Language of document : ECLI:EU:T:2010:95

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 17ης Μαρτίου 2010

Υπόθεση T-78/09 P

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

κατά

Laurent Collée

«Αίτηση αναιρέσεως — Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Προαγωγή — Περίοδος προαγωγών 2004 — Διαδικασία απονομής μορίων αξιολογήσεως — Παραμόρφωση του περιεχομένου των αποδεικτικών στοιχείων — Αιτιολογία — Αξία της γνώμης της επιτροπής εκθέσεων — Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων»

Αντικείμενο: Αίτηση αναιρέσεως ασκηθείσα κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τρίτο τμήμα) της 11ης Δεκεμβρίου 2008, F‑148/06, Collée κατά Κοινοβουλίου (Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. Ι–Α–1–455 και ΙΙ–Α–1–2527).

Απόφαση: Η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο φέρει τα δικαστικά έξοδά του, καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο Laurent Collée στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.

Περίληψη

1.      Αναίρεση — Λόγοι — Απλή επανάληψη των προβληθέντων ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης λόγων και επιχειρημάτων — Απαράδεκτο — Αμφισβήτηση της εκ μέρους του Δικαστηρίου αυτού ερμηνείας ή εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου — Παραδεκτό

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 11 § 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 138 § 1)

2.      Υπάλληλοι — Προαγωγή — Συγκριτική εξέταση των προσόντων — Εξουσία εκτιμήσεως της Διοικήσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 45)

1.      Όπως προκύπτει, ιδίως, από το άρθρο 11, παράγραφος 1, του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου, η αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου περιορίζεται σε νομικά ζητήματα και ως λόγοι αναιρέσεως επιτρέπεται να προβάλλονται η αναρμοδιότητα του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, οι πλημμέλειες κατά την ενώπιόν του διαδικασία που θίγουν τα δικαιώματα του αναιρεσείοντος και η παραβίαση του δικαίου από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης. Εξάλλου, το άρθρο 138, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου προβλέπει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να εξειδικεύει τους προβαλλόμενους νομικούς λόγους και επιχειρήματα.

Κατά συνέπεια, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να αναφέρει επακριβώς τα επικρινόμενα στοιχεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν ειδικώς το αίτημα αυτό.

Δεν ανταποκρίνεται στην απαίτηση αυτή η αίτηση αναιρέσεως η οποία περιορίζεται στην επανάληψη ή στην κατά λέξη παράθεση των λόγων ακυρώσεως και των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν ήδη ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, περιλαμβανομένων και εκείνων που στηρίζονταν σε περιστατικά τα οποία ρητώς απορρίφθηκαν από το δικαστήριο αυτό· συγκεκριμένα, μια τέτοια αίτηση αναιρέσεως συνιστά στην πραγματικότητα αίτηση απλής επανεξετάσεως της προσφυγής που ασκήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, η οποία δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου. Εντούτοις, εφόσον ο αναιρεσείων αμφισβητεί την ερμηνεία ή την εφαρμογή του δικαίου από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, τα νομικά ζητήματα που εξετάστηκαν πρωτοδίκως μπορούν να συζητηθούν εκ νέου κατά την εκδίκαση αιτήσεως αναιρέσεως. Πράγματι, αν ο αναιρεσείων δεν μπορούσε να στηρίξει, κατά τον τρόπο αυτό, την αίτηση αναιρέσεως σε λόγους και επιχειρήματα που προέβαλε ήδη ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, η διαδικασία αναιρέσεως θα στερούνταν μέρος του νοήματός της.

(βλ. σκέψεις 20 έως 22)

Παραπομπή:

ΔΕΕ, 17 Σεπτεμβρίου 1996, C‑19/95 P, San Marco κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. I‑4435, σκέψεις 37 και 38· 6 Μαρτίου 2003, C‑41/00 P, Interporc κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑2125, σκέψη 17· 22 Ιανουαρίου 2004, C‑353/01 P, Mattila κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑1073, σκέψη 27

2.      Δεν απόκειται στον κοινοτικό δικαστή να εκτιμήσει τα προσόντα των διαφόρων προαγώγιμων υπαλλήλων. Οφείλει, δεδομένης της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή ως προς την αξιολόγηση των προσόντων που πρέπει να ληφθούν υπόψη, να περιοριστεί στον έλεγχο του κατά πόσον η αρχή αυτή κινήθηκε εντός ορίων μη δυνάμενων να αποτελέσουν αντικείμενο επικρίσεως και δεν έκανε χρήση της εξουσίας της κατά τρόπο προφανώς εσφαλμένο.

(βλ. σκέψη 61)

Παραπομπή:

ΔΕΕ, 3 Απριλίου 2003, C‑277/01 P, Κοινοβούλιο κατά Samper, Συλλογή 2003, σ. I‑3019, σκέψη 35

ΓΔΕΕ, 6 Ιουνίου 1996, T‑262/94, Baiwir κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. I‑A‑257 και II‑739, σκέψη 66· 13 Απριλίου 2005, T‑353/03, Nielsen κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑95 και II‑443, σκέψη 58