Language of document : ECLI:EU:T:2024:113

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο πενταμελές τμήμα)

της 21ης Φεβρουαρίου 2024 (*)

«Ντάμπινγκ – Εισαγωγές ορισμένων πολυβινυλικών αλκοολών καταγωγής Κίνας – Οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ – Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2020/1336 – Υπολογισμός της κανονικής αξίας – Σημαντικές στρεβλώσεις στη χώρα εξαγωγής – Άρθρο 2, παράγραφος 6α, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1036 – Δίκαιο του ΠΟΕ – Αρχή της ομοιόμορφης ερμηνείας – Προσαρμογές – Μη επιστρεπτέος ΦΠΑ – Εργασίες παρόμοιες με εκείνες αντιπροσώπου που εργάζεται σε βάση προμήθειας – Δίκαιη σύγκριση της τιμής εξαγωγής και της κανονικής αξίας – Βάρος αποδείξεως – Άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχεία βʹ και θʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1036 – Άρνηση συνεργασίας – Διαθέσιμα στοιχεία – Άρθρο 18 του κανονισμού 2016/1036 – Διπλή εφαρμογή – Τιμωρητική εφαρμογή – Διαφορετικές παραγωγικές διαδικασίες – Υποτιμολόγηση – Τμήματα της αγοράς – Μέθοδος στηριζόμενη στους αριθμούς ελέγχου προϊόντος – Άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 2016/1036 – Δικαιώματα άμυνας – Εμπιστευτική μεταχείριση – Άρθρα 19 και 20 του κανονισμού 2016/1036»

Στην υπόθεση T‑762/20,

Sinopec Chongqing SVW Chemical Co. Ltd, με έδρα το Chongqing (Κίνα),

Sinopec Great Wall Energy & Chemical (Ningxia) Co. Ltd, με έδρα το Lingwu (Κίνα),

Central-China Company, Sinopec Chemical Commercial Holding Co. Ltd, με έδρα το Wuhan (Κίνα),

εκπροσωπούμενες από τους J. Cornelis, F. Graafsma και E. Vermulst, δικηγόρους,

προσφεύγουσες,

υποστηριζόμενες από την

Wegochem Europe BV, με έδρα το Άμστερνταμ (Κάτω Χώρες), εκπροσωπούμενη από τον R. Antonini, την E. Monard και τον Β. Maniatis, δικηγόρους,

παρεμβαίνουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον G. Luengo,

καθής,

υποστηριζόμενης από

το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από τον A. Neergaard, την D. Moore και την A. Pospíšilová Padowska,

από

το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από την H. Marcos Fraile και τον B. Driessen, επικουρούμενους από την N. Tuominen, δικηγόρο,

από

την Kuraray Europe GmbH, με έδρα το Hattersheim am Main (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους R. MacLean και D. Sevilla Pascual, δικηγόρους,

και από

την Sekisui Specialty Chemicals Europe SL, με έδρα την La Canonja (Ισπανία), εκπροσωπούμενη από τους A. Borsos και J. Jousma, δικηγόρους,

παρεμβαίνοντες,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους L. Truchot (εισηγητή), πρόεδρο, H. Kanninen, L. Madise, R. Frendo και T. Perišin, δικαστές,

γραμματέας: I. Kurme, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 14ης και 15ης Δεκεμβρίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή που άσκησαν δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, οι προσφεύγουσες, Sinopec Chongqing SVW Chemical Co. Ltd (στο εξής: Sinopec Chongqing), Sinopec Great Wall Energy & Chemical (Ningxia) Co. Ltd (στο εξής: Sinopec Ningxia) και Central China Company, Sinopec Chemical Commercial Holding Co. Ltd (στο εξής: Sinopec Central-China), ζητούν την ακύρωση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2020/1336 της Επιτροπής, της 25ης Σεπτεμβρίου 2020, για την επιβολή οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων πολυβινυλικών αλκοολών καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ 2020, L 315, σ. 1) (στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός), κατά το μέρος που τις αφορά.

 Το ιστορικό της διαφοράς

2        Η Sinopec Chongqing και η Sinopec Ningxia είναι κινεζικές επιχειρήσεις οι οποίες παράγουν πολυβινυλικές αλκοόλες (στο εξής: PVA), ενώ η Sinopec Central-China είναι συνδεδεμένη με αυτές κινεζική επιχείρηση, η οποία εξάγει, μεταξύ άλλων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τα προϊόντα που παράγουν οι εν λόγω επιχειρήσεις.

3        Στις 18 Ιουνίου 2019, η Kuraray Europe GmbH (στο εξής: Kuraray), η οποία είναι παραγωγός PVA και αντιπροσωπεύει πάνω από το 60 % της συνολικής ενωσιακής παραγωγής, υπέβαλε καταγγελία στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή βάσει του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1036 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2016, L 176, σ. 21, στο εξής: βασικός κανονισμός). Κατόπιν αυτού, η Επιτροπή δημοσίευσε ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές ορισμένων PVA καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ 2019, C 256, σ. 4).

4        Η έρευνα για την πρακτική ντάμπινγκ και την προκληθείσα εκ της πρακτικής αυτής ζημία κάλυψε την περίοδο από την 1η Ιουλίου 2018 έως την 30ή Ιουνίου 2019 (στο εξής: περίοδος έρευνας). Η εξέταση των συναφών για την εκτίμηση της ζημίας τάσεων, οι οποίες αφορούν τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στους πίνακες 1 έως 11 του προσβαλλόμενου κανονισμού, κάλυψε την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2016 έως το τέλος της περιόδου έρευνας (στο εξής: εξεταζόμενη περίοδος) (αιτιολογική σκέψη 39 του προσβαλλόμενου κανονισμού).

5        Κατόπιν επανειλημμένης έγγραφης επικοινωνίας τόσο με τις προσφεύγουσες όσο και με άλλες επιχειρήσεις τις οποίες αφορούσε η έρευνα, η Επιτροπή διαβίβασε στις προσφεύγουσες, στις 3 Ιουλίου 2020, την κατά το άρθρο 20 του βασικού κανονισμού τελική αποκάλυψη στοιχείων (στο εξής: κοινοποίηση τελικών πορισμάτων), στην οποία πρότεινε, βάσει του περιθωρίου ντάμπινγκ που αντιστοιχούσε στις προσφεύγουσες, την επιβολή σε αυτές δασμού αντιντάμπινγκ ύψους 26,3 %. Κατόπιν περαιτέρω έγγραφης επικοινωνίας και κατόπιν ακρόασης από την Επιτροπή, η οποία διεξήχθη στις 17 Ιουλίου 2020, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν, στις 20 Ιουλίου 2020, τις παρατηρήσεις τους επί της κοινοποίησης τελικών πορισμάτων. Στις 24 Ιουλίου 2020, η Επιτροπή διαβίβασε στις προσφεύγουσες πρόσθετη τελική αποκάλυψη στοιχείων (στο εξής: κοινοποίηση συμπληρωματικών τελικών πορισμάτων), στην οποία, αφού έκανε δεκτά ορισμένα από τα επιχειρήματά τους, έκρινε ότι το περιθώριο ντάμπινγκ μπορούσε να μειωθεί στο 17,3 %. Στις 29 Ιουλίου 2020 οι προσφεύγουσες υπέβαλαν παρατηρήσεις επί της κοινοποίησης των συμπληρωματικών τελικών πορισμάτων.

6        Με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, η Επιτροπή επέβαλε οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων PVA καταγωγής Κίνας και καθόρισε ότι ο συντελεστής του εν λόγω οριστικού δασμού που εφαρμόζεται επί της καθαρής, «ελεύθερης στα σύνορα της Ένωσης» τιμής, πριν από την καταβολή δασμού, ανέρχεται για τις προσφεύγουσες στο 17,3 %.

7        Προκειμένου να υπολογίσει την κανονική αξία των παραγόμενων από τις προσφεύγουσες προϊόντων, η Επιτροπή δεν στηρίχθηκε στον γενικό κανόνα του άρθρου 2, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, κατά τον οποίο η «κανονική αξία βασίζεται κατ’ αρχήν στις πληρωθείσες ή πληρωτέες τιμές, κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, από ανεξάρτητους πελάτες στη χώρα εξαγωγής». Εφάρμοσε το άρθρο 2, παράγραφος 6α, του εν λόγω κανονισμού, διάταξη η οποία εισήχθη με τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/2321 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2017, για την τροποποίηση του βασικού κανονισμού και του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1037 για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2017, L 338, σ. 1) (αιτιολογικές σκέψεις 86 και 87 του προσβαλλόμενου κανονισμού).

8        Το άρθρο 2, παράγραφος 6α, του βασικού κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«6α α)      Σε περίπτωση που διαπιστωθεί, κατά την εφαρμογή της παρούσας ή όποιας άλλης σχετικής διάταξης του παρόντος κανονισμού, ότι δεν είναι σκόπιμο να χρησιμοποιούνται οι εγχώριες τιμές και το κόστος στη χώρα εξαγωγής λόγω της ύπαρξης στη χώρα αυτή σημαντικών στρεβλώσεων κατά την έννοια του στοιχείου β), η κανονική αξία κατασκευάζεται αποκλειστικά με βάση το κόστος παραγωγής και πώλησης που αντικατοπτρίζει τις τιμές χωρίς στρεβλώσεις ή βάσει δεικτών αναφοράς, σύμφωνα με τους ακόλουθους κανόνες.

Στις πηγές που μπορεί να χρησιμοποιήσει η Επιτροπή συγκαταλέγονται:

–        το αντίστοιχο κόστος παραγωγής και πώλησης στην κατάλληλη αντιπροσωπευτική χώρα με παρόμοιο επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης με τη χώρα εξαγωγής, υπό την προϋπόθεση ότι τα σχετικά στοιχεία είναι άμεσα διαθέσιμα· όταν οι χώρες που πληρούν τα κριτήρια αυτά είναι περισσότερες, προτεραιότητα θα δίνεται ενδεχομένως στις χώρες με ισοδύναμο επίπεδο κοινωνικής και περιβαλλοντικής προστασίας,

–        διεθνείς τιμές, κόστος ή δείκτες αναφοράς χωρίς στρεβλώσεις, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, ή

–        το εγχώριο κόστος, αλλά μόνο στο βαθμό που διαπιστώνεται σαφώς, με βάση ακριβή και κατάλληλα αποδεικτικά στοιχεία, όπως στο πλαίσιο των διατάξεων για τα ενδιαφερόμενα μέρη στο στοιχείο γ), ότι αυτό δεν είναι αποτέλεσμα στρεβλώσεων.

Με την επιφύλαξη του άρθρου 17, η αξιολόγηση αυτή διενεργείται ξεχωριστά για κάθε εξαγωγέα και παραγωγό.

Η κατασκευασμένη κανονική αξία περιλαμβάνει ένα μη στρεβλωμένο και εύλογο ποσό για τα διοικητικά έξοδα, τα έξοδα πώλησης και τα γενικά έξοδα και κέρδη.

β)      Σημαντικές στρεβλώσεις είναι οι στρεβλώσεις που προκαλούνται όταν οι κοινοποιηθείσες τιμές ή το κόστος, συμπεριλαμβανομένου του κόστους των πρώτων υλών και της ενέργειας, δεν οφείλονται στις δυνάμεις της ελεύθερης αγοράς επειδή επηρεάζονται από σημαντική κρατική παρέμβαση. Κατά την αξιολόγηση της ύπαρξης σημαντικών στρεβλώσεων, λαμβάνεται υπόψη, μεταξύ άλλων, η ενδεχόμενη επίπτωση ενός ή περισσοτέρων εκ των ακόλουθων στοιχείων:

–        η υπό εξέταση αγορά εξυπηρετείται σε σημαντικό βαθμό από επιχειρήσεις που λειτουργούν υπό την ιδιοκτησία, τον έλεγχο ή την πολιτική εποπτεία ή καθοδήγηση των αρχών της χώρας εξαγωγής,

–        η κρατική παρουσία σε επιχειρήσεις δίνει τη δυνατότητα στο κράτος να παρεμβαίνει στις τιμές ή το κόστος,

–        οι δημόσιες πολιτικές ή τα μέτρα εισάγουν διακρίσεις υπέρ των εγχώριων προμηθευτών ή επηρεάζουν με άλλον τρόπο τις δυνάμεις της ελεύθερης αγοράς,

–        η έλλειψη, η μεροληπτική εφαρμογή ή η ανεπαρκής επιβολή των νομοθετικών διατάξεων σχετικά με τη χρεοκοπία, το εταιρικό ή το εμπράγματο δίκαιο,

–        οι μισθολογικές δαπάνες υφίστανται στρεβλώσεις,

–        η πρόσβαση σε χρηματοδότηση παρέχεται από ιδρύματα που υλοποιούν στόχους δημόσιας πολιτικής ή που δεν ενεργούν ανεξάρτητα από το κράτος.

γ)      Όταν η Επιτροπή διαθέτει τεκμηριωμένα αποδεικτικά στοιχεία για ενδεχόμενη ύπαρξη σημαντικών στρεβλώσεων όπως αναφέρεται στο στοιχείο β) σε μία συγκεκριμένη χώρα ή σε ένα συγκεκριμένο τομέα στη χώρα αυτή και εφόσον αυτό είναι απαραίτητο για την αποτελεσματική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή πραγματοποιεί, δημοσιοποιεί και επικαιροποιεί τακτικά μια έκθεση στην οποία περιγράφονται οι αναφερόμενες στο στοιχείο β) συνθήκες που επικρατούν στην εν λόγω χώρα ή τον τομέα. Οι εν λόγω εκθέσεις και τα αποδεικτικά στοιχεία επί των οποίων αυτές βασίζονται επισυνάπτονται στον φάκελο κάθε έρευνας σχετικά με την εν λόγω χώρα ή τον τομέα. Τα ενδιαφερόμενα μέρη διαθέτουν κάθε ευρεία δυνατότητα να αντικρούσουν, συμπληρώσουν, να σχολιάσουν ή να επικαλεστούν την έκθεση και τα αποδεικτικά στοιχεία επί των οποίων αυτή βασίζεται, σε κάθε έρευνα στην οποία χρησιμοποιούνται η εν λόγω έκθεση ή τα αποδεικτικά στοιχεία. Κατά την αξιολόγηση της ύπαρξης σημαντικών στρεβλώσεων η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη όλα τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία που περιέχονται στον φάκελο της έρευνας.»

9        Με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, η Επιτροπή, αφού διαπίστωσε, ιδίως με βάση την έκθεση σχετικά με την κατάσταση στην Κίνα, της 20ής Δεκεμβρίου 2017, την οποία είχε δημοσιοποιήσει βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 6α, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού, ότι στη χώρα αυτή υπήρχαν «σημαντικές στρεβλώσεις» κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 6α, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού (αιτιολογικές σκέψεις 91 και 171 του προσβαλλόμενου κανονισμού), κατασκεύασε την κανονική αξία σύμφωνα με τη μέθοδο που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 6α, στοιχείο αʹ, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, του εν λόγω κανονισμού. Προς τούτο, επέλεξε την Τουρκία ως κατάλληλη αντιπροσωπευτική χώρα (αιτιολογικές σκέψεις 172 και 222 του προσβαλλόμενου κανονισμού). Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 6α, στοιχείο αʹ, τελευταίο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή περιέλαβε στην κανονική αξία ποσό για τα διοικητικά έξοδα, τα έξοδα πώλησης και τα γενικά έξοδα (στο εξής: έξοδα ΠΓ&Δ) και κέρδη, το οποίο θεώρησε ως μη στρεβλωμένο και εύλογο (αιτιολογική σκέψη 87 του προσβαλλόμενου κανονισμού).

10      Επιπλέον, όσον αφορά τη Sinopec Ningxia, η Επιτροπή εντόπισε ουσιαστικές και σοβαρές ελλείψεις στην υποβολή στοιχείων σχετικά με το κόστος παραγωγής. Ως εκ τούτου, κατά την κατασκευή, βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 6α, του βασικού κανονισμού, της κανονικής αξίας των παραγόμενων από τη Sinopec Ningxia προϊόντων, η Επιτροπή εφάρμοσε το άρθρο 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, κατά το οποίο, όταν ένα ενδιαφερόμενο μέρος «αρνείται την πρόσβαση σε απαραίτητες πληροφορίες […] ή παρεμποδίζει σημαντικά την έρευνα», η Επιτροπή μπορεί να στηριχθεί στα «διαθέσιμα στοιχεία» (στο εξής: διαθέσιμα στοιχεία κατά την έννοια του άρθρου 18). Η κανονική αξία των προϊόντων που παρήγε η Sinopec Ningxia κατασκευάστηκε συνεπώς με βάση στοιχεία τα οποία παρείχαν άλλοι παραγωγοί‑εξαγωγείς και η Επιτροπή χρησιμοποίησε, για κάθε τύπο PVA, την υψηλότερη κατασκευασμένη κανονική αξία των άλλων παραγωγών‑εξαγωγέων (αιτιολογικές σκέψεις 327 έως 333 του προσβαλλόμενου κανονισμού).

11      Κατά τη σύγκριση της κανονικής αξίας των παραγόμενων από τις προσφεύγουσες προϊόντων και της τιμής εξαγωγής τους, η Επιτροπή πραγματοποίησε δύο προσαρμογές βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχεία βʹ και θʹ, του βασικού κανονισμού. Αφενός, αύξησε την κανονική αξία, προκειμένου να λάβει υπόψη τη «διαφορά των έμμεσων φόρων μεταξύ των εξαγωγικών πωλήσεων από τη[ν Κίνα] στην Ένωση και της κανονικής αξίας, όταν [είχαν εξαιρεθεί] οι έμμεσοι φόροι όπως ο [φόρος προστιθέμενης αξίας]» (αιτιολογική σκέψη 388 του προσβαλλόμενου κανονισμού). Αφετέρου, μείωσε την τιμή εξαγωγής, λόγω του ότι οι πωλήσεις στην Ένωση των PVA που παρήγαν η Sinopec Chongqing και η Sinopec Ningxia πραγματοποιούνταν μέσω της Sinopec Central-China, η οποία δεν έπρεπε να θεωρηθεί εσωτερικό τμήμα πωλήσεων, αλλά έμπορος (αιτιολογικές σκέψεις 358 και 373 του προσβαλλόμενου κανονισμού). Πέραν αυτού, η Επιτροπή πραγματοποίησε επίσης προς τα κάτω προσαρμογές της τιμής εξαγωγής προκειμένου να αφαιρέσει από αυτή το κόστος ασφαλίσεως, μεταφοράς, διεκπεραίωσης και φόρτωσης, το πιστωτικό κόστος και τις τραπεζικές χρεώσεις (στο εξής: επίμαχα έξοδα), ούτως ώστε να επιτευχθεί το επίπεδο «τιμών εκ του εργοστασίου» (αιτιολογικές σκέψεις 313, 314 και 357 του προσβαλλόμενου κανονισμού).

12      Κατά τον προσδιορισμό της ζημίας την οποία φέρεται να υπέστη ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής, ο οποίος διενεργήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφοι 2, 3 και 6 του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή ανέλυσε την υποτιμολόγηση. Προς τούτο, αφενός, στηρίχθηκε στις διαπιστώσεις της ότι η αγορά των PVA δεν αποτελούνταν από δύο διακριτά τμήματα (αιτιολογικές σκέψεις 61 έως 64 του προσβαλλόμενου κανονισμού). Αφετέρου, χρησιμοποίησε, μεταξύ άλλων, μια μέθοδο η οποία συνίστατο στη σύγκριση των τιμών των εισαγωγών και των τιμών πώλησης του ενωσιακού κλάδου παραγωγής ανά τύπο προϊόντος, διευκρινιζομένου ότι δεν μπόρεσε να προβεί σε αντιστοίχιση για ορισμένους τύπους προϊόντος (αιτιολογικές σκέψεις 432 και 433 του προσβαλλόμενου κανονισμού).

 Αιτήματα των διαδίκων

13      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τον προσβαλλόμενο κανονισμό, κατά το μέρος που τις αφορά·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή και τις εταιρίες που παρενέβησαν υπέρ αυτής στα δικαστικά έξοδα.

14      Η Wegochem Europe BV (στο εξής: Wegochem), παρεμβαίνουσα υπέρ των προσφευγουσών, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τον προσβαλλόμενο κανονισμό, κατά το μέρος που αφορά τις προσφεύγουσες·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων και των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η Wegochem.

15      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την Kuraray και την Sekisui Specialty Chemicals Europe SL (στο εξής: Sekisui), ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

16      Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν πέντε λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν, ο πρώτος, το ασύμβατο της εφαρμογής του άρθρου 2, παράγραφος 6α, του βασικού κανονισμού με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το δίκαιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), ο δεύτερος, παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, ο τρίτος, παράβαση του άρθρου 18, παράγραφοι 1 και 5, του βασικού κανονισμού και του άρθρου 6.8 της Συμφωνίας για την εφαρμογή του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994 (ΓΣΔΕ) (ΕΕ 1994, L 336, σ. 103, στο εξής: συμφωνία αντιντάμπινγκ), που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 1 A της Συμφωνίας για την ίδρυση του ΠΟΕ (ΕΕ 1994, L 336, σ. 3), καθώς και του παραρτήματος II της συμφωνίας αντιντάμπινγκ (ΕΕ 1994, L 336, σ. 118, στο εξής: παράρτημα II), ο τέταρτος, παράβαση του άρθρου 3, παράγραφοι 2 και 3, του βασικού κανονισμού κατά τον καθορισμό της υποτιμολόγησης, καθώς και παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 6, του ίδιου κανονισμού και, ο πέμπτος, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται το ασύμβατο της εφαρμογής του άρθρου 2, παράγραφος 6α, του βασικού κανονισμού με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το δίκαιο του ΠΟΕ

17      Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι, με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, η Επιτροπή εφάρμοσε το άρθρο 2, παράγραφος 6α, του βασικού κανονισμού κατά τρόπο μη σύμφωνο προς τη συμφωνία αντιντάμπινγκ, όπως αυτή έχει ερμηνευθεί με τις αποφάσεις του οργάνου επιλύσεως διαφορών του ΠΟΕ (στο εξής: ΟΕΔ). Οι προσφεύγουσες παραδέχονται ότι η συμφωνία αντιντάμπινγκ στερείται άμεσου αποτελέσματος, υποστηρίζουν ωστόσο ότι, λαμβανομένων υπόψη των κοινών σημείων μεταξύ της συμφωνίας αντιντάμπινγκ και του βασικού κανονισμού, το γεγονός αυτό δεν επηρεάζει την υποχρέωση περί ερμηνείας της προαναφερθείσας διατάξεως του βασικού κανονισμού κατά τρόπο σύμφωνο προς το δίκαιο του ΠΟΕ, περιλαμβανομένων και των αποφάσεων του ΟΕΔ, υποχρέωση την οποία, κατά την άποψή τους, παρέβη εν προκειμένω η Επιτροπή.

18      Οι προσφεύγουσες διευκρινίζουν ότι ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 2, παράγραφος 6α, του βασικού κανονισμού. Συγκεκριμένα, δεν προσβάλλουν τη συγκεκριμένη διάταξη αυτή καθεαυτήν, αλλά βάλλουν κατά του τρόπου με τον οποίο η Επιτροπή την εφάρμοσε με τον προσβαλλόμενο κανονισμό. Οι προσφεύγουσες υπογραμμίζουν ότι το άρθρο 2, παράγραφος 6α, του βασικού κανονισμού μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπο σύμφωνο προς το δίκαιο του ΠΟΕ, χωρίς μια τέτοια ερμηνεία να είναι contra legem ή να καθιστά τη συγκεκριμένη διάταξη κενή περιεχομένου.

19      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Kuraray και την Sekisui, αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

20      Υπενθυμίζεται ότι, βάσει του άρθρου 216, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, όταν η Ένωση συνάπτει διεθνείς συμφωνίες, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεσμεύονται από τις συμφωνίες αυτές οι οποίες, κατά συνέπεια, κατισχύουν των πράξεων της Ένωσης. Επομένως, οι διατάξεις του παράγωγου δικαίου πρέπει να ερμηνεύονται, στο μέτρο του δυνατού, κατά τρόπο συνάδοντα προς τις εν λόγω συμφωνίες, ειδικότερα όταν οι διατάξεις αυτές αποβλέπουν ακριβώς στο να θέσουν σε εφαρμογή διεθνή συμφωνία συναφθείσα από την Ένωση (πρβλ. αποφάσεις της 9ης Ιανουαρίου 2003, Petrotub και Republica κατά Συμβουλίου, C‑76/00 P, EU:C:2003:4, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, της 18ης Μαρτίου 2014, Z., C‑363/12, EU:C:2014:159, σκέψεις 71 και 72 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 20ής Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά Hubei Xinyegang Special Tube, C‑891/19 P, EU:C:2022:38, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

21      Κατά την αιτιολογική σκέψη 3 του βασικού κανονισμού, προκειμένου να διασφαλισθεί η ενδεδειγμένη και διαφανής εφαρμογή των κανόνων της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, το κείμενο της συμφωνίας αυτής θα πρέπει να αποτυπωθεί κατά το δυνατόν στην ενωσιακή νομοθεσία. Η αρχή του γενικού διεθνούς δικαίου περί υποχρέωσης τήρησης των συμβατικών δεσμεύσεων (pacta sunt servanda), η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 26 της Συμβάσεως της Βιέννης περί του δικαίου των συνθηκών, της 23ης Μαΐου 1969 (Recueil des traités des Nations unies, τόμος 1155, σ. 331), συνεπάγεται ότι ο δικαστής της Ένωσης οφείλει, κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, να λάβει υπόψη τις αποφάσεις του ΟΕΔ με τις οποίες έχουν ερμηνευθεί οι διατάξεις της συμφωνίας αυτής (πρβλ. απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά Hubei Xinyegang Special Tube, C‑891/19 P, EU:C:2022:38, σκέψεις 30, 32 και 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

22      Εντούτοις, όπως επιβεβαιώνεται από τη χρήση, στη μνημονευόμενη στη σκέψη 20 ανωτέρω νομολογία, της φράσεως «στο μέτρο του δυνατού», η νομολογία αυτή δεν τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση διατάξεως της οποίας το νόημα είναι σαφές και μη διφορούμενο και η οποία, ως εκ τούτου, δεν χρήζει ερμηνείας. Σε αντίθετη περίπτωση, η αρχή της σύμφωνης προς τις διεθνείς συμφωνίες ερμηνείας των πράξεων παράγωγου δικαίου της Ένωσης θα μπορούσε να αποτελέσει έρεισμα για contra legem ερμηνεία της διάταξης αυτής, πράγμα το οποίο δεν μπορεί να γίνει δεκτό (βλ. απόφαση της 13ης Ιουλίου 2018, Confédération nationale du Crédit mutuel κατά ΕΚΤ, T‑751/16, EU:T:2018:475, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· πρβλ., επίσης, απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2017, Canadian Solar Emea κ.λπ. κατά Συμβουλίου, T‑162/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:124, σκέψη 151).

23      Εξάλλου, επισημαίνεται ότι η ερμηνεία των πράξεων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης κατά τρόπο συνάδοντα με τις διατάξεις διεθνούς συμφωνίας στην οποία η Ένωση είναι συμβαλλόμενο μέρος, όπως η σύμφωνη αυτή ερμηνεία ορίζεται στη νομολογία που μνημονεύεται στις σκέψεις 20 έως 22 ανωτέρω, δεν πρέπει να συγχέεται με τον έλεγχο της νομιμότητας των εν λόγω πράξεων.

24      Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, μπορεί να γίνει επίκληση διατάξεων διεθνούς συμφωνίας προς στήριξη προσφυγής ακυρώσεως πράξεως παραγώγου δικαίου της Ένωσης ή ενστάσεως περί ελλείψεως νομιμότητας μιας τέτοιας πράξεως υπό τη διττή προϋπόθεση, αφενός, ότι τούτο δεν αποκλείεται από τη φύση και την οικονομία της συμφωνίας αυτής και, αφετέρου, ότι οι διατάξεις αυτές, από απόψεως περιεχομένου, δεν περιέχουν αιρέσεις και είναι αρκούντως σαφείς. Μόνον εφόσον πληρούνται οι δύο αυτές προϋποθέσεις σωρευτικώς είναι δυνατή η επίκληση τέτοιων διατάξεων ενώπιον του δικαστή της Ένωσης προκειμένου να αξιοποιηθούν ως κριτήριο για την εκτίμηση της νομιμότητας πράξεως της Ένωσης (βλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, Επιτροπή κατά Rusal Armenal, C‑21/14 P, EU:C:2015:494, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

25      Εν προκειμένω, δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες δηλώνουν ότι δεν προβάλλουν ένσταση ελλείψεως νομιμότητας και, εν πάση περιπτώσει, δεν υποστηρίζουν –ούτε και, κατά μείζονα λόγο, αποδεικνύουν– ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που καθορίζει η υπομνησθείσα στη σκέψη 24 ανωτέρω νομολογία, πρέπει να αποδείξουν, προκειμένου το Γενικό Δικαστήριο να κάνει δεκτό τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως, ότι το άρθρο 2, παράγραφος 6α, του βασικού κανονισμού είναι διφορούμενο ή περιέχει ασάφειες οι οποίες πρέπει να αρθούν με μια σύμφωνη προς τους κανόνες αυτούς ερμηνεία και ότι η ερμηνεία αυτή δεν είναι contra legem.

26      Επισημαίνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν ισχυρίζονται ότι το γράμμα του άρθρου 2, παράγραφος 6α, του βασικού κανονισμού είναι διφορούμενο.

27      Εντούτοις, πρώτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, προκειμένου το άρθρο 2, παράγραφος 6α, του βασικού κανονισμού να μπορεί να εφαρμοστεί κατά τρόπο σύμφωνο προς το δίκαιο του ΠΟΕ, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, από τις τρεις πηγές πληροφόρησης που μνημονεύονται στο άρθρο 2, παράγραφος 6α, στοιχείο αʹ, του εν λόγω κανονισμού, πρέπει να γίνει δεκτή μόνον η τελευταία, η οποία συνίσταται στη χρήση του κόστους στην εγχώρια αγορά της χώρας εξαγωγής.

28      Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, για την ερμηνεία διάταξης του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος [βλ. απόφαση της 2ας Ιουλίου 2020, Magistrat der Stadt Wien (Κρικητός), C‑477/19, EU:C:2020:517, σκέψη 23 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

29      Εν προκειμένω, η ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 6α, του βασικού κανονισμού που προτείνουν οι προσφεύγουσες έχει ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό των δύο πρώτων πηγών πληροφόρησης που προβλέπονται στο άρθρο 2, παράγραφος 6α, στοιχείο αʹ, του εν λόγω κανονισμού και τη διεύρυνση του περιεχομένου της τρίτης, υπό την έννοια ότι η τρίτη πηγή πληροφόρησης θα πρέπει να χρησιμοποιείται ακόμη και στην περίπτωση που δεν αποδεικνύεται ότι το σχετικό κόστος δεν είναι αποτέλεσμα στρεβλώσεων.

30      Κατ’ αρχάς, η ερμηνεία που προτείνουν οι προσφεύγουσες δεν μπορεί να στηριχθεί στο γράμμα της επίμαχης διατάξεως, η οποία απαριθμεί τρεις επιλογές, εκ των οποίων η τρίτη υπόκειται σε μια συγκεκριμένη προϋπόθεση. Όπως προκύπτει από τη χρήση του ρήματος «συγκαταλέγονται», οι τρεις μνημονευόμενες επιλογές δεν είναι εξαντλητικές και, ως εκ τούτου, η Επιτροπή θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει και άλλες πηγές πληροφόρησης, πέραν εκείνων που καλύπτουν οι εν λόγω επιλογές. Εντούτοις, το περιθώριο εκτιμήσεως που καταλείπει ο νομοθέτης στην Επιτροπή όσον αφορά την επιλογή συμπληρωματικών πηγών πληροφόρησης δεν μπορεί να της παρέχει τη δυνατότητα χρήσης και τέταρτης πηγής πληροφόρησης, η οποία να συμπίπτει μεν με την τρίτη, χωρίς όμως να απαιτείται η πλήρωση της προϋπόθεσης κατά την οποία πρέπει να έχει αποδειχθεί ότι το κόστος στην εγχώρια αγορά της χώρας εξαγωγής δεν είναι αποτέλεσμα στρεβλώσεων.

31      Περαιτέρω, η ανωτέρω ερμηνεία δεν επιρρωννύεται ούτε από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 2, παράγραφος 6α, του βασικού κανονισμού. Συγκεκριμένα, η εν λόγω διάταξη εισάγει ειδικούς κανόνες, οι οποίοι διακρίνονται από εκείνους που απορρέουν από άλλες παραγράφους του άρθρου 2 του βασικού κανονισμού, κατά το ότι εφαρμόζονται στις περιπτώσεις στις οποίες η εγχώρια αγορά της χώρας εξαγωγής παρουσιάζει σημαντικές στρεβλώσεις. Επομένως, η φράση «κατά την εφαρμογή της παρούσας ή όποιας άλλης σχετικής διάταξης του παρόντος κανονισμού», η οποία μνημονεύεται στο άρθρο 2, παράγραφος 6α, στοιχείο αʹ, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού δεν έχει την έννοια ότι η διάταξη αυτή πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να ερμηνεύεται κατά τρόπο ώστε να συνάδει με τις διατάξεις της συμφωνίας αντιντάμπινγκ που αντιστοιχούν σε άλλες διατάξεις του άρθρου 2 του βασικού κανονισμού.

32      Τέλος, όσον αφορά τους σκοπούς του άρθρου 2, παράγραφος 6α, του βασικού κανονισμού, επισημαίνεται ότι ο επιδιωκόμενος με τη διάταξη αυτή σκοπός είναι η αποτροπή του ενδεχομένου χρήσης, στο πλαίσιο έρευνας αντιντάμπινγκ, στοιχείων σχετικά με τις τιμές και το κόστος στη χώρα εξαγωγής τα οποία είναι αποτέλεσμα της ύπαρξης σημαντικών στρεβλώσεων στην εγχώρια αγορά της συγκεκριμένης χώρας. Προβλέπεται συνεπώς η χρήση είτε στοιχείων τα οποία αφορούν κατάλληλη αντιπροσωπευτική τρίτη χώρα είτε διεθνών στοιχείων είτε η χρήση του εγχώριου κόστους της χώρας εξαγωγής, υπό την προϋπόθεση ότι έχει αποδειχθεί ότι το αυτό δεν είναι αποτέλεσμα στρεβλώσεων.

33      Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, με το επιχείρημα που συνοψίζεται στη σκέψη 27 ανωτέρω, οι προσφεύγουσες προτείνουν μια contra legem ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 6α, του βασικού κανονισμού, η οποία δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

34      Δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το άρθρο 2, παράγραφος 6α, του βασικού κανονισμού πρέπει να ερμηνευθεί κατά τρόπο σύμφωνο προς το άρθρο 2.2 και το άρθρο 2.2.1.1 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ.

35      Αφενός, κατά τις προσφεύγουσες, το άρθρο 2.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ επιτρέπει την κατασκευή της κανονικής αξίας, αντί για τον υπολογισμό της βάσει των τιμών που εφαρμόζονται στη χώρα εξαγωγής, μόνο σε τρεις περιπτώσεις, μεταξύ των οποίων και στην περίπτωση κατά την οποία στη χώρα εξαγωγής επικρατούν ειδικές συνθήκες αγοράς (στο εξής: ΕΣΑ).

36      Οι προσφεύγουσες διευκρινίζουν ότι η έννοια των «ΕΣΑ», όπως έχει ερμηνευθεί με τις αποφάσεις του ΟΕΔ, δεν παρέχει απεριόριστη ελευθερία στην επιφορτισμένη με την έρευνα αντιντάμπινγκ αρχή (στο εξής: αρμόδια αρχή), αλλά καλύπτει μόνον τις καταστάσεις εκείνες στις οποίες επηρεάζεται η δυνατότητα σύγκρισης μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής. Αντιθέτως, μια κατάσταση χαρακτηριζόμενη από σημαντικές στρεβλώσεις οι οποίες οφείλονται σε σημαντικές κρατικές παρεμβάσεις στην αγορά της χώρας εξαγωγής δεν επιτρέπει, αφ’ εαυτής, τη μη συνεκτίμηση, κατά τον υπολογισμό της κανονικής αξίας, των καταγεγραμμένων δαπανών των παραγωγών-εξαγωγέων της εν λόγω χώρας και τη χρήση, αντί αυτών, των δαπανών στις οποίες υποβάλλονται οι παραγωγοί τρίτης χώρας. Η Επιτροπή φέρει το βάρος να αποδείξει ότι η κατάσταση αυτή συνδέεται με τη συγκρισιμότητα των τιμών. Πλην όμως, εν προκειμένω, κατά τις προσφεύγουσες δεν προσκομίστηκαν τέτοια αποδεικτικά στοιχεία.

37      Αφετέρου, κατά τις προσφεύγουσες, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η στρέβλωση του κόστους εισροών δημιουργεί ΕΣΑ, η επιλεγείσα εν προκειμένω από την Επιτροπή μέθοδος, που συνεπάγεται την υποχρέωση να χρησιμοποιηθεί το κόστος εισροών από μη στρεβλωμένες πηγές και να μη συνεκτιμηθούν τα δεδομένα τα οποία αφορούν το κόστος παραγωγής των Κινέζων παραγωγών‑εξαγωγέων και είναι καταγεγραμμένα στα αρχεία τους, δεν συνάδει, παρά ταύτα, με το άρθρο 2.2.1.1 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, όπως έχει ερμηνευθεί με τις αποφάσεις του ΟΕΔ.

38      Υπενθυμίζεται ότι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 23 ανωτέρω, το γεγονός ότι οι προσφεύγουσες επικαλούνται την αρχή της σύμφωνης ερμηνείας δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τον εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου έλεγχο της νομιμότητας του άρθρου 2, παράγραφος 6α, του βασικού κανονισμού υπό το πρίσμα των κανόνων του ΠΟΕ, χωρίς να απαιτείται να αποδειχθεί ότι πληρούνται οι απαιτούμενες από τη νομολογία προϋποθέσεις για την άσκηση του ελέγχου αυτού.

39      Εξάλλου, από τη σκέψη 20 ανωτέρω προκύπτει ότι η πλήρης εφαρμογή της αρχής της σύμφωνης ερμηνείας απαιτεί οι επίμαχες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης να σκοπούν στην εφαρμογή των κανόνων του ΠΟΕ.

40      Υπενθυμίζεται ότι ο νομοθέτης της Ένωσης, με τον κανονισμό 2017/2321, τροποποίησε το άρθρο 2 του βασικού κανονισμού με την προσθήκη της παραγράφου 6α και την τροποποίηση της παραγράφου 7.

41      Κατά τη νομολογία, το άρθρο 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με τον κανονισμό 2017/2321, αποτελούσε έκφραση της βούλησης του νομοθέτη της Ένωσης να υιοθετήσει στον συγκεκριμένο τομέα μια προσέγγιση προσιδιάζουσα στην έννομη τάξη της Ένωσης, θεσπίζοντας ένα ειδικό καθεστώς λεπτομερών κανόνων για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας σε σχέση με εισαγωγές προελεύσεως χωρών που δεν διαθέτουν οικονομία της αγοράς. Ως εκ τούτου, έχει κριθεί ότι η διάταξη αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μέτρο προοριζόμενο να διασφαλίσει στην έννομη τάξη της Ένωσης την εκπλήρωση ειδικής υποχρεώσεως αναληφθείσας στο πλαίσιο των συμφωνιών ΠΟΕ, οι οποίες δεν προβλέπουν κανόνες σχετικά με τον υπολογισμό της κανονικής αξίας για τις χώρες χωρίς οικονομία της αγοράς (απόφαση της 5ης Μαΐου 2022, Zhejiang Jiuli Hi-Tech Metals κατά Επιτροπής, C‑718/20 P, EU:C:2022:362, σκέψη 88· πρβλ. επίσης, κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, Επιτροπή κατά Rusal Armenal, C‑21/14 P, EU:C:2015:494, σκέψεις 47 έως 50). Το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, δεδομένου ότι η διάταξη αυτή θεσπίζει κανόνες σχετικά με τον υπολογισμό της κανονικής αξίας οι οποίοι δεν αντιστοιχούν στις συμφωνίες ΠΟΕ, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να την ερμηνεύσει σύμφωνα με τις υποχρεώσεις της Ένωσης στο πλαίσιο του ΠΟΕ. Πράγματι, αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα καθίστατο κενή περιεχομένου η εξουσία εκτιμήσεως που ο νομοθέτης θέλησε να παράσχει στην Επιτροπή (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2019, Zhejiang Jndia Pipeline Industry κατά Επιτροπής, T‑228/17, EU:T:2019:619, σκέψεις 111 έως 113).

42      Πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι αρχές αυτές μπορούν να εφαρμοστούν, κατ’ αναλογίαν, στο άρθρο 2, παράγραφος 6α, του βασικού κανονισμού.

43      Συγκεκριμένα, η ανωτέρω διάταξη θεσπίζει ειδικό καθεστώς κανόνων καθορισμού της κανονικής αξίας σε περιπτώσεις εξαγωγών από χώρες στις οποίες έχει αποδειχθεί ότι η εγχώρια αγορά παρουσιάζει σημαντικές στρεβλώσεις, όπως αυτές ορίζονται στην εν λόγω διάταξη. Πλην όμως, το δίκαιο του ΠΟΕ δεν περιέχει ειδικούς κανόνες για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας σε τέτοιες καταστάσεις.

44      Εξάλλου, είναι αληθές ότι η αιτιολογική σκέψη 2 του κανονισμού 2017/2321 διευκρινίζει ότι ο εν λόγω κανονισμός «δεν θίγει τη διαπίστωση του αν μια χώρα μέλος του ΠΟΕ διαθέτει οικονομία της αγοράς ή τους όρους και τις προϋποθέσεις που έχουν θεσπιστεί σε πρωτόκολλα και άλλα μέσα σύμφωνα με τα οποία οι χώρες έχουν προσχωρήσει στη συμφωνία [για τη σύσταση του ΠΟΕ]», μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το πρωτόκολλο προσχώρησης της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας στον ΠΟΕ (στο εξής: πρωτόκολλο προσχώρησης).

45      Είναι επίσης αληθές ότι το σημείο 15 του πρωτοκόλλου προσχώρησης περιέχει ειδικούς κανόνες για την εφαρμογή της συμφωνίας αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές από την Κίνα και προβλέπει μεταβατική περίοδο η οποία λήγει το αργότερο δεκαπέντε έτη μετά την προσχώρηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας στον ΠΟΕ, ήτοι στις 11 Δεκεμβρίου 2016.

46      Εντούτοις, από την παρουσία της αιτιολογικής σκέψης 2 στο προοίμιο του κανονισμού 2017/2321 δεν μπορεί να συναχθεί ότι βούληση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν, με τον κανονισμό αυτόν, να δημιουργήσει έναν μηχανισμό εφαρμογής του σημείου 15 του πρωτοκόλλου προσχώρησης.

47      Εν πάση περιπτώσει, εάν γίνει δεκτό ότι το σημείο 15 του πρωτοκόλλου προσχώρησης δεν επιτρέπει, μετά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου την οποία προβλέπει, τη χρήση στο πλαίσιο έρευνας αντιντάμπινγκ μεθόδου για τον καθορισμό της κανονικής αξίας μη στηριζόμενης στις κινεζικές τιμές ή στο κινεζικό κόστος για τον εξεταζόμενο κλάδο παραγωγής, τούτο θα είχε ως αποτέλεσμα το άρθρο 2, παράγραφος 6α, του βασικού κανονισμού να μην συνάδει προς το προαναφερθέν σημείο 15.

48      Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες δεν προέβαλαν ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 2, παράγραφος 6α, του βασικού κανονισμού υπό το πρίσμα των κανόνων του ΠΟΕ, η ενδεχόμενη αυτή ασυμβατότητα επιβεβαιώνει απλώς το γεγονός ότι είναι αδύνατον η συγκεκριμένη διάταξη να ερμηνευθεί υπό την έννοια που προτείνουν οι προσφεύγουσες.

49      Συνεπώς, διαπιστώνεται ότι δεν πληρούνται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις προκειμένου να εφαρμοστεί η αρχή της σύμφωνης ερμηνείας στο άρθρο 2, παράγραφος 6α, του βασικού κανονισμού υπό το πρίσμα των κανόνων του ΠΟΕ.

50      Ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως

51      Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως αποτελείται από τρία σκέλη, εκ των οποίων το πρώτο αφορά παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θʹ, του βασικού κανονισμού και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, το δεύτερο παράβαση του εισαγωγικού μέρους του άρθρου 2, παράγραφος 10, του εν λόγω κανονισμού και το τρίτο παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο βʹ, του ίδιου κανονισμού.

 Επί του πρώτου σκέλους

52      Οι προσφεύγουσες, υποστηριζόμενες από τη Wegochem, αφού υπενθύμισαν ότι όλες οι εξαγωγικές τους πωλήσεις PVA στην Ένωση πραγματοποιήθηκαν από τη Sinopec Central-China, υποστηρίζουν ότι εσφαλμένως η Επιτροπή –καθόσον θεώρησε ότι οι εργασίες της εν λόγω εταιρίας δεν ήταν εργασίες εσωτερικού τμήματος πωλήσεων, αλλά ανάλογες με εκείνες αντιπροσώπου που εργάζεται σε βάση προμήθειας– εφάρμοσε στην τιμή εξαγωγής των πωλήσεων αυτών προσαρμογή προς τα κάτω βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θʹ, του βασικού κανονισμού (στο εξής: πρώτη επίμαχη προσαρμογή), η οποία αντιστοιχεί στα έξοδα ΠΓ&Δ και στο περιθώριο κέρδους της εν λόγω εταιρίας, η εκτίμηση του οποίου έγινε βάσει των στοιχείων τα οποία παρέσχε ανεξάρτητος επιχειρηματίας.

53      Πρώτον, οι προσφεύγουσες υπογραμμίζουν ότι, κατά το γράμμα του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θʹ, του βασικού κανονισμού και τη σχετική νομολογία, η Επιτροπή, προκειμένου να μπορέσει να πραγματοποιήσει προσαρμογή δυνάμει της συγκεκριμένης διάταξης, πρέπει να προσκομίσει τουλάχιστον συγκλίνουσες ενδείξεις ότι μια εταιρία πωλήσεων η οποία είναι συνδεδεμένη με παραγωγό πραγματοποιεί εργασίες παρόμοιες με εκείνες αντιπροσώπου που εργάζεται σε βάση προμήθειας.

54      Οι προσφεύγουσες διευκρινίζουν ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να αντιστρέψει το βάρος αποδείξεως θεωρώντας ότι, κατά γενικό κανόνα, μια τέτοια προσαρμογή δικαιολογείται στην περίπτωση που μια επιχείρηση ιδρύει συνδεδεμένη εμπορική εταιρία για την πραγματοποίηση των εξαγωγικών πωλήσεών της και ότι, επομένως, εναπόκειται στον παραγωγό που ίδρυσε την εν λόγω εταιρία να αποδείξει ότι η επίμαχη προσαρμογή δεν δικαιολογείται.

55      Δεύτερον, κατά τις προσφεύγουσες, βάσει των στοιχείων που επικαλέστηκε η Επιτροπή κατά τη διαδικασία που κατέληξε στην έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού, καθώς και στον ίδιο τον κανονισμό, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η πρώτη επίμαχη προσαρμογή είναι εν προκειμένω δικαιολογημένη.

56      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

57      Πρώτον, ισχυρίζεται ότι υπάρχει ένας γενικός κανόνας κατά τον οποίο, όταν μια επιχείρηση ιδρύει συνδεδεμένη εταιρία για την πραγματοποίηση εμπορικών πράξεων τις οποίες, σε διαφορετική περίπτωση, θα έπρεπε να αναθέσει σε τρίτους εμπόρους, δικαιολογείται προσαρμογή βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θʹ, του βασικού κανονισμού. Συγκεκριμένα, είναι γεγονός ότι η κατ’ αυτόν τον τρόπο ιδρυθείσα συνδεδεμένη εταιρία ασκεί εργασίες παρόμοιες με εκείνες αντιπροσώπου που εργάζεται σε βάση προμήθειας. Μόνον κατ’ εξαίρεση από τον γενικό αυτόν κανόνα δεν θα πρέπει να πραγματοποιείται τέτοια προσαρμογή, στην περίπτωση που ο παραγωγός και ο συνδεδεμένος με αυτόν διανομέας που είναι υπεύθυνος για τις εξαγωγές στην Ένωση αποτελούν ενιαία οικονομική οντότητα. Κάθε εξαίρεση από γενικό κανόνα θα πρέπει να ερμηνεύεται στενά.

58      Δεύτερον, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι ουδέποτε υποστήριξε ότι κάποιο από τα στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε για να πραγματοποιήσει την πρώτη επίμαχη προσαρμογή αποκλείει αφ’ εαυτού το ενδεχόμενο χαρακτηρισμού της Sinopec Central-China ως εσωτερικού τμήματος πωλήσεων. Υπογραμμίζει την ανάγκη σφαιρικής εκτιμήσεως των κρίσιμων στοιχείων και υποστηρίζει ότι, βάσει των στοιχείων που ελήφθησαν υπόψη εν προκειμένω, εξεταζόμενων στο σύνολό τους, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η Sinopec Central-China είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη εμπορική εταιρία.

–       Εφαρμοστέοι κανόνες

59      Υπενθυμίζεται ότι οι σχετικές διατάξεις του άρθρου 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού έχουν ως εξής:

«Μεταξύ της τιμής εξαγωγής και της κανονικής αξίας διεξάγεται δίκαιη σύγκριση. Η σύγκριση αυτή αφορά το ίδιο στάδιο εμπορίας και πωλήσεις πραγματοποιηθείσες σε ημερομηνίες όσο το δυνατόν εγγύτερες, λαμβάνονται δε δεόντως υπόψη άλλες διαφορές που επηρεάζουν τη συγκρισιμότητα των τιμών. Όταν η κανονική αξία και η τιμή εξαγωγής που διαμορφώνεται δεν πληρούν αυτές τις προϋποθέσεις σύγκρισης, πραγματοποιούνται προσαρμογές για κάθε περίπτωση, με βάση τα ατομικά της στοιχεία προκειμένου να ληφθούν δεόντως υπόψη διαφορές των παραγόντων για τους οποίους προβάλλεται ο ισχυρ[ισμ]ός και αποδεικνύεται ότι επηρεάζουν τις τιμές και, κατ’ επέκταση, τη συγκρισιμότητα των τιμών. Πρέπει να αποφεύγεται οποιαδήποτε επανάληψη προσαρμογής που έχει ήδη γίνει, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για εκπτώσεις επί της τιμής και επιστροφές, για τις ποσότητες και για το στάδιο εμπορίας. Όταν πληρούνται οι προκαθορισμένες προϋποθέσεις, είναι δυνατό να πραγματοποιούνται προσαρμογές, όσον αφορά τους ακόλουθους παράγοντες:

[…]

θ)      Προμήθειες

Πραγματοποιείται προσαρμογή για διαφορές στις προμήθειες που έχουν καταβληθεί σε σχέση με τις υπό εξέταση πωλήσεις.

Ο όρος “προμήθειες” εννοείται ως το περιθώριο κέρδους ενός εμπόρου του προϊόντος ή του ομοειδούς προϊόντος αν οι εργασίες αυτού του εμπόρου είναι παρόμοιες με εκείνες ενός αντιπροσώπου που εργάζεται σε βάση προμήθειας.»

60      Από τη νομολογία προκύπτει ότι προσαρμογή δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θʹ, του βασικού κανονισμού δεν πραγματοποιείται όταν ο εγκατεστημένος σε τρίτο κράτος παραγωγός και ο συνδεδεμένος με αυτόν διανομέας που είναι υπεύθυνος για τις εξαγωγές προς την Ένωση συναπαρτίζουν ενιαία οικονομική οντότητα (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2016, PT Musim Mas κατά Συμβουλίου, C‑468/15 P, EU:C:2016:803, σκέψη 39).

61      Πράγματι, η κατανομή των δραστηριοτήτων παραγωγής και πωλήσεως στο εσωτερικό ομίλου απαρτιζόμενου από νομικώς διακρινόμενες εταιρίες δεν αναιρεί καθόλου το γεγονός ότι πρόκειται για μια ενιαία οικονομική οντότητα, η οποία οργανώνει κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα σύνολο δραστηριοτήτων, οι οποίες, σε άλλες περιπτώσεις, ασκούνται από μία οντότητα που είναι ενιαία και από νομικής απόψεως (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2016, PT Musim Mas κατά Συμβουλίου, C‑468/15 P, EU:C:2016:803, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

62      Υπό τις περιστάσεις αυτές, με την αναγνώριση της υπάρξεως ενιαίας οικονομικής οντότητας αποτρέπεται το ενδεχόμενο ένα κόστος το οποίο προφανώς περιλαμβάνεται στην τιμή πωλήσεως ενός προϊόντος όταν η πώληση αυτή πραγματοποιείται από τμήμα πωλήσεων ενταγμένο στην εσωτερική οργάνωση του παραγωγού να μην περιλαμβάνεται στην τιμή αυτή όταν η ίδια δραστηριότητα πωλήσεως του προϊόντος ασκείται από εταιρία νομικώς διακρινόμενη, καίτοι οικονομικώς ελεγχόμενη από τον παραγωγό (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2016, PT Musim Mas κατά Συμβουλίου, C‑468/15 P, EU:C:2016:803, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

63      Επομένως, διανομέας ο οποίος συναπαρτίζει ενιαία οικονομική οντότητα με παραγωγό εγκατεστημένο σε τρίτο κράτος δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι πραγματοποιεί εργασίες παρόμοιες με εκείνες αντιπροσώπου που εργάζεται σε βάση προμήθειας, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θʹ, του βασικού κανονισμού (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2016, PT Musim Mas κατά Συμβουλίου, C‑468/15 P, EU:C:2016:803, σκέψη 42).

64      Κατά την ανάλυση της υπάρξεως ενιαίας οικονομικής οντότητας μεταξύ ενός παραγωγού και του συνδεόμενου με αυτόν διανομέα, είναι καθοριστικής σημασίας να εξετάζεται η οικονομική πραγματικότητα των σχέσεων μεταξύ του παραγωγού και του διανομέα. Δεδομένης της ανάγκης διαπιστώσεως της οικονομικής πραγματικότητας των σχέσεων μεταξύ του εν λόγω παραγωγού και του εν λόγω διανομέα, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης υποχρεούνται να λαμβάνουν υπόψη το σύνολο των κρίσιμων παραγόντων που επιτρέπουν να διαπιστωθεί αν ο διανομέας αυτός πραγματοποιεί ή όχι εργασίες τμήματος πωλήσεως ενταγμένου στον εν λόγω παραγωγό (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2016, PT Musim Mas κατά Συμβουλίου, C‑468/15 P, EU:C:2016:803, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

–       Επί της αποδείξεως

65      Το βάρος αποδείξεως όσον αφορά τις ειδικές προσαρμογές που απαριθμούνται στο άρθρο 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού φέρει, κατά τη νομολογία, εκείνος που τις θεωρεί αναγκαίες (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2016, PT Musim Mas κατά Συμβουλίου, C‑468/15 P, EU:C:2016:803, σκέψη 83 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

66      Ως εκ τούτου, όταν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης εκτιμούν ότι επιβάλλεται προς τα κάτω προσαρμογή της τιμής εξαγωγής, διότι μια εταιρία πωλήσεων συνδεόμενη με παραγωγό πραγματοποιεί εργασίες παρόμοιες με εκείνες αντιπροσώπου που εργάζεται σε βάση προμήθειας, στα όργανα αυτά εναπόκειται να προσκομίσουν τουλάχιστον συγκλίνουσες ενδείξεις ότι πληρούται η προϋπόθεση αυτή (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2016, PT Musim Mas κατά Συμβουλίου, C‑468/15 P, EU:C:2016:803, σκέψη 84 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

67      Επομένως, στην περίπτωση που τα θεσμικά όργανα της Ένωσης έχουν προσκομίσει συγκλίνουσες ενδείξεις ότι ο συνδεδεμένος με παραγωγό διανομέας πραγματοποιεί εργασίες παρόμοιες με εκείνες αντιπροσώπου που εργάζεται σε βάση προμήθειας, στον διανομέα ή τον παραγωγό εναπόκειται να αποδείξει ότι δεν είναι δικαιολογημένη η προσαρμογή βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θʹ, του βασικού κανονισμού (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2016, PT Musim Mas κατά Συμβουλίου, C‑468/15 P, EU:C:2016:803, σκέψη 85).

68      Επομένως, για να μπορέσει νομίμως να πραγματοποιήσει την πρώτη επίμαχη προσαρμογή, η Επιτροπή έπρεπε να προσκομίσει συγκλίνουσες ενδείξεις ότι η εν λόγω προσαρμογή είναι δικαιολογημένη.

69      Η Επιτροπή δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι, αφ’ ης στιγμής μια επιχείρηση ιδρύει συνδεδεμένη εμπορική εταιρία για την πραγματοποίηση των εξαγωγικών πωλήσεών της, πρέπει κατ’ αρχήν να πραγματοποιείται προσαρμογή βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θʹ, του βασικού κανονισμού.

70      Πράγματι, η ύπαρξη του ως άνω γενικού κανόνα, ο οποίος συνεπάγεται αντιστροφή του βάρους αποδείξεως, δεν θεμελιώνεται, δεδομένου ότι η νομολογία που μνημονεύει συναφώς η Επιτροπή δεν ασκεί επιρροή.

71      Πρώτον, η Επιτροπή επικαλείται την απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2013, EuroChem MCC κατά Συμβουλίου (T‑459/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:66). Στη σκέψη 132 της αποφάσεως αυτής, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι η δεύτερη περίοδος του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θʹ, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1225/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 2009, L 343, σ. 51), προέρχεται από το άρθρο 1, παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1972/2002 του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96 για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 2002, L 305, σ. 1). Στην ίδια σκέψη, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, κατά την αιτιολογική σκέψη 6 του κανονισμού 1972/2002, ο λόγος ύπαρξης της εν λόγω περιόδου ήταν να διευκρινιστεί, σύμφωνα με την πάγια πρακτική των θεσμικών οργάνων, ότι προσαρμογές βάσει της διατάξεως αυτής θα πρέπει να γίνονται ακόμη και αν τα μέρη δεν έχουν σχέση εντολέα‑αντιπροσώπου, αλλά επιτυγχάνουν τα ίδια οικονομικά αποτελέσματα ενεργώντας ως αγοραστές και ως πωλητές. Εντούτοις, από τις σκέψεις 133 και 134 της ίδιας αποφάσεως προκύπτει ότι πρέπει να πραγματοποιείται προσαρμογή αν η εταιρία που είναι επιφορτισμένη με τις πωλήσεις που συνδέονται με παραγωγό-εξαγωγέα εκτελεί εργασίες παρόμοιες με εκείνες αντιπροσώπου που εργάζεται σε βάση προμήθειας και ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί αν αυτό συμβαίνει, πρέπει να εξεταστούν οι ρόλοι που επιτελούν αντιστοίχως οι διάφορες συνδεδεμένες εταιρίες. Επομένως, με την εν λόγω απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο δεν αναγνώρισε την ύπαρξη του γενικού κανόνα που επικαλέστηκε εν προκειμένω η Επιτροπή.

72      Δεύτερον, η Επιτροπή επικαλείται την απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2016, PT Musim Mas κατά Συμβουλίου (C‑468/15 P, EU:C:2016:803, σκέψη 39), η οποία, ωστόσο, δεν αναφέρεται ούτε σε γενικό κανόνα ούτε σε εξαίρεση από έναν τέτοιο γενικό κανόνα.

73      Τρίτον, η Επιτροπή στηρίζεται στη σκέψη 50 της αποφάσεως της 28ης Οκτωβρίου 2004, Shanghai Teraoka Electronic κατά Συμβουλίου (T‑35/01, EU:T:2004:317), και στη σκέψη 49 της αποφάσεως της 28ης Ιουνίου 2019, Changmao Biochemical Engineering κατά Επιτροπής (T‑741/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:454). Στις σκέψεις αυτές, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι η μέθοδος καθορισμού της κανονικής αξίας προϊόντος, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 1996, L 56, σ. 1), και του κανονισμού 1225/2009, όπως ίσχυε, αντιστοίχως, κατά τον χρόνο των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών, αποτελούσε εξαίρεση από την ειδική μέθοδο που προβλέπεται προς τούτο στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, των εν λόγω κανονισμών, η οποία είχε εφαρμογή, κατ’ αρχήν, στην περίπτωση εισαγωγών από χώρες που δεν έχουν οικονομία της αγοράς. Εντούτοις, εν προκειμένω, η Επιτροπή ούτε εκθέτει –ούτε, κατά μείζονα λόγο, αποδεικνύει– ότι η μη πραγματοποίηση προσαρμογής βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θʹ, του βασικού κανονισμού στην περίπτωση που παραγωγός εξαγωγέας πωλεί τα προϊόντα του στην Ένωση μέσω συνδεδεμένης εταιρίας αποτελεί εξαίρεση από κανόνα, διαλαμβανόμενο στον εν λόγω κανονισμό, δυνάμει του οποίου η συγκεκριμένη προσαρμογή πρέπει υπό τέτοιες περιστάσεις, κατ’ αρχήν, να πραγματοποιείται. Επομένως, οι ανωτέρω αναφερόμενες αποφάσεις δεν τεκμηριώνουν ούτε την ύπαρξη του γενικού κανόνα που επικαλείται η Επιτροπή ούτε τον εξαιρετικό χαρακτήρα της μη εφαρμογής μιας τέτοιας προσαρμογής σε περίπτωση που υπάρχει ενιαία οικονομική οντότητα.

74      Τέταρτον, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή επικαλέστηκε την απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2022, Xinyi PV Products (Anhui) Holdings κατά Επιτροπής (T‑586/14 RENV II, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2022:799, σκέψη 57), η οποία επιβεβαιώνει την ύπαρξη κανόνα δυνάμει του οποίου πραγματοποιείται εν γένει προσαρμογή βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θʹ, του βασικού κανονισμού στην περίπτωση που παραγωγός-εξαγωγέας πωλεί τα προϊόντα του μέσω συνδεδεμένης εταιρίας. Εντούτοις, επισημαίνεται ότι, με την απόφαση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε επί καταστάσεως, χαρακτηριστικό της οποίας ήταν η μη αμφισβήτηση του γεγονότος ότι η συνδεδεμένη με τον παραγωγό‑εξαγωγέα εταιρία υπήρχε παράλληλα με την εσωτερική υπηρεσία εξαγωγών που διέθετε ο παραγωγός εξαγωγέας, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 52 και 57 της προαναφερθείσας απόφασης. Δεδομένου ότι η υπό κρίση περίπτωση είναι διαφορετική, η Επιτροπή εσφαλμένως στηρίζεται στην απόφαση αυτή.

75      Η Επιτροπή δεν μπορεί επίσης να υποστηρίζει ότι πρέπει να πραγματοποιηθεί η προσαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θʹ, του βασικού κανονισμού, στηριζόμενη στο γεγονός, το οποίο επικαλέστηκαν οι προσφεύγουσες ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ότι η Sinopec Central China δεν υπόκειται σε άμεσο έλεγχο από τη Sinopec Chongqing και τη Sinopec Ningxia.

76      Συναφώς, μολονότι από την αιτιολογική σκέψη 366 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ότι η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι υπάρχει κοινός έλεγχος, δεδομένου ότι και οι τρεις εταιρίες, η Sinopec Central China, η Sinopec Chongqing και η Sinopec Ningxia, «ελέγχονται από τον όμιλο Sinopec», δεν υπάρχει στον προσβαλλόμενο κανονισμό αιτιολογική σκέψη η οποία να αφορά ειδικά τον έμμεσο χαρακτήρα του ελέγχου και τις συνέπειες που ο έλεγχος αυτός θα μπορούσε να έχει ως προς τα στοιχεία που όφειλε να αποδείξει η Επιτροπή βάσει της νομολογίας που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 65 έως 67 ανωτέρω.

77      Στην αιτιολογική σκέψη 366 του προσβαλλόμενου κανονισμού, η Επιτροπή επισήμανε επίσης ότι «η ύπαρξη κοινού ελέγχου αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την ύπαρξη ενιαίας οικονομικής οντότητας» και καθιστά «απαραίτητο να αναλυθεί αν το σύνολο των σχετικών πραγματικών περιστατικών που αφορούν τον συνδεδεμένο έμπορο αποδεικνύουν την ύπαρξη ενιαίας οικονομικής οντότητας», ανέφερε δε ότι «σκοπός [ήταν] να διαπιστωθεί αν οι εργασίες που πραγματοπο[ίησε] ο συνδεδεμένος έμπορος [ήταν] ή δεν [ήταν] παρεμφερείς με τις εργασίες εσωτερικού τμήματος πωλήσεων».

78      Η προσέγγιση αυτή που υιοθέτησε η Επιτροπή με τον προσβαλλόμενο κανονισμό πρέπει να γίνει δεκτή, δεδομένου ότι είναι σύμφωνη με τη νομολογία, κατά την οποία η δομή του κεφαλαίου των εταιριών οι οποίες είναι δυνατόν να αποτελούν ενιαία οικονομική οντότητα αποτελεί κρίσιμη ένδειξη για την ύπαρξη τέτοιας οντότητας (πρβλ. απόφαση της 10ης Μαρτίου 2009, Interpipe Niko Tube και Interpipe NTRP κατά Συμβουλίου, T‑249/06, EU:T:2009:62, σκέψη 179).

79      Επομένως, με βάση τη διαπίστωση αυτή, πρέπει να εξακριβωθεί αν η Επιτροπή προσκόμισε επαρκείς ενδείξεις από τις οποίες να μπορεί να αποδειχθεί ότι, παρά την ύπαρξη κοινού ελέγχου, δεν ήταν δυνατόν να θεωρηθεί ότι η Sinopec Central China ενεργούσε ως εσωτερικό τμήμα πωλήσεων και ότι, ως εκ τούτου, ήταν αναγκαία η πραγματοποίηση της πρώτης επίμαχης προσαρμογής.

–       Επί των ενδείξεων που συγκέντρωσε η Επιτροπή

80      Η Επιτροπή βασίζει την απόφασή της στις ακόλουθες ενδείξεις:

–        Η Sinopec Central-China αναζητούσε πελάτες και επικοινωνούσε μαζί τους·

–        η Sinopec Chongqing πραγματοποιούσε άμεσες εξαγωγικές πωλήσεις·

–        η Sinopec Chongqing και η Sinopec Ningxia πραγματοποιούσαν άμεσες πωλήσεις στην Κίνα·

–        η Sinopec Chongqing και η Sinopec Ningxia βαρύνονταν με τα έξοδα πώλησης·

–        η Sinopec Central-China εμπορευόταν επίσης και προϊόντα άλλων παραγωγών, πλην της Sinopec Chongqing και της Sinopec Ningxia.

81      Πρέπει να διαπιστωθεί αν, με βάση τις ανωτέρω ενδείξεις, μπορεί να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή προσκόμισε τις αποδείξεις που όφειλε.

82      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι το πρώτο στοιχείο που μνημονεύεται στη σκέψη 80 ανωτέρω, το οποίο αφορά το γεγονός ότι η Sinopec Central China αναζητούσε πελάτες και πραγματοποιούσε επαφές με αυτούς, διαλαμβανόταν στην κοινοποίηση τελικών πορισμάτων. Οι προσφεύγουσες, με τις παρατηρήσεις τους επί της κοινοποίησης τελικών πορισμάτων, αμφισβήτησαν την κρισιμότητα του πρώτου αυτού στοιχείου, υποστηρίζοντας ότι η αναζήτηση πελατών και η επικοινωνία με αυτούς αποτελούν δραστηριότητες τόσο ανεξάρτητου εμπόρου όσο και εσωτερικού τμήματος πωλήσεων. Στην αιτιολογική σκέψη 358 του προσβαλλόμενου κανονισμού, η Επιτροπή μνημόνευσε το συγκεκριμένο στοιχείο, χωρίς όμως να απαντήσει στα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

83      Ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή περιορίστηκε στον ισχυρισμό ότι το πρώτο στοιχείο είναι κρίσιμο, μολονότι η αναζήτηση πελατών και η πραγματοποίηση επαφών με αυτούς είναι δραστηριότητες τις οποίες μπορεί να ασκήσει τόσο ένα εσωτερικό τμήμα πωλήσεων όσο και ένας αντιπρόσωπος πωλήσεων.

84      Υπό τις συνθήκες αυτές, οι προσφεύγουσες βασίμως υποστηρίζουν ότι το γεγονός ότι μια οντότητα ασχολείται αποκλειστικά με την αναζήτηση πελατών και τη δημιουργία επαφών με αυτούς δεν είναι κρίσιμο προκειμένου να διαπιστωθεί αν η εν λόγω οντότητα αποτελεί εσωτερικό τμήμα πωλήσεων ή αντιπρόσωπο πωλήσεων.

85      Όσον αφορά το δεύτερο στοιχείο που μνημονεύεται στη σκέψη 80 ανωτέρω, και συγκεκριμένα το γεγονός ότι η Sinopec Chongqing πραγματοποιούσε άμεσες εξαγωγικές πωλήσεις, από τη νομολογία προκύπτει ότι όσο σημαντικότερο είναι το ποσοστό των άμεσων πωλήσεων τόσο δυσκολότερο είναι να υποστηριχθεί ότι ο συνδεδεμένος διανομέας πραγματοποιεί εργασίες εσωτερικού τμήματος πωλήσεων (πρβλ. αποφάσεις της 10ης Μαρτίου 1992, Matsushita Electric κατά Συμβουλίου, C‑175/87, EU:C:1992:109, σκέψη 14, και της 25ης Ιουνίου 2015, PT Musim Mas κατά Συμβουλίου, T‑26/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:437, σκέψη 69). Αντιθέτως, είναι δυνατόν να υφίσταται ενιαία οικονομική οντότητα όταν ο παραγωγός αναλαμβάνει μέρος συμπληρωματικών εργασιών πωλήσεως σε σχέση με εκείνες που αναθέτει σε εταιρία διανομής των προϊόντων του (βλ. απόφαση της 10ης Μαρτίου 2009, Interpipe Niko Tube και Interpipe NTRP κατά Συμβουλίου, T‑249/06, EU:T:2009:62, σκέψη 179 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

86      Εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι οι εξαγωγικές πωλήσεις που πραγματοποιήθηκαν απευθείας από τη Sinopec Chongqing, χωρίς την παρέμβαση της Sinopec Central China, έχουν συμπληρωματικό απλώς χαρακτήρα σε σχέση με τις εξαγωγικές πωλήσεις τις πραγματοποίησε η τελευταία και δεν αφορούν πωλήσεις PVA σε πελάτες εγκατεστημένους στην Ένωση, αλλά πωλήσεις σε πελάτες εγκατεστημένους στις Ηνωμένες Πολιτείες, πραγματοποιηθείσες για λόγους σχετιζόμενους με το σύστημα είσπραξης των δασμών αντιντάμπινγκ των Ηνωμένων Πολιτειών, το οποίο παρέχει τη δυνατότητα υπαγωγής σε μηδενικό δασμό μόνον όσον αφορά τις άμεσες πωλήσεις. Ο όγκος των εν λόγω άμεσων εξαγωγικών πωλήσεων PVA στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο οποίος αντιπροσωπεύει μόνον το 10,9 % του συνόλου όγκου εξαγωγών προς την Ένωση και τις Ηνωμένες Πολιτείες, δεν είναι τόσο σημαντικός ώστε να θεωρηθεί ότι η ύπαρξη των άμεσων αυτών πωλήσεων επιτρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει ενιαία οικονομική οντότητας.

87      Η Επιτροπή απαντά ότι ο σημαντικός όγκος πωλήσεων που πραγματοποίησε η Sinopec Chongqing στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο οποίος αντιστοιχούσε στο 12,1 % του όγκου των πωλήσεών της στην Ένωση, αποδεικνύει ότι διαθέτει δικό της εσωτερικό τμήμα πωλήσεων. Ο λόγος για τον οποίο η Sinopec Chongqing πραγματοποίησε η ίδια τις πωλήσεις αυτές δεν έχει «κατ’ ανάγκην καθοριστική σημασία» για την εκτίμηση της οικονομικής σχέσης της με τη Sinopec Central China. Ομοίως, ελάχιστη σημασία έχει το γεγονός ότι όλες οι εξαγωγικές πωλήσεις προς την Ένωση πραγματοποιήθηκαν από τη Sinopec Central-China.

88      Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, στη σκέψη 185 της αποφάσεως της 10ης Μαρτίου 2009, Interpipe Niko Tube και Interpipe NTRP κατά Συμβουλίου (T‑249/06, EU:T:2009:62), το Γενικό Δικαστήριο, προκειμένου να διαπιστώσει ότι κακώς πραγματοποιήθηκε προσαρμογή βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θʹ, του κανονισμού 384/96, έκανε δεκτό, μεταξύ άλλων, ότι οι απευθείας εξαγωγικές πωλήσεις που πραγματοποίησε μία από τις προσφεύγουσες στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα απόφαση είχαν περιθωριακό και συμπληρωματικό χαρακτήρα σε σχέση με εκείνες που πραγματοποίησε ο συνδεδεμένος με τις εταιρίες αυτές διανομέας. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, αφενός, ότι εκείνες οι άμεσες πωλήσεις είχαν προορισμό τα νέα κράτη μέλη, σε ένα μεταβατικό στάδιο, και, αφετέρου, ότι αντιπροσώπευαν το 8 % των πωλήσεων των εν λόγω εταιριών στην Ένωση.

89      Δεύτερον, στις σκέψεις 69 και 70 της αποφάσεως της 25ης Ιουνίου 2015, PT Musim Mas κατά Συμβουλίου (T‑26/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:437), το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η ύπαρξη άμεσων εξαγωγικών πωλήσεων, οι οποίες ανέρχονταν στο 27,08 % του συνολικού όγκου των εξαγωγικών πωλήσεων, δεν απέκλειε μεν το ενδεχόμενο ο συνδεδεμένος με τους συγκεκριμένους παραγωγούς διανομέας να πραγματοποιούσε εργασίες εσωτερικού τμήματος πωλήσεων, αλλά όμως συνιστούσε ένδειξη ενισχύουσα τη συνδρομή άλλων παραγόντων και συνέβαλλε, ως εκ τούτου, στην απόδειξη της απουσίας ενιαίας οικονομικής οντότητας.

90      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η Sinopec Chongqing πραγματοποίησε άμεσες εξαγωγικές πωλήσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο όγκος των οποίων αντιστοιχούσε στο 10,9 % των πωλήσεων που πραγματοποίησε συνολικά στην Ένωση και τις Ηνωμένες Πολιτείες και στο 12,1 % των πωλήσεών της στην Ένωση, εάν οι άμεσες πωλήσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες εκφραστούν ως ποσοστό των πωλήσεων που πραγματοποιήθηκαν μόνον στην Ένωση και όχι ως ποσοστό των πωλήσεων που πραγματοποιήθηκαν συνολικά στην Ένωση και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Εξάλλου, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγουσες διευκρίνισαν, χωρίς να τις αντικρούσει η Επιτροπή, ότι εξήγαν PVA και σε άλλες χώρες και ότι οι εξαγωγικές αυτές πωλήσεις πραγματοποιούνταν από τη Sinopec Central-China. Επομένως, εάν λαμβάνονταν υπόψη οι εξαγωγικές πωλήσεις συνολικά, ο όγκος των άμεσων πωλήσεων που πραγματοποίησε η Sinopec Chongqing θα αντιπροσώπευε ένα ακόμη πιο ασήμαντο ποσοστό του συνόλου των παραχθέντων και εξαχθέντων από την εν λόγω εταιρία PVA.

91      Επομένως, πρώτον, επισημαίνεται ότι εσφαλμένως η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το ποσοστό του όγκου των άμεσων εξαγωγικών πωλήσεων PVA που πραγματοποίησε η Sinopec Chongqing είναι «προδήλως σημαντικό», καθόσον υπερβαίνει το επίπεδο του 8 %, το οποίο θεωρήθηκε περιθωριακό στη σκέψη 185 της αποφάσεως της 10ης Μαρτίου 2009, Interpipe Niko Tube και Interpipe NTRP κατά Συμβουλίου (T‑249/06, EU:T:2009:62). Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τη σκέψη 88 ανωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο, στην απόφαση εκείνη, εξέτασε το ποσοστό του όγκου των απευθείας εξαγωγικών πωλήσεων των συγκεκριμένων παραγωγών εξαγωγέων στην Ένωση σε σχέση με τον συνολικό όγκο των εξαγωγικών πωλήσεών τους στην Ένωση. Εν προκειμένω, το ποσοστό του όγκου των απευθείας εξαγωγικών πωλήσεων της Sinopec Chongqing στην Ένωση είναι μηδενικό, δεδομένου ότι υπεύθυνη για όλες τις εξαγωγικές πωλήσεις στην Ένωση των PVA που παράγει η Sinopec Chongqing είναι η Sinopec Central China.

92      Δεύτερον, διαπιστώνεται ότι, όποιος και αν είναι ο συνολικός όγκος των πωλήσεων ως προς τον οποίο υπολογίζεται το ποσοστό (βλ. σκέψη 90 ανωτέρω), ο όγκος των άμεσων εξαγωγικών πωλήσεων PVA που πραγματοποίησε η Sinopec Chongqing δεν αντιπροσωπεύει ποσοστό του εν λόγω συνολικού όγκου προσεγγίζον το 27,08 %, ποσοστό το οποίο, στις σκέψεις 69 και 70 της αποφάσεως της 25ης Ιουνίου 2015, PT Musim Mas κατά Συμβουλίου (T‑26/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:437), το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στην υπόθεση εκείνη, ότι συνιστά ένδειξη δυνάμενη να συντείνει στην απόδειξη του ότι δεν υπήρχε ενιαία οικονομική οντότητα (βλ. σκέψη 89 ανωτέρω).

93      Εξάλλου, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στη σκέψη 68 της αποφάσεως της 25ης Ιουνίου 2015, PT Musim Mas κατά Συμβουλίου (T‑26/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:437), το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι δεν αποκλείεται επίσης, στο πλαίσιο μιας τέτοιας οντότητας, μια συνδεδεμένη εταιρία να εκτελεί εργασίες εσωτερικού τμήματος πωλήσεων, αναλαμβάνοντας την οργάνωση και διαπραγμάτευση των πωλήσεων του παραγωγού, χωρίς ωστόσο να εκδίδει απευθείας όλα τα τιμολόγια που αφορούν τις συγκεκριμένες πωλήσεις, καθώς υπάρχουν διάφοροι λόγοι οι οποίοι μπορούν να δικαιολογήσουν την έκδοσή τους σε έντυπη μορφή από τον παραγωγό. Εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες εξέθεσαν, χωρίς να τις αντικρούσει η Επιτροπή, ότι η Sinopec Chongqing υπέκειτο σε μηδενικό δασμό αντιντάμπινγκ στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εξάλλου, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Wegochem διευκρίνισε, χωρίς να αντικρουστεί ούτε και αυτή από την Επιτροπή, ότι ο όμιλος στον οποίο ανήκε εισήγε τόσο στην Ένωση όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες PVA τις οποίες παρήγαν οι προσφεύγουσες και ότι, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, ο όμιλος διαπραγματευόταν με τη Sinopec Central China, μολονότι τα σχετικά με τις εισαγωγές στις Ηνωμένες Πολιτείες τιμολόγια εκδίδονταν, για τον προαναφερθέντα λόγο, από τη Sinopec Chongqing.

94      Κατόπιν των ανωτέρω, συνάγεται το συμπέρασμα ότι το δεύτερο στοιχείο δεν συνιστά αποχρώσα ένδειξη περί του ότι η Sinopec Central‑China δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως εσωτερικό τμήμα πωλήσεων.

95      Όσον αφορά το τρίτο στοιχείο που μνημονεύεται στη σκέψη 80 ανωτέρω, ήτοι ότι η Sinopec Chongqing και η Sinopec Ningxia πραγματοποιούσαν άμεσες πωλήσεις στην κινεζική αγορά, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το γεγονός αυτό δεν αποκλείει το ενδεχόμενο χαρακτηρισμού της Sinopec Central China ως εσωτερικού τμήματος πωλήσεων, το οποίο είναι υπεύθυνο για τις εξαγωγικές πωλήσεις. Συγκεκριμένα, οι προσφεύγουσες ουδέποτε υποστήριξαν ότι η Sinopec Central-China ενεργούσε ως εσωτερικό τμήμα πωλήσεων, υπεύθυνο τόσο για την κινεζική αγορά όσο και για τις εξαγωγικές πωλήσεις. Υποστήριξαν, απλώς, ότι η Sinopec Central-China είχε αναλάβει τις εξαγωγικές πωλήσεις. Ο τρόπος με τον οποίο ένας παραγωγός πωλεί τα προϊόντα του στην εγχώρια αγορά δεν αποτελεί στοιχείο κρίσιμο για την απόδειξη της ύπαρξης ενιαίας οικονομικής οντότητας όσον αφορά τις εξαγωγικές πωλήσεις.

96      Η Επιτροπή απαντά ότι το γεγονός ότι η Sinopec Chongqing και η Sinopec Ningxia πραγματοποιούσαν σημαντικές πωλήσεις στην κινεζική αγορά συντείνει στην απόδειξη του ότι διέθεταν εσωτερικά τμήματα πωλήσεων τα οποία μπορούσαν να εξυπηρετήσουν και τις αγορές των χωρών εξαγωγής και του ότι η Sinopec Central-China ενεργούσε ως αυτοτελής εμπορική εταιρία.

97      Επισημαίνεται ότι η εκ μέρους της Sinopec Chongqing και της Sinopec Ningxia πραγματοποίηση απευθείας πωλήσεων PVA στην κινεζική αγορά αποτελεί στοιχείο βάσει του οποίου μπορεί να αποδειχθεί ότι οι εν λόγω εταιρίες διέθεταν την απαραίτητη για την πώληση των προϊόντων τους δομή, χωρίς να προσφεύγουν στις υπηρεσίες της Sinopec Central-China ή άλλων –ενδεχομένως μη συνδεδεμένων– εταιριών.

98      Εντούτοις, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, από τη νομολογία προκύπτει ότι στις εξαγωγικές πωλήσεις και στις πωλήσεις στην εγχώρια αγορά του παραγωγού-εξαγωγέα ενδέχεται να μεσολαβούν διαφορετικές, συνδεδεμένες ή μη, εταιρίες ή διαφορετικές εσωτερικές υπηρεσίες πωλήσεων (πρβλ. απόφαση της 10ης Μαρτίου 1992, Minolta Camera κατά Συμβουλίου, C‑178/87, EU:C:1992:112, σκέψεις 2, 9 και 13, και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Συμβούλιο και Επιτροπή κατά Interpipe Niko Tube και Interpipe NTRP, C‑191/09 P και C‑200/09 P, EU:C:2011:245, σημεία 65 και 66).

99      Επομένως, το τρίτο στοιχείο δεν αποτελεί αποχρώσα ένδειξη βάσει της οποίας μπορεί να αποκλειστεί ο χαρακτηρισμός της Sinopec Central China ως εσωτερικού τμήματος πωλήσεων.

100    Όσον αφορά το τέταρτο στοιχείο που μνημονεύεται στη σκέψη 80 ανωτέρω, το οποίο αφορά το γεγονός ότι η Sinopec Chongqing και η Sinopec Ningxia επιβαρύνονταν με έξοδα πώλησης, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι τα εν λόγω έξοδα αφορούσαν μόνον τις πραγματοποιούμενες στην κινεζική αγορά πωλήσεις και, όσον αφορά τη Sinopec Chongqing, τις πωλήσεις που πραγματοποιούνταν στις Ηνωμένες Πολιτείες.

101    Όσον αφορά το τέταρτο στοιχείο, η Επιτροπή απαντά ότι το γεγονός ότι η Sinopec Chongqing και η Sinopec Ningxia επιβαρύνονταν με έξοδα πώλησης –τα οποία, για τη δεύτερη εξ αυτών, ήταν υψηλότερα από τα έξοδα πώλησης που πραγματοποιούσε η Sinopec Central China– αποτελεί πρόσθετη απόδειξη περί της αυτοτέλειας της τελευταίας.

102    Επισημαίνεται ότι δεν αμφισβητείται το γεγονός ότι η Sinopec Chongqing και η Sinopec Ningxia επιβαρύνονταν με έξοδα μόνο για τις πωλήσεις στην κινεζική αγορά και, η πρώτη εξ αυτών, για τις άμεσες εξαγωγικές πωλήσεις προς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Επομένως, το τέταρτο στοιχείο δεν μπορεί να μεταβάλει την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά το δεύτερο και το τρίτο στοιχείο.

103    Όσον αφορά το πέμπτο στοιχείο που μνημονεύεται στη σκέψη 80 ανωτέρω, ήτοι το γεγονός ότι η Sinopec Central China εμπορευόταν επίσης και προϊόντα άλλων παραγωγών, πλην της Sinopec Chongqing και της Sinopec Ningxia, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι οι εκ μέρους της Sinopec Central China αγορές προϊόντων από τρίτους παραγωγούς PVA αντιπροσωπεύουν μόνον το 2 % των PVA που η εν λόγω εταιρία αγοράζει από τη Sinopec Chongqing και τη Sinopec Ningxia. Μόνον όταν μεγάλο μέρος του κύκλου εργασιών ενός συνδεδεμένου εμπόρου πραγματοποιείται από την πώληση προϊόντων που προέρχονται από τρίτες επιχειρήσεις, οι εργασίες του εμπόρου αυτού δεν μπορούν να εξομοιωθούν με εκείνες ενός εσωτερικού τμήματος πωλήσεων. Εξάλλου, η Sinopec Central China πωλούσε τις PVA τρίτων παραγωγών μόνο στην κινεζική αγορά.

104    Η Wegochem προσθέτει ότι το γεγονός ότι η Sinopec Central-China διέθετε απλώς στο εμπόριο και ορισμένα προϊόντα άλλων παραγωγών δεν αποτελεί απόδειξη του ότι η εταιρία αυτή ενεργούσε ως ανεξάρτητος έμπορος. Προς τον σκοπό αυτόν, η Επιτροπή όφειλε να αποδείξει ότι οι συγκεκριμένες δραστηριότητες πωλήσεων ήταν αρκούντως σημαντικές ώστε να επιτρέπουν στη Sinopec Central-China να συμπεριφέρεται κατά τρόπο ανεξάρτητο σε σχέση με τον όμιλο με τον οποίο ήταν συνδεδεμένη. Επομένως, η Επιτροπή όφειλε να εκτιμήσει το μέγεθος των πωλήσεων της Sinopec Central-China που αφορούσαν PVA προερχόμενες από τρίτες επιχειρήσεις, σε σχέση με τον κύκλο εργασιών της εν λόγω εταιρίας. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν προέβη σε τέτοια εκτίμηση.

105    Η Επιτροπή απαντά ότι, μολονότι δεν αξιολόγησε τη σημασία που είχαν οι πωλήσεις όλων των προϊόντων που η Sinopec Central China είχε αγοράσει από άλλες εταιρίες, πλην της Sinopec Chongqing και της Sinopec Ningxia, ως ποσοστό του συνολικού κύκλου εργασιών της Sinopec Central-China, απέδειξε, εντούτοις, ότι οι πραγματοποιηθείσες από τη Sinopec Central-China πωλήσεις PVA που προέρχονταν από άλλους παραγωγούς αντιπροσώπευαν το 10 % του συνόλου των πωλήσεων PVA που πραγματοποίησε η εν λόγω εταιρία εντός της Ένωσης και, ως εκ τούτου, οι πωλήσεις αυτές δεν ήταν αμελητέες. 

106    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία, το μερίδιο των πωλήσεων ενός διανομέα συνδεδεμένου με παραγωγό, οι οποίες αφορούν προϊόντα προερχόμενα από μη συνδεδεμένους παραγωγούς, αποτελεί σημαντικό παράγοντα για να καθοριστεί αν ο διανομέας αυτός συναποτελεί ενιαία οικονομική οντότητα με τον συνδεδεμένο παραγωγό. Τουτέστιν, η περίπτωση κατά την οποία ο διανομέας πραγματοποιεί μεγάλο μέρος του κύκλου εργασιών του με την πώληση προϊόντων προερχόμενων από μη συνδεδεμένες επιχειρήσεις θα μπορούσε να αποτελέσει ένδειξη ότι οι δραστηριότητες του διανομέα αυτού δεν είναι δραστηριότητες εσωτερικού τμήματος πωλήσεων (βλ. απόφαση της 14ης Ιουλίου 2021, Interpipe Niko Tube και Interpipe Nizhnedneprovsky Tube Rolling Plant κατά Επιτροπής, T‑716/19, EU:T:2021:457, σκέψη 159 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

107    Η νομολογία διευκρινίζει επίσης ότι, για τη διαπίστωση της ύπαρξης ενιαίας οικονομικής οντότητας, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης έχουν το δικαίωμα να λαμβάνουν υπόψη και δραστηριότητες του συνδεδεμένου διανομέα οι οποίες αφορούν προϊόντα διαφορετικά από το προϊόν που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας αντιντάμπινγκ, καθώς επίσης και το μερίδιο των πωλήσεων του συγκεκριμένου διανομέα οι οποίες αφορούν προϊόντα προερχόμενα από μη συνδεδεμένους παραγωγούς (πρβλ. απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2016, PT Musim Mas κατά Συμβουλίου, C‑468/15 P, EU:C:2016:803, σκέψεις 44 έως 46 και 49).

108    Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή παραδέχεται (βλ. σκέψη 105 ανωτέρω) ότι δεν διενήργησε την εξέταση που προβλέπεται στην προαναφερθείσα νομολογία. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να επικαλεστεί το πέμπτο στοιχείο ως ένδειξη κρίσιμη για την απόδειξη της μη ύπαρξης, εν προκειμένω, ενιαίας οικονομικής οντότητας.

109    Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η Επιτροπή ορθώς περιορίστηκε στην εξέταση του κύκλου εργασιών της Sinopec Central China που προήλθε από τις πωλήσεις PVA, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι, όπως είχαν ήδη υποστηρίξει οι προσφεύγουσες με τις παρατηρήσεις τους επί της κοινοποίησης συμπληρωματικών τελικών πορισμάτων, οι εκ μέρους της Sinopec Central China αγορές PVA τρίτων παραγωγών αντιπροσωπεύουν μόνον το 2 % των αγορών PVA της εν λόγω εταιρίας από τη Sinopec Chongqing και τη Sinopec Ningxia. Επομένως, ο κύκλος εργασιών που πραγματοποίησε η Sinopec Central China από τις πωλήσεις PVA προέρχεται από PVA τις οποίες είχε αγοράσει, σχεδόν στο σύνολό τους, από τη Sinopec Chongqing και τη Sinopec Ningxia.

110    Όσον αφορά το επιχείρημα της Επιτροπής ότι ο όγκος των αγορών PVA που η Sinopec Central-China πραγματοποίησε από τρίτους παραγωγούς αντιπροσωπεύει το 10 % του συνολικού όγκου PVA που εξήγαγε στην Ένωση κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή δεν εξηγεί τους λόγους για τους οποίους το στοιχείο αυτό αποδεικνύει ότι η Sinopec Central-China δεν ενεργούσε ως εσωτερικό τμήμα πωλήσεων. Η σημασία του στοιχείου αυτού τίθεται εν αμφιβόλω από το γεγονός, το οποίο υπογράμμισαν οι προσφεύγουσες στις παρατηρήσεις τους επί της κοινοποίησης συμπληρωματικών τελικών πορισμάτων καθώς και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και το οποίο δεν αμφισβητήθηκε από την Επιτροπή, ότι οι PVA τις οποίες η Sinopec Central-China αγόρασε από τρίτους παραγωγούς δεν εξήχθησαν στην Ένωση, αλλά πωλήθηκαν στην Κίνα, σε συνδεδεμένη εταιρία.

111    Συνάγεται επομένως το συμπέρασμα ότι το πέμπτο στοιχείο δεν ασκεί καμία επιρροή προκειμένου να αποδειχθεί ότι η Sinopec Central-China εκτελούσε εργασίες παρόμοιες με εκείνες αντιπροσώπου που εργάζεται σε βάση προμήθειας.

112    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων όσον αφορά το πρώτο, το δεύτερο, το τρίτο, το τέταρτο και το πέμπτο στοιχείο, προκύπτει ότι το δεύτερο και το τρίτο εξ αυτών δεν αποτελούν επαρκή δέσμη συγκλινουσών ενδείξεων η οποία να αποδεικνύει ότι οι εργασίες της Sinopec Central-China είναι εργασίες παρόμοιες με εκείνες αντιπροσώπου που εργάζεται σε βάση προμήθειας ή η οποία να συνιστά κώλυμα για τον χαρακτηρισμό της ως εσωτερικού τμήματος πωλήσεων. Υπό τις συνθήκες αυτές, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή δεν προσκόμισε τα αποδεικτικά στοιχεία που όφειλε σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύεται στις σκέψεις 65 έως 67 ανωτέρω και, ως εκ τούτου, εκτιμώντας ότι η Sinopec Central-China ασκούσε εργασίες παρόμοιες με εκείνες αντιπροσώπου που εργάζεται σε βάση προμήθειας, υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

113    Επομένως, το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτό.

 Επί του δευτέρου σκέλους

114    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση, η οποία συγκεκριμένα απορρέει από το εισαγωγικό μέρος του άρθρου 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, να προβεί σε δίκαιη σύγκριση, στο ίδιο στάδιο εμπορίας, της τιμής εξαγωγής και της κανονικής αξίας.

115    Προκειμένου να επιτύχει ένα επίπεδο τιμής εξαγωγής το οποίο να αντιστοιχεί σε συναλλαγή βάσει «τιμών εκ του εργοστασίου», η Επιτροπή πραγματοποίησε προσαρμογές συνιστάμενες στην αφαίρεση των επίμαχων εξόδων από την τιμή πώλησης που ισχύει για τους ανεξάρτητους πελάτες (βλ. σκέψη 11 ανωτέρω).

116    Αντιθέτως, καμία ανάλογη προσαρμογή δεν έγινε στην κανονική αξία που κατασκεύασε η Επιτροπή βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 6α, του βασικού κανονισμού, η οποία θεωρήθηκε ότι αντιστοιχεί –χωρίς να είναι απαραίτητο να γίνουν προσαρμογές– σε συναλλαγή βάσει «τιμών εκ του εργοστασίου». Εντούτοις, η κανονική αυτή αξία αντιστοιχούσε στο κόστος παραγωγής το οποίο καθορίστηκε βάσει των συντελεστών παραγωγής των προσφευγουσών, πολλαπλασιαζόμενων επί τις μη στρεβλωμένες αξίες που επικρατούσαν στην επιλεγείσα αντιπροσωπευτική χώρα, ήτοι στην Τουρκία, και το οποίο προσαυξήθηκε κατά τα έξοδα ΠΓ&Δ, ήτοι κατά ποσοστό 17,6 %. Η προσαύξηση αυτή αποφασίστηκε βάσει πληροφοριών τις οποίες έλαβε η Επιτροπή για έναν Τούρκο παραγωγό, την Ilkalem Ticaret Ve Sanayi A. S. (στο εξής: Ilkalem), οι οποίες δεν διευκρινίζουν το περιεχόμενο των εν λόγω εξόδων ΠΓ&Δ. Τα εν λόγω έξοδα κανονικά περιλαμβάνουν τα επίμαχα έξοδα.

117    Οι προσφεύγουσες επισημαίνουν ότι, με τις παρατηρήσεις τους επί της κοινοποίησης των τελικών πορισμάτων, επέστησαν την προσοχή της Επιτροπής στο γεγονός ότι, δεδομένου ότι τα επίμαχα έξοδα είχαν a priori περιληφθεί στα έξοδα ΠΓ&Δ που συμπεριλαμβάνονταν στην κανονική αξία την οποία είχε καθορίσει η Επιτροπή, υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να μην είναι δίκαιη η σύγκριση μεταξύ της τιμής εξαγωγής και της κανονικής αξίας.

118    Οι προσφεύγουσες διευκρινίζουν ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να τεκμαίρει ότι η κατασκευασμένη βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 6α, του βασικού κανονισμού κανονική αξία αντιστοιχεί, σε κάθε περίπτωση, σε συναλλαγή βάσει «τιμών εκ του εργοστασίου».

119    Η Wegochem υποστηρίζει τα επιχειρήματα των προσφευγουσών και υπογραμμίζει ότι, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, μολονότι ο διάδικος ο οποίος ζητεί την προσαρμογή φέρει το βάρος της απόδειξης της συνδρομής των απαιτούμενων προς τούτο προϋποθέσεων, η Επιτροπή οφείλει εντούτοις να του υποδείξει τα στοιχεία που είναι απαραίτητα και να μην του επιβάλει υπέρμετρο βάρος αποδείξεως.

120    Κατά τη Wegochem, με τις παρατηρήσεις τους επί της κοινοποίησης των τελικών πορισμάτων, οι προσφεύγουσες ζήτησαν την πραγματοποίηση προσαρμογών επί της κανονικής αξίας, προκειμένου να διασφαλιστεί μια δίκαιη σύγκριση, και αιτιολόγησαν επαρκώς το σχετικό αίτημά τους, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η εν λόγω αξία είχε κατασκευαστεί σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 6α, του βασικού κανονισμού και, ως εκ τούτου, τα σχετικά με τα έξοδα ΠΓ&Δ στοιχεία που χρησιμοποίησε η Επιτροπή δεν προέρχονταν από τις ίδιες, αλλά από τη βάση δεδομένων Orbis (στο εξής: βάση δεδομένων Orbis), την οποία είχε επιλέξει να χρησιμοποιήσει η Επιτροπή και η οποία παρείχε μόνο μια συνολική αξία όσον αφορά τα έξοδα αυτά, χωρίς περαιτέρω ανάλυση. Κατά τη Wegochem, η Επιτροπή δεν μπορούσε να απαιτήσει από τις προσφεύγουσες να προσκομίσουν σχετιζόμενα με τρίτους στοιχεία περισσότερο λεπτομερή από εκείνα που διέθετε η ίδια η Επιτροπή.

121    Εν πάση περιπτώσει, η Wegochem διευκρινίζει ότι είναι παγκοίνως γνωστό ότι, κατά κανόνα, τα έξοδα ΠΓ&Δ περιλαμβάνουν τα επίμαχα έξοδα, όπως επιβεβαιώνεται και στον οδηγό της βάσης δεδομένων Orbis για τους χρήστες.

122    Η Επιτροπή απαντά ότι ο διάδικος που ζητεί προσαρμογή βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, προκειμένου να διασφαλίσει δίκαιη σύγκριση της τιμής εξαγωγής και της κανονικής αξίας, φέρει το βάρος να αποδείξει ότι η προσαρμογή αυτή είναι δικαιολογημένη. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού, οι προσφεύγουσες ισχυρίστηκαν ότι ορισμένα έξοδα τα οποία είχαν αφαιρεθεί από την τιμή εξαγωγής δεν αφαιρέθηκαν από την κανονική αξία, χωρίς όμως να τεκμηριώσουν το αίτημά τους περί πραγματοποίησης προσαρμογών. Κατά την Επιτροπή, οι προσφεύγουσες, επικαλούμενες παράβαση του εισαγωγικού μέρους της προαναφερθείσας διατάξεως, επιδιώκουν την απαλλαγή τους από το βάρος αποδείξεως.

123    Η Επιτροπή διευκρινίζει επίσης ότι οι προσφεύγουσες όφειλαν να τεκμηριώσουν περαιτέρω το αίτημά τους περί πραγματοποίησης προσαρμογών, παρά το γεγονός ότι, εν προκειμένω, η κανονική αξία είχε κατασκευαστεί σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 6α, του βασικού κανονισμού.

124    Το γράμμα των πέντε πρώτων περιόδων του άρθρου 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού παρατίθεται στη σκέψη 59 ανωτέρω.

125    Εν προκειμένω, η Επιτροπή αποφάσισε να πραγματοποιήσει προς τα κάτω προσαρμογές της τιμής εξαγωγής, βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχεία εʹ, ζʹ και ιαʹ, του βασικού κανονισμού, προκειμένου, αφαιρώντας από την τιμή αυτή τα επίμαχα έξοδα, να επιτύχει το επίπεδο που αντιστοιχεί σε συναλλαγή βάσει «τιμών εκ του εργοστασίου», σύμφωνα με την πρακτική της, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 313, 314 και 357 του προσβαλλόμενου κανονισμού και από τις διευκρινίσεις που παρέσχε ως απάντηση στις γραπτές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, καθώς και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

126    Επισημαίνεται ότι οι προσαρμογές που πραγματοποιούνται με σκοπό την επίτευξη τιμής εξαγωγής σε επίπεδο «τιμών εκ του εργοστασίου» είναι αναγκαίες για να εξασφαλιστεί ότι «μεταξύ της τιμής εξαγωγής και της κανονικής αξίας διεξάγεται δίκαιη σύγκριση», όπως απαιτείται από το άρθρο 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, μόνον αν η κανονική αξία υπολογίζεται επίσης βάσει «τιμών εκ του εργοστασίου».

127    Επομένως, βάσει της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 65 ανωτέρω, η Επιτροπή, η οποία είχε επιλέξει να διεξαγάγει την επίμαχη σύγκριση βάσει «τιμών εκ του εργοστασίου», όφειλε να αποδείξει ότι οι προσαρμογές αυτές ήταν αναγκαίες προκειμένου να είναι δίκαιη η σύγκριση μεταξύ της τιμής εξαγωγής και της κανονικής αξίας.

128    Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι προσφεύγουσες έφεραν το βάρος αποδείξεως, επισημαίνεται ότι με τις παρατηρήσεις τους επί της κοινοποίησης των τελικών πορισμάτων υποστήριξαν ότι η τιμή εξαγωγής την οποία έλαβε υπόψη η Επιτροπή δεν περιελάμβανε τα επίμαχα έξοδα, ενώ η κανονική αξία είχε κατασκευαστεί περιλαμβανομένων των εξόδων ΠΓ&Δ τα οποία, κατά πάσα πιθανότητα, περιείχαν τα επίμαχα έξοδα και, ως εκ τούτου, η σύγκριση ήταν δυνατόν να μην είναι δίκαιη. Πρότειναν στην Επιτροπή είτε να μην αφαιρέσει τα επίμαχα έξοδα από την τιμή εξαγωγής είτε να πραγματοποιήσει προς τα κάτω προσαρμογές στην κατασκευασμένη κανονική αξία, βάσει των στοιχείων που παρέσχε η Sinopec Chongqing. Επομένως, όπως υπογραμμίζει η Wegochem, οι προσφεύγουσες ζήτησαν κατ’ ουσίαν από την Επιτροπή να πραγματοποιήσει προσαρμογές προκειμένου να διασφαλιστεί δίκαιη σύγκριση μεταξύ της τιμής εξαγωγής και της κανονικής αξίας και αιτιολόγησαν δεόντως το αίτημά τους.

129    Είναι αληθές ότι, κατά τη νομολογία, το άρθρο 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, σε αντίθεση με το άρθρο 2.4 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, δεν διευκρινίζει ότι οι «αρχές οφείλουν να ενημερώνουν τους ενδιαφερομένους σχετικά με τα στοιχεία που απαιτούνται για τη διασφάλιση δίκαιων όρων σύγκρισης και [ότι] το βάρος της απόδειξης που επιβάλλουν στους ενδιαφερομένους δεν πρέπει να είναι υπέρμετρο». Εντούτοις, οι απαιτήσεις που απορρέουν από το προαναφερθέν άρθρο, καθόσον αφορούν το δικαίωμα των μετεχόντων σε διοικητική διαδικασία να λαμβάνουν τις απαραίτητες πληροφορίες ώστε να μπορούν να συμμετάσχουν στη διαδικασία αυτή έχοντας γνώση της καταστάσεως καθώς και την έκταση του βάρους αποδείξεως που φέρουν, αποτελούν μέρος των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης και, ιδίως, της αρχής της χρηστής διοικήσεως, η οποία κατοχυρώνεται επίσης στο άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επομένως, εναπόκειται στα θεσμικά όργανα της Ένωσης να υποδείξουν στον διάδικο που ζητεί τη διενέργεια προσαρμογής ποιες πληροφορίες είναι αναγκαίες προς τούτο και να μην του επιβάλουν υπέρμετρο βάρος αποδείξεως (πρβλ. απόφαση της 8ης Ιουλίου 2008, Huvis κατά Συμβουλίου, T‑221/05, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:258, σκέψεις 77 και 78· πρβλ. επίσης, κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 10ης Οκτωβρίου 2012, Ningbo Yonghong Fasteners κατά Συμβουλίου, T‑150/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:529, σκέψη 124, και της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, Gold East Paper και Gold Huasheng Paper κατά Συμβουλίου, T‑443/11, EU:T:2014:774, σκέψη 166).

130    Εν προκειμένω, οι παρατηρήσεις των προσφευγουσών που παρατίθενται στη σκέψη 128 ανωτέρω εξετάστηκαν στις αιτιολογικές σκέψεις 313 και 314 του προσβαλλόμενου κανονισμού, οι οποίες έχουν ως εξής:

«(313) Στις παρατηρήσεις τους σχετικά με την κοινοποίηση τελικών πορισμάτων, τρεις παραγωγοί-εξαγωγείς του δείγματος αμφισβήτησαν το γεγονός ότι η Επιτροπή αφαίρεσε ορισμένα έξοδα μεταφοράς από την τιμή εξαγωγής, παρότι αυτά τα έξοδα (μαζί με τα έξοδα διεκπεραίωσης κ.λπ. και τα έξοδα χρηματοδότησης όπως οι τραπεζικές χρεώσεις) δεν αφαιρέθηκαν από τα έξοδα ΠΓ&Δ του παραγωγού στην αντιπροσωπευτική χώρα.

(314) Η Επιτροπή διαφώνησε με τον ισχυρισμό αυτόν. Η Επιτροπή σημείωσε ότι κανένα στοιχείο δεν υποδεικνύει ότι τα έξοδα αυτά περιλήφθηκαν στα έξοδα ΠΓ&Δ τα οποία αναφέρθηκαν για τον παραγωγό στην αντιπροσωπευτική χώρα. Επιπλέον, οι παραγωγοί-εξαγωγείς του δείγματος δεν προσκόμισαν κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει το αντίθετο. Συνεπώς, ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε.»

131    Επισημαίνεται ότι, δεδομένου ότι η Επιτροπή κατασκεύασε την κανονική αξία σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 6α, του βασικού κανονισμού, τα στοιχεία που χρησιμοποίησε προς τούτο, όσον αφορά τα έξοδα ΠΓ&Δ, δεν προέρχονταν από τις προσφεύγουσες, αλλά από την Ilkalem, την οποία είχε επιλέξει η Επιτροπή. Συναφώς, η Επιτροπή παραδέχεται ότι δεν ήταν ευχερώς διαθέσιμη περαιτέρω ανάλυση των ΠΓ&Δ που χρησιμοποίησε, τα οποία αντλήθηκαν από τη βάση δεδομένων Orbis, και ότι, κατά συνέπεια, είχε κοινοποιήσει στις προσφεύγουσες τις περιλαμβανόμενες στην εν λόγω βάση πληροφορίες, οι οποίες αφορούσαν την Ilkalem.

132    Όπως όμως ισχυρίζεται η Wegochem, τα στοιχεία που χρησιμοποίησε η Επιτροπή περιέχουν ειδική σειρά η οποία αφορά αποκλειστικά τα «other operating expenses» (λοιπά λειτουργικά έξοδα). Ο οδηγός χρήστη της βάσης δεδομένων Orbis ορίζει τα «other operating expenses» ως «[a]ll costs not directly related to the production of goods sold such as commercial costs, administrative expenses, etc. + depreciation of those costs» (όλες οι δαπάνες που δεν συνδέονται άμεσα με την παραγωγή των πωληθέντων εμπορευμάτων, όπως οι εμπορικές δαπάνες, τα διοικητικά έξοδα κ.λπ. + η απόσβεση των εν λόγω δαπανών). Απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή παραδέχθηκε ότι δεν γνώριζε αν τα επίμαχα έξοδα περιλαμβάνονταν στα «other operating expenses». Διαπιστώνεται επομένως ότι βάσει του προαναφερθέντος ορισμού δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο τα επίμαχα έξοδα να περιλαμβάνονται στα εν λόγω «other operating expenses».

133    Επιπλέον, όπως επίσης υπενθυμίζει η Wegochem, η Επιτροπή, στο ερωτηματολόγιο που απέστειλε στους παραγωγούς‑εξαγωγείς στο πλαίσιο της έρευνας η οποία κατέληξε στην έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού, είχε συμπεριλάβει στα έξοδα ΠΓ&Δ και έξοδα τα οποία αντιστοιχούσαν στα επίμαχα έξοδα.

134    Επομένως, η Επιτροπή, η οποία δεν διέθετε η ίδια λεπτομερέστερη ανάλυση των εξόδων ΠΓ&Δ της Ilkalem, δεν μπορούσε ευλόγως να απαιτήσει από τις προσφεύγουσες, όταν με τις παρατηρήσεις τους επί της κοινοποίησης τελικών πορισμάτων έθεσαν το ζήτημα του δίκαιου χαρακτήρα της συγκρίσεως μεταξύ της τιμής εξαγωγής και της κανονικής αξίας, να τεκμηριώσουν περαιτέρω το αίτημά τους προσκομίζοντας στοιχεία αφορώντα τρίτους περισσότερο λεπτομερή από αυτά που είχε στη διάθεσή της η ίδια.

135    Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι, στην αιτιολογική σκέψη 314 του προσβαλλόμενου κανονισμού, η Επιτροπή επιβάλλει στις προσφεύγουσες υπέρμετρο βάρος αποδείξεως.

136    Το ανωτέρω συμπέρασμα δεν αναιρείται από την πρόσφατη νομολογία του Δικαστηρίου, από την οποία προκύπτει ότι το γεγονός και μόνον ότι η κανονική αξία καθορίστηκε βάσει στοιχείων που δεν προέρχονται από τους οικείους παραγωγούς-εξαγωγείς δεν είναι ικανό να καταστήσει λιγότερο αυστηρό τον κανόνα περί κατανομής του βάρους αποδείξεως, όπως αυτός απορρέει από το άρθρο 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού και από τη σχετική νομολογία (βλ. σκέψεις 65 έως 67 ανωτέρω). Συγκεκριμένα, κατά τη νομολογία αυτή, ο κανόνας κατά τον οποίο εναπόκειται στο μέρος που ζητεί προσαρμογή βάσει ενός από τους παράγοντες που μνημονεύονται στο εν λόγω άρθρο να αποδείξει ότι ο παράγοντας αυτός είναι ικανός να επηρεάσει τις τιμές και, ως εκ τούτου, τη συγκρισιμότητά τους, επιβάλλεται ανεξαρτήτως της μεθόδου βάσει της οποίας καθορίστηκε η κανονική αξία (πρβλ. απόφαση της 28ης Απριλίου 2022, Changmao Biochemical Engineering κατά Επιτροπής, C‑666/19 P, EU:C:2022:323, σκέψη 151).

137    Πράγματι, πριν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή δεν είχε επιβάλει στους οικείους παραγωγούς-εξαγωγείς υπέρμετρο βάρος αποδείξεως, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι από τον επίδικο κανονισμό προέκυπτε ότι η Επιτροπή είχε κοινοποιήσει σε αυτούς τα κρίσιμα στοιχεία (πρβλ. απόφαση της 28ης Απριλίου 2022, Changmao Biochemical Engineering κατά Επιτροπής, C‑666/19 P, EU:C:2022:323, σκέψη 152).

138    Πλην όμως, εν προκειμένω η Επιτροπή δεν παρέσχε στις προσφεύγουσες τα στοιχεία που θα τους παρείχαν τη δυνατότητα να τεκμηριώσουν περαιτέρω το αίτημά τους να μην αφαιρεθούν τα επίμαχα έξοδα από την τιμή εξαγωγής ή να αφαιρεθούν από την κανονική αξία.

139    Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτό.

 Επί του τρίτου σκέλους

140    Το τρίτο σκέλος του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως περιλαμβάνει δύο αιτιάσεις. Αφενός, οι προσφεύγουσες, υποστηριζόμενες από τη Wegochem, βάλλουν κατά της επιλογής της Επιτροπής να πραγματοποιήσει προς τα άνω προσαρμογή της κανονικής αξίας βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού (στο εξής: δεύτερη επίμαχη προσαρμογή), προκειμένου να αποτυπωθεί η διαφορά μεταξύ του συντελεστή του καταβλητέου φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) και του συντελεστή επιστροφής του ΦΠΑ κατά την εξαγωγή. Αφετέρου, υποστηρίζουν ότι, εν πάση περιπτώσει, το ύψος στο οποίο η Επιτροπή καθόρισε την προσαρμογή αυτή ήταν υπερβολικό.

–       Επί της πρώτης αιτίασης

141    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, μολονότι οι εξαγωγικές πωλήσεις τους έτυχαν επιστροφής του ΦΠΑ εισροών, οι πωλήσεις αυτές δεν υπέκειντο, ωστόσο, σε ΦΠΑ εκροών, όπως αποδεικνύεται από τα τιμολόγιά τους. Επιπλέον, κατά τις προσφεύγουσες, δεδομένου ότι η κανονική αξία κατασκευάστηκε βάσει στοιχείων τα οποία αφορούσαν τρίτη χώρα, ο κινεζικός ΦΠΑ δεν λαμβάνεται εξ ορισμού υπόψη. Η Επιτροπή δεν προσκόμισε αποδείξεις περί του αντιθέτου. Επομένως, δεν έχει σημασία αν οι κινεζικοί κανόνες περί ΦΠΑ διαφέρουν αναλόγως του αν πρόκειται για πωλήσεις εντός της κινεζικής αγοράς ή για εξαγωγικές πωλήσεις. Η Επιτροπή δεν εξήγησε για ποιον λόγο η δεύτερη επίμαχη προσαρμογή ήταν αναγκαία παρά το γεγονός ότι η κανονική αξία είχε κατασκευαστεί με βάση τα εν λόγω στοιχεία.

142    Οι προσφεύγουσες συνάγουν εξ αυτού ότι η δεύτερη επίμαχη προσαρμογή δεν ήταν απαραίτητη προκειμένου η σύγκριση μεταξύ της τιμής εξαγωγής και της κανονικής αξίας να είναι φορολογικώς ουδέτερη. Συγκεκριμένα, τα εν λόγω στοιχεία βρίσκονται ήδη στο ίδιο επίπεδο έμμεσης φορολογήσεως, καθόσον αμφότερα δεν περιλαμβάνουν τον ΦΠΑ

143    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

144    Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού έχει ως εξής:

«Επιβαρύνσεις κατά την εισαγωγή και έμμεσοι φόροι

Η κανονική αξία προσαρμόζεται κατά ποσό που αντιστοιχεί στις τυχόν επιβαρύνσεις κατά την εισαγωγή ή στους έμμεσους φόρους στους οποίους υπόκειται το ομοειδές προϊόν, καθώς και τα φυσικώς ενσωματωμένα σε αυτό υλικά, όταν το προϊόν προορίζεται για κατανάλωση στη χώρα εξαγωγής και όταν οι εν λόγω επιβαρύνσεις και φόροι δεν εισπράττονται ή επιστρέφονται για το εξαγόμενο στην Ένωση προϊόν.»»

145    Στις αιτιολογικές σκέψεις 387 και 388 του προσβαλλόμενου κανονισμού, η Επιτροπή εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους έκρινε αναγκαία, προκειμένου να διασφαλιστεί ο δίκαιος χαρακτήρας της σύγκρισης μεταξύ της τιμής εξαγωγής και της κανονικής αξίας, την πραγματοποίηση της δεύτερης επίμαχης προσαρμογής, παρά τις αντιρρήσεις που, μεταξύ άλλων, προέβαλαν οι προσφεύγουσες με τις παρατηρήσεις τους επί της κοινοποίησης τελικών πορισμάτων.

146    Οι αιτιολογικές αυτές σκέψεις αναφέρουν τα εξής:

«(387) Στις παρατηρήσεις τους σχετικά με την κοινοποίηση τελικών πορισμάτων, τρεις παραγωγοί-εξαγωγείς και ένας ενωσιακός παραγωγός/χρήστης του δείγματος ισχυρίστηκαν ότι δεν έπρεπε να πραγματοποιηθεί προσαρμογή για τον μη επιστρεπτέο ΦΠΑ. Ειδικότερα, τα εν λόγω ενδιαφερόμενα μέρη υποστήριξαν ότι η Επιτροπή δεν εξήγησε για ποιον λόγο είναι αναγκαία η συγκεκριμένη προσαρμογή, ιδίως υπό το φως του γεγονότος ότι η κανονική αξία κατασκευάζεται (εν μέρει) με τη χρήση δεδομένων από τρίτη χώρα. Τα εν λόγω ενδιαφερόμενα μέρη ισχυρίστηκαν επίσης ότι η Επιτροπή δεν έχει εξηγήσει για ποιον λόγο, χωρίς προσαρμογή του ΦΠΑ, θα υπήρχε διαφορά μεταξύ της τιμής εξαγωγής και της κατασκευασμένης κανονικής αξίας η οποία θα επηρέαζε τη συγκρισιμότητα των τιμών. Κατά την άποψή τους, δεδομένου ότι η κανονική αξία βασίζεται στην κατασκευή, δεν πραγματοποιείται επιστροφή του ΦΠΑ εισροών και, κατ’ επέκταση, δεν πρέπει να πραγματοποιηθεί προσαρμογή για τις διαφορές κατά την επιστροφή ΦΠΑ.

(388) Η Επιτροπή διαφώνησε με τον ισχυρισμό αυτόν. Η Επιτροπή πραγματοποίησε προσαρμογή βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 10 στοιχείο β) του βασικού κανονισμού για τη διαφορά των έμμεσων φόρων μεταξύ των εξαγωγικών πωλήσεων από τη[ν Κίνα] στην Ένωση και της κανονικής αξίας όταν εξαιρούνται οι έμμεσοι φόροι όπως ο ΦΠΑ. Η Επιτροπή δεν χρειάζεται να αποδείξει πως η κατασκευασμένη κανονική αξία επιβαρύνεται πραγματικά με ΦΠΑ ο οποίος μπορεί να επιστραφεί εξ ολοκλήρου κατά τις πωλήσεις στην εγχώρια αγορά, δεδομένου ότι είναι άνευ σημασίας. Η κανονική αξία που κατασκευάστηκε, όπως αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 335 έως 347 και 295, δεν περιλάμβανε τον ΦΠΑ, καθώς οι μη στρεβλωμένες τιμές στην αντιπροσωπευτική χώρα χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας στη χώρα εξαγωγής αφού αφαιρεθεί ο ΦΠΑ. Η πραγματική κατάσταση όσον αφορά τη μεταχείριση από πλευράς ΦΠΑ των πωλήσεων στην εγχώρια αγορά και κατά την εξαγωγή αφορά εξ ολοκλήρου τη[ν Κίνα]. Από την έρευνα προέκυψε ότι κατά την περίοδο έρευνας στη[ν Κίνα] ο παραγωγός-εξαγωγέας υπόκειται σε ΦΠΑ 13 % ή 16 % (13 % εφαρμόζεται από τον Απρίλιο έως τον Ιούνιο του 2019 και 16 % εφαρμόζεται από τον Ιούλιο του 2018 έως τον Μάρτιο του 2019) κατά την εξαγωγή, ενώ 5 %, 9 % ή 10 % επιστρέφεται (5 % εφαρμόζεται από τον Ιούλιο έως τον Αύγουστο 2018, 9 % εφαρμόζεται από τον Σεπτέμβριο έως τον Οκτώβριο του 2018 και 10 % εφαρμόζεται από τον Νοέμβριο του 2018 έως τον Ιούνιο του 2019). Ως εκ τούτου, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 10 στοιχείο β) του βασικού κανονισμού, για τη διαφορά στην έμμεση φορολογία, στην προκειμένη περίπτωση, για τον ΦΠΑ που επιστρέφεται εν μέρει όσον αφορά τις εξαγωγικές πωλήσεις, η Επιτροπή προσάρμοσε δεόντως την κανονική αξία […]».

147    Δεδομένου ότι η δεύτερη επίμαχη προσαρμογή πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία της Επιτροπής, το εν λόγω θεσμικό όργανο όφειλε, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 65 έως 67 ανωτέρω, να αποδείξει ότι η προσαρμογή αυτή ήταν αναγκαία.

148    Κατά συνέπεια, πρέπει να κριθεί αν η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς την ανάγκη πραγματοποίησης της δεύτερης επίμαχης προσαρμογής.

149    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η διατύπωση της αιτιολογικής σκέψης 388 του προσβαλλόμενου κανονισμού δεν είναι ευχερώς κατανοητή.

150    Εντούτοις, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία, η απαίτηση αιτιολογήσεως των πράξεων της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, ιδίως το περιεχόμενο της πράξεως, τη φύση των παρατιθέμενων στοιχείων της αιτιολογίας και το συμφέρον που έχουν ενδεχομένως για παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να παραθέτει εξαντλητικά όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία πράξεως πληροί τις απαιτήσεις του εν λόγω άρθρου πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν τον σχετικό τομέα (βλ. απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά Hubei Xinyegang Special Tube, C‑891/19 P, EU:C:2022:38, σκέψη 88 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

151    Ομοίως, όταν πρόκειται για κανονισμό, η αιτιολογία μπορεί να περιορίζεται στην περιγραφή, αφενός, της συνολικής καταστάσεως που οδήγησε στην έκδοσή του και, αφετέρου, των γενικών σκοπών που επιδιώκει ο κανονισμός. Συνεπώς, δεν είναι δυνατόν να απαιτείται από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης να εκθέτουν τα διάφορα πραγματικά δεδομένα, τα οποία πολύ συχνά είναι πολυάριθμα και σύνθετα, βάσει των οποίων εκδόθηκε ο κανονισμός, ή, κατά μείζονα λόγο, να παραθέτουν μια κατά το μάλλον ή ήττον πλήρη εκτίμηση των εν λόγω πραγματικών δεδομένων (βλ. απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά Hubei Xinyegang Special Tube, C‑891/19 P, EU:C:2022:38, σκέψη 89 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

152    Επομένως, ένας κανονισμός που καθορίζει τους δασμούς αντιντάμπινγκ πρέπει να περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία της συλλογιστικής της Επιτροπής, αλλά δεν απαιτείται να περιέχει ειδική αιτιολογία για καθένα από τα πολυάριθμα πραγματικά επιχειρήματα που προέβαλαν τα ενδιαφερόμενα μέρη. Το Γενικό Δικαστήριο μπορεί επομένως να ζητήσει συμπληρωματικές εξηγήσεις από την Επιτροπή και να τις λάβει υπόψη κατά τον έλεγχό του, υπό την προϋπόθεση ότι οι εξηγήσεις αυτές στηρίζονται σε στοιχεία τα οποία περιλαμβάνονται στον φάκελο της Επιτροπής (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά Hubei Xinyegang Special Tube, C‑891/19 P, EU:C:2022:38, σκέψεις 92, 93, 95 και 96 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

153    Εν προκειμένω, η Επιτροπή προσκόμισε, ως παραρτήματα F.6 και F.7 στο υπόμνημα που περιείχε τις απαντήσεις της σε γραπτές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, δύο έγγραφα, τα οποία έφεραν αμφότερα τον τίτλο «Έκθεση επαλήθευσης» και τα οποία είχε αποστείλει στις προσφεύγουσες μετά την πραγματοποίηση δύο επιτόπιων επαληθεύσεων στις εγκαταστάσεις της Sinopec Chongqing και της Sinopec Ningxia. Από τη σελίδα 12 του παραρτήματος F.6 και από τη σελίδα 8 του παραρτήματος F.7 προκύπτει ότι, όταν μια κινεζική εξαγωγική εταιρία αγοράζει από άλλη κινεζική εταιρία προϊόντα τα οποία προτίθεται στη συνέχεια να εξαγάγει, καταβάλλει ΦΠΑ, ο συντελεστής του οποίου κατά την περίοδο έρευνας ανερχόταν στο 16 % και στη συνέχεια στο 13 %. Κατά την εξαγωγή, μπορεί να υποβληθεί αίτηση περί επιστροφής μέρους του ήδη καταβληθέντος ΦΠΑ, με συντελεστή ο οποίος, κατά την ίδια περίοδο, ανερχόταν αρχικά στο 5 %, στη συνέχεια στο 9 % και, εν τέλει, στο 10 %. Η διαφορά μεταξύ του ΦΠΑ που καταβλήθηκε πριν από την εξαγωγή και της ως άνω επιστροφής συνιστά τον μη επιστρεπτέο ΦΠΑ.

154    Εξάλλου, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγουσες διευκρίνισαν ότι έβαλλαν κατά της αιτιολογικής σκέψης 388 του προσβαλλόμενου κανονισμού, κατά το μέρος που, στην αιτιολογική αυτή σκέψη η Επιτροπή ισχυρίστηκε ότι, κατά την περίοδο έρευνας, στην Κίνα υφίστατο υποχρέωση καταβολής ΦΠΑ κατά την εξαγωγή, με συντελεστή ύψους 13 % ή 16 %, ενώ, κατά την άποψή τους, ο εν λόγω ΦΠΑ ίσχυε για τις εγχώριες πωλήσεις αλλά όχι για τις εξαγωγικές πωλήσεις. Οι προσφεύγουσες παραδέχθηκαν επίσης ότι το μόνο κρίσιμο ζήτημα ήταν αυτό του μη επιστρεπτέου ΦΠΑ.

155    Υπό το πρίσμα των διευκρινίσεων που παρέσχε κατά τα προεκτεθέντα η Επιτροπή, τις οποίες είχαν στη διάθεσή τους οι προσφεύγουσες, η αιτιολογική σκέψη 388 του προσβαλλόμενου κανονισμού πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η Επιτροπή, όπως επιβεβαίωσε η ίδια κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, έκρινε, αφενός, ότι η τιμή εξαγωγής των προϊόντων των προσφευγουσών περιλάμβανε ένα ποσό το οποίο αντιστοιχούσε στον μη επιστρεπτέο ΦΠΑ ενώ η κανονική αξία είχε κατασκευαστεί χωρίς ΦΠΑ και, αφετέρου, ότι οι περιστάσεις αυτές δικαιολογούσαν την προς τα άνω προσαρμογή της κανονικής αξίας, προκειμένου να διασφαλιστεί δίκαιη σύγκριση.

156    Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή απέδειξε την ανάγκη πραγματοποίησης της δεύτερης επίμαχης προσαρμογής.

157    Εντούτοις, επισημαίνεται ότι το άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού δεν προβλέπει την προσαρμογή της κατασκευασμένης σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 6α, του ίδιου κανονισμού κανονικής αξίας της αντιπροσωπευτικής χώρας, προκειμένου να ληφθεί υπόψη ο μη επιστρεπτέος ΦΠΑ που επηρεάζει την τιμή εξαγωγής στη χώρα από την οποία προέρχονται τα προϊόντα που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ. Επομένως, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά τη νομική βάση της δεύτερης επίμαχης προσαρμογής. Εντούτοις, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η ακύρωση πράξεως της Ένωσης λόγω εσφαλμένης νομικής βάσεως δεν δικαιολογείται όταν η πλάνη αυτή δεν άσκησε καθοριστική επιρροή στην εκτίμηση του συντάκτη της (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 1997, Costantini κατά Επιτροπής, T‑57/96, EU:T:1997:214, σκέψη 23 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 9ης Ιουνίου 2015, Navarro κατά Επιτροπής, T‑556/14 P, EU:T:2015:368, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Εν προκειμένω, πρέπει να εφαρμοστεί η αρχή αυτή. Συγκεκριμένα, επισημαίνεται ότι το άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχείο ιαʹ, του βασικού κανονισμού, κατά το οποίο «[ε]πίσης παρέχεται η δυνατότητα προσαρμογής για διαφορές που προκύπτουν λόγω άλλων παραγόντων μη προβλεπομένων [στο άρθρο 2, παράγραφος 10,] στοιχεία αʹ έως ιʹ, [του ίδιου κανονισμού], υπό τον όρο της κατάδειξης της επίδρασής τους επί της συγκρισιμότητας των τιμών, […] ιδίως εάν οι πελάτες συστηματικά πληρώνουν διαφορετικές τιμές στην εγχώρια αγορά επειδή υπάρχουν διαφορές στους παράγοντες αυτούς», επέτρεπε στην Επιτροπή να προβεί στη δεύτερη επίμαχη προσαρμογή προκειμένου να αποκαταστήσει τη συμμετρία μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής του υπό εξέταση προϊόντος και να διασφαλίσει τη δίκαιη σύγκριση μεταξύ των δύο αυτών αξιών (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 19ης Μαΐου 2021, China Chamber of Commerce for Import and Export of Machinery and Electronic Products κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑254/18, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2021:278, σκέψη 597).

158    Συναφώς, πρέπει να διευκρινιστεί, ως απάντηση στο επιχείρημα που προέβαλαν οι μεν προσφεύγουσες κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και η δε Wegochem με το υπόμνημα παρεμβάσεώς της, ότι η δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο ιαʹ, του βασικού κανονισμού πληρούται εν προκειμένω. Πράγματι, ενώ ο μη επιστρεπτέος ΦΠΑ αυξάνει την τιμή εξαγωγής, δεν αμφισβητείται το γεγονός ότι δεν περιλαμβάνεται ΦΠΑ στην κανονική αξία η οποία κατασκευάστηκε βάσει στοιχείων τρίτης χώρας και η οποία, βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 6α, του βασικού κανονισμού, αντικαθιστά την τιμή του υπό εξέταση προϊόντος στην εγχώρια αγορά της χώρας εξαγωγής.

159    Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, η πρώτη αιτίαση που προβάλλουν οι προσφεύγουσες προς στήριξη του τρίτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί της δεύτερης αιτίασης

160    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ήταν αναγκαία μια προσαρμογή βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού, η προσαρμογή την οποία υιοθετεί ο προσβαλλόμενος κανονισμός είναι υπερβολική, δεδομένου ότι δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι ο ΦΠΑ εισροών υπολογίζεται επί της αξίας των πρώτων υλών, ενώ η επιστροφή ποσού κατά την εξαγωγή υπολογίζεται επί της αξίας πώλησης. Οι προσφεύγουσες διασαφηνίζουν την προαναφερθείσα αιτίαση παραθέτοντας ένα αριθμητικό παράδειγμα, στο οποίο υπολογίζουν το ποσό του μη επιστρεπτέου ΦΠΑ ως το αποτέλεσμα της διαφοράς μεταξύ, αφενός, του ποσού που προκύπτει από την εφαρμογή του συντελεστή ΦΠΑ εισροών επί του κόστους ορισμένων εισροών οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή της κανονικής αξίας και, αφετέρου, του ποσού που προκύπτει από την εφαρμογή του συντελεστή επιστροφής του ΦΠΑ επί της τιμής εξαγωγής.

161    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

162    Υπενθυμίζεται ότι η δεύτερη επίμαχη προσαρμογή συνίσταται στην προσαύξηση της κανονικής αξίας που κατασκευάστηκε, χωρίς ΦΠΑ, με βάση τα τουρκικά στοιχεία, κατά ένα ποσοστό το οποίο επιτρέπει να διασφαλιστεί μια δίκαιη σύγκριση με την τιμή εξαγωγής, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι στην τιμή εξαγωγής περιλαμβάνεται ποσό το οποίο ισούται με τον μη επιστρεπτέο ΦΠΑ. Επομένως, αντιθέτως προς όσα φαίνεται να υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η Επιτροπή δεν εφάρμοσε τον συντελεστή ΦΠΑ εισροών επί του κόστος εισροών που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή της κανονικής αξίας, ούτε και αφαίρεσε από το ποσό που θα προέκυπτε κατ’ αυτόν τον τρόπο το ποσό που προκύπτει από την εφαρμογή του συντελεστή επιστροφής του ΦΠΑ επί της τιμής εξαγωγής. Επομένως, τα επιχειρήματα στα οποία οι προσφεύγουσες επιχειρούν να θεμελιώσουν την υπό κρίση αιτίαση δεν ανταποκρίνονται στα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως και, ως εκ τούτου, δεν είναι ικανά να αποδείξουν ότι το ύψος της δεύτερης επίμαχης προσαρμογής είναι υπερβολικό.

163    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η δεύτερη αιτίαση που προβάλλουν οι προσφεύγουσες προς στήριξη του τρίτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως και, κατά συνέπεια, το σύνολο του σκέλους αυτού.

164    Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως είναι βάσιμος ως προς τα δύο πρώτα σκέλη του και αβάσιμος ως προς το τρίτο σκέλος του.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 18, παράγραφοι 1 και 5, του βασικού κανονισμού καθώς και του άρθρου 6.8 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ και του παραρτήματος II

165    Με τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες, διευκρινίζουν κατ’ αρχάς ότι δεν αμφισβητούν το γεγονός ότι η Επιτροπή μπορούσε να υπολογίσει την κανονική αξία της Sinopec Ningxia βάσει των διαθέσιμων στοιχείων κατά την έννοια του άρθρου 18 (βλ. σκέψη 10 ανωτέρω) και, στη συνέχεια, προβάλλουν δύο αιτιάσεις. Αφενός, ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει ως διαθέσιμα στοιχεία, κατά την έννοια του άρθρου 18, στοιχεία τα οποία προέκυψαν από μια πρώτη εφαρμογή του εν λόγω άρθρου. Αφετέρου, προσάπτουν στην Επιτροπή ότι έθεσε τις προσφεύγουσες σε μειονεκτική θέση και ότι δεν στηρίχθηκε στα «καλύτερα διαθέσιμα στοιχεία» του παραρτήματος II (στο εξής: καλύτερα διαθέσιμα στοιχεία) που αναφέρεται στο άρθρο 6.8 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, το οποίο μεταφέρθηκε στο δίκαιο της Ένωσης με το άρθρο 18 του βασικού κανονισμού.

 Επί της πρώτης αιτίασης

166    Οι προσφεύγουσες, υποστηριζόμενες από τη Wegochem, υπενθυμίζουν ότι τα διαθέσιμα στοιχεία κατά την έννοια του άρθρου 18, τα οποία η Επιτροπή χρησιμοποίησε προκειμένου να υπολογίσει την κανονική αξία για τη Sinopec Ningxia, είναι στοιχεία τα οποία αφορούν δύο άλλους ομίλους Κινέζων παραγωγών‑εξαγωγέων οι οποίοι περιλαμβάνονται, όπως και οι ίδιες, στο δείγμα που επέλεξε η Επιτροπή βάσει του άρθρου 17 του βασικού κανονισμού (στο εξής: λοιποί παραγωγοί εξαγωγείς) και ως προς τους οποίους η Επιτροπή εφάρμοσε επίσης το άρθρο 18 του εν λόγω κανονισμού. Πάντως, κατά τις προσφεύγουσες, αφ’ ης στιγμής η Επιτροπή χρησιμοποίησε τη συγκεκριμένη διάταξη προκειμένου να υπολογίσει την κανονική αξία για έναν παραγωγό‑εξαγωγέα, τα με τον τρόπο αυτό προκύπτοντα στοιχεία δεν μπορούν να αποτελέσουν διαθέσιμα στοιχεία κατά την έννοια του άρθρου 18, τα οποία η Επιτροπή μπορεί να χρησιμοποιήσει για να υπολογίσει την κανονική αξία άλλου παραγωγού‑εξαγωγέα του ίδιου δείγματος. Προς στήριξη της άποψής τους, οι προσφεύγουσες επικαλούνται, κατ’ αναλογίαν, το άρθρο 9, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού, το οποίο δεν έχει μεν εφαρμογή εν προκειμένω, αλλά από το οποίο προκύπτει η ισχύς μιας γενικής αρχής.

167    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Kuraray και την Sekisui, αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

168    Υπενθυμίζεται το γράμμα των σχετικών διατάξεων του άρθρου 18 του βασικού κανονισμού που αφορά την «[ά]ρνηση συνεργασίας», οι οποίες έχουν ως εξής:

«1.      Όταν ένα ενδιαφερόμενο μέρος αρνείται την πρόσβαση σε απαραίτητες πληροφορίες ή γενικότερα δεν τις παρέχει εντός των προθεσμιών που προβλέπει ο παρών κανονισμός ή παρεμποδίζει σημαντικά την έρευνα, επιτρέπεται να συνάγονται προσωρινά ή τελικά συμπεράσματα, είτε καταφατικά είτε αποφατικά, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία.

[…]

5.      Σε περίπτωση που τα συμπεράσματα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων για το θέμα της κανονικής αξίας, στηρίζονται στην εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 1, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που περιέχονται στην καταγγελία, πρέπει, όποτε είναι εφικτό και τηρουμένων των προθεσμιών που ισχύουν για την έρευνα, να ελέγχονται με βάση στοιχεία προερχόμενα από άλλες, ανεξάρτητες πηγές, τα οποία ενδεχομένως είναι διαθέσιμα, όπως τιμοκαταλόγους, επίσημα στατιστικά στοιχεία για τις εισαγωγές και τελωνειακές στατιστικές ή στοιχεία που έχουν προσκομίσει άλλα ενδιαφερόμενα μέρη κατά την έρευνα.

[…]

6.      Αν ένα ενδιαφερόμενο μέρος αρνείται να συνεργασθεί ή συνεργάζεται μεν, αλλά μόνον εν μέρει και με τον τρόπο αυτό εμποδίζεται η πρόσβαση σε χρήσιμες πληροφορίες, το τελικό αποτέλεσμα ενδέχεται να είναι λιγότερο ευνοϊκό για το εν λόγω μέρος από ό,τι θα ήταν αν είχε δεχθεί να συνεργασθεί.»

169    Με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, η Επιτροπή έκρινε ότι η Sinopec Ningxia δεν είχε παράσχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας των προϊόντων της. Επομένως, προκειμένου να καθορίσει την κανονική αξία των εν λόγω προϊόντων, εφάρμοσε το άρθρο 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού. Προς τούτο, χρησιμοποίησε τις κανονικές αξίες των προϊόντων των λοιπών παραγωγών-εξαγωγέων, τις οποίες είχε εν μέρει καθορίσει κατ’ εφαρμογήν της ίδιας διατάξεως.

170    Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες επικαλούνται, κατ’ αναλογίαν, το άρθρο 9, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού, υπενθυμίζεται ότι η διάταξη αυτή προβλέπει τα εξής:

«6.      Αν η Επιτροπή έχει περιορίσει το αντικείμενο της εξέτασής της κατ’ εφαρμογή του άρθρου 17, οποιοσδήποτε δασμός αντιντάμπινγκ, ο οποίος επιβάλλεται στις εισαγωγές που προέρχονται από εξαγωγείς ή παραγωγούς οι οποίοι έχουν αναγγελθεί σύμφωνα με το άρθρο 17 αλλά δεν έχουν περιληφθεί στην εξέταση, δεν υπερβαίνει το μέσο σταθμισμένο περιθώριο ντάμπινγκ που έχει καθοριστεί για τα μέρη που επελέγησαν στο δείγμα, ανεξάρτητα από το αν η κανονική αξία για τα μέρη αυτά καθορίστηκε με βάση το άρθρο 2 παράγραφοι 1 έως 6 ή το άρθρο 2 παράγραφος 7 στοιχείο α).

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, η Επιτροπή δεν λαμβάνει υπόψη οποιαδήποτε περιθώρια είτε είναι μηδενικά είτε ασήμαντα, είτε έχουν καθοριστεί υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 18.»

171    Επισημαίνεται ότι οι διατάξεις του άρθρου 9, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού καθορίζουν τους κανόνες που έχουν εφαρμογή στους παραγωγούς-εξαγωγείς οι οποίοι θέλησαν να μετάσχουν στο δείγμα που σχημάτισε η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 17 του κανονισμού αυτού, αλλά δεν περιελήφθησαν τελικώς σε αυτό. Επομένως, οι διατάξεις αυτές αποσκοπούν στην προστασία των εν λόγω παραγωγών εξαγωγέων, οι οποίοι δεν μπόρεσαν να συνεργαστούν με την Επιτροπή, ιδίως έναντι της έλλειψης συνεργασίας εκ μέρους των παραγωγών‑εξαγωγέων που απαρτίζουν το συγκεκριμένο δείγμα. Η κατάσταση των παραγωγών-εξαγωγέων του δείγματος είναι όμως σε τέτοιο βαθμό διαφορετική από εκείνη των παραγωγών-εξαγωγέων οι οποίοι δεν περιελήφθησαν σε αυτό, ώστε δεν είναι δυνατόν να υπάρξει αναλογία. Ως εκ τούτου, από τις ανωτέρω διατάξεις δεν μπορεί να αποδειχθεί η ύπαρξη γενικής αρχής, η οποία δεν επιτρέπει στην Επιτροπή να χρησιμοποιήσει, ως διαθέσιμα στοιχεία κατά την έννοια του άρθρου 18, στοιχεία τα οποία συνέλεξε από μια πρώτη εφαρμογή του εν λόγω άρθρου.

172    Πέραν τούτου, η Wegochem εσφαλμένως ισχυρίζεται ότι η άποψη των προσφευγουσών επιρρωννύεται από την έκθεση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου στο πλαίσιο της διαφοράς «Ηνωμένες Πολιτείες – Μέτρα αντιντάμπινγκ όσον αφορά ορισμένα προϊόντα από χάλυβα θερμής έλασης, καταγωγής Ιαπωνίας», την οποία ενέκρινε το ΟΕΔ στις 23 Αυγούστου 2001 (WT/DS 184/AB/R). Συγκεκριμένα, κατά τα διαλαμβανόμενα στο σημείο 123 της έκθεσης αυτής, το άρθρο 9.4 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, το οποίο, όπως και το άρθρο 9, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού, αφορά τον καθορισμό των δασμών αντιντάμπινγκ που επιβάλλονται στους παραγωγούς-εξαγωγείς οι οποίοι δεν περιλαμβάνονται στο δείγμα που επέλεξε η αρμόδια αρχή, «επιδιώκει να αποτρέψει το ενδεχόμενο να θιγούν εξαγωγείς, από τους οποίους δεν έχει ζητηθεί να συνεργασθούν κατά τη διάρκεια της έρευνας, λόγω κενών ή ελλείψεων που παρουσιάζουν τα στοιχεία που υπέβαλαν οι εξαγωγείς που περιλαμβάνονται στην έρευνα». Η έκθεση αυτή όχι μόνο δεν στηρίζει την άποψη των προσφευγουσών, αλλά επιβεβαιώνει ότι σκοπός των εν λόγω διατάξεων είναι ο αναφερόμενος στη σκέψη 171 ανωτέρω.

173    Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες περιλαμβάνονταν στο δείγμα που επέλεξε η Επιτροπή εν προκειμένω, είχαν τη δυνατότητα να συνεργαστούν μαζί της προκειμένου να αποφύγουν το ενδεχόμενο υπολογισμού της κανονικής αξίας της Sinopec Ningxia με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία κατά την έννοια του άρθρου 18. Ανεξαρτήτως των λόγων για τους οποίους δεν μπόρεσαν να παράσχουν στην Επιτροπή όλα τα στοιχεία τα οποία τους είχαν ζητηθεί, η κατάστασή τους δεν είναι ανάλογη με εκείνη των παραγωγών‑εξαγωγέων που δεν είχαν περιληφθεί στο δείγμα.

174    Ως εκ τούτου, η πρώτη αιτίαση που προέβαλαν οι προσφεύγουσες προς στήριξη του τρίτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της δεύτερης αιτίασης

175    Οι προσφεύγουσες, υποστηριζόμενες από τη Wegochem, υπενθυμίζουν ότι, με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, η Επιτροπή καθόρισε την κανονική αξία για κάθε τύπο προϊόντος που πωλούσε η Sinopec Ningxia με βάση την υψηλότερη κανονική αξία, για τον ίδιο τύπο προϊόντος, την οποία είχε υπολογίσει για τους λοιπούς παραγωγούς-εξαγωγείς, αντί να χρησιμοποιήσει τα επαληθευμένα στοιχεία που αφορούσαν τη Sinopec Chongqing. Οι διαφορές μεταξύ των παραγωγικών διαδικασιών της Sinopec Chongqing και της Sinopec Ningxia δεν ασκούν επιρροή, όπως επιβεβαιώνει και το γεγονός ότι η παραγωγική διαδικασία της Kuraray διαφέρει από εκείνες των Κινέζων παραγωγών‑εξαγωγέων. Επομένως, η Επιτροπή χρησιμοποίησε μη αξιόπιστα στοιχεία, τα οποία δεν αποτελούν τα καλύτερα διαθέσιμα στοιχεία και τα οποία δεν προκύπτουν από συγκριτική αξιολόγηση. Ως εκ τούτου, έθεσε τις προσφεύγουσες σε μειονεκτική θέση, επιφυλάσσοντάς τους μεταχείριση, η οποία αντίκειται στο δίκαιο του ΠΟΕ, λαμβανομένου επίσης υπόψη του γεγονότος ότι τα περιθώρια ντάμπινγκ των λοιπών παραγωγών‑εξαγωγέων είναι πολύ μεγαλύτερα από εκείνα της Sinopec Chongqing.

176    Εξάλλου, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν την άποψη που διατυπώνει η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 333 του προσβαλλόμενου κανονισμού, κατά την οποία από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι η κανονική αξία της Sinopec Ningxia ανά τύπο προϊόντος είναι χαμηλότερη από την υψηλότερη κανονική αξία, ανά τύπο προϊόντος, των λοιπών παραγωγών-εξαγωγέων. Συγκεκριμένα, από τα στοιχεία του φακέλου της Επιτροπής προκύπτει ότι η κανονική αξία την οποία το εν λόγω θεσμικό όργανο καθόρισε για τη Sinopec Ningxia είναι κατά 50 % υψηλότερη από εκείνη της Sinopec Chongqing, ενώ η Sinopec Chongqing εφάρμοζε τιμή εξαγωγής υψηλότερη από εκείνη της Sinopec Ningxia.

177    Η Wegochem υπογραμμίζει ότι η έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων την οποία επικαλείται η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 333 του προσβαλλόμενου κανονισμού στερείται νοήματος, δεδομένου ότι τα στοιχεία τα οποία, κατά την Επιτροπή, ήταν απαραίτητα προκειμένου να μην χρησιμοποιήσει για τη Sinopec Ningxia την υψηλότερη κανονική αξία των λοιπών παραγωγών-εξαγωγέων, είναι ακριβώς τα στοιχεία εκείνα που η Sinopec Ningxia δεν μπόρεσε να προσκομίσει και των οποίων η έλλειψη είχε ως αποτέλεσμα την εκ μέρους της Επιτροπής χρήση των διαθέσιμων στοιχείων κατά την έννοια του άρθρου 18.

178    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Kuraray και την Sekisui, απαντά ότι, χρησιμοποιώντας, ως διαθέσιμα στοιχεία κατά την έννοια του άρθρου 18 για τον καθορισμό της κανονικής αξίας ανά τύπο πωληθέντος από τη Sinopec Ningxia προϊόντος, την υψηλότερη κανονική αξία των λοιπών παραγωγών-εξαγωγέων, δεν παρέβη το άρθρο 18, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού. Ενεργώντας με τον τρόπο αυτό, η Επιτροπή δεν έθεσε τις προσφεύγουσες σε μειονεκτική θέση. Η Επιτροπή διευκρινίζει, αφενός, ότι ενήργησε κατ’ αυτόν τον τρόπο διότι από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυπτε ότι η κανονική αξία της Sinopec Ningxia, ανά τύπο προϊόντος, ήταν χαμηλότερη από την επιλεγείσα και, αφετέρου, ότι δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει τον μέσο όρο των κανονικών αξιών των προϊόντων των λοιπών παραγωγών-εξαγωγέων, δεδομένου ότι τούτο θα αποτελούσε για τους παραγωγούς-εξαγωγείς ένα κίνητρο να αρνηθούν τη συνεργασία τους, επιλεκτικά, σε όλους τους τομείς στους οποίους γνώριζαν ότι θα επιβαρύνονταν με δαπάνες υψηλότερες του μέσου όρου.

179    Επιπλέον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι πραγματοποίησε συγκριτική αξιολόγηση των δεδομένων που αφορούσαν τους λοιπούς παραγωγούς‑εξαγωγείς οι οποίοι χρησιμοποιούσαν παραγωγική διαδικασία παρόμοια με εκείνη της Sinopec Ningxia, καθόσον όλες αυτές οι διαδικασίες στηρίζονταν στη χρήση άνθρακα. Τα στοιχεία που αφορούσαν τη Sinopec Chongqing δεν ήταν κατάλληλα, δεδομένου ότι η παραγωγική διαδικασία της συγκεκριμένης εταιρίας στηριζόταν στη χρήση πετρελαίου. Συνεπώς, η Επιτροπή συνέκρινε όλα τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή της και έλαβε υπόψη τις υψηλότερες κανονικές αξίες των παραγωγών-εξαγωγέων των οποίων οι παραγωγικές διαδικασίες στηρίζονταν στη χρήση άνθρακα. Κατά την Επιτροπή, οι εν λόγω κανονικές αξίες αποτελούσαν τα καλύτερα διαθέσιμα στοιχεία.

180    Η Kuraray διευκρινίζει ότι δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι η δική της παραγωγική διαδικασία διαφέρει από εκείνες των προσφευγουσών. Εξάλλου, οι προσφεύγουσες δεν ανέπτυξαν επαρκώς τα επιχειρήματά τους επί του ζητήματος αυτού, τα οποία, ως εκ τούτου, είναι απαράδεκτα, καθόσον δεν συνάδουν με το άρθρο 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

181    Προκειμένου να γίνει κατανοητός ο λόγος ύπαρξης του άρθρου 18 του βασικού κανονισμού, υπενθυμίζεται ότι εναπόκειται στην Επιτροπή, υπό την ιδιότητά της ως ερευνούσας αρχής, να διαπιστώνει την ύπαρξη ντάμπινγκ, ζημίας και αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και της ζημίας. Στο μέτρο που καμία διάταξη του βασικού κανονισμού δεν παρέχει στην Επιτροπή την εξουσία να υποχρεώσει τα ενδιαφερόμενα μέρη να συμμετάσχουν στην έρευνα ή να προσκομίσουν πληροφορίες, το εν λόγω θεσμικό όργανο στηρίζεται στην οικειοθελή συνεργασία τους προκειμένου να λάβει τις απαραίτητες πληροφορίες. Στο πλαίσιο αυτό, από την αιτιολογική σκέψη 27 του βασικού κανονισμού προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης έκρινε ότι είναι «ανάγκη να προβλεφθεί ότι, όταν τα μέρη δεν συνεργάζονται κατά τρόπο ικανοποιητικό, είναι δυνατό να χρησιμοποιηθούν άλλα στοιχεία προς εξαγωγή συμπερασμάτων και ότι τα στοιχεία αυτά ενδέχεται να είναι λιγότερο ευνοϊκά για τα μέρη από εκείνα που θα υπήρχαν αν είχαν συνεργασθεί». Επομένως, ο σκοπός του άρθρου 18 του βασικού κανονισμού είναι να παρέχεται στην Επιτροπή η δυνατότητα να συνεχίσει την έρευνα έστω και αν τα ενδιαφερόμενα μέρη αρνούνται να συνεργαστούν ή συνεργάζονται με μη ικανοποιητικό τρόπο. Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι υποχρεούνται να συνεργάζονται με κάθε δυνατή επιμέλεια, τα ενδιαφερόμενα μέρη πρέπει να παρέχουν όλες τις πληροφορίες που έχουν στη διάθεσή τους και τις οποίες τα θεσμικά όργανα θεωρούν απαραίτητες για να συναγάγουν τα συμπεράσματά τους [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2017, EBMA κατά Giant (Κίνα), C‑61/16 P, EU:C:2017:968, σκέψεις 54 έως 56].

182    Επιπλέον, κατά τη νομολογία, το άρθρο 18 του βασικού κανονισμού μεταφέρει στο δίκαιο της Ένωσης το άρθρο 6.8 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ και το παράρτημα II, υπό το πρίσμα των οποίων πρέπει να ερμηνεύεται στο μέτρο του δυνατού (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 22ας Μαΐου 2014, Guangdong Kito Ceramics κ.λπ. κατά Συμβουλίου, T‑633/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:271, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

183    Το άρθρο 6.8 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ προβλέπει τα εξής:

«Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο μέρος αρνείται να επιτρέψει την πρόσβαση στα απαραίτητα στοιχεία ή γενικά δεν προβαίνει στη γνωστοποίησή τους εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος ή παρεμποδίζει σε σημαντικό βαθμό την έρευνα, είναι δυνατό να διατυπώνονται προκαταρκτικά και τελικά συμπεράσματα, είτε καταφατικά είτε αποφατικά, βάσει των διαθέσιμων στοιχείων. Για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου τηρούνται οι διατάξεις του παραρτήματος ΙΙ.»

184    Το παράρτημα II φέρει τον τίτλο «H έννοια των “καλύτερων διαθέσιμων στοιχείων” στο άρθρο 6 παράγραφος 8», αλλά δεν περιέχει ορισμό των στοιχείων αυτών.

185    Το άρθρο 7 του παραρτήματος II, το οποίο θέτει κατ’ ουσίαν τους ίδιους κανόνες με τους προβλεπόμενους στο άρθρο 18, παράγραφοι 5 και 6, του βασικού κανονισμού, όπως υπομνήσθηκαν στη σκέψη 168 ανωτέρω, ορίζει τα εξής:

«Όταν οι αρχές είναι υποχρεωμένες να στηρίξουν τα συμπεράσματά τους, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών με την κανονική αξία, σε στοιχεία που έχουν προέλθει από κάποια πηγή δευτερεύουσας σημασίας, όπως είναι τα στοιχεία που διαλαμβάνονται στην αίτηση για την έναρξη της έρευνας, ενεργούν με ιδιαίτερη περίσκεψη. Στις περιπτώσεις αυτές, οι αρχές οφείλουν, στο μέτρο του δυνατού, να επαληθεύουν τα εν λόγω στοιχεία με βάση τα στοιχεία που διαθέτουν από άλλες, ανεξάρτητες πηγές, όπως είναι οι δημοσιευμένοι τιμοκατάλογοι, τα επίσημα στοιχεία για τις εισαγωγές και τις τελωνειακές στατιστικές, καθώς και τα στοιχεία που έχουν προσκομίσει άλλοι ενδιαφερόμενοι κατά τη διάρκεια της έρευνας. Είναι πάντως σαφές ότι, αν κάποιος ενδιαφερόμενος αρνείται να συνεργασθεί, με αποτέλεσμα οι αρχές να στερούνται τη δυνατότητα πρόσβασης σε χρήσιμα στοιχεία, η κατάσταση αυτή ενδέχεται να συμβάλει στη διαμόρφωση κάποιου αποτελέσματος, το οποίο θα ήταν περισσότερο ευνοϊκό για τη συγκεκριμένη πλευρά αν αυτή είχε επιδείξει διάθεση συνεργασίας.»

186    Επισημαίνεται ότι το παράρτημα II «ενσωματώνεται με παραπομπή στο άρθρο 6.8» της συμφωνίας αντιντάμπινγκ [έκθεση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου στο πλαίσιο της διαφοράς «Ηνωμένες Πολιτείες – Μέτρα αντιντάμπινγκ όσον αφορά ορισμένα προϊόντα από χάλυβα θερμής έλασης, καταγωγής Ιαπωνίας»), την οποία ενέκρινε το ΟΕΔ στις 23 Αυγούστου 2001 (WT/DS 184/AB/R, σημείο 75)] και ότι οι διατάξεις του εν λόγω παραρτήματος είναι δεσμευτικές, παρά το γεγονός ότι συχνά χρησιμοποιείται η δυνητική έγκλιση [έκθεση της ειδικής ομάδας (πάνελ) «Ηνωμένες Πολιτείες – Μέτρα αντιντάμπινγκ και αντισταθμιστικά μέτρα που εφαρμόζονται επί χαλύβδινων ελασμάτων καταγωγής Ινδίας», την οποία ενέκρινε το ΟΕΔ στις 29 Ιουλίου 2002 (WT/DS 206/R, σημείο 7.56)].

187    Κατά τα διαλαμβανόμενα στην έκθεση της ειδικής ομάδας στο πλαίσιο της διαφοράς «Μεξικό – Οριστικά μέτρα αντιντάμπινγκ για το βόειο κρέας και το ρύζι», την οποία ενέκρινε το ΟΕΔ στις 20 Δεκεμβρίου 2005 (WT/DS/295/R, σημείο 7.238), η χρήση των διαθέσιμων στοιχείων κατά την έννοια του άρθρου 6.8 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ δεν έχει σκοπό να θέσει σε μειονεκτική θέση τα μέρη που δεν παρέχουν τις πληροφορίες που τους ζητεί η αρμόδια αρχή. Παρόμοιες εκτιμήσεις περιλαμβάνονται στην έκθεση της ειδικής ομάδας στο πλαίσιο της διαφοράς «Κίνα – Αντισταθμιστικοί δασμοί και δασμοί αντιντάμπινγκ για χάλυβα έλασης με προσανατολισμένους κόκκους για ηλεκτρικές εφαρμογές από τις ΗΠΑ», η οποία εγκρίθηκε από το ΟΕΔ στις 16 Νοεμβρίου 2012 (WT/DS/414, σημείο 7.391) και η οποία υπογραμμίζει ότι τα διαθέσιμα στοιχεία κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται, σε περίπτωση άρνησης συνεργασίας, κατά τρόπο τιμωρητικό. Η έκθεση αυτή επιβεβαιώνει επίσης ότι, όπως διευκρινίζει το άρθρο 7 του παραρτήματος ΙΙ, η άρνηση συνεργασίας ενδέχεται να συνεπάγεται λιγότερο ευνοϊκή κατάσταση απ’ ό, τι θα ίσχυε σε περίπτωση συνεργασίας.

188    Εντούτοις, πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι ο δικαστής της Ένωσης έχει κρίνει ότι, όταν η Επιτροπή στηρίζει τα συμπεράσματά της στα διαθέσιμα στοιχεία, σε περιπτώσεις όπου τα υποβληθέντα στοιχεία είναι ελλιπή, το θεσμικό αυτό όργανο δεν υποχρεούται να εξηγήσει για ποιο λόγο τα χρησιμοποιηθέντα διαθέσιμα στοιχεία ήταν τα καλύτερα δυνατά, δεδομένου ότι τέτοια υποχρέωση δεν προκύπτει ούτε από το άρθρο 18 του βασικού κανονισμού ούτε από τη νομολογία. (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 19ης Μαρτίου 2015, City Cycle Industries κατά Συμβουλίου, T‑413/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:164, σκέψη 132).

189    Επομένως, πρώτον, η Επιτροπή, όταν χρησιμοποιεί τα διαθέσιμα στοιχεία κατά την έννοια του άρθρου 18, δεν μπορεί να επιβάλει κυρώσεις σε παραγωγό-εξαγωγέα για τον λόγο ότι αυτός δεν συνεργάστηκε ή δεν συνεργάστηκε επαρκώς. Δεύτερον, είναι δυνατόν, ακόμη και όταν η Επιτροπή έχει συμμορφωθεί προς την αρχή αυτή, το ενδιαφερόμενο μέρος να βρίσκεται σε δυσμενέστερη θέση από εκείνη στην οποία θα βρισκόταν σε περίπτωση πλήρους συνεργασίας. Η τελευταία αυτή διαπίστωση είναι εξάλλου σύμφωνη με το σαφές γράμμα του άρθρου 18 παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού. Τρίτον, και εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να εξηγήσει γιατί τα διαθέσιμα στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν ήταν καλύτερα.

190    Εξάλλου, επισημαίνεται ότι, μολονότι η Επιτροπή δεν διαθέτει απεριόριστη εξουσία εκτιμήσεως, κατά πάγια νομολογία, στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής και, ειδικότερα, των μέτρων εμπορικής άμυνας, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως λόγω της πολυπλοκότητας των οικονομικών και πολιτικών καταστάσεων που πρέπει να εξετάσουν, οπότε ο δικαστικός έλεγχος της ευρείας αυτής εξουσίας εκτιμήσεως πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση της τηρήσεως των διαδικαστικών κανόνων, της ακρίβειας των πραγματικών περιστατικών που ελήφθησαν υπόψη, της έλλειψης πρόδηλης πλάνης κατά την εκτίμηση των περιστατικών αυτών και της έλλειψης καταχρήσεως εξουσίας (βλ. απόφαση της 12ης Μαΐου 2022, Επιτροπή κατά Hansol Paper, C‑260/20 P, EU:C:2022:370, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

191    Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει επ’ αυτού ότι ο έλεγχος, από το Γενικό Δικαστήριο, των αποδεικτικών στοιχείων επί των οποίων τα θεσμικά όργανα της Ένωσης στήριξαν τις διαπιστώσεις τους δεν αποτελεί νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών η οποία υποκαθιστά την εκτίμηση των οργάνων. Ο έλεγχος αυτός δεν θίγει την ευρεία εξουσία εκτιμήσεως των εν λόγω θεσμικών οργάνων στον τομέα της εμπορικής πολιτικής, αλλά περιορίζεται στη διαπίστωση του αν τα εν λόγω στοιχεία είναι ικανά να στηρίξουν τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξαν τα θεσμικά όργανα. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο οφείλει όχι μόνο να ελέγχει την ακρίβεια των αποδεικτικών στοιχείων των οποίων γίνεται επίκληση, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους, αλλά οφείλει επίσης να ελέγχει αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για την εκτίμηση σύνθετης κατάστασης και αν είναι ικανά να θεμελιώσουν τα εξ αυτών αντλούμενα συμπεράσματα (βλ. απόφαση της 12ης Μαΐου 2022, Επιτροπή κατά Hansol Paper, C‑260/20 P, EU:C:2022:370, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

192    Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 327 έως 333 του προσβαλλόμενου κανονισμού, δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες δεν ήταν σε θέση να παράσχουν στην Επιτροπή τα στοιχεία που η ίδια θεωρούσε αναγκαία, το εν λόγω θεσμικό όργανο καθόρισε την κανονική αξία της Sinopec Ningxia βάσει των διαθέσιμων στοιχείων κατά την έννοια του άρθρου 18. Προς τούτο, επέλεξε, για κάθε τύπο προϊόντος, την υψηλότερη κανονική αξία μεταξύ εκείνων των λοιπών παραγωγών-εξαγωγέων, τις οποίες είχε καθορίσει εφαρμόζοντας το άρθρο 18 του βασικού κανονισμού όσον αφορά τους αυτοπαραγόμενους συντελεστές παραγωγής, όπως ο ατμός και η ηλεκτρική ενέργεια που παράγονται απευθείας στον τόπο παραγωγής του παραγωγού-εξαγωγέα, όπως προκύπτει από τις διευκρινίσεις που παρέσχε η Επιτροπή απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου. Η Επιτροπή δεν χρησιμοποίησε ως διαθέσιμα στοιχεία κατά την έννοια του άρθρου 18 εκείνα που αφορούσαν τη Sinopec Chongqing, διότι η παραγωγική διαδικασία της συγκεκριμένης εταιρίας, η οποία στηριζόταν στο πετρέλαιο, διέφερε από την παραγωγική διαδικασία της Sinopec Ningxia, η οποία στηριζόταν στον άνθρακα, όπως και οι παραγωγικές διαδικασίες των λοιπών παραγωγών-εξαγωγέων.

193    Υπό το πρίσμα των ανωτέρω στοιχείων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή, αφ’ ης στιγμής έλαβε γνώση του γεγονότος ότι οι προσφεύγουσες δεν ήταν σε θέση να της παράσχουν τα αναγκαία στοιχεία σχετικά με τη Sinopec Ningxia, γεγονότος το οποίο δεν αμφισβητήθηκε (βλ. σκέψη 165 ανωτέρω), συνέκρινε τα στοιχεία που είχε στην κατοχή της. Ως εκ τούτου, κακώς οι προσφεύγουσες της προσάπτουν ότι δεν προέβη σε συγκριτική εξέταση των στοιχείων που είχε στη διάθεσή της, ενώ μάλιστα από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 188 ανωτέρω προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να εξηγήσει για ποιον λόγο τα χρησιμοποιηθέντα διαθέσιμα στοιχεία ήταν καλύτερα.

194    Όσον αφορά την ορθότητα της επιλογής της Επιτροπής, επισημαίνεται ότι, κατά την άσκηση της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει, το εν λόγω θεσμικό όργανο μπορούσε να κρίνει, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, ότι τα στοιχεία που αφορούσαν τη Sinopec Chongqing δεν ήταν τα πλέον κρίσιμα, λόγω του ότι η παραγωγική διαδικασία της Sinopec Ningxia παρουσίαζε περισσότερες ομοιότητες με τις παραγωγικές διαδικασίες των λοιπών παραγωγών‑εξαγωγέων απ’ ό,τι με εκείνη της Sinopec Chongqing, δεδομένου ότι η τελευταία ήταν η μόνη εταιρία που χρησιμοποιούσε ως πρώτη ύλη το πετρέλαιο και όχι τον άνθρακα. Συγκεκριμένα, όπως υπογράμμισε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 332 του προσβαλλόμενου κανονισμού, η κατασκευή της κανονικής αξίας βασίζεται στους συντελεστές παραγωγής, συμπεριλαμβανομένων των πρώτων υλών και του ποσοστού χρησιμοποίησής τους.

195    Το συμπέρασμα αυτό δεν ανατρέπεται από τα λοιπά επιχειρήματα των προσφευγουσών.

196    Πρώτον, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι η Sinopec Chongqing και η Sinopec Ningxia ανήκουν στον ίδιο όμιλο, ότι οι δύο αυτές εταιρίες πραγματοποιούν τις πωλήσεις τους προς την Ένωση μέσω της ίδιας συνδεδεμένης εταιρίας, της Sinopec Central-China, και ότι όλες αυτές οι εταιρίες εφαρμόζουν παρόμοια τιμολόγηση, τόσο στην κινεζική αγορά όσο και στην αγορά της Ένωσης. Οι προσφεύγουσες παραπέμπουν επίσης στις παρατηρήσεις που διατύπωσαν επί της κοινοποίησης των τελικών πορισμάτων, με τις οποίες υποστήριξαν ότι τα στοιχεία αυτά δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι η παραγωγική διαδικασία της Sinopec Chongqing ήταν διαφορετική από εκείνη της Sinopec Ningxia.

197    Εντούτοις, επισημαίνεται κατ’ αρχάς ότι, σε περίπτωση κατασκευής της κανονικής αξίας, όπως εν προκειμένω, δεν ασκούν επιρροή οι τιμές τις οποίες οι εν λόγω εταιρίες εφαρμόζουν στην Κίνα. Περαιτέρω, η κατασκευή της κανονικής αξίας δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 6α, του βασικού κανονισμού είναι ανεξάρτητη από την τιμή εξαγωγής. Τέλος, δεν είναι προδήλως εσφαλμένη η εκτίμηση ότι η παραγωγική διαδικασία επηρεάζει την κατασκευή της κανονικής αξίας σύμφωνα με τη διάταξη αυτή.

198    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες, υποστηριζόμενες από τη Wegochem, υποστηρίζουν ότι οι κανονικές αξίες των λοιπών παραγωγών‑εξαγωγέων δεν δύνανται να είναι τα καλύτερα διαθέσιμα στοιχεία, δεδομένου ότι οι εν λόγω κανονικές αξίες καθορίστηκαν με βάση, εν μέρει, τα διαθέσιμα στοιχεία κατά την έννοια του άρθρου 18.

199    Ωστόσο, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή, λόγω του γεγονότος ότι οι προσφεύγουσες δεν ήταν σε θέση να της παράσχουν τα απαιτούμενα στοιχεία προκειμένου να μπορέσει να κατασκευάσει την κανονική αξία της Sinopec Ningxia βάσει σχετικών με την εν λόγω εταιρία στοιχείων, ήταν υποχρεωμένη να χρησιμοποιήσει τα διαθέσιμα στοιχεία κατά την έννοια του άρθρου 18. Προς τούτο, όφειλε να αποφασίσει ποια ήταν τα πλέον κρίσιμα στοιχεία μεταξύ των σχετικών με τη Sinopec Chongqing στοιχείων και των στοιχείων που αφορούσαν τους λοιπούς παραγωγούς-εξαγωγείς. Ενώ τα στοιχεία που αφορούσαν τους λοιπούς παραγωγούς-εξαγωγείς είχαν καθοριστεί εν μέρει κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 18 του βασικού κανονισμού, τα στοιχεία σχετικά με τη Sinopec Chongqing αφορούσαν μια εταιρία της οποίας η παραγωγική διαδικασία διέφερε από εκείνη της Sinopec Ningxia σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό, τι οι παραγωγικές διαδικασίες των λοιπών παραγωγών-εξαγωγέων.

200    Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή, κατά την άσκηση της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει, μπορούσε να στηριχθεί στον βαθμό ομοιότητας που παρουσιάζουν οι παραγωγικές διαδικασίες που χρησιμοποιούν οι παραγωγοί-εξαγωγείς προκειμένου να επιλέξει τα κρίσιμα διαθέσιμα στοιχεία. Συναφώς, επισημαίνεται ότι, με σημερινή απόφασή του, Inner Mongolia Shuansteuerin Environment Friendly Material κατά Επιτροπής (T‑763/20), η οποία αφορά προσφυγή την οποία άσκησε κατά του προσβαλλόμενου κανονισμού παραγωγός‑εξαγωγέας του οποίου τα στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν ως διαθέσιμα στοιχεία κατά την έννοια του άρθρου 18 όσον αφορά τη Sinopec Ningxia, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τον εκ μέρους του εν λόγω παραγωγού-εξαγωγέα προβαλλόμενο λόγο που αφορούσε παράβαση του άρθρου 18 του βασικού κανονισμού. Τέλος, όπως διαπιστώθηκε στις σκέψεις 170 έως 174 ανωτέρω, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, δεν υφίσταται γενική αρχή αποκλείουσα διπλή εφαρμογή του εν λόγω άρθρου.

201    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως επιλέγοντας να χρησιμοποιήσει τα στοιχεία των λοιπών παραγωγών‑εξαγωγέων αντί των στοιχείων της Sinopec Chongqing.

202    Τρίτον, οι προσφεύγουσες επικαλούνται τη σκέψη 27 της αποφάσεως της 30ής Απριλίου 2013, Alumina κατά Συμβουλίου (T‑304/11, EU:T:2013:224). Κατά την απόφαση αυτή, όταν η κανονική αξία δεν μπορεί να καθοριστεί δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, η κατασκευή της βάσει του άρθρου 2, παράγραφοι 3 και 6, του εν λόγω κανονισμού αποσκοπεί στον καθορισμό κανονικής αξίας κατά το δυνατόν εγγύτερης προς την τιμή πωλήσεως του προϊόντος, όπως αυτή θα είχε διαμορφωθεί αν το εν λόγω προϊόν επωλείτο εντός της χώρας καταγωγής ή εξαγωγής κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις.

203    Η Επιτροπή, ωστόσο, δεν υπερβαίνει τα όρια της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει κρίνοντας ότι η επιλογή ως ερείσματος στοιχείων που αφορούν εταιρία η οποία χρησιμοποιεί παραγωγική διαδικασία διαφορετική από εκείνη της εταιρίας της οποίας η κανονική αξία πρέπει να κατασκευαστεί, δεν αποτελεί το καλύτερο δυνατό μέσο για την επίτευξη του σκοπού στον οποίο αναφέρεται η μνημονευόμενη στη σκέψη 202 ανωτέρω νομολογία.

204    Τέταρτον, οι προσφεύγουσες στηρίζονται στις σκέψεις 121 και 137 της αποφάσεως της 3ης Μαΐου 2018, Distillerie Bonollo κ.λπ. κατά Συμβουλίου (T‑431/12, EU:T:2018:251), προκειμένου να ισχυριστούν ότι οι διαφορές που παρατηρούνται ως προς τις παραγωγικές διαδικασίες δεν ασκούν επιρροή.

205    Στην απόφαση της 3ης Μαΐου 2018, Distillerie Bonollo κ.λπ. κατά Συμβουλίου (T‑431/12, EU:T:2018:251), το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι το οικείο προϊόν είχε τα ίδια χαρακτηριστικά και προοριζόταν για τις ίδιες βασικές χρήσεις, ανεξαρτήτως του ζητήματος ποια από τις δύο κρίσιμες διαδικασίες χρησιμοποιήθηκε για την παραγωγή του. Εξ αυτού συνήγαγε το συμπέρασμα ότι η σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας η οποία υπολογίστηκε βάσει στοιχείων που αφορούσαν τη μία παραγωγική διαδικασία και της τιμής εξαγωγής η οποία υπολογίστηκε βάσει στοιχείων που αφορούσαν την άλλη παραγωγική διαδικασία δεν αντίκειται στο άρθρο 2 του βασικού κανονισμού.

206    Εν προκειμένω, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως δεν αφορά τη σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής, αλλά τη σύγκριση μεταξύ διαφόρων στοιχείων τα οποία η Επιτροπή μπορούσε να χρησιμοποιήσει ως διαθέσιμα στοιχεία κατά την έννοια του άρθρου 18 προκειμένου να καθορίσει την κανονική αξία της Sinopec Ningxia, σύγκριση βάσει της οποίας η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να επιλέξει τα πλέον κρίσιμα στοιχεία.

207    Επομένως, από τη νομολογία που επικαλούνται οι προσφεύγουσες δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως αρνούμενη να χρησιμοποιήσει ως βάση τα στοιχεία που αφορούσαν τη Sinopec Chongqing εξαιτίας των διαφορών μεταξύ της παραγωγικής διαδικασίας της εν λόγω εταιρίας και της Sinopec Ningxia.

208    Πέμπτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το δίκαιο του ΠΟΕ περιλαμβάνει γενική αρχή κατά την οποία πρέπει να χρησιμοποιούνται πληροφορίες οι οποίες σχετίζονται όσο το δυνατόν περισσότερο με τον οικείο παραγωγό-εξαγωγέα.

209    Οι προσφεύγουσες στηρίζουν τον ισχυρισμό τους περί ύπαρξης της ανωτέρω γενικής αρχής στο σημείο 6.34 της έκθεσης του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου στο πλαίσιο της διαφοράς «Ευρωπαϊκή Ένωση – Μέτρα αντιντάμπινγκ για το βιοντίζελ από την Αργεντινή», η οποία εγκρίθηκε από το ΟΕΔ στις 26 Οκτωβρίου 2016 (WT/DS 473/AB/R), όπου διαλαμβάνεται ερμηνεία του άρθρου 2.2.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, το οποίο αφορά τα έξοδα ΠΓ&Δ και το κέρδος των παραγωγών-εξαγωγέων. Πλην όμως, οι προσφεύγουσες δεν είναι σε θέση να εξηγήσουν για ποιον λόγο είναι δυνατή μια κατ’ αναλογίαν προς τη διάταξη αυτή ερμηνεία του άρθρου 6.8 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 18 του βασικού κανονισμού, διάταξη της οποίας την παράβαση επικαλούνται στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως.

210    Έκτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, δεδομένου ότι στο πλαίσιο της ανάλυσης της υποτιμολόγησης η Επιτροπή δεν απέδωσε σημασία στις διαφορές που παρατηρούνται μεταξύ της παραγωγικής διαδικασίας της Kuraray και των δικών τους παραγωγικών διαδικασιών, εσφαλμένως το εν λόγω θεσμικό όργανο θεώρησε ότι τα στοιχεία που αφορούσαν την κανονική αξία της Sinopec Chongqing δεν ήταν τα καλύτερα διαθέσιμα στοιχεία εξαιτίας του γεγονότος ότι η παραγωγική διαδικασία της Sinopec Chongqing διέφερε από εκείνη της Sinopec Ningxia. Εντούτοις, επισημαίνεται ότι η ανάλυση της υποτιμολόγησης δεν είναι κρίσιμη για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας. Επομένως, το εν λόγω επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί το παραδεκτό του, το οποίο αμφισβητεί η Kuraray (βλ. σκέψη 89 ανωτέρω).

211    Καθόσον διαπιστώθηκε ότι η Επιτροπή ορθώς δεν έλαβε υπόψη, ως κρίσιμα στοιχεία, τα στοιχεία που αφορούσαν τη Sinopec Chongqing και ότι μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα στοιχεία που αφορούσαν τους λοιπούς παραγωγούς-εξαγωγείς, πρέπει να εξεταστεί η επιλογή της να λάβει υπόψη, ανά τύπο πωλούμενου από τη Sinopec Ningxia προϊόντος, την υψηλότερη κανονική αξία μεταξύ εκείνων των λοιπών παραγωγών-εξαγωγέων.

212    Παρότι η Επιτροπή συνέκρινε κατ’ ανάγκην τις κανονικές αξίες των λοιπών παραγωγών-εξαγωγέων, δεδομένου ότι επέλεξε την υψηλότερη κανονική αξία, πρέπει να εξακριβωθεί αν, ενεργώντας με τον τρόπο αυτό, έθεσε τις προσφεύγουσες σε μειονεκτική θέση, όπως οι ίδιες υποστηρίζουν, λόγω της άρνησης συνεργασίας τους, παραβιάζοντας τις αρχές που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 187 ανωτέρω.

213    Συναφώς, αφενός, από τη νομολογία προκύπτει ότι ένα τεκμήριο, έστω και αν είναι δύσκολο να ανατραπεί, παραμένει εντός αποδεκτών ορίων εφόσον είναι ανάλογο προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, υπάρχει η δυνατότητα ανταπόδειξης και διασφαλίζονται τα δικαιώματα άμυνας (βλ. απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, Schindler Holding κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑501/11 P, EU:C:2013:522, σκέψη 107 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

214    Αφετέρου, από το άρθρο 18 του βασικού κανονισμού προκύπτει ότι πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης δεν ήταν να καθιερώσει εκ του νόμου τεκμήριο βάσει του οποίου από την άρνηση συνεργασίας των ενδιαφερομένων να μπορεί άμεσα να συναχθεί ότι η κανονική αξία, ανά τύπο προϊόντος, δεν είναι χαμηλότερη από την υψηλότερη κανονική αξία, ανά τύπο προϊόντος, των άλλων παραγωγών-εξαγωγέων που συνεργάστηκαν και το οποίο, ως εκ τούτου, να απαλλάσσει τα θεσμικά όργανα της Ένωσης από κάθε απαίτηση αποδείξεως. Εντούτοις, λαμβανομένης υπόψη της αναγνωριζόμενης από τη νομολογία δυνατότητας συναγωγής ακόμη και τελικών συμπερασμάτων, στον τομέα των μέτρων εμπορικής άμυνας, βάσει των διαθέσιμων στοιχείων και της δυνατότητας μεταχειρίσεως του μέρους το οποίο αρνείται να συνεργασθεί ή συνεργάζεται μόνον εν μέρει κατά τρόπο λιγότερο ευνοϊκό απ’ ό, τι εάν είχε συνεργασθεί, είναι εξίσου προφανές ότι επιτρέπεται στα θεσμικά όργανα της Ένωσης να στηρίζονται σε δέσμη συγκλινουσών ενδείξεων οι οποίες τους παρέχουν την ευχέρεια να επιλέξουν, μεταξύ των διαθέσιμων στοιχείων κατά την έννοια του άρθρου 18 του βασικού κανονισμού, εκείνα που είναι τα πλέον κρίσιμα. Κάθε άλλη λύση εγκυμονεί τον κίνδυνο να υπονομεύεται η αποτελεσματικότητα των μέτρων εμπορικής άμυνας της Ένωσης, οσάκις τα θεσμικά όργανα της Ένωσης έρχονται αντιμέτωπα με άρνηση συνεργασίας στο πλαίσιο του καθορισμού της κανονικής αξίας (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, Simon, Evers maceu-Co., C‑21/13, EU:C:2014:2154, σκέψεις 36 και 37).

215    Εν προκειμένω, στην αιτιολογική σκέψη 329 του προσβαλλόμενου κανονισμού, η Επιτροπή υποστήριξε κατ’ ουσίαν ότι, λόγω ουσιαστικών και σοβαρών ελλείψεων στην υποβολή στοιχείων σχετικά με το κόστος παραγωγής, η κανονική αξία για τη Sinopec Ningxia κατασκευάστηκε με τη χρήση των πληροφοριών που παρείχαν οι άλλοι παραγωγοί-εξαγωγείς οι οποίοι συνεργάστηκαν. Προσέθεσε επίσης ότι χρησιμοποίησε την υψηλότερη κατασκευασμένη κανονική αξία των άλλων παραγωγών-εξαγωγέων που συνεργάστηκαν.

216    Στην αιτιολογική σκέψη 333 του προσβαλλόμενου κανονισμού, η Επιτροπή, αφού απάντησε στους ισχυρισμούς ενός παραγωγού‑εξαγωγέα του δείγματος και ενός παραγωγού/χρήστη της Ένωσης όσον αφορά τη μεθοδολογία που εφαρμόστηκε για τη Sinopec Ningxia, επισήμανε ότι, «[δ]εδομένου ότι η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να επαληθεύσει και, κατ’ επέκταση, να χρησιμοποιήσει τα δεδομένα που υπέβαλε η Sinopec Ningxia για την κατασκευή της κανονικής της αξίας, δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η κανονική αξία της Sinopec Ningxia ανά τύπο προϊόντος θα [ήταν] χαμηλότερη από την υψηλότερη κανονική αξία ανά τύπο προϊόντος των άλλων συνεργαζόμενων παραγωγών που χρησιμοποιού[σαν] παρόμοιες πρώτες ύλες».

217    Συναφώς, η Επιτροπή αναγνώρισε περαιτέρω, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι στην αιτιολογική σκέψη 333 του προσβαλλόμενου κανονισμού εφάρμοσε τεκμήριο βάσει του οποίου η κανονική αξία της Sinopec Ningxia, ανά τύπο προϊόντος, δεν ήταν χαμηλότερη από την υψηλότερη κανονική αξία, ανά τύπο προϊόντος, των λοιπών παραγωγών-εξαγωγέων.

218    Παρατηρείται επομένως ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 329 και 333 του προσβαλλόμενου κανονισμού, η Επιτροπή, αφού διαπίστωσε την έλλειψη συνεργασίας από πλευράς των προσφευγουσών, εφάρμοσε τεκμήριο βάσει του οποίου η κανονική αξία της Sinopec Ningxia, ανά τύπο προϊόντος, δεν είναι χαμηλότερη από την υψηλότερη κανονική αξία, ανά τύπο προϊόντος, των λοιπών παραγωγών-εξαγωγέων.

219    Επιπλέον, η Επιτροπή, ερωτηθείσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ειδικά ως προς το αν ο φάκελος περιείχε στοιχεία τα οποία μπορούσαν σαφώς να δικαιολογήσουν τη συστηματική χρήση της υψηλότερης κανονικής αξίας των λοιπών παραγωγών-εξαγωγέων για τη Sinopec Ningxia, απάντησε ότι το στοιχείο του φακέλου στο οποίο στηρίχθηκε ήταν η έλλειψη συνεργασίας από πλευράς των προσφευγουσών.

220    Διαπιστώνεται επομένως ότι η Επιτροπή, εφαρμόζοντας το προαναφερθέν τεκμήριο, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο. Συγκεκριμένα, κατά τη συλλογιστική της Επιτροπής, προκειμένου οι προσφεύγουσες να μπορέσουν να ανατρέψουν το τεκμήριο που μνημονεύεται στη σκέψη 218 ανωτέρω, θα έπρεπε να της παράσχουν τις πληροφορίες των οποίων η έλλειψη αποτέλεσε ακριβώς τον παράγοντα που οδήγησε στην εκ μέρους της χρήση των διαθέσιμων στοιχείων κατά την έννοια του άρθρου 18.

221    Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτός κατά το μέρος που η Επιτροπή υπολόγισε την κανονική αξία της Sinopec Ningxia λαμβάνοντας υπόψη την υψηλότερη κανονική αξία, ανά τύπο προϊόντος, των λοιπών παραγωγών-εξαγωγέων και να απορριφθεί κατά τα λοιπά.

 Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 3, παράγραφοι 2 και 3, του βασικού κανονισμού κατά τον καθορισμό της υποτιμολόγησης καθώς και παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 6, του ίδιου κανονισμού

222    Ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως αποτελείται από τρία σκέλη, τα οποία αφορούν όλα παράβαση του άρθρου 3, παράγραφοι 2 και 3, του βασικού κανονισμού. Πιο συγκεκριμένα, με το πρώτο σκέλος προβάλλεται ότι δεν πραγματοποιήθηκε ανάλυση της υποτιμολόγησης ανά τμήμα της αγοράς, με το δεύτερο σκέλος ότι δεν πραγματοποιήθηκε προσαρμογή η οποία να παρέχει τη δυνατότητα συνεκτίμησης της διαφοράς στην ποιότητα μεταξύ, αφενός, των εισαγόμενων PVA και, αφετέρου, των PVA που παράγονται στην Ένωση, ενώ με το τρίτο σκέλος προβάλλεται ότι δεν καθορίστηκε η υποτιμολόγησης για το υπό εξέταση προϊόν στο σύνολό του. Οι προσφεύγουσες επικαλούνται επίσης συνακόλουθη παράβαση του άρθρου 3 παράγραφος 6, του κανονισμού αυτού.

223    Δεδομένου ότι η Επιτροπή, πέραν του ότι αμφισβητεί το βάσιμο του υπό κρίση λόγου, ισχυρίζεται ότι αυτός δεν είναι λυσιτελής, θα πρέπει πρώτα να εξεταστεί το εν λόγω ζήτημα.

 Επί της λυσιτέλειας του τετάρτου λόγου ακυρώσεως

224    Κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως, θεωρείται αλυσιτελής λόγος ο οποίος, ακόμη και αν κρινόταν βάσιμος, δεν είναι ικανός να οδηγήσει στην ακύρωση που επιδιώκει ο προσφεύγων (διάταξη της 26ης Φεβρουαρίου 2013, Castiglioni κατά Επιτροπής, T‑591/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:94, σκέψη 45, και απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2015, Γαλλία κατά Επιτροπής, T‑1/12, EU:T:2015:17, σκέψη 73· πρβλ., επίσης, απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2000, EFMA κατά Συμβουλίου (C‑46/98 P, EU:C:2000:474, σκέψη 38).

225    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι στον προσβαλλόμενο κανονισμό, εκτός του ότι εξέτασε την υποτιμολόγηση των εισαγωγών, διαπίστωσε συμπίεση των τιμών των PVA που πωλούνταν από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 460 έως 462, 473 και 490 του εν λόγω κανονισμού. Οι προσφεύγουσες δεν εξήγησαν για ποιον λόγο οι διαπιστώσεις της Επιτροπής σχετικά με τη συμπίεση αυτή δεν αρκούσαν για τη στήριξη του συμπεράσματός της ότι οι εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ προκαλούσαν ζημία στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής. Επομένως, κατά την Επιτροπή, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο οι προσφεύγουσες βάλλουν κατά της εξέτασης της υποτιμολόγησης των εισαγωγών, είναι αλυσιτελής.

226    Οι προσφεύγουσες απαντούν ότι απλές δηλώσεις σχετικά με τη συμπίεση των τιμών, μη στηριζόμενες σε αποδεικτικά στοιχεία, δεν μπορούν να θεραπεύσουν τις παραβάσεις του άρθρου 3, παράγραφοι 2 και 3, του βασικού κανονισμού, τις οποίες επικαλούνται με τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως.

227    Υπενθυμίζεται το γράμμα των κρίσιμων διατάξεων του άρθρου 3 του βασικού κανονισμού, το οποίο έχει ως εξής:

«1.      Κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και εφόσον δεν ορίζεται κάτι διαφορετικό, ο όρος “ζημία” σημαίνει τη σημαντική ζημία που προκαλείται στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής, τον κίνδυνο πρόκλησης σημαντικής ζημίας στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής ή την αισθητή καθυστέρηση της δημιουργίας ενός τέτοιου κλάδου παραγωγής· η ερμηνεία του όρου διέπεται από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

2.      Ο προσδιορισμός της ζημίας γίνεται με βάση θετικά αποδεικτικά στοιχεία και προϋποθέτει αντικειμενική εξέταση:

α)      του όγκου των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και της επίδρασής τους στις τιμές των ομοειδών προϊόντων στην αγορά της Ένωσης· και

β)      των συνεπειών των εισαγωγών αυτών για τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής.

3.      Προκειμένου περί του όγκου των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, εξετάζεται κατά πόσον έχει σημειωθεί σημαντική αύξηση των εισαγωγών αυτών, είτε σε απόλυτα μεγέθη είτε σε συνάρτηση με την παραγωγή ή την κατανάλωση στην Ένωση. Προκειμένου περί της επίδρασης των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ επί των τιμών, εξετάζεται κατά πόσον έχουν πραγματοποιηθεί εισαγωγές με πρακτικές ντάμπινγκ σε τιμές αισθητά κατώτερες από τις τιμές που εφαρμόζει για τα ομοειδή προϊόντα ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής ή κατά πόσον εισαγωγές αυτού του είδους προκαλούν με οποιονδήποτε τρόπο τη συμπίεση των τιμών σε σημαντικό βαθμό ή τη σε σημαντικό βαθμό παρακώλυση της αύξησης των τιμών που θα είχε σημειωθεί σε αντίθετη περίπτωση. Κανένας από τους ανωτέρω παράγοντες, ούτε περισσότεροι εξ αυτών από κοινού δεν έχουν κατ’ ανάγκη αποφασιστική σημασία.

[…]

5. Η εξέταση των επιπτώσεων των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ για τον οικείο ενωσιακό κλάδο παραγωγής περιλαμβάνει αξιολόγηση όλων των συναφών οικονομικών παραγόντων και των δεικτών που έχουν σημασία για την κατάσταση του [ενωσιακού] κλάδου παραγωγής […].

6. Με βάση το σύνολο των συναφών αποδεικτικών στοιχείων που υποβάλλονται σε σχέση με την παράγραφο 2, πρέπει να αποδεικνύεται ότι οι εισαγωγές με πρακτικές ντάμπινγκ προκαλούν ζημία κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού. Ειδικότερα, αυτό περιλαμβάνει την απόδειξη πως ο όγκος και/ή το επίπεδο των τιμών, όπως αυτά έχουν καθοριστεί βάσει της παραγράφου 3, ευθύνονται για τις συνέπειες επί του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 5, όπως επίσης ότι οι συνέπειες αυτές είναι τέτοιας έκτασης, ώστε να είναι δυνατό να θεωρηθούν σημαντικές.»

228    Οι διατάξεις του άρθρου 3, παράγραφοι 2, 3, 5 και 6, του βασικού κανονισμού εμφανίζουν σημαντική ομοιότητα –αν δεν είναι ταυτόσημες– με εκείνες του άρθρου 3.1, του άρθρου 3.2 και του άρθρου 3.5 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ. Ως εκ τούτου, οι αρχές που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 20 έως 22 έχουν εφαρμογή.

229    Κατά τα διαλαμβανόμενα στην έκθεση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου στο πλαίσιο της διαφοράς «Κίνα – Αντισταθμιστικοί δασμοί και δασμοί αντιντάμπινγκ για χάλυβα έλασης με προσανατολισμένους κόκκους για ηλεκτρικές εφαρμογές από τις ΗΠΑ», η οποία εγκρίθηκε από το ΟΕΔ στις 16 Νοεμβρίου 2012 (WT/DS 414/AB/R, σημείο 137), τα στοιχεία που είναι κρίσιμα για την εξέταση που αφορά τις αισθητά χαμηλότερες τιμές μπορεί να είναι διαφορετικά από εκείνα που είναι κρίσιμα για την εξέταση που αφορά τη συμπίεση των τιμών σε σημαντικό βαθμό ή τη σε σημαντικό βαθμό παρακώλυση της αύξησής τους. Ως εκ τούτου, ακόμη και αν οι τιμές των υπό εξέταση εισαγωγών δεν είναι σε σημαντικό βαθμό χαμηλότερες από τις τιμές των ομοειδών εγχώριων προϊόντων, οι εισαγωγές αυτές θα μπορούσαν, παρ’ όλα αυτά, να έχουν ως αποτέλεσμα τη συμπίεση των τιμών ή την παρακώλυση της αύξησης των τιμών για τις εγχώριες τιμές.

230    Ομοίως, από την έκθεση της ειδικής ομάδας στο πλαίσιο της διαφοράς «Κορέα – Δασμοί αντιντάμπινγκ που αφορούν τις ελαστικές βαλβίδες από την Ιαπωνία», η οποία εγκρίθηκε από το ΟΕΔ στις 30 Σεπτεμβρίου 2019 (WT/DS 504/R, σημείο 7.299), προκύπτει ότι, παρότι συχνά η ύπαρξη υποτιμολόγησης των εισαγωγών προβάλλεται ως ένδειξη ότι οι εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ έχουν ως αποτέλεσμα τη συμπίεση των τιμών ή την παρακώλυση της αύξησης των τιμών στον κλάδο παραγωγής της χώρας εισαγωγής, η αρμόδια αρχή μπορεί ευλόγως να θεωρήσει ότι οι εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ έχουν ως αποτέλεσμα τη συμπίεση των τιμών ή την παρακώλυση της αύξησής τους ακόμη και όταν δεν συντρέχει περίπτωση υποτιμολόγησης.

231    Εν προκειμένω, οι διάδικοι συμφωνούν ότι, κατ’ αρχήν, η συμπίεση των τιμών του ενωσιακού κλάδου παραγωγής μπορεί να επέλθει ακόμη και στην περίπτωση που δεν υπάρχει υποτιμολόγηση των εισαγωγών.

232    Ωστόσο, ενώ, κατά την Επιτροπή, οι διαπιστώσεις που διαλαμβάνονται στον προσβαλλόμενο κανονισμό ως προς τη συμπίεση των τιμών του ενωσιακού κλάδου παραγωγής δεν έχουν σχέση με τις διαπιστώσεις που αφορούν την υποτιμολόγηση των εισαγωγών, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η συμπίεση αυτή αποτελεί συνέπεια της υποτιμολόγησης των εισαγωγών.

233    Υπενθυμίζεται ότι η αιτιολογική σκέψη 490 του προσβαλλόμενου κανονισμού έχει ως εξής:

«Η ανάλυση των δεικτών ζημίας στις αιτιολογικές σκέψεις 398 έως 478 δείχνει ότι η οικονομική κατάσταση του ενωσιακού κλάδου παραγωγής επιδεινώθηκε κατά την εξεταζόμενη περίοδο και το γεγονός αυτό συνέπεσε με τη σημαντική αύξηση των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ από την οικεία χώρα, σε τιμές χαμηλότερες από τις τιμές του ενωσιακού κλάδου παραγωγής κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας, γεγονός που προκάλεσε σημαντική συμπίεση των τιμών καθώς ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής δεν ήταν σε θέση να αυξήσει τις τιμές αναλογικά με την αύξηση του κόστους παραγωγής.»

234    Λόγω και μόνον του ότι, σε ορισμένες γλωσσικές αποδώσεις του προσβαλλόμενου κανονισμού, παρεμβάλλεται ο σύνδεσμος «και» μεταξύ των φράσεων «τιμές χαμηλότερες από τις τιμές του ενωσιακού κλάδου παραγωγής κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας» και «σημαντική συμπίεση των τιμών», θα μπορούσε η αιτιολογική σκέψη 490 του εν λόγω κανονισμού να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η απότομη αύξηση των κινεζικών εισαγωγών είχε ως αποτέλεσμα, αφενός, την υποτιμολόγηση και, αφετέρου, τη συμπίεση των τιμών, η οποία ήταν ανεξάρτητη από την υποτιμολόγηση.

235    Πρέπει, ωστόσο, να εξεταστεί αν ο προσβαλλόμενος κανονισμός περιέχει ανάλυση της σχέσης μεταξύ της συμπίεσης των τιμών και της αύξησης των εισαγωγών, η οποία στηρίζεται σε στοιχεία διαφορετικά από εκείνα που αφορούν την υποτιμολόγηση.

236    Ως προς το ζήτημα αυτό, η Επιτροπή επικαλείται τις αιτιολογικές σκέψεις 460 έως 462 και 473 του προσβαλλόμενου κανονισμού.

237    Από τις αιτιολογικές σκέψεις 460 έως 462 και 473 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ότι η Επιτροπή εξέτασε την εξέλιξη των τιμών πώλησης του ενωσιακού κλάδου παραγωγής και διαπίστωσε ότι κατά την εξεταζόμενη περίοδο οι τιμές αυτές είχαν αυξηθεί κατά 14 %, ενώ το μοναδιαίο κόστος παραγωγής είχε αυξηθεί κατά 24 %, εξαιτίας της αύξησης της τιμής της χρησιμοποιηθείσας βασικής πρώτης ύλης. Επισήμανε ότι η πίεση που άσκησαν οι κινεζικές εισαγωγές στις τιμές εμπόδισε τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής να αυξήσει περαιτέρω τις τιμές του και να αντισταθμίσει την αύξηση της τιμής της πρώτης ύλης.

238    Επομένως, οι αιτιολογικές σκέψεις 460 έως 462 και 473 του προσβαλλόμενου κανονισμού δεν μπορούν να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι η συμπίεση των τιμών του ενωσιακού κλάδου παραγωγής οφείλεται σε παράγοντες διαφορετικούς από την υποτιμολόγηση των εισαγωγών. Πράγματι, ο λόγος για τον οποίο, παρά τη σημαντική αύξηση του μοναδιαίου κόστους παραγωγής, ο εν λόγω κλάδος δεν αύξησε αντιστοίχως τις τιμές του έγκειται στην πίεση που ασκήθηκε από τις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ. Η πίεση αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι οι τιμές των Κινέζων παραγωγών-εξαγωγέων είναι χαμηλότερες από τις τιμές του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, όπερ σημαίνει ύπαρξη υποτιμολόγησης των εισαγωγών.

239    Εξάλλου, η Επιτροπή εσφαλμένως επικαλείται τις σκέψεις 95 έως 99 της αποφάσεως της 14ης Σεπτεμβρίου 2022, Methanol Holdings (Trinidad) κατά Επιτροπής (T‑744/19, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2022:558), και τις σκέψεις 257 έως 261 της αποφάσεως της 14ης Σεπτεμβρίου 2022, Nevinnomysskiy Azot και NAK «Azot» κατά Επιτροπής (T‑865/19, μη δημοσιευθείσα, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2022:559). Συγκεκριμένα, πρώτον, όσον αφορά την πρώτη από τις ανωτέρω αποφάσεις, το ζήτημα που εξετάστηκε στις σκέψεις στις οποίες στηρίζεται η Επιτροπή αφορούσε το παραδεκτό αιτιάσεως προβληθείσας με το υπόμνημα απαντήσεως, ενώ, εν προκειμένω, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως προβλήθηκε με το δικόγραφο της προσφυγής. Κατά τα λοιπά, στις δύο αυτές αποφάσεις, στις σκέψεις που αμέσως έπονται εκείνων στις οποίες στηρίζεται η Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο υπογράμμισε ότι υπήρχε σχέση μεταξύ, αφενός, της υποτιμολόγησης και, αφετέρου, της συμπίεσης και του παγώματος των τιμών. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν απέδωσε αυτοτελή αξία στη συμπίεση ή το πάγωμα των τιμών κατά τη διαπίστωση της ύπαρξης ζημίας στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής.

240    Κατόπιν των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως είναι λυσιτελής και, ως εκ τούτου, πρέπει να εξεταστεί το ζήτημα της βασιμότητάς του.

 Επί του βασίμου του τετάρτου λόγου ακυρώσεως

–       Επί του πρώτου σκέλους

241    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, αντιθέτως προς όσα διαπίστωσε η Επιτροπή με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, η αγορά των PVA υποδιαιρείται σε δύο τμήματα. Το πρώτο τμήμα αφορά ποιότητες PVA υψηλού επιπέδου, οι οποίες χαρακτηρίζονται από στενό φάσμα ιξώδους και υδρόλυσης, χαμηλή περιεκτικότητα σε μεθανόλη, χαμηλή περιεκτικότητα σε τέφρα και μικρότερο μέγεθος σωματιδίων. Αυτές οι ποιότητες PVA πωλούνται σε υψηλότερες τιμές. Το δεύτερο τμήμα αφορά ποιότητες χαμηλότερου επιπέδου, οι οποίες χαρακτηρίζονται από ευρύ φάσμα ιξώδους και υδρόλυσης, υψηλή περιεκτικότητα σε μεθανόλη, υψηλή περιεκτικότητα σε τέφρα και μεγαλύτερο μέγεθος σωματιδίων. Αυτές οι ποιότητες PVA πωλούνται σε χαμηλότερες τιμές.

242    Οι προσφεύγουσες υπογραμμίζουν ότι, μολονότι θα μπορούσαν, θεωρητικώς, ορισμένοι κλάδοι παραγωγής οι οποίοι χρησιμοποιούν ποιότητες PVA χαμηλότερου επιπέδου να στραφούν σε ποιότητες PVA υψηλότερου επιπέδου, μια τέτοια μεταστροφή δεν θα είχε νόημα από οικονομικής απόψεως. Οι δε κλάδοι παραγωγής που χρησιμοποιούν ποιότητες PVA υψηλότερου επιπέδου δεν μπορούν να τις αντικαταστήσουν με ποιότητες PVA χαμηλότερου επιπέδου.

243    Λόγω των σημαντικών διαφορών που παρατηρούνται ως προς την τιμή και την ποιότητα μεταξύ των διαφόρων ποιοτήτων PVA που εμπίπτουν στο κατά τα ανωτέρω πρώτο ή δεύτερο τμήμα της αγοράς, οι εν λόγω ποιότητες δεν είναι άμεσα εναλλάξιμες από πλευράς ζήτησης.

244    Κατά τις προσφεύγουσες, δεδομένου ότι η αγορά των PVA υποδιαιρείται στα δύο προαναφερθέντα τμήματα, η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη την ύπαρξη των τμημάτων αυτών στην ανάλυση της υποτιμολόγησης που διενήργησε, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του γεγονότος ότι πολλοί Κινέζοι παραγωγοί παρήγαν κυρίως PVA οι οποίες εμπίπτουν στο τμήμα της αγοράς χαμηλότερης ποιότητας, ενώ οι παραγόμενες στην Ένωση PVA εμπίπτουν κατά γενικό κανόνα στο τμήμα της αγοράς υψηλότερης ποιότητας.

245    Προς στήριξη των επιχειρημάτων τους, οι προσφεύγουσες επικαλούνται, μεταξύ άλλων, την έκθεση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου στο πλαίσιο της διαφοράς «Κίνα – Μέτρα για την επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ στους σωλήνες χωρίς συγκόλληση από ανοξείδωτο χάλυβα υψηλών επιδόσεων από την Ιαπωνία», η οποία εγκρίθηκε από το ΟΕΔ στις 28 Οκτωβρίου 2015 (WT/DS 454/AB/R, σημείο 5.181) (στο εξής: έκθεση HP-SSST).

246    Κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως της 20ής Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά Hubei Xinyegang Special Tube (C‑891/19 P, EU:C:2022:38), οι προσφεύγουσες, απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, αποσαφήνισαν τα επιχειρήματά τους υπό το πρίσμα των συμπερασμάτων που απορρέουν από την απόφαση αυτή, με την οποία το Δικαστήριο αναίρεσε την απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2019, Hubei Xinyegang Special Tube κατά Επιτροπής (T‑500/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:691), την οποία είχαν επικαλεστεί με τα υπομνήματά τους. Κατά τις προσφεύγουσες, η υπό κρίση υπόθεση αντιστοιχεί στις τρεις εξαιρετικές περιστάσεις, οι οποίες απορρέουν από την εν λόγω απόφαση του Δικαστηρίου, στις οποίες η Επιτροπή δεν μπορεί απλώς να περιοριστεί στην εξέταση της υποτιμολόγησης βάσει των αριθμών ελέγχου προϊόντος (στο εξής: PCN), αλλά πρέπει να διενεργήσει ανάλυση ανά τμήμα της αγοράς. Συγκεκριμένα, πρώτον, η αγορά των PVA αποτελείται από δύο διακριτά τμήματα, δεύτερον, οι τιμές των PVA είναι αισθητά διαφορετικές ανάλογα με το τμήμα της αγοράς στο οποίο εμπίπτουν και, τρίτον, οι πωλήσεις PVA του ενωσιακού κλάδου παραγωγής επικεντρώνονται στο τμήμα της αγοράς των PVA υψηλής ποιότητας, ενώ οι εισαγωγές προελεύσεως Κίνας επικεντρώνονται στο τμήμα της αγοράς των PVA χαμηλότερης ποιότητας.

247    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Kuraray και την Sekisui, αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

248    Οι κρίσιμες διατάξεις του άρθρου 3 του βασικού κανονισμού υπομνήσθηκαν στη σκέψη 227 ανωτέρω.

249    Ο υπολογισμός της υποτιμολόγησης των επίμαχων εισαγωγών πραγματοποιείται, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 3, του βασικού κανονισμού, για τον προσδιορισμό της ζημίας που υπέστη ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής ως συνέπεια των εισαγωγών αυτών και χρησιμοποιείται, ευρύτερα, για την αξιολόγηση της ζημίας αυτής και τον προσδιορισμό του περιθωρίου ζημίας, δηλαδή του επιπέδου εξάλειψης της ζημίας αυτής (βλ. κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 10ης Απριλίου 2019, Jindal Saw και Jindal Saw Italia κατά Επιτροπής (T‑301/16, EU:T:2019:234, σκέψη 176). Προς τούτο, η Επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως (βλ. απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά Hubei Xinyegang Special Tube, C‑891/19 P, EU:C:2022:38, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

250    Ο βασικός κανονισμός δεν περιέχει ορισμό της έννοιας της υποτιμολόγησης και δεν προβλέπει μέθοδο υπολογισμού της (αποφάσεις της 20ής Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά Hubei Xinyegang Special Tube, C‑891/19 P, EU:C:2022:38, σκέψη 73· βλ. επίσης, κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 10ης Απριλίου 2019, Jindal Saw και Jindal Saw Italia κατά Επιτροπής, T‑301/16, EU:T:2019:234, σκέψη 175).

251    Εντούτοις, από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 3, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού προκύπτει ότι η μέθοδος που ακολουθείται για τον προσδιορισμό ενδεχόμενης υποτιμολόγησης πρέπει, κατ’ αρχήν, να εφαρμόζεται στο επίπεδο του «ομοειδούς προϊόντος», κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, του εν λόγω κανονισμού, ακόμη και αν το προϊόν αυτό μπορεί να αποτελείται από διαφορετικούς τύπους προϊόντος που εμπίπτουν σε περισσότερα τμήματα της αγοράς (πρβλ. απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά Hubei Xinyegang Special Tube, C‑891/19 P, EU:C:2022:38, σκέψη 74 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

252    Ως εκ τούτου, ο βασικός κανονισμός δεν επιβάλλει, κατ’ αρχήν, υποχρέωση στην Επιτροπή να διενεργεί ανάλυση της ύπαρξης υποτιμολόγησης σε επίπεδο διαφορετικό από εκείνο του ομοειδούς προϊόντος (απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά Hubei Xinyegang Special Tube, C‑891/19 P, EU:C:2022:38, σκέψη 75).

253    Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από το σημείο 5.180 της έκθεσης HP‑SSST, την οποία επικαλούνται οι προσφεύγουσες, στο οποίο διαλαμβάνεται ότι η αρμόδια αρχή δεν υποχρεούται, βάσει του άρθρου 3.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, να προσδιορίζει την ύπαρξη υποτιμολόγησης για κάθε τύπο προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας ή σε σχέση με όλο το φάσμα προϊόντων που απαρτίζουν το ομοειδές εθνικό προϊόν (απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά Hubei Xinyegang Special Tube, C‑891/19 P, EU:C:2022:38, σκέψη 76).

254    Εντούτοις, όπως επιβεβαιώνεται από το σημείο 5.180 της έκθεσης HP‑SSST, δεδομένου ότι, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή οφείλει να προβεί σε «αντικειμενική εξέταση» της επίδρασης των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ στις τιμές των ομοειδών προϊόντων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη, κατά την ανάλυση της υποτιμολόγησης, όλα τα κρίσιμα θετικά αποδεικτικά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων, ενδεχομένως, των σχετικών με τα διάφορα τμήματα της αγοράς του υπό εξέταση προϊόντος στοιχείων (απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά Hubei Xinyegang Special Tube, C‑891/19 P, EU:C:2022:38, σκέψη 77).

255    Επιπλέον, από τη νομολογία προκύπτει ότι η εξέταση της υποτιμολόγησης βάσει μεθόδου η οποία συνίσταται στη διενέργεια σύγκρισης PCN προς PCN (στο εξής: μέθοδος PCN) επιτρέπει, σε ορισμένο βαθμό, να ληφθεί υπόψη η ενδεχόμενη κατάτμηση της αγοράς του υπό εξέταση προϊόντος (πρβλ. απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά Hubei Xinyegang Special Tube, C‑891/19 P, EU:C:2022:38, σκέψεις 106, 113 και 114).

256    Εντούτοις, προκειμένου να διασφαλιστεί η αντικειμενικότητα της ανάλυσης της υποτιμολόγησης, η Επιτροπή μπορεί, υπό ορισμένες περιστάσεις, να υποχρεωθεί να διενεργήσει τέτοια ανάλυση στο επίπεδο των τμημάτων της αγοράς του επίμαχου προϊόντος, έστω και αν η ευρεία διακριτική ευχέρεια που διαθέτει το θεσμικό αυτό όργανο για τον προσδιορισμό, μεταξύ άλλων, της ύπαρξης ζημίας (βλ. σκέψη 249 ανωτέρω), εκτείνεται τουλάχιστον στις αποφάσεις που αφορούν την επιλογή της μεθόδου ανάλυσης, τα στοιχεία και τις αποδείξεις που πρέπει να συλλεχθούν, τον τρόπο υπολογισμού που πρέπει να χρησιμοποιηθεί για τον καθορισμό του περιθωρίου υποτιμολόγησης, καθώς και την ερμηνεία και την εκτίμηση των συλλεχθέντων στοιχείων (πρβλ. απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά Hubei Xinyegang Special Tube, C‑891/19 P, EU:C:2022:38, σκέψη 78).

257    Επομένως, υπό ορισμένες εξαιρετικές περιστάσεις, είναι δυνατόν να επιβληθεί στην Επιτροπή υποχρέωση διενέργειας συμπληρωματικής ανάλυσης της υποτιμολόγησης, συνιστάμενης στη σύγκριση των τιμών σε κάθε τμήμα της αγοράς, πέραν της αναλύσεως που διενεργήθηκε βάσει της μεθόδου PCN (πρβλ. απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά Hubei Xinyegang Special Tube, C‑891/19 P, EU:C:2022:38, σκέψη 111).

258    Οι εξαιρετικές αυτές περιστάσεις αφορούν τόσο την ύπαρξη σημαντικής κατάτμησης της αγοράς του υπό εξέταση προϊόντος η οποία συνεπάγεται σημαντικές διαφορές μεταξύ των τμημάτων της αγοράς (στο εξής: πρώτη προϋπόθεση) όσο και την ύπαρξη μιας κατάστασης χαρακτηριζόμενης από υψηλή συγκέντρωση των εγχώριων πωλήσεων και των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ σε διαφορετικά τμήματα της αγοράς (στο εξής: δεύτερη προϋπόθεση) (πρβλ. απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά Hubei Xinyegang Special Tube, C‑891/19 P, EU:C:2022:38, σκέψεις 79 έως 81, 110 και 111).

259    Τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι προσφεύγουσες προς στήριξη του υπό κρίση σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να εξεταστούν υπό το πρίσμα των ως άνω εκτιμήσεων και των εκτιμήσεων σχετικά με την έκταση του δικαστικού ελέγχου που εκτίθενται στις σκέψεις 190 και 191 ανωτέρω.

260    Με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, η Επιτροπή επισήμανε τα εξής:

«(60)      Επιπλέον, από τα στοιχεία που συλλέχθηκαν κατά τη διάρκεια της έρευνας προέκυψε ότι ορισμένες από αυτές τις ποιότητες (είτε πωλούνται από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής είτε από τους παραγωγούς-εξαγωγείς) έχουν ευρύ φάσμα εφαρμογών και, εν γένει, χαμηλότερη τιμή. Άλλες πιο εξειδικευμένες ποιότητες που έχουν σχεδιαστεί για εφαρμογές με περιορισμένες προδιαγραφές […] είναι κατά μέσο όρο ακριβότερες. Οι εν λόγω ποιότητες πωλούνται επίσης από ενωσιακούς παραγωγούς και παραγωγούς-εξαγωγείς.

(61)      Ωστόσο, παρά τον μεγάλο αριθμό διαφορετικών ποιοτήτων, η Επιτροπή έκρινε ότι δεν υπάρχουν καθορισμένα τμήματα στην αγορά PVA. Διαφορετικοί χρήστες μπορούν να προμηθεύονται διαφορετικές ποιότητες PVA, ανάλογα με τις απαιτούμενες τεχνικές προδιαγραφές τους. Για ορισμένους χρήστες το σημαντικότερο στοιχείο είναι η περιεκτικότητα σε τέφρα, για άλλους το ιξώδες, ενώ κάποιοι άλλοι έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν κατά το πλείστον οποιαδήποτε από τις προδιαγραφές. Κάθε κλάδος παραγωγής-χρήστης μπορεί να χρησιμοποιεί κατ’ εναλλαγή διαφορετικό σύνολο ποιοτήτων PVA. Αν και ορισμένοι χρήστες […] είναι περισσότερο περιορισμένοι ως προς τον αριθμό των διαφορετικών ποιοτήτων που μπορούν να χρησιμοποιήσουν, το φάσμα των ποιοτήτων τους εξακολουθεί να αλληλεπικαλύπτεται με άλλους τύπους χρηστών, οι οποίοι έχουν τη δυνατότητα να προμηθεύονται ευρύτερο φάσμα ποιοτήτων.

(62)      Για τους ανωτέρω λόγους, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι όλες οι ποιότητες ήταν ανταγωνιστικές μεταξύ τους, τουλάχιστον σε έναν ορισμένο βαθμό, και ως εκ τούτου η διενέργεια ανάλυσης κατά τμήματα δεν ήταν σκόπιμη ούτε κατάλληλη στην παρούσα υπόθεση […]

(64)      Από την ανάλυση που διενήργησε η Επιτροπή επιβεβαιώθηκε ότι οι διάφορες ποιότητες, όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 61, είναι εναλλάξιμες, τουλάχιστον σε κάποιον βαθμό. Ακόμη και αν αληθεύει ότι ορισμένοι χρήστες μπορούν να προμηθευτούν περιορισμένο μόνο σύνολο ποιοτήτων για τις εφαρμογές τους, οι ποιότητες αυτές δεν αφορούν αποκλειστικά τον κατάντη κλάδο παραγωγής ενός χρήστη, αλλά αλληλεπικαλύπτονται με τις ποιότητες που διοχετεύονται σε άλλες κατάντη εφαρμογές. Επιπλέον, η έρευνα αποκάλυψε ότι οι Κινέζοι παραγωγοί-εξαγωγείς προμηθεύουν ποιότητες και για τις τέσσερις κύριες εφαρμογές των PVA, οι οποίες ανταγωνίζονται πλήρως τις ποιότητες που πωλούνται από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής.

[…]

(78) [Ο]ι διάφορες ποιότητες των PVA παρουσιάζουν τα ίδια βασικά χαρακτηριστικά και οι χρήσεις τους είναι σε μεγάλο βαθμό πανομοιότυπες και εναλλάξιμες. Τα επίπεδα της περιεκτικότητας σε τέφρα ή μεθανόλη, αυτά καθαυτά, δεν καθορίζουν τις εφαρμογές ούτε την τιμή του υπό εξέταση προϊόντος, δεδομένου ότι το στοιχείο που καθορίζει τα χαρακτηριστικά της ποιότητας, την πιθανή τελική της χρήση και την τιμή πώλησης είναι ο συνδυασμός με τα άλλα συναφή χαρακτηριστικά, όπως το ιξώδες και ο βαθμός υδρόλυσης.

(79)      Από τα στοιχεία που συλλέχθηκαν κατά την έρευνα προέκυψε ότι η διαφορά της μέσης τιμής μεταξύ των ποιοτήτων PVA με “χαμηλή περιεκτικότητα σε τέφρα” και των ποιοτήτων PVA με “συνήθη περιεκτικότητα σε τέφρα” είναι περίπου 10 %. Ωστόσο, οι τιμές των PVA μπορεί να διαφοροποιούνται σε ποσοστό της τάξης έως και 40 % μεταξύ των ποιοτήτων PVA με την ίδια περιεκτικότητα σε τέφρα. Επιπλέον, ορισμένες ποιότητες με “συνήθη” περιεκτικότητα σε τέφρα που εικάζεται ότι είναι φθηνότερες ενδέχεται να είναι έως και κατά 27 % ακριβότερες από ό,τι οι ποιότητες με “χαμηλή περιεκτικότητα σε τέφρα”. Επομένως, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς των ενδιαφερόμενων μερών, δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η ενωσιακή αγορά χωριζόταν σε PVA υψηλής ποιότητας (που παράγονταν από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής) και σε PVA χαμηλής ποιότητας (που εισάγονταν από τη[ν Κίνα]) με βάση την περιεκτικότητα σε τέφρα και σε μεθανόλη, ούτε και ότι αυτός ο εικαζόμενος διαχωρισμός αποτυπώνεται στις τιμές και στο κόστος παραγωγής. Απεναντίας, […] πολλές ποιότητες με εικαζόμενες “συνήθεις” προδιαγραφές ανταγωνίζονται επίσης εικαζόμενες ποιότητες “υψηλού επιπέδου” του ομοειδούς προϊόντος.»

261    Επομένως, η Επιτροπή απέκλεισε τόσο την ύπαρξη σημαντικής κατάτμησης της αγοράς των PVA όσο και την υψηλή συγκέντρωση των πωλήσεων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής και των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ σε δύο διακριτά τμήματα.

262    Δεδομένου ότι η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να διενεργήσει αντικειμενική εξέταση της υποτιμολόγησης (βλ. σκέψεις 254 και 256 ανωτέρω), πρέπει να εξακριβωθεί αν οι διαπιστώσεις της τεκμηριώνονται επαρκώς από τα στοιχεία του φακέλου της διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού, περιλαμβανομένων και των στοιχείων που δεν μνημονεύονται ρητώς στον προσβαλλόμενο κανονισμό (βλ. σκέψη 152 ανωτέρω).

263    Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο ζήτησε από την Επιτροπή να διευκρινίσει τα στοιχεία του φακέλου βάσει των οποίων απέκλεισε τόσο την κατάτμηση της αγοράς όσο και τη συγκέντρωση των εισαγωγών και των πωλήσεων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής σε διακριτά τμήματα.

264    Συναφώς, η Επιτροπή παρέπεμψε στις απαντήσεις των χρηστών PVA επί του αιτήματός της για παροχή πληροφοριών σχετικά με τις αγορές PVA ανά PCN καθώς και στα στοιχεία που της παρέσχε η Kuraray.

265    Όσον αφορά την απουσία σημαντικής κατάτμησης, η Επιτροπή προσκόμισε αντίγραφο της αίτησής της για παροχή πληροφοριών, χωρίς να προσκομίσει τις απαντήσεις που έλαβε, οι οποίες είχαν χαρακτηριστεί εμπιστευτικές. Επίσης, κατέθεσε απόσπασμα κειμένου προερχόμενου από τον ιστότοπο της Kuraray. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή διευκρίνισε, χωρίς να αντικρουστεί από τις προσφεύγουσες, ότι προγενέστερη διατύπωση του συγκεκριμένου αποσπάσματος περιλαμβανόταν στον φάκελο της διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού.

266    Διαπιστώνεται ότι το απόσπασμα του προερχόμενου από τον ιστότοπο της Kuraray κειμένου καταδεικνύει ότι πολλές ποιότητες PVA χρησιμοποιούνται, κατά τη βασική τους χρήση, τόσο από κλάδους παραγωγής οι οποίοι κανονικά χρησιμοποιούν PVA υψηλής ποιότητας όσο και από κλάδους παραγωγής οι οποίοι κανονικά χρησιμοποιούν PVA κατώτερης ποιότητας. Όπως παρατηρεί η Επιτροπή, πολλές ποιότητες PVA που χρησιμοποιούνται στον κλάδο παραγωγής χαρτιού και συγκολλητικών υλών χρησιμοποιούνται επίσης και στους κλάδους παραγωγής με πολυμερισμό σε γαλάκτωμα καθώς και στους κλάδους παραγωγής πολυβινυλοβουτυράλης. Κατά συνέπεια, το απόσπασμα αυτό επιβεβαιώνει ότι η αγορά των PVA δεν παρουσιάζει σημαντική κατάτμηση.

267    Εξάλλου, πρέπει να επισημανθεί ότι, καθόσον η πρώτη προϋπόθεση αφορά την ύπαρξη σημαντικής κατάτμησης του επίμαχου προϊόντος, προκειμένου να αποκλειστεί η συνδρομή της, αντιθέτως προς ό, τι υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, δεν είναι αναγκαίο να μπορούν όλοι οι χρήστες να αγοράζουν αδιακρίτως όλες τις ποιότητες PVA και, επομένως, οι ποιότητες αυτές να είναι πλήρως εναλλάξιμες.

268    Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι, εν προκειμένω, δεν πληρούται η πρώτη προϋπόθεση.

269    Επομένως, μπορεί ήδη να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να διενεργήσει ανάλυση της υποτιμολόγησης, συμπληρωματική εκείνης που στηρίχθηκε στη μέθοδο PCN, χωρίς να χρειάζεται να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί της δεύτερης προϋπόθεσης.

270    Εν πάση περιπτώσει, όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, επισημαίνονται τα ακόλουθα.

271    Ο φάκελος της υπό κρίση υπόθεσης περιλαμβάνει τρεις πίνακες, οι οποίοι περιέχονταν στον φάκελο της διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού, έκαστος των οποίων αφορούσε έναν από τους τρεις κύριους Κινέζους παραγωγούς‑εξαγωγείς που συνεργάστηκαν, στους οποίους συγκαταλέγονται οι προσφεύγουσες. Οι πίνακες αυτοί εμφανίζουν τις εισαχθείσες στην Ένωση ποσότητες PVA ανά PCN. Αντιθέτως, για λόγους εμπιστευτικότητας, στους πίνακες αυτούς δεν φαίνεται το μέγεθος, ανά PCN, των πωλήσεων που πραγματοποίησε η Kuraray. Από τη μελέτη των αριθμητικών στοιχείων που περιλαμβάνονται στους πίνακες αυτούς μπορεί να διαπιστωθεί ότι οι εισαγωγές, στο σύνολό τους, καλύπτουν οκτώ διαφορετικούς PCN, όπως αυτοί έχουν αναθεωρηθεί, χωρίς οι προσφεύγουσες να προβούν σε σχετική αμφισβήτηση, καθώς και ότι οι ποσότητες που αφορούν τους δύο από τους εν λόγω PCN αντιστοιχούν, για καθέναν από αυτούς, περίπου στο 29 % του συνόλου των εισαγωγών των εν λόγω παραγωγών-εξαγωγέων, ενώ οι ποσότητες που αφορούν τους υπόλοιπους έξι PCN ανέρχονται σε ποσοστά που κυμαίνονται μεταξύ του 3,24 % και του 9,54 %.

272    Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι εισαγωγές χαρακτηρίζονται από υψηλή συγκέντρωση και, ως εκ τούτου, ακόμη και ελλείψει στοιχείων σχετικά με τις πωλήσεις της Kuraray, διαπιστώνεται ότι η δεύτερη προϋπόθεση δεν πληρούται.

273    Δεδομένου ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 258, θα πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να διενεργήσει ανάλυση της υποτιμολόγησης, συμπληρωματική εκείνης που στηρίζεται στη μέθοδο PCN.

274    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί του δευτέρου σκέλους

275    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν καθόρισε ορθώς την υποτιμολόγηση, δεδομένου ότι, ενώ πραγματοποίησε προσαρμογή ύψους 10 %, προκειμένου να λάβει υπόψη τη χαμηλότερη ποιότητα, όσον αφορά την περιεκτικότητα σε τέφρα, των εισαγόμενων από την Κίνα PVA σε σχέση με τις παραγόμενες στην Ένωση, αρνήθηκε να πραγματοποιήσει άλλες προσαρμογές οι οποίες να αντικατοπτρίζουν τις λοιπές ποιοτικές διαφορές που παρατηρούνται μεταξύ των εν λόγω PVA.

276    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Sekisui, αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

277    Υπενθυμίζεται ότι οι σχετικές αιτιολογικές σκέψεις του προσβαλλόμενου κανονισμού έχουν ως εξής:

«(423) Η υποτιμολόγηση των εισαγωγών διαπιστώθηκε με βάση τα στοιχεία των συνεργαζόμενων παραγωγών-εξαγωγέων στην οικεία χώρα και τα στοιχεία σχετικά με τις εγχώριες πωλήσεις που παρείχε ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής για την περίοδο έρευνας. […]

(424) Η σύγκριση των τιμών πραγματοποιήθηκε ανά τύπο προϊόντος για συναλλαγές στο ίδιο επίπεδο εμπορίου, αφού αφαιρέθηκαν οι μειώσεις και οι εκπτώσεις. Στις περιπτώσεις που κρίθηκε αναγκαίο, η τιμή εισαγωγής του υπό εξέταση προϊόντος που εισήχθη από τη[ν Κίνα] προσαρμόστηκε δεόντως έναντι του συγκρίσιμου τύπου προϊόντος που πωλήθηκε από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής.

(425) Όσον αφορά τις διαφορές σε ορισμένα χαρακτηριστικά μεταξύ του υπό εξέταση προϊόντος και του ομοειδούς προϊόντος, […] οι τύποι προϊόντος που εισάγονται από τη[ν Κίνα] ανταγωνίζονται τους τύπους προϊόντος που παράγονται και πωλούνται από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής. Ωστόσο, δεδομένου ότι η περιεκτικότητα σε τέφρα των PVA που παράγονται και πωλούνται από τους συνεργαζόμενους παραγωγούς-εξαγωγείς ήταν συνολικά υψηλότερη από την περιεκτικότητα σε τέφρα των PVA που παράγονται και πωλούνται από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής, η Επιτροπή έκρινε ότι ήταν δικαιολογημένη η προσαρμογή προκειμένου να διασφαλιστεί η δίκαιη σύγκριση μεταξύ των κινεζικών και των ενωσιακών τύπων προϊόντος βάσει των PCN. Η Επιτροπή προσδιόρισε την προσαρμογή με βάση τη διαφορά που διαπιστώθηκε για τις εισαγωγές PVA με υψηλή και χαμηλή περιεκτικότητα σε τέφρα από τρίτες χώρες βάσει των πληροφοριών που παρείχαν οι χρήστες. Η διαφορά τιμής προσδιορίστηκε στο 10 %.

(426) Επί τη βάσει αυτή, προστέθηκε προσαρμογή της τάξης του 10 % στην τιμή CIF των PVA με υψηλή περιεκτικότητα σε τέφρα που πωλείται από τους συνεργαζόμενους παραγωγούς εξαγωγείς.

[…]

(429) Επιπλέον, δεδομένου ότι η περιεκτικότητα σε μεθανόλη και η συσκευασία έχουν αμελητέα επίδραση στις τιμές, […] η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι για τους σκοπούς της υποτιμολόγησης ήταν σκόπιμο να μην ληφθούν υπόψη αυτά τα χαρακτηριστικά.»

278    Ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι, όπως προκύπτει από ερωτηματολόγιο το οποίο είχε αποστείλει στους Κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς, οι PCN είχαν καθοριστεί βάσει πέντε χαρακτηριστικών των PVA, και συγκεκριμένα του ιξώδους τους, του βαθμού υδρόλυσης τους, της περιεκτικότητάς τους σε τέφρα, της περιεκτικότητάς τους σε μεθανόλη και της συσκευασίας τους.

279    Η Επιτροπή έκρινε συνεπώς αναγκαίο να προβεί σε προσαρμογή προς τα άνω της τάξης 10 % επί των τιμών ορισμένων τύπων προϊόντος που εισάγονται από την Κίνα, οι οποίοι αντιστοιχούσαν, όσον αφορά το ιξώδες και τον βαθμό υδρόλυσης, σε τύπους προϊόντος πωλούμενους από τον κλάδο παραγωγής της Ένωσης, λόγω διαφορών ως προς την περιεκτικότητα σε τέφρα, η οποία ήταν υψηλότερη στους πρώτους τύπους προϊόντος απ’ ό,τι στους δεύτερους. Αντιθέτως, απέκλεισε το ενδεχόμενο οι διαφορές ως προς την περιεκτικότητα σε μεθανόλη και ως προς τη συσκευασία να δικαιολογούν την πραγματοποίηση άλλων προσαρμογών.

280    Οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν την ορθότητα της προσαρμογής της τάξης του 10 % την οποία πραγματοποίησε η Επιτροπή λόγω των διαφορών ως προς την περιεκτικότητα σε τέφρα, αλλά ισχυρίζονται ότι ήταν απαραίτητο να πραγματοποιηθούν και άλλες προσαρμογές.

281    Εντούτοις, δεν προσκόμισαν στοιχεία βάσει των οποίων να μπορεί να αποδειχθεί ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας ότι οι διαφορές που παρατηρούνται ως προς την περιεκτικότητα σε μεθανόλη και τη συσκευασία μεταξύ τύπων προϊόντος οι οποίοι είναι συγκρίσιμοι ως προς το ιξώδες και τον βαθμό υδρόλυσής τους δεν επηρέαζαν σημαντικά τις τιμές τους.

282    Συνεπώς, το δεύτερο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί του τρίτου σκέλους

283    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι τόσο από τις αιτιολογικές σκέψεις 432 και 433 του προσβαλλόμενου κανονισμού όσο και από τις πληροφορίες που είχαν τη δυνατότητα να λάβουν από την Επιτροπή, καθώς και από τις πληροφορίες που έλαβαν από τους παραγωγούς‑εξαγωγείς, προκύπτει ότι η Επιτροπή, κατά την ανάλυση της υποτιμολόγησης που διενήργησε, συνέκρινε το 100 % των εισαγωγών PVA προελεύσεως Κίνας με το 82 % των πωλήσεων PVA του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι υπήρχε επικάλυψη της τάξεως του 82 % μεταξύ των πωλούμενων από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής PCN και εκείνων που πωλούνταν από τους Κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς. Συνεπώς, δεν περιέλαβε στην ανάλυσή της το 18 % των πωλήσεων που πραγματοποίησε ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Επιτροπή παρέβη την απορρέουσα από το άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 3, του βασικού κανονισμού υποχρέωση να διαπιστώσει την υποτιμολόγηση όσον αφορά το υπό εξέταση προϊόν στο σύνολό του.

284    Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν το ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η Επιτροπή συνέκρινε το 100 % των πωλήσεων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής με το 82 % των πωλήσεων των πωλήσεων των Κινέζων παραγωγών-εξαγωγέων και στηρίζονται για τον σκοπό αυτό στους υπολογισμούς της υποτιμολόγησης που αφορούσαν τις ίδιες και τους λοιπούς παραγωγούς-εξαγωγείς, από τους οποίους μπορεί να συναχθεί ότι πραγματοποιήθηκε σύγκριση του 100 % των εισαγωγών με το 82 % των πωλήσεων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Εν πάση περιπτώσει, κατά την άποψή τους, ακόμη και αν γινόταν δεκτή η ερμηνεία αυτή, η Επιτροπή, παρά ταύτα, παρέβη το άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 3, του βασικού κανονισμού, δεδομένου ότι όφειλε να λάβει υπόψη το 100 % των εισαγωγών.

285    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Sekisui, αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

286    Υπενθυμίζεται ότι οι αιτιολογικές σκέψεις 432 και 433 του προσβαλλόμενου κανονισμού έχουν ως εξής:

«(432) Η Wacker και οι Κινέζοι παραγωγοί-εξαγωγείς ισχυρίστηκαν ότι ποσοστό 18 % των εξαγωγών από τη[ν Κίνα] δεν πωλήθηκε από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής, δεδομένου ότι για την ποσότητα αυτή δεν βρέθηκαν συγκρίσιμοι PCN. Τα μέρη παρέπεμψαν στην απόφαση [της 24ης Σεπτεμβρίου 2019, Hubei Xinyegang Special Tube κατά Επιτροπής (T‑500/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:691)], προς στήριξη του ισχυρισμού τους ότι η ανάλυση της ζημίας από την Επιτροπή βασίστηκε μόνο σε περιορισμένο όγκο των πωλήσεων του ενωσιακού κλάδου και όχι στο σύνολο του ομοειδούς προϊόντος.

(433) Πρώτον, η Επιτροπή επισήμανε ότι η απόφαση αυτή αποτελεί αντικείμενο [αιτήσεως αναιρέσεως] ενώπιον του Δικαστηρίου και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να θεωρηθεί [δεσμευτική]. Δεύτερον, ο βασικός κανονισμός δεν απαιτεί από την Επιτροπή να πραγματοποιεί την ανάλυση της τιμής για κάθε τύπο προϊόντος χωριστά. Αντιθέτως, η νομική απαίτηση είναι ο καθορισμός στο επίπεδο του ομοειδούς προϊόντος. Ενώ οι PCN χρησιμοποιούνται ως αφετηρία για την αξιολόγηση αυτή, δεν σημαίνει ότι οι διαφορετικοί PCN δεν βρίσκονται σε ανταγωνισμό. Επομένως, το γεγονός ότι ορισμένοι PCN του ενωσιακού κλάδου παραγωγής δεν συγκρίθηκαν με τις εισαγωγές δεν σημαίνει ότι δεν υφίστανται πίεση στις τιμές από τις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ. Πράγματι, ο καθορισμός της υποτιμολόγησης και της πώλησης σε χαμηλότερες τιμές μέσω υπολογισμού πρώτα των περιθωρίων σε επίπεδο PCN είναι απλώς ένα ενδιάμεσο και προπαρασκευαστικό βήμα της απαιτούμενης σύγκρισης τιμών. Το στάδιο αυτό δεν είναι υποχρεωτικό από νομική άποψη, αλλά αποτελεί συνήθη πρακτική της Επιτροπής. Τρίτον, στις περιπτώσεις που εφαρμόζεται δειγματοληψία, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι δεν υπάρχει απόλυτη αντιστοιχία μεταξύ των εισαγωγών των παραγωγών-εξαγωγέων του δείγματος και των πωλήσεων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής του δείγματος. Αυτό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι δεν υπάρχουν εισαγωγές ορισμένων τύπων, αλλά ότι αυτοί οι τύποι δεν εξήχθησαν στην Ένωση από τους παραγωγούς-εξαγωγείς του δείγματος κατά την περίοδο της έρευνας. Τέλος, […] η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι όλες οι ποιότητες PVA ανταγωνίζονται μεταξύ τους, τουλάχιστον σε ορισμένο βαθμό. Επομένως, το 18 % των εξαγωγών των παραγωγών-εξαγωγέων του δείγματος που δεν πωλήθηκαν από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής δεν αποτελεί χωριστή κατηγορία του υπό εξέταση προϊόντος, αλλά ανταγωνίζεται πλήρως με τις υπόλοιπες ποιότητες για τις οποίες διαπιστώθηκε αντιστοίχιση. Επιπλέον, οι PCN που δεν πωλήθηκαν από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής ήταν τύποι προϊόντος κατάλληλοι για εφαρμογή στους τομείς των συγκολλητικών υλών, των προϊόντων πολυμερισμού και του χαρτιού και, ως εκ τούτου, ισοδύναμοι και σε άμεσο ανταγωνισμό με άλλους τύπους προϊόντων που παράγονται και πωλούνται από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής για χρήση στις ίδιες εφαρμογές, ακόμη και αν δεν χρησιμοποιούνται για τον ποσοτικό προσδιορισμό της υποτιμολόγησης.»

287    Επισημαίνεται ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 432 και 433 του προσβαλλόμενου κανονισμού, η Επιτροπή συνόψισε επιχείρημα το οποίο οι προσφεύγουσες είχαν αντλήσει από την απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2019, Hubei Xinyegang Special Tube κατά Επιτροπής (T‑500/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:691), προτού το απορρίψει.

288    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, στις σκέψεις 68 έως 75 της αποφάσεως της 24ης Σεπτεμβρίου 2019, Hubei Xinyegang Special Tube κατά Επιτροπής (T‑500/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:691), το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή, στο μέτρο που δεν είχε λάβει υπόψη, κατά την ανάλυση της υποτιμολόγησης, έναν ορισμένο όγκο του υπό εξέταση προϊόντος που κατασκευάζουν οι παραγωγοί της Ένωσης που περιλήφθηκαν στο δείγμα, ήτοι τους 17 από τους 66 προσδιορισθέντες τύπους προϊόντων, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν το 8 % του όγκου των πωλήσεων των εν λόγω παραγωγών και δεν εξάγονταν από Κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς που περιλήφθηκαν στο δείγμα, δεν είχε λάβει υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία στη συγκεκριμένη υπόθεση, κατά παράβαση του άρθρου 3, παράγραφοι 2 και 3, του βασικού κανονισμού (πρβλ. απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά Hubei Xinyegang Special Tube, C‑891/19 P, EU:C:2022:38, σκέψη 22).

289    Προκειμένου να απορρίψει το επιχείρημα που οι προσφεύγουσες στήριξαν στην απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2019, Hubei Xinyegang Special Tube κατά Επιτροπής (T‑500/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:691), η Επιτροπή υπογράμμισε, κατ’ αρχάς, στην πρώτη περίοδο της αιτιολογικής σκέψης 433 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ότι κατά της αποφάσεως αυτής έχει ασκηθεί αναίρεση.

290    Εν συνεχεία, στη δεύτερη έως και την ένατη περίοδο της αιτιολογικής σκέψης 433 του προσβαλλόμενου κανονισμού, η Επιτροπή υποστήριξε την ορθότητα των ενεργειών της στο πλαίσιο του προσβαλλόμενου κανονισμού στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2019, Hubei Xinyegang Special Tube κατά Επιτροπής (T‑500/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:691), διατυπώνοντας παράλληλα γενικές παρατηρήσεις σχετικά με την ανάλυση της υποτιμολόγησης με τη μέθοδο PCN. Στο πλαίσιο αυτό, επισήμανε ότι «ορισμένοι PCN του ενωσιακού κλάδου παραγωγής δεν [είχαν συγκριθεί] με τις εισαγωγές». Επομένως, η φράση αυτή δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η Επιτροπή παραδέχθηκε ότι, εν προκειμένω, δεν έλαβε υπόψη ορισμένους PCN τους οποίους παράγει ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής.

291    Τέλος, στη δέκατη, ενδέκατη και δωδέκατη περίοδο της αιτιολογικής σκέψης 433 του προσβαλλόμενου κανονισμού, η Επιτροπή εξέτασε τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως. Από τη διατύπωσή τους προκύπτει ότι, αφενός, για το 18 % των PVA που εξάγονταν στην Ένωση από τους Κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς που είχαν περιληφθεί στο δείγμα δεν είχε βρεθεί κανένας τύπος προϊόντος ο οποίος να αντιστοιχεί σε τύπο προϊόντος πωλούμενο από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής και, αφετέρου, ότι λόγω του γεγονότος ότι όλες οι PVA βρίσκονταν σε ανταγωνισμό μεταξύ τους σε κάποιο βαθμό, οι πωλούμενες από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής PVA ανταγωνίζονταν επίσης το 18 % των PVA που εισάγονταν από την Κίνα.

292    Επομένως, αφενός, η Επιτροπή συσχέτισε με κάθε τύπο προϊόντος πωλούμενο από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής έναν εισαγόμενο τύπο προϊόντος και, αφετέρου, όσον αφορά τους εισαγόμενους τύπους προϊόντων που δεν αντιστοιχούσαν σε τύπους προϊόντος πωλούμενους από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής, έκρινε ότι υπήρχε, παρά ταύτα, μια σχέση ανταγωνισμού. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Επιτροπή πραγματοποίησε την ανάλυση που επιβάλλει το άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 3, του βασικού κανονισμού, η οποία συνίσταται στην εξέταση της επίδρασης των «εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ» στις τιμές του ενωσιακού κλάδου παραγωγής (απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά Hubei Xinyegang Special Tube, C‑891/19 P, EU:C:2022:38, σκέψη 161) και ανέλυσε την υποτιμολόγηση για το υπό εξέταση προϊόν στο σύνολό του.

293    Αντιθέτως προς ό, τι υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η ερμηνεία αυτή της αιτιολογικής σκέψης 433 του προσβαλλόμενου κανονισμού συνάδει με τις διευκρινίσεις που τους παρέσχε η Επιτροπή κατά τη διαδικασία που κατέληξε στην έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού, κατά τις οποίες «το ποσοστό αντιστοιχίας μεταξύ του ενωσιακού κλάδου παραγωγής και των κινεζικών εξαγωγικών εταιριών του δείγματος είναι 82 %». Συγκεκριμένα, μολονότι από τις διευκρινίσεις αυτές προκύπτει ότι δεν κατέστη δυνατό να βρεθεί πλήρης αντιστοιχία, η διατύπωση που χρησιμοποίησε η Επιτροπή δεν διευκρινίζει αν ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής ή οι Κινέζοι παραγωγοί-εξαγωγείς ήταν εκείνοι που πωλούσαν περισσότερους τύπους προϊόντος.

294    Επιπλέον, η ερμηνεία αυτή της αιτιολογικής σκέψης 433 του προσβαλλόμενου κανονισμού δεν αναιρείται από τα διαλαμβανόμενα στους πίνακες που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες ως παράρτημα του υπομνήματος απαντήσεως. Συγκεκριμένα, οι εν λόγω πίνακες διαλαμβάνουν, για καθέναν από τους παραγωγούς-εξαγωγείς του δείγματος, περιλαμβανομένων και των προσφευγουσών, τους PCN για τους οποίους υπάρχει αντιστοιχία μεταξύ των εισαγόμενων τύπων προϊόντων και αυτών που πωλούνται από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής. Μολονότι, για λόγους εμπιστευτικότητας, οι συγκεκριμένοι πίνακες δεν εμφανίζουν τις πωληθείσες από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής ποσότητες ανά PCN, δεν μπορεί, εκ του γεγονότος αυτού, να συναχθεί το συμπέρασμα ότι έχει ληφθεί υπόψη μόνον το 82 % των πωλήσεων του εν λόγω κλάδου παραγωγής, όπως διατείνονται οι προσφεύγουσες.

295    Επομένως, διαπιστώνεται ότι το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η Επιτροπή ανέλυσε την υποτιμολόγηση χωρίς να έχει λάβει υπόψη το σύνολο των πωλήσεων PVA που πραγματοποίησε ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής είναι αβάσιμο.

296    Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η Επιτροπή δεν περιέλαβε ορισμένους τύπους προϊόντος που πωλούνται από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής στην ανάλυση της υποτιμολόγησης, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο αναίρεσε την απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2019, Hubei Xinyegang Special Tube κατά Επιτροπής (T‑500/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:691). Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε στην εν λόγω απόφαση σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι, στο πλαίσιο της προβλεπόμενης στο άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 3, του βασικού κανονισμού ανάλυσης της επίδρασης των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ στις τιμές του ενωσιακού κλάδου παραγωγής και, ειδικότερα, κατά την ανάλυση της υποτιμολόγησης, η Επιτροπή όφειλε, σε κάθε περίπτωση, να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των προϊόντων που πωλήθηκαν από τον εν λόγω κλάδο παραγωγής, συμπεριλαμβανομένων των τύπων του επίμαχου προϊόντος που δεν εξήχθησαν από τους παραγωγούς-εξαγωγείς που περιλήφθηκαν στο δείγμα (απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά Hubei Xinyegang Special Tube, C‑891/19 P, EU:C:2022:38, σκέψη 159).

297    Όπως υπογραμμίζουν οι προσφεύγουσες, από τις σκέψεις 138 έως 140 της αποφάσεως της 20ής Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά Hubei Xinyegang Special Tube (C‑891/19 P, EU:C:2022:38), συνάγεται ότι, για να έχει η Επιτροπή αυτή την υποχρέωση, θα πρέπει να πληρούνται η πρώτη και η δεύτερη προϋπόθεση (βλ. σκέψη 258 ανωτέρω). Πλην όμως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, τούτο δεν συμβαίνει εν προκειμένω (βλ. σκέψεις 265 έως 272 ανωτέρω).

298    Συνεπώς, το τρίτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως πρέπει επίσης να απορριφθεί.

299    Δεδομένου ότι απορρίφθηκαν όλα τα σκέλη του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, τα οποία αφορούν παράβαση του άρθρου 3, παράγραφοι 2 και 3, του βασικού κανονισμού, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν βασίμως να υποστηρίζουν ότι, λόγω της παράβασης των διατάξεων αυτών, η Επιτροπή παρέβη επίσης και το άρθρο 3, παράγραφος 6, του εν λόγω κανονισμού (βλ. σκέψη 89 ανωτέρω).

300    Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του εβδόμου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

301    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνάς τους, καθόσον, παρά τα σχετικά αιτήματά τους, δεν τους παρέσχε στοιχεία ούτε για τις πωληθείσες από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής ποσότητες και τις τιμές πώλησής τους ανά PCN ούτε για τα περιθώρια υποτιμολόγησης και πώλησης σε χαμηλότερες τιμές ανά PCN (στο εξής: επίμαχα στοιχεία). Προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν τους γνωστοποίησε τουλάχιστον εύρος τιμών σε σχέση με τα στοιχεία αυτά. Κατά την άποψή τους, μολονότι το άρθρο 19 του βασικού κανονισμού προβλέπει την εμπιστευτική μεταχείριση ορισμένων πληροφοριών, η εφαρμογή του δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να καθίστανται κενά περιεχομένου τα δικαιώματα άμυνας. Υπενθυμίζουν ότι το άρθρο 19, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού επιβάλλει στα ενδιαφερόμενα μέρη που επικαλούνται τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των πληροφοριών που προσκομίζουν, να υποβάλλουν μη εμπιστευτικού χαρακτήρα περιλήψεις των πληροφοριών αυτών ή, τουλάχιστον, να επισημαίνουν τους λόγους για τους οποίους δεν είναι δυνατόν να συνταχθεί μια τέτοια περίληψη. Εξάλλου, κατά τις προσφεύγουσες, είναι άνευ σημασίας το γεγονός ότι τα φερόμενα ως εμπιστευτικά στοιχεία αφορούν έναν μόνον παραγωγό της Ένωσης.

302    Οι προσφεύγουσες διευκρινίζουν ότι δεν υποχρεούνται, προκειμένου να κριθεί βάσιμος ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως, να αποδείξουν ότι η έρευνα θα είχε διαφορετική έκβαση, αλλά μόνον ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί απολύτως μια τέτοια περίπτωση. Δεδομένου όμως ότι δεν είχαν στη διάθεσή τους τα επίμαχα στοιχεία, δεν μπορούσαν να προσδιορίσουν κατά πόσον δεν είχε διαπιστωθεί υποτιμολόγηση ή πώληση σε χαμηλότερες τιμές για ορισμένους PCN ούτε ποιοι ήταν οι PCN με τους οποίους ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής είχε πραγματοποιήσει το μεγαλύτερο μέρος των πωλήσεών του. Επομένως, τα στοιχεία αυτά είναι ουσιώδη προκειμένου να ελεγχθεί, αφενός, κατά πόσον ήταν ακριβής ο προσδιορισμός της υποτιμολόγησης, η ανάλυση της οποίας ενδέχεται να απαιτεί την εξέταση των μεριδίων αγοράς των διαφόρων PCN, και αφετέρου η ύπαρξη ζημίας την οποία έχουν προκαλέσει οι εισαγωγές στον εν λόγω κλάδο παραγωγής.

303    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Kuraray και την Sekisui, αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

304    Υπενθυμίζεται το γράμμα των κρίσιμων για την εξέταση του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως διατάξεων.

305    Το άρθρο 19 του βασικού κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«1. Οι αρχές, όταν υπάρχουν έγκυροι λόγοι, αντιμετωπίζουν ως εμπιστευτικού χαρακτήρα κάθε πληροφορία η οποία από τη φύση της έχει τέτοιο χαρακτήρα (παραδείγματος χάρη, επειδή η γνωστοποίησή της θα προσπόριζε σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε ανταγωνιστή ή θα είχε σοβαρές αρνητικές συνέπειες για το πρόσωπο που έχει παράσχει την πληροφορία ή για το πρόσωπο από το οποίο έλαβε την πληροφορία αυτός που την υποβάλλει) ή η οποία έχει υποβληθεί από κάποιο μέρος που μετέχει στην έρευνα με την επεξήγηση ότι πρόκειται για πληροφορία εμπιστευτικού χαρακτήρα.

2. Τα ενδιαφερόμενα μέρη που προσκομίζουν εμπιστευτικές πληροφορίες υποχρεούνται να υποβάλλουν μη εμπιστευτικού χαρακτήρα περιλήψεις των πληροφοριών αυτών. Οι εν λόγω περιλήψεις είναι αρκούντως λεπτομερείς, ώστε να επιτρέπουν τη σε ικανοποιητικό βαθμό κατανόηση της ουσίας των γνωστοποιούμενων πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, τα εν λόγω ενδιαφερόμενα μέρη επιτρέπεται συγχρόνως να δηλώνουν ότι η πληροφορία που προσκομίζουν δεν είναι δυνατό να παρουσιασθεί σε περιληπτική μορφή. Στις εξαιρετικές αυτές περιπτώσεις επισημαίνονται οι λόγοι για τους οποίους δεν είναι δυνατή η περιληπτική παρουσίαση της πληροφορίας.

[…]

4. Το παρόν άρθρο δεν σημαίνει ότι απαγορεύεται στις αρχές της Ένωσης να αποκαλύπτουν πληροφορίες γενικού χαρακτήρα, και ιδίως τους λόγους στους οποίους στηρίζονται οι αποφάσεις που λαμβάνονται βάσει του παρόντος κανονισμού, ή να αποκαλύπτουν τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίχτηκαν οι αρχές της Ένωσης, στον βαθμό που κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο για την επεξήγηση των λόγων αυτών κατά τις διαδικασίες ενώπιον δικαστηρίου. Κάθε αποκάλυψη αυτής της μορφής πρέπει να λαμβάνει υπόψη το έννομο συμφέρον των ενδιαφερόμενων μερών ώστε να μη διαρρέουν τα επιχειρηματικά τους απόρρητα.

5. Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη, καθώς και οι υπάλληλοί τους, δεν αποκαλύπτουν καμία από τις πληροφορίες που λαμβάνουν κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού χωρίς τη ρητή άδεια του προσώπου που έχει παράσχει την πληροφορία, αν το εν λόγω πρόσωπο έχει ζητήσει την εμπιστευτική της μεταχείριση.

[…]»

306    Το άρθρο 20 του βασικού κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«1. Οι καταγγέλλοντες, οι εισαγωγείς, οι εξαγωγείς, οι αντιπροσωπευτικές τους ενώσεις και οι εκπρόσωποι της χώρας εξαγωγής δύνανται να ζητούν την αποκάλυψη αναλυτικών πληροφοριών για τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και για το σκεπτικό επί τη βάσει των οποίων έχουν επιβληθεί προσωρινά μέτρα. […]

2. Τα μέρη που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δύνανται να ζητούν την τελική αποκάλυψη των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και του σκεπτικού επί τη βάσει των οποίων πρόκειται να διατυπωθεί εισήγηση για την επιβολή οριστικών μέτρων ή για την περάτωση της έρευνας ή της διαδικασίας άνευ επιβολής μέτρων· εν προκειμένω, λαμβάνεται ιδιαίτερη μέριμνα για τη γνωστοποίηση εκείνων των πραγματικών περιστατικών και του σκεπτικού που ενδεχομένως διαφέρουν από εκείνα που αποτέλεσαν τη βάση για την επιβολή των προσωρινών μέτρων.

[…]»

307    Το άρθρο 6, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«7. Οι καταγγέλλοντες, οι εισαγωγείς, οι εξαγωγείς […] δύνανται, κατόπιν γραπτής αιτήσεως, να εξετάζουν όλα τα πληροφορικά στοιχεία που έχουν διατεθεί από οποιοδήποτε από τα μέρη που μετέχουν στην έρευνα, τα οποία είναι δυνατό να χρησιμεύσουν για την παρουσίαση των απόψεών τους, δεν είναι εμπιστευτικά κατά την έννοια του άρθρου 19 και χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο της έρευνας· το δικαίωμα αυτό δεν ισχύει για τα έγγραφα εσωτερικής χρήσης που καταρτίζουν οι αρχές της Ένωσης ή των κρατών μελών της.

[…]»

308    Με τις ανωτέρω διατάξεις, ο βασικός κανονισμός επιδιώκει δύο σκοπούς, ήτοι, αφενός, να παρασχεθεί στους ενδιαφερόμενους η δυνατότητα να υπερασπιστούν αποτελεσματικά τα συμφέροντά τους και, αφετέρου, να προστατευθεί η εμπιστευτικότητα των πληροφοριών που συγκεντρώθηκαν κατά τη διάρκεια της έρευνας (απόφαση της 30ής Ιουνίου 2016, Jinan Meide Casting κατά Συμβουλίου, T‑424/13, EU:T:2016:378, σκέψη 96· πρβλ., επίσης, απόφαση της 1ης Ιουνίου 2017, Changmao Biochemical Engineering κατά Συμβουλίου, T‑442/12, EU:T:2017:372, σκέψη 142 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

309    Όσον αφορά τον πρώτο σκοπό που μνημονεύεται στη σκέψη 308 ανωτέρω, υπενθυμίζεται ότι ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας σε κάθε διαδικασία που κινείται κατά προσώπου και δύναται να καταλήξει σε βλαπτική πράξη συνιστά θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης η οποία πρέπει να διασφαλίζεται, ακόμη και ελλείψει οποιασδήποτε ρυθμίσεως σχετικά με τη διαδικασία. Η εν λόγω αρχή είναι κεφαλαιώδους σημασίας στις διαδικασίες αντιντάμπινγκ (βλ. απόφαση της 1ης Ιουνίου 2017, Changmao Biochemical Engineering κατά Συμβουλίου, T‑442/12, EU:T:2017:372, σκέψη 139 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

310    Βάσει της αρχής αυτής, κατά τη διοικητική διαδικασία, πρέπει να παρέχεται στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις η δυνατότητα να γνωστοποιούν κατά τρόπο αποτελεσματικό την άποψή τους σχετικά με το υποστατό και τη σημασία των προβαλλόμενων πραγματικών περιστατικών και καταστάσεων και με τα αποδεικτικά στοιχεία που χρησιμοποίησε η Επιτροπή προς στήριξη του ισχυρισμού της για την ύπαρξη πρακτικής ντάμπινγκ και της ζημίας που προκύπτει από αυτήν (βλ. απόφαση της 1ης Ιουνίου 2017, Changmao Biochemical Engineering κατά Συμβουλίου, T‑442/12, EU:T:2017:372, σκέψη 140 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

311    Όσον αφορά τον δεύτερο σκοπό που μνημονεύεται στη σκέψη 308 ανωτέρω, υπενθυμίζεται ότι η προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης. Η διατήρηση ανόθευτου ανταγωνισμού συνιστά σημαντικό δημόσιο συμφέρον, του οποίου η προστασία μπορεί να δικαιολογήσει την άρνηση δημοσιοποιήσεως πληροφοριών που εμπίπτουν στο επιχειρηματικό απόρρητο (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιουνίου 2016, Jinan Meide Casting κατά Συμβουλίου, T‑424/13, EU:T:2016:378, σκέψη 165 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

312    Προκειμένου να συμβιβάσουν τους δύο επίμαχους σκοπούς, κατά την εκπλήρωση του καθήκοντός τους πληροφορήσεως, τα όργανα της Ένωσης πρέπει να ενεργούν με κάθε επιβαλλόμενη επιμέλεια, επιζητώντας να δίνουν στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, στον βαθμό που η τήρηση του επιχειρηματικού απορρήτου διασφαλίζεται, πληροφορίες χρήσιμες για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους και επιλέγοντας, ενδεχομένως οίκοθεν, τους ενδεδειγμένους για την ανακοίνωση αυτή τρόπους (πρβλ. απόφαση της 1ης Ιουνίου 2017, Changmao Biochemical Engineering κατά Συμβουλίου, T‑442/12, EU:T:2017:372, σκέψη 141).

313    Η ανάγκη συμβιβασμού των ανωτέρω σκοπών προκύπτει επίσης από το γεγονός ότι, κατά τη νομολογία, το άρθρο 19 του βασικού κανονισμού δεν αποσκοπεί μόνο στην προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου, αλλά και στην προστασία των δικαιωμάτων άμυνας των λοιπών μετεχόντων στη διαδικασία αντιντάμπινγκ (βλ. απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2020, Zhejiang Jiuli Hi-Tech Metals κατά Επιτροπής, T‑307/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:487, σκέψη 82 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

314    Η προστασία των πληροφοριών που εμπίπτουν στο επιχειρηματικό απόρρητο δεν επιτάσσει εξ ορισμού να μη γνωστοποιούνται καθόλου σε ενδιαφερόμενα μέρη πληροφορίες που χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια έρευνας αντιντάμπινγκ, ανεξαρτήτως περιστάσεων. Ειδικότερα, πρέπει να εξεταστεί η κατάσταση του ενδιαφερομένου σε σχέση με τις πληροφορίες αυτές και, ιδίως, η θέση του εν λόγω ενδιαφερομένου στην εξεταζόμενη αγορά σε σχέση με το πρόσωπο που παρέσχε τις πληροφορίες (απόφαση της 30ής Ιουνίου 2016, Jinan Meide Casting κατά Συμβουλίου, T‑424/13, EU:T:2016:378, σκέψη 199· πρβλ., επίσης, απόφαση της 1ης Ιουνίου 2017, Changmao Biochemical Engineering κατά Συμβουλίου, T‑442/12, EU:T:2017:372, σκέψη 159).

315    Η νομολογία διευκρινίζει ότι η υποχρέωση σεβασμού των εμπιστευτικών πληροφοριών δεν μπορεί να καθιστά άνευ περιεχομένου τα δικαιώματα άμυνας (βλ. απόφαση της 1ης Ιουνίου 2017, Changmao Biochemical Engineering κατά Συμβουλίου, T‑442/12, EU:T:2017:372, σκέψη 142 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

316    Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 435 του προσβαλλόμενου κανονισμού και από έγγραφο το οποίο οι προσφεύγουσες απέστειλαν, στις 8 Ιουλίου 2020, στην Επιτροπή, οι προσφεύγουσες, αφού έλαβαν την κοινοποίηση τελικών πορισμάτων, ζήτησαν πρόσβαση στα επίμαχα στοιχεία.

317    Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 13ης Ιουλίου 2020, η Kuraray ενημέρωσε την Επιτροπή ότι ήταν αντίθετη στο να γνωστοποιηθούν τα επίμαχα στοιχεία στις προσφεύγουσες, έστω και με τη μορφή εύρους τιμών αντί για τα ακριβή στοιχεία. Όπως διευκρίνισε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το μήνυμα αυτό ήταν απάντηση της Kuraray σε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που της είχε αποστείλει η Επιτροπή αφού είχε λάβει το μνημονευόμενο στη σκέψη 316 ανωτέρω από 8 Ιουλίου 2020 έγγραφο των προσφευγουσών. Η Kuraray ισχυρίστηκε ότι τα επίμαχα στοιχεία ήταν εκ φύσεως εμπιστευτικά κατά την έννοια του άρθρου 19, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού και διευκρίνισε ότι, δεδομένου ότι ήταν ο μοναδικός ενωσιακός παραγωγός του επιλεγέντος από την Επιτροπή δείγματος ο οποίος πωλούσε το υπό εξέταση προϊόν σε τρίτους, η γνωστοποίηση πρόσθετων στοιχείων σχετικά με τους υπολογισμούς της υποτιμολόγησης και της πώλησης σε χαμηλότερες τιμές θα ωφελούσε τους ανταγωνιστές της και θα είχε πολύ αρνητικές επιπτώσεις σε αυτήν. Κατά την Kuraray, η γνωστοποίηση αυτή, η οποία θα αποκάλυπτε πληροφορίες για τις πωληθείσες ποσότητες PVA κατά την περίοδο έρευνας και για τις μέσες τιμές ανά PCN, θα προκαλούσε ανεπανόρθωτη ζημία στις εμπορικές δραστηριότητές της εντός της Ένωσης.

318    Η Kuraray υποστήριξε εξάλλου ότι οι πληροφορίες που είχαν ήδη γνωστοποιηθεί στις προσφεύγουσες όσον αφορά την υποτιμολόγηση και την πώληση σε χαμηλότερες τιμές παρείχαν σε αυτές τη δυνατότητα να κατανοήσουν ποια ήταν η ζημία που προκλήθηκε στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής από τις εισαγωγές και να ασκήσουν τα δικαιώματα άμυνάς τους. Υπογράμμισε ότι κάθε παραγωγός-εξαγωγέας θα υπέκειτο σε δασμό αντιντάμπινγκ του ίδιου ύψους για το σύνολο των εξαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος τις οποίες πραγματοποιούσε στην Ένωση, χωρίς διάκριση βάσει PCN.

319    Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 14ης Ιουλίου 2020, η Επιτροπή ενημέρωσε τις προσφεύγουσες ότι, αφού εξέτασε την αίτησή τους σχετικά με την πρόσβαση στα επίμαχα στοιχεία, αποφάσισε την απόρριψή της, καθώς τα εν λόγω στοιχεία ήταν εμπιστευτικά, σύμφωνα το άρθρο 19 του βασικού κανονισμού. Οι λόγοι που επικαλέστηκε η Επιτροπή προς αιτιολόγηση της αποφάσεώς της είναι οι ίδιοι με εκείνους που επικαλέστηκε η Kuraray, οι οποίοι παρατίθενται στη σκέψη 318 ανωτέρω.

320    Στην αιτιολογική σκέψη 436 του προσβαλλόμενου κανονισμού, η Επιτροπή επισήμανε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 19 του βασικού κανονισμού, δεν μπορούσε να αποκαλύψει τα επίμαχα στοιχεία, δεδομένου ότι με την αποκάλυψη τέτοιου βαθμού λεπτομέρειας θα ήταν δυνατό να συναχθούν –είτε άμεσα είτε με την προσθήκη πληροφοριών από την αγορά– τα εμπιστευτικά στοιχεία πωλήσεων ή παραγωγής μεμονωμένων ενωσιακών παραγωγών.

321    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 19, παράγραφοι 1 και 5, του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή, λόγω της εναντιώσεως της Kuraray, δεν είχε την εξουσία να γνωστοποιήσει στις προσφεύγουσες τα επίμαχα στοιχεία (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 30ής Ιουνίου 2016, Jinan Meide Casting κατά Συμβουλίου, T‑424/13, EU:T:2016:378, σκέψη 178, και της 19ης Μαΐου 2021, China Chamber of Commerce for Import and Export of Machinery and Electronic Products κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑254/18, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2021:278, σκέψη 477).

322    Εντούτοις, όταν οι πληροφορίες δεν μπορούν να γνωστοποιηθούν λόγω του εμπιστευτικού τους χαρακτήρα, το άρθρο 19, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού υποχρεώνει τα μέρη από τα οποία προέρχονται οι πληροφορίες να υποβάλουν μη εμπιστευτικού χαρακτήρα περιλήψεις, όποτε αυτό είναι δυνατό (πρβλ. απόφαση της 19ης Μαΐου 2021, China Chamber of Commerce for Import and Export of Machinery and Electronic Products κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑254/18, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2021:278, σκέψη 483).

323    Επομένως, πρέπει να εξακριβωθεί αν η Επιτροπή, μη λαμβάνοντας μέτρα τα οποία θα παρείχαν στις προσφεύγουσες τη δυνατότητα να λάβουν γνώση των επίμαχων στοιχείων υπό μορφή περιλήψεων μη εμπιστευτικού χαρακτήρα, κατά την έννοια του άρθρου 19, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνάς τους.

324    Προς τούτο, συμφώνως προς τις αρχές που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 20 έως 22 ανωτέρω, θα πρέπει να γίνει παραπομπή στις αποφάσεις του ΟΕΔ που αφορούν τα άρθρα 6.5 και 6.5.1 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, τα οποία κατ’ ουσίαν αντιστοιχούν στο άρθρο 19, παράγραφοι 1, 2 και 5, πρώτη περίοδος, του βασικού κανονισμού (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 30ής Ιουνίου 2016, Jinan Meide Casting κατά Συμβουλίου, T‑424/13, EU:T:2016:378, σκέψεις 103, 188 και 190).

325    Κατά τα διαλαμβανόμενα στην έκθεση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου στο πλαίσιο της διαφοράς «Ευρωπαϊκές Κοινότητες – Οριστικά μέτρα αντιντάμπινγκ για ορισμένους συνδετήρες από σίδηρο ή χάλυβα καταγωγής Κίνας», η οποία εγκρίθηκε από το ΟΕΔ στις 28 Ιουλίου 2011 (WT/DS 397/AB/R, σημεία 542 έως 544), όταν πρόκειται για πληροφορίες οι οποίες κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6.5 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ αντιμετωπίζονται ως εμπιστευτικές, το άρθρο 6.5.1 της ίδιας συμφωνίας υποχρεώνει την αρμόδια αρχή να ζητεί την υποβολή περιλήψεών τους μη εμπιστευτικού χαρακτήρα. Το κατά πόσον η υποβαλλόμενη περίληψη είναι επαρκής θα εξαρτηθεί από τις επίμαχες πληροφορίες εμπιστευτικού χαρακτήρα, αλλά η περίληψη θα πρέπει να επιτρέπει την σε ικανοποιητικό βαθμό κατανόηση της ουσίας των πληροφοριών που δεν γνωστοποιήθηκαν, ώστε να παρέχεται στα λοιπά μέρη της έρευνας η δυνατότητα να απαντήσουν και να προασπίσουν τα συμφέροντά τους. Το άρθρο 6.5.1 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ προβλέπει ότι σε εξαιρετικές περιπτώσεις, οι πληροφορίες εμπιστευτικού χαρακτήρα δεν είναι δυνατόν να παρουσιαστούν σε περιληπτική μορφή. Υπό τις εξαιρετικές αυτές περιστάσεις, ο ενδιαφερόμενος μπορεί να αναφέρει ότι δεν μπορεί να παράσχει μη εμπιστευτική περίληψη των πληροφοριών που έχουν υποβληθεί εμπιστευτικά, αλλά υποχρεούται, ωστόσο, να επισημάνει τους λόγους για τους οποίους δεν είναι δυνατή η περιληπτική παρουσίαση της πληροφορίας. Από την πλευρά της, η αρμόδια αρχή πρέπει να εξετάσει ενδελεχώς την έκθεση αυτή προκειμένου να καθορίσει αν αποδεικνύεται η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων και αν οι συγκεκριμένοι λόγοι εξηγούν προσηκόντως γιατί, υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν μπορεί να παρασχεθεί περίληψη επιτρέπουσα την εύλογη κατανόηση της ουσίας των πληροφοριών. Η περίληψη των πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα δεν μπορεί να υποβληθεί στις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί καμία άλλη μέθοδος παρουσίασης των πληροφοριών η οποία δεν θα είχε ως αποτέλεσμα είτε να αποκαλυφθούν οι ευαίσθητες πληροφορίες είτε να μην εξασφαλίζεται επαρκής βαθμός λεπτομέρειας ώστε να είναι δυνατή η εύλογη κατανόηση της ουσίας των γνωστοποιούμενων πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα.

326    Εν προκειμένω, αφενός, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Kuraray, καθόσον εναντιώθηκε στη γνωστοποίηση των επίμαχων στοιχείων έστω και υπό τη μορφή εύρους τιμών, αρνήθηκε να εκπληρώσει την υποχρέωση υποβολής μη εμπιστευτικού χαρακτήρα περιλήψεων των στοιχείων αυτών και ότι προς τούτο επικαλέστηκε τη συνδρομή εξαιρετικής περίστασης, η οποία συνίστατο στο γεγονός ότι ήταν ο μόνος παραγωγός της Ένωσης του οποίου οι πωλήσεις είχαν ληφθεί υπόψη από την Επιτροπή κατά την ανάλυση της υποτιμολόγησης και της πώλησης σε χαμηλότερες τιμές. Αφετέρου, η Επιτροπή εξέτασε τα επιχειρήματα της Kuraray και αποφάσισε ότι οι ισχυρισμοί της εν λόγω εταιρίας ήταν βάσιμοι, λαμβανομένου επίσης υπόψη και του γεγονότος ότι, όπως επισημαίνεται κατ’ ουσίαν στην αιτιολογική σκέψη 436 του προσβαλλόμενου κανονισμού, οι Κινέζοι παραγωγοί-εξαγωγείς μπορούσαν να προβούν σε ερμηνεία των ζητηθέντων στοιχείων υπό το πρίσμα των πληροφοριών για τις αγορές τις οποίες είχαν ήδη στη διάθεσή τους.

327    Συνεπώς, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή ορθώς ακολούθησε τα προβλεπόμενα στις σχετικές διατάξεις στάδια προκειμένου να προβεί στη στάθμιση των δύο σκοπών που μνημονεύονται στη σκέψη 308 ανωτέρω.

328    Όσον αφορά την ορθότητα της εκτιμήσεως της Επιτροπής, επισημαίνεται ότι, λαμβανομένου υπόψη του ευαίσθητου χαρακτήρα των επίμαχων στοιχείων και των εξαιρετικών περιστάσεων της υποθέσεως, το εν λόγω θεσμικό όργανο δεν υπέπεσε σε πλάνη αρνούμενο τη γνωστοποίησή τους.

329    Το ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι οι προσφεύγουσες, όταν έλαβαν το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με το οποίο η Επιτροπή απέρριπτε η αίτησή τους περί πρόσβασης στα επίμαχα στοιχεία (βλ. σκέψη 319 ανωτέρω), δεν προσέφυγαν για το ζήτημα αυτό στον σύμβουλο ακροάσεων, παρότι θα μπορούσαν να το είχαν πράξει βάσει του άρθρου 15 της αποφάσεως (ΕΕ) 2019/339 του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 21ης Φεβρουαρίου 2019, σχετικά με τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα του συμβούλου ακροάσεων σε ορισμένες διαδικασίες εμπορικών προσφυγών (ΕΕ 2019, L 60, σ. 20).

330    Διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες, παραιτούμενες του δικαιώματός τους να προσφύγουν στον σύμβουλο ακροάσεων, αποδέχτηκαν την εκ μέρους της Επιτροπής στάθμιση των επίμαχων σκοπών.

331    Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία, μολονότι δεν μπορεί να επιβληθεί στον προσφεύγοντα να αποδείξει ότι η απόφαση της Επιτροπής θα ήταν διαφορετική ελλείψει της επίμαχης διαδικαστικής παρατυπίας αλλά μόνον ότι τούτο δεν αποκλείεται εντελώς, διότι ο διάδικος αυτός θα μπορούσε να οργανώσει καλύτερα την άμυνά του αν δεν υφίστατο η εν λόγω παρατυπία, γεγονός παραμένει ότι η ύπαρξη παρατυπίας αφορώσας τα δικαιώματα άμυνας δεν μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της επίδικης πράξεως παρά μόνο αν, λόγω της παρατυπίας αυτής, ενδέχεται η διοικητική διαδικασία να κατέληξε σε διαφορετικό αποτέλεσμα, προσβάλλοντας με συγκεκριμένο τρόπο τα δικαιώματα άμυνας (βλ. απόφαση της 5ης Μαΐου 2022, Zhejiang Jiuli Hi-Tech Metals κατά Επιτροπής, C‑718/20 P, EU:C:2022:362, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

332    Συναφώς, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, πρώτον, ότι αν είχαν λάβει τα επίμαχα στοιχεία δεν θα είχε προκληθεί σύγχυση όσον αφορά τα ποσοστά των εισαχθέντων και των πωληθέντων από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής προϊόντων που εξετάστηκαν κατά την ανάλυση της υποτιμολόγησης (βλ. τρίτο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως). Ωστόσο, διαπιστώνεται ότι η σύγχυση αυτή δεν ασκεί επιρροή ως προς την ύπαρξη του ενδεχομένου η διεξαχθείσα από την Επιτροπή διαδικασία να κατέληγε σε διαφορετικό αποτέλεσμα. Εν πάση περιπτώσει, οι προσφεύγουσες, αν θεωρούσαν ότι οι εξηγήσεις που παρέσχε η Επιτροπή (βλ. σκέψη 293 ανωτέρω) ήταν διφορούμενες, θα μπορούσαν να της ζητήσουν περαιτέρω διευκρινίσεις.

333    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, υπό ορισμένες περιστάσεις, προκειμένου να διασφαλιστεί η αντικειμενικότητα της εξέτασης του κατά πόσον υφίσταται σημαντική υποτιμολόγηση στο επίπεδο του ομοειδούς προϊόντος, ενδέχεται να είναι σκόπιμο να εξεταστούν τα μερίδια αγοράς των διαφόρων τύπων του επίμαχου προϊόντος. Προκειμένου ένα ενδιαφερόμενο μέρος να μπορεί να ισχυριστεί λυσιτελώς ότι ισχύουν οι εν λόγω συνθήκες, είναι αναγκαίο να διαθέτει πληροφορίες σχετικά με τα ως άνω μερίδια αγοράς.

334    Δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 256 έως 258, υπό ορισμένες περιστάσεις, μπορεί η ανάλυση της υποτιμολόγησης να πρέπει να διενεργηθεί ανά τμήμα της αγοράς, δεν αποκλείεται εκ προοιμίου το ενδεχόμενο οι προσφεύγουσες, αν είχαν στη διάθεσή τους περιλήψεις μη εμπιστευτικού χαρακτήρα όσον αφορά τα επίμαχα στοιχεία, να μπορούσαν να προβάλουν επιχειρήματα ικανά να αποδείξουν ότι οι περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης απαιτούσαν τη διενέργεια τέτοιας ανάλυσης.

335    Εντούτοις, όπως προκύπτει από την εξέταση του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, ιδίως από τις σκέψεις 265 έως 272 ανωτέρω, στην υπό κρίση υπόθεση δεν συντρέχει περίσταση η οποία να υποχρεώνει την Επιτροπή να διενεργήσει ανάλυση της υποτιμολόγησης ανά τμήμα της αγοράς. Επομένως, αποκλείεται το ενδεχόμενο η διαδικασία να κατέληγε σε διαφορετικό αποτέλεσμα αν οι προσφεύγουσες είχαν στη διάθεσή τους τις προαναφερθείσες περιλήψεις.

336    Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Αιτήματα όσον αφορά την έκβαση της προσφυγής

337    Από την εξέταση των λόγων ακυρώσεως και των επιμέρους σκελών που προέβαλαν οι προσφεύγουσες προέκυψε ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός πρέπει να ακυρωθεί όσον αφορά τις προσφεύγουσες, στο μέτρο που, για τον υπολογισμό του συντελεστή του δασμού αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε επί των εισαγωγών στην Ένωση των PVA τις οποίες παράγουν και πωλούν οι προσφεύγουσες, η Επιτροπή πραγματοποίησε προς τα κάτω προσαρμογές της τιμής εξαγωγής βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχεία εʹ, ζʹ, θʹ και ιαʹ, του βασικού κανονισμού.

338    Η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί κατά τα λοιπά.

 Επί των δικαστικών εξόδων

339    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε ως προς το ουσιώδες μέρος των αιτημάτων της, πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά της, καθώς και τα δικαστικά έξοδα των προσφευγουσών, σύμφωνα με το σχετικό αίτημά τους.

340    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους. Κατά συνέπεια, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

341    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ο παρεμβαίνων, ακόμη και όταν είναι άλλος από τους αναφερόμενους στις παραγράφους 1 και 2 του εν λόγω άρθρου, φέρει τα δικαστικά έξοδά του. Εν προκειμένω, πρέπει να κριθεί ότι η Wegochem, η Kuraray και η Sekisui φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2020/1336 της Επιτροπής, της 25ης Σεπτεμβρίου 2020, για την επιβολή οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων πολυβινυλικών αλκοολών καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, όσον αφορά τη Sinopec Chongqing SVW Chemical Co. Ltd, τη Sinopec Great Wall Energy & Chemical (Ningxia) Co. Ltd και τη Central-China Company, Sinopec Chemical Commercial Holding Co. Ltd, στο μέτρο που, για τον υπολογισμό του συντελεστή του δασμού αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε επί των εισαγωγών στην Ευρωπαϊκή Ένωση των πολυβινυλικών αλκοολών τις οποίες παράγουν και πωλούν οι εν λόγω εταιρίες, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πραγματοποίησε προς τα κάτω προσαρμογές της τιμής εξαγωγής βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχεία εʹ, ζʹ, θʹ και ιαʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1036 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

3)      Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Sinopec Chongqing SVW Chemical Co., η Sinopec Great Wall Energy & Chemical (Ningxia) Co. και η Central-China Company, Sinopec Chemical Commercial Holding Co.

4)      Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

5)      Η Wegochem Europe BV, η Kuraray Europe GmbH και η Sekisui Specialty Chemicals Europe SL φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Truchot

Kanninen

Madise

Frendo

 

      Perišin


Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 21 Φεβρουαρίου 2024.

(υπογραφές)


Περιεχόμενα


Το ιστορικό της διαφοράς

Αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται το ασύμβατο της εφαρμογής του άρθρου 2, παράγραφος 6α, του βασικού κανονισμού με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το δίκαιο του ΠΟΕ

Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως

Επί του πρώτου σκέλους

– Εφαρμοστέοι κανόνες

– Επί της αποδείξεως

– Επί των ενδείξεων που συγκέντρωσε η Επιτροπή

Επί του δευτέρου σκέλους

Επί του τρίτου σκέλους

– Επί της πρώτης αιτίασης

– Επί της δεύτερης αιτίασης

Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 18, παράγραφοι 1 και 5, του βασικού κανονισμού καθώς και του άρθρου 6.8 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ και του παραρτήματος II

Επί της πρώτης αιτίασης

Επί της δεύτερης αιτίασης

Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 3, παράγραφοι 2 και 3, του βασικού κανονισμού κατά τον καθορισμό της υποτιμολόγησης καθώς και παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 6, του ίδιου κανονισμού

Επί της λυσιτέλειας του τετάρτου λόγου ακυρώσεως

Επί του βασίμου του τετάρτου λόγου ακυρώσεως

– Επί του πρώτου σκέλους

– Επί του δευτέρου σκέλους

– Επί του τρίτου σκέλους

Επί του εβδόμου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

Αιτήματα όσον αφορά την έκβαση της προσφυγής

Επί των δικαστικών εξόδων


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.