Language of document : ECLI:EU:T:2018:977

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 14ης Δεκεμβρίου 2018 (*)(i)

«Φυτοπροστατευτικά προϊόντα – Διαδικασία επανεξέτασης της έγκρισης της δραστικής ουσίας diflubenzuron – Άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΚ) 1107/2009 – Συμπεράσματα της αξιολόγησης των εμπειρογνωμόνων της EFSA – Μερική δημοσίευση των συμπερασμάτων αυτών – Άρθρο 63 του κανονισμού 1107/2009 – Αίτημα εμπιστευτικής μεταχείρισης ορισμένων χωρίων – Προστασία των εμπορικών συμφερόντων – Απόρριψη του αιτήματος εμπιστευτικής μεταχείρισης – Έννομο συμφέρον»

Στην υπόθεση T‑725/15,

Arysta LifeScience Netherlands BV, πρώην Chemtura Netherlands BV, με έδρα στο Άμστερνταμ (Κάτω Χώρες), εκπροσωπούμενη από τους C. Mereu και K. Van Maldegem, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA), εκπροσωπούμενης από τους D. Detken και S. Gabbi, επικουρούμενους από τους R. Van der Hout και C. Wagner, δικηγόρους,

καθής,

υποστηριζόμενης από την

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη αρχικώς από την F. Moro και τον P. Ondrůšek, στη συνέχεια από τον M. Ondrůšek και την G. Koleva,

παρεμβαίνουσα,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ για την ακύρωση της από 10 Δεκεμβρίου 2015 απόφασης της EFSA σχετικά με τη δημοσίευση ορισμένων αποσπασμάτων της αξιολόγησης από ομοτίμους της EFSA σε σχέση με την επανεξέταση της έγκρισης της δραστικής ουσίας diflubenzuron ως προς τον μεταβολίτη PCA,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kanninen, πρόεδρο, L. Calvo-Sotelo Ibáñez-Martín και I. Reine (εισηγήτρια), δικαστές,

γραμματέας: P. Cullen, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζήτησης της 29ης Νοεμβρίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

I.      Νομικό πλαίσιο

1.      Κανονιστικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη διαδικασία αξιολόγησης και έγκρισης των φυτοπροστατευτικών προϊόντων και των δραστικών ουσιών τους στην Ένωση

1.      Οδηγία 91/414/ΕΟΚ

1        Η οδηγία 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1991, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων (ΕΕ 1991, L 230, σ. 1), θεσπίζει το καθεστώς που εφαρμόζεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση για την έγκριση της διάθεσης στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων και περιλαμβάνει διατάξεις που εφαρμόζονται για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα και για τις δραστικές ουσίες που περιέχονται στα προϊόντα αυτά.

2        Σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 91/414, το οποίο διέπει τη χορήγηση, την αναθεώρηση και την ανάκληση εγκρίσεων φυτοπροστατευτικών προϊόντων, για να εγκριθεί ένα φυτοπροστατευτικό προϊόν πρέπει να πληροί ορισμένα κριτήρια. Ειδικότερα, το φυτοπροστατευτικό προϊόν εγκρίνεται εφόσον οι δραστικές ουσίες του περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι της οδηγίας αυτής και πληρούνται οι όροι του εν λόγω παραρτήματος. Τα άρθρα 5 και 6 της εν λόγω οδηγίας ρυθμίζουν τους όρους καταχώρησης μιας δραστικής ουσίας στο εν λόγω παράρτημα.

3        Η οδηγία 91/414 καταργήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 1107/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, σχετικά με τη διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά και την κατάργηση των οδηγιών 79/117/ΕΟΚ και 91/414 (ΕΕ 2009, L 309, σ. 1), με ισχύ από τις 14 Ιουνίου 2011.

4        Σύμφωνα με τα μεταβατικά μέτρα του άρθρου 80, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1107/2009, η οδηγία 91/414 εξακολουθούσε να ισχύει, όσον αφορά τη διαδικασία και τους όρους έγκρισης, για τις δραστικές ουσίες για τις οποίες έχει εκδοθεί απόφαση πριν από τις 14 Ιουνίου 2011, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας.

2.      Κανονισμός (ΕΚ) 1490/2002

5        Ο κανονισμός (ΕΚ) 1490/2002 της Επιτροπής, της 14ης Αυγούστου 2002, για τη θέσπιση περαιτέρω λεπτομερών κανόνων εφαρμογής της τρίτης φάσης του προγράμματος εργασίας που αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφος 2 της οδηγίας 91/414 και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 451/2000 (ΕΕ 2002, L 224, σ. 23), αφορά τη διαρκή αξιολόγηση των δραστικών ουσιών.

6        Τα άρθρα 10 έως 13 του κανονισμού 1490/2002 καθορίζουν τη διαδικασία αξιολόγησης των δραστικών ουσιών. Στο πλαίσιο αυτό, κράτος μέλος εισηγητής που ορίζεται για κάθε ουσία προβαίνει σε αξιολόγηση και συντάσσει έκθεση με την οποία υποβάλλεται σύσταση προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή είτε για την καταχώριση της δραστικής ουσίας στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414 είτε για τη μη καταχώριση. Το εν λόγω κράτος μέλος διαβιβάζει στην Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA) σχέδιο έκθεσης αξιολόγησης. Αφού παραλάβει το σχέδιο της έκθεσης αξιολόγησης από το κράτος μέλος εισηγητή, η EFSA το διαβιβάζει στα κράτη μέλη. Η EFSA προβαίνει σε εκτίμηση του σχεδίου αυτού και γνωμοδοτεί στην Επιτροπή σχετικά με το κατά πόσον η δραστική ουσία πληροί τις σχετικές με την ασφάλεια απαιτήσεις της εν λόγω οδηγίας. Αφού παραλάβει τη γνωμοδότηση αυτή, η Επιτροπή υποβάλλει σχέδιο έκθεσης εξέτασης στη μόνιμη επιτροπή για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων που συστάθηκε με το άρθρο 58 του κανονισμού (ΕΚ) 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων (ΕΕ 2002, L 31, σ. 1).

7        Το άρθρο 11β του κανονισμού 1490/2002 εφαρμόζεται για τις δραστικές ουσίες για τις οποίες υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι δεν έχουν βλαβερές συνέπειες.

3.      Κανονισμός 1107/2009

8        Κατά την αιτιολογική σκέψη 3 του κανονισμού 1107/2009, ο κανονισμός αυτός κατήργησε και αντικατέστησε, από 14 Ιουνίου 2011, την οδηγία 91/414, με βάση την αποκτηθείσα εμπειρία από την εφαρμογή της οδηγίας αυτής και τις πρόσφατες επιστημονικές και τεχνικές εξελίξεις.

9        Το άρθρο 4 του κανονισμού 1107/2009 προβλέπει κριτήρια για την έγκριση δραστικών ουσιών φυτοπροστατευτικών προϊόντων.

10      Τα άρθρα 7 έως 13 του κανονισμού 1107/2009 θεσπίζουν τη διαδικασία έγκρισης δραστικών ουσιών. Καταρχάς, στο άρθρο 7 του εν λόγω κανονισμού προβλέπεται ότι η αίτηση για την έγκριση μιας δραστικής ουσίας ή για την τροποποίηση των όρων μιας έγκρισης υποβάλλεται από τον παραγωγό της δραστικής ουσίας προς κράτος μέλος, το οποίο καλείται «κράτος μέλος εισηγητής». Πρέπει να αποδεικνύεται ότι η δραστική ουσία πληροί τα κριτήρια έγκρισης που προβλέπονται στο άρθρο 4. Εν συνεχεία, βάσει του άρθρου 11 του κανονισμού αυτού, το κράτος μέλος εισηγητής προετοιμάζει και υποβάλλει στην Επιτροπή, με αντίγραφο για την EFSA, έκθεση, η οποία ονομάζεται «σχέδιο της έκθεσης αξιολόγησης» και στην οποία εκτιμά αν μπορεί να αναμένεται ότι η δραστική ουσία πληροί τα κριτήρια έγκρισης του άρθρου 4. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 12 του ίδιου κανονισμού, αφού παραλάβει το σχέδιο της έκθεσης αξιολόγησης από το κράτος μέλος εισηγητή, η EFSA το διανέμει στον αιτούντα και στα λοιπά κράτη μέλη. Μετά το πέρας της προθεσμίας υποβολής γραπτών σχολίων, η EFSA υιοθετεί, βάσει των σύγχρονων επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων, χρησιμοποιώντας κατευθυντήρια έγγραφα που είναι διαθέσιμα κατά την υποβολή της αίτησης, συμπεράσματα σχετικά με το αν η δραστική ουσία μπορεί να αναμένεται ότι πληροί τα κριτήρια έγκρισης του άρθρου 4. Γνωστοποιεί τα συμπεράσματά της στον αιτούντα, στα κράτη μέλη και στην Επιτροπή και τα δημοσιοποιεί. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 13 του κανονισμού 1107/2009, μετά την παραλαβή των συμπερασμάτων της EFSA, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση, καλούμενη «έκθεση ανασκόπησης», και σχέδιο κανονισμού στη μόνιμη επιτροπή για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων, λαμβάνοντας υπόψη το σχέδιο έκθεσης αξιολόγησης του κράτους μέλους εισηγητή και τα συμπεράσματα της EFSA. Ο αιτών έχει τη δυνατότητα να υποβάλει σχόλια σχετικά με την έκθεση ανασκόπησης.

11      Το άρθρο 21 του κανονισμού 1107/2009 αφορά την επανεξέταση της έγκρισης δραστικής ουσίας. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, η Επιτροπή μπορεί να επανεξετάσει την έγκριση μιας δραστικής ουσίας ανά πάσα στιγμή. Λαμβάνει υπόψη το αίτημα κράτους μέλους να επανεξετασθεί, με βάση τις νέες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις, καθώς και τα δεδομένα παρακολούθησης, η έγκριση μιας δραστικής ουσίας. Σε περίπτωση που, με βάση τις νέες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις, κρίνει ότι υπάρχουν ενδείξεις περί του ότι η ουσία δεν πληροί πλέον τα κριτήρια έγκρισης του άρθρου 4 ή όταν δεν έχουν υποβληθεί οι απαιτούμενες συμπληρωματικές πληροφορίες, η Επιτροπή ενημερώνει τα κράτη μέλη, την EFSA και τον παραγωγό της δραστικής ουσίας και ορίζει προθεσμία εντός της οποίας ο παραγωγός πρέπει να υποβάλει τα σχόλιά του. Στο πλαίσιο της διαδικασίας επανεξέτασης η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει τη γνώμη των κρατών μελών και της EFSA, η δε EFSA υποχρεούται να της υποβάλει γνώμη ή τα αποτελέσματα των εργασιών που πραγματοποίησε. Σε περίπτωση που η Επιτροπή συμπεραίνει ότι δραστική ουσία δεν πληροί πλέον τα κριτήρια έγκρισης του άρθρου 4, εκδίδεται κανονισμός για την ανάκληση ή την τροποποίηση της έγκρισης, με την κανονιστική διαδικασία του άρθρου 79, παράγραφος 3, του κανονισμού 1107/2009.

2.      Νομοθεσία της Ένωσης σχετικά με τη δραστική ουσία diflubenzuron

12      Με την οδηγία 2008/69/ΕΚ, της 1ης Ιουλίου 2008, για τροποποίηση της οδηγίας 91/414 του Συμβουλίου για την καταχώριση των ουσιών clofentezine, dicamba, difenoconazole, diflubenzuron, imazaquin, lenacil, oxadiazon, picloram και pyriproxyfen ως δραστικών ουσιών (ΕΕ 2008, L 172, σ. 9), η Επιτροπή καταχώρισε τη δραστική ουσία diflubenzuron στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414.

13      Η αιτιολογική σκέψη 5 της οδηγίας 2008/69 έχει ως εξής:

«Από τις διάφορες εξετάσεις προέκυψε ότι τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που περιέχουν τις δραστικές ουσίες οι οποίες αναφέρονται στο παράρτημα της παρούσας οδηγίας ενδέχεται να πληρούν, γενικά, τις απαιτήσεις του άρθρου 5 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) της οδηγίας [91/414], ιδίως όσον αφορά τις χρήσεις που εξετάστηκαν και αναλύθηκαν στην έκθεση ανασκόπησης της Επιτροπής. Ως εκ τούτου είναι σκόπιμο να καταχωριστούν στο παράρτημα Ι της εν λόγω οδηγίας οι δραστικές ουσίες που αναφέρονται στο παράρτημα της παρούσας οδηγίας, ώστε να εξασφαλίζεται ότι σε όλα τα κράτη μέλη οι άδειες για φυτοπροστατευτικά προϊόντα που περιέχουν αυτή τη δραστική ουσία μπορούν να χορηγούνται σύμφωνα με τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας.»

14      Θεωρώντας ότι έπρεπε να λάβει πρόσθετες πληροφορίες ως προς ορισμένα ειδικά σημεία που αφορούσαν, μεταξύ άλλων, το diflubenzuron, στις 22 Ιουνίου 2010 η Επιτροπή εξέδωσε την οδηγία 2010/39/ΕΕ, για τροποποίηση του παραρτήματος Ι της οδηγίας 91/414 όσον αφορά τους ιδιαίτερους όρους για τις δραστικές ουσίες clofentezine, diflubenzuron, lenacil, oxadiazon, picloram και pyriproxyfen (ΕΕ 2010, L 157, σ. 7). Η αιτιολογική σκέψη 6 της οδηγίας 2010/39 αναφέρει τα εξής:

«Όσον αφορά την ουσία diflubenzuron, είναι σκόπιμο να ζητηθεί από τον κοινοποιούντα να υποβάλει στοιχεία επιβεβαίωσης της πιθανής τοξικότητας της πρόσμειξης και του μεταβολίτη 4‑χλωρανιλίνη (PCA).»

3.      Νομοθεσία της Ένωσης σχετικά με τη δημοσίευση των συμπερασμάτων της EFSA και την εμπιστευτική μεταχείρισή τους

1.      Κανονισμός 178/2002

15      Ο κανονισμός 178/2002 διέπει, μεταξύ άλλων, τη διαφάνεια των δραστηριοτήτων της EFSA, την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών που λαμβάνει και την ενημέρωση του κοινού και κάθε ενδιαφερομένου για τα αποτελέσματα των εργασιών της.

16      Συναφώς, η αιτιολογική σκέψη 40 του κανονισμού 178/2002 έχει ως εξής:

«Η εμπιστοσύνη των κοινοτικών οργάνων, του ευρέος κοινού και των ενδιαφερόμενων μερών στην [EFSA] έχει μεγάλη σημασία. Για το λόγο αυτό πρέπει να εξασφαλιστεί η ανεξαρτησία της, το υψηλό επιστημονικό της επίπεδο, η διαφάνεια και η αποτελεσματικότητα. Η συνεργασία με τα κράτη μέλη είναι επίσης απολύτως αναγκαία.»

17      Η αιτιολογική σκέψη 54 του κανονισμού 178/2002 αναφέρει τα εξής:

«Η ανεξαρτησία της [EFSA] και ο ρόλος της για την ενημέρωση του κοινού συνεπάγεται ότι πρέπει να μπορεί να επικοινωνεί αυτόνομα στους τομείς αρμοδιοτήτων της, έχοντας ως σκοπό να παρέχει αντικειμενικές, αξιόπιστες και εύληπτες πληροφορίες.»

18      Το άρθρο 23 του κανονισμού 178/2002 φέρει τον τίτλο «Καθήκοντα της [EFSA]» και προβλέπει τα εξής:

«Τα καθήκοντα της [EFSA] είναι τα ακόλουθα:

[…]

ι)      εξασφαλίζει ότι το κοινό και τα ενδιαφερόμενα μέρη λαμβάνουν ταχεία, αξιόπιστη, αντικειμενική και κατανοητή πληροφόρηση στους τομείς της αποστολής της,

[…]»

19      Το άρθρο 38 του κανονισμού 178/2002 φέρει τον τίτλο «Διαφάνεια» και ορίζει τα εξής:

«1.      Η [EFSA] εξασφαλίζει ότι διεξάγει τις δραστηριότητές της με υψηλό βαθμό διαφάνειας. Δημοσιοποιεί χωρίς καθυστέρηση, ιδίως:

[…]

β)      τις γνώμες της επιστημονικής επιτροπής και των επιστημονικών ομάδων το συντομότερο δυνατόν ύστερα από την έγκρισή τους, συμπεριλαμβανομένων των απόψεων της μειοψηφίας,

γ)      με την επιφύλαξη των άρθρων 39 και 41, τις πληροφορίες στις οποίες βασίζονται οι γνώμες της,

[…]

ε)      τα αποτελέσματα των επιστημονικών μελετών της,

στ)      την ετήσια έκθεση των δραστηριοτήτων της,

ζ)      αιτήματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της Επιτροπής ή κράτους μέλους για επιστημονικές γνώμες τα οποία έχουν απορριφθεί ή τροποποιηθεί, καθώς και την αιτιολόγηση της απόρριψης ή της τροποποίησης.

[…]»

20      Το άρθρο 39 του κανονισμού 178/2002 φέρει τον τίτλο «Εμπιστευτικότητα» και προβλέπει τα εξής:

«1.      Κατά παρέκκλιση του άρθρου 38, η [EFSA] δεν δημοσιοποιεί σε τρίτα μέρη εμπιστευτικές πληροφορίες που λαμβάνει, για τις οποίες έχει ζητηθεί και αιτιολογηθεί η εμπιστευτική μεταχείριση, εκτός από πληροφορίες που πρέπει να δημοσιοποιηθούν εφόσον το απαιτούν οι περιστάσεις, προκειμένου να προστατευθεί η δημόσια υγεία.

[…]

3.      Τα συμπεράσματα των επιστημονικών γνωμών που διατυπώνει η Αρχή σε σχέση με προβλέψιμες συνέπειες στην υγεία δεν κρατούνται σε καμία περίπτωση εμπιστευτικά.

[…]»

21      Το άρθρο 40 του κανονισμού 178/2002 φέρει τον τίτλο «Κοινοποιήσεις από την [EFSA]» και ορίζει τα εξής:

«1.      Η [EFSA] προβαίνει σε κοινοποιήσεις με δική της πρωτοβουλία στους τομείς που συνδέονται με την αποστολή της, χωρίς να θίγεται η αρμοδιότητα της Επιτροπής να κοινοποιεί τις αποφάσεις της για τη διαχείριση του κινδύνου.

2.      Η [EFSA] εξασφαλίζει ότι το κοινό και οποιαδήποτε ενδιαφερόμενα μέρη λαμβάνουν γρήγορα αντικειμενική και αξιόπιστη πληροφόρηση, στην οποία έχουν εύκολα πρόσβαση, ιδιαίτερα όσον αφορά τα αποτελέσματα των εργασιών της. Προκειμένου να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι, η [EFSA] θα αναπτύξει και θα διανείμει ενημερωτικό υλικό για το ευρύ κοινό.

3.      Η [EFSA] ενεργεί σε στενή συνεργασία με την Επιτροπή και τα κράτη μέλη προκειμένου να προωθήσει την αναγκαία συνοχή στη διαδικασία ενημέρωσης σχετικά με έναν κίνδυνο.

Η [EFSA] δημοσιεύει όλες τις γνωμοδοτήσεις που εκδίδει, σύμφωνα με το άρθρο 38.

[…]»

2.      Κανονισμός 1107/2009

22      Η αιτιολογική σκέψη 12 του κανονισμού 1107/2009 αναφέρει τα εξής:

«[…] Θα πρέπει να συμπεριληφθούν διατάξεις ώστε να εξασφαλισθεί η διαφάνεια της διαδικασίας αξιολόγησης.»

23      Το άρθρο 12 του κανονισμού 1107/2009, το οποίο διέπει τη διαδικασία ενώπιον της EFSA κατά την αξιολόγηση δραστικής ουσίας, προβλέπει ότι η EFSA δημοσιοποιεί το σχέδιο έκθεσης αξιολόγησης που έλαβε από το κράτος μέλος εισηγητή, αφού παράσχει στον αιτούντα διάστημα δύο εβδομάδων κατά το οποίο ο αιτών μπορεί να ζητήσει, σύμφωνα με το άρθρο 63 του εν λόγω κανονισμού, να τηρηθούν εμπιστευτικά ορισμένα μέρη του σχεδίου έκθεσης αξιολόγησης. Μετά τη λήξη της περιόδου υποβολής γραπτών σχολίων η EFSA υιοθετεί συμπεράσματα σχετικά με το αν η δραστική ουσία μπορεί να αναμένεται ότι πληροί τα κριτήρια έγκρισης του άρθρου 4 του εν λόγω κανονισμού· εν συνεχεία δημοσιοποιεί τα συμπεράσματα αυτά.

24      Το άρθρο 63 του κανονισμού 1107/2009, το οποίο περιλαμβάνεται στο επιγραφόμενο «Πρόσβαση του κοινού στις πληροφορίες» κεφάλαιο VI, προβλέπει τα εξής:

«1.      Το πρόσωπο που απαιτεί να τηρηθούν εμπιστευτικές οι πληροφορίες που υποβάλλει δυνάμει του παρόντος κανονισμού παρέχει επαληθεύσιμη αιτιολόγηση, η οποία να αποδεικνύει ότι η γνωστοποίηση των πληροφοριών αυτών θα έθιγε τα εμπορικά συμφέροντά του ή την προστασία της ιδιωτικής ζωής του και της ακεραιότητάς του.

2.      Η γνωστοποίηση των ακόλουθων πληροφοριών θεωρείται κανονικά ότι υπονομεύει την προστασία των εμπορικών συμφερόντων ή της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας των ενδιαφερομένων:

α)      η μέθοδος παρασκευής·

β)      ο προσδιορισμός της πρόσμειξης της δραστικής ουσίας, με εξαίρεση τις προσμείξεις που θεωρούνται σημαντικές από τοξικολογική, οικοτοξικολογική και περιβαλλοντική άποψη·

γ)      αποτελέσματα παρτίδων παραγωγής της δραστικής ουσίας, συμπεριλαμβανομένων των προσμείξεων·

δ)      μέθοδοι ανάλυσης προσμείξεων της δραστικής ουσίας, όπως παρασκευάζεται, με εξαίρεση τις μεθόδους για τις προσμείξεις που θεωρούνται σημαντικές από τοξικολογική, οικοτοξικολογική και περιβαλλοντική άποψη·

ε)      διασυνδέσεις μεταξύ του παραγωγού ή του εισαγωγέα και του αιτούντος ή του κατόχου της άδειας·

στ)      πληροφορίες σχετικά με την πλήρη σύνθεση ενός φυτοπροστατευτικού προϊόντος·

ζ)      ονομασίες και διευθύνσεις των προσώπων που συμμετέχουν στη διενέργεια δοκιμών σε σπονδυλωτά ζώα.

[…]»

II.    Ιστορικό της διαφοράς

25      Η προσφεύγουσα, Arysta LifeScience Netherlands BV, πρώην Chemtura Netherlands BV, είναι εταιρία που αναπτύσσει, παράγει και πωλεί χημικά προϊόντα στον κλάδο της αγροχημείας και των ευγενών χημικών ουσιών. Η εταιρία αυτή κοινοποίησε, υπό το καθεστώς της οδηγίας 91/414, τη δραστική ουσία diflubenzuron, εντομοκτόνο το οποίο χρησιμοποιείται σε διάφορες καλλιέργειες, ιδίως καλλιέργειες μήλων, αχλαδιών και μανιταριών.

26      Το diflubenzuron καταχωρίσθηκε στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414 με την οδηγία 2008/69 της Επιτροπής, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 11β του κανονισμού 1490/2002.

27      Στις 16 Ιουλίου 2009 η EFSA υπέβαλε στην Επιτροπή τα συμπεράσματα της αξιολόγησης των εμπειρογνωμόνων για τη δραστική ουσία diflubenzuron, σύμφωνα με το άρθρο 12α του κανονισμού 1490/2002. Τα συμπεράσματα αυτά επανεξετάστηκαν από τα κράτη μέλη και την Επιτροπή στο πλαίσιο της μόνιμης επιτροπής για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων και οριστικοποιήθηκαν στις 11 Μαΐου 2010 με τη μορφή έκθεσης ανασκόπησης της Επιτροπής, μεταξύ άλλων και για την ουσία diflubenzuron. Σύμφωνα με τα συμπεράσματα αυτά, τα προϊόντα που περιέχουν diflubenzuron πληρούν, γενικώς, τις προϋποθέσεις του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, της οδηγίας 91/414.

28      Η Επιτροπή έκρινε σκόπιμο να συγκεντρωθούν περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με συγκεκριμένα σημεία που αφορούσαν, μεταξύ άλλων, τη δραστική ουσία diflubenzuron και για τον λόγο αυτό εξέδωσε την οδηγία 2010/39. Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 6 της οδηγίας αυτής, ήταν σκόπιμο να ζητηθεί από τον κοινοποιούντα, δηλαδή από την προσφεύγουσα, να υποβάλει στοιχεία, καλούμενα στοιχεία «επιβεβαίωσης», όσον αφορά την πιθανή τοξικότητα της πρόσμειξης και του μεταβολίτη 4‑χλωρανιλίνη (PCA) ως καταλοίπου της χρήσης της ουσίας diflubenzuron.

29      Τον Ιούνιο του 2011 η προσφεύγουσα υπέβαλε τα στοιχεία σχετικά με την πιθανή τοξικότητα της πρόσμειξης και του μεταβολίτη 4‑χλωρανιλίνη (PCA) ως καταλοίπου της χρήσης της ουσίας diflubenzuron. Τα στοιχεία αυτά αξιολογήθηκαν από το κράτος μέλος εισηγητή, εν προκειμένω το Βασίλειο της Σουηδίας, με τη σύνταξη σχεδίου έκθεσης αξιολόγησης. Το κράτος μέλος εισηγητής διαβίβασε το σχέδιο αυτό στα λοιπά κράτη μέλη και στην EFSA για παρατηρήσεις.

30      Αφού εξέτασε τις υποβληθείσες παρατηρήσεις, η Επιτροπή ζήτησε από την EFSA να οργανώσει εξέταση από ομοτίμους και να εκδώσει τα συμπεράσματά της σχετικά με τον κίνδυνο που ενέχει για τους καταναλωτές, τους κατοίκους, τους διερχομένους και τους εργαζομένους η έκθεσή τους στον μεταβολίτη σε περίπτωση κατάποσης του diflubenzuron ή έκθεσης σε αυτό. Στις 22 Αυγούστου 2012, βάσει εκτίμησης των αντιπροσωπευτικών χρήσεων του diflubenzuron ως εντομοκτόνου στα μήλα, στα αχλάδια, στα μανιτάρια και στη δασοκομία, η EFSA εξέδωσε συμπεράσματα, σύμφωνα με τα οποία πιθανή έκθεση των καταναλωτών, των κατοίκων ή των διερχομένων και των εργαζομένων στον μεταβολίτη ως κατάλοιπο πρέπει να θεωρηθεί a priori ανησυχητική, στο μέτρο που δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υφίσταται κάποια οριακή τιμή για ένα γονιδιοτοξικό καρκινογόνο. Τα συμπεράσματα αυτά δημοσιεύθηκαν στις 7 Σεπτεμβρίου 2012.

31      Στις 16 Ιουλίου 2013 η μόνιμη επιτροπή για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων συνέταξε αναθεωρημένη έκθεση ανασκόπησης του diflubenzuron. Η επιτροπή αυτή συμφωνούσε, κατ’ ουσίαν, με τα από 22 Αυγούστου 2012 συμπεράσματα της EFSA.

32      Εν συνεχεία, στις 18 Ιουλίου 2013, η Επιτροπή ενημέρωσε επισήμως την προσφεύγουσα ότι γινόταν επανεξέταση της έγκρισης του diflubenzuron, βάσει του άρθρου 21 του κανονισμού 1107/2009. Η Επιτροπή ανέθεσε στην EFSA να διατυπώσει συμπεράσματα όσον αφορά αυτή την επανεξέταση. Τέθηκε προς τούτο προθεσμία η οποία έληγε στις 28 Αυγούστου 2015.

33      Τον Ιανουάριο του 2014 η προσφεύγουσα υπέβαλε στο Βασίλειο της Σουηδίας, ως κράτος μέλος εισηγητή για την ουσία diflubenzuron, στοιχεία προκειμένου να απαντήσει σε τυχόν προβληματισμούς σχετικούς με τον μεταβολίτη. Τον Ιούλιο του 2014 το κράτος μέλος εισηγητής υπέβαλε σχέδιο έκθεσης με το οποίο αξιολογούσε τα επικαιροποιημένα στοιχεία και στο οποίο κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η πιθανή έκθεση καταναλωτών, εργαζομένων και κατοίκων ή διερχομένων στο PCA στο πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής χρήσης του diflubenzuron στα μηλοειδή δεν ενείχε κινδύνους (στο εξής: έκθεση του Ιουλίου 2014). Στην προσφεύγουσα, στα λοιπά κράτη μέλη και στην EFSA παρασχέθηκε η δυνατότητα να υποβάλουν παρατηρήσεις επί της έκθεσης αυτής.

34      Η προσφεύγουσα εξέθεσε την άποψή της επί της εκθέσεως του Ιουλίου 2014 εντός του ίδιου μήνα. Το κράτος μέλος εισηγητής διαβίβασε την άποψη αυτή σε όλα τα κράτη μέλη, καθώς και στην EFSA, τον Σεπτέμβριο του 2014.

35      Μετά την παρέλευση της προθεσμίας που δόθηκε για την υποβολή παρατηρήσεων, το κράτος μέλος εισηγητής συμπλήρωσε την έκθεση του Ιουλίου 2014 με δύο προσθήκες. Με την πρώτη προσθήκη, την οποία εξέδωσε τον Νοέμβριο του 2014, το κράτος μέλος εισηγητής έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι η πιθανή έκθεση των εργαζομένων και των κατοίκων ή διερχομένων στο PCA στο πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής χρήσης του diflubenzuron στα μηλοειδή δεν ενείχε κινδύνους. Αντιθέτως, όσον αφορά τους καταναλωτές, το κράτος μέλος εισηγητής κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «δεν ήταν σε θέση να αξιολογήσει επαρκώς τον κίνδυνο».

36      Στις 12 Μαρτίου 2015 η Επιτροπή ζήτησε από την EFSA να εκφέρει τη γνώμη της σχετικά με την πιθανή έκθεση στο PCA (4‑χλωρανιλίνη, πρόσμειξη και μεταβολίτης του diflubenzuron) ως κατάλοιπο και σχετικά με την πιθανή τοξικότητά του, καθώς επίσης και να εξετάσει αν το κράτος μέλος εισηγητής προέβη σε ορθή εφαρμογή της μεθόδου του περιθωρίου έκθεσης κατά την αξιολόγηση της πιθανής έκθεσης στο PCA ως κατάλοιπο στο πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής χρήσης του diflubenzuron.

37      Με τη δεύτερη προσθήκη, την οποία εξέδωσε τον Ιούλιο του 2015, κατόπιν δύο συναντήσεων για την εξέταση από ομοτίμους, τον Μάιο και τον Ιούνιο του 2015, το κράτος μέλος εισηγητής κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «δεν [ήταν] δυνατό να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η πιθανολογούμενη έκθεση στο PCA [δεν ήταν] ανησυχητική για τους καταναλωτές» (στο εξής: προσθήκη του Ιουλίου 2015).

38      Προκειμένου να απαντήσει στο περιεχόμενο της προσθήκης του Ιουλίου 2015, η προσφεύγουσα παρουσίασε στην EFSA, στις 19 Αυγούστου 2015, επιστημονική τεκμηρίωση. Με επιστολή της 24ης Αυγούστου 2015 η EFSA απάντησε στην προσφεύγουσα ότι δεν προβλεπόταν δυνατότητα του κοινοποιούντος την ουσία να υποβάλλει πρόσθετες παρατηρήσεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εξέτασης από ομοτίμους και ότι ως εκ τούτου δεν μπορούσε να κάνει δεκτό το αίτημα για συνάντηση. Περαιτέρω, με την ίδια επιστολή επισήμανε στην προσφεύγουσα ότι η Επιτροπή θα την καλούσε να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί της γνωμοδότησης της EFSA σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας. Με τα από 27 Αυγούστου 2015 συμπεράσματά της (στο εξής: επίδικα συμπεράσματα) η EFSA έκρινε ότι «η πιθανή έκθεση στο PCA υπό τη μορφή καταλοίπων (δηλαδή είτε για τους καταναλωτές είτε για τους εργαζομένους και τους [κατοίκους ή διερχομένους] [έπρεπε] να θεωρηθεί ανησυχητική, δεδομένου ότι ήταν αδύνατον να οριστεί κάποια υποθετική οριακή τιμή για μια γονιδιοτοξική καρκινογόνο ουσία». Στο ίδιο έγγραφο αναφέρονταν επίσης τα εξής: «Ένα ζήτημα θεωρείται επίσης ότι εγείρει σοβαρές ανησυχίες, όταν δεν μπόρεσε να ολοκληρωθεί αξιολόγηση σε υψηλότερο επίπεδο λόγω έλλειψης πληροφοριών και όταν η αξιολόγηση που πραγματοποιήθηκε στο χαμηλότερο επίπεδο δεν επιτρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι για μία, τουλάχιστον, από τις αντιπροσωπευτικές χρήσεις μπορεί να αναμένεται ότι φυτοπροστατευτικό προϊόν που περιέχει τη δραστική ουσία δεν θα έχει βλαβερές συνέπειες στην υγεία των ανθρώπων και των ζώων και στα υπόγεια ύδατα ούτε μη αποδεκτές επιπτώσεις στο περιβάλλον».

39      Πριν από τη δημοσίευση των επίδικων συμπερασμάτων στον ιστότοπό της, η EFSA κάλεσε με δική της πρωτοβουλία την προσφεύγουσα να επισημάνει τυχόν εμπιστευτικές πληροφορίες εντός του κειμένου αυτού, σύμφωνα με το άρθρο 63 του κανονισμού 1107/2009. Απαντώντας στην EFSA, με επιστολές της 4ης και της 11ης Σεπτεμβρίου 2015, η προσφεύγουσα ζήτησε από αυτήν, αφενός, να επιβεβαιώσει ότι έχει την εξουσία να δημοσιοποιήσει τα επίδικα συμπεράσματα και, αφετέρου, εν πάση περιπτώσει, να αφαιρέσει ορισμένα χωρία των συμπερασμάτων για λόγους εμπιστευτικότητας βάσει του ανωτέρω άρθρου. Ειδικότερα, ζήτησε εμπιστευτική μεταχείριση για τα ονόματα των συντακτών των μνημονευόμενων μελετών και εκθέσεων, τη διόρθωση ορισμένων στοιχείων που κατ’ αυτή ενείχαν πλάνη περί τα πράγματα, και την κατάργηση ορισμένων χωρίων που θεωρούσε ότι έθιγαν τα εμπορικά της συμφέροντα, ιδίως σε σχέση με τις ιδιότητες και τη διαρκή διαθεσιμότητα του diflubenzuron, ή ότι στηρίζονταν σε συμπεράσματα αμφίβολης επιστημονικής ποιότητας τα οποία εξακολουθούσαν να αποτελούν αντικείμενο διαφωνίας και επί των οποίων είχε υποβάλει στην EFSA, στις 19 Αυγούστου 2015, παρατηρήσεις που δεν είχαν ληφθεί υπόψη.

40      Με επιστολή της 8ης Οκτωβρίου 2015, η EFSA έκανε δεκτά τα αιτήματα, αφενός, για εμπιστευτική μεταχείριση, όσον αφορά την απαλοιφή των ονομάτων των συντακτών των επίμαχων μελετών και εκθέσεων, σύμφωνα με το άρθρο 63, παράγραφος 2, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού 1107/2009 και, αφετέρου, για διόρθωση ορισμένων εκ παραδρομής λαθών. Αντιθέτως, απέρριψε τα αιτήματα που στηρίζονταν στην παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου με τα οποία ζητήθηκε η απαλοιφή χωρίων που περιείχαν πληροφορίες ικανές να θίξουν τα εμπορικά συμφέροντα της προσφεύγουσας.

41      Καταρχάς, παραπέμποντας στο άρθρο 38, παράγραφος 1, το άρθρο 39, παράγραφος 3, και το άρθρο 40 του κανονισμού 178/2002, η EFSA προσδιόρισε τη νομική βάση που της παρείχε την εξουσία να δημοσιοποιήσει τα επίδικα συμπεράσματα. Εν συνεχεία, απάντησε στις αιτιάσεις που είχε διατυπώσει η προσφεύγουσα, σύμφωνα με τις οποίες προσεβλήθησαν τα δικαιώματά της άμυνας και προηγούμενης ακρόασης. Υπενθύμισε, επ’ αυτού, ότι είχε δοθεί στην προσφεύγουσα η δυνατότητα να τοποθετηθεί επί της έκθεσης του Ιουλίου 2014 και ότι η προσφεύγουσα θα είχε την ευκαιρία να εκφραστεί επί της τελικής απόφασης της Επιτροπής. Τέλος, όσον αφορά το αίτημα της προσφεύγουσας να απαλειφθούν χωρία που περιείχαν πληροφορίες ικανές να θίξουν τα εμπορικά της συμφέροντα, η EFSA υποστήριξε, κατ’ ουσίαν, ότι ο απλός κίνδυνος να θιγεί η εικόνα της προσφεύγουσας από τις περισσότερες από τις επίμαχες πληροφορίες δεν αρκεί για να αποκτήσουν οι πληροφορίες αυτές εμπιστευτικό χαρακτήρα, δεδομένης της υποχρέωσης που υπέχει η EFSA να δημοσιοποιεί τις πληροφορίες που δύνανται να έχουν επιπτώσεις στη δημόσια υγεία.

42      Στις 12 Οκτωβρίου 2015 η προσφεύγουσα ζήτησε από την EFSA να επανεξετάσει την απόφαση με την οποία είχαν απορριφθεί τα αιτήματα εμπιστευτικής μεταχείρισης που είχε υποβάλει βάσει του άρθρου 63, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009 όσον αφορά τα επίδικα συμπεράσματα. Προς στήριξη του εν λόγω αιτήματος επανεξέτασης προσήψε στην EFSA, μεταξύ άλλων, ότι είχε ενεργήσει κατά παράβαση του κανονισμού 178/2002. Κατά την προσφεύγουσα, από τον εν λόγω κανονισμό προκύπτει ότι οι γνώμες της EFSA πρέπει να είναι «υψηλού επιστημονικού επιπέδου». Όμως εν προκειμένω η EFSA διαμόρφωσε τα συμπεράσματά της βάσει της προσθήκης του Ιουλίου 2015, η οποία στηριζόταν σε αμφίβολα επιστημονικά στοιχεία και σε ελλιπείς πληροφορίες. Επιπλέον, η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι η EFSA, παραβλέποντας σκοπίμως τα σχόλιά της, προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας και παραβίασε την υποχρέωση που υπέχει από τον εν λόγω κανονισμό να στηρίζει τις εκτιμήσεις της σε «όλα τα διαθέσιμα επιστημονικά στοιχεία». Περαιτέρω, κατά την προσφεύγουσα, από κανένα αξιόπιστο στοιχείο δεν μπορούσε να αποδειχθεί ότι το diflubenzuron ενείχε κίνδυνο για την υγεία των ανθρώπων ή των ζώων.

43      Στις 10 Δεκεμβρίου 2015 η EFSA απέρριψε οριστικά τα αιτήματα εμπιστευτικής μεταχείρισης που είχε υποβάλει η προσφεύγουσα βάσει του άρθρου 63, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009 για τα επίδικα συμπεράσματα (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση). Όσον αφορά τις αιτιάσεις της προσφεύγουσας περί προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης, η EFSA επισήμανε ότι είχε λάβει υπόψη τις πληροφορίες και τα σχόλια που υποβλήθηκαν από την προσφεύγουσα στις 20 Αυγούστου 2015 και ότι η αναλυτική της τοποθέτηση ως προς τις πληροφορίες αυτές είχε περιληφθεί στο παράρτημα Ι της προσβαλλόμενης απόφασης.

44      Στις 11 Δεκεμβρίου 2015 δημοσιεύθηκε το πλήρες κείμενο των επίδικων συμπερασμάτων στον ιστότοπο της EFSA.

45      Εν τω μεταξύ, στις 9 Σεπτεμβρίου 2015, η Επιτροπή κάλεσε την προσφεύγουσα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί των επίδικων συμπερασμάτων πριν τις 7 Οκτωβρίου 2015. Στην ίδια επιστολή η Επιτροπή ανέφερε ότι, αν κατά τη διάρκεια της επανεξέτασης της έγκρισης του diflubenzuron υπέβαλλε στη μόνιμη επιτροπή φυτών, ζώων, τροφίμων και ζωοτροφών αναθεωρημένη έκθεση ανασκόπησης, θα δινόταν στην προσφεύγουσα η δυνατότητα να υποβάλει συναφώς τις γραπτές της παρατηρήσεις. Η προσφεύγουσα απάντησε στις 7 Οκτωβρίου 2015 και οι παρατηρήσεις της κοινοποιήθηκαν στα κράτη μέλη που μετείχαν στη μόνιμη επιτροπή για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων.

III. Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

46      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Δεκεμβρίου 2015, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

47      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την ίδια ημέρα, η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ζητούσε την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης.

48      Με διάταξη της 15ης Δεκεμβρίου 2015 ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου έκανε δεκτή την αίτηση προσωρινής αναστολής εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης και διέταξε την EFSA να αφαιρέσει αμέσως τα επίδικα συμπεράσματα από τον ιστότοπό της.

49      Η EFSA συμμορφώθηκε αυθημερόν. Ωστόσο, στις 7 Ιανουαρίου 2016, για διάστημα 5 λεπτών, και από τις 13 έως τις 14 Ιανουαρίου 2016, για διάστημα περίπου 24 ωρών, τα επίδικα συμπεράσματα ήταν διαθέσιμα στο Διαδίκτυο.

50      Με διάταξη της 29ης Φεβρουαρίου 2016 ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου απέρριψε την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της προσφεύγουσας, ανακάλεσε τη διάταξη της 15ης Δεκεμβρίου 2015 και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

51      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 4 Μαρτίου 2016, η προσφεύγουσα άσκησε αναίρεση κατά της διάταξης της 29ης Φεβρουαρίου 2016.

52      Με προσωρινή διάταξη της 11ης Μαρτίου 2016, το Δικαστήριο έκανε δεκτό το αίτημα αναστολής εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης και διέταξε την EFSA να μη δημοσιεύσει τα επίδικα συμπεράσματα και, αν το έχει ήδη πράξει, να τα αφαιρέσει από τον ιστότοπό της το αργότερο έως τις 11 Μαρτίου 2016 και ώρα 17:00.

53      Με διάταξη της 14ης Ιουνίου 2016, το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως της προσφεύγουσας και την καταδίκασε στα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής δίκης.

54      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 31 Μαρτίου 2016, η Επιτροπή ζήτησε να παρέμβει υπέρ της EFSA. Με απόφαση του προέδρου του τετάρτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 2016 επετράπη στην Επιτροπή να παρέμβει.

55      Κατόπιν μεταβολής της σύνθεσης των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, η υπό κρίση υπόθεση ανατέθηκε στο τέταρτο τμήμα με απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2016 και ορίστηκε νέος εισηγητής δικαστής.

56      Κατόπιν έκθεσης του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και να υποβάλει ερωτήσεις στην προσφεύγουσα, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας τα οποία προβλέπει το άρθρο 89 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Η προσφεύγουσα απάντησε στις ερωτήσεις εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

57      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 18 Οκτωβρίου 2017, η EFSA,  με δική της πρωτοβουλία, υπέβαλε παρατηρήσεις σχετικά με τις ερωτήσεις που τέθηκαν στην προσφεύγουσα. Οι παρατηρήσεις αυτές κατατέθηκαν στη δικογραφία και διαβιβάστηκαν στην προσφεύγουσα με απόφαση του προέδρου του τέταρτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Νοεμβρίου 2017.

58      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 22 Νοεμβρίου 2017, η προσφεύγουσα απάντησε στις από 18 Οκτωβρίου 2017 παρατηρήσεις της EFSA.

59      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 29ης Νοεμβρίου 2017.

60      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η προσφεύγουσα κατέθεσε επιστολή της 8ης Ιουλίου 2015 με την οποία η Επιτροπή έκανε δεκτό το από 29 Ιουνίου 2015 αίτημα της EFSA περί παράτασης της προθεσμίας υποβολής των συμπερασμάτων της επί της εκτίμησης επικινδυνότητας της δραστικής ουσίας diflubenzuron στο πλαίσιο της διαδικασίας επανεξέτασης. Η επιστολή αυτή κατατέθηκε στη δικογραφία κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και τόσο η EFSA όσο και η Επιτροπή κλήθηκαν να τοποθετηθούν επί του παραδεκτού και επί του βασίμου αυτής. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η EFSA υποστήριξε ότι η από 8 Ιουλίου 2015 επιστολή της Επιτροπής πρέπει να κριθεί απαράδεκτη, διότι προσκομίστηκε εκπροθέσμως και διότι, εν πάση περιπτώσει, δεν ασκεί καμία επιρροή στην υπόθεση. Η Επιτροπή δεν τοποθετήθηκε επί του ζητήματος αυτού.

61      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την EFSA στα δικαστικά έξοδα.

62      Η EFSA ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει τα αιτήματα της προσφεύγουσας·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα να φέρει πέραν των δικών της εξόδων και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η EFSA στο πλαίσιο της παρούσας δίκης.

63      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη ή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

IV.    Σκεπτικό

1.      Επί του εννόμου συμφέροντος

64      Με τις από 18 Οκτωβρίου 2017 παρατηρήσεις της επί των ερωτήσεων που τέθηκαν στην προσφεύγουσα στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας, η EFSA έθεσε ζήτημα εννόμου συμφέροντος της προσφεύγουσας, λόγω του ότι τα επίδικα συμπεράσματα έχουν προπαρασκευαστικό χαρακτήρα. Υποστηρίζει ότι μετά την έκδοση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2017/855 της Επιτροπής, της 18ης Μαΐου 2017, για την τροποποίηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 540/2011 όσον αφορά τους όρους έγκρισης της δραστικής ουσίας diflubenzuron (ΕΕ 2017, L 128, σ. 10), και μετά την άσκηση προσφυγής, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, σχετικά με τη νομιμότητα του εν λόγω εκτελεστικού κανονισμού (υπόθεση T‑476/17), έχει εκλείψει, ακόμη και αν υποτεθεί ότι υπήρξε ποτέ, το όποιο έννομο συμφέρον της προσφεύγουσας για την άσκηση της υπό κρίση προσφυγής.

65      Ως προς το ζήτημα αυτό, αφενός, η EFSA φρονεί ότι τα επίδικα συμπεράσματα αποτελούν προπαρασκευαστικό μέτρο στο πλαίσιο της διαδικασίας η οποία κατέληξε στην έκδοση του εκτελεστικού κανονισμού 2017/855, και ως εκ τούτου ισχυρισμοί που αφορούν την τήρηση των διαδικαστικών απαιτήσεων της διαδικασίας επανεξέτασης και την ακρίβεια της εκτίμησης στην οποία προέβη είτε η ίδια η παρεμβαίνουσα είτε κάποια από τις λοιπές αρχές που μετείχαν στη διαδικασία της εξέτασης θα μπορούσαν να προβληθούν στο πλαίσιο της αφορώσας τη νομιμότητα του εν λόγω εκτελεστικού κανονισμού προσφυγής η οποία ασκήθηκε στην υπόθεση T‑476/17. Αφετέρου, διερωτάται με ποιον τρόπο τυχόν ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης θα μπορούσε να ωφελήσει την προσφεύγουσα. Κατά την EFSA, η ακύρωση της εν λόγω απόφασης και η αφαίρεση των επίδικων συμπερασμάτων από τον ιστότοπό της δεν θα καθιστούσε δυνατή την άρση των προβαλλόμενων αρνητικών συνεπειών της δημοσιοποίησής τους, δεδομένου ότι το diflubenzuron έχει χαρακτηρισθεί ως φορέας γονιδιοτοξικών και καρκινογόνων ιδιοτήτων στον εν λόγω εκτελεστικό κανονισμό, ο οποίος είναι σε ισχύ και είναι προσιτός στο κοινό.

66      Η προσφεύγουσα, με την από 22 Νοεμβρίου 2017 απάντησή της στις παρατηρήσεις της EFSA, αμφισβητεί τους ισχυρισμούς της EFSA, σύμφωνα με τους οποίους η προσφυγή είναι απαράδεκτη διότι στερείται αντικειμένου. Θεωρεί ότι εξακολουθεί να έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, στο μέτρο που με την υπό κρίση προσφυγή επιδιώκει τη δημοσίευση στον ιστότοπο της EFSA των επίδικων συμπερασμάτων χωρίς να περιλαμβάνονται σε αυτά συγκεκριμένα χωρία. Κατά την άποψή της, θα μπορούσε, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να αποτρέψει τις επιπτώσεις της δημοσιοποίησης των επίδικων συμπερασμάτων της EFSA στην πώληση της ουσίας ως εντομοκτόνου για μη εδώδιμες καλλιέργειες και ενδεχομένως να ασκήσει αγωγή αποζημίωσης. Θεωρεί, επίσης, ότι η υπό κρίση προσφυγή και η προσφυγή που ασκήθηκε κατά του εκτελεστικού κανονισμού 2017/855 στην υπόθεση T‑476/17 έχουν διαφορετικό αντικείμενο.

67      Υπενθυμίζεται ότι προσφυγή ακυρώσεως που ασκείται από φυσικό ή νομικό πρόσωπο είναι παραδεκτή μόνον εφόσον ο προσφεύγων έχει συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης. Ένα τέτοιο συμφέρον προϋποθέτει ότι η ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης δύναται, αυτή καθεαυτήν, να έχει έννομες συνέπειες και ότι, επομένως, η προσφυγή μπορεί, ως εκ του αποτελέσματός της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε. Το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος πρέπει να είναι γεγενημένο και ενεστώς. Δεν μπορεί να αφορά μελλοντική και υποθετική κατάσταση. Το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος πρέπει, υπό το πρίσμα του αντικειμένου της προσφυγής, να υφίσταται κατά τον χρόνο άσκησης της προσφυγής, άλλως η προσφυγή είναι απαράδεκτη, πρέπει δε να διατηρείται μέχρι την έκδοση της δικαστικής απόφασης, άλλως παρέλκει η έκδοση απόφασης (απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑33/14 P, EU:C:2015:609, σκέψεις 55 έως 57).

68      Συνεπώς, η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε εν προκειμένω η EFSA πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, χωρίς να απαιτείται να εξετασθεί το παραδεκτό τόσο των παρατηρήσεων της EFSA επί των ερωτήσεων που τέθηκαν στην προσφεύγουσα στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας (βλ. σκέψη 57 ανωτέρω) όσο και των απαντήσεων της προσφεύγουσας επί των παρατηρήσεων αυτών (βλ. σκέψη 58 ανωτέρω).

69      Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα είχε έννομο συμφέρον όταν άσκησε την υπό κρίση προσφυγή, διότι η ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης μπορούσε να την ωφελήσει, στο μέτρο που η απόφαση αυτή, η οποία απέρριψε τα αιτήματα εμπιστευτικής μεταχείρισης που είχαν υποβληθεί από την προσφεύγουσα βάσει του άρθρου 63, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009 για τα επίδικα συμπεράσματα, οδήγησε στη δημοσίευση των εν λόγω συμπερασμάτων σε μορφή που περιελάμβανε τα χωρία για τα οποία η προσφεύγουσα είχε ζητήσει εμπιστευτική μεταχείριση. Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα, σε περίπτωση ακύρωσης της απόφασης αυτής, θα μπορούσε να επιτύχει, παραδείγματος χάριν, αρχικά την αφαίρεση των εν λόγω συμπερασμάτων από τον ιστότοπο της EFSA και στη συνέχεια τη δημοσίευσή τους σε μορφή σύμφωνη, εν όλω ή εν μέρει, προς τα αιτήματα εμπιστευτικότητας τα οποία είχε υποβάλει και τα οποία είχαν προηγουμένως απορριφθεί από την EFSA.

70      Σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει η EFSA, το έννομο συμφέρον της προσφεύγουσας δεν εκλείπει λόγω, αφενός, της έκδοσης του εκτελεστικού κανονισμού 2017/855 ο οποίος επιτρέπει τις χρήσεις του diflubenzuron ως εντομοκτόνου αποκλειστικά και μόνο για τις μη εδώδιμες καλλιέργειες και, αφετέρου, της άσκησης προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με τη νομιμότητα του εν λόγω εκτελεστικού κανονισμού.

71      Ειδικότερα, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πράξη με την οποία η EFSA αποφάσισε να απορρίψει τα αιτήματα εμπιστευτικής μεταχείρισης που είχε υποβάλει η προσφεύγουσα βάσει του άρθρου 63, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009 για τα επίδικα συμπεράσματα. Η απόφαση αυτή εξακολουθεί να παράγει τα αποτελέσματά της. Συγκεκριμένα, τα εν λόγω συμπεράσματα εξακολουθούν να είναι διαθέσιμα  για το κοινό. Περαιτέρω, ορθώς η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι εξακολουθεί να έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει την ακύρωση της εν λόγω απόφασης, προκειμένου να επιτύχει, μεταξύ άλλων, τη διαπίστωση, από τον δικαστή της Ένωσης, ότι έχει διαπραχθεί παρανομία εις βάρος της, οπότε η διαπίστωση αυτή μπορεί να αποτελέσει τη βάση τυχόν αγωγής αποζημιώσεως, με σκοπό την πρόσφορη αποκατάσταση της ζημίας που υποστηρίζει ότι προκάλεσε στη φήμη της ή στα εμπορικά συμφέροντά της η δημοσίευση των επίδικων συμπερασμάτων (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 17ης Ιουλίου 2014, Westfälisch-Lippischer Sparkassen- und Giroverband κατά Επιτροπής, T‑457/09, EU:T:2014:683, σκέψη 137).

72      Ούτε η έκδοση του εκτελεστικού κανονισμού 2017/855 ούτε η έκβαση της ασκηθείσας στην υπόθεση T-476/17 προσφυγής σχετικά με τη νομιμότητα του εν λόγω εκτελεστικού κανονισμού θα μπορούσαν να προσπορίσουν ένα τέτοιο όφελος στην προσφεύγουσα, δεδομένου ότι τα ανωτέρω δεν ασκούν καμία επιρροή επί του ζητήματος αν ορθώς απέρριψε η EFSA, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τα αιτήματα εμπιστευτικής μεταχείρισης που είχαν υποβληθεί από την προσφεύγουσα βάσει του άρθρου 63, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009 όσον αφορά τα επίδικα συμπεράσματα.

73      Πράγματι, όπως επισημαίνει η EFSA, ο εκτελεστικός κανονισμός 2017/855 αναφέρει ρητώς ότι η δραστική ουσία diflubenzuron έχει γονιδιοτοξικές και καρκινογόνες ιδιότητες, χαρακτηρισμός που ταυτίζεται με αυτόν που περιλαμβάνεται στα επίδικα συμπεράσματα. Είναι επίσης αληθές ότι, μέσω της δημοσίευσης του εν λόγω εκτελεστικού κανονισμού, το κοινό απέκτησε πρόσβαση στη διαπίστωση αυτή. Ωστόσο, το στοιχείο αυτό δεν επιτρέπει αφεαυτού να συναχθεί το συμπέρασμα ότι έχουν εξαλειφθεί οι προβαλλόμενες αρνητικές συνέπειες της δημοσιοποίησης των εν λόγω συμπερασμάτων. Συγκεκριμένα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η υπό κρίση προσφυγή και η προσφυγή που αφορά τη νομιμότητα του εν λόγω εκτελεστικού κανονισμού έχουν διαφορετικό αντικείμενο και πρέπει, ως εκ τούτου, να κριθούν αυτοτελώς, αφού προηγηθεί διαφορετική στην κάθε περίπτωση εξέταση. Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η δημοσιοποίηση των πληροφοριών βάσει των οποίων η ΕFSA εξέδωσε τα συμπεράσματα αυτά θίγει τα εμπορικά συμφέροντά της. Αντιθέτως, το ζήτημα που τίθεται με την προσφυγή που αφορά τη νομιμότητα του αυτού εκτελεστικού κανονισμού είναι αν η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης κρίνοντας ότι η δραστική ουσία έχει γονιδιοτοξικές και καρκινογόνες ιδιότητες. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν ασκεί επιρροή ούτε το γεγονός ότι τα επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής συμπίπτουν εν μέρει με αυτά που προβάλλει στο πλαίσιο της προσφυγής η οποία αφορά τη νομιμότητα του επίμαχου εκτελεστικού κανονισμού.

74      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι εν προκειμένω εξακολουθεί να υφίσταται έννομο συμφέρον της προσφεύγουσας.

2.      Επί της ουσίας

75      Προς στήριξη της προσφυγής η προσφεύγουσα προβάλλει πέντε λόγους ακυρώσεως. Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται, με το μεν πρώτο σκέλος, υπέρβαση εξουσίας της EFSA, στο μέτρο που αυτή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση χωρίς κατάλληλη νομική βάση, με το δε δεύτερο σκέλος, παράβαση του κανονισμού 1107/2009 και προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματος της προστασίας του επαγγελματικού απορρήτου, καθώς και παράβαση του άρθρου 38 και του άρθρου 40, παράγραφος 3, του κανονισμού 178/2002. Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται, αφενός, υπέρβαση εξουσίας της EFSA, στο μέτρο που αυτή εξέδωσε πράξη που αφορούσε την ταξινόμηση των χημικών προϊόντων, η οποία εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων (ECHA) και, αφετέρου, πρόδηλη πλάνη εκτίμησης, στο μέτρο που η EFSA στήριξε τα επίδικα συμπεράσματα σε ελλιπείς πληροφορίες, χωρίς να λάβει υπόψη τις παρατηρήσεις της προσφεύγουσας. Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης. Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η EFSA παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει του κανονισμού 178/2002. Με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, στο μέτρο που η Επιτροπή είχε δημιουργήσει στην προσφεύγουσα δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι θα ληφθούν υπόψη οι παρατηρήσεις της πριν από τη δημοσίευση των επίδικων συμπερασμάτων.

1.      Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται υπέρβαση εξουσίας της EFSA

76      Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι εκδίδοντας την προσβαλλόμενη απόφαση και δημοσιεύοντας τα επίδικα συμπεράσματα, η EFSA διέπραξε υπέρβαση εξουσίας. Κατά την προσφεύγουσα, ακόμη και αν υπάρχει νομική βάση που παρέχει στην EFSA την εξουσία να δημοσιεύσει τα συμπεράσματά της στο πλαίσιο αρχικής αξιολόγησης, δεν υφίσταται καμία νομική βάση που να  της παρέχει την εξουσία να δημοσιεύει τα συμπεράσματα που εκδίδονται στο πλαίσιο διαδικασίας επανεξέτασης πραγματοποιούμενης δυνάμει του άρθρου 21 του κανονισμού 1107/2009.

77      Η EFSA αμφισβητεί την ορθότητα των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας.

78      Προκαταρκτικώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο 21 του κανονισμού 1107/2009, το οποίο διέπει τη διαδικασία επανεξέτασης μιας δραστικής ουσίας, στο πλαίσιο της οποίας η EFSA εξέδωσε τα επίδικα συμπεράσματα, δεν διευκρινίζει ούτε αν πρέπει να δημοσιοποιηθεί γνώμη που εκδίδει η EFSA στο πλαίσιο μιας τέτοιας διαδικασίας επανεξέτασης ούτε τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να γίνει η δημοσιοποίηση αυτή. Αντιθέτως, το άρθρο 12 του ίδιου κανονισμού, το οποίο διέπει την αρχική αξιολόγηση δραστικής ουσίας, προβλέπει ρητώς την υποχρέωση της EFSA να δημοσιοποιεί τα συμπεράσματά της.

79      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξετασθεί αν, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ο νομοθέτης της Ένωσης, προβλέποντας ρητώς ότι η EFSA οφείλει να δημοσιοποιεί τα συμπεράσματα που εκδίδει στο πλαίσιο αρχικής αξιολόγησης δραστικής ουσίας, θέλησε να αποκλείσει τη δημοσίευση των γνωμοδοτήσεων που εκδίδει η EFSA στο πλαίσιο διαδικασίας επανεξέτασης.

80      Κατά πάγια νομολογία, για την ερμηνεία μιας διάταξης του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της διάταξης αυτής, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι στόχοι που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 1983, Merck, 292/82, EU:C:1983:335, σκέψη 12), καθώς και το σύνολο των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης (αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 1982, Cilfit κ.λπ., 283/81, EU:C:1982:335, σκέψη 20, και της 6ης Οκτωβρίου 2005, Sumitomo Chemical και Sumika Fine Chemicals κατά Επιτροπής, T‑22/02 και T‑23/02, EU:T:2005:349, σκέψη 47).

81      Ως προς το ζήτημα αυτό επισημαίνεται ότι, όπως ανέφερε η EFSA στην προσβαλλόμενη απόφαση, καμία διάταξη των κανονισμών 1107/2009 και 178/2002 δεν απαγορεύει ρητώς στην EFSA να δημοσιεύει τις γνωμοδοτήσεις που εκδίδει στο πλαίσιο διαδικασίας επανεξέτασης. Επιβάλλεται, περαιτέρω, η διαπίστωση ότι από κανένα στοιχείο των κανονισμών αυτών δεν προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να απαγορεύσει στην EFSA να δημοσιοποιήσει τέτοιες γνωμοδοτήσεις. Μια τέτοια απαγόρευση δεν θα μπορούσε να συναχθεί από το γεγονός και μόνον ότι το γράμμα του άρθρου 21 του κανονισμού 1107/2009 δεν προβλέπει υποχρέωση δημοσιοποίησης τέτοιων γνωμοδοτήσεων.

82      Αντιθέτως, από τη συνδυασμένη ερμηνεία των κανονισμών 1107/2009 και 178/2002 προκύπτει ότι η EFSA υπόκειται σε απαιτήσεις διαφάνειας, οι οποίες προϋποθέτουν, καταρχήν, ότι το κοινό ενημερώνεται για τα αποτελέσματα των δραστηριοτήτων της και ότι, ως εκ τούτου, μπορεί να έχει πρόσβαση στις γνωμοδοτήσεις που εκδίδονται από την EFSA στο πλαίσιο διαδικασίας επανεξέτασης. Όπως επισήμανε η EFSA στην από 8 Οκτωβρίου 2015 επιστολή της, αυτές ακριβώς οι διατάξεις τής παρέχουν την αρμοδιότητα να δημοσιοποιεί τέτοιες γνωμοδοτήσεις. Συγκεκριμένα, το άρθρο 38 του κανονισμού 178/2002, το οποίο επιγράφεται «Διαφάνεια», προβλέπει ότι η EFSA διασφαλίζει ότι διεξάγει τις δραστηριότητές της με υψηλό βαθμό διαφάνειας. Όπως προκύπτει, ιδίως, από το άρθρο 38, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και από το άρθρο 40, παράγραφοι 2 και 3, δεύτερο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού, οι γνωμοδοτήσεις της EFSA καταρχήν δημοσιοποιούνται. Το άρθρο 39, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού προβλέπει ότι τα συμπεράσματα των επιστημονικών γνωμών που διατυπώνει η EFSA σε σχέση με προβλέψιμες συνέπειες στην υγεία δεν κρατούνται σε καμία περίπτωση εμπιστευτικά. Όσον αφορά, ειδικότερα, τη διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά, το άρθρο 63 του κανονισμού 1107/2009, μοναδική διάταξη του κεφαλαίου του εν λόγω κανονισμού το οποίο επιγράφεται «Πρόσβαση του κοινού στις πληροφορίες», προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι «[τ]ο πρόσωπο που απαιτεί να τηρηθούν εμπιστευτικές οι πληροφορίες που υποβάλλει δυνάμει του παρόντος κανονισμού παρέχει επαληθεύσιμη αιτιολόγηση, η οποία να αποδεικνύει ότι η γνωστοποίηση των πληροφοριών αυτών θα έθιγε τα εμπορικά συμφέροντά του ή την προστασία της ιδιωτικής ζωής του και της ακεραιότητάς του». Από την a contrario ερμηνεία της διάταξης αυτής προκύπτει ότι η εμπιστευτική μεταχείριση τέτοιων πληροφοριών αποτελεί την εξαίρεση, ενώ η πρόσβαση του κοινού στις πληροφορίες αυτές αποτελεί τον κανόνα.

83      Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να θεωρηθεί εσφαλμένη η κρίση της EFSA, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η αρμοδιότητά της να δημοσιεύσει τα επίδικα συμπεράσματα στηριζόταν, μεταξύ άλλων, στη συνδυασμένη ερμηνεία των άρθρων 38 έως 40 του κανονισμού 178/2002 και του άρθρου 63 του κανονισμού 1107/2009.

84      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

85      Ειδικότερα, είναι αβάσιμο το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι αντίκειται στην ασφάλεια δικαίου η δυνατότητα της EFSA να συνάγει δικαίωμα δημοσίευσης παρότι το δικαίωμα αυτό δεν προβλέπεται ρητώς από το ισχύον παράγωγο δίκαιο, με αποτέλεσμα οι επιχειρήσεις να μην είναι κατ’ ανάγκη σε θέση να γνωρίζουν αν έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν εμπιστευτική μεταχείριση.

86      Αρκεί επ’ αυτού η διαπίστωση ότι, εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι, προτού δημοσιεύσει τα επίδικα συμπεράσματα, η EFSA κάλεσε την προσφεύγουσα να υποβάλει και να αιτιολογήσει αιτήματα εμπιστευτικότητας (βλ. σκέψη 39 ανωτέρω). Συνεπώς, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να προσάψει στην EFSA ότι δεν γνώριζε ότι είχε το δικαίωμα να ζητήσει εμπιστευτική μεταχείριση.

87      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται ότι δεν υπήρχε νομική βάση για τη δημοσίευση της γνώμης της EFSA που προβλέπεται στο άρθρο 21, παράγραφος 2, του κανονισμού 1107/2009, πρέπει να απορριφθεί.

2.      Επί του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο εξετάζεται σε συνδυασμό με τον δεύτερο, τον τρίτο, τον τέταρτο και τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως

88      Το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται παράβαση του κανονισμού 1107/2009 και προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματος στην προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου καθώς και παράβαση του άρθρου 38 και του άρθρου 40, παράγραφος 3, του κανονισμού 178/2002, πρέπει να εξετασθεί σε συνδυασμό με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται υπέρβαση εξουσίας της EFSA, στο μέτρο που εξέδωσε πράξη για την ταξινόμηση χημικών προϊόντων, και πρόδηλη πλάνη εκτίμησης, στο μέτρο που η EFSA στήριξε τα συμπεράσματά της σε ελλιπείς πληροφορίες, χωρίς να λάβει υπόψη τις παρατηρήσεις της προσφεύγουσας, τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας και παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης, τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι η EFSΑ παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τον κανονισμό 178/2002, και τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Ειδικότερα,  με το συγκεκριμένο σκέλος και τους ανωτέρω λόγους ακυρώσεως η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι τα επίδικα συμπεράσματα, τα οποία δημοσιεύθηκαν μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, στηρίζονται σε αξιολόγηση της δραστικής ουσίας diflubenzuron η οποία είναι εσφαλμένη από απόψεως διαδικασίας και από επιστημονικής απόψεως, και πλημμελής λόγω προσβολής του δικαιώματος ακρόασης της προσφεύγουσας και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης αυτής. Υπό τις συνθήκες αυτές, η δημοσίευση των επίδικων συμπερασμάτων θα οδηγούσε στην παροχή στο κοινό ψευδών ή εσφαλμένων πληροφοριών σχετικά με τις ιδιότητες των προϊόντων της προσφεύγουσας και θα στερούσε από τους τρίτους μια πλήρη και κατ’ αντιπαράθεση αξιολόγηση της δραστικής ουσίας diflubenzuron και του μεταβολίτη της, θίγοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, τα εμπορικά συμφέροντα και τη φήμη της προσφεύγουσας.

1)      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

89      Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως και με τον δεύτερο, τον τρίτο, τον τέταρτο και τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι η δημοσίευση των επίδικων συμπερασμάτων θίγει τα εμπορικά συμφέροντα και τη φήμη της, αφενός, λόγω του ότι είναι επιστημονικώς εσφαλμένη η αξιολόγηση της δραστικής ουσίας diflubenzuron που περιλαμβάνεται στα συμπεράσματα αυτά και, αφετέρου, λόγω του ότι δεν έγιναν σεβαστά τα δικαιώματα άμυνας και παραβιάστηκε η αρχή της χρηστής διοίκησης και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης κατά την έκδοση των συμπερασμάτων αυτών. Η προσφεύγουσα επιδιώκει, κατ’ αυτόν τον τρόπο, συγκεκριμένα να επιτύχει να ελεγχθεί από το Γενικό Δικαστήριο η νομιμότητα των εν λόγω συμπερασμάτων και η τήρηση ορισμένων διαδικαστικών εγγυήσεων κατά την έκδοσή τους καθώς και να καταστρατηγήσει τους ισχύοντες κανόνες περί παραδεκτού.

90      Υπενθυμίζεται, επ’ αυτού, ότι τα επίδικα συμπεράσματα εντάσσονται, καθεαυτά, στη διαδικασία επανεξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 21 του κανονισμού 1107/2009. Η διαδικασία αυτή ολοκληρώνεται με την έκδοση απόφασης της Επιτροπής για τη διατήρηση, την ανάκληση ή την τροποποίηση της επίμαχης δραστικής ουσίας. Συνεπώς, συμπεράσματα της EFSA όπως τα επίδικα συμπεράσματα δεν εκφράζουν την οριστική θέση για την εν λόγω δραστική ουσία στο πλαίσιο της επανεξέτασης. Η Επιτροπή είναι αποκλειστικά αρμόδια να λάβει οριστική θέση επί του ζητήματος αυτού. Συγκεκριμένα, από την ανάγνωση του άρθρου 21 του κανονισμού 1107/2009 δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή υποχρεούται να ακολουθήσει τη γνωμοδότηση της EFSA. Υπό τις συνθήκες αυτές, τα εν λόγω συμπεράσματα πρέπει να θεωρηθούν ως προπαρασκευαστική πράξη η οποία δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ελέγχου από το Γενικό Δικαστήριο, ενώ τυχόν αιτίαση ότι τα επίμαχα συμπεράσματα είναι εσφαλμένα ή ότι είναι πλημμελή λόγω υπέρβασης εξουσίας ή παραβίασης των διαδικαστικών εγγυήσεων θα μπορούσε, αν παραστεί ανάγκη, να προβληθεί στο πλαίσιο προσφυγής κατά της απόφασης της Επιτροπής.

91      Συνεπώς, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως και ο δεύτερος, ο τρίτος, ο τέταρτος και ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι, στο μέτρο που η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει έλεγχο ως προς τη νομιμότητα των επίδικων συμπερασμάτων και την τήρηση ορισμένων διαδικαστικών εγγυήσεων κατά την έκδοση των συμπερασμάτων αυτών.

92      Ωστόσο, στο μέτρο που η προσφεύγουσα υποστηρίζει επίσης, στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία η EFSA απέρριψε τα αιτήματα εμπιστευτικής μεταχείρισης που είχε υποβάλει βάσει του άρθρου 63, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009 όσον αφορά τα επίδικα συμπεράσματα, είναι πλημμελής λόγω παράβασης του άρθρου αυτού, πρέπει να εξετασθεί αν το εν λόγω άρθρο τυγχάνει εφαρμογής και, σε καταφατική περίπτωση, αν συντρέχει παράβασή του εν προκειμένω.

2)      Επί του ζητήματος αν τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 63 του κανονισμού 1107/2009

93      Η EFSA θεωρεί ότι το άρθρο 63 του κανονισμού 1107/2009, το οποίο εισάγει απόκλιση από τον κανόνα περί δημοσιοποίησης των πληροφοριών στο πλαίσιο του εν λόγω κανονισμού, εφαρμόζεται μόνο στις πληροφορίες «που υποβάλλ[ονται] δυνάμει του παρόντος κανονισμού». Συνεπώς, κατά την EFSA, η διάταξη αυτή δεν επιτρέπει την υποβολή αιτημάτων να τηρηθούν εμπιστευτικές πληροφορίες που παράγονται από την EFSA, όπως τα επίδικα συμπεράσματα. Προς στήριξη της θέσης της EFSA η παρεμβαίνουσα προσθέτει ότι η παράγραφος 1 του εν λόγω άρθρου δεν έχει ως σκοπό να στερήσει από το κοινό την πρόσβαση στις επιστημονικές διαπιστώσεις στις οποίες κατέληξε η EFSA στηριζόμενη στα δεδομένα ή στις άλλες πληροφορίες που έχουν υποβληθεί.

94      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί την ορθότητα της ερμηνείας του άρθρου 63 του κανονισμού 1107/2009 που προτείνεται από την EFSA και την παρεμβαίνουσα. Κατά την προσφεύγουσα, από ορθή γραμματική ερμηνεία προκύπτει ότι στη διάταξη αυτή εμπίπτει κάθε πληροφορία, είτε αυτή έχει υποβληθεί από την προσφεύγουσα είτε όχι. Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι οι πληροφορίες που ζητήθηκε εν προκειμένω να τηρηθούν εμπιστευτικές και οι οποίες είχαν επισημανθεί με κίτρινο χρώμα στο έγγραφο που είχε υποβάλει στην EFSA στις 4 Σεπτεμβρίου 2015 ήταν πληροφορίες που είχαν υποβληθεί από την ίδια και στηρίζονταν σε πληροφορίες υποβληθείσες από την ίδια.

95      Όσον αφορά το επιχείρημα της EFSA κατά το οποίο μπορούσε να ζητηθεί εμπιστευτική μεταχείριση κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 63, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009 αποκλειστικά και μόνο για τις πληροφορίες που είχαν υποβληθεί από την ίδια την προσφεύγουσα, υπενθυμίζεται ότι η διάταξη αυτή προβλέπει ότι εμπιστευτική μεταχείριση μπορεί να ζητηθεί για τις «πληροφορίες που [υποβάλλονται] δυνάμει του παρόντος κανονισμού». Επιβάλλεται, ωστόσο, η διαπίστωση ότι από συγκριτική επισκόπηση των αποδόσεων της διάταξης αυτής στις διάφορες γλώσσες προκύπτει ότι υπάρχει ως προς το σημείο αυτό σημαντική απόκλιση μεταξύ τους. Συγκεκριμένα, από την απόδοση της διάταξης στην ιταλική και την ισπανική γλώσσα, μεταξύ άλλων, προκύπτει ότι μόνο το πρόσωπο που υπέβαλε τις πληροφορίες μπορεί να ζητήσει την εμπιστευτική τους μεταχείριση, ενώ στην απόδοση της διάταξης στην αγγλική, στη γαλλική και στη γερμανική γλώσσα δεν διευκρινίζεται ότι οι «πληροφορίες που [υποβάλλονται] δυνάμει του παρόντος κανονισμού» πρέπει να προέρχονται οπωσδήποτε από το πρόσωπο το οποίο ζητεί την εμπιστευτική τους μεταχείριση.

96      Κατά τη νομολογία, όταν υφίστανται διαφορές μεταξύ των διαφόρων γλωσσικών αποδόσεων μιας διάταξης, ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί να βασισθεί σε μια αποκλειστικώς γραμματική ερμηνεία της διάταξης (απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2015, Hedqvist, C‑264/14, EU:C:2015:718, σκέψη 47). Αντιθέτως, πρέπει να ερμηνεύσει τη διάταξη αυτή σε συνάρτηση με την όλη οικονομία και τον σκοπό της ρύθμισης στην οποία αυτή εντάσσεται (απόφαση της 22ας Μαρτίου 2012, Génesis, C‑190/10, EU:C:2012:157, σκέψη 42).

97      Επισημαίνεται, επ’ αυτού, ότι από την αιτιολογική σκέψη 41 του κανονισμού 1107/2009 προκύπτει ότι ο κανονισμός αυτός καθορίζει τις διατάξεις που εφαρμόζονται για την πρόσβαση στις πληροφορίες που περιέχονται στα «έγγραφα που κατέχουν» τα κράτη μέλη, η Επιτροπή και η EFSA και για την εμπιστευτικότητα των εγγράφων αυτών. Όπως διαπιστώθηκε, ωστόσο, με τη σκέψη 82 ανωτέρω, το άρθρο 63 του κανονισμού 1107/2009 αποτελεί τη μοναδική διάταξη που περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο του κανονισμού που επιγράφεται «Πρόσβαση του κοινού στις πληροφορίες». Συνεπώς, η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 41 του κανονισμού 1107/2009, από την οποία δεν προκύπτει ότι σκοπός του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να περιορίσει το αίτημα εμπιστευτικής μεταχείρισης μόνο στις πληροφορίες που προέρχονται από το πρόσωπο το οποίο ζητεί την εμπιστευτική τους μεταχείριση. Μια τέτοια ερμηνεία προκύπτει επίσης από το άρθρο 39, παράγραφος 1, του κανονισμού 178/2002, το οποίο αποτελεί τη γενική διάταξη που προβλέπει περιορισμούς για την πρόσβαση του κοινού στις πληροφορίες που κατέχει η EFSA και κατά το οποίο η EFSA δεν δημοσιοποιεί σε τρίτα μέρη «εμπιστευτικές πληροφορίες που λαμβάνει, για τις οποίες έχει ζητηθεί και αιτιολογηθεί η εμπιστευτική μεταχείριση».

98      Περαιτέρω, διαπιστώνεται ότι σκοπός του άρθρου 63 του κανονισμού 1107/2009 είναι η προστασία των εμπορικών συμφερόντων, της ιδιωτικής ζωής καθώς και της ακεραιότητας του προσώπου που ζητεί την εμπιστευτική μεταχείριση πληροφοριών που υποβάλλονται δυνάμει του κανονισμού αυτού. Δεν μπορεί, όμως, να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να θίγονται τα αγαθά αυτά από τη δημοσιοποίηση πληροφοριών οι οποίες υποβλήθηκαν από πρόσωπο διαφορετικό από αυτό που ζητεί την εμπιστευτική μεταχείριση.

99      Είναι πράγματι αληθές ότι, όπως επισήμανε η EFSA, η εμπιστευτική μεταχείριση των πληροφοριών που υποβάλλονται δυνάμει του κανονισμού 1107/2009 αποτελεί την εξαίρεση, ενώ η πρόσβαση του κοινού στις εν λόγω πληροφορίες είναι ο κανόνας. Ωστόσο, το επιχείρημα αυτό αφορά τον χαρακτήρα της εμπιστευτικής μεταχείρισης των πληροφοριών ως παρέκκλισης και όχι την ταυτότητα των προσώπων που μπορούν να ζητήσουν την εμπιστευτική μεταχείριση. Συνεπώς, δεν μπορεί από το επιχείρημα αυτό να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ένα πρόσωπο μπορεί να ζητήσει την εμπιστευτική μεταχείριση μόνο των πληροφοριών που έχουν υποβληθεί από το ίδιο.

100    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο το επιχείρημα της EFSA ότι η προσφεύγουσα μπορεί να προβάλει αποκλειστικά και μόνο ότι η δημοσιοποίηση των πληροφοριών που υποβλήθηκαν από την ίδια στην EFSA μπορεί να βλάψει τα εμπορικά συμφέροντά της.

101    Ομοίως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα της EFSA και της παρεμβαίνουσας ότι τα επίδικα συμπεράσματα δεν μπορούν να αποτελούν πληροφορίες που έχουν υποβληθεί κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού 1107/2009.

102    Συγκεκριμένα, αφενός, η αξιολόγηση μιας δραστικής ουσίας από την EFSA στηρίζεται, καταρχήν, σε πληροφορίες που έχουν υποβληθεί στην εν λόγω αρχή. Εν προκειμένω, από την εντολή που παρέσχε η Επιτροπή στην EFSA στο πλαίσιο της διαδικασίας επανεξέτασης του diflubenzuron προκύπτει ότι η Επιτροπή ζήτησε από την EFSA να οργανώσει εξέταση, από ομοτίμους, των στοιχείων που είχαν υποβληθεί προηγουμένως από την προσφεύγουσα καθώς και της αξιολόγησης των στοιχείων αυτών από το κράτος μέλος εισηγητή σχετικά με την πιθανή έκθεση στον μεταβολίτη ως κατάλοιπο και σχετικά με την εξέταση της πιθανής τοξικότητας. Συνεπώς, τα επίδικα συμπεράσματα που εκδόθηκαν προς εκτέλεση της εντολής αυτής στηρίζονταν στις πληροφορίες που είχαν υποβληθεί από την προσφεύγουσα και από το κράτος μέλος εισηγητή. Ως εκ τούτου, η αξιολόγηση που περιλαμβάνεται στα συμπεράσματα αυτά δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι αποκομμένη από τις πληροφορίες επί των οποίων στηριζόταν. Εξάλλου, η EFSA και η παρεμβαίνουσα δεν αμφισβητούν ότι η αξιολόγηση στην οποία προέβη η EFSA με τα επίδικα συμπεράσματα στηριζόταν κατ’ ουσίαν στην αξιολόγηση του κράτους μέλους εισηγητή, όπως αναφέρει η προσφεύγουσα.

103    Αφετέρου, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 41 του κανονισμού 1107/2009, ο κανόνας της εμπιστευτικότητας ισχύει για τα «έγγραφα που κατέχουν» οι αρμόδιες αρχές. Δεδομένου ότι η αξιολόγηση που εκπόνησε η EFSA βρίσκεται στην κατοχή της και ελλείψει οποιουδήποτε άλλου επιχειρήματος, το Γενικό Δικαστήριο φρονεί ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να θεωρηθεί ότι ο κανόνας της εμπιστευτικότητας δεν θα μπορούσε να ισχύσει και στην περίπτωση μιας τέτοιας αξιολόγησης.

104    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι ο κανονισμός 1107/2009 τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση των πληροφοριών για τις οποίες η προσφεύγουσα ζήτησε εμπιστευτική μεταχείριση.

3)      Επί της προβαλλόμενης παραβίασης του κανόνα περί εμπιστευτικότητας ο οποίος προβλέπεται στο άρθρο 63 του κανονισμού 1107/2009

105    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η EFSA, δημοσιεύοντας τα επίδικα συμπεράσματα, παρέβη το άρθρο 63 του κανονισμού 1107/2009. Θεωρεί ότι η δημοσίευση των συμπερασμάτων αυτών θίγει τα εμπορικά συμφέροντά της και τη φήμη της, αφενός, λόγω του ότι είναι επιστημονικώς εσφαλμένη η περιλαμβανόμενη στα συμπεράσματα αυτά αξιολόγηση της δραστικής ουσίας diflubenzuron και, αφετέρου, λόγω προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας και παραβίασης της αρχής της χρηστής διοίκησης και της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης κατά την έκδοση των συμπερασμάτων αυτών.

106    Η EFSA αντιτείνει ότι το βάσιμο των επίδικων συμπερασμάτων και τυχόν συνέπειες αυτού επί της διαδικασίας επανεξέτασης που πραγματοποιείται βάσει του άρθρου 21 του κανονισμού 1107/2009 δεν ασκούν καμία επιρροή σε σχέση με την προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία απλώς απέρριψε τα αιτήματα εμπιστευτικής μεταχείρισης που είχαν υποβληθεί από την προσφεύγουσα βάσει του άρθρου 63, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009 όσον αφορά τα εν λόγω συμπεράσματα. Επισημαίνει, επίσης, ότι η δημοσιοποίηση των πληροφοριών που περιλαμβάνονται στα συμπεράσματα αυτά δεν επηρεάζει τα εμπορικά συμφέροντα της προσφεύγουσας. Κατά την EFSA, η φήμη της δραστικής ουσίας diflubenzuron είχε ήδη θιγεί πριν από την εν λόγω δημοσιοποίηση, με την οδηγία 2010/39, με τα συμπεράσματα του EFSA του 2012, καθώς και με την απόφαση της Επιτροπής με την οποία κινήθηκε η διαδικασία επανεξέτασης της συγκεκριμένης δραστικής ουσίας δυνάμει του άρθρου 21 του κανονισμού 1107/2009.

107    Η EFSA προβάλλει, επίσης, ότι τα επίδικα συμπεράσματα έπρεπε να τεθούν στη διάθεση του κοινού προς το συμφέρον της προστασίας της δημόσιας υγείας. Προς στήριξη των επιχειρημάτων της αναφέρεται στην από 8 Οκτωβρίου 2015 επιστολή της, στην οποία είχε ήδη εξηγήσει στην προσφεύγουσα ότι συνέτρεχαν επιτακτικοί λόγοι γενικού συμφέροντος για τους οποίους έπρεπε να ενημερωθεί το κοινό και οι ενδιαφερόμενοι σχετικά με τον κίνδυνο που προκαλείται από την ουσία αυτή για τους εργαζόμενους, τους διερχομένους ή τους κατοίκους και τους καταναλωτές.

108    Επισημαίνεται, επ’ αυτού, ότι το άρθρο 63 του κανονισμού 1107/2009 δεν ορίζει την έννοια των εμπορικών συμφερόντων και δεν περιορίζεται στο είδος των πληροφοριών που μνημονεύονται στην παράγραφο 2 του άρθρου αυτού, οι οποίες θεωρείται a priori ότι θίγουν τα εν λόγω συμφέροντα, με αποτέλεσμα το άρθρο αυτό να μπορεί να εφαρμοσθεί σε πολλά είδη πληροφοριών, καθώς το μοναδικό κριτήριο είναι το πρόσωπο που ζητεί την εμπιστευτική μεταχείριση να παρέχει «επαληθεύσιμη αιτιολόγηση», η οποία να αποδεικνύει με συγκεκριμένο τρόπο ότι η γνωστοποίηση των πληροφοριών αυτών θα έθιγε τα εμπορικά συμφέροντά του.

109    Όπως αναφέρει, όμως, η EFSA, η ανακρίβεια των πληροφοριών δεν αποτελεί, καθεαυτή, πρόσφορο κριτήριο για να προσδιορισθεί αν η δημοσιοποίηση της οικείας πληροφορίας μπορεί να θίξει τα εμπορικά συμφέροντα. Πράγματι, το ζήτημα αυτό είναι διαφορετικό από το ζήτημα της ακρίβειας των πληροφοριών. Μια πληροφορία μπορεί να είναι ακριβής και παρά ταύτα να θίγει τα εμπορικά συμφέροντα του αιτούντος λόγω της δημοσιοποίησής της. Αντιστρόφως, η δημοσιοποίηση μιας ψευδούς πληροφορίας δεν θίγει κατ’ ανάγκη τα εμπορικά συμφέροντα.

110    Όσον αφορά την προβαλλόμενη προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας και παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης και της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης κατά την έκδοση των επίδικων συμπερασμάτων, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα ουδόλως εξηγεί με ποιον τρόπο αυτές οι ενδεχόμενες παρατυπίες της διαδικασίας δύνανται, αφεαυτών, να αποδείξουν προσβολή των εμπορικών συμφερόντων της λόγω της δημοσίευσης των επίδικων συμπερασμάτων.

111    Συνεπώς, ούτε ο επιστημονικώς εσφαλμένος χαρακτήρας των επίδικων συμπερασμάτων ούτε η προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας και η παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης και της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης κατά την έκδοση των συμπερασμάτων αυτών αποτελούν, αυτά καθεαυτά, πρόσφορα κριτήρια στο πλαίσιο του άρθρου 63 του κανονισμού 1107/2009.

112    Η προσφεύγουσα, κληθείσα στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας να διευκρινίσει σε ποια στοιχεία της δικογραφίας στηρίζει τον ισχυρισμό της ότι η δημοσίευση των επίδικων συμφερόντων έθιξε ή μπορούσε να θίξει τα εμπορικά συμφέροντά της, ανέφερε ότι η «επαληθεύσιμη αιτιολόγηση» βρισκόταν στο περιεχόμενο των επιστολών που είχαν σταλεί από αυτή ή για λογαριασμό της, οι οποίες επισυνάπτονται στα παραρτήματα A.7 και A.9 του δικογράφου της προσφυγής, καθώς και στην έκθεση των επίδικων συμπερασμάτων, η οποία επισυνάπτεται στο παράρτημα C.2 του υπομνήματος απαντήσεως, όπου έχουν επισημανθεί με κίτρινο χρώμα οι πληροφορίες των οποίων η γνωστοποίηση «θα έθιγε» τα συμφέροντά της.

113    Συναφώς, όσον αφορά το παράρτημα A.7, πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και το άρθρο 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα ουσιώδη νομικά στοιχεία και πραγματικά περιστατικά επί των οποίων στηρίζεται η προσφυγή πρέπει να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικώς, από το ίδιο το κείμενο του δικογράφου της προσφυγής. Μολονότι το κύριο μέρος της προσφυγής μπορεί να στηριχθεί και να συμπληρωθεί, επί συγκεκριμένων σημείων, με παραπομπές σε συγκεκριμένα χωρία συνημμένων εγγράφων, γενική παραπομπή σε άλλα κείμενα, ακόμη και συνημμένα στην προσφυγή, δεν μπορεί να καλύψει την έλλειψη ουσιωδών στοιχείων της νομικής επιχειρηματολογίας, τα οποία, δυνάμει των προμνησθεισών διατάξεων, πρέπει να περιλαμβάνονται στο κείμενο της προσφυγής (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2007, Microsoft κατά Επιτροπής, T‑201/04, EU:T:2007:289, σκέψη 94).

114    Δεν απόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να αναζητεί και να εντοπίζει στα παραρτήματα τα επιχειρήματα που μπορούν να στηρίξουν την προσφυγή ούτε, εφόσον τούτο δεν προκύπτει με σαφήνεια από την εν λόγω παραπομπή, τα στοιχεία που θα μπορούσαν στηρίξουν τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, επιλέγοντας από τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα αυτά (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2007, Microsoft κατά Επιτροπής, T‑201/04, EU:T:2007:289, σκέψεις 94 και 99).

115    Η προσφεύγουσα ουδόλως εξήγησε όμως με ποιον τρόπο το παράρτημα A.7, το οποίο περιλαμβάνει τις από 19 Αυγούστου 2015 παρατηρήσεις που υπέβαλλε  εξ ιδίας πρωτοβουλίας επί της προσθήκης του Ιουλίου 2015, θα μπορούσε να αποδείξει προσβολή των εμπορικών συμφερόντων της ούτε εντόπισε τα χωρία του παραρτήματος αυτού που θα μπορούσαν να αποδείξουν την προσβολή, ενώ το εν λόγω έγγραφο, το οποίο έχει έκταση 29 σελίδων, δεν φαίνεται εκ προοιμίου ικανό να αποτελέσει απόδειξη της εν λόγω προσβολής.  Συνεπώς, η απλή παραπομπή στο παράρτημα A.7 δεν θα ληφθεί υπόψη από το Γενικό Δικαστήριο προκειμένου να εξετασθεί αν υφίσταται προσβολή των εμπορικών συμφερόντων της προσφεύγουσας.

116    Όσον αφορά τα παραρτήματα A.9 και C.2, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού, στο μέτρο που η επιστολή που επισυνάπτεται στο παράρτημα A.9 (δηλαδή η απάντηση της προσφεύγουσας στην πρόσκληση που της απηύθυνε η EFSA να εντοπίσει τυχόν εμπιστευτικές πληροφορίες) κάνει μνεία του εγγράφου το οποίο περιλαμβάνεται στο παράρτημα C.2 (το κείμενο των επίδικων συμπερασμάτων το οποίο φέρει επισημάνσεις με κίτρινο χρώμα), επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται σε αυτά δεν καθιστούν δυνατό τον εντοπισμό συγκεκριμένων στοιχείων ικανών να αποδείξουν ενδεχόμενη προσβολή των εμπορικών συμφερόντων της προσφεύγουσας, υπό την έννοια του άρθρου 63, παράγραφος 2, του κανονισμού 1107/2009. Συγκεκριμένα, υποστηρίζοντας ότι τα τμήματα των εν λόγω συμπερασμάτων που είχαν επισημανθεί με κίτρινο χρώμα έθιγαν ανεπανόρθωτα τη φήμη των προϊόντων της και, ως εκ τούτου, τα εμπορικά συμφέροντά της, η προσφεύγουσα αρκείται απλώς στο να αμφισβητεί τη βασιμότητα των επίμαχων συμπερασμάτων και την τήρηση ορισμένων διαδικαστικών εγγυήσεων κατά την έκδοση των συμπερασμάτων αυτών. Ωστόσο, στη σκέψη 90 ανωτέρω κρίθηκε ότι τα επίδικα συμπεράσματα πρέπει να θεωρηθούν προπαρασκευαστική πράξη η οποία δεν μπορεί να ελεγχθεί από το Γενικό Δικαστήριο.

117    Κληθείσα εκ νέου, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, να προσδιορίσει το τμήμα της δικογραφίας το οποίο εξηγεί και αποδεικνύει τη σύνδεση μεταξύ της ποιότητας της πληροφορίας και τυχόν προσβολής των εμπορικών συμφερόντων της, η προσφεύγουσα επισήμανε ότι ο χαρακτηρισμός ενός προϊόντος ως γονιδιοτοξικού μπορούσε να έχει ως συνέπεια, πρώτον, οι γεωργοί να μην επιθυμούν πλέον να χρησιμοποιούν ένα τέτοιο προϊόν, δεύτερον, άλλες αρχές ανά τον κόσμο να στηριχθούν στον χαρακτηρισμό αυτό προκειμένου να αρνηθούν τη χορήγηση αδειών, τρίτον, μη κυβερνητικές οργανώσεις να χρησιμοποιήσουν τις πληροφορίες που δημοσιοποιήθηκαν, δημοσιεύοντας τα δικά τους άρθρα και διαδίδοντας, με τον τρόπο αυτό, ανακριβείς κατ’ αυτή πληροφορίες και, τέταρτον, η έγκριση του προϊόντος να περιοριστεί, ενδεχομένως, με την τελική απόφαση που θα εκδοθεί, όπως και συνέβη στην πραγματικότητα με το diflubenzuron.

118    Ωστόσο, κανένα από τα επιχειρήματα που εξετέθησαν στη σκέψη 117 ανωτέρω δεν μπορεί να κλονίσει την κρίση που διατυπώθηκε στη σκέψη 109 ανωτέρω, ότι «η ανακρίβεια των πληροφοριών δεν αποτελεί, καθεαυτήν, πρόσφορο κριτήριο για να προσδιορισθεί αν η δημοσιοποίηση της οικείας πληροφορίας μπορεί να θίξει τα εμπορικά συμφέροντα».

119    Περαιτέρω, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο γονιδιοτοξικός χαρακτήρας του diflubenzuron αποκαλύπτει στο κοινό ορισμένες ιδιότητες του προϊόντος και ότι η δημοσιοποίησή του πρέπει, ως εκ τούτου, να θεωρηθεί ισοδύναμη με αυτή δεδομένων που αφορούν τη σύνθεση της δραστικής ουσίας ή τον προσδιορισμό της πρόσμειξης, τα οποία απαριθμούνται στον κατάλογο της παραγράφου 2 του άρθρου 63 του κανονισμού 1107/2009.

120    Πράγματι, ο προσδιορισμός της πρόσμειξης της δραστικής ουσίας περιλαμβάνεται στα παραδείγματα της ενδεικτικής απαρίθμησης του άρθρου 63, παράγραφος 2, του κανονισμού 1107/2009, τα οποία κατ’ αρχήν θεωρείται ότι υπονομεύουν την προστασία των εμπορικών συμφερόντων. Ειδικότερα, ο προσδιορισμός της πρόσμειξης της δραστικής ουσίας μνημονεύεται στην παράγραφο 2, στοιχείο βʹ. Ωστόσο, η εν λόγω διάταξη θεσπίζει μία εξαίρεση κατά την οποία εξαιρούνται από την προστασία αυτή προσμείξεις που θεωρούνται σημαντικές από τοξικολογική, μεταξύ άλλων, άποψη.

121    Εν προκειμένω ισχύει η εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 63, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1107/2009. Συγκεκριμένα, από την εντολή που παρέσχε στην EFSA η Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας επανεξέτασης του diflubenzuron προκύπτει ότι η Επιτροπή ζήτησε από την EFSA να οργανώσει εξέταση, από ομοτίμους, των στοιχείων που είχαν υποβληθεί προηγουμένως από την προσφεύγουσα καθώς και της αξιολόγησης των στοιχείων αυτών από το κράτος μέλος εισηγητή σχετικά με την πιθανή έκθεση στον μεταβολίτη ως κατάλοιπο και σχετικά με την εξέταση της πιθανής τοξικότητας.

122    Στην από 8 Οκτωβρίου 2015 επιστολή της, η οποία πρέπει να συνδυασθεί με την προσβαλλόμενη απόφαση, που εκδόθηκε σε απάντηση της από 12 Οκτωβρίου 2015 επιστολής της προσφεύγουσας με την οποία η προσφεύγουσα έβαλε κατά της επιστολής της 8ης Οκτωβρίου 2015, η EFSA επισήμανε ότι η μόνιμη επιτροπή για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι πιθανή έκθεση στο PCA με τη μορφή καταλοίπου έπρεπε να θεωρηθεί a priori ανησυχητική, λαμβανομένου υπόψη ότι ήταν αδύνατον να οριστεί οριακή τιμή για μια γονιδιοτοξική καρκινογόνο ουσία. Όπως αναφέρει η EFSA, χωρίς τούτο να αμφισβητηθεί από την προσφεύγουσα, η γονιδιοτοξικότητα μπορεί να προκαλέσει καρκίνο καθώς επίσης και βλάβη στο γονιδίωμα των γεννητικών κυττάρων και, συνεπώς, να οδηγήσει σε δυσπλασίες και τοξικότητα στην ανάπτυξη.

123    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι οι επίμαχες προσμείξεις είναι σημαντικές από τοξικολογική άποψη.

124    Η προσφεύγουσα αναφέρει, επίσης, ότι το άρθρο 63 του κανονισμού 1107/2009 σκοπεί να επιτύχει εξισορρόπηση της διασφάλισης της προσήκουσας αξιολόγησης της επικινδυνότητας, η οποία εξασφαλίζεται εν μέρει με τη διαφάνεια της διαδικασίας εξέτασης της δραστικής ουσίας, αφενός, και της προστασίας του επαγγελματικού απορρήτου, αφετέρου. Επικαλείται, επ’ αυτού, τη νομολογία κατά την οποία όταν από τη δημοσίευση μπορεί να αποκαλυφθεί επαγγελματικό απόρρητο, τότε αυτή πρέπει να γίνεται μόνο εφόσον η απουσία δημοσίευσης μπορεί να θίξει άμεσα τη δημόσια υγεία ή το περιβάλλον.

125    Εντός του πλαισίου αυτού, υπενθυμίζεται ότι για να εμπίπτουν οι πληροφορίες στο επαγγελματικό απόρρητο, λόγω της φύσεώς τους, απαιτείται καταρχάς να είναι γνωστές σε περιορισμένο αριθμό προσώπων. Εν συνεχεία, πρέπει να πρόκειται για πληροφορίες των οποίων η γνωστοποίηση μπορεί να προκαλέσει σοβαρή ζημία στο πρόσωπο που τις προσκόμισε ή σε τρίτους. Τέλος, τα συμφέροντα που μπορεί να θιγούν από τη δημοσίευση της πληροφορίας απαιτείται να είναι αντικειμενικώς άξια προστασίας. Η εκτίμηση του απορρήτου χαρακτήρα μιας πληροφορίας απαιτεί συνεπώς τη στάθμιση μεταξύ των νομίμων συμφερόντων που απαγορεύουν τη δημοσίευσή της και του γενικού συμφέροντος σύμφωνα με το οποίο οι δραστηριότητες των οργάνων της Ένωσης διεξάγονται με όσο το δυνατό μεγαλύτερη διαφάνεια (απόφαση της 30ής Μαΐου 2006, Bank Austria Creditanstalt κατά Επιτροπής, T‑198/03, EU:T:2006:136, σκέψη 71).

126    Όπως επισημαίνουν η EFSA και η Επιτροπή, πρέπει να ληφθεί υπόψη το ότι κατά την αξιολόγηση των στοιχείων επιβεβαίωσης που υποβλήθηκαν από την προσφεύγουσα τον Ιούνιο του 2011 (βλ. σκέψεις 28 έως 30 ανωτέρω) το συμπέρασμα σχετικά με την πιθανή γονιδιοτοξικότητα του μεταβολίτη PCA διατυπώθηκε ήδη τον Αύγουστο του 2012 και αποκαλύφθηκε στο κοινό τον Σεπτέμβριο του 2012. Συγκεκριμένα, στα συμπεράσματά της, τα οποία εγκρίθηκαν στις 22 Αυγούστου 2012 και δημοσιεύθηκαν στις 7 Σεπτεμβρίου 2012, η EFSA κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «βάσει των μελετών γονιδιοτοξικότητας που προσκόμισε η [προσφεύγουσα], προ[έκυπτε] ότι σύμφωνα με τις σχετικές αποδείξεις το PCA [ήταν] γονιδιοτοξικός παράγοντας in vivo» και ότι «η ενδεχόμενη έκθεση στον μεταβολίτη ως κατάλοιπο για τους καταναλωτές, τους κατοίκους ή τους διερχομένους και τους εργαζομένους θα έπρεπε να θεωρηθεί a priori ανησυχητική, στο μέτρο που ήταν αδύνατον να οριστεί κάποια οριακή τιμή για μια γονιδιοτοξική καρκινογόνο ουσία».

127    Συνεπώς, ο ισχυρισμός ότι το PCA ήταν γονιδιοτοξικός παράγοντας in vivo περιήλθε στη γνώση του κοινού ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2012. Ως εκ τούτου, δεν επρόκειτο για πληροφορία γνωστή σε περιορισμένο μόνο κύκλο ανθρώπων.

128    Κατά συνέπεια, δεν πληρούται η πρώτη από τις τρεις σωρευτικές προϋποθέσεις που εκτέθηκαν στη σκέψη 125 ανωτέρω και, ως εκ τούτου, η αιτίαση περί παραβίασης του επαγγελματικού απορρήτου θα πρέπει να απορριφθεί.

129    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι υπήρχαν διαφορές μεταξύ των συμπερασμάτων της EFSA της 22ας Αυγούστου 2012 και των επίδικων συμπερασμάτων σχετικά με τον οριστικό χαρακτήρα των προβληματισμών που επισημάνθηκαν. Ειδικότερα, ακόμη και αν υποτεθεί ότι υπήρχαν τέτοιες διαφορές, αυτές δεν ασκούν επιρροή επί της διαπίστωσης ότι η γνωστοποίηση του ότι το PCA ήταν γονιδιοτοξικός παράγοντας in vivo πραγματοποιήθηκε τον Σεπτέμβριο του 2012.

130    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε «επαληθεύσιμη αιτιολόγηση» περί του ότι η γνωστοποίηση των επίδικων συμπερασμάτων μπορούσε να θίξει τα εμπορικά συμφέροντά της.

131    Περαιτέρω, προς στήριξη της απόρριψης των αιτημάτων εμπιστευτικής μεταχείρισης που υποβλήθηκαν από την προσφεύγουσα, η EFSA επικαλέσθηκε το άρθρο 39, παράγραφος 3, του κανονισμού 178/2002, κατά το οποίο τα συμπεράσματα των επιστημονικών γνωμών που διατυπώνει η EFSA σε σχέση με προβλέψιμες συνέπειες στην υγεία δεν κρατούνται σε καμία περίπτωση εμπιστευτικά. Επισήμανε επ’ αυτού ότι τα επίδικα συμπεράσματα είχαν εντοπίσει τις αρνητικές συνέπειες που έχει στην υγεία η χρήση του μεταβολίτη PCA για τους καταναλωτές, τους εργαζομένους και τους κατοίκους ή τους διερχομένους. Από τη συλλογιστική αυτή προκύπτει ορθώς ότι η EFSA δεν μπορούσε να κάνει δεκτό το αίτημα εμπιστευτικής μεταχείρισης για τα χωρία των εν λόγω συμπερασμάτων τα οποία αφορούσαν τις προβλέψιμες συνέπειες της επίμαχης δραστικής ουσίας στην υγεία. Κατά συνέπεια, ορθώς η EFSA επικαλέσθηκε την εν λόγω διάταξη.

132    Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει ότι η EFSA, απαντώντας στα αιτήματα εμπιστευτικής μεταχείρισης των επίδικων συμπερασμάτων, υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης κατά τη στάθμιση των εμπλεκόμενων συμφερόντων.

133    Υπενθυμίζεται, επ’ αυτού, ότι το άρθρο 168, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ορίζει ότι, κατά τον καθορισμό και την εφαρμογή όλων των πολιτικών και δράσεων της Ένωσης, εξασφαλίζεται υψηλού επιπέδου προστασία της υγείας του ανθρώπου. Η προστασία της δημόσιας υγείας έχει υπέρτερη σπουδαιότητα σε σχέση με οικονομικής φύσεως θεωρήσεις, με αποτέλεσμα να μπορεί να δικαιολογήσει αρνητικές οικονομικές συνέπειες, ακόμη και σημαντικές, για ορισμένους επιχειρηματίες (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, διάταξη της 12ης Ιουλίου 1996, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, C‑180/96 R, EU:C:1996:308, σκέψη 93, και απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2002, Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου, T‑13/99, EU:T:2002:209, σκέψεις 456 και 457).

134    Από την από 8 Οκτωβρίου 2015 επιστολή της EFSA, η οποία εστάλη ως απάντηση στα αιτήματα εμπιστευτικής μεταχείρισης που είχαν υποβληθεί από την προσφεύγουσα στις 4 και στις 11 Σεπτεμβρίου 2015, προκύπτει ότι τα επίδικα συμπεράσματα είχαν επισημάνει τις αρνητικές συνέπειες που έχει στην υγεία η χρήση του μεταβολίτη PCA για τους καταναλωτές, τους εργαζομένους και τους κατοίκους ή διερχομένους. Η θέση αυτή επιβεβαιώθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία εκδόθηκε ως απάντηση στην από 12 Οκτωβρίου 2015 επιστολή με την οποία η προσφεύγουσα έβαλλε κατά της από 8 Οκτωβρίου επιστολής της EFSA. Συγκεκριμένα, η EFSA θεώρησε ότι η απόφαση της Επιτροπής να ξεκινήσει την επανεξέταση της δραστικής ουσίας diflubenzuron μαρτυρούσε σαφώς την ύπαρξη κινδύνου, τον οποίο είχε ήδη επισημάνει η EFSA με τα συμπεράσματά της του 2012 και είχε επιβεβαιώσει η μόνιμη επιτροπή για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων με την αναθεωρημένη έκθεση της 16ης Ιουλίου 2013. Εντός του πλαισίου αυτού, βάσει της συνδυασμένης ερμηνείας του άρθρου 4 και του άρθρου 21, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1107/2009, η EFSA υπενθύμισε ότι ο εντοπισμός προβληματισμών ως προς την ύπαρξη κινδύνου για την υγεία των ανθρώπων και των ζώων ήταν η θεμελιώδης προϋπόθεση για την κίνηση της διαδικασίας επανεξέτασης της έγκρισης μιας δραστικής ουσίας.

135    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να προσαφθεί στην EFSA ότι κακώς δημοσιοποίησε τα επίδικα συμπεράσματα προς το συμφέρον της δημόσιας υγείας, δίνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο προτεραιότητα στις απαιτήσεις που συνδέονται με την προστασία των συμφερόντων αυτών έναντι των οικονομικών συμφερόντων.

136    Η από 8 Ιουλίου 2015 επιστολή της Επιτροπής, η οποία υποβλήθηκε από την προσφεύγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεν μπορεί να μεταβάλει το συμπέρασμα αυτό. Συγκεκριμένα, ακόμη και αν αυτή η επιστολή θεωρηθεί παραδεκτή, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η εν λόγω επιστολή αφορά αποκλειστικά και μόνο ένα διαδικαστικό ζήτημα της επανεξέτασης της δραστικής ουσίας diflubenzuron, και συγκεκριμένα την παράταση, έως τις 28 Αυγούστου 2015, της προθεσμίας που είχε ταχθεί στην EFSA για την υποβολή των συμπερασμάτων της σχετικά με τη συγκεκριμένη δραστική ουσία. Η επιστολή αυτή αφορά τη διαδικασία της επανεξέτασης, της οποίας όμως η νομιμότητα δεν αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας.

137    Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η EFSA παρέβη τον κανόνα περί εμπιστευτικότητας ο οποίος διατυπώνεται στο άρθρο 63 του κανονισμού 1107/2009. Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο συνεξετάζεται με τον δεύτερο, τον τρίτο, τον τέταρτο και τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως, η δε προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

V.      Επί των δικαστικών εξόδων

138    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η EFSA τόσο στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής όσο και στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, σύμφωνα με τα σχετικά αιτήματα της τελευταίας.

139    Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Arysta LifeScience Netherlands BV φέρει τα δικαστικά έξοδά της και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA) στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής καθώς και στο πλαίσιο της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων.

3)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα έξοδά της.

Kanninen

Calvo-Sotelo Ibáñez-Martín

Reine

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 14 Δεκεμβρίου 2018.

(υπογραφές)


Πίνακας περιεχομένων



*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.


i      Στη σκέψη 83 του παρόντος κειμένου έγινε τροποποίηση γλωσσικής φύσεως μετά την αρχική ανάρτησή του στην ψηφιακή Συλλογή Νομολογίας.