Language of document :

Προσφυγή/αγωγή της 29ης Νοεμβρίου 2006- Alcoa Trasformazioni κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-332/06)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Alcoa Trasformazioni Srl (Portoscuso, Ιταλία), (εκπρόσωποι: M. Siragusa, T. Müller-Ibord, F. M. Salerno και T. Graf, lawyers)

Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής της 19ης Ιουλίου 2006 1, όσον αφορά την προσφεύγουσα και την τιμολόγηση των δαπανών ηλεκτροδότησης που πρέπει αυτή να καταβάλλει στο Portovesme και τη Fusina ή, εναλλακτικώς, να ακυρώσει την απόφαση αυτή στο μέτρο που κρίνει τις δαπάνες αυτές ως μη νόμιμη νέα ενίσχυση·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα έξοδα της παρούσας διαδικασίας.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Η υπό κρίση προσφυγή ασκήθηκε βάσει του άρθρου 230 ΕΚ για την ακύρωση της από 19ης Ιουλίου 2006 αποφάσεως της Επιτροπής (στο εξής: απόφαση του 2006), με την οποία η τιμολόγηση των δαπανών ηλεκτροδότησης που εφαρμόστηκε στις εγκαταστάσεις παραγωγής αλουμινίου της προσφεύγουσας στο Portovesme στη Σαρδηνία και στη Fusina στην περιοχή της Βενετίας χαρακτηρίσθηκε ως μη νόμιμη νέα ενίσχυση και αποτέλεσε αφορμή για να κινηθεί η επίσημη διαδικασία κατά των τιμολογήσεων αυτών σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ.

Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η απόφαση του 2006 είναι εσφαλμένη και παράνομη στον βαθμό που έρχεται σε αντίθεση με προγενέστερη απόφαση της ίδιας της Επιτροπής με την οποία κρίθηκε ότι οι επίμαχες τιμολογήσεις δεν αποτελούν κρατική ενίσχυση και δεν λαμβάνει υπόψη τη διαδικασία που θα έπρεπε να ακολουθήσει η Επιτροπή στην περίπτωση αυτή. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως:

Πρώτον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή κινώντας την επίσημη διαδικασία κατά της επίδικης τιμολογήσεως και χαρακτηρίζοντάς την ως παράνομη νέα ενίσχυση υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως και παρέβη το άρθρο 88, παράγραφος 2, διότι (i) δεν είναι βάσιμο το συμπέρασμα ότι η τιμολόγηση παρείχε πλεονέκτημα που μπορούσε να θεωρηθεί κρατική ενίσχυση και (ii) η Επιτροπή δεν προέβη σε έγκυρη αξιολόγηση για το αν οι τιμολογήσεις παρέχουν πράγματι το πλεονέκτημα αυτό στην προσφεύγουσα. Επιπλέον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι, όπως διαπιστώθηκε με την "απόφαση του 1996", οι τιμολογήσεις αντιστοιχούν στις τιμές που ο μέσος λογικός επιχειρηματίας θα ανέμενε να χρεωθούν υπό κανονικές συνθήκες αγοράς και δεν δημιουργούν επομένως πλεονέκτημα υπέρ της προσφεύγουσας το οποίο να θεωρείται ενίσχυση. Η απόφαση του 2006, αντιθέτως, υποστηρίζει μόνον ότι οι τιμολογήσεις δημιουργούν πλεονέκτημα χωρίς να προβαίνει σε κάποια αξιολόγηση. Έτσι, η Επιτροπή φέρεται ότι δεν έλαβε υπόψη της τα δικά της συμπεράσματα όπως καθορίστηκαν με την προγενέστερη απόφαση και τις παρατηρήσεις της επί των πραγματικών περιστατικών της παρούσας αποφάσεως, τα οποία επιβεβαιώνουν ότι δεν υφίσταται το πλεονέκτημα αυτό. Επιπρόσθετα, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση του άρθρου 253 ΕΚ περί επαρκούς αιτιολογήσεως.

Δεύτερον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η Επιτροπή, ανακαλώντας την απόφαση του 1996 και χαρακτηρίζοντας τις τιμολογήσεις ως νέα κρατική ενίσχυση σε πλήρη αντίθεση με τα προηγούμενα συμπεράσματά της, παραβίασε τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Κατά την άποψη της προσφεύγουσας, τα αρχικά συμπεράσματα της Επιτροπής εξακολουθούν να έχουν ισχύ για όσο διάστημα δεν αλλάζουν οι θεωρήσεις στις οποίες στηρίχθηκε η πρωτότυπη απόφαση της Επιτροπής.

Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 88 ΕΚ και το διαδικαστικό πλαίσιο που προβλέπει η διάταξη αυτή για υφιστάμενη ενίσχυση, καθώς και τα άρθρα 1, παράγραφος β, περίπτωση v και 17-19 του κανονισμού (ΕΚ) 659/99 2 και βασικές αρχές του κοινοτικού δικαίου.

____________

1 - ΕΕ 2006 C 214, σ. 5

2 - Κανονισμός (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999 (ΕΕ 1999 L 83, σ.1)