Language of document : ECLI:EU:C:2022:400

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 19ης Μαΐου 2022 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Σήματα – Οδηγία 2008/95/ΕΚ – Άρθρο 9 – Κανονισμός (ΕΚ) 207/2009 – Άρθρα 54, 110 και 111 – Απώλεια δικαιώματος λόγω ανοχής – Έννοια της “ανοχής” – Διακοπή της προθεσμίας της απώλειας δικαιώματος – Όχληση – Ημερομηνία της διακοπής της προθεσμίας της απώλειας δικαιώματος σε περίπτωση ασκήσεως αγωγής – Αποτελέσματα της απώλειας δικαιώματος – Αξιώσεις περί επιδικάσεως αποζημιώσεως, περί παροχής πληροφοριών και περί καταστροφής προϊόντων»

Στην υπόθεση C‑466/20,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, Γερμανία) με απόφαση της 23ης Ιουλίου 2020, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 25 Σεπτεμβρίου 2020, στο πλαίσιο της δίκης

HEITEC AG

κατά

HEITECH Promotion GmbH,

RW,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Κ. Λυκούργο (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, S. Rodin, J.‑C. Bonichot, L. S. Rossi και O. Spineanu-Matei, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Pitruzzella

γραμματέας: Α. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η HEITEC AG, εκπροσωπούμενη από την B. Ackermann, Rechtsanwältin,

–        η HEITECH Promotion GmbH και η RW, εκπροσωπούμενες από τους C. Rohnke, T. Winter και C. Augenstein, Rechtsanwälte,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τον T. Scharf, τον É. Gippini Fournier και την J. Samnadda, στη συνέχεια δε από τον T. Scharf και την J. Samnadda,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 13ης Ιανουαρίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής απόφασης αφορά την ερμηνεία του άρθρου 9 της οδηγίας 2008/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2008, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ 2008, L 299, σ. 25), καθώς και των άρθρων 54 και 111 του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 2009, L 78, σ. 1).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της HEITEC AG (στο εξής: Ηeitec) και, αφετέρου, της HEITECH Promotion GmbH (στο εξής: Ηeitech) και της RW, σχετικά με την εκ μέρους τους χρήση της εμπορικής επωνυμίας HEITECH Promotion GmbH και σημάτων που περιέχουν το λεκτικό στοιχείο «heitech».

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η οδηγία 2008/95

3        Η αιτιολογική σκέψη 12 της οδηγίας 2008/95 είχε ως εξής:

«Για λόγους ασφαλείας του δικαίου και χωρίς να θίγονται κατά τρόπο ανεπιεική τα συμφέροντα του δικαιούχου προγενέστερου σήματος, πρέπει να προβλεφθεί πως ο εν λόγω δικαιούχος δεν μπορεί πλέον να ζητά την ακυρότητα ή να αντιτίθεται στη χρήση σήματος μεταγενέστερου του δικού του, εφόσον εν γνώσει του ανέχθηκε τη χρήση αυτή για μεγάλο διάστημα, εκτός αν η αίτηση για το μεταγενέστερο σήμα έγινε κακόπιστα.»

4        Το άρθρο 4 της οδηγίας, υπό τον τίτλο «Περαιτέρω λόγοι απαραδέκτου ή ακυρότητας όσον αφορά συγκρούσεις με προγενέστερα δικαιώματα», προέβλεπε:

«1.      Ένα σήμα δεν καταχωρίζεται ή, αν έχει καταχωρισθεί, είναι δυνατόν να κηρυχθεί άκυρο:

α)      εάν ταυτίζεται με προγενέστερο σήμα, και τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες για τις οποίες το σήμα ζητείται ή έχει καταχωρισθεί, ταυτίζονται με εκείνες για τις οποίες προστατεύεται το προγενέστερο σήμα·

β)      εάν, λόγω του ταυτοσήμου ή της ομοιότητας με το προγενέστερο σήμα και του ταυτόσημου ή της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που τα δύο σήματα προσδιορίζουν, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης του κοινού· ο κίνδυνος σύγχυσης περιλαμβάνει και τον κίνδυνο συσχέτισης με το προγενέστερο σήμα.

2.      Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ως “προγενέστερα σήματα” νοούνται:

α)      τα σήματα τα οποία έχουν κατατεθεί πριν από την ημερομηνία αίτησης του σήματος, αφού ληφθούν υπόψη, ενδεχομένως, τα προβαλλόμενα δικαιώματα προτεραιότητας για τα σήματα αυτά, και τα οποία ανήκουν στις ακόλουθες κατηγορίες:

i)      σήματα [της Ευρωπαϊκής Ένωσης],

ii)      σήματα καταχωρισμένα σε κράτος μέλος ή, όσον αφορά το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο και τις Κάτω Χώρες, στο Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Μπενελούξ,

iii)      σήματα που έχουν αποτελέσει αντικείμενο διεθνούς καταχώρισης, η οποία ισχύει σε ένα κράτος μέλος·

β)      τα σήματα [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] των οποίων εγκύρως προβάλλεται η αρχαιότητα […]·

γ)      οι αιτήσεις σημάτων που υπάγονται στα στοιχεία α) και β), υπό την επιφύλαξη της καταχώρισής τους·

[…]

4.      Τα κράτη μέλη μπορούν εξάλλου να προβλέπουν ότι ένα σήμα δεν γίνεται δεκτό προς καταχώριση ή είναι δυνατόν να κηρυχθεί άκυρο εφόσον και κατά το μέτρο που:

α)      το σήμα ταυτίζεται ή είναι παρόμοιο με προγενέστερο εθνικό σήμα κατά την έννοια της παραγράφου 2 και πρόκειται να καταχωριστεί ή έχει καταχωριστεί για προϊόντα ή υπηρεσίες που δεν είναι παρόμοιες με εκείνες για τις οποίες έχει καταχωριστεί το προγενέστερο σήμα, εφόσον το προγενέστερο σήμα χαίρει φήμης στο κράτος μέλος για το οποίο πρόκειται, η δε χρησιμοποίηση του μεταγενέστερου σήματος, χωρίς νόμιμη αιτία, θα προσπόριζε αθέμιτο όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα, ή τη φήμη του προγενέστερου σήματος ή θα ήταν βλαπτική για τον εν λόγω διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη·

β)      δικαιώματα επί μη καταχωρισμένου σήματος ή άλλου χρησιμοποιουμένου στις συναλλαγές σημείου έχουν αποκτηθεί πριν από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης του μεταγενέστερου σήματος ή, ενδεχομένως, πριν από την ημερομηνία προτεραιότητας που προβάλλεται προς υποστήριξη της αίτησης του μεταγενέστερου σήματος και αυτό το μη καταχωρισμένο σήμα ή αυτό το άλλο σημείο παρέχει στον δικαιούχο του το δικαίωμα να απαγορεύει τη χρήση μεταγενέστερου σήματος·

γ)      η χρήση του σήματος μπορεί να απαγορευθεί δυνάμει προγενεστέρου δικαιώματος, πέραν των δικαιωμάτων που προβλέπονται στην παράγραφο 2 και στο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου, και ιδίως δυνάμει:

i)      του δικαιώματος επί του ονόματος,

ii)      δικαιώματος επί της ιδίας εικόνας,

iii)      συγγραφικού δικαιώματος,

iv)      δικαιώματος βιομηχανικής ιδιοκτησίας·

[…]».

5        Το άρθρο 9 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Απώλεια δικαιώματος λόγω ανοχής», όριζε τα εξής:

«1.      Όταν, σε ένα κράτος μέλος, ο δικαιούχος προγενέστερου σήματος, όπως αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 2, ανέχθηκε εν γνώσει του, για περίοδο πέντε συνεχών ετών, τη χρήση μεταγενέστερου σήματος καταχωρισμένου στο εν λόγω κράτος μέλος, δεν δικαιούται πλέον, βάσει του προγενέστερου σήματος, να ζητήσει την ακύρωση ούτε να αντιταχθεί στη χρήση του μεταγενέστερου σήματος για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τις οποίες το μεταγενέστερο σήμα χρησιμοποιήθηκε, εκτός αν η κατάθεση του μεταγενέστερου σήματος ήταν κακόπιστη.

2.      Κάθε κράτος μέλος μπορεί να προβλέπει ότι η παράγραφος 1 εφαρμόζεται στο δικαιούχο προγενέστερου σήματος, όπως αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 4 στοιχείο α), ή για τον δικαιούχο άλλου προγενέστερου δικαιώματος, όπως αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 4 στοιχεία β) ή γ).

3.      Στις περιπτώσεις των παραγράφων 1 και 2, ο δικαιούχος μεταγενέστερου καταχωρισμένου σήματος δεν δικαιούται να αντιταχθεί στη χρήση του προγενέστερου δικαιώματος, ακόμα και αν το δικαίωμα εκείνο δεν μπορεί πλέον να προβληθεί κατά του μεταγενέστερου σήματος.»

6        Η οδηγία 2008/95, η οποία κατάργησε και αντικατέστησε την πρώτη οδηγία 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ 1989, L 40, σ. 1), καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε με τη σειρά της, από τις 15 Ιανουαρίου 2019, από την οδηγία (ΕΕ) 2015/2436 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2015, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ 2015, L 336, σ. 1). Εντούτοις, δεδομένου του χρόνου των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πρέπει να εξετασθεί υπό το πρίσμα της οδηγίας 2008/95.

 Ο κανονισμός 207/2009

7        Κατά το άρθρο 8 του κανονισμού 207/2009, με τίτλο «Σχετικοί λόγοι απαραδέκτου»:

«1. Κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου προγενέστερου σήματος, το αιτούμενο σήμα δεν γίνεται δεκτό για καταχώριση:

α)      εάν ταυτίζεται με το προγενέστερο σήμα και τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες, για τα οποία ζητείται το σήμα, ταυτίζονται με εκείνα για τα οποία προστατεύεται το προγενέστερο σήμα·

β)      εάν, λόγω του ταυτοσήμου του ή της ομοιότητας με το προγενέστερο σήμα και του ταυτοσήμου ή της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που προσδιορίζουν τα δύο σήματα, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης του κοινού της εδαφικής περιοχής στην οποία απολαύει προστασίας το προγενέστερο σήμα· ο κίνδυνος σύγχυσης περιλαμβάνει και τον κίνδυνο συσχέτισης με το προγενέστερο σήμα.

2.      Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ως “προγενέστερα σήματα” νοούνται:

α)      τα σήματα τα οποία έχουν κατατεθεί πριν από την ημερομηνία αίτησης σήματος της [Ευρωπαϊκής Ένωσης], αφού ληφθεί υπόψη, ενδεχομένως, το προβαλλόμενο δικαίωμα προτεραιότητας, για τα σήματα αυτά και τα οποία ανήκουν στις ακόλουθες κατηγορίες:

i)      σήματα της [Ευρωπαϊκής Ένωσης]·

ii)      σήματα καταχωρισμένα σε κράτος μέλος ή όσον αφορά το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο και τις Κάτω Χώρες, στο Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Μπενελούξ·

iii)      σήματα που έχουν αποτελέσει αντικείμενο διεθνούς καταχώρισης, η οποία ισχύει σε ένα κράτος μέλος·

iv)      σήματα που έχουν καταχωρισθεί δυνάμει διεθνών διευθετήσεων οι οποίες ισχύουν στην [Ευρωπαϊκή Ένωση]·

β)      οι αιτήσεις σημάτων που αναφέρονται στο στοιχείο α), υπό την επιφύλαξη της καταχώρισής τους·

[…]

4.      Κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου του μη καταχωρισμένου σήματος ή άλλου χρησιμοποιούμενου στις συναλλαγές σημείου το οποίο δεν έχει μόνον τοπική ισχύ, το αιτούμενο σήμα δεν γίνεται δεκτό για καταχώριση, στις περιπτώσεις και στο βαθμό που σύμφωνα με την […] νομοθεσία της [Ευρωπαϊκής Ένωσης] ή το δίκαιο του κράτους μέλους που διέπει το σημείο αυτό:

α)      δικαιώματα επί του εν λόγω σημείου έχουν αποκτηθεί πριν από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης σήματος της [Ευρωπαϊκής Ένωσης] ή, ενδεχομένως, πριν από την ημερομηνία της προτεραιότητας που προβάλλεται σε υποστήριξη της αίτησης σήματος της [Ευρωπαϊκής Ένωσης]·

β)      το εν λόγω σημείο παρέχει στον δικαιούχο του το δικαίωμα να απαγορεύσει τη χρήση πλέον πρόσφατου σήματος.

[…]»

8        Το άρθρο 54 του κανονισμού, με τίτλο «Απώλεια δικαιώματος λόγω ανοχής», όριζε τα εξής:

«1.      Ο δικαιούχος σήματος της [Ευρωπαϊκής Ένωσης] ο οποίος επί πέντε συνεχή έτη γνώριζε αλλά ανέχθηκε τη χρήση μεταγενέστερου σήματος της [Ευρωπαϊκής Ένωσης] στην [Ένωση], δεν δικαιούται πλέον να ζητήσει την ακυρότητα ούτε να αντιταχθεί στη χρήση του μεταγενέστερου σήματος βάσει του προγενέστερου σήματος για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τις οποίες εχρησιμοποιείτο το μεταγενέστερο σήμα, εκτός αν η καταχώριση του μεταγενέστερου σήματος της [Ευρωπαϊκής Ένωσης] έγινε με κακή πίστη.

2.      Ο δικαιούχος προγενέστερου εθνικού σήματος που αναφέρεται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, ή άλλου προγενέστερου σημείου που αναφέρεται στο άρθρο 8, παράγραφος 4, ο οποίος επί πέντε συνεχή έτη γνώριζε και ανέχθηκε τη χρήση μεταγενέστερου σήματος της [Ευρωπαϊκής Ένωσης] στο κράτος μέλος όπου προστατεύεται το εν λόγω προγενέστερο σήμα ή το άλλο προγενέστερο σημείο, δεν δικαιούται πλέον να ζητήσει την ακυρότητα ούτε να αντιταχθεί στη χρήση του μεταγενέστερου σήματος βάσει του προγενέστερου σήματος ή του άλλου προγενέστερου σημείου για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τις οποίες εχρησιμοποιείτο το μεταγενέστερο σήμα, εκτός αν η κατάθεση του μεταγενέστερου σήματος της [Ευρωπαϊκής Ένωσης] έγινε με κακή πίστη.

[…]»

9        Το άρθρο 110 του εν λόγω κανονισμού, με τίτλο «Απαγόρευση της χρήσης σημάτων της [Ευρωπαϊκής Ένωσης]», προέβλεπε στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Εκτός αντιθέτου διατάξεως, ο παρών κανονισμός δεν επηρεάζει το δικαίωμα, που παρέχει το δίκαιο των κρατών μελών, για άσκηση αγωγών κατά της χρήσης μεταγενέστερου σήματος της [Ευρωπαϊκής Ένωσης] λόγω παραβίασης προγενέστερων δικαιωμάτων κατά την έννοια του άρθρου 8 […]. Οι αγωγές που στρέφονται κατά της παραβίασης προγενέστερων δικαιωμάτων κατά την έννοια του άρθρου 8 παράγραφοι 2 και 4, δεν δύνανται ωστόσο να ασκηθούν εάν ο δικαιούχος του προγενέστερου δικαιώματος δεν δικαιούται πλέον, σύμφωνα με το άρθρο 54 παράγραφος 2, να ζητήσει την ακυρότητα του σήματος της [Ευρωπαϊκής Ένωσης].»

10      Το άρθρο 111 του κανονισμού 207/2009, με τίτλο «Προγενέστερα δικαιώματα τοπικής ισχύος», όριζε τα εξής:

«1.      Ο δικαιούχος προγενέστερου δικαιώματος τοπικής ισχύος δύναται να αντιταχθεί στη χρήση του σήματος της [Ευρωπαϊκής Ένωσης] στο έδαφος στο οποίο προστατεύεται το δικαίωμά του, εφόσον το επιτρέπει το δίκαιο του συγκεκριμένου κράτους μέλους.

2.      Η παράγραφος 1 παύει να εφαρμόζεται αν ο δικαιούχος του προγενέστερου δικαιώματος γνώριζε επί πέντε συνεχή έτη και ανέχθηκε τη χρήση του σήματος της [Ευρωπαϊκής Ένωσης] στο έδαφος στο οποίο προστατεύεται το δικαίωμά του, εκτός αν η κατάθεση του σήματος της [Ευρωπαϊκής Ένωσης] έγινε με κακή πίστη.

3. Ο δικαιούχος του σήματος της [Ευρωπαϊκής Ένωσης] δεν δύναται να αντιταχθεί στη χρήση του δικαιώματος που αναφέρεται στην παράγραφο 1, ακόμα και αν δεν μπορεί πλέον να προβληθεί το δικαίωμα αυτό κατά του σήματος της [Ευρωπαϊκής Ένωσης].»

11      Ο κανονισμός 207/2009 καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε, από 1ης Οκτωβρίου 2017, από τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2017, L 154, σ. 1). Εντούτοις, λαμβανομένου υπόψη του χρόνου των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πρέπει να εξετασθεί υπό το πρίσμα του κανονισμού 207/2009.

 Το γερμανικό δίκαιο

12      Το άρθρο 21 του Gesetz über den Schutz von Marken und sonstigen Kennzeichen (Markengesetz) (νόμου περί προστασίας των σημάτων και άλλων διακριτικών σημείων), της 25ης Οκτωβρίου 1994 (BGBl. 1994 I, σ. 3082), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: νόμος περί σημάτων), προβλέπει:

«1.      Ο δικαιούχος σήματος ή εμπορικής επωνυμίας δεν δικαιούται να απαγορεύσει τη χρήση μεταγενέστερου καταχωρισμένου σήματος για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία έχει καταχωρισθεί, εφόσον επί πέντε συνεχή έτη γνώριζε και ανέχθηκε τη χρήση του σήματος αυτού, εκτός αν η κατάθεση του μεταγενέστερου σήματος έγινε με κακή πίστη.

2.      Ο δικαιούχος σήματος ή εμπορικής επωνυμίας δεν δικαιούται να απαγορεύσει τη χρήση […] μεταγενέστερης εμπορικής επωνυμίας […] αν επί πέντε συνεχή έτη γνώριζε και ανέχθηκε τη χρήση [αυτής της εμπορικής επωνυμίας], εκτός αν ο δικαιούχος του δικαιώματος αυτού ενήργησε με κακή πίστη κατά την ημερομηνία κτήσης του.

[…]»

13      Κατά το άρθρο 125b, σημείο 3, του νόμου περί σημάτων:

«Σε περίπτωση επίκλησης καταχωρισμένου σήματος [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] κατά της χρήσεως μεταγενέστερου σήματος που έχει καταχωρισθεί δυνάμει του παρόντος νόμου, εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν το άρθρο 21, παράγραφος 1 […]».

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

14      Η ενάγουσα της κύριας δίκης, η Heitec, είναι δικαιούχος του λεκτικού σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης HEITEC, το οποίο κατατέθηκε στις 18 Μαρτίου 1998 με διεκδίκηση αρχαιότητας από τις 13 Ιουλίου 1991 και καταχωρίσθηκε στις 4 Ιουλίου 2005.

15      Η Heitec ενεγράφη στο εμπορικό μητρώο το 1984 με την επωνυμία Heitec Industrieplanung GmbH. Η εταιρική επωνυμία της άλλαξε το 1988 σε Heitec GmbH. Από το 2000 ασκεί τη δραστηριότητά της υπό την επωνυμία Heitec AG.

16      Η Heitech, διαχειριστής της οποίας είναι η RW, καταχωρίσθηκε στο εμπορικό μητρώο στις 16 Απριλίου 2003.

17      Η Heitech είναι δικαιούχος ενός γερμανικού εικονιστικού σήματος που περιέχει το λεκτικό στοιχείο «heitech promotion», το οποίο κατατέθηκε στις 17 Σεπτεμβρίου 2002 και καταχωρίστηκε στις 4 Φεβρουαρίου 2003 η δε χρήση του άρχισε στις 29 Σεπτεμβρίου 2004 το αργότερο, καθώς και ενός εικονιστικού σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης που περιέχει το λεκτικό στοιχείο «heitech», το οποίο κατατέθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 2008 και καταχωρίσθηκε στις 20 Νοεμβρίου 2008, η δε χρήση του άρχισε στις 6 Μαΐου 2009 το αργότερο.

18      Με επιστολή της 29ης Νοεμβρίου 2004, η Heitech επικοινώνησε με τους εκπροσώπους της Heitec προκειμένου να πληροφορηθεί αν η Heitec θα συμφωνούσε με τη σύναψη συμφωνίας περί συνυπάρξεως.

19      Στις 7 Ιουλίου 2008, η Heitec πληροφορήθηκε ότι η Heitech είχε καταθέσει αίτηση για την καταχώριση του εικονιστικού σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης που περιείχε το λεκτικό στοιχείο «heitech».

20      Με έγγραφο της 22ας Απριλίου 2009, η Heitec όχλησε τη Heitech λόγω της εκ μέρους της χρήσεως της εμπορικής επωνυμίας της και του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης που περιείχε το λεκτικό στοιχείο «heitech». Με την από 6 Μαΐου 2009 απάντησή της, η Heitech πρότεινε εκ νέου τη σύναψη συμφωνίας περί συνυπάρξεως.

21      Στις 31 Δεκεμβρίου 2012, περιήλθε στο Landgericht Nürnberg-Fürth (πρωτοδικείο Νυρεμβέργης-Fürth, Γερμανία), με τηλεομοιοτυπία, εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο της Heitec κατά της Heitech και της RW. Το δικόγραφο αυτό έφερε ημερομηνία 15 Δεκεμβρίου 2012. Με απόφαση της 4ης Ιανουαρίου 2013, η Heitec κλήθηκε να προκαταβάλει τα δικαστικά έξοδα.

22      Στις 12 Μαρτίου 2013, το δικαστήριο αυτό επέστησε την προσοχή του εκπροσώπου της Heitec στο γεγονός ότι τα εν λόγω έξοδα δεν είχαν προκαταβληθεί και ότι δεν είχε κατατεθεί το πρωτότυπο δικόγραφο.

23      Με επιστολή της 23ης Σεπτεμβρίου 2013, η Heitec ενημέρωσε τη Heitech ότι αρνείτο να συνάψει συμφωνία περί συνυπάρξεως, προτείνοντάς της τη σύναψη συμβάσεως παραχωρήσεως αδείας εκμεταλλεύσεως και δηλώνοντας ότι είχε κινηθεί δικαστικώς.

24      Με επιστολή της 29ης Δεκεμβρίου 2013, η Heitec ενημέρωσε τη Heitech ότι επικαλείται την εμπορική επωνυμία της και ότι είναι δικαιούχος του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης HEITEC. Δήλωσε ότι υφίστατο εκκρεμής δίκη.

25      Στις 30 Δεκεμβρίου 2013, περιήλθαν στο Landgericht Nürnberg-Fürth (πρωτοδικείο Νυρεμβέργης-Fürth) προτάσεις της Heitec με ημερομηνία 12 Δεκεμβρίου 2013, μαζί με μια επιταγή για τα δικαστικά έξοδα καθώς και νέο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο, με ημερομηνία 4 Οκτωβρίου 2013.

26      Στις 14 Ιανουαρίου 2014, το δικαστήριο αυτό επέστησε την προσοχή της Heitec στην ανάγκη επιδόσεως και του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου της 15ης Δεκεμβρίου 2012 και, ως εκ τούτου, της ζήτησε να καταθέσει τα πρωτότυπα. Τα πρωτότυπα περιήλθαν στο εν λόγω δικαστήριο στις 22 Φεβρουαρίου 2014.

27      Στις 24 Φεβρουαρίου 2014, το ίδιο δικαστήριο επέστησε την προσοχή της Heitec στο γεγονός ότι τα αιτήματα των πρωτοτύπων του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου τα οποία είχαν περιέλθει σε αυτό στις 22 Φεβρουαρίου 2014 δεν συνέπιπταν με τα αιτήματα που είχε υποβάλει με το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο που είχε κατατεθεί στις 31 Δεκεμβρίου 2012.

28      Στις 16 Μαΐου 2014, το Landgericht Nürnberg-Fürth (πρωτοδικείο Νυρεμβέργης-Fürth) άρχισε την έγγραφη προδικασία και διέταξε την επίδοση στις εναγόμενες αντιγράφων του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου της 15ης Δεκεμβρίου 2012, καταρτισθέντων από το δικαστήριο αυτό. Η εν λόγω επίδοση έγινε στις 23 Μαΐου 2014.

29      Με την αγωγή της, η Heitec προέβαλε, κυρίως, αξιώσεις στηριζόμενες σε προσβολή των δικαιωμάτων που της παρέχει η εμπορική της επωνυμία HEITEC και, επικουρικώς, αξιώσεις στηριζόμενες σε προσβολή του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης HEITEC του οποίου είναι δικαιούχος. Με το αιτητικό της αγωγής της, ζήτησε να υποχρεωθεί η Heitech να απέχει από τον προσδιορισμό της επιχειρήσεώς της με την εμπορική επωνυμία HEITECH Promotion GmbH, να απέχει από την επίθεση των λεκτικών στοιχείων «heitech promotion» και «heitech» σε προϊόντα, καθώς και να απέχει από την εμπορία ή την προώθηση προϊόντων ή υπηρεσιών υπό τα σημεία αυτά, να απέχει από τη χρήση ή την παραχώρηση, για εμπορικούς σκοπούς, του ιστοτόπου heitech promotion.de και να συναινέσει στη διαγραφή της εμπορικής της επωνυμίας από το εμπορικό μητρώο. Η Heitec προέβαλε, εξάλλου, αξιώσεις περί παροχής πληροφοριών, περί αναγνωρίσεως της υποχρεώσεως αποζημιώσεως, περί καταστροφής προϊόντων και περί καταβολής των εξόδων οχλήσεως.

30      Το Landgericht Nürnberg (πρωτοδικείο Νυρεμβέργης-Fürth) υποχρέωσε τη Heitech να καταβάλει στη Heitec το ποσό των 1 353,80 ευρώ, πλέον τόκων, για τα έξοδα οχλήσεως και απέρριψε τα λοιπά αιτήματα της Heitec.

31      Η Heitec άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως του Landgericht Nürnberg-Fürth (πρωτοδικείου Νυρεμβέργης-Fürth) ενώπιον του Oberlandesgericht Nürnberg (εφετείου Νυρεμβέργης, Γερμανία).

32      Το Oberlandesgericht Nürnberg (εφετείο Νυρεμβέργης) έκρινε ότι η αγωγή που είχε ασκήσει η Heitec ήταν αβάσιμη, για τον λόγο ότι η Heitec είχε απολέσει το δικαίωμά της. Συναφώς, διέλαβε ότι η Heitech είχε χρησιμοποιήσει τα μεταγενέστερα σημεία της επί πέντε τουλάχιστον συναπτά έτη και ότι η Heitec είχε ανεχθεί μια τέτοια χρήση, δεδομένου ότι, μολονότι γνώριζε την εν λόγω χρήση αυτή, δεν είχε λάβει επαρκή μέτρα προκειμένου αυτή να παύσει.

33      Κατά το δικαστήριο αυτό, η εν λόγω αγωγή δεν είχε διακόψει την προθεσμία της απώλειας δικαιώματος, δεδομένου ότι είχε επιδοθεί στη Heitech και στην RW το πρώτον μετά την παρέλευση πέντε ετών από της οχλήσεως η οποία είχε προηγηθεί της αγωγής.

34      Η Heitec άσκησε αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

35      Το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει ότι η έκβαση της αιτήσεως αναιρέσεως εξαρτάται από το αν η Heitec έχει απολέσει το δικαίωμά της όσον αφορά τις αξιώσεις της επί παραλείψει και τις παρεπόμενες αξιώσεις της, κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 21, παράγραφοι 1 και 2, του νόμου περί σημάτων, καθώς και του άρθρου 54, παράγραφοι 1 και 2, και του άρθρου 111, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009.

36      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η απώλεια του δικαιώματος της Heitec όσον αφορά, κατ’ ουσίαν, τις αξιώσεις της σχετικά με την εκ μέρους της Heitech χρήση του γερμανικού σήματος του οποίου δικαιούχος είναι η τελευταία διέπεται από το άρθρο 21, παράγραφος 1, του νόμου περί σημάτων, σε συνδυασμό με το άρθρο 125b, σημείο 3, του νόμου αυτού, στο μέτρο που οι αξιώσεις αυτές στηρίζονται στο σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης του οποίου δικαιούχος είναι η Heitec.

37      Διευκρινίζει ότι το άρθρο 21, παράγραφος 1, του νόμου περί σημάτων μεταφέρει στο γερμανικό δίκαιο την προβλεπόμενη στο άρθρο 9 της οδηγίας 2008/95 απώλεια του δικαιώματος εναντίωσης στη χρήση καταχωρισμένου σήματος το οποίο παρέχουν τα σήματα (άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/95), και άλλα σημεία –μεταξύ των οποίων οι εμπορικές επωνυμίες– που χρησιμοποιούνται στις συναλλαγές (άρθρο 9, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/95).

38      Στο μέτρο που η Heitec αντιτάσσεται στη χρήση της εμπορικής επωνυμίας της Heitech, η απώλεια δικαιώματος διέπεται, κατά τις διαπιστώσεις του αιτούντος δικαστηρίου, από το άρθρο 21, παράγραφος 2, του νόμου περί σημάτων. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, παρά το γεγονός ότι το κανονιστικό περιεχόμενο της διατάξεως αυτής βαίνει πέραν εκείνου της οδηγίας 2008/95 και δεν απαντά ούτε στο άρθρο 54 του κανονισμού 207/2009, εντούτοις η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνευθεί σε αρμονία με τη σύμφωνη προς την οδηγία αυτή ερμηνεία του άρθρου 21, παράγραφος 1, του νόμου περί σημάτων.

39      Όσον αφορά τις αξιώσεις της Heitec οι οποίες σχετίζονται με τη χρήση, εκ μέρους της Heitech, του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης του οποίου η ίδια είναι δικαιούχος, το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει ότι κρίσιμα είναι τα άρθρα 54 και 110 καθώς και το άρθρο 111, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009.

40      Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι το Oberlandesgericht Nürnberg (εφετείο Νυρεμβέργης) δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο διαπιστώνοντας ότι η «χρήση», κατά την έννοια του άρθρου 21, παράγραφοι 1 και 2, του νόμου περί σημάτων καθώς και των άρθρων 54 και 111 του κανονισμού 207/2009, υπήρχε εν προκειμένω το αργότερο από τις 6 Μαΐου 2009 και ότι η Heitec είχε λάβει συναφώς γνώση με την επιστολή της 6ης Μαΐου 2009 που της απηύθυνε η Heitech. Εξάλλου, δεν αμφισβητείται ότι δεν προσάπτεται στη Heitech ότι ενήργησε με κακή πίστη.

41      Λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων αυτών, είναι αναγκαίο να προσδιορισθεί επακριβώς η έννοια της «ανοχής» κατά το άρθρο 9 της οδηγίας 2008/95, καθώς και τα άρθρα 54 και 111 του κανονισμού 207/2009.

42      Συναφώς, αφενός, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί αν είναι δυνατόν να αποκλεισθεί η ύπαρξη ανοχής όχι μόνον όταν συντρέχει περίπτωση προσφυγής ενώπιον διοικητικού ή δικαιοδοτικού οργάνου, αλλά και σε περίπτωση οχλήσεως. Αφετέρου, θεωρεί ότι είναι αναγκαίο να καθορισθεί αν, σε περίπτωση ασκήσεως ένδικου βοηθήματος, πρέπει να ληφθεί ως βάση, προκειμένου να καθορισθεί αν το εν λόγω ένδικο βοήθημα ασκήθηκε πριν από την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας της απώλειας δικαιώματος, η ημερομηνία καταθέσεως του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου ή η ημερομηνία παραλαβής του δικογράφου αυτού από τον εναγόμενο. Στο πλαίσιο αυτό, θεωρεί ότι πρέπει να διευκρινισθεί αν το γεγονός ότι η επίδοση του εν λόγω δικογράφου καθυστερεί από υπαιτιότητα του δικαιούχου του προγενέστερου σήματος ασκεί συναφώς επιρροή.

43      Πρέπει, εξάλλου, να καθορισθεί αν απώλεια δικαιώματος πλήττει μόνον την αξίωση επί παραλείψει ή και τις παρεπόμενες προς αυτήν αξιώσεις, όπως εκείνες με τις οποίες ζητείται η καταβολή αποζημιώσεως, η παροχή πληροφοριών και η καταστροφή των προϊόντων.

44      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, Γερμανία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Μπορεί να αποκλεισθεί η ύπαρξη ανοχής υπό την έννοια του άρθρου 9, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2008/95, καθώς και του άρθρου 54, παράγραφοι 1 και 2, και του άρθρου 111, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, όχι μόνον κατόπιν προσφυγής ενώπιον διοικητικού ή δικαιοδοτικού οργάνου, αλλά και συνεπεία συμπεριφοράς που εκδηλώνεται χωρίς παρέμβαση διοικητικής αρχής ή δικαστηρίου;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:

Συνιστά συμπεριφορά που αποκλείει την ύπαρξη ανοχής υπό την έννοια του άρθρου 9, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2008/95, καθώς και του άρθρου 54, παράγραφοι 1 και 2, και του άρθρου 111, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, η εξώδικη όχληση με την οποία ο δικαιούχος του προγενέστερου σημείου, προτού κινήσει ένδικη διαδικασία, απαιτεί από τον δικαιούχο του μεταγενέστερου σημείου να αναλάβει την υποχρέωση ότι θα απέχει από τη χρήση του σημείου και να συνομολογήσει ποινική ρήτρα για την περίπτωση αθετήσεως της υποχρεώσεως;

3)      Εξαρτάται ο υπολογισμός της πενταετούς περιόδου ανοχής υπό την έννοια του άρθρου 9, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2008/95, καθώς και του άρθρου 54, παράγραφοι 1 και 2, και του άρθρου 111, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, στην περίπτωση ασκήσεως ενδίκου βοηθήματος, από την κατάθεση του ενδίκου βοηθήματος ενώπιον δικαστηρίου ή από την παραλαβή του από εκείνον κατά του οποίου στρέφεται; Έχει σημασία συναφώς το γεγονός ότι η παραλαβή του δικογράφου από εκείνον κατά του οποίου στρέφεται καθυστέρησε από υπαιτιότητα του δικαιούχου του προγενέστερου σήματος ώστε να λάβει χώρα μετά την παρέλευση της πενταετούς προθεσμίας;

4)      Εκτείνεται η απώλεια δικαιώματος βάσει του άρθρου 9, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2008/95, καθώς και του άρθρου 54, παράγραφοι 1 και 2, και του άρθρου 111, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, πέραν των αξιώσεων παραλείψεως, και σε παρεπόμενες αξιώσεις του δικαίου των σημάτων όπως η αξίωση αποζημιώσεως, η αξίωση παροχής πληροφοριών και η αξίωση καταστροφής;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου και του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

45      Με το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 9 της οδηγίας 2008/95 καθώς και τα άρθρα 54 και 111 του κανονισμού 207/2009 έχουν την έννοια ότι πράξη, όπως είναι η όχληση, με την οποία ο δικαιούχος προγενέστερου σήματος ή άλλου προγενέστερου δικαιώματος αντιτάσσεται στη χρήση μεταγενέστερου σήματος χωρίς ωστόσο να προσφύγει ενώπιον διοικητικού ή δικαιοδοτικού οργάνου, μπορεί να αποκλείσει την ύπαρξη ανοχής την οποία προβλέπουν οι διατάξεις αυτές.

46      Υπενθυμίζεται ότι το καθεστώς της απώλειας δικαιώματος λόγω ανοχής που προβλέπεται από τη νομοθεσία της Ένωσης περί σημάτων συμβάλλει στην επίτευξη του σκοπού της σταθμίσεως, αφενός, του συμφέροντος του δικαιούχου του σήματος να διασώσει την ουσιώδη λειτουργία του σήματος και, αφετέρου, του συμφέροντος άλλων επιχειρηματιών να έχουν στη διάθεσή τους σημεία ικανά να διακρίνουν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους (πρβλ. αποφάσεις της 27ης Απριλίου 2006, Levi Strauss, C‑145/05, EU:C:2006:264, σκέψη 29, και της 22ας Σεπτεμβρίου 2011, Budějovický Budvar, C‑482/09, EU:C:2011:605, σκέψη 34).

47      Συγκεκριμένα, με τη θέσπιση προθεσμίας πέντε συναπτών ετών για την απώλεια δικαιώματος λόγω ανοχής όταν υφίσταται γνώση της χρήσεως του μεταγενέστερου σήματος, ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να διασφαλίσει ότι η προστασία που παρέχει προγενέστερο σήμα στον δικαιούχο του περιορίζεται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες αυτός αποδεικνύεται επαρκώς επιμελής, αντιτασσόμενος στη χρήση από άλλους επιχειρηματίες σημείων ικανών να θίξουν το σήμα αυτό (πρβλ. απόφαση της 27ης Απριλίου 2006, Levi Strauss, C‑145/05, EU:C:2006:264, σκέψη 30).

48      Ειδικότερα, όπως υπογραμμίζεται στην αιτιολογική σκέψη 12 της οδηγίας 2008/95, ο κανόνας της απώλειας δικαιώματος λόγω ανοχής αποσκοπεί στη διαφύλαξη της ασφάλειας δικαίου. Όταν ο δικαιούχος προγενέστερου σήματος ή άλλου προγενέστερου δικαιώματος, κατά την έννοια της οδηγίας 2008/95 ή του κανονισμού 207/2009, εν γνώσει του «ανέχθηκε», επί διάστημα πέντε συναπτών ετών, τη χρήση μεταγενέστερου σήματος που έχει κατατεθεί καλόπιστα, ο δικαιούχος του τελευταίου αυτού σήματος πρέπει να έχει τη νομική βεβαιότητα ότι η χρήση αυτή δεν μπορεί πλέον να αμφισβητηθεί από τον δικαιούχο του προγενέστερου αυτού σήματος ή του άλλου αυτού προγενέστερου δικαιώματος.

49      Για την εφαρμογή του κανόνα αυτού, η έννοια της «ανοχής», η οποία έχει το ίδιο νόημα στην οδηγία 2008/95 και στον κανονισμό 207/2009, σημαίνει ότι ο δικαιούχος του εν λόγω προγενέστερου σήματος ή του εν λόγω προγενέστερου δικαιώματος παραμένει αδρανής, ενώ γνωρίζει τη χρήση μεταγενέστερου σήματος ως προς την οποία θα είχε τη δυνατότητα να αντιταχθεί. Αυτός ο οποίος «ανέχεται» παραιτείται από τη λήψη των μέτρων που έχει στη διάθεσή του προκειμένου να αντιμετωπίσει την κατάσταση αυτή (πρβλ. απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2011, Budějovický Budvar, C‑482/09, EU:C:2011:605, σκέψεις 35 και 44).

50      Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι ο δικαιούχος προγενέστερου σήματος ή άλλου προγενέστερου δικαιώματος χάνει το δικαίωμά του να ζητήσει την κήρυξη της ακυρότητας ή να αντιταχθεί στη χρήση μεταγενέστερου σήματος, το οποίο κατατέθηκε καλόπιστα, εάν, κατά τη διάρκεια περιόδου πέντε συναπτών ετών ήταν εν γνώσει της χρήσεως αυτής, παρέλειψε να προβεί σε πράξη που εκφράζει σαφώς τη βούλησή του να αντιταχθεί στην εν λόγω χρήση και να άρει την φερόμενη προσβολή των δικαιωμάτων του.

51      Η ίδια ερμηνεία του άρθρου 9 της οδηγίας 2008/95 καθώς και των άρθρων 54 και 111 του κανονισμού 207/2009 προσήκει και στο άρθρο 110 του κανονισμού αυτού, δεδομένου ότι το τελευταίο αυτό άρθρο δεν μνημονεύεται μεν στα υποβληθέντα ερωτήματα, αλλά μπορεί να είναι λυσιτελές σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης. Παρατηρείται, συναφώς, ότι ο κανόνας της απώλειας δικαιώματος λόγω ανοχής ήδη από την ημερομηνία της λήξεως της προθεσμίας των πέντε συναπτών ετών κατά την οποία υφίστατο γνώση περί της χρήσεως του μεταγενέστερου σήματος, κανόνας ο οποίος διατυπώνεται στο άρθρο 9 της οδηγίας 2008/95, περιλαμβάνεται, όσον αφορά το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στα άρθρα 54, 110 και 111 του κανονισμού 207/2009.

52      Όσον αφορά το ζήτημα των προϋποθέσεων υπό τις οποίες πρέπει να θεωρηθεί ότι ο δικαιούχος προγενέστερου σήματος ή άλλου προγενέστερου δικαιώματος προέβη σε πράξη η οποία παράγει τα αποτελέσματα που αναφέρονται στη σκέψη 50 της παρούσας αποφάσεως και διακόπτει, ως εκ τούτου, την προθεσμία της απώλειας δικαιώματος, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, εν πάση περιπτώσει, η προσφυγή ενώπιον διοικητικού ή δικαιοδοτικού οργάνου πριν από την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας αυτής θέτει τέλος στην ανοχή και, κατά συνέπεια, εμποδίζει την απώλεια δικαιώματος (πρβλ. απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2011, Budějovický Budvar, C‑482/09, EU:C:2011:605, σκέψη 49)

53      Συγκεκριμένα, με την προσφυγή ενώπιον διοικητικού ή δικαιοδοτικού οργάνου, ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος ή άλλου προγενέστερου δικαιώματος εκφράζει σαφώς τη βούλησή του να αντιταχθεί στη χρήση του μεταγενέστερου σήματος και να άρει τη φερόμενη προσβολή των δικαιωμάτων του.

54      Όταν, όπως εν προκειμένω, της ως άνω προσφυγής ενώπιον διοικητικού ή δικαιοδοτικού οργάνου προηγήθηκε όχληση στην οποία ο δικαιούχος του μεταγενέστερου σήματος δεν συμμορφώθηκε, η όχληση αυτή μπορεί να διακόψει την προθεσμία της απώλειας δικαιώματος λόγω ανοχής, υπό την προϋπόθεση ότι, κατόπιν της μη ικανοποιητικής απαντήσεως στην εν λόγω όχληση, ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος ή του άλλου προγενέστερου δικαιώματος εξακολουθεί να εκφράζει σαφώς τη βούλησή του να αντιταχθεί στην χρήση του μεταγενέστερου σήματος και λαμβάνει τα μέτρα που έχει στη διάθεσή του για να προβάλει τα δικαιώματά του.

55      Αντιθέτως, αν ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος ή άλλου προγενέστερου δικαιώματος, μολονότι είχε αντιταχθεί στη χρήση του μεταγενέστερου σήματος με όχληση, δεν εξακολούθησε, αφού διαπίστωσε την άρνηση του αποδέκτη της οχλήσεως αυτής να συμμορφωθεί προς την όχληση αυτή ή να αρχίσει διαπραγματεύσεις, τις προσπάθειές του εντός εύλογης προθεσμίας για να θεραπεύσει την κατάσταση αυτή, ενδεχομένως με την προσφυγή ενώπιον διοικητικού ή δικαιοδοτικού οργάνου, πρέπει να συναχθεί εντεύθεν ότι ο εν λόγω δικαιούχος παρέλειψε να λάβει τα μέτρα που είχε στη διάθεσή του για να παύσει τη φερόμενη προσβολή των δικαιωμάτων του.

56      Οποιαδήποτε ερμηνεία του άρθρου 9 της οδηγίας 2008/95, καθώς και των άρθρων 54, 110 και 111 του κανονισμού 207/2009, κατά την οποία η αποστολή εγγράφου οχλήσεως αρκεί, αυτή καθεαυτήν, για τη διακοπή της προθεσμίας απώλειας δικαιώματος, θα επέτρεπε στον δικαιούχο του προγενέστερου σήματος ή άλλου προγενέστερου δικαιώματος να καταστρατηγήσει το καθεστώς της απώλειας δικαιώματος λόγω ανοχής αποστέλλοντας κατ’ επανάληψη, ανά διαστήματα σχεδόν πέντε ετών, έγγραφο οχλήσεως. Ωστόσο, μια τέτοια κατάσταση θα έθιγε τους σκοπούς του καθεστώτος απώλειας δικαιώματος λόγω ανοχής, οι οποίοι υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 46 έως 48 της παρούσας αποφάσεως, και θα καθιστούσε το καθεστώς αυτό άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας.

57      Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο και στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 9 της οδηγίας 2008/95 καθώς και τα άρθρα 54, 110 και 111 του κανονισμού 207/2009 έχουν την έννοια ότι πράξη, όπως η όχληση, με την οποία ο δικαιούχος προγενέστερου σήματος ή άλλου προγενέστερου δικαιώματος αντιτάσσεται στη χρήση μεταγενέστερου σήματος χωρίς ωστόσο να πράξει ό,τι είναι αναγκαίο για την επίτευξη νομικώς δεσμευτικής λύσεως δεν θέτει τέλος στην ανοχή και, κατά συνέπεια, δεν διακόπτει την προβλεπόμενη στις διατάξεις αυτές προθεσμία απώλειας δικαιώματος.

 Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

58      Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 9 της οδηγίας 2008/95, καθώς και τα άρθρα 54 και 111 του κανονισμού 207/2009 έχουν την έννοια ότι μπορεί να θεωρηθεί ότι εμποδίζει την απώλεια δικαιώματος λόγω ανοχής που προβλέπουν οι διατάξεις αυτές η προσφυγή ενώπιον δικαιοδοτικού οργάνου στο πλαίσιο της οποίας ο δικαιούχος προγενέστερου σήματος ή άλλου προγενέστερου δικαιώματος ζητεί την κήρυξη της ακυρότητας μεταγενέστερου σήματος ή αντιτάσσεται στη χρήση του, σε περίπτωση που το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο, μολονότι κατατέθηκε πριν από την λήξη της προθεσμίας της απώλειας δικαιώματος, επιδόθηκε το πρώτον στον εναγόμενο, ελλείψει επιμελείας του ενάγοντος, μετά την ημερομηνία λήξεως της εν λόγω προθεσμίας.

59      Όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 52 της παρούσας αποφάσεως, η προσφυγή ενώπιον διοικητικού ή δικαιοδοτικού οργάνου πριν από την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας αυτής θέτει τέρμα στην ανοχή και, κατά συνέπεια, εμποδίζει την απώλεια δικαιώματος.

60      Όσον αφορά το ζήτημα του προσδιορισμού της χρονικής στιγμής κατά την οποία λογίζεται ότι έχει ασκηθεί ένδικο βοήθημα, το Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ερμηνείας των κανόνων που έχουν θεσπισθεί στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις, έχει κρίνει ότι η ημερομηνία αυτή μπορεί να είναι η ημερομηνία καταθέσεως του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου, το δε οικείο δικαστήριο μπορεί εντούτοις να λογίζεται ως επιληφθέν κατά την ημερομηνία αυτή μόνον υπό την προϋπόθεση ότι ο ενάγων δεν παρέλειψε εν συνεχεία να λάβει τα απαιτούμενα μέτρα για την κοινοποίηση ή την επίδοση του δικογράφου αυτού στον εναγόμενο (πρβλ. αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 2015, A, C‑489/14, EU:C:2015:654, σκέψη 32, και της 4ης Μαΐου 2017, HanseYachts, C‑29/16, EU:C:2017:343, σκέψη 29).

61      Μολονότι οι κανόνες αυτοί που έχουν θεσπισθεί στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις δεν έχουν τυπικά εφαρμογή εν προκειμένω, εντούτοις το περιεχόμενό τους είναι κρίσιμο για την απάντηση στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα. Πράγματι, η προθεσμία της απώλειας δικαιώματος πλήττει ευθέως και αμέσως τη δυνατότητα του δικαιούχου του προγενέστερου σήματος ή του άλλου προγενέστερου δικαιώματος να επικαλεσθεί ενώπιον δικαστηρίου το εν λόγω σήμα ή δικαίωμα έναντι του δικαιούχου του μεταγενέστερου σήματος. Επομένως, δεν επέρχεται απώλεια του δικαιώματος του ενάγοντος, εφόσον η αγωγή ασκήθηκε εντός της πενταετούς αυτής προθεσμίας.

62      Συναφώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όπως παρατήρησε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 53 των προτάσεών του, η κατάθεση του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου απηχεί συνήθως τη σοβαρή και απερίφραστη πρόθεση του ενάγοντος να ασκήσει τα δικαιώματά του, όπερ αρκεί, κατ’ αρχήν, για να παύσει η ανοχή και για να διακοπεί, κατά συνέπεια, η προθεσμία της απώλειας δικαιώματος.

63      Εντούτοις, η συμπεριφορά του διαδίκου αυτού μπορεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, να εγείρει αμφιβολίες ως προς την πρόθεση αυτή και τη σοβαρότητά του όσον αφορά την άσκηση ενδίκου βοηθήματος. Τούτο συμβαίνει ιδίως όταν, ελλείψει επιμελείας εκ μέρους του ενάγοντος, το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο, δεν έχουν τηρηθεί οι τυπικές προϋποθέσεις που θέτει το εθνικό δίκαιο για την επίδοση του δικογράφου στον εναγόμενο και δεν λαμβάνεται εγκαίρως μέριμνα για τη θεραπεία της πλημμέλειας αυτής.

64      Πράγματι, υπό τοιαύτες περιστάσεις οι οποίες είναι καταλογιστέες στον ενάγοντα, αυτός δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι έθεσε τέρμα στην ανοχή της χρήσεως του μεταγενέστερου σήματος με την κατάθεση του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου. Μόνον εφόσον θεραπευθούν οι πλημμέλειες όσον αφορά την επίδοση του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου, σύμφωνα με τις επιταγές του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου, πρέπει να θεωρηθεί ότι ο ενάγων εκδήλωσε κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση τη σαφή και σοβαρή πρόθεση να προβάλει τα δικαιώματά του και ότι, κατά συνέπεια, η αγωγή μπορεί να λογίζεται ως πράγματι ασκηθείσα.

65      Εν προκειμένω, από τα στοιχεία που εκτίθενται στην απόφαση περί παραπομπής και συνοψίζονται στις σκέψεις 22 έως 28 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι το δικαστήριο ενώπιον του οποίου η Heitec είχε καταθέσει, στις 31 Δεκεμβρίου 2012, το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο, επικοινώνησε επανειλημμένως με τον εκπρόσωπο της Heitec για να επιστήσει την προσοχή σε πλημμέλειες που εμπόδιζαν την επίδοση, στη Heitech και στην RW, τόσο του δικογράφου αυτού όσο και του νέου εισαγωγικού της δίκης δικογράφου που μεταγενέστερα κατέθεσε η Heitec. Εν τέλει, φαίνεται ότι οι πλημμέλειες όσον αφορά την επίδοση του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου μεταξύ της 24ης Φεβρουαρίου 2014, ημερομηνία της τελευταίας υπενθυμίσεως του επιληφθέντος δικαστηρίου προς τη Heitec, και της 16ης Μαΐου του ίδιου έτους, ημερομηνία κατά την οποία το δικαστήριο αυτό κίνησε την έγγραφη προδικασία.

66      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει επίσης ότι, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του δικαστή της ουσίας τις οποίες λαμβάνει υπόψη το αιτούν δικαστήριο, γνώση περί της χρήσεως του μεταγενέστερου σήματος υπήρξε στις 6 Μαΐου 2009.

67      Υπό τις συνθήκες αυτές, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει την ημερομηνία άρσεως των πλημμελειών που σχετίζονται με την επίδοση του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου, ώστε να μπορέσει το επιληφθέν δικαστήριο να αρχίσει τη διαδικασία και να επιδώσει το δικόγραφο αυτό στις εναγόμενες της κύριας δίκης. Αν οι πλημμέλειες ήρθησαν το πρώτον μετά τη λήξη της προθεσμίας απώλειας δικαιώματος λόγω ανοχής, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει αν η περίσταση αυτή οφειλόταν κυρίως σε συμπεριφορά της ενάγουσας της κύριας δίκης δυνάμενη να χαρακτηρισθεί ως έλλειψη επιμελείας. Αν το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι συντρέχει τέτοια περίπτωση, το συμπέρασμά του θα πρέπει να είναι ότι, ελλείψει επιμελείας εκ μέρους της Heitec, η αγωγή της πρέπει να θεωρηθεί εκπρόθεσμη.

68      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 9 της οδηγίας 2008/95 καθώς και τα άρθρα 54, 110 και 111 του κανονισμού 207/2009 έχουν την έννοια ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εμποδίζει την απώλεια δικαιώματος λόγω ανοχής που προβλέπουν οι διατάξεις αυτές η άσκηση ένδικου βοηθήματος με την οποία ο δικαιούχος προγενέστερου σήματος ή άλλου προγενέστερου δικαιώματος ζητεί την κήρυξη της ακυρότητας μεταγενέστερου σήματος ή αντιτάσσεται στη χρήση του σήματος αυτού, στην περίπτωση που το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο, μολονότι κατατέθηκε πριν από την λήξη της προθεσμίας της απώλειας δικαιώματος, δεν πληρούσε, ελλείψει επιμελείας του ενάγοντος, τις απαιτήσεις του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου περί επιδόσεων, οι δε σχετικές πλημμέλειες θεραπεύθηκαν το πρώτον, για λόγους οι οποίοι αφορούν τον ενάγοντα, μετά τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας.

 Επί του τέταρτου προδικαστικού ερωτήματος

69      Με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 9 της οδηγίας 2008/95 καθώς και τα άρθρα 54 και 111 του κανονισμού 207/2009 έχουν την έννοια ότι, όταν ο δικαιούχος προγενέστερου σήματος ή άλλου προγενέστερου δικαιώματος, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, έχει χάσει το δικαίωμα να ζητήσει την ακυρότητα μεταγενέστερου σήματος και να ζητήσει την παύση της χρήσεως του σήματος αυτού, η απώλεια του εν λόγω δικαιώματος τον εμποδίζει επίσης να προβάλει παρεπόμενες ή συναφείς αξιώσεις, όπως είναι η επιδίκαση αποζημιώσεως, η παροχή πληροφοριών ή η καταστροφή των προϊόντων.

70      Όπως εκτέθηκε στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου και του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος, ο δικαιούχος προγενέστερου σήματος ή άλλου προγενέστερου δικαιώματος ο οποίος, μολονότι έχει λάβει γνώση της χρήσεως μεταγενέστερου σήματος το οποίο είχε κατατεθεί με καλή πίστη, εντούτοις παραλείπει, επί διάστημα πέντε συναπτών ετών, να ενεργήσει κατά τρόπο ο οποίος να εκφράζει σαφώς τη βούλησή του να αντιταχθεί στη χρήση αυτή και να παύσει τη φερόμενη προσβολή των δικαιωμάτων του, χάνει το δικαίωμά του να αμφισβητήσει τη χρήση του μεταγενέστερου αυτού σήματος.

71      Όπως παρατήρησε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 64 των προτάσεών του, θα ήταν αντίθετο προς τους σκοπούς του καθεστώτος απώλειας δικαιώματος λόγω ανοχής, όπως είναι, μεταξύ άλλων, η διαφύλαξη της ασφάλειας δικαίου, να επιτραπεί, σε μια τέτοια περίπτωση, στον εν λόγω δικαιούχο να ασκήσει, μετά το πέρας της εν λόγω περιόδου των πέντε συναπτών ετών, αγωγή κατά του δικαιούχου του μεταγενέστερου αυτού σήματος, προκειμένου να υποχρεωθεί αυτός να καταβάλει αποζημίωση ή να προβεί σε ορισμένες ενέργειες.

72      Αν τοιαύτη αγωγή ή τοιαύτες αξιώσεις μπορούσαν να ευοδωθούν μετά την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας της απώλειας δικαιώματος, τούτο θα σήμαινε ότι εξακολουθεί, πέραν της ημερομηνίας αυτής, να υφίσταται η δυνατότητα να διαπιστωθεί ότι η χρήση του μεταγενέστερου σήματος προσβάλλει το προγενέστερο σήμα ή το προγενέστερο δικαίωμα και να στοιχειοθετηθεί, επί της βάσεως αυτής, εξωσυμβατική ευθύνη εις βάρος του δικαιούχου του μεταγενέστερου σήματος. Ωστόσο, μια τέτοια ερμηνεία του καθεστώτος της απώλειας του δικαιώματος λόγω ανοχής θα έθιγε τον σκοπό τον οποίο επιδιώκει το καθεστώς αυτό, ήτοι να παρέχει μετά την πάροδο της προθεσμίας αυτής τη βεβαιότητα στον δικαιούχο του μεταγενέστερου σήματος ότι η χρήση του δεν μπορεί πλέον να αμφισβητηθεί, με οποιοδήποτε μέσο ένδικης προστασίας, από αυτόν που την ανέχθηκε εν γνώσει του επί χρονικό διάστημα πέντε συναπτών ετών.

73      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 9 της οδηγίας 2008/95 καθώς και τα άρθρα 54, 110 και 111 του κανονισμού 207/2009 έχουν την έννοια ότι όταν ο δικαιούχος προγενέστερου σήματος ή άλλου προγενέστερου δικαιώματος, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, έχει απολέσει το δικαίωμα να ζητήσει την ακυρότητα μεταγενέστερου σήματος και να ζητήσει την παύση της χρήσεως του σήματος αυτού, η απώλεια του εν λόγω δικαιώματος τον εμποδίζει επίσης να προβάλει παρεπόμενες ή συναφείς αξιώσεις, όπως είναι η επιδίκαση αποζημιώσεως, η παροχή πληροφοριών ή η καταστροφή των προϊόντων.

 Επί των δικαστικών εξόδων

74      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      To άρθρο 9 της οδηγίας 2008/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2008, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων, καθώς και τα άρθρα 54, 110 και 111 του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα, έχουν την έννοια ότι πράξη, όπως η όχληση, με την οποία ο δικαιούχος προγενέστερου σήματος ή άλλου προγενέστερου δικαιώματος αντιτάσσεται στη χρήση μεταγενέστερου σήματος χωρίς ωστόσο να πράξει ό,τι είναι αναγκαίο για την επίτευξη νομικώς δεσμευτικής λύσεως δεν θέτει τέλος στην ανοχή και, κατά συνέπεια, δεν διακόπτει την προβλεπόμενη στις διατάξεις αυτές προθεσμία απώλειας δικαιώματος.

2)      Το άρθρο 9 της οδηγίας 2008/95 καθώς και τα άρθρα 54, 110 και 111 του κανονισμού 207/2009 έχουν την έννοια ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εμποδίζει την απώλεια δικαιώματος λόγω ανοχής που προβλέπουν οι διατάξεις αυτές η άσκηση ένδικου βοηθήματος με την οποία ο δικαιούχος προγενέστερου σήματος ή άλλου προγενέστερου δικαιώματος ζητεί την κήρυξη της ακυρότητας μεταγενέστερου σήματος ή αντιτάσσεται στη χρήση του σήματος αυτού, στην περίπτωση που το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο, μολονότι κατατέθηκε πριν από την λήξη της προθεσμίας της απώλειας δικαιώματος, δεν πληρούσε, ελλείψει επιμελείας του ενάγοντος, τις απαιτήσεις του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου περί επιδόσεων, οι δε σχετικές πλημμέλειες θεραπεύθηκαν το πρώτον, για λόγους οι οποίοι αφορούν τον ενάγοντα, μετά τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας.

3)      Το άρθρο 9 της οδηγίας 2008/95 καθώς και τα άρθρα 54, 110 και 111 του κανονισμού 207/2009 έχουν την έννοια ότι όταν ο δικαιούχος προγενέστερου σήματος ή άλλου προγενέστερου δικαιώματος, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, έχει απολέσει το δικαίωμα να ζητήσει την ακυρότητα μεταγενέστερου σήματος και να ζητήσει την παύση της χρήσεως του σήματος αυτού, η απώλεια του εν λόγω δικαιώματος τον εμποδίζει επίσης να προβάλει παρεπόμενες ή συναφείς αξιώσεις, όπως είναι η επιδίκαση αποζημιώσεως, η παροχή πληροφοριών ή η καταστροφή των προϊόντων.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.