Language of document : ECLI:EU:T:2021:574

Υπόθεση T-466/20

LF

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

 Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 15ης Σεπτεμβρίου 2021

«Υπαλληλική υπόθεση – Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Αποδοχές – Επίδομα αποδημίας – Άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ – Άρνηση καταβολής επιδόματος αποδημίας – Συνήθης διαμονή – Άσκηση καθηκόντων σε διεθνή οργανισμό εγκατεστημένο στο κράτος υπηρεσίας»

1.      Υπάλληλοι – Αποδοχές – Επίδομα αποδημίας – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Υπάλληλοι ή μέλη του λοιπού προσωπικού που έχουν την ιθαγένεια του κράτους μέλους υπηρεσίας – Συνήθης διαμονή εκτός του κράτους μέλους υπηρεσίας κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς – Υπολογισμός της περιόδου – Μη προσμέτρηση των περιόδων υπηρεσίας που πραγματοποιείται για κράτος ή διεθνή οργανισμό – Επιτρέπεται – Προϋποθέσεις – Υπηρεσίες που πραγματοποιούνται εκτός του κράτους υπηρεσίας

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα VII, άρθρο 4 § 1, στοιχείο βʹ· Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, άρθρα 20 § 2, 21 και 92)

(βλ. σκέψεις 34, 39, 40, 48, 49, 53, 64, 65)

2.      Υπάλληλοι – Αποδοχές – Επίδομα αποδημίας – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Υπάλληλοι ή μέλη του λοιπού προσωπικού που έχουν την ιθαγένεια του κράτους μέλους υπηρεσίας – Συνήθης διαμονή εκτός του κράτους μέλους υπηρεσίας κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς – Έννοια της συνήθους διαμονής – Συνεκτίμηση των καθηκόντων που παρέχονται σε διεθνή οργανισμό που ευρίσκεται στο κράτος υπηρεσίας – Επιτρέπεται (Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα VII, άρθρο 4 § 1, στοιχείο βʹ· Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, άρθρα 20 § 2, 21 και 92)

(βλ. σκέψεις 66-72)

3.      Υπάλληλοι – Αποδοχές – Επίδομα αποδημίας – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Συνήθης διαμονή εκτός του κράτους μέλους υπηρεσίας κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς – Έννοια της συνήθους διαμονής – Περιστάσεις από τις οποίες τεκμαίρεται η συνήθης διαμονή στον τόπο υπηρεσίας – Περιστάσεις οι οποίες δεν μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση το υποστατό της εν λόγω διαμονής

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα VII, άρθρο 4 § 1, στοιχείο βʹ)

(βλ. σκέψεις 78, 79, 85-92, 102)

4.      Υπάλληλοι – Αποδοχές – Επίδομα αποδημίας – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Διάφορες μη διαδοχικές συμβάσεις μεταξύ του συμβασιούχου υπαλλήλου και των θεσμικών οργάνων – Καθορισμός του επιδόματος αποδημίας κάθε φορά που ο ενδιαφερόμενος αναλαμβάνει καθήκοντα – Συνεκτίμηση προηγούμενων αποφάσεων που χορηγούσαν επίδομα αποδημίας – Αποκλείεται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα VII, άρθρο 4 § 1, στοιχείο βʹ)

(βλ. σκέψεις 93, 113)

Σύνοψη

Ο προσφεύγων, LF, είναι Βέλγος υπήκοος που έζησε στη Γαλλία μεταξύ του 1982 και του 2013. Την 1η Μαΐου 2013, ανέλαβε καθήκοντα συμβασιούχου υπαλλήλου στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις Βρυξέλλες δυνάμει συμβάσεως ορισμένου χρόνου η οποία έληξε στις 30 Απριλίου 2019. Στη συνέχεια, εγγράφηκε ως αναζητών εργασία στο Βέλγιο, παρέμεινε δε εγγεγραμμένος ως αναζητών εργασία έως την 1η Σεπτεμβρίου 2019, ημερομηνία κατά την οποία ανέλαβε καθήκοντα στον Εκτελεστικό Οργανισμό Έρευνας (REA).

Με απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2019 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το Γραφείο «Διαχείρισης και Εκκαθάρισης των Ατομικών Δικαιωμάτων» της Επιτροπής αρνήθηκε να χορηγήσει στον προσφεύγοντα το επίδομα αποδημίας με την αιτιολογία ότι δεν είχε αποδείξει ότι είχε τη συνήθη διαμονή του εκτός του κράτους υπηρεσίας, ήτοι του Βελγίου, επί δέκα έτη λήγοντα κατά την ανάληψη των καθηκόντων του στον REA, αντιθέτως προς όσα επιτάσσει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του παραρτήματος VII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (1) (στο εξής: ΚΥΚ) για τους υπαλλήλους που έχουν ή είχαν την υπηκοότητα του κράτους όπου υπηρετούν.

Εκτιμώντας ότι η παρουσία του στο Βέλγιο συνδεόταν αποκλειστικά με την παροχή των υπηρεσιών του στην Επιτροπή, γεγονός το οποίο εμποδίζει τη δημιουργία διαρκών δεσμών μεταξύ του ιδίου και του κράτους αυτού και, ως εκ τούτου, τη μεταφορά της συνήθους διαμονής του από τη Γαλλία στο Βέλγιο, ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου με αίτημα την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

Με την απόφασή του, το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει την προσφυγή αυτή, παρέχοντας, συγχρόνως, διευκρινίσεις ως προς τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες υπάλληλος ή μέλος του λοιπού προσωπικού που είναι υπήκοος του κράτους όπου υπηρετεί μπορεί να λάβει το επίδομα αποδημίας μετά την εκ μέρους του άσκηση καθηκόντων σε διεθνή οργανισμό που ευρίσκεται στο κράτος υπηρεσίας.

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο οριοθετεί τη δεκαετή περίοδο αναφοράς που πρέπει να ληφθεί υπόψη για την εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ. Διαπιστώνει ότι η περίοδος αυτή αντιστοιχεί, εν προκειμένω, στο διάστημα μεταξύ της 1ης Φεβρουαρίου 2006 και της 31ης Αυγούστου 2019. Για να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό, το Γενικό Δικαστήριο δεν προσμέτρησε το διάστημα των τριών ετών και επτά μηνών κατά το οποίο ο προσφεύγων εργάστηκε σε Υπουργείο της Γαλλίας, συμφώνως προς τις διατάξεις του ΚΥΚ που αποκλείουν τον συνυπολογισμό των χρονικών διαστημάτων κατά τα οποία ο υπάλληλος άσκησε καθήκοντα στην υπηρεσία κράτους ή σε διεθνή οργανισμό εκτός του κράτους υπηρεσίας (2). Αντιθέτως, η περίοδος κατά την οποία ο προσφεύγων εργάστηκε στην Επιτροπή προσμετρήθηκε, διότι δεν υφίσταται σχετική πρόβλεψη στον ΚΥΚ περί μη προσμετρήσεως των χρονικών διαστημάτων κατά τα οποία παρέχονται υπηρεσίες σε διεθνή οργανισμό που ευρίσκεται εντός του κράτους υπηρεσίας.

Τούτου σημειωθέντος, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει, δεύτερον, ότι η άσκηση δραστηριοτήτων σε διεθνή οργανισμό που ευρίσκεται στο κράτος υπηρεσίας μπορεί να συνεκτιμηθεί για τον προσδιορισμό της συνήθους διαμονής υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού που έχει ή είχε την ιθαγένεια του εν λόγω κράτους κατά τη δεκαετή περίοδο αναφοράς. Στο πλαίσιο αυτό, μολονότι η άσκηση καθηκόντων στον οργανισμό αυτόν μπορεί να εμποδίσει τη δημιουργία μόνιμων δεσμών μεταξύ του υπαλλήλου ή του μέλους του λοιπού προσωπικού και του κράτους υπηρεσίας (3), το τεκμήριο της ύπαρξης πολλαπλών και στενών δεσμών μεταξύ του κατόχου της ιθαγενείας και της χώρας της ιθαγενείας του διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο για τον προσδιορισμό της συνήθους διαμονής του (4), όπερ συνεπάγεται ανάλυση των προσωπικών και επαγγελματικών δεσμών που οικοδόμησε στο εν λόγω κράτος.

Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο εξετάζει, τρίτον, τα πραγματικά στοιχεία της προσωπικής και επαγγελματικής ζωής του προσφεύγοντος για να καθορίσει εάν αυτός διατήρησε τη συνήθη διαμονή του στη Γαλλία καθ’ όλη την περίοδο αναφοράς, παρά τη μετεγκατάστασή του στο Βέλγιο, και αν πρέπει, επομένως, να λάβει το επίδομα αποδημίας.

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, πρώτον, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η συνήθης διαμονή του ευρίσκεται στη Γαλλία για τον λόγο και μόνον ότι έζησε, σπούδασε και εργάστηκε εκεί πριν το χρονικό σημείο της έναρξης της περιόδου αναφοράς. Δεύτερον, το ίδιο ισχύει και για το γεγονός ότι οι συγγενείς του κατοικούν στη Γαλλία. Πράγματι, χωρίς να αμφισβητείται η σημασία της σχέσης πατέρα-υιού, το γεγονός ότι υπάλληλος ή μέλος του λοιπού προσωπικού έχει δημιουργήσει δική του οικογένεια με την οποία διαμένει σε ορισμένο κράτους όπου τα μέλη της οικογενείας του ασκούν δραστηριότητες ανάλογες προς το στάδιο ζωής τους συνιστά σημαντική ένδειξη για τον προσδιορισμό της συνήθους διαμονής του. Αντιθέτως, οι υποκειμενικοί λόγοι που τον οδήγησαν να εγκατασταθεί με την οικογένειά του σε συγκεκριμένο κράτος ή ακόμη η ιθαγένεια της συζύγου του δεν έχουν καθοριστική σημασία σε χώρο όπου οι πολίτες της Ένωσης μπορούν να μετακινούνται κατά τη βούλησή τους χωρίς να υφίστανται διακρίσεις λόγω ιθαγενείας.

Τρίτον, ούτε το γεγονός ότι ο προσφεύγων διατήρησε ακίνητο, αριθμό κινητού τηλεφώνου και τραπεζικό λογαριασμό στη Γαλλία αποδεικνύει την πρόθεσή του να εγκαταστήσει εκεί το μόνιμο ή σύνηθες κέντρο των συμφερόντων του. Ομοίως, το γεγονός ότι εργάστηκε στην Επιτροπή μόνο βάσει συμβάσεως ορισμένου χρόνου δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να εγκαταστάθηκε στο Βέλγιο με την πρόθεση να παραμείνει εκεί. Τούτο αποδεικνύεται από το γεγονός ότι μετά τη λήξη της εν λόγω συμβάσεως, ο προσφεύγων παρέμεινε στο Βέλγιο με την οικογένειά του και ήταν εγγεγραμμένος ως αναζητών εργασία στο κράτος αυτό για τέσσερις μήνες, όπερ αποδεικνύει ότι εγκατέστησε τη συνήθη διαμονή του στο κράτος αυτό τουλάχιστον κατά τη διάρκεια ενός μέρους της περιόδου αναφοράς. Το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει, συναφώς, ότι το γεγονός ότι ο προσφεύγων διατήρησε τη συνήθη διαμονή του στη χώρα υπηρεσίας, της οποίας είναι υπήκοος, ακόμη και για ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα κατά τη δεκαετή περίοδο αναφοράς, αρκεί για να επιφέρει την απώλεια του επιδόματος αποδημίας ή τη μη χορήγησή του. Τέλος, το γεγονός ότι ο προσφεύγων λάμβανε το επίδομα αποδημίας κατά τη διάρκεια της απασχόλησής του στην Επιτροπή δεν μπορεί να αναιρέσει το ως άνω συμπέρασμα, διότι το δικαίωμά του να λάβει το εν λόγω επίδομα έπρεπε να εκτιμηθεί εκ νέου κατά την ανάληψη των καθηκόντων του στον REA.

Δεδομένου ότι ο προσφεύγων δεν απέδειξε ότι είχε τη συνήθη διαμονή του εκτός του κράτους υπηρεσίας καθ’ όλη τη δεκαετή περίοδο αναφοράς, το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει την προσφυγή.


1      Το άρθρο 4, παράγραφος 1, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν επί των συμβασιούχων υπαλλήλων δυνάμει του άρθρου 20, παράγραφος 2 και των άρθρων 21 και 92 του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού.


2      Άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ.


3      Το τεκμήριο αυτό καθιερώθηκε από την απόφαση της 13ης Ιουλίου 2018, Quadri di Cardano κατά Επιτροπής (T‑273/17, EU:T:2018:480, σκέψη 63).


4      Το τεκμήριο αυτό καθιερώθηκε από την απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2020, Brown κατά Επιτροπής (T‑18/19, EU:T:2020:465, σκέψη 82).