Language of document : ECLI:EU:T:2019:469

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 2ας Ιουλίου 2019 (*)

«Εξωσυμβατική ευθύνη – Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Περιοριστικά μέτρα κατά της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν – Δέσμευση κεφαλαίων – Αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη η ενάγουσα λόγω της εγγραφής και της διατήρησης της επωνυμίας της στους καταλόγους προσώπων και οντοτήτων εις βάρος των οποίων εφαρμόζονται περιοριστικά μέτρα – Υλική ζημία – Μη υλική ζημία»

Στην υπόθεση T‑405/15,

Fulmen, με έδρα την Τεχεράνη (Ιράν), εκπροσωπούμενη από τους A. Bahrami και N. Κορογιαννάκη, δικηγόρους,

ενάγουσα,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από την R. Liudvinaviciute-Cordeiro και τον M. Bishop,

εναγομένου,

υποστηριζόμενου από την

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τον A. Aresu και την D. Gauci, στη συνέχεια, από τους Α. Aresu και R. Tricot,

παρεμβαίνουσα,

με αντικείμενο αγωγή δυνάμει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας που υποστηρίζει ότι υπέστη η ενάγουσα λόγω της έκδοσης της απόφασης 2010/413/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 2010, για περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και για την κατάργηση της κοινής θέσης 2007/140/ΚΕΠΠΑ (ΕΕ 2010, L 195, σ. 39), του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 668/2010 του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 2010, για την εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 423/2007 σχετικά με ορισμένα περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν (ΕΕ 2010, L 195, σ. 25), της απόφασης 2010/644/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2010, για την τροποποίηση της απόφασης 2010/413 (ΕΕ 2010, L 281, σ. 81), και του κανονισμού (ΕΕ) 961/2010 του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2010, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 423/2007 (ΕΕ 2010, L 281, σ. 1), πράξεων με τις οποίες η επωνυμία της ενάγουσας ενεγράφη και διατηρήθηκε στους καταλόγους των προσώπων και των οντοτήτων εις βάρος των οποίων εφαρμόζονταν τα περιοριστικά μέτρα,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους I. Pelikánová (εισηγήτρια), πρόεδρο, V. Valančius και U. Öberg, δικαστές,

γραμματέας: M. Marescaux, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 11ης Δεκεμβρίου 2018,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

I.      Ιστορικό της διαφοράς

1        Η υπό κρίση υπόθεση εντάσσεται στο πλαίσιο των περιοριστικών μέτρων για την άσκηση πίεσης στην Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν, προκειμένου να παύσει τις πυρηνικές δραστηριότητες που ενέχουν κίνδυνο διάδοσης των πυρηνικών όπλων και την ανάπτυξη συστημάτων εκτόξευσης πυρηνικών όπλων (στο εξής: διάδοση των πυρηνικών όπλων).

2        Η ενάγουσα, Fulmen, είναι ιρανική εταιρία η οποία δραστηριοποιείται, μεταξύ άλλων, στον τομέα των ηλεκτρικών εξοπλισμών.

3        Στην Ευρωπαϊκή Ένωση εκδόθηκε η κοινή θέση 2007/140/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 27ης Φεβρουαρίου 2007, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν (ΕΕ 2007, L 61, σ. 49), και ο κανονισμός (ΕΚ) 423/2007 του Συμβουλίου, της 19ης Απριλίου 2007, σχετικά με ορισμένα περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν (ΕΕ 2007, L 103, σ. 1).

4        Το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της κοινής θέσης 2007/140 προέβλεπε τη δέσμευση όλων των κεφαλαίων και των οικονομικών πόρων ορισμένων κατηγοριών προσώπων και οντοτήτων. Ο κατάλογος των προσώπων και των οντοτήτων αυτών περιλαμβανόταν στο παράρτημα II της κοινής θέσης 2007/140.

5        Όσον αφορά τις αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 423/2007 προέβλεπε τη δέσμευση των κεφαλαίων των προσώπων, οντοτήτων ή οργανισμών που το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει αναγνωρίσει ως συμμετέχοντες στη διάδοση πυρηνικών όπλων σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της κοινής θέσεως 2007/140. Ο κατάλογος των εν λόγω προσώπων, οντοτήτων και οργανισμών αποτελεί το παράρτημα V του κανονισμού 423/2007.

6        Η κοινή θέση 2007/140 καταργήθηκε με την απόφαση 2010/413/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 2010, για περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν (ΕΕ 2010, L 195, σ. 39).

7        Το άρθρο 20, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2010/413 προβλέπει τη δέσμευση των κεφαλαίων πλειόνων κατηγοριών οντοτήτων. Η διάταξη αυτή αφορά, μεταξύ άλλων, τα «πρόσωπα και τις οντότητες […] τα οποία ασχολούνται ή έχουν άμεση σχέση με ή υποστηρίζουν [τη διάδοση πυρηνικών όπλων] ή τα πρόσωπα και τις οντότητες που ενεργούν εξ ονόματός τους ή υπό την εποπτεία τους ή τις οντότητες των οποίων έχουν την κυριότητα ή τις οποίες ελέγχουν, μεταξύ άλλων με παράνομα μέσα, […] όπως απαριθμούνται στο παράρτημα II».

8        Ο κατάλογος του παραρτήματος II της αποφάσεως 2010/413 αντικαταστάθηκε με νέο κατάλογο, ο οποίος θεσπίστηκε με την απόφαση 2010/644/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2010, για την τροποποίηση της αποφάσεως 2010/413 (ΕΕ 2010, L 281, σ. 81).

9        Στις 25 Οκτωβρίου 2010 το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΕ) 961/2010, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και την κατάργηση του κανονισμού 423/2007 (ΕΕ 2010, L 281, σ. 1).

10      Ευθύς μετά την έκδοση της αποφάσεως 2010/413 στις 26 Ιουλίου 2010, το Συμβούλιο προσέθεσε την επωνυμία της ενάγουσας στον κατάλογο των προσώπων, οντοτήτων και οργανισμών που περιλαμβάνονται στον πίνακα Ι του παραρτήματος II της εν λόγω αποφάσεως.

11      Κατά συνέπεια, η επωνυμία της ενάγουσας ενεγράφη στον κατάλογο των προσώπων, οντοτήτων και οργανισμών που περιλαμβάνονται στον πίνακα I του παραρτήματος V του κανονισμού 423/2007 με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 668/2010 του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 2010, για την εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 423/2007 (ΕΕ 2007, L 195, σ. 25). Η έκδοση του εκτελεστικού κανονισμού 668/2010 είχε ως συνέπεια τη δέσμευση των κεφαλαίων και των οικονομικών πόρων της ενάγουσας.

12      Στην απόφαση 2010/413 το Συμβούλιο παρέθεσε την ακόλουθη αιτιολογία όσον αφορά την ενάγουσα: «Η Fulmen συμμετείχε στην εγκατάσταση ηλεκτρολογικών εξοπλισμών στον σταθμό Qom/Fordoo [Ιράν] την εποχή που δεν είχε ακόμα αποκαλυφθεί η ύπαρξη του σταθμού αυτού». Στον εκτελεστικό κανονισμό 668/2010, χρησιμοποιήθηκε η ακόλουθη διατύπωση: «Η Fulmen συμμετείχε στην εγκατάσταση ηλεκτρολογικών εξοπλισμών στον σταθμό Qom/Fordoo την εποχή που δεν είχε ακόμα αποκαλυφθεί η ύπαρξη του σταθμού αυτού».

13      Με έγγραφο της 28ης Ιουλίου 2010, το Συμβούλιο πληροφόρησε την ενάγουσα ότι η επωνυμία της είχε περιληφθεί στον κατάλογο του παραρτήματος ΙΙ της αποφάσεως 2010/413 και στον κατάλογο του παραρτήματος V του κανονισμού 423/2007.

14      Με έγγραφο της 14ης Σεπτεμβρίου 2010, η ενάγουσα ζήτησε από το Συμβούλιο να εξετάσει εκ νέου την εγγραφή της στον κατάλογο του παραρτήματος II της αποφάσεως 2010/413 και σε αυτόν του παραρτήματος V του κανονισμού 423/2007. Κάλεσε επίσης το Συμβούλιο να της κοινοποιήσει τα στοιχεία βάσει των οποίων είχε λάβει τα εις βάρος της περιοριστικά μέτρα.

15      Η εγγραφή της επωνυμίας της ενάγουσας στον κατάλογο του παραρτήματος II της αποφάσεως 2010/413 δεν εθίγη με την έκδοση της αποφάσεως 2010/644.

16      Κατόπιν της κατάργησης του κανονισμού 423/2007 από τον κανονισμό 961/2010, το Συμβούλιο προσέθεσε την επωνυμία της ενάγουσας στο σημείο 13 του πίνακα B του παραρτήματος VIII του τελευταίου αυτού κανονισμού. Κατά συνέπεια, τα κεφάλαια της ενάγουσας δεσμεύονται στο εξής δυνάμει του άρθρου 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 961/2010.

17      Με έγγραφο της 28ης Οκτωβρίου 2010, το Συμβούλιο απάντησε στο από 14ης Σεπτεμβρίου 2010 έγγραφο της ενάγουσας, επισημαίνοντας ότι, κατόπιν επανεξετάσεως, απορρίπτει το αίτημά της περί διαγραφής της επωνυμίας της από τον κατάλογο του παραρτήματος ΙΙ της απόφασης 2010/413, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2010/644, και από τον κατάλογο του παραρτήματος VIII του κανονισμού 961/2010, το οποίο αντικατέστησε το παράρτημα V του κανονισμού 423/2007. Το Συμβούλιο διευκρίνισε συναφώς ότι, εφόσον ο φάκελος της υπόθεσης δεν περιείχε νέα στοιχεία που να δικαιολογούν μεταβολή της θέσης του, η ενάγουσα θα έπρεπε να συνεχίσει να υπόκειται στα περιοριστικά μέτρα που προβλέπουν οι εν λόγω πράξεις. Περαιτέρω, το Συμβούλιο επισήμανε ότι η απόφασή του περί διατηρήσεως της επωνυμίας της ενάγουσας στους επίδικους καταλόγους βασιζόταν μόνον επί των στοιχείων που αναφέρονται στην αιτιολογία των καταλόγων αυτών.

18      Με απόφαση της 21ης Μαρτίου 2012, Fulmen και Mahmoudian κατά Συμβουλίου (T‑439/10 και T‑440/10, EU:T:2012:142), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση 2010/413, τον εκτελεστικό κανονισμό 668/2010, την απόφαση 2010/644 και τον κανονισμό 961/2010, κατά το μέτρο που αφορούσαν τον Fereydoun Mahmoudian και την ενάγουσα.

19      Όσον αφορά τα διαχρονικά αποτελέσματα της ακύρωσης των πράξεων που προσβλήθηκαν στο πλαίσιο της προσφυγής επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 21ης Μαρτίου 2012, Fulmen και Mahmoudian κατά Συμβουλίου (T‑439/10 και T‑440/10, EU:T:2012:142), στη σκέψη 106 της απόφασης αυτής το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε, σε σχέση με τον κανονισμό 961/2010, ότι, δυνάμει του άρθρου 60, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 280 ΣΛΕΕ, οι αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου με τις οποίες ακυρώνεται κανονισμός παράγουν αποτελέσματα μόνον από τη λήξη της προθεσμίας ασκήσεως αναιρέσεως του άρθρου 56, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω Οργανισμού ή, εφόσον έχει ασκηθεί αναίρεση εντός της προθεσμίας αυτής, από την απόρριψή της. Στην υπόθεση εκείνη το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ο κίνδυνος να θιγεί κατά τρόπο σοβαρό και ανεπανόρθωτο η αποτελεσματικότητα των περιοριστικών μέτρων που επιβάλλει ο κανονισμός 961/2010, λαμβανομένων μάλιστα υπόψη των σημαντικών συνεπειών που επάγονται τα μέτρα αυτά επί των δικαιωμάτων και ελευθεριών της ενάγουσας, δεν παρίστατο τόσο υψηλός ώστε να δικαιολογεί τη διατήρηση των εννόμων συνεπειών του εν λόγω κανονισμού για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τον χρόνο που προβλέπεται στο άρθρο 60, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

20      Επιπλέον, στη σκέψη 107 της απόφασης της 21ης Μαρτίου 2012, Fulmen και Mahmoudian κατά Συμβουλίου (T‑439/10 και T‑440/10, EU:T:2012:142), το Γενικό Δικαστήριο διατήρησε τα αποτελέσματα της απόφασης 2010/413, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2010/644, έως ότου η ακύρωση του κανονισμού 961/2010 αρχίσει να παράγει τα αποτελέσματά της.

21      Στις 4 Ιουνίου 2012 το Συμβούλιο άσκησε αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου κατά της απόφασης της 21ης Μαρτίου 2012, Fulmen και Mahmoudian κατά Συμβουλίου (T‑439/10 και T‑440/10, EU:T:2012:142). Η αίτηση αναιρέσεως πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό C‑280/12 P. Προς στήριξη της εν λόγω αιτήσεως αναιρέσεως, το Συμβούλιο υποστήριξε μεταξύ άλλων ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι το Συμβούλιο όφειλε να προσκομίσει στοιχεία αποδεικνύοντα ότι η ενάγουσα εκτέλεσε εργασίες στις εγκαταστάσεις του Qom/Fordoo (Ιράν), και τούτο παρά το γεγονός ότι τα στοιχεία που μπορούσαν να προσκομισθούν προέρχονταν από εμπιστευτικές πηγές, και ότι οι περιπτώσεις πλάνης περί το δίκαιο στις οποίες υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο αφορούσαν δύο πτυχές της γνωστοποίησης των στοιχείων αυτών, εκ των οποίων η πρώτη έχει σχέση με την εκ μέρους των κρατών μελών γνωστοποίηση αποδεικτικών στοιχείων στο Συμβούλιο, η δε δεύτερη με την ανακοίνωση των εμπιστευτικών στοιχείων στο Δικαστήριο.

22      Με απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2013, Συμβούλιο κατά Fulmen και Mahmoudian (C‑280/12 P, EU:C:2013:775), το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως ως αβάσιμη, επικυρώνοντας την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου στη σκέψη 103 της απόφασης της 21ης Μαρτίου 2012, Fulmen και Mahmoudian κατά Συμβουλίου (T‑439/10 και T‑440/10, EU:T:2012:142), ήτοι ότι το Συμβούλιο δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία περί του ότι η ενάγουσα εκτέλεσε εργασίες στο Qom/Fordoo.

23      Με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 1361/2013 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2013, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 267/2012 (ΕΕ 2013, L 343, σ. 7), το Συμβούλιο, λαμβάνοντας υπόψη τις συνέπειες της απόφασης της 28ης Νοεμβρίου 2013, Συμβούλιο κατά Fulmen και Mahmoudian (C‑280/12 P, EU:C:2013:775), διέγραψε την επωνυμία της ενάγουσας από τους καταλόγους προσώπων και οντοτήτων που υπόκεινται σε περιοριστικά μέτρα του παραρτήματος II της απόφασης 2010/413 και του παραρτήματος IX του κανονισμού 267/2012, αντιστοίχως, με ισχύ από τις 19 Δεκεμβρίου 2013. Έκτοτε η επωνυμία της ενάγουσας δεν έχει περιληφθεί σε κανέναν κατάλογο.

II.    Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

24      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 25 Ιουλίου 2015, η ενάγουσα άσκησε την υπό κρίση αγωγή. Η υπόθεση ανατέθηκε στο πρώτο τμήμα του Γενικού Δικαστηρίου.

25      Στις 9 Νοεμβρίου 2015 το Συμβούλιο κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως.

26      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 9 Νοεμβρίου 2015, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε να παρέμβει στην παρούσα δίκη υπέρ του Συμβουλίου.

27      Στις 2 Δεκεμβρίου 2015 η ενάγουσα κατέθεσε παρατηρήσεις επί της αιτήσεως παρεμβάσεως της Επιτροπής. Το Συμβούλιο δεν κατέθεσε παρατηρήσεις επί της αιτήσεως αυτής εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

28      Με απόφαση του προέδρου του πρώτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου, της 10ης Δεκεμβρίου 2015, εκδοθείσα σύμφωνα με το άρθρο 144, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, επετράπη στην Επιτροπή να παρέμβει στην παρούσα δίκη.

29      Στις 22 Ιανουαρίου 2016 η Επιτροπή κατέθεσε το υπόμνημα παρεμβάσεως. Ούτε το Συμβούλιο ούτε η ενάγουσα κατέθεσαν παρατηρήσεις επί του υπομνήματος αυτού.

30      Στις 25 Ιανουαρίου 2016 η ενάγουσα κατέθεσε το υπόμνημα απαντήσεως.

31      Στις 8 Μαρτίου 2016 το Συμβούλιο κατέθεσε το υπόμνημα ανταπαντήσεως.

32      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 29 Μαρτίου 2016, η ενάγουσα ζήτησε τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, σύμφωνα με το άρθρο 106, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας.

33      Κατόπιν πρότασης του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) έλαβε ένα πρώτο μέτρο οργάνωσης της διαδικασίας, συνιστάμενο σε ακρόαση των διαδίκων επί ενδεχόμενης αναστολής της διαδικασίας εν αναμονή της απόφασης του Δικαστηρίου με την οποία θα περατωνόταν η δίκη στην υπόθεση C‑45/15 P, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου. Το Συμβούλιο υπέβαλε τις παρατηρήσεις του επί του ζητήματος αυτού εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

34      Κατόπιν μεταβολής της σύνθεσης των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 27, παράγραφος 5, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο πρώτο τμήμα, στο οποίο και ανατέθηκε, κατά συνέπεια, η υπό κρίση υπόθεση.

35      Με απόφαση της 31ης Αυγούστου 2016, ο πρόεδρος του πρώτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου αποφάσισε την αναστολή της διαδικασίας στην υπό κρίση υπόθεση.

36      Μετά την έκδοση της απόφασης της 30ής Μαΐου 2017, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου (C‑45/15 P, EU:C:2017:402), κατόπιν πρότασης του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) έλαβε δεύτερο μέτρο οργάνωσης της διαδικασίας συνιστάμενο σε ακρόαση των διαδίκων επί των συνεπειών που αντλούν από την εν λόγω απόφαση όσον αφορά την υπό κρίση υπόθεση (στο εξής: δεύτερο μέτρο οργάνωσης της διαδικασίας). Οι κύριοι διάδικοι και η Επιτροπή υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί του ζητήματος αυτού εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

37      Κατόπιν πρότασης του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) έλαβε τρίτο μέτρο οργάνωσης της διαδικασίας συνιστάμενο στην υποβολή σειράς ερωτήσεων στην ενάγουσα (στο εξής: τρίτο μέτρο οργάνωσης της διαδικασίας). Η ενάγουσα απάντησε στις ερωτήσεις αυτές εμπροθέσμως.

38      Με έγγραφο της 28ης Νοεμβρίου 2018, η Επιτροπή ενημέρωσε το Γενικό Δικαστήριο ότι, καίτοι εξακολουθούσε να υποστηρίζει τη θέση του Συμβουλίου, δεν θεωρούσε απαραίτητο να συμμετάσχει στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση της υπόθεσης.

39      Οι κύριοι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 11ης Δεκεμβρίου 2018.

40      Η ενάγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κρίνει την αγωγή παραδεκτή και βάσιμη·

–        να υποχρεώσει το Συμβούλιο να της καταβάλει το ποσό των 11 009 560 ευρώ ως αποζημίωση για την υλική ζημία που υπέστη και το ποσό των 100 000 ευρώ ως αποζημίωση για τη μη υλική ζημία που υπέστη·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

41      Το Συμβούλιο και η Επιτροπή ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αγωγή·

–        να καταδικάσει την ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα.

III. Σκεπτικό

1.      Επί της αρμοδιότητας του Γενικού Δικαστηρίου

42      Στο υπόμνημα ανταπαντήσεως το Συμβούλιο, στηριζόμενο στην απόφαση της 18ης Φεβρουαρίου 2016, Jannatian κατά Συμβουλίου (T‑328/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:86), υποστηρίζει ότι, δεδομένου ότι η ενάγουσα στήριξε το αίτημα αποκατάστασης της ζημίας στον παράνομο χαρακτήρα της εγγραφής της επωνυμίας της στον κατάλογο του παραρτήματος II της απόφασης 2010/413, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2010/644, το Γενικό Δικαστήριο είναι αναρμόδιο να αποφανθεί επί της υπό κρίση αγωγής, στο μέτρο που το άρθρο 275, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ δεν αναγνωρίζει στο Γενικό Δικαστήριο αρμοδιότητα να αποφαίνεται επί αιτήματος αποζημίωσης το οποίο στηρίζεται στον παράνομο χαρακτήρα πράξης που εμπίπτει στην κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ).

43      Η ενάγουσα, απαντώντας σε αίτημα του Γενικού Δικαστηρίου, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της επί της ενστάσεως απαραδέκτου του Συμβουλίου, διευκρίνισε ότι με την υπό κρίση αγωγή ζητεί να αποκατασταθεί μόνο η ζημία που υπέστη από τους κανονισμούς που εξέδωσε το Συμβούλιο, δήλωση η οποία καταγράφηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως. Λαμβανομένης υπόψη της απάντησης αυτής, πρέπει να θεωρηθεί ότι κατ’ ουσίαν η ενάγουσα μετέβαλε το δεύτερο αίτημα της αγωγής, με αποτέλεσμα να ζητεί εν τέλει από το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεώσει το Συμβούλιο να της καταβάλει μόνο το ποσό των 11 009 560 ευρώ ως αποζημίωση για την υλική ζημία που υπέστη εκ της παράνομης εγγραφής της επωνυμίας της στους καταλόγους που προσαρτώνται στον εκτελεστικό κανονισμό 668/2010 και στον κανονισμό 961/2010 (στο εξής: επίδικοι κατάλογοι) και το ποσό των 100 000 ευρώ ως αποζημίωση για τη μη υλική ζημία που υπέστη εκ της ίδιας αυτής εγγραφής.

44      Εν πάση περιπτώσει, υπενθυμίζεται ότι κατά το άρθρο 129 του Κανονισμού Διαδικασίας το Γενικό Δικαστήριο δύναται οποτεδήποτε, αυτεπαγγέλτως, αφού ακούσει τους διαδίκους, να αποφανθεί επί των λόγων απαραδέκτου δημοσίας τάξεως, στους οποίους περιλαμβάνεται, κατά τη νομολογία, η αρμοδιότητα του δικαστή της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αποφανθεί επί του ενδίκου βοηθήματος (πρβλ. αποφάσεις της 18ης Μαρτίου 1980, Ferriera Valsabbia κ.λπ. κατά Επιτροπής, 154/78, 205/78, 206/78, 226/78 έως 228/78, 263/78, 264/78, 31/79, 39/79, 83/79 και 85/79, EU:C:1980:81, σκέψη 7, και της 17ης Ιουνίου 1998, Svenska Journalistförbundet κατά Συμβουλίου, T‑174/95, EU:T:1998:127, σκέψη 80).

45      Συναφώς, από τη νομολογία προκύπτει ότι, καίτοι αγωγή αποζημίωσης με την οποία ζητείται η αποκατάσταση της ζημίας που προβάλλεται ότι προκλήθηκε λόγω της έκδοσης πράξης στον τομέα της ΚΕΠΠΑ δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου (απόφαση της 18ης Φεβρουαρίου 2016, Jannatian κατά Συμβουλίου, T‑328/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:86, σκέψεις 30 και 31), αντιθέτως, το Γενικό Δικαστήριο θεωρείται πάντοτε αρμόδιο να εκδικάσει αγωγή αποζημίωσης για ζημία που προβάλλει ότι έχει υποστεί πρόσωπο ή οντότητα λόγω περιοριστικών μέτρων ληφθέντων εις βάρος του, σύμφωνα με το άρθρο 215 ΣΛΕΕ (πρβλ. αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 2007, Sison κατά Συμβουλίου, T‑47/03, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2007:207, σκέψεις 232 έως 251, και της 25ης Νοεμβρίου 2014, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου, T‑384/11, EU:T:2014:986, σκέψεις 45 έως 149).

46      Δεν θα μπορούσε να ισχύει κάτι διαφορετικό για αίτημα αποκατάστασης ζημίας την οποία υποστηρίζει ότι υπέστη πρόσωπο ή οντότητα λόγω περιοριστικών μέτρων που ελήφθησαν εις βάρος τους, βάσει του άρθρου 291, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

47      Συγκεκριμένα, κατά τη νομολογία, καμία διάταξη της Συνθήκης ΛΕΕ δεν προβλέπει ότι το έκτο μέρος αυτής, το οποίο περιλαμβάνει τις θεσμικές και δημοσιονομικές διατάξεις, δεν εφαρμόζεται επί περιοριστικών μέτρων. Κατά συνέπεια, η εφαρμογή του άρθρου 291, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, κατά το οποίο «[ό]ταν απαιτούνται ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση των νομικά δεσμευτικών πράξεων της Ένωσης, οι πράξεις αυτές αναθέτουν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή ή, σε ειδικές περιπτώσεις δεόντως αιτιολογημένες και στις περιπτώσεις των άρθρων 24 και 26 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, στο Συμβούλιο», δεν αποκλείεται, καθόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις της διατάξεως αυτής (απόφαση της 1ης Μαρτίου 2016, National Iranian Oil Company κατά Συμβουλίου, C‑440/14 P, EU:C:2016:128, σκέψη 35).

48      Εν προκειμένω, τα περιοριστικά μέτρα που ελήφθησαν εις βάρος της ενάγουσας με την απόφαση 2010/413, όπως τροποποιήθηκε στη συνέχεια με την απόφαση 2010/644, τέθηκαν σε εφαρμογή με τον εκτελεστικό κανονισμό 668/2010, ο οποίος εκδόθηκε βάσει του άρθρου 291, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, και με τον κανονισμό 961/2010, ο οποίος εκδόθηκε βάσει του άρθρου 215 ΣΛΕΕ.

49      Επομένως, μολονότι το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να εξετάσει το αίτημα αποζημίωσης της ενάγουσας στο μέτρο που αυτό αφορά αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από την έκδοση της απόφασης 2010/413, όπως τροποποιήθηκε ακολούθως με την απόφαση 2010/644, είναι, αντιθέτως, αρμόδιο να εξετάσει το ίδιο αίτημα, στο μέτρο που αφορά την αποκατάσταση της ζημίας που φέρεται ότι υπέστη η ενάγουσα από την εφαρμογή της εν λόγω απόφασης, με τον εκτελεστικό κανονισμό 668/2010 και τον κανονισμό 961/2010 (στο εξής: επίδικες πράξεις).

50      Ως εκ τούτου, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να εξετάσει την υπό κρίση αγωγή, όπως αυτή τροποποιήθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ήτοι στο μέτρο που αφορά την αποκατάσταση της ζημίας την οποία υποστηρίζει ότι υπέστη η ενάγουσα εκ του λόγου ότι τα περιοριστικά μέτρα που ελήφθησαν εις βάρος της στην απόφαση 2010/413, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα με την απόφαση 2010/644, τέθηκαν σε εφαρμογή με τις επίδικες πράξεις (στο εξής: επίδικα μέτρα).

2.      Επί της ουσίας

51      Κατά το άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, «[σ]το πεδίο της εξωσυμβατικής ευθύνης, η Ένωση υποχρεούται, σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, να αποκαθιστά τη ζημία που προξενούν τα θεσμικά όργανα ή οι υπάλληλοί της κατά την άσκηση των καθηκόντων τους». Κατά πάγια νομολογία, εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης, υπό την έννοια του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, λόγω παράνομης συμπεριφοράς των οργάνων της θεμελιώνεται εφόσον συντρέχει σύνολο προϋποθέσεων, ήτοι ο παράνομος χαρακτήρας της προσαπτόμενης στα όργανα συμπεριφοράς, το υποστατό της ζημίας και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προσαπτόμενης συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας (βλ. απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2008, FIAMM κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑120/06 P και C‑121/06 P, EU:C:2008:476, σκέψη 106 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2014, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου, T‑384/11, EU:T:2014:986, σκέψη 47).

52      Προς στήριξη της υπό κρίση αγωγής, η ενάγουσα προβάλλει ότι οι τρεις προαναφερθείσες προϋποθέσεις πληρούνται εν προκειμένω.

53      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, ζητεί την απόρριψη της υπό κρίση αγωγής ως αβάσιμης, με την αιτιολογία ότι η ενάγουσα δεν ανταποκρίθηκε στο βάρος απόδειξης, καθόσον δεν απέδειξε ότι πληρούνται εν προκειμένω όλες οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για να στοιχειοθετηθεί εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης.

54      Κατά πάγια νομολογία, οι προϋποθέσεις για τη στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, οι οποίες εκτέθηκαν στη σκέψη 51 ανωτέρω, είναι σωρευτικές (απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2010, Fahas κατά Συμβουλίου, T‑49/07, EU:T:2010:499, σκέψεις 92 και 93, και διάταξη της 17ης Φεβρουαρίου 2012, Dagher κατά Συμβουλίου, T‑218/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:82, σκέψη 34).  Συνεπώς, εφόσον δεν πληρούται μία από αυτές τις προϋποθέσεις, η αγωγή είναι απορριπτέα στο σύνολό της, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξετασθούν οι λοιπές προϋποθέσεις (απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2011, Dufour κατά ΕΚΤ, T‑436/09, EU:T:2011:634, σκέψη 193).

55      Επομένως, πρέπει να εξακριβωθεί αν, εν προκειμένω, η ενάγουσα, ανταποκρινόμενη στο βάρος απόδειξης που φέρει, αποδεικνύει τον παράνομο χαρακτήρα της προσαπτόμενης στο Συμβούλιο συμπεριφοράς, ήτοι της έκδοσης των επίδικων πράξεων και της διατήρησης της εγγραφής της επωνυμίας της στους επίδικους καταλόγους, το υποστατό της υλικής και της μη υλικής ζημίας που υποστηρίζει ότι υπέστη, καθώς και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της έκδοσης των εν λόγω πράξεων και των προβαλλόμενων ζημιών.

1.      Επί του προβαλλόμενου παράνομου χαρακτήρα

56      Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι πληρούται η προϋπόθεση που αφορά τον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς θεσμικού οργάνου, δεδομένου ότι, κατ’ ουσίαν, η έκδοση των επίδικων πράξεων και η διατήρηση της εγγραφής της επωνυμίας της στους επίδικους καταλόγους συνιστούν κατάφωρη παράβαση, από το Συμβούλιο, κανόνων δικαίου που σκοπούν να αναγνωρίσουν στους ιδιώτες δικαιώματα ικανά, κατά τη νομολογία, να θεμελιώσουν την εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης.

57      Συναφώς, πρώτον, η ενάγουσα υπενθυμίζει ότι από την απόφαση της 21ης Μαρτίου 2012, Fulmen και Mahmoudian κατά Συμβουλίου (T‑439/10 και T‑440/10, EU:T:2012:142), καθώς και από την απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2013, Συμβούλιο κατά Fulmen και Mahmoudian (C‑280/12 P, EU:C:2013:775), η οποία εκδόθηκε επί της αιτήσεως αναιρέσεως του Συμβουλίου και απέρριψε την εν λόγω αίτηση αναιρέσεως (βλ. σκέψη 22 ανωτέρω), προκύπτει ότι οι επίδικες πράξεις ενέχουν παρανομία.

58      Συγκεκριμένα, αφενός, η ενάγουσα υπενθυμίζει ότι στην απόφαση της 21ης Μαρτίου 2012, Fulmen και Mahmoudian κατά Συμβουλίου (T‑439/10 και T‑440/10, EU:T:2012:142), το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το Συμβούλιο δεν διέθετε κανένα στοιχείο εις βάρος της προκειμένου να στηρίξει την εγγραφή της επωνυμίας της στους επίδικους καταλόγους, και εκτιμά ότι η περίσταση αυτή συνιστά κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου ο οποίος σκοπεί να αναγνωρίσει στους ιδιώτες δικαιώματα ικανά να θεμελιώσουν την εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης. Απαντώντας στην ερώτηση που τέθηκε στο πλαίσιο του δεύτερου μέτρου οργάνωσης της διαδικασίας, η ενάγουσα επισημαίνει ότι, λαμβανομένης υπόψη της ομοιότητας των γενεσιουργών λόγων της υπό κρίση υπόθεσης και εκείνων της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 30ής Μαΐου 2017, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου (C‑45/15 P, EU:C:2017:402), το σύνολο των διαπιστώσεων που αφορούσαν τη σοβαρότητα του παράνομου χαρακτήρα της συμπεριφοράς του Συμβουλίου στην υπόθεση εκείνη μπορεί να ισχύσει, τηρουμένων των αναλογιών, στην υπό κρίση υπόθεση. Η ενάγουσα προσθέτει ότι το Γενικό Δικαστήριο θα πρέπει να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ακύρωση των επίδικων πράξεων δεν μπορεί να συνιστά αφεαυτής επαρκή αποκατάσταση της μη υλικής ζημίας που υπέστη.

59      Αφετέρου, η ενάγουσα εκτιμά ότι η απόφαση του Συμβουλίου να ασκήσει αναίρεση κατά της απόφασης της 21ης Μαρτίου 2012, Fulmen και Mahmoudian κατά Συμβουλίου (T‑439/10 και T‑440/10, EU:T:2012:142), παρά τον κατάφωρο χαρακτήρα της παρανομίας που διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο σε αυτήν, συνιστά κατάχρηση εξουσίας η οποία είχε ως αποτέλεσμα την επιδείνωση της ζημίας που αυτή υπέστη.

60      Δεύτερον, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι τα επίδικα μέτρα είχαν ως αποτέλεσμα να θίξουν την άσκηση της επιχειρηματικής ελευθερίας της και να προσβάλουν το δικαίωμα ιδιοκτησίας της, ελευθερία και δικαίωμα που διαθέτει δυνάμει των άρθρων 16 και 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης). Η προσβολή αυτών των θεμελιωδών δικαιωμάτων της ενάγουσας επιτείνει τον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς του Συμβουλίου, σε βαθμό που συνιστά κατάφωρη παράβαση.

61      Με την απάντησή του στην ερώτηση που τέθηκε στο πλαίσιο του δεύτερου μέτρου οργάνωσης της διαδικασίας, το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, δεν αμφισβητεί πλέον την έλλειψη νομιμότητας που απορρέει από τη λήψη των επίδικων μέτρων και αναγνωρίζει ότι τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου στην απόφαση της 30ής Μαΐου 2017, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου (C‑45/15 P, EU:C:2017:402), σχετικά με την ύπαρξη κατάφωρης παράβασης κανόνα δικαίου ο οποίος σκοπεί να αναγνωρίσει δικαιώματα στους ιδιώτες, ασκούν επιρροή στην υπό κρίση υπόθεση, στο μέτρο που η εγγραφή της ενάγουσας στους επίδικους καταλόγους πραγματοποιήθηκε υπό περιστάσεις παρόμοιες με εκείνες της υπόθεσης στην οποία εκδόθηκε η απόφαση αυτή. Αντιθέτως, το Συμβούλιο αντικρούει τα επιχειρήματα της ενάγουσας περί κατάχρησης εξουσίας και παράβασης των άρθρων 16 και 17 του Χάρτη και εκτιμά ότι από την απόφαση της 30ής Μαΐου 2017, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου (C‑45/15 P, EU:C:2017:402), δεν προκύπτει κανένα χρήσιμο στοιχείο επί των ζητημάτων αυτών.

62      Εν προκειμένω, στην απόφαση της 21ης Μαρτίου 2012, Fulmen και Mahmoudian κατά Συμβουλίου (T‑439/10 και T‑440/10, EU:T:2012:142), το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε τον παράνομο χαρακτήρα των επίδικων πράξεων.

63      Εντούτοις, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου, η διαπίστωση του παράνομου χαρακτήρα νομικής πράξης δεν αρκεί, όσο αποδοκιμαστέα και αν είναι η παρανομία αυτή, για να θεωρηθεί ότι πληρούται η προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης η οποία αφορά τον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς που προσάπτεται στα θεσμικά όργανα (απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2014, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου, T‑384/11, EU:T:2014:986, σκέψη 50· πρβλ., επίσης, αποφάσεις της 6ης Μαρτίου 2003, Dole Fresh Fruit International κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, T‑56/00, EU:T:2003:58, σκέψεις 71 έως 75, και της 23ης Νοεμβρίου 2011, Sison κατά Συμβουλίου, T‑341/07, EU:T:2011:687, σκέψη 31). Η ενδεχόμενη ακύρωση μίας ή περισσότερων πράξεων του Συμβουλίου, στις οποίες οφείλεται η ζημία την οποία προβάλλει η ενάγουσα, ακόμη και αν τέτοια ακύρωση επέλθει με απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου εκδοθείσα πριν από την άσκηση της αγωγής αποζημίωσης, δεν συνιστά αδιάσειστη απόδειξη της υπάρξεως κατάφωρης παραβάσεως εκ μέρους του οικείου θεσμικού οργάνου, βάσει της οποίας να είναι δυνατό να διαπιστωθεί, ipso jure, η εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης.

64      Η προϋπόθεση που αφορά την ύπαρξη παράνομης συμπεριφοράς των οργάνων της Ένωσης απαιτεί κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου ο οποίος αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες (βλ. απόφαση της 30ής Μαΐου 2017, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου, C‑45/15 P, EU:C:2017:402, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

65      Η απαίτηση ύπαρξης κατάφωρης παραβάσεως κανόνα δικαίου ο οποίος αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες έχει ως σκοπό, ανεξαρτήτως της φύσεως της επίμαχης παράνομης πράξεως, ο κίνδυνος προκλήσεως της προβαλλόμενης από τους ενδιαφερομένους ζημίας να μην εμποδίζει την εκ μέρους του οικείου θεσμικού οργάνου πλήρη άσκηση των αρμοδιοτήτων του προς εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος, τόσο στο πλαίσιο της κανονιστικής δραστηριότητάς του ή της δραστηριότητας που συνεπάγεται επιλογές οικονομικής πολιτικής όσο και στη σφαίρα της διοικητικής αρμοδιότητάς του, χωρίς, ωστόσο, να επιρρίπτει σε ιδιώτες το βάρος των συνεπειών καταφανών και ασύγγνωστων παραλείψεων (βλ. απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2011, Sison κατά Συμβουλίου, T‑341/07, EU:T:2011:687, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2014, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου, T‑384/11, EU:T:2014:986, σκέψη 51).

66      Λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 63 έως 65 ανωτέρω, πρέπει να εξετασθεί αν οι κανόνες δικαίου των οποίων την παράβαση προβάλλει εν προκειμένω η ενάγουσα σκοπούν να απονείμουν δικαιώματα στους ιδιώτες και αν το Συμβούλιο παρέβη κατάφωρα τους εν λόγω κανόνες.

67      Προς στήριξη του αιτήματος αποζημίωσης, η ενάγουσα επικαλείται, κατ’ ουσίαν, δύο λόγους έλλειψης νομιμότητας, ήτοι, πρώτον, την έκδοση των επίδικων πράξεων και τη διατήρηση της εγγραφής της επωνυμίας της στους επίδικους καταλόγους, καίτοι το Συμβούλιο δεν διέθετε κανένα αποδεικτικό στοιχείο προς στήριξη αυτών, παρανομία της οποίας οι συνέπειες επιτάθηκαν από την εκ μέρους του Συμβουλίου κατάχρηση εξουσίας, καθόσον άσκησε αναίρεση κατά της απόφασης της 21ης Μαρτίου 2012, Fulmen και Mahmoudian κατά Συμβουλίου (T‑439/10 και T‑440/10, EU:T:2012:142), και, δεύτερον, παράβαση των άρθρων 16 και 17 του Χάρτη.

68      Όσον αφορά τον πρώτο λόγο έλλειψης νομιμότητας ο οποίος αντλείται από την έκδοση των επίδικων πράξεων και τη διατήρηση, από το Συμβούλιο, της επωνυμίας της ενάγουσας στους επίδικους καταλόγους καίτοι δεν διέθετε κανένα αποδεικτικό στοιχείο για να στηρίξει κάτι τέτοιο, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, στις σκέψεις 68 και 69 της απόφασης της 25ης Νοεμβρίου 2014, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου (T‑384/11, EU:T:2014:986), το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι διοικητική αρχή επιδεικνύουσα τη συνήθη σύνεση και επιμέλεια θα ήταν σε θέση να κατανοήσει, κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλομένης πράξεως στην εν λόγω υπόθεση, ότι στην ίδια απέκειτο να συλλέξει τις πληροφορίες ή τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία δικαιολογούσαν τα περιοριστικά μέτρα εις βάρος της ενάγουσας στην υπόθεση εκείνη προκειμένου να μπορεί να αποδείξει, σε περίπτωση προσβολής των μέτρων, το βάσιμο των εν λόγω μέτρων διά της προσκομίσεως των εν λόγω πληροφοριών ή των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων ενώπιον του δικαστή της Ένωσης. Κατόπιν τούτου, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το Συμβούλιο, μη ενεργώντας τοιουτοτρόπως, υπέπεσε σε κατάφωρη παραβίαση κανόνα δικαίου που αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, υπό την έννοια της νομολογίας που παρατέθηκε στις σκέψεις 63 και 64 ανωτέρω. Στη σκέψη 40 της απόφασης της 30ής Μαΐου 2017, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου (C‑45/15 P, EU:C:2017:402), η οποία εκδόθηκε επί των αιτήσεων αναιρέσεως που ασκήθηκαν κατά της απόφασης της 25ης Νοεμβρίου 2014, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου (T‑384/11, EU:T:2014:986), και απέρριψε τις εν λόγω αιτήσεις αναιρέσεως, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, ιδίως στις σκέψεις 68 και 69 της απόφασής του, ότι η παράβαση, επί τρία σχεδόν έτη, της υποχρέωσης του Συμβουλίου να παράσχει, σε περίπτωση προσβολής των μέτρων, τις πληροφορίες ή τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία τεκμηριώνουν τους λόγους επιβολής περιοριστικών μέτρων εις βάρος φυσικού ή νομικού προσώπου, συνιστούσε κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου ο οποίος σκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες.

69      Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την απόφαση της 21ης Μαρτίου 2012, Fulmen και Mahmoudian κατά Συμβουλίου (T‑439/10 και T‑440/10, EU:T:2012:142), όπως επικυρώθηκε με την απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2013, Συμβούλιο κατά Fulmen και Mahmoudian (C‑280/12 P, EU:C:2013:775), επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η παράβαση την οποία διέπραξε το Συμβούλιο είναι όχι μόνο ταυτόσημη ως προς το αντικείμενό της αλλά και μεγαλύτερης, κατά έξι περίπου μήνες, διάρκειας από εκείνη την οποία διέπραξε το Συμβούλιο στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2014, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου (T‑384/11, EU:T:2014:986).

70      Επομένως, αφενός, ο κανόνας δικαίου του οποίου η παράβαση προβάλλεται εν προκειμένω από την ενάγουσα είναι κανόνας δικαίου που απονέμει δικαιώματα σε ιδιώτες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η ενάγουσα, ως νομικό πρόσωπο που θίγεται από τις επίδικες πράξεις. Αφετέρου, η παράβαση του εν λόγω κανόνα συνιστά κατάφωρη παράβαση, κατά την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 64 ανωτέρω.

71      Κατά τα λοιπά, από τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν οι διάδικοι, κατόπιν του δεύτερου μέτρου οργάνωσης της διαδικασίας, όσον αφορά τις συνέπειες που αντλούν από την απόφαση της 30ής Μαΐου 2017, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου (C‑45/15 P, EU:C:2017:402), στην υπό κρίση υπόθεση, προκύπτει ότι πλέον οι διάδικοι συμφωνούν ότι η προβαλλόμενη έλλειψη νομιμότητας συνιστά κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου ο οποίος σκοπεί να απονείμει δικαιώματα σε ιδιώτες.

72      Όσον αφορά το επιχείρημα ότι, κατ’ ουσίαν, η παράβαση αυτή καθίσταται κατά μείζονα λόγο κατάφωρη, δεδομένου ότι επιτάθηκε από το γεγονός ότι το Συμβούλιο καταχράστηκε την εξουσία του ασκώντας αναίρεση κατά της απόφασης της 21ης Μαρτίου 2012, Fulmen και Mahmoudian κατά Συμβουλίου (T‑439/10 και T‑440/10, EU:T:2012:142), το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

73      Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, μια πράξη εκδίδεται κατά κατάχρηση εξουσίας μόνον όταν προκύπτει, βάσει αντικειμενικών, λυσιτελών και συγκλινουσών ενδείξεων, ότι εκδόθηκε με αποκλειστικό ή, τουλάχιστον, πρωταρχικό σκοπό διαφορετικό από τους προβαλλόμενους ή με σκοπό την καταστρατήγηση διαδικασίας που προβλέπει ειδικά η Συνθήκη για την αντιμετώπιση των συγκεκριμένων περιστάσεων (βλ. απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2017, Montel κατά Κοινοβουλίου, T‑634/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:848, σκέψη 161 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

74      Ως προς το ζήτημα αυτό, αφενός, υπενθυμίζεται ότι το δικαίωμα άσκησης αναιρέσεως κατά των αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου κατοχυρώνεται στο άρθρο 256, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των ένδικων βοηθημάτων του δικαιοδοτικού συστήματος της Ένωσης. Δυνάμει της ίδιας διάταξης, η αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου περιορίζεται σε νομικά ζητήματα. Εξάλλου, το άρθρο 56, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίοδος, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορίζει ότι η αίτηση αναιρέσεως μπορεί να ασκηθεί από τον εν όλω ή εν μέρει ηττηθέντα διάδικο. Από τις διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης προκύπτει ότι, εντός των ορίων που αυτό προβλέπει, κάθε διάδικος είναι ελεύθερος όχι μόνο να ασκήσει αναίρεση κατά απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου, αλλά, επιπλέον, να προβάλει κάθε λόγο τον οποίο θεωρεί χρήσιμο προς στήριξη και ευδοκίμηση της αίτησης αναιρέσεως. Ως εκ τούτου, στο πλαίσιο αυτό, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει η ενάγουσα, δεν μπορεί να προσαφθεί στο Συμβούλιο ότι άσκησε αναίρεση κατά της απόφασης της 21ης Μαρτίου 2012, Fulmen και Mahmoudian κατά Συμβουλίου (T‑439/10 και T‑440/10, EU:T:2012:142), προκειμένου, όπως διευκρινίζει στο υπόμνημα αντίκρουσης, να διαθέτει «παγιωμένη νομολογία σχετικά με τα γεωγραφικά περιοριστικά μέτρα», δεδομένου ότι το επιχείρημα αυτό αφορά προδήλως νομικό ζήτημα, κατά την έννοια του άρθρου 256, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

75      Αφετέρου, το επιχείρημα της ενάγουσας ότι το Συμβούλιο άσκησε αναίρεση κατά της απόφασης της 21ης Μαρτίου 2012, Fulmen και Mahmoudian κατά Συμβουλίου (T‑439/10 και T‑440/10, EU:T:2012:142), απλώς και μόνο για να ασκήσει πιέσεις στην Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν ώστε αυτή να παύσει το πυρηνικό πρόγραμμά της, διατηρώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τα αποτελέσματα που παράγουν οι επίδικες πράξεις εις βάρος της ενάγουσας, το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Συγκεκριμένα, πέραν του ότι το επιχείρημα αυτό δεν υποστηρίζεται από κανένα αποδεικτικό στοιχείο ή πληροφορία, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εν πάση περιπτώσει, η διατήρηση των εν λόγω αποτελεσμάτων συνδέεται εγγενώς με την απόφαση άσκησης αναίρεσης, δυνάμει του άρθρου 60, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συγκεκριμένα, δυνάμει του εν λόγω άρθρου, «[κ]ατά παρέκκλιση από το άρθρο 280 ΣΛΕΕ, οι αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου με τις οποίες ακυρώνεται κανονισμός παράγουν αποτελέσματα μόνον από τη λήξη της προθεσμίας ασκήσεως αναιρέσεως του άρθρου 56, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω Οργανισμού ή, εφόσον έχει ασκηθεί αναίρεση εντός της προθεσμίας αυτής, από την απόρριψή της».

76      Επιπλέον, πρέπει να υπομνησθεί (βλ. σκέψη 19 ανωτέρω) ότι, όσον αφορά τα διαχρονικά αποτελέσματα της ακύρωσης του κανονισμού 961/2010, στη σκέψη 106 της απόφασης της 21ης Μαρτίου 2012, Fulmen και Mahmoudian κατά Συμβουλίου (T‑439/10 και T‑440/10, EU:T:2012:142), το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, στην υπόθεση εκείνη, ο κίνδυνος να θιγεί κατά τρόπο σοβαρό και ανεπανόρθωτο η αποτελεσματικότητα των περιοριστικών μέτρων που επιβάλλει ο κανονισμός 961/2010 δεν παρίστατο τόσο υψηλός ώστε να δικαιολογεί τη διατήρηση των αποτελεσμάτων του εν λόγω κανονισμού έναντι των προσφευγόντων για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τον προβλεπόμενο στο άρθρο 60, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης χρόνο. Ομοίως, στη σκέψη 107 της ίδιας απόφασης (βλ. σκέψη 20 ανωτέρω), το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να διατηρήσει τα αποτελέσματα της απόφασης 2010/413, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2010/644, έως ότου η ακύρωση του κανονισμού 961/2010 αρχίσει να παράγει τα αποτελέσματά της.

77      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η διατήρηση των αποτελεσμάτων που παράγουν οι επίδικες πράξεις έναντι της ενάγουσας κατόπιν της ακύρωσης των πράξεων αυτών με την απόφαση της 21ης Μαρτίου 2012, Fulmen και Mahmoudian κατά Συμβουλίου (T‑439/10 και T‑440/10, EU:T:2012:142), απορρέει από την εφαρμογή των διατάξεων του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την κυρίαρχη εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου και όχι από τη συμπεριφορά που προσάπτει η ενάγουσα στο Συμβούλιο, δηλαδή την άσκηση αναίρεσης κατά της εν λόγω απόφασης.

78      Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι η ενάγουσα δεν παρουσίασε κανένα αντικειμενικό στοιχείο ικανό να αποδείξει ότι το Συμβούλιο άσκησε αναίρεση κατά της απόφασης της 21ης Μαρτίου 2012, Fulmen και Mahmoudian κατά Συμβουλίου (T‑439/10 και T‑440/10, EU:T:2012:142), με σκοπό να βλάψει την ενάγουσα ή να ασκήσει πιέσεις στην Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν ώστε αυτή να παύσει το πυρηνικό πρόγραμμά της, το επιχείρημα που στηρίζεται σε κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους του Συμβουλίου, η οποία επιδείνωσε την παράβαση του επίμαχου εν προκειμένω κανόνα δικαίου, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

79      Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο έλλειψης νομιμότητας, ο οποίος στηρίζεται σε παράβαση των άρθρων 16 και 17 του Χάρτη, επισημαίνεται ότι η ενάγουσα αρκείται στο να υπενθυμίσει τις αναγκαίες προϋποθέσεις για τη στοιχειοθέτηση προσβολής της άσκησης των δικαιωμάτων και των ελευθεριών που αναγνωρίζει ο Χάρτης και να προβάλει ότι τα επίδικα μέτρα που επιβλήθηκαν εις βάρος της είχαν ως αντικείμενο και ως αποτέλεσμα σημαντικούς περιορισμούς του δικαιώματος ιδιοκτησίας και της ελευθερίας άσκησης οικονομικής δραστηριότητας, όπως αυτά αναγνωρίζονται στα άρθρα 16 και 17 του Χάρτη.

80      Ωστόσο, καίτοι, κατά πάγια νομολογία, το δικαίωμα ιδιοκτησίας κατοχυρώνεται στο άρθρο 17 του Χάρτη, δεν τυγχάνει απόλυτης προστασίας στο δίκαιο της Ένωσης, αλλά πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε συνάρτηση με τη λειτουργία του εντός της κοινωνίας. Κατά συνέπεια, μπορούν να επιβληθούν περιορισμοί στην άσκηση του δικαιώματος αυτού, υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί αυτοί εξυπηρετούν πράγματι επιδιωκόμενους από την Ένωση σκοπούς γενικού συμφέροντος και δεν συνιστούν, υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου σκοπού, δυσανάλογη και ανεπίτρεπτη επέμβαση δυνάμενη να θίξει την ίδια την ουσία των διασφαλιζομένων κατ’ αυτόν τον τρόπο δικαιωμάτων (βλ. απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2013, Makhlouf κατά Συμβουλίου, T‑383/11, EU:T:2013:431, σκέψη 97 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Η νομολογία αυτή μπορεί να εφαρμοστεί κατ’ αναλογία στην επιχειρηματική ελευθερία, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 16 του Χάρτη.

81      Εν προκειμένω, πρώτον, επισημαίνεται ότι η έκδοση των επίδικων πράξεων εις βάρος της ενάγουσας, καθόσον οι πράξεις αυτές προέβλεπαν τη δέσμευση των κεφαλαίων, των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και των λοιπών οικονομικών πόρων αυτής, σκοπούσε στην παρεμπόδιση της διάδοσης των πυρηνικών όπλων και στην άσκηση, κατ’ αυτόν τον τρόπο, πιέσεων στην Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν προκειμένου να παύσει τις σχετικές δραστηριότητες. Ο σκοπός αυτός εντασσόταν στο ευρύτερο πλαίσιο των προσπαθειών που σχετίζονται με τη διατήρηση της ειρήνης και της διεθνούς ασφάλειας και ήταν, επομένως, θεμιτός και κατάλληλος (πρβλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2013, Makhlouf κατά Συμβουλίου, T‑383/11, EU:T:2013:431, σκέψεις 100 και 101 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

82      Δεύτερον, τα επίδικα μέτρα ήταν επίσης αναγκαία, δεδομένου ότι εναλλακτικά και λιγότερο επαχθή μέτρα, όπως ένα σύστημα προηγούμενης άδειας ή μια υποχρέωση εκ των υστέρων δικαιολόγησης της χρήσης των καταβληθέντων κεφαλαίων, δεν θα επέτρεπαν εξίσου αποτελεσματική επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, ήτοι την παρεμπόδιση της διάδοσης των πυρηνικών όπλων και την άσκηση, κατ’ αυτόν τον τρόπο, πιέσεων στην Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν προκειμένου να παύσει τις σχετικές δραστηριότητες, ιδίως λαμβανομένης υπόψη της δυνατότητας καταστρατήγησης των επιβληθέντων περιορισμών (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2013, Makhlouf κατά Συμβουλίου, T‑383/11, EU:T:2013:431, σκέψη 101 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

83      Ως εκ τούτου, η ενάγουσα δεν απέδειξε ότι οι επίδικες πράξεις προσέβαλαν τα δικαιώματα που αντλεί από τα άρθρα 16 και 17 του Χάρτη.

84      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθεισών παρατηρήσεων, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι μόνο ο πρώτος λόγος έλλειψης νομιμότητας, ο οποίος στηρίζεται στην έκδοση των επίδικων πράξεων και τη διατήρηση της εγγραφής της επωνυμίας της ενάγουσας στους επίδικους καταλόγους από το Συμβούλιο καίτοι αυτό δεν διέθετε κανένα αποδεικτικό στοιχείο προς στήριξη των πράξεων αυτών, συνιστά έλλειψη νομιμότητας ικανή να θεμελιώσει την ευθύνη της Ένωσης, κατά την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 64 ανωτέρω.

2.      Επί της προβαλλόμενης ζημίας και της ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ του παράνομου χαρακτήρα της προσαπτόμενης συμπεριφοράς και της ζημίας αυτής

85      Η ενάγουσα εκτιμά ότι απέδειξε τον πραγματικό και βέβαιο χαρακτήρα της υλικής και μη υλικής ζημίας που υπέστη λόγω των επίδικων πράξεων, καθώς και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ του παράνομου χαρακτήρα της προσαπτόμενης συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας. Λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων περιστάσεων της υπόθεσης, η ενάγουσα εκτιμά ότι η απόφαση της 30ής Μαΐου 2017, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου (C‑45/15 P, EU:C:2017:402), δεν θέτει υπό αμφισβήτηση το βάσιμο του αιτήματός της προς αποζημίωση.

86      Στο υπόμνημα απαντήσεως, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο επιχειρεί, κατά παράβαση του άρθρου 340 ΣΛΕΕ, να επιβάλει προϋποθέσεις που μπορούν να καταστήσουν αδύνατη στην πράξη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση του δικαιώματος των ιδιωτών σε αποκατάσταση της ζημίας.

87      Απαντώντας στο επιχείρημα του Συμβουλίου ότι δεν υφίσταται αιτιώδης συνάφειας, λαμβανομένων υπόψη των περιοριστικών μέτρων που ελήφθησαν εις βάρος της, το 2011, στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (στο εξής: αμερικανικά μέτρα), η ενάγουσα παρατηρεί ότι τα αμερικανικά μέτρα ελήφθησαν ενάμισι έτος μετά τις επίδικες πράξεις και ότι παραπέμπουν σε αυτές ως «απόδειξη». Ως εκ τούτου, καθόσον τα εν λόγω μέτρα απορρέουν από τις εν λόγω πράξεις, δεν μπορούσαν να προκαλέσουν στην ενάγουσα αυτοτελή ζημία και, συνεπώς, οι ζημίες που ενδεχομένως προκλήθηκαν προκύπτουν άμεσα από την παράνομη συμπεριφορά του Συμβουλίου, απόκειται δε σε αυτό να τις αποκαταστήσει. Αφετέρου, η ενάγουσα υπενθυμίζει ότι οι σχέσεις μεταξύ της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής έχουν διαρραγεί από το 1980 και ότι, από το 1995, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν απαγορεύσει κάθε δραστηριότητα και κάθε συναλλαγή με τις ιρανικές εταιρίες. Επομένως, δεδομένου ότι δεν είχε σχέσεις με εταιρίες εγκαταστημένες στις Ηνωμένες Πολιτείες ούτε κατείχε εκεί περιουσιακά στοιχεία, η ενάγουσα δεν υπέστη καμία ζημία από τα αμερικανικά μέτρα.

88      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, αντικρούει τα επιχειρήματα που προέβαλε η ενάγουσα. Εκτιμά ότι τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου στην απόφαση της 30ής Μαΐου 2017, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου (C‑45/15 P, EU:C:2017:402), σχετικά με τις προϋποθέσεις αποζημίωσης της υλικής και μη υλικής ζημίας, είναι λυσιτελή και υποστηρίζουν τα επιχειρήματά του στην υπό κρίση υπόθεση. Εξάλλου, όσον αφορά την υλική και τη μη υλική ζημία την οποίο υποστηρίζει ότι υπέστη η ενάγουσα στο Ιράν, το Συμβούλιο παρατηρεί ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου εφαρμογής των επίδικων μέτρων, η ενάγουσα υπέκειτο επίσης στα αμερικανικά μέτρα, τα οποία ενδέχεται να είχαν εξίσου δυσμενείς, ή ακόμη και δυσμενέστερες, συνέπειες και τα οποία παραμένουν σε ισχύ. Στο υπόμνημα ανταπάντησης, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι τα αμερικανικά μέτρα είχαν πραγματικό αντίκτυπο στην οικονομική δραστηριότητα της ενάγουσας.

89      Πρέπει να εξετασθεί αν η ενάγουσα απέδειξε την προβαλλόμενη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ του παράνομου χαρακτήρα της προσαπτόμενης συμπεριφοράς και της ζημίας αυτής.

90      Όσον αφορά την προϋπόθεση περί υποστατού της ζημίας, κατά τη νομολογία, εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης θεμελιώνεται μόνον εάν η ενάγουσα υπέστη όντως πραγματική και βέβαιη ζημία (πρβλ. αποφάσεις της 27ης Ιανουαρίου 1982, De Franceschi κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, 51/81, EU:C:1982:20, σκέψη 9, και της 16ης Ιανουαρίου 1996, Candiotte κατά Συμβουλίου, T‑108/94, EU:T:1996:5, σκέψη 54). Απόκειται στην ενάγουσα να αποδείξει ότι η προϋπόθεση αυτή πληρούται (βλ. απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2006, Agraz κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑243/05 P, EU:C:2006:708, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία) και, ειδικότερα, να προσκομίσει πειστικά αποδεικτικά στοιχεία ως προς την ύπαρξη και την έκταση της ζημίας (βλ. απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 1997, Blackspur DIY κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑362/95 P, EU:C:1997:401, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

91      Ειδικότερα, κάθε αίτημα αποκατάστασης ζημίας, είτε πρόκειται για υλική ζημία είτε για μη υλική ζημία, είτε ζητείται με αυτό συμβολική απλώς αποζημίωση είτε ζητείται αποζημίωση σημαντικού ύψους, πρέπει να εξειδικεύει τη φύση της προβαλλόμενης ζημίας σε σχέση με την προσαπτόμενη συμπεριφορά και να προσδιορίζει, έστω κατά προσέγγιση, το σύνολο της ζημίας αυτής (βλ. απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2015, Sabbagh κατά Συμβουλίου, T‑652/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:112, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

92      Όσον αφορά την προϋπόθεση περί αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προσαπτόμενης συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας, η εν λόγω ζημία πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο αρκούντως άμεσο από την προσαπτόμενη συμπεριφορά, δηλαδή η συμπεριφορά αυτή πρέπει να είναι η γενεσιουργός αιτία της ζημίας, ενώ αντιθέτως δεν υφίσταται υποχρέωση αποκατάστασης κάθε βλαπτικής συνέπειας, έστω και απομακρυσμένης, της παράνομης συμπεριφοράς (βλ. απόφαση της 10ης Μαΐου 2006, Galileo International Technology κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑279/03, EU:T:2006:121, σκέψη 130 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· πρβλ. επίσης απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 1979, Dumortier κ.λπ. κατά Συμβουλίου, 64/76, 113/76, 167/78, 239/78, 27/79, 28/79 και 45/79, EU:C:1979:223, σκέψη 21). Στην ενάγουσα απόκειται να αποδείξει την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προσαπτόμενης συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας (βλ. απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 1998, Coldiretti κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, T‑149/96, EU:T:1998:228, σκέψη 101 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

93      Υπό το πρίσμα της νομολογίας που υπομνήσθηκε ανωτέρω πρέπει να εξετασθεί αν, εν προκειμένω, η ενάγουσα απέδειξε τον πραγματικό και βέβαιο χαρακτήρα της υλικής και της μη υλικής ζημίας που υποστηρίζει ότι υπέστη λόγω της έκδοσης των επίδικων πράξεων και της διατήρησης της εγγραφής της επωνυμίας της στους επίδικους καταλόγους, καθώς και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της έκδοσης των εν λόγω πράξεων και των ζημιών αυτών.

1)      Επί του υποστατού της υλικής ζημίας και επί της υπάρξεως αιτιώδους συνάφειας

94      Η ενάγουσα υποστηρίζει, στηριζόμενη σε έκθεση της 21ης Ιουλίου 2015, εκπονηθείσα από εταιρία λογιστικού ελέγχου, μέλος του σώματος ορκωτών λογιστών της περιφέρειας Paris Île-de-France (Γαλλία), και προσαρτηθείσα στο παράρτημα A.2 του δικογράφου της αγωγής (στο εξής: λογιστική έκθεση), ότι λόγω της έκδοσης των επίδικων πράξεων υπέστη δύο είδη υλικής ζημίας στο Ιράν και δύο είδη υλικής ζημίας στην Ευρώπη. Για το σύνολο των ζημιών αυτών, ζητεί να υποχρεωθεί το Συμβούλιο να της καταβάλει αποζημίωση συνολικού ύψους 11 009 560 ευρώ.

95      Απαντώντας σε ερώτηση που τέθηκε στο πλαίσιο του τρίτου μέτρου οργάνωσης της διαδικασίας, σχετικά με το ότι το συνολικό ποσό της υλικής ζημίας που μνημονεύεται στο αιτητικό του δικογράφου της αγωγής, ύψους 11 009 560 ευρώ, δεν συμφωνεί με το άθροισμα των ποσών που αφορούν τις διάφορες προβαλλόμενες υλικές ζημίες όπως μνημονεύονται στους λόγους του δικογράφου της αγωγής, η ενάγουσα επισημαίνει ότι η ασυμφωνία αυτή οφείλεται σε πρόδηλη αβλεψία της, η οποία πρέπει να ληφθεί υπόψη από το Γενικό Δικαστήριο. Συγκεκριμένα, ενώ η ενάγουσα είχε μνημονεύσει το ποσό καθεμίας από τις οικονομικές και λειτουργικές ζημίες που υπέστη στο Ιράν υπό τις ενότητες E.1.1.2, E.1.1.3 και E.1.1.4 του δικογράφου της αγωγής, παρέλειψε να το πράξει όσον αφορά την οικονομική και λειτουργική ζημία που υπέστη στο Ιράν η οποία μνημονεύεται υπό την ενότητα E.1.1.1. Εντούτοις, η ενάγουσα διευκρινίζει ότι το ποσό της τελευταίας αυτής υλικής ζημίας, το οποίο προκύπτει από την «[π]τώση του καθαρού λογιστικού αποτελέσματος», την οποία αποτιμά σε 2 932 367 ευρώ, περιλαμβάνεται στο συνολικό ποσό της υλικής ζημίας, του οποίου το ύψος επιβεβαιώνει ότι ανέρχεται σε «11 009 560 ευρώ[,] όπως μνημονεύεται τόσο [στο] κυρίως σώμα του δικογράφου της αγωγής όσο και στο παράρτημα A.2 σελίδα 35 του δικογράφου της αγωγής».

96      Επισημαίνεται ότι, προκειμένου να αποδείξει την ύπαρξη ζημίας και αιτιώδους συνάφειας, η ενάγουσα στηρίζεται σε σημαντικό βαθμό στη λογιστική έκθεση. Αυτό καθίσταται πρόδηλο από τη συνδυαστική ανάγνωση των σημείων 60 έως 101 του δικογράφου της αγωγής, στην ενότητα E, που επιγράφεται «Επί της υλικής ζημίας και της ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας», και των σελίδων 8 έως 27 της εν λόγω έκθεσης. Στα σημεία αυτά του δικογράφου της αγωγής παρατίθενται αυτούσια ολόκληρα αποσπάσματα από τις ως άνω σελίδες της λογιστικής έκθεσης. Στην καλύτερη περίπτωση, η ενάγουσα επιχείρησε να συνοψίσει ορισμένα μέρη της εν λόγω έκθεσης, αρκούμενη στην αποκοπή ορισμένων αποσπασμάτων.

97      Υπό τις περιστάσεις αυτές και στο μέτρο που μεγάλο μέρος των ισχυρισμών της ενάγουσας σχετικά με την υλική ζημία που επικαλείται στηρίζεται στις αποτιμήσεις που περιέχονται στη λογιστική έκθεση, προτού εξετασθούν οι υλικές ζημίες τις οποίες υποστηρίζει ότι υπέστη η ενάγουσα στο Ιράν και στην Ευρώπη και η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου, πρέπει προηγουμένως να εξετασθεί η αποδεικτική αξία της λογιστικής έκθεσης.

1)      Επί της εξέτασης της αποδεικτικής αξίας της λογιστικής έκθεσης

98      Ελλείψει νομοθετικής ρύθμισης της Ένωσης σχετικά με την έννοια της απόδειξης, ο δικαστής της Ένωσης έχει καθιερώσει την αρχή της ελευθερίας των αποδεικτικών μέσων, η οποία πρέπει να γίνει νοητή ως η δυνατότητα χρησιμοποίησης, για την απόδειξη ενός ορισμένου πραγματικού περιστατικού, μέσων αποδείξεως οποιασδήποτε φύσεως, όπως μαρτυρίες, έγγραφα, ομολογίες κ.λπ. (πρβλ. αποφάσεις της 23ης Μαρτίου 2000, Met-Trans και Sagpol, C‑310/98 και C‑406/98, EU:C:2000:154, σκέψη 29· της 8ης Ιουλίου 2004, Dalmine κατά Επιτροπής, T‑50/00, EU:T:2004:220, σκέψη 72, και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ρ. Mengozzi στην υπόθεση Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής, C‑511/06 P, EU:C:2008:604, σημεία 113 και 114). Επίσης, ο δικαστής της Ένωσης έχει καθιερώσει την αρχή της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων, κατά την οποία ο καθορισμός της αξιοπιστίας ή, άλλως, της αποδεικτικής αξίας ενός αποδεικτικού στοιχείου καταλείπεται στη δικανική πεποίθηση του δικαστή (απόφαση της 8ης Ιουλίου 2004, Dalmine κατά Επιτροπής, T‑50/00, EU:T:2004:220, σκέψη 72, και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi στην υπόθεση Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής, C‑511/06 P, EU:C:2008:604, σκέψεις 111 και 112).

99      Για να καθοριστεί η αποδεικτική αξία ενός εγγράφου, επιβάλλεται να ληφθούν υπόψη διάφορα στοιχεία, όπως η προέλευσή του, οι περιστάσεις υπό τις οποίες καταρτίστηκε, ο αποδέκτης του και το περιεχόμενό του, και να εξετασθεί αν, βάσει των στοιχείων αυτών, οι πληροφορίες που περιέχει παρίστανται λογικές και αξιόπιστες (αποφάσεις της 15ης Μαρτίου 2000, Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑25/95, T‑26/95, T‑30/95 έως T‑32/95, T‑34/95 έως T‑39/95, T‑42/95 έως T‑46/95, T‑48/95, T‑50/95 έως T‑65/95, T‑68/95 έως T‑71/95, T‑87/95, T‑88/95, T‑103/95 και T‑104/95, EU:T:2000:77, σκέψη 1838, και της 7ης Νοεμβρίου 2002, Vela και Tecnagrind κατά Επιτροπής, T‑141/99, T‑142/99, T‑150/99 και T‑151/99, EU:T:2002:270, σκέψη 223).

100    Στο πλαίσιο αυτό, ο δικαστής της Ένωσης έχει κρίνει ότι ανάλυση η οποία είχε προσκομισθεί από τον προσφεύγοντα δεν μπορούσε να θεωρηθεί ουδέτερη και ανεξάρτητη εμπειρογνωμοσύνη, στο μέτρο που έχει ζητηθεί και χρηματοδοτηθεί από τον ίδιο τον προσφεύγοντα και είχε στηριχθεί σε στοιχεία που είχαν παρασχεθεί από αυτόν, χωρίς η ακρίβεια και η συνάφεια των στοιχείων αυτών να έχει αποτελέσει αντικείμενο ανεξάρτητου ελέγχου (πρβλ. απόφαση της 3ης Μαρτίου 2011, Siemens κατά Επιτροπής, T‑110/07, EU:T:2011:68, σκέψη 137).

101    Ο δικαστής της Ένωσης έχει επίσης κρίνει ότι έκθεση εμπειρογνώμονα μπορούσε να θεωρηθεί ότι έχει αποδεικτική ισχύ μόνον ως προς το αντικειμενικό της περιεχόμενο και ότι απλή, μη τεκμηριωμένη δήλωση, περιλαμβανόμενη σε τέτοιο έγγραφο, δεν είχε αφ’ εαυτής αποδεικτική ισχύ (πρβλ. απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2004, Valmont κατά Επιτροπής, T‑274/01, EU:T:2004:266, σκέψη 71).

102    Υπό το πρίσμα των αρχών που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 98 έως 101 ανωτέρω πρέπει να κριθεί εν προκειμένω η αποδεικτική αξία της λογιστικής έκθεσης.

103    Συναφώς, επισημαίνεται ότι η έκθεση εκπονήθηκε από λογιστική εταιρία μέλος του σώματος ορκωτών λογιστών της περιφέρειας Paris Île-de-France. Από την επιστολή της 21ης Ιουλίου 2015, που παρατίθεται στις σελίδες 2 και 3 της εν λόγω έκθεσης, την οποία η εν λόγω εταιρία απευθύνει στην ενάγουσα, προκύπτει ότι, βάσει των προϋποθέσεων που τέθηκαν σε σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στις 18ης Ιουνίου 2015, σκοπός της αποστολής που ανέθεσε η ενάγουσα στην εταιρία αυτή ήταν να αποτιμήσει τις ζημίες που προκάλεσαν τα επίδικα μέτρα, στο Ιράν και στην Ευρώπη, στην ενάγουσα και στον μέτοχο πλειοψηφίας της εταιρίας αυτής, F. Mahmoudian. Για την υλοποίηση της αποστολής αυτής, διευκρινίζεται ειδικότερα στην εν λόγω επιστολή ότι «[η παρούσα] έκθεση εκπονήθηκε βάσει των εγγράφων που μας παρέσχε η εταιρία Fulmen και των πληροφοριών από τους ιρανικούς φορείς». Από τη διατύπωση της επιστολής αυτής προκύπτει ότι η λογιστική έκθεση εκπονήθηκε κατόπιν αιτήματος της ενάγουσας με σκοπό να επιβεβαιωθούν, στο πλαίσιο της υπό κρίση υπόθεσης, το υποστατό και η έκταση της προβαλλόμενης ζημίας, καθώς και ότι στηρίζεται κυρίως σε έγγραφα τα οποία παρέσχε η ενάγουσα. Υπογραμμίζεται ότι τα εν λόγω έγγραφα, στα οποία γίνεται ενίοτε παραπομπή σε υποσημειώσεις, δεν προσαρτώνται στη λογιστική έκθεση.

104    Δεδομένων των συνθηκών υπό τις οποίες συντάχθηκε η λογιστική έκθεση και βάσει των αρχών που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 98 έως 101 ανωτέρω, η αποδεικτική αξία της είναι μειωμένη. Η εν λόγω έκθεση δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκής προς απόδειξη του περιεχομένου της, ιδίως όσον αφορά το υποστατό και την έκταση της προβληθείσας ζημίας. Στην καλύτερη περίπτωση θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αρχή απόδειξης, εφόσον στηρίζεται και από άλλα αποδεικτικά στοιχεία.

105    Όσον αφορά την περίσταση που μνημονεύεται στη σκέψη 96 ανωτέρω, ήτοι ότι, προκειμένου να αποδειχθεί το υποστατό της ζημίας και η αιτιώδης συνάφεια, η ενάγουσα στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό, ή και αποκλειστικά, στη λογιστική έκθεση, επισημαίνεται ότι, λαμβανομένης υπόψη της αρχής της ελευθερίας των αποδεικτικών μέσων που υπομνήσθηκε στη σκέψη 98 ανωτέρω, μια τέτοια χρήση του συγκεκριμένου είδους εγγράφου είναι καθεαυτήν επιτρεπτή.

106    Εντούτοις, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 104 ανωτέρω, λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου εντός του οποίου εκπονήθηκε, έστω και αν φέρει τη «σφραγίδα» ορκωτού λογιστή, και βάσει της νομολογίας που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 98 έως 101 ανωτέρω, η λογιστική έκθεση δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκής, δεδομένου ότι το περιεχόμενό της δεν υποστηρίζεται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία, ιδίως όσον αφορά το υποστατό και την έκταση της προβαλλόμενης ζημίας.

2)      Επί των υλικών ζημιών που η ενάγουσα υποστηρίζει ότι υπέστη στο Ιράν και επί της ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας

107    Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι, λόγω της επιβολής των επίδικων μέτρων, υπέστη υλικές ζημίες στο Ιράν, τις οποίες κατατάσσει σε δύο κατηγορίες, ήτοι, αφενός, χρηματοοικονομικές και λειτουργικές ζημίες και, αφετέρου, εμπορικές ή διαρθρωτικές ζημίες.

108    Επιβάλλεται εξαρχής η διαπίστωση ότι, στα σημεία 78, 80 και 81 του δικογράφου της αγωγής, η ενάγουσα επισημαίνει ρητώς ότι δεν περιλαμβάνει στο υπό κρίση αίτημα αποζημίωσης ζημίες που απορρέουν από συμβατικές ποινικές ρήτρες που όφειλε να καταβάλει στους πελάτες της λόγω καθυστερήσεων στην εκτέλεση έργων, απώλεια του διεθνούς κύρους της και αποχώρηση κρίσιμων προσώπων και διευθυντικών στελεχών, αντιστοίχως, καίτοι εντάσσει τις ζημίες αυτές στις δύο κατηγορίες υλικών ζημιών που μνημονεύονται στη σκέψη 107 ανωτέρω.

i)      Επί των χρηματοοικονομικών και λειτουργικών ζημιών

109    Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι τα επίδικα μέτρα επηρέασαν την υλοποίηση εν εξελίξει έργων, δεδομένου ότι δεν μπόρεσε να αγοράσει ορισμένα στοιχεία εξοπλισμού από την Ευρώπη, δεν μπόρεσε, σε ορισμένες περιπτώσεις, να αντικαταστήσει τον εξοπλισμό αυτό και, επομένως, δεν μπόρεσε να εκτελέσει τα σχετικά έργα και, στις περιπτώσεις στις οποίες κατάφερε να αντικαταστήσει τον εν λόγω εξοπλισμό, καθυστέρησε σημαντικά την υλοποίηση έργων και απώλεσε κέρδη λόγω των αλλαγών αυτών. Εξ αυτού προκύπτουν τρία είδη ζημίας, ήτοι, πτώση του ετήσιου καθαρού λογιστικού αποτελέσματος, αδυναμία περάτωσης τεσσάρων εν εξελίξει συμβάσεων στο Ιράν στο διάστημα από το 2010 έως το 2014 και αδυναμία εξασφάλισης νέων συμβάσεων στο Ιράν κατά το επίδικο διάστημα.

110    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, αντικρούει τα επιχειρήματα της ενάγουσας που αφορούν το αίτημά της περί αποκατάστασης των διάφορων χρηματοοικονομικών και λειτουργικών ζημιών που υποστηρίζει ότι υπέστη στο Ιράν.

111    Κατά πρώτον, όσον αφορά τη ζημία που αποδίδεται σε πτώση του καθαρού λογιστικού αποτελέσματος της ενάγουσας, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι ο κύκλος εργασιών, το καθαρό λογιστικό κέρδος και το περιθώριο κέρδους μειώθηκαν σαφώς από το 2011. Κατά την ενάγουσα, η πτώση του δείκτη «καθαρό αποτέλεσμα/κύκλος εργασιών» (από 2,14 % κατά το διάστημα 2007/2011 σε ‐4,35 % κατά το διάστημα 2011/2014) συνδέεται άμεσα με την εγγραφή της στους επίδικους καταλόγους. Η πτώση αυτή οφείλεται στους εξής πέντε παράγοντες: αύξηση των χρηματοοικονομικών και τραπεζικών εξόδων, συμβατικές ποινικές ρήτρες προς τους πελάτες λόγω καθυστερήσεων στην εκτέλεση των εκκρεμών έργων, αύξηση της τιμής αγοράς των πρώτων υλών λόγω χρησιμοποίησης ενδιαμέσων για τις αγορές της στο εξωτερικό, ακύρωση των συμβάσεων διανομής με υψηλό περιθώριο κέρδους, όπως της σύμβασης διανομής με την εταιρία Omicron, και πρόσθετα έξοδα λόγω των επίδικων μέτρων, όπως επακόλουθη αναθεώρηση των μελετών και των προτεινόμενων εγκαταστάσεων, αναζήτηση ενδεχόμενων νέων προμηθευτών και ανακατανομή μελών του προσωπικού για τη διαχείριση των επίδικων μέτρων. Στο υπόμνημα απαντήσεως, η ενάγουσα παρέχει ανακεφαλαιωτικό συνοπτικό πίνακα με τη μέθοδο υπολογισμού της ζημίας της λόγω της μείωσης του καθαρού λογιστικού αποτελέσματός της.

112    Όσον αφορά την απόδειξη του υποστατού της ζημίας λόγω μείωσης του καθαρού λογιστικού αποτελέσματος της ενάγουσας, καταρχάς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως επισημαίνει το Συμβούλιο, στο δικόγραφο της αγωγής η ενάγουσα δεν διατυπώνει κανένα αριθμητικώς προσδιορισμένο αίτημα αποκατάστασης της ζημίας αυτής στο σύνολό της.

113    Όπως εκτέθηκε στη σκέψη 95 ανωτέρω, απαντώντας σε ερώτηση που τέθηκε στο πλαίσιο του τρίτου μέτρου οργάνωσης της διαδικασίας, η ενάγουσα αποδίδει αυτήν την έλλειψη του αριθμητικώς προσδιορισμένου αιτήματος αποκατάστασης της ζημίας λόγω της μείωσης του καθαρού λογιστικού αποτελέσματός της σε πρόδηλη αβλεψία της, η οποία θα πρέπει, επομένως, να ληφθεί υπόψη από το Γενικό Δικαστήριο.

114    Εντούτοις, πρώτον, πρέπει να θεωρηθεί ότι, καίτοι η έλλειψη αποτίμησης της υλικής ζημίας που μνημονεύεται στην ενότητα E.1.1.1 του δικογράφου της αγωγής συνιστά αντικειμενική πραγματικότητα, η έλλειψη αυτή δεν υποδηλώνει, όπως διατείνεται η ενάγουσα, πρόδηλη αβλεψία.

115    Συγκεκριμένα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, λαμβανομένων υπόψη των πέντε παραγόντων στους οποίους αποδίδεται η ζημία που μνημονεύεται στην ενότητα E.1.1.1, η περιγραφή που αφορά το δεύτερο στοιχείο, «ποινικές ρήτρες λόγω καθυστέρησης καταβληθείσες στους πελάτες», και το τρίτο στοιχείο, «αύξηση του κόστους αγοράς των πρώτων υλών», αντιστοίχως, δεν περιέχει καμία αποτίμηση. Υπό τις συνθήκες αυτές, μπορεί να θεωρηθεί ότι η έλλειψη αποτίμησης του συνολικού ποσού της ζημίας που μνημονεύεται στην ενότητα E.1.1.1 μπορεί να οφείλεται στη μη αποτίμηση καθενός από τους εν λόγω παράγοντες στους οποίους αποδίδεται. Ως εκ τούτου, η πρόδηλη αβλεψία της ενάγουσας δεν είναι προφανής σε βαθμό τέτοιο ώστε να μπορεί να ληφθεί υπόψη από το Γενικό Δικαστήριο.

116    Δεύτερον, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, κατά πάγια νομολογία, μολονότι ο κορμός του εισαγωγικού δικογράφου μπορεί να στηρίζεται και να συμπληρώνεται, όσον αφορά συγκεκριμένα σημεία, από αναφορές σε αποσπάσματα συνημμένων σε αυτό εγγράφων, συνολική αναφορά σε άλλα έγγραφα, έστω και συνημμένα στο δικόγραφο αυτό, δεν μπορεί να συγκαλύπτει την ανυπαρξία ουσιωδών στοιχείων νομικής επιχειρηματολογίας που πρέπει να περιλαμβάνονται στο εν λόγω δικόγραφο. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να ερευνά και να εντοπίζει, στα συνημμένα στο εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης έγγραφα, τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα που θα μπορούσε να θεωρήσει ότι αποτελούν τη βάση του ενδίκου βοηθήματος, δεδομένου ότι τα συνημμένα αυτά έγγραφα επιτελούν απλώς λειτουργία αποδεικτικών και διευκρινιστικών στοιχείων (βλ. απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2005, Honeywell κατά Επιτροπής, T‑209/01, EU:T:2005:455, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

117    Εν προκειμένω, πράγματι η ενάγουσα, στην απάντηση που έδωσε στην ερώτηση που τέθηκε στο πλαίσιο του τρίτου μέτρου οργάνωσης της διαδικασίας, όπως μνημονεύεται στη σκέψη 95 ανωτέρω, δεν επισημαίνει ότι η πρόδηλη αβλεψία την οποία επικαλείται μπορεί να διαπιστωθεί από την ανάγνωση της λογιστικής έκθεσης.

118    Εντούτοις, στα σημεία 62 έως 74 του δικογράφου της αγωγής, στην ενότητα E.1.1.1, παρατίθενται σχεδόν αυτολεξεί τα αποσπάσματα από τις σελίδες 9 έως 13 της λογιστικής έκθεσης, υπό τον τίτλο «Παράγραφος 1: Πτώση του καθαρού λογιστικού αποτελέσματος» της εν λόγω έκθεσης. Από τη συνδυαστική ανάγνωση των σημείων αυτών του δικογράφου της αγωγής και των αποσπασμάτων αυτών της λογιστικής έκθεσης διαπιστώνεται, πάντως, ότι η παράθεση κειμένου από την ενάγουσα δεν υπήρξε πλήρης. Συγκεκριμένα, η ενάγουσα δεν παρέθεσε ούτε τον πίνακα 6, ο οποίος περιέχεται στις σελίδες 12 και 13 της εν λόγω έκθεσης, με τίτλο «Αντίκτυπος της πτώσης του δείκτη καθαρού αποτελέσματος/[κύκλου εργασιών] πραγματοποιηθέντος [από το 2011 έως το 2014]», ούτε το συμπέρασμα, στη σελίδα 13 της ίδιας έκθεσης, που περιέχουν την αποτίμηση της επίδικης ζημίας, ήτοι 2 932 367 ευρώ.

119    Ωστόσο, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 116 ανωτέρω, δεν απόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να εκτιμήσει αν η ενάγουσα επέλεξε εκουσίως να μην παραθέσει ούτε τον πίνακα ούτε το συμπέρασμα που μνημονεύονται στη σκέψη 118 ανωτέρω, κατά την ελεύθερη βούλησή της όσον αφορά την επεξεργασία της επιχειρηματολογίας της και τη σύνταξη των υπομνημάτων της, ή παρέλειψε απλώς να παραθέσει τα ως άνω σημεία, παράλειψη η οποία θα συνιστούσε πρόδηλη αβλεψία την οποία το Γενικό Δικαστήριο θα μπορούσε να λάβει υπόψη.

120    Κατόπιν των προεκτεθέντων, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι η ενάγουσα δεν απέδειξε το υποστατό της προσβαλλόμενης ζημίας και, επομένως, το αίτημα αποκατάστασης της ζημίας η οποία αποδίδεται σε «πτώση του καθαρού λογιστικού αποτελέσματός της» πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, παρέλκει δε η εξέταση της αιτιώδους συνάφειας.

121    Κατά δεύτερον, όσον αφορά τη ζημία που αποδίδεται σε ακύρωση τεσσάρων εν εξελίξει συμβάσεων, ήτοι των έργων Kamyaran & Shaked, Mahyar, 6 Trans Khouzestan και GIS Tehran, την οποία η ενάγουσα αποτιμά σε 771 577 ευρώ, αρκεί η διαπίστωση ότι η ενάγουσα προδήλως δεν αποδεικνύει την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της προβαλλόμενης συμπεριφοράς και της ζημίας.

122    Συγκεκριμένα, η ενάγουσα περιορίζεται απλώς στις επισημάνσεις, αφενός, ότι, δεδομένου ότι οι εμπορικοί εταίροι της αρνήθηκαν να της παραδώσουν τον εξοπλισμό που έπρεπε να παράσχει, αναγκάστηκε να παύσει την εκτέλεση τεσσάρων έργων στο Ιράν κατά το διάστημα από το 2010 έως το 2014 και, αφετέρου, ότι η έκδοση των επίδικων πράξεων αποτελεί το μοναδικό καθοριστικό στοιχείο που είχε ως συνέπεια την καταγγελία των συμβάσεων.

123    Προς στήριξη των δύο αυτών ισχυρισμών, η ενάγουσα αρκείται στο να παραπέμψει στο παράρτημα A.6 του δικογράφου της αγωγής, το οποίο περιέχει το «[α]ντίγραφο εγγράφων των έργων Kamyaran, Trans, Mahyar, GIS Tehran». Στο υπόμνημα απαντήσεως, η ενάγουσα προσαρτά ως παραρτήματα C.5, C.6 και C.7 τρία έγγραφα τα οποία περιέχουν τον υπολογισμό του περιθωρίου κέρδους για τρία εκ των τεσσάρων αυτών έργων καθώς και το σχετικό δελτίο προϋπολογισμού.

124    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ούτε τα επιχειρήματα που προβάλλονται στο δικόγραφο της αγωγής, τα οποία αναπτύσσονται σε μερικές μόνο γραμμές, και στο υπόμνημα απαντήσεως, ούτε τα έγγραφα που προσαρτώνται ως παραρτήματα στα υπομνήματα αυτά μπορούν να θεωρηθούν ελάχιστη αρχή αποδείξεως της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προβαλλόμενης συμπεριφοράς και της ζημίας.

125    Συγκεκριμένα, το δικόγραφο της αγωγής και το υπόμνημα απαντήσεως δεν περιέχουν κανένα στοιχείο ικανό να αποδείξει ότι τα επίδικα μέτρα υπήρξαν, όπως βεβαιώνει η ενάγουσα, καθοριστική αιτία για τη διακοπή των τεσσάρων έργων που μνημονεύονται στο δικόγραφο της αγωγής. Ομοίως, όσον αφορά την προβαλλόμενη άρνηση των εμπορικών εταίρων της να της παραδώσουν τον εξοπλισμό που χρειαζόταν για την εκτέλεση των εν λόγω έργων, η ενάγουσα ουδεμία απόδειξη προσκομίζει για τις αρνήσεις αυτές.

126    Αυτό που διευκρινίζει, στην καλύτερη περίπτωση, η ενάγουσα, στο υπόμνημα απαντήσεως, είναι ότι η προβαλλόμενη ζημία δεν μπορεί να προκλήθηκε από τα αμερικανικά μέτρα, δεδομένου ότι, αφενός, δεν είχε καμία σχέση με αμερικανικές εταιρίες ούτε πραγματοποιούσε συναλλαγές σχετικές με προμήθειες στις Ηνωμένες Πολιτείες και, αφετέρου, στον τομέα του εξοπλισμού οι σημαντικότεροι προμηθευτές παγκοσμίως είναι τρεις ευρωπαϊκές εταιρίες, οι Schneider, ABB και Siemens.

127    Εντούτοις, τέτοιοι ισχυρισμοί δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποδεικνύουν ότι η προβαλλόμενη συμπεριφορά συνιστά την καθοριστική αιτία της συγκεκριμένης ζημίας, ήτοι της ακύρωσης των τεσσάρων εν εξελίξει συμβάσεων στο Ιράν.

128    Από τις προεκτεθείσες παρατηρήσεις προκύπτει ότι, δεδομένου ότι η ενάγουσα δεν απέδειξε την αιτιώδη συνάφεια, το αίτημα αποκατάστασης της ζημίας που αποδίδεται στην ακύρωση τεσσάρων συμβάσεων πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

129    Κατά τρίτον, όσον αφορά τη ζημία που αποδίδεται στην απώλεια νέων συμβάσεων στο Ιράν, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι, καθόσον στερήθηκε τις πηγές εφοδιασμού της και μέλη του προσωπικού της, βρέθηκε σε αδυναμία εξασφάλισης νέων συμβάσεων στη χώρα αυτή κατά το επίδικο διάστημα. Πρέπει να θεωρηθεί ότι ως «επίδικο διάστημα» η ενάγουσα εννοεί το διάστημα από την πρώτη εγγραφή της επωνυμίας της στους επίδικους καταλόγους στις 26 Ιουλίου 2010 (βλ. σκέψη 10 ανωτέρω) έως τη διαγραφή της επωνυμίας της από αυτούς στις 19 Δεκεμβρίου 2013 (βλ. σκέψη 23 ανωτέρω) (στο εξής: επίδικο διάστημα). Η ενάγουσα αποτιμά το ποσό της ζημίας που υπέστη κατ’ αυτόν τον τρόπο σε 2 838 897 ευρώ. Και στην περίπτωση αυτή επιβάλλεται εξαρχής η διαπίστωση ότι η ενάγουσα δεν αποδεικνύει την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της προβαλλόμενης συμπεριφοράς και της ζημίας.

130    Συγκεκριμένα, η ενάγουσα αρκείται ως προς το ζήτημα αυτό στο να προβάλλει τον ισχυρισμό ότι, λαμβανομένων υπόψη στατιστικών στοιχείων σχετικών με τις επενδύσεις στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας στο Ιράν και της εξέλιξης του μεριδίου αγοράς που κατέχει στον εν λόγω τομέα, το οποίο μειώθηκε από 10,69 %, κατά την οκταετία που προηγήθηκε των επίδικων μέτρων, σε 2,70 %, κατά το επίδικο διάστημα, «καθίσταται πρόδηλο ότι οι κυρώσεις είχαν ως αποτέλεσμα πολύ σημαντική μείωση του μεριδίου αγοράς της ενάγουσας».

131    Πάντως, αφενός, από τα στοιχεία του πίνακα 9 της λογιστικής έκθεσης προκύπτει ότι οι επενδύσεις στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας στο Ιράν, αφού ανήλθαν από 786 000 000 ευρώ το 2007-2008 σε 1 070 785 714 ευρώ το 2008-2009, μειώθηκαν στη χρήση 2009-2010 κατά περίπου 16,6 %, εν συνεχεία στη χρήση 2010-2011 κατά περίπου 10 %, στη χρήση 2011-2012 κατά περίπου 33,44 %, και, τέλος, στη χρήση 2012‑2013 κατά περίπου 52,7 %. Επομένως, από τα στοιχεία αυτά διαπιστώνεται ότι ήδη από τη χρήση 2009-2010, ήτοι πριν από την έκδοση των επίδικων πράξεων, οι επενδύσεις στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας στο Ιράν είχαν αρχίσει να μειώνονται σημαντικά.

132    Αφετέρου, από τον πίνακα 10 της λογιστικής έκθεσης προκύπτει ότι, πράγματι, η ενάγουσα δεν συνήψε καμία νέα σύμβαση κατά τις χρήσεις 2012-2013 και 2013-2014. Εντούτοις, από τον ίδιο πίνακα προκύπτει ότι κατά τη χρήση 2011-2012, ήτοι ένα και πλέον έτος μετά την έκδοση των επίδικων πράξεων, η ενάγουσα είχε καταφέρει να συνάψει συμβάσεις για ποσό υπερδιπλάσιο αυτού των συμβάσεων που είχε συνάψει κατά τη χρήση 2010-2011.

133    Ως εκ τούτου, τα στοιχεία στους πίνακες 9 και 10 της λογιστικής έκθεσης δεν αποδεικνύουν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της προβαλλόμενης συμπεριφοράς και της επίδικης ζημίας.

134    Εν συνεχεία, πρέπει επίσης να υπογραμμιστεί ότι, δεδομένου ότι τα επίδικα μέτρα εφαρμόζονταν μόνο στην Ένωση, δεν απαγόρευαν καθεαυτά στην ενάγουσα να υποβάλει προσφορές ώστε να προσπαθήσει να εξασφαλίσει νέες συμβάσεις στο Ιράν. Η ενάγουσα δεν προσκομίζει, όμως, κανένα στοιχείο το οποίο να αποδεικνύει ότι υπέβαλε, τουλάχιστον, προσφορές για να εξασφαλίσει τέτοιες συμβάσεις και ότι η προσφορά της απορρίφθηκε, ειδικότερα, λόγω, όπως υποστηρίζει, της ανεπάρκειας των τεχνικών δυνατοτήτων και της εμπειρογνωμοσύνης της. Εν κατακλείδι, η ενάγουσα δεν διατείνεται καν ότι υπέβαλε προσφορές για την εξασφάλιση οποιασδήποτε σύμβασης στο Ιράν, αλλά αρκείται στη δήλωση ότι δεν συνήψε καμία σύμβαση στο διάστημα από το 2012 έως το 2014.

135    Τέλος, η ενάγουσα δεν διευκρινίζει τις πηγές εφοδιασμού ηλεκτρικών εγκαταστάσεων και τα μέλη του προσωπικού της τα οποία διέθεταν την απαιτούμενη επαγγελματική πείρα για την εκτέλεση συμβάσεων του είδους αυτού και τα οποία στερήθηκε λόγω της έκδοσης των επίδικων πράξεων.

136    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η ενάγουσα δεν αποδεικνύει ότι η μείωση του μεριδίου αγοράς της στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας στο Ιράν οφείλεται στην έκδοση των επίδικων πράξεων. Συγκεκριμένα, τόσο οι δυσκολίες που αντιμετώπισε ο εν λόγω τομέας, όσον αφορά τη μείωση των επενδύσεων, όσο και η έλλειψη αποδείξεων ότι η ενάγουσα υπέβαλε προσφορές για την εξασφάλιση συμβάσεων στον εν λόγω τομέα μπορούν να αιτιολογήσουν τέτοια μείωση του μεριδίου αγοράς.

137    Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι η ενάγουσα δεν απέδειξε την αιτιώδη συνάφεια, το αίτημα αποκατάστασης της ζημίας που αποδίδεται στην απώλεια νέων συμβάσεων στο Ιράν πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

138    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω παρατηρήσεων, το αίτημα αποκατάστασης των χρηματοοικονομικών και λειτουργικών ζημιών πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

ii)    Επί των εμπορικών ή διαρθρωτικών ζημιών

139    Όσον αφορά, κατ’ ουσίαν, τις εμπορικές ή διαρθρωτικές ζημίες των οποίων ζητεί την αποκατάσταση, η ενάγουσα υποστηρίζει, πρώτον, ότι η εγγραφή της στους επίδικους καταλόγους είχε ως συνέπεια να διακοπούν οι σχέσεις της με τις τράπεζες και τους προνομιακούς εταίρους της. Δεύτερον, προκειμένου να αποφύγει «διαδοχικές κυρώσεις», η εγγραφή της στους επίδικους καταλόγους επέβαλε τη διαρθρωτική συρρίκνωση του ομίλου, μέσω της υποχρεωτικής πώλησης των συμμετοχών της, εκ των οποίων τριών πλειοψηφικών, σε έξι άλλες ιρανικές εταιρίες.

140    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, ζητεί να απορριφθεί το αίτημα αποκατάστασης των εμπορικών ή διαρθρωτικών ζημιών που η ενάγουσα υποστηρίζει ότι υπέστη στο Ιράν.

141    Κατά πρώτον, όσον αφορά τη διακοπή των εμπορικών σχέσεων της ενάγουσας με την τράπεζα Tejarat και έξι προνομιακούς εταίρους, την εταιρία Omicron, αφενός, και πέντε άλλες εταιρίες, αφετέρου, η οποία αποδίδεται στις επίδικες πράξεις, ασφαλώς, η ενάγουσα αναγνωρίζει ότι η ακύρωση των διάφορων εταιρικών σχέσεών της είχε αντίκτυπο στη δραστηριότητά της, ο οποίος περιλαμβάνεται ήδη στον υπολογισμό της πτώσης του καθαρού λογιστικού αποτελέσματός της που μνημονεύθηκε ήδη στην κατηγορία των χρηματοοικονομικών και λειτουργικών ζημιών. Εντούτοις, στο πλαίσιο της προβαλλόμενης εν προκειμένω ζημίας, η ενάγουσα επικαλείται επίσης ζημίες οι οποίες επήλθαν μετά την ακύρωση των κυρώσεων, οι οποίες αφορούν, κατ’ ουσίαν, τις προοπτικές αποκατάστασης των προνομιακών αυτών εταιρικών σχέσεων. Η απώλεια των προνομιακών αυτών εταιρικών σχέσεων, ανεξαρτήτως των μη πραγματοποιηθέντων κερδών κατά το επίδικο διάστημα, προκάλεσε ζημία την οποία η ενάγουσα αποτιμά σε 1 026 974 ευρώ.

142    Απαντώντας σε ερώτηση που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο, αρχικώς, στο πλαίσιο του τρίτου μέτρου οργάνωσης της διαδικασίας, και, εν συνεχεία, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η ενάγουσα δήλωσε ότι παραιτείται από το αίτημα αποκατάστασης της ζημίας που αποδίδεται στη διακοπή των σχέσεων με την τράπεζα Tejerat, δήλωση η οποία καταγράφηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως. Ως εκ τούτου, η εξέταση της ζημίας που αποδίδεται στη διακοπή των εμπορικών σχέσεων περιορίζεται στις έξι προνομιακές εταιρικές σχέσεις τις οποίες προβάλλει η ενάγουσα.

143    Συναφώς, πρώτον, όσον αφορά τη διακοπή των σχέσεων με την εταιρία Omicron, της οποίας η ενάγουσα δηλώνει ότι υπήρξε αποκλειστικός διανομέας από το 2003 και η οποία, μετά την έκδοση των επίδικων πράξεων, φέρεται να ανέθεσε τα δικαιώματα αποκλειστικής διανομής σε άλλη ιρανική εταιρία, η ενάγουσα αποτιμά τη ζημία που υπέστη σε 526 974 ευρώ, ποσό το οποίο αντιστοιχεί σε ετήσιο περιθώριο κέρδους το οποίο θα είχε πραγματοποιήσει σε τρία έτη, βάσει συντελεστή 22 % εφαρμοζόμενου σε ετήσιο μέσο όρο τακτικών πωλήσεων ο οποίος αποτιμήθηκε σε 798 449 ευρώ.

144    Όσον αφορά την απόδειξη της ζημίας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εν προκειμένω, η ενάγουσα ζητεί αποζημίωση μελλοντικού διαφυγόντος κέρδους το οποίο υπολογίζει βάσει πρόβλεψης τριετίας.

145    Διαπιστώνεται, όμως, ότι η ενάγουσα δεν αποδεικνύει τη μη πραγματοποίηση κερδών λόγω της διακοπής της επίμαχης συμβατικής σχέσης. Στην καλύτερη περίπτωση, αρκείται στο να στηριχθεί στην εφαρμογή καθαρού περιθωρίου κέρδους με συντελεστή 22 % εφαρμοζόμενου σε ετήσιο μέσο όρο τακτικών πωλήσεων τον οποίο αποτιμά σε 798 449 ευρώ.

146    Ωστόσο, αφενός, ούτε από το δικόγραφο της αγωγής ούτε καν από τη λογιστική έκθεση ή τις πληροφορίες που προσκόμισε η ενάγουσα προκύπτει ο τρόπος με τον οποίο υπολόγισε αυτό το ποσό «ετήσιου μέσου όρου τακτικών πωλήσεων 798 449 ευρώ», το οποίο προβάλλει. Το αριθμητικό αυτό στοιχείο αποτελεί, παρά ταύτα, τη βάση για τον υπολογισμό εκ μέρους της ενάγουσας της ζημίας που υποστηρίζει ότι υπέστη. Αφετέρου, η ενάγουσα δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο ικανό να αποδείξει ότι είχε όντως, όπως υποστηρίζει, καθαρό περιθώριο κέρδους 22 %. Στην καλύτερη περίπτωση, η ενάγουσα βεβαιώνει ότι αυτό το περιθώριο κέρδους, όπως προκύπτει από την υποσημείωση στο σημείο 86 του δικογράφου της αγωγής, «υπολογίστηκε […] επί της σημαντικότερης πώλησης και λαμβάνοντας υπόψη έξοδα ύψους 30 %», χωρίς να είναι δυνατόν να προσδιοριστούν τα έγγραφα στα οποία στηρίζεται η ενάγουσα για να αποδείξει το υποστατό της σχετικής ζημίας.

147    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθεισών παρατηρήσεων, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι, όσον αφορά τη διακοπή των εμπορικών σχέσεων με την εταιρία Omicron, η ενάγουσα δεν απέδειξε πραγματική και βέβαιη ζημία.

148    Ως εκ τούτου, χωρίς να απαιτείται να ελεγχθεί αν αποδείχθηκε η αιτιώδης συνάφεια, το αίτημα αποκατάστασης της ζημίας που αποδίδεται στη διακοπή των εμπορικών σχέσεων της ενάγουσας με την εταιρία Omicron πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

149    Δεύτερον, όσον αφορά τις προνομιακές εταιρικές σχέσεις με πέντε άλλες εταιρίες, η ενάγουσα εκτιμά σε 100 000 ευρώ ανά φάκελο το κόστος της αποκατάστασης τέτοιων εμπορικών σχέσεων.

150    Ως προς το ζήτημα αυτό επισημαίνεται εξαρχής, όσον αφορά την απόδειξη της ζημίας, ότι η ενάγουσα δεν προσκομίζει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει το υποστατό και τη φύση των σχέσεων που υφίσταντο με τις πέντε αυτές εταιρίες πριν ακόμη από την έκδοση των επίδικων πράξεων. Επιπλέον, επιβάλλεται εκ νέου η διαπίστωση ότι η ενάγουσα προβάλλει μελλοντική και υποθετική δαπάνη, της οποίας η αποτίμηση καθορίζεται τελείως αυθαίρετα και κατ’ αποκοπή. Ως εκ τούτου, η προβαλλόμενη ζημία, η οποία αποδίδεται στη διακοπή εμπορικών σχέσεων με τις πέντε εταιρίες που μνημονεύονται στη σκέψη 141 ανωτέρω, δεν είναι ούτε πραγματική ούτε βέβαιη.

151    Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι το αίτημα αποκατάστασης της ζημίας που προκύπτει από τη διακοπή των σχέσεων μεταξύ της ενάγουσας και της εταιρίας Omnicron και των πέντε άλλων προνομιακών εταίρων της πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

152    Κατά δεύτερον, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι αναγκάστηκε να πωλήσει τις συμμετοχές της σε διάφορες ιρανικές εταιρίες, προκειμένου να αποφύγει «διαδοχικές κυρώσεις». Επισημαίνει ότι, δεδομένου ότι αδυνατεί να εκτιμήσει το ύψος της χρηματοοικονομικής ζημίας που προκύπτει από τις υποχρεωτικές αυτές πωλήσεις καθώς και τη μείωση της δυναμικότητάς της της, περιορίζεται στο να υπολογίσει τα αναγκαία έξοδα για την ανασύσταση των εν λόγω συμμετοχών. Στο πλαίσιο αυτό, η ενάγουσα εκτιμά το κόστος του ελέγχου δέουσας επιμέλειας και τα δικηγορικά έξοδα σε 30 000 ευρώ για τις πλειοψηφικές συμμετοχές και σε 5 000 ευρώ για τις μειοψηφικές συμμετοχές, ήτοι σε συνολικό ποσό 105 000 ευρώ. Η ενάγουσα προσαρτά σε παράρτημα στο υπόμνημα απαντήσεως εκτίμηση κόστους των υπηρεσιών ελέγχου των εταιριών αυτών με σκοπό την ανασύσταση ομίλου της ίδιας εμβέλειας.

153    Όσον αφορά την απόδειξη της ζημίας, επιβάλλεται εκ νέου η διαπίστωση ότι η προβαλλόμενη εν προκειμένω ζημία είναι αμιγώς υποθετική και μελλοντική. Συγκεκριμένα, η ενάγουσα δεν προσκομίζει κανένα στοιχείο ικανό να δικαιολογήσει τα δύο είδη ποσών που ζητεί για το κόστος του ελέγχου δέουσας επιμέλειας και των δικηγορικών εξόδων, τα οποία θα πρέπει να πραγματοποιήσει για την ανασύσταση των πλειοψηφικών και των μειοψηφικών συμμετοχών. Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι η ίδια η ενάγουσα αναγνωρίζει, στο σημείο 11 του δικογράφου της αγωγής, ότι αδυνατεί να αποτιμήσει, αφενός, το ποσό της χρηματοοικονομικής ζημίας που προκύπτει από τις επίμαχες υποχρεωτικές πωλήσεις και, αφετέρου, τη μείωση της δυναμικότητάς της. Εντούτοις, για την εκτίμηση της ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη είναι αναγκαία η αποτίμηση των μεριδίων των εταιριών που βεβαιώνει ότι υποχρεώθηκε να πωλήσει. Συγκεκριμένα, έστω και αν υποτεθεί ότι η ενάγουσα αποφάσισε να πωλήσει τις συμμετοχές της σε διάφορες ιρανικές εταιρίες προκειμένου να αποφύγει «διαδοχικές κυρώσεις», η περίσταση αυτή δεν αρκεί, αφεαυτής, προς απόδειξη της ύπαρξης ζημίας. Κατά τα λοιπά, η ενάγουσα ουδόλως εξηγεί τον λόγο για τον οποίο αδυνατεί να προβεί σε τέτοια αποτίμηση της ζημίας την οποία υποστηρίζει ότι υπέστη.

154    Όσον αφορά την αιτιώδη συνάφεια, επιβάλλεται η επισήμανση ότι η ενάγουσα δεν προσκομίζει καμία απόδειξη περί του ότι η πώληση των συμμετοχών που κατείχε σε διάφορες ιρανικές εταιρίες ήταν αποτέλεσμα κάποιου μέτρου συνδεόμενου με την έκδοση των επίδικων πράξεων. Επιπλέον, δεν εκθέτει ποια ήταν τα αντικείμενα και οι τεχνολογίες των επιχειρήσεων στις οποίες κατείχε συμμετοχές τα οποία θα μπορούσαν να συνεπάγονται κίνδυνο «διαδοχικών κυρώσεων». Στην καλύτερη περίπτωση, από το κείμενο του πίνακα 16 που παρατίθεται στη σελίδα 22 της λογιστικής έκθεσης, στην οποία η ενάγουσα παραπέμπει στο σημείο 91 του δικογράφου της αγωγής, προκύπτει ότι οι συμμετοχές που πωλήθηκαν είχαν αποκτηθεί αρχικώς είτε για την επέκταση της προσφοράς της ενάγουσας σε συμπληρωματικά της προσφοράς της προϊόντα και υπηρεσίες είτε για την άσκηση επιρροής στις επιχειρήσεις που μπορούσαν να δημιουργήσουν εμπορικές ευκαιρίες. Πάντως, καίτοι η γενική αυτή περιγραφή των επενδυτικών επιλογών της αντικατοπτρίζει σχετικά συνήθεις επιλογές οικονομικής επιχειρηματικής στρατηγικής, δεν καθιστά κατανοητούς τους λόγους για τους οποίους η ενάγουσα υποστηρίζει ότι αναγκάστηκε να πωλήσει τις συμμετοχές της στις επίμαχες ιρανικές επιχειρήσεις.

155    Κατόπιν των προεκτεθέντων, δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκαν ούτε η ζημία ούτε η αιτιώδης συνάφεια, το αίτημα αποκατάστασης της ζημίας που προέκυψε από την υποχρεωτική πώληση των συμμετοχών της ενάγουσας σε διάφορες ιρανικές εταιρίες, προκειμένου να αποφύγει «διαδοχικές κυρώσεις», πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

156    Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω, το αίτημα αποκατάστασης των υλικών ζημιών που η ενάγουσα υποστηρίζει ότι υπέστη στο Ιράν πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

3)      Επί των υλικών ζημιών που η ενάγουσα υποστηρίζει ότι υπέστη στην Ευρώπη και επί της ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας

157    Όσον αφορά τις υλικές ζημίες τις οποίες υποστηρίζει ότι υπέστη στην Ευρώπη, η ενάγουσα εκθέτει ότι, μετά την επιβολή των επίδικων μέτρων υπέστη ζημίες οι οποίες συνδέονται, καταρχάς, με την άμεση συμμετοχή της στο κεφάλαιο της εταιρίας γαλλικού δικαίου Codefa Connectique S.A.S. (στο εξής: Codefa), εν συνεχεία, με την απώλεια χρημάτων τα οποία κατέβαλε σε αυστριακή εταιρία με την επωνυμία SED και, τέλος, με την αναστολή αρκετών σχεδίων έρευνας και ανάπτυξης τα οποία είχε αρχίσει, από το 2007, σε συνεργασία με διάφορες ευρωπαϊκές εταιρίες.

158    Το Συμβούλιο αντικρούει την επιχειρηματολογία της ενάγουσας όσον αφορά τις υλικές ζημίες τις οποίες αυτή υποστηρίζει ότι υπέστη στην Ευρώπη.

159    Κατά πρώτον, όσον αφορά το αίτημα αποκατάστασης της ζημίας την οποία υποστηρίζει ότι υπέστη λόγω της πώλησης της συμμετοχής της στη θυγατρική της στη Γαλλία, Codefa, η ενάγουσα αποτιμά τη ζημία αυτή σε 244 109 ευρώ, βάσει του ποσού της πράξης πώλησης, στο οποίο προσθέτει 30 000 ευρώ ως προμήθεια συναλλαγής. Στο υπόμνημα απαντήσεως, η ενάγουσα διευκρινίζει ότι η πώληση αυτή μπορούσε να παράσχει τη δυνατότητα στους άλλους μετόχους να περιορίσουν τη σχετική με την Codefa ζημία τους. Συναφώς, προσαρτά ως παράρτημα στο υπόμνημα απαντήσεως τιμολόγιο εξόδων το οποίο διατείνεται ότι αφορά τον έλεγχο δέουσας επιμέλειας προ της πώλησης.

160    Πρώτον, όσον αφορά την απόδειξη της ζημίας, η ενάγουσα μνημονεύει, πράγματι, χρηματοοικονομικές δυσκολίες τις οποίες φέρεται να αντιμετώπισε η Codefa λόγω των επίδικων πράξεων, οι οποίες δικαιολογούσαν την επιλογή της να πωλήσει τις συμμετοχές της στην εν λόγω εταιρία. Λόγω της πώλησης αυτής, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι υπέστη ζημία της οποίας την αποκατάσταση ζητεί. Εντούτοις, αφενός, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, καίτοι η ενάγουσα υποστηρίζει ότι επένδυσε 232 490 ευρώ για την αγορά των μετοχών της εταιρίας αυτής, από το δικόγραφο της αγωγής προκύπτει ότι, από το 2010, δεν είχε καταβάλει στον πωλητή το υπόλοιπο των 155 000 ευρώ για την αγορά αυτή. Αφετέρου, όσον αφορά το τιμολόγιο εξόδων που προσκόμισε η ενάγουσα, προσαρτημένο σε παράρτημα του υπομνήματος απαντήσεως, για να δικαιολογήσει το ποσό των 30 000 ευρώ για προμήθεια συναλλαγής του οποίου την αποζημίωση ζητεί, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως αναγνώρισε η ίδια η ενάγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση με δήλωση η οποία καταγράφηκε στα πρακτικά, αυτό το μη χρονολογημένο έγγραφο αφορά έξοδα ορκωτού λογιστή τα οποία καταβλήθηκαν προκειμένου να αξιολογηθεί «η σκοπιμότητα επένδυσης στην εταιρία Codefa Connectique», επένδυση η οποία υλοποιήθηκε με την εξαγορά της εταιρίας από την ενάγουσα το 2009, ήτοι ένα έτος πριν από την έκδοση των επίδικων μέτρων. Επομένως, η προμήθεια συναλλαγής την οποία προβάλλει η ενάγουσα ουδόλως αφορά την πώληση των συμμετοχών της στην Codefa τον Νοέμβριο του 2010, πώληση για την οποία ζητεί αποζημίωση, αλλά αφορά την απόκτηση των εν λόγω συμμετοχών το 2009. Ως εκ τούτου, το εν λόγω παράρτημα πρέπει να απορριφθεί λόγω του ότι δεν ασκεί επιρροή επί της υπό κρίση ζημίας, παρέλκει δε η εξέταση του ζητήματος αν το παράρτημα αυτό υποβλήθηκε παραδεκτώς στη δικογραφία με το υπόμνημα αντικρούσεως. Από τις προεκτεθείσες παρατηρήσεις προκύπτει ότι η ενάγουσα δεν απέδειξε την προβαλλόμενη ζημία.

161    Δεύτερον, εν πάση περιπτώσει, η ενάγουσα δεν αποδεικνύει ούτε την αιτιώδη συνάφεια. Συγκεκριμένα, διαπιστώνεται ότι, στην καλύτερη περίπτωση, στο δικόγραφο της αγωγής, στα σημεία 94 και 97 στα οποία προσδιορίζονται διάφορα περιστατικά τα οποία θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη διαπίστωση ότι οι δυσκολίες που αντιμετώπιζε η Codefa οφείλονταν στην έκδοση των επίδικων πράξεων, η ενάγουσα παραπέμπει στις σελίδες 24 και 25 της λογιστικής έκθεσης και στο παράρτημα A.19 του δικογράφου της αγωγής. Για τη διαπίστωση αυτή γίνεται παραπομπή, στις υποσημειώσεις στις σελίδες 24 και 25 της εν λόγω έκθεσης, σε αρκετά αποδεικτικά στοιχεία. Εντούτοις, τα στοιχεία αυτά δεν προσαρτώνται στην εν λόγω έκθεση. Επιπλέον, η ενάγουσα δεν διευκρινίζει αν προσκόμισε τα στοιχεία αυτά στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας. Ως εκ τούτου, η ενάγουσα δεν απέδειξε την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της προβαλλόμενης ζημίας και της προσαπτόμενης συμπεριφοράς.

162    Επαλλήλως, επισημαίνεται ότι, έστω και αν, όπως προκύπτει από τον τίτλο στον πίνακα των παραρτημάτων που προσαρτώνται στο δικόγραφο της αγωγής, το παράρτημα A.19 συνίσταται σε «[α]ντίγραφα εγγράφων που αφορούν την εταιρία CODEFA», επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η ενάγουσα δεν παραπέμπει σε κανένα από τα εν λόγω έγγραφα, τα οποία περιέχονται εντούτοις, με συνολική έκταση 114 σελίδων, στον φάκελο των παραρτημάτων του δικογράφου της αγωγής.

163    Ωστόσο, πρώτον, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 116 ανωτέρω, δεν εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να ερευνά και να εξακριβώνει, ανατρέχοντας στα παραρτήματα του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης, τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα που θα μπορούσε να θεωρήσει ότι αποτελούν τη βάση του ενδίκου βοηθήματος. Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν ένα παράρτημα συνδέεται με φάκελο που περιέχει πλείονα έγγραφα τα οποία αφορούν ένα θέμα ή ένα πρόσωπο και περιλαμβάνουν μεγάλο αριθμό σελίδων. Σε τέτοια περίπτωση, ελλείψει ακριβούς παραπομπής, από τον διάδικο που τα κοινοποιεί, στα στοιχεία και στα αποσπάσματα των εν λόγω παραρτημάτων τα οποία επιθυμεί να αναδείξει για να αποδείξει το βάσιμο της επιχειρηματολογίας του, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που μνημονεύεται στη σκέψη 116 ανωτέρω, η αποδεικτική και διευκρινιστική αξία τέτοιων παραρτημάτων μειώνεται σημαντικά.

164    Είναι πρόδηλο ότι αυτό συμβαίνει, εν προκειμένω, όσον αφορά το παράρτημα A.19 του δικογράφου της αγωγής, το οποίο συνίσταται, κατά τον χαρακτηρισμό της ενάγουσας, σε «[α]ντίγραφα εγγράφων που αφορούν την εταιρία CODEFA», τα οποία παρατίθενται στις σελίδες 390 έως 503 του φακέλου των παραρτημάτων του δικογράφου της αγωγής, ήτοι σύνολο 114 σελίδων. Ελλείψει ακριβούς παραπομπής, στο δικόγραφο της αγωγής, στα στοιχεία που περιέχονται σε αυτές τις 114 σελίδες του παραρτήματος A.19, πρέπει να θεωρηθεί ότι η ενάγουσα δεν απέδειξε το βάσιμο της σχετικής επιχειρηματολογίας της εν προκειμένω.

165    Δεύτερον, έστω και αν υποτεθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο, χωρίς να αναζητήσει ή να προσδιορίσει τέτοια στοιχεία στο παράρτημα A.19 του δικογράφου της αγωγής, περιορίζεται στο να αναλύσει το πρώτο προσαρτημένο στο εν λόγω παράρτημα έγγραφο, το οποίο παρατίθεται στη σελίδα 390 των παραρτημάτων του δικογράφου της αγωγής, έγγραφο το οποίο συνίσταται σε συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής, την οποία απέστειλε η τράπεζα Société générale, στις 2 Σεπτεμβρίου 2010, στην Codefa, πράγματι το θέμα της, ήτοι «Προειδοποίηση κλεισίματος λογαριασμού εντός 60 ημερών Καταγγελία του ανοίγματος πίστωσης C.T. C. Αριθμός λογαριασμού: […]», και το περιεχόμενό της φαίνεται να αφορούν τη διακοπή της σχέσης μεταξύ της συγκεκριμένης τράπεζας και της εν λόγω εταιρίας, την οποία η ενάγουσα μνημονεύει στο σημείο 95 του δικογράφου της αγωγής. Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ουδόλως προκύπτει από το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής ότι το κλείσιμο του λογαριασμού της Codefa που είχε ανοιχθεί στην τράπεζα Société générale καθώς και η ακύρωση του ορίου υπερανάληψης ύψους 80 000 ευρώ που είχε χορηγήσει η τράπεζα αυτή στην Codefa είναι συνέπεια της έκδοσης των επίδικων πράξεων.

166    Από τις προεκτεθείσες παρατηρήσεις προκύπτει ότι η ενάγουσα δεν απέδειξε τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια και, επομένως, ότι το αίτημα αποκατάστασης της ζημίας που αποδίδεται στην προβαλλόμενη υποχρεωτική πώληση της συμμετοχής στη θυγατρική της, Codefa, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

167    Κατά δεύτερον, όσον αφορά το αίτημα αποκατάστασης της ζημίας που η ενάγουσα υποστηρίζει ότι υπέστη επειδή δεν μπόρεσε να ανακτήσει την προκαταβολή ύψους 2 828 370,44 ευρώ την οποία κατέβαλε στην αυστριακή εταιρία SED για την αγορά, από διάφορες χώρες, εξοπλισμού και προϊόντων αναγκαίων για τη συνέχιση των δραστηριοτήτων της ενάγουσας, η ενάγουσα αποτιμά τη ζημία αυτή στο ποσό της καταβληθείσας προκαταβολής επαυξημένο κατά 262 266 ευρώ με την εφαρμογή προεξοφλητικού επιτοκίου 3 % στην τριετία, ήτοι συνολικά 3 090 636 ευρώ.

168    Πρώτον, όσον αφορά την απόδειξη της ζημίας, από την πρώτη περίοδο της ενότητας E.2.2.1 του δικογράφου της αγωγής, με τίτλο «Απώλεια περιουσιακών στοιχείων στην Αυστρία», και από το σημείο 98 του δικογράφου της αγωγής προκύπτει ότι η ενάγουσα, η οποία περιορίστηκε στο να παραθέσει σχεδόν αυτούσια τα σχετικά αποσπάσματα των σελίδων 25 και 26 της λογιστικής έκθεσης, βεβαιώνει ότι, κατά την ημερομηνία της εγγραφής της στους επίδικους καταλόγους, το ποσό των προκαταβολών που είχε πληρώσει στην εταιρία SED ανερχόταν σε 2 828 370,44 ευρώ.

169    Στη σελίδα 25 της λογιστικής έκθεσης, όσον αφορά το ποσό που μνημονεύεται στη σκέψη 168 ανωτέρω, γίνεται παραπομπή, σε υποσημείωση, σε «αναγνώριση των απαιτήσεων SED και δηλώσεις απαιτήσεων από τη Fulmen». Εντούτοις, τα έγγραφα αυτά δεν προσαρτώνται στην εν λόγω έκθεση και η ενάγουσα δεν διευκρινίζει αν τα προσκόμισε στο πλαίσιο της υπό κρίση υπόθεσης.

170    Ασφαλώς, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο τα στοιχεία αυτά να περιέχονται στο παράρτημα A.4 του δικογράφου της αγωγής, στο οποίο παραπέμπει γενικώς η ενάγουσα, σε υποσημείωση στον τίτλο της ενότητας E.2.2.1 του δικογράφου της αγωγής.

171    Ωστόσο, σύμφωνα με τη μνημονευόμενη στη σκέψη 116 πάγια νομολογία, δεν εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να ερευνά και να εξακριβώνει, ανατρέχοντας στα παραρτήματα του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης, τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα που θα μπορούσε να θεωρήσει ότι αποτελούν τη βάση του ενδίκου βοηθήματος. Επισημαίνεται, όμως, και πάλι ότι το παράρτημα A.4 του δικογράφου της αγωγής, με τίτλο «Έγγραφα σχετικά με την εταιρία SED» στον πίνακα των παραρτημάτων που προσαρτώνται στο δικόγραφο της αγωγής, περιλαμβάνει πλείονα έγγραφα τα οποία παρατίθενται στις σελίδες 36 έως 71 του φακέλου των παραρτημάτων του δικογράφου της αγωγής. Ελλείψει ακριβούς παραπομπής, στο δικόγραφο της αγωγής, στα στοιχεία και στα αποσπάσματα του εν λόγω παραρτήματος που επιθυμεί να αναδείξει για να αποδείξει το βάσιμο της επιχειρηματολογίας της, λαμβανομένης υπόψη, μεταξύ άλλων, της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 116 ανωτέρω, πρέπει να θεωρηθεί ότι η ενάγουσα δεν απέδειξε το βάσιμο της σχετικής επιχειρηματολογίας της εν προκειμένω.

172    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθεισών παρατηρήσεων, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι η ενάγουσα δεν απέδειξε το υποστατό της απαίτησής της έναντι της εταιρίας SED και ότι, επομένως, δεν απέδειξε τη ζημία.

173    Δεύτερον, εν πάση περιπτώσει, όσον αφορά την απόδειξη της αιτιώδους συνάφειας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει η ενάγουσα, από τη δικογραφία δεν προκύπτει ότι το γενεσιουργό γεγονός της προβαλλόμενης ζημίας, ήτοι η αδυναμία ανάκτησης της προκαταβολής που πληρώθηκε στην εταιρία SED, οφείλεται στην εγγραφή της επωνυμίας της ενάγουσας στους επίδικους καταλόγους. Συγκεκριμένα, όπως επισημαίνει η ίδια η ενάγουσα στο δικόγραφο της αγωγής, στην πρώτη περίοδο της ενότητας E.2.2.1 του δικογράφου της αγωγής, «[π]ριν από την άρση των κυρώσεων εις βάρος της ενάγουσας, η εταιρία SED κηρύχθηκε σε κατάσταση παύσης πληρωμών και το ποσό που είχε προκαταβάλει η ενάγουσα κατέστη μη ανακτήσιμο κατόπιν της εκκαθάρισης της SED». Ως εκ τούτου, η ενάγουσα ουδόλως απέδειξε την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της προσαπτόμενης συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας.

174    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η ενάγουσα δεν απέδειξε τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια και, επομένως, το αίτημα αποκατάστασης της ζημίας που αποδίδεται στην αδυναμία ανάκτησης της προκαταβολής που πλήρωσε στην αυστριακή εταιρία SED πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

175    Κατά τρίτον, όσον αφορά την προβαλλόμενη ζημία που σχετίζεται με την αναστολή των δραστηριοτήτων έρευνας και ανάπτυξης της ενάγουσας, τις οποίες είχε αρχίσει, από το 2007, σε συνεργασία με αρκετές ευρωπαϊκές εταιρίες, την οποία αποτίμησε στο δικόγραφο της αγωγής σε 2 179 125 ευρώ, επιβάλλονται οι ακόλουθες παρατηρήσεις. Στο πλαίσιο του τρίτου μέτρου οργάνωσης της διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε την ενάγουσα να εξηγήσει σε ποιο βαθμό, αφενός στο σημείο 117 του υπομνήματος απαντήσεως, εμμένει στα επιχειρήματα που προέβαλε στα σημεία 60 έως 101 του δικογράφου της αγωγής, δεδομένου ότι τα σημεία 99 και 101 αυτού αφορούν τη ζημία που αποδίδεται στην αναστολή των δραστηριοτήτων έρευνας και ανάπτυξης, ενώ, στο σημείο 116 του υπομνήματος αντίκρουσης, επισημαίνει ρητώς ότι «επέλεξε να μην την περιλάβει στη ζημία της οποίας την αποκατάσταση ζητεί». Εκτιμώντας ότι η απάντηση της ενάγουσας στην ερώτηση αυτή δεν υπήρξε σαφής, το Γενικό Δικαστήριο έθεσε εκ νέου την ερώτηση στην ενάγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Η ενάγουσα αναγνώρισε ότι στο σημείο 117 του υπομνήματος απαντήσεως παρεισέφρησε σφάλμα παραπομπής στα σημεία του δικογράφου της αγωγής. Επισήμανε, επομένως, ότι το σημείο αυτό έχει την έννοια ότι «εμμένει στα επιχειρήματά της τα οποία εξέθεσε στα σημεία 60 [έως] 98 του δικογράφου της αγωγής» και όχι «στα σημεία 60 [έως] 101 του δικογράφου της αγωγής», δήλωση η οποία καταγράφηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως. Ως εκ τούτου, πρέπει να θεωρηθεί ότι η ενάγουσα αποφάσισε να παραιτηθεί από το αίτημα αποκατάστασης της ζημίας που αποδίδεται στην αναστολή των δραστηριοτήτων έρευνας και ανάπτυξης.

176    Από το σύνολο των ανωτέρω εκτιμήσεων συνάγεται ότι το αίτημα αποκατάστασης των υλικών ζημιών που η ενάγουσα υποστηρίζει ότι υπέστη στην Ευρώπη πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

177    Λαμβανομένων υπόψη των συμπερασμάτων που εκτέθηκαν στις σκέψεις 156 και 176 ανωτέρω, το αίτημα αποκατάστασης της υλικής ζημίας που η ενάγουσα υποστηρίζει ότι υπέστη πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

2)      Επί του υποστατού της μη υλικής ζημίας και επί της υπάρξεως αιτιώδους συνάφειας

178    Η ενάγουσα διατείνεται ότι η έκδοση των επίδικων πράξεων και η διατήρηση της εγγραφής της επωνυμίας της στους επίδικους καταλόγους, στο μέτρο που προσέβαλαν την προσωπικότητά της, και ειδικότερα τη φήμη της, της προκάλεσαν σημαντική μη υλική ζημία, την οποία αποτιμά ex æquo et bono σε 100 000 ευρώ.

179    Με την απάντηση στην ερώτηση που τέθηκε στο πλαίσιο του δεύτερου μέτρου οργάνωσης της διαδικασίας όσον αφορά τις συνέπειες της απόφασης της 30ής Μαΐου 2017, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου (C‑45/15 P, EU:C:2017:402), στην υπό κρίση υπόθεση, η ενάγουσα εκτιμά ότι, εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη των επιβαρυντικών περιστάσεων οι οποίες αντλούνται, ειδικότερα, από την κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους του Συμβουλίου, η πλήρης αποκατάσταση της μη υλικής ζημίας που υπέστη επιβάλλει την επιδίκαση ποσού υψηλότερου εκείνου που επιδικάστηκε στην ως άνω απόφαση.

180    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, ζητεί να απορριφθεί το αίτημα αποκατάστασης της προβαλλόμενης μη υλικής ζημίας.

181    Συναφώς, το Συμβούλιο εκτιμά, καταρχάς, ότι η ενάγουσα δεν προβάλλει καμία δυσμενή συνέπεια στην οικονομική δραστηριότητά της πέραν εκείνων που ήδη καλύπτονται από τα αιτήματα αποκατάστασης της υλικής ζημίας. Οι αρνητικές συνέπειες των επίδικων μέτρων στη φήμη της ενάγουσας, καθόσον ενδέχεται να στιγματίστηκε ως συμμετέχουσα στο πρόγραμμα διάδοσης των πυρηνικών όπλων, αντισταθμίστηκαν επαρκώς από την ακύρωση των επίδικων μέτρων και από τη δημοσιότητα που προσέλαβε η ακύρωση αυτή, τόσο μέσω της δημοσίευσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και, μεταξύ άλλων, μέσω της μετάδοσης ρεπορτάζ στην εκπομπή «sept à huit» του γαλλικού τηλεοπτικού καναλιού TF1. Εφόσον η ενάγουσα αναγνωρίζει ότι επανέλαβε την οικονομική δραστηριότητά της μετά την άρση των επίδικων μέτρων, αυτό αποδεικνύει ότι η φήμη της ενάγουσας δεν υπέστη βλάβη η οποία να διήρκεσε πέραν της ακύρωσης των επίδικων μέτρων και, επομένως, η ακύρωση των μέτρων αυτών συνιστά επαρκή αποκατάσταση.

182    Εν συνεχεία, όσον αφορά τη μη υλική ζημία η οποία βαίνει πέραν της σφαίρας των τρεχόντων εμπορικών συμφερόντων της ενάγουσας, η ενάγουσα δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα και δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο ικανό να αποδείξει τόσο τον πραγματικό και βέβαιο χαρακτήρα της βλάβης αυτής όσο και τον άμεσο σύνδεσμο μεταξύ της εν λόγω βλάβης και των επίδικων πράξεων.

183    Τέλος, όσον αφορά την έκταση της προβαλλόμενης βλάβης, η ενάγουσα δεν διευκρινίζει τα κριτήρια ή τα στοιχεία στα οποία βασίζεται για να υπολογίσει το ποσό της αποζημίωσης που ζητεί, ούτε τη συγκεκριμένη βλάβη την οποία θα αποκαθιστούσε το ποσό αυτό. Πρέπει, πάντως να ληφθεί υπόψη ότι, εν αντιθέσει προς την αναιρεσείουσα στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 30ής Μαΐου 2017, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου (C‑45/15 P, EU:C:2017:402), εν προκειμένω, η ενάγουσα εξακολουθεί να υπόκειται στα αμερικανικά μέτρα.

184    Κατά πρώτον, επισημαίνεται ότι τα επίδικα μέτρα έχουν σοβαρές επιπτώσεις και επηρεάζουν σημαντικά τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των προσώπων που αφορούν (πρβλ. απόφαση της 28ης Μαΐου 2013, Abdulrahim κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑239/12 P, EU:C:2013:331, σκέψη 70). Συναφώς, όταν επιβάλλονται περιοριστικά μέτρα εις βάρος οντότητας λόγω της στηρίξεως που φέρεται να παρέσχε στη διάδοση των πυρηνικών όπλων, η οντότητα αυτή συσχετίζεται δημοσίως προς συμπεριφορά η οποία εκλαμβάνεται ως σοβαρή απειλή για τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια, με αποτέλεσμα να προκαλείται απαξία και δυσπιστία έναντί της, γεγονός το οποίο έχει αντίκτυπο στη φήμη της και, συνεπώς, της προξενεί ηθική βλάβη (απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2014, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου, T‑384/11, EU:T:2014:986, σκέψη 80).

185    Αφενός, ο αντίκτυπος στη φήμη της οικείας οντότητας λόγω περιοριστικών μέτρων όπως τα επίμαχα δεν αφορά τις οικονομικές και εμπορικές δυνατότητές της αλλά τη βούλησή της να εμπλακεί σε δραστηριότητες οι οποίες κρίνονται ως επιλήψιμες από τη διεθνή κοινότητα. Επομένως, η οντότητα αυτή επηρεάζεται πέραν της σφαίρας των τρεχόντων εμπορικών συμφερόντων της (πρβλ. απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2014, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου, T‑384/11, EU:T:2014:986, σκέψη 82).

186    Αφετέρου, η εν λόγω προσβολή είναι ακόμη μεγαλύτερη καθόσον προκύπτει όχι από την έκφραση προσωπικής γνώμης αλλά από τη λήψη επίσημης θέσεως θεσμικού οργάνου της Ένωσης, η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και συνοδεύεται από δεσμευτικές έννομες συνέπειες (απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2014, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου, T‑384/11, EU:T:2014:986, σκέψη 83).

187    Κατόπιν των προεκτεθέντων, κρίνεται ότι, εν προκειμένω, η έκδοση των επίδικων πράξεων και η διατήρηση της εγγραφής της επωνυμίας της ενάγουσας στους επίδικους καταλόγους της προξένησαν μη υλική ζημία, διακριτή της υλικής ζημίας η οποία οφείλεται στη διατάραξη των εμπορικών σχέσεών της. Κατά συνέπεια, πρέπει να της αναγνωριστεί το δικαίωμα χρηματικής ικανοποίησης (πρβλ. απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2014, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου, T‑384/11, EU:T:2014:986, σκέψη 85).

188    Όσον αφορά το υποστατό της μη υλικής ζημίας, υπενθυμίζεται ότι ειδικότερα στην περίπτωση τέτοιας ζημίας, μολονότι η προσκόμιση ή η πρόταση αποδείξεων δεν θεωρείται κατ’ ανάγκην προϋπόθεση για την αναγνώρισή της, εντούτοις στον ενάγοντα εναπόκειται να αποδείξει ότι η προσαπτόμενη στο οικείο θεσμικό όργανο συμπεριφορά μπορούσε να του προκαλέσει τέτοια ζημία (βλ. απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2014, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, T‑297/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:888, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· πρβλ. επίσης απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 1999, BAI κατά Επιτροπής, T‑230/95, EU:T:1999:11, σκέψη 39).

189    Περαιτέρω, καίτοι στην απόφαση της 28ης Μαΐου 2013, Abdulrahim κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑239/12 P, EU:C:2013:331), το Δικαστήριο έκρινε ότι η ακύρωση παράνομων περιοριστικών μέτρων μπορεί να αποτελέσει μορφή ικανοποίησης για την προκληθείσα ηθική βλάβη, τούτο δεν σημαίνει ότι αυτή η μορφή αποκατάστασης αρκεί οπωσδήποτε σε όλες τις περιπτώσεις για να διασφαλισθεί η πλήρης ικανοποίηση για την ηθική βλάβη, δεδομένου ότι κάθε σχετική απόφαση πρέπει να λαμβάνεται κατόπιν εκτίμησης των περιστάσεων της υπό κρίση υπόθεσης (απόφαση της 30ής Μαΐου 2017, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου, C‑45/15 P, EU:C:2017:402, σκέψη 49).

190    Εν προκειμένω, ασφαλώς η ακύρωση των επίδικων πράξεων με την απόφαση της 21ης Μαρτίου 2012, Fulmen και Mahmoudian κατά Συμβουλίου (T‑439/10 και T‑440/10, EU:T:2012:142), με την οποία διαπιστώθηκε ότι η σύνδεση της ενάγουσας με τη διάδοση των πυρηνικών όπλων είναι αδικαιολόγητη και, επομένως, παράνομη, μπορεί να συνιστά ένα είδος ικανοποίησης για τη μη υλική ζημία που αυτή υπέστη και της οποίας την αποκατάσταση ζητεί στην υπό κρίση υπόθεση. Εντούτοις, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, η ακύρωση αυτή δεν μπορεί να συνιστά πλήρη αποκατάσταση της εν λόγω βλάβης.

191    Συγκεκριμένα, όπως συνάγεται από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 184 ανωτέρω, η έκδοση των επίδικων πράξεων και, συναφώς, η μομφή περί εμπλοκής της ενάγουσας στη διάδοση των πυρηνικών όπλων επηρέασαν τη φήμη της και, επομένως, τη συμπεριφορά τρίτων οντοτήτων έναντι αυτής (πρβλ. απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2014, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου, T‑384/11, EU:T:2014:986, σκέψη 88).

192    Τα αποτελέσματα αυτά, τα οποία διήρκεσαν σχεδόν τριάμισι έτη και στα οποία αποδίδεται η μη υλική ζημία που υπέστη η ενάγουσα, δεν μπορούν να αντισταθμιστούν πλήρως από τη διαπίστωση, εν προκειμένω, εκ των υστέρων, του παράνομου χαρακτήρα των επίδικων πράξεων, τούτο δε για τους ακόλουθους λόγους.

193    Πρώτον, η λήψη των περιοριστικών μέτρων εις βάρος οντότητας προσελκύει περισσότερη προσοχή και προκαλεί περισσότερες αντιδράσεις, ιδίως εκτός της Ένωσης, από ό,τι η μεταγενέστερη ακύρωσή τους (πρβλ. απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2014, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου, T‑384/11, EU:T:2014:986, σκέψη 88).

194    Δεύτερον, η μομφή που έκανε δεκτή το Συμβούλιο εις βάρος της ενάγουσας είναι ιδιαιτέρως βαριά, καθόσον τη συσχετίζει με τη διάδοση των πυρηνικών όπλων, ήτοι δραστηριότητα η οποία συνιστά, κατά το Συμβούλιο, κίνδυνο για τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια (πρβλ. απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2014, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου, T‑384/11, EU:T:2014:986, σκέψη 89).

195    Τρίτον, όπως προκύπτει από τη σκέψη 22 ανωτέρω, η μομφή αυτή δεν στηρίχθηκε σε κανένα σχετικό πληροφοριακό ή αποδεικτικό στοιχείο (πρβλ. απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2014, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου, T‑384/11, EU:T:2014:986, σκέψη 90).

196    Τέταρτον, και εν πάση περιπτώσει, καίτοι η εγγραφή της επωνυμίας της ενάγουσας, η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα, θα μπορούσε να είχε απαλειφθεί οποτεδήποτε από το Συμβούλιο, ή τουλάχιστον θα μπορούσε να είχε τροποποιηθεί ή συμπληρωθεί, προκειμένου να θεραπευθούν τυχόν παρανομίες που την έπλητταν, διατηρήθηκε επί σχεδόν τριάμισι έτη, παρά τις διαμαρτυρίες της ενάγουσας, ιδίως όσον αφορά την έλλειψη αποδείξεων για την εις βάρος της μομφή. Συναφώς, η δικογραφία δεν περιλαμβάνει στοιχεία τα οποία να αποδεικνύουν ότι το Συμβούλιο επαλήθευσε, οποτεδήποτε ή για οποιονδήποτε λόγο, με δική του πρωτοβουλία ή αποκρινόμενο στις διαμαρτυρίες της ενάγουσας, το βάσιμο της ως άνω μομφής, προκειμένου να περιορίσει τις εξ αυτής απορρέουσες αρνητικές συνέπειες για την ενάγουσα (πρβλ. απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2014, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου, T‑384/11, EU:T:2014:986, σκέψη 91).

197    Μια τέτοια επαλήθευση θα ήταν, ωστόσο, ιδιαίτερα δικαιολογημένη εν προκειμένω, μετά την έκδοση της απόφασης της 21ης Μαρτίου 2012, Fulmen και Mahmoudian κατά Συμβουλίου (T‑439/10 και T‑440/10, EU:T:2012:142), λαμβανομένης υπόψη της σοβαρότητας της διαπιστωθείσας παρανομίας, βάσει πάγιας νομολογίας. Συγκεκριμένα, έστω και αν η απόφαση αυτή αποτέλεσε, τουλάχιστον εν μέρει, αποκατάσταση της μη υλικής ζημίας που υπέστη η ενάγουσα, δεν παρήγαγε κανένα τέτοιο αποτέλεσμα όσον αφορά το χρονικό διάστημα μετά την έκδοσή της, διάρκειας περίπου ενός έτους και εννέα μηνών, κατά το οποίο η εγγραφή της επωνυμίας της ενάγουσας διατηρήθηκε ως είχε στους επίδικους καταλόγους.

198    Χωρίς να τίθεται ουδόλως υπό αμφισβήτηση το δικαίωμα του ενδιαφερόμενου θεσμικού οργάνου να ασκήσει αναίρεση κατά της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου με την οποία περατώθηκε η δίκη, ούτε η αναστολή των επιπτώσεων τέτοιας απόφασης, όπως προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 60, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πρέπει να θεωρηθεί ότι, σε μια Ένωση δικαίου, λαμβανομένης υπόψη της σοβαρότητας της παράνομης συμπεριφοράς που διαπιστώνει το Γενικό Δικαστήριο, το ενδιαφερόμενο θεσμικό όργανο οφείλει να επαληθεύσει, έστω παραλλήλως με την άσκηση αναίρεσης, τις εκτιμήσεις που οδήγησαν στην εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου μομφή. Σκοπός της απαίτησης αυτής δεν είναι να υποχρεώσει το ενδιαφερόμενο θεσμικό όργανο να εκτελέσει ήδη από το στάδιο αυτό την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, αλλά, όπως προκύπτει από τη σκέψη 91 της απόφασης της 25ης Νοεμβρίου 2014, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου (T‑384/11, EU:T:2014:986), να επαληθεύσει αν, λαμβανομένων υπόψη των συμπερασμάτων του Γενικού Δικαστηρίου, οι προσβαλλόμενες πράξεις μπορούν ή και, ενδεχομένως, επιβάλλεται να ανακληθούν, να αντικατασταθούν ή να τροποποιηθούν προκειμένου να περιοριστούν οι εξ αυτών απορρέουσες αρνητικές συνέπειες.

199    Συγκεκριμένα, η μη υλική ζημία που προκλήθηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο, ήτοι με τη διατήρηση της εγγραφής της επωνυμίας της ενάγουσας στους επίδικους καταλόγους μετά την έκδοση της απόφασης της 21ης Μαρτίου 2012, Fulmen και Mahmoudian κατά Συμβουλίου (T‑439/10 και T‑440/10, EU:T:2012:142), όπως ρητώς καταγγέλλει η ενάγουσα στο δικόγραφο της αγωγής, διακρίνεται από τη βλάβη που προκλήθηκε πριν από την έκδοση της απόφασης αυτής. Ειδικότερα, στην εν λόγω απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε επισήμως, όπως υποστήριξε η ενάγουσα, τον παράνομο χαρακτήρα της εγγραφής της, λαμβανομένης υπόψη πάγιας νομολογίας, λόγω της έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων προς στήριξη των εις βάρος της μομφών.

200    Επομένως, εν προκειμένω, το Συμβούλιο μπορούσε να είχε εξετάσει υπό το πρίσμα των εκτιμήσεων και των συμπερασμάτων που διατύπωσε το Γενικό Δικαστήριο στην απόφαση της 21ης Μαρτίου 2012, Fulmen και Mahmoudian κατά Συμβουλίου (T‑439/10 και T‑440/10, EU:T:2012:142), αν η διατήρηση της εγγραφής της επωνυμίας της ενάγουσας ως είχε στους επίδικους καταλόγους, ήτοι χωρίς κανένα αποδεικτικό στοιχείο προς στήριξη της εις βάρος της μομφής, ήταν δικαιολογημένη, χωρίς κίνδυνο περαιτέρω επιδείνωσης της ζημίας που είχε ήδη υποστεί, κατά την ημερομηνία έκδοσης της εν λόγω απόφασης.

201    Το συμπέρασμα αυτό δεν επηρεάζεται από την απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2013, Συμβούλιο κατά Fulmen και Mahmoudian (C‑280/12 P, EU:C:2013:775). Συγκεκριμένα, στην εν λόγω απόφαση το Δικαστήριο, δεδομένου ότι εξέτασε μόνο και απέρριψε την αναίρεση που άσκησε το Συμβούλιο κατά της απόφασης ακύρωσης της 21ης Μαρτίου 2012, Fulmen και Mahmoudian κατά Συμβουλίου (T‑439/10 και T‑440/10, EU:T:2012:142), δεν αποφάνθηκε επί του αιτήματος αποκατάστασης της μη υλικής ζημίας που προκάλεσε η διατήρηση της επωνυμίας της ενάγουσας στους επίδικους καταλόγους μετά την έκδοση της ως άνω απόφασης.

202    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθεισών παρατηρήσεων και, εν πάση περιπτώσει, εκείνων που εκτίθενται στις σκέψεις 196 έως 200 ανωτέρω, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι η ακύρωση της εγγραφής της επωνυμίας της ενάγουσας με την απόφαση της 21ης Μαρτίου 2012, Fulmen και Mahmoudian κατά Συμβουλίου (T‑439/10 και T‑440/10, EU:T:2012:142), δεν αποτέλεσε πλήρη αποκατάσταση της μη υλικής ζημίας που υπέστη η ενάγουσα.

203    Κατά δεύτερον, πρέπει να εξετασθεί αν, όπως διατείνεται η ενάγουσα, ορισμένοι πρόσθετοι παράγοντες ενδέχεται να συνέβαλαν στην επιδείνωση της μη υλικής ζημίας που υπέστη και, επομένως, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά την αποτίμηση της αποκατάστασης της ζημίας αυτής.

204    Καταρχάς, όσον αφορά την προβαλλόμενη επιμήκυνση και επιδείνωση της μη υλικής ζημίας που υπέστη η ενάγουσα, επειδή το Συμβούλιο, αφενός, εξάντλησε τα ένδικα μέσα τα οποία είχε στη διάθεσή του δυνάμει της Συνθήκης ΛΕΕ, ειδικότερα ασκώντας αναίρεση κατά της απόφασης της 21ης Μαρτίου 2012, Fulmen και Mahmoudian κατά Συμβουλίου (T‑439/10 και T‑440/10, EU:T:2012:142), και, αφετέρου, προέβαλε, για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου, ορισμένους λόγους ή ορισμένα επιχειρήματα προς στήριξη της εν λόγω αναίρεσης, μεταξύ άλλων μνημονεύοντας, χωρίς εντούτοις να τα κοινοποιήσει, εμπιστευτικά στοιχεία τα οποία υποστήριζαν τις επίδικες πράξεις, το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Συγκεκριμένα, με τον ίδιο τρόπο και για τους ίδιους λόγους για τους οποίους κρίθηκε στις σκέψεις 72 έως 78 ανωτέρω ότι τέτοιες περιστάσεις δεν μπορούν να συνιστούν παράγοντα επιβαρυντικό της παρανομίας που διέπραξε το Συμβούλιο, δεν μπορούν επίσης, καταρχήν, να προκαλέσουν οποιαδήποτε μη υλική ζημία ικανή να θεμελιώσει την εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης.

205    Εν συνεχεία, όσον αφορά τη μετάδοση του ρεπορτάζ της εκπομπής «sept à huit», από το γαλλικό τηλεοπτικό κανάλι TF1, η εκπομπή αυτή, η οποία είναι διαθέσιμη στο διαδίκτυο, όχι μόνο δεν συνιστά, όπως διατείνεται η ενάγουσα, λόγω του περιεχομένου της, επιδείνωση της μη υλικής ζημίας την οποία υποστηρίζει ότι υπέστη, αλλά συμβάλλει, αντιθέτως, στην αποκατάσταση της φήμης της ενάγουσας. Συγκεκριμένα, διασφαλίζει μεταξύ άλλων τη δημοσιοποίηση της ακύρωσης των επίδικων πράξεων από τον δικαστή της Ένωσης. Πάντως, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαίτερα σοβαρής μορφής που διατύπωσε το Συμβούλιο εις βάρος της ενάγουσας, η μετάδοση της εκπομπής αυτής δεν μπορεί να θεωρηθεί, όπως υποστηρίζει το Συμβούλιο, ικανή να αντισταθμίσει τις αρνητικές συνέπειες των επίδικων μέτρων στη φήμη της ενάγουσας.

206    Τέλος, όσον αφορά την προβαλλόμενη μη υλική ζημία η οποία αποδίδεται στα αμερικανικά μέτρα, ζημία για την οποία η Ένωση θεωρείται υπεύθυνη επειδή η λήψη των αμερικανικών μέτρων βασίστηκε στις επίδικες πράξεις, το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Συγκεκριμένα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα αμερικανικά μέτρα, όπως παρατίθενται σε παράρτημα στο υπόμνημα απαντήσεως, ουδόλως παραπέμπουν στις επίδικες πράξεις ούτε, άλλωστε, σε οποιαδήποτε ενέργεια αναληφθείσα από την Ένωση εις βάρος της ενάγουσας. Επομένως, καθένα από τα περιοριστικά μέτρα που έλαβαν η Ένωση και οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, αντιστοίχως, παράγει αυτοτελή αποτελέσματα. Συνεπώς, ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί ότι τα αμερικανικά μέτρα μπορεί να προκάλεσαν ζημία στην ενάγουσα, λαμβανομένης υπόψη της αυτοτέλειας των μέτρων αυτών σε σχέση με τις επίδικες πράξεις, η Ένωση δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη για την ενδεχόμενη μη υλική ζημία που μπορεί να προκάλεσαν αυτά στην ενάγουσα. Λαμβανομένης, όμως, υπόψη της ίδιας αυτοτέλειας των αμερικανικών μέτρων, το Συμβούλιο σφάλλει εκτιμώντας ότι η αποτίμηση του ποσού της μη υλικής ζημίας που υπέστη η ενάγουσα θα πρέπει να λάβει υπόψη την περίσταση ότι η ενάγουσα παρέμεινε υποκείμενη στα αμερικανικά μέτρα μετά την ακύρωση των επίδικων πράξεων.

207    Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Γενικό Δικαστήριο, αποτιμώντας τη μη υλική ζημία που υπέστη η ενάγουσα ex aequo et bono, θεωρεί ότι η επιδίκαση ποσού 50 000 ευρώ αποτελεί εύλογη αποζημίωση.

208    Συμπερασματικά, η υπό κρίση αγωγή αποζημίωσης πρέπει να γίνει δεκτή και, ως εκ τούτου, πρέπει να επιδικαστεί στην ενάγουσα αποζημίωση ύψους 50 000 ευρώ για τη μη υλική ζημία την οποία υπέστη. Αντιθέτως, απορρίπτεται το αίτημα της ενάγουσας για αποκατάσταση της υλικής ζημίας.

IV.    Επί των δικαστικών εξόδων

209    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν οι ηττηθέντες διάδικοι είναι περισσότεροι του ενός, το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει για την κατανομή των δικαστικών εξόδων.

210    Εν προκειμένω, το Συμβούλιο ηττήθηκε όσον αφορά το αίτημα αποζημίωσης της μη υλικής ζημίας που υπέστη η ενάγουσα, ενώ η ενάγουσα ηττήθηκε όσον αφορά το αίτημα αποκατάστασης της υλικής ζημίας. Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να κριθεί ότι κάθε διάδικος θα φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

211    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα θεσμικά όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους. Επομένως, η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Υποχρεώνει το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης να καταβάλει στη Fulmen 50 000 ευρώ ως αποζημίωση της μη υλικής ζημίας.

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την αγωγή.

3)      Η Fulmen, το Συμβούλιο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Pelikánová

Valančius

Öberg

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 2 Ιουλίου 2019.

(υπογραφές)


Περιεχόμενα



*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.