ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
MELCHIOR WATHELET
της 7ης Ιουλίου 2016 (1)
Υπόθεση C‑301/15
Marc Soulier,
Sara Doke
κατά
Ministre de la Culture et de la Communication,
Premier ministre
[αίτηση του Conseil d’État (Συμβουλίου της Επικρατείας, Γαλλία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2001/29/ΕΚ – Δικαίωμα του δημιουργού και συγγενικά δικαιώματα – Αποκλειστικό δικαίωμα αναπαραγωγής – Άρθρο 2 – Δικαίωμα παρουσιάσεως στο κοινό – Άρθρο 3 – Εξαιρέσεις και περιορισμοί – Άρθρο 5 – Εθνική ρύθμιση που αναθέτει σε εταιρεία συλλογικής διαχειρίσεως την άσκηση των δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως των εκτός κυκλοφορίας βιβλίων για εμπορικούς σκοπούς – Δικαίωμα εναντιώσεως των συγγραφέων ή των δικαιοδόχων τους»
I – Εισαγωγή
1. Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, υποβληθείσα από το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας, Γαλλία) στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 19 Ιουνίου 2015, αφορά την ερμηνεία των άρθρων 2 και 5 της οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας (2).
2. Η εν λόγω αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ των Marc Soulier και Sara Doke και του ministre de la Culture et de la Communication [Υπουργού Πολιτισμού και Επικοινωνίας] καθώς και του Premier ministre [Πρωθυπουργού] σχετικά με τη νομιμότητα του διατάγματος 2013-182, της 27ης Φεβρουαρίου 2013, περί εφαρμογής των άρθρων L. 134‑1 έως L. 134‑9 του κώδικα διανοητικής ιδιοκτησίας και περί της ψηφιακής εκμεταλλεύσεως των εκτός κυκλοφορίας βιβλίων του 20ού αιώνα (3) (στο εξής: επίδικο διάταγμα).
II – Το νομικό πλαίσιο
Α – Το δίκαιο της Ένωσης
3. Το άρθρο 2 της οδηγίας 2001/29, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα αναπαραγωγής», έχει ως εξής:
«Τα κράτη μέλη παρέχουν το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν, την άμεση ή έμμεση, προσωρινή ή μόνιμη αναπαραγωγή με οποιοδήποτε μέσο και μορφή, εν όλω ή εν μέρει:
α) στους δημιουργούς, όσον αφορά τα έργα τους,
[…]».
4. Το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Δικαίωμα παρουσίασης έργων στο κοινό και δικαίωμα διάθεσης άλλων αντικειμένων στο κοινό», προβλέπει, μεταξύ άλλων, στις παραγράφους 1 και 3, τα εξής:
«1. Τα κράτη μέλη παρέχουν στους δημιουργούς το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν κάθε παρουσίαση στο κοινό των έργων τους, ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, καθώς και να καθιστούν προσιτά τα έργα τους στο κοινό κατά τρόπο ώστε οποιοσδήποτε να έχει πρόσβαση σε αυτά όπου και όταν επιλέγει ο ίδιος.
[…]
3. Τα δικαιώματα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 δεν αναλώνονται με οιαδήποτε πράξη παρουσίασης ή διάθεσης στο κοινό, με την έννοια του παρόντος άρθρου.»
5. Το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Δικαίωμα διανομής», προβλέπει τα εξής:
«1. Τα κράτη μέλη παρέχουν στους δημιουργούς, όσον αφορά το πρωτότυπο ή αντίγραφο των έργων τους, το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν τη διανομή τους στο κοινό με οποιαδήποτε μορφή μέσω πώλησης ή άλλως.
2. Το δικαίωμα διανομής του πρωτοτύπου ή των αντιγράφων ενός έργου εντός της Κοινότητας αναλώνεται μόνο εάν η πρώτη πώληση ή η κατ’ άλλον τρόπο πρώτη μεταβίβαση της κυριότητας του έργου αυτού εντός της Κοινότητας πραγματοποιείται από τον δικαιούχο ή με τη συγκατάθεσή του.»
6. Το άρθρο 5 της ίδιας οδηγίας, με τίτλο «Εξαιρέσεις και περιορισμοί», ορίζει, μεταξύ άλλων, στην παράγραφο 2, ότι τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν διάφορες εξαιρέσεις και περιορισμούς από το προβλεπόμενο κατά το άρθρο 2 δικαίωμα αναπαραγωγής, στις περιπτώσεις που η παράγραφος αυτή απαριθμεί.
7. Το άρθρο αυτό ορίζει επίσης, στην παράγραφο 3, ότι τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν διάφορες εξαιρέσεις και περιορισμούς από τα προβλεπόμενα κατά τα άρθρα 2 και 3 δικαιώματα αναπαραγωγής και παρουσιάσεως στο κοινό, στις περιπτώσεις που η παράγραφος αυτή απαριθμεί.
8. Το εν λόγω άρθρο προβλέπει εξάλλου, στην παράγραφο 5, τα εξής:
«Οι εξαιρέσεις και οι περιορισμοί που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2, 3 και 4, εφαρμόζονται μόνο σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις οι οποίες δεν αντίκεινται στην κανονική εκμετάλλευση του έργου ή άλλου προστατευομένου αντικειμένου και δεν θίγουν αδικαιολογήτως τα έννομα συμφέροντα του δικαιούχου.»
Β – Το γαλλικό δίκαιο
Ο νόμος περί των εκτός κυκλοφορίας βιβλίων
9. Ο νόμος 2012-287, της 1ης Μαρτίου 2012, περί της ψηφιακής εκμεταλλεύσεως των εκτός κυκλοφορίας βιβλίων του 20ού αιώνα (JORF αριθ. 53, της 2ας Μαρτίου 2012, σ. 3986, στο εξής: νόμος περί των εκτός κυκλοφορίας βιβλίων), συμπλήρωσε τον τίτλο III του πρώτου βιβλίου του πρώτου μέρους του κώδικα διανοητικής ιδιοκτησίας, που αφορά την εκμετάλλευση των δικαιωμάτων που συνδέονται με το δικαίωμα του δημιουργού, με το κεφάλαιο IV το οποίο επιγράφεται «Ειδικές διατάξεις περί ψηφιακής εκμεταλλεύσεως των εκτός κυκλοφορίας βιβλίων» και αποτελείται από τα άρθρα L. 134‑1 έως L. 134‑9 του κώδικα αυτού. Ορισμένα από τα εν λόγω άρθρα μεταγενεστέρως είτε τροποποιήθηκαν είτε καταργήθηκαν, με τον νόμο 2015-195, της 20ής Φεβρουαρίου 2015, περί διατάξεων προσαρμογής στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στους τομείς της πνευματικής ιδιοκτησίας και της πολιτιστικής κληρονομιάς (JORF αριθ. 45, της 22ας Φεβρουαρίου 2015, σ. 3294).
10. Τα άρθρα L. 134‑1 έως L. 134‑9 του κώδικα διανοητικής ιδιοκτησίας, όπως ισχύουν μετά τους δύο ως άνω νόμους, ορίζουν τα εξής:
«Άρθρο L. 134‑1
Ως βιβλίο εκτός κυκλοφορίας κατά την έννοια του παρόντος κεφαλαίου νοείται ένα βιβλίο που έχει δημοσιευθεί στη Γαλλία πριν από την 1η Ιανουαρίου 2001 και το οποίο δεν αποτελεί πλέον αντικείμενο εμπορικής διαθέσεως από εκδότη ούτε αποτελεί επί του παρόντος αντικείμενο δημοσιεύσεως σε έντυπη ή ψηφιακή μορφή.
Άρθρο L. 134‑2
Δημιουργείται δημόσια βάση δεδομένων, η οποία παρουσιάζεται στο κοινό μέσω διαδικτυακής υπηρεσίας παρέχουσας ελεύθερη και δωρεάν πρόσβαση, και στην οποία καταχωρούνται τα βιβλία εκτός κυκλοφορίας. Η Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας επιβλέπει την εφαρμογή της, την επικαιροποίησή της και την εγγραφή των στοιχείων που προβλέπονται στα άρθρα L. 134‑4, L. 134‑5 και L. 134‑6.
[…]
Άρθρο L. 134‑3
I. Όταν ένα βιβλίο καταχωρείται στη βάση δεδομένων του άρθρου L. 134‑2 για χρονικό διάστημα πλέον των έξι μηνών, το δικαίωμα χορηγήσεως άδειας για την αναπαραγωγή και την αναπαράσταση σε ψηφιακή μορφή ασκείται από εταιρεία εισπράξεως και κατανομής των δικαιωμάτων που λειτουργεί κατά τα οριζόμενα στον τίτλο II του βιβλίου III του παρόντος μέρους και έχει λάβει έγκριση, για τον σκοπό αυτό, από τον Υπουργό Πολιτισμού.
Εκτός από την περίπτωση που προβλέπεται στο τρίτο εδάφιο του άρθρου L. 134‑5, η αναπαραγωγή και η αναπαράσταση του βιβλίου σε ψηφιακή μορφή επιτρέπονται, με αμοιβή, χωρίς αποκλειστικότητα και για καθορισμένη διάρκεια πέντε ετών, ανανεώσιμη.
II. Οι εγκεκριμένες εταιρείες έχουν την ικανότητα διαδίκου προς υπεράσπιση των δικαιωμάτων που τους έχουν ανατεθεί.
III. Η έγκριση που προβλέπεται στο σημείο I χορηγείται αφού ληφθούν υπόψη:
[…]
2° η ισομερής εκπροσώπηση των συγγραφέων και των εκδοτών μεταξύ των εταίρων και εντός των οργάνων διοικήσεως·
[…]
5° η εφαρμογή δίκαιων κανόνων κατανομής των εισπραχθέντων ποσών μεταξύ των δικαιοδόχων, που είναι ή όχι συμβαλλόμενοι στη σύμβαση εκδόσεως. Το ποσό που εισπράττεται από τον ή τους συγγραφείς του βιβλίου δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το ποσό που εισπράττεται από τον εκδότη·
6° τα αποτελεσματικά μέσα που η εταιρεία προτίθεται να θέσει σε εφαρμογή προκειμένου να προσδιορίσει και να εντοπίσει τους κατόχους δικαιωμάτων ώστε να κατανείμει τα εισπραχθέντα ποσά·
[…]
Άρθρο L. 134‑4
I. Ο συγγραφέας βιβλίου εκτός κυκλοφορίας ή ο εκδότης που έχει το δικαίωμα αναπαραγωγής του βιβλίου αυτού σε έντυπη μορφή μπορεί να εναντιωθεί στην άσκηση, εκ μέρους εγκεκριμένης εταιρείας εισπράξεως και κατανομής δικαιωμάτων, του δικαιώματος χορηγήσεως αδείας που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο του σημείου I του άρθρου L. 134‑3. Η εναντίωση αυτή κοινοποιείται εγγράφως στον οργανισμό που μνημονεύεται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου L. 134‑2 το αργότερο έξι μήνες μετά την καταχώριση του επίμαχου βιβλίου στη βάση δεδομένων που μνημονεύεται στο ίδιο εδάφιο.
Μνεία της εναντιώσεως αυτής γίνεται στη βάση δεδομένων που αναφέρεται στο ίδιο άρθρο L. 134‑2.
Μετά την εκπνοή της αναφερόμενης στο πρώτο εδάφιο του παρόντος σημείου I προθεσμίας, ο συγγραφέας βιβλίου εκτός κυκλοφορίας μπορεί να εναντιωθεί στην άσκηση του δικαιώματος αναπαραγωγής ή αναπαραστάσεως του βιβλίου αυτού, αν κρίνει ότι η αναπαραγωγή ή η αναπαράσταση του βιβλίου αυτού ενδέχεται να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του. Το δικαίωμα αυτό ασκείται άνευ αποζημιώσεως.
II. Ο εκδότης που κοινοποίησε την εναντίωσή του υπό τις προϋποθέσεις του πρώτου εδαφίου του σημείου I του παρόντος άρθρου υποχρεούται να εκμεταλλευθεί εντός δύο ετών μετά την κοινοποίηση αυτή το επίμαχο βιβλίο εκτός κυκλοφορίας. Οφείλει να αποδείξει με κάθε μέσο την αποτελεσματική εκμετάλλευση του βιβλίου στην εγκεκριμένη κατ’ εφαρμογήν του άρθρου L. 134‑3 εταιρεία. Ελλείψει εκμεταλλεύσεως του βιβλίου εντός της ταχθείσας προθεσμίας, η μνεία της εναντιώσεως εξαλείφεται από τη βάση δεδομένων που αναφέρεται στο άρθρο L. 134‑2 και το δικαίωμα χορηγήσεως άδειας για την αναπαραγωγή και την αναπαράστασή του σε ψηφιακή μορφή ασκείται υπό τις προϋποθέσεις του δευτέρου εδαφίου του σημείου I του άρθρου L. 134‑3.
[…]
Άρθρο L. 134‑5
Ελλείψει εναντιώσεως κοινοποιούμενης από τον συγγραφέα ή τον εκδότη εντός της προβλεπόμενης στο σημείο I του άρθρου L. 134‑4 προθεσμίας, η εταιρεία εισπράξεως και κατανομής των δικαιωμάτων προτείνει τη χορήγηση άδειας για την αναπαραγωγή και αναπαράσταση σε ψηφιακή μορφή βιβλίου εκτός κυκλοφορίας στον εκδότη που έχει το δικαίωμα αναπαραγωγής του βιβλίου αυτού σε έντυπη μορφή.
[…]
Η άδεια εκμεταλλεύσεως που μνημονεύεται στο πρώτο εδάφιο χορηγείται από την εταιρεία εισπράξεως και κατανομής των δικαιωμάτων προς αποκλειστική χρήση διαρκείας δέκα ετών που μπορεί να ανανεωθεί σιωπηρώς.
[…]
Ελλείψει εναντιώσεως του συγγραφέα που να αποδεικνύει με κάθε μέσο ότι ο εκδότης αυτός δεν έχει το δικαίωμα αναπαραγωγής βιβλίου σε έντυπη μορφή, ο εκδότης που κοινοποίησε την απόφαση αποδοχής υποχρεούται να εκμεταλλευθεί, για τρία έτη μετά την κοινοποίηση αυτή, το επίμαχο βιβλίο εκτός κυκλοφορίας. Οφείλει να αποδείξει στην εταιρεία αυτή, με κάθε μέσο, την αποτελεσματική εκμετάλλευση του βιβλίου.
Ελλείψει αποδοχής της προτάσεως που μνημονεύεται στο πρώτο εδάφιο ή ελλείψει της εκμεταλλεύσεως του έργου εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στο πέμπτο εδάφιο του παρόντος άρθρου, η εταιρεία εισπράξεως και κατανομής των δικαιωμάτων επιτρέπει την αναπαραγωγή και την αναπαράσταση του βιβλίου σε ψηφιακή μορφή υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο δεύτερο εδάφιο του σημείου I του άρθρου L. 134‑3.
[…]
Άρθρο L. 134‑6
Ο συγγραφέας και ο εκδότης που έχουν το δικαίωμα αναπαραγωγής σε έντυπη μορφή βιβλίου εκτός κυκλοφορίας κοινοποιούν από κοινού οποτεδήποτε στην εταιρεία εισπράξεως και κατανομής των δικαιωμάτων που μνημονεύεται στο άρθρο L. 134‑3 την απόφασή τους να ανακαλέσουν το δικαίωμα χορηγήσεως αδείας για την αναπαραγωγή και την αναπαράσταση του εν λόγω βιβλίου σε ψηφιακή μορφή.
Ο συγγραφέας βιβλίου εκτός κυκλοφορίας μπορεί να αποφασίσει οποτεδήποτε να ανακαλέσει από την εταιρεία εισπράξεως και κατανομής των δικαιωμάτων που μνημονεύεται στο ίδιο άρθρο L. 134‑3 το δικαίωμα να επιτρέπει την αναπαραγωγή και την αναπαράσταση του βιβλίου σε ψηφιακή μορφή, αν αποδείξει ότι είναι ο μόνος κάτοχος των δικαιωμάτων που ορίζονται στο εν λόγω άρθρο L. 134‑3. Της κοινοποιεί την απόφασή του αυτή.
[…]
Ο εκδότης που κοινοποίησε την απόφασή του υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο υποχρεούται να εκμεταλλευθεί το επίμαχο βιβλίο εντός δεκαοκτώ μηνών μετά την κοινοποίηση αυτή. Οφείλει να αποδείξει στην εταιρεία εισπράξεως και κατανομής των δικαιωμάτων, με κάθε μέσο, την αποτελεσματική εκμετάλλευση του βιβλίου.
Η εταιρεία γνωστοποιεί σε όλους τους χρήστες στους οποίους έχει χορηγήσει άδεια εκμεταλλεύσεως του επίμαχου βιβλίου τις αποφάσεις που μνημονεύονται στα δύο πρώτα εδάφια του παρόντος άρθρου. Οι δικαιοδόχοι δεν μπορούν να εναντιωθούν στη συνέχιση της εκμεταλλεύσεως του εν λόγω βιβλίου που έχει ξεκινήσει πριν από την ανωτέρω κοινοποίηση, για το χρονικό διάστημα που υπολείπεται μέχρι τη λήξη της άδειας που μνημονεύεται στο δεύτερο εδάφιο του σημείου I του άρθρου L. 134‑3 ή στο τρίτο εδάφιο του άρθρου L. 134‑5, το διάστημα όμως αυτό δεν μπορεί να υπερβεί τα πέντε έτη και η εκμετάλλευση δεν είναι αποκλειστική.
Άρθρο L. 134‑7
Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος κεφαλαίου, μεταξύ άλλων, ο τρόπος προσβάσεως στη βάση δεδομένων που προβλέπεται στο άρθρο L. 134‑2, η φύση καθώς και το μορφότυπο των δεδομένων που συλλέγονται και τα μέσα δημοσιότητας που είναι τα πλέον κατάλληλα για τη διασφάλιση της βέλτιστης δυνατής πληροφορήσεως των δικαιοδόχων, οι προϋποθέσεις χορηγήσεως και ανακλήσεως της εγκρίσεως που χορηγείται στις εταιρείες εισπράξεως και κατανομής των δικαιωμάτων κατά το άρθρο L. 134‑3, ορίζονται με διάταγμα κατόπιν γνωμοδοτήσεως του Conseil d’État [Συμβουλίου της Επικρατείας].
Άρθρο L. 134‑9
Κατ’ απόκλιση από τις διατάξεις των τριών πρώτων εδαφίων του άρθρου L. 321‑9, οι εγκεκριμένες εταιρείες που μνημονεύονται στο άρθρο L. 134‑3 χρησιμοποιούν σε δράσεις αρωγής της δημιουργικότητας, σε δράσεις καταρτίσεως των δημιουργών του γραπτού λόγου και σε δράσεις προαγωγής της δημόσιας φιλαναγνωσίας που έχουν αναλάβει οι βιβλιοθήκες τα ποσά που εισπράττονται από την εκμετάλλευση των βιβλίων εκτός κυκλοφορίας και τα οποία δεν μπόρεσαν να κατανεμηθούν διότι οι αποδέκτες τους δεν μπόρεσαν να ταυτοποιηθούν ή να εντοπιστούν πριν από την εκπνοή της προθεσμίας που προβλέπεται στο τελευταίο εδάφιο του άρθρου L. 321‑1.
[…]»
11. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής των άρθρων L. 134‑1 έως L. 134‑9 του κώδικα διανοητικής ιδιοκτησίας ορίστηκαν από το επίδικο διάταγμα.
III – Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα
12. Οι αιτούντες της κύριας δίκης κατέθεσαν στις 2 Μαΐου 2013 στη γραμματεία του τμήματος ενδίκων διαφορών του Conseil d’État (Συμβουλίου της Επικρατείας) αίτηση ακυρώσεως, λόγω υπερβάσεως εξουσίας, κατά του επίδικου διατάγματος. Υποστηρίζουν, μεταξύ άλλων, ότι ο νόμος σχετικά με τα βιβλία εκτός κυκλοφορίας, για την εφαρμογή του οποίου εκδόθηκε το διάταγμα αυτό, δεν είναι συμβατός με τους εξαντλητικώς προβλεπόμενους από την οδηγία 2001/29 περιορισμούς και εξαιρέσεις του δικαιώματος χορηγήσεως αδείας για την αναπαραγωγή προστατευόμενου έργου πνευματικής ιδιοκτησίας.
13. Η Syndicat des écrivains de langue française [Ένωση συγγραφέων γαλλικής γλώσσας] (SELF), η ένωση Autour des auteurs και 35 φυσικά πρόσωπα άσκησαν μεταγενεστέρως παρέμβαση στην ένδικη διαδικασία προς υποστήριξη των αιτημάτων των αιτούντων της κύριας δίκης.
14. Οι καθών στη διαφορά της κύριας δίκης ζήτησαν την απόρριψη του ενδίκου βοηθήματος υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι το επίδικο διάταγμα δεν παραβίαζε τους σκοπούς της οδηγίας 2001/29, καθόσον δεν προέβλεπε εξαίρεση ή περιορισμό του αποκλειστικού δικαιώματος αναπαραγωγής του έργου κατά την έννοια της οδηγίας αυτής.
15. Η Société française des intérêts des auteurs de l’écrit [γαλλική εταιρεία συμφερόντων των δημιουργών γραπτού λόγου] (στο εξής: SOFIA) άσκησε μεταγενεστέρως παρέμβαση στην ένδικη διαδικασία ζητώντας επίσης την απόρριψη του ενδίκου βοηθήματος. Με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Επικοινωνίας της 21ης Μαρτίου 2013 (JORF αριθ. 76, της 30ής Μαρτίου 2013, σ. 5420), η εταιρεία αυτή έλαβε έγκριση για την άσκηση ψηφιακών δικαιωμάτων σχετικά με τα βιβλία «εκτός κυκλοφορίας» του 20ού αιώνα.
16. Με απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, το αιτούν δικαστήριο υπέβαλε στο Conseil constitutionnel (συνταγματικό δικαστήριο, Γαλλία) προκαταρκτικό ερώτημα συνταγματικότητας σχετικά με το επίμαχο διάταγμα. Με απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2014, το εν λόγω δικαστήριο έκρινε τα άρθρα L. 134‑1 έως L. 134‑9 του κώδικα διανοητικής ιδιοκτησίας σύμφωνα προς το Σύνταγμα, για τον λόγο, αφενός, ότι το σύστημα συλλογικής διαχειρίσεως των δικαιωμάτων αναπαραγωγής και αναπαραστάσεως σε ψηφιακή μορφή των βιβλίων εκτός κυκλοφορίας που οι διατάξεις αυτές καθιερώνουν δεν συνεπαγόταν στέρηση ιδιοκτησίας, και αφετέρου, ότι το πλαίσιο των προϋποθέσεων υπό τις οποίες οι δημιουργοί απολαύουν των δικαιωμάτων αυτών δεν συνιστούσε δυσανάλογη προσβολή ενόψει του επιδιωκόμενου από τον νομοθέτη σκοπού γενικού συμφέροντος.
17. Κατά το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας), προκειμένου να εξασφαλιστεί η αξιοποίηση γραπτής πνευματικής παρακαταθήκης που έχει καταστεί απροσπέλαστη ελλείψει εμπορικής διαθέσεως στο κοινό, το επίμαχο διάταγμα θέσπισε διατάξεις που αποσκοπούν στην προώθηση της ψηφιακής εκμεταλλεύσεως έργων που αναπαράχθηκαν ως βιβλία εκδοθέντα στη Γαλλία πριν την 1η Ιανουαρίου 2001, τα οποία δεν αποτελούν πλέον αντικείμενο εμπορικής διαθέσεως από εκδότη και δεν αποτελούν αντικείμενο δημοσιεύσεως σε έντυπη ή ψηφιακή μορφή. Επισημαίνει ότι, στην περίπτωση αυτή, το δικαίωμα χορηγήσεως άδειας αναπαραγωγής ή αναπαραστάσεως των εν λόγω βιβλίων σε ψηφιακή μορφή ασκείται, με την πάροδο προθεσμίας έξι μηνών από την καταχώρισή τους σε βάση δεδομένων προσβάσιμη στο κοινό που τηρείται υπ’ ευθύνη της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας, από εταιρείες εισπράξεως και κατανομής των δικαιωμάτων οι οποίες λαμβάνουν έγκριση, προς τον σκοπό αυτό, από τον Υπουργό Πολιτισμού.
18. Το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) αναφέρει ότι ο συγγραφέας βιβλίου εκτός κυκλοφορίας ή ο εκδότης που κατέχει επ’ αυτού το δικαίωμα αναπαραγωγής σε έντυπη μορφή μπορεί να εναντιωθεί στην άσκηση του δικαιώματος ψηφιακής εκμεταλλεύσεως το αργότερο έξι μήνες μετά την καταχώριση του βιβλίου στη βάση δεδομένων. Εξάλλου, κατά το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας), ακόμη και μετά την εκπνοή της προθεσμίας αυτής, ο συγγραφέας βιβλίου εκτός κυκλοφορίας μπορεί να αντιταχθεί ανά πάσα στιγμή στην άσκηση του δικαιώματος αναπαραγωγής ή αναπαραστάσεως, αν κρίνει ότι η αναπαραγωγή ή αναπαράσταση του βιβλίου ενδέχεται να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του. Το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) προσθέτει ότι ο συγγραφέας βιβλίου εκτός κυκλοφορίας μπορεί επίσης να αποφασίσει οποτεδήποτε να ανακαλέσει από την εγκεκριμένη εταιρεία εισπράξεως και κατανομής των δικαιωμάτων το δικαίωμα χορηγήσεως άδειας για την αναπαραγωγή και την αναπαράσταση του βιβλίου σε ψηφιακή μορφή, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο L. 134‑6 του κώδικα διανοητικής ιδιοκτησίας.
19. Αφού απέρριψε το σύνολο των προβληθέντων από τους αιτούντες της κύριας δίκης λόγων ακυρώσεως που ερείδονταν σε άλλες νομικές βάσεις πέραν των άρθρων 2 και 5 της οδηγίας 2001/29, το αιτούν δικαστήριο έκρινε ότι η απάντηση στον προβληθέντα από τους αιτούντες της κύριας δίκης λόγο ακυρώσεως που αφορούσε τις διατάξεις αυτές εξηρτάτο από το αν οι εν λόγω διατάξεις της οδηγίας 2001/29 δεν επιτρέπουν ρύθμιση, όπως αυτή των άρθρων L. 134‑1 έως L. 134‑9 του κώδικα διανοητικής ιδιοκτησίας, η οποία, υπό τις προϋποθέσεις που τάσσει, αναθέτει σε εγκεκριμένες εταιρείες εισπράξεως και κατανομής των δικαιωμάτων την άσκηση του δικαιώματος χορηγήσεως άδειας για την αναπαραγωγή και την αναπαράσταση σε ψηφιακή μορφή των «εκτός κυκλοφορίας βιβλίων», επιτρέποντας παράλληλα στους συγγραφείς των βιβλίων αυτών ή τους δικαιοδόχους τους να εναντιώνονται ή να επιτυγχάνουν την παύση της ασκήσεως του εν λόγω δικαιώματος.
20. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:
«Αντίκειται στα [άρθρα 2 και 5] της οδηγίας 2001/29 ρύθμιση, όπως αυτή που [θεσπίστηκε με τα άρθρα L. 134‑1 έως L. 134‑9 του κώδικα διανοητικής ιδιοκτησίας], η οποία, υπό τις προϋποθέσεις που τάσσει, αναθέτει σε εγκεκριμένες εταιρείες εισπράξεως και κατανομής των δικαιωμάτων την άσκηση του δικαιώματος να επιτρέπουν την αναπαραγωγή και την αναπαράσταση υπό ψηφιακή μορφή των “εκτός κυκλοφορίας” βιβλίων, επιτρέποντας παράλληλα στους συγγραφείς των βιβλίων αυτών ή τους δικαιοδόχους τους να εναντιώνονται ή να επιτυγχάνουν την παύση της ασκήσεως του εν λόγω δικαιώματος;»
IV – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου
21. Γραπτές παρατηρήσεις επί του προδικαστικού ερωτήματος υπέβαλαν ο M. Soulier και η S. Doke, η SOFIA, η Γαλλική, η Γερμανική, η Ιταλική και η Πολωνική Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η SOFIA, η Γαλλική, η Τσεχική και η Πολωνική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή ανέπτυξαν προφορικές παρατηρήσεις κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η οποία έλαβε χώρα στις 11 Μαΐου 2016.
22. Ο M. Soulier και η S. Doke, καθώς και η Επιτροπή, υποστηρίζουν ότι στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση, ενώ η SOFIA και η Γαλλική, η Γερμανική και η Πολωνική Κυβέρνηση φρονούν ότι πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση. Η Ιταλική Κυβέρνηση προτείνει να δοθεί αρνητική απάντηση υπό την επιφύλαξη στοιχείων που πρέπει να εξακριβωθούν από το αιτούν δικαστήριο. Ειδικότερα, η Ιταλική Κυβέρνηση προτείνει να κληθεί το αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει με συγκεκριμένο τρόπο ότι η επίμαχη ρύθμιση δεν επιφέρει δυσανάλογη προσβολή των δικαιωμάτων των δημιουργών, ελέγχοντας ειδικά τις διατάξεις σχετικά με την προηγούμενη ενημέρωση, τις δυνατότητες εναντιώσεως και ανακλήσεως, καθώς και τον τρόπο αμοιβής τους.
V – Νομική εκτίμηση
Α – Το περιεχόμενο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως
23. Με την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο αν εθνική ρύθμιση η οποία αναθέτει σε εγκεκριμένες εταιρείες εισπράξεως και κατανομής των δικαιωμάτων την άσκηση του δικαιώματος να επιτρέπουν (4), έναντι αμοιβής (5), την αναπαραγωγή και την αναπαράσταση (6) σε ψηφιακή μορφή των «εκτός κυκλοφορίας» βιβλίων είναι σύμφωνη προς το άρθρο 2, στοιχείο αʹ (7), της οδηγίας 2001/29, το οποίο θεσπίζει αποκλειστικό δικαίωμα αναπαραγωγής προς όφελος των δημιουργών, και προς το άρθρο 5, το οποίο επιτρέπει στα κράτη μέλη να προβλέπουν εξαιρέσεις ή περιορισμούς στον εν λόγω δικαίωμα (8).
24. Μολονότι το αιτούν δικαστήριο μνημονεύει μόνο τα άρθρα 2 και 5 της οδηγίας 2001/29, φρονώ, όπως και οι αιτούντες της κύριας δίκης, η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, ότι εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης –που επιτρέπει υπό ορισμένες συνθήκες την ψηφιακή εκμετάλλευση των βιβλίων «εκτός κυκλοφορίας» από εγκεκριμένη εταιρεία εισπράξεως και κατανομής των δικαιωμάτων‑ πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα όχι μόνον του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2001/29 (9), αλλά επίσης και υπό το πρίσμα του άρθρου 3, παράγραφος 1, που προβλέπει για τους δημιουργούς το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν κάθε παρουσίαση των έργων τους στο κοινό.
25. Πράγματι, η εκμετάλλευση ψηφιακής μορφής βιβλίου, ούτως ώστε το κοινό να μπορεί να έχει πρόσβαση σε αυτό, συνεπάγεται τη διάθεσή του στο κοινό και συνιστά, κατά τη γνώμη μου, παρουσίαση έργου στο κοινό κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 (10).
26. Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, η ψηφιακή εκμετάλλευση βιβλίων που προστατεύονται από το δικαίωμα του δημιουργού συνιστά «αναπαραγωγή» και «παρουσίαση στο κοινό» έργου, για τις οποίες απαιτείται η μεμονωμένη και χωριστή άδεια του δημιουργού (11), εκτός εάν οι πράξεις αυτές εμπίπτουν σε εξαίρεση ή περιορισμό που προβλέπεται στο άρθρο 5 της οδηγίας αυτής (12).
Β – Το άρθρο 5 της οδηγίας 2001/29
27. Πριν διατυπώσω την άποψή μου επί της ερμηνείας του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, αποκλείω εκ προοιμίου τη λυσιτέλεια εφαρμογής, για την επίλυση της υποθέσεως της κύριας δίκης, του άρθρου 5 της οδηγίας αυτής και του θεσπιζόμενου από το άρθρο αυτό καθεστώτος εξαιρέσεων και περιορισμών στα αποκλειστικά δικαιώματα που κατοχυρώνονται από τα άρθρα 2 έως 4.
28. Πράγματι, ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν καλύπτεται (13) από τις εξαιρέσεις και τους περιορισμούς που απαριθμούνται λεπτομερώς και εξαντλητικώς (14) στο άρθρο 5 της οδηγίας 2001/29 (15).
29. Περαιτέρω, το εν λόγω καθεστώς εξαιρέσεων και περιορισμών καθορίζεται κατά τρόπο αυστηρό στο άρθρο 5, παράγραφος 5, της οδηγίας 2001/29, το οποίο ορίζει ότι οι εξαιρέσεις και οι περιορισμοί «εφαρμόζονται μόνο σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις οι οποίες δεν αντίκεινται στην κανονική εκμετάλλευση του έργου ή άλλου προστατευόμενου αντικειμένου και δεν θίγουν αδικαιολογήτως τα έννομα συμφέροντα του δικαιούχου» (16). Συνεπώς, για να μπορεί να γίνει επίκληση εξαιρέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 5 της οδηγίας αυτής, απαιτείται επιπλέον η εξαίρεση ή ο περιορισμός στο δικαίωμα αναπαραγωγής ή παρουσιάσεως στο κοινό να πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 5, παράγραφος 5, της εν λόγω οδηγίας (17).
30. Τέλος, σε αντίθεση με τις παρατηρήσεις της SOFIA, ούτε το άρθρο 5 της οδηγίας 2001/29 ούτε κάποια άλλη διάταξη της οδηγίας αυτής παρέχουν τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να διευρύνουν το περιεχόμενο τέτοιων εξαιρέσεων ή περιορισμών (18).
31. Η σχετική πρωτοβουλία θα ανήκε αποκλειστικά στον νομοθέτη της Ένωσης. Φρονώ, όπως και η Επιτροπή, ότι, αν τα κράτη μέλη είχαν τη δυνατότητα να θεσπίζουν και άλλες παρεκκλίσεις από το δικαίωμα του δημιουργού, πέραν όσων προβλέπονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, θα διακυβευόταν η ασφάλεια δικαίου που συνδέεται με το δικαίωμα του δημιουργού.
Γ – Περιεχόμενο των αποκλειστικών δικαιωμάτων χορηγήσεως άδειας ή απαγορεύσεως της αναπαραγωγής έργων και της παρουσιάσεώς τους στο κοινό, τα οποία απορρέουν από το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29
32. Δεδομένου ότι κανένας περιορισμός ή εξαίρεση από αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 5 της οδηγίας 2001/29 δεν τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω, απομένει η εξέταση του περιεχομένου των αποκλειστικών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται με τα άρθρα 2 και 3 της οδηγίας αυτής, ώστε να αντιπαραβληθούν προς τη ρύθμιση που αποτελεί το αντικείμενο της εξεταζόμενης αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως.
1. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις
33. Από τις επιταγές τόσο της ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης όσο και της αρχής της ισότητας προκύπτει ότι στο περιεχόμενο μιας διατάξεως του δικαίου της Ένωσης η οποία, όπως οι διατάξεις των άρθρων 2 και 3 της οδηγίας 2001/29, δεν παραπέμπει ρητώς στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της έννοιας και του περιεχομένου της πρέπει κατά κανόνα να δίδεται, στο σύνολο της Ένωσης, αυτοτελής και ομοιόμορφη ερμηνεία (19).
34. Κατά πάγια νομολογία, κατά την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο το γράμμα της αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η διάταξη, καθώς και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας η διάταξη αυτή αποτελεί μέρος (20). Συναφώς, πρωταρχικός σκοπός της οδηγίας 2001/29 είναι η καθιέρωση υψηλού επιπέδου (21) προστασίας υπέρ, μεταξύ άλλων, των δημιουργών, με τη διασφάλιση εύλογης αμοιβής για τη χρήση των έργων τους, ιδίως στην περίπτωση αναπαραγωγής ή παρουσιάσεως των έργων τους αυτών στο κοινό (22).
35. Δυνάμει του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, οι δημιουργοί έχουν τα αποκλειστικά δικαιώματα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν την αναπαραγωγή των έργων τους ή την παρουσίασή τους στο κοινό (23).
36. Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι τα επίμαχα αποκλειστικά δικαιώματα έχουν προληπτικό χαρακτήρα και παρέχουν στον δημιουργό τη δυνατότητα να παρεμβάλλεται μεταξύ των δυνητικών χρηστών του έργου του και της αναπαραγωγής (ή της παρουσιάσεως στο κοινό) (24) στην οποία οι χρήστες αυτοί είχαν πρόθεση να προβούν, προκειμένου να την απαγορεύσει.
37. Συνεπώς, δυνάμει του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, ο δημιουργός διαθέτει το αποκλειστικό δικαίωμα να αποφασίζει αν, και, ενδεχομένως, πότε και πώς, θα επιτρέψει ή θα απαγορεύσει την αναπαραγωγή του έργου του ή την παρουσίασή του στο κοινό.
2. Τα αποκλειστικά δικαιώματα του δημιουργού και εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης
α) Η ρητή και προηγούμενη συναίνεση του δημιουργού
38. Κατά τη γνώμη μου, το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 απαιτούν τη ρητή και προηγούμενη συναίνεση (25) του δημιουργού για κάθε αναπαραγωγή ή κάθε παρουσίαση στο κοινό του έργου του, περιλαμβανομένης της ψηφιακής μορφής του. Η συναίνεση αυτή (26) συνιστά θεμελιώδες προνόμιο των δημιουργών.
39. Ελλείψει διατάξεων του δικαίου της Ένωσης που να εισάγουν παρεκκλίσεις (27), η ρητή και προηγούμενη συναίνεση του δημιουργού για την αναπαραγωγή ή για την παρουσίαση στο κοινό του έργου του δεν θα μπορούσε να καταργηθεί, να πιθανολογηθεί ή να περιοριστεί μέσω της αντικαταστάσεώς της από σιωπηρή συναίνεση (28) ή από τεκμήριο μεταβιβάσεως προς τα οποία ο δημιουργός θα έπρεπε να εναντιωθεί εντός ορισμένης προθεσμίας και υπό τους όρους που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο. Ως εκ τούτου, εθνική ρύθμιση, όπως το επίδικο διάταγμα, η οποία υποκαθιστά τη ρητή και προηγούμενη συναίνεση του δημιουργού με σιωπηρή ή τεκμαιρόμενη συναίνεση, στερεί τον δημιουργό από μια θεμελιώδη συνιστώσα του δικαιώματός του πνευματικής ιδιοκτησίας.
β) Η δυνατότητα εναντιώσεως και ανακλήσεως καθώς και το δικαίωμα σε αμοιβή μεταβάλλουν το περιεχόμενο των επίμαχων αποκλειστικών δικαιωμάτων;
40. Το γεγονός ότι ο δημιουργός διαθέτει, κατ’ εφαρμογήν της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνικής ρυθμίσεως, τη δυνατότητα, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να εναντιωθεί (29) στην άσκηση από τη SOFIA του δικαιώματος χορηγήσεως άδειας για την αναπαραγωγή και την παρουσίαση στο κοινό του έργου του σε ψηφιακή μορφή (30) ή να ανακαλέσει (31) από τη SOFIA το δικαίωμα χορηγήσεως άδειας για την αναπαραγωγή βιβλίου ή την παρουσίασή του στο κοινό σε ψηφιακή μορφή ουδόλως μεταβάλλει τη διαπίστωση αυτή (32).
41. Εξάλλου, η είσπραξη αμοιβής ή αποζημιώσεως από τον δημιουργό, κατ’ εφαρμογήν της εθνικής νομοθεσίας (33), για την αναπαραγωγή του έργου του ή την παρουσίασή του στο κοινό δεν μεταβάλλει το γεγονός ότι τα αποκλειστικά δικαιώματά του θα έχουν παραβιαστεί.
42. Πράγματι, τα αποκλειστικά δικαιώματα που προβλέπονται στο άρθρο 2, στοιχείο αʹ, και στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 περιλαμβάνουν το δικαίωμα σε εύλογη αμοιβή για τη χρήση των έργων, αλλά δεν περιορίζονται σ’ αυτό μόνο το δικαίωμα. Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το δικαίωμα του δημιουργού κατά το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 πρέπει να διακρίνεται, για παράδειγμα, από το δικαίωμα αποζημιωτικού χαρακτήρα (34) των καλλιτεχνών ερμηνευτών, των εκτελεστών και των παραγωγών των φωνογραφημάτων, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115.
γ) Η απουσία εμπορικής διαθέσεως του έργου στο κοινό επηρεάζει το περιεχόμενο των επίμαχων αποκλειστικών δικαιωμάτων;
43. Το γεγονός ότι ο δημιουργός δεν εκμεταλλεύεται πλήρως το έργο του, λόγω, παραδείγματος χάριν, ελλείψεως εμπορικής διαθέσεως του έργου στο κοινό (35), δεν τροποποιεί τα αποκλειστικά δικαιώματά του να επιτρέπει ή να απαγορεύει την αναπαραγωγή του έργου του ή την παρουσίασή του στο κοινό.
44. Συναφώς, η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι, «στην κλασική περίπτωση του δικαιώματος της ιδιοκτησίας που αναπτύχθηκε με βάση την έγγειο ιδιοκτησία, γινόταν πάντοτε δεκτό ότι ο νόμος [μπορούσε] να προβλέπει –εκτός από ειδικούς περιορισμούς στο δικαίωμα αυτό, οι οποίοι επιβάλλουν στον ιδιοκτήτη, λόγω του υπέρτερου γενικού συμφέροντος, να ανέχεται [ορισμένες] πράξεις τρίτων που έχουν επιπτώσεις στη δυνατότητά του να απολαμβάνει το αγαθό του– περιπτώσεις στις οποίες το δικαίωμα επί του αγαθού αποσβέννυται λόγω της μη χρήσεως, εφόσον ο τρίτος χρησιμοποιεί το αγαθό με τρόπο παραγωγικό και επομένως κοινωνικά επωφελή. Πράγματι, μολονότι ο ιδιοκτήτης έχει, μεταξύ άλλων δυνατοτήτων, τη δυνατότητα να μην χρησιμοποιεί το αγαθό του, με συνέπεια το δικαίωμα ιδιοκτησίας να μην υπόκειται σε παραγραφή, εντούτοις ανέκαθεν αναγνωριζόταν το συμφέρον προνομιακής μεταχειρίσεως –σε σχέση με τον ιδιοκτήτη που αδιαφορεί για το αγαθό του και επομένως το αποκλείει από τις συναλλαγές– του τρίτου ο οποίος, μολονότι δεν έχει νόμιμο τίτλο, χρησιμοποιεί πράγματι το αγαθό, καθιστώντας δυνατή την οικονομική αξιοποίησή του».
45. Βάσει των διατάξεων που εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση, η άποψη αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.
46. Πράγματι, καμία κύρωση ή συνέπεια δεν προβλέπεται από την οδηγία 2001/29 στην περίπτωση μη ασκήσεως ή περιορισμένης ασκήσεως από τον δημιουργό των αποκλειστικών δικαιωμάτων που του παρέχουν το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής. Συνεπώς, τα επίμαχα αποκλειστικά δικαιώματα παραμένουν αλώβητα (36) ακόμη και αν δεν έχουν «χρησιμοποιηθεί» από τον κάτοχό τους.
47. Περαιτέρω, η οδηγία 2012/28 επιβεβαιώνει την ερμηνεία αυτή.
48. Η οδηγία αυτή αφορά ορισμένες χρήσεις των γνωστών ως «ορφανών» έργων, δηλαδή των προστατευόμενων έργων πνευματικής ιδιοκτησίας των οποίων ο δικαιούχος δεν μπόρεσε να ταυτοποιηθεί ή, ακόμα και αν έχει ταυτοποιηθεί, δεν μπόρεσε να εντοπισθεί. Η οδηγία αυτή θεσπίστηκε λόγω του γεγονότος ότι «[σ]την περίπτωση των ορφανών έργων, δεν είναι δυνατόν να εξασφαλιστεί η εν λόγω προηγούμενη συναίνεση για την αναπαραγωγή ή τη διάθεση στο κοινό» (37).
49. Συναφώς, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2012/28 ορίζει ότι τα κράτη μέλη προβλέπουν εξαίρεση ή περιορισμό στο δικαίωμα αναπαραγωγής και στο δικαίωμα διαθέσεως στο κοινό που προβλέπουν αντιστοίχως τα άρθρα 2 και 3 της οδηγίας 2001/29, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι οργανισμοί που μνημονεύονται στο άρθρο 1, παράγραφος 1 (38), της οδηγίας 2012/28 επιτρέπεται να αναπαράγουν ορφανά έργα (39) που περιλαμβάνονται στις συλλογές τους, μεταξύ άλλων προς ψηφιοποίηση, και να τα διαθέτουν στο κοινό.
50. Επομένως, η εξαίρεση ή ο περιορισμός που προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2012/28 σε σχέση με τα άρθρα 2 και 3 της οδηγίας 2001/29 είναι πολύ περιορισμένου χαρακτήρα.
51. Εξάλλου, το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2012/28 προβλέπει ότι «[ο]ι οργανισμοί που αναφέρονται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, χρησιμοποιούν ένα ορφανό έργο σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου αποκλειστικά και μόνο για να επιτύχουν στόχους που σχετίζονται με τις δημοσίου συμφέροντος αποστολές τους, και ειδικότερα τη συντήρηση, την αποκατάσταση και την παροχή πολιτιστικής και εκπαιδευτικής πρόσβασης στα έργα και τα φωνογραφήματα που περιλαμβάνονται στη συλλογή τους. Οι οργανισμοί μπορούν να παράγουν έσοδα στο πλαίσιο τέτοιων χρήσεων με αποκλειστικό σκοπό να καλύπτουν τις δαπάνες τους για την ψηφιοποίηση και τη διάθεση στο κοινό ορφανών έργων»(40).
52. Φρονώ ότι θα ήταν παράδοξο να επιβάλλονται πολύ αυστηρότερες απαιτήσεις, κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας 2012/28, για την αναπαραγωγή και την παρουσίαση στο κοινό ορφανού έργου, σε σύγκριση με τις απαιτήσεις που ισχύουν, δυνάμει εθνικής ρυθμίσεως, όπως είναι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, για αντίστοιχες πράξεις εκμεταλλεύσεως που αφορούν τα «εκτός κυκλοφορίας» βιβλία (41).
53. Πράγματι, σε αντίθεση με την οδηγία 2012/28 που απαιτεί την επιμελή και καλόπιστη αναζήτηση των κατόχων δικαιωμάτων πριν από την εκμετάλλευση του έργου, η επίμαχη εθνική ρύθμιση δεν επιβάλλει καμία ανάλογη εξατομικευμένη αναζήτηση ως προς τον δημιουργό. Σύμφωνα με το άρθρο L. 134‑3 του κώδικα διανοητικής ιδιοκτησίας, όταν ένα βιβλίο καταχωρίζεται στη βάση δεδομένων που μνημονεύεται στο άρθρο L. 134‑2, ο συγγραφέας διαθέτει προθεσμία έξι μηνών για να εναντιωθεί στην άσκηση από τη SOFIA του δικαιώματος χορηγήσεως άδειας για την αναπαραγωγή σε ψηφιακή μορφή του έργου του ή την παρουσίασή του στο κοινό υπό τη μορφή αυτή. Εξάλλου, μολονότι το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2012/28 αποκλείει ρητώς κάθε εκμετάλλευση για εμπορικούς σκοπούς του ορφανού έργου, η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική ρύθμιση αποβλέπει στην εμπορική εκμετάλλευση των βιβλίων «εκτός κυκλοφορίας».
δ) Οι λεπτομερείς κανόνες διαχειρίσεως που προβλέπονται από την επίμαχη εθνική ρύθμιση
54. Η SOFIA (42), καθώς και η Γαλλική (43), η Γερμανική και η Πολωνική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης ρύθμιση δεν αφορά την προστασία του δικαιώματος του δημιουργού, αλλά συνιστά απλώς τρόπο διαχειρίσεως ορισμένων δικαιωμάτων, δεδομένου ότι το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 δεν απαγορεύουν στα κράτη μέλη να ορίσουν τις λεπτομέρειες διαχειρίσεως των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.
55. Μια τέτοια ερμηνεία του δικαιώματος του δημιουργού είναι, κατά τη γνώμη μου, αντίθετη προς το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, και προς το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 (44). Πράγματι, οι διατάξεις αυτές, προβλέποντας το αποκλειστικό δικαίωμα του δημιουργού να επιτρέπει ή να απαγορεύει την αναπαραγωγή και την παρουσίαση στο κοινό των έργων του, αφορούν επίσης τον τρόπο με τον οποίο τα δικαιώματα αυτά ασκούνται από τον δημιουργό.
56. Μολονότι η οδηγία 2001/29 δεν εναρμονίζει και δεν θίγει τον τρόπο διαχειρίσεως των δικαιωμάτων του δημιουργού, ο οποίος υφίσταται στα κράτη μέλη (45), ο νομοθέτης της Ένωσης, προβλέποντας ότι ο δημιουργός απολαύει, κατ’ αρχήν, των αποκλειστικών δικαιωμάτων να επιτρέπει ή να απαγορεύει την αναπαραγωγή του έργου του ή την παρουσίασή του στο κοινό, άσκησε τις αρμοδιότητές του στον τομέα της πνευματικής ιδιοκτησίας.
57. Υπό τις συνθήκες αυτές, τα κράτη μέλη δεν μπορούν πλέον να προβλέψουν τρόπους διαχειρίσεως που διακυβεύουν την εφαρμογή της νομοθεσίας της Ένωσης (46), τούτο δε ακόμα και αν επιδιώκεται σκοπός γενικού συμφέροντος (47). Πράγματι, πριν τεθεί ζήτημα διαχειρίσεως των δικαιωμάτων αναπαραγωγής και παρουσιάσεως στο κοινό, ο κάτοχος των αποκλειστικών αυτών δικαιωμάτων πρέπει να έχει επιτρέψει σε οργανισμό διαχειρίσεως να διαχειριστεί τα δικαιώματά του.
58. Για λόγους πληρότητας, οι ανωτέρω εκτιμήσεις επιβεβαιώνονται από την οδηγία 2014/26/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, για τη συλλογική διαχείριση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων καθώς και τη χορήγηση πολυεδαφικών αδειών για επιγραμμικές χρήσεις μουσικών έργων στην εσωτερική αγορά (48), η οποία ορίζει «τις προϋποθέσεις που είναι απαραίτητες για να διασφαλιστεί η ορθή λειτουργία της διαχείρισης των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων από οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης» (49), έστω και αν η οδηγία αυτή δεν εφαρμόζεται ratione temporis στη διαφορά της κύριας δίκης.
59. Το άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 2014/26 προβλέπει ότι «[ο]ι δικαιούχοι έχουν το δικαίωμα να εξουσιοδοτούν οργανισμό συλλογικής διαχείρισης της επιλογής τους να διαχειρίζεται τα δικαιώματα, τις κατηγορίες δικαιωμάτων ή τα είδη έργων και άλλα αντικείμενα της επιλογής τους, για τις επικράτειες της επιλογής τους, ανεξάρτητα από το κράτος μέλος ιθαγένειας, κατοικίας ή εγκατάστασης είτε του οργανισμού συλλογικής διαχείρισης είτε του δικαιούχου» (50). Ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν θα ήταν σύμφωνη προς το άρθρο αυτό.
60. Εξάλλου, από το άρθρο 5, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/26 προκύπτει σαφώς ότι ο κάτοχος δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας οφείλει να παρέχει «τη συναίνεσή του συγκεκριμένα για κάθε δικαίωμα ή κατηγορία δικαιωμάτων ή είδος έργων και άλλα θεματικά αντικείμενα που […] εξουσιοδοτεί [τον οργανισμό συλλογικής διαχείρισης] να διαχειρίζεται». Το άρθρο αυτό προσθέτει ότι «[ο]ποιαδήποτε τέτοια συναίνεση αποδεικνύεται τεκμηριωμένα».
61. Επομένως, η συναίνεση παραμένει ο ακρογωνιαίος λίθος της ασκήσεως των αποκλειστικών δικαιωμάτων από τον δημιουργό.
ε) Επιρροή του μνημονίου συμφωνίας σχετικά με τις βασικές αρχές για την ψηφιοποίηση και την παρουσίαση έργων μη διαθέσιμων στο εμπόριο, που υπεγράφη στις 20 Σεπτεμβρίου 2011 (51)
62. Τέλος, η SOFIA, καθώς και η Γαλλική, η Γερμανική και η Πολωνική Κυβέρνηση εκθέτουν ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης ρύθμιση εντάσσεται στο πλαίσιο διεργασιών που διεξάχθηκαν στο επίπεδο της Ένωσης και των οποίων τα αποτελέσματα αποτυπώθηκαν σε μνημόνιο συμφωνίας σχετικά με τις βασικές αρχές για την ψηφιοποίηση και την παρουσίαση έργων μη διαθέσιμων στο εμπόριο, που υπεγράφη από τις ενώσεις βιβλιοθηκών, δημοσιογράφων, εκδοτών, συγγραφέων και καλλιτεχνών στις 20 Σεπτεμβρίου 2011, υπό την αιγίδα της Επιτροπής (52), με τη συμμετοχή των εκπροσώπων των ευρωπαϊκών βιβλιοθηκών, των δημιουργών, των εκδοτών και των εταιρειών συλλογικής διαχειρίσεως (στο εξής: μνημόνιο συμφωνίας). Το μνημόνιο συμφωνίας, στο οποίο παραπέμπει ρητώς η οδηγία 2012/28 (53), αποβλέπει στη μαζική ψηφιοποίηση των μη διαθέσιμων στο εμπόριο βιβλίων, προκειμένου να τα καταστήσει προσβάσιμα στο κοινό. Δέχεται επίσης ότι η συναίνεση των δημιουργών στη συλλογική διαχείριση των αντίστοιχων δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως μπορεί να τεκμαρθεί, υπό τον όρο, αφενός, ότι καταβλήθηκε κάθε προσπάθεια προκειμένου αυτοί να λάβουν σχετικώς γνώση και, αφετέρου, ότι η προστασία των συμφερόντων τους διασφαλίζεται με τη δυνατότητα μη προσχωρήσεως ή ανακλήσεως.
63. Η αιτιολογική σκέψη 4 της οδηγίας 2012/28 προβλέπει ότι «[η] παρούσα οδηγία δεν θίγει συγκεκριμένες λύσεις που εκπονούνται στα κράτη μέλη για την αντιμετώπιση ζητημάτων ευρύτερης μαζικής ψηφιοποίησης, όπως είναι η περίπτωση των επονομαζόμενων “μη διαθέσιμων στο εμπόριο έργων”. Οι εν λόγω λύσεις λαμβάνουν υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά διαφορετικών ειδών περιεχομένου και διαφόρων χρηστών και βασίζονται στη συναίνεση των εμπλεκόμενων φορέων. Η προσέγγιση αυτή έχει ακολουθηθεί επίσης στο [μνημόνιο συμφωνίας]. […] Η παρούσα οδηγία δεν θίγει το εν λόγω μνημόνιο […] το οποίο καλεί τα κράτη μέλη και την Επιτροπή να διασφαλίσουν ότι οι εκούσιες συμφωνίες που συνάπτονται μεταξύ χρηστών, κατόχων δικαιωμάτων και οργανισμών συλλογικής διαχείρισης δικαιωμάτων για την χορήγηση αδειών εκμετάλλευσης μη διαθέσιμων στο εμπόριο έργων με βάση τις αρχές που περιέχει το μνημόνιο συμφωνίας απολαύουν της απαιτούμενης ασφάλειας δικαίου σε εθνικό και διασυνοριακό πλαίσιο» (54).
64. Κατά τη γνώμη μου, το προαναφερθέν μνημόνιο συμφωνίας δεν είναι νομικά δεσμευτικό και, ως εκ τούτου, δεν θα μπορούσε να περιορίσει το περιεχόμενο των αποκλειστικών δικαιωμάτων που προβλέπονται στο άρθρο 2, στοιχείο αʹ, και στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, αλλ’ απευθύνει απλώς πρόσκληση στην Επιτροπή και στα κράτη μέλη να κατοχυρώσουν την ασφάλεια δικαίου εκούσιων συμφωνιών (55) που συνάπτονται μεταξύ χρηστών, κατόχων δικαιωμάτων και εταιρειών συλλογικής διαχειρίσεως δικαιωμάτων. Ουδόλως, όμως, τίθεται ζήτημα «εκούσιων συμφωνιών» στην επίμαχη εθνική ρύθμιση.
VI – Πρόταση
65. Χωρίς να αρνούμαι τον θεμιτό σκοπό που συνίσταται στην αναβίωση των λησμονημένων βιβλίων, με τη χρήση, εφόσον είναι αναγκαίο, νέων τεχνολογιών, προτείνω στο Δικαστήριο, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών της οδηγίας 2001/29, του σαφούς γράμματος του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 3, παράγραφος 1, αυτής, της απουσίας παρεκκλίσεως από την αρχή της ρητής και προηγούμενης συναινέσεως, καθώς και της απουσίας άλλων αντίθετων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα του Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας, Γαλλία) ως εξής:
Το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας, δεν επιτρέπουν ρύθμιση, όπως αυτή που θεσπίστηκε με τα άρθρα L. 134‑1 έως L. 134‑9 του κώδικα διανοητικής ιδιοκτησίας, η οποία, υπό τις προϋποθέσεις που τάσσει, αναθέτει σε εγκεκριμένες εταιρείες εισπράξεως και κατανομής των δικαιωμάτων την άσκηση του δικαιώματος χορηγήσεως άδειας για την αναπαραγωγή και την αναπαράσταση σε ψηφιακή μορφή των «εκτός κυκλοφορίας» βιβλίων, ακόμα και αν η ρύθμιση αυτή παρέχει στους συγγραφείς των βιβλίων αυτών ή στους δικαιοδόχους τους τη δυνατότητα να εναντιώνονται ή να επιτυγχάνουν την παύση της ασκήσεως του εν λόγω δικαιώματος.