Language of document : ECLI:EU:T:2022:727

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο πενταμελές τμήμα)

της 30ής Νοεμβρίου 2022 (*)

«Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Περιοριστικά μέτρα κατά του PKK με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας – Δέσμευση κεφαλαίων – Κοινή θέση 2001/931/ΚΕΠΠΑ – Δυνατότητα εφαρμογής σε περιπτώσεις ένοπλης συγκρούσεως – Τρομοκρατική ομάδα – Πραγματική βάση των αποφάσεων περί δεσμεύσεως κεφαλαίων – Απόφαση ληφθείσα από αρμόδια αρχή – Αρχή τρίτου κράτους – Επανεξέταση – Αναλογικότητα – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Δικαιώματα άμυνας – Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας – Προσαρμογή της προσφυγής»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις Τ‑316/14 RENV και Τ‑148/19,

Kurdistan Workers’ Party (PKK), εκπροσωπούμενο από τις A. van Eik και T. Buruma, δικηγόρους,

προσφεύγον,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από την S. Van Overmeire και τον B. Driessen,

καθού,

υποστηριζομένου από την

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον Θ. Ραμόπουλο, την J. Norris και τους J. Roberti di Sarsina και R. Tricot,

παρεμβαίνουσα στην υπόθεση T‑316/14 RENV,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι οι:

Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από την A.-L. Desjonquères και τους B. Fodda και J.-L. Carré,

και

Βασίλειο των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενο από την M. Bulterman και τον J. Langer,

παρεμβαίνοντες στη διαδικασία αναιρέσεως,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  (τέταρτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Gervasoni (εισηγητή), πρόεδρο, L. Madise, P. Nihoul, R. Frendo και M. J. Martín y Pérez de Nanclares, δικαστές,

γραμματέας: I. Kurme, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία στην υπόθεση T‑148/19, και ιδίως:

–        την απόφαση της 26ης Ιουλίου 2019 με την οποία επιτράπηκε η παρέμβαση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας,

–        τις προσαρμογές των αιτημάτων του προσφεύγοντος με δικόγραφα της 7ης Οκτωβρίου 2019, της 13ης Μαρτίου και της 29ης Σεπτεμβρίου 2020,

έχοντας υπόψη την απόφαση της 22ας Απριλίου 2021, Συμβούλιο κατά PKK (C‑46/19 P, EU:C:2021:316), με την οποία η υπόθεση T‑316/14 RENV αναπέμφθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου,

έχοντας υπόψη την παραπομπή των υποθέσεων T‑148/19 και T‑316/14 RENV στο τέταρτο πενταμελές τμήμα,

έχοντας υπόψη την απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2022 περί συνεκδικάσεως των υποθέσεων T‑148/19 και T‑316/14 RENV προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως που περατώνει τη δίκη,

έχοντας υπόψη τη διάταξη της 25ης Μαρτίου 2022, με την οποία το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας διαγράφηκε από τις υποθέσεις T‑148/19 και T‑316/14 RENV ως παρεμβαίνον,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 31ης Μαρτίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ προσφυγή του στην υπόθεση T‑316/14 RENV, το προσφεύγον, Kurdistan Workers’ Party (PKK), ζητεί την ακύρωση:

–        του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 125/2014 του Συμβουλίου, της 10ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2580/2001 για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων έναντι ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και για την κατάργηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 714/2013 (ΕΕ 2014, L 40, σ. 9),

–        του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 790/2014 του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2014, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2580/2001 για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και την κατάργηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 125/2014 (ΕΕ 2014, L 217, σ. 1),

–        της απόφασης (ΚΕΠΠΑ) 2015/521 του Συμβουλίου, της 26ης Μαρτίου 2015, σχετικά με την ενημέρωση και τροποποίηση του καταλόγου προσώπων, ομάδων και οντοτήτων που υπάγονται στα άρθρα 2, 3 και 4 της κοινής θέσης 2001/931/ΚΕΠΠΑ για την εφαρμογή ειδικών μέτρων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και για την κατάργηση της απόφασης 2014/483/ΚΕΠΠΑ (ΕΕ 2015, L 82, σ. 107),

–        του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2015/513 του Συμβουλίου, της 26ης Μαρτίου 2015, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2580/2001 για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και την κατάργηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 790/2014 (ΕΕ 2015, L 82, σ. 1),

–        της απόφασης (ΚΕΠΠΑ) 2015/1334 του Συμβουλίου, της 31ης Ιουλίου 2015, σχετικά με την ενημέρωση του καταλόγου προσώπων, ομάδων και οντοτήτων που υπάγονται στα άρθρα 2, 3 και 4 της κοινής θέσης 2001/931/ΚΕΠΠΑ για την εφαρμογή ειδικών μέτρων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και σχετικά με την κατάργηση της απόφασης (ΚΕΠΠΑ) 2015/521 (ΕΕ 2015, L 206, σ. 61),

–        του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2015/1325 του Συμβουλίου, της 31ης Ιουλίου 2015, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2580/2001 για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και σχετικά με την κατάργηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2015/513 (ΕΕ 2015, L 206, σ. 12),

–        του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2015/2425 του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 2015, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2580/2001 για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και σχετικά με την κατάργηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2015/1325 (ΕΕ 2015, L 334, σ. 1),

–        του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2016/1127 του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2016, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2580/2001 για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και για την κατάργηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2015/2425 (ΕΕ 2016, L 188, σ. 1),

–        του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2017/150 του Συμβουλίου, της 27ης Ιανουαρίου 2017, που να εφαρμόζει το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2580/2001 για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και να καταργεί τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2016/1127 (ΕΕ 2017, L 23, σ. 3),

–        της απόφασης (ΚΕΠΠΑ) 2017/1426 του Συμβουλίου, της 4ης Αυγούστου 2017, σχετικά με την ενημέρωση του καταλόγου των προσώπων, ομάδων και οντοτήτων που υπάγονται στα άρθρα 2, 3 και 4 της κοινής θέσης 2001/931/ΚΕΠΠΑ για την εφαρμογή ειδικών μέτρων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και την κατάργηση της απόφασης (ΚΕΠΠΑ) 2017/154 (ΕΕ 2017, L 204, σ. 95),

–        του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2017/1420 του Συμβουλίου, της 4ης Αυγούστου 2017, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2580/2001 για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και σχετικά με την κατάργηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2017/150 (ΕΕ 2017, L 204, σ. 3), καθόσον οι πράξεις αυτές αφορούν το προσφεύγον.

2        Με την ασκηθείσα επίσης δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ προσφυγή του στην υπόθεση Τ-148/19, το προσφεύγον ζητεί την ακύρωση:

–        της απόφασης (ΚΕΠΠΑ) 2019/25 του Συμβουλίου, της 8ης Ιανουαρίου 2019, σχετικά με την τροποποίηση και ενημέρωση του καταλόγου προσώπων, ομάδων και οντοτήτων που υπάγονται στα άρθρα 2, 3 και 4 της κοινής θέσης 2001/931/ΚΕΠΠΑ για την εφαρμογή ειδικών μέτρων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και για την κατάργηση της απόφασης (ΚΕΠΠΑ) 2018/1084 (ΕΕ 2019, L 6, σ. 6),

–        της απόφασης (ΚΕΠΠΑ) 2019/1341 του Συμβουλίου, της 8ης Αυγούστου 2019, σχετικά με την ενημέρωση του καταλόγου προσώπων, ομάδων και οντοτήτων που υπάγονται στα άρθρα 2, 3 και 4 της κοινής θέσης 2001/931/ΚΕΠΠΑ για την εφαρμογή ειδικών μέτρων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και για την κατάργηση της απόφασης 2019/25 (ΕΕ 2019, L 209, σ. 15),

–        του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2019/1337 του Συμβουλίου, της 8ης Αυγούστου 2019, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 2 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2580/2001 για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και την κατάργηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2019/24 (ΕΕ 2019, L 209, σ. 1),

–        του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2020/19 του Συμβουλίου, της 13ης Ιανουαρίου 2020, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 2 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2580/2001 για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, και την κατάργηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2019/1337 (ΕΕ 2020, L 8Ι, σ. 1),

–        της απόφασης (ΚΕΠΠΑ) 2020/1132 του Συμβουλίου, της 30ής Ιουλίου 2020, που ενημερώνει τον κατάλογο των προσώπων, ομάδων και οντοτήτων που υπάγονται στα άρθρα 2, 3 και 4 της κοινής θέσης 2001/931/ΚΕΠΠΑ για την εφαρμογή ειδικών μέτρων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και για την κατάργηση της απόφασης (ΚΕΠΠΑ) 2020/20 (ΕΕ 2020, L 247, σ. 18),

–        του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2020/1128 του Συμβουλίου, της 30ής Ιουλίου 2020, που εφαρμόζει το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2580/2001 για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και καταργεί τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2020/19 (ΕΕ 2020, L 247, σ. 1), κατά το μέρος που οι πράξεις αυτές αφορούν το προσφεύγον.

I.      Ιστορικό της διαφοράς

3        Το PΚK ιδρύθηκε το 1978 και ανέλαβε ένοπλο αγώνα κατά της Τουρκικής Κυβέρνησης προκειμένου να αναγνωριστεί στους Κούρδους το δικαίωμα της αυτοδιαθέσεως.

4        Στις 28 Σεπτεμβρίου 2001, το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών εξέδωσε το ψήφισμα 1373 (2001), με το οποίο καθορίστηκαν στρατηγικές για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας με κάθε μέσο, ειδικότερα δε για την καταπολέμηση της χρηματοδοτήσεώς της.

5        Στις 27 Δεκεμβρίου 2001, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κρίνοντας ότι ήταν αναγκαία η δράση της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκειμένου να τεθεί σε εφαρμογή το ψήφισμα 1373 (2001) του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, υιοθέτησε την κοινή θέση 2001/931/ΚΕΠΠΑ, για την εφαρμογή ειδικών μέτρων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας (ΕΕ 2001, L 344, σ. 93). Το άρθρο 2 της κοινής θέσης 2001/931 προβλέπει, ειδικότερα, τη δέσμευση των κεφαλαίων και άλλων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων ή οικονομικών πόρων των προσώπων, ομάδων και οντοτήτων που μετέχουν σε τρομοκρατικές πράξεις και αναγράφονται στον κατάλογο που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της κοινής αυτής θέσεως.

6        Επίσης, στις 27 Δεκεμβρίου 2001, προκειμένου να θέσει σε εφαρμογή σε επίπεδο Ένωσης τα μέτρα που διαλαμβάνονται στην κοινή θέση 2001/931, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 2580/2001, για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας (ΕΕ 2001, L 344, σ. 70), και την απόφαση 2001/927/ΕΚ, για την κατάρτιση του καταλόγου που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 (ΕΕ 2001, L 344, σ. 83). Το όνομα του προσφεύγοντος δεν περιλαμβανόταν στον αρχικό αυτό κατάλογο.

7        Στις 2 Μαΐου 2002, το Συμβούλιο υιοθέτησε την κοινή θέση 2002/340/ΚΕΠΠΑ, σχετικά με την ενημέρωση της κοινής θέσης 2001/931 (ΕΕ 2002, L 116, σ. 75). Στο παράρτημα της κοινής θέσης 2002/340 επικαιροποιήθηκε ο κατάλογος των προσώπων, ομάδων και οντοτήτων εις βάρος των οποίων ισχύουν τα περιοριστικά μέτρα που προβλέπονται στην κοινή θέση 2001/931 και προστέθηκε, μεταξύ άλλων, το όνομα του προσφεύγοντος, το οποίο προσδιοριζόταν ως εξής: «Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PKK)».

8        Στις 2 Μαΐου 2002, επίσης, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2002/334/ΕΚ, για την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 και την κατάργηση της απόφασης 2001/927 (ΕΕ 2002, L 116, σ. 33). Η απόφαση αυτή προσέθεσε το όνομα του PKK στον κατάλογο που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001, όπως ακριβώς παρατίθετο και στο παράρτημα της κοινής θέσης 2002/340.

9        Οι πράξεις αυτές έχουν έκτοτε συχνά επικαιροποιηθεί, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσης 2001/931 και του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001. Το όνομα του προσφεύγοντος εξακολούθησε να περιλαμβάνεται στους καταλόγους των ομάδων και οντοτήτων εις βάρος των οποίων ισχύουν τα περιοριστικά μέτρα που προβλέπονται από τις προμνησθείσες πράξεις (στο εξής: επίμαχοι κατάλογοι), παρά την αμφισβήτηση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ή την εκ μέρους του ακύρωση πλειόνων αποφάσεων και κανονισμών στους οποίους επισυνάπτονται οι εν λόγω κατάλογοι. Από τις 2 Απριλίου 2004, η οντότητα μνημονεύεται στους επίμαχους καταλόγους με την ονομασία «Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PKK) (άλλως “KADEK” ή “KONGRA-GEL”)».

10      Συγκεκριμένα, τα περιοριστικά μέτρα που είχαν επιβληθεί στο προσφεύγον διατηρήθηκαν σε ισχύ, μεταξύ άλλων, με τις πράξεις που εκδόθηκαν το 2014, ήτοι τον εκτελεστικό κανονισμό 125/2014 και τον εκτελεστικό κανονισμό 790/2014, με τις πράξεις που εκδόθηκαν μεταξύ των ετών 2015 και 2017, ήτοι την απόφαση 2015/521, τον εκτελεστικό κανονισμό 2015/513, την απόφαση 2015/1334, τον εκτελεστικό κανονισμό 2015/1325, τον εκτελεστικό κανονισμό 2015/2425, τον εκτελεστικό κανονισμό 2016/1127, τον εκτελεστικό κανονισμό 2017/150, την απόφαση 2017/1426 και τον εκτελεστικό κανονισμό 2017/1420, καθώς και με τις πράξεις που εκδόθηκαν το 2019 και το 2020, δηλαδή την απόφαση 2019/25, την απόφαση 2019/1341, τον εκτελεστικό κανονισμό 2019/1337, τον εκτελεστικό κανονισμό 2020/19, την απόφαση 2020/1132 και τον εκτελεστικό κανονισμό 2020/1128.

11      Στις αιτιολογικές εκθέσεις των πράξεων που εκδόθηκαν το 2014, το Συμβούλιο περιέγραψε το PKK ως οντότητα εμπλεκόμενη σε τρομοκρατικές πράξεις, η οποία, από το 1984, είχε τελέσει πολυάριθμες πράξεις τέτοιας φύσεως. Επισήμανε ότι οι τρομοκρατικές δραστηριότητες του PKK συνεχίσθηκαν, παρά ορισμένες καταπαύσεις πυρός τις οποίες κήρυξε μονομερώς το ΡΚΚ, ιδίως από το 2009. Συναφώς, το Συμβούλιο διευκρίνισε ότι μεταξύ των τρομοκρατικών πράξεων που διέπραξε το PKK περιλαμβάνονταν τοποθετήσεις βομβών, επιθέσεις με ρουκέτες, χρήση εκρηκτικών, δολοφονίες και απαγωγές Τούρκων πολιτών και αλλοδαπών τουριστών, απαγωγές ομήρων, επιθέσεις κατά των τουρκικών δυνάμεων ασφαλείας και ένοπλες συγκρούσεις με αυτές, επιθέσεις κατά πετρελαϊκών εγκαταστάσεων και μαζικών μέσων μεταφοράς, επιθέσεις κατά τουρκικών διπλωματικών, πολιτιστικών και εμπορικών εγκαταστάσεων σε πολλές χώρες, εκβιασμοί Τούρκων πολιτών του εξωτερικού για χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων του, καθώς και άλλες εγκληματικές δραστηριότητες με σκοπό τη χρηματοδότηση. Εν είδει παραδείγματος, το Συμβούλιο κατήρτισε κατάλογο 69 περιστατικών τα οποία συνέβησαν μεταξύ της 14ης Νοεμβρίου 2003 και της 19ης Οκτωβρίου 2011 και τα οποία χαρακτήρισε ως τρομοκρατικές πράξεις κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, της κοινής θέσης 2001/931.

12      Το Συμβούλιο προσέθεσε ότι το ΡΚΚ αποτέλεσε αντικείμενο αποφάσεων αρμόδιων εθνικών αρχών κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931, παραπέμποντας συναφώς, αφενός, σε απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου της 29ης Μαρτίου 2001 για την απαγόρευση του PKK δυνάμει του UK Terrorism Act 2000 (νόμου του Ηνωμένου Βασιλείου του 2000 κατά της τρομοκρατίας), όπως συμπληρώθηκε με απόφαση της 14ης Ιουλίου 2006 που τέθηκε σε ισχύ στις 14 Αυγούστου 2006, στην οποία διαπιστωνόταν ότι το «KADEK» και το «KONGRA-GEL» αποτελούσαν άλλες ονομασίες του PKK, και, αφετέρου, παραπέμποντας σε αποφάσεις της Κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, εκδοθείσες σε ημερομηνίες που δεν προσδιορίστηκαν από το Συμβούλιο, με τις οποίες το PKK χαρακτηρίσθηκε ως «αλλοδαπή τρομοκρατική οργάνωση» (foreign terrorist organisation, στο εξής: FTO) δυνάμει του τμήματος 219 του US Immigration and Nationality Act (νόμου των Ηνωμένων Πολιτειών περί μεταναστεύσεως και ιθαγενείας) και ως «οργάνωση ρητώς χαρακτηρισθείσα ως τρομοκρατική σε παγκόσμια κλίμακα» (specially designated global terrorist, στο εξής: SDGT) δυνάμει του Executive Order no 13224 (προεδρικού διατάγματος υπ’ αριθ. 13224). Το Συμβούλιο μνημονεύει επίσης αποφάσεις των τουρκικών δικαστηρίων κρατικής ασφαλείας εκδοθείσες από το 1990 έως το 2006.

13      Στις αιτιολογικές εκθέσεις των πράξεων που εκδόθηκαν μεταξύ των ετών 2015 και 2017, το Συμβούλιο επισήμανε ότι η διατήρηση της καταχώρισης του ονόματος του προσφεύγοντος στους επίμαχους καταλόγους βασίστηκε στις αποφάσεις των αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου (2001 και 2006) και των Ηνωμένων Πολιτειών (1997 και 2001) που είχαν ήδη ληφθεί υπόψη, όπως αυτές συμπληρώθηκαν, πρώτον, από απόφαση των αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου της 3ης Δεκεμβρίου 2014 με την οποία διατηρήθηκε σε ισχύ η απαγόρευση του PKK, δεύτερον, από απόφαση της 2ας Νοεμβρίου 2011 του Tribunal de Grande Instance de Paris (πρωτοδικείου Παρισίων, Γαλλία) με την οποία καταδικαζόταν το κουρδικό πολιτιστικό κέντρο Ahmet Kaya για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση με σκοπό την προετοιμασία τρομοκρατικής πράξεως και για χρηματοδότηση τρομοκρατικής δραστηριότητας, η οποία επικυρώθηκε σε δεύτερο βαθμό με απόφαση της 23ης Απριλίου 2013 του cour d’appel de Paris (εφετείου Παρισίων, Γαλλία) και, κατόπιν άσκησης αναιρέσεως, με απόφαση της 21ης Μαΐου 2014 του Cour de cassation (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Γαλλία), καθώς και, τρίτον, από επανεξέταση που διενεργήθηκε από τις αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών και ολοκληρώθηκε στις 21 Νοεμβρίου 2013, επιβεβαιώνοντας τον χαρακτηρισμό του PKK ως «αλλοδαπής τρομοκρατικής οργάνωσης».

14      Στις αιτιολογικές εκθέσεις των πράξεων που εκδόθηκαν το 2019 και το 2020 παρατίθενται εκ νέου οι προηγούμενοι λόγοι, οι οποίοι συμπληρώνονται, αρχής γενομένης, ιδίως, από την απόφαση 2019/1341 και τον εκτελεστικό κανονισμό 2019/1337, με μνεία του κατ’ επανάληψη χαρακτηρισμού του PKK ως «αλλοδαπής τρομοκρατικής οργάνωσης» από τις αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών μετά από επανεξέταση που ολοκληρώθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 2019.

II.    Αιτήματα των διαδίκων

15      To προσφεύγον ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει τον εκτελεστικό κανονισμό 125/2014, τον εκτελεστικό κανονισμό 790/2014, την απόφαση 2015/521, τον εκτελεστικό κανονισμό 2015/513, την απόφαση 2015/1334, τον εκτελεστικό κανονισμό 2015/1325, τον εκτελεστικό κανονισμό 2015/2425, τον εκτελεστικό κανονισμό 2016/1127, τον εκτελεστικό κανονισμό 2017/150, την απόφαση 2017/1426 και τον εκτελεστικό κανονισμό 2017/1420 (υπόθεση T‑316/14 RENV), καθώς και την απόφαση 2019/25, την απόφαση 2019/1341, τον εκτελεστικό κανονισμό 2019/1337, τον εκτελεστικό κανονισμό 2020/19, την απόφαση 2020/1132 και τον εκτελεστικό κανονισμό 2020/1128 (υπόθεση T‑148/19), κατά το μέρος που το αφορούν. Επίσης, στην υπόθεση Τ-148/19, το προσφεύγον ζητεί επικουρικώς από το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεώσει το Συμβούλιο να λάβει μέτρο λιγότερο περιοριστικό από ό,τι η καταχώριση στους επίμαχους καταλόγους. Τέλος, ζητεί την καταδίκη του Συμβουλίου στα δικαστικά έξοδα.

16      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή στην υπόθεση T‑316/14 RENV, ζητεί να απορριφθούν οι προσφυγές και να καταδικασθεί το προσφεύγον στα δικαστικά έξοδα.

III. Σκεπτικό

Α.      Επί του παραδεκτού

17      Δεδομένου ότι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Συμβούλιο δεν ενέμεινε στον ισχυρισμό ότι τα δύο πρόσωπα που χορήγησαν εντολή προς τις δικηγόρους, οι οποίες υπέγραψαν τα δικόγραφα του προσφεύγοντος, δεν ήταν εξουσιοδοτημένα να το εκπροσωπούν, εξακολουθεί να υφίσταται μόνον η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε το Συμβούλιο ως προς τις τρεις προσαρμογές της προσφυγής στην υπόθεση Τ-148/19, οι οποίες αφορούν τον εκτελεστικό κανονισμό 2019/1337, τον εκτελεστικό κανονισμό 2020/19, την απόφαση 2020/1132 και τον εκτελεστικό κανονισμό 2020/1128.

18      Το Συμβούλιο υποστηρίζει, ειδικότερα, ότι οι πράξεις αυτές δεν τροποποιούν ούτε αντικαθιστούν τις πράξεις των οποίων έχει ζητηθεί η ακύρωση, οπότε δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 86, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

19      Δεδομένου ότι ο ίδιος αυτός λόγος απαραδέκτου ενδέχεται να ισχύει και για τις αποφάσεις 2015/521, 2015/1334 και 2017/1426, οι οποίες προσβλήθηκαν στο πλαίσιο της υπόθεσης T‑316/14 RENV, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε αυτεπαγγέλτως τη συγκεκριμένη ένσταση απαραδέκτου, η οποία αφορά ζήτημα δημόσιας τάξης καθόσον άπτεται του παραδεκτού της προσφυγής (πρβλ. απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2018, Hamas κατά Συμβουλίου, T‑400/10 RENV, EU:T:2018:966, σκέψεις 139 έως 145 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και έθεσε σχετικώς ερώτηση στους διαδίκους.

20      Απαντώντας στην ανωτέρω ερώτηση, το προσφεύγον δέχθηκε ότι οι προσφυγές του είναι απαράδεκτες κατά το μέρος που αφορούν τις αποφάσεις 2015/521, 2015/1334 και 2017/1426 (υπόθεση T‑316/14 RENV) και την απόφαση 2020/1132, καθώς και τους εκτελεστικούς κανονισμούς 2019/1337, 2020/19 και 2020/1128 (υπόθεση T‑148/19), στοιχείο το οποίο σημειώθηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

21      Πράγματι, το άρθρο 86, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας ορίζει ότι, οσάκις πράξη της οποίας ζητείται η ακύρωση αντικαθίσταται ή τροποποιείται από άλλη πράξη έχουσα το ίδιο αντικείμενο, ο προσφεύγων μπορεί, πριν από την περάτωση της προφορικής διαδικασίας ή πριν από την απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία αποφαίνεται επί της διαφοράς χωρίς τη διεξαγωγή ακροαματικής διαδικασίας, να προσαρμόσει την προσφυγή προκειμένου να ληφθεί υπόψη το νέο αυτό στοιχείο.

22      Ωστόσο, εν προκειμένω, οι αποφάσεις 2015/521, 2015/1334 και 2017/1426 δεν παρατείνουν την ισχύ των αποτελεσμάτων της προσβαλλόμενης με την προσφυγή πράξης στην υπόθεση T‑316/14 RENV, ούτε αντικαθιστούν την πράξη αυτή, ήτοι τον εκτελεστικό κανονισμό 125/2014, ο οποίος έχει ήδη αντικατασταθεί από τον εκτελεστικό κανονισμό 790/2014, που προσβάλλεται με την πρώτη προσαρμογή του εν λόγω δικογράφου προσφυγής. Οι συγκεκριμένες αποφάσεις αποσκοπούν αποκλειστικώς στην τροποποίηση του καταλόγου που προβλέπεται στην κοινή θέση 2001/931, η οποία στηρίζεται στη Συνθήκη ΕΕ, ενώ οι εκτελεστικοί κανονισμοί τροποποιούν τον κατάλογο που προβλέπεται στον κανονισμό 2580/2001, ο οποίος έχει ως νομική βάση ιδίως το άρθρο 301 ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 215 ΣΛΕΕ) και ο οποίος αποσκοπεί στην εφαρμογή, σε επίπεδο Ένωσης, των περιοριστικών μέτρων που προβλέπονται στις αποφάσεις για την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας (ΚΕΠΠΑ) και, προηγουμένως, στις κοινές θέσεις. Συνεπώς, μολονότι οι αποφάσεις της ΚΕΠΠΑ και οι εκτελεστικοί κανονισμοί εκδίδονται, κατ’ αρχήν, αυθημερόν και περιέχουν τον ίδιο κατάλογο προσώπων, ομάδων και οντοτήτων εις βάρος των οποίων επιβάλλονται τα περιοριστικά μέτρα, αποτελούν ξεχωριστές πράξεις.

23      Ομοίως, ο εκτελεστικός κανονισμός 2019/1337, ο εκτελεστικός κανονισμός 2020/19, ο οποίος κατήργησε τον προηγούμενο, καθώς και ο εκτελεστικός κανονισμός 2020/1128, ο οποίος κατήργησε τον τελευταίο, δεν παρατείνουν την ισχύ των αποτελεσμάτων ούτε αντικαθιστούν τη μόνη προσβαλλόμενη με την προσφυγή πράξη στην υπόθεση T‑148/19, ήτοι την απόφαση 2019/25, η οποία αντικαταστάθηκε από την απόφαση 2019/1341 και η οποία προσβλήθηκε με την πρώτη προσαρμογή της εν λόγω προσφυγής. Επισημαίνεται συναφώς ότι, στο μέτρο που οι αποφάσεις της ΚΕΠΠΑ προϋποθέτουν την έκδοση κανονισμών δυνάμει του άρθρου 215 ΣΛΕΕ, αποτελεί εν πάση περιπτώσει έργο του Συμβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 266 ΣΛΕΕ, να συναγάγει τις συνέπειες τυχόν ακύρωσης των αποφάσεων της ΚΕΠΠΑ επί των εκτελεστικών κανονισμών που τις θέτουν σε εφαρμογή (πρβλ. απόφαση της 28ης Μαΐου 2013, Trabelsi κ.λπ. κατά Συμβουλίου, T‑187/11, EU:T:2013:273, σκέψη 121).

24      Εξάλλου, η απόφαση 2020/1132, η οποία προσβάλλεται με τη τρίτη προσαρμογή του δικογράφου της προσφυγής στην υπόθεση T‑148/19, καταργεί, όπως προκύπτει και από τον τίτλο της, την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2020/20 του Συμβουλίου, της 13ης Ιανουαρίου 2020, σχετικά με την ενημέρωση του καταλόγου των προσώπων, ομάδων και οντοτήτων τα οποία υπάγονται στα άρθρα 2, 3 και 4 της κοινής θέσης 2001/931 καθώς και για την κατάργηση της απόφασης 2019/1341 (ΕΕ 2020, L 8Ι, σ. 5), η οποία δεν προσβλήθηκε ούτε με το δικόγραφο της προσφυγής ούτε με τις προσαρμογές του, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να γίνει δεκτό ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 86 του Κανονισμού Διαδικασίας (πρβλ. απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2018, Hamas κατά Συμβουλίου, T‑400/10 RENV, EU:T:2018:966, σκέψεις 141 και 142). Εάν κρινόταν παραδεκτό το αίτημα ακυρώσεως της απόφασης 2020/1132, με την αιτιολογία ότι η απόφαση αυτή τροποποιεί τον κατάλογο που προβλέπεται στην κοινή θέση 2001/931, όπως και οι αποφάσεις 2019/25 και 2019/1341, τούτο θα συνεπαγόταν διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 86, παράγραφος 1, το οποίο αφορά την προσαρμογή της «πράξη[ς] της οποίας ζητείται η ακύρωση» και όχι την προσαρμογή του συνόλου των «[πράξεων που έχουν] το ίδιο αντικείμενο», αντιθέτως προς τις αρχές της οικονομίας της δίκης και της ασφάλειας δικαίου, για την τήρηση των οποίων προστέθηκε, στον Κανονισμό Διαδικασίας, διάταξη η οποία αφορά αποκλειστικά τις προσαρμογές του δικογράφου της προσφυγής και η οποία τέθηκε σε ισχύ το 2015 (βλ. αιτιολογική έκθεση του άρθρου 86 του νέου Κανονισμού Διαδικασίας).

25      Κατά συνέπεια, οι υπό κρίση προσφυγές πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες κατά το μέρος που με αυτές ζητείται η ακύρωση των αποφάσεων 2015/521, 2015/1334 και 2017/1426 (υπόθεση T‑316/14 RENV), της απόφασης 2020/1132, καθώς και των εκτελεστικών κανονισμών 2019/1337, 2020/19 και 2020/1128 (υπόθεση T‑148/19).

26      Επιπροσθέτως, το προσφεύγον μπορούσε κάλλιστα να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά των πράξεων αυτών, καθόσον το αφορούσαν, προκειμένου να αμφισβητήσει τη νομιμότητά τους (πρβλ. απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2020, Kande Mupompa κατά Συμβουλίου, T‑170/18, EU:T:2020:60, σκέψη 37).

27      Ως εκ τούτου, το βάσιμο των υπό κρίση προσφυγών θα εξετασθεί κατά το μέρος που αφορά:

–        τους εκτελεστικούς κανονισμούς 125/2014 και 790/2014 (στο εξής: πράξεις του 2014),

–        τους εκτελεστικούς κανονισμούς 2015/513, 2015/1325, 2015/2425, 2016/1127, 2017/150 και 2017/1420 (στο εξής: πράξεις των ετών 2015 έως 2017),

–        τις αποφάσεις 2019/25 και 2019/1341 (στο εξής: αποφάσεις του 2019).

Β.      Επί της ουσίας

28      Στην υπόθεση T‑316/14 RENV, το προσφεύγον επισήμανε, στις παρατηρήσεις του επί της απόφασης της 22ας Απριλίου 2021, Συμβούλιο κατά PKΚ (C‑46/19 P, EU:C:2021:316), ότι εμμένει σε όλους τους λόγους που είχε επικαλεστεί με το δικόγραφο της προσφυγής του στην υπόθεση T‑316/14, εκτός του πρώτου, από τον οποίο είχε παραιτηθεί κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση πριν από την έκδοση της απόφασης της 15ης Νοεμβρίου 2018, PKK κατά Συμβουλίου (T‑316/14, EU:T:2018:788), που ακυρώθηκε κατ’ αναίρεση από το Δικαστήριο. Προς στήριξη της εν λόγω προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το προσφεύγον προέβαλε οκτώ λόγους. Οι λόγοι αυτοί αφορούσαν, ο πρώτος, από τον οποίο το προσφεύγον παραιτήθηκε στη συνέχεια, παραβίαση του διεθνούς δικαίου για τις ένοπλες συρράξεις τόσο από τις πράξεις του 2014 όσο και από τις πράξεις των ετών 2015 έως 2017 και από την κοινή θέση 2001/931 και τον κανονισμό 2580/2001, ο δεύτερος, εσφαλμένο χαρακτηρισμό του προσφεύγοντος ως τρομοκρατικής ομάδας κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, της κοινής θέσης 2001/931, ο τρίτος, έλλειψη απόφασης αρμόδιας αρχής κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931, ο τέταρτος, παράβαση των άρθρων 4 και 51 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) καθόσον οι πράξεις του 2014 και οι πράξεις των ετών 2015 έως 2017 βασίστηκαν εν μέρει σε πληροφορίες που συνελέγησαν μέσω βασανιστηρίων ή κατόπιν κακομεταχείρισης, ο πέμπτος, μη διενέργεια επανεξέτασης σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσης 2001/931, ο έκτος, παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της επικουρικότητας, ο έβδομος, παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και, ο όγδοος, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

29      Στην υπόθεση Τ-148/19, το προσφεύγον επικαλείται έξι λόγους ακυρώσεως προς στήριξη της προσφυγής του, οι οποίοι αφορούν, ο πρώτος, εσφαλμένο χαρακτηρισμό του προσφεύγοντος ως τρομοκρατικής ομάδας κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, της κοινής θέσης 2001/931, ο δεύτερος, έλλειψη απόφασης ληφθείσας από αρμόδια αρχή κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931, ο τρίτος, μη διενέργεια επανεξέτασης σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσης 2001/931, ο τέταρτος, παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της επικουρικότητας, ο πέμπτος, παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και, ο έκτος, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

30      Λαμβανομένων υπόψη των ομοιοτήτων μεταξύ έξι εκ των λόγων ακυρώσεως που προβάλλονται στις δύο υποθέσεις, κρίνεται σκόπιμο να εξεταστούν οι παραπάνω λόγοι από κοινού και να γίνει διάκριση μεταξύ των υποθέσεων T‑316/14 RENV και T‑148/19 μόνον εφόσον το απαιτούν συγκεκριμένα επιχειρήματα που προβάλλονται προς στήριξη των λόγων αυτών και ορισμένες διαφορές μεταξύ των προσβαλλομένων πράξεων.

31      Οι λόγοι αυτοί αφορούν κυρίως παράβαση του άρθρου 1 της κοινής θέσης 2001/931, διευκρινίζεται δε ότι η εν λόγω κοινή θέση αποτελεί εν προκειμένω το κρίσιμο εφαρμοστέο νομοθέτημα, μεταξύ άλλων, και για την εξέταση των προσβαλλόμενων εκτελεστικών κανονισμών που βασίζονται τυπικά αποκλειστικώς στον κανονισμό 2580/2001, δεδομένου ότι ο τελευταίος αποσκοπεί στην εφαρμογή του μέτρου της δεσμεύσεως των κεφαλαίων των τρομοκρατικών προσώπων και οντοτήτων, εντός των κρατών μελών, βάσει των αρχών και των ορισμών των τρομοκρατικών πράξεων που περιέχονται στην κοινή θέση και βάσει των καταλόγων που καταρτίζει το Συμβούλιο κατ’ εφαρμογήν της κοινής αυτής θέσεως. Στις παραγράφους 3, 4 και 6 του εν λόγω άρθρου 1 προβλέπονται τα εξής:

«3.      Για τους σκοπούς αυτής της κοινής θέσης, ως “τρομοκρατική πράξη” νοείται μια από τις ακόλουθες εκ προθέσεως πράξεις η οποία, εκ της φύσεώς της ή των συνθηκών της, είναι δυνατόν να προσβάλει σοβαρά χώρα ή διεθνή οργανισμό, όπως ορίζεται ως αξιόποινη πράξη από το εθνικό δίκαιο, όταν ο δράστης την διαπράττει με σκοπό:

i)      να εκφοβίσει σοβαρά έναν πληθυσμό ή

ii)      να εξαναγκάσει αδικαιολόγητα μια κυβέρνηση ή ένα διεθνή οργανισμό να εκτελέσουν ή να παραλείψουν οποιαδήποτε πράξη, ή

iii)      να αποσταθεροποιήσει σοβαρά ή να καταστρέψει τις θεμελιώδεις πολιτικές, συνταγματικές, οικονομικές ή κοινωνικές δομές μιας χώρας ή ενός διεθνούς οργανισμού:

α)      προσβολή κατά της ζωής προσώπου, η οποία είναι δυνατόν να επιφέρει το θάνατο,

β)      προσβολή κατά της σωματικής ακεραιότητας προσώπου,

γ)      απαγωγή ή αρπαγή προσώπων,

δ)      πρόκληση μαζικών καταστροφών σε κυβερνητικές ή δημόσιες εγκαταστάσεις, συγκοινωνιακά συστήματα, εγκαταστάσεις υποδομής, περιλαμβανομένων και των συστημάτων πληροφορικής, σταθερές εξέδρες που ευρίσκονται επί της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας, δημόσιους χώρους ή ιδιωτικές ιδιοκτησίες, που θα μπορούσαν να εκθέσουν σε κίνδυνο ανθρώπινες ζωές ή να προξενήσουν σημαντικές οικονομικές απώλειες,

ε)      κατάληψη αεροσκαφών ή πλοίων ή άλλων μέσων μαζικής μεταφοράς ή μεταφοράς εμπορευμάτων,

στ)      κατασκευή, κατοχή, κτήση, μεταφορά, προμήθεια ή χρήση πυροβόλων όπλων, εκρηκτικών υλών, πυρηνικών, βιολογικών και χημικών όπλων καθώς και, όσον αφορά τα βιολογικά και χημικά όπλα, έρευνα και ανάπτυξη,

ζ)      απελευθέρωση επικίνδυνων ουσιών ή πρόκληση πυρκαγιών, πλημμυρών ή εκρήξεων, με αποτέλεσμα την έκθεση ανθρώπινων ζωών σε κίνδυνο,

η)      διαταραχή ή διακοπή του εφοδιασμού ύδατος, ηλεκτρικής ενέργειας ή κάθε άλλου βασικού φυσικού πόρου, με αποτέλεσμα την έκθεση ανθρώπινων ζωών σε κίνδυνο,

θ)      απειλή τέλεσης μιας εκ των πράξεων που απαριθμούνται στα σημεία α) έως η),

ι)      η αρχηγία τρομοκρατικής ομάδας,

ια)      η συμμετοχή στις δραστηριότητες τρομοκρατικής ομάδας, μεταξύ άλλων με την παροχή σε αυτήν πληροφοριών ή υλικών μέσων ή με τη χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων της, έχοντας επίγνωση του γεγονότος ότι η συμμετοχή αυτή θα συμβάλει στις εγκληματικές δραστηριότητες της ομάδας,

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, ως “τρομοκρατική ομάδα” νοείται η δομημένη και ήδη επί ορισμένο χρονικό διάστημα υφιστάμενη ένωση περισσοτέρων των δύο προσώπων που ενεργούν από κοινού προκειμένου να τελέσουν τρομοκρατικές πράξεις. Ο όρος “δομημένη ένωση” σημαίνει μια ένωση που δεν συγκροτήθηκε τυχαία με σκοπό να διαπράξει αμέσως μια τρομοκρατική πράξη και η οποία δεν έχει απαραιτήτως τυπικά καθορισμένους ρόλους των μελών της, συνέχεια στη σύνθεσή της ή πολυσύνθετη δομή.

4.      Ο κατάλογος του παραρτήματος καταρτίζεται βάσει ακριβών πληροφοριών ή στοιχείων του σχετικού φακέλου τα οποία δεικνύουν ότι έχει ληφθεί απόφαση από αρμόδια αρχή έναντι συγκεκριμένων προσώπων, ομάδων και οντοτήτων, είτε η εν λόγω απόφαση αφορά την έναρξη ανακριτικών πράξεων ή ποινικής διώξεως για μια τρομοκρατική πράξη ή την απόπειρα τέλεσης ή τη συμμετοχή ή τη διευκόλυνση μιας τέτοιας πράξης βάσει σοβαρών και αξιοπίστων αποδείξεων ή ενδείξεων είτε καταδίκη για τέτοιες πράξεις. Πρόσωπα, ομάδες και οντότητες που προσδιορίζονται από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών ότι έχουν σχέση με την τρομοκρατία και κατά των οποίων έχει διατάξει κυρώσεις μπορούν να συμπεριληφθούν στον κατάλογο αυτό.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου ως “αρμόδια αρχή” νοείται δικαστική αρχή ή, εάν δικαστικές αρχές δεν έχουν αρμοδιότητα στον τομέα τον οποίο καλύπτει η παρούσα παράγραφος, ισοδύναμη αρμόδια αρχή στον εν λόγω τομέα.

[…]

6.      Τα ονόματα των προσώπων και οντοτήτων τα οποία περιλαμβάνονται στον κατάλογο εξετάζονται κατά τακτά χρονικά διαστήματα, τουλάχιστον μια φορά το εξάμηνο, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι η διατήρηση τους στον κατάλογο δικαιολογείται.»

32      Από τη νομολογία που ερμηνεύει αυτές τις διατάξεις της κοινής θέσης 2001/931 προκύπτει ότι η διαδικασία που δύναται να έχει ως αποτέλεσμα τη λήψη μέτρου δεσμεύσεως κεφαλαίων, δυνάμει της εν λόγω κοινής θέσης, διεξάγεται σε δύο επίπεδα, το ένα εθνικό και το άλλο ευρωπαϊκό (πρβλ. αποφάσεις της 14ης Μαρτίου 2017, Α κ.λπ., C‑158/14, EU:C:2017:202, σκέψη 84, και της 16ης Οκτωβρίου 2014, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑208/11 και T‑508/11, EU:T:2014:885, σκέψεις 203 και 204). Σε πρώτο στάδιο, η αρμόδια εθνική αρχή λαμβάνει, όσον αφορά το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, απόφαση εμπίπτουσα στον ορισμό του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931. Σε δεύτερο στάδιο, το Συμβούλιο αποφασίζει ομόφωνα να συμπεριλάβει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο στον κατάλογο δέσμευσης κεφαλαίων, βάσει συγκεκριμένων πληροφοριών ή αποδεικτικών στοιχείων του φακέλου που αποδεικνύουν ότι έχει ληφθεί τέτοια απόφαση (αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 2006, Organisation des Modjahedines du peuple d’Iran κατά Συμβουλίου, T‑228/02, EU:T:2006:384, σκέψη 117, και της 23ης Οκτωβρίου 2008, People’s Mojahedin Organization of Iran κατά Συμβουλίου, T‑256/07, EU:T:2008:461, σκέψη 131).

33      Πράγματι, καθόσον η Ένωση δεν έχει τη δυνατότητα να διεξάγει η ίδια έρευνες όσον αφορά την ανάμειξη ορισμένου προσώπου σε τρομοκρατικές δραστηριότητες, η απαιτούμενη προγενέστερη απόφαση που έχει ληφθεί από εθνική αρχή έχει ως σκοπό να διαπιστωθεί η ύπαρξη σοβαρών και αξιόπιστων αποδεικτικών στοιχείων ή ενδείξεων για την ανάμειξη του συγκεκριμένου προσώπου σε τρομοκρατικές δραστηριότητες, τα οποία οι εθνικές αρχές κρίνουν ως βάσιμα και δυνάμενα να στηρίξουν, τουλάχιστον, τη λήψη μέτρων για τη διεξαγωγή έρευνας. Από τη μνεία περί εθνικής απόφασης και περί «[επ]ακριβών πληροφοριών» και «σοβαρών και αξιόπιστων αποδείξεων ή ενδείξεων» στο άρθρο 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931 προκύπτει ότι αυτή έχει ως σκοπό την προστασία των οικείων προσώπων, διασφαλίζοντας ότι η καταχώρισή τους στον επίμαχο κατάλογο λαμβάνει χώρα μόνον όταν θεμελιώνεται σε αρκούντως βάσιμα πραγματικά στοιχεία, και κατατείνει στην επίτευξη του σκοπού αυτού απαιτώντας τη λήψη απόφασης από εθνική αρχή (αποφάσεις της 15ης Νοεμβρίου 2012, Al-Aqsa κατά Συμβουλίου και Κάτω Χώρες κατά Al‑Aqsa, C‑539/10 P και C‑550/10 P, EU:C:2012:711, σκέψεις 68 και 69, και της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά Hamas, C‑79/15 P, EU:C:2017:584, σκέψη 24).

34      Η ως άνω ειδική μορφή συνεργασίας μεταξύ του Συμβουλίου και των κρατών μελών για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, η οποία καθιερώθηκε με την κοινή θέση 2001/931, έχει διάφορες συνέπειες.

35      Πρώτον, προκύπτει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931, η αρχική καταχώριση προσώπου ή οντότητας στον κατάλογο δεσμεύσεως κεφαλαίων προϋποθέτει την ύπαρξη εθνικής απόφασης εκδοθείσας από αρμόδια αρχή. Αντιθέτως, τέτοια προϋπόθεση δεν προβλέπεται στο άρθρο 1, παράγραφος 6, της εν λόγω κοινής θέσης, όσον αφορά την επανεξέταση της καταχωρίσεως.

36      Δεύτερον, προκύπτει ότι το βάρος αποδείξεως, που φέρει το Συμβούλιο, σχετικά με το ότι η δέσμευση των κεφαλαίων προσώπου, ομάδας ή οντότητας δικαιολογείται βάσει του νόμου έχει σχετικά περιορισμένο αντικείμενο στο επίπεδο της διαδικασίας ενώπιον των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Η καθιερωθείσα μορφή ειδικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών και του Συμβουλίου για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας συνεπάγεται την υποχρέωση του Συμβουλίου να επαφίεται, στο μέτρο του δυνατού, στην εκτίμηση της αρμόδιας εθνικής αρχής (αποφάσεις της 23ης Οκτωβρίου 2008, People’s Mojahedin Organization of Iran κατά Συμβουλίου, T‑256/07, EU:T:2008:461, σκέψεις 133 και 134, της 4ης Δεκεμβρίου 2008, People’s Mojahedin Organization of Iran κατά Συμβουλίου, T‑284/08, EU:T:2008:550, σκέψη 53, και της 14ης Δεκεμβρίου 2018, Hamas κατά Συμβουλίου, T‑400/10 RENV, EU:T:2018:966, σκέψη 282).

37      Αυτή η υποχρέωση του Συμβουλίου να επαφίεται, στο μέτρο του δυνατού, στην εκτίμηση της αρμόδιας εθνικής αρχής αφορά κυρίως τις εθνικές καταδικαστικές αποφάσεις που λαμβάνονται υπόψη κατά την αρχική καταχώριση, βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931. Ειδικότερα, δεν εναπόκειται στο Συμβούλιο να ελέγξει τα πραγματικά περιστατικά ή τον καταλογισμό των γεγονότων που αναφέρονται στις εθνικές καταδικαστικές αποφάσεις στις οποίες βασίστηκε η αρχική καταχώριση. Πράγματι, μια τέτοια υποχρέωση του Συμβουλίου για έλεγχο των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν εθνική απόφαση, στην οποία βασίστηκε αρχική καταχώριση στους καταλόγους δέσμευσης κεφαλαίων, θα υπονόμευε το σύστημα δύο επιπέδων που χαρακτηρίζει την εν λόγω κοινή θέση, δεδομένου ότι θα υπήρχε ο κίνδυνος η εκτίμηση του Συμβουλίου ως προς το υποστατό των συγκεκριμένων περιστατικών να είναι αντίθετη προς την εκτίμηση και τις διαπιστώσεις της οικείας εθνικής αρχής, ενδεχόμενο κατά μείζονα λόγο ανεπιθύμητο λαμβανομένου υπόψη ότι το Συμβούλιο δεν διαθέτει κατ’ ανάγκην όλα τα σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά δεδομένα και όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που περιέχονται στον φάκελο που έχει στη διάθεσή της η εν λόγω αρχή (πρβλ. απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2021, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑160/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:817, σκέψεις 240 έως 242 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Υπενθυμίζεται, εξάλλου, ότι η απαίτηση περί προγενέστερης απόφασης ληφθείσας από εθνική αρχή και η εμπιστοσύνη των θεσμικών οργάνων της Ένωσης στην εκτίμηση, εκ μέρους της εν λόγω εθνικής αρχής, των αποδεικτικών στοιχείων και των ενδείξεων διασφαλίζουν στους ενδιαφερομένους ότι η καταχώρισή τους στον κατάλογο περί δεσμεύσεως κεφαλαίων στηρίζεται σε αρκούντως βάσιμα πραγματικά στοιχεία (βλ. σκέψη 33 ανωτέρω).

38      Αντιθέτως, όσον αφορά τα στοιχεία στα οποία στηρίζεται το Συμβούλιο προκειμένου να αποδείξει ότι εξακολουθεί να υφίσταται κίνδυνος ανάμειξης σε τρομοκρατικές δραστηριότητες, βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσης 2001/931, είτε πρόκειται για στοιχεία που προέρχονται από εθνική απόφαση που έχει εκδοθεί από αρμόδια αρχή είτε από άλλες πηγές, εναπόκειται στο μεν Συμβούλιο να αποδείξει, σε περίπτωση αμφισβήτησης, το βάσιμο των διαπιστώσεων όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά που μνημονεύονται στις πράξεις για τη διατήρηση στους καταλόγους, στον δε δικαστή της Ένωσης να ελέγξει την ακρίβειά τους, στοιχείο που προϋποθέτει τον έλεγχο του υποστατού των σχετικών πραγματικών περιστατικών και του χαρακτηρισμού των περιστατικών αυτών ως στοιχείων που δικαιολογούν την εφαρμογή περιοριστικών μέτρων εις βάρος του εμπλεκομένου προσώπου (πρβλ. απόφαση της 22ας Απριλίου 2021, Συμβούλιο κατά PKK, C‑46/19 P, EU:C:2021:316, σκέψεις 52 έως 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

39      Εξάλλου, όπως υπενθύμισε το Δικαστήριο και στην απόφασή του της 22ας Απριλίου 2021, Συμβούλιο κατά PKK (C‑46/19 P, EU:C:2021:316, σκέψεις 60 έως 62 και 78 έως 80 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), το Συμβούλιο εξακολουθεί να υπέχει υποχρέωση αιτιολογήσεως όσον αφορά τόσο τα περιστατικά που λαμβάνονται υπόψη στις αποφάσεις οι οποίες εκδίδονται βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931 όσο και τα περιστατικά που λαμβάνονται υπόψη σε μεταγενέστερες εθνικές αποφάσεις ή εκείνα τα οποία λαμβάνονται υπόψη από το Συμβούλιο αυτοτελώς, άνευ παραπομπής σε τέτοιες αποφάσεις.

40      Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει διάκριση, όσον αφορά καθεμία από τις προσβαλλόμενες πράξεις, αναλόγως αν αυτές στηρίζονται στις αποφάσεις των αρμόδιων εθνικών αρχών που δικαιολόγησαν την αρχική καταχώριση του ονόματος του προσφεύγοντος ή αν στηρίζονται σε μεταγενέστερες αποφάσεις των εν λόγω εθνικών αρχών ή σε στοιχεία τα οποία έλαβε αυτοτελώς υπόψη το Συμβούλιο. Η διάκριση αυτή είναι κατά μείζονα λόγο αναγκαία, καθόσον οι δύο αυτές βάσεις διέπονται από διαφορετικές διατάξεις της κοινής θέσης 2001/931, δεδομένου ότι η μεν πρώτη εμπίπτει στο άρθρο 1, παράγραφος 4, της εν λόγω θέσης, η δε δεύτερη στο άρθρο 1, παράγραφος 6.

41      Στις υπό κρίση υποθέσεις, οι πράξεις του 2014 βασίζονται, αφενός, σε αυτοτελή ανάλυση από το Συμβούλιο διαφόρων περιστατικών που απαριθμούνται στην αιτιολογική έκθεση και, αφετέρου, σε αποφάσεις των αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου, των Ηνωμένων Πολιτειών και της Τουρκίας. Οι πράξεις των ετών 2015 έως 2017 και οι αποφάσεις του 2019, αντιθέτως, βασίζονται αποκλειστικά σε αποφάσεις διαφόρων εθνικών αρχών, ήτοι του Ηνωμένου Βασιλείου, των Ηνωμένων Πολιτειών και της Γαλλίας. Πρέπει επίσης να διευκρινιστεί ότι, από τις εθνικές αποφάσεις που ελήφθησαν υπόψη, ορισμένες αποτέλεσαν τη βάση για την αρχική καταχώριση του ονόματος του προσφεύγοντος, ενώ άλλες αποφάσεις που εκδόθηκαν στη συνέχεια ελήφθησαν υπόψη από το Συμβούλιο στο πλαίσιο της εκ μέρους του επανεξέτασης της καταχωρίσεως.

42      Ως εκ τούτου, είναι σκόπιμο να εξεταστούν οι έξι παρόμοιοι λόγοι ακυρώσεως των προσβαλλόμενων πράξεων υπό το πρίσμα αυτών των προκαταρκτικών εκτιμήσεων, διευκρινιζομένου ότι ο προβαλλόμενος ειδικώς στο πλαίσιο της υπόθεσης T‑316/14 RENV λόγος ακυρώσεως περί παράβασης των άρθρων 4 και 51 του Χάρτη, όσον αφορά αποκλειστικώς τις πράξεις του 2014, θα εξετασθεί από κοινού με τον λόγο ακυρώσεως που αφορά παράβαση του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσης 2001/931 (βλ. σκέψεις 166 και 175 κατωτέρω). Κατά συνέπεια, θα αναλυθεί κατωτέρω κατά πόσον οι εν λόγω πράξεις είναι σύμφωνες με το άρθρο 1, παράγραφοι 3 (πρώτος λόγος ακυρώσεως), 4 (δεύτερος λόγος ακυρώσεως) και 6 (τρίτος λόγος ακυρώσεως), της κοινής θέσης 2001/931, καθώς και με την αρχή της αναλογικότητας (τέταρτος λόγος ακυρώσεως) –επισημαινομένου ότι το προσφεύγον διευκρίνισε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, όπως σημειώθηκε στα πρακτικά, ότι ο επίμαχος λόγος ακυρώσεως στηρίζεται αποκλειστικά σε παραβίαση της αρχής αυτής, και όχι σε παραβίαση και της αρχής της επικουρικότητας–, την υποχρέωση αιτιολογήσεως (πέμπτος λόγος) και, τέλος, τα δικαιώματα άμυνας και το δικαίωμα του προσφεύγοντος σε αποτελεσματική δικαστική προστασία (έκτος λόγος), αρχής γενομένης από την εξέταση του δεύτερου λόγου που αφορά παράβαση του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931.

1.      Επί του λόγου ακυρώσεως που αφορά παράβαση του άρθρου 1, παράγραφος 4, την κοινής θέσης 2001/931

43      Υπενθυμίζεται, κατ’ αρχάς, ότι το άρθρο 1 της κοινής θέσης 2001/931 εισάγει διάκριση μεταξύ, αφενός, της αρχικής καταχώρισης του ονόματος προσώπου ή οντότητας στον κατάλογο περί δεσμεύσεως κεφαλαίων, κατά την παράγραφο 4, και, αφετέρου, της διατηρήσεως στον εν λόγω κατάλογο του ονόματος προσώπου ή οντότητας που έχει ήδη καταχωρισθεί στον κατάλογο αυτόν, κατά την παράγραφο 6. Ενώ η αρχική καταχώριση του ονόματος προσώπου ή οντότητας στον κατάλογο περί δεσμεύσεως κεφαλαίων προϋποθέτει την ύπαρξη εθνικής απόφασης εκδοθείσας από αρμόδια αρχή, τέτοια προϋπόθεση δεν προβλέπεται για τη διατήρηση του ονόματος του εν λόγω προσώπου ή οντότητας στον κατάλογο, δεδομένου ότι η διατήρηση αυτή συνιστά, κατ’ ουσίαν, τη συνέχεια της αρχικής καταχώρισης και προϋποθέτει ότι εξακολουθεί να υφίσταται ο κίνδυνος αναμείξεως του συγκεκριμένου προσώπου ή της συγκεκριμένης οντότητας σε τρομοκρατικές δραστηριότητες, όπως διαπιστώθηκε αρχικώς από το Συμβούλιο βάσει της εθνικής απόφασης στην οποία είχε στηριχθεί η αρχική αυτή καταχώριση (αποφάσεις της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE, C‑599/14 P, EU:C:2017:583, σκέψεις 59 έως 61, και της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά Hamas, C‑79/15 P, EU:C:2017:584, σκέψεις 37 έως 39).

44      Ως εκ τούτου, αφενός, οσάκις το Συμβούλιο εξακολουθεί να βασίζεται σε εθνική απόφαση που προέρχεται από αρμόδια αρχή, προκειμένου να αποφασίσει, βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσης 2001/931, να διατηρήσει σε ισχύ την καταχώριση προσώπου ή οντότητας στον κατάλογο, ο λόγος ακυρώσεως που αφορά παράβαση του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931 προβάλλεται λυσιτελώς προς στήριξη προσφυγής κατά τέτοιας απόφασης (πρβλ. απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2018, Hamas κατά Συμβουλίου, T‑400/10 RENV, EU:T:2018:966, σκέψεις 229 και 230), κάτι που δεν αμφισβητείται άλλωστε από το Συμβούλιο. Συναφώς, μπορεί να προστεθεί ότι το Δικαστήριο δεν έθεσε εν αμφιβόλω τον ως άνω λυσιτελή χαρακτήρα κρίνοντας, με την απόφαση της 22ας Απριλίου 2021, Συμβούλιο κατά PKK (C‑46/19 P, EU:C:2021:316, σκέψη 38), ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον εξέτασε τις αποφάσεις περί διατηρήσεως του ονόματος του προσφεύγοντος στους καταλόγους αποκλειστικώς υπό το πρίσμα του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσης 2001/931. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο αποφάνθηκε επί της εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εξέτασης της υποχρέωσης αιτιολογήσεως που υπέχει το Συμβούλιο, κρίνοντας, κατ’ ουσίαν, ότι η τήρηση της συγκεκριμένης υποχρεώσεως πρέπει να εξετάζεται με γνώμονα τα στοιχεία που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσης 2001/931, ανέπεμψε δε εξάλλου την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο προς εξέταση του συνόλου των λοιπών λόγων ακυρώσεως, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν παράβαση του άρθρου 1, παράγραφοι 3 και 4, της εν λόγω κοινής θέσης.

45      Ως εκ τούτου, αφετέρου, ο επίμαχος εν προκειμένω λόγος ακυρώσεως θα εξετασθεί αποκλειστικά με γνώμονα τις εθνικές αποφάσεις στις οποίες στηρίχθηκε η αρχική καταχώριση του ονόματος του προσφεύγοντος το 2002, ήτοι:

–        την απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου της 29ης Μαρτίου 2001·

–        τις αποφάσεις της Κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών της 8ης Οκτωβρίου 1997 και της 31ης Οκτωβρίου 2001.

46      Αντιθέτως, τα επιχειρήματα που αφορούν τις γαλλικές δικαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν μετά την αρχική καταχώριση του ονόματος του προσφεύγοντος, όπως και εκείνα με τα οποία το προσφεύγον βάλλει κατά των αποφάσεων οι οποίες αφορούν τις έννομες συνέπειες των προμνημονευθεισών αποφάσεων που εκδόθηκαν από τις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου το 2014 και από τις αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών το 2013 και το 2019, καθώς και εκείνα που αφορούν τα στοιχεία τα οποία έλαβε αυτοτελώς υπόψη το Συμβούλιο, θα εξετασθούν στο πλαίσιο του λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσης 2001/931.

47      Το αυτό ισχύει και για τα επιχειρήματα που αφορούν τις αποφάσεις των τουρκικών δικαστηρίων κρατικής ασφαλείας, οι οποίες μνημονεύονται στις αιτιολογικές εκθέσεις των πράξεων του 2014. Πράγματι, μολονότι ορισμένα αποσπάσματα των αιτιολογικών αυτών εκθέσεων ενδέχεται να προκαλούν σύγχυση, καθόσον μνημονεύουν καταδίκες του PKK από τα τουρκικά δικαστήρια κρατικής ασφαλείας, ορισμένες από τις οποίες είναι προγενέστερες του 2002, και καταλήγουν επισήμως στο συμπέρασμα ότι υφίστανται αποφάσεις ληφθείσες δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931 κατόπιν απαριθμήσεως των ως άνω καταδικαστικών αποφάσεων, από το γενικό αίτημα του προσφεύγοντος περί επανεξέτασης των επίμαχων καταχωρίσεων, στο οποίο μνημονεύεται αποκλειστικά η διατήρηση σε ισχύ των αποφάσεων του Ηνωμένου Βασιλείου και των Ηνωμένων Πολιτειών, προκύπτει ότι μόνον οι τελευταίες αυτές αποφάσεις ελήφθησαν υπόψη βάσει της ως άνω διάταξης της κοινής θέσης, στοιχείο το οποίο επιβεβαίωσε το Συμβούλιο στο υπόμνημά του αντικρούσεως και το οποίο δέχθηκε, άλλωστε, το προσφεύγον στο υπόμνημά του απαντήσεως.

α)      Επί της απόφασης του Ηνωμένου Βασιλείου

48      Το προσφεύγον αμφισβητεί ότι η απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου της 29ης Μαρτίου 2001 δύναται να χαρακτηριστεί ως απόφαση αρμόδιας αρχής κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931, προβάλλοντας επιχειρήματα που αφορούν την έννοια της «αρμόδιας αρχής», στοιχεία που απαιτούνται για να αποδειχθεί ότι ελήφθη τέτοια απόφαση και τον χρόνο επελεύσεως των περιστατικών που ελήφθησαν υπόψη στην εν λόγω απόφαση.

1)      Επί του χαρακτηρισμού του Υπουργού Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου ως «αρμόδιας αρχής»

49      Το προσφεύγον φρονεί ότι ο Υπουργός Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «αρμόδια αρχή» κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931. Συγκεκριμένα, ο εν λόγω Υπουργός δεν αποτελεί δικαστική αλλά διοικητική αρχή. Οι αποφάσεις του έχουν τον χαρακτήρα διοικητικής πράξης και δεν εκδίδονται μετά από διαδικασία πολλαπλών σταδίων, όπως αυτή που χαρακτηρίζει τις ποινικές αποφάσεις. Οι απαγορεύσεις που επιβάλλονται με τις εν λόγω αποφάσεις είναι επίσης απεριόριστης διάρκειας ελλείψει περιοδικής επανεξέτασης. Ο Υπουργός Εσωτερικών διαθέτει εξάλλου ευρεία διακριτική ευχέρεια, στο μέτρο που οι εξουσίες του Κοινοβουλίου του Ηνωμένου Βασιλείου περιορίζονται σε συλλογική εκτίμηση των ενδιαφερομένων οργανώσεων, χωρίς να υπάρχει γνώση των εμπιστευτικών πληροφοριών που λαμβάνει υπόψη ο Υπουργός.

50      Κατ’ αρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι η απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου της 29ης Μαρτίου 2001 συνιστά απόφαση αρμόδιας αρχής κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931 (πρβλ. αποφάσεις της 23ης Οκτωβρίου 2008, People’s Mojahedin Organization of Iran κατά Συμβουλίου, T‑256/07, EU:T:2008:461, σκέψεις 144 και 145, της 16ης Οκτωβρίου 2014, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑208/11 και T‑508/11, EU:T:2014:885, σκέψη 106, της 14ης Δεκεμβρίου 2018, Hamas κατά Συμβουλίου, T‑400/10 RENV, EU:T:2018:966, σκέψεις 258 έως 285, της 6ης Μαρτίου 2019, Hamas κατά Συμβουλίου, T‑289/15, EU:T:2019:138, σκέψεις 71 έως 96, της 10ης Απριλίου 2019, Gamaa Islamya Egypt κατά Συμβουλίου, T‑643/16, EU:T:2019:238, σκέψεις 108 έως 133, και της 24ης Νοεμβρίου 2021, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑160/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:817, σκέψη 112).

51      Πράγματι, κατά τη νομολογία, μολονότι στο άρθρο 1, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, της κοινής θέσης 2001/931 διατυπώνεται προτίμηση υπέρ των αποφάσεων που προέρχονται από δικαστικές αρχές, εντούτοις, τούτο ουδόλως αποκλείει το ενδεχόμενο να λαμβάνονται υπόψη αποφάσεις προερχόμενες από διοικητικές αρχές, οσάκις, αφενός, οι εν λόγω αρχές έχουν όντως αρμοδιότητα κατά το εθνικό δίκαιο, να λαμβάνουν αποφάσεις με τις οποίες επιβάλλονται περιοριστικά μέτρα κατά ομάδων εμπλεκομένων στην τρομοκρατία και, αφετέρου, οσάκις οι εν λόγω αρχές, μολονότι είναι απλώς διοικητικές, μπορούν να χαρακτηρισθούν ως «ισοδύναμες» με τις δικαστικές αρχές (αποφάσεις της 16ης Οκτωβρίου 2014, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑208/11 και T‑508/11, EU:T:2014:885, σκέψη 107, της 14ης Δεκεμβρίου 2018, Hamas κατά Συμβουλίου, T‑400/10 RENV, EU:T:2018:966, σκέψη 259, της 6ης Μαρτίου 2019, Hamas κατά Συμβουλίου, T‑289/15, EU:T:2019:138, σκέψη 72, της 10ης Απριλίου 2019, Gamaa Islamya Egypt κατά Συμβουλίου, T‑643/16, EU:T:2019:238, σκέψη 111, και της 24ης Νοεμβρίου 2021, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑160/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:817, σκέψη 114).

52      Οι διοικητικές αρχές μπορούν να χαρακτηρισθούν ως ισοδύναμες των δικαστικών εφόσον οι αποφάσεις τους είναι δεκτικές ένδικης προσφυγής που αφορά τόσο τα πραγματικά όσο και τα νομικά στοιχεία της υποθέσεως (πρβλ. αποφάσεις της 23ης Οκτωβρίου 2008, People’s Mojahedin Organization of Iran κατά Συμβουλίου, T‑256/07, EU:T:2008:461, σκέψη 145, της 14ης Δεκεμβρίου 2018, Hamas κατά Συμβουλίου, T‑400/10 RENV, EU:T:2018:966, σκέψη 260, της 6ης Μαρτίου 2019, Hamas κατά Συμβουλίου, T‑289/15, EU:T:2019:138, σκέψη 73, της 10ης Απριλίου 2019, Gamaa Islamya Egypt κατά Συμβουλίου, T‑643/16, EU:T:2019:238, σκέψη 112, και της 24ης Νοεμβρίου 2021, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑160/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:817, σκέψη 115).

53      Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι τα δικαστήρια του οικείου κράτους έχουν αρμοδιότητες στον τομέα της καταστολής της τρομοκρατίας δεν αποκλείει το ενδεχόμενο το Συμβούλιο να λάβει υπόψη αποφάσεις εκδοθείσες από διοικητική αρχή επιφορτισμένη με τη λήψη περιοριστικών μέτρων στον τομέα της τρομοκρατίας (αποφάσεις της 16ης Οκτωβρίου 2014, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑208/11 και T‑508/11, EU:T:2014:885, σκέψη 108, της 14ης Δεκεμβρίου 2018, Hamas κατά Συμβουλίου, T‑400/10 RENV, EU:T:2018:966, σκέψη 261, της 6ης Μαρτίου 2019, Hamas κατά Συμβουλίου, T‑289/15, EU:T:2019:138, σκέψη 74, της 10ης Απριλίου 2019, Gamaa Islamya Egypt κατά Συμβουλίου, T‑643/16, EU:T:2019:238, σκέψη 113, και της 24ης Νοεμβρίου 2021, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑160/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:817, σκέψη 116).

54      Όπως, όμως, προκύπτει από τις αιτιολογικές εκθέσεις των πράξεων των ετών 2015 έως 2017 και των αποφάσεων του 2019, οι αποφάσεις του Υπουργού Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου είναι δεκτικές προσφυγής ενώπιον της Proscribed Organisations Appeal Commission (επιτροπής προσφυγών απαγορευμένων οργανώσεων, Ηνωμένο Βασίλειο, στο εξής: POAC), η οποία αποφαίνεται ως προς τα νομικά και πραγματικά στοιχεία, εφαρμόζοντας τις αρχές που διέπουν τον δικαστικό έλεγχο, ενώ κάθε διάδικος δύναται να προσβάλει την απόφαση της POAC όσον αφορά νομικό ζήτημα ενώπιον δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, εφόσον λάβει άδεια από την POAC ή, ελλείψει τέτοιας αδείας, από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο (πρβλ. αποφάσεις της 14ης Δεκεμβρίου 2018, Hamas κατά Συμβουλίου, T‑400/10 RENV, EU:T:2018:966, σκέψη 262, της 6ης Μαρτίου 2019, Hamas κατά Συμβουλίου, T‑289/15, EU:T:2019:138, σκέψη 75, της 10ης Απριλίου 2019, Gamaa Islamya Egypt κατά Συμβουλίου, T‑643/16, EU:T:2019:238, σκέψη 114, και της 24ης Νοεμβρίου 2021, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑160/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:817, σκέψη 117).

55      Υπό τις συνθήκες αυτές, η απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου του 2001 πρέπει να χαρακτηριστεί ως απόφαση εκδοθείσα από διοικητική αρχή ισοδύναμη με δικαστική και, ως εκ τούτου, από αρμόδια αρχή κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931 (πρβλ. αποφάσεις της 14ης Δεκεμβρίου 2018, Hamas κατά Συμβουλίου, T‑400/10 RENV, EU:T:2018:966, σκέψη 263, της 6ης Μαρτίου 2019, Hamas κατά Συμβουλίου, T‑289/15, EU:T:2019:138, σκέψη 76, της 10ης Απριλίου 2019, Gamaa Islamya Egypt κατά Συμβουλίου, T‑643/16, EU:T:2019:238, σκέψη 115, και της 24ης Νοεμβρίου 2021, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑160/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:817, σκέψη 118).

56      Επισημαίνεται επίσης ότι, κατά τη νομολογία, βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931, δεν απαιτείται η απόφαση της αρμόδιας αρχής να εντάσσεται στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας stricto sensu, υπό την προϋπόθεση ότι, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών της κοινής θέσης 2001/931, η οικεία εθνική διαδικασία αποσκοπεί στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας εν ευρεία εννοία διά της λήψεως προληπτικών ή κατασταλτικών μέτρων (πρβλ. αποφάσεις της 14ης Δεκεμβρίου 2018, Hamas κατά Συμβουλίου, T‑400/10 RENV, EU:T:2018:966, σκέψεις 269 έως 271, της 6ης Μαρτίου 2019, Hamas κατά Συμβουλίου, T‑289/15, EU:T:2019:138, σκέψεις 82 έως 84, της 10ης Απριλίου 2019, Gamaa Islamya Egypt κατά Συμβουλίου, T‑643/16, EU:T:2019:238, σκέψεις 119 έως 121, και της 24ης Νοεμβρίου 2021, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑160/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:817, σκέψη 119).

57      Εν προκειμένω, η απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου του 2001 προβλέπει μέτρα απαγορεύσεως σε βάρος οργανώσεων χαρακτηριζομένων ως τρομοκρατικών και, επομένως, εντάσσεται, όπως το επιτάσσει η νομολογία, στο πλαίσιο εθνικής διαδικασίας έχουσας ως κύριο σκοπό την επιβολή προληπτικού ή κατασταλτικού μέτρου κατά του PΚK, για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας (πρβλ. αποφάσεις της 16ης Οκτωβρίου 2014, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑208/11 και T‑508/11, EU:T:2014:885, σκέψη 115, της 14ης Δεκεμβρίου 2018, Hamas κατά Συμβουλίου, T‑400/10 RENV, EU:T:2018:966, σκέψεις 272 και 273, της 6ης Μαρτίου 2019, Hamas κατά Συμβουλίου, T‑289/15, EU:T:2019:138, σκέψη 84, της 10ης Απριλίου 2019, Gamaa Islamya Egypt κατά Συμβουλίου, T‑643/16, EU:T:2019:238, σκέψη 121, και της 24ης Νοεμβρίου 2021, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑160/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:817, σκέψη 120).

58      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν δύνανται να ακυρωθούν για τον λόγο ότι, στις σχετικές αιτιολογικές εκθέσεις τους, το Συμβούλιο, προκειμένου να συμπεριλάβει το όνομα του προσφεύγοντος στους επίμαχους καταλόγους, στηρίχθηκε στην απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου του 2001, ο οποίος αποτελεί διοικητική αρχή και του οποίου οι αποφάσεις δεν έχουν ποινικό χαρακτήρα.

59      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τα λοιπά επιχειρήματα που προβάλλει το προσφεύγον προς στήριξη του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως.

60      Πρώτον, όσον αφορά την προβαλλόμενη έλλειψη διαδικασίας που περιλαμβάνει περισσότερα στάδια, όπως στην περίπτωση των ένδικων διαδικασιών, από το γράμμα του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931 δεν προκύπτει ότι η επίμαχη εθνική απόφαση πρέπει να περατώνει διαδικασία που έχει διεξαχθεί σε περισσότερα στάδια, προκειμένου να αποτελέσει τη βάση καταχώρισης (απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2021, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑160/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:817, σκέψη 124).

61      Εν πάση περιπτώσει, η διαδικασία που ακολουθείται για τη λήψη αποφάσεων επιβολής απαγορευτικών μέτρων από τον Υπουργό Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου διεξάγεται σε περισσότερα στάδια. Κατ’ αρχάς, η απαγόρευση απαιτεί την εκ μέρους της εν λόγω αρχής αυστηρή εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων στα οποία βασίζεται η εύλογη πεποίθηση ότι η οργάνωση εμπλέκεται στην τρομοκρατία. Τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία περιλαμβάνουν πληροφορίες από δημόσιες πηγές πληροφόρησης και υπηρεσίες πληροφοριών. Επιπλέον, η απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου εκδίδεται ύστερα από διαβούλευση με την κυβέρνηση, τις υπηρεσίες πληροφοριών και τις αστυνομικές αρχές. Τέλος, η απόφαση επιβολής απαγορευτικών μέτρων υπόκειται σε έλεγχο και έγκριση από τα δύο σώματα του Κοινοβουλίου του Ηνωμένου Βασιλείου στο πλαίσιο της διαδικασίας επικυρώσεως (απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2021, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑160/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:817, σκέψεις 125 έως 128).

62      Δεύτερον, όσον αφορά την προβαλλόμενη απεριόριστη διάρκεια της απαγόρευσης που επιβάλλεται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου, αφενός, επισημαίνεται ότι το γεγονός ότι η εν λόγω απόφαση δεν υπόκειται σε υποχρεωτική ετήσια επανεξέταση δεν εμποδίζει το Συμβούλιο να στηριχθεί σε αυτήν προκειμένου να περιλάβει την επίμαχη οντότητα στους καταλόγους δεσμεύσεως κεφαλαίων, στο μέτρο που το Συμβούλιο, στο πλαίσιο της υποχρέωσής του για επανεξέταση, οφείλει να ελέγξει αν, κατά τον χρόνο κατά τον οποίο προτίθεται να αποφασίσει για τη διατήρηση της καταχωρίσεως της οντότητας στους εν λόγω καταλόγους, η απόφαση αυτή, άλλες αποφάσεις ή μεταγενέστερα πραγματικά στοιχεία εξακολουθούν να δικαιολογούν τη συγκεκριμένη καταχώριση (απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2021, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑160/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:817, σκέψη 131).

63      Αφετέρου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4 του νόμου του Ηνωμένου Βασιλείου του 2000 περί τρομοκρατίας, μια οργάνωση ή ένα πρόσωπο που υπόκειται σε μέτρο απαγόρευσης μπορεί να υποβάλει γραπτώς αίτηση στον Υπουργό Εσωτερικών για να εξετασθεί αν το όνομα του αιτούντος πρέπει να διαγραφεί από τον κατάλογο των απαγορευμένων οργανώσεων και, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 5 του νόμου του Ηνωμένου Βασιλείου του 2000 περί τρομοκρατίας, εάν ο Υπουργός απορρίψει ένα τέτοιο αίτημα, ο αιτών μπορεί να προσφύγει ενώπιον της POAC, οι αποφάσεις της οποίας είναι δεκτικές έφεσης (απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2021, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑160/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:817, σκέψη 132) (βλ. σκέψη 54 ανωτέρω).

64      Ως εκ τούτου, μολονότι ο νόμος του Ηνωμένου Βασιλείου του 2000 περί τρομοκρατίας δεν προβλέπει ετήσια επανεξέταση των αποφάσεων του Υπουργού Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου περί επιβολής απαγορευτικών μέτρων, οι αποφάσεις αυτές δεν έχουν απεριόριστη ισχύ.

65      Τρίτον, όσον αφορά την προβαλλόμενη ευρεία διακριτική ευχέρεια του Υπουργού Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου ως προς την απαγόρευσης τρομοκρατικών οργανώσεων, πρέπει να τονιστεί ότι ο εν λόγω υπουργός δεν εκδίδει αποφάσεις περί απαγορεύσεως βάσει εκτιμήσεων πολιτικού χαρακτήρα, αλλά κατ’ εφαρμογήν διατάξεων του εθνικού δικαίου με τις οποίες ορίζονται οι τρομοκρατικές πράξεις, όπως προκύπτει από το άρθρο 3 του νόμου του Ηνωμένου Βασιλείου του 2000 περί τρομοκρατίας. Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει το προσφεύγον σε σχέση με την ανωτέρω διάταξη, το γεγονός ότι η διάταξη αυτή προβλέπει ότι ο Υπουργός Εσωτερικών απαγορεύει οντότητα όταν «πιστεύει ότι εμπλέκεται σε τρομοκρατικές δραστηριότητες» αφορά τον βαθμό απόδειξης που απαιτείται για την καταχώριση (πρβλ. απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2016, Al‑Ghabra κατά Επιτροπής, T‑248/13, EU:T:2016:721, σκέψεις 112 έως 119), είναι δε ακόμη λιγότερο πιθανό να επιτρέπει την άσκηση διακριτικής ευχέρειας, καθόσον ο συγκεκριμένος βαθμός αποδείξεως προϋποθέτει και υψηλότερο βαθμό δικανικής πεποίθησης και, ως εκ τούτου, ακρίβειας ως προς την αιτιολόγηση από ό,τι οι απλές υποψίες (πρβλ. απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2016, Al-Ghabra κατά Επιτροπής, T‑248/13, EU:T:2016:721, σκέψεις 114 και 115).

66      Επιπλέον, εν πάση περιπτώσει, η ευρεία διακριτική ευχέρεια του Υπουργού Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου μετριάζεται από τον κοινοβουλευτικό έλεγχο και την κοινοβουλευτική έγκριση στην οποία υπόκεινται τα σχέδια των αποφάσεών του. Το Γενικό Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να διαπιστώσει, ακριβώς σε σχέση με τα σχέδια των αποφάσεων του Υπουργού Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου, ότι όλα τα μέλη της Βουλής των Κοινοτήτων, η οποία είναι το ένα από τα δύο νομοθετικά σώματα του Κοινοβουλίου του Ηνωμένου Βασιλείου που απαιτείται να επικυρώσει το σχέδιο απόφασης, λαμβάνουν σύνοψη των πραγματικών περιστατικών όσον αφορά καθεμία από τις οργανώσεις που μνημονεύονται στο σχέδιο, γεγονός το οποίο συνεπάγεται τη δυνατότητα ατομικής εξέτασης εκ μέρους της Βουλής των Κοινοτήτων, ότι οι συζητήσεις της όντως σχετίζονται με μεμονωμένες οργανώσεις, όπως καταδεικνύουν άλλωστε οι θέσεις οι οποίες διατυπώθηκαν σε σχέση με το PKK κατά τη διάρκεια της κοινοβουλευτικής συζήτησης που οδήγησε στην επικύρωση της απόφασης του 2001 και οι οποίες μνημονεύονται εκ νέου, εν προκειμένω, από το προσφεύγον στο δικόγραφο της προσφυγής, και ότι η Βουλή των Κοινοτήτων παραμένει ελεύθερη, εν πάση περιπτώσει, να αρνηθεί την έγκριση του σχεδίου αποφάσεως (απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2014, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑208/11 και T‑508/11, ΕU:T:2014:885, σκέψη 122· πρβλ., επίσης, απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2021, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑160/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:817, σκέψεις 136 και 137).

67      Από όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι πρέπει να απορριφθεί το σύνολο των επιχειρημάτων που αποσκοπούν στην αμφισβήτηση του χαρακτηρισμού του Υπουργού Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου ως «αρμόδιας αρχής» κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931.

2)      Σχετικά με τις «ακριβείς πληροφορίες ή [τα] στοιχεία του φακέλου που καταδεικνύουν ότι έχει ληφθεί απόφαση από αρμόδια αρχή»

68      Το προσφεύγον προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στο Συμβούλιο ότι δεν παρέθεσε ακριβείς πληροφορίες ή στοιχεία του φακέλου που να καταδεικνύουν ότι η απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου συνιστούσε απόφαση η οποία ελήφθη από αρμόδια αρχή κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931. Σύμφωνα με τα δικόγραφα του προσφεύγοντος, μια τέτοια επίκριση περιλαμβάνει τρεις αιτιάσεις. Πρώτον, το Συμβούλιο δεν ανέφερε τους λόγους για τους οποίους θεωρούσε ότι ο Υπουργός Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου αποτελεί «αρμόδια αρχή». Δεύτερον, οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν περιείχαν καμία περιγραφή των λόγων βάσει των οποίων ελήφθη η απόφαση του 2001. Τρίτον, οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν προσδιόριζαν ούτε τους λόγους για τους οποίους το Συμβούλιο έκρινε ότι τα συγκεκριμένα περιστατικά ενέπιπταν στην έννοια της τρομοκρατικής πράξης κατά το άρθρο 1, παράγραφος 3, της κοινής θέσης 2001/931.

69      Όσον αφορά την πρώτη αιτίαση, πρέπει να επισημανθεί ότι με αυτήν προβάλλεται ρητώς μη τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως (πρβλ. απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2021, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑160/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:817, σκέψεις 329 έως 333) και ότι, ως εκ τούτου, θα εξεταστεί στο πλαίσιο του λόγου ακυρώσεως που αφορά παράβαση της συγκεκριμένης υποχρεώσεως(βλ. σκέψεις 221 έως 224 κατωτέρω).

70      Ως προς τις άλλες δύο αιτιάσεις, είναι χρήσιμο να υπομνησθεί, κατ’ αρχάς, το περιεχόμενο των αποσπασμάτων των αιτιολογικών εκθέσεων των προσβαλλόμενων πράξεων που αφορούν την απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου του 2001.

71      Στις πράξεις του 2014, το Συμβούλιο επισήμανε ότι ο Υπουργός Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου είχε απαγορεύσει το PKK ως οργάνωση που εμπλέκεται σε τρομοκρατικές πράξεις, λαμβάνοντας υπόψη την εκ μέρους του προσφεύγοντος τέλεση τρομοκρατικών πράξεων από το τελευταίο και τη συμμετοχή του σε τέτοιες πράξεις. Εξ αυτών, και αφού μνημόνευσε και άλλες εθνικές αποφάσεις, συνήγαγε ότι οι αποφάσεις είχαν ληφθεί από αρμόδιες αρχές κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931 (αιτιολογική έκθεση, σ. 4).

72      Στις πράξεις των ετών 2015 έως 2017 και στις αποφάσεις του 2019, των οποίων οι αιτιολογικές εκθέσεις είναι πανομοιότυπες ως προς το σημείο αυτό, το Συμβούλιο αναφέρει ότι στηρίχθηκε στην ύπαρξη αποφάσεων τις οποίες χαρακτηρίζει ως αποφάσεις αρμόδιας αρχής κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931, συμπεριλαμβανομένης της απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου του 2001. Το Συμβούλιο διευκρινίζει ότι εξέτασε τα πραγματικά στοιχεία στα οποία βασίστηκαν οι συγκεκριμένες αποφάσεις και έκρινε ότι αυτά εμπίπτουν σαφώς στις έννοιες των «τρομοκρατικ[ών] πράξε[ων]» και των «ομάδ[ων] και οντοτήτ[ων] που συμμετέχουν σε τρομοκρατικές πράξεις» κατά το άρθρο 1, παράγραφοι 2 και 3, της κοινής θέσης 2001/931 (αιτιολογική έκθεση, σημεία 1 έως 6). Επιπλέον, στο παράρτημα Α της αιτιολογικής έκθεσης, σχετικά με την εν λόγω υπουργική απόφαση, το Συμβούλιο αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι αυτή εκδόθηκε το 2001 λόγω του ότι ο τότε Υπουργός Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου είχε λόγους να πιστεύει ότι το PKK είχε τελέσει και συμμετείχε σε τρομοκρατικές πράξεις κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, της κοινής θέσης 2001/931 (σημεία 3, 4 και 16). Επισημαίνει δε ότι οι επίμαχες τρομοκρατικές πράξεις περιλάμβαναν τρομοκρατικές επιθέσεις που αποδίδονται στο ΡΚΚ από το 1984 και ότι το ΡΚΚ διεξήγαγε τρομοκρατική εκστρατεία κατά δυτικών συμφερόντων και επενδύσεων στις αρχές της δεκαετίας του 1990 με σκοπό την αύξηση της πίεσης στην Τουρκική Κυβέρνηση, εκστρατεία στο πλαίσιο της οποίας τελέσθηκαν πράξεις όπως η απαγωγής δυτικών τουριστών, η επίθεση, το 1993-1994, σε ένα διυλιστήριο και οι επιθέσεις σε τουριστικές εγκαταστάσεις που είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο αλλοδαπών τουριστών. Επισημαίνει επίσης ότι, μολονότι το PKK φάνηκε να έχει εγκαταλείψει αυτή την εκστρατεία μεταξύ των ετών 1995 έως 1999, εντούτοις εξακολούθησε κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου να απειλεί με επιθέσεις σε τουρκικές τουριστικές εγκαταστάσεις. Κατά το Συμβούλιο, τα γεγονότα αυτά εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των σκοπών που μνημονεύονται στο άρθρο 1, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, σημεία i και ii, της κοινής θέσης 2001/931 και των πράξεων βίας που απαριθμούνται στο άρθρο 1, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, σημείο iii, στοιχεία αʹ, γʹ, δʹ, στʹ, ζʹ και θʹ, της κοινής θέσης 2001/931 (σημείο 16).

73      Πρέπει να υπομνησθεί εν συνεχεία ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία, «[οι] ακριβείς πληροφορίες ή [τα] στοιχεία του φακέλου» που απαιτούνται κατά το άρθρο 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931 πρέπει να καταδεικνύουν ότι έχει ληφθεί απόφαση εθνικής αρχής εμπίπτουσα στον ορισμό της ως άνω διάταξης όσον αφορά τα εμπλεκόμενα πρόσωπα ή οντότητες, κατά τρόπο που να τους παρέχει τη δυνατότητα να προσδιορίσουν την απόφαση αυτή, αλλά δεν αφορούν το περιεχόμενο της εν λόγω απόφασης (πρβλ. απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2021, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑160/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:817, σκέψη 148 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

74      Ως εκ τούτου, εν προκειμένω, μπορεί να θεωρηθεί ότι το Συμβούλιο παρείχε, με τις πράξεις του 2014, «[αρκούντως] ακριβείς πληροφορίες» σχετικά με την απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου του 2001, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931, καθόσον μνημόνευσε την ακριβή ημερομηνία της εν λόγω απόφασης, τον συντάκτη της και τη νομική της βάση, ήτοι εν προκειμένω τον νόμο του Ηνωμένου Βασιλείου του 2000 περί τρομοκρατίας.

75      Το ίδιο ισχύει και για τις πράξεις των ετών 2015 έως 2017 και τις αποφάσεις του 2019, οι οποίες περιέχουν τις ίδιες πληροφορίες σχετικά με την ακριβή ημερομηνία, τον συντάκτη και τη νομική βάση της απόφασης του 2001.

76      Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί το σύνολο των επιχειρημάτων με τα οποία αμφισβητείται η εκ μέρους του Συμβουλίου τήρηση των απαιτήσεων σχετικά με τις «ακριβείς πληροφορίες ή [τα] στοιχεία του φακέλου που καταδεικνύουν ότι έχει ληφθεί απόφαση από αρμόδια αρχή» κατά το άρθρο 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931.

3)      Επί του χρόνου τελέσεως των τρομοκρατικών πράξεων στις οποίες βασίστηκε η απαγόρευση του PKK από τον Υπουργό Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου

77      Η αιτίαση σύμφωνα με την οποία η απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου του 2001 στηρίχθηκε σε περιστατικά τα οποία ανάγονται στο απώτερο παρελθόν και τα οποία δεν δύνανται να ληφθούν βασίμως υπόψη για την εφαρμογή του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931, προβάλλεται μόνο στην υπόθεση T‑148/19.

78      Πρέπει, κατ’ αρχάς, να διευκρινισθεί ότι η «χρονική απόσταση» που πρέπει να εκτιμηθεί εν προκειμένω αφορά το χρονικό διάστημα μεταξύ των συμβάντων που ελήφθησαν υπόψη στην απόφαση του 2001 και της ημερομηνίας εκδόσεως της απόφασης αυτής, όπως εξάλλου λυσιτελώς υποστηρίζει το προσφεύγον.

79      Πράγματι, στο μέτρο που το ως άνω επιχείρημα προβάλλεται προς στήριξη του λόγου ακυρώσεως περί παράβασης του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931, πρέπει να εξετασθεί σχετικώς μόνον ο χαρακτηρισμός της απόφασης του 2001 ως «απόφασης αρμόδιας αρχής» κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης, ιδίως σε σχέση με την ημερομηνία των συμβάντων που ελήφθησαν υπόψη στο πλαίσιο αυτής της απόφασης (πρβλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston στην υπόθεση Συμβούλιο κατά LTTE, C‑599/14 P, EU:C:2016:723, σημείο 80), διευκρινιζομένου ότι η χρονική απόσταση μεταξύ των μνημονευομένων στην εν λόγω απόφαση περιστατικών και της έκδοσης της τελευταίας, αφενός, και της έκδοσης των προσβαλλομένων εν προκειμένω αποφάσεων περί διατήρησης της καταχώρισης, αφετέρου, θα εξετασθεί στο πλαίσιο του λόγου ακυρώσεως που αφορά παράβαση του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσης 2001/931.

80      Όσον αφορά την εκτίμηση εν προκειμένω της επίμαχης χρονικής απόστασης, δύναται να διαπιστωθεί ότι τα τελευταία πραγματικά περιστατικά τα οποία ελήφθησαν υπόψη στην απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου του 2001, όπως περιγράφονται στις αποφάσεις του 2019, και τα οποία συνίστανται σε απειλές επιθέσεων κατά τουρκικών τουριστικών εγκαταστάσεων, καλύπτουν χρονικό διάστημα που εκτείνεται από το 1995 έως το 1999 (βλ. σκέψη 72 ανωτέρω). Υπενθυμίζεται, εξάλλου, ότι δεν εναπόκειται στο Συμβούλιο να επανεξετάσει το υποστατό των πραγματικών περιστατικών που ελήφθησαν υπόψη στις εθνικές καταδικαστικές αποφάσεις στις οποίες βασίζεται μια αρχική καταχώριση (βλ. σκέψη 37 ανωτέρω). Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, η εν λόγω απόφαση πρέπει να εξομοιωθεί με καταδικαστική δεδομένου ότι είναι οριστική, υπό την έννοια ότι δεν απαιτείται να την ακολουθήσει έρευνα, και ότι σκοπός της είναι η επιβολή απαγορευτικών μέτρων κατά των εμπλεκομένων προσώπων ή οντοτήτων στο Ηνωμένο Βασίλειο με ποινικές συνέπειες για τα πρόσωπα που θα διατηρούσαν, κατά το μάλλον ή ήττον, στενούς δεσμούς με αυτά (βλ. απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2021, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑160/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:817, σκέψεις 155 και 156 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

81      Κατά συνέπεια, μολονότι το προσφεύγον αμφισβήτησε το υποστατό των εν λόγω απειλών επίθεσης, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι οι αιτιολογικές εκθέσεις ουδόλως περιέχουν στοιχεία ή επιχειρήματα που να τεκμηριώνουν την ύπαρξη των συγκεκριμένων απειλών, αυτές μπορούν να ληφθούν υπόψη εν προκειμένω. Προκύπτει επίσης ότι η χρονική απόσταση μεταξύ των τελευταίων περιστατικών που ελήφθησαν υπόψη (1999) και της ημερομηνίας έκδοσης της απόφασης του 2001 είναι περίπου δύο έτη. Ωστόσο, μια τέτοια χρονική απόσταση, μικρότερη των πέντε ετών, δεν θεωρείται υπερβολική (πρβλ. απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2021, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑160/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:817, σκέψη 208 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

82      Ως εκ τούτου, δεν υπήρξε παράβαση του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931 λόγω του χρόνου επελεύσεως των περιστατικών βάσει των οποίων ελήφθη η απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου του 2001, η οποία λαμβάνεται υπόψη δυνάμει της εν λόγω διατάξεως.

83      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, οι αιτιάσεις που βάλλουν κατά του ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις βασίζονται στην απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου του 2001 πρέπει να απορριφθούν.

β)      Επί των αποφάσεων των Ηνωμένων Πολιτειών

84      Το προσφεύγον αμφισβητεί ότι οι αποφάσεις των αρχών των Ηνωμένων Πολιτειών του 1997 και του 2001 μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως αποφάσεις αρμόδιας αρχής κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931, προβάλλοντας επιχειρήματα που αφορούν την έννοια της «αρμόδιας αρχής» και στις ενδείξεις που απαιτούνται για να καταδειχθεί ότι έχουν ληφθεί τέτοιες αποφάσεις.

85      Υπενθυμίζεται, συναφώς, η πάγια πλέον νομολογία κατά την οποία η έννοια της «αρμόδιας αρχής» που χρησιμοποιείται στο άρθρο 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931 δεν περιορίζεται στις αρχές των κρατών μελών, αλλά μπορεί, κατ’ αρχήν, να καταλαμβάνει και αρχές τρίτων κρατών (αποφάσεις της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE, C‑599/14 P, EU:C:2017:583, σκέψη 22, της 14ης Δεκεμβρίου 2018, Hamas κατά Συμβουλίου, T‑400/10 RENV, EU:T:2018:966, σκέψη 244, και της 6ης Μαρτίου 2019, Hamas κατά Συμβουλίου, T‑289/15, EU:T:2019:138, σκέψη 43).

86      Η ερμηνεία αυτή δικαιολογείται, αφενός, από το γράμμα του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931, το οποίο δεν υπάγει στο σημασιολογικό περιεχόμενο του όρου «αρμόδιες αρχές» αποκλειστικώς τις αρχές των κρατών μελών, και, αφετέρου, από τον σκοπό της κοινής αυτής θέσης, η οποία υιοθετήθηκε για την εφαρμογή του ψηφίσματος 1373 (2001) του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο αποσκοπεί στην εντατικοποίηση της καταπολεμήσεως της τρομοκρατίας σε παγκόσμιο επίπεδο, μέσω της συστηματικής και στενής συνεργασίας όλων των κρατών (αποφάσεις της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE, C‑599/14 P, EU:C:2017:583, σκέψη 23, της 14ης Δεκεμβρίου 2018, Hamas κατά Συμβουλίου, T‑400/10 RENV, EU:T:2018:966, σκέψη 245, και της 6ης Μαρτίου 2019, Hamas κατά Συμβουλίου, T‑289/15, EU:T:2019:138, σκέψη 44).

87      Ωστόσο, από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι εναπόκειται στο Συμβούλιο, προτού στηριχθεί επί απόφασης αρχής τρίτου κράτους, να εξακριβώσει αν η απόφαση αυτή εκδόθηκε υπό συνθήκες σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (αποφάσεις της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE, C‑599/14 P, EU:C:2017:583, σκέψεις 24 και 31, και της 4ης Σεπτεμβρίου 2019, Hamas κατά Συμβουλίου, T‑308/18, EU:T:2019:557, σκέψη 58).

88      Ως εκ τούτου, πρέπει να εξεταστούν, κατ’ αρχάς, τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος με τα οποία αμφισβητείται ο ανωτέρω έλεγχος, όπως διενεργήθηκε εν προκειμένω από το Συμβούλιο. Συναφώς, είναι σημαντικό να διευκρινιστεί ότι η ανάγκη διενέργειας αυτού του ελέγχου συνάγεται, μεταξύ άλλων, από τον σκοπό της επιταγής, που προβλέπεται στο άρθρο 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931, κατά την οποία η αρχική καταχώριση ενός προσώπου ή μιας οντότητας στον κατάλογο περί δεσμεύσεως κεφαλαίων πρέπει να βασίζεται σε απόφαση που εκδίδεται από αρμόδια αρχή. Η επιταγή αυτή αποσκοπεί, συγκεκριμένα, στην προστασία των εν λόγω προσώπων, διασφαλίζοντας ότι η αρχική καταχώρισή τους στον επίμαχο κατάλογο λαμβάνει χώρα μόνον όταν θεμελιούται σε αρκούντως βάσιμα στοιχεία (πρβλ. απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2012, Al-Aqsa κατά Συμβουλίου και Κάτω Χώρες κατά Al-Aqsa, C‑539/10 P και C‑550/10 P, EU:C:2012:711, σκέψη 68). Ο σκοπός αυτός, όμως, δύναται να επιτευχθεί μόνον εάν οι αποφάσεις των τρίτων κρατών επί των οποίων το Συμβούλιο θεμελιώνει τις αρχικές καταχωρίσεις προσώπων ή οντοτήτων στον εν λόγω κατάλογο λαμβάνονται υπό συνθήκες σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE, C‑599/14 P, EU:C:2017:583, σκέψη 26).

89      Εν προκειμένω, στο παράρτημα Γ των αιτιολογικών εκθέσεων, σχετικά με τους χαρακτηρισμούς του PKK ως FTO και SDGT από τις αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών, το οποίο είναι πανομοιότυπο εκείνου των πράξεων των ετών 2015 έως 2017 και των αποφάσεων του 2019, το Συμβούλιο αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι ο χαρακτηρισμός ως FTO αποφασίστηκε στις 8 Οκτωβρίου 1997 και ότι ο χαρακτηρισμός ως SDGT αποφασίστηκε στις 31 Οκτωβρίου 2001 (σημεία 3 και 4).

90      Το Συμβούλιο επισημαίνει, εν συνεχεία, ότι οι χαρακτηρισμοί οντοτήτων ως FTO επανεξετάζονται αυτεπαγγέλτως ανά πενταετία από τον Υπουργό Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτείων, εφόσον δεν έχει εν τω μεταξύ υποβληθεί αίτηση ανακλήσεως του χαρακτηρισμού. Η θιγόμενη οντότητα μπορεί επίσης να ζητήσει η ίδια, κάθε δύο έτη, την ανάκληση του χαρακτηρισμού της, προσκομίζοντας αποδεικτικά στοιχεία που να καταδεικνύουν ότι οι περιστάσεις επί των οποίων στηρίχθηκε ο χαρακτηρισμός της ως FTO έχουν μεταβληθεί ουσιαστικώς. Ο Υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών και το United States Congress (Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτείων της Αμερικής) μπορούν επίσης να ανακαλέσουν αυτεπαγγέλτως έναν χαρακτηρισμό ως FTO. Επιπλέον, η θιγόμενη οντότητα μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά του χαρακτηρισμού της ως FTO ενώπιον του Circuit Court of Appeals for the District of Columbia (ομοσπονδιακού εφετείου της περιφέρειας της Κολούμπια, Ηνωμένες Πολιτείες). Όσον αφορά τους χαρακτηρισμούς οντοτήτων ως SDGT, το Συμβούλιο επισημαίνει ότι δεν υπόκεινται σε περιοδική επανεξέταση, αλλά μπορούν να προσβληθούν ενώπιον των ομοσπονδιακών δικαστηρίων (σημεία 8 έως 11 του παραρτήματος Γ των αιτιολογικών εκθέσεων). Επιπλέον, το Συμβούλιο διαπιστώνει ότι οι χαρακτηρισμοί του προσφεύγοντος ως FTO και ως SDGT δεν έχουν προσβληθεί ενώπιον των αμερικανικών δικαστηρίων και δεν αποτελούν αντικείμενο καμίας εκκρεμούς δίκης (σημεία 11 και 12 του παραρτήματος Γ των αιτιολογικών εκθέσεων). Λαμβανομένων υπόψη των διαδικασιών επανεξετάσεως και της περιγραφής των διαθέσιμων μέσων δικαστικής προστασίας, το Συμβούλιο φρονεί ότι η εφαρμοστέα νομοθεσία των Ηνωμένων Πολιτειών διασφαλίζει την προστασία των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (σημείο 13 του παραρτήματος Γ των αιτιολογικών εκθέσεων).

91      Ωστόσο, το Γενικό Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να κρίνει, με διάφορες αποφάσεις στις οποίες αποφάνθηκε επί αιτιολογικών εκθέσεων πανομοιότυπων με εκείνες που επισυνάπτονται στις πράξεις των ετών 2015 έως 2017 και στις αποφάσεις του 2019, ότι οι εκθέσεις αυτές δεν ήταν επαρκείς για να διαπιστωθεί ότι το Συμβούλιο είχε προβεί στην απαιτούμενο έλεγχο όσον αφορά την τήρηση, στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας (αποφάσεις της 6ης Μαρτίου 2019, Hamas κατά Συμβουλίου, T‑289/15, EU:T:2019:138, σκέψεις 54 έως 65, της 10ης Απριλίου 2019, Gamaa Islamya Egypt κατά Συμβουλίου, T‑643/16, EU:T:2019:238, σκέψεις 93 έως 104, και της 4ης Σεπτεμβρίου 2019, Hamas κατά Συμβουλίου, T‑308/18, EU:T:2019:557, σκέψεις 65 έως 76). Επιπλέον, το Δικαστήριο έκρινε, στη μοναδική αναιρετική απόφαση με την οποία αποφάνθηκε επί λόγου που βάλλει κατά της ανάλυσης του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με το ότι το Συμβούλιο στηρίχθηκε στις αποφάσεις των Ηνωμένων Πολιτειών (απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2019, Hamas κατά Συμβουλίου, T‑308/18, EU:T:2019:557), ότι οι εν λόγω επικρίσεις ήταν απαράδεκτες και ότι η ανάλυση του Γενικού Δικαστηρίου στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είχε περιβληθεί ισχύ δεδικασμένου (απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2021, Συμβούλιο κατά Hamas, C‑833/19 P, EU:C:2021:950, σκέψεις 36 έως 40 και 82).

92      Η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας επιτάσσει να παρέχεται η δυνατότητα, στα πρόσωπα που είναι αποδέκτες αποφάσεων που επηρεάζουν αισθητώς τα συμφέροντά τους, να γνωστοποιούν λυσιτελώς την άποψή τους επί των στοιχείων στα οποία στηρίχθηκαν οι επίμαχες αποφάσεις. Στην περίπτωση μέτρων που σκοπούν την καταχώριση των ονομάτων προσώπων ή οντοτήτων σε κατάλογο περί δεσμεύσεως κεφαλαίων, η αρχή αυτή συνεπάγεται ότι οι λόγοι λήψης των μέτρων πρέπει να γνωστοποιούνται στα εν λόγω πρόσωπα ή οντότητες ταυτοχρόνως ή αμέσως μετά τη λήψη τους (βλ. απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2019, Hamas κατά Συμβουλίου, T‑308/18, EU:T:2019:557, σκέψεις 65 και 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

93      Ωστόσο, όσον αφορά τη νομοθεσία των Ηνωμένων Πολιτειών που διέπει τον χαρακτηρισμό οντότητας ως SDGT, βάσει της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του 2001, η γενική περιγραφή που παραθέτει το Συμβούλιο στις αιτιολογικές εκθέσεις δεν μνημονεύει καμία υποχρέωση των αμερικανικών αρχών να γνωστοποιούν στους ενδιαφερομένους αιτιολογία των αποφάσεών τους ή ακόμη να δημοσιεύουν τις αποφάσεις αυτές, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατό να διακριβωθεί ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας (πρβλ. απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2019, Hamas κατά Συμβουλίου, T‑308/18, EU:T:2019:557, σκέψεις 69 και 70).

94      Όσον αφορά τη νομοθεσία που διέπει τον χαρακτηρισμό ως FTO, βάσει της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του 1997, η συγκεκριμένη νομοθεσία προβλέπει, βεβαίως, τη δημοσίευση των εν λόγω αποφάσεων στο ομοσπονδιακό μητρώο. Ωστόσο, από τις αιτιολογικές εκθέσεις δεν προκύπτει, πέραν του διατακτικού των αποφάσεων, ότι περιλαμβανόταν στη σχετική δημοσίευση αιτιολογία οποιασδήποτε μορφής –όπως προκύπτει άλλωστε και από τα αποσπάσματα του ομοσπονδιακού μητρώου που επισυνάπτονται στο υπόμνημα αντικρούσεως στην υπόθεση T‑316/14 RENV– ούτε ότι γνωστοποιήθηκε στο προσφεύγον αιτιολογία με οποιονδήποτε τρόπο (πρβλ. απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2019, Hamas κατά Συμβουλίου, T‑308/18, EU:T:2019:557, σκέψεις 71 έως 75). Ο μνημονευόμενος στις αιτιολογικές εκθέσεις «διοικητικός φάκελος» του Υπουργείου Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών σχετικά με το ΡΚΚ, ο οποίος ανάγεται στο 2013 ή το 2019 και τον οποίο υποστηρίζεται ότι είχαν στη διάθεσή τους οι αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών, είναι στην πραγματικότητα κατά πολύ μεταγενέστερος των αποφάσεων των Ηνωμένων Πολιτειών του 1997 και του 2001, ουδόλως δε προκύπτει ότι περιέχει στοιχεία σχετικά με τις εν λόγω αποφάσεις και το σκεπτικό τους. Επιπλέον, το Συμβούλιο δεν διευκρινίζει καθόλου τους όρους πρόσβασης στο διοικητικό φάκελο, αναφέροντας μόνο στις γραπτές παρατηρήσεις του ότι το προσφεύγον δεν άσκησε το δικαίωμά του για παροχή πρόσβασης στον εν λόγω φάκελο.

95      Ωστόσο, ως άνω δημοσίευση του διατακτικού της απόφασης του 1997 στο ομοσπονδιακό μητρώο και, επομένως, απλώς η μνεία της δημοσίευσης στην αιτιολογική έκθεση δεν αρκούν για να διαπιστωθεί ότι το Συμβούλιο προέβη στον απαιτούμενο έλεγχο όσον αφορά την τήρηση, στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας (απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2019, Hamas κατά Συμβουλίου, T‑308/18, EU:T:2019:557, σκέψη 76).

96      Πρέπει συνεπώς να γίνει δεκτό εν προκειμένω, όπως έχει κρίνει το Γενικό Δικαστήριο με τις αποφάσεις της 6ης Μαρτίου 2019, Hamas κατά Συμβουλίου (T‑289/15, EU:T:2019:138, σκέψη 65), της 10ης Απριλίου 2019, Gamaa Islamya Egypt κατά Συμβουλίου (T‑643/16, EU:T:2019:238, σκέψη 104), και της 4ης Σεπτεμβρίου 2019, Hamas κατά Συμβουλίου (T‑308/18, EU:T:2019:557, σκέψη 76), ότι οι αποφάσεις των Ηνωμένων Πολιτειών δεν μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση των πράξεων των ετών 2015 έως 2017 και των αποφάσεων του 2019, ως αποφάσεις αρμόδιων αρχών κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931, χωρίς να απαιτείται να εξεταστεί το ζήτημα του σεβασμού του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

97      Όσον αφορά τις πράξεις του 2014, αυτές ενέχουν κατά μείζονα λόγο την ίδια πλημμέλεια, δεδομένου ότι το Συμβούλιο απλώς μνημονεύει, στις σχετικές αιτιολογικές εκθέσεις, τους δικαστικούς ή διοικητικούς ελέγχους που επιδέχονται οι επίμαχες αποφάσεις, χωρίς να αναφέρει καμία υποχρέωση των αρχών των Ηνωμένων Πολιτειών να κοινοποιήσουν αιτιολογία στους ενδιαφερομένους ή ακόμη και να δημοσιεύσουν τις αποφάσεις αυτές. Επιπλέον επισημαίνεται ότι, όταν το Συμβούλιο κάνει λόγο στις πράξεις του 2014 για τις αποφάσεις των Ηνωμένων Πολιτειών, δεν αναφέρει καν την ημερομηνία των εν λόγω αποφάσεων, με αποτέλεσμα οι πράξεις αυτές να μην πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931 όσον αφορά την παροχή συγκεκριμένων πληροφοριών που καταδεικνύουν ότι έχει ληφθεί απόφαση από αρμόδια αρχή (βλ. σκέψεις 74 και 75 ανωτέρω).

98      Από το σύνολο των ανωτέρω προκύπτει ότι ο λόγος ακυρώσεως που αφορά παράβαση του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931 πρέπει να γίνει δεκτός κατά το μέρος που οι προσβαλλόμενες πράξεις βασίζονται στις αποφάσεις των Ηνωμένων Πολιτειών του 1997 και του 2001, αλλά να απορριφθεί κατά το μέρος που οι εν λόγω πράξεις βασίζονται στην απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου του 2001.

2.      Επί του λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 1, παράγραφος 3, της κοινής θέσης 2001/931

99      Λαμβανομένου υπόψη ότι έγινε δεκτός ο λόγος ακυρώσεως που αφορά παράβαση του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931 όσον αφορά τις αποφάσεις των Ηνωμένων Πολιτειών του 1997 και του 2001, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως δεν θα εξετασθεί στο μέτρο που αμφισβητεί τον χαρακτηρισμό των περιστατικών στα οποία στηρίχθηκαν οι αποφάσεις αυτές ως τρομοκρατικών πράξεων.

100    Στις υποθέσεις T‑316/14 RENV και T‑148/19, το προσφεύγον προβάλλει δύο είδη επιχειρημάτων προς στήριξη του λόγου ακυρώσεως που αφορά παράβαση του άρθρου 1, παράγραφος 3, της κοινής θέσης 2001/931, καθόσον με ορισμένα εξ αυτών αμφισβητείται εν γένει ότι πράξεις τελούμενες στο πλαίσιο ένοπλης σύγκρουσης με σκοπό την αυτοδιάθεση, ενώ με άλλα αμφισβητούνται ειδικότερα οι τρομοκρατικοί σκοποί, όπως ορίζονται ρητώς στη παραπάνω διάταξη, τους οποίους επιδιώκουν ορισμένες από τις πράξεις που μνημονεύονται στις αιτιολογικές εκθέσεις. Το προσφεύγον υποστηρίζει επίσης, μόνο στην υπόθεση Τ-148/19, ότι δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «τρομοκρατική ομάδα» κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, της κοινής θέσης 2001/931, δεδομένου ότι δεν αποτελεί δομημένη ένωση που ενεργεί συντονισμένα με σκοπό την τέλεση τρομοκρατικών πράξεων.

101    Στο μέτρο που το Συμβούλιο αμφισβητεί τόσο το παραδεκτό όσο και το λυσιτελές του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως στην υπόθεση Τ-148/19, είναι σκόπιμο να εξεταστούν κατ’ αρχάς οι πτυχές αυτές πριν αναλυθεί το βάσιμό του.

α)      Επί του παραδεκτού του λόγου ακυρώσεως

102    Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως είναι απαράδεκτος, διότι δεν τεκμηριώνεται με αποδεικτικά στοιχεία.

103    Αυτή η ένσταση απαραδέκτου πρέπει να απορριφθεί.

104    Πράγματι, βάσει του άρθρου 21, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το οποίο εφαρμόζεται στην ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία δυνάμει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του παραπάνω Οργανισμού, και βάσει του άρθρου 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να προσδιορίζει το αντικείμενο της διαφοράς, τους λόγους και τα επιχειρήματα που προβάλλονται, καθώς και να περιέχει συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων λόγων. Κατά πάγια νομολογία, τα στοιχεία αυτά πρέπει να εκτίθενται κατά τρόπο αρκούντως σαφή και ακριβή ώστε να μπορεί ο μεν καθού διάδικος να προετοιμάσει την άμυνά του, το δε Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί της προσφυγής, ενδεχομένως χωρίς να χρειάζεται άλλα στοιχεία. Χάριν της ασφάλειας δικαίου και προς διασφάλιση της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, για να είναι παραδεκτή μια προσφυγή πρέπει τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων αυτή στηρίζεται να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικώς, πλην όμως κατά τρόπο συνεπή και κατανοητό, από το ίδιο το κείμενο του σχετικού δικογράφου. Προς τούτο, απαιτείται ιδίως ο προσφεύγων να προβάλλει επιχειρήματα προς στήριξη του προβαλλόμενου λόγου ακυρώσεως, τα οποία να παρέχουν στον καθού και στο δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης τη δυνατότητα να κατανοήσουν τον λόγο και να απαντήσουν σε αυτόν (πρβλ. απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2018, BSCA κατά Επιτροπής, T‑818/14, EU:T:2018:33, σκέψεις 94 έως 96 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

105    Αντιθέτως, ο προσφεύγων δεν υποχρεούται να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη του λόγου ακυρώσεως που προβάλλει, καθόσον η τεκμηρίωση του λόγου με τέτοια στοιχεία εμπίπτει στην εκτίμηση του βασίμου του, η δε έλλειψη των στοιχείων αυτών μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την απόρριψη του λόγου ακυρώσεως ως αβάσιμου. Η μνεία, στην προμνημονευθείσα νομολογία, περί «πραγματικών στοιχείων» που πρέπει να εκτίθενται συνοπτικώς στο δικόγραφο της προσφυγής αφορά στην πράξη τους πραγματικούς λόγους και ισχυρισμούς που καθιστούν το δικόγραφο της προσφυγής κατανοητό, ανεξαρτήτως της τεκμηριώσεως των πραγματικών αυτών λόγων και ισχυρισμών με αποδεικτικά στοιχεία (βλ. σκέψη 104 ανωτέρω).

106    Εν προκειμένω, όμως, το προσφεύγον προέβαλε λεπτομερή επιχειρήματα προς στήριξη του πρώτου λόγου ακυρώσεως, τα οποία αναπτύσσονται σε περισσότερα από 60 σημεία του δικογράφου της προσφυγής στην υπόθεση Τ‑148/19, στοιχείο το οποίο, άλλωστε, δεν αμφισβητείται, αλλά λαμβάνεται υπόψη από το Συμβούλιο, το οποίο απάντησε αναλυτικώς σε καθένα από τα επιχειρήματα που προέβαλε το προσφεύγον προς στήριξη του λόγου ακυρώσεως. Συνεπώς, ο λόγος ακυρώσεως κρίνεται παραδεκτός.

β)      Επί της λυσιτέλειας του λόγου ακυρώσεως

107    Το προσφεύγον διατείνεται ότι δεν αποτελεί δομημένη ένωση που ενεργεί συντονισμένα με σκοπό την τέλεση τρομοκρατικών πράξεων. Το προσφεύγων υποστηρίζει ότι ο όρος ΡΚΚ δηλώνει ταυτόχρονα ένα δομημένο κόμμα εντός ενός πολυεπίπεδου συμπλέγματος, το ίδιο το σύμπλεγμα και το κουρδικό εργατικό κίνημα, το δε Συμβούλιο δεν κατέστησε σαφές, στις αποφάσεις του 2019 ποια από τις υποστάσεις αυτές σκόπευε να διατηρήσει στους επίμαχους καταλόγους. Κατά το προσφεύγον, όμως, ούτε το «σύμπλεγμα», το οποίο αποτελείται από πλήθος κομμάτων και άλλων μορφών ενώσεων με ανεξάρτητη οργάνωση, ούτε το κουρδικό εργατικό κίνημα, τα μέλη του οποίου δεν ελέγχονται ούτε άμεσα ούτε έμμεσα από το προσφεύγον, μπορούν να θεωρηθούν δομημένη ένωση και, ως εκ τούτου, τρομοκρατική ομάδα. Όσον αφορά το ΡΚΚ, ως κόμμα εντός του «συμπλέγματος», μολονότι είναι επαρκώς δομημένο, δεν έχει ως σκοπό την τέλεση τρομοκρατικών πράξεων ούτε και τελεί τέτοιες πράξεις.

108    Το Συμβούλιο φρονεί ότι η αιτίαση αυτή που προβάλλεται προς στήριξη του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως είναι αλυσιτελής, δεδομένου ότι από το γράμμα του άρθρου 1, παράγραφος 3, της κοινής θέσης 2001/931 προκύπτει ότι ο χαρακτηρισμός ως «τρομοκρατικής ομάδας», ιδίως δε ο χαρακτηρισμός ως «ομάδας», κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, δεν αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή της εν λόγω κοινής θέσης.

109    Από τους όρους της κοινής θέσης 2001/931 προκύπτει πράγματι ότι ο χαρακτηρισμός ως «τρομοκρατική[ς] ομάδα[ς]» κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της εν λόγω κοινής θέσης, δηλαδή ως «μιας δομημένης ένωσης περισσοτέρων των δύο προσώπων, η οποία έχει συσταθεί για ορισμένο χρονικό διάστημα και ενεργεί συντονισμένα με σκοπό τη διάπραξη τρομοκρατικών πράξεων», δεν αποτελεί γενική προϋπόθεση για την εφαρμογή της εν λόγω κοινής θέσης.

110    Πράγματι, όπως μνημονεύεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της κοινής θέσης 2001/931, η εν λόγω θέση ισχύει για τα φυσικά πρόσωπα καθώς και για τις ομάδες και τις οντότητες, εκ των οποίων άλλωστε οι τελευταίες δεν διακρίνονται στον κατάλογο που επισυνάπτεται στην κοινή θέση και στις αποφάσεις του 2019, όπου απαριθμούνται, σε πρώτο σημείο, τα «φυσικά πρόσωπα» και, σε δεύτερο, οι «ομάδες και οντότητες». Ο ορισμός της «τρομοκρατικής ομάδας» κατά το άρθρο 1, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της κοινής θέσης 2001/931 έχει ως αποκλειστικό σκοπό τον προσδιορισμό δύο συγκεκριμένων τρομοκρατικών σκοπών, δηλαδή της «διεύθυνσης μιας τρομοκρατικής ομάδας» (άρθρο 1, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο ιʹ, της κοινής θέσης 2001/931) και της «συμμετοχής στις δραστηριότητες μιας τρομοκρατικής ομάδας» (άρθρο 1, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο ιαʹ, της κοινής θέσης 2001/931), οι οποίοι δεν εξαντλούν το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω κοινής θέσης και δεν έχουν άλλωστε ληφθεί υπόψη από το Συμβούλιο στις αποφάσεις του 2019 όσον αφορά το PKK (πρβλ. απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2021, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑160/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:817, σκέψη 253).

111    Κατά συνέπεια, στο μέτρο που το προσφεύγον καταχωρίσθηκε, σύμφωνα με τις επιταγές της κοινής θέσης 2001/931, στους επίμαχους καταλόγους ως «ομάδα και οντότητα» και στο μέτρο που ουδόλως αμφισβητεί τον χαρακτηρισμό του ως «οντότητα», στερείται σημασίας το ότι, όπως υποστηρίζει, το PKK δεν αποτελεί «τρομοκρατική ομάδα».

112    Επομένως, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής, καθόσον βάλλει κατά του χαρακτηρισμού του προσφεύγοντος ως «τρομοκρατικής ομάδας».

113    Αντιθέτως, διευκρινίζεται, σε απάντηση στον ισχυρισμό του Συμβουλίου ότι δεν υποχρεούνταν να ελέγξει τον εκ μέρους της αρμόδιας εθνικής αρχής χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, ότι το Συμβούλιο υπέχει τέτοια υποχρέωση και ότι τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος προβάλλονται, επομένως, λυσιτελώς στο μέτρο που αμφισβητούν το αποτέλεσμα του ελέγχου της αντιστοιχίας μεταξύ των πράξεων που έλαβαν υπόψη τους οι εθνικές αρχές και του ορισμού της τρομοκρατικής πράξης όπως διατυπώνεται στο άρθρο 1, παράγραφος 3, της κοινής θέσης 2001/931.

114    Πράγματι, όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 1, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, της κοινής θέσης 2001/931, στο οποίο μνημονεύεται μεταξύ άλλων η «καταδίκη» για «τρομοκρατική πράξη ή απόπειρα διάπραξης, συμμετοχή ή διευκόλυνση τέτοιας πράξης», το Συμβούλιο πρέπει να ελέγξει αν οι πράξεις που λαμβάνονται υπόψη από τις εθνικές αρχές αντιστοιχούν πράγματι σε τρομοκρατικές πράξεις όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 1, παράγραφος 3, της κοινής θέσης 2001/931 (πρβλ. απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2014, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑208/11 και T‑508/11, EU:T:2014:885, σκέψη 191). Ο έλεγχος αυτός απαιτείται κατά μείζονα λόγο καθόσον, όπως προκύπτει από ορισμένες αιτιάσεις που διατυπώνει το προσφεύγον, οι ορισμοί της τρομοκρατικής πράξης ποικίλουν από κράτος σε κράτος και δεν αντιστοιχούν κατ’ ανάγκην, ως προς όλα τα σημεία, στον ορισμό που υιοθετήθηκε στην κοινή θέση 2001/931.

115    Ωστόσο, όταν, κατά τη διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου, η εμπλεκόμενη οντότητα δεν αμφισβητεί εμπεριστατωμένα ότι η εθνική απόφαση αφορά τρομοκρατικές πράξεις κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, της κοινής θέσης 2001/931, το Συμβούλιο δεν υποχρεούται να αποφανθεί αναλυτικότερα επί του θέματος αυτού, αρκεί δε η εκ μέρους του μνεία, στις αιτιολογικές εκθέσεις, ότι έχει ελέγξει αν οι λόγοι βάσει των οποίων έλαβαν τις αποφάσεις οι αρμόδιες εθνικές αρχές εμπίπτουν στον ορισμό της τρομοκρατίας που διατυπώνεται στην κοινή θέση 2001/931 (πρβλ. απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2021, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑160/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:817, σκέψεις 162 και 163 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

116    Πρέπει επίσης να διευκρινιστεί ότι ο έλεγχος τον οποίο οφείλει να διενεργήσει το Συμβούλιο δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 3, της κοινής θέσης 2001/931 αφορά αποκλειστικά τα περιστατικά που ελήφθησαν υπόψη στις αποφάσεις των εθνικών αρχών βάσει των οποίων έγινε η αρχική καταχώριση της εμπλεκόμενης οντότητας. Πράγματι, όπως προκύπτει από την απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2021, LTTE κατά Συμβουλίου (T‑160/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:817, σκέψεις 168 και 276), όταν το Συμβούλιο διατηρεί το όνομα οντότητας στους καταλόγους περί δεσμεύσεως κεφαλαίων στο πλαίσιο της επανεξέτασης βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσης 2001/931, δεν πρέπει να αποδείξει ότι η εν λόγω οντότητα έχει τελέσει τρομοκρατικές πράξεις κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, της εν λόγω κοινής θέσης, αλλά ότι εξακολουθεί να υφίσταται ο κίνδυνος να εμπλέκεται η οντότητα σε τέτοιες πράξεις, στοιχείο που δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι τελεί τέτοιες πράξεις.

117    Ωστόσο, εξακολουθεί να ισχύει ότι αν κριθεί ότι το PKK έχει διαπράξει τρομοκρατικές πράξεις κατόπιν της αρχικής του καταχώρισης, τούτο δικαιολογεί κατά μείζονα λόγο τη διατήρηση σε ισχύ της καταχώρισής του.

118    Από όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο λόγος ακυρώσεως περί παράβασης του άρθρου 1, παράγραφος 3, της κοινής θέσης 2001/931 προβάλλεται αλυσιτελώς, καθόσον σχετίζεται με τον χαρακτηρισμό του προσφεύγοντος ως «τρομοκρατικής ομάδας» και καθόσον αφορά τις πράξεις που ελήφθησαν υπόψη για τη διατήρηση του ονόματός του στους επίμαχους καταλόγους κατά τις επανεξετάσεις που διενήργησε το Συμβούλιο δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσης 2001/931, πλην όμως ο λόγος αυτός προβάλλεται λυσιτελώς καθόσον αμφισβητεί τον χαρακτηρισμό ως τρομοκρατικών πράξεων των συμβάντων που ελήφθησαν υπόψη στις αποφάσεις των εθνικών αρχών, βάσει των οποίων πραγματοποιήθηκε η αρχική καταχώριση του προσφεύγοντος.

γ)      Επί του βασίμου του λόγου ακυρώσεως

1)      Επί του επιχειρήματος ότι οι σκοποί που μνημονεύονται στο άρθρο 1, παράγραφος 3, της κοινής θέσης 2001/931 πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα του θεμιτού χαρακτήρα της ένοπλης σύγκρουσης με σκοπό την αυτοδιάθεση του κουρδικού λαού

119    Επισημαίνεται, κατ’ αρχάς, ότι, μολονότι το προσφεύγον παραιτήθηκε από τον πρώτο λόγο ακυρώσεως στην υπόθεση T‑316/14 RENV, o οποίος αφορούσε παράβαση του διεθνούς δικαίου περί ενόπλων συρράξεων (βλ. σκέψη 28 ανωτέρω), εμμένει στα επιχειρήματά του σχετικά με την ανάγκη να ληφθεί υπόψη η ύπαρξη ένοπλης συγκρούσεως για την ερμηνεία και την εφαρμογή του άρθρου 1, παράγραφος 3, της κοινής θέσης 2001/931.

120    Το προσφεύγον αρνείται, επομένως, ότι οι πράξεις που του καταλογίζει το Συμβούλιο είχαν τελεσθεί για τρομοκρατικούς σκοπούς, επικαλούμενο την ένοπλη σύγκρουση μεταξύ αυτού και της Δημοκρατίας της Τουρκίας. Κατά το προσφεύγον, ήταν απαραίτητο να ληφθεί υπόψη το πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσονται οι προσβαλλόμενες πράξεις, δηλαδή η θεμιτού χαρακτήρα ένοπλη σύγκρουση για την αυτοδιάθεση του κουρδικού λαού μεταξύ του PKK και των τουρκικών αρχών, δεδομένου ότι η χρήση βίας επιτρέπεται κατ’ αρχήν σε περιόδους ένοπλης σύγκρουσης κατά το διεθνές δίκαιο. Πράγματι, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 5, και το άρθρο 21 ΣΕΕ, το άρθρο 1, παράγραφος 3, της κοινής θέσης 2001/931 πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του διεθνούς δικαίου περί αυτοδιάθεσης, του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου ή των θεμελιωδών αξιών της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου.

121    Με τον τρόπο αυτόν, το προσφεύγον αμφισβητεί τους τρομοκρατικούς σκοπούς των πράξεων που του αποδόθηκαν, υπογραμμίζοντας τη διάκριση που πρέπει να γίνεται μεταξύ της εκτελέσεως μιας πράξεως και της εκτελέσεώς της για τρομοκρατικό σκοπό. Ειδικότερα, το προσφεύγον δεν αποσκοπούσε ούτε στην αποσταθεροποίηση ούτε στην καταστροφή του τουρκικού κράτους, αλλά μόνο στη βελτίωσή του και στη συμμόρφωσή του προς τις δημοκρατικές αρχές που έχουν υιοθετηθεί στην Ένωση, περιλαμβανομένου του θεμελιώδους δικαιώματος της αυτοδιάθεσης. Στόχος του ήταν επίσης να αναγκάσει την Τουρκική Κυβέρνηση να υιοθετήσει μια ευμενέστερη θέση για τους Κούρδους, ώστε οι προσπάθειές του να μη θεωρηθούν αδικαιολόγητες. Τέλος, το προσφεύγον υποστήριξε ότι καμία από τις πράξεις που του αποδίδονται δεν στρεφόταν κατά του άμαχου πληθυσμού, αλλά μόνον κατά θεμιτών στρατιωτικών στόχων, έστω και αν σε ορισμένες περιπτώσεις είχαν ως αποτέλεσμα απώλειες μεταξύ των αμάχων.

122    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι από τη νομολογία τόσο του Δικαστηρίου όσο και του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι η ύπαρξη ένοπλης συγκρούσεως κατά την έννοια του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου δεν αποκλείει την εφαρμογή των σχετικών με την τρομοκρατία διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, όπως των διατάξεων της κοινής θέσης 2001/931, επί των τρομοκρατικών πράξεων που ενδεχομένως τελούνται στο πλαίσιο αυτό (απόφαση της 14ης Μαρτίου 2017, A κ.λπ., C‑158/14, EU:C:2017:202, σκέψεις 97 και 98· βλ., επίσης, απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2021, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑160/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:817, σκέψη 294 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

123    Συγκεκριμένα, αφενός, η κοινή θέση 2001/931 δεν προβαίνει σε καμία διάκριση ως προς το πεδίο εφαρμογής της ανάλογα με το αν η επίμαχη πράξη τελέσθηκε ή όχι στο πλαίσιο ένοπλης συγκρούσεως κατά την έννοια του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου. Αφετέρου, οι σκοποί της Ένωσης και των κρατών μελών της συνίστανται στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας ανεξαρτήτως των μορφών που αυτή μπορεί να προσλάβει, σύμφωνα με τους σκοπούς του ισχύοντος διεθνούς δικαίου (απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2014, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑208/11 και T‑508/11, EU:T:2014:885, σκέψη 58).

124    Το προσφεύγον, εξάλλου, δεν αμφισβητεί τη δυνατότητα εφαρμογής της κοινής θέσης 2001/931 σε περίπτωση ένοπλης σύγκρουσης, αλλά θεωρεί κατ’ ουσίαν ότι οι διατάξεις της κοινής θέσης πρέπει να ερμηνευθούν υπό το πρίσμα της νόμιμης φύσης της ένοπλης σύγκρουσης που διεξάγει κατά των τουρκικών αρχών με σκοπό την αυτοδιάθεση του κουρδικού λαού.

125    Πρέπει να γίνει δεκτό, κατόπιν όσων υποστήριξε το προσφεύγον, ότι η εθιμική αρχή της αυτοδιαθέσεως, που υπενθυμίζεται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 1 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, ο οποίος υπεγράφη στο Σαν Φρανσίσκο στις 26 Ιουνίου 1945, αποτελεί αρχή του διεθνούς δικαίου η οποία εφαρμόζεται σε όλα τα μη αυτόνομα εδάφη και σε όλους τους λαούς που δεν έχουν ακόμη αποκτήσει την ανεξαρτησία τους (πρβλ. αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Συμβούλιο κατά Front Polisario, C‑104/16 P, EU:C:2016:973, σκέψη 88, και της 4ης Σεπτεμβρίου 2019, Hamas κατά Συμβουλίου, T‑308/18, EU:T:2019:557, σκέψη 217).

126    Χωρίς να λαμβάνεται θέση ως προς την εφαρμογή της στις υπό κρίση υποθέσεις, ούτε ως προς τη νομιμότητα της χρήσης ένοπλης βίας για την επίτευξη της αυτοδιάθεσης, επισημαίνεται ότι η αρχή αυτή δεν συνεπάγεται ότι ένας λαός ή οι κάτοικοι μιας περιοχής μπορούν να προσφεύγουν σε μέσα τα οποία εμπίπτουν στο άρθρο 1, παράγραφος 3, της κοινής θέσης 2001/931 προκειμένου να ασκήσουν το δικαίωμα της αυτοδιαθέσεως (αποφάσεις της 4ης Σεπτεμβρίου 2019, Hamas κατά Συμβουλίου, T‑308/18, EU:T:2019:557, σκέψη 218, και της 24ης Νοεμβρίου 2021, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑160/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:817, σκέψη 299).

127    Πράγματι, το Γενικό Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να κρίνει ότι μια εξαίρεση από την απαγόρευση των τρομοκρατικών πράξεων στο πλαίσιο ενόπλων συγκρούσεων προς όφελος απελευθερωτικών κινημάτων που εμπλέκονται σε ένοπλη σύγκρουση κατά μιας «καταπιεστικής κυβερνήσεως» δεν έχει κανένα έρεισμα στο δίκαιο της Ένωσης, ούτε καν το διεθνές δίκαιο. Οι διατάξεις του διεθνούς δικαίου, ειδικότερα δε το ψήφισμα 1373 (2001) του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών της 28ης Σεπτεμβρίου 2001, η Σύμβαση της Γενεύης της 12ης Αυγούστου 1949, περί προστασίας των πολιτών εν καιρώ πολέμου, τα πρόσθετα πρωτόκολλα Ι και ΙΙ των Συμβάσεων της Γενεύης της 8ης Ιουνίου 1977, για την προστασία των θυμάτων διεθνών και μη διεθνών ένοπλων συρράξεων, και η Διεθνής Σύμβαση για την Καταστολή της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας, που υπογράφηκε στη Νέα Υόρκη στις 9 Δεκεμβρίου 1999, δεν εισάγουν, στο πλαίσιο της εκ μέρους τους καταδίκης των τρομοκρατικών πράξεων, καμία διάκριση ανάλογα με την ιδιότητα του αυτουργού της πράξεως και ανάλογα με τους σκοπούς που αυτός επιδιώκει (απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2014, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑208/11 και T‑508/11, EU:T:2014:885, σκέψη 68).

128    Επισημαίνεται επιπλέον ότι, το προσφεύγον αρκείται εν προκειμένω στη μνεία μίας μόνο διάταξης, εν προκειμένω διάταξης του δικαίου της Ένωσης, προς στήριξη ειδικότερα του επιχειρήματος περί εξαίρεσης της απαγορεύσεως των τρομοκρατικών πράξεων στο πλαίσιο ενόπλων συγκρούσεων με σκοπό την αυτοδιάθεση, ήτοι της απόφασης-πλαισίου 2002/475/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας (ΕΕ 2002, L 164, σ. 3), και, ειδικότερα, της αιτιολογικής σκέψης της 11, κατά την οποία η εν λόγω απόφαση-πλαίσιο «δεν καλύπτει τις δραστηριότητες των ενόπλων δυνάμεων σε περίοδο ένοπλης σύγκρουσης, κατά την έννοια που δίνει στους όρους αυτούς το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο, δεδομένου ότι οι δραστηριότητες αυτές διέπονται από το εν λόγω δίκαιο, ούτε τις δραστηριότητες των ενόπλων δυνάμεων ενός κράτους κατά την άσκηση των επίσημων καθηκόντων τους, εφόσον διέπονται από άλλους κανόνες του διεθνούς δικαίου». Το προσφεύγον προσθέτει ότι η απόφαση‑πλαίσιο 2002/475 συνοδευόταν από δήλωση του Συμβουλίου κατά την οποία η ένοπλη αντίσταση –όπως αυτή που προέβαλαν τα διάφορα αντιστασιακά ευρωπαϊκά κινήματα κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου– αποκλείεται ρητώς από το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω απόφασης-πλαισίου.

129    Ωστόσο, η κοινή θέση 2001/931, όπως και το ψήφισμα 1373 (2001) του Συμβουλίου Ασφαλείας, το οποίο αυτή θέτει σε εφαρμογή σε επίπεδο Ένωσης, δεν περιέχει καμία διάταξη συγκρίσιμη με την αιτιολογική σκέψη 11 της απόφασης‑πλαισίου 2002/475, η έλλειψη δε τέτοιας αιτιολογικής σκέψεως στην κοινή θέση 2001/931 πρέπει να ερμηνευθεί ως καταδεικνύουσα τη βούληση του Συμβουλίου να μην προβλέψει καμία εξαίρεση από την εφαρμογή των διατάξεων της Ένωσης όταν το επίμαχο ζήτημα είναι η πρόληψη της τρομοκρατίας διά της καταπολεμήσεως της χρηματοδοτήσεώς της (απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2014, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑208/11 και T‑508/11, EU:T:2014:885, σκέψεις 74 έως 76).

130    Ως εκ τούτου, η εκ μέρους του προσφεύγοντος επίκληση της απόφασης-πλαισίου 2002/475 και δηλώσεως του Συμβουλίου, η οποία συνόδευε την εν λόγω απόφαση-πλαίσιο, είναι αλυσιτελής.

131    Εξάλλου, πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ, αφενός, των σκοπών που ένας λαός ή οι κάτοικοι μιας περιοχής επιθυμούν να επιτύχουν και, αφετέρου, των ενεργειών στις οποίες προβαίνουν προκειμένου να επιτευχθούν οι συγκεκριμένοι σκοποί. Πράγματι, οι «στόχοι» που αναφέρονται στο άρθρο 1, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, σημεία i έως iii, της κοινής θέσης 2001/931 δεν αντιστοιχούν σε σκοπούς οι οποίοι μπορούν να χαρακτηριστούν ως απώτεροι ή υποκείμενοι. Όπως προκύπτει από τους όρους που χρησιμοποιούνται (εκφοβισμός, εξαναγκασμός, αποσταθεροποίηση ή καταστροφή), οι εν λόγω σκοποί αφορούν την ίδια τη φύση των πράξεων, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 1, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, της κοινής θέσης 2001/931 αναφέρεται μόνο σε «πράξεις», και όχι σε «σκοπούς» (βλ. απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2021, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑160/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:817, σκέψη 300 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

132    Ειδικότερα, επομένως, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει το προσφεύγον, δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο σκοπός που επιδιώκεται με τις επιθέσεις κατά των θεμελιωδών δομών του τουρκικού κράτους (άρθρο 1, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, σημείο iii, της κοινής θέσης 2001/931), ο οποίος συνίσταται στην τροποποίηση των δομών αυτών προκειμένου να καταστούν πιο δημοκρατικές, εφόσον αποδεικνύεται η ύπαρξη τέτοιου σκοπού. Ομοίως, ο όρος «αδικαιολόγητα» (άρθρο 1, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, σημείο ii, της κοινής θέσης 2001/931) πρέπει να νοείται ως αναφερόμενος στον παράνομο χαρακτήρα του εξαναγκασμού που ασκείται, ιδίως με τα χρησιμοποιούμενα μέσα εξαναγκασμού, και δεν πρέπει να εκτιμάται υπό το πρίσμα του προβαλλόμενου ως θεμιτού χαρακτήρα του σκοπού που επιδιώκεται με την άσκηση του εν λόγω εξαναγκασμού. Τέλος, όσον αφορά τον εκφοβισμό του πληθυσμού (άρθρο 1, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, σημείο i, της κοινής θέσης 2001/931), για τον οποίο το προσφεύγον υποστηρίζει ότι η ένοπλη σύγκρουση που διεξάγει με σκοπό την αυτοδιάθεση του κουρδικού λαού συνεπάγεται ότι οι στόχοι κατά των οποίων βάλλει είναι αποκλειστικώς στρατιωτικοί, διαπιστώνεται ότι το επιχείρημα αυτό δεν έχει έρεισμα στα πραγματικά περιστατικά, δεδομένου ότι πλείονες από τις πράξεις που μνημονεύονται στις αιτιολογικές εκθέσεις, ιδίως δε οι επιθέσεις κατά τουριστικών εγκαταστάσεων, είχαν ως στόχο πρωτίστως, και όχι μόνον παρεμπιπτόντως, αμάχους (βλ., ιδίως, σκέψεις 142 και 143 κατωτέρω).

133    Τέλος, πρέπει να τονιστεί ότι δεν μπορεί να συναχθεί εκ των προεκτεθέντων ότι η κοινή θέση 2001/931 ως μηχανισμός πρόληψης της τρομοκρατίας και, γενικότερα, όλο το σύστημα περιοριστικών μέτρων της Ένωσης θα αποτελούσαν εμπόδιο στην άσκηση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης των πληθυσμών εντός καταπιεστικών κρατών. Πράγματι, η κοινή θέση 2001/931 και η εκ μέρους του Συμβουλίου εφαρμογή της δεν αποσκοπούν στο να προσδιορισθεί ποιος έχει, σε μια σύγκρουση μεταξύ ενός κράτους και μιας ομάδας, δίκαιο ή άδικο, αλλά στο να καταπολεμηθεί η τρομοκρατία (απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2014, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑208/11 και T‑508/11, EU:T:2014:885, σκέψη 71). Σε τέτοια περίπτωση, εναπόκειται στο Συμβούλιο, κάνοντας χρήση της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στα θεσμικά όργανα της Ένωσης όσον αφορά τη διαχείριση των εξωτερικών σχέσεων της Ένωσης (πρβλ. αποφάσεις της 28ης Οκτωβρίου 1982, Faust κατά Επιτροπής, 52/81, EU:C:1982:369, σκέψη 27, της 16ης Ιουνίου 1998, Racke, C‑162/96, EU:C:1998:293, σκέψη 52, και διάταξη της 6ης Σεπτεμβρίου 2011, Mugraby κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, T‑292/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:418, σκέψη 60), να αποφασίσει έναντι ποιων, φυσικών και νομικών προσώπων που συνδέονται με το οικείο κράτος ή με εκείνους που επιθυμούν να ασκήσουν το δικαίωμά τους στην αυτοδιάθεση, θα πρέπει να ληφθούν περιοριστικά μέτρα.

134    Κατά συνέπεια, ρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος σχετικά με το αν ελήφθη υπόψη ο θεμιτός χαρακτήρας της ένοπλης σύγκρουσης για την αυτοδιάθεση του κουρδικού λαού όσον αφορά την ερμηνεία των σκοπών που διαλαμβάνονται στο άρθρο 1, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, της κοινής θέσης 2001/931.

135    Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί και το σύνολο των επιχειρημάτων του προσφεύγοντος που αποσκοπούν στην αμφισβήτηση του τρομοκρατικού σκοπού ορισμένων από τις πράξεις που καταλογίζονται σε αυτό, με την αιτιολογία ότι τελέσθηκαν ως αντίποινα κατά του τουρκικού στρατού.

2)      Επί της αμφισβήτησης του τρομοκρατικού χαρακτήρα των σκοπών που επιδιώκονται με ορισμένες από τις πράξεις που καταλογίζονται στο προσφεύγον

136    Πρέπει να απορριφθεί, εξαρχής, η αιτίαση που αφορά, κατ’ ουσίαν, παραβίαση της αρχής της νομιμότητας των εγκλημάτων και των ποινών, καθόσον το Συμβούλιο δεν μπορούσε να βασίσει τις προσβαλλόμενες πράξεις σε περιστατικά τα οποία συνέβησαν πριν από την έναρξη ισχύος της κοινής θέσης 2001/931. Πράγματι, λαμβανομένου υπόψη του αμιγώς προληπτικού χαρακτήρα της δέσμευσης των κεφαλαίων που προβλέπεται στην κοινή θέση 2001/931, η οποία δεν συνιστά επομένως ποινική ή διοικητική κύρωση (βλ. απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2010, Fahas κατά Συμβουλίου, T‑49/07, EU:T:2010:499, σκέψεις 67 και 68 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), η γενική αυτή αρχή του δικαίου της Ένωσης, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 49, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του Χάρτη, κατά την οποία «κανείς δεν ευθύνεται για πράξη […] η οποία δεν αποτελούσε, κατά τη στιγμή της τελέσεώς της, αδίκημα κατά το εθνικό ή το διεθνές δίκαιο», δεν έχει εν προκειμένω εφαρμογή (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Ezz κ.λπ. κατά Συμβουλίου, T‑256/11, EU:T:2014:93, σκέψεις 70 έως 81).

137    Πρέπει επίσης να απορριφθεί ως αλυσιτελής η αιτίαση που αφορά την έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ ορισμένων εκ των πράξεων που έλαβαν υπόψη οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου και του ορισμού των αδικημάτων κατά την έννοια της νομοθεσίας του κράτους αυτού. Πράγματι, από την ειδική μορφή συνεργασίας που έχει καθιερωθεί μεταξύ των κρατών μελών και του Συμβουλίου για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και από την υποχρέωση που υπέχει εξ αυτού το Συμβούλιο να στηρίζεται, στο μέτρο του δυνατού, στην εκ μέρους της αρμόδιας εθνικής αρχής εκτίμηση, βάσει της οποία λαμβάνει την απόφασή του, προκύπτει ότι το Συμβούλιο πρέπει να στηριχθεί στην εν λόγω αρχή και όσον αφορά τον χαρακτηρισμό των πραγματικών στοιχείων που διαπιστώνονται υπό το πρίσμα των κανόνων του εθνικού δικαίου. Μολονότι απαιτείται «[αντιστοιχία με] αξιόποινη πράξη όπως ορίζεται στο εθνικό δίκαιο» σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 3, της κοινής θέσης 2001/931, ο χαρακτηρισμός αυτός απόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δίκαιο και, ως τέτοιος, είναι ανεξάρτητος από την εφαρμογή της εν λόγω κοινής θέσης.

138    Όσον αφορά την αμφισβήτηση της αντιστοιχίας ορισμένων από τις πράξεις που καταλογίζονται στο PKK με τα κριτήρια που θέτει το άρθρο 1, παράγραφος 3, της κοινής θέσης 2001/931 για τον ορισμό της έννοιας της τρομοκρατικής πράξεως, πρέπει να σημειωθεί, κατ’ αρχάς, ότι, αντίθετα με όσα υποστηρίζει το προσφεύγον, από τις αιτιάσεις που προβλήθηκαν προς στήριξη του υπό κρίση λόγου, και οι οποίες θα εξετασθούν στη συνέχεια, προκύπτει ακριβώς ότι το προσφεύγον είχε στη διάθεσή του, όσον αφορά τα περιστατικά ως προς τα οποία αμφισβητεί τον χαρακτηρισμό τους ως τρομοκρατικών πράξεων, επαρκή στοιχεία για να προβάλει επιχειρήματα προς στήριξη της εκ μέρους του αμφισβήτησης. Μπορεί επίσης να συναχθεί από την κρίση του Δικαστηρίου στην απόφαση της 22ας Απριλίου 2021, Συμβούλιο κατά PKK (C‑46/19 P, EU:C:2021:316, σκέψεις 62 και 80), ότι η παράθεση των περιστατικών στα οποία στηρίχθηκαν οι πράξεις του 2014, καθώς και οι πράξεις των ετών 2015 έως 2017, παράθεση η οποία επαναλήφθηκε πανομοιότυπα στις αποφάσεις του 2019, ήταν, εκτός από το περιστατικό του Αυγούστου του 2014, επαρκώς αιτιολογημένη ώστε το προσφεύγον να διαθέτει αρκετά στοιχεία για να προβάλει επιχειρήματα προς στήριξη της εκ μέρους του αμφισβήτησης του χαρακτηρισμού των εν λόγω περιστατικών ως τρομοκρατικών πράξεων.

139    Επομένως, μπορεί να θεωρηθεί ότι, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι ο τρομοκρατικός χαρακτήρας των σκοπών που επιδιώκει το προσφεύγον αμφισβητείται όσον αφορά ορισμένες μόνο από τις πράξεις που έλαβε υπόψη το Συμβούλιο, οι επικρίσεις αυτές δεν μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση τις εκτιμήσεις του Συμβουλίου.

140    Πρέπει, πράγματι, να τονιστεί ότι καθένα από τα είδη των πράξεων που μνημονεύονται στο άρθρο 1, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχεία αʹ έως ιαʹ, της κοινής θέσης 2001/931 μπορεί να έχει τρομοκρατικό χαρακτήρα. Προκειμένου μια πράξη να χαρακτηριστεί ως «τρομοκρατική» δεν απαιτείται να έχει σωρευτικώς τα έντεκα γνωρίσματα που αναφέρονται στην εν λόγω διάταξη.

141    Κατά συνέπεια, στερείται σημασίας το γεγονός ότι, όπως ισχυρίζεται το προσφεύγον, ορισμένες από τις πράξεις που του αποδίδονται δεν προκάλεσαν θανάτους (στοιχείο αʹ), δεν περιελάμβαναν χρήση πυροβόλων όπλων (στοιχείο στʹ), δεν προκάλεσαν εκτεταμένες καταστροφές (στοιχείο δʹ) ή απαγωγές (στοιχείο γʹ), δεδομένου ότι, αφενός, δεν αμφισβητείται ότι οι πράξεις αυτές επιδίωκαν άλλους τρομοκρατικούς σκοπούς μεταξύ εκείνων που μνημονεύονται στο άρθρο 1, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχεία αʹ έως ιαʹ, της κοινής θέσης 2001/931 και, αφετέρου, άλλες πράξεις, μεταξύ εκείνων που ελήφθησαν υπόψη, επιδίωκαν τον ένα ή τον άλλο από αυτούς τους σκοπούς.

142    Ειδικότερα, όσον αφορά τις πράξεις που ελήφθησαν υπόψη από τις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου το 2001, υπενθυμίζεται ότι το Συμβούλιο αναφέρθηκε σε αυτές στις αιτιολογικές εκθέσεις των πράξεων των ετών 2015 έως 2017 και στις αποφάσεις του 2019 (σημείο 16 του παραρτήματος Α των αιτιολογικών εκθέσεων) ως εξής:

–        απαγωγή δυτικών τουριστών, μεταξύ των οποίων και αρκετών πολιτών του Ηνωμένου Βασιλείου, στις αρχές της δεκαετίας του 1990·

–        επίθεση σε διυλιστήριο το 1993-1994·

–        εκστρατεία επιθέσεων σε τουριστικές εγκαταστάσεις, που είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο αλλοδαπών τουριστών, μεταξύ των οποίων και πολιτών του Ηνωμένου Βασιλείου, μεταξύ των ετών 1993 και 1994·

–        απειλές για επιθέσεις σε τουρκικές τουριστικές εγκαταστάσεις, μεταξύ των ετών 1995 και 1999.

143    Επομένως, ακόμη και αν υποτεθεί, όπως υποστηρίζει το προσφεύγον, ότι δεν αποδείχθηκε ότι η επίθεση στο διυλιστήριο το 1993-1994 έθεσε σε κίνδυνο ανθρώπινες ζωές, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο δʹ, της κοινής θέσης 2001/931, δεν αμφισβητείται εντούτοις ούτε η μαζική καταστροφή που προκλήθηκε, η οποία μνημονεύεται στην εν λόγω διάταξη, ούτε η αναπόφευκτη συνέπεια της καταστροφής αυτής, δηλαδή οι σημαντικές οικονομικές απώλειες, οι οποίες προβλέπονται, από κοινού με τη διακινδύνευση της ανθρώπινης ζωής, ως μία από τις δύο εναλλακτικώς πιθανές συνέπειες των προμνημονευθεισών καταστροφών. Ομοίως, ακόμη και αν η επίθεση στο διυλιστήριο δεν δύναται να αποδοθεί στο προσφεύγον, όπως το ίδιο ισχυρίζεται, επισημαίνεται ότι το 2001 οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου έλαβαν υπόψη άλλες πράξεις (βλ. σκέψη 142 ανωτέρω), ως προς τις οποίες το προσφεύγον δεν αμφισβητεί ούτε τη συμμετοχή του σε αυτές ούτε τον ή τους τρομοκρατικούς σκοπούς που αυτές επιδίωκαν, συμπεριλαμβανομένης της αφαίρεσης ανθρώπινων ζωών. Τέλος, το προσφεύγον δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι οι απειλές επιθέσεων κατά τουρκικών τουριστικών εγκαταστάσεων μεταξύ των ετών 1995 και 1999 πληρούσαν τα στοιχεία του ορισμού των τρομοκρατικών πράξεων του άρθρου 1, παράγραφος 3, της κοινής θέσης 2001/931, το οποίο μνημονεύει ρητώς, στο στοιχείο θʹ, τις «απειλ[ές] για την πραγματοποίηση […] των συμπεριφορών που απαριθμούνται στα στοιχεία αʹ έως ηʹ», όπως η βία κατά της ζωής ή οι καταστροφές.

144    Επιπλέον, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα με τα οποία το προσφεύγον αμφισβητεί τον χαρακτηρισμό των επίμαχων πράξεων ως τρομοκρατικών για τον λόγο ότι υπάρχουν διαφορές μεταξύ του ορισμού της τρομοκρατικής πράξης στη νομοθεσία του Ηνωμένου Βασιλείου και στο άρθρο 1, παράγραφος 3, της κοινής θέσης 2001/931.Πράγματι, η επίμαχη εθνική νομοθεσία, ήτοι ο νόμος του Ηνωμένου Βασιλείου του 2000 κατά της τρομοκρατίας, προκρίνει τον ίδιο ορισμό σε δύο στάδια της τρομοκρατικής πράξεως με εκείνον της εν λόγω κοινής θέσεως, ορίζοντας τις πράξεις αυτές τόσο βάσει των επιδιωκομένων «σκοπών» όσο και βάσει των μέσων που χρησιμοποιούνται προς τούτο, οι δε «σκοπούς» και τα μέσα αυτά τελούν σε μεγάλο βαθμό σε σχέση αντιστοιχίας. Επομένως, είναι άνευ σημασίας το γεγονός ότι το κριτήριο περί σοβαρότητας συνδέεται στη μεν νομοθεσία του Ηνωμένου Βασιλείου (στην οποία γίνεται αναφορά, για παράδειγμα, σε σοβαρή βία, σε σοβαρή βλάβη) με τα μέσα, στην δε κοινή θέση 2001/931 (στην οποία γίνεται αναφορά, για παράδειγμα, σε σοβαρό εκφοβισμό ενός πληθυσμού, σοβαρή αποσταθεροποίηση ή καταστροφή) με τους «σκοπούς».

145    Όσον αφορά τις πράξεις τις οποίες έλαβαν υπόψη οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου το 2014, επισημαίνεται επαλλήλως (βλ. σκέψεις 116 και 117 ανωτέρω) ότι το Συμβούλιο δεν προσδιόρισε ειδικώς τους τρομοκρατικούς σκοπούς που επιδιώκονταν με καθεμία από αυτές, καθόσον στις αιτιολογικές εκθέσεις (σημείο 19 του παραρτήματος Α) διατυπώνεται μόνον γενικό συμπέρασμα όπου απαριθμείται το σύνολο των σκοπών αυτών (εν προκειμένω οι σκοποί που μνημονεύονται στα στοιχεία αʹ, γʹ, δʹ και στʹ έως θʹ του άρθρου 1, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, της κοινής θέσης 2001/931), τόσο για τις πράξεις που ελήφθησαν υπόψη το 2001 όσο και για εκείνες που ελήφθησαν υπόψη το 2014. Είναι, επομένως, άνευ σημασίας προς τον σκοπό του χαρακτηρισμού ως τρομοκρατικών πράξεων, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, της κοινής θέσης 2001/931, τα επιχειρήματα κατά του Συμβουλίου σύμφωνα με τα οποία αυτό έκρινε ότι οι πράξεις που ελήφθησαν υπόψη το 2014 είχαν προκαλέσει βλάβη στη ζωή προσώπων (άρθρο 1, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, της κοινής θέσης 2001/931), είχαν ως αποτέλεσμα τη χρήση πυροβόλων όπλων (άρθρο 1, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο στʹ, της κοινής θέσης 2001/931) ή είχαν προκαλέσει εκτεταμένη καταστροφή (άρθρο 1, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο δʹ, της κοινής θέσης 2001/931), τα οποία αντιστοιχούν σε τρεις μόνο από τους επτά σκοπούς που ελήφθησαν υπόψη, διευκρινιζομένου επιπλέον ότι οι τρομοκρατικοί αυτοί σκοποί είχαν ληφθεί υπόψη βασίμως σε σχέση με τις πράξεις που αναφέρονται στην απόφαση των αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου το 2001 (βλ. σκέψη 143 ανωτέρω).

146    Κατά συνέπεια, ο λόγος ακυρώσεως που αφορά παράβαση του άρθρου 1, παράγραφος 3, της κοινής θέσης 2001/931 πρέπει να απορριφθεί.

3.      Επί του λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσης 2001/931

147    Υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο επανεξέτασης βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσης 2001/931, το Συμβούλιο μπορεί να διατηρήσει το όνομα του οικείου προσώπου ή οντότητας στον κατάλογο περί δεσμεύσεως κεφαλαίων εφόσον κρίνει ότι εξακολουθεί να υφίσταται ο κίνδυνος ανάμειξης του εν λόγω προσώπου ή οντότητας σε τρομοκρατικές δραστηριότητες, βάσει του οποίου έγινε η αρχική καταχώριση στον κατάλογο αυτόν, οπότε η ως άνω διατήρηση συνιστά, κατ’ ουσίαν, παράταση της αρχικής καταχώρισης του προσώπου ή της οντότητας στον εν λόγω κατάλογο. Προς τούτο, το Συμβούλιο οφείλει να ελέγξει κατά πόσον, μετά την αρχική καταχώριση ή την προηγούμενη επανεξέταση, η πραγματική κατάσταση μεταβλήθηκε κατά τέτοιον τρόπο ώστε να μην μπορεί πλέον να συναχθεί το ίδιο συμπέρασμα σχετικά με την ανάμειξη του εν λόγω προσώπου ή οντότητας σε τρομοκρατικές δραστηριότητες (πρβλ. αποφάσεις της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE, C‑599/14 P, EU:C:2017:583, σκέψεις 46 και 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, της 20ής Ιουνίου 2019, K.P., C‑458/15, EU:C:2019:522, σκέψη 43, και της 22ας Απριλίου 2021, Συμβούλιο κατά PKK, C‑46/19 P, EU:C:2021:316, σκέψη 49).

148    Στο πλαίσιο του ελέγχου του ζητήματος κατά πόσον εξακολουθεί να υφίσταται ο κίνδυνος ανάμειξης του οικείου προσώπου ή οντότητας σε τρομοκρατικές δραστηριότητες, πρέπει να λαμβάνεται δεόντως υπόψη η μετέπειτα έκβαση της εθνικής απόφασης που αποτέλεσε τη βάση της αρχικής καταχώρισης του προσώπου ή της οντότητας στον κατάλογο περί δέσμευσης κεφαλαίων, ειδικότερα δε η κατάργηση ή ανάκληση αυτής της εθνικής απόφασης λόγω νέων πραγματικών περιστατικών ή στοιχείων ή λόγω τροποποίησης της εκτιμήσεως της αρμόδιας εθνικής αρχής (αποφάσεις της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE, C‑599/14 P, EU:C:2017:583, σκέψη 52, και της 22ας Απριλίου 2021, Συμβούλιο κατά PKK, C‑46/19 P, EU:C:2021:316, σκέψη 50).

149    Περαιτέρω, απλώς και μόνον το ότι η εθνική απόφαση που χρησίμευσε ως βάση της αρχικής καταχώρισης εξακολουθεί να βρίσκεται σε ισχύ, δύναται, με γνώμονα το χρονικό διάστημα που έχει παρέλθει ή αναλόγως της εξελίξεως των περιστάσεων της υπόθεσης, ενδέχεται να μη δικαιολογεί αφ’ εαυτού το συμπέρασμα ότι εξακολουθεί να υφίσταται ο κίνδυνος ανάμειξης του προσώπου ή της οντότητας σε τρομοκρατικές δραστηριότητες. Σε τέτοια περίπτωση, ιδίως δε εάν η εθνική απόφαση που αποτέλεσε τη βάση για την αρχική καταχώριση δεν έχει επανεξεταστεί από την αρμόδια αρχή, το Συμβούλιο οφείλει να στηρίξει τη διατήρηση της καταχώρισης του προσώπου ή της οντότητας στον εν λόγω κατάλογο σε επικαιροποιημένη εκτίμηση της καταστάσεως, λαμβανομένων υπόψη πλέον πρόσφατων πραγματικών στοιχείων τα οποία καταδεικνύουν ότι ο κίνδυνος αυτός εξακολουθεί να υφίσταται (πρβλ. αποφάσεις της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE, C‑599/14 P, EU:C:2017:583, σκέψεις 52, 62 και 72, της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά Hamas, C‑79/15 P, EU:C:2017:584, σκέψεις 40 και 50, της 20ής Ιουνίου 2019, K.P., C‑458/15, EU:C:2019:522, σκέψεις 52, 60 και 61, και της 22ας Απριλίου 2021, Συμβούλιο κατά PKK, C‑46/19 P, EU:C:2021:316, σκέψη 51).

150    Οι προϋποθέσεις που ενεργοποιούν αυτή την υποχρέωση επικαιροποίησης, δηλαδή η πάροδος του χρόνου και η εξέλιξη των περιστάσεων των υπό κρίση υποθέσεων, είναι εναλλακτικής φύσεως, τούτο δε παρά τη χρήση του συνδέσμου «και» στη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 149 ανωτέρω. Το δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης επιβεβαίωσε με τον τρόπο αυτό την υποχρέωση του Συμβουλίου περί επικαιροποίησης βάσει του χρόνου που έχει παρέλθει, χωρίς να αναφέρεται κατ’ ανάγκη και σε μεταβολή των περιστάσεων κατά τη διάρκεια του χρονικού διαστήματος αυτού (απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά Hamas, C‑79/15 P, EU:C:2017:584, σκέψεις 32 και 33), ενίοτε μάλιστα επισημαίνοντας ότι η παρέλευση του επίμαχου χρόνου αποτελεί «από μόνη της» παράγοντα που δικαιολογεί την εν λόγω επικαιροποίηση (απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2021, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑160/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:817, σκέψη 176). Πράγματι, απλώς και μόνον η παρέλευση σημαντικού χρονικού διαστήματος μπορεί να είναι αρκετή για να δικαιολογήσει την επικαιροποίηση της εκτίμησης του Συμβουλίου, δεδομένου ότι πρόκειται για εκτίμηση περί του ότι εξακολουθεί να υφίσταται κίνδυνος και, συνεπώς, για εκτίμηση περί της εξέλιξης του κινδύνου αυτού με την πάροδο του χρόνου. Ομοίως, είναι δύσκολο να αγνοηθεί ένα γεγονός που σηματοδοτεί σημαντική μεταβολή των συνθηκών, ακόμη και αν αυτό συνέβη λίγους μόνο μήνες μετά την έκδοση της πράξης περί διατήρησης της καταχώρισης.

151    Εφόσον δικαιολογείται από την πάροδο του χρόνου ή την εξέλιξη των περιστάσεων της υπόθεσης, το Συμβούλιο μπορεί να στηρίζεται, για την αναγκαία επικαιροποίηση της εκτιμήσεώς του, σε πρόσφατα στοιχεία τα οποία αντλούνται όχι μόνον από εθνικές αποφάσεις που έχουν εκδώσει αρμόδιες αρχές, αλλά και από άλλες πηγές και, ως εκ τούτου, στις δικές του εκτιμήσεις (πρβλ. αποφάσεις της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE, C‑599/14 P, EU:C:2017:583, σκέψεις 52, 62 και 72, της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά Hamas, C‑79/15 P, EU:C:2017:584, σκέψεις 40 και 50, της 20ής Ιουνίου 2019, K.P., C‑458/15, EU:C:2019:522, σκέψεις 52, 60 και 61, και της 22ας Απριλίου 2021, Συμβούλιο κατά PKK, C‑46/19 P, EU:C:2021:316, σκέψη 51).

152    Είναι σημαντικό να τονιστεί, συναφώς, σε απάντηση του επιχειρήματος που προέβαλε το προσφεύγον στην υπόθεση T‑316/14 RENV, σχετικά με προβαλλόμενη υποχρέωση επανεξέτασης από τις εθνικές αρχές και αναγκαία υποχρέωση του Συμβουλίου να στηριχθεί στις επανεξετάσεις αυτές, ότι, ακριβώς επειδή το σύστημα περιοριστικών μέτρων που καθιερώθηκε με την κοινή θέση 2001/931 δεν προβλέπει μηχανισμό ο οποίος θα παρείχε στο Συμβούλιο τη δυνατότητα να έχει στη διάθεσή του, εφόσον παρίσταται ανάγκη, εθνικές αποφάσεις εκδοθείσες μετά την αρχική καταχώριση του προσώπου ή της οντότητας στον επίμαχο κατάλογο, προκειμένου να διενεργεί τις επανεξετάσεις στις οποίες υποχρεούται να προβαίνει βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσης αυτής, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το σύστημα αυτό επιβάλλει στο Συμβούλιο να διενεργεί τις εν λόγω επανεξετάσεις αποκλειστικώς βάσει τέτοιων εθνικών αποφάσεων, άλλως θα περιορίζονταν αδικαιολογήτως τα μέσα τα οποία διαθέτει προς τούτο το Συμβούλιο (αποφάσεις της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE, C‑599/14 P, EU:C:2017:583, σκέψεις 63 και 64, και της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά Hamas, C‑79/15 P, EU:C:2017:584, σκέψη 45).

153    Υπενθυμίζεται επίσης ότι, όσον αφορά τα πιο πρόσφατα στοιχεία που αφορούν την επικαιροποιημένη εκτίμηση της κατάστασης, είτε αυτά προέρχονται από εθνικές αποφάσεις είτε από άλλες πηγές, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει να εξακριβώσει, αφενός, την τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που προβλέπεται στο άρθρο 296 ΣΛΕΕ και, ως εκ τούτου, τον αρκούντως ακριβή και συγκεκριμένο χαρακτήρα των παρατιθέμενων λόγων καθώς και, αφετέρου, το ζήτημα αν οι λόγοι αυτοί είναι τεκμηριωμένοι, στοιχείο που συνεπάγεται ότι ο δικαστής της Ένωσης βεβαιώνεται, στο πλαίσιο του ελέγχου της νομιμότητας των εν λόγω πράξεων, ότι αυτές στηρίζονται σε αρκούντως βάσιμα πραγματικά στοιχεία και ελέγχει την ακρίβεια των πραγματικών περιστατικών που παρατίθενται στην αιτιολογική έκθεση, στην οποία στηρίζεται η διατήρηση σε ισχύ της καταχωρίσεως στους καταλόγους περί δεσμεύσεως κεφαλαίων (πρβλ. αποφάσεις της 18ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κ.λπ. κατά Kadi, C‑584/10 P, C‑593/10 P και C‑595/10 P, EU:C:2013:518, σκέψεις 118 και 119, της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE, C‑599/14 P, EU:C:2017:583, σκέψη 70, και της 22ας Απριλίου 2021, Συμβούλιο κατά PKK, C‑46/19 P, EU:C:2021:316, σκέψη 52).

154    Για τους σκοπούς του εν λόγω δικαστικού ελέγχου, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ή οντότητα μπορεί, στο πλαίσιο της προσφυγής κατά της διατηρήσεως του ονόματός του στον επίμαχο κατάλογο περί δεσμεύσεως κεφαλαίων, να αμφισβητήσει το σύνολο των στοιχείων στα οποία στηρίχθηκε το Συμβούλιο προκειμένου να αποδείξει ότι εξακολουθεί να υφίσταται ο κίνδυνος ανάμειξης του εν λόγω προσώπου ή οντότητας σε τρομοκρατικές δραστηριότητες, ανεξαρτήτως αν τα στοιχεία αυτά αντλούνται από εθνική απόφαση που εξέδωσε αρμόδια αρχή ή από άλλες πηγές. Σε περίπτωση αμφισβήτησης, απόκειται στο Συμβούλιο να αποδείξει το υποστατό των προβαλλόμενων πραγματικών περιστατικών και στον δικαστή της Ένωσης να ελέγξει την ακρίβεια αυτών (βλ. αποφάσεις της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE, C‑599/14 P, EU:C:2017:583, σκέψη 71 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 22ας Απριλίου 2021, C‑46/19 P, Συμβούλιο κατά PKK, EU:C:2021:316, σκέψη 53). Επιβάλλεται συναφώς η επισήμανση ότι, λαμβανομένου υπόψη του συστήματος ειδικής συνεργασίας μεταξύ του Συμβουλίου και των κρατών μελών που καθιερώθηκε με την κοινή θέση 2001/931 και της απορρέουσας από αυτό υποχρέωσης του Συμβουλίου να στηρίζεται, στο μέτρο του δυνατού, στην εκτίμηση των εθνικών αρχών, οι αποφάσεις των αρχών αυτών έχουν ιδιαίτερη αποδεικτική αξία, καθιστώντας επομένως ευχερέστερη τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών από το Συμβούλιο και τον έλεγχό τους από τον δικαστή της Ένωσης, όταν τα περιστατικά αυτά έχουν προηγουμένως διαπιστωθεί από τις αρμόδιες εθνικές αρχές.

155    Το ζήτημα αν οι πράξεις του 2014, οι πράξεις των ετών 2015 έως 2017 και οι αποφάσεις του 2019 εκδόθηκαν σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσης 2001/931, πρέπει να εξετασθεί υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, απαιτουμένης δε διακρίσεως μεταξύ των τριών αυτών κατηγοριών πράξεων και λαμβανομένων υπόψη των διαφορετικών στοιχείων που συνεκτιμήθηκαν για την επικαιροποίηση της εκτίμησης του Συμβουλίου στις συνοδευτικές αιτιολογικές εκθέσεις.

1)      Επί της επανεξέτασης που διενήργησε το Συμβουλίου επί των πράξεων του 2014 (υπόθεση T316/14 RENV)

156    Από τις αιτιολογικές εκθέσεις των πράξεων του 2014 προκύπτει ότι το Συμβούλιο, προκειμένου να διατηρήσει το όνομα του προσφεύγοντος στους επίμαχους καταλόγους, στηρίχθηκε, αφού έλαβε υπόψη το ιστορικό των τρομοκρατικών δραστηριοτήτων του προσφεύγοντος από το 1984 και την κατάπαυση του πυρός που κήρυξε μονομερώς το προσφεύγον ιδίως από το 2009, όχι μόνο στις αποφάσεις των αρχών των Ηνωμένων Πολιτειών και της Τουρκίας οι οποίες είναι προγενέστερες του 2009, αλλά και στο γεγονός ότι η απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου του 2001, στην οποία βασίστηκε η αρχική καταχώριση του PKK, παρέμενε σε ισχύ, καθώς και σε έναν κατάλογο 69 περιστατικών μεταξύ της 14ης Νοεμβρίου 2003 και της 19ης Οκτωβρίου 2011, τα οποία το Συμβούλιο έκρινε ότι συνιστούν «τρομοκρατικές πράξεις», κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, της κοινής θέσης 2001/931, και τα οποία αποδίδονται στο προσφεύγον (βλ. σκέψεις 11 και 12 ανωτέρω).

157    Το προσφεύγον προσάπτει στο Συμβούλιο ότι δεν στηρίχθηκε, για τη διατήρηση του ονόματός του στους επίμαχους καταλόγους, σε επικαιροποιημένη εκτίμηση της καταστάσεως, όπως όφειλε να πράξει βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσης 2001/931. Συγκεκριμένα, το Συμβούλιο βασίστηκε αποκλειστικά σε παρωχημένες πληροφορίες αντλούμενες από εθνικές αποφάσεις και δεν έλαβε υπόψη του τις πολυάριθμες πλέον πρόσφατες πληροφορίες που προσκόμισε το προσφεύγον σχετικά με την ειρηνευτική διαδικασία που ξεκίνησε το 2012, την κατάπαυση του πυρός που ακολούθησε, τη συνακόλουθη απόσυρση των στρατευμάτων του από το τουρκικό έδαφος και τη συμμετοχή του στον αγώνα κατά του Daech, στοιχείο που είχε ως αποτέλεσμα πλείονες εκκλήσεις, το 2014, για τη διαγραφή του από τους καταλόγους τρομοκρατικών οργανώσεων.

158    Πρώτον, πρέπει να επισημανθεί ότι έχει παρέλθει σημαντικό χρονικό διάστημα μεταξύ της έκδοσης της απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου του 2001 και των πράξεων του 2014, στοιχείο που δικαιολογεί αφ’ εαυτού την επικαιροποίηση της εκτίμησης του Συμβουλίου ως προς το αν εξακολουθεί να υφίσταται κίνδυνος ανάμειξης του PKK σε τρομοκρατικές δραστηριότητες.

159    Δεύτερον, διαπιστώνεται ότι, στο χρονικό διάστημα των δεκατριών ετών που μεσολάβησαν μεταξύ της έκδοσης της απόφασης του 2001 και της έκδοσης των πράξεων του 2014, συνέβησαν διάφορα γεγονότα τα οποία σηματοδότησαν εξέλιξη των περιστάσεων κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 149 ανωτέρω.

160    Στις πράξεις του 2014 μνημονεύονται πλείονες περιπτώσεις καταπαύσεως του πυρός που κήρυξε μονομερώς το PKK το 2005, το 2006 και «από το 2009», καθώς και ενός «χάρτη πορείας τριών σταδίων» με σκοπό την ειρήνη που καταρτίστηκε από το PKK το 2003. Πρέπει επίσης να αναφερθούν, μολονότι δεν υπάρχει σχετική μνεία στην αιτιολογική έκθεση των πράξεων του 2014, οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις μεταξύ του PKK και της Τουρκικής Κυβέρνησης το 2012 και το 2013 και στην έκκληση για ειρήνη που απηύθυνε ο Abdullah Öcalan, ιδρυτής και ηγέτης του PKK, στις 21 Μαρτίου 2013, τις οποίες αμφότερες επικαλείται το προσφεύγον (βλ. σκέψεις 167 έως 171 κατωτέρω).

161    Αντιθέτως, η συμμετοχή του προσφεύγοντος στον αγώνα κατά του Daech δεν συνιστά, στο παρόν στάδιο, γεγονός που σηματοδοτεί εξέλιξη των περιστάσεων ώστε να δικαιολογεί επικαιροποίηση, δεδομένου ότι, σύμφωνα με το υλικό του φακέλου, η συμμετοχή αυτή άρχισε κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2014, δηλαδή μετά την έκδοση των πράξεων του 2014.

162    Κατά συνέπεια, το Συμβούλιο όφειλε να επικαιροποιήσει την εκτίμησή του ως προς το αν εξακολουθεί να υφίσταται κίνδυνος ανάμειξης του προσφεύγοντος σε τρομοκρατικές δραστηριότητες.

163    Προς τον σκοπό αυτό, το Συμβούλιο απαρίθμησε μεγάλο αριθμό περιστατικών που συνέβησαν μεταξύ της 14ης Νοεμβρίου 2003 και της 19ης Οκτωβρίου 2011, συμπεριλαμβανομένων 17 περιστατικών μεταξύ της 17ης Ιανουαρίου 2010 και της 19ης Οκτωβρίου 2011, τα οποία ήταν μεταγενέστερα των καταπαύσεων του πυρός που είχε κηρύξει μονομερώς το PKK από το 2009.

164    Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί, κατ’ αρχάς, ότι το Δικαστήριο έκρινε, με την απόφαση της 22ας Απριλίου 2021, Συμβούλιο κατά PKK (C‑46/19 P, EU:C:2021:316), ότι η εν λόγω επικαιροποίηση ήταν επαρκώς αιτιολογημένη και ότι το Γενικό Δικαστήριο δεσμεύεται από την εκτίμηση αυτή. Κατά το Δικαστήριο, οι αιτιολογικές εκθέσεις των πράξεων του 2014 κατέστησαν εφικτό στο PKK να λάβει γνώση των ειδικών και συγκεκριμένων λόγων για τους οποίους το Συμβούλιο έκρινε ότι, παρά τις καταπαύσεις του πυρός που είχαν κηρυχθεί μονομερώς από το 2009, εξακολουθούσε να υφίσταται κίνδυνος ανάμειξης της οργάνωσης αυτής σε τρομοκρατικές δραστηριότητες. Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι τα στοιχεία που περιλαμβάνονταν στις εν λόγω αιτιολογικές εκθέσεις ήταν επαρκή ώστε το PKK να είναι σε θέση να κατανοήσει όσα του προσάπτονταν προκειμένου, εφόσον παρίστατο ανάγκη, να έχει τη δυνατότητα να τα αμφισβητήσει και για να μπορέσει το Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον εκ μέρους του έλεγχο (απόφαση της 22ας Απριλίου 2021, Συμβούλιο κατά PKK, C‑46/19 P, EU:C:2021:316, σκέψεις 61 και 62).

165    Επισημαίνεται επίσης, εν συνεχεία, ότι το προσφεύγον αμφισβήτησε βασίμως το υποστατό, ή τη δυνατότητα καταλογισμού σ’ αυτό, ορισμένων μόνο από τα εν λόγω περιστατικά. Πράγματι, μολονότι από τη νομολογία προκύπτει σαφώς ότι το οικείο πρόσωπο ή οντότητα δεν υποχρεούται, για τους σκοπούς της εν λόγω αμφισβήτησης, να προσκομίσει την αντίθετη απόδειξη του αβασίμου των λόγων αυτών (βλ. απόφαση της 22ας Απριλίου 2021, Συμβούλιο κατά PKK, C‑46/19 P, EU:C:2021:316, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), ωστόσο οφείλει, τουλάχιστον, να επισημάνει ειδικώς τα περιστατικά τα οποία αμφισβητεί (πρβλ. απόφαση της 6ης Μαρτίου 2019, Hamas κατά Συμβουλίου, T‑289/15, EU:T:2019:138, σκέψη 151 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Το προσφεύγον, όμως, αμφισβητεί ειδικώς μόνον ορισμένα από τα 69 περιστατικά. Ομοίως, λαμβανομένης υπόψη της προαναφερθείσας εκτίμησης του Δικαστηρίου σχετικά με την τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως από το Συμβούλιο, το προσφεύγον δεν μπορεί να προβάλει βασίμως έλλειψη ακρίβειας κατά την περιγραφή των επίμαχων περιστατικών στις αιτιολογικές εκθέσεις, προκειμένου να υποστηρίξει ότι δεν ήταν σε θέση να ασκήσει προσφυγή. Επίσης, δεν μπορεί να προσάψει στο Συμβούλιο ότι δεν μνημόνευσε τις πηγές των πληροφοριών σχετικά με τα περιστατικά που λαμβάνονται υπόψη, δεδομένου ότι το Συμβούλιο δεν υποχρεούται να προβεί σε τέτοια μνεία, καθόσον μάλιστα η έλλειψη της μνείας αυτής δεν εμποδίζει την οντότητα, της οποίας η καταχώριση διατηρείται σε ισχύ, να κατανοήσει τους λόγους της διατήρησης αυτής και καθόσον η εν λόγω οντότητα μπορεί να ζητήσει την παροχή πρόσβαση στα έγγραφα του Συμβουλίου (πρβλ. απόφαση της 22ας Απριλίου 2021, Συμβούλιο κατά PKK, C‑46/19 P, EU:C:2021:316, σκέψη 64· βλ., επίσης, απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2021, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑160/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:817, σκέψεις 378 έως 380 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Ως εκ τούτου, εν προκειμένω συνάγεται, μεταξύ άλλων, ότι από τα 17 περιστατικά που συνέβησαν από το 2010 έως και το 2011 το προσφεύγον αμφισβήτησε μόνον έναν περιορισμένο αριθμό από αυτά.

166    Μπορεί, επομένως, να γίνει δεκτό, λαμβανομένου υπόψη και του ορθού χαρακτηρισμού των επίμαχων περιστατικών ως τρομοκρατικών πράξεων (βλ. σκέψεις 116, 117 και 146 ανωτέρω), ότι το Συμβούλιο τήρησε την υποχρέωσή του για επικαιροποίηση έως το 2011. Προκύπτει επίσης ότι το Δικαστήριο δεν χρειάζεται να αποφανθεί επί των αιτιάσεων που βάλλουν κατά του Συμβουλίου επειδή αυτό στηρίχθηκε στην απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου του 2006 για την απαγόρευση του «KADEK» και του «KONGRA-GEL» και στις αποφάσεις των τουρκικών δικαστηρίων κρατικής ασφαλείας, εκ των οποίων οι πλέον πρόσφατες ανάγονται στο 2006.

167    Ωστόσο, μεταξύ των ετών 2011 και 2014, δηλαδή κατά χρονικό διάστημα ως προς το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν απαιτεί, αυτό καθεαυτό επικαιροποίηση των καταλόγων (πρβλ. απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2021, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑160/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:817, σκέψη 208 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), μεσολάβησαν η εκ μέρους του A. Öcalan έκκληση για ειρήνη και ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις μεταξύ του PKK και των τουρκικών αρχών (βλ. σκέψη 160 ανωτέρω), οι οποίες δεν μνημονεύονται ούτε στις πράξεις του 2014 και τις αιτιολογικές τους εκθέσεις ούτε στα έγγραφα με τα οποία κοινοποιήθηκαν οι πράξεις αυτές στο προσφεύγον.

168    Τα ως άνω στοιχεία, όμως, μαρτυρούν εξέλιξη των περιστάσεων η οποία δικαιολογεί επικαιροποιημένη εκτίμηση της κατάστασης.

169    Κατ’ αρχάς, η έκκληση του A. Öcalan για ειρήνη δεν ήταν μια μεμονωμένη δήλωση, αλλά εντασσόταν σε πλαίσιο διαπραγματεύσεων που βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη αρκετούς μήνες πριν από το χρονικό σημείο κατά το οποίο έγινε η συγκεκριμένη έκκληση. Συνεπώς, το κρίσιμο ζήτημα δεν ήταν απλώς η, εξ’ ορισμού μονομερής, προσωρινή παύση ή αναστολή των τρομοκρατικών δραστηριοτήτων αλλά, γενικότερα, οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις, οι οποίες είναι ως εκ της φύσεώς τους διμερείς και στο πλαίσιο των οποίων κηρύχθηκε η παύση ή αναστολή των τρομοκρατικών δραστηριοτήτων. Ως εκ τούτου, δεν ασκεί επιρροή η νομολογία που επικαλείται το Συμβούλιο σχετικά με την απειλή που μπορεί να εξακολουθεί να συνιστά μια οργάνωση η οποία τέλεσε κατά το παρελθόν τρομοκρατικές πράξεις παρά την αναστολή των τρομοκρατικών δραστηριοτήτων της, κατά μικρότερη ή μεγαλύτερη περίοδο, ενδεχομένως δε και παρά τη φαινομενική παύση τους (απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2008, People’s Mojahedin Organization of Iran κατά Συμβουλίου, T‑256/07, EU:T:2008:461, σκέψη 112). Επιπλέον, μολονότι το Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 61 και 62 της απόφασης της 22ας Απριλίου 2021, Συμβούλιο κατά PKK (C‑46/19 P, EU:C:2021:316), ότι το Συμβούλιο είχε αιτιολογήσει βάσιμα ότι εξακολουθεί να υφίσταται κίνδυνος ανάμειξης του προσφεύγοντος σε τρομοκρατικές δραστηριότητες παρά τις κηρυχθείσες καταπαύσεις του πυρός, όπως ισχυρίζεται το Συμβούλιο, η κρίση αυτή στηρίχθηκε στη μνεία πραγματικών περιστατικών μεταγενέστερων της κήρυξης των καταπαύσεων του πυρός.

170    Εν συνεχεία, οι αρχές της Ένωσης, εν προκειμένω οι ανώτατες αρχές στο τομέα της εξωτερικής πολιτικής, δηλαδή η Ύπατη Εκπρόσωπος της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας και ο αρμόδιος για τη Διεύρυνση και την Ευρωπαϊκή Πολιτική Γειτονίας επίτροπος, έχουν αναγνωρίσει οι ίδιοι αυτό που χαρακτήρισαν ως «ειρηνευτική διαδικασία». Πράγματι, με ανακοινωθέν Τύπου της 21ης Μαρτίου 2013, η Ύπατη Εκπρόσωπος της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας και ο αρμόδιος για τη Διεύρυνση και την Ευρωπαϊκή Πολιτική Γειτονίας επίτροπος προέβησαν σε κοινή δήλωση, επικροτώντας την πρόσκληση του A. Öcalan προς το PKK να καταθέσει τα όπλα και να αποσυρθεί εκτός των συνόρων της Τουρκίας, παροτρύνοντας όλα τα μέρη να εργασθούν ακατάπαυστα προκειμένου να επέλθει ειρήνη και ευημερία για όλους τους πολίτες της Τουρκίας και παρέχοντας πλήρη στήριξη στην ειρηνευτική διαδικασία.

171    Τέλος, επισημαίνεται ότι η ως άνω διαδικασία βρισκόταν σε εξέλιξη για περισσότερο από ένα έτος πριν από την ημερομηνία εκδόσεως της πρώτης πράξης του 2014 και για περισσότερο από 18 μήνες πριν από την ημερομηνία εκδόσεως της δεύτερης πράξης του 2014, χωρίς να υπάρχει κανένα στοιχείο στις πράξεις του 2014 ή στο φάκελο που να υποδηλώνει ότι η διαδικασία είχε τερματιστεί κατά το χρονικό σημείο εκδόσεως των πράξεων αυτών.

172    Πρέπει να διευκρινιστεί ότι, κατ’ αυτόν τον τρόπο και σύμφωνα με την απόφαση της 22ας Απριλίου 2021, Συμβούλιο κατά PKK (C‑46/19 P, EU:C:2021:316, σκέψεις 56, 57, 74 και 88), δεν μπορεί από τη σιωπή του Συμβουλίου να συναχθεί έλλειψη αιτιολογίας. Μπορεί, όμως, να συναχθεί από το γεγονός ότι το Συμβούλιο δεν αναφέρει ότι εξέτασε ή έλαβε υπόψη τους ως άνω παράγοντες ότι η διενεργηθείσα επανεξέταση δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσης 2001/931.

173    Η συγκεκριμένη ανάλυση ενισχύεται από το ότι το Συμβούλιο ουδόλως μνημονεύει ρητώς τα στοιχεία αυτά στα υπομνήματά του, αναφέροντας απλώς με γενικό τρόπο τις δηλώσεις περί παύσης των τρομοκρατικών και ενόπλων δραστηριοτήτων, για τις οποίες πρέπει να επισημανθεί, αφενός, ότι δεν είναι οι μόνες κρίσιμες εν προκειμένω, δεδομένου ότι η σχετική δήλωση του A. Öcalan εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο διαδικασίας (βλ. σκέψη 169 ανωτέρω), και, αφετέρου, ότι στο παρελθόν είχαν ως αποτέλεσμα τον εκ μέρους του Συμβουλίου έλεγχο, όσον αφορά ειδικότερα τις καταπαύσεις πυρός του 2005 και του 2006, της συνέχισης των τρομοκρατικών δραστηριοτήτων του PKK μετά τις εν λόγω καταπαύσεις του πυρός (βλ. σκέψεις 160 και 163 ανωτέρω), κάτι το οποίο δεν συνέβη μετά τις διαπραγματεύσεις και τις δηλώσεις του 2012 και του 2013.

174    Εξάλλου, στερείται συναφώς σημασίας η δήλωση του A. Öcalan της 21ης Μαρτίου 2015, περί εκκλήσεως για τη διοργάνωση κουρδικού συνεδρίου με σκοπό να αποφασιστεί ο τερματισμός του ενόπλου αγώνα, την οποία προέβαλε το Συμβούλιο στα υπομνήματά του και η οποία, κατά το καθού, κατεδείκνυε ότι, πριν από τη συγκεκριμένη ημερομηνία, δεν είχε ληφθεί καμία σχετική απόφαση. Πράγματι, ακόμη και αν η εκτίμηση περί εξακολούθησης του κινδύνου ανάμειξης σε τρομοκρατικές δραστηριότητες μπορεί να προϋποθέτει εν μέρει ανάλυση βάσει προοπτικών, δεν μπορεί να θέτει εν αμφιβόλω πάγια νομολογία, μεταξύ άλλων και στον τομέα των περιοριστικών μέτρων, κατά την οποία η νομιμότητα πράξεως της Ένωσης πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα τα διαθέσιμα κατά την ημερομηνία έκδοσης της πράξης πραγματικά και νομικά στοιχεία (βλ. αποφάσεις της 3ης Σεπτεμβρίου 2015, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑398/13 P, EU:C:2015:535, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 4ης Σεπτεμβρίου 2015, NIOC κ.λπ. κατά Συμβουλίου, T‑577/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:596, σκέψη 112 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), ώστε να μπορούν να λαμβάνονται υπόψη μόνο τα πραγματικά στοιχεία που υπήρχαν κατά τον χρόνο έκδοσης των προσβαλλομένων πράξεων [βλ. απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2021, Al Zoubi κατά Συμβουλίου, T‑257/19, EU:T:2021:819, σκέψη 58 (μη δημοσιευθείσα) και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

175    Κατά συνέπεια, το Συμβούλιο παρέβη το άρθρο 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσης 2001/931, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα την ακύρωση των πράξεων του 2014, παρέλκει δε η εξέταση του λόγου ακυρώσεως περί παράβασης των άρθρων 4 και 51 του Χάρτη, ο οποίος στρέφεται κατά της απλής συνεκτίμησης των αποφάσεων των τουρκικών δικαστηρίων ασφαλείας (βλ. σκέψη 166 ανωτέρω), καθώς και η εξέταση των τριών λόγων ακυρώσεως που προβάλλονται προς στήριξη του αιτήματος ακυρώσεως των πράξεων του 2014.

2)      Επί της εκ μέρους του Συμβουλίου επανεξέτασης των πράξεων των ετών 2015 έως 2017 (υπόθεση Τ-316/14 RENV)

176    Πρέπει να επισημανθεί, ευθύς εξαρχής, ότι το Συμβούλιο μνημόνευσε, στις αιτιολογικές εκθέσεις των πράξεων των ετών 2015 έως 2017, νέα στοιχεία τα οποία, κατά την άποψή του, δικαιολογούσαν τη διατήρηση του ονόματος του προσφεύγοντος στους επίμαχους καταλόγους.

177    Ειδικότερα, το Συμβούλιο μνημόνευσε μια νέα απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου της 3ης Δεκεμβρίου 2014 καθώς και, πέραν του ότι επισήμανε για πρώτη φορά τις ημερομηνίες των αποφάσεων των αρχών των Ηνωμένων Πολιτειών στις οποίες βασίστηκε η αρχική καταχώριση (1997 και 2001), την επανεξέταση που διενεργήθηκε από τις αρχές αυτές στις 21 Νοεμβρίου 2013 και στον «διοικητικό φάκελο» του Υπουργείου Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών, ο οποίος επίσης χρονολογείται από το 2013, προσδιορίζοντας τα περιστατικά στα οποία βασίστηκαν οι σχετικές εθνικές αποφάσεις και τα περιστατικά εκείνα που περιέχονται στον διοικητικό φάκελο. Επίσης, για πρώτη φορά βασίστηκε σε πλείονες γαλλικές δικαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν μεταξύ των ετών 2011 και 2014. Το Συμβούλιο ανέφερε επιπλέον ότι εξέτασε εάν υπήρχαν στη διάθεσή του στοιχεία τα οποία συνηγορούσαν υπέρ της διαγραφής του ονόματος του PKK και, καθόσον δεν εντόπισε κανένα τέτοιο στοιχείο, εκτίμησε ότι οι λόγοι για την καταχώριση του PKK στον κατάλογο εξακολουθούσαν να συντρέχουν (βλ. σκέψη 13 ανωτέρω).

178    Το προσφεύγον αμφισβητεί τα περιστατικά στα οποία στηρίζεται η απόφαση του Ηνωμένου Βασιλείου του 2014, επισημαίνει δε ότι η εν λόγω απόφαση δεν εκδόθηκε κατόπιν αιτήματος του ιδίου για άρση της απαγόρευσης και ότι, ως εκ τούτου, δεν έχει εκδοθεί βάσει όλων των σχετικών στοιχείων. Υποστηρίζει ότι, όσον αφορά την απόφαση των Ηνωμένων Πολιτειών του 2013, δεν αποδεικνύεται ότι ο διοικητικός φάκελος του Υπουργείου Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών που φέρει την ίδια ημερομηνία αποτέλεσε τη βάση για τη συγκεκριμένη απόφαση. Όσον αφορά τις αποφάσεις των γαλλικών δικαστηρίων του 2011, του 2013 και του 2014, το προσφεύγον επισημαίνει ότι δεν ήταν διάδικος στις δίκες που κατέληξαν στην έκδοση των στις εν λόγω αποφάσεων, ότι, επιπροσθέτως, οι αποφάσεις αυτές δεν βασίστηκαν σε αμερόληπτα, αντικειμενικά και ουσιαστικά στοιχεία, ιδίως επειδή μεγάλος όγκος από τις πληροφορίες που ελήφθησαν υπόψη προέρχονταν από την Τουρκία, και ότι βασίστηκαν σε ορισμό της τρομοκρατικής πράξης ευρύτερο από εκείνον της κοινής θέσης 2001/931 καθώς και σε πράξεις αποδιδόμενες στο προσφεύγον οι οποίες είναι προγενέστερες του 2007. Στις παρατηρήσεις του επί της απόφασης της 22ας Απριλίου 2021, Συμβούλιο κατά PKK (C‑46/19 P, EU:C:2021:316), το προσφεύγον καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν τίθεται εν αμφιβόλω η κρίση του Γενικού Δικαστηρίου κατά την οποία οι γαλλικές δικαστικές αποφάσεις δεν αποτελούσαν επαρκή βάση προς δικαιολόγηση της διατήρησης του ονόματος του προσφεύγοντος στους επίμαχους καταλόγους, δεδομένου ότι τούτο δεν αμφισβητήθηκε με την αίτηση αναιρέσεως που άσκησε το Συμβούλιο. Τέλος, το προσφεύγον προσάπτει στο Συμβούλιο ότι δεν έλαβε υπόψη τα λεπτομερή και τεκμηριωμένα βάσει εγγράφων στοιχεία που προέβαλε με το δικόγραφο της προσφυγής του και με το υπόμνημά του απαντήσεως, σύμφωνα με τα οποία το προσφεύγον αποτελεί σημαντικό εταίρο των δυνάμεων του συνασπισμού των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης με σκοπό την καταπολέμηση του Daech.

179    Επομένως, πρέπει να εξετασθεί εάν βάσει των νέων αυτών στοιχείων είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι το Συμβούλιο διατήρησε βασίμως το όνομα του προσφεύγοντος στους επίμαχους καταλόγους, λαμβανομένων υπόψη των επιχειρημάτων με τα οποία αμφισβητούνται τα ανωτέρω και τα οποία προβλήθηκαν από το τελευταίο, αρχής γενομένης από τα επιχειρήματα που βάλλουν κατά του ότι το Συμβούλιο στηρίχθηκε στην απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου του 2014.

180    Στις πράξεις των ετών 2015 έως 2017, το Συμβούλιο διευκρινίζει ότι η ως άνω απόφαση βασίζεται στα εξής στοιχεία:

–        στην επίθεση, τον Μάιο του 2014, στο εργοτάξιο ενός νέου τουρκικού στρατιωτικού φυλακίου κατά την οποία τραυματίστηκαν δύο στρατιωτικοί·

–        στην επίθεση, τον Αύγουστο του 2014, σε σταθμό παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και στην απαγωγή τριών Κινέζων μηχανικών (σημείο 17 του παραρτήματος Α των αιτιολογικών εκθέσεων)·

–        στην ανακοίνωση του ΡΚΚ, τον Οκτώβριο του 2014, ότι θα διέκοπτε τις ειρηνευτικές συνομιλίες με τη Δημοκρατία της Τουρκίας εάν η τελευταία δεν επενέβαινε κατά του Daech (σημείο 18 του παραρτήματος Α των αιτιολογικών εκθέσεων).

181    Πρέπει να σημειωθεί εξαρχής ότι η απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου του 2014 εκδόθηκε από αρμόδια αρχή κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931, δεδομένου ότι προέρχεται από την ίδια αρχή που εξέδωσε την απόφαση του 2001 (βλ. σκέψη 67 ανωτέρω). Επομένως, ακόμη και αν το Συμβούλιο δεν υποχρεούται να βασιστεί σε στοιχεία που προκύπτουν από αποφάσεις αρμόδιων εθνικών αρχών προκειμένου να διατηρήσει το όνομα οντότητας στους καταλόγους περί δέσμευσης κεφαλαίων (βλ. σκέψεις 151 και 152 ανωτέρω), εντούτοις, οσάκις στηρίζεται σε τέτοιες αποφάσεις με σκοπό την εν λόγω διατήρηση, πρέπει να αναγνωρίζεται ιδιαίτερη αποδεικτική ισχύς στα στοιχεία που προέρχονται από τις αποφάσεις αυτές (βλ. ανωτέρω σκέψη 154).

182    Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο έκρινε, με την απόφαση της 22ας Απριλίου 2021, Συμβούλιο κατά PKK (C‑46/19 P, EU:C:2021:316), ότι η μνεία της επίθεσης του Αυγούστου του 2014 δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη σε αντίθεση με τη μνεία των πράξεων του Μαΐου και του Οκτωβρίου του 2014 (σκέψεις 78 έως 80). Επιπλέον, έκρινε ότι, στο μέτρο που το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, στη σκέψη 103 της απόφασης της 15ης Νοεμβρίου 2018, PKK κατά Συμβουλίου (T‑316/14, EU:T:2018:788), ότι το PKK είχε προβάλει επιχειρήματα προς αμφισβήτηση της δυνατότητας να του καταλογισθούν τα περιστατικά που μνημονεύονται στην απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών του 2014 περί επανεξετάσεως, όπως περιγράφονται στο παράρτημα Α των πράξεων των ετών 2015 έως 2017, και του χαρακτηρισμού τους ως τρομοκρατικών πράξεων κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, της κοινής θέσης 2001/931, η εν λόγω επιχειρηματολογία αποσκοπούσε στην αμφισβήτηση του υποστατού των μνημονευόμενων πραγματικών περιστατικών, καθώς και του νομικού χαρακτηρισμού τους, στοιχείο που δεν αποσκοπεί να καταδείξει την εκ μέρους του Συμβουλίου παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, αλλά να αμφισβητήσει την ουσιαστική νομιμότητα των εν λόγω πράξεων και, ως εκ τούτου, να ενεργοποιήσει την υποχρέωση του Συμβουλίου να τεκμηριώσει το βάσιμο των προβαλλόμενων λόγων (σκέψη 81).

183    Εν προκειμένω, διαπιστώνεται, κατόπιν της απαντήσεως του προσφεύγοντος σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι το προσφεύγον αμφισβήτησε μόνον την απειλή περί διακοπής των ειρηνευτικών συνομιλιών που διατύπωσε τον Οκτώβριο του 2014, υποστηρίζοντας ότι απλώς προειδοποίησε τις τουρκικές αρχές για τον κίνδυνο αποτυχίας των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων εάν δεν ενεργούσαν κατά του Daech, χωρίς να απειλήσει με διακοπή των διαπραγματεύσεων. Αντιθέτως, καταγράφηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως ότι το προσφεύγον είχε δεχθεί ότι μπορούσαν να του καταλογιστούν οι πράξεις που τέλεσαν οι Κούρδοι αντάρτες των Δυνάμεων Λαϊκής Άμυνας (HPG), στοιχείο από το οποίο συνάγεται ότι δεν αμφισβητούσε πλέον την επίθεση του Μαΐου του 2014. Πράγματι, ο καταλογισμός στις HPG και όχι στο PKK ήταν ο μόνος λόγος αμφισβήτησης που είχε προβάλει το προσφεύγον σχετικά με την επίθεση αυτή στο υπόμνημα προσαρμογής των αιτημάτων του.

184    Επιπλέον, όσον αφορά το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι η απόφαση του 2014 δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη, για τον λόγο ότι το αίτημα για την άρση της απαγόρευσης επί του οποίου εκδόθηκε δεν προερχόταν από το ΡΚΚ, από τη νομολογία προκύπτει ότι πρέπει να λαμβάνεται δεόντως υπόψη η μετέπειτα έκβαση της εθνικής απόφασης στην οποία στηρίχθηκε η αρχική καταχώριση και ότι κρίσιμη, συναφώς, είναι η ενδεχόμενη κατάργηση ή ανάκληση ή, αντιστρόφως, επικύρωση της εν λόγω εθνικής απόφασης λόγω νέων πραγματικών περιστατικών ή παραγόντων ή λόγω μεταβολής της εκτίμησης ή προσθήκης στην εν λόγω εκτίμηση, και όχι τόσο το ποια οντότητα προκάλεσε τη νέα αυτή εκτίμηση (πρβλ. αποφάσεις της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE, C‑599/14 P, EU:C:2017:583, σκέψη 52, και της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά Hamas, C‑79/15 P, EU:C:2017:584, σκέψη 30). Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο εν προκειμένω, δεδομένου ότι ο Υπουργός Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου στήριξε την απόφασή του, του 2014, σε μια σειρά νέων τρομοκρατικών πράξεων που συνέβησαν το 2014, μία τουλάχιστον εκ των οποίων δεν αμφισβητείται από το προσφεύγον (βλ. σκέψη 183 ανωτέρω). Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται ότι το Συμβούλιο ανέφερε στις αιτιολογικές του εκθέσεις (σημείο 12 του παραρτήματος Α) ότι το ίδιο το PKK είχε ζητήσει ανεπιτυχώς τρεις φορές (το 2001, το 2009 και το 2014) την άρση της απαγόρευσής του, γεγονός από το οποίο μπορεί να συναχθεί ότι η αρμόδια αρχή είχε στη διάθεσή της, ιδίως το 2014, τα επιχειρήματα και τα στοιχεία που προέβαλε το PKK προς στήριξη της αίτησής του.

185    Ως εκ τούτου, λαμβανομένου υπόψη ότι ορθώς χαρακτηρίσθηκε η επίθεσης του Μαΐου του 2014 ως τρομοκρατική πράξη (βλ. σκέψεις 135 και 145 ανωτέρω), βασίμως θεώρησε το Συμβούλιο ότι το PKK συμμετείχε σε τρομοκρατικές πράξεις έως τις 13 Μαΐου 2014, δηλαδή έως την ημερομηνία της μη αμφισβητούμενης τρομοκρατικής πράξης την οποία έλαβε υπόψη ο Υπουργός Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου στην απόφαση του 2014. Επιπλέον, η πράξη αυτή είναι μεταγενέστερη των γεγονότων του 2012 και του 2013, τα οποία κρίθηκε ότι δικαιολογούν επικαιροποίηση της εκτίμησης περί κινδύνου ανάμειξης σε τρομοκρατικές δραστηριότητες.

186    Επομένως, το Συμβούλιο ορθώς επικαιροποίησε την εκτίμησή του περί κινδύνου ανάμειξης του προσφεύγοντος σε τρομοκρατικές δραστηριότητες, μέχρι τον Μάιο του 2014, στοιχείο το οποίο, λαμβανομένης υπόψη της «χρονικής απόστασης» από την ημερομηνία των πράξεων των ετών 2015 έως 2017, η οποία είναι μικρότερη των πέντε ετών, περιλαμβανομένων των τελευταίων πράξεων, αποδεικνύεται αρκετό για να θεωρηθεί ότι η επανεξέταση δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσης 2001/931 διενεργήθηκε προσηκόντως (πρβλ. απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2021, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑160/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:817, σκέψη 208 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

187    Η εκτίμηση αυτή δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση λόγω της συμμετοχής του προσφεύγοντος στον αγώνα κατά του Daech, από το δεύτερο εξάμηνο του 2014, την οποία το ίδιο παρουσιάζει ως γεγονός που σηματοδοτεί μεταβολή των περιστάσεων και δικαιολογεί την επικαιροποίηση της εκτιμήσεως του Συμβουλίου (βλ. σκέψη 178 ανωτέρω) και ως προς την οποία ορθώς εκτίμησε το Συμβούλιο ότι δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη. Πράγματι, η συμμετοχή αυτή είναι ταυτόχρονη της προαναφερθείσας προειδοποίησης προς τις τουρκικές αρχές, μολονότι η εν λόγω προειδοποίηση δεν είχε το περιεχόμενο που μνημονευόταν στις πράξεις των ετών 2015 έως 2017 (βλ. σκέψη 183 ανωτέρω). Δεν καταδεικνύει, επομένως, κάποιον κατευνασμό των σχέσεων του ΡΚΚ με τη Δημοκρατία της Τουρκίας και δεν συνεπάγεται, ως εκ τούτου, την παύση της σύγκρουσής του με το εν λόγω κράτος ούτε την παύση των δραστηριοτήτων οι οποίες δύνανται να θεωρηθούν τρομοκρατικές δραστηριότητες που διεξάγονται στο πλαίσιο αυτό. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να συναχθεί από την περίσταση αυτή καμία μεταβολή τέτοιας φύσεως που να υποχρεώνει το Συμβούλιο να εξακριβώσει αν εξακολουθεί να υφίσταται ο κίνδυνος ανάμειξης του PKK σε τρομοκρατικές δραστηριότητες.

188    Συνεπώς, ο λόγος ακυρώσεως που αφορά παράβαση του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσης 2001/931 πρέπει να απορριφθεί κατά το μέρος που αφορά τις πράξεις των ετών 2015 έως 2017, παρέλκει δε η εξέταση των επιχειρημάτων που βάλλουν κατά του ότι το Συμβούλιο στηρίχθηκε στις αποφάσεις των αρχών των Ηνωμένων Πολιτειών και της Γαλλίας, οι οποίες βασίζονται σε περιστατικά προγενέστερα του 2014.

3)      Επί της επανεξέτασης που διενήργησε το Συμβούλιο στο πλαίσιο των αποφάσεων του 2019 (υπόθεση T148/19)

189    Οι αποφάσεις του 2019 είναι σχεδόν πανομοιότυπες με τις πράξεις των ετών 2015 έως 2017. Άλλωστε, τα επιχειρήματα που προβάλλει το προσφεύγον κατά των εν λόγω αποφάσεων είναι παρόμοια εκείνων με τα οποία αμφισβητήθηκε η επανεξέταση που κατέληξε στην έκδοση των πράξεων των ετών 2015 έως 2017.

190    Η μόνη διαφορά μεταξύ των πράξεων των ετών 2015 έως 2017 και των αποφάσεων του 2019 αφορά αποκλειστικά την απόφαση 2019/1341, στην οποία γίνεται αναφορά σε ένα πρόσθετο περιστατικό της 23ης Οκτωβρίου 2017 το οποίο αποδίδεται στο PKK. Πρόκειται για την επίθεση με εκρηκτικό μηχανισμό σε τουρκικό στρατιωτικό όχημα στη νότια επαρχία Hakkari, κατά την οποία σκοτώθηκε ένας Τούρκος στρατιώτης (σημείο 16, τελευταία περίπτωση, της αιτιολογικής έκθεσης). Η επίθεση αυτή παρουσιάζεται ως μέρος του διοικητικού φακέλου των αμερικανικών αρχών για το 2019. Στη συγκεκριμένη περίπτωση μνημονεύεται η πηγή των πληροφοριών αυτών, ήτοι το πρακτορείο ειδήσεων Reuters.

191    Πρέπει να επισημανθεί, εξαρχής, ότι το προσφεύγον δεν αμφισβητεί το υποστατό της επίθεσης αυτής, ούτε το γεγονός ότι δράστης ήταν το ίδιο, αλλά απλώς απορρίπτει τον χαρακτηρισμό της επίθεσης ως τρομοκρατικής πράξεως, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, της κοινής θέσης 2001/931, προβάλλοντας αλυσιτελώς ότι η εν λόγω πράξη εντασσόταν στο πλαίσιο της ένοπλης σύγκρουσης μεταξύ του προσφεύγοντος και της Δημοκρατίας της Τουρκίας (βλ. σκέψεις 134 και 135 ανωτέρω). Η μνεία της επίθεση αυτής στην απόφαση 2019/1341 είναι εξάλλου επαρκώς αιτιολογημένη (βλ. σκέψη 231 κατωτέρω).

192    Πρέπει να σημειωθεί, επιπλέον, ότι το γεγονός ότι οι προβαλλόμενες ως τρομοκρατικές πράξεις, οι οποίες ελήφθησαν υπόψη για τη διατήρηση του ονόματος του προσφεύγοντος στους επίμαχους καταλόγους και οι οποίες δεν αμφισβητούνται από το τελευταίο ούτε ως προς το υποστατό ούτε ως προς τον καταλογισμό τους σε αυτό, διαπιστώθηκαν από εθνική αρχή η οποία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αρμόδια αρχή κατά την έννοια της κοινής θέσης 2001/931, δεν εμποδίζει το Συμβούλιο να στηριχθεί βασίμως στις πράξεις αυτές στο πλαίσιο της εκ μέρους του εξέτασης του κινδύνου ανάμειξης σε τρομοκρατικές δραστηριότητες. Πράγματι, κατά την επανεξέταση του βασίμου της καταχώρισης μιας οντότητας, το Συμβούλιο δεν υποχρεούται να στηρίζεται σε στοιχεία που διαπιστώνονται σε απόφαση αρμόδιας αρχής που πληροί τα κριτήρια του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931 (πρβλ. αποφάσεις της 4ης Σεπτεμβρίου 2019, Hamas κατά Συμβουλίου, T‑308/18, EU:T:2019:557, σκέψη 150, και της 24ης Νοεμβρίου 2021, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑160/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:817, σκέψη 143).

193    Επομένως, όπως προκύπτει από τη σκέψη 96 ανωτέρω, δεν ασκεί εν προκειμένω καθοριστική επιρροή το γεγονός ότι οι αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως αρμόδια αρχή. Επιπλέον, δεν ασκεί επιρροή ούτε το ότι, όπως διατείνεται το προσφεύγον, δεν προκύπτει σαφώς από τις αποφάσεις του 2019 ότι τα εν λόγω περιστατικά, πέραν του ότι συμπεριλήφθηκαν στο διοικητικό φάκελο των Ηνωμένων Πολιτειών, αποτέλεσαν και τη βάση για τη διατήρηση του χαρακτηρισμού του προσφεύγοντος ως τρομοκρατικής οργάνωσης μετά τις επανεξετάσεις από τις αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών.

194    Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι, σε αντίθεση με την υπόθεση T‑316/14 RENV, με εξαίρεση την απαγωγή τριών Κινέζων μηχανικών, το προσφεύγον δεν αμφισβητεί ούτε το υποστατό των πράξεων στις οποίες στηρίχθηκε η απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου του 2014 ή τη συμμετοχή του σε αυτές τις πράξεις.

195    Επιπλέον, πρέπει να ληφθεί υπόψη η ανεπαρκής αιτιολογία που διαπίστωσε το Δικαστήριο όσον αφορά την επίθεση κατά του σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας τον Αύγουστο του 2014, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την απαγωγή τριών Κινέζων μηχανικών (απόφαση της 22ας Απριλίου 2021, Συμβούλιο κατά PKK, C‑46/19 P, EU:C:2021:316, σκέψη 78). Μολονότι το προσφεύγον δεν επικαλείται αυτή την ανεπαρκή αιτιολογία στην υπόθεση T‑148/19, στις παρατηρήσεις του επί της απόφασης της 22ας Απριλίου 2021, Συμβούλιο κατά PKK (C‑46/19 P, EU:C:2021:316), η κρίση αυτή αφορά ζήτημα δημόσιας τάξης, οι δε διάδικοι είχαν τη δυνατότητα να τοποθετηθούν επ’ αυτού.

196    Ως εκ τούτου, όσον αφορά, πρώτον, την απόφαση 2019/25, συνάγεται ότι η τελευταία χρονικά πράξη που τέλεσε το PKK και την οποία βασίμως έλαβε υπόψη το Συμβούλιο και χαρακτήρισε ως τρομοκρατική (βλ. σκέψεις 135 και 145 ανωτέρω) ανάγεται στον Μάιο του 2014, δηλαδή περίπου τέσσερα και ήμισυ έτη πριν από την έκδοση της ως άνω απόφασης, χρονικό διάστημα για το οποίο δεν απαιτούνταν επικαιροποίηση, όπως προκύπτει από τη σκέψη 167 ανωτέρω.

197    Το γεγονός αυτό είναι, άλλωστε, μεταγενέστερο των περιστατικών του 2012 και του 2013, τα οποία κρίθηκε ότι δικαιολογούσαν επικαιροποίηση της εκτίμησης περί κινδύνου ανάμειξης του προσφεύγοντος σε τρομοκρατικές δραστηριότητες, η οποία μπορεί να θεωρηθεί ότι ορθώς διενεργήθηκε συναφώς.

198    Μπορεί επίσης να γίνει δεκτό, όπως και στην περίπτωση της εκτίμησης σχετικά με τις πράξεις των ετών 2015 έως 2017, ότι βασίμως εκτίμησε το Συμβούλιο ότι η συμμετοχή του PKK στον αγώνα με σκοπό την καταπολέμηση του Daech, μετά την επίθεση του Μαΐου του 2014, δεν συνιστούσε τέτοιας φύσεως μεταβολή των περιστάσεων ώστε να υποχρεούται το Συμβούλιο να εξακριβώσει αν εξακολουθούσε να υφίσταται ο κίνδυνος ανάμειξης του PKK σε τρομοκρατικές δραστηριότητες (βλ. σκέψη 187 ανωτέρω). Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο καθόσον το προσφεύγον επικαλείται, στην υπόθεση T‑148/19, ως άλλη μεταβολή των περιστάσεων, τη μετατροπή του τουρκικού κράτους σε ένα ολοκληρωτικό κράτος που καταπιέζει τον κουρδικό λαό, προβάλλοντας με τον τρόπο αυτό τη συνεχιζόμενη εχθρότητά του προς τις τουρκικές αρχές. Η καταπίεση αυτή, η οποία προβάλλεται, εξάλλου, κατ’ ουσίαν, προς στήριξη των επιχειρημάτων του ΡΚΚ σχετικά με την ένοπλη σύγκρουση μεταξύ αυτού και της Δημοκρατίας της Τουρκίας, δεν απηχεί εξέλιξη που να συνεπάγεται, ως τέτοια, την ειρήνευση εκ μέρους του ΡΚΚ.

199    Το ίδιο ισχύει και για τις δηλώσεις του A. Öcalan περί ετοιμότητάς του για πολιτικές διαπραγματεύσεις και ανάγκης επίτευξης δημοκρατικής λύσης αντί της διατήρησης συγκρουσιακών συμπεριφορών και της χρήσης σωματικής βίας. Πράγματι, ανεξαρτήτως της πολύ λιγότερο επίσημης και καταφατικής διατύπωσης των παραπάνω δηλώσεων σε σχέση με την προαναφερθείσα δήλωση του 2013 και του γεγονότος ότι σε αυτές δε γίνεται καμία αναφορά στο PKK, οι συγκεκριμένες δηλώσεις, οι οποίες καταγράφηκαν από τους δικηγόρους του A. Öcalan και στη συνέχεια δημοσιοποιήθηκαν, ανάγονται στο χρονικό διάστημα από τον Μάιο έως τον Αύγουστο του 2019 και είναι μεταγενέστερες της απόφασης 2019/25.

200    Δεύτερον, όσον αφορά την απόφαση 2019/1341, η τελευταία χρονικά πράξη την οποία τέλεσε το PKK η την οποία βασίμως έλαβε υπόψη το Συμβούλιο και τη χαρακτήρισε ως τρομοκρατική (βλ. σκέψη 191 ανωτέρω) ανάγεται στο 2017, δηλαδή λιγότερο από δύο έτη πριν από την εν λόγω απόφαση, χρονικό διάστημα για το οποίο δεν καθίσταται κατά μείζονα λόγο αναγκαία η επικαιροποίηση ως προς την εξακολούθηση του κινδύνου ανάμειξης σε τρομοκρατικές δραστηριότητες.

201    Δεδομένου ότι η επίθεση του 2017 ήταν εξάλλου κατά πολύ μεταγενέστερη των γεγονότων του 2012 και του 2013 και της έναρξης της συμμετοχής του PKK στον αγώνα καταπολέμησης του Daech, μπορεί επίσης να γίνει δεκτό ότι η επίθεση αυτή δικαιολογούσε ότι το Συμβούλιο, κατά το πέρας της εκ μέρους του επανεξετάσεως, επιβεβαίωσε ότι εξακολουθεί να υφίσταται ο κίνδυνος ανάμειξης του PKK σε τρομοκρατικές δραστηριότητες και διατήρησε σε ισχύ την επίμαχη καταχώριση του ονόματός του, εκδίδοντας την απόφαση 2019/1341 παρά τα περιστατικά αυτά και την εν λόγω συμμετοχή. Όσον αφορά τις προαναφερθείσες δηλώσεις του A. Öcalan, που έγιναν μεταξύ Μαΐου και Αυγούστου του 2019, αυτές είναι πολύ πρόσφατες, σε σχέση με την απόφαση 2019/1341, η οποία εκδόθηκε στις 8 Αυγούστου 2019, για να δικαιολογήσουν στο παρόν στάδιο επικαιροποίηση της εκτίμησης του Συμβουλίου, ελλείψει επαρκούς χρονικά αποστάσεως σε σχέση με τα αποτελέσματα που είχαν οι δηλώσεις αυτές ως προς την παύση της βίας ή την έναρξη ειρηνευτικής διαδικασίας.

202    Κατά συνέπεια, το Συμβούλιο τήρησε τις απαιτήσεις του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσης 2001/931 κατά την εκ μέρους του επανεξέταση, στις αποφάσεις του 2019, του ζητήματος αν εξακολουθεί να υφίσταται κίνδυνος ανάμειξης του PKK σε τρομοκρατικές δραστηριότητες.

203    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει, επομένως, ότι ο λόγος ακυρώσεως περί παράβασης του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσης 2001/931 πρέπει να γίνει δεκτός μόνον κατά το μέρος που αφορά τις πράξεις του 2014, παρέλκει δε, ως εκ τούτου, η εξέταση του λόγου ακυρώσεως περί παράβασης των άρθρων 4 και 51 του Χάρτη που προβάλλεται αποκλειστικώς κατά των πράξεων του 2014 (βλ. σκέψη 175 ανωτέρω) και των τριών ακόλουθων λόγων ακυρώσεως που προβάλλονται προς στήριξη της αιτήσεως ακυρώσεως κατά των εν λόγω πράξεων. Αντιθέτως, ο λόγος ακυρώσεως περί παράβασης του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσης 2001/931 πρέπει να απορριφθεί όσον αφορά τις πράξεις των ετών 2015 έως 2017 και τις αποφάσεις του 2019.

4.      Επί του λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

204    Το προσφεύγον προβάλλει ότι η διατήρηση του ονόματός του στους επίμαχους καταλόγους συνιστά δυσανάλογο μέσο για την επιδίωξη του σκοπού της καταπολέμησης της τρομοκρατίας, λαμβανομένης υπόψη της μεταβολής των συνθηκών από το 2002 καθώς και των επιπτώσεων της καταχώρισης αυτής στα κράτη μέλη, περιλαμβανομένων των επιπτώσεων ως προς την ελευθερία της έκφρασης και του συνέρχεσθε, τις πολιτικές δραστηριότητες του PKK και τους Κούρδους εν γένει. Το προσφεύγον επισημαίνει εξάλλου ότι η διάρκεια της εν λόγω καταχώρισης φαίνεται να είναι απεριόριστη και ότι υπάρχουν λιγότερο επαχθή μέτρα για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας.

205    Λαμβανομένου υπόψη του παράνομου χαρακτήρα των πράξεων του 2014, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως που αφορά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας θα εξεταστεί, για λόγους οικονομίας της δίκης, μόνον κατά το μέρος που αφορά τις πράξεις των ετών 2015 έως 2017 και τις αποφάσεις του 2019.

206    Θα πρέπει να υπομνησθεί, συναφώς, ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως το δικαίωμα στην ιδιοκτησία, η ελευθερία της έκφρασης ή το δικαίωμα του συνέρχεσθαι, δεν τυγχάνουν απόλυτης προστασίας κατά το δίκαιο της Ένωσης. Περιορισμοί μπορούν να επιβληθούν στην άσκηση των δικαιωμάτων αυτών υπό την προϋπόθεση, πρώτον, ότι δικαιολογούνται προσηκόντως από τους σκοπούς γενικού συμφέροντος που επιδιώκει η Ένωση και, δεύτερον, ότι δεν συνιστούν, υπό το πρίσμα των σκοπών αυτών, δυσανάλογη ή απαράδεκτη παρέμβαση, που θα υπονόμευε την ουσία των δικαιωμάτων (πρβλ. απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2012, Al-Aqsa κατά Συμβουλίου και Κάτω Χώρες κατά Al-Aqsa, C‑539/10 P και C‑550/10 P, EU:C:2012:711, σκέψη 121 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

207    Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, κατά πάγια νομολογία, η δέσμευση κεφαλαίων, χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και άλλων οικονομικών πόρων των προσώπων και οντοτήτων που έχουν χαρακτηρισθεί ως εμπλεκόμενα στη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, κατά τους κανόνες του κανονισμού 2580/2001 και της κοινής θέσης 2001/931, επιδιώκει σκοπό γενικού συμφέροντος, δεδομένου ότι εντάσσεται στο πλαίσιο της καταπολέμησης των απειλών κατά της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας από τρομοκρατικές πράξεις (πρβλ. απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2012, Al-Aqsa κατά Συμβουλίου και Κάτω Χώρες κατά Al-Aqsa, C‑539/10 P και C‑550/10 P, EU:C:2012:711, σκέψη 123 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

208    Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, πρέπει να επισημανθεί ότι τα μέτρα που οργανώνουν τη δέσμευση κεφαλαίων δεν θεωρούνται κατ’ αρχήν δυσανάλογα, ανεπίτρεπτα ή υπονομεύοντα την ουσία των θεμελιωδών δικαιωμάτων ή ορισμένων από αυτά.

209    Πράγματι, τα μέτρα αυτού του είδους είναι αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας (πρβλ. απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2008, People’s Mojahedin Organization of Iran κατά Συμβουλίου, T‑256/07, EU:T:2008:461, σκέψη 129 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επιπλέον, τα μέτρα που οργανώνουν τη δέσμευση των κεφαλαίων δεν έχουν απόλυτο χαρακτήρα, δεδομένου ότι τα άρθρα 5 και 6 του κανονισμού 2580/2001 προβλέπουν τη δυνατότητα, αφενός, να επιτρέπεται η χρήση των δεσμευμένων κεφαλαίων για την κάλυψη βασικών αναγκών ή την εκπλήρωση ορισμένων υποχρεώσεων και, αφετέρου, να χορηγούνται ειδικές άδειες, υπό συγκεκριμένους όρους, για την αποδέσμευση κεφαλαίων, άλλων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων ή άλλων οικονομικών πόρων (βλ. απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2012, Al-Aqsa κατά Συμβουλίου και Κάτω Χώρες κατά Al-Aqsa, C‑539/10 P και C‑550/10 P, EU:C:2012:711, σκέψη 127 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

210    Επιπλέον, η δέσμευση των κεφαλαίων δεν αποτελεί μόνιμο μέτρο, δεδομένου ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσης 2001/931, η διατήρηση των ονομάτων των προσώπων και οντοτήτων που περιλαμβάνονται στους καταλόγους περί δέσμευσης κεφαλαίων αποτελεί αντικείμενο περιοδικής επανεξέτασης με σκοπό να διασφαλιστεί ότι θα διαγράφονται τα πρόσωπα ή οντότητες που δεν πληρούν πλέον τα κριτήρια για να περιλαμβάνονται στον επίμαχο κατάλογο (απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2012, Al-Aqsa κατά Συμβουλίου και Κάτω Χώρες κατά Al-Aqsa, C‑539/10 P και C‑550/10 P, EU:C:2012:711, σκέψη 129).

211    Συνεπώς, εν προκειμένω, στο μέτρο που κρίθηκε ότι το Συμβούλιο ορθώς επανεξέτασε αν εξακολουθεί να υφίσταται κίνδυνος ανάμειξης του προσφεύγοντος σε τρομοκρατικές δραστηριότητες, λαμβανομένου ιδίως υπόψη τις μεταβολές των περιστάσεων που επικαλείται το προσφεύγον, στις πράξεις του των ετών 2015 έως 2017 (βλ. σκέψη 188 ανωτέρω) και στις αποφάσεις του 2019 (βλ. σκέψη 202 ανωτέρω), γίνεται δεκτό ότι τηρήθηκε η αρχή της αναλογικότητας.

212    Το συμπέρασμα αυτό δεν κλονίζεται από το επιχείρημα περί αναποτελεσματικότητας των επίμαχων μέτρων για τη δέσμευση των κεφαλαίων και περί ακαταλληλότητάς τους, καθόσον τα μέτρα αυτά δεν απέτρεψαν τη βία κατά των Κούρδων, ούτε είχαν ως αποτέλεσμα μια ειρηνική και δημοκρατική επίλυση της σύγκρουσης μεταξύ των Κούρδων και των τουρκικών αρχών. Πράγματι, δεν είναι αυτός ο σκοπός των πράξεων των ετών 2015 έως 2017 και των αποφάσεων του 2019, όπως προκύπτει εξάλλου από ορισμένους τίτλους τους, όπου επαναλαμβάνεται ο τίτλος της κοινής θέσης 2001/931 και από τη μνεία του σκοπού της καταπολέμησης της τρομοκρατίας, σκοπός ο οποίος άλλωστε δεν αμφισβητείται από το προσφεύγον ούτε ως προς την ύπαρξή του ούτε ως προς τη νομιμότητά του, στοιχείο που επιβεβαιώνεται, άλλωστε, από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 207 ανωτέρω.

213    Στερούνται επίσης σημασίας τα επιχειρήματα περί επιπτώσεων ως προς τους Κούρδους και, γενικότερα, κάθε πρόσωπο που επιθυμεί να στηρίξει τους Κούρδους. Πράγματι, οι πράξεις των ετών 2015 έως 2017 και οι αποφάσεις του 2019 αφορούν αποκλειστικά την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του PKK, το οποίο αποτελεί τη μόνη οντότητα που μνημονεύεται στα παραρτήματα των εν λόγω πράξεων και αποφάσεων ως εμπλεκόμενη σε τρομοκρατικές πράξεις. Επομένως, ακόμη και αν διαπιστωθούν οι ενέργειες που καταγγέλλει το προσφεύγον σε βάρος προσώπων που δεν έχουν σχέση με αυτό, όπως οι συλλήψεις ή οι περιορισμοί της ελεύθερης κυκλοφορίας, είτε αυτές έγιναν από τις αρχές των κρατών μελών είτε από τις τουρκικές αρχές, τις οποίες άλλωστε δεν δεσμεύουν οι πράξεις των ετών 2015 έως 2017 και οι αποφάσεις του 2019, δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι οι συγκεκριμένες ενέργειες οφείλονται στις ανωτέρω πράξεις και αποφάσεις, οι οποίες επιβάλλουν μόνο τη δέσμευση κεφαλαίων και, ως εκ τούτου, δεν καθιστούν δυνατό να διαπιστωθεί αν στερούνται αναλογικού χαρακτήρα.

214    Όσον αφορά το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι λιγότερο περιοριστικά μέτρα καθιστούσαν δυνατή την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, τούτο δεν εξηγεί σε τι θα έπρεπε να συνίστανται τα μέτρα αυτά. Το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι, επομένως, σε θέση να εκτιμήσει αν τα λιγότερο περιοριστικά μέτρα θα επιτύγχαναν το ίδιο αποτελεσματικά με τα μέτρα δεσμεύσεως των κεφαλαίων τον επιδιωκόμενο με αυτά σκοπό, ήτοι την καταπολέμηση της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (πρβλ. απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2021, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑160/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:817, σκέψεις 317 και 318).

215    Κατά συνέπεια, ο λόγος ακυρώσεως που αφορά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας πρέπει να απορριφθεί κατά το μέρος που αφορά τις πράξεις των ετών 2015 έως 2017 και τις αποφάσεις του 2019.

5.      Επί του λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

216    Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να εκθέτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο τη συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, κατά τρόπο που να καθιστά δυνατό στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου, στο δε αρμόδιο δικαστήριο να ασκεί τον έλεγχό του (βλ. απόφαση της 22ας Απριλίου 2021, Συμβούλιο κατά PKK, C‑46/19 P, EU:C:2021:316, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

217    Η κατά τα ανωτέρω απαιτούμενη αιτιολογία πρέπει να προσαρμόζεται στη φύση της επίμαχης πράξης και στο πλαίσιο εντός του οποίου αυτή εκδόθηκε. H υποχρέωση αιτιολόγησης πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περίπτωσης, ιδίως του περιεχομένου της πράξης, της φύσης των προβαλλόμενων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ αφορά άμεσα και ατομικά. Ειδικότερα, η αιτιολογία δεν απαιτείται να προσδιορίζει όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που ασκούν επιρροή, ούτε να απαντά λεπτομερώς στις εκτιμήσεις που διατύπωσε ο ενδιαφερόμενος κατά τη διοικητική διαδικασία πριν από την έκδοση της ίδιας πράξης, καθόσον το ζήτημα της επάρκειας της αιτιολογίας πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της πράξης αυτής, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται καθώς και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα. Επομένως, μια βλαπτική πράξη είναι επαρκώς αιτιολογημένη εφόσον έχει εκδοθεί εντός πλαισίου που είναι γνωστό στον ενδιαφερόμενο και το οποίο του παρέχει τη δυνατότητα να κατανοήσει το περιεχόμενο του ληφθέντος έναντι αυτού μέτρου (βλ. απόφαση της 22ας Απριλίου 2021, Συμβούλιο κατά PKK, C‑46/19 P, EU:C:2021:316, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

218    Όσον αφορά, ειδικότερα, τη διατήρηση της καταχώρισης του ονόματος προσώπου ή οντότητας σε κατάλογο περί δέσμευσης κεφαλαίων, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει, στο πλαίσιο της εξέτασης της τήρησης της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που προβλέπει το άρθρο 296 ΣΛΕΕ, να εξακριβώσει αν οι προβαλλόμενοι λόγοι είναι επαρκώς ακριβείς και συγκεκριμένοι (βλ. απόφαση της 22ης Απριλίου 2021, Συμβούλιο κατά PKK, C‑46/19 P, EU:C:2021:316, σκέψεις 52 και 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

219    Κατά συνέπεια, προκειμένου να εκπληρώσει την υποχρέωση αιτιολόγησης που προβλέπει το άρθρο 296 ΣΛΕΕ, το Συμβούλιο όφειλε, εν προκειμένω, να παραθέσει αρκούντως σαφείς και συγκεκριμένους λόγους ώστε να παράσχει τη δυνατότητα στο μεν PKK να λάβει γνώση των λόγων για τους οποίους διατηρήθηκε σε ισχύ η καταχώριση του ονόματός του στους επίμαχους καταλόγους, στο δε Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον εκ μέρους του έλεγχο.

220    Το προσφεύγον προβάλλει, κατ’ ουσίαν, έξι αιτιάσεις προς στήριξη του λόγου ακυρώσεως που αφορά παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως ως προς τις προσβαλλόμενες πράξεις. Λαμβανομένου υπόψη ότι έγιναν δεκτοί ο λόγος ακυρώσεως περί παράβασης του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931 όσον αφορά τις αποφάσεις των αρχών των Ηνωμένων Πολιτειών του 1997 και του 2001 και ο λόγος ακυρώσεως περί παράβασης του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής αυτής θέσης κατά το μέρος που αφορά τις πράξεις του 2014, παρέλκει η εξέταση των λόγων ακυρώσεως που βάλλουν κατά της αιτιολογίας των πράξεων αυτών και του λόγου ακυρώσεως που αφορά ότι το Συμβούλιο βασίσθηκε στις προαναφερθείσες αποφάσεις των Ηνωμένων Πολιτειών. Ειδικότερα, στο μέτρο που, σε μία από τις έξι αιτιάσεις του, το προσφεύγον προσάπτει στο Συμβούλιο ότι παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει, δεδομένου ότι παρέλειψε να ελέγξει αν τα δικαιώματα άμυνας και το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας είχαν διασφαλιστεί από τις αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών όταν εξέδωσαν τις αποφάσεις του 1997 και του 2001, θα εξετασθούν κατωτέρω μόνον πέντε αιτιάσεις οι οποίες προβάλλονται προς στήριξη του λόγου ακυρώσεως περί παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που υπέχει το Συμβούλιο και οι οποίες αφορούν τις πράξεις των ετών 2015 έως 2017 και τις αποφάσεις του 2019.

221    Πρώτον, το προσφεύγον προβάλλει ότι το Συμβούλιο παρέβη την υποχρέωσή του αιτιολογήσεως, καθόσον δεν εξήγησε γιατί οι εθνικές αποφάσεις στις οποίες στηρίχθηκε συνιστούσαν αποφάσεις κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931.

222    Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε με την απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2021, LTTE κατά Συμβουλίου (T‑160/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:817, σκέψεις 329 και 330), ότι το Συμβούλιο δεν όφειλε να εξηγήσει τον λόγο για τον οποίο η εθνική απόφαση στην οποία βασίσθηκε αποτελούσε απόφαση αρμόδιας αρχής κατά την έννοια της κοινής θέσης 2001/931 και ότι μόνον εάν ο χαρακτηρισμός αυτός αμφισβητείτο λεπτομερώς από το ενδιαφερόμενο φυσικό ή νομικό πρόσωπο κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας ενώπιον του Συμβουλίου, κάτι που δεν συνέβη στις υπό κρίση υποθέσεις, το Συμβούλιο έπρεπε να αιτιολογήσει περαιτέρω τα μέτρα που έλαβε επί του ζητήματος αυτού.

223    Εν πάση περιπτώσει, τόσο στις πράξεις των ετών 2015 έως 2017 όσο και στις αποφάσεις του 2019, στο πλαίσιο ενός χωρίου που αφορά ειδικώς την «αντιστοιχία με τις απαιτήσεις περί αρμόδιας εθνικής αρχής κατά την έννοια της κοινής θέσης 2001/931» στις αιτιολογικές εκθέσεις, το Συμβούλιο παρέθεσε τέτοια αιτιολογία, υπενθυμίζοντας τη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου, το οποίο είχε ήδη την ευκαιρία να εξετάσει παρόμοιες αποφάσεις που είχαν εκδοθεί από τις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 4, της εν λόγω κοινής θέσης, προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι υπήρχε τέτοια αντιστοιχία (σημείο 3).

224    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, εν προκειμένω, η πρώτη αιτίαση που αφορά ανεπαρκή αιτιολογία πρέπει να απορριφθεί.

225    Δεύτερον, το προσφεύγον προβάλλει ότι το Συμβούλιο παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει, καθόσον δεν παρέθεσε τους πραγματικούς και συγκεκριμένους λόγους στους οποίους στηρίχθηκαν οι εθνικές αποφάσεις που ελήφθησαν υπόψη. Η δεύτερη αυτή αιτίαση προβάλλεται όσον αφορά το σύνολο των αποφάσεων που ελήφθησαν υπόψη στις πράξεις των ετών 2015 έως 2017 και μόνον όσον αφορά τις αποφάσεις των Ηνωμένων Πολιτειών του 2013 και του 2019 στην περίπτωση των αποφάσεων του 2019.

226    Τρίτον, το προσφεύγον προβάλλει ότι το Συμβούλιο παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει, καθόσον δεν μνημόνευσε τους πραγματικούς και συγκεκριμένους λόγους για τη διατήρηση του ονόματος του προσφεύγοντος στους καταλόγους μετά την επανεξέταση. Η τρίτη αυτή αιτίαση προβάλλεται αποκλειστικά κατά των πράξεων των ετών 2015 έως 2017.

227    Υπενθυμίζεται, όσον αφορά τη δεύτερη και την τρίτη αιτίαση, ότι το Δικαστήριο έκρινε, στην απόφαση της 22ας Απριλίου 2021, Συμβούλιο κατά PKK (C‑46/19 P, EU:C:2021:316, σκέψεις 76 έως 89), σε απάντηση στον έκτο και έβδομο λόγο αναιρέσεως, ότι, με εξαίρεση ένα από τα περιστατικά που ελήφθησαν υπόψη, οι πράξεις των ετών 2015 έως 2017 ήταν επαρκώς αιτιολογημένες, καθόσον βασίστηκαν στην απόφαση του Ηνωμένου Βασιλείου του 2014 και διατήρησαν το όνομα του προσφεύγοντος στους επίμαχους καταλόγους, το δε Γενικό Δικαστήριο δεσμεύεται από την εκτίμηση αυτή.

228    Όσον αφορά τις αποφάσεις του 2019, η αιτιολογία των οποίων αμφισβητείται ως ανεπαρκής καθόσον αυτές βασίζονται στις αποφάσεις των αρχών των Ηνωμένων Πολιτειών, εν προκειμένω δε στις επανεξετάσεις που πραγματοποίησαν οι εν λόγω αρχές το 2013 και το 2019, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της απόφασης 2019/25 και της απόφασης 2019/1341.

229    Πράγματι, όσον αφορά την απόφαση 2019/25, στο μέτρο που προκύπτει από την εξέταση του λόγου ακυρώσεως περί παραβάσεως του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσης 2001/931 ότι η διατήρηση του ονόματος του προσφεύγοντος στους επίμαχους καταλόγους με την εν λόγω απόφαση είναι σύμφωνη με τη συγκεκριμένη διάταξη, ανεξαρτήτως αν ελήφθησαν υπόψη οι αποφάσεις των Ηνωμένων Πολιτειών (βλ. σκέψεις 196 και 198 ανωτέρω), δεν απαιτείται να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί της προβαλλόμενης ανεπαρκούς, η οποία αφορά μόνο τις τελευταίες αυτές αποφάσεις.

230    Ως προς την απόφαση 2019/1341, στο μέτρο που η απόρριψη του λόγου ακυρώσεως που αφορά παράβαση του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσης 2001/931 βασίζεται, μεταξύ άλλων, στη συνεκτίμηση της επίθεσης του 2017, την οποία έλαβαν υπόψη οι αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών κατά την επανεξέταση του 2019 (βλ. σκέψεις 191 και 200 ανωτέρω), πρέπει να ελεγχθεί η επάρκεια της αιτιολογίας όσον αφορά το εν λόγω αποδεικτικό στοιχείο. Πρέπει να διευκρινιστεί, συναφώς, ότι, στο μέτρο που το στοιχείο αυτό λαμβάνεται υπόψη βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσης 2001/931, στερείται σημασίας το ότι δεν ελήφθη υπόψη από αρμόδια αρχή, όπως, επομένως, και το ότι, όπως υποστηρίζει το προσφεύγον, δεν προκύπτει σαφώς από την αιτιολογική έκθεση της απόφασης 2019/1341 εάν το εν λόγω περιστατικό, ως μέρος του διοικητικού φακέλου του Υπουργείου Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών του 2019, αποτέλεσε επίσης βάση της απόφασης των αρχών των Ηνωμένων Πολιτειών του 2019 για τη διατήρηση του χαρακτηρισμού του προσφεύγοντος ως εμπλεκομένου σε τρομοκρατικές δραστηριότητες.

231    Όσον αφορά τα κρίσιμα γεγονότα που δικαιολογούν τη διατήρηση του ονόματος του προσφεύγοντος στους καταλόγους περί δέσμευσης κεφαλαίων, η τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως προϋποθέτει τον προσδιορισμό της φύσης τους, του ακριβούς χρόνου επελεύσεώς τους (ημερομηνίας) και του τόπου όπου αυτά διαπράχθηκαν, ο οποίος μπορεί να προσδιορίζεται και κατά προσέγγιση, καθόσον είναι δυνατόν να γίνεται μνεία της περιφέρειας ή της επαρχίας και όχι κατ’ ανάγκην συγκεκριμένης πόλης (πρβλ. απόφαση της 22ας Απριλίου 2021, Συμβούλιο κατά PKK, C‑46/19 P, EU:C:2021:316, σκέψεις 61, 62 και 78 έως 80). Ωστόσο, τέτοιες λεπτομέρειες περιέχονται στην αιτιολογική έκθεση της απόφασης 2019/1341, η οποία μνημονεύει τη φύση της επίμαχης επίθεσης (επίθεση σε τουρκικό στρατιωτικό όχημα με εκρηκτικό μηχανισμό), την ημερομηνία της (23 Ιουνίου 2017) και τον τόπο όπου διαπράχθηκε (νότια επαρχία Hakkari). Συνεπώς, οι ισχυρισμοί περί ανεπαρκούς αιτιολογίας στην απόφαση 2019/1341 πρέπει να απορριφθούν.

232    Τέταρτον, το προσφεύγον προβάλλει ότι το Συμβούλιο παρέβη την υποχρέωσή του αιτιολογήσεως, καθόσον δεν έλεγξε αν οι πράξεις που εξέτασαν οι εθνικές αρχές μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως τρομοκρατικές πράξεις κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, της κοινής θέσης 2001/931.

233    Πέμπτον, το προσφεύγον προβάλλει παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως για τον λόγο ότι δεν αποδείχθηκε ο κρίσιμος χαρακτήρας των αποφάσεων του Ηνωμένου Βασιλείου και των γαλλικών αποφάσεων που ελήφθησαν υπόψη, δεδομένου ιδίως του χρονικού διαστήματος που παρήλθε από την έκδοσή τους.

234    Όσον αφορά τις δύο τελευταίες αιτιάσεις, πρέπει να υπομνησθεί ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως που προβλέπεται στο άρθρο 296 ΣΛΕΕ συνιστά ουσιώδη τύπο ο οποίος πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, δεδομένου ότι το τελευταίο εμπίπτει στην ουσιαστική νομιμότητα της επίδικης πράξης. Συγκεκριμένα, η αιτιολογία μιας αποφάσεως συνίσταται στην επίσημη έκφραση των λόγων στους οποίους στηρίζεται η απόφαση αυτή. Εάν οι ως άνω λόγοι εμπεριέχουν σφάλματα, αυτά πλήττουν την ουσιαστική νομιμότητα της εν λόγω αποφάσεως, αλλά όχι την αιτιολογία της, η οποία μπορεί να είναι επαρκής έστω και αν προβάλλει εσφαλμένους λόγους. Κατά συνέπεια, οι αιτιάσεις και τα επιχειρήματα που αποσκοπούν στην αμφισβήτηση του βασίμου μιας πράξης είναι άνευ αντικειμένου στο πλαίσιο ενός λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται έλλειψη αιτιολογίας ή ανεπαρκής αιτιολογία (βλ. αποφάσεις της 18ης Ιουνίου 2015, Ipatau κατά Συμβουλίου, C‑535/14 P, EU:C:2015:407, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 30ής Ιουνίου 2016, Al Matri κατά Συμβουλίου, T‑545/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:376, σκέψη 143). Πρέπει να διευκρινιστεί συναφώς ότι η ανεπάρκεια της εξέτασης που διενήργησε το Συμβούλιο συνιστά σφάλμα που αναιρεί την ουσιαστική νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξεως (πρβλ. απόφαση της 2ας Απριλίου 1998, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, C‑367/95 P, EU:C:1998:154, σκέψη 72).

235    Εν προκειμένω, όμως, η τέταρτη και η πέμπτη αιτίαση που προβάλλει το προσφεύγον προς στήριξη του λόγου ακυρώσεως που αφορά παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως βάλλουν στην πραγματικότητα κατά της έκτασης και του περιεχομένου της επανεξέτασης που διενήργησε το Συμβούλιο για την έκδοση των προσβαλλόμενων αποφάσεων, όπως καταδεικνύει, κατά τα λοιπά, η εκ μέρους του προσφεύγοντος μνεία των προηγούμενων λόγων του ακυρώσεως που αφορούν σφάλματα ουσίας.

236    Κατά συνέπεια, η εκ μέρους του Συμβουλίου τήρηση της υποχρέωσής του να ελέγχει αν οι πράξεις που λαμβάνονται υπόψη από τις εθνικές αρχές ανταποκρίνονται στον ορισμό των τρομοκρατικών πράξεων που διατυπώνεται στην κοινή θέση 2001/931 (τέταρτη αιτίαση) εξετάστηκε ως απάντηση στον λόγο ακυρώσεως που αφορά παράβαση του άρθρου 1, παράγραφος 3, της κοινής θέσης 2001/931.

237    Το αυτό ισχύει και για τις υποχρεώσεις του Συμβουλίου να επανεξετάζει τους επίμαχους καταλόγους και να λαμβάνει υπόψη συναφώς τον χρόνο που έχει παρέλθει, καθώς και τις εθνικές αποφάσεις που ελήφθησαν σε συνέχεια εκείνων στις οποίες είχε στηριχθεί η αρχική καταχώριση (πέμπτη αιτίαση), υποχρεώσεις που εξετάστηκαν στο πλαίσιο του λόγου ακυρώσεως ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσης 2001/931 και ο οποίος έγινε εν μέρει δεκτός χωρίς να απαιτείται προς τούτο εξέταση των γαλλικών αποφάσεων.

238    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, προκύπτει ότι ο λόγος ακυρώσεως που αφορά παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως πρέπει να απορριφθεί κατά το μεγαλύτερο μέρος του, δηλαδή με μόνη εξαίρεση την αιτιολογία για το περιστατικό του Αυγούστου του 2014 που επικαλούνται οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου, η οποία κρίθηκε ανεπαρκής με την απόφαση της 22ας Απριλίου 2021, Συμβούλιο κατά PKK (C‑46/19 P, EU:C:2021:316) (βλ. σκέψεις 182 και 227 ανωτέρω).

6.      Επί του λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας

239    Το προσφεύγον προβάλλει τρεις αιτιάσεις προς στήριξη του λόγου αυτού. Πρώτον, το Συμβούλιο παρέλειψε να του κοινοποιήσει, κατά παράβαση των κριτηρίων που ορίζονται στην απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κ.λπ. κατά Kadi (C‑584/10 P, C‑593/10 P και C‑595/10 P, EU:C:2013:518), τα στοιχεία στα οποία βασίσθηκαν οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου και των Ηνωμένων Πολιτειών. Δεύτερον, το Συμβούλιο δεν κατόρθωσε να αποδείξει ούτε ότι διασφαλίσθηκαν τα δικαιώματα άμυνας και το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας ενώπιον των αμερικανικών και γαλλικών αρχών. Τρίτον, το προσφεύγον θεωρεί ότι τα δικαιώματά του άμυνας και το δικαίωμά του σε αποτελεσματική δικαστική προστασία προσβλήθηκαν και λόγω κατάφωρης παραλείψεως του Συμβουλίου να συμμορφωθεί προς την απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2018, PKK κατά Συμβουλίου (T‑316/14, EU:T:2018:788).

240    Όσον αφορά την πρώτη αιτίαση, κατά πάγια νομολογία, όταν έχουν γνωστοποιηθεί αρκούντως ακριβείς πληροφορίες που παρέχουν, στην οντότητα την οποία αφορά ένα περιοριστικό μέτρο, τη δυνατότητα να διατυπώσει την άποψή της για τα στοιχεία που έλαβε υπόψη σε βάρος της το Συμβούλιο, η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας δεν συνεπάγεται υποχρέωση του τελευταίου να παράσχει με δική του πρωτοβουλία πρόσβαση στα έγγραφα που περιέχει ο φάκελός του. Το Συμβούλιο υποχρεούται να εξασφαλίζει τη δυνατότητα πρόσβασης σε όλα τα μη εμπιστευτικά διοικητικά έγγραφα που αφορούν το επίμαχο μέτρο μόνον κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου (βλ. απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2021, LTTE κατά Συμβουλίου, T‑160/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:817, σκέψη 367 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

241    Στις υπό κρίση υποθέσεις, αφενός, κοινοποιήθηκαν στο προσφεύγον αρκούντως ακριβείς πληροφορίες σχετικά με τα στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη για τη διατήρηση του ονόματός του στους επίμαχους καταλόγους με τις αιτιολογικές εκθέσεις που επισυνάπτονται στις πράξεις των ετών 2015 έως 2017 και στις αποφάσεις του 2019, οι οποίες είναι οι μόνες που εξετάζονται εν προκειμένω αυτό για λόγους οικονομίας της δίκης, λαμβανομένης υπόψη της έλλειψης νομιμότητας των πράξεων του 2014. Αφετέρου, απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, το προσφεύγον προσκόμισε, όσον αφορά τις εν λόγω πράξεις και αποφάσεις, μία μόνον επιστολή της 6ης Μαρτίου 2015, η οποία απεστάλη στο Συμβούλιο πριν από την έκδοση των πράξεων του 2015. Όσον αφορά τα περιστατικά που μνημονεύονται στις αποφάσεις των αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου και των Ηνωμένων Πολιτειών, τα οποία έλαβε υπόψη το Συμβούλιο για να διατηρήσει το όνομα του προσφεύγοντος στους επίμαχους καταλόγους και τα οποία είναι τα μόνα κρίσιμα σε σχέση με τον λόγο ακυρώσεως, στο μέτρο που το προσφεύγον μπορεί να αμφισβητήσει το υποστατό και τον καταλογισμό σε αυτό μόνο αυτών των περιστατικών (βλ. σκέψεις 37 και 80 ανωτέρω), η εν λόγω επιστολή βάλλει μόνον κατά της απουσίας συμπληρωματικών στοιχείων (τέταρτο και έκτο σημείο της επιστολής) για το χαρακτηρισμό των εν λόγω περιστατικών ως τρομοκρατικών πράξεων. Μια τέτοια μνεία, όμως, σχετίζεται με το ζήτημα του χαρακτηρισμού των περιστατικών ως τρομοκρατικών πράξεων και όχι με το ζήτημα του καταλογισμού ή του υποστατού των επίμαχων περιστατικών, τα οποία θα δικαιολογούσαν τη κοινοποίηση των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων. Εξάλλου, το να γίνει δεκτό ότι η εν λόγω αναφορά συνιστά αίτημα πρόσβασης στα έγγραφα, έστω και σιωπηρά, θα έθετε υπό αμφισβήτηση την αρχή της κατ’ εξαίρεση και κατόπιν αιτήσεως πρόσβασης στα έγγραφα, δεδομένου ότι η αυτόβουλη κοινοποίηση των στοιχείων του φακέλου θεωρείται ότι συνιστά υπέρμετρη απαίτηση (πρβλ. απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2009, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, T‑390/08, EU:T:2009:401, σκέψη 97).

242    Κατά συνέπεια, το Συμβούλιο δεν όφειλε, εν προκειμένω, να κοινοποιήσει στο προσφεύγον τα κρίσιμα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία δεν ζητήθηκαν από το τελευταίο και, ως εκ τούτου, η πρώτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

243    Ως προς τη δεύτερη αιτίαση, επισημαίνεται ότι, όσον αφορά τις αποφάσεις των Ηνωμένων Πολιτειών, η συγκεκριμένη αιτίαση συμπίπτει με εκείνη η οποία προβάλλεται προς στήριξη του λόγου ακυρώσεως περί παραβάσεως του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931 και με την οποία το προσφεύγον προσάπτει στο Συμβούλιο ότι δεν έλεγξε αν οι εν λόγω αποφάσεις εκδόθηκαν υπό συνθήκες σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Εφόσον η τελευταία αυτή αιτίαση έγινε δεκτή (βλ. σκέψη 96 ανωτέρω), η υπό κρίση αιτίαση πρέπει επίσης να γίνει δεκτή, καθόσον βάλλει κατά του Συμβουλίου για τον ίδιο λόγο.

244    Ως προς τις γαλλικές αποφάσεις, παρέλκει η εξέταση της επίμαχης αιτίασης, δεδομένου ότι η υπό κρίση προσφυγή μπορεί να εκδικασθεί χωρίς να ληφθούν υπόψη οι συγκεκριμένες αποφάσεις (βλ. σκέψη 188 ανωτέρω).

245    Όσον αφορά την τρίτη αιτίαση η οποία προβλήθηκε μόνο στην υπόθεση T‑148/19 και με την οποία υποστηρίχθηκε ότι το Συμβούλιο δεν συμμορφώθηκε προς την απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2018, PKK κατά Συμβουλίου (T‑316/14, EU:T:2018:788), πρέπει να επισημανθεί ότι, κατόπιν ερωτήσεως του Γενικού Δικαστηρίου, το προσφεύγον ανέφερε ότι η αιτίασή του θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως στηριζόμενη σε παράβαση του άρθρου 266 ΣΛΕΕ, δήλωση η οποία σημειώθηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως. Το Συμβούλιο δεν αμφισβήτησε την ερμηνεία αυτή της αιτίασης.

246    Βάσει του άρθρου 266 ΣΛΕΕ, το θεσμικό όργανο που εξέδωσε την ακυρωθείσα πράξη οφείλει να λάβει τα μέτρα που απαιτεί η εκτέλεση της ακυρωτικής απόφασης. Η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται στο θεσμικό όργανο αμέσως μετά την έκδοση της ακυρωτικής απόφασης, όταν αυτή ακυρώνει αποφάσεις –όπως συμβαίνει εν προκειμένω, δεδομένου ότι μεταξύ των πράξεων του 2014 και των πράξεων των ετών 2015 έως 2017 που ακυρώθηκαν με την απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2018, PKK κατά Συμβουλίου (T‑316/14, EU:T:2018:788), περιλαμβανόταν σειρά από αποφάσεις–, σε αντίθεση με τις αποφάσεις που ακυρώνουν κανονισμούς, οι οποίες, κατά το άρθρο 60, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παράγουν αποτελέσματα μόνο με την εκπνοή της προθεσμίας ασκήσεως αναιρέσεως ή, σε περίπτωση ασκήσεως αναιρέσεως, με την απόρριψη της αναιρέσεως (πρβλ. απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2018, Klyuyev κατά Συμβουλίου, T‑731/15, EU:T:2018:90, σκέψεις 259 έως 262 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

247    Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 266 ΣΛΕΕ, η παρανομία που διαπιστώνεται στο σκεπτικό της ακυρωτικής απόφασης υποχρεώνει το θεσμικό όργανο‑εκδότη να εξαλείψει την παρανομία αυτή στην πράξη που προορίζεται να αντικαταστήσει την ακυρωθείσα πράξη. Ωστόσο, η υποχρέωση αυτή μπορεί επίσης, εφόσον αφορά διάταξη συγκεκριμένου περιεχομένου για δεδομένο τομέα, να συνεπάγεται άλλες συνέπειες για το όργανο αυτό, μεταξύ των οποίων να αποκλείει από τις νέες διατάξεις που πρέπει να θεσπιστούν μετά την ακυρωτική απόφαση κάθε διάταξη έχουσα το ίδιο περιεχόμενο με τη διάταξη που κρίθηκε παράνομη (πρβλ. απόφαση της 26ης Απριλίου 1988, Αστερίς κ.λπ. κατά Επιτροπής, 97/86, 99/86, 193/86 και 215/86, EU:C:1988:199, σκέψεις 28 και 29).

248    Επομένως, το Συμβούλιο, κατά την ημερομηνία έκδοσης των αποφάσεων του 2019 και προκειμένου να τηρήσει τις υποχρεώσεις που υπέχει από του άρθρο 266 ΣΛΕΕ, εάν σκόπευε να διατηρήσει το όνομα του προσφεύγοντος στους επίμαχους καταλόγους, όφειλε να εκδώσει πράξη εκ νέου καταχώρισης σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης της 15ης Νοεμβρίου 2018, PKK κατά Συμβουλίου (T‑316/14, EU:T:2018:788). Το Συμβούλιο υπείχε τέτοια υποχρέωση, λαμβανομένου ιδίως υπόψη των επίμαχων εν προκειμένω πράξεων, τα αποτελέσματα των οποίων περιορίζονται σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο, συνεπαγόμενη ότι το Συμβούλιο δεν έπρεπε να αντικαταστήσει την ακυρωθείσα πράξη για την οικεία περίοδο (πρβλ. απόφαση της 26ης Απριλίου 1988, Αστερίς κ.λπ. κατά Επιτροπής, 97/86, 99/86, 193/86 και 215/86, EU:C:1988:199, σκέψη 29), και οι οποίες, εξάλλου, όσον αφορά την επανεξέταση της εξακολούθησης του κινδύνου ανάμειξης σε τρομοκρατικές δραστηριότητες βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσης 2001/931, χαρακτηρίζονται από την η επανάληψη, στις επόμενες πράξεις, των λόγων που παρατίθενται στις προηγούμενες πράξεις, όπως αυτές επικαιροποιούνται κατά περίπτωση. Πράγματι, χωρίς την υποχρέωση αυτή, η ακύρωση από το δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης δεν θα εμπόδιζε την επανάληψη, σε μεταγενέστερες πράξεις, λόγων που ενέχουν έλλειψη νομιμότητας (πρβλ. απόφαση της 14ης Μαρτίου 2017, Bank Tejarat κατά Συμβουλίου, T‑346/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:164, σκέψη 31) και, ως εκ τούτου, θα στερούνταν πρακτικής αποτελεσματικότητας.

249    Εν προκειμένω, όμως, το Συμβούλιο επανέλαβε στις αποφάσεις του 2019 τους ίδιους λόγους που είχε παραθέσει στις πράξεις των ετών 2015 έως 2017 και οι οποίοι είχαν απορριφθεί με την απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2018, PKK κατά Συμβουλίου (T‑316/14, EU:T:2018:788). Είναι αληθές ότι το Συμβούλιο άσκησε αναίρεση κατά της απόφασης αυτής. Ωστόσο, η εν λόγω αναίρεση δεν είχε ανασταλτικό αποτέλεσμα ως προς τα αποτελέσματα της ακυρώσεως των επίμαχων αποφάσεων από το Γενικό Δικαστήριο και δεν συνοδευόταν από αίτηση, την οποία είχε τη δυνατότητα να υποβάλει το Συμβούλιο, για την αναστολή των αποτελεσμάτων της ακυρωτικής απόφασης. Μια τέτοια άρνηση του Συμβουλίου να συναγάγει τις συνέπειες του δεδικασμένου είναι ικανή να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη των πολιτών ως προς το σεβασμό των δικαστικών αποφάσεων.

250    Η μη συμμόρφωση του Συμβουλίου προς τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 266 ΣΛΕΕ δεν μπορεί όμως να έχει ως αποτέλεσμα, εν προκειμένω, την ακύρωση των αποφάσεων του 2019. Πράγματι, η απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2018, PKK κατά Συμβουλίου (T‑316/14, EU:T:2018:788), αναιρέθηκε με την απόφαση της 22ας Απριλίου 2021, Συμβούλιο κατά PKK (C‑46/19 P, EU:C:2021:316), ιδίως κατά το μέρος που με την εν λόγω απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου είχαν ακυρωθεί οι πράξεις των ετών 2015 έως 2017. Λαμβανομένου υπόψη του αναδρομικού χαρακτήρα της εν λόγω αναιρέσεως από το Δικαστήριο, η νομιμότητα των αποφάσεων του 2019 δεν μπορεί πλέον να αμφισβητηθεί επί τη λόγω παραβίασης εκ μέρους του Συμβουλίου της απόφασης της 15ης Νοεμβρίου 2018, PKK κατά Συμβουλίου (T‑316/14, EU:T:2018:788) (πρβλ. διάταξη της 14ης Απριλίου 2014, Manufacturing Support & Procurement Kala Naft κατά Συμβουλίου, T‑263/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:228, σκέψη 37). Συνεπώς, η τρίτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

251    Ωστόσο, παρά την απόρριψη της τρίτης αυτής αιτίασης, εξακολουθεί να ισχύει ότι, κατά τον χρόνο έκδοσης των αποφάσεων του 2019 και κατά τον χρόνο άσκησης της προσφυγής στην υπόθεση T‑148/19, το Συμβούλιο όφειλε να συναγάγει τις συνέπειες των παρανομιών που διαπιστώθηκαν με την απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2018, PKK κατά Συμβουλίου (T‑316/14, EU:T:2018:788), χωρίς να παραθέσει εκ νέου στις αιτιολογικές εκθέσεις τους λόγους που ενείχαν έλλειψη νομιμότητας. Συνεπώς, το προσφεύγον είχε λόγους να θεωρεί βάσιμη την υπό κρίση προσφυγή, στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά τον καθορισμό των δικαστικών εξόδων.

252    Κατά συνέπεια, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτός μόνον κατά το μέρος που με αυτόν προσάπτεται στο Συμβούλιο ότι δεν είχε ελέγξει αν οι αποφάσεις των αρχών των Ηνωμένων Πολιτειών εκδόθηκαν υπό συνθήκες σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

7.      Συμπέρασμα

253    Επομένως, από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι, λαμβανομένου υπόψη ότι έγινε δεκτός ο λόγος ακυρώσεως περί παράβασης του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσης 2001/931 όσον αφορά τις πράξεις του 2014, οι εν λόγω πράξεις πρέπει να ακυρωθούν.

254    Αντιθέτως, το εν μέρει βάσιμο των λόγων ακυρώσεως που αφορούν παράβαση του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931, παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την ακύρωση των πράξεων των ετών 2015 έως 2017 και των αποφάσεων του 2019. Πράγματι, οι αντίστοιχες περιπτώσεις ελλείψεως νομιμότητας, είτε αφορούν τις αποφάσεις των αρχών των Ηνωμένων Πολιτειών του 1997 και του 2001 είτε το περιστατικό του Αυγούστου του 2014 που καταλογίζεται στο PKK, δεν καθιστούν δυνατό να αμφισβητηθεί η εκτίμηση του Συμβουλίου ότι εξακολουθεί να υφίσταται κίνδυνος ανάμειξης του PKK σε τρομοκρατικές δραστηριότητες, η οποία στηρίζεται βασίμως στη διατήρηση σε ισχύ της απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου και, κατά περίπτωση, σε άλλα περιστατικά που συνέβησαν το 2014 ή σε γεγονός που ανάγεται στο 2017 (βλ. σκέψεις 188 και 202 ανωτέρω). Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί και το αίτημα, το οποίο προβλήθηκε στην υπόθεση Τ-148/19, να υποχρεωθεί το Συμβούλιο από το Γενικό Δικαστήριο να λάβει μέτρο λιγότερο περιοριστικό από ό,τι η καταχώριση στους επίμαχους καταλόγους, χωρίς να απαιτείται να κριθεί το παραδεκτό του αιτήματος αυτού.

IV.    Επί των δικαστικών εξόδων

255    Κατά το άρθρο 133 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει για τα δικαστικά έξοδα με την απόφαση που περατώνει τη δίκη. Κατά το άρθρο 219 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο, οσάκις εκδίδει απόφαση κατόπιν αναιρέσεως και αναπομπής από το Δικαστήριο, αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων που αφορούν, αφενός, τις ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασίες και, αφετέρου, την ενώπιον του Δικαστηρίου αναιρετική διαδικασία. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 134, παράγραφοι 1 και 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου, ενώ, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

256    Εν προκειμένω, το Δικαστήριο, με την απόφαση της 22ας Απριλίου 2021, Συμβούλιο κατά PKK (C‑46/19 P, EU:C:2021:316), αναίρεσε την απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2018, PKK κατά Συμβουλίου (T‑316/14, EU:T:2018:788), και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να αποφανθεί με την παρούσα απόφαση επί των δικαστικών εξόδων που αφορούν την αρχική διαδικασία ενώπιόν του (υπόθεση T‑316/14), την αναιρετική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου (υπόθεση C‑46/19 P), την παρούσα διαδικασία κατόπιν αναπομπής (υπόθεση T‑316/14 RENV), καθώς και την υπόθεση T‑148/19.

257    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, βασίμως ζητεί το προσφεύγον την ακύρωση των πράξεων του 2014, πλην όμως ηττήθηκε ως προς τα αιτήματά του σχετικά με το σύνολο των λοιπών προσβαλλομένων πράξεων.

258    Ωστόσο, όσον αφορά τις αποφάσεις του 2019, πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 135, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να καταδικάσει ακόμη και τον νικήσαντα διάδικο σε μέρος ή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων, αν τούτο δικαιολογείται από τη στάση του, ακόμη και πριν από την έναρξη της δίκης, ιδίως αν ανάγκασε τον αντίδικό του να υποβληθεί σε έξοδα τα οποία το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ως προκληθέντα χωρίς εύλογη αιτία ή κακοβούλως. Κατά τη νομολογία, το άρθρο 135, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας πρέπει να εφαρμόζεται όταν ένα θεσμικό όργανο της Ένωσης έχει ενθαρρύνει, με τη συμπεριφορά του, τη γένεση της διαφοράς (πρβλ. απόφαση της 22ας Μαΐου 2019, Ertico – ITS Europe κατά Επιτροπής, T‑604/15, EU:T:2019:348, σκέψη 182 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τη σκέψη 249 ανωτέρω, η μη τήρηση εκ μέρους του Συμβουλίου της υποχρέωσής του να συναγάγει τις συνέπειες των περιπτώσεων ελλείψεως νομιμότητας που διαπιστώθηκαν με την απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2018, PKK κατά Συμβουλίου (T‑316/14, EU:T:2018:788), κατά την έκδοση των αποφάσεων του 2019, είχε ως αποτέλεσμα να ασκήσει το προσφεύγον την προσφυγή στην υπόθεση T‑148/19.

259    Συνεπώς, κατά δίκαιη εκτίμηση του συνόλου των περιστάσεων, το προσφεύγον και το Συμβούλιο πρέπει να φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους όσον αφορά καθεμία από τις διαδικασίες που μνημονεύονται στη σκέψη 256 ανωτέρω.

260    Τέλος, κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη και τα όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή, η Γαλλική Δημοκρατία και το Βασίλειο των Κάτω Χωρών πρέπει να φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους ως προς τις διαδικασίες στις οποίες συμμετείχαν.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 125/2014 του Συμβουλίου, της 10ης Φεβρουαρίου 2014, για την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 2580/2001 για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και την κατάργηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 714/2013, και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 790/2014 του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2014, για την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 2580/2001 για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και την κατάργηση του εκτελεστικού κανονισμού 125/2014, κατά το μέρος που αφορούν το Kurdistan Workers’ Party (PKK).

2)      Απορρίπτει την ασκηθείσα στην υπόθεση T316/14 RENV προσφυγή κατά τα λοιπά.

3)      Απορρίπτει την ασκηθείσα στην υπόθεση T148/19 προσφυγή.

4)      Το PKK και το Συμβούλιο στις Ευρωπαϊκής Ένωσης φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους στις υποθέσεις T316/14, C46/19 P, T316/14 RENV και T148/19.

5)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Γαλλική Δημοκρατία και το Βασίλειο των Κάτω Χωρών φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Gervasoni

Madise

Nihoul

Frendo

 

      Martín y Pérez de Nanclares

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 30 Νοεμβρίου 2022.

(υπογραφές)


Περιεχόμενα



*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.