμένης θέσεως, ο δικαστής της Ένωσης προβαίνει σε εξέταση κατά περίπτωση, στο πλαίσιο της οποίας λαμβάνει υπόψη τη φύση της τελεσθείσας παρατυπίας καθώς και τη στάθμιση των συμφερόντων.

Όταν πρόκειται για διαδικαστική πλημμέλεια στο πλαίσιο εσωτερικού διαγωνισμού για την κάλυψη συγκεκριμένης θέσεως, ο δικαστής εξετάζει κατά πόσον η εν λόγω πλημμέλεια επηρέασε αποκλειστικώς την εξέταση της υποψηφιότητας του προσφεύγοντος ή έπληξε την εξέταση του συνόλου των υποψηφιοτήτων. Στην πρώτη περίπτωση, πρέπει να θεωρηθεί ότι η διαδικαστική πλημμέλεια δεν είναι ικανή να δικαιολογήσει την ακύρωση της αποφάσεως διορισμού του επιλεγέντος υποψηφίου. Στη δεύτερη περίπτωση, ο δικαστής προβαίνει σε στάθμιση των συγκρουομένων συμφερόντων, που πρέπει να εκτιμώνται κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής.

Στο πλαίσιο αυτό, ο δικαστής λαμβάνει, κατ’ αρχάς, υπόψη το συμφέρον του προσφεύγοντος να συμμετάσχει σε διαδικασία επιλογής χωρίς πλημμέλειες και, ακολούθως, το συμφέρον του υπαλλήλου που διορίστηκε κατόπιν της πλημμελούς διαδικασίας επιλογής και το γεγονός ότι ο υπάλληλος αυτός μπορεί να πίστευε καλοπίστως ότι η απόφαση με την οποία διορίστηκε ήταν νόμιμη. Τέλος, ο δικαστής εξετάζει το συμφέρον της υπηρεσίας, δηλαδή κυρίως την τήρηση της νομιμότητας, τις συνέπειες που έχει για τον προϋπολογισμό η ακύρωση παράνομων αποφάσεων, τις δυσχέρειες εκτελέσεως της τελεσίδικης αποφάσεως, τα ενδεχόμενα προβλήματα στην αδιάλειπτη λειτουργία της υπηρεσίας και τους κινδύνους επιδεινώσεως του κοινωνικού κλίματος εντός του θεσμικού οργάνου.

(βλ. σκέψεις 116 έως 119)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: Bouillez κ.λπ. κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα, σκέψεις 82, 83, 85 και 87 έως 89 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

6.      Μολονότι η αρχή που έχει την εξουσία διορισμού δεν υποχρεούται να δώσει συνέχεια σε διαδικασία επιλογής, εντούτοις δεν μπορεί να λάβει τέτοια απόφαση παρά μόνον για αντικειμενικούς και επαρκείς λόγους που δεν ήταν γνωστοί κατά την κίνηση της εν λόγω διαδικασίας

(βλ. σκέψη 122)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 14 Απριλίου 2011, F‑113/07, Šimonis κατά Επιτροπής, σκέψη 90

7.      Ενας υπάλληλος ο οποίος διορίστηκε κατόπιν πλημμελούς διαδικασίας επιλογής δεν μπορεί να επικαλεστεί δικαιολογημένη εμπιστοσύνη όσον αφορά τη διατήρηση του διορισμού του σε ισχύ και τούτο διότι, παρά την παρέλευση οκτώ ετών από την έκδοση των προσβαλλομένων αποφάσεων, αυτή έχει προσβληθεί εμπροθέσμως. Πράγματι, υπό τις συνθήκες αυτές, ο εν λόγω υπάλληλος δεν ήταν δυνατόν να αγνοούσε ότι ο διορισμός του δεν θα καθίστατο οριστικός παρά μόνον με την απόρριψη της προσφυγής του προσφεύγοντος.

(βλ. σκέψη 123)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: Bouillez κ.λπ. κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα, σκέψη 88

8.      Η ακύρωση πράξεως της Διοικήσεως που έχει προσβληθεί από υπάλληλο φαίνεται να συνιστά, αυτή καθαυτή, πρόσφορη και κατ’ αρχήν επαρκή ικανοποίηση κάθε ηθικής βλάβης που τυχόν υπέστη ο εν λόγω υπάλληλος, εκτός εάν αποδείξει ότι υπέστη ηθική βλάβη η οποία είναι δυνατό να διαχωριστεί από την παρατυπία που δικαιολογεί την ακύρωση και δεν μπορεί να επανορθωθεί πλήρως με την ακύρωση αυτή. Αυτό συμβαίνει, πρώτον, όταν η ακυρωθείσα πράξη περιέχει ρητώς αρνητική κρίση για τις ικανότητες του προσφεύγοντος δυνάμενη να τον θίξει, δεύτερον, όταν η τελεσθείσα παρατυπία είναι ιδιαιτέρως σοβαρή και, τρίτον, όταν η ακύρωση στερείται κάθε πρακτικής αποτελεσματικότητας και, συνεπώς, δεν μπορεί, μόνο αυτή, να επανορθώσει προσηκόντως και επαρκώς τυχόν ηθική βλάβη που προκλήθηκε από την προσβαλλόμενη πράξη.

(βλ. σκέψη 128)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 12 Μαΐου 2011, F‑66/10, AQ κατά Επιτροπής, σκέψεις 105, 107 και 109